ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)
της 11ης Φεβρουαρίου 2010 ( *1 )
«Kοινοτικός τελωνειακός κώδικας — Άρθρο 24 — Μη προτιμησιακή καταγωγή των προϊόντων — Συμπαγείς όγκοι πυριτίου καταγωγής Κίνας — Χωρισμός, θρυμματισμός και καθαρισμός συμπαγών όγκων καθώς και κοσκίνισμα, ταξινόμηση των κρυστάλλων κατά μέγεθος και συσκευασία στην Ινδία — Ντάμπινγκ — Κύρος του κανονισμού (ΕΚ) 398/2004»
Στην υπόθεση C-373/08,
με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Finanzgericht Ντύσσελντορφ (Γερμανία) με απόφαση της 30 Ιουλίου 2008, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις , στο πλαίσιο της δίκης
Hoesch Metals and Alloys GmbH
κατά
Hauptzollamt Aachen,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rodrigues, πρόεδρο του δεύτερου τμήματος, προεδρεύοντα του τρίτου τμήματος, P. Lindh, A. Rosas, U. Lõhmus (εισηγητής) και A. Ó Caoimh, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: J. Mazák
γραμματέας: R. Şereş, υπάλληλος διοικήσεως
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9 Ιουλίου 2009,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
| — | η Hoesch Metals and Alloys GmbH, εκπροσωπούμενη από την H. Bleier, Rechtsanwalt, | 
| — | η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους R. Lyal, H. van Vliet και B.-R. Killmann, | 
| — | το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τον J.-P. Hix, επικουρούμενο από τους G. M. Berrisch και G. Wolf, Rechtsanwälte, | 
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
| 1 | Αντικείμενο της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως είναι η ερμηνεία του άρθρου 24 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302, σ. 1, στο εξής: τελωνειακός κώδικας), και το κύρος του κανονισμού (ΕΚ) 398/2004 του Συμβουλίου, της , για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές πυριτίου, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 66, σ. 15). | 
| 2 | Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Hoesch Metals and Alloys GmbH (στο εξής: Hoesch) και του Hauptzollamt Aachen (τελωνειακής αρχής του Aachen) με αντικείμενο τον προσδιορισμό της μη προτιμησιακής καταγωγής πυριτίου που προέρχεται από την Κίνα και έχει υποστεί επεξεργασία στην Ινδία. | 
Το νομικό πλαίσιο
Συμφωνία για τους κανόνες καταγωγής
| 3 | Η Συμφωνία για τους κανόνες καταγωγής (ΠΟΕ-GATT 1994) (ΕΕ 1994, L 336, σ. 144), η οποία επισυνάφθηκε στην τελική πράξη που υπογράφηκε στο Μαρακές από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα στις 15 Απριλίου 1994 και εγκρίθηκε εξ ονόματός της με την απόφαση 94/800/ΕΚ της , σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994) (ΕΕ L 336, σ. 1), αποσκοπεί στην εναρμόνιση των κανόνων καταγωγής και έχει θέσει σε εφαρμογή, για μια μεταβατική περίοδο, πρόγραμμα εργασιών εναρμονίσεως. | 
Η κοινοτική τελωνειακή νομοθεσία
| 4 | Το άρθρο 24 του τελωνειακού κώδικα ορίζει: «Εμπόρευμα στην παραγωγή του οποίου μεσολάβησαν δύο ή περισσότερες χώρες, κατάγεται από τη χώρα στην οποία πραγματοποιήθηκε η τελευταία μεταποίηση ή ουσιαστική επεξεργασία, οικονομικά δικαιολογημένη, σε επιχείρηση εξοπλισμένη για το σκοπό αυτό και η οποία κατέληξε στην κατασκευή ενός νέου προϊόντος ή ενός προϊόντος που αντιπροσωπεύει σημαντικό στάδιο παραγωγής.» | 
| 5 | Τα άρθρα 35 έως 40 όπως και τα παραρτήματα 10 και 11 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 253, σ. 1), προσδιορίζουν, για ορισμένα προϊόντα, τις μεταποιήσεις ή κατεργασίες που προσδίδουν την καταγωγή κατά το άρθρο 24 του τελωνειακού κώδικα. Το πυριτιούχο μέταλλο δεν συμπεριλαμβάνεται στα προϊόντα που προβλέπονται στις διατάξεις αυτές. | 
| 6 | Η κλάση 2804 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας που συνιστά το παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΟΚ) 2658/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη Δασμολογική και Στατιστική Ονοματολογία και το Κοινό Δασμολόγιο (ΕΕ L 256, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1719/2005 της Επιτροπής, της (EE L 286, σ. 1, στο εξής: ΣΟ), έχει ως εξής:«2804 Υδρογόνο, ευγενή αέρια και άλλα στοιχεία μη μεταλλικά: […] 
 
 
 […]». | 
Η κοινοτική νομοθεσία περί μέτρων αντιντάμπινγκ
| 7 | Οι διατάξεις σχετικά με την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα περιλαμβάνονται στον κανονισμό (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 56, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 461/2004 του Συμβουλίου, της (ΕΕ L 77, σ. 12, στο εξής: βασικός κανονισμός). | 
| 8 | Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού ορίζει: «Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και εφόσον δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό, ο όρος «ζημία» σημαίνει τη σημαντική ζημία που προκαλείται στην κοινοτική βιομηχανία, τον κίνδυνο πρόκλησης σημαντικής ζημίας στην κοινοτική βιομηχανία ή την αισθητή καθυστέρηση της δημιουργίας μιας τέτοιας βιομηχανίας· η ερμηνεία του όρου διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.» | 
| 9 | Το άρθρο 5 του ίδιου κανονισμού διέπει την κίνηση διαδικασιών αρχικής έρευνας για να εξακριβωθούν η ύπαρξη, ο βαθμός και τα αποτελέσματα κάθε ντάμπινγκ για το οποίο έχει υποβληθεί καταγγελία. | 
| 10 | Το άρθρο 9, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού ορίζει: «Όταν από τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί τελικώς, προκύπτει ότι υπάρχει ντάμπινγκ και ότι εξ αυτού προκαλείται ζημία, καθώς και ότι το συμφέρον της Κοινότητας επιβάλλει επέμβαση σύμφωνα με το άρθρο 21, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με απλή πλειοψηφία κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και μετά από διαβουλεύσεις στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής, επιβάλλει οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ. Σε περίπτωση που επιβάλλονται ήδη προσωρινοί δασμοί, υποβάλλεται στο Συμβούλιο πρόταση για τη λήψη οριστικών μέτρων το αργότερο ένα μήνα πριν από τη λήξη ισχύος των προσωρινών δασμών. Το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το περιθώριο ντάμπινγκ που έχει διαπιστωθεί, αλλά θα πρέπει να είναι κατώτερο του εν λόγω περιθωρίου, αν η επιβολή δασμού χαμηλότερου ύψους κρίνεται επαρκής για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται η κοινοτική βιομηχανία». | 
| 11 | Κατά το άρθρο 11 του βασικού κανονισμού: «[…] 2. Κάθε οριστικό μέτρο αντιντάμπινγκ παύει να ισχύει πέντε έτη από την επιβολή του ή από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της πλέον πρόσφατης διαδικασίας επανεξέτασης η οποία κάλυψε τόσο το ντάμπινγκ, όσο και τη ζημία, εκτός αν η επανεξέταση οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τυχόν λήξη της ισχύος του μέτρου είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή στην επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας. Κάθε επανεξέταση ενόψει της λήξης της ισχύος ενός μέτρου αρχίζει με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή μετά από αίτηση που υποβάλλεται εκ μέρους ή για λογαριασμό των κοινοτικών παραγωγών, ενώ το μέτρο παραμένει σε ισχύ μέχρι να ολοκληρωθεί η επανεξέταση. Για να αρχίσει επανεξέταση ενόψει της λήξης της ισχύος των μέτρων, πρέπει η σχετική αίτηση να περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η λήξη ισχύος των μέτρων είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή την επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας. Η πιθανότητα αυτή μπορεί, παραδείγματος χάρη, να στηρίζεται σε στοιχεία που αποδεικνύουν ότι το ντάμπινγκ και η ζημία συνεχίζονται ή ότι η εξάλειψη της ζημίας οφείλεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ύπαρξη των μέτρων ή ότι η κατάσταση των εξαγωγέων ή οι συνθήκες που επικρατούν στην αγορά ενδέχεται να οδηγήσουν σε περαιτέρω άσκηση ζημιογόνων πρακτικών ντάμπινγκ. […] 5. Οι συναφείς διατάξεις του παρόντος κανονισμού οι σχετικές με τις διαδικασίες και τη διεξαγωγή των ερευνών, με εξαίρεση εκείνες που αναφέρονται στις σχετικές προθεσμίες, εφαρμόζονται σε κάθε επανεξέταση η οποία διενεργείται δυνάμει των παραγράφων 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου. Οι επανεξετάσεις που διεξάγονται δυνάμει των παραγράφων 2 και 3 διενεργούνται με ταχείες διαδικασίες και πρέπει κανονικά να ολοκληρώνονται εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία έναρξης της επανεξέτασης. […] 6. […] Όταν κρίνεται δικαιολογημένο, μετά από σχετική επανεξέταση, το όργανο της Κοινότητας που είναι αρμόδιο για την επιβολή του εκάστοτε μέτρου το καταργεί ή το διατηρεί βάσει της παραγράφου 2 ή το καταργεί, το διατηρεί ή το τροποποιεί βάσει των παραγράφων 3 και 4. […]» | 
| 12 | Με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2200/90, της 27ης Ιουλίου 1990 (ΕΕ L 198, σ. 57), το Συμβούλιο επέβαλε για πρώτη φορά οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές πυριτιούχου μετάλλου καταγωγής Κίνας. Μετά από ανακοίνωση για την επικείμενη λήξη των μέτρων που θεσπίστηκαν με τον κανονισμό 2200/90, που δημοσιεύθηκε το Φεβρουάριο του 1995, η Επιτροπή επιλήφθηκε αιτήσεως επανεξετάσεως με παράλληλη προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων του ντάμπινγκ, αντικείμενο του οποίου αποτελεί εν προκειμένω το επίμαχο προϊόν, τα οποία κρίθηκαν επαρκή για να δικαιολογηθεί η διεξαγωγή έρευνας. Βάσει των συμπερασμάτων της έρευνας, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 2496/97, της , ο οποίος επέβαλε δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές πυριτιούχου μετάλλου καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 345, σ. 1). | 
| 13 | Η εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2496/96 ορίζει: «[…] Το περιθώριο του ντάμπινγκ, εκφρασμένο ως ποσοστό της τιμής εξαγωγής cif, στα σύνορα της Κοινότητας, ανερχόταν σε 68,1%.» | 
| 14 | Το άρθρο 1, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού ορίζει: «Ο συντελεστής του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ, ο οποίος επιβάλλεται στην καθαρή τιμή, στο στάδιο «ελεύθερο στα κοινοτικά σύνορα», πριν από την επιβολή δασμού, είναι 49%.» | 
| 15 | Μετά την ανακοίνωση, τον Μάρτιο του 2002, για την επικείμενη λήξη ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ, η Επιτροπή επιλήφθηκε αιτήσεως επανεξετάσεως δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισμού βάσεως. Με το πέρας της επανεξετάσεως, το Συμβούλιο αποφάσισε διά της εκδόσεως του κανονισμού 398/2004, να διατηρήσει σε ισχύ τα μέτρα που προέβλεπε ο κανονισμός 2496/97. | 
| 16 | Η εικοστή έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 398/2004 ορίζει: «Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 11 του βασικού κανονισμού, το περιθώριο ντάμπινγκ καθορίσθηκε βάσει σύγκρισης της σταθμισμένης μέσης κανονικής αξίας με τις σταθμισμένες μέσες τιμές εξαγωγής, που καθορίζονται σύμφωνα με τα ανωτέρω. Με τη σύγκριση αυτή, αποδείχθηκε η ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ. Το περιθώριο ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε, εκφραζόμενο ως ποσοστό της τιμής cif των εισαγωγών στα σύνορα της Κοινότητας, πριν από τον εκτελωνισμό, ανέρχεται σε σημαντικό ποσοστό ύψους 12,5%, αν και είναι μικρότερο από εκείνο που διαπιστώθηκε κατά τις προηγούμενες έρευνες.» | 
| 17 | Ο πίνακας 6 του παραρτήματος του εν λόγω κανονισμού, αναφορικά με τον όγκο πωλήσεων πυριτίου του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στην Κοινότητα, έχει ως εξής: 
 | 
| 18 | Η πεντηκοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη του ίδιου κανονισμού 398/2004 επισημαίνει: «Οι πωλήσεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής σε μη συνδεδεμένους πελάτες στην Κοινότητα αυξήθηκαν κατά 57% μεταξύ του 1998 και της περιόδου έρευνας.» | 
| 19 | Σύμφωνα με τον πίνακα 8 του εν λόγω κανονισμού, ο οποίος απεικονίζει τα μερίδια αγοράς που κατέχει η κοινοτική βιομηχανία στην αγορά μεταλλικού πυριτίου: 
 | 
| 20 | Κατά την πεντηκοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 389/2004: «Το μερίδιο αγοράς που κατέχει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αυξήθηκε από 29,8% το 1998 σε 36,7% κατά την περίοδο έρευνας, ακολουθώντας την αύξηση που σημείωσαν η παραγωγή και οι πωλήσεις των λόγω νέων εγκαταστάσεων που άρχισαν να λειτουργούν στην Κοινότητα. Σημαντική αύξηση σημειώθηκε μεταξύ 1998 και 1999 (+ 5,4% της αγοράς) με τη δημιουργία νέων κοινοτικών εγκαταστάσεων παραγωγής. Μικρότερη άνοδος (+ 2,4 εκατοστιαίες μονάδες) πραγματοποιήθηκε μεταξύ του 2001 και της περιόδου έρευνας.» | 
| 21 | Οι αιτιολογικές σκέψεις 71 έως 74 του εν λόγω κανονισμού έχουν ως εξής: 
 
 
 […] 
 | 
| 22 | Κατά το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 398/2004: «1. Επιβάλλεται οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές πυριτίου που υπάγεται [στη δασμολογική διάκριση] 28046900 [της ΣΟ], καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. 2. Ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται στην καθαρή τιμή στα σύνορα της Κοινότητας, πριν από τον εκτελωνισμό, ορίζεται σε 49%.» | 
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
| 23 | Στις 15 Ιουνίου και 12 Αυγούστου 2004, η Hoesch σε διασάφηση της προς το Hauptzollamt Duisburg (Γερμανία) δήλωσε στη δασμολογική διάκριση 28046900 της ΣΟ πυριτιούχο μέταλλο προκειμένου να το θέσει σε ελεύθερη κυκλοφορία. Η προσφεύγουσα είχε εισαγάγει το προϊόν αυτό από την Ινδία και δήλωσε τη χώρα αυτή ως χώρα καταγωγής. | 
| 24 | Εντούτοις, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το επίμαχο πυριτιούχο μέταλλο προερχόταν από την Κίνα και παραδόθηκε, υπό μορφή συμπαγών όγκων διαστάσεων δύο επί τρία μέτρα, στην εταιρία Metplast που έχει την έδρα της στην Ινδία. Η εταιρία αυτή λοιπόν υπέβαλε σε διάφορες εργασίες τους όγκους αυτούς, ήτοι σε χωρισμό, θρυμματισμό και καθαρισμό. Οι δημιουργηθέντες μετά τον θρυμματισμό κρύσταλλοι κοσκινίστηκαν, ξεχωρίστηκαν στη συνέχεια ανάλογα με το μέγεθός τους και τελικώς συσκευάστηκαν. Ο καθαρισμός του πυριτίου πραγματοποιήθηκε με απομάκρυνση, εν μέρει με το χέρι και εν μέρει μηχανικώς, των ανεπιθύμητων υπολοίπων σκουριάς επί των κρυστάλλων πυριτίου που προέκυψαν μετά τον θρυμματισμό των συμπαγών όγκων. Ο απελευθερωμένος σίδηρος που ενυπήρχε στο πυρίτιο απομακρύνθηκε στη συνέχεια με τη χρήση μαγνήτη. Μετά από όλες αυτές τις διεργασίες στις οποίες προέβη η εν λόγω εταιρία, ο βαθμός καθαρότητας του πυριτίου υπερέβαινε το 98,5%, καθώς ο βαθμός αυτός καθαρότητας ήταν, κατά την Hoesch, απαραίτητος ώστε να είναι δυνατή η χρήση του πυριτιούχου μετάλλου για την παρασκευή κραμάτων αλουμινίου. Εντούτοις, κατά το αιτούν δικαστήριο, ο βαθμός καθαρότητας του πυριτίου πριν την εισαγωγή του από την Κίνα δεν ήταν γνωστός. | 
| 25 | Μετά από τις έρευνες του Ευρωπαϊκού Γραφείου για την Καταπολέμηση της Απάτης (OLAF), το Hauptzollamt Aachen έκρινε ότι το επίδικο πυριτιούχο μέταλλο δεν είχε υποβληθεί στην Ινδία σε ουσιώδη μεταποίηση ή επεξεργασία και δεν ήταν, επομένως, δυνατό να θεωρηθεί ότι προερχόταν από τη χώρα αυτή. Έκρινε, κατά συνέπεια, ότι το προϊόν αυτό έπρεπε να θωρηθεί ότι ήταν καταγωγής Κίνας. Με δύο αποφάσεις της 6ης Ιουνίου 2007 η αρχή αυτή ζήτησε από την Hoesch, κατ’ επίκληση του άρθρου 1 του κανονισμού 398/2004, την καταβολή εκ των υστέρων δασμών αντιντάμπινγκ ύψους 99974,74. | 
| 26 | Με την προσφυγή που άσκησε ενώπιον του Finanzgericht Düsseldorf, η Hoesch ζήτησε την ακύρωση των προαναφερθεισών αποφάσεων, ισχυριζόμενη ότι το επίδικο πυρίτιο υποβλήθηκε στην Ινδία σε μεταποίηση και επεξεργασία, και έπρεπε συνεπώς να θεωρηθεί ότι προέρχεται από τη χώρα αυτή. Κατά την εταιρία, ο θρυμματισμός των όγκων πυριτίου μετέτρεψε τους συμπαγείς όγκους σε κρυστάλλους και ο καθαρισμός τους, ο οποίος απαιτεί σημαντικό όγκο εργασίας, κατέστησε δυνατή την αύξηση του βαθμού καθαρότητας του πυριτίου. Επιπλέον, η Hoesch επικαλείται την ακυρότητα του κανονισμού 398/2004. | 
| 27 | Το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι η έκβαση της προσφυγής εξαρτάται από το αν η διεργασία που λαμβάνει χώρα στην Ινδία συνιστά μεταποίηση ή επεξεργασία προσδίδουσα την καταγωγή κατά την έννοια του άρθρου 24 του τελωνειακού κώδικα, περίπτωση κατά την οποία το εισαχθέν πυριτιούχο μέταλλο δεν υπόκειται σε δασμούς αντιντάμπινγκ. Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως αμφιβάλλει ως προς το κύρος του κανονισμού 398/2004. | 
| 28 | Το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι δεν τίθεται το ζήτημα του πεδίου εφαρμογής των καλούμενων «κανόνων καταλόγου», που έχει καταρτίσει η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την αποσαφήνιση των εννοιών του άρθρου 24 του τελωνειακού κώδικα και είναι διαθέσιμοι στον δικτυακό της τόπο. | 
| 29 | Υπό τις συνθήκες αυτές, το Finanzgericht Düsseldorf αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα: 
 
 | 
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου ερωτήματος
Παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο
| 30 | Η Hoesch υποστηρίζει καταρχάς ότι η μη προτιμησιακή καταγωγή του πυριτιούχου μετάλλου πρέπει να καθορίζεται αποκλειστικώς βάσει του άρθρου 24 του τελωνειακού κώδικα και ότι στην υπόθεση της κύριας δίκης πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως αυτής, και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι επίδικες εργασίες συνιστούν μεταποίηση ή ουσιώδη επεξεργασία προσδίδουσα μη προτιμησιακή καταγωγή στο εν λόγω προϊόν. | 
| 31 | Κατά την εν λόγω εταιρία, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι εργασίες που πραγματοποιήθηκαν στην Ινδία επί του εισαχθέντος από την Κίνα πυριτίου συνιστούν ουσιαστική επεξεργασία του, η οποία είναι δυνατό να οριστεί εν προκειμένω ως τροποποίηση πρόδρομων υλικών έως ότου αποκτήσουν άλλα χαρακτηριστικά. Ειδικότερα, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας θρυμματισμού, οι όγκοι πυριτίου χάνουν την αρχική μορφή τους. Η Hoesch επικαλείται επίσης τη νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία η τελευταία μεταποίηση προϊόντος είναι «ουσιαστική», κατά την έννοια του άρθρου 24 του τελωνειακού κώδικα, μόνον αν το προϊόν που προκύπτει από αυτήν εμφανίζει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και έχει ειδική υφή που δεν είχε πριν από την εν λόγω μεταποίηση ή κατεργασία (βλ. απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 1977, 49/76, Gesellschaft für Überseehandel, Συλλογή τόμος 1977, σ. 23, σκέψη 6). Στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο καθαρισμός συνεπάγεται απομάκρυνση των ακαθαρσιών που περιέχονται στους όγκους πυριτίου και καθιστά κατά τον τρόπο αυτό δυνατή τη χρήση του σε μίγμα περιέχον αργίλιο. | 
| 32 | Η Hoesch ισχυρίζεται στη συνέχεια ότι η απαίτηση μεταβολής δασμολογικής διακρίσεως που προβλέπεται στους κανόνες καταλόγου, αντιθέτως προς πολλούς κανόνες καταγωγής εμπορευμάτων, δεν αποτελεί προβλεπόμενη από το άρθρο 24 του τελωνειακού κώδικα προϋπόθεση. Συνεπώς, η μεταβολή δασμολογικής κλάσεως δεν συνιστά προϋπόθεση εφαρμογής του εν λόγω άρθρου 24. Επιπλέον, δεδομένου ότι οι κανόνες καταλόγου και οι εισαγωγικές σημειώσεις του κεφαλαίου 28 των εν λόγω κανόνων (στο εξής: εισαγωγικοί κανόνες) δεν έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι διαθέσιμοι μόνον στο διαδίκτυο στην αγγλική γλώσσα δεν είναι δεσμευτικοί. Η Hoesch υποστηρίζει ότι, αν, παρά ταύτα, τους επικαλεστεί, οι εισαγωγικές σημειώσεις επιβεβαιώνουν τη μη προτιμησιακή καταγωγή του επίδικου προϊόντος. Συγκεκριμένα, από τις εν λόγω εισαγωγικές σημειώσεις προκύπτει ότι οι εργασίες καθαρισμού και θρυμματισμού του πυριτίου συνιστούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μεταποίηση ή ουσιαστική επεξεργασία προσδίδουσα την καταγωγή του. Οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνται στην υπόθεση της κύριας δίκης. | 
| 33 | Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ισχυρίζεται, εντούτοις, ότι είναι σκόπιμο να συνεκτιμώνται οι κανόνες καταλόγου και οι εισαγωγικές σημειώσεις, προκειμένου να διασφαλίζεται, μεταξύ άλλων, η ομοιόμορφη εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας και η συμμόρφωση της κοινοτικής τελωνειακής νομοθεσίας προς τις υποχρεώσεις που υπέχει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ). Ειδικότερα, οι εν λόγω κανόνες αποκρυσταλλώνουν τα προσωρινά αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων που διεξάγονται κατά τις σκοπούσες στο πλαίσιο της Επιτροπής κανόνων καταγωγής του οικείου οργανισμού, τη λειτουργία της οποίας προβλέπει η συμφωνία περί κανόνων καταγωγής. | 
| 34 | Εξάλλου, η χρήση, στους κανόνες καταλόγου, του κριτηρίου της μεταβολής δασμολογικής κλάσεως, κατά το οποίο το εκάστοτε εμπόρευμα θεωρείται ότι έχει υποστεί την τελική μεταποίηση ή ουσιαστική επεξεργασία μόνον σε περίπτωση μεταβολής της δασμολογικής κλάσεώς του, δικαιολογείται κατά την Επιτροπή, από τεχνικής απόψεως, καθόσον, στην υπόθεση της κύριας δίκης, το κριτήριο αυτό λαμβάνει υπόψη τις εργασίες που απαιτούνται για την παραγωγή πυριτιούχου μετάλλου καθώς και τους σκοπούς παραγωγής αυτού. Συγκεκριμένα, η υπαγωγή του πυριτίου στις δασμολογικές διακρίσεις 280461 ή 280469 της ΣΟ βασίζεται στον βαθμό καθαρότητάς του, ο οποίος είναι, αντίστοιχα, για την πρώτη κλάση, ίσος ή μεγαλύτερος από 99,9%, και, για τη δεύτερη, μικρότερος από 99,9%, και κατά τον τρόπο αυτό αντιστοιχεί όχι μόνον στη χρήση του αλλά και στις εργασίες που είναι απαραίτητες για την παραγωγή του προϊόντος. Επιπλέον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν μπορεί να γίνει πραγματική και αντικειμενική διάκριση μεταξύ του προϊόντος βάσεως, ήτοι του πυριτίου υπό τη μορφή συμπαγών όγκων μετάλλου και των κρυστάλλων πυριτιούχου μετάλλου που προκύπτουν από τον χωρισμό, και ακολούθως το κοσκίνισμα, την ταξινόμηση κατά μέγεθος και τη συσκευασία, δεδομένου ότι οι εργασίες αυτές δεν έχουν τροποποιήσει καθόλου τις ιδιότητες ή τη σύνθεση του πυριτιούχου μετάλλου, το οποίο προκύπτει από το πυρίτιο μεταλλουργικής ποιóτητας που χρησιμοποιείται αποκλειστικώς για την κατασκευή κραμάτων αλουμινίου. | 
| 35 | Εντούτοις, βάσει των εισαγωγικών σημειώσεων υπ’ αριθ. 3 και 4, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ο καθαρισμός και ο θρυμματισμός του πυριτίου ενδέχεται, υπό ορισμένες περιστάσεις, να συνιστούν ουσιώδη μεταποίηση ή επεξεργασία προσδίδουσα την καταγωγή, υπό τον όρο ότι, αφενός, ο καθαρισμός συνιστά στάδιο παραγωγής κατά τη διάρκεια του οποίου απομακρύνονται τουλάχιστον 80% των υφιστάμενων ακαθαρσιών ή μετά την ολοκλήρωση του οποίου επιτυγχάνεται επίπεδο καθαρότητας που καθιστά δυνατή την ειδική χρήση του υπάρχοντος προϊόντος και ότι, αφετέρου, ο θρυμματισμός αντιστοιχεί σε επιδιωκόμενη μείωση του πυριτίου που οδηγεί σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Εξάλλου, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου, η απομάκρυνση του 80% των ακαθαρσιών δεν αποδείχτηκε. Επιπλέον, η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι κρύσταλλοι πυριτίου που προέκυψαν κατά τον τρόπο αυτό κοσκινίστηκαν, πράγμα που σημαίνει ότι ήταν διαφορετικών μεγεθών πριν το κοσκίνισμα. Δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί, επομένως, ότι πρόκειται για επιδιωκόμενη μείωση συμπαγών όγκων πυριτίου. | 
Απάντηση του Δικαστηρίου
| 36 | Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσία, να διευκρινιστεί αν ο χωρισμός, ο καθαρισμός και ο θρυμματισμός συμπαγών όγκων πυριτιούχου μετάλλου καθώς και το κοσκίνισμα, η διαλογή και η συσκευασία, που ακολουθούν αμέσως μετά, των δημιουργηθέντων με τον θρυμματισμό κόκκων πυριτίου αποτελούν μεταποίηση ή επεξεργασία βάσει της οποίας καθορίζεται η καταγωγή, κατά την έννοια του άρθρου 24 του τελωνειακού κώδικα. | 
| 37 | Από το άρθρο 24 του τελωνειακού κώδικα προκύπτει ότι, όταν πλείονες χώρες μεσολαβούν στην παραγωγή εμπορεύματος, χώρα καταγωγής είναι η χώρα στην οποία πραγματοποιήθηκε η τελευταία μεταποίηση ή ουσιαστική επεξεργασία, ήτοι οικονομικώς δικαιολογημένη διεργασία, σε επιχείρηση εξοπλισμένη για τον σκοπό αυτόν, η οποία κατέληξε στην παραγωγή ενός νέου προϊόντος ή ενός προϊόντος που αντιπροσωπεύει σημαντικό στάδιο παραγωγής. | 
| 38 | Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι από το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) 802/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968, περί του κοινού ορισμού της εννοίας της καταγωγής των εμπορευμάτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/001, σ. 1), ο οποίος ήταν μεν προγενέστερος του άρθρου 24 του τελωνειακού κώδικα, πλην όμως είχε πανομοιότυπη διατύπωση με αυτό, το καθοριστικό κριτήριο είναι το κριτήριο της τελευταίας μεταποιήσεως ή ουσιαστικής επεξεργασίας (απόφαση της , C-26/88, Brother International, Συλλογή 1989, σ. 4253, σκέψη 15, και της , C-372/06, Asda Stores, Συλλογή 2007, σ. I-11223, σκέψη 32). | 
| 39 | Όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής των κανόνων του καταλόγου, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έκρινε με την απόφασή του της 10ης Δεκεμβρίου 2009, C-260/08, HEKO Industrieerzeugnisse (Συλλογή 2009, σ. I-11571, σκέψεις 20 και 21), ότι, καίτοι οι κανόνες καταλόγου που εκδίδει η Επιτροπή συμβάλλουν στον καθορισμό της μη προτιμησιακής καταγωγής των προϊόντων, οι κανόνες αυτοί έχουν δεσμευτική νομική ισχύ. Επομένως, το περιεχόμενο των εν λόγω κανόνων πρέπει να είναι σύμφωνο με τους κανόνες καταγωγής, όπως οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 24 του τελωνειακού κώδικα, και δεν μπορεί να τους τροποποιεί. Η εκτίμηση αυτή ισχύει και για τις εισαγωγικές σημειώσεις. | 
| 40 | Ομοίως, καίτοι οι εφαρμοστέες πράξεις του παραγώγου δικαίου πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα των συμφωνιών που υπογράφηκαν στο πλαίσιο του ΠΟΕ, προς το παρόν η Συμφωνία για τους κανόνες καταγωγής έχει θέσει σε εφαρμογή πρόγραμμα εργασιών εναρμονίσεως για μια μεταβατική περίοδο. Δεδομένου ότι η συμφωνία αυτή δεν συνιστά πλήρη εναρμόνιση, τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την προσαρμογή των κανόνων καταγωγής τους (προπαρατεθείσα απόφαση ΗΕΚΟ Industrieerzeugnisse, σκέψη 22). | 
| 41 | Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα δικαστήρια των κρατών μελών μπορούν κατά την ερμηνεία του άρθρου 24 του τελωνειακού κώδικα να εφαρμόζουν τα κριτήρια των κανόνων καταλόγου, εφόσον τούτο δεν συνεπάγεται τροποποίηση της εν λόγω διατάξεως. | 
| 42 | Όσον αφορά την καταλληλότητα του κριτηρίου της μεταβολής δασμολογικής κλάσεως, που προκύπτει από τους κανόνες καταλόγου, προκειμένου να καθοριστεί αν οι επίμαχες εργασίες συνιστούν μεταποίηση ή επεξεργασία προσδίδουσα την καταγωγή κατά την έννοια του άρθρου 24 του τελωνειακού κώδικα, το Δικαστήριο έκρινε ήδη ότι δεν αρκεί να αναζητηθούν τα κριτήρια προσδιορισμού της καταγωγής εμπορευμάτων στη δασμολογική κατάταξη των μεταποιημένων προϊόντων, διότι το Κοινό Δασμολόγιο έχει επινοηθεί σε συνάρτηση προς τις ίδιες απαιτήσεις και όχι σε συνάρτηση προς τον προσδιορισμό της καταγωγής των προϊόντων (βλ. αποφάσεις Gesellschaft für Überseehandel, προαναφερθείσα, σκέψη 5, καθώς και της 23ης Μαρτίου 1983, 162/82, Cousin κ.λπ., Συλλογή 1983, σ. 1101, σκέψη 16, καθώς και προπαρατεθείσα HEKO Industrieerzeugnisse, σκέψη 29). | 
| 43 | Το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι, μολονότι αληθεύει ότι η οφειλόμενη σε μεταποίηση μεταβολή δασμολογικής κλάσεως προϊόντος αποτελεί ένδειξη του ουσιώδους χαρακτήρα της μεταποιήσεως ή της επεξεργασίας του, μια μεταποίηση ή επεξεργασία μπορεί να έχει ουσιώδη χαρακτήρα ακόμη και ελλείψει μεταβολής κλάσεως (προπαρατεθείσα απόφαση HEKO Industrieerzeugnisse, σκέψη 35). Η εν λόγω εκτίμηση ισχύει και για το κριτήριο μεταβολής της δασμολογικής κλάσεως. | 
| 44 | Συνεπώς, προκειμένου να καθοριστεί αν οι επίμαχες εργασίες μεταποιήσεως είναι αυτές που προσδίδουν την καταγωγή, δυνάμει των προϋποθέσεων του άρθρου 24 του τελωνειακού κώδικα, πρέπει να ληφθούν υπόψη κριτήρια διαφορετικά από το κριτήριο που αφορά τη μεταβολή δασμολογικής κλάσεως. | 
| 45 | Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο προσδιορισμός της καταγωγής των εμπορευμάτων πρέπει να βασίζεται σε πραγματική και αντικειμενική διάκριση μεταξύ του προϊόντος βάσεως και του μεταποιημένου προϊόντος, εξαρτώμενος κατ’ ουσία από τις ειδικές ουσιαστικές ιδιότητες καθενός εκ των εν λόγω προϊόντων (βλ. αποφάσεις Gesellschaft für Überseehandel, προαναφερθείσα, σκέψη 5, καθώς και της 23ης Μαρτίου 1983, 162/82, Cousin κ.λπ., σκέψη 16, καθώς και HEKO Industrieerzeugnisse, σκέψη 29). | 
| 46 | Υπενθυμίζεται επίσης ότι η τελευταία μεταποίηση ή επεξεργασία είναι «ουσιαστική», κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, μόνον αν το προϊόν που προέρχεται από αυτήν εμφανίζει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και έχει ειδική υφή που δεν είχε πριν από την εν λόγω μεταποίηση ή κατεργασία. Εργασίες που επηρεάζουν την εμφάνιση ενός προϊόντος ενόψει της χρησιμοποιήσεώς του, χωρίς όμως να επιφέρουν σημαντική ποιοτική μεταβολή των χαρακτηριστικών του, δεν είναι ικανές να καθορίσουν την καταγωγή του εν λόγω προϊόντος (βλ. αποφάσεις Gesellschaft für Überseehandel, προπαρατεθείσα, σκέψη 6, της 23ης Φεβρουαρίου 1984, 93/83, Zentrag, Συλλογή 1984, σ. 1095, σκέψη 13, και HEKO Industrieerzeugnisse, προπαρατεθείσα, σκέψη 28). | 
| 47 | Εξάλλου, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι οι εργασίες μεταποιήσεως προϊόντος που δεν συνεπάγονται ουσιώδη μεταβολή των χαρακτηριστικών και της συνθέσεώς του, καθότι συνίστανται αποκλειστικώς σε ανακατανομή και τροποποίηση της εμφανίσεώς του, δεν αποτελούν, αντιθέτως, αρκετά χαρακτηριστική ποιοτική μεταβολή που μπορεί να θεωρηθεί ότι κατέληξε στην παραγωγή ενός νέου προϊόντος ή αντιπροσωπεύει σημαντικό στάδιο κατασκευής του προϊόντος αυτού (βλ. συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Zentrag, σκέψη 14). | 
| 48 | Στην υπόθεση της κύριας δίκης, πρέπει να σημειωθεί ότι η επιλογή υπαγωγής του πυριτίου στις δασμολογικές κλάσεις 280461 ή 280469 της ΣΟ βασίζεται στον βαθμό καθαρότητας του πυριτίου, ήτοι, αντίστοιχα, για την πρώτη κλάση, βαθμό ίσο ή μεγαλύτερο από 99,9% και, για τη δεύτερη κλάση, βαθμό μικρότερο από 99,9%. Πρέπει να γίνει δεκτό, σύμφωνα και με την άποψη της Επιτροπής, ότι η τοποθέτηση σε διαφορετικές κλάσεις αντιστοιχεί τόσο σε διαφορετική χρήση του πυριτίου όσο και στην εργασία που είναι απαραίτητη για την κατασκευή του. | 
| 49 | Εν προκειμένω, οι εργασίες μεταποιήσεως του πυριτίου, που πραγματοποιούνται στην Ινδία, περιλαμβάνουν τον χωρισμό, τον θρυμματισμό, τη διαλογή, το κοσκίνισμα και την συσκευασία του. Όσον αφορά, πρώτον, τον χωρισμό, το κοσκίνισμα, τη διαλογή, το κοσκίνισμα και τη συσκευασία του πυριτίου, από τον κατατεθέντα ενώπιον του Δικαστηρίου φάκελο προκύπτει ότι οι εργασίες αυτές δεν έχουν τροποποιήσει καθόλου τις ιδιότητες ή τη σύνθεσή του, καθώς μετά την ολοκλήρωση των εργασιών μεταποιήσεως απομένει πυριτιούχο μέταλλο το οποίο χρησιμοποιείται, βάσει των αδιαμφισβήτητων στοιχείων του εν λόγω φακέλου, στην κατασκευή μειγμάτων αλουμινίου. | 
| 50 | Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι, αφενός, η άλεση σε διαφόρους βαθμούς λεπτύνσεως ενός προϊόντος βάσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μεταποίηση ή κατεργασία εφόσον το μοναδικό της αποτέλεσμα έγκειται στη μεταβολή της συνοχής του εν λόγω προϊόντος και της παρουσιάσεώς του για τους σκοπούς της τελευταίας του χρήσεως, χωρίς όμως να επιφέρει σημαντική ποιοτική μεταβολή του βασικού προϊόντος. Το Δικαστήριο έχει κρίνει, αφετέρου, ότι ο ποιοτικός έλεγχος διά διαιρέσεως, κατά τάξεις, στον οποίο υπόκειται το αλεσθέν προϊόν καθώς και η συσκευασία του ανταποκρίνονται μόνο στις απαιτήσεις της εμπορίας του προϊόντος και δεν επηρεάζουν τις ουσιαστικές του ιδιότητες (βλ. όσον αφορά τον προσδιορισμό της καταγωγής της ακατέργαστης τυρίνης, απόφαση Gesellschaft für Überseehandel, σκέψη 7). | 
| 51 | Ως εκ τούτου, αφενός ο χωρισμός των συμπαγών όγκων πυριτιούχου μετάλλου και αφετέρου το κοσκίνισμα, η διαλογή και η συσκευασία, που ακολουθούν αμέσως μετά, των δημιουργηθέντων με τον θρυμματισμό κόκκων πυριτίου δεν είναι δυνατό να θεωρηθούν εργασίες που μπορούν να προσδιορίσουν την καταγωγή του πυριτιούχου μετάλλου. | 
| 52 | Δεύτερον, από τις εισαγωγικές σημειώσεις προκύπτει ότι, όσον αφορά τις εργασίες καθαρισμού και θρυμματισμού ενός προϊόντος, οι εν λόγω δύο εργασίες είναι δυνατό να προσδιορίσουν την καταγωγή του προϊόντος που αποτελούν το αντικείμενο των εργασιών αυτών και τούτο ελλείψει μεταβολής της δασμολογικής κλάσεως αυτού. Το ίδιο ισχύει, κατά τα οριζόμενα στην εισαγωγική σημείωση υπ’ αριθ. 3, και για τον καθαρισμό αν αυτός λαμβάνει χώρα σε στάδιο παραγωγής του προϊόντος κατά τη διάρκεια του οποίου απομακρύνονται τουλάχιστον 80% των υφιστάμενων ακαθαρσιών. Το ίδιο ισχύει, ομοίως, δυνάμει της εισαγωγικής σημειώσεως υπ’ αριθ. 4, και για τον θρυμματισμό, όταν αντιστοιχεί σε σκόπιμη και ελεγχόμενη αφαίρεση, και όχι σε απλή σύνθλιψη του προϊόντος σε σωματίδια που έχουν φυσικά ή χημικά χαρακτηριστικά διαφορετικά από αυτά των πρόδρομων υλικών. | 
| 53 | Συναφώς, διαπιστώνεται ότι τα κριτήρια που συνάγονται από τις εισαγωγικές σημειώσεις υπ’ αριθ. 3 και 4 καθιστούν δυνατή την ποιοτική μεταβολή των ιδιοτήτων του πυριτίου, την αντικειμενική και πραγματική διάκριση μεταξύ προϊόντος βάσεως και μεταποιημένου προϊόντος καθώς και του προορισμού του πυριτίου. Επομένως, είναι σύμφωνες με τη νομολογία που υπομνήσθηκε με τις σκέψεις 45 έως 47 της παρούσας αποφάσεως. Δεδομένου ότι τα εν λόγω κριτήρια δεν μεταβάλλουν το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 24 του τελωνειακού κώδικα, η προσφυγή σε αυτά δικαιολογείται από τις περιστάσεις της κύριας δίκης. | 
| 54 | Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι τα κριτήρια των εισαγωγικών σημειώσεων υπ’ αριθ. 3 και 4 δεν πληρούνται στην υπόθεση της κύριας δίκης, καθότι ούτε αποδείχτηκε ότι η επίμαχη εργασία καθαρισμού απομακρύνει 80% των υφιστάμενων ακαθαρσιών ούτε είναι δυνατό να διαπιστωθεί ότι ο εν λόγω θρυμματισμός αντιστοιχεί στη σκόπιμη και ελεγχόμενη διάσπαση των συμπαγών όγκων πυριτίου σε σωματίδια. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι εργασίες καθαρισμού και θρυμματισμού του πυριτίου, όπως αυτές που πραγματοποιήθηκαν στην Ινδία, δεν συνιστούν ουσιώδη μεταποίηση ή επεξεργασία, κατά την έννοια του άρθρου 24 του τελωνειακού κώδικα, η οποία θα καθιστούσε δυνατό τον χαρακτηρισμό του δημιουργηθέντος προϊόντος ως καταγόμενου από το κράτος στο οποίο έλαβαν χώρα οι εργασίες αυτές. | 
| 55 | Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω παρατηρήσεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο χωρισμός, ο καθαρισμός και ο θρυμματισμός συμπαγών όγκων πυριτιούχου μετάλλου, καθώς και το κοσκίνισμα, η διαλογή και η συσκευασία, που ακολουθούν αμέσως μετά, των δημιουργηθέντων με τον θρυμματισμό κόκκων πυριτίου δεν αποτελούν μεταποίηση ή επεξεργασία βάσει της οποίας καθορίζεται η καταγωγή κατά την έννοια του άρθρου 24 του τελωνειακού κώδικα. | 
Επί του δεύτερου ερωτήματος
| 56 | Σε περίπτωση κατά την οποία το επίμαχο πυριτιούχο μέταλλο θεωρηθεί ως καταγόμενο από την Κίνα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται με το δεύτερο ερώτημά του ως προς το κύρος του κανονισμού 398/2004. Ειδικότερα, θέτει το ζήτημα αν, αφενός, το Συμβούλιο υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως στηριζόμενο σε εσφαλμένη βάση συλλογισμού όσον αφορά τη διαπίστωση ζημίας προκληθείσας στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής και, αφετέρου, αν το γεγονός ότι ο κανονισμός 398/2004 διατήρησε σταθερό τον συντελεστή του δασμού αντιντάμπινγκ σε ποσοστό 49% είναι συμβατό με το άρθρο 9, παράγραφος 4, του κανονισμού βάσεως. | 
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
| 57 | Πρέπει να σημειωθεί, καταρχάς, ότι, με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο έκρινε απαραίτητο, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, να ζητήσει από το Δικαστήριο αποκλειστικά έλεγχο του κύρους του κανονισμού 398/2004 ως προς την ύπαρξη ζημίας προκληθείσας στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής και τη διατήρηση του συντελεστή του φόρου αντιντάμπιγνκ από τον κανονισμό. | 
| 58 | Η Hoesch ισχυρίζεται ότι ο κανονισμός 398/2004 είναι άκυρος λόγω, αφενός, πρόδηλου σφάλματος εκτιμήσεως κατά την απόδειξη της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των εισαγωγών καταγωγής Κίνας και της ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής καθώς και, αφετέρου, εκπνοής της δικονομικής προθεσμίας όσον αφορά την επανεξέταση των μέτρων αντιντάμπινγκ. | 
| 59 | Κατά πάγια νομολογία, η διαδικασία του άρθρου 234 ΕΚ στηρίζεται στη σαφή διάκριση των αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, με συνέπεια να εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί, να εκτιμήσει, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της υποθέσεως που εκκρεμεί ενώπιόν του, αν τα ερωτήματα που υποβάλλει στο Δικαστήριο είναι λυσιτελή (βλ. κατ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 26ης Ιουνίου 2007, C-305/05, Ordre des barreaux francophones et germanophone κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. Ι-5305, σκέψη 18). | 
| 60 | Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η εξέταση του κύρους του κανονισμού 398/2004 βάσει λόγων ακυρώσεως που δεν έχουν προβληθεί από το αιτούν δικαστήριο (βλ. κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσα απόφαση Ordre des barreaux francophones et germanophone κ.λπ., σκέψεις 17 έως 19). | 
| 61 | Υπενθυμίζεται, δεύτερον, ότι, στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής και, ειδικότερα, των μέτρων εμπορικής άμυνας, τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων που πρέπει να εξετάσουν (απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, C-351/04, Ikea Wholesale, Συλλογή 2007, σ. Ι-7723, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). | 
| 62 | Αποτελεί, εξάλλου, πάγια νομολογία ότι η διαπίστωση ζημίας προκληθείσας στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής προϋποθέτει την εκτίμηση πολύπλοκων οικονομικών καταστάσεων, ο δε δικαστικός έλεγχος της εκτιμήσεως αυτής πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση του αν τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες, αν είναι ακριβή τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων έγινε η αμφισβητούμενη επιλογή, αν υπήρξε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των περιστατικών αυτών ή κατάχρηση εξουσίας (βλ., επ’ αυτού, τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Ikea Wholesale, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 28ης Φεβρουαρίου 2008, C-398/05, AGST Draht- und Biegetechnik, Συλλογή 2008, σ. Ι-1057, σκέψη 34). | 
| 63 | Βάσει ακριβώς των ανωτέρω σκέψεων πρέπει να εξεταστεί το κύρος του κανονισμού 398/2004. | 
Περί της διαπιστώσεως της ζημίας που προκλήθηκε στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής
| 64 | Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί, καταρχάς, ότι οι αμφιβολίες του όσον αφορά το κύρος του κανονισμού 398/2004 ανάγονται στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαρτίου 2007, T-107/04, Aluminium Silicon Mill Products κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2007, σ. II-669), με την οποία ακυρώθηκε το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 2229/2003 του Συμβουλίου, της , για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη των προσωρινών δασμών αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται στις εισαγωγές πυριτίου, καταγωγής Ρωσίας (ΕΕ L 339, σ. 3), με το σκεπτικό, μεταξύ άλλων, ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως όσον αφορά τη διαπίστωση ζημίας προκληθείσας στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι ο ακυρωθείς κανονισμός αφορούσε τις ίδιες περιόδους έρευνας και αναφοράς με αυτές του κανονισμού 398/2004 και ότι η οικονομική εξέλιξη της κοινοτικής αγοράς πυριτίου είναι η ίδια για τους δύο αυτούς κανονισμούς, συνεπώς ο κανονισμός 398/2004 πρέπει να ακυρωθεί για τους ίδιους λόγους. | 
| 65 | Συναφώς, διαπιστώνεται ότι οι δύο αυτοί κανονισμοί διαφέρουν σε ένα βασικό σημείο. Ειδικότερα, ο κανονισμός 2229/2003 επέβαλε για πρώτη φορά δασμούς αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές πυριτιούχου μετάλλου καταγωγής Ρωσίας και εκδόθηκε μετά από αρχική έρευνα δυνάμει του άρθρου 5 του κανονισμού βάσεως. Το Συμβούλιο ήταν, επομένως, υποχρεωμένο να αποδείξει την ύπαρξη ζημίας προκληθείσας στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής από τις εν λόγω εισαγωγές. Αντιθέτως, ο κανονισμός 398/2004 διατηρεί τα μέτρα αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές πυριτίου καταγωγής Κίνας, τα οποία ήταν σε ισχύ από το 1990, και κατά τον τρόπο αυτό εκδόθηκε μετά από διαδικασία επανεξετάσεως πραγματοποιηθείσας δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισμού βάσεως. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι μία διαδικασία επανελέγχου είναι, καταρχήν, αντικειμενικώς διαφορετική από αυτή της αρχικής έρευνας, που διέπεται από άλλες διατάξεις του ίδιου κανονισμού [απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2005, C-422/02, Europe Chemi-Con Europe Chemi-Con (Deutschland) κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2005, σ. I-791, σκέψη 49]. | 
| 66 | Ειδικότερα, η αντικειμενική διαφορά των δύο αυτών διαδικασιών έγκειται στο γεγονός ότι οι εισαγωγές που αποτελούν το αντικείμενο διαδικασίας επανεξετάσεως είναι εκείνες που έχουν ήδη γίνει το αντικείμενο οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ και σχετικά με τις οποίες κατ’ αρχήν έχουν προσκομιστεί επαρκή στοιχεία για να αποδειχθεί ότι η κατάργηση των μέτρων αυτών είναι πιθανόν να ευνοήσει τη συνέχιση ή την επανεμφάνιση του ντάμπινγκ ή της ζημίας. Αντιθέτως, όταν για ορισμένες εισαγωγές γίνεται αρχική έρευνα, το αντικείμενο της έρευνας αυτής είναι ακριβώς να καθοριστεί η ύπαρξη, ο βαθμός και το αποτέλεσμα κάθε προβαλλόμενου ντάμπινγκ, έστω και αν η κίνηση της έρευνας αυτής προϋποθέτει την ύπαρξη επαρκών αποδεικτικών στοιχείων για να δικαιολογηθεί μια τέτοια διαδικασία [προπαρατεθείσα απόφαση Europe Chemi-Con (Deutschland) κατά Συμβουλίου, σκέψη 50]. | 
| 67 | Συγκεκριμένα, από το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι η διατήρηση των μέτρων αντιντάμπινγκ μετά την ημερομηνία κατά την οποία αυτά παύουν κανονικά να ισχύουν είναι δυνατή μόνον όταν κατά τη διάρκεια επανεξετάσεως διαπιστώνεται ότι η κατάργηση των μέτρων «μπορούσε να οδηγήσει σε συνέχιση ή σε εκ νέου εμφάνιση του ντάμπινγκ και της ζημίας». Συνεπώς, οι διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου στην προπαρατεθείσα απόφαση Aluminium Silicon Mill Products κατά Συμβουλίου, όσον αφορά την ύπαρξη ζημίας στο πλαίσιο ελέγχου του κύρους του κανονισμού 2229/2003 καθαυτές στερούνται σημασίας όσον αφορά την κρίση για το κύρος του κανονισμού 398/2004. | 
| 68 | Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι υφίσταται μια αντίφαση μεταξύ, αφενός, της δεύτερης περιόδου της εβδομηκοστής πρώτης αιτιολογικής σκέψεως του κανονισμού 398/2004, κατά την οποία ο όγκος των πωλήσεων και το μερίδιο της αγοράς «τελματώθηκαν» μετά το 2000, και αφετέρου, των στοιχείων σχετικά με τον όγκο των πωλήσεων καθώς και της οικονομικής καταστάσεως του κοινοτικού κλάδου παραγωγής τα οποία περιέχουν οι πίνακες 6 και 8 του προοιμίου του εν λόγω κανονισμού. | 
| 69 | Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, πρώτον, από τον πίνακα 6 προκύπτει ότι, μεταξύ 1998 και 2000 και της περιόδου έρευνας, οι πωλήσεις πυριτίου του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αυξήθηκαν κατά 54%, ενώ, μεταξύ 2000 και της περιόδου έρευνας, σημειώθηκε αύξηση των πωλήσεων κατά 2,1% περίπου. Επιπλέον, από τον πίνακα 8 του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι το μερίδιο αγοράς που κατείχε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αυξήθηκε από 29,8% έως 34,3% μεταξύ 1998 και 2000 και 34,3% έως 36,7% μεταξύ 2000 και της περιόδου έρευνας. | 
| 70 | Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, καίτοι αληθεύει ότι ο όγκος των πωλήσεων και το μερίδιο αγοράς που κατέχει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αυξήθηκε κατά την περίοδο έρευνας, εντούτοις, δεδομένης της σημαντικής αυξήσεως του όγκου των πωλήσεων μεταξύ 1998 και 2000, ήτοι 54%, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής έπαυσε να εξελίσσεται από το 2000 και είναι δυνατό να θεωρηθεί στάσιμος. Συνεπώς, δεν υφίσταται αντίφαση μεταξύ, αφενός, των πινάκων 6 και 8 του προοιμίου του κανονισμού 398/2004 και, αφετέρου, της εβδομηκοστής πρώτης αιτιολογικής σκέψεως του εν λόγω κανονισμού. | 
| 71 | Επισημαίνεται ακολούθως ότι από την εβδομηκοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 398/2004, το κύρος της οποίας δεν αμφισβητείται, προκύπτει ότι από το 2000 δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές βελτιώσεις στην εξέλιξη του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Ομοίως, η εβδομηκοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού, το κύρος της οποίας επίσης δεν αμφισβητείται, ορίζει ότι μεταξύ του 2000 και της περιόδου έρευνας, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής σημείωνε απώλειες. Για τους λόγους αυτούς, θεωρείται ότι κατά την περίοδο έρευνας ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής βρέθηκε σε εξαιρετικά ευαίσθητη και ευάλωτη θέση. | 
| 72 | Τέλος, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2496/97, ο συντελεστής του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές μετάλλων πυριτίου καταγωγής Κίνας, πριν τον εκτελωνισμό, ανερχόταν σε 49%. Επομένως, είναι πιθανό τα μερίδια αγοράς των κινεζικών εισαγωγών πυριτίου να ήταν λιγότερο σημαντικά από αυτά που θα υπήρχαν αν δεν είχαν επιβληθεί δασμοί αντιντάμπινγκ. Στο πλαίσιο αυτό, δεδομένου ότι, αφενός, από την εβδομηκοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού, το κύρος της οποίας δεν αμφισβητείται, προκύπτει ότι ο όγκος των εισαγωγών καταγωγής Κίνας που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ αυξήθηκε σημαντικά κατά την περίοδο μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1998 και του τέλους της περιόδου έρευνας και ότι, αφετέρου, είναι πιθανό χωρίς τα τότε ισχύοντα μέτρα αντιντάμπινγκ να είχαν εισαχθεί μεγάλες ποσότητες του υπό εξέταση προϊόντος στην κοινοτική αγορά σε πολύ χαμηλές τιμές, χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, το Συμβούλιο έκρινε ορθώς ότι υφίσταται υψηλός κίνδυνος για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής σε περίπτωση εισαγωγών πυριτίου από την Κίνα ελεύθερων από δασμούς αντιντάμπινγκ. | 
| 73 | Υπό αυτές τις συνθήκες, το Συμβούλιο, δεν υπέπεσε σε κανένα πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, όταν συνήγαγε ότι είναι πολύ πιθανή η εκ νέου εμφάνιση μεγαλύτερης ζημίας στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής σε περίπτωση καταργήσεως των μέτρων αντιντάμπινγκ. | 
Περί της διατηρήσεως σταθερού του συντελεστή του δασμού αντιντάμπινγκ
| 74 | Το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν η διατήρηση σταθερού του συντελεστή του δασμού αντιντάμπινγκ στο 49%, με το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 398/2004, είναι συμβατό με το άρθρο 9, παράγραφος 4, τελευταία περίοδος, του κανονισμού βάσεως, ενώ το περιθώριο ντάμπινγκ, που ανερχόταν σε 68,1% κατά την εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2496/97, δεν υπερέβαινε το 12,5% δυνάμει της εικοστής έβδομης αιτιολογικής σκέψεως του κανονισμού 398/2004. | 
| 75 | Η Hoesch ισχυρίζεται, συναφώς, ότι κατά το άρθρο 9, παράγραφος 4, του κανονισμού βάσεως, ο οποίος τυγχάνει εφαρμογής και σε περιπτώσεις έρευνας επανεξετάσεως δυνάμει του 11, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού, απαγορεύεται η επιβολή συντελεστή τελωνειακού δασμού ανώτερου του περιθωρίου ντάμπινγκ. | 
| 76 | Επισημαίνεται ότι, όπως τονίστηκε στις σκέψεις 66 και 67 της παρούσας αποφάσεως, στο πλαίσιο επανεξετάσεως των μέτρων αντιντάμπινγκ των οποίων επίκειται η λήξη, που πραγματοποιείται δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισμού βάσεως, οι κοινοτικές αρχές οφείλουν να αποδεικνύουν αν η λήξη της ισχύος των μέτρων αυτών είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή στην επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας, περίπτωση κατά την οποία τα εν λόγω μέτρα θα εξακολουθούσαν να ισχύουν. Στην αντίθετη περίπτωση, τα μέτρα αντιντάμπινγκ καταργούνται. Ο ισχυρισμός αυτός επιβεβαιώνεται από το γράμμα του άρθρου 11, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού, κατά το οποίο, αν οι επανεξετάσεις το δικαιολογούν, τα μέτρα καταργούνται ή παραμένουν σε ισχύ δυνάμει της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού, ενώ από την εν λόγω παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου προκύπτει ότι όχι μόνο είναι δυνατό τα μέτρα να καταργηθούν ή να παραμείνουν σε ισχύ, αλλά και να τροποποιηθούν βάσει των παραγράφων 3 και 4 του εν λόγω άρθρου. Συνεπώς, η επανεξέταση των μέτρων των οποίων επίκειται η λήξη δεν είναι δυνατό να επιφέρει τροποποίηση των ισχυόντων μέτρων. | 
| 77 | Εξάλλου, το άρθρο 9, παράγραφος 4, τελευταία περίοδος, του βασικού κανονισμού απαιτεί το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ «να μην υπερβαίνει το περιθώριο ντάμπινγκ που έχει διαπιστωθεί, αλλά να είναι κατώτερο του εν λόγω περιθωρίου, αν η επιβολή δασμού χαμηλότερου ύψους κρίνεται επαρκής για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής». Λαμβανομένης υπόψη της όλης οικονομίας και του σκοπού του συστήματος στο οποίο εντάσσεται το εν λόγω άρθρο, αυτό δεν εφαρμόζεται στη διαδικασία του άρθρου 11, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού. Εξάλλου, όπως επισημάνθηκε στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως, οι κοινοτικές αρχές έχουν τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της επανεξετάσεως των μέτρων αντιντάμπινγκ που πραγματοποιείται βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισμού βάσεως, απλώς και μόνο να διατηρήσουν ή να καταργήσουν τα εν λόγω μέτρα. | 
| 78 | Εν προκειμένου, οι κοινοτικές αρχές συνήγαγαν, μετά την επανεξέταση αυτή, ότι η λήξη των μέτρων αντιντάμπινγκ είναι πιθανό να έχει ως αποτέλεσμα την επανεμφάνιση της ζημίας. Κατά συνέπεια, ορθώς και σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφοι 2 και 6, του βασικού κανονισμού, αποφάσισε το Συμβούλιο να διατηρήσει σε ισχύ ένα δασμό αντιντάμπινγκ με συντελεστή 49%. | 
| 79 | Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, στο δεύτερο ερώτημα επιβάλλεται να δοθεί η απάντηση ότι από την εξέταση του υποβληθέντος ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος του κανονισμού 398/2004. | 
Επί των δικαστικών εξόδων
| 80 | Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται. | 
| Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται: | 
| 
 | 
| 
 | 
| (υπογραφές) | 
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.