Υπόθεση C-367/09

Belgisch Interventie- en Restitutiebureau

κατά

SGS Belgium NV κ.λπ.

(αίτηση του hof van beroep te Antwerpen

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως – Προσβολή των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 – Άρθρα 1, 3, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, 5 και 7 – Κανονισμός (ΕΟΚ) 3665/87 – Άρθρα 11 και 18, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄ – Έννοια του όρου “οικονομικός φορέας” – Πρόσωπα που συνέπραξαν στην παρατυπία – Πρόσωπα υπεύθυνα για την παρατυπία ή για την αποτροπή της – Διοικητική κύρωση – Άμεσο αποτέλεσμα – Παραγραφή της επισύρουσας την κύρωση πράξεως – Διακοπή»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κανονισμός περί προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης – Διοικητικές κυρώσεις – Προϋποθέσεις επιβολής – Αδυναμία επιβολής κυρώσεων βάσει μόνον των άρθρων 5 και 7 του εν λόγω κανονισμού

(Κανονισμός 2988/95 του Συμβουλίου, άρθρα 5 και 7)

2.        Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κανονισμός περί προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης – Διοικητικές κυρώσεις – Προϋποθέσεις επιβολής – Διεθνώς ειδικευμένη σε θέματα ελέγχου και εποπτείας εταιρία η οποία εξέδωσε ψευδείς βεβαιώσεις

(Κανονισμός 2988/95 του Συμβουλίου, άρθρο 7)

3.        Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κανονισμός περί προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης – Δίωξη λόγω παρατυπιών – Προθεσμία παραγραφής

(Κανονισμός 2988/95 του Συμβουλίου, άρθρα 1 § 2 και 3 § 1, εδ. 3)

1.        Τα άρθρα 5 και 7 του κανονισμού 2988/95, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, δεν μπορούν να εφαρμοστούν κατά τρόπον ώστε να είναι δυνατή η επιβολή διοικητικής κυρώσεως βάσει των διατάξεων αυτών και μόνον, καθώς, στο πλαίσιο της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, η επιβολή διοικητικής κυρώσεως σε συγκεκριμένα πρόσωπα προϋποθέτει, πριν τη διάπραξη συγκεκριμένης παρατυπίας, είτε ο νομοθέτης της Ένωσης να έχει θεσπίσει τομεακή κανονιστική ρύθμιση που να καθορίζει την κύρωση, καθώς και τις προϋποθέσεις επιβολής της, είτε, ενδεχομένως, εφόσον δεν υφίσταται τέτοια ρύθμιση σε επίπεδο Ένωσης, η επιβολή διοικητικής κυρώσεως στα συγκεκριμένα πρόσωπα να προβλέπεται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους όπου διαπράχθηκε η παρατυπία.

Συγκεκριμένα, μολονότι, ακριβώς λόγω της φύσεώς τους και της λειτουργίας τους εντός του συστήματος των πηγών του δικαίου της Ένωσης, οι διατάξεις των κανονισμών παράγουν, κατ’ αρχήν, άμεσα αποτελέσματα στις εθνικές έννομες τάξεις, χωρίς να απαιτείται οι εθνικές αρχές να λάβουν μέτρα εφαρμογής ή ο νομοθέτης της Ένωσης να θεσπίσει συμπληρωματικές κανονιστικές ρυθμίσεις, εντούτοις, για την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων κανονισμού ενδέχεται να είναι απαραίτητη η λήψη μέτρων εφαρμογής είτε από τα κράτη μέλη είτε από τον νομοθέτη της Ένωσης.

Τούτο ισχύει στο πλαίσιο της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, όσον αφορά τις διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται στους καθοριζόμενους από τον κανονισμό 2988/95 μετέχοντες σε εξαγωγή. Τέτοια περίπτωση συντρέχει όσον αφορά τις κυρώσεις των άρθρων 5 και 7 του εν λόγω κανονισμού, δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές απλώς θέτουν γενικούς κανόνες για τους ελέγχους και τις κυρώσεις, προς προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, χωρίς να ορίζουν επακριβώς ποια από τις κυρώσεις του εν λόγω άρθρου 5 πρέπει να επιβληθεί σε περίπτωση παρατυπίας θίγουσας τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης ούτε ποια πρόσωπα πρέπει να την υποστούν.

(βλ. σκέψεις 32-34, 36, 43, διατακτ. 1)

2.        Σε περίπτωση που η τομεακή ρύθμιση της Ένωσης δεν υποχρέωνε τα κράτη μέλη να επιβάλλουν αποτελεσματικές κυρώσεις σε διεθνώς ειδικευμένη σε θέματα ελέγχου και εποπτείας εταιρία, αναγνωρισμένη από κράτος μέλος, η οποία εκδίδει ψευδείς βεβαιώσεις, το άρθρο 7 του κανονισμού 2988/95, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν κύρωση στην εταιρία αυτή ως πρόσωπο που έχει «[συμπράξει] στην πραγμάτωση της παρατυπίας» ή που «[φέρει] την ευθύνη» για την παρατυπία κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι η επιβολή τέτοιας κυρώσεως στηρίζεται σε σαφή και μη διφορούμενη νομική βάση, πράγμα που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει.

(βλ. σκέψη 62, διατακτ. 2)

3.        Η ανακοίνωση, σε διεθνώς ειδικευμένη σε θέματα ελέγχου και εποπτείας εταιρία, η οποία έχει εκδώσει, σχετικά με συγκεκριμένη εξαγωγή, βεβαίωση περί διαθέσεως στην κατανάλωση, εκθέσεως διερευνήσεως της υποθέσεως, με την οποία διαπιστώνεται παρατυπία σε σχέση με την εν λόγω εξαγωγή, ή η υποβολή αιτήματος προσκομίσεως συμπληρωματικών εγγράφων προς επιβεβαίωση της διαθέσεως προς κατανάλωση ή επίδοση συστημένης επιστολής με την οποία επιβάλλεται κύρωση στην εταιρία αυτή λόγω συμπράξεώς της σε παρατυπία, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2988/95, συνιστούν πράξεις με αρκούντως σαφές περιεχόμενο, γνωστοποιηθείσες στον ενδιαφερόμενο, οι οποίες αποσκοπούν στη διερεύνηση ή τη δίωξη της παρατυπίας και, συνεπώς, διακόπτουν την παραγραφή της επισύρουσας την κύρωση πράξεως, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού.

(βλ. σκέψη 70, διατακτ. 3)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 28ης Οκτωβρίου 2010 (*)

«Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως – Προσβολή των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 – Άρθρα 1, 3, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, 5 και 7 – Κανονισμός (ΕΟΚ) 3665/87 – Άρθρα 11 και 18, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄ – Έννοια του όρου “οικονομικός φορέας” – Πρόσωπα που συνέπραξαν στην παρατυπία – Πρόσωπα υπεύθυνα για την παρατυπία ή για την αποτροπή της – Διοικητική κύρωση – Άμεσο αποτέλεσμα – Παραγραφή της επισύρουσας την κύρωση πράξεως – Διακοπή»

Στην υπόθεση C‑367/09,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το hof van beroep te Antwerpen (Βέλγιο) με απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Σεπτεμβρίου 2009, στο πλαίσιο της δίκης

Belgisch Interventie- en Restitutiebureau

κατά

SGS Belgium NV,

Firme Derwa NV,

Centraal Beheer Achmea NV,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.‑C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, K. Schiemann, L. Bay Larsen, C. Toader (εισηγήτρια), και A. Prechal, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 17ης Ιουνίου 2010,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

–        η SGS Belgium NV, εκπροσωπούμενη από τον M. Storme, avocat,

–        η Firme Derwa NV, εκπροσωπούμενη από τους L. Wysen και J. Gevers, avocats,

–        η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J.-C. Halleux, επικουρούμενο από τους P. Bernaerts και E. Vervaeke, advocaten,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον E. Riedl,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους A. Bouquet και F. Wilman,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 15ης Ιουλίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 3, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, 5 και 7 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 312, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του Belgisch Interventie- en Restitutiebureau (βελγικού Οργανισμού παρεμβάσεως και επιστροφών, στο εξής: BIRB) και της SGS Belgium NV (στο εξής: SGS Belgium), εταιρίας ειδικευμένης σε θέματα ελέγχου και εποπτείας, και, αφετέρου, της εξαγωγικής εταιρίας Firme Derwa NV (στο εξής: Firme Derwa), καθώς και της ασφαλιστικής εταιρίας Centraal Beheer Achmea NV, με αντικείμενο την επιβολή κυρώσεων στην SGS Belgium, επειδή παρέσχε στη Firme Derwa τη δυνατότητα να εισπράξει αδικαιολογήτως επιστροφή κατά την εξαγωγή.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Ο κανονισμός 2988/95

3        Η δεύτερη, η τρίτη, η τέταρτη, η πέμπτη, καθώς και η έβδομη, η όγδοη και η δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2988/95 έχουν ως εξής:

«[…] περισσότερο από το ήμισυ των δαπανών των Κοινοτήτων καταβάλλεται στους δικαιούχους μέσω των κρατών μελών·

[…] οι διαδικασίες αυτής της αποκεντρωμένης διαχείρισης και των συστημάτων ελέγχου αποτελούν αντικείμενο διάφορων λεπτομερών διατάξεων σύμφωνα με τις εν λόγω κοινοτικές πολιτικές· […] έχει, εντούτοις, μεγάλη σημασία η καταπολέμηση των πράξεων σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων σε όλους τους τομείς·

[…] η αποτελεσματική καταπολέμηση της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων απαιτεί την καθιέρωση ενός κοινού νομικού πλαισίου σε όλους τους τομείς που καλύπτονται από τις κοινοτικές πολιτικές·

[…] τα είδη συμπεριφοράς που στοιχειοθετούν παρατυπίες καθώς και τα αντίστοιχα διοικητικά μέσα και κυρώσεις προβλέπονται σε τομεακούς κανόνες σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό·

[…]

[…] οι κοινοτικές διοικητικές κυρώσεις θα πρέπει να εξασφαλίζουν αποτελεσματική προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων· είναι απαραίτητο να καθοριστούν οι γενικοί κανόνες που θα διέπουν τις κυρώσεις αυτές·

[…] το κοινοτικό δίκαιο έχει θεσπίσει κοινοτικές διοικητικές κυρώσεις στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής· […] παρόμοιες κυρώσεις θα πρέπει να θεσπιστούν και στους υπόλοιπους τομείς·

[…]

[…] δυνάμει της γενικής απαίτησης επιεικείας, της αρχής της αναλογικότητας καθώς και της αρχής “ne bis in idem”, αλλά και τηρουμένου του κοινοτικού κεκτημένου και των διατάξεων που θα προβλέπουν οι ειδικοί κοινοτικοί κανόνες που θα ισχύουν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να προβλεφθούν οι κατάλληλες διατάξεις για την αποφυγή της σώρευσης των κοινοτικών χρηματικών κυρώσεων και των εθνικών ποινικών κυρώσεων που επιβάλλονται για τις αυτές πράξεις στο αυτό πρόσωπο·

[…]

[…] το κοινοτικό δίκαιο υποχρεώνει την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να ελέγχουν την κατά προορισμόν χρήση των δημοσιονομικών πόρων των Κοινοτήτων· […] ενδείκνυται να προβλεφθούν κοινοί κανόνες οι οποίοι να εφαρμόζονται συμπληρωματικά σε σχέση με την υπάρχουσα νομοθεσία».

4        Το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού προβλέπει:

«1.      Για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων θεσπίζονται γενικοί κανόνες σχετικά με ομοιογενείς ελέγχους, καθώς και με διοικητικά μέτρα και κυρώσεις για τις παρατυπίες βάσει του κοινοτικού δικαίου.

2.       Παρατυπία συνιστά κάθε παράβαση διάταξης του κοινοτικού δικαίου που προκύπτει από πράξη ή παράλειψη ενός οικονομικού φορέα, με πραγματικό ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο γενικός προϋπολογισμός των Κοινοτήτων ή προϋπολογισμός διαχειριζόμενος από τις Κοινότητες, είτε με τη μείωση ή ματαίωση εσόδων που προέρχονται από ίδιους πόρους που εισπράττονται απευθείας για λογαριασμό της Κοινότητας, είτε με αδικαιολόγητη δαπάνη.»

5        Το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού ορίζει:

«1.      Οι έλεγχοι και τα διοικητικά μέτρα και κυρώσεις θεσπίζονται μόνον εφόσον απαιτούνται για την εξασφάλιση της ορθής εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Πρέπει να εξασφαλίζουν αποτελεσματική, σύμμετρη και αποτρεπτική προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων.

2.      Καμία διοικητική κύρωση δεν απαγγέλλεται εάν δεν προβλέπεται από κοινοτική πράξη προγενέστερη της παρατυπίας. Σε περίπτωση μεταγενέστερης τροποποίησης των διατάξεων περί επιβολής διοικητικών κυρώσεων που περιέχονται σε κοινοτικούς κανόνες, ισχύουν αναδρομικώς οι λιγότερο αυστηρές διατάξεις.

3.      Οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου προσδιορίζουν τη φύση και την έκταση των διοικητικών μέτρων και κυρώσεων που απαιτούνται για την ορθή εφαρμογή των συγκεκριμένων κανόνων ανάλογα με τη φύση και τη σοβαρότητα της παρατυπίας, του παρασχεθέντος πλεονεκτήματος ή του αποκτηθέντος οφέλους και του βαθμού ευθύνης.

4.      Με την επιφύλαξη του εφαρμοστέου κοινοτικού δικαίου, οι διαδικασίες εφαρμογής των κοινοτικών ελέγχων, μέτρων και κυρώσεων διέπονται από το δίκαιο των κρατών μελών.»

6        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού ορίζει:

«Η προθεσμία παραγραφής της δίωξης είναι τετραετής από τη διάπραξη της παρατυπίας που ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1. Ωστόσο, οι τομεακοί κανόνες μπορούν να προβλέπουν μικρότερη προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των τριών ετών.

[…]

Η παραγραφή της δίωξης διακόπτεται από κάθε πράξη που φέρεται εις γνώσιν του ενδιαφερόμενου, προέρχεται από την αρμόδια αρχή και αποσκοπεί στη διερεύνηση ή τη δίωξη της παρατυπίας. Η προθεσμία παραγραφής αρχίζει και πάλι να τρέχει μετά από κάθε διακοπή της.

[...]»

7        Το άρθρο 4 του κανονισμού 2988/95, υπό τον τίτλο II «Διοικητικά μέτρα και κυρώσεις», προβλέπει:

«1.      Κάθε παρατυπία συνεπάγεται, κατά γενικό κανόνα, την αφαίρεση του αδικαιολογήτως αποκτηθέντος οφέλους:

–        με την υποχρέωση καταβολής των οφειλομένων ή επιστροφής των αδικαιολογήτως εισπραχθέντων ποσών,

–        με την ολική ή μερική κατάπτωση της εγγύησης που έχει συσταθεί για την υποστήριξη της αίτησης παρασχεθέντος οφέλους ή για την είσπραξη προκαταβολής.

2.      Η εφαρμογή των μέτρων της παραγράφου 1 περιορίζεται στην αφαίρεση του εξασφαλισθέντος οφέλους προσαυξημένου, εφόσον προβλέπεται, με τόκους που δύνανται να καθοριστούν κατ’ αποκοπήν.

3.      Οι πράξεις οι οποίες αποδεδειγμένως αποσκοπούν στην εξασφάλιση οφέλους αντίθετου προς τους στόχους των εκάστοτε εφαρμοστέων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, με την τεχνητή δημιουργία των προϋποθέσεων κτήσης αυτού του οφέλους, έχουν ως συνέπεια, ανάλογα με την περίπτωση, είτε τη μη εξασφάλιση είτε την αφαίρεση του οφέλους.

4.      Τα μέτρα του παρόντος άρθρου δεν θεωρούνται κυρώσεις.»

8        Το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, του εν λόγω κανονισμού ορίζει:

«1.      Οι εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παρατυπίες μπορούν να επισύρουν τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις:

α)      πληρωμή διοικητικού προστίμου·

β)      πληρωμή ποσού το οποίο να υπερβαίνει τα αδικαιολογήτως εισπραχθέντα ή κακώς μη καταβληθέντα ποσά, προσαυξημένα ενδεχομένως με τόκους. Το επιπλέον αυτό ποσό, το οποίο καθορίζεται βάσει ποσοστού που θα οριστεί στις ειδικές διατάξεις, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ύψος που είναι απολύτως αναγκαίο για να του προσδώσει αποτρεπτικό χαρακτήρα·

γ)      ολική ή μερική αφαίρεση του παρασχεθέντος από την κοινοτική νομοθεσία οφέλους, ακόμη και αν ο φορέας έχει λάβει αδικαιολογήτως μέρος μόνο αυτού του οφέλους·

[…]

ζ)      άλλες κυρώσεις, ισοδύναμης φύσεως και έκτασης, αποκλειστικά οικονομικού χαρακτήρα, εφόσον προβλέπονται από τους τομεακούς κανόνες που θεσπίζει το Συμβούλιο βάσει των ιδιαίτερων αναγκών του συγκεκριμένου τομέα και με την επιφύλαξη, πάντοτε, των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που έχει αναθέσει στην Επιτροπή το Συμβούλιο.

2.      Με την επιφύλαξη των τομεακών κανόνων που θα ισχύουν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, οι άλλες παρατυπίες μπορούν να επισύρουν μόνο τις μη ποινικές κυρώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 και μόνον εφόσον οι κυρώσεις αυτές απαιτούνται για την ορθή εφαρμογή των κανόνων.»

9        Κατά το άρθρο 7 του ίδιου κανονισμού:

«Τα κοινοτικά διοικητικά μέτρα και κυρώσεις μπορούν να επιβάλλονται στους οικονομικούς φορείς που προβλέπονται στο άρθρο 1, δηλαδή στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα καθώς και στις λοιπές οντότητες, στις οποίες το εθνικό δίκαιο αναγνωρίζει ικανότητα δικαίου, τα οποία διέπραξαν την παρατυπία. Επικουρικώς, τα εν λόγω μέτρα μπορούν να επιβάλλονται και στα πρόσωπα που έχουν συμπράξει στην πραγμάτωση της παρατυπίας καθώς και σε εκείνα που φέρουν την ευθύνη για την παρατυπία ή όφειλαν να αποτρέψουν τη διάπραξή της.»

 Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3665/87

10      Το άρθρο 11, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3665/87 της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 1987, για κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ L 351, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό (ΕΚ) 495/97 της Επιτροπής, της 18ης Μαρτίου 1997 (ΕΕ L 77, σ. 12, στο εξής: κανονισμός 3665/87), ορίζει:

«1.      Όταν διαπιστωθεί ότι, για τη χορήγηση επιστροφής κατά την εξαγωγή, ένας εξαγωγέας έχει ζητήσει επιστροφή μεγαλύτερη από την οφειλόμενη, η οφειλόμενη επιστροφή για τις σχετικές εξαγωγές, θα αντιστοιχεί στην επιστροφή που εφαρμόζεται για το προϊόν που εξήχθη πράγματι, μειωμένη κατά το ποσό που αντιστοιχεί:

α)       στο ήμισυ της διαφοράς μεταξύ της ζητηθείσας επιστροφής και της επιστροφής που εφαρμόζεται στο πραγματικώς εξαχθέν προϊόν·

β)      στο διπλάσιο της διαφοράς μεταξύ της ζητηθείσας επιστροφής και της επιστροφής που εφαρμόζεται, εφόσον ο εξαγωγέας παρέσχε [εκ προθέσεως] ψευδή στοιχεία.

[…]

Οι κυρώσεις επιβάλλονται με την επιφύλαξη των πρόσθετων κυρώσεων που θεσπίζονται σε εθνικό επίπεδο.

[...]

3.      Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης πληρωμών αρνητικών ποσών, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, τέταρτο εδάφιο, σε περίπτωση αχρεωστήτως καταβληθείσας επιστροφής, ο δικαιούχος υποχρεούται να αποδώσει τα αχρεωστήτως εισπραχθέντα ποσά –στα οποία περιλαμβάνεται η κύρωση που προβλέπεται σύμφωνα με την παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο […]».

11      Το άρθρο 18 του κανονισμού 3665/87 ορίζει:

«1.      Ως αποδεικτικό στοιχείο της διεκπεραιώσεως των τελωνειακών διατυπώσεων που αφορούν τη διάθεση στην κατανάλωση κατ’ επιλογή του εξαγωγέα προσκομίζεται ένα από τα παρακάτω έγγραφα:

α)      τελωνειακό έγγραφο·

β)      βεβαίωση εκφόρτωσης και θέσεως στην κατανάλωση που συντάσσεται από εταιρία η οποία έχει ειδικευθεί σε διεθνές επίπεδο σε θέματα ελέγχου και εποπτείας και έχει αναγνωρισθεί από ένα κράτος μέλος. Στη σχετική βεβαίωση πρέπει να αναγράφονται οι ημερομηνίες και ο αριθμός του τελωνειακού εγγράφου της θέσεως στην κατανάλωση.

2.      Αν ο εξαγωγέας δεν μπορεί να λάβει το έγγραφο που επέλεξε σύμφωνα με την παράγραφο 1, στοιχεία α΄ και β΄, αφού έκανε τα κατάλληλα διαβήματα για να λάβει το έγγραφο αυτό ή στην περίπτωση που αμφισβητείται η αυθεντικότητα του εγγράφου που προσκομίστηκε, η απόδειξη της διεκπεραίωσης των τελωνειακών διατυπώσεων διάθεσης στην κατανάλωση θεωρείται ότι παρέχεται με την υποβολή ενός ή περισσοτέρων από τα ακόλουθα έγγραφα:

[...]

γ)       βεβαίωση εκφόρτωσης που συντάσσεται από εταιρία που έχει ειδικευθεί σε διεθνές επίπεδο σε θέματα ελέγχου και εποπτείας και έχει εγκριθεί από ένα κράτος μέλος η οποία πιστοποιεί, επιπλέον, ότι το προϊόν έχει εγκαταλείψει τη λιμενική ζώνη ή ότι, απ’ όσα γνωρίζει, το προϊόν δεν φορτώθηκε διαδοχικά προκειμένου να επανεξαχθεί·

[…]».

 Το εθνικό δίκαιο

12      Το άρθρο 1 του βασιλικού διατάγματος της 4ης Ιανουαρίου 1985, περί καθορισμού των προϋποθέσεων αδειοδοτήσεως των εταιριών στις οποίες ανατίθεται η χορήγηση βεβαιώσεως εκφορτώσεως στη χώρα προορισμού των εμπορευμάτων που εξάγονται στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής (Moniteur belge της 21ης Φεβρουαρίου 1985, σ. 1937), έχει ως εξής:

«Οι βεβαιώσεις που αποδεικνύουν ότι τα εξαχθέντα εμπορεύματα έχουν εκφορτωθεί στη χώρα προορισμού γίνονται δεκτές, στο πλαίσιο της εφαρμογής της κοινής γεωργικής πολιτικής, από τις αρμόδιες αρχές μόνον εάν έχουν εκδοθεί από εταιρία ειδικευμένη σε διεθνές επίπεδο σε θέματα ελέγχου και εποπτείας και έχει λάβει σχετική άδεια από κράτος μέλος με απόφαση υπουργού αρμοδίου για τα οικονομικά ή τη γεωργία.»

13      Το άρθρο 2, παράγραφος 2, του εν λόγω βασιλικού διατάγματος προβλέπει:

«Η εταιρία:

1°      ευθύνεται εις ολόκληρον μαζί με τα άλλα πρόσωπα που μετέχουν στην εξαγωγή για τις οικονομικές συνέπειες των βεβαιώσεων που εξέδωσε,

2°      παρέχει εγκαίρως πρόσβαση στις εγκαταστάσεις της στους υπαλλήλους [...], παρέχοντάς τους τη δυνατότητα εξετάσεων όλων των σχετικών με τις χορηγηθείσες βεβαιώσεις εγγράφων,

[…]».

14      Το εν λόγω βασιλικό διάταγμα καταργήθηκε με το βασιλικό διάταγμα της 28ης Φεβρουαρίου 1999, περί καθορισμού των προϋποθέσεων αδειοδοτήσεως των εταιριών στις οποίες ανατίθεται η χορήγηση βεβαιώσεως εκφορτώσεως και διαθέσεως στην κατανάλωση ή βεβαιώσεως εκφορτώσεως στη χώρα προορισμού των εμπορευμάτων που εξάγονται στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής (Moniteur belge της 22ας Ιουνίου 1999, σ. 23534).

15      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 2°, στοιχείο α΄, του βασιλικού διατάγματος αυτού, «η εταιρία: α) ευθύνεται εις ολόκληρον μαζί με τα άλλα πρόσωπα που μετέχουν στην εξαγωγή για τις οικονομικές συνέπειες των βεβαιώσεων που εξέδωσε».

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

16      Στις 6 Ιουνίου 1997, η Firme Derwa εξήγαγε στην Αίγυπτο, προς κατανάλωση, 741 144 χιλιόγραμμα βοείου κρέατος και ζήτησε, συναφώς, από τον BIRB επιστροφή κατά την εξαγωγή. Ο εξαγωγέας εισέπραξε έτσι, κατόπιν εγγυοδοσίας, 1 407 268,90 ευρώ στο πλαίσιο του συστήματος προχρηματοδότησης.

17      Για να καταστεί οριστική η χορήγηση του ποσού της επιστροφής, η Firme Derwa έπρεπε να αποδείξει την εισαγωγή της επίμαχης ποσότητας κρέατος στην Αίγυπτο. Το πλοίο που μετέφερε το φορτίο κρέατος έφτασε στον προορισμό του στις 19 Ιουνίου 1997. Στις 10 Φεβρουαρίου 1998 η Firme Derwa προσκόμισε στον BIRB βεβαίωση από την SGS Belgium, με ημερομηνία 4 Νοεμβρίου 1997, σύμφωνα με την οποία οι αιγυπτιακές τελωνειακές αρχές είχαν αποδεσμεύσει τα επίμαχα προϊόντα προς κατανάλωση.

18      Στις 5 Ιουνίου 1998, ο BIRB αποδέσμευσε την εγγύηση που είχε συστήσει η Firme Derwa, οπότε οριστικοποιήθηκε η χορήγηση των επίμαχων επιστροφών προς αυτή.

19      Από έρευνα που διεξήγαγε η υπηρεσία οικονομικού ελέγχου του βελγικού Υπουργείου Οικονομικών προέκυψε ότι η SGS Egypt Ltd είχε ενημερώσει την SGS Belgium, με τηλεομοιοτυπία της 24ης Σεπτεμβρίου 1997, ότι τα επίμαχα εμπορεύματα δεν κατέστη δυνατόν να εισαχθούν στην Αίγυπτο λόγω της επιβληθείσας από το εν λόγω τρίτο κράτος απαγορεύσεως στις εισαγωγές βοείου κρέατος από το Βέλγιο.

20      Με έγγραφα της 13ης Αυγούστου, καθώς και της 9ης και της 14ης Οκτωβρίου 1998, ο BIRB διαβίβασε στην SGS Belgium εκθέσεις σχετικές με την έρευνα αυτή. Με έγγραφο της 21ης Απριλίου 1999, ο BIRB ζήτησε επίσης από την εταιρία να προσκομίσει τα τελωνειακά έγγραφα βάσει των οποίων εξέδωσε τη βεβαίωση της 4ης Νοεμβρίου 1997.

21      Καθώς η SGS Belgium δεν ανταποκρίθηκε στο αίτημά του, ο BIRB διαπίστωσε, με έγγραφό του της 5ης Φεβρουαρίου 2002 προς την εταιρία αυτή, ότι τα εμπορεύματα δεν είχαν εισαχθεί στην Αίγυπτο προς κατανάλωση και, για τον λόγο αυτόν, αποφάσισε να της επιβάλει, βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 3665/87, διοικητική κύρωση ίση προς το 200 % του ποσού των 1 407 268,90 ευρώ, το οποίο είχε αδικαιολόγητα εισπράξει η Firme Derwa χάρη στη βεβαίωση που είχε εκδώσει η ως άνω εταιρία ελέγχου. Επιπλέον, ζητήθηκε από την SGS Belgium να καταβάλει ποσό αντίστοιχο προς την προαναφερθείσα επιστροφή, πλέον τόκους, οπότε το συνολικό ποσό που κλήθηκε να καταβάλει η εν λόγω εταιρία ανέρχεται σε 4 503 260,74 ευρώ.

22      Με έγγραφο της 29ης Απριλίου 2002, η SGS Belgium ενημέρωσε τον BIRB ότι, όπως προέκυψε από εσωτερικό έλεγχο, τα εμπορεύματα είχαν εισαχθεί προσωρινά μόνο στην Αίγυπτο και ότι, τελικά, εξήχθησαν στη Νότια Αφρική. Πάντως, με επιστολή της 27ης Μαΐου 2002, η SGS Belgium τόνισε ότι παρέσχε ανακριβή στοιχεία ακουσίως.

23      Με δικόγραφο που επιδόθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 2003, ο BIRB ζήτησε από το rechtbank van eerste aanleg te Antwerpen (Πρωτοδικείο Αμβέρσας) να επιβληθεί στην SGS Belgium η προαναφερθείσα διοικητική κύρωση. Η εν λόγω εταιρία ζήτησε την προσεπίκληση της Firme Derwa και της Centraal Beheer Achmea NV ως δικονομικών εγγυητών.

24      Με απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2006, το εν λόγω δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο τόσο το αίτημα του BIRB όσο και το αίτημα της SGS Belgium για προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή. Το εν λόγω δικαστήριο διαπίστωσε, πρώτον, ότι δεν είχε παρέλθει η τετραετής προθεσμία παραγραφής του άρθρου 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2988/95, καθώς η παραγραφή είχε διακοπεί, κατά την έννοια του τρίτου εδαφίου της εν λόγω διατάξεως, με το από 5 Φεβρουαρίου 2002 έγγραφο του BIRB, με το οποίο επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο στην SGS Belgium.

25      Ωστόσο, το rechtbank van eerste aanleg te Antwerpen έκρινε ότι τα άρθρα 5 και 7 του κανονισμού 2988/95 δεν αποτελούν επαρκή νομική βάση για την επιβολή διοικητικής κυρώσεως σε εταιρία όπως η SGS Belgium. Συγκεκριμένα, κατά το εν λόγω δικαστήριο, οι διατάξεις αυτές, σε αντίθεση με το άρθρο 3 του κανονισμού 2988/95, παρέχουν στα κράτη μέλη περιθώριο εκτιμήσεως και δεν καθιστούν υποχρεωτική την επιβολή κυρώσεων. Απόκειται, συνεπώς, στον νομοθέτη της Ένωσης ή τους εθνικούς νομοθέτες να προβλέψουν, διά τομεακών κανονιστικών ρυθμίσεων, ότι για την καταβολή των διοικητικών κυρώσεων ευθύνονται και άλλες επιχειρήσεις, πέραν του εξαγωγέα που έχει εισπράξει την επιστροφή. Στους εν λόγω νομοθέτες απόκειται επίσης να ορίσουν τις κυρώσεις αυτές. Επιπλέον, από καμία διάταξη του κανονισμού 3665/87 δεν προκύπτει ότι οι μετέχοντες στην εξαγωγή μπορούν να υποστούν κυρώσεις για παρατυπίες στις οποίες έχει υποπέσει ο εξαγωγέας.

26      Ο BIRB άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι, δυνάμει του βασιλικού διατάγματος της 4ης Ιανουαρίου 1985, η SGS Belgium ευθύνεται εις ολόκληρον με τον εξαγωγέα για τις οικονομικές συνέπειες των βεβαιώσεων που εκδίδει. Δεδομένου, πάντως, ότι η εταιρία αυτή δημιούργησε τεχνητά τις προϋποθέσεις ώστε ο εξαγωγέας να εισπράξει αδικαιολόγητα επιστροφή και ότι ο εξαγωγέας αυτός, η Firme Derwa, δεν γνώριζε το ανακριβές της βεβαιώσεως και δεν επέδειξε αμέλεια, ο BIRB αποφάσισε να μη στραφεί κατ’ αυτής προς ανάκτηση της επιστροφής και να μην της επιβάλει διοικητική κύρωση. Ο BIRB προέβαλε, κατ’ ουσίαν, ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο β΄, του κανονισμού 3665/87 διοικητική κύρωση αφορά κατ’ αρχήν μόνον τον εξαγωγέα, πλην όμως, λόγω του εθνικού κανόνα περί συνευθύνης της εταιρίας ελέγχου και εποπτείας, η κύρωση αυτή μπορεί να επιβληθεί, δυνάμει του άρθρου 7 του κανονισμού 2988/95, και στην εν λόγω εταιρία ως πρόσωπο το οποίο μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο για την παρατυπία κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. Ο BIRB προέβαλε επίσης ότι, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να επιβληθεί στην SGS Belgium η κύρωση του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του κανονισμού 3665/87, ακόμη και αν δεν διαπιστωθεί πρόθεση εξαπατήσεως.

27      Από την πλευρά της, η SGS Belgium υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι, εφόσον της καταλογιστεί ευθύνη, πρόκειται για ευθύνη εις ολόκληρον με τον εξαγωγέα και τον ασφαλιστή, καθώς τα αναζητούμενα ποσά οφείλονται από τον εξαγωγέα, το δε άρθρο 7 του κανονισμού 2988/95, καθώς και το άρθρο 2, παράγραφος 2, σημείο 1, του βασιλικού διατάγματος της 4ης Ιανουαρίου 1985 προβλέπουν αλληλέγγυα ευθύνη των μετεχόντων στην εξαγωγή.

28      Υπό τις συνθήκες αυτές το hof van beroep te Antwerpen (Εφετείο Αμβέρσας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αναπτύσσουν οι διατάξεις των άρθρων 5 και 7 του κανονισμού 2988/95 […] άμεσο αποτέλεσμα στις εθνικές έννομες τάξεις των κρατών μελών, χωρίς να έχουν τα κράτη μέλη αυτά κάποιο περιθώριο εκτιμήσεως και χωρίς να απαιτείται η λήψη εκτελεστικών μέτρων από τις εθνικές αρχές;

2)      Μπορεί μια διεθνώς δραστηριοποιούμενη εταιρία ειδικευμένη σε θέματα ελέγχου και εποπτείας και αναγνωρισμένη από το κράτος μέλος όπου έχει γίνει δεκτή η διασάφηση εξαγωγής, εν προκειμένω το Βέλγιο, η οποία χορήγησε ανακριβή βεβαίωση εκφορτώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 3665/87 […], να θεωρηθεί ως οικονομικός φορέας, κατά την έννοια του άρθρου 1 του κανονισμού 2988/95 […], ή ως πρόσωπο που έχει συμπράξει στη διάπραξη της παρατυπίας ή ως πρόσωπο που φέρει την ευθύνη για την παρατυπία ή όφειλε να αποτρέψει τη διάπραξή της, κατά την έννοια του άρθρου 7 του προπαρατεθέντος κανονισμού;

3)      Μπορεί μια ανακοίνωση του περιεχομένου εκθέσεως διερευνήσεως της υποθέσεως, που πραγματοποιήθηκε από τον Οικονομικό Έλεγχο, ή ένα έγγραφο με το οποίο ζητείται η προσκόμιση συμπληρωματικών εγγράφων για την επιβεβαίωση της θέσεως σε κατανάλωση ή μια συστημένη επιστολή με την οποία επιβάλλεται κύρωση να θεωρηθούν ότι συνιστούν πράξη που αποσκοπεί στη διερεύνηση ή τη δίωξη, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού […] 2988/95 […];»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

29      Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 5 και 7 του κανονισμού 2988/95, είναι δυνατή η επιβολή των προβλεπόμενων από τον κανονισμό αυτόν κυρώσεων βάσει των διατάξεων αυτών και μόνον.

30      Η SGS Belgium, η Firme Derwa, καθώς και η Αυστριακή Κυβέρνηση προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι τα άρθρα 5 και 7 του κανονισμού 2988/95 δεν παράγουν άμεσο αποτέλεσμα, καθώς στους μετέχοντες στις διαδικασίες ελέγχου της νομιμότητας πληρωμών από τον προϋπολογισμό της Ένωσης επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις μόνον αν, κατά τον χρόνο διαπράξεως της παρατυπίας, ισχύουν τομεακές κανονιστικές ρυθμίσεις που ορίζουν ποιες κυρώσεις επιτρέπεται να επιβληθούν και σε ποιους. Προβάλλουν, συναφώς, ότι, κατά τον χρόνο των επίμαχων στην κύρια δίκη εξαγωγών, δεν ίσχυε τομεακή κανονιστική ρύθμιση σχετική με τις εταιρίες ελέγχου και εποπτείας.

31      Αντιθέτως, η Βελγική Κυβέρνηση και η Επιτροπή προβάλλουν ότι, ελλείψει ειδικής κανονιστικής ρυθμίσεως για συγκεκριμένη κατηγορία μετεχόντων σε εξαγωγή, όπως είναι ο κανονισμός 3665/87 σχετικά με τις επιστροφές που έχουν αδικαιολογήτως εισπραχθεί από δικαιούχους εξαγωγείς, τα άρθρα 5 και 7 του κανονισμού 2988/95 εφαρμόζονται απευθείας, δυνάμει του άρθρου 288, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, καθώς προβλέπουν γενικώς ότι διοικητική κύρωση μπορεί να επιβληθεί και σε άλλους μετέχοντες σε εξαγωγή, πέραν του δικαιούχου της επιστροφής.

32      Συναφώς, ακριβώς λόγω της φύσεώς τους και της λειτουργίας τους εντός του συστήματος των πηγών του δικαίου της Ένωσης, οι διατάξεις των κανονισμών παράγουν, κατ’ αρχήν, άμεσα αποτελέσματα στις εθνικές έννομες τάξεις, χωρίς να απαιτείται οι εθνικές αρχές να λάβουν μέτρα εφαρμογής (βλ. αποφάσεις της 17ης Μαΐου 1972, 93/71, Leonesio, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 41, σκέψη 5, και της 24ης Ιουνίου 2004, C‑278/02, Handlbauer, Συλλογή 2004, σ. I‑6171, σκέψη 25) ή ο νομοθέτης της Ένωσης να θεσπίσει συμπληρωματικές κανονιστικές ρυθμίσεις.

33      Πάντως, για την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων κανονισμού ενδέχεται να είναι απαραίτητη η λήψη μέτρων εφαρμογής (βλ., συναφώς, απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2001, C-403/98, Monte Arcosu, Συλλογή 2001, σ. I-103, σκέψη 26), είτε από τα κράτη μέλη είτε από τον νομοθέτη της Ένωσης.

34      Τούτο ισχύει επίσης στο πλαίσιο της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, όσον αφορά τις διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται στους καθοριζόμενους από τον κανονισμό 2988/95 μετέχοντες σε εξαγωγή.

35      Συγκεκριμένα, όσον αφορά τις εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παρατυπίες, το άρθρο 5 του κανονισμού αυτού ορίζει απλώς ότι αυτές «μπορούν» να επισύρουν ορισμένες από τις διοικητικές κυρώσεις που απαριθμούνται στο άρθρο αυτό, ενώ, όσον αφορά τα πρόσωπα στα οποία ενδέχεται να επιβληθούν οι κυρώσεις αυτές, το άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι οι εν λόγω κυρώσεις «μπορούν» να επιβάλλονται στους οικονομικούς φορείς που έχουν διαπράξει παρατυπία, αλλά και στα πρόσωπα που συνέπραξαν στην παρατυπία, καθώς και σε εκείνα που φέρουν την ευθύνη για την παρατυπία ή όφειλαν να αποτρέψουν τη διάπραξή της.

36      Διαπιστώνεται, επομένως, ότι οι διατάξεις αυτές απλώς θέτουν γενικούς κανόνες για τους ελέγχους και τις κυρώσεις, προς προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (βλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2008, C‑383/06 έως C‑385/06, Vereniging Nationaal Overlegorgaan Sociale Werkvoorziening, Συλλογή 2008, σ. I‑1561, σκέψη 39). Ειδικότερα, οι εν λόγω διατάξεις δεν ορίζουν επακριβώς ποια από τις απαριθμούμενες στο άρθρο 5 του κανονισμού 2988/95 κυρώσεις πρέπει να επιβληθεί σε περίπτωση παρατυπίας θίγουσας τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης ούτε ποια πρόσωπα πρέπει να την υποστούν.

37      Επιπλέον, αφενός, όπως προκύπτει από το άρθρο 2 του κανονισμού 2988/95, ιδίως δε την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού σε συνδυασμό με την πέμπτη και την όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού, απόκειται στον νομοθέτη της Ένωσης να θεσπίσει τομεακές κανονιστικές ρυθμίσεις σχετικά με την επιβολή διοικητικών κυρώσεων, όπως αυτές που ίσχυαν κατά την έκδοση του εν λόγω κανονισμού στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την έβδομη αιτιολογική σκέψη του ίδιου κανονισμού, ο κανονισμός αυτός αποσκοπεί στη θέσπιση γενικών κανόνων που διέπουν τις τομεακές κανονιστικές ρυθμίσεις.

38      Αφετέρου, από το άρθρο 2, παράγραφος 4, του κανονισμού 2988/95 προκύπτει ότι, με την επιφύλαξη υφιστάμενης κανονιστικής ρυθμίσεως της Ένωσης, οι διαδικασίες ελέγχου, καθώς και τα μέτρα και οι διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται από τη διάταξη αυτή διέπονται από το δίκαιο των κρατών μελών.

39      Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 2988/95 προβλέπει βεβαίως, σύμφωνα με την αρχή «ουδεμία ποινή άνευ νόμου», ότι δεν επιβάλλεται διοικητική κύρωση μη προβλεπόμενη από πράξη της Ένωσης προγενέστερη της παρατυπίας.

40      Όπως, πάντως, προκύπτει από το άρθρο 325 ΣΛΕΕ, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν, για την καταπολέμηση της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, μέτρα ίδια με εκείνα που λαμβάνουν για την καταπολέμηση της απάτης κατά των ιδίων οικονομικών συμφερόντων. Επομένως, λαμβανομένου επίσης υπόψη του σκοπού του κανονισμού 2988/95, εφόσον ο νομοθέτης της Ένωσης δεν έχει θεσπίσει τομεακή κανονιστική ρύθμιση προς προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης από τη συμπεριφορά ορισμένων προσώπων, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να διατηρούν ή να θεσπίζουν διατάξεις για την επιβολή κυρώσεων στα πρόσωπα αυτά, εφόσον τούτο είναι απαραίτητο για την καταπολέμηση της απάτης, τηρώντας τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, ιδίως δε την αρχή της αναλογικότητας, καθώς και τους κανόνες του εν λόγω κανονισμού και τυχόν τομεακές κανονιστικές ρυθμίσεις της Ένωσης οι οποίες εφαρμόζονται ως προς άλλα πρόσωπα.

41      Σημειωτέον, ειδικότερα, ότι, εφόσον κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης δεν περιέχει ειδική διάταξη περί επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση παραβιάσεώς της ή προβλέπει την επιβολή κυρώσεων λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης, χωρίς όμως να καθορίζει κατά τρόπον εξαντλητικό ποιες κυρώσεις δύνανται τα κράτη μέλη να επιβάλλουν, το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ υποχρεώνει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν κάθε αποτελεσματικό μέτρο προς επιβολή κυρώσεων για πράξεις που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, 68/88, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 1989, σ. 2965, σκέψη 23, καθώς και της 8ης Ιουλίου 1999, C‑186/98, Nunes και de Matos, Συλλογή 1999, σ. I‑4883, σκέψεις 12 και 14).

42      Εξάλλου, ο περιορισμός της δυνατότητας δράσεως των κρατών μελών, όσον αφορά πρόσωπα ως προς τα οποία δεν έχει τεθεί ακόμη σε ισχύ τομεακή κανονιστική ρύθμιση σε επίπεδο Ένωσης, δεν θα συμβάδιζε με τον σκοπό του άρθρου 325 ΣΛΕΕ, το οποίο υποχρεώνει τόσο την Ένωση όσο και τα κράτη μέλη να καταπολεμούν την απάτη και τις παρατυπίες που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Συγκεκριμένα, είναι φανερό ότι, για να είναι αποτελεσματική η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, πρέπει οπωσδήποτε η αποτροπή και η καταπολέμηση της απάτης και των λοιπών παρατυπιών να καλύπτουν κάθε στάδιο στο οποίο ενδέχεται να θιγούν τα συμφέροντα αυτά από τέτοια φαινόμενα, κυρίως επειδή στα προς καταπολέμηση φαινόμενα συνήθως εμπλέκονται συγχρόνως πρόσωπα που δραστηριοποιούνται σε διάφορα στάδια (βλ., συναφώς, απόφαση της 10ης Ιουλίου 2003, C‑15/00, Επιτροπή κατά BEI, Συλλογή 2003, σ. I‑7281, σκέψη 135). Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι τούτο ισχύει και για τον ρόλο των εταιριών ελέγχου και εποπτείας όσον αφορά τη νομιμότητα των καταβαλλόμενων επιστροφών κατά την εξαγωγή.

43      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι δεν είναι δυνατή, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 5 και 7 του κανονισμού 2988/95, η επιβολή διοικητικής κυρώσεως βάσει των διατάξεων αυτών και μόνον, καθώς, στο πλαίσιο της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, η επιβολή διοικητικής κυρώσεως σε συγκεκριμένα πρόσωπα προϋποθέτει, πριν τη διάπραξη συγκεκριμένης παρατυπίας, είτε ο νομοθέτης της Ένωσης να έχει θεσπίσει τομεακή κανονιστική ρύθμιση που να ορίζει την κύρωση, καθώς και τις προϋποθέσεις επιβολής της, είτε, ενδεχομένως, εφόσον δεν υφίσταται τέτοια ρύθμιση σε επίπεδο Ένωσης, να προβλέπει το δίκαιο του κράτους μέλους όπου έχει διαπραχθεί η παρατυπία την επιβολή διοικητικής κυρώσεως στα συγκεκριμένα πρόσωπα.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

44      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, δεδομένου ότι η τομεακή κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης δεν προέβλεπε ακόμη υποχρέωση των κρατών μελών να επιβάλλουν αποτελεσματικές κυρώσεις σε περίπτωση που διεθνώς ειδικευμένη σε θέματα ελέγχου και εποπτείας εταιρία, αναγνωρισμένη από κράτος μέλος, έχει χορηγήσει ψευδή βεβαίωση, το άρθρο 7 του κανονισμού 2988/95 απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, κύρωση στην εταιρία αυτή, θεωρώντας ότι πρόκειται για πρόσωπο «που έχει συμπράξει στη διάπραξη της παρατυπίας» ή πρόσωπο «που φέρει την ευθύνη για την παρατυπία ή όφειλε να αποτρέψει τη διάπραξή της», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

45      Τονίζεται, συναφώς, ότι, εκδίδοντας ψευδή βεβαίωση περί εκφορτώσεως και διαθέσεως στην κατανάλωση, κατά την έννοια του άρθρου 18 του κανονισμού 3665/87, βεβαίωση με την οποία ο εξαγωγέας δύναται να εισπράξει αδικαιολόγητα επιστροφή κατά την εξαγωγή, μια διεθνώς ειδικευμένη σε θέματα ελέγχου και εποπτείας εταιρία, αναγνωρισμένη από κράτος μέλος, μπορεί να θεωρηθεί πρόσωπο που έχει συμπράξει στη διάπραξη της παρατυπίας ή πρόσωπο «που φέρει την ευθύνη για την παρατυπία ή όφειλε να αποτρέψει τη διάπραξή της», κατά την έννοια του άρθρου 7 του κανονισμού 2988/95, και, ως εκ τούτου, να υποστεί διοικητικές κυρώσεις κατά την έννοια του κανονισμού αυτού. Η εταιρία αυτή μπορεί επίσης να θεωρηθεί υπεύθυνη για την παρατυπία, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εφόσον η εθνική νομοθεσία προβλέπει ευθύνη της για τις οικονομικές συνέπειες των βεβαιώσεων που έχει εκδώσει.

46      Όπως, όμως, διαπιστώθηκε με τη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως, η επιβολή διοικητικής κυρώσεως στη συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων πρέπει να προβλέπεται από τομεακή κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης ή, ελλείψει αυτής, από εθνική κανονιστική ρύθμιση.

47      Πάντως, όταν πραγματοποιήθηκαν οι επίμαχες στην κύρια δίκη εξαγωγές, η νομοθεσία της Ένωσης δεν περιελάμβανε τομεακή κανονιστική ρύθμιση, κατά την έννοια του κανονισμού 2988/95, ειδικά για τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση που τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης θίγονται λόγω της εκδόσεως, από εταιρίες ελέγχου και εποπτείας, ψευδών βεβαιώσεων περί εκφορτώσεως και διαθέσεως στην κατανάλωση.

48      Συγκεκριμένα, μόνο μετά την έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) 1253/2002 της Επιτροπής, της 11ης Ιουλίου 2002, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 800/1999 που αφορά τους κοινούς κανόνες εφαρμογής του συστήματος επιστροφών κατά την εξαγωγή των γεωργικών προϊόντων (ΕΕ L 183, σ. 12), προστέθηκε στον κανονισμό αυτόν το νέο άρθρο 16γ, το οποίο ορίζει ότι τα «κράτη μέλη τα οποία έχουν εγκεκριμένες εταιρείες εποπτείας θα πρέπει να φροντίσουν για τη θέσπιση ενός αποτελεσματικού συστήματος κυρώσεων, στις περιπτώσεις που μία εγκεκριμένη εταιρία εποπτείας εκδίδει ψευδείς βεβαιώσεις».

49      Αντιθέτως, το άρθρο 11 του κανονισμού 3665/87 προβλέπει συγκεκριμένους κανόνες σχετικά με την ανάκτηση, από τον εξαγωγέα, επιστροφών κατά την εξαγωγή που αυτός έχει αδικαιολόγητα εισπράξει, καθώς και την επιβολή κυρώσεως, ιδίως σε περίπτωση που ο εξαγωγέας έχει αποκομίσει αδικαιολόγητα τέτοιο όφελος, προσκομίζοντας εκ προθέσεως ψευδή στοιχεία, ενώ προβλέπει επίσης τη δυνατότητα επιβολής συμπληρωματικών κυρώσεων δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας. Επομένως, στην υπόθεση της κύριας δίκης, τίθεται το ζήτημα αν οι εθνικές αρχές έχουν την ευχέρεια να μην αναζητήσουν την επιστροφή από τον εξαγωγέα και να μην του επιβάλουν διοικητική κύρωση, αλλά να στραφούν κατά της εταιρίας ελέγχου και εποπτείας, η οποία, κατά την εθνική νομοθεσία, είναι αλληλεγγύως υπεύθυνη με αυτόν για τις οικονομικές συνέπειες των βεβαιώσεων που αυτή έχει εκδώσει.

50      Όσον αφορά τις ενισχύσεις που καταβάλλονται από τον προϋπολογισμό της Ένωσης στο πλαίσιο των διαρθρωτικών ταμείων και της κοινής γεωργικής πολιτικής, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι το να επιτραπεί στα κράτη μέλη να εκτιμούν, κατά διακριτική ευχέρεια, αν είναι σκόπιμη η αναζήτηση κοινοτικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν αδικαιολογήτως ή αντικανονικώς δεν συμβαδίζει με την υποχρέωση ανακτήσεως τέτοιων ενισχύσεων, την οποία υπέχουν εθνικές διοικητικές αρχές από την ισχύουσα στους συγκεκριμένους τομείς ρύθμιση της Ένωσης (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 1983, 205/82 έως 215/82, Deutsche Milchkontor κ.λπ., Συλλογή 1983, σ. 2633, σκέψη 22, καθώς και προπαρατεθείσα Vereniging Nationaal Overlegorgaan Sociale Werkvoorziening, σκέψη 38).

51      Το ίδιο ισχύει, κατ’ αρχήν, όσον αφορά την υποχρέωση των κρατών μελών να ανακτούν από τους εξαγωγείς τις αδικαιολογήτως καταβληθείσες επιστροφές, υποχρέωση η οποία επιβάλλεται από το άρθρο 11 του κανονισμού 3665/87 και συνδυάζεται με την προβλεπόμενη από την παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο, στοιχεία α΄ ή β΄, του άρθρου αυτού κύρωση, καθώς και με συμπληρωματικές κυρώσεις που ενδεχομένως προβλέπει η εθνική νομοθεσία.

52      Έως την έναρξη ισχύος του κανονισμού 1253/2002, τα κράτη μέλη δεν ήταν βεβαίως υποχρεωμένα, όσον αφορά τις αδικαιολογήτως καταβληθείσες επιστροφές, να προβλέπουν κυρώσεις σε βάρος εταιρίας ελέγχου και εποπτείας που έχει εκδώσει ψευδή βεβαίωση. Τούτο, όμως, δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη, όπως διαπιστώθηκε με τη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, να διατηρούν ή να θεσπίζουν, στο πλαίσιο της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, εθνικές νομοθετικές διατάξεις που να προβλέπουν την επιβολή διοικητικών κυρώσεων στα συγκεκριμένα πρόσωπα, τα οποία, κατά τη νομοθεσία της Ένωσης, συμπράττουν στον έλεγχο της νομιμότητας των εξαγωγών για τις οποίες καταβάλλονται επιστροφές από τον προϋπολογισμό της Ένωσης. Τέτοια μέτρα, εξάλλου, αποτελούν πρόδρομο της υποχρεώσεως που υπέχουν πλέον τα κράτη μέλη από το άρθρο 16γ του κανονισμού (ΕΚ) 800/1999 της Επιτροπής, της 15ης Απριλίου 1999, για τις κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των πιστοποιητικών εξαγωγής για τα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ L 102, σ. 11), όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό 1253/2002.

53      Κατά συνέπεια, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης και εφόσον το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι έχει εφαρμογή το βασιλικό διάταγμα της 4ης Ιανουαρίου 1985 για το οποίο γίνεται λόγος στην αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, ελλείψει τομεακής ρυθμίσεως της Ένωσης εφαρμοστέας ratione temporis επί των εταιριών ελέγχου και εποπτείας, τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν κατά νόμο ότι οι εταιρίες αυτές ευθύνονται αλληλεγγύως με τον εξαγωγέα, ως πρόσωπα που έχουν συμπράξει στην παρατυπία ή ως πρόσωπα ευθυνόμενα γι’ αυτή, για τις οικονομικές συνέπειες των εκδοθεισών από αυτές βεβαιώσεων εκφορτώσεως και διαθέσεως στην κατανάλωση, χάρη στις οποίες ο εξαγωγέας εισέπραξε αδικαιολογήτως επιστροφές σε βάρος του προϋπολογισμού της Ένωσης.

54      Στην υπόθεση της κύριας δίκης, προκύπτει, ωστόσο, ότι οι εθνικές αρχές, επικαλούμενες το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 7 του κανονισμού 2988/95 και την προβλεπόμενη από την εθνική νομοθεσία αλληλέγγυα ευθύνη της εταιρίας ελέγχου και εποπτείας με τον εξαγωγέα, επιδιώκουν, αφενός, να ανακτήσουν από την SGS Belgium την αδικαιολογήτως καταβληθείσα επιστροφή και, αφετέρου, να επιβάλουν στην εταιρία αυτή τις διοικητικές κυρώσεις του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο β΄, του κανονισμού 3665/87, οι οποίες κανονικά επιβάλλονται στον εξαγωγέα. Ειδικότερα, ο BIRB φρονεί ότι η σκόπιμη έκδοση ανακριβούς βεβαιώσεως από την εταιρία ελέγχου και εποπτείας περί της οποίας πρόκειται στην υπόθεση της κύριας δίκης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πληρούται η προϋπόθεση επιβολής της κυρώσεως του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο β΄, του κανονισμού 3665/87. Ωστόσο, ο BIRB υποστήριξε επικουρικώς ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ότι η SGS Belgium πρέπει να υποστεί την κύρωση του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του κανονισμού αυτού, ακόμη και αν δεν της καταλογιστεί πρόθεση.

55      Συναφώς, σχετικά με την ανάκτηση της αδικαιολογήτως εισπραχθείσας επιστροφής, όπως διαπιστώθηκε με τη σκέψη 51 της παρούσας αποφάσεως, το σχετικό ποσό οφείλει να το καταβάλει ο εξαγωγέας που αδικαιολογήτως εισέπραξε την επιστροφή.

56      Όσον αφορά την επιβολή της κυρώσεως του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο β΄, του εν λόγω κανονισμού, επισημαίνεται ότι η κύρωση αυτή επιβάλλεται «εφόσον ο εξαγωγέας παρέσχε [εκ προθέσεως] ψευδή στοιχεία». Επομένως, ο νομοθέτης της Ένωσης έχει ρητώς προβλέψει ότι η προϋπόθεση αυτή πρέπει να συντρέχει μόνο στο πρόσωπο του εξαγωγέα.

57      Υπό τις συνθήκες αυτές, εφόσον, εξ όσων προκύπτουν στην υπόθεση της κύριας δίκης, η ψευδής βεβαίωση περί διαθέσεως στην κατανάλωση έχει εκδοθεί σκοπίμως από την εταιρία ελέγχου και εποπτείας, εν αγνοία του εξαγωγέα, πράγμα που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο εξαγωγέας έχει σκοπίμως υποβάλει ψευδή στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο β΄, του κανονισμού 3665/87, οπότε η προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή κύρωση δεν μπορεί να επιβληθεί στον εξαγωγέα ούτε, κατ’ εφαρμογήν του εθνικού κανόνα περί αλληλέγγυας ευθύνης, στην εν λόγω εταιρία ελέγχου και εποπτείας.

58      Αντιθέτως, στην περίπτωση αυτή, μπορεί να επιβληθεί η κύρωση του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του κανονισμού 3665/87. Συγκεκριμένα, η κύρωση αυτή επιβάλλεται ακόμη και αν δεν συντρέχει πταίσμα του εξαγωγέα (βλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2008, C‑143/07, AOB Reuter, Συλλογή 2008, σ. I‑3171, σκέψη 17).

59      Συναφώς, αφενός, τέτοια κύρωση μπορεί να επιβληθεί μόνο σε οικονομικούς φορείς που έχουν υποβάλει αίτηση επιστροφής κατά την εξαγωγή, εφόσον τα στοιχεία στα οποία στηρίζεται η αίτησή τους αποδεικνύονται ανακριβή. Αφετέρου, κατά το μέτρο που υφίσταται πραγματικός κίνδυνος να αποφύγει ο εξαγωγέας, ο οποίος είναι ο τελευταίος κρίκος στην αλυσίδα συμβάσεων αγοράς και πωλήσεως, την ευθύνη που συνεπάγεται η ανακρίβεια της δηλώσεώς του λόγω τυχόν σφάλματος, αμέλειας ή απάτης στην αρχή της αλυσίδας αυτής, το άρθρο 11 του κανονισμού 3665/87 τον καθιστά, επ’ απειλή κυρώσεων, υπεύθυνο για την ακρίβεια της δηλώσεώς του (βλ., συναφώς, απόφαση της 11ης Ιουλίου 2002, C‑210/00, Käserei Champignon Hofmeister, Συλλογή 2002, σ. I‑6453, σκέψεις 42, 61 και 62). Συγκεκριμένα, ο εξαγωγέας είναι ελεύθερος να επιλέγει τους αντισυμβαλλομένους του και οφείλει να λαμβάνει τις κατάλληλες προφυλάξεις, είτε προσθέτοντας ανάλογες ρήτρες στις συμβάσεις που συνάπτει με αυτούς είτε συνάπτοντας ειδική ασφάλιση (προπαρατεθείσα απόφαση AOB Reuter, σκέψη 36).

60      Πάντως, σε περίπτωση που ο εξαγωγέας εισπράττει επιστροφή κατά την εξαγωγή βάσει βεβαιώσεως περί διαθέσεως στην κατανάλωση, η οποία, κατά τη νομοθεσία της Ένωσης, πρέπει να εκδίδεται από διεθνώς ειδικευμένη σε θέματα ελέγχου και εποπτείας εταιρία, και προκύπτει ότι η βεβαίωση αυτή είναι ψευδής εν αγνοία του εν λόγω εξαγωγέα, με συνέπεια ο ασφαλιστής που καλύπτει τους σχετικούς με την εξαγωγή κινδύνους να έχει την ευχέρεια να μην καταβάλει αποζημίωση για ζημία οφειλόμενη στη μη πραγματοποίηση της εξαγωγής, το άρθρο 11 του κανονισμού 3665/87 δεν απαγορεύει στην αρμόδια εθνική αρχή να στραφεί κατά της διεθνώς ειδικευμένης σε θέματα ελέγχου και εποπτείας εταιρίας, κατ’ εφαρμογήν διατάξεως της εθνικής νομοθεσίας περί αλληλέγγυας ευθύνης της εταιρίας αυτής για τις οικονομικές συνέπειες των βεβαιώσεων που έχει εκδώσει, προς αναζήτηση των οφειλομένων λόγω επιβολής της κυρώσεως της παραγράφου 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του άρθρου αυτού, στον εξαγωγέα.

61      Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι μια κύρωση, έστω και αν δεν έχει ποινικό χαρακτήρα, μπορεί να επιβληθεί μόνον αν στηρίζεται σε σαφή και μη διφορούμενη νομική βάση (βλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2000, C‑110/99, Emsland-Stärke, Συλλογή 2000, σ. I‑11569, σκέψη 56, προπαρατεθείσα απόφαση Käserei Champignon Hofmeister, σκέψη 52, καθώς και απόφαση της 6ης Απριλίου 2006, C‑274/04, ED & F Man Sugar, Συλλογή 2006, σ. I‑3269, σκέψη 15).

62      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης και δεδομένου ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, η τομεακή ρύθμιση της Ένωσης δεν υποχρέωνε τα κράτη μέλη να επιβάλλουν αποτελεσματικές κυρώσεις σε διεθνώς ειδικευμένη σε θέματα ελέγχου και εποπτείας εταιρία, αναγνωρισμένη από κράτος μέλος, η οποία εκδίδει ψευδείς βεβαιώσεις, το άρθρο 7 του κανονισμού 2988/95 δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν κύρωση στην εταιρία αυτή ως πρόσωπο που έχει «[συμπράξει] στην πραγμάτωση της παρατυπίας» ή που «[φέρει] την ευθύνη» για την παρατυπία κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι η επιβολή τέτοιας κυρώσεως στηρίζεται σε σαφή και μη διφορούμενη νομική βάση, πράγμα που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

63      Με το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν συνιστούν πράξεις που αποσκοπούν στη διερεύνηση ή τη δίωξη, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2988/95, η ανακοίνωση, σε διεθνώς ειδικευμένη σε θέματα ελέγχου και εποπτείας εταιρία, η οποία έχει εκδώσει, σχετικά με εξαγωγή, βεβαίωση περί διαθέσεως στην κατανάλωση, του περιεχομένου εκθέσεως διερευνήσεως της υποθέσεως, με την οποία διαπιστώνεται παρατυπία σε σχέση με την εν λόγω εξαγωγή, ή ένα έγγραφο με το οποίο ζητείται η προσκόμιση συμπληρωματικών εγγράφων προς επιβεβαίωση της θέσεως σε κατανάλωση ή μια συστημένη επιστολή με την οποία επιβάλλεται κύρωση λόγω συμπράξεως της εταιρίας αυτής στην παρατυπία.

64      Τονίζεται ότι, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, ελλείψει τομεακής ρυθμίσεως της Ένωσης που να επιτάσσει την επιβολή κυρώσεων στις διεθνώς ειδικευμένες εταιρίες σε θέματα ελέγχου και εποπτείας οι οποίες έχουν συμπράξει σε παρατυπία θίγουσα τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, η επιβολή της κυρώσεως του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του κανονισμού 3665/87 σε τέτοια εταιρία, λόγω της κατά την εθνική νομοθεσία αλληλέγγυας ευθύνης της εταιρίας αυτής με τον εξαγωγέα, εμπίπτει στην ευχέρεια και στην αρμοδιότητα των κρατών μελών στο πλαίσιο της πολιτικής τους καταπολεμήσεως της απάτης. Στην περίπτωση, όμως, αυτή τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, καθώς και τους γενικούς κανόνες που απορρέουν από τον κανονισμό 2988/95 και τις ρυθμίσεις της Ένωσης που ενδεχομένως ισχύουν σε άλλους τομείς.

65      Κατά συνέπεια, η εθνική διοικητική αρχή, όταν επιβάλλει τέτοια κύρωση σε εταιρία ελέγχου και εποπτείας βάσει της κατά την εθνική νομοθεσία αλληλέγγυας ευθύνης της εταιρίας αυτής με τον εξαγωγέα, ενεργεί εντός του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού 2988/95.

66      Ωστόσο, εφόσον ο κανονισμός 3665/87 δεν περιέχει κανόνες παραγραφής της αξιώσεως ανακτήσεως των αχρεωστήτως καταβληθεισών επιστροφών κατά την εξαγωγή, εφαρμοστέο είναι το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2988/95 (απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2009, C‑281/07, Bayerische Hypotheken- und Vereinsbank, Συλλογή 2009, σ. I‑91, σκέψη 16), καθώς η διάταξη αυτή έχει άμεση εφαρμογή εντός των κρατών μελών, περιλαμβανομένου του τομέα των επιστροφών λόγω εξαγωγής γεωργικών προϊόντων, ελλείψει κοινοτικής τομεακής ρυθμίσεως προβλέπουσας συντομότερη, αλλά όχι μικρότερη των τριών ετών, προθεσμία παραγραφής, ή εθνικής ρυθμίσεως καθορίζουσας μεγαλύτερη προθεσμία παραγραφής (προπαρατεθείσα απόφαση Handlbauer, σκέψη 35).

67      Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2988/95, η παραγραφή της επισύρουσας την κύρωση πράξεως διακόπτεται με κάθε πράξη που φέρεται εις γνώσιν του ενδιαφερόμενου, προέρχεται από την αρμόδια αρχή και αποσκοπεί στη διερεύνηση ή τη δίωξη της παρατυπίας. Η προθεσμία παραγραφής, εξάλλου, αρχίζει εκ νέου μετά από κάθε διακοπή της.

68      Η λειτουργία που εν γένει επιτελούν οι προθεσμίες παραγραφής συνίσταται στην κατοχύρωση της ασφαλείας δικαίου. Η λειτουργία αυτή δεν θα εκπληρωνόταν πλήρως αν η προθεσμία παραγραφής του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2988/95 μπορούσε να διακοπεί από κάθε γενικής φύσεως πράξη ελέγχου, στην οποία προβαίνει η εθνική διοικητική αρχή, ανεξαρτήτως των υπονοιών για παρατυπίες απτόμενες ενεργειών καθορισμένων με επαρκή σαφήνεια (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Handlbauer, σκέψη 40).

69      Όταν όμως, οι εθνικές διοικητικές αρχές κοινοποιούν εκθέσεις με τις οποίες διαπιστώνεται, σε σχέση με συγκεκριμένη εξαγωγή, παρατυπία στην οποία συνέπραξε ο παραλήπτης, ζητούν από αυτόν συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά με την εξαγωγή ή, ακόμη, του επιβάλλουν κύρωση σε σχέση με την εν λόγω ενέργεια, πρόκειται για πράξεις με αρκούντως σαφές περιεχόμενο, οι οποίες αποσκοπούν στη διερεύνηση ή τη δίωξη της παρατυπίας, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2988/95.

70      Επομένως, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, η ανακοίνωση, σε διεθνώς ειδικευμένη σε θέματα ελέγχου και εποπτείας εταιρία, η οποία έχει εκδώσει, σχετικά με συγκεκριμένη εξαγωγή, βεβαίωση περί διαθέσεως στην κατανάλωση του περιεχομένου εκθέσεως διερευνήσεως της υποθέσεως, με την οποία διαπιστώνεται παρατυπία σε σχέση με την εν λόγω εξαγωγή, ή ένα έγγραφο με το οποίο ζητείται από την εταιρία αυτή η προσκόμιση συμπληρωματικών εγγράφων προς επιβεβαίωση της διαθέσεως προς κατανάλωση ή μια συστημένη επιστολή με την οποία επιβάλλεται κύρωση στην εταιρία αυτή λόγω συμπράξεώς της σε παρατυπία, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2988/95, συνιστούν πράξεις με αρκούντως σαφές περιεχόμενο, γνωστοποιηθείσες στον ενδιαφερόμενο, οι οποίες αποσκοπούν στη διερεύνηση ή τη δίωξη της παρατυπίας και, συνεπώς, διακόπτουν την παραγραφή της επισύρουσας την κύρωση πράξεως, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού.

 Επί των δικαστικών εξόδων

71      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Τα άρθρα 5 και 7 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, δεν μπορούν να εφαρμοστούν κατά τρόπον ώστε να είναι δυνατή η επιβολή διοικητικής κυρώσεως βάσει των διατάξεων αυτών και μόνον, καθώς, στο πλαίσιο της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, η επιβολή διοικητικής κυρώσεως σε συγκεκριμένα πρόσωπα προϋποθέτει, πριν τη διάπραξη συγκεκριμένης παρατυπίας, είτε ο νομοθέτης της Ένωσης να έχει θεσπίσει τομεακή κανονιστική ρύθμιση που να καθορίζει την κύρωση, καθώς και τις προϋποθέσεις επιβολής της, είτε, ενδεχομένως, εφόσον δεν υφίσταται τέτοια ρύθμιση σε επίπεδο Ένωσης, η επιβολή διοικητικής κυρώσεως στα συγκεκριμένα πρόσωπα να προβλέπεται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους όπου διαπράχθηκε η παρατυπία.

2)      Υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης και δεδομένου ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, η τομεακή ρύθμιση της Ένωσης δεν υποχρέωνε τα κράτη μέλη να επιβάλλουν αποτελεσματικές κυρώσεις σε διεθνώς ειδικευμένη σε θέματα ελέγχου και εποπτείας εταιρία, αναγνωρισμένη από κράτος μέλος, η οποία εκδίδει ψευδείς βεβαιώσεις, το άρθρο 7 του κανονισμού 2988/95 δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν κύρωση στην εταιρία αυτή ως πρόσωπο που έχει «[συμπράξει] στην πραγμάτωση της παρατυπίας» ή που «[φέρει] την ευθύνη» για την παρατυπία κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι η επιβολή τέτοιας κυρώσεως στηρίζεται σε σαφή και μη διφορούμενη νομική βάση, πράγμα που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει.

3)      Υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, η ανακοίνωση, σε διεθνώς ειδικευμένη σε θέματα ελέγχου και εποπτείας εταιρία, η οποία έχει εκδώσει, σχετικά με συγκεκριμένη εξαγωγή, βεβαίωση περί διαθέσεως στην κατανάλωση του περιεχομένου εκθέσεως διερευνήσεως της υποθέσεως, με την οποία διαπιστώνεται παρατυπία σε σχέση με την εν λόγω εξαγωγή, ή η υποβολή αιτήματος προσκομίσεως συμπληρωματικών εγγράφων προς επιβεβαίωση της διαθέσεως προς κατανάλωση ή επίδοση συστημένης επιστολής με την οποία επιβάλλεται κύρωση στην εταιρία αυτή λόγω συμπράξεώς της σε παρατυπία, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2988/95, συνιστούν πράξεις με αρκούντως σαφές περιεχόμενο, γνωστοποιηθείσες στον ενδιαφερόμενο, οι οποίες αποσκοπούν στη διερεύνηση ή τη δίωξη της παρατυπίας και, συνεπώς, διακόπτουν την παραγραφή της επισύρουσας την κύρωση πράξεως, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική