Υπόθεση C-203/09

Volvo Car Germany GmbH

κατά

Autohof Weidensdorf GmbH

(αίτηση του Bundesgerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Οδηγία 86/653/ΕΟΚ – Εμπορικοί αντιπρόσωποι (ανεξάρτητοι επαγγελματίες) – Καταγγελία της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας από τον αντιπροσωπευόμενο – Αξίωση του αντιπροσώπου για την καταβολή αποζημιώσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Όρια

(Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

2.        Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Εμπορικοί αντιπρόσωποι (ανεξάρτητοι επαγγελματίες) – Οδηγία 86/653

(Οδηγία 86/653 του Συμβουλίου, άρθρο 17 § 2, στοιχείο α΄)

3.        Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Εμπορικοί αντιπρόσωποι (ανεξάρτητοι επαγγελματίες) – Οδηγία 86/653

(Οδηγία 86/653 του Συμβουλίου, άρθρο 18, στοιχείο α΄)

1.        Σε περίπτωση κατά την οποία τα υποβληθέντα από εθνικά δικαστήρια ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ενώσεως, το Δικαστήριο οφείλει καταρχήν να αποφανθεί. Ούτε από το γράμμα του άρθρου 267 ΣΛΕΕ ούτε από το αντικείμενο της προβλεπόμενης από το άρθρο αυτό διαδικασίας προκύπτει ότι πρόθεση των συντακτών της Συνθήκης ήταν να αποκλείσουν από την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου τις αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως που αφορούν διάταξη του δικαίου της Ενώσεως στην ειδική περίπτωση κατά την οποία το εθνικό δίκαιο κράτους μέλους παραπέμπει στο περιεχόμενο της διατάξεως αυτής προκειμένου να καθορισθούν οι εφαρμοστέοι κανόνες σε αμιγώς εσωτερική για το κράτος αυτό υπόθεση. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση κατά την οποία εθνική νομοθεσία εναρμονίζει τις λύσεις που προβλέπει για τις αμιγώς εσωτερικής φύσεως υποθέσεις με τις λύσεις που προβλέπει το δίκαιο της Ενώσεως, προκειμένου ιδίως να αποτραπούν διακρίσεις ή ενδεχόμενες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, υπάρχει σαφώς συμφέρον της Ενώσεως να ερμηνεύονται ομοιόμορφα οι διατάξεις ή οι έννοιες που αντιστοιχούν σε διατάξεις ή έννοιες του δικαίου της Ενώσεως, ανεξαρτήτως των συνθηκών υπό τις οποίες αυτές τυγχάνουν εφαρμογής, προκειμένου να αποφεύγονται στο μέλλον αποκλίσεις ως προς την ερμηνεία.

Οι αρχές αυτές τυγχάνουν εφαρμογής και στην περίπτωση κατά την οποία η νομοθεσία περί μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη της οδηγίας της οποίας ζητείται η ερμηνεία δεν διέπει άμεσα την επίμαχη έννομη σχέση, αλλά εφαρμόζεται κατ’ αναλογία βάσει της εθνικής νομολογίας.

(βλ. σκέψεις 10, 24-26)

2.        Σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 86/653, για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες), ο εμπορικός αντιπρόσωπος έχει αξίωση για την καταβολή αποζημιώσεως εάν και εφόσον η καταβολή της αποζημιώσεως αυτής είναι δίκαιη, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων. Δεν μπορεί, επομένως, να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να ληφθεί υπόψη η συμπεριφορά του αντιπροσώπου αυτού στο πλαίσιο της αναλύσεως για τον καθορισμό του δίκαιου χαρακτήρα της αποζημιώσεώς του.

(βλ. σκέψη 44)

3.        Το άρθρο 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας 86/653, για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες), δεν επιτρέπει το ενδεχόμενο ανεξάρτητος εμπορικός αντιπρόσωπος να στερηθεί την αξίωση για την καταβολή αποζημιώσεως πελατείας σε περίπτωση κατά την οποία ο αντιπροσωπευόμενος αποδεικνύει την ύπαρξη υπαίτιας συμπεριφοράς στην οποία υπέπεσε ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατόπιν της κοινοποιήσεως της τακτικής καταγγελίας της συμβάσεως, αλλά πριν λήξει η προθεσμία που τάχθηκε με τη σχετική προειδοποίηση, και η οποία δύναται να δικαιολογήσει έκτακτη καταγγελία της επίμαχης συμβάσεως.

(βλ. σκέψη 45 και διατακτ.)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 28ης Οκτωβρίου 2010 (*)

«Οδηγία 86/653/ΕΟΚ – Εμπορικοί αντιπρόσωποι (ανεξάρτητοι επαγγελματίες) – Καταγγελία της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας από τον αντιπροσωπευόμενο – Αξίωση του αντιπροσώπου για την καταβολή αποζημιώσεως»

Στην υπόθεση C‑203/09,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Bundesgerichtshof (Γερμανία) με απόφαση της 29ης Απριλίου 2009, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 8 Ιουνίου 2009, στο πλαίσιο της δίκης

Volvo Car Germany GmbH

κατά

Autohof Weidensdorf GmbH,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Tizzano, πρόεδρο τμήματος, J.-J. Kasel, A. Borg Barthet, E. Levits και M. Safjan (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: B. Fülöp, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Μαΐου 2010,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

–        η Volvo Car Germany GmbH, εκπροσωπούμενη από τους J. Kummer και P. Wassermann, Rechtsanwälte,

–        η Autohof Weidensdorf GmbH, εκπροσωπούμενη από τον J. Breithaupt, Rechtsanwalt,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Möller και τις J. Kemper και S. Unzeitig,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους H. Støvlbæk και B.-R. Killmann,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 3ης Ιουνίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986 για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες) (ΕΕ L 382, σ. 17, στο εξής: οδηγία).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Autohof Weidensdorf GmbH (στο εξής: AHW) και της Volvo Car Germany GmbH (στο εξής: Volvo Car,) σχετικά με αξίωση της AHW για την καταβολή αποζημιώσεως, καθώς και την καταβολή χρηματικών ποσών λόγω πιστωτικών εγγραφών.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η νομοθεσία της Ενώσεως

3        Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, εμπορικός αντιπρόσωπος είναι εκείνος στον οποίο, υπό την ιδιότητά του ως ανεξάρτητου μεσολαβητή, ανατίθεται σε μόνιμη βάση είτε να διαπραγματεύεται για λογαριασμό άλλου προσώπου, το οποίο καλείται στο εξής “αντιπροσωπευόμενος”, την πώληση ή την αγορά εμπορευμάτων είτε να διαπραγματεύεται και να συνάπτει τις πράξεις αυτές επ’ ονόματι και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου.»

4        Κατά το άρθρο 16 της οδηγίας:

«Η παρούσα οδηγία δεν [θίγει] την εφαρμογή του δικαίου των κρατών μελών όταν αυτό προβλέπει καταγγελία της σύμβασης κατά πάντα χρόνο:

α)      λόγω παράλειψης ενός των μερών να εκτελέσει το σύνολο ή μέρος των υποχρεώσεών του·

β)      σε περίπτωση εκτάκτων περιστάσεων.»

5        Το άρθρο 17 της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι:

«1.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίζεται στον εμπορικό αντιπρόσωπο, μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπίας, κατ’ αποκοπή αποζημίωση σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή ανόρθωση της ζημίας σύμφωνα με την παράγραφο 3.

2.      α)     Ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται κατ’ αποκοπή αποζημίωση εάν και εφόσον:

–        έφερε νέους πελάτες στον εντολέα ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες και ο εντολέας διατηρεί ουσιαστικά οφέλη που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς

και

–        η καταβολή της αποζημιώσεως αυτής είναι δίκαιη, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων και ιδιαίτερα των προμηθειών που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος και οι οποίες προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς. […]»

6        Το άρθρο 18 της οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Η κατ’ αποκοπήν αποζημίωση ή η ανόρθωση της ζημίας, σύμφωνα με το άρθρο 17, δεν οφείλεται:

α)      όταν ο εντολέας καταγγείλει τη σύμβαση λόγω πταίσματος εμπορικού αντιπροσώπου το οποίο θα δικαιολογούσε, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, καταγγελία της σύμβασης κατά πάντα χρόνο·

β)      όταν ο εμπορικός αντιπρόσωπος καταγγέλλει τη σύμβαση, εκτός εάν η λύση αυτή οφείλεται σε πταίσμα του αντιπροσωπευόμενου ή δικαιολογείται από λόγους ηλικίας, σωματικής αδυναμίας ή ασθένειας του εμπορικού αντιπροσώπου, εξαιτίας των οποίων δεν είναι δυνατό να απαιτηθεί εύλογα από αυτόν η εξακολούθηση της δραστηριότητάς του·

[…]».

7        Κατά το άρθρο 19 της οδηγίας αυτής:

«Τα μέρη δεν μπορούν, πριν από τη λήξη της σύμβασης, να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις των άρθρων 17 και 18 σε βάρος του εμπορικού αντιπροσώπου.»

 Η εθνική νομοθεσία

8        Κατά το άρθρο 89a του γερμανικού εμπορικού κώδικα (Handelsgesetzbuch, στο εξής: HGB):

«(1)      Έκαστος των συμβαλλομένων δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση για σπουδαίο λόγο χωρίς προειδοποίηση. Το δικαίωμα αυτό δεν αποκλείεται, ούτε περιορίζεται […].»

9        Με το άρθρο 89b του HGB μεταφέρονται στο εσωτερικό δίκαιο τα άρθρα 17 έως 19 της οδηγίας. Η εν λόγω διάταξη, ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, όριζε τα εξής:

«(1) Μετά τη λύση της συμβάσεως, ο εμπορικός αντιπρόσωπος μπορεί να αξιώσει από τον αντιπροσωπευόμενο προσήκουσα αποζημίωση, εάν και στο μέτρο που,

1.      ο αντιπροσωπευόμενος αντλεί και μετά τη λύση της συμβάσεως αντιπροσωπείας σημαντικά οφέλη από τις εμπορικές σχέσεις με νέους πελάτες τους οποίους προσέλκυσε ο εμπορικός αντιπρόσωπος,

2.      εξαιτίας της λύσεως της συμβάσεως, ο εμπορικός αντιπρόσωπος χάνει το δικαίωμα επί της προμήθειας την οποία θα ελάμβανε, εάν η σύμβαση εξακολουθούσε να ισχύει, όσον αφορά συναλλαγές που έχουν ήδη συναφθεί ή πρόκειται να συναφθούν με πελάτες τους οποίους έχει προσελκύσει ο ίδιος, και

3.      η καταβολή κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως είναι δίκαιη, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων.

Προσέλκυση νέου πελάτη θεωρείται και το γεγονός ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος αύξησε σε τέτοιο βαθμό τον όγκο των συναλλαγών με υπάρχοντα πελάτη, ώστε αυτό να ισοδυναμεί από οικονομικής απόψεως με την προσέλκυση νέου πελάτη.

[…]

(3)      Η ως άνω κατ’ αποκοπήν αποζημίωση δεν οφείλεται σε περίπτωση κατά την οποία

1.      ο εμπορικός αντιπρόσωπος καταγγέλλει τη σύμβαση, εκτός εάν η καταγγελία αυτή οφείλεται σε υπαίτια συμπεριφορά του αντιπροσωπευομένου ή όταν λόγω ηλικίας ή ασθένειας του εμπορικού αντιπροσώπου δεν είναι δυνατό να αξιωθεί εύλογα από αυτόν η εξακολούθηση της δραστηριότητάς του ή

2.      ο αντιπροσωπευόμενος καταγγέλλει τη σύμβαση και συντρέχει σπουδαίος λόγος καταγγελίας της συμβάσεως ο οποίος οφείλεται σε υπαίτια συμπεριφορά του εμπορικού αντπροσώπου […]».

10      Κατά πάγια νομολογία του Bundesgerichtshof η οποία παρατίθεται στην απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου, οι διαλαμβανόμενες στο άρθρο 89b του HGB διατάξεις περί κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως του εμπορικού αντιπροσώπου έχουν κατ’ αναλογία εφαρμογή επί συμβάσεως παραχωρήσεως, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης. Όπως συνάγεται από τη νομολογία αυτή, ο σπουδαίος λόγος που δικαιολογεί την απόφαση περί λύσεως της συμβάσεως χωρίς προειδοποίηση αρκεί να υφίσταται κατά αντικειμενική κρίση κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως περί λύσεως της συμβάσεως. Σε περίπτωση κατά την οποία ο εμπορικός αντιπρόσωπος βαρύνεται, πριν την προβλεπόμενη λήξη της συμβάσεως, με υπαίτια συμπεριφορά που θα δικαιολογούσε έκτακτη καταγγελία της συμβάσεως χωρίς προειδοποίηση, βάσει της νομολογίας του Bundesgerichtshof επιτρέπεται και στον αντιπροσωπευόμενο ο οποίος αποφάσισε να προβεί σε τακτική καταγγελία της συμβάσεως είτε να προβεί εκ νέου σε καταγγελία της συμβάσεως χωρίς προειδοποίηση, σε περίπτωση κατά την οποία έλαβε γνώση της εν λόγω υπαίτιας συμπεριφοράς πριν εκπνεύσει η ταχθείσα με την προειδοποίηση προθεσμία, είτε, σε περίπτωση κατά την οποία έλαβε γνώση της συμπεριφοράς αυτής μετά την προβλεπόμενη λήξη της ισχύος της συμβάσεως, να επικαλεσθεί αυτή την υπαίτια συμπεριφορά προκειμένου να αρνηθεί την καταβολή οποιασδήποτε αποζημιώσεως.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

11      Μεταξύ της Volvo Car (στο εξής: παραχωρούσα) και της AHW (στο εξής: παραχωρησιούχος) συνάφθηκε σύμβαση παραχωρήσεως. Εκ παραλλήλου, οι διαχειριστές της AHW διατηρούσαν, από κοινού με έναν πρώην διαχειριστή της AHW, την εταιρία Autovermietung Weidensdorf GbR (στο εξής: AVW). Η AVW, μέσω τρίτης εταιρίας, είχε συνάψει εμπορικές σχέσεις με τη Volvo Car, οι οποίες διέπονταν από «συμφωνία-πλαίσιο για σημαντικούς πελάτες», με αντικείμενο ορισμένες εξαιρετικά σημαντικές εκπτώσεις κατά την παράδοση καινουργών οχημάτων της Volvo. Bάσει της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου, η AVW αγόραζε οχήματα από την AHW, απολαύοντας των συνομολογηθεισών εκπτώσεων. Η AHW εισέπραττε προς τούτο οικονομικές ενισχύσεις από τη Volvo.

12      Με την από 6 Μαρτίου 1997 επιστολή, η Volvo Car γνωστοποίησε την απόφασή της να λύσει τη σύμβαση παραχωρήσεως από 31ης Μαρτίου 1999.

13      Κατά το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο του 1998 έως τον Ιούλιο του 1999, πραγματοποιήθηκε πρόωρη μεταπώληση 28 οχημάτων τα οποία είχε αγοράσει η AVW από την AHW, κατά παράβαση της συμβάσεως παραχωρήσεως. Όπως προκύπτει από την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου, έγινε δεκτό, κατά την αναιρετική διαδικασία, ότι η Volvo Car έλαβε γνώση αυτού του γεγονότος μόνο μετά τη λήξη της συμβάσεως παραχωρήσεως.

14      H AHW, ισχυριζόμενη ότι το άρθρο 89b του HGB έχει εφαρμογή επί συμβάσεως παραχωρήσεως, αξίωσε στη συνέχεια, με την αγωγή της, από τη Volvo Car την καταβολή κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως πελατείας, καθώς και την καταβολή χρηματικών ποσών λόγω πιστωτικών εγγραφών. Η Volvo Car υποστηρίζει ότι το άρθρο 89b, παράγραφος 3, σημείο 2, του HGB αποκλείει την αξίωση της AHW για την καταβολή αποζημιώσεως. Η AHW εισέπραξε αχρεωστήτως ενισχύσεις τις οποίες δεν εδικαιούτο, καθόσον, συνεργούσης της AVW, παρέβη τη συμβατικώς συμφωνηθείσα διάρκεια διατηρήσεως. Κατά την αναιρετική διαδικασία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την υποβολή της υπό κρίση αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, αποδείχθηκε ότι, λόγω της συμπεριφοράς αυτής, η AHW παρέβη τις υποχρεώσεις της εκ της συμβάσεως παραχωρήσεως που σύναψε με τη Volvo Car. Συνεπώς, η Volvo Car είχε δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση χωρίς προειδοποίηση, σε περίπτωση κατά την οποία είχε λάβει γνώση των γεγονότων αυτών πριν τη λήξη της εν λόγω συμβάσεως.

15      Το Landgericht δέχθηκε τις αξιώσεις της AHW και επιδίκασε ποσό ύψους 180 159,46 ευρώ όσον αφορά την κατ’ αποκοπήν αποζημίωση πελατείας, ενώ επιδίκασε το σύνολο του αιτουμένου ποσού όσον αφορά τις πιστωτικές εγγραφές, προσαυξημένα με τόκους σε αμφότερες τις περιπτώσεις.

16      Κατόπιν εφέσεως που άσκησε η Volvo Car, το Oberlandesgericht μεταρρύθμισε εν μέρει την πρωτόδικη απόφαση ως προς το ύψος της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως και ως προς το ποσό που αξιωνόταν για τις πιστωτικές εγγραφές. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι η AHW είχε αξίωση αποζημιώσεως έναντι της Volvo Car, βάσει κατ’ αναλογίαν εφαρμογής του άρθρου 89b, παράγραφος 1, του HGB. Το Oberlandesgericht αποφάνθηκε ότι το άρθρο 89b, παράγραφος 3, σημείο 2, του HGB πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με το άρθρο 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας. Συνεπώς, κατά το εν λόγω δικαστήριο, προκειμένου ο εμπορικός αντιπρόσωπος να απολέσει την αξίωση αποζημιώσεως, η απόφαση του αντιπροσωπευομένου να καταγγείλει τη σύμβαση θα πρέπει να οφείλεται σε σπουδαίο λόγο.

17      Η Volvo Car άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του Oberlandesgericht. Το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι η επίλυση της διαφοράς εξαρτάται από την ερμηνεία του άρθρου 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας.

18      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesgerichtshof αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει το άρθρο 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας […] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας ο εμπορικός αντιπρόσωπος δεν έχει αξίωση καταβολής κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως, ακόμη και στην περίπτωση τακτικής καταγγελίας από τον αντιπροσωπευόμενο, εφόσον κατά τον χρόνο της τακτικής καταγγελίας υφίστατο βεβαίως σπουδαίος λόγος καταγγελίας της συμβάσεως χωρίς προειδοποίηση, λόγω υπαίτιας συμπεριφοράς του εμπορικού αντιπροσώπου, πλην όμως η καταγγελία της συμβάσεως δεν οφειλόταν στον λόγο αυτό;

2)      Σε περίπτωση κατά την οποία τέτοια εθνική ρύθμιση συνάδει προς την οδηγία:

Αντιβαίνει στο άρθρο 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας η κατ’ αναλογίαν εφαρμογή της εθνικής ρυθμίσεως περί αποκλεισμού της αξιώσεως για την καταβολή κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως στην περίπτωση κατά την οποία σπουδαίος λόγος καταγγελίας της συμβάσεως χωρίς προειδοποίηση, λόγω υπαίτιας συμπεριφοράς του εμπορικού αντιπροσώπου, ανέκυψε μόνο μετά την κοινοποίηση της τακτικής καταγγελίας, ο δε αντιπροσωπευόμενος έλαβε γνώση του λόγου αυτού μόνο μετά τη λύση της συμβάσεως, οπότε δεν μπορούσε πλέον να προβεί σε εκ νέου καταγγελία χωρίς προειδοποίηση βασιζόμενη σε υπαίτια συμπεριφορά του εμπορικού αντιπροσώπου;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου και επί του παραδεκτού των προδικαστικών ερωτημάτων


 Παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

19      Η Volvo Car υποστηρίζει ότι η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη. Συγκεκριμένα, το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Ένας παραχωρησιούχος όπως η AHW δεν αποτελεί «εμπορικό αντιπρόσωπο» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας ή του άρθρου 84, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του HGB. Πλην όμως, η αρχή της σύμφωνης με τις οδηγίες ερμηνείας των διατάξεων του εθνικού δικαίου έχει εφαρμογή μόνο στο άμεσο πεδίο εφαρμογής των οδηγιών αυτών.

20      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η AHW ισχυρίσθηκε ότι τα προδικαστικά ερωτήματα είναι παραδεκτά λόγω της, σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο, κατ’ αναλογίαν εφαρμογής των διατάξεων περί εμπορικών αντιπροσώπων στις συμβάσεις παραχωρήσεως. Επιπλέον, το πρώτο ερώτημα δεν έχει υποθετικό χαρακτήρα.

21      Η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, κατά το γερμανικό δίκαιο, οι διατάξεις περί εμπορικών αντιπροσώπων έχουν κατ’ αναλογίαν εφαρμογή και στην περίπτωση των παραχωρησιούχων. Συνεπώς, η απόφαση επί της αξιώσεως της AHW για την καταβολή αποζημιώσεως εξαρτάται από την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στις διατάξεις της οδηγίας περί αποκλεισμού της αξιώσεως των εμπορικών αντιπροσώπων για την καταβολή αποζημιώσεως. Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, η Γερμανική Κυβέρνηση διευκρίνισε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι το ερώτημα αυτό δεν έχει υποθετικό χαρακτήρα, διότι αφορά πρόβλημα του οποίου η λύση συνιστά πρόκριμα για την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο δεύτερο ερώτημα.

22      Κατά την Επιτροπή, τίποτε δεν αποκλείει την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να δώσει απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα, καθόσον η γερμανική νομοθεσία περί μεταφοράς της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο σύμφωνο με την οδηγία αυτή. Πάντως, η Επιτροπή διατυπώνει επιφυλάξεις ως προς το παραδεκτό του πρώτου ερωτήματος, καθόσον αυτό αφορά περίπτωση που δεν ανταποκρίνεται στα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της οποίας έχει εν προκειμένω επιληφθεί το αιτούν δικαστήριο.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

23      Όσον αφορά, πρώτον, την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να δώσει απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα, πρέπει να υπομνησθεί ότι στο πλαίσιο της προβλεπομένης από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, απόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμά, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα της εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως προκειμένου αυτό να είναι σε θέση να εκδικάσει την υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Η εκ μέρους του Δικαστηρίου απόρριψη αιτήσεως εθνικού δικαστηρίου είναι δυνατή μόνον εφόσον προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ενώσεως ουδόλως σχετίζεται με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή όταν το ερώτημα είναι αορίστου ή υποθετικού χαρακτήρα (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 16ης Μαρτίου 2006, C‑3/04, Poseidon Chartering, Συλλογή 2006, σ. I‑2505, σκέψη 14).

24      Συνεπώς, σε περίπτωση κατά την οποία τα υποβληθέντα από εθνικά δικαστήρια ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ενώσεως, το Δικαστήριο οφείλει καταρχήν να αποφανθεί. Πράγματι, ούτε από το γράμμα του άρθρου 267 ΣΛΕΕ ούτε από το αντικείμενο της προβλεπόμενης από το άρθρο αυτό διαδικασίας προκύπτει ότι πρόθεση των συντακτών της Συνθήκης ήταν να αποκλείσουν από την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου τις αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως που αφορούν διάταξη του δικαίου της Ενώσεως στην ειδική περίπτωση κατά την οποία το εθνικό δίκαιο κράτους μέλους παραπέμπει στο περιεχόμενο της διατάξεως αυτής προκειμένου να καθορισθούν οι εφαρμοστέοι κανόνες σε αμιγώς εσωτερική για το κράτος αυτό υπόθεση (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Poseidon Chartering, σκέψη 15).

25      Συγκεκριμένα, σε περίπτωση κατά την οποία εθνική νομοθεσία εναρμονίζει τις λύσεις που προβλέπει για τις αμιγώς εσωτερικής φύσεως υποθέσεις με τις λύσεις που προβλέπει το δίκαιο της Ενώσεως, προκειμένου ιδίως να αποτραπούν διακρίσεις ή ενδεχόμενες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, υπάρχει σαφώς συμφέρον της Ενώσεως να ερμηνεύονται ομοιόμορφα οι διατάξεις ή οι έννοιες που αντιστοιχούν σε διατάξεις ή έννοιες του δικαίου της Ενώσεως, ανεξαρτήτως των συνθηκών υπό τις οποίες αυτές τυγχάνουν εφαρμογής, προκειμένου να αποφεύγονται στο μέλλον αποκλίσεις ως προς την ερμηνεία (προπαρατεθείσα απόφαση Poseidon Chartering, σκέψη 16).

26      Εν προκειμένω, μολονότι τα ερωτήματα αφορούν σύμβαση παραχωρήσεως και όχι σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας και μολονότι, ως εκ τούτου, η οδηγία δεν διέπει άμεσα την επίμαχη περίπτωση, εντούτοις κατά το γερμανικό δίκαιο τα δύο είδη συμβάσεως ρυθμίζονται κατά τρόπο πανομοιότυπο (βλ., σχετικώς, προπαρατεθείσα απόφαση Poseidon Chartering, σκέψη 17).

27      Επιπλέον, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν μπορεί να συναχθεί ότι το αιτούν δικαστήριο έχει την ευχέρεια να αποκλίνει από την ερμηνεία που δίδει το Δικαστήριο στις διατάξεις της οδηγίας.

28      Υπό τις συνθήκες αυτές, η ένσταση αναρμοδιότητας πρέπει να απορριφθεί.

29      Δεύτερον, όσον αφορά το παραδεκτό του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, πρέπει να επισημανθεί ότι το ερώτημα αυτό αφορά περίπτωση στην οποία, κατά τον χρόνο της τακτικής καταγγελίας της συμβάσεως, υφίσταται λόγος δικαιολογών την καταγγελία της συμβάσεως χωρίς προειδοποίηση, τον οποίο δεν επικαλέσθηκε ο αντιπροσωπευόμενος για να δικαιολογήσει την καταγγελία αυτή. Όπως προκύπτει από την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου, η παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων η οποία προσάπτεται στην AHW συντελέσθηκε μετά την κοινοποίηση της τακτικής καταγγελίας της συμβάσεως παραχωρήσεως.

30      Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα αφορά περίπτωση αμιγώς υποθετικού χαρακτήρα, η οποία προδήλως δεν ανταποκρίνεται στα επίμαχα στην κύρια δίκη πραγματικά περιστατικά και συνιστά, ως εκ τούτου, ερώτημα στερούμενο χρησιμότητας για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

31      Κατά συνέπεια, το πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτο.

 Επί της ουσίας

 Παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

32      Η Volvo Car προτείνει να δοθεί αρνητική απάντηση στο δεύτερο ερώτημα το οποίο υποβλήθηκε βάσει πιο διασταλτικής ερμηνείας των κριτηρίων που θέτει το άρθρο 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας. Ειδικότερα, από κανένα στοιχείο της οδηγίας αυτής δεν μπορεί να συναχθεί ότι ο αποκλεισμός της αξιώσεως αποζημιώσεως πρέπει να εξαρτάται από το εντελώς τυχαίο κριτήριο του αν η υπαίτια συμπεριφορά που δικαιολογεί απόφαση περί λύσεως της συμβάσεως χωρίς προειδοποίηση κατέστη γνωστή ή όχι πριν τη λήξη της συμβάσεως.

33      Όπως επισήμανε η AHW κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η δυνατότητα του αντιπροσωπευομένου να απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως στον εμπορικό αντιπρόσωπο, βάσει διασταλτικής ερμηνείας του άρθρου 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας, έχει ως συνέπεια στρέβλωση του ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια, πρέπει να προκριθεί η γραμματική ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως, που αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα της υποχρεώσεως καταβολής αποζημιώσεως, ερμηνεία βάσει της οποίας η υπαίτια συμπεριφορά του αντιπροσώπου πρέπει να συνιστά άμεση αιτία της αποφάσεως περί καταγγελίας της συμβάσεως. Εξάλλου, βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας, το οποίο προβλέπει τον κατά δίκαιη κρίση έλεγχο του ύψους της αποζημιώσεως, είναι δυνατό να μειωθεί το ποσό της αποζημιώσεως ή ακόμη και να στερηθεί εντελώς ο αντιπρόσωπος την αποζημίωση αυτή.

34      Η Γερμανική Κυβέρνηση προτείνει να δοθεί καταφατική απάντηση στο δεύτερο ερώτημα. Συγκεκριμένα, η οδηγία, της οποίας ουσιώδεις αρχές είναι η εμπιστοσύνη και το αμοιβαίο καθήκον εντιμότητας, σκοπεί σε δίκαιη στάθμιση των συμφερόντων των συμβαλλομένων. Βάσει του άρθρου 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας, δεν υφίσταται αξίωση για την καταβολή αποζημιώσεως οσάκις η υπαίτια συμπεριφορά του εμπορικού αντιπροσώπου δεν απετέλεσε άμεσα την αιτία της αποφάσεως περί καταγγελίας της συμβάσεως, πλην όμως υφίστατο κατά αντικειμενική κρίση πριν τη λήψη της αποφάσεως αυτής, μπορούσε δε να δικαιολογήσει, κατά το εθνικό δίκαιο, απόφαση περί καταγγελίας της συμβάσεως χωρίς προειδοποίηση. Αρκεί η υπαίτια συμπεριφορά του εμπορικού αντιπροσώπου να μπορεί θεωρητικά να προβληθεί από τον αντιπροσωπευόμενο ως λόγος καταγγελίας της συμβάσεως (υποθετική αιτιώδης συνάφεια). Αντιθέτως, δεδομένου ότι οι δύο προπαρατεθείσες προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς, το άρθρο 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας δεν έχει εφαρμογή, κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, οσάκις οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνται κατά τον ίδιο χρόνο, η δε παράβαση υποχρεώσεως συντελέσθηκε κατόπιν της λήψεως της αποφάσεως περί καταγγελίας της συμβάσεως.

35      Κατά την Επιτροπή, το καθεστώς που θεσπίζεται με τα άρθρα 17 έως 19 της οδηγίας έχει χαρακτήρα αναγκαστικού δικαίου. Τούτου δοθέντος, τυχόν πιο διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας είναι συμβατή με ένα δίκαιο συμβιβασμό των συμφερόντων του αντιπροσωπευομένου και αυτών του εμπορικού αντιπροσώπου. Πράγματι, ο εμπορικός αντιπρόσωπος χρήζει εξίσου προστασίας σε περίπτωση κατά την οποία ο αντιπροσωπευόμενος έκρινε ότι η συμπεριφορά του πρώτου δεν είναι αρκούντως πλημμελής ώστε να δικαιολογεί καταγγελία της συμβάσεως. Εξάλλου, ουδόλως απαγορεύεται στον αντιπροσωπευόμενο να δηλώσει στον εμπορικό αντιπρόσωπο ότι η συμπεριφορά του δευτέρου θα οδηγούσε τον πρώτο σε καταγγελία της συμβάσεως αν αυτός δεν την είχε ήδη καταγγείλει.

36      Σε περίπτωση κατά την οποία ο αντιπροσωπευόμενος λαμβάνει γνώση της υπαίτιας συμπεριφοράς του εμπορικού αντιπροσώπου μόνον κατόπιν της λύσεως της συμβατικής σχέσεως, δεν μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση για τον λόγο αυτό, καθόσον δεν υφίσταται πλέον σύμβαση δυνάμενη να καταγγελθεί. Δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ενώσεως δεν προέβλεψε στην οδηγία διατάξεις για την περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια, εντός των ορίων που τέθηκαν με τη Συνθήκη, να αποκλείσουν ή όχι την αξίωση για την καταβολή αποζημιώσεως. Σε περίπτωση κατά την οποία ο αντιπροσωπευόμενος έλαβε γνώση της υπαίτιας συμπεριφοράς του αντιπροσώπου πριν τη λήξη της συμβάσεως και δεν επικαλέσθηκε τη συμπεριφορά αυτή ως λόγο καταγγελίας, η αξίωση για την καταβολή αποζημιώσεως εξακολουθεί βεβαίως να υφίσταται, πλην όμως η εν λόγω συμπεριφορά μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την προσαρμογή του ύψους της αποζημιώσεως για λόγους επιείκειας.

 Απάντηση του Δικαστηρίου

37      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει το ενδεχόμενο ανεξάρτητος εμπορικός αντιπρόσωπος να στερηθεί την αξίωση αποζημιώσεως πελατείας οσάκις ο αντιπροσωπευόμενος αποδεικνύει την ύπαρξη υπαίτιας συμπεριφοράς στην οποία υπέπεσε ο αντιπρόσωπος αυτός κατόπιν της κοινοποιήσεως της τακτικής καταγγελίας της συμβάσεως, αλλά πριν λήξει η προθεσμία που τάχθηκε με τη σχετική προειδοποίηση, και η οποία δύναται να δικαιολογήσει έκτακτη καταγγελία της επίμαχης συμβάσεως.

38      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι κατά το άρθρο 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας, η διαλαμβανόμενη στη διάταξη αυτή αποζημίωση δεν οφείλεται σε περίπτωση κατά την οποία ο αντιπροσωπεύομενος καταγγείλει τη σύμβαση «λόγω» υπαίτιας συμπεριφοράς του εμπορικού αντιπροσώπου, η οποία θα δικαιολογούσε, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, την έκτακτη καταγγελία της συμβάσεως.

39      Η εκ μέρους του νομοθέτη της Ενώσεως χρήση της προθέσεως «λόγω» ενισχύει την άποψη, την οποία προέβαλε μεταξύ άλλων η Επιτροπή, ότι ο νομοθέτης αυτός είχε την πρόθεση να απαιτήσει την ύπαρξη άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπαίτιας συμπεριφοράς του εμπορικού αντιπροσώπου και της αποφάσεως του αντιπροσωπευομένου να καταγγείλει τη σύμβαση, προκειμένου να στερήσει από τον εμπορικό αντιπρόσωπο την αποζημίωση του άρθρου 17 της οδηγίας.

40      Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από το ιστορικό θεσπίσεως της οδηγίας. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την πρόταση οδηγίας (JO 1977, C 13, σ. 2), η Επιτροπή είχε αρχικώς προτείνει να μην οφείλεται κατ’ αποκοπήν αποζημίωση πελατείας σε περίπτωση κατά την οποία ο αντιπροσωπευόμενος κατήγγειλε ή «μπορούσε να καταγγείλει τη σύμβαση» λόγω υπαίτιας συμπεριφοράς του εμπορικού αντιπροσώπου που να καθιστά αδύνατο να αξιωθεί από τον αντιπροσωπευόμενο η συνέχιση της συμβατικής σχέσεως. Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι ο νομοθέτης της Ενώσεως δεν επέλεξε τον δεύτερο εκ των προταθέντων λόγων απωλείας της αξιώσεως.

41      Η προπαρατεθείσα ερμηνεία ενισχύεται επίσης από το γεγονός ότι η ίδια πρόθεση χρησιμοποιείται στην απόδοση του άρθρου 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας στις διάφορες γλώσσες, μεταξύ δε άλλων στην ισπανική («por un incumplimiento imputable al agente comercial»), στη γερμανική («wegen eines schuldhaften Verhaltens des Handelsvertreters»), στην αγγλική («because of default attributable to the commercial agent»), στη γαλλική («pour un manquement imputable à l’agent commercial»), στην ιταλική («per un’inadempienza imputabile all’agente commerciale») και στην πολωνική γλώσσα («z powodu uchybienia przypisywanego przedstawicielowi handlowemu»).

42      Πρέπει να προστεθεί ότι, ως εξαίρεση από τον κανόνα της αξιώσεως του αντιπροσώπου για την καταβολή αποζημιώσεως, το άρθρο 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά. Ως εκ τούτου, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο που θα κατέληγε να προσθέσει έναν επιπλέον λόγο απώλειας της αξιώσεως καταβολής αποζημιώσεως ο οποίος δεν προβλέπεται ρητώς από τη διάταξη αυτή.

43      Υπό τις συνθήκες αυτές, σε περίπτωση κατά την οποία ο αντιπροσωπευόμενος λαμβάνει γνώση της υπαίτιας συμπεριφοράς του εμπορικού αντιπροσώπου μόνο κατόπιν της λύσεως της συμβάσεως, δεν χωρεί πλέον εφαρμογή του μηχανισμού τον οποίο προβλέπει το άρθρο 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας. Κατά συνέπεια, ο εμπορικός αντιπρόσωπος δεν μπορεί, βάσει της διατάξεως αυτής, να στερηθεί την αξίωσή του για την καταβολή αποζημιώσεως σε περίπτωση κατά την οποία ο αντιπροσωπευόμενος αποδεικνύει, αφότου κοινοποίησε στον αντιπρόσωπο την καταγγελία της συμβάσεως κατόπιν προειδοποιήσεως, την ύπαρξη υπαίτιας συμπεριφοράς του αντιπροσώπου αυτού δυνάμενης να δικαιολογήσει έκτακτη καταγγελία της επίμαχης συμβάσεως.

44      Πρέπει, πάντως, να προστεθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας, ο εμπορικός αντιπρόσωπος έχει αξίωση για την καταβολή αποζημιώσεως εάν και εφόσον η καταβολή της αποζημιώσεως αυτής είναι δίκαιη, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων. Δεν μπορεί, επομένως, να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να ληφθεί υπόψη η συμπεριφορά του αντιπροσώπου αυτού στο πλαίσιο της αναλύσεως για τον καθορισμό του δίκαιου χαρακτήρα της αποζημιώσεώς του.

45      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας δεν επιτρέπει το ενδεχόμενο ανεξάρτητος εμπορικός αντιπρόσωπος να στερηθεί την αξίωση για την καταβολή αποζημιώσεως πελατείας σε περίπτωση κατά την οποία ο αντιπροσωπευόμενος αποδεικνύει την ύπαρξη υπαίτιας συμπεριφοράς στην οποία υπέπεσε ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατόπιν της κοινοποιήσεως της τακτικής καταγγελίας της συμβάσεως, αλλά πριν λήξει η προθεσμία που τάχθηκε με τη σχετική προειδοποίηση, και η οποία δύναται να δικαιολογήσει έκτακτη καταγγελία της επίμαχης συμβάσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

46      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986 για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες), δεν επιτρέπει το ενδεχόμενο ανεξάρτητος εμπορικός αντιπρόσωπος να στερηθεί την αξίωση για την καταβολή αποζημιώσεως πελατείας σε περίπτωση κατά την οποία ο αντιπροσωπευόμενος αποδεικνύει την ύπαρξη υπαίτιας συμπεριφοράς στην οποία υπέπεσε ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατόπιν της κοινοποιήσεως της τακτικής καταγγελίας της συμβάσεως, αλλά πριν λήξει η προθεσμία που τάχθηκε με τη σχετική προειδοποίηση, και η οποία δύναται να δικαιολογήσει έκτακτη καταγγελία της επίμαχης συμβάσεως.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.