Υπόθεση C-375/08

Ποινική δίκη

κατά

Luigi Pontini κ.λπ.

(αίτηση του Tribunale di Treviso

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Γεωργία – Κοινή οργάνωση αγορών – Βόειο κρέας – Κανονισμός (EK) 1254/1999 – Κοινοτικές χρηματοδοτικές συνδρομές σχετικές με τις ειδικές πριμοδοτήσεις για τα αρσενικά βοοειδή και τις ενισχύσεις εκτατικοποιήσεως – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Υπολογισμός του δείκτη πυκνότητας των ζώων της εκμεταλλεύσεως – Έννοια της διαθέσιμης για την παραγωγή ζωοτροφών εκτάσεως – Κανονισμοί (EΟK) 3887/92 και (EK) 2419/2001 – Ολοκληρωμένο σύστημα διαχειρίσεως και ελέγχου ορισμένων κοινοτικών καθεστώτων ενισχύσεως – Εθνική ρύθμιση που εξαρτά τη χορήγηση κοινοτικών χρηματοδοτικών συνδρομών από την προσκόμιση ισχυρού νομικού τίτλου δικαιολογούντος τη χρησιμοποίηση των καλλιεργούμενων για την παραγωγή ζωοτροφών εκτάσεων»

Περίληψη της αποφάσεως

Γεωργία – Κοινή οργάνωση αγορών – Βόειο κρέας – Ειδική πριμοδότηση για τα αρσενικά βοοειδή – Ενισχύσεις εκτατικοποιήσεως

(Κανονισμός 1254/1999 του Συμβουλίου)

Η κοινοτική νομοθεσία, ιδίως ο κανονισμός 1254/1999, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος, δεν εξαρτά τη δυνατότητα εγκρίσεως αιτήσεως προς χορήγηση ειδικών πριμοδοτήσεων για τα αρσενικά βοοειδή και ενισχύσεως εκτατικοποιήσεως από την προσκόμιση ισχυρού νομικού τίτλου που να θεμελιώνει το δικαίωμα του αιτούντος τις ενισχύσεις να χρησιμοποιεί τις καλλιεργούμενες για ζωοτροφή εκτάσεις οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο της αιτήσεως αυτής. Εντούτοις, η κοινοτική νομοθεσία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να επιβάλλουν με εθνική ρύθμιση την υποχρέωση προσκομίσεως τέτοιου τίτλου, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγονται οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει η κοινοτική νομοθεσία και οι γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, ειδικότερα η αρχή της αναλογικότητας.

(βλ. σκέψη 90 και διατακτ.)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 24ης Ιουνίου 2010 (*)

«Γεωργία − Κοινή οργάνωση αγορών − Βόειο κρέας − Κανονισμός (EK) 1254/1999 − Κοινοτικές χρηματοδοτικές συνδρομές σχετικές με τις ειδικές πριμοδοτήσεις για τα αρσενικά βοοειδή και τις ενισχύσεις εκτατικοποιήσεως − Προϋποθέσεις χορηγήσεως − Υπολογισμός του δείκτη πυκνότητας των ζώων της εκμεταλλεύσεως − Έννοια της διαθέσιμης για την παραγωγή ζωοτροφών εκτάσεως − Κανονισμοί (EΟK) 3887/92 και (EK) 2419/2001 − Ολοκληρωμένο σύστημα διαχειρίσεως και ελέγχου ορισμένων κοινοτικών καθεστώτων ενισχύσεως − Εθνική ρύθμιση που εξαρτά τη χορήγηση κοινοτικών χρηματοδοτικών συνδρομών από την προσκόμιση ισχυρού νομικού τίτλου δικαιολογούντος τη χρησιμοποίηση των καλλιεργούμενων για την παραγωγή ζωοτροφών εκτάσεων»

Στην υπόθεση C-375/08,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Tribunale di Treviso (Ιταλία) με απόφαση της 6ης Μαΐου 2008, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 18 Αυγούστου 2008, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης κατά

Luigi Pontini κ.λπ.,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rodrigues (πρόεδρο τμήματος), P. Lindh, A. Rosas, A. Ó Caoimh (εισηγητή) και A. Arabadjiev, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Jääskinen

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Ιανουαρίου 2010,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        οι Emanuele Rech, Giovanni Forato και Laura Forato, εκπροσωπούμενοι από τους B. Nascimbene και F. Rossi dal Pozzo, avvocati,

–        οι Adele Adami κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από τον W. Viscardini, avvocato,

–        ο Ivo Colomberotto, εκπροσωπούμενος από τους A. Mascotto και O. Bigolin, avvocati,

–        οι Agrirocca di Rech Emanuele και Asolat di Rech Emanuele & C., εκπροσωπούμενοι από τον G. Donà, avvocato,

–        η Agenzia Veneta per i Pagamenti in Agricoltura – AVEPA, εκπροσωπούμενη από τους A. dal Ferro και A. Cevese, avvocati,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I. Bruni, επικουρούμενο από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Βασιλοπούλου και Ε. Λευθεριώτου,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους P. Rossi και N. Rasmussen,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της κοινοτικής ρυθμίσεως σχετικά με τις ενισχύσεις για τα ζώα, ιδίως του κανονισμού (EK) 1254/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος (ΕΕ L 160, σ. 21, και διορθωτικά ΕΕ 1999, L 282, σ. 16, και ΕΕ 2000, L 263, σ. 34).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής δίκης σε βάρος των L. Pontini, E. Rech, G. Forato, D. Bonora, I. Colomberotto, L. Forato και A. Adami. Στους κατηγορούμενους προσάπτεται ότι τέλεσαν διάφορα ποινικά αδικήματα ζημιώνοντας την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, αφορώντα την κατά την άποψη της κατηγορούσας αρχής αχρεωστήτως είσπραξη κοινοτικών χρηματοδοτικών συνδρομών σχετικών με ειδικές πριμοδοτήσεις για τα αρσενικά βοοειδή και με ενισχύσεις εκτατικοποιήσεως κατά τη διάρκεια των ετών 2000 έως 2004.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινοτική νομοθεσία

 Ο κανονισμός (EΟK) 3508/92

3        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού (EΟK) 3508/92 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1992, για τη θέσπιση ενός ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου σχετικά με ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων (ΕΕ L 355, σ. 1), προβλέπει ότι κάθε κράτος μέλος δημιουργεί ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχειρίσεως και ελέγχου (στο εξής: ΟΣΔΕ), το οποίο εφαρμόζεται σε διάφορα κοινοτικά καθεστώτα ενισχύσεων στους τομείς της παραγωγής φυτικών και ζωικών προϊόντων.

4        Το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EK) 1593/2000 του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2000 (ΕΕ L 182, σ. 4), ορίζει ότι το ΟΣΔΕ περιλαμβάνει μια μηχανογραφημένη βάση δεδομένων, ένα σύστημα αναγνωρίσεως των αγροτεμαχίων, ένα σύστημα αναγνωρίσεως και καταχωρίσεως των ζώων, αιτήσεις ενισχύσεως και ένα ολοκληρωμένο σύστημα ελέγχου.

5        Το άρθρο 6 του κανονισμού 3508/92, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1593/2000, έχει ως ακολούθως:

«1. Για να υπαχθεί σε ένα ή περισσότερα κοινοτικά καθεστώτα που διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, κάθε κάτοχος εκμετάλλευσης υποβάλλει, για κάθε έτος, αίτηση ενισχύσεων [σχετικά με] “εκτάσεις” στην οποία αναφέρονται:

–        τα αγροτεμάχια, συμπεριλαμβανομένων των εκτάσεων για χαρτονομές, τα αγροτεμάχια που αποτελούν αντικείμενο μέτρου παύσης καλλιέργειας των αρόσιμων γαιών και τα αγροτεμάχια σε αγρανάπαυση,

–        ενδεχομένως, οιαδήποτε άλλη αναγκαία πληροφορία που προβλέπεται είτε από τους κανονισμούς περί κοινοτικών καθεστώτων είτε από το οικείο κράτος μέλος.

[…]

6. Για κάθε ένα από τα δηλωμένα αγροτεμάχια, οι κάτοχοι της εκμετάλλευσης αναφέρουν την έκταση καθώς και τη θέση του, ώστε τα στοιχεία αυτά να καθιστούν δυνατή την αναγνώριση του αγροτεμαχίου στο πλαίσιο του συστήματος αναγνώρισης αγροτεμαχίων.

[…]»

 Ο κανονισμός (EΟK) 3887/92

6        Η έβδομη και η ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (EΟK) 3887/92 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 1992, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου σχετικά με ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων (ΕΕ L 391, σ. 36), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EK) 1678/98 της Επιτροπής, της 29ης Ιουλίου 1998 (ΕΕ L 212, σ. 23, στο εξής: κανονισμός 3887/92), ορίζουν ακόλουθα:

«[…] η τήρηση των διατάξεων σε θέματα κοινοτικών ενισχύσεων πρέπει να ελέγχεται με τρόπο αποτελεσματικό […]·

[…]

[…] βάσει της αποκτηθείσας εμπειρίας και λαμβανομένης παράλληλα υπόψη της αρχής της αναλογικότητας καθώς επίσης και των ιδιαιτέρων προβλημάτων που συνοδεύονται με τις περιπτώσεις ανωτέρας βίας και φυσικών περιστάσεων, πρέπει να θεσπισθούν διατάξεις που αποσκοπούν στην πρόληψη και την επιβολή κυρώσεων κατά τρόπο αποτελεσματικό σε περιπτώσεις παρατυπιών και απάτης […]».

7        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 3887/92 προβλέπει ότι, όταν εκτάσεις για ζωοτροφές χρησιμοποιούνται από κοινού, οι αρμόδιες αρχές προβαίνουν στην κατανομή τους μεταξύ των ενδιαφερομένων κατόχων εκμετάλλευσης, ανάλογα με το βαθμό που χρησιμοποιούν ή ανάλογα με το δικαίωμα χρησιμοποίησης των εκτάσεων αυτών.

8        Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 3887/92 έχει ως ακολούθως:

«Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων που ορίζονται στους επιμέρους κανονισμούς, η αίτηση για τη χορήγηση ενίσχυσης που αφορά την έκταση περιέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες και κυρίως:

–        την αναγνώριση του κατόχου της εκμετάλλευσης,

–        τα στοιχεία που καθιστούν δυνατή την αναγνώριση όλων των αγροτεμαχίων της εκμετάλλευσης, την έκτασή τους, τη γεωγραφική τους θέση, τη χρήση τους, ενδεχομένως αν πρόκειται για αρδευόμενο αγροτεμάχιο, καθώς και το σχετικό καθεστώς ενίσχυσης,

–        δήλωση του παραγωγού ότι έχει λάβει γνώση των όρων για τη χορήγηση των σχετικών ενισχύσεων.

Ως “χρήση” θεωρείται το είδος της καλλιέργειας ή της φυτικής κάλυψης καθώς και η μη καλλιέργεια.

[…]»

 Ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95

9        Το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 312, σ. 1), ορίζει τα ακόλουθα:

«Οι πράξεις οι οποίες αποδεδειγμένως αποσκοπούν στην εξασφάλιση οφέλους αντίθετου προς τους στόχους των εκάστοτε εφαρμοστέων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, με την τεχνητή δημιουργία των προϋποθέσεων κτήσης αυτού του οφέλους, έχουν ως συνέπεια, ανάλογα με την περίπτωση, είτε τη μη εξασφάλιση είτε την αφαίρεση του οφέλους.»

10      Το άρθρο 8 του κανονισμού αυτού έχει ως ακολούθως:

«1.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές τους διατάξεις, τα απαραίτητα μέτρα για την εξασφάλιση της δέουσας και πραγματικής εκτέλεσης των πράξεων που αφορούν τα οικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων.

2.       Τα μέτρα ελέγχου είναι προσαρμοσμένα στις ιδιαιτερότητες κάθε τομέα και είναι ανάλογα με τους επιδιωκόμενους στόχους. […]

[…]»

 Ο κανονισμός 1254/1999

11      Η δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1254/1999 ορίζει ότι, «δεδομένης της τάσης προς εντατικοποίηση της παραγωγής βοείου κρέατος, οι πριμοδοτήσεις για την κτηνοτροφία πρέπει να περιορίζονται ως προς την ικανότητα κάθε εκμετάλλευσης για καλλιέργειες κτηνοτροφικών φυτών σε σχέση με τον αριθμό και τα είδη των ζώων που εκτρέφονται· ότι, για να αποφευχθούν εξαιρετικά εντατικά είδη παραγωγής, η χορήγηση των πριμοδοτήσεων αυτών πρέπει να εξαρτάται από την τήρηση του μέγιστου δείκτη πυκνότητας της εκμετάλλευσης».

12      Όσον αφορά την ανάγκη προβλέψεως ενός ευέλικτου πλαισίου συμπληρωματικών κοινοτικών πληρωμών, η δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη του ίδιου κανονισμού ορίζει ότι «έχει ουσιαστική σημασία τα κράτη μέλη να υποχρεωθούν να χρησιμοποιούν τη διακριτική τους ευχέρεια αποκλειστικώς βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, ώστε να τηρηθεί πλήρως η έννοια [η αρχή] της ίσης μεταχείρισης και να αποφευχθούν στρεβλώσεις της αγοράς και του ανταγωνισμού».

13      Η έννοια της εκμεταλλεύσεως προσδιορίζεται στο άρθρο 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1254/1999· ως τέτοια λογίζεται «το σύνολο των μονάδων παραγωγής τις οποίες διαχειρίζεται ο παραγωγός και οι οποίες βρίσκονται στο έδαφος ενός κράτους μέλους».

14      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, ο παραγωγός ο οποίος στην εκμετάλλευσή του έχει αρσενικά βοοειδή έχει τη δυνατότητα να λάβει, μετά από αίτησή του, ειδική πριμοδότηση.

15      Το άρθρο 12 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Δείκτης πυκνότητας», έχει ως ακολούθως:

«1.       Ο συνολικός αριθμός των ζώων για τα οποία μπορεί να χορηγηθεί η ειδική πριμοδότηση και η πριμοδότηση για τις θηλάζουσες αγελάδες περιορίζεται [με] την εφαρμογή δείκτη πυκνότητας των ζώων στην εκμετάλλευση, ο οποίος ανέρχεται σε δύο μονάδες μεγάλων ζώων (ΜΜΖ) ανά εκτάριο και ημερολογιακό έτος. Αυτός ο δείκτης εκφράζεται σε ΜΜΖ, σε σχέση με τη διαθέσιμη για την παραγωγή ζωοτροφών έκταση της εν λόγω εκμετάλλευσης, που διατίθεται για τη διατροφή των ζώων της εκμετάλλευσης. Ωστόσο, οι παραγωγοί απαλλάσσονται από την εφαρμογή του δείκτη πυκνότητας στην περίπτωση που ο αριθμός των ζώων της εκμετάλλευσής τους, τα οποία λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του δείκτη πυκνότητας, δεν υπερβαίνει τις 15 ΜΜΖ.

2.       Για τον καθορισμό του δείκτη πυκνότητας στην εκμετάλλευση λαμβάνονται υπόψη:

α)       τα αρσενικά βοοειδή, οι θηλάζουσες αγελάδες και δαμαλίδες, τα αιγοπρόβατα για τα οποία έχουν υποβληθεί αιτήσεις πριμοδότησης, καθώς και οι αγελάδες γαλακτοπαραγωγής που χρειάζονται για την παραγωγή της συνολικής ποσότητας αναφοράς γάλακτος του παραγωγού. Ο αριθμός των ζώων μετατρέπεται σε ΜΜΖ βάσει του πίνακα μετατροπής του παραρτήματος III·

β)      [η καλλιεργούμενη για την παραγωγή ζωοτροφών έκταση·] ως καλλιεργούμενη για την παραγωγή ζωοτροφών έκταση νοείται η έκταση της εκμετάλλευσης που χρησιμοποιείται καθ’ όλη τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους για την εκτροφή βοοειδών και αιγοπροβάτων. Στην έκταση αυτή δεν περιλαμβάνονται:

–        οι κτιριακές εγκαταστάσεις, τα δάση, οι λίμνες, οι δρόμοι,

–        οι εκτάσεις που χρησιμοποιούνται για άλλες καλλιέργειες επιλέξιμες για κοινοτική ενίσχυση ή για μόνιμες καλλιέργειες ή για καλλιέργειες κηπευτικών, εξαιρουμένων των μόνιμων λειμώνων για τους οποίους πραγματοποιούνται πληρωμές για εκτάσεις σύμφωνα με το άρθρο 17 του παρόντος κανονισμού και σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΚ) 1255/1999 [του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 1999, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 160, σ. 48)],

–        οι εκτάσεις που υπάγονται στο καθεστώς στήριξης που προβλέπεται για τους παραγωγούς ορισμένων αροτραίων καλλιεργειών [που] χρησιμοποιούνται για το καθεστώς ενίσχυσης για τις ξηρές χορτονομές ή υπάγονται σε εθνικό ή κοινοτικό πρόγραμμα προσωρινής παύσης της καλλιέργειας.

         Η καλλιεργούμενη για την παραγωγή ζωοτροφών έκταση περιλαμβάνει τις εκτάσεις που χρησιμοποιούνται από κοινού και τις εκτάσεις που χρησιμοποιούνται για μεικτές καλλιέργειες.

3.       Η Επιτροπή θεσπίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 43. Οι λεπτομέρειες αυτές αφορούν, ιδίως, τις λεπτομέρειες:

–      τις σχετικές με την από κοινού χρήση εκτάσεων και με τις εκτάσεις μεικτής καλλιέργειας,

–       που επιτρέπουν να αποφευχθεί η εσφαλμένη εφαρμογή του δείκτη πυκνότητας.»

16      Το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 1254/1999 τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EK) 1512/2001 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2001 (ΕΕ L 201, σ. 1), με προσθήκη, μετά την πρώτη περίοδο της διατάξεως αυτής, της ακόλουθης φράσεως:

«Ο δείκτης πυκνότητας, είναι 1,9 ΜΜΖ από την 1η Ιανουαρίου 2002 και 1,8 ΜΜΖ από την 1η Ιανουαρίου 2003.»

17      Το άρθρο 13 του κανονισμού 1254/1999, με τίτλο «Ενίσχυση εκτατικοποίησης», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:

«Στους παραγωγούς που λαμβάνουν ειδική πριμοδότηση ή/και πριμοδότηση θηλάζουσας αγελάδας είναι δυνατόν να χορηγείται ενίσχυση εκτατικοποίησης.»

18      Το άρθρο 45 του κανονισμού 1254/1999 προβλέπει ότι ο κανονισμός (EK) 1258/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 160, σ. 103), και οι διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή του τελευταίου αυτού κανονισμού έχουν εφαρμογή στα προϊόντα περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 1 του κανονισμού 1254/1999.

 Ο κανονισμός 1258/1999

19      Κατά το άρθρο 1 του κανονισμού 1258/1999, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) περιλαμβάνει ένα τμήμα Εγγυήσεων, το οποίο χρηματοδοτεί, μεταξύ άλλων, τις παρεμβάσεις για τη σταθεροποίηση των γεωργικών αγορών.

20      Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ορίζει τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν, σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές τους διατάξεις, τα αναγκαία μέτρα προκειμένου:

α)      να βεβαιώνονται για την πραγματικότητα και την κανονικότητα των χρηματοδοτούμενων από το [ΕΓΤΠΕ] πράξεων·

β)       να προλαμβάνουν και να διώκουν τις παρατυπίες·

γ)       να ανακτούν τα απωλεσθέντα λόγω παρατυπιών ή αμελειών ποσά.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τα ληφθέντα προς τον σκοπό αυτό μέτρα, και ιδίως για την πορεία των διοικητικών και δικαστικών διαδικασιών.»

 Ο κανονισμός (EK) 1259/1999

21      Ο κανονισμός (EK) 1259/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, σχετικά με τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 160, σ. 113), έχει εφαρμογή, σύμφωνα με το άρθρο 1 αυτού, στις πληρωμές που χορηγούνται απευθείας σε γεωργούς, δυνάμει καθεστώτων στήριξης, στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής (στο εξής: ΚΓΠ), που χρηματοδοτούνται εν όλω ή εν μέρει από το τμήμα Εγγυήσεων του ΕΓΤΠΕ, πλην εκείνων που προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) 1257/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) και για την τροποποίηση και κατάργηση ορισμένων κανονισμών (ΕΕ L 160, σ. 80).

22      Κατά το άρθρο 7 του κανονισμού 1259/1999, παρά τις τυχόν ειδικές διατάξεις μεμονωμένων καθεστώτων στήριξης, δεν καταβάλλονται πληρωμές σε δικαιούχους οι οποίοι αποδεδειγμένα δημιούργησαν τεχνητά τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη λήψη των πληρωμών αυτών, με σκοπό να προσπορισθούν όφελος αντίθετο προς τους σκοπούς του καθεστώτος στήριξης.

 Ο κανονισμός (EK) 2419/2001

23      Το άρθρο 4 του κανονισμού (EK) 2419/2001 της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2001, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου για ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων που θεσπίστηκαν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3508/92 του Συμβουλίου (ΕΕ L 327, σ. 11, και διορθωτικό στην ΕΕ 2002, L 7, σ. 48), με τίτλο «Αναγνώριση και ελάχιστο μέγεθος των αγροτεμαχίων», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Το σύστημα αναγνώρισης που αναφέρεται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3508/92 λειτουργεί σε επίπεδο αγροτεμαχίου. Τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιήσουν άλλη μονάδα μέτρησης εκτός από το αγροτεμάχιο, όπως το ενταγμένο στο κτηματολόγιο αγροτεμάχιο ή το γεωτεμάχιο καλλιέργειας. Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την αξιόπιστη αναγνώριση των αγροτεμαχίων, απαιτώντας ιδίως οι αιτήσεις ενισχύσεων βάσει της έκτασης να συνοδεύονται από στοιχεία ή έγγραφα τα οποία έχει καθορίσει η αρμόδια αρχή και τα οποία θα επιτρέπουν τον εντοπισμό και τη μέτρηση κάθε αγροτεμαχίου.»

24      Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 2419/2001 ορίζει τα ακόλουθα:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού:

[…]

β)       όταν οι κτηνοτροφικές εκτάσεις χρησιμοποιούνται από κοινού, οι αρμόδιες αρχές προβαίνουν στην κατά ιδανικά μερίδια κατανομή τους μεταξύ των ενδιαφερομένων κατόχων εκμετάλλευσης, ανάλογα με τον βαθμό που τις χρησιμοποιούν ή ανάλογα με το δικαίωμα χρησιμοποίησης των εκτάσεων αυτών·

γ)       κάθε κτηνοτροφική έκταση πρέπει να είναι διαθέσιμη για την κτηνοτροφία για ελάχιστη περίοδο 7 μηνών που αρχίζει από την ημερομηνία που θα ορισθεί από το κράτος μέλος, μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου και της 31ης Μαρτίου.»

25      Το άρθρο 10 του κανονισμού 2419/2001, με τίτλο «Απαιτήσεις σχετικές με τις αιτήσεις ενίσχυσης για ζώα», έχει ως ακολούθως:

«1.       Η αίτηση για τη χορήγηση ενίσχυσης για ζώα περιέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διαπίστωση της επιλεξιμότητας της ενίσχυσης, και ειδικότερα:

α)       τα στοιχεία του κατόχου της εκμετάλλευσης·

β)       αναφορά στην αίτηση ενίσχυσης βάσει της έκτασης, εάν αυτή έχει ήδη υποβληθεί·

γ)       τον αριθμό των ζώων κάθε είδους για τα οποία ζητείται ενίσχυση και, για τα βοοειδή, τον κωδικό αναγνώρισης των ζώων·

δ)       ενδεχομένως, τη δέσμευση του κατόχου της εκμετάλλευσης να διατηρήσει τα ζώα που αναφέρονται στο στοιχείο γ) στην εκμετάλλευσή του κατά την περίοδο υποχρεωτικής κατοχής, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τον ή τους τόπους κατοχής των ζώων και, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών περιόδων·

ε)       ενδεχομένως, το ατομικό όριο ή το ατομικό ανώτατο όριο για τα εν λόγω ζώα·

[…]

ζ)       δήλωση του κατόχου της εκμετάλλευσης ότι έχει λάβει γνώση των απαιτήσεων για τη χορήγηση των σχετικών ενισχύσεων.

Αν το ζώο μετακινηθεί σε άλλο τόπο κατά τη διάρκεια της περιόδου υποχρεωτικής κατοχής, ο γεωργός υποχρεούται προηγουμένως να ενημερώσει εγγράφως την αρμόδια αρχή.

2.       Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν για κάθε κάτοχο ζώων το δικαίωμα να λαμβάνει από την αρμόδια αρχή δίχως περιορισμό σε εύλογα διαστήματα και χωρίς υπερβολική καθυστέρηση πληροφορίες για τα δεδομένα που αφορούν τον ίδιο και τα ζώα του και που περιλαμβάνονται στη μηχανογραφημένη βάση δεδομένων. Κατά την υποβολή της αίτησης ενίσχυσής του, ο γεωργός δηλώνει ότι τα δεδομένα αυτά είναι ορθά και πλήρη ή διορθώνει τα εσφαλμένα ή προσθέτει τα ελλείποντα δεδομένα.

[…]»

26      Κατά το άρθρο 15 του κανονισμού 2419/2001, οι διοικητικοί και οι επιτόπιοι έλεγχοι πραγματοποιούνται κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική εξακρίβωση της τηρήσεως των όρων για την παροχή των ενισχύσεων.

27      Το άρθρο 22 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Καθορισμός των εκτάσεων», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.       Ο καθορισμός της έκτασης των αγροτεμαχίων πραγματοποιείται με κάθε πρόσφορο μέσο που ορίζει η αρμόδια αρχή και που εξασφαλίζει ακρίβεια μέτρησης τουλάχιστον ισοδύναμη με εκείνη που απαιτείται για τις επίσημες μετρήσεις σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις. […]

2.       Η συνολική έκταση ενός αγροτεμαχίου μπορεί να ληφθεί υπόψη, υπό τον όρο ότι χρησιμοποιείται εξ ολοκλήρου σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες του εν λόγω κράτους μέλους ή περιφέρειας. Στις άλλες περιπτώσεις, λαμβάνεται υπόψη η πραγματικά χρησιμοποιούμενη έκταση.

[…]

3.       Η επιλεξιμότητα των αγροτεμαχίων εξακριβώνεται με κάθε πρόσφορο τρόπο. Για τον σκοπό αυτό, ζητείται, εάν χρειάζεται, η προσκόμιση συμπληρωματικών αποδείξεων.»

28      Το άρθρο 53, παράγραφος 1, του κανονισμού 2419/2001 κατάργησε τον κανονισμό 3887/92, προβλέποντας παράλληλα ότι ο τελευταίος εξακολουθεί να ισχύει για τις αιτήσεις ενισχύσεων που αφορούν τις περιόδους εμπορίας ή τις περιόδους αναφοράς των πριμοδοτήσεων που αρχίζουν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2002.

29      Κατά το άρθρο 54, παράγραφος 2, του κανονισμού 2419/2001, ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται στις αιτήσεις ενισχύσεως που αφορούν τις περιόδους εμπορίας ή τις περιόδους αναφοράς των πριμοδοτήσεων που αρχίζουν μετά από την 1η Ιανουαρίου 2002.

 Ο κανονισμός (EK) 1782/2003

30      Το άρθρο 153, παράγραφος 1, του κανονισμού (EK) 1782/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) 2019/93, (ΕΚ) 1452/2001, (ΕΚ) 1453/2001, (ΕΚ) 1454/2001, (ΕΚ) 1868/94, (ΕΚ) 1251/1999, (ΕΚ) 1254/1999, (ΕΚ) 1673/2000, (ΕΟΚ) 2358/71 και (ΕΚ) 2529/2001 (ΕΕ L 270, σ. 1, διορθωτικό στην ΕΕ 2004, L 94, σ. 70), κατάργησε τον κανονισμό 3508/92, προβλέποντας παράλληλα ότι αυτός εξακολουθεί να εφαρμόζεται σε αιτήσεις για άμεσες ενισχύσεις σε σχέση με τα ημερολογιακά έτη που προηγούνται του 2005.

31      Ο κανονισμός 1782/2003 κατάργησε επίσης, από 1ης Ιανουαρίου 2005, ορισμένες διατάξεις του κανονισμού 1254/1999.

 Η εθνική νομοθεσία

32      Το προεδρικό διάταγμα 503, της 1ης Δεκεμβρίου 1999, περί θεσπίσεως «Χάρτας Γεωργού και Αλιέως» και περί μητρώου γεωργικών εκμεταλλεύσεων (GURI 305, της 30ής Δεκεμβρίου 1999, στο εξής: διάταγμα 503/1999), διέπει τις πληροφορίες που καταχωρίζονται στο μητρώο γεωργικών εκμεταλλεύσεων και στον κατ’ ιδίαν φάκελο κάθε εκμεταλλεύσεως ή παραγωγού.

33      Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο f, του ως άνω διατάγματος, μεταξύ των πληροφοριών που περιέχει το εν λόγω μητρώο πρέπει να περιλαμβάνονται, για κάθε εκμετάλλευση, η έκταση, ο νομικός τίτλος κτήσεως και τα στοιχεία κτηματολογίου των ενδεχομένως υφισταμένων ακινήτων, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων από αεροφωτογραφίες, των χαρτογραφικών στοιχείων και των στοιχείων τηλεπισκοπήσεως, που βρίσκονται στη διάθεση της διοικήσεως.

34      Κατά την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου, η εφαρμοστέα εθνική ρύθμιση, ήτοι το διάταγμα 503/1999 και οι αποφάσεις του Υπουργού Γεωργικής και Δασικής Πολιτικής της 4ης Απριλίου 2000, της 10ης Αυγούστου 2001 και της 17ης Απριλίου 2003, προβλέπουν, όσον αφορά τις υποχρεώσεις που αφορούν τον φάκελο του παραγωγού, ότι, όταν ο νομικός τίτλος δυνάμει του οποίου χρησιμοποιούνται οι εκτάσεις που υπάγονται στην οικεία εκμετάλλευση δεν είναι τίτλος ιδιοκτησίας, ο αιτών την ενίσχυση πρέπει να επισυνάψει στην αίτησή του τα σχετικά με τη χρήση αυτή δικαιολογητικά έγγραφα.

35       Η Agenzia Veneta per i Pagamenti in Agricoltura – AVEPA (στο εξής: AVEPA), αρμόδιος προς καταβολή ενισχύσεων οργανισμός για την περιφέρεια της Βενετίας, αναφέρεται στην εφαρμογή του διατάγματος 503/1999 με μια σειρά εγκυκλίων της Agenzia per le Erogazioni in Agricoltura, μεταξύ των οποίων η εγκύκλιος 35, της 24ης Απριλίου 2001, η οποία προβλέπει τα ακόλουθα:

«B) Ειδικές προϋποθέσεις όσον αφορά τις [σχετικές με την ΚΓΠ, στο εξής: “αιτήσεις ΚΓΠ”] αιτήσεις που αφορούν τις αροτραίες καλλιέργειες:

Προς βελτίωση της λειτουργίας του σταδίου υποβολής της αιτήσεως ΚΓΠ σχετικά με τις αροτραίες καλλιέργειες, ο ενδιαφερόμενος παραγωγός καλείται να προσκομίσει αντίγραφο ενημερωμένου πιστοποιητικού κτηματολογίου αφορώντος όλες τις εκτάσεις γης περί των οποίων γίνεται λόγος στην οικεία αίτηση.

Όταν ο παραγωγός που υποβάλλει την αίτηση δεν είναι ο ιδιοκτήτης τον οποίο αναφέρει το οικείο πιστοποιητικό κτηματολογίου περί του οποίου γίνεται λόγος στο πρώτο εδάφιο, αυτός πρέπει να αποδείξει την ύπαρξη νομικού τίτλου εκμεταλλεύσεως των σχετικών εκτάσεων (για παράδειγμα λόγω μισθώσεως, παραχωρήσεως της χρήσεως, επικαρπίας, εμφυτεύσεως, κ.λπ.), προσκομίζοντας επικυρωμένο αντίγραφο του νομίμως καταχωρισμένου τίτλου σύμφωνα με την ισχύουσα ρύθμιση.

[…] Σε περίπτωση που ο παραγωγός που υποβάλλει την αίτηση δεν είναι σε θέση να προσκομίσει τα αναγκαία έγγραφα σχετικά με τους ως άνω τίτλους εκμεταλλεύσεως ή/και σε περίπτωση προφορικής συμβάσεως, υποχρεούται να [βεβαιώσει ο ίδιος] την ύπαρξη της συμβατικής σχέσεως στην οποία στηρίζεται η εν λόγω αίτηση και να αναλάβει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον νόμο 448 της 23ης Δεκεμβρίου 1998 [η ως άνω προσωπική βεβαίωση] πρέπει να πιστοποιεί ότι ο παραγωγός εκμεταλλεύεται νομίμως την οικεία έκταση και πρέπει να περιλαμβάνει τα στοιχεία του ιδιοκτήτη, να αναφέρει την ημερομηνία ενάρξεως και λήξεως της συμβάσεως, παραθέτοντας υπ’ ευθύνη του δηλούντος τον τίτλο εκμεταλλεύσεως και τους λόγους για τους οποίους είναι αναγκαία η χρήση μιας [τέτοιας βεβαιώσεως].»

 Το ιστορικό της διαφοράς και το προδικαστικό ερώτημα

36      Κατόπιν ερευνών που άρχισαν το 2004 με πρωτοβουλία της Procura della Repubblica di Treviso [εισαγγελικής αρχής], ασκήθηκε δίωξη κατά των L. Pontini κ.λπ. ενώπιον του Tribunale di Treviso, βάσει των εφαρμοστέων συναφώς διατάξεων του ιταλικού ποινικού κώδικα, λόγω συστάσεως και συμμορίας και διακεκριμένης διαρκούς απάτης σε βάρος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η κατηγορούσα αρχή τούς προσάπτει ότι εισέπραξαν αχρεωστήτως, κατά τη διάρκεια των ετών 2000 έως 2004, κοινοτικές χρηματοδοτικές συνδρομές, ήτοι ειδικές πριμοδοτήσεις για τα αρσενικά βοοειδή και ενισχύσεις εκτατικοποιήσεως τις οποίες προβλέπουν, αντιστοίχως, το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 13 του κανονισμού 1254/1999.

37      Από την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι η κατηγορούσα αρχή εκτιμά ότι οι κατηγορούμενοι, με πλαστά στοιχεία ή με εξαπάτηση, παραπλάνησαν τις αρμόδιες εθνικές αρχές προκειμένου να προσποριστούν αχρεωστήτως όφελος οι ίδιοι ή άλλα άτομα. Η δίωξη στηρίζεται στην άποψη ότι εισπράχθηκαν με τη διάπραξη απάτης ειδικές πριμοδοτήσεις για τα αρσενικά βοοειδή και ενισχύσεις εκτατικοποιήσεως μέσω της προσκομίσεως, σε παράρτημα των σχετικών αιτήσεων, συμβάσεων παραχωρήσεως της χρήσεως που αφορούν τις χρησιμοποιούμενες για ζωοτροφή εκτάσεις γης που υπάγονται στις εκμεταλλεύσεις των αιτούντων τις ενισχύσεις, συμβάσεις οι οποίες ήταν χαλκευμένες και προσκομίστηκαν εν αγνοία των ιδιοκτητών των σχετικών εκτάσεων.

38      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η εφαρμοστέα εθνική ρύθμιση προβλέπει ότι ο αιτών την χορήγηση ενισχύσεως πρέπει να επισυνάπτει στην αίτησή του τα έγγραφα που αποδεικνύουν τον νομικό τίτλο που δικαιολογεί τη χρήση των καλλιεργούμενων για ζωοτροφές εκτάσεων της γεωργικής του εκμεταλλεύσεως. Όταν ο αιτών την ενίσχυση δεν είναι ο ιδιοκτήτης των εκτάσεων γης τις οποίες αφορά η αίτησή του, αυτός πρέπει να επισυνάψει στην εν λόγω αίτηση τα σχετικά με τη χρήση τους δικαιολογητικά έγγραφα. Κατά το δικαστήριο αυτό, η εφαρμοστέα εθνική ρύθμιση πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο αιτών την ενίσχυση πρέπει να προσκομίζει νόμιμο τίτλο που να δικαιολογεί την εκμετάλλευση των εν λόγω εκτάσεων γης και ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι κατηγορούμενοι, δεν αρκεί ότι χρησιμοποιεί πράγματι τις καλλιεργούμενες για ζωοτροφή εκτάσεις, ανεξαρτήτως του συγκεκριμένου τρόπου κατοχής ή εκμεταλλεύσεώς τους.

39      Οι κατηγορούμενοι υποστήριξαν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ότι, σε ορισμένα κράτη μέλη, η χορήγηση κοινοτικών χρηματοδοτικών συνδρομών όπως εκείνων της κύριας δίκης εξαρτάται μόνον από την προϋπόθεση της ουσιαστικής διαθεσιμότητας και χρησιμοποιήσεως των σχετικών εκτάσεων, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο νομικός τίτλος που δικαιολογεί τη νομή τους.

40      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν ο κανονισμός 1254/1999 προβλέπει αυστηρές προϋποθέσεις, όσον αφορά τους όρους χορηγήσεως κοινοτικών χρηματοδοτικών συνδρομών όπως εκείνων της κύριας δίκης, προϋποθέσεις από τις οποίες τα κράτη μέλη δεν μπορούν να παρεκκλίνουν, ή αν θεσπίζει ένα γενικό πλαίσιο αναφοράς, επαφείοντας στις αρμόδιες εθνικές αρχές το έργο της απαιτούμενης εφαρμογής τους και της ρυθμίσεως των συναφών λεπτομερειών.

41      Εκτιμώντας ότι η ερμηνεία του κανονισμού 1254/1999, ιδίως όσον αφορά την έννοια της «καλλιεργούμενης για την παραγωγή ζωοτροφών εκτάσεως», όπως αυτή χρησιμοποιείται στο άρθρο 12 αυτού, είναι καθοριστική για την επίλυση της εκκρεμούς ενώπιόν του διαφοράς, το Tribunale di Treviso αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Ποιες είναι οι προϋποθέσεις χορηγήσεως των πριμοδοτήσεων για τα αρσενικά βοοειδή και των ενισχύσεων εκτατικοποιήσεως[;] [Ειδικότερα,] αρκεί η χρήση των καλλιεργούμενων για την παραγωγή ζωοτροφών εκτάσεων, ανεξάρτητα από την ύπαρξη νομικού τίτλου που να τη δικαιολογεί[;]»

42      Εκτιμώντας ότι στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί επείγουσα απάντηση του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι η ποινική διαδικασία κατά των κατηγορουμένων εκκρεμεί ενώπιόν του από το 2004 και ότι, στο μεταξύ, η αρμόδια εθνική αρχή ανέστειλε τη χορήγηση σ’ αυτούς όλων των κοινοτικών χρηματοδοτικών συνδρομών, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε από το Δικαστήριο να εκδικάσει την παρούσα αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως με την επείγουσα διαδικασία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 104γ του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

43      Το τρίτο τμήμα του Δικαστηρίου απέρριψε το αίτημα αυτό με απόφαση της 21ης Αυγούστου 2008, διότι η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δεν αφορά κάποιον από τους τομείς εφαρμογής της επείγουσας διαδικασίας που προβλέπουν τα άρθρα 23α του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 104γ του Κανονισμού Διαδικασίας και διότι, εν πάση περιπτώσει, δεν υφίσταται εν προκειμένο το επείγον που απαιτείται για την εφαρμογή της εν λόγω διαδικασίας.

44      Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε από το Δικαστήριο, επικουρικώς και για τους ίδιους λόγους, να εκδικάσει την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως με την ταχεία διαδικασία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 104α, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας.

45      Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου απέρριψε το αίτημα αυτό με διάταξη της 29ης Σεπτεμβρίου 2008, με την αιτιολογία ότι δεν πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου 104α, πρώτο εδάφιο.

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

46      Με το ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν οι εφαρμοστέες διατάξεις της κοινοτικής ρυθμίσεως περί αιτήσεων χορηγήσεως ενισχύσεων για τα ζώα, ιδίως ο κανονισμός 1254/1999, επιβάλλουν ότι κάθε αίτηση χορηγήσεως ειδικών πριμοδοτήσεων για τα αρσενικά βοοειδή ή ενισχύσεων εκτατικοποιήσεως πρέπει να συνοδεύεται από ισχυρό νομικό τίτλο που να θεμελιώνει το δικαίωμα του αιτούντος να χρησιμοποιεί τις καλλιεργούμενες για ζωοτροφή εκτάσεις που αποτελούν το αντικείμενο της αιτήσεως αυτής.

47      Εισαγωγικώς, διαπιστώνεται ότι το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης δίδει λαβή για σοβαρότατες αμφισβητήσεις, όπως προκύπτει από τους προβληθέντες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμούς. Οι εν λόγω αμφισβητήσεις αφορούν ιδίως το αν οι κατηγορούμενοι ή ορισμένοι από αυτούς πλαστογράφησαν τις συμβάσεις περί παραχωρήσεως της χρήσεως και τις προσκόμισαν προκειμένου να λάβουν κοινοτικές πριμοδοτήσεις και αν οι περισσότερες από τις εκτάσεις γης τις οποίες αφορούν οι επίμαχες αιτήσεις ενισχύσεων μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρησιμοποιούμενες για ζωοτροφή εκτάσεις υπό την έννοια του κανονισμού 1254/1999.

48      Εντούτοις, κατά το άρθρο 234 ΕΚ, το οποίο στηρίζεται σε σαφή διαχωρισμό των αρμοδιοτήτων μεταξύ εθνικών δικαστηρίων και Δικαστηρίου, το Δικαστήριο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας ή του κύρους κοινοτικού νομοθετήματος, βάσει πραγματικών περιστατικών που του επισημαίνονται από το εθνικό δικαστήριο (βλ. επ’ αυτού, μεταξύ άλλων, απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2009, C-321/07, Schwarz, Συλλογή 2009, σ. I-1113, σκέψη 49).

49      Κατά συνέπεια, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά που προκάλεσαν τη διαφορά και να συναγάγει εξ αυτών τα αναγκαία συμπεράσματα για την απόφαση που καλείται να εκδώσει (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 1999, C-435/97, WWF κ.λπ., Συλλογή 1999, σ. I-5613, σκέψη 32).

50      Οι κατηγορούμενοι αμφισβητούν επίσης τη δυνατότητα εφαρμογής των αποφάσεων και διαταγμάτων που το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι συνθέτουν την εφαρμοστέα εθνική ρύθμιση, περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως, καθώς και των εγκυκλίων στις οποίες αναφέρεται η AVEPA, περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως, που δεν είχαν εφαρμογή κατά την περίοδο των πραγματικών περιστατικών ή είχαν απλώς διοικητικό χαρακτήρα χωρίς νομική ισχύ.

51      Εντούτοις, στο πλαίσιο υποβολής προδικαστικού ερωτήματος, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να διευκρινίσει το πραγματικό και νομοθετικό πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης (βλ. διάταξη της 28ης Ιουνίου 2000, C-116/00, Laguillaumie, Συλλογή 2000, σ. I-4979, σκέψη 23). Δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να προσδιορίζει τις εφαρμοστέες προς εκτίμηση της διαφοράς διατάξεις του εθνικού δικαίου, να αποφαίνεται επί της ερμηνείας των διατάξεων αυτών και να κρίνει αν η εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου ερμηνεία τους είναι ορθή (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, C-378/07 έως C-380/07, Αγγελιδάκη κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I-3071, σκέψη 48).

52      Η διαφορά της κύριας δίκης αφορά ιδίως την ερμηνεία της κοινοτικής ρυθμίσεως περί αιτήσεων ενισχύσεων για τα ζώα, τις προϋποθέσεις τις οποίες θέτει η εν λόγω ρύθμιση για τη χορήγηση ειδικών πριμοδοτήσεων για τα αρσενικά βοοειδή και ενισχύσεων εκτατικοποιήσεως που προβλέπουν τα άρθρα 4 και 13 του κανονισμού 1254/1999 και τον τρόπο με τον οποίο οι αρμόδιες εθνικές αρχές εφαρμόζουν την κοινοτική ρύθμιση.

53      Οι κατηγορούμενοι υποστηρίζουν ότι η ερμηνεία της εφαρμοστέας κοινοτικής ρυθμίσεως υπό την έννοια ότι η άσκηση της κτηνοτροφίας είναι δυνατή μόνο σε χρησιμοποιούμενες για ζωοτροφή εκτάσεις που ανήκουν στον ίδιο τον παραγωγό ή για τις οποίες αυτός μπορεί να επικαλεστεί συγκεκριμένο τίτλο νομής είναι αντίθετη προς το πνεύμα της εν λόγω ρυθμίσεως, η οποία αναφέρεται στις εκτάσεις γης τις οποίες χρησιμοποιεί ή νέμεται ο παραγωγός, ανεξάρτητα από κάθε ζήτημα σχετικό με τον νομικό τίτλο δυνάμει του οποίου λαμβάνει χώρα αυτή η χρήση ή νομή. Κατά τους κατηγορουμένους, η πρόθεση του κοινοτικού νομοθέτη να εξαρτήσει την καταβολή των σχετικών ποσών απλώς από τη χρήση, ή τη διαθεσιμότητα, των καλλιεργούμενων για ζωοτροφή εκτάσεων συνάγεται ιδίως από τα άρθρα 3, 12 και 17 του κανονισμού 1254/1999, του άρθρου 1, παράγραφος 4, του κανονισμού 3508/92 και τα άρθρα 5, 6 και 22 του κανονισμού 2419/2001.

54      Η κοινοτική ρύθμιση σχετικά με τις λεπτομέρειες χορηγήσεως των ειδικών πριμοδοτήσεων για τα αρσενικά βοοειδή και των ενισχύσεων εκτατικοποιήσεως δεν περιλαμβάνει καμία αναφορά στον νομικό τίτλο χρήσεως των καλλιεργούμενων για ζωοτροφή εκτάσεων γης. Κρίσιμη είναι μόνον η ουσιαστική χρησιμοποίηση των προορισμένων για βόσκηση εκτάσεων. Ο κανονισμός 1254/1999 προβλέπει μια σειρά αυστηρών προϋποθέσεων ώστε να εξασφαλίζεται ότι ο κτηνοτρόφος εκτρέφει στην εκμετάλλευσή του επαρκή αριθμό βοοειδών για να μπορεί να λάβει πριμοδότηση. Το ουσιώδες στοιχείο είναι η ύπαρξη των δηλούμενων ζώων.

55      Αντιθέτως, η AVEPA και η Ιταλική και η Ελληνική Κυβέρνηση φρονούν ότι εθνική ρύθμιση που επιβάλλει στον αιτούντα ενίσχυση να προσκομίσει ισχυρό νομικό τίτλο αποδεικνύοντα ότι ο ίδιος έχει δικαίωμα χρήσεως της εκτάσεως γης την οποία αφορά η αίτησή του προς χορήγηση ειδικής πριμοδοτήσεως για τα αρσενικά βοοειδή και προς καταβολή ενισχύσεως προς εκτατικοποίηση δεν είναι αντίθετη προς την κοινοτική ρύθμιση στον τομέα αυτό. Εναπόκειται στα κράτη μέλη, στο πλαίσιο του ΟΣΔΕ, να λάβουν μέτρα εποπτείας και να προσδιορίσουν τις λεπτομέρειες του σχετικού ελέγχου προκειμένου να εξασφαλίζεται κατά τρόπο αποτελεσματικό η τήρηση των ισχυουσών διατάξεων στον τομέα των κοινοτικών ενισχύσεων, καθώς και να θεσπίσουν τις αναγκαίες διατάξεις με σκοπό την αποτελεσματική πρόληψη και επιβολή κυρώσεων αποτελεσματικά σε περιπτώσεις διαπράξεως παρατυπιών και απάτης.

56      Η AVEPA και η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ειδικότερα ότι η επιβολή της υποχρεώσεως προσκομίσεως ισχυρού νομικού τίτλου παρέχει τη δυνατότητα ελέγχου των στοιχείων που αναγράφονται στις αιτήσεις ενισχύσεων, συμβάλλει στην αποφυγή του διπλού υπολογισμού της οικείας εκτάσεως γης που χρησιμοποιείται για ζωοτροφή και εμποδίζει το ενδεχόμενο να επωφελούνται καταχρηστικά οι κτηνοτρόφοι εκτάσεων που ανήκουν σε τρίτους, με πρόδηλο σκοπό την καταστρατήγηση της ρυθμίσεως στον τομέα των ενισχύσεων.

57      Όπως ορθά τονίζει η Επιτροπή, πρέπει να εξεταστεί αν η κοινοτική νομοθεσία, ιδίως ο κανονισμός 1254/1999, επιβάλλει, ως προϋπόθεση της χορηγήσεως ειδικών πριμοδοτήσεων για τα αρσενικά βοοειδή και ενισχύσεων εκτατικοποιήσεως, υποχρέωση προσκομίσεως ισχυρού νομικού τίτλου για τη χρήση των καλλιεργούμενων για ζωοτροφή εκτάσεων που αποτελούν το αντικείμενο της αιτήσεως ενισχύσεων και, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, αν η κοινοτική ρύθμιση εμποδίζει τα κράτη μέλη να προβλέπουν μια τέτοια υποχρέωση με την εθνική τους νομοθεσία.

58      Κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διατάξεως του κοινοτικού δικαίου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το γενικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (αποφάσεις της 1ης Μαρτίου 2007, C-34/05, Schouten, Συλλογή 2007, σ. I-1687, σκέψη 25, και της 24ης Μαΐου 2007, C-45/05, Maatschap Schonewille-Prins, Συλλογή 2007, σ. I-3997, σκέψη 30).

59      Όσον αφορά, καταρχάς, το γράμμα των εφαρμοστέων κοινοτικών διατάξεων, το άρθρο 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1254/1999 ορίζει την εκμετάλλευση ως το σύνολο των μονάδων παραγωγής τις οποίες διαχειρίζεται ο παραγωγός και οι οποίες βρίσκονται στο έδαφος κράτους μέλους.

60      Το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ορίζει ότι ο συνολικός αριθμός των ζώων για τα οποία μπορεί να χορηγηθεί η ειδική πριμοδότηση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού περιορίζεται με την εφαρμογή δείκτη πυκνότητας των ζώων στην εκμετάλλευση, ο οποίος κυμαινόταν κατά τη διάρκεια της επίμαχης στην κύρια δίκη περιόδου μεταξύ 2 και 1,8 ΜΜΖ ανά εκτάριο και ημερολογιακό έτος αναφοράς.

61      Όπως προκύπτει από το άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ και β΄, του εν λόγω κανονισμού, ο ως άνω δείκτης πυκνότητας αντιστοιχεί σε ένα κλάσμα με αριθμητή τον αριθμό των ζώων για τα οποία έχουν υποβληθεί σχετικές αιτήσεις ενισχύσεως και παρονομαστή την καλλιεργούμενη για ζωοτροφές έκταση της εκμεταλλεύσεως καθ’ όλη τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους για την εκτροφή βοοειδών και αιγοπροβάτων. Κατά συνέπεια, όσο μεγαλύτερη είναι η καλλιεργούμενη για ζωοτροφές έκταση που χρησιμεύει για την εκτροφή βοοειδών κατά τη διάρκεια του έτους τόσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των ζώων για τα οποία μπορεί να ζητηθεί ειδική πριμοδότηση.

62      Δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από τον ορισμό της εκμεταλλεύσεως που περιλαμβάνεται στο άρθρο 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1254/1999 ούτε από την αναφορά στην «έκταση της εκμετάλλευσης» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού αυτού ότι ο παραγωγός που υποβάλλει αίτηση χορηγήσεως ενισχύσεως έχει την υποχρέωση, δυνάμει του εν λόγω κανονισμού και προκειμένου να λάβει τις σχετικές προμιδοτήσεις, να προσκομίσει ισχυρή νομική πράξη η οποία είτε να αποδεικνύει ότι ο ίδιος είναι ο ιδιοκτήτης της οικείας εκτάσεως γης, είτε να δικαιολογεί το δικαίωμά του να τη χρησιμοποιεί για κάποιον άλλο λόγο.

63      Όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, οι διατάξεις αυτές δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο απλώς η ουσιαστική χρησιμοποίηση μιας καλλιεργούμενης για ζωοτροφές εκτάσεως καθ’ όλη τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους αναφοράς να αποτελεί χρήση της εκτάσεως αυτής υπό την έννοια του κανονισμού 1254/1999.

64      Τόσο από το άρθρο 12, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, του κανονισμού 1254/1999, όσο και από το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 3887/92 προκύπτει ότι οι καλλιεργούμενες για ζωοτροφή εκτάσεις που αποτελούν το αντικείμενο αιτήσεως ενισχύσεως μπορούν να χρησιμοποιούνται από κοινού. Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 2419/2001, που έχει εφαρμογή στις αιτήσεις χορηγήσεως ενισχύσεων οι οποίες υποβάλλονται στο πλαίσιο των περιόδων εμπορίας ή των περιόδων αναφοράς των πριμοδοτήσεων που αρχίζουν από 1ης Ιανουαρίου 2002, όταν οι καλλιεργούμενες για ζωοτροφή εκτάσεις χρησιμοποιούνται από κοινού, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να προβαίνουν στην κατά ιδανικά μερίδια κατανομή τους μεταξύ των ενδιαφερομένων κτηνοτρόφων ανάλογα με τον βαθμό που τις χρησιμοποιούν ή ανάλογα με το δικαίωμα χρησιμοποιήσεως των εκτάσεων αυτών.

65      Το άρθρο 22 του κανονισμού 2419/2001, με τίτλο «Καθορισμός των εκτάσεων», προβλέπει ότι ο προσδιορισμός της εκτάσεως των αγροτεμαχίων πραγματοποιείται με κάθε πρόσφορο μέσο και ότι, αν δεν λαμβάνεται υπόψη η συνολική έκταση ενός αγροτεμαχίου επειδή αυτή δεν χρησιμοποιείται στο σύνολό της, λαμβάνεται υπόψη η πραγματικά χρησιμοποιούμενη έκταση.

66      Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η χορήγηση των σχετικών πριμοδοτήσεων αποτελεί συνάρτηση, αφενός, των πράγματι χρησιμοποιούμενων για ζωοτροφή εκτάσεων και, αφετέρου, του αριθμού των ζώων που εκτρέφει ο ενδιαφερόμενος στις οικείες εκτάσεις κατά τη διάρκεια του οικείου ημερολογιακού έτους και δεν εξαρτάται από την προσκόμιση ισχυρού νομικού τίτλου που να δικαιολογεί τη χρησιμοποίησή τους.

67      Στη συνέχεια, όσον αφορά τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει ο κανονισμός 1254/1999, από την τέταρτη και τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη του προκύπτει ότι οι σκοποί αυτοί είναι ο περιορισμός της εντατικοποιήσεως της παραγωγής βοείου κρέατος, καθότι οι παραγωγοί κατέχουν στην εκμετάλλευσή τους ολοένα αυξανόμενο αριθμό βοοειδών, χωρίς να αυξάνεται και η έκτασή της, η οποία, ως εκ τούτου, δεν αρκεί για την εκτροφή των ζώων αυτών (απόφαση Schouten, προαναφερθείσα, σκέψη 28).

68      Επομένως, σκοπός του προβλεπόμενου στο άρθρο 12 του εν λόγω κανονισμού δείκτη πυκνότητας είναι να χορηγείται πριμοδότηση μόνο για τα ζώα που κατέχει η κάθε εκμετάλλευση της οποίας η έκταση συμβάλλει επαρκώς στη διατροφή τους. Όπως ορθά τονίζει η Επιτροπή, ο υπολογισμός του δείκτη πυκνότητας βάσει της χρησιμοποιούμενης για ζωοτροφές εκτάσεως αφορά, κατά συνέπεια, την ουσιαστική δυνατότητα της εκμεταλλεύσεως προς εξασφάλιση ζωοτροφής και τον έλεγχο της ουσιαστικής χρησιμοποιήσεως της δυνατότητας αυτής και όχι τη δυνατότητα παραγωγής ζωοτροφών η οποία υφίσταται μεν τύποις ή κατά νόμο, αλλά της οποίας δεν γίνεται πράγματι χρήση όσον αφορά την οικεία έκταση.

69      Όπως υποστηρίζουν οι κατηγορούμενοι, για την επίτευξη του ως άνω σκοπού του κανονισμού 1254/1999 δεν επιβάλλεται, ως προϋπόθεση για τη χορήγηση των σχετικών πριμοδοτήσεων, η προσκόμιση ισχυρού νομικού τίτλου που να δικαιολογεί τη χρησιμοποίηση των καλλιεργούμενων για ζωοτροφή εκτάσεων που αποτελούν το αντικείμενο της αιτήσεως προς χορήγηση ενισχύσεων, δεδομένου ότι υφίστανται επαρκείς αποδείξεις συναφώς για την ουσιαστική χρησιμοποίηση των εν λόγω εκτάσεων.

70      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το άρθρο 12 του κανονισμού 1254/1999 δεν εξαρτά την έγκριση αιτήσεως προς χορήγηση ενισχύσεων από την προσκόμιση ισχυρού νομικού τίτλου που να δικαιολογεί το δικαίωμα του αιτούντος να χρησιμοποιεί τις καλλιεργούμενες για ζωοτροφή εκτάσεις οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο της αιτήσεως αυτής. Οι εφαρμοστέες διατάξεις του κανονισμού 1254/1999, το γενικό πλαίσιο στο οποίο αυτές υπάγονται και οι επιδιωκόμενοι, ιδίως με τον κανονισμό αυτό, σκοποί αποτελούν ενδείξεις ότι η ουσιαστική χρησιμοποίηση της καλλιεργούμενης για ζωοτροφές εκτάσεως αποτελεί μια από τις προϋποθέσεις χορηγήσεως των σχετικών πριμοδοτήσεων.

71      Εντούτοις, ακόμα και αν η κοινοτική ρύθμιση δεν επιβάλλει μια τέτοια προϋπόθεση, πρέπει να εξεταστεί, όπως προκύπτει από τη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως, αν η κοινοτική αυτή ρύθμιση εμποδίζει τα κράτη μέλη να προβλέπουν με εθνική τους ρύθμιση την υποχρέωση προσκομίσεως ισχυρού νομικού τίτλου που να δικαιολογεί το δικαίωμα του αιτούντος την ενίσχυση να χρησιμοποιεί τις καλλιεργούμενες για ζωοτροφή εκτάσεις οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο της αιτήσεώς του.

72      Συναφώς, πρέπει να εξεταστούν η φύση και οι σκοποί του ΟΣΔΕ που προβλέπει η κοινοτική ρύθμιση περί κοινοτικών καθεστώτων ενισχύσεων και να προσδιοριστεί ποιο είναι το περιθώριο εκτιμήσεως των κρατών μελών όσον αφορά τον έλεγχο της τηρήσεως των προϋποθέσεων που προβλέπονται για τη χορήγηση ενισχύσεων στο πλαίσιο του ΟΣΔΕ.

73      Κατά τα άρθρα 1 και 2 του κανονισμού 3508/92, κάθε κράτος μέλος έχει την υποχρέωση να δημιουργήσει ένα ΟΣΔΕ, περιλαμβάνον μηχανογραφημένη βάση δεδομένων, σύστημα αναγνωρίσεως των αγροτεμαχίων, σύστημα αναγνωρίσεως και καταγραφής των ζώων, αιτήσεις ενισχύσεως και ολοκληρωμένο σύστημα ελέγχου.

74      Σκοποί του ΟΣΔΕ είναι, κατά την έβδομη και την ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 3887/92, ο αποτελεσματικός έλεγχος της τηρήσεως των διατάξεων σε θέματα κοινοτικών ενισχύσεων και η θέσπιση διατάξεων προς πρόληψη και προς επιβολή κυρώσεων κατά τρόπο αποτελεσματικό σε περιπτώσεις παρατυπιών και διαπράξεως απάτης (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 1997, C-354/95, National Farmers’ Union κ.λπ., Συλλογή 1997, σ. I-4559, σκέψη 51· της 16ης Μαΐου 2002, C-63/00, Schilling και Nehring, Συλλογή 2002, σ. I-4483, σκέψη 25, καθώς και της 1ης Ιουλίου 2004, C-295/02, Gerken, Συλλογή 2004, σ. I-6369, σκέψη 41).

75      Από την κοινοτική ρύθμιση σχετικά με το ΟΣΔΕ, την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων και τη χρηματοδότηση της ΚΓΠ προκύπτει σαφώς ότι τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα ώστε να εξασφαλίζουν την ορθή εφαρμογή του ΟΣΔΕ και ότι, ιδίως, υποχρεούνται να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να βεβαιώνονται για το υποστατό και το νομότυπο των πράξεων που χρηματοδοτούνται από τις Κοινότητες γενικά, και από το ΕΓΤΠΕ ειδικότερα, καθώς και προς αποτροπή και δίωξη των παρατυπιών.

76      Από την εξέταση των εφαρμοστέων διατάξεων της κοινοτικής ρυθμίσεως περί κοινοτικών καθεστώτων ενισχύσεων και περί του ΟΣΔΕ προκύπτει επίσης ότι τα κράτη μέλη έχουν περιθώριο εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή των εν λόγω καθεστώτων και όσον αφορά την επιλογή των εθνικών μέτρων τα οποία κρίνουν αναγκαία για την κατά τρόπο αποτελεσματικό αποτροπή των παρατυπιών και του ενδεχομένου διαπράξεως απάτης και για την επιβολή σχετικών κυρώσεων.

77      Έτσι, το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 3508/92 προβλέπει ότι, για να γίνει δεκτή αίτηση υπαγωγής σε καθεστώς κοινοτικών ενισχύσεων βάσει των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού, ο ενδιαφερόμενος παραγωγός πρέπει να υποβάλλει, για κάθε έτος, αίτηση ενισχύσεων σχετικά με εκτάσεις αναφέρουσα τα οικεία αγροτεμάχια, περιλαμβανομένων των χρησιμοποιούμενων για χορτονομή εκτάσεων, και, ενδεχομένως, «οιαδήποτε άλλη αναγκαία πληροφορία που προβλέπεται είτε από τους [σχετικούς] κανονισμούς περί κοινοτικών καθεστώτων [ενισχύσεων] είτε από το οικείο κράτος μέλος».

78      Ομοίως, το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 3887/92 προβλέπει ότι μια αίτηση ενισχύσεων σχετικά με εκτάσεις πρέπει να περιλαμβάνει κάθε αναγκαία πληροφορία, ιδίως τα στοιχεία εκείνα τα οποία παρέχουν τη δυνατότητα εξακριβώσεως όλων των αγροτεμαχίων της εκμεταλλεύσεως, της εκτάσεώς τους, της γεωγραφικής τους θέσεως και της χρήσεώς τους.

79      Το περιθώριο εκτιμήσεως που έχουν τα κράτη μέλη όσον αφορά τον έλεγχο των αιτήσεων ενισχύσεων προκύπτει επίσης από τον κανονισμό 2419/2001. Από την τεσσαρακοστή όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν όλα τα περαιτέρω μέτρα που είναι απαραίτητα για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής του. Κατά το άρθρο 4 του κανονισμού αυτού, τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν την αξιοπιστία της αναγνωρίσεως των αγροτεμαχίων και οφείλουν ιδίως να επιβάλλουν την υποχρέωση να περιλαμβάνονται στις αιτήσεις ενισχύσεων σχετικά με εκτάσεις τα στοιχεία ή τα έγγραφα που προβλέπει η αρμόδια αρχή προς προσδιορισμό της γεωγραφικής θέσεως και των διαστάσεων κάθε αγροτεμαχίου. Κατά το άρθρο 22, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, η «επιλεξιμότητα» (δυνατότητα υπαγωγής στο σχετικό καθεστώς) των αγροτεμαχίων εξακριβώνεται με κάθε πρόσφορο τρόπο και, προς τούτο, μπορούν να ζητούνται, ενδεχομένως, συμπληρωματικές αποδείξεις.

80      Εξάλλου, το άρθρο 7 του κανονισμού 1259/1999 ορίζει ότι δεν καταβάλλονται ποσόα βάσει των καθεστώτων ενισχύσεων τα οποία αφορά ο κανονισμός αυτός σε δικαιούχους οι οποίοι αποδεδειγμένα δημιούργησαν τεχνητά τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την είσπραξη των ποσών αυτών, με σκοπό να προσπορισθούν όφελος αντίθετο προς τους σκοπούς του σχετικού καθεστώτος.

81      Επιπλέον, τα μέτρα περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 75 της παρούσας αποφάσεως, τα οποία οφείλουν να λαμβάνουν τα κράτη μέλη προς εξασφάλιση του υποστατού και του νομοτύπου των πράξεων που χρηματοδοτούνται από τις Κοινότητες, όπως προκύπτει από το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 2988/95 και το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1258/1999, πρέπει να λαμβάνονται σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις.

82      Από το σύνολο των προαναφερθεισών διατάξεων της κοινοτικής ρυθμίσεως περί καθεστώτων ενισχύσεων και τις λεπτομέρεις εφαρμογής του ΟΣΔΕ προκύπτει σαφώς ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τα δικαιολογητικά και τις αποδείξεις που πρέπει να προσκομίζει ο αιτών την χορήγηση ενισχύσεως σχετικά με τις χρησιμοποιούμενες για ζωοτροφή εκτάσεις οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο της αιτήσεώς του. Λαμβανομένου υπόψη του περιθωρίου εκτιμήσεως αυτού, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να προβλέπουν διευκρινιστικές λεπτομέρειες όσον αφορά τις απαιτούμενες αποδείξεις προς στήριξη των αιτήσεων χορηγήσεως ενισχύσεως με βάση, ιδίως, τις συνήθεις πρακτικές οι οποίες ακολουθούνται εντός των κρατών αυτών στον τομέα της γεωργίας και οι οποίες αφορούν τη νομή και τη χρησιμοποίηση των καλλιεργούμενων για ζωοτροφή εκτάσεων, καθώς και τους νομικούς τίτλους που πρέπει να προσκομίζονται προς δικαιολόγηση της χρησιμοποιήσεως αυτής.

83      Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι το ως άνω περιθώριο εκτιμήσεως έχει ορισμένα όρια.

84      Έτσι, όπως προκύπτει από τη δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1254/1999, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να χρησιμοποιούν τη διακριτική τους ευχέρεια αποκλειστικά βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, προκειμένου να τηρούν πλήρως της αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και να αποφεύγονται οι στρεβλώσεις της αγοράς και του ανταγωνισμού. Μολονότι η υποχρέωση προσκομίσεως ισχυρού νομικού τίτλου αποτελεί, καταρχήν, ένα τέτοιο αντικειμενικό κριτήριο, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν επιβάλλεται σε όλους τους αιτούντες την ως άνω ενίσχυση οι οποίοι βρίσκονται σε παρόμοιες καταστάσεις.

85      Ομοίως, από το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2988/95 προκύπτει ότι τα μέτρα ελέγχου που λαμβάνουν τα κράτη μέλη προς εξασφάλιση της δέουσας και πραγματικής εκτελέσεως των πράξεων που αφορούν τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας, όπως είναι οι χρηματοδοτούμενες από το ΕΓΤΠΕ, πρέπει να είναι προσαρμοσμένα στις ιδιαιτερότητες κάθε τομέα και να βρίσκονται σε κατάσταση αναλογίας έναντι των επιδιωκώμενων σκοπών.

86      Κατά συνέπεια, η εκ μέρους των κρατών μελών άσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας σχετικά με τις αποδείξεις που πρέπει να προσκομίζονται προς στήριξη των αιτήσεων χορηγήσεως ενισχύσεων, ιδίως όσον αφορά τη δυνατότητα να υποχρεώνεται ο αιτών ενίσχυση να καταθέσει ισχυρό νομικό τίτλο που να δικαιολογεί το δικαίωμα του να χρησιμοποιεί τις καλλιεργούμενες για ζωοτροφή εκτάσεις οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο της αιτήσεώς του, πρέπει να είναι σύμφωνη προς τους σκοπούς που επιδιώκονται με τη σχετική κοινοτική ρύθμιση και προς τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, ειδικότερα προς την αρχή της αναλογικότητας.

87      Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, η τελευταία αυτή αρχή, που απαιτεί τα μέσα που προβλέπει μια διάταξη να είναι πρόσφορα προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και να μην βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη αυτή μέτρου, δεσμεύει τόσο τον κοινοτικό νομοθέτη όσο και τους νομοθέτες των κρατών μελών αλλά και τα εθνικά δικαστήρια που εφαρμόζουν το κοινοτικό δίκαιο (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2008, C-37/06 και C-58/06, Viamex Agrar Handel και ZVK, Συλλογή 2008, σ. I-69, σκέψη 33). Κατά συνέπεια, οι αρμόδιες εθνικές αρχές πρέπει να τηρούν την αρχή αυτή στο πλαίσιο της εφαρμογής των διατάξεων του κανονισμού 1254/1999 και εκείνων που αφορούν το ΟΣΔΕ.

88      Όπως προκύπτει από τη σκέψη 75 της παρούσας αποφάσεως, η κοινοτική ρύθμιση σχετικά με το ΟΣΔΕ, την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων και τη χρηματοδότηση της ΚΓΠ επιτάσσει τη λήψη θέσπιση εθνικών μέτρων που να είναι κατάλληλα προς εξασφάλιση της ορθής εφαρμογής του ΟΣΔΕ καθώς και της αποτελεσματικότητας και της σύννομης λειτουργίας των χρηματοδοτούμενων από την Κοινότητα καθεστώτων ενισχύσεων. Μια κανονιστική ρύθμιση όπως η εφαρμοστέα εν προκειμένω στην κύρια δίκη, η οποία, όπως προκύπτει από τη σκέψη 56 της παρούσας αποφάσεως, αποσκοπεί ιδίως στην αποφυγή του ενδεχομένου να επωφελούνται καταχρηστικά οι κτηνοτρόφοι εκτάσεων που ανήκουν σε τρίτους με σκοπό την καταστρατήγηση της ρυθμίσεως στον τομέα των ως άνω καθεστώτων, εξυπηρετεί την επίτευξη των σκοπών αυτών. Όπως προκύπτει, η προβλεπόμενη από τη ρύθμιση αυτή υποχρέωση προσκομίσεως ισχυρού νομικού τίτλου είναι σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας.

89      Πάντως, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να ελέγξει αν η αρχή αυτή τηρήθηκε στο πλαίσιο των περιστάσεων της υποθέσεως της κύριας δίκης.

90      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η κοινοτική νομοθεσία, ιδίως ο κανονισμός 1254/1999, δεν εξαρτά τη δυνατότητα εγκρίσεως αιτήσεως προς χορήγηση ειδικών πριμοδοτήσεων για τα αρσενικά βοοειδή και ενισχύσεως εκτατικοποιήσεως από την προσκόμιση ισχυρού νομικού τίτλου που να θεμελιώνει το δικαίωμα του αιτούντος τις ενισχύσεις να χρησιμοποιεί τις καλλιεργούμενες για ζωοτροφή εκτάσεις οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο της αιτήσεως αυτής. Εντούτοις, η κοινοτική νομοθεσία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να επιβάλλουν με εθνική ρύθμιση την υποχρέωση προσκομίσεως τέτοιου τίτλου, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγονται οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει η κοινοτική νομοθεσία και οι γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, ειδικότερα η αρχή της αναλογικότητας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

91      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Η κοινοτική νομοθεσία, ιδίως ο κανονισμός (EK) 1254/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος, δεν εξαρτά τη δυνατότητα εγκρίσεως αιτήσεως προς χορήγηση ειδικών πριμοδοτήσεων για τα αρσενικά βοοειδή και ενισχύσεως εκτατικοποιήσεως από την προσκόμιση ισχυρού νομικού τίτλου που να θεμελιώνει το δικαίωμα του αιτούντος τις ενισχύσεις να χρησιμοποιεί τις καλλιεργούμενες για ζωοτροφή εκτάσεις οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο της αιτήσεως αυτής. Εντούτοις, η κοινοτική νομοθεσία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να επιβάλλουν με εθνική ρύθμιση την υποχρέωση προσκομίσεως τέτοιου τίτλου, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγονται οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει η κοινοτική νομοθεσία και οι γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, ειδικότερα η αρχή της αναλογικότητας.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.