ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ 1/08 ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 30ής Νοεμβρίου 2009

Πίνακας περιεχομένων

 

Το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η αίτηση γνωμοδοτήσεως

 

Η GATS

 

Το αντικείμενο και η κατάρτιση των συμφωνιών των οποίων μελετάται η σύναψη

 

Η μορφή και το περιεχόμενο των επιδίκων συμφωνιών

 

Η αίτηση εκδόσεως γνωμοδοτήσεως

 

Οι γραπτές παρατηρήσεις των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων

 

Επί του τρόπου διατυπώσεως των δύο ερωτημάτων που τίθενται με την αίτηση περί εκδόσεως γνωμοδοτήσεως και η σειρά εξετάσεώς τους

 

Επί του πρώτου ερωτήματος

 

Επί του δευτέρου ερωτήματος

 

Επί του άρθρου 133, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ

 

Επί των άρθρων 71 ΕΚ και 80, παράγραφος 2, ΕΚ

 

Η άποψη του Δικαστηρίου

 

Επί του αντικειμένου των επιδίκων συμφωνιών

 

Επί του αντικειμένου των υποβληθέντων στο Δικαστήριο ερωτημάτων και επί της σειράς εξετάσεώς τους

 

Επί της αρμοδιότητας της Κοινότητας να συνάψει τις επίδικες συμφωνίες και επί των αφορωσών τη σύναψη αυτή νομικών βάσεων

 

Επί της προσφυγής στο αναφερόμενο στην κοινή εμπορική πολιτική άρθρο 133, παράγραφοι 1 και 5, ΕΚ

 

Επί της προσφυγής στο άρθρο 133, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και επί της συμμετοχής των κρατών μελών στη σύναψη των επιδίκων συμφωνιών

 

Επί της προσφυγής στα άρθρα 71 ΕΚ και 80, παράγραφος 2, ΕΚ, τα οποία αφορούν την κοινή πολιτική των μεταφορών

«Γνωμοδότηση εκδιδόμενη δυνάμει του άρθρου 300, παράγραφος 6, ΕΚ — Γενική συμφωνία για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών (GATS) — Πίνακες συγκεκριμένων δεσμεύσεων — Σύναψη συμφωνιών για τη χορήγηση αντισταθμίσεων λαμβανομένων υπόψη της τροποποιήσεως και της ανακλήσεως ορισμένων δεσμεύσεων κατόπιν της προσχωρήσεως νέων κρατών μελών στην Ευρωπαϊκή Ένωση — Συναρμοδιότητα — Νομικές βάσεις — Κοινή εμπορική πολιτική — Κοινή πολιτική μεταφορών»

Στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως της γνωμοδοτήσεως 1/08,

με αντικείμενο αίτηση γνωμοδοτήσεως δυνάμει του άρθρου 300, παράγραφος 6, ΕΚ, την οποία υπέβαλε στις 18 Φεβρουαρίου 2008 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, J. N. Cunha Rodrigues, K. Lenaerts, J.-C. Bonichot, R. Silva de Lapuerta και C. Toader, προέδρους τμήματος, C. W. A. Timmermans, K. Schiemann (εισηγητή), J. Malenovský, T. von Danwitz και A. Arabadjiev, δικαστές,

γραμματέας: M.-A. Gaudissart, προϊστάμενος διοικητικής μονάδας,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Φεβρουαρίου 2009,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους E. White, M. Huttunen και L. Prete,

η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Smolek,

η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον C. Pilgaard Zinglersen,

η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Lumma και N. Graf Vitzthum,

η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις Α. Σαμώνη-Ράντου και Σ. Χάλα, καθώς και από τον Γ. Καριψιάδη,

η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την N. Díaz Abad,

η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τον D. J. O’Hagan, επικουρούμενο από τους A. Collins και M. Collins, SC,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

η Λιθουανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους D. Kriaučiūnas και E. Matulionytė,

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους C. Wissels και M. de Grave,

η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Dowgielewicz και C. Herma, καθώς και από την M. Kamejsza,

η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Inez Fernandes και την M. João Palma,

η Ρουμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους A. Ciobanu-Dordea και N. Mitu, καθώς και από τις E. Gane και C. Osman,

η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Heliskoski,

η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Falk,

η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την I. Rao, επικουρούμενη από τον A. Dashwood, barrister,

το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τον R. Passos και την D. Gauci,

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενο από τον J.-P. Hix και την R. Liudvinaviciute-Cordeiro,

αφού άκουσε εν συμβουλίω στις 3 Ιουνίου 2009 την E. Sharpston, πρώτη γενική εισαγγελέα, καθώς και τον D. Ruiz-Jarabo Colomer, την J. Kokott, τους M. Poiares Maduro, P. Mengozzi, Y. Bot και J. Mazák, καθώς και την V. Trstenjak, γενικούς εισαγγελείς,

εκδίδει την ακόλουθη

Γνωμοδότηση

1

Η αίτηση έχει ως αντικείμενο τον μικτό ή αποκλειστικό χαρακτήρα της αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και την κατάλληλη νομική βάση η οποία πρέπει να επιλεγεί για τη σύναψη, με ορισμένα μέλη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), των συμφωνιών που έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση των πινάκων συγκεκριμένων δεσμεύσεων της Κοινότητας και των κρατών μελών της δυνάμει της γενικής συμφωνίας για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών (GATS).

2

Κατά το άρθρο 300, παράγραφος 6, ΕΚ, «[τ]ο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, η Επιτροπή ή ένα κράτος μέλος μπορούν να ζητούν προηγουμένως από το Δικαστήριο να γνωμοδοτήσει αν η μελετώμενη συμφωνία συμβιβάζεται με τις διατάξεις της παρούσας Συνθήκης. Αν η γνωμοδότηση του Δικαστηρίου είναι αρνητική, η συμφωνία μπορεί να τεθεί σε ισχύ μόνον υπό τους όρους που ορίζει το άρθρο 48 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση».

Το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η αίτηση γνωμοδοτήσεως

Η GATS

3

Με την απόφαση 94/800/ΕΚ, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994), καθόσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της (ΕΕ L 336, σ. 1), το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ενέκρινε τη συμφωνία για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και τις περιλαμβανόμενες στα παραρτήματα 1 έως 3 αυτής συμφωνίες, μία εκ των οποίων είναι η γενική συμφωνία για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών (στο εξής: GATS).

4

Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, της GATS:

«Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, οι συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών ορίζονται ως η παροχή υπηρεσιών:

α)

από το έδαφος ενός μέλους στο έδαφος άλλου μέλους [στο εξής: πρώτο είδος παροχής]·

β)

εντός του εδάφους ενός μέλους προς χρήστη υπηρεσιών άλλου μέλους [στο εξής: δεύτερο είδος παροχής]·

γ)

από φορέα παροχής υπηρεσιών ενός μέλους μέσω εμπορικής παρουσίας στο έδαφος άλλου μέλους [στο εξής: τρίτο είδος παροχής]·

δ)

από φορέα παροχής υπηρεσιών ενός μέλους μέσω παρουσίας φυσικών προσώπων ενός μέλους εντός του εδάφους άλλου μέλους [στο εξής: τέταρτο είδος παροχής].»

5

Το άρθρο V της GATS, τιτλοφορούμενο «Οικονομική ολοκλήρωση», προβλέπει:

«1.   Η παρούσα συμφωνία δεν εμποδίζει τα μέλη της να αποτελούν μέρος ή να συνάπτουν συμφωνία για την απελευθέρωση των συναλλαγών στον τομέα των υπηρεσιών μεταξύ δύο ή περισσοτέρων μερών της εν λόγω συμφωνίας, υπό την προϋπόθεση ότι η συμφωνία αυτή [πληροί ορισμένες προϋποθέσεις].

[…]

5.   Αν κατά τη σύναψη, διεύρυνση ή σημαντική τροποποίηση των συμφωνιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ένα μέλος προτίθεται να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει συγκεκριμένη δέσμευση κατά παρέκκλιση των ειδικών και γενικών όρων που αναφέρονται στον πίνακά του, υποχρεούται να υποβάλει προειδοποίηση τουλάχιστον 90 ημέρες πριν από τη σχετική τροποποίηση ή ανάκληση, εφαρμόζεται δε η διαδικασία που παρατίθεται στο άρθρο XXI, παράγραφοι 2, 3 και 4.

[…]»

6

Εντασσόμενο στο μέρος III της GATS, το άρθρο XVI αυτής, τιτλοφορούμενο «Ειδικές αναλήψεις υποχρεώσεων», ορίζει:

«1.   Όσον αφορά την πρόσβαση στην αγορά μέσω των τρόπων παροχής υπηρεσιών που ορίζονται στο άρθρο 1, κάθε μέλος παρέχει στις υπηρεσίες και στους φορείς παροχής υπηρεσιών οποιουδήποτε άλλου μέλους μεταχείριση όχι λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν που προβλέπεται κατ’ εφαρμογήν των όρων, περιορισμών και προϋποθέσεων που έχουν συμφωνηθεί και καθοριστεί στον πίνακα υποχρεώσεών του […].

2.   Σε τομείς στους οποίους αναλαμβάνονται υποχρεώσεις προσβάσεως στην αγορά, τα μέτρα τα οποία δεν διατηρούνται ούτε υιοθετούνται από μέλος είτε σε επίπεδο περιφερειακής υποδιαιρέσεως είτε στο σύνολο του εδάφους του, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στον πίνακα των υποχρεώσεών του, είναι τα εξής:

α)

περιορισμοί ως προς τον αριθμό των φορέων παροχής υπηρεσιών, υπό μορφή είτε αριθμητικών ποσοστώσεων, μονοπωλίων, αποκλειστικής παροχής υπηρεσιών είτε εξετάσεως των οικονομικών αναγκών·

β)

περιορισμοί ως προς τη συνολική αξία πράξεων ή αγαθών στον τομέα των υπηρεσιών, υπό μορφή αριθμητικών ποσοστώσεων ή εξετάσεως των οικονομικών αναγκών·

γ)

περιορισμοί ως προς τον συνολικό αριθμό πράξεων στον τομέα των υπηρεσιών ή ως προς τη συνολική ποσότητα των παραγομένων υπηρεσιών, οι οποίοι εκφράζονται με καθορισμένες αριθμητικές μονάδες υπό μορφή ποσοστώσεων ή εξετάσεως των οικονομικών αναγκών·

δ)

περιορισμοί ως προς τον συνολικό αριθμό φυσικών προσώπων που μπορούν να απασχοληθούν σε συγκεκριμένο τομέα υπηρεσιών ή που είναι δυνατόν να απασχολήσει φορέας παροχής υπηρεσιών, οι οποίοι είναι αναγκαίοι για την παροχή συγκεκριμένης υπηρεσίας και συνδέονται άμεσα με αυτή, υπό μορφή αριθμητικών ποσοστώσεων ή εξετάσεως των οικονομικών αναγκών·

ε)

μέτρα που επιβάλλουν περιορισμούς ή υποχρεώσεις όσον αφορά την ύπαρξη συγκεκριμένης μορφής νομικών προσώπων ή κοινών επιχειρήσεων, μέσω των οποίων είναι δυνατόν να παρέχεται υπηρεσία από φορέα παροχής υπηρεσιών· και

στ)

περιορισμοί όσον αφορά τη συμμετοχή ξένου κεφαλαίου υπό μορφή ανώτατων ποσοστιαίων περιορισμών στις μετοχές που κατέχουν αλλοδαποί ή τη συνολική αξία μεμονωμένων ή συνολικών ξένων επενδύσεων.»

7

Κατά το άρθρο XVII, παράγραφος 1, της GATS:

«Όσον αφορά το σύνολο των μέτρων των σχετικών με την παροχή υπηρεσιών στους τομείς που περιλαμβάνονται στον πίνακά του και λαμβάνοντας υπόψη τους όρους και περιορισμούς που καθορίζονται σ’ αυτόν, κάθε μέλος παρέχει σε υπηρεσίες και φορείς παροχής υπηρεσιών οποιουδήποτε άλλου μέλους μεταχείριση όχι λιγότερο ευνοϊκή από τη μεταχείριση που παρέχει στις οικείες παρεμφερείς υπηρεσίες και [στους οικείους παρεμφερείς] φορείς παροχής υπηρεσιών […]».

8

Το άρθρο XX της GATS ορίζει:

«1.   Κάθε μέλος καθορίζει σε πίνακα τις συγκεκριμένες υποχρεώσεις που αναλαμβάνει στο πλαίσιο του μέρους ΙΙΙ της παρούσας συμφωνίας. Όσον αφορά τους τομείς στους οποίους αναλαμβάνονται οι συγκεκριμένες υποχρεώσεις, σε κάθε πίνακα προσδιορίζονται:

α)

οι όροι, οι περιορισμοί και οι προϋποθέσεις προσβάσεως στην αγορά·

β)

οι όροι και οι περιορισμοί όσον αφορά την εθνική μεταχείριση·

[…]

3.   Οι πίνακες των συγκεκριμένων υποχρεώσεων επισυνάπτονται στην παρούσα συμφωνία και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αυτής.»

9

Οι συγκεκριμένες δεσμεύσεις προσλαμβάνουν άλλοτε οριζόντιο περιεχόμενο, υπό την έννοια ότι αφορούν αδιακρίτως όλες τις παρατιθέμενες στον οικείο πίνακα του μέλους υπηρεσίες (στο εξής: οριζόντιες δεσμεύσεις), άλλοτε δε τομεακό περιεχόμενο οσάκις αφορούν ειδικό τομέα υπηρεσιών (στο εξής: τομεακές δεσμεύσεις).

10

Το άρθρο XXI της GATS, τιτλοφορούμενο «Τροποποίηση των πινάκων», προβλέπει:

α)

Οποιοδήποτε μέλος που αναφέρεται στο παρόν άρθρο ως “το μέλος που προβαίνει σε τροποποιήσεις” δύναται να τροποποιεί ή να ανακαλεί τις αναλήψεις υποχρεώσεων που περιλαμβάνονται στον πίνακά του, οποτεδήποτε, μετά την παρέλευση τριών ετών από την έναρξη ισχύος των σχετικών υποχρεώσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

β)

Το μέλος που προβαίνει σε τροποποιήσεις γνωστοποιεί στο Συμβούλιο Συναλλαγών στον τομέα των υπηρεσιών την πρόθεσή του να τροποποιήσει ή να ανακαλέσει ανάληψη υποχρεώσεως σύμφωνα με το παρόν άρθρο, το αργότερο τρεις μήνες πριν από την προβλεπόμενη ημερομηνία εφαρμογής της τροποποιήσεως ή της ανακλήσεως.

α)

Κατόπιν αιτήσεως μέλους του οποίου τα οφέλη που απορρέουν από την παρούσα συμφωνία είναι δυνατόν να θιγούν από προτεινόμενη τροποποίηση ή ανάκληση που γνωστοποιείται […] (το οποίο αναφέρεται στο παρόν άρθρο ως “θιγόμενο μέλος”), το μέλος που προβαίνει σε τροποποιήσεις αρχίζει διαπραγματεύσεις που αποσκοπούν στην επίτευξη συμφωνίας σχετικά με τις αναγκαίες αντισταθμιστικές αναπροσαρμογές. Κατά τις εν λόγω διαπραγματεύσεις και συμφωνίες, τα ενδιαφερόμενα μέλη προσπαθούν να διατηρήσουν ένα γενικό επίπεδο αμοιβαίως επωφελών υποχρεώσεων όχι λιγότερο ευνοϊκών για τις συναλλαγές από αυτές που προβλέπονταν στους πίνακες συγκεκριμένων υποχρεώσεων πριν από τις σχετικές διαπραγματεύσεις.

β)

Οι αντισταθμιστικές προσαρμογές πραγματοποιούνται βάσει της αρχής του μάλλον ευνοουμένου κράτους.

α)

Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του μέλους που προβαίνει σε τροποποιήσεις και των θιγομένων μελών πριν από τη λήξη της περιόδου που προβλέπεται για διαπραγματεύσεις, τα εν λόγω θιγόμενα μέλη δύνανται να παραπέμψουν το θέμα σε διαιτησία. Τα θιγόμενα μέλη που επιθυμούν να επιβάλουν δικαίωμα που ενδεχομένως έχουν για τη χορήγηση αντισταθμιστικού ανταλλάγματος οφείλουν να συμμετάσχουν στη διαιτησία.

β)

Αν κανένα από τα θιγόμενα μέλη δεν ζητήσει την προσφυγή σε διαιτησία, το μέλος που προβαίνει σε τροποποιήσεις είναι ελεύθερο να εφαρμόσει την προτεινόμενη τροποποίηση ή ανάκληση.

[…]

5.   Το Συμβούλιο Συναλλαγών στον τομέα των υπηρεσιών καθορίζει διαδικασίες διορθώσεως ή τροποποιήσεως των πινάκων υποχρεώσεων. Τα μέλη τα οποία προέβησαν στην τροποποίηση ή ανάκληση, βάσει του παρόντος άρθρου, υποχρεώσεων που περιλαμβάνονται στους πίνακες τροποποιούν τους πίνακές τους σύμφωνα με τις σχετικές διαδικασίες.»

11

Οι αφορώντες την τροποποίηση των πινάκων που κατήρτισε το Συμβούλιο Συναλλαγών στον τομέα των υπηρεσιών στις 19 Ιουνίου 1999 κανόνες διαδικασίας απαντούν στο έγγραφο S/L/80, της , τιτλοφορούμενο «Διαδικασίες εφαρμογής του άρθρου XXI της γενικής συμφωνίας για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών (Τροποποίηση των πινάκων)» (στο εξής: κανόνες διαδικασίας).

12

Οι παράγραφοι 5 και 6 των κανόνων διαδικασίας προβλέπουν:

«5.   Με την ολοκλήρωση κάθε διεξαχθείσας σύμφωνα με την παράγραφο 2, στοιχείο αʹ, του άρθρου XXI, διαπραγμάτευση, το προβαίνον στην τροποποίηση μέλος απευθύνει στη Γραμματεία κοινή επιστολή, υπογραφόμενη από τα ενδιαφερόμενα μέλη, καθώς και έκθεση αφορώσα τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων, μονογραφούμενη από τα οικεία μέλη. Η Γραμματεία διανέμει την επιστολή και την έκθεση σε όλα τα μέλη υπό τη μορφή απορρήτου εγγράφου.

6.   Το προβαίνον σε τροποποίηση μέλος, το οποίο κατέληξε σε συμφωνία με όλα τα [θιγόμενα] μέλη, τα οποία προέβησαν σε δήλωση […], υποβάλλει στη Γραμματεία, το αργότερο 15 ημέρες μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, τελική έκθεση επί των διαπραγματεύσεων δυνάμει του άρθρου XXI, η οποία διανέμεται σε όλα τα μέλη υπό τη μορφή απορρήτου εγγράφου. Μετά την ολοκλήρωση της κατά τις παραγράφους 20 έως 22 διαδικασίας επικυρώσεως, το οικείο μέλος το οποίο προβαίνει στην τροποποίηση είναι ελεύθερο να θέσει σε εφαρμογή τις συμφωνηθείσες κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων αλλαγές, οι οποίες προσδιορίζονται στην έκθεση, και να γνωστοποιήσει στη Γραμματεία την ημερομηνία εφαρμογής προκειμένου να διανεμηθεί στα μέλη του ΠΟΕ. Οι εν λόγω αλλαγές δεν βαίνουν πέραν της αρχικώς γνωστοποιηθείσας τροποποιήσεως ή ανακλήσεως και περιλαμβάνουν όλες τις συμφωνηθείσες κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων αντισταθμιστικές αναπροσαρμογές».

13

Η παράγραφος 8 των κανόνων διαδικασίας, η οποία εφαρμόζεται εφόσον δεν κατέστη εφικτή η επίτευξη συμφωνίας επί των αντισταθμιστικών αναπροσαρμογών, ορίζει:

«Αν κανένα [θιγόμενο] μέλος το οποίο προέβη σε σχετική δήλωση […] δεν υποβάλει εμπροθέσμως αίτηση περί διαιτησίας […], το προβαίνον στην τροποποίηση μέλος είναι ελεύθερο να θέσει σε εφαρμογή τη σχεδιαζόμενη τροποποίηση ή την ανάκληση μετά την ολοκλήρωση της κατά τις παραγράφους 20 έως 22 διαδικασίας επικυρώσεως. […] Το προβαίνον στην τροποποίηση μέλος γνωστοποιεί την ημερομηνία εφαρμογής στη Γραμματεία προκειμένου να διανεμηθεί στα μέλη του ΠΟΕ.»

14

Η παράγραφος 20 των κανόνων διαδικασίας προβλέπει:

«Οι επελθούσες στα αυθεντικά κείμενα των πινάκων που επισυνάπτονται [στην GATS] τροποποιήσεις, οι οποίες απορρέουν από τα ληφθέντα δυνάμει του άρθρου XXI μέτρα, τίθενται σε ισχύ μέσω επικυρώσεως. Το σχέδιο του πίνακα ο οποίος αναφέρει σαφώς τις λεπτομέρειες των τροποποιήσεων κοινοποιείται στη Γραμματεία προκειμένου να διανεμηθεί σε όλα τα μέλη. Οι τροποποιήσεις αρχίζουν να ισχύουν μετά τη λήξη χρονικής περιόδου 45 ημερών από την ημερομηνία της διανομής τους ή από μεταγενέστερη ημερομηνία, όπως αυτή διευκρινίζεται από το προβαίνον στις τροποποιήσεις μέλος […].»

Το αντικείμενο και η κατάρτιση των συμφωνιών των οποίων μελετάται η σύναψη

15

Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, μετά τη, δυνάμει της GATS, καθιέρωση του πίνακα συγκεκριμένων δεσμεύσεων της Κοινότητας και των δώδεκα τότε κρατών μελών της, οι διευρύνσεις που μεσολάβησαν κατά τα έτη 1995 και 2004 κατέστησαν αναγκαία την κατάρτιση νέου πίνακα περιλαμβάνοντα τα νέα δεκατρία κράτη μέλη τα οποία διατηρούσαν μέχρι τότε τους δικούς τους πίνακες δεσμεύσεων.

16

Η Επιτροπή κοινοποίησε στις 28 Μαΐου 2004, κατ’ εφαρμογή του άρθρου V, παράγραφος 5, της GATS, τον πίνακα των τροποποιήσεων και ανακλήσεων δεσμεύσεων που είχε την πρόθεση να επιφέρει όσον αφορά τους καταλόγους των δεκατριών νέων κρατών μελών προκειμένου να τους ενοποιήσει με τον παρόντα πίνακα της Κοινότητας και των κρατών μελών της (στο εξής: έγγραφο S/SECRET/8). Την εν λόγω κοινοποίηση ακολούθησε και δεύτερη στις , η οποία αφορούσε τις περιλαμβανόμενες στους πίνακες της Δημοκρατίας της Μάλτας και της Δημοκρατίας της Κύπρου αντιστοίχως δεσμεύσεις (στο εξής: έγγραφο S/SECRET/9).

17

Εν συνεχεία των δηλώσεων στις οποίες προέβησαν ορισμένα μέλη του ΠΟΕ εκτιμώντας ότι θίγονται από τις τροποποιήσεις και τις ανακλήσεις δεσμεύσεων που σχεδιάζονταν, η Επιτροπή, ενεργώντας για λογαριασμό της Κοινότητας και των 25 κρατών μελών της, διεξήγαγε διαπραγματεύσεις προκειμένου να συμφωνηθούν οι βάσει του άρθρου XXI, παράγραφος 2, της GATS αντισταθμιστικές αναπροσαρμογές.

18

Μετά την ολοκλήρωση των εν λόγω διαπραγματεύσεων, τα μέρη συμφώνησαν επί των προς χορήγηση αντισταθμίσεων λαμβανομένων υπόψη των τροποποιήσεων και ανακλήσεων δεσμεύσεων που μνημονεύονταν στο έγγραφο S/SECRET/8. Αντιθέτως, δεν κατέληξαν σε συμφωνία ως προς τις αντισταθμίσεις αναφορικά με τις απαριθμούμενες στο έγγραφο S/SECRET/9 ανακλήσεις δεσμεύσεων. Ουδεμία διαιτητική διαδικασία κινήθηκε συναφώς από τα θιγόμενα μέλη του ΠΟΕ.

19

Όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 26ης Ιουλίου 2006, η Επιτροπή εξουσιοδοτήθηκε να υπογράψει τις συμφωνίες που είχαν αποτελέσει αντικείμενο των διαπραγματεύσεων και να διαβιβάσει τον ενοποιημένο πίνακα των δεσμεύσεων της Κοινότητας και των κρατών μελών της στη Γραμματεία του ΠΟΕ προς επικύρωσή του.

20

Στα ανωτέρω συμπεράσματα διευκρινιζόταν μεταξύ άλλων ότι, «όταν θα δημοσιοποιήσει τον ενοποιημένο πίνακα των αναλαμβανομένων από την Κοινότητα και τα κράτη μέλη της ειδικών δεσμεύσεων […], η Επιτροπή θα γνωστοποιήσει ότι ο νέος πίνακας πρόκειται να τεθεί σε ισχύ μετά την ολοκλήρωση των εσωτερικών διαδικασιών λήψεως αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, εφόσον τούτο απαιτειται. Συναφώς, η Επιτροπή θα υποβάλει πρόταση στο Συμβούλιο».

21

Κατόπιν αυτού, υπογράφηκαν δεκαεπτά συμφωνίες με τη Δημοκρατία της Αργεντινής, το Commonwealth της Αυστραλίας, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας, τον Καναδά, τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, το χωριστό τελωνειακό έδαφος της Ταϊβάν, τα Penghu, Kinmen και Matsu (Κινεζική Taipei), τη Δημοκρατία της Κολομβίας, τη Δημοκρατία της Κούβας, τη Δημοκρατία του Ισημερινού, το Χονγκ Κονγκ (Κίνα), τη Δημοκρατία της Ινδίας, την Ιαπωνία, τη Δημοκρατία της Κορέας, τη Νέα Ζηλανδία, τη Δημοκρατία των Φιλιππίνων, την Ελβετική Συνομοσπονδία και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αντιστοίχως (στο εξής: επίδικες συμφωνίες).

22

Η διαδικασία επικυρώσεως ολοκληρώθηκε επιτυχώς στις 15 Δεκεμβρίου 2006.

23

Η Επιτροπή υπέβαλε στις 27 Μαρτίου 2007 ενώπιον του Συμβουλίου πρόταση αποφάσεως περί συνάψεως των επιδίκων συμφωνιών, προτείνοντας ως βάση το άρθρο 133, παράγραφοι 1 έως 5, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 300, παράγραφος 2, ΕΚ.

24

Στην αιτιολογική έκθεση της ανωτέρω προτάσεως, η Επιτροπή διευκρινίζει μεταξύ άλλων ότι διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις για τις επίδικες συμφωνίες εξ ονόματος και για λογαριασμό της Κοινότητας και των κρατών μελών της εκκινούσα από την υπόθεση ότι ήδη εξ αρχής δεν μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο οι εν λόγω συμφωνίες να απαιτούν έγκριση των κρατών μελών. Λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των αντισταθμιστικών αναπροσαρμογών που αποτέλεσαν όντως αντικείμενο διαπραγματεύσεως, η Επιτροπή εκτιμά, πάντως, ότι αυτές δεν βαίνουν πέραν του πεδίου της εσωτερικής αρμοδιότητας της Κοινότητας ούτε επιφέρουν εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σε τομέα μη προβλεπόμενο από τη Συνθήκη, και, επομένως, το μεν άρθρο 133, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ δεν έχει εφαρμογή, η δε σύναψη των ανωτέρω συμφωνιών εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας.

25

Αντιθέτως, το Συμβούλιο και τα συνελθόντα υπό το σχήμα αυτό κράτη θεωρούν ότι η σύναψη των επιδίκων συμφωνιών εμπίπτει σε αρμοδιότητα που μοιράζονται η Κοινότητα και τα κράτη μέλη της.

26

Κατόπιν αυτού, τα κράτη μέλη κίνησαν τις προβλεπόμενες εντός ενός εκάστου εσωτερικές διαδικασίες προς έγκριση των εν λόγω συμφωνιών.

27

Εξάλλου, στις 13 Ιουλίου 2007 το Συμβούλιο διαβουλεύθηκε με το Κοινοβούλιο επ’ αφορμή της ανωτέρω προτάσεως της Επιτροπής. Με την ανωτέρω ευκαιρία, το Συμβούλιο γνωστοποίησε στο Κοινοβούλιο ότι επρόκειτο να θεμελιώσει την απόφαση συνάψεως των επιδίκων συμφωνιών τόσο επί του άρθρου 133, παράγραφο 1 έως 5, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 300, παράγραφος 2, ΕΚ, όσο και επί των άρθρων 71 ΕΚ, 80, παράγραφος 2, ΕΚ και 133, παράγραφος 6, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 300, παράγραφος 3, ΕΚ.

28

Με το από 11 Οκτωβρίου 2007 νομοθετικό ψήφισμά του, το Κοινοβούλιο ενέκρινε την ανωτέρω πρόταση. Εντούτοις, οι αιτιολογικές σκέψεις του ανωτέρω ψηφίσματος αναφέρονται αποκλειστικά στα άρθρα 133, παράγραφοι 1 έως 5, ΕΚ και 300, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ.

Η μορφή και το περιεχόμενο των επιδίκων συμφωνιών

29

Υπογραμμίζοντας ότι οι επίδικες συμφωνίες είναι κατ’ ουσίαν σχεδόν πανομοιότυπες, η Επιτροπή περιορίζεται στην προσκόμιση της υπογραφείσας με την Ιαπωνία συμφωνίας. Το Συμβούλιο επιβεβαιώνει την ισχύουσα επί της ουσίας ταύτιση των ανωτέρω συμφωνιών μεταξύ τους.

30

Σύμφωνα με την παράγραφο 5 των κανόνων διαδικασίας, η υπογραφείσα με την Ιαπωνία συμφωνία περιβάλλεται τη μορφή κοινής επιστολής υπογραφόμενης, αφενός, από την Επιτροπή, για λογαριασμό της Κοινότητας και των κρατών μελών της, και, αφετέρου, από την Ιαπωνία (στο εξής: κοινή επιστολή).

31

Στην κοινή επιστολή επισυνάπτεται, όπως προβλέπει η προπαρατεθείσα παράγραφος 5, έκθεση επί του αποτελέσματος των διαπραγματεύσεων. Η σχετική έκθεση περιλαμβάνει δύο παραρτήματα (στο εξής: παράρτημα I και παράρτημα IΙ).

32

Το παράρτημα I απαριθμεί τις σχεδιαζόμενες τροποποιήσεις και ανακλήσεις όσον αφορά τους πίνακες δεσμεύσεων των νέων κρατών μελών. Περιλαμβάνει δύο μέρη.

33

Το παράρτημα I, A, επαναλαμβάνει τον πίνακα των απαριθμουμένων στο έγγραφο S/SECRET/8 τροποποιήσεων και ανακλήσεων.

34

Όσον αφορά τις οριζόντιες δεσμεύσεις, χωρεί επέκταση ορισμένων απαντώντων στον παρόντα πίνακα δεσμεύσεων της Κοινότητας και των κρατών μελών της περιορισμών σε διάφορα νέα κράτη μέλη. Αυτό συμβαίνει όσον αφορά τον οριζόντιο περιορισμό σχετικά με την πρόσβαση στην αγορά υπό τη μορφή του τρίτου είδους παροχής για τις θεωρούμενες εντός των κρατών μελών ως δημόσιες, σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο, υπηρεσίες οι οποίες δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο κρατικών μονοπωλίων ή αποκλειστικών δικαιωμάτων επιφυλασσομένων σε ιδιώτες προμηθευτές. Το ίδιο ισχύει για τους αφορώντες το πλεονέκτημα της εθνικής μεταχειρίσεως που απολαύουν αντιστοίχως τα εγκατεστημένα εντός κράτους μέλους υποκαταστήματα ή πρακτορεία εταιρίας τρίτου κράτους ή ορισμένα υποκαταστήματα εταιριών τρίτων κρατών περιορισμούς οι οποίοι έχουν επιβληθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους (τρίτο είδος παροχής), καθώς και για τους αφορώντες το πλεονέκτημα της εθνικής μεταχειρίσεως περιορισμούς σχετικά με τις επιδοτήσεις (τρίτο και τέταρτο είδος παροχών). Επεκτείνονται επίσης σε διάφορα νέα κράτη μέλη ορισμένοι αφορώντες την πρόσβαση στην αγορά υπό τη μορφή της τέταρτης παροχής οριζόντιοι περιορισμοί σχετικά με την προσωρινή διαμονή, πρώτον, των προσώπων τα οποία είναι αποσπασμένα εντός της εταιρίας τους, δεύτερον, των επιφορτισμένων με τη διαπραγμάτευση της πωλήσεως υπηρεσιών ή της συνάψεως συμβάσεων παροχής υπηρεσιών εμπορικών αντιπροσώπων, τρίτον, των προσώπων στα οποία ανατέθηκε να προβούν σε εντός κράτους μέλους εμπορική παρουσία και, τέταρτον, των προσληφθέντων φυσικών προσώπων για την παροχή σε προσωρινή βάση υπηρεσίας εκ μέρους φυσικού προσώπου μη διαθέτοντος εμπορική παρουσία εντός οποιουδήποτε κράτους μέλους της Κοινότητας.

35

Εξάλλου, το παράρτημα I, A, προβλέπει την ανάκληση ορισμένων οριζοντίων δεσμεύσεων σε θέματα προσβάσεως στην αγορά τις οποίες είχαν αναλάβει προηγουμένως η Δημοκρατία της Κύπρου και η Δημοκρατία της Λιθουανίας και αφορούν το τέταρτο είδος παροχής.

36

Ως προς τις τομεακές δεσμεύσεις, με το παράρτημα I, A, επεκτείνονται, αφενός, σε διάφορα νέα κράτη μέλη περιορισμοί απαντώντες στον ισχύοντα πίνακα δεσμεύσεων της Κοινότητας και των κρατών μελών της. Οι εν λόγω περιορισμοί αφορούν την πρόσβαση στην αγορά σχετικά, πρώτον, με τις υπηρεσίες χρηματοδοτικών πιστώσεων ή εκμισθώσεως αεροσκαφών χωρίς πλήρωμα (δεύτερο και τρίτο είδος παροχής), δεύτερον, με τις εκπαιδευτικές υπηρεσίες καθόσον δεν καλύπτονται από τον πίνακα της Κοινότητας και των κρατών μελών της παρά μόνον στον βαθμό που πρόκειται για υπηρεσίες ιδιωτικής εκπαιδεύσεως και, τρίτον, με τις τραπεζικές και λοιπές χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες (πρώτο και τρίτο είδος παροχής). Εξάλλου, οι σχετικοί περιορισμοί αφορούν την εθνική μεταχείριση σχετικά με ορισμένες υπηρεσίες αεροπορικών μεταφορών, ήτοι την πώληση και την εμπορευματοποίηση των μεταφορών καθώς και τα ηλεκτρονικά συστήματα κρατήσεων.

37

Αφενός, με το παράρτημα I, A, χωρεί η ανάκληση τομεακών δεσμεύσεων που είχαν αναλάβει προηγουμένως ορισμένα νέα κράτη μέλη και αφορούν τις διαστημικές μεταφορές και τους τομείς των συναφών με τις κατασκευαστικές βιομηχανίες υπηρεσιών. Εξάλλου, εισάγονται έναντι ορισμένων νέων κρατών μελών νέοι τομεακοί περιορισμοί σχετικά με την πρόσβαση στην αγορά των αεροπορικών μεταφορών (εκμίσθωση αεροσκαφών με πλήρωμα) (πρώτο έως και τρίτο είδη παροχής) και των επικουρικών όλων των τρόπων μεταφοράς υπηρεσιών (τρίτο είδος παροχής).

38

Το παράρτημα Ι, B, απαριθμεί τον πίνακα των ανακλήσεων δεσμεύσεων, τόσο των οριζοντίων όσο και των τομεακών, της Δημοκρατίας της Κύπρου και της Δημοκρατίας της Μάλτας σε σχέση με την εθνική μεταχείριση σε επίπεδο τετάρτου είδους παροχής, πίνακα τον οποίο περιλαμβάνει το έγγραφο S/SECRET/9. Οι οικείες τομεακές δεσμεύσεις αφορούν τις υπηρεσίες πληροφορικής και τις συναφείς με αυτήν υπηρεσίες, τις υπηρεσίες έρευνας και αναπτύξεως στο πεδίο των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών, τις υπηρεσίες ασφαλίσεως και τις συναφείς με αυτή υπηρεσίες, τις τραπεζικές υπηρεσίες και τις λοιπές χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, τις ξενοδοχειακές υπηρεσίες, τις υπηρεσίες εστιάσεως και τροφοδοσίας, καθώς και τις υπηρεσίες που παρέχουν τα ταξιδιωτικά γραφεία και οι τουριστικοί πράκτορες και τις υπηρεσίες θαλασσίων μεταφορών επιβατών και εμπορευμάτων.

39

Στο παράρτημα II παρατίθενται οι αναληφθείσες υπό μορφή αντισταθμιστικών αναπροσαρμογών δεσμεύσεις, λαμβανομένων υπόψη των τροποποιήσεων και ανακλήσεων δεσμεύσεων που μνημονεύονται στο έγγραφο S/SECRET/8 και επαναλαμβάνονται στο παράρτημα I, A. Όσον αφορά τις οριζόντιες δεσμεύσεις, στο παράρτημα ΙΙ γίνεται λόγος για διευθέτηση αφορώσα τον προπαρατεθέντα οριζόντιο περιορισμό σχετικά με την πρόσβαση στην αγορά υπό τη μορφή της τρίτης παροχής σχετικά με τις θεωρούμενες εντός των κρατών μελών ως δημόσιες υπηρεσίες, καθώς και για ανάκληση οριζόντιου περιορισμού αφορώντος την επένδυση στη Δημοκρατία της Αυστρίας (τρίτο είδος παροχής) και για οριζόντιες δεσμεύσεις που ανέλαβαν η Δημοκρατία της Μάλτας και η Δημοκρατία της Κύπρου σχετικά με τις αποσπάσεις εντός εταιρίας και σχετικά με τους εμπορικούς αντιπροσώπους (τέταρτο είδος παροχής). Τομεακές δεσμεύσεις ή ανακλήσεις περιορισμών συναφών με αυτές σε θέματα προσβάσεως στην αγορά ή εθνικής μεταχειρίσεως απαριθμούνται, εξάλλου, όσον αφορά διάφορα κράτη μέλη. Ανάγονται αντίστοιχα στις υπηρεσίες μηχανικής (δεύτερο και τρίτο είδος παροχής), τις ολοκληρωμένες υπηρεσίες μηχανικής (τρίτο και τέταρτο είδος παροχής), τις υπηρεσίες χωροταξίας και αρχιτεκτονικής τοπίου (δεύτερο και τρίτο είδος παροχής), τις υπηρεσίες πληροφορικής και τις συναφείς με αυτήν υπηρεσίες (πρώτο έως τέταρτο είδη παροχής), τις διαφημίσεις (πρώτο είδος παροχής), τις υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών, τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες (τράπεζες και ασφάλειες) (τρίτο είδος παροχής), τις ξενοδοχειακές υπηρεσίες, τις υπηρεσίες εστιάσεως και τροφοδοσίας (τρίτο είδος παροχής), τις υπηρεσίες γραφείων ταξιδίων και τουριστικών πρακτόρων (τρίτο είδος παροχής), καθώς και τις υπηρεσίες κομμωτικής τέχνης (δεύτερο και τρίτο είδος παροχής).

40

Με την κοινή επιστολή γνωστοποιείται ότι τόσο αυτή όσο και τα παραρτήματα I και II αποτελούν την μεταξύ των μερών συμφωνία. Προβλέπεται ότι η Κοινότητα και τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στη Γραμματεία του ΠΟΕ τον ενοποιημένο πίνακα των δεσμεύσεών τους προς επικύρωσή του, και ότι το αποτέλεσμα των διεξαχθεισών μεταξύ των μερών διαπραγματεύσεων θα αρχίσει να ισχύει μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας επικυρώσεως, σε ημερομηνία που πρόκειται να καθοριστεί από την Κοινότητα και τα κράτη μέλη της, μετά την περάτωση των εσωτερικών διαδικασιών εγκρίσεως. Με την ίδια επιστολή διευκρινίζεται περαιτέρω ότι οι σχεδιαζόμενες με τα έγγραφα S/SECRET/8 και S/SECRET/9 τροποποιήσεις και ανακλήσεις δεν θα τεθούν σε εφαρμογή πριν από την έναρξη ισχύος των αντισταθμιστικών αναπροσαρμογών που αποτέλεσαν αντικείμενο των διαπραγματεύσεων.

Η αίτηση εκδόσεως γνωμοδοτήσεως

41

Η αίτηση της Επιτροπής περί εκδόσεως γνωμοδοτήσεως διατυπώνεται ως εξής:

«1)

Εμπίπτει η σύναψη συμφωνιών με τα θιγόμενα μέλη του [Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ)], βάσει του άρθρου XXI της [Γενικής συμφωνίας για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών (GATS)], κατά τον τρόπο που περιγράφεται στην παρούσα αίτηση γνωμοδοτήσεως, στη σφαίρα της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Κοινότητας ή στη σφαίρα της μικτής αρμοδιότητας Κοινότητας και κρατών μελών;

2)

Αποτελεί το άρθρο 133, παράγραφοι 1 και 5, [ΕΚ], σε συνδυασμό με το άρθρο 300, παράγραφος 2, [ΕΚ], την ενδεδειγμένη νομική βάση για την πράξη με την οποία συνάπτονται, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ή εξ ονόματος της Κοινότητας και των κρατών μελών της, οι προαναφερθείσες συμφωνίες;»

Οι γραπτές παρατηρήσεις των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων

Επί του τρόπου διατυπώσεως των δύο ερωτημάτων που τίθενται με την αίτηση περί εκδόσεως γνωμοδοτήσεως και η σειρά εξετάσεώς τους

42

Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι τα δύο ερωτήματα της αιτήσεως γνωμοδοτήσεως συνδέονται στενά και ότι ικανός αριθμός επιχειρημάτων που προβάλλονται σε σχέση με το ένα ισχύουν και για το έτερο. Θεωρεί ότι, αν η επί του πρώτου ερωτήματος απάντηση είναι ότι οι επίδικες συμφωνίες εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας δυνάμει της κοινής εμπορικής πολιτικής, θα πρέπει να αποκλειστούν αυτεπαγγέλτως οι περαιτέρω νομικές βάσεις στις οποίες το Συμβούλιο σχεδιάζει να ανατρέξει.

43

Το Συμβούλιο, καθώς και η Τσεχική, η Δανική, η Πορτογαλική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, υποστηρίζουν ότι η απάντηση επί του δευτέρου ερωτήματος απορρέει αυτομάτως από την απάντηση επί του πρώτου. Συγκεκριμένα, η ανάγκη προσφυγής μεταξύ άλλων στα άρθρα 133, παράγραφος 6, ΕΚ, 71 ΕΚ και 80, παράγραφος 2, ΕΚ, ως νομικές βάσεις, επάγεται ipso facto ότι η σύναψη των επιδίκων συμφωνιών εμπίπτει στην αρμοδιότητα που μοιράζονται η Κοινότητα και τα κράτη μέλη. Κατά την Πορτογαλική και την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η Επιτροπή αντέστρεψε με τον τρόπο αυτό τη φυσική σειρά μεταξύ της μείζονος προτάσεως και του συμπεράσματος στην αίτησή της περί γνωμοδοτήσεως.

Επί του πρώτου ερωτήματος

44

Κατά την Επιτροπή, οι επίδικες συμφωνίες εμπίπτουν στην κοινή εμπορική πολιτική και, συνακόλουθα, σε ως εκ της φύσεώς της αποκλειστική κοινοτική αρμοδιότητα.

45

Η οικεία πολιτική, ανοικτή και εξελικτική ως προς τη φύση της, απαιτεί συγκεκριμένα αδιάλειπτη προσαρμογή στις διαπιστούμενες εντός της διεθνούς κοινωνίας αλλαγές αντιλήψεων και δεν δύναται να αποτελέσει αντικείμενο συσταλτικής ερμηνείας η οποία θα την καταδίκαζε να καταστεί σταδιακά άνευ σημασίας. Αυτό θα συνέβαινε αν η οικεία πολιτική περιοριζόταν στις παραδοσιακές πτυχές του εμπορίου, χωρίς να συμπεριλαμβάνει συμφωνίες σκοπούσες, όπως εν προκειμένω, στην τροποποίηση των μεθόδων σύμφωνα με τις οποίες η Κοινότητα αναλαμβάνει τη δέσμευση να ανοίξει την αγορά της στις υπηρεσίες και στους παρόχους άλλων χωρών μελών του ΠΟΕ. Παρόμοιες συμφωνίες έχουν συγκεκριμένα ως άμεσο και ενεστώς αντικείμενο την προώθηση και ρύθμιση των συναλλαγών και του εμπορίου του εν λόγω υπηρεσιών.

46

Τα απορρέοντα από τη γνωμοδότηση 1/94, της 15ης Νοεμβρίου 1994 (Συλλογή 1994, σ. I-5267), διδάγματα, σύμφωνα με τα οποία μόνον οι παρεχόμενες υπό τη μορφή της πρώτης παροχής υπηρεσίες εμπίπτουν στην αποκλειστική κοινοτική αρμοδιότητα σε εμπορικά θέματα είναι ήδη συναφώς πεπερασμένα, λαμβανομένων υπόψη των τροποποιήσεων που επέφερε η Συνθήκη της Νίκαιας στο άρθρο 133 ΕΚ. Συγκεκριμένα, η παράγραφος 5 της ανωτέρω διατάξεως ορίζει εφεξής ότι το «εμπόριο υπηρεσιών» –όρος προερχόμενος ως δάνειο από την GATS και διακριτός από εκείνον των άρθρων 49 ΕΚ έως 55 ΕΚ τα οποία αναφέρονται στην «ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών» ή στην «ελευθέρωση των υπηρεσιών»– εμπίπτει εν γένει στην κοινή εμπορική πολιτική, υπό τη μόνη επιφύλαξη των όσων προβλέπει η παράγραφος 6 του ιδίου άρθρου 133 ΕΚ.

47

Ο σκοπός των εν λόγω τροποποιήσεων έγκειται στην απλοποίηση της καταστάσεως και στην ενίσχυση του ρόλου της Κοινότητας στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων που πρόκειται να διεξαχθούν εντός του ΠΟΕ, διασφαλίζοντας τη συνοχή, την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία της δράσεως της Κοινότητας και παρέχοντάς της τη δυνατότητα να εκπληρώσει καλοπίστως και ταχέως τις υποχρεώσεις της. Οι διμερείς ή πολυμερείς διαπραγματεύσεις εντός του ΠΟΕ προσλαμβάνουν αδιάλειπτο χαρακτήρα και οι εξ αυτών απορρέουσες συμφωνίες, όπως επί παραδείγματι οι επίδικες, οι οποίες τροποποιούν απλώς τους πίνακες δεσμεύσεων δυνάμει της GATS, μέσω ταχείας και ευέλικτης διαδικασίας διαπραγματεύσεων, απαιτούν σύναψη και εφαρμογή κατά το δυνατόν απλούστερες. Η υποστηριζόμενη από την Επιτροπή ερμηνεία του άρθρου 133 ΕΚ αποτελεί υπό την έννοια αυτή την πλέον ευθυγραμμισμένη προς το τεκμήριο της συμβατότητας της κοινοτικής έννομης τάξεως με τους κανόνες του δημόσιου διεθνούς δικαίου.

48

Κατά την Επιτροπή, εξάλλου, οι επίδικες συμφωνίες είναι αδύνατο να εμπίπτουν στο άρθρο 133, παράγραφος 6, ΕΚ, το οποίο πρέπει να αποτελεί αντικείμενο συσταλτικής ερμηνείας καθόσον εισάγει εξαίρεση από τη διατυπούμενη στο άρθρο 133, παράγραφος 5, ΕΚ αρχή.

49

Έτσι, μεταξύ άλλων, το άρθρο 133, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, εκκινώντας με την έκφραση «Στο πλαίσιο αυτό», καθιστά απλώς σαφέστερες τις αναγκαίες συνέπειες της εξαγγελόμενης στο άρθρο 133, παράγραφος 6, πρώτο εδάφιο, ΕΚ αρχής. Η απαντώσα στο άρθρο 133, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ εξαίρεση εφαρμόζεται ως εκ τούτου αποκλειστικά οσάκις η εκ μέρους της Κοινότητας σύναψη μιας συμφωνίας συνεπάγεται υπέρβαση της αρμοδιότητάς της λόγω του γεγονότος ότι η οικεία συμφωνία εναρμονίζει τις εσωτερικές κανονιστικές ρυθμίσεις των κρατών μελών εντός των τομέων υπηρεσιών στις οποίες αναφέρεται το δεύτερο εδάφιο. Υπό την έννοια αυτή, το εν λόγω εδάφιο αποτελεί το αναγκαίο συμπλήρωμα των άρθρων 137, παράγραφος 2, ΕΚ, 149, παράγραφος 4, ΕΚ, 151, παράγραφος 5, ΕΚ και 152, παράγραφος 4, ΕΚ, τα οποία αποκλείουν ακριβώς αρμοδιότητα εναρμονίσεως στους συγκεκριμένους τομείς, ήτοι εκείνους των κοινωνικών υπηρεσιών, των εκπαιδευτικών υπηρεσιών, των υπηρεσιών του πολιτιστικού και οπτικοακουστικού τομέα, καθώς και των υπηρεσιών στον τομέα της ανθρώπινης υγείας.

50

Κατά την Επιτροπή, το άρθρο 133, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οποιαδήποτε συμφωνία έχουσα έστω και περιορισμένη επίπτωση επί ενός από τους ανωτέρω τομείς εμπίπτει στη μικτή αρμοδιότητα της Κοινότητας και των κρατών μελών. Το γεγονός ότι η οικεία διάταξη αναφέρεται σε συμφωνίες «στον τομέα» των ανωτέρω υπηρεσιών ωθεί άλλωστε στον αποκλεισμό από το πεδίο εφαρμογής της των συμφωνιών οι οποίες δεν αφορούν συγκεκριμένα τους εν λόγω τομείς, αλλά καλύπτουν το εμπόριο των υπηρεσιών ως γενική κατηγορία. Οποιαδήποτε άλλη κρίση θα καθιστούσε άνευ σημασίας το άρθρο 133, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, το οποίο προβλέπει ότι το Συμβούλιο αποφασίζει ομοφώνως για τη σύναψη οριζοντίων συμφωνιών που περιλαμβάνουν τους ίδιους αυτούς τομείς.

51

Εν προκειμένω, οι επίδικες συμφωνίες δεν επάγονται καμία εναρμόνιση των οικείων τομέων. Επί πλέον, κανένα από τα παραχωρούμενα με τις εν λόγω συμφωνίες αντισταθμιστικά μέτρα δεν συνδέεται ειδικώς με τους ανωτέρω τομείς, ενώ η μοναδική ανάκληση δεσμεύσεως που τους αφορά, ήτοι στην περίπτωση των εκπαιδευτικών υπηρεσιών, είναι τοσούτο μάλλον λιγότερο ικανή να σφετεριστεί τυχόν αρμοδιότητα των κρατών μελών καθόσον καθιερώνει εκ νέου υπέρ τους περισσότερη ελευθερία. Οι οριζόντιες δεσμεύσεις οι οποίες αποτελούν αντικείμενο των ανωτέρω συμφωνιών αφορούν το εμπόριο των υπηρεσιών εν γένει και όχι ειδικότερα τους ανωτέρω τομείς.

52

Το Κοινοβούλιο συντάσσεται κατ’ ουσίαν με τα προβληθέντα από την Επιτροπή επιχειρήματα. Ο αποκλειστικός χαρακτήρας της κοινοτικής αρμοδιότητας δικαιολογείται τόσο από την ανάγκη η Κοινότητα να είναι σε θέση να πληροί την αποστολή της υπεραμυνόμενη του κοινού συμφέροντος όσο και από την ανάγκη να αποτρέπει στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και εκτροπές των εμπορικών ροών εντός αυτής.

53

Το άρθρο 133, παράγραφος 5, ΕΚ απηχεί τη βούληση των κρατών μελών να διασφαλίσουν την αποτελεσματικότητα της εμπορικής πολιτικής στο πλαίσιο μια διευρυμένης Ενώσεως, εντάσσοντας, στον τομέα της πολιτικής αυτής, τις υπηρεσίες οι οποίες αποτελούν μείζονα παράγοντα ρυθμίσεως των διεθνών οικονομικών συναλλαγών.

54

Η ερμηνεία του άρθρου 133, παράγραφος 5, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ υπό την έννοια ότι η κοινή εμπορική πολιτική παύει να περιβάλλεται αποκλειστικό χαρακτήρα, οσάκις ασκείται στο εμπόριο των υπηρεσιών, θα είχε ως συνέπεια να καταστήσει το άρθρο 133, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, ΕΚ και όλες τις επελθούσες με τη Συνθήκη της Νίκαιας τροποποιήσεις άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας. Το ίδιο θα συνέβαινε αν το άρθρο 133, παράγραφος 6, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, ΕΚ έπρεπε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι όλες οι δυνάμενες να έχουν επίπτωση επί των υπηρεσιών στις οποίες αναφέρονται οι ανωτέρω διατάξεις οριζόντιες εμπορικές συμφωνίες προσλαμβάνουν κατ’ ανάγκη μικτό χαρακτήρα.

55

Το σύνολο των κυβερνήσεων που υπέβαλαν παρατηρήσεις και το Συμβούλιο φρονούν αντιθέτως ότι η σύναψη των επιδίκων συμφωνιών εμπίπτει σε αρμοδιότητα την οποία μοιράζονται η Κοινότητα και τα κράτη μέλη. Οι θέσεις και η επιχειρηματολογία τους δύνανται να συνοψισθούν ως εξής.

56

Πρώτον, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι η GATS συνήφθη ως μικτή συμφωνία, οι γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου και η ασφάλεια δικαίου απαιτούν να ισχύει το ίδιο και για τις επίδικες συμφωνίες οι οποίες την τροποποιούν.

57

Δεύτερον, η Πολωνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, αφ’ ης στιγμής η Κοινότητα διαθέτει μόνο κατ’ ανάθεση αρμοδιότητες, η συναρμοδιότητα μεταξύ αυτής και των κρατών μελών συνιστούν τον κανόνα, ενώ η αποκλειστική κοινοτική αρμοδιότητα, η οποία συνιστά την εξαίρεση, απαιτεί είτε ρητή μνεία εντός της Συνθήκης είτε την επαλήθευση των αυστηρών προϋποθέσεων σύμφωνα με τις οποίες αναγνωρίζεται νομολογιακώς η ύπαρξη σιωπηρής αποκλειστικής αρμοδιότητας.

58

Τρίτον, το Συμβούλιο, η Τσεχική, η Δανική, η Ελληνική και η Ισπανική Κυβέρνηση, η Ιρλανδία, καθώς και η Ιταλική, η Ολλανδική, η Πολωνική, η Ρουμανική, η Φινλανδική, η Σουηδική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου παρατηρούν ότι εκτιμήσεις συνδεόμενες με υποτιθέμενες καθυστερήσεις ή πρακτικές δυσχέρειες οι οποίες ανακύπτουν με σκοπό την τροποποίηση των πινάκων δεσμεύσεων ή υποτιθέμενος κίνδυνος απωλείας της αξιοπιστίας και της αποτελεσματικότητας της κοινοτικής δράσεως δεν μπορούν να ασκούν επιρροή επί της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών της. Η Γερμανική Κυβέρνηση προσθέτει ότι η κατανομή των αρμοδιοτήτων εντός της κοινοτικής έννομης τάξεως δεν μπορεί να θίγεται από εκτιμήσεις αντλούμενες από διεθνείς συμφωνίες οι οποίες ουδεμίας υπεροχής απολαύουν έναντι της Συνθήκης και των οποίων ο θεμιτός χαρακτήρας εξαρτάται όλως αντιθέτως από την τήρηση της τελευταίας.

59

Άλλωστε, ορισμένες κυβερνήσεις διατηρούν σοβαρές επιφυλάξεις ως προς το αν οι συναρτώμενες με τις εθνικές διαδικασίες εγκρίσεως προθεσμίες ενδέχεται να συντείνουν καθοριστικά στην καθυστέρηση της διαδικασίας τροποποιήσεως των πινάκων ειδικών δεσμεύσεων. Συγκεκριμένα, η πρακτική των μικτών συμφωνιών έχει καταστεί παγία, η δε Κοινότητα και τα κράτη μέλη της ασκούν την αρμοδιότητά τους κατά τρόπο συντονισμένο υπό την εν τοις πράγμασι καθοδήγηση της Επιτροπής. Η Ιρλανδία καθώς και η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υπενθυμίζουν περαιτέρω την ισχύουσα στο πλαίσιο αυτό υποχρέωση συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και των κοινοτικών θεσμικών οργάνων.

60

Τέταρτον, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το άρθρο 133, παράγραφος 6, πρώτο εδάφιο, ΕΚ είναι εφαρμοστέο εν προκειμένω, καθόσον προβλέπει ότι το Συμβούλιο δεν μπορεί να συνάψει συμφωνία περιέχουσα διατάξεις οι οποίες βαίνουν πέραν των εσωτερικών αρμοδιοτήτων της Κοινότητας, οπότε οι επίδικες συμφωνίες πρέπει να συνάπτονται και από τα κράτη μέλη. Συγκεκριμένα, διάφορες αντισταθμιστικές δεσμεύσεις απαντώσες στις εν λόγω συμφωνίες, όπως επί παραδείγματι η δέσμευση ανακλήσεως των δοκιμαστικών ελέγχων ως προς τις οικονομικές ανάγκες τους οποίους επιβάλλει το Ηνωμένο Βασίλειο για τις υπηρεσίες μηχανικής ή η δέσμευση περί τροποποιήσεως προκειμένου να καταστεί λιγότερο περιοριστική η προϋπόθεση της μόνιμης κατοικίας για τις παρεχόμενες υπό τη μορφή της τρίτης παροχής χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες όσον αφορά τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, άπτονται θεμάτων για τα οποία δεν απαντά εντός της Συνθήκης δικαιολογητική εσωτερικής αρμοδιότητας της Κοινότητας νομική βάση.

61

Πέμπτον, οι περισσότερες από τις κυβερνήσεις που υπέβαλαν παρατηρήσεις συναφώς, καθώς και το Συμβούλιο, υποστηρίζουν, όπως διευκρινίζουν επ’ αφορμή της εξετάσεως του συναφούς με την επιλογή της νομικής βάσεως δευτέρου ερωτήματος, ότι οι επίδικες συμφωνίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 133, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ. Από τον τρόπο μάλιστα με τον οποίο είναι διατυπωμένη η ανωτέρω διάταξη επιβεβαιώνεται ο μικτός χαρακτήρας της αρμοδιότητας καθόσον απαιτείται η από κοινού παρέμβαση της Κοινότητας και των κρατών μελών για τη σύναψη των συμφωνιών στους τομείς στους οποίους αυτή αναφέρεται.

62

Έκτον, όσον αφορά τα άρθρα 71 ΕΚ και 80, παράγραφος 2, ΕΚ, τα οποία, όπως εκθέτουν στο πλαίσιο της εξετάσεως του δευτέρου ερωτήματος, πρέπει να διέπουν τη σύναψη των επιδίκων συμφωνιών σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 133, παράγραφος 6, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, οι ανωτέρω κυβερνήσεις και το Συμβούλιο υπογραμμίζουν ότι η κοινοτική αρμοδιότητα σε θέματα μεταφορών δεν είναι ως εκ της φύσεώς της αποκλειστικού χαρακτήρα. Εξάλλου, ούτε η συναφής με την ύπαρξη σιωπηρής εξωτερικής αρμοδιότητας λόγω της ασκήσεως εσωτερικών αρμοδιοτήτων νομολογία δεν μπορεί να προβληθεί εν προκειμένω προς υποστήριξη της υπαγωγής των εν λόγω συμφωνιών στο πεδίο αποκλειστικής κοινοτικής αρμοδιότητας, καθόσον οι συμφωνίες αυτές δεν επηρεάζουν τους εσωτερικούς κοινοτικούς κανόνες σε θέματα μεταφορών.

63

Έβδομον, τα κράτη μέλη που υπέβαλαν παρατηρήσεις, καθώς και το Συμβούλιο, διευκρινίζουν γενικότερα ότι δεν συμμερίζονται την εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνεία του άρθρου 133 ΕΚ συνολικώς εξαταζόμενου.

64

Η Τσεχική Κυβέρνηση, η Ιρλανδία, η Ιταλική, η Λιθουανική, η Ολλανδική, η Πολωνική, η Ρουμανική, η Φινλανδική, η Σουηδική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και το Συμβούλιο, εκτιμούν ότι, σε αντίθεση προς τις διεπόμενες από το άρθρο 133, παράγραφος 1, ΕΚ πτυχές της κοινής εμπορικής πολιτικής, οι οποίες περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τις συναλλαγές σε εμπορεύματα και την προμήθεια υπηρεσιών υπό τη μορφή της πρώτης παροχής και οι οποίες εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας, οι διεπόμενοι από το άρθρο 133, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, ΕΚ τομείς, μεταξύ των οποίων καταλέγεται εκείνος των παρεχομένων υπό τη μορφή των παροχών 2 έως 4 υπηρεσιών οι οποίες αποτελούν και το κύριο αντικείμενο των επιδίκων συμφωνιών, δεν εμπίπτουν σε παρόμοια αποκλειστική αρμοδιότητα.

65

Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται κατά τρόπο ιδιαζόντως σαφή και προφανή από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 133, παράγραφος 5, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, κατά το οποίο η εν λόγω παράγραφος 5 δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να διατηρούν σε ισχύ ή να συνάπτουν συμφωνίες.

66

Σε αντίθεση προς ό,τι προτείνει η Επιτροπή, η ερμηνεία του άρθρου 133, παράγραφος 5, ΕΚ υπό την έννοια ότι η διάταξη αυτή δεν παραχωρεί στην Κοινότητα αποκλειστική αρμοδιότητα δεν αποστερεί τις εισαχθείσες με τη Συνθήκη της Νίκαιας τροποποιήσεις από την πρακτική αποτελεσματικότητά τους. Σύμφωνα με την Ισπανική και τη Σουηδική Κυβέρνηση, η συγκεκριμένη διάταξη εμφανίζει ειδικότερα το πλεονέκτημα να επιβεβαιώνει του λοιπού με σαφήνεια την ύπαρξη κοινοτικής αρμοδιότητας εμπορικής φύσεως σε θέματα υπηρεσιών και να προσδιορίζει τα όρια της. Σύμφωνα με τη Σουηδική Κυβέρνηση και την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, το άρθρο 133, παράγραφος 5, ΕΚ, ιδίως δε το δεύτερο και τρίτο εδάφιο αυτής, έχουν περαιτέρω ως ειδικό αντικείμενο την καθιέρωση διαφόρων διαδικαστικών επί του θέματος κανόνων.

67

Κατ’ αντιδιαστολή προς τις λοιπές κυβερνήσεις που υπέβαλαν παρατηρήσεις και προς το Συμβούλιο, η Ισπανική Κυβέρνηση φρονεί ότι η κατά το άρθρο 133, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, ΕΚ έννοια του εμπορίου υπηρεσιών δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την αντίστοιχη και απαντώσα στην GATS έννοια, αλλά περιλαμβάνει μόνο τις παρεχόμενες υπό τη μορφή της πρώτης και δεύτερης παροχής υπηρεσίες, οι οποίες αντιστοιχούν αποκλειστικά και μόνο κατ’ ουσίαν στην έννοια της κατά τη Συνθήκη παροχής υπηρεσιών.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

68

Κατά την Επιτροπή, η σύναψη των επιδίκων συμφωνιών εμπίπτει είτε στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας είτε σε αρμοδιότητα την οποία αυτή μοιράζεται με τα κράτη μέλη, η δε κοινοτική πράξη που θεσπίζεται για τους σκοπούς της συνάψεώς τους θα έπρεπε να έχει ως μοναδική νομική βάση το άρθρο 133, παράγραφοι 1 έως 5, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 300, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΕΚ.

69

Αντιθέτως, το σύνολο των κυβερνήσεων οι οποίες διατύπωσαν συναφώς την άποψή τους, καθώς και το Συμβούλιο, φρονούν ότι πρέπει να γίνεται μνεία και των άρθρων 71 ΕΚ και 80, παράγραφος 2, ΕΚ, αφενός, καθώς και του άρθρου 133, παράγραφος 6, ΕΚ, αφετέρου, σε συνδυασμό με το άρθρο 300, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, ΕΚ.

Επί του άρθρου 133, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ

70

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, για τους λόγους που η ίδια εξέθεσε στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου ερωτήματος, το άρθρο 133, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ δεν τυγχάνει, κατά την άποψή της, εφαρμογής επί των επιδίκων συμφωνιών.

71

Επικουρικώς, η Επιτροπή προσθέτει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι εφαρμόζεται, η εν λόγω διάταξη δεν μπορεί να αποτελέσει νομική βάση της περί συνάψεως των εν λόγω συμφωνιών κοινοτικής πράξεως. Συγκεκριμένα, η ίδια διάταξη περιορίζεται στην πρόβλεψη εξαιρέσεως από την αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας σε θέματα εμπορικής πολιτικής επιφυλάσσοντας στα κράτη μέλη συντρέχουσα αρμοδιότητα.

72

Αντιθέτως, η Γερμανική, η Ολλανδική, η Πολωνική, η Ρουμανική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και το Συμβούλιο, υποστηρίζουν ότι το άρθρο 133, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ δύναται κάλλιστα να αποτελέσει νομική βάση της κοινοτικής πράξεως καθόσον διευκρινίζει τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 133 ΕΚ, περιορίζει την αρμοδιότητα της Κοινότητας βάσει της παραγράφου 5 του ιδίου άρθρου και εγκαθιδρύει ειδική κοινοτική συναρμοδιότητα.

73

Εξάλλου, οι περισσότερες από τις κυβερνήσεις που υπέβαλαν παρατηρήσεις, αλλά και το Συμβούλιο, ισχυρίζονται ότι εν προκειμένω εφαρμοστέο είναι το άρθρο 133, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ.

74

Συγκεκριμένα, οι επίδικες συμφωνίες τροποποιούν τις αφορώσες ειδικότερα τις υπηρεσίες δεσμεύσεις στις οποίες αναφέρεται η εν λόγω διάταξη, ήτοι τις τομεακές δεσμεύσεις σχετικά με τις εκπαιδευτικές υπηρεσίες και τις οριζόντιες δεσμεύσεις που αφορούν τις επιδοτήσεις. Εξάλλου, οι τροποποιηθείσες με τις εν λόγω συμφωνίες οριζόντιες δεσμεύσεις καλύπτουν όλους τους απαντώντες στον πίνακα δεσμεύσεων της Κοινότητας και των κρατών μελών της τομείς, ιδίως δε εκείνους των πολιτιστικών, εκπαιδευτικών υπηρεσιών, των υπηρεσιών στον τομέα της ανθρώπινης υγείας και των κοινωνικών υπηρεσιών υπό τη μορφή της τρίτης και τέταρτης παροχής.

75

Αφενός, η Τσεχική, η Δανική, η Γερμανική, η Ελληνική και η Ισπανική Κυβέρνηση, η Ιρλανδία, η Λιθουανική, η Πορτογαλική, η Ρουμανική, η Φινλανδική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά και το Συμβούλιο, αμφισβητούν την προταθείσα από την Επιτροπή διάκριση μεταξύ ανακλήσεων δεσμεύσεων και διευρύνσεών τους. Κάθε τροποποίηση δεσμεύσεως, ανεξάρτητα από το αν περιορίζει την ελευθερία των κρατών μελών ή αν την αποκαθιστά, συνιστά δέσμευση την οποία δύναται να αναλάβει αποκλειστικά ο διαθέτων την αρμοδιότητα στον οικείο τομέα.

76

Αφετέρου, αμφισβητείται για διαφόρους λόγους η ερμηνεία που επιλέγει συναφώς η Επιτροπή, όσον αφορά το άρθρο 133, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, όπως την εξέθεσε το εν λόγω θεσμικό όργανο στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου ερωτήματος.

77

Πρώτον, η Ολλανδική, η Πολωνική και η Σουηδική Κυβέρνηση ισχυρίζονται ότι η ανωτέρω διάταξη δεν πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, καθόσον, ιδίως, δεν εισάγει εξαίρεση από υποτιθέμενη αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας.

78

Δεύτερον, η Τσεχική, η Ιταλική, η Λιθουανική, η Ολλανδική, η Πολωνική, η Ρουμανική, η Φινλανδική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και το Συμβούλιο, υποστηρίζουν ότι είναι αδύνατον το πρώτο και δεύτερο εδάφιο του άρθρου 133, παράγραφος 6, ΕΚ να συγκροτούν ένα σώμα όπως προτείνει η Επιτροπή. Η επιχειρηματολογία τους επ’ αυτού μπορεί να συνοψιστεί ως ακολούθως.

79

Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 133, παράγραφος 6, ΕΚ ουδόλως περιορίζεται στους αναφερόμενους στο δεύτερο εδάφιο της ιδίας διατάξεως τομείς υπηρεσιών, αλλ’ αφορά όλες τις περιπτώσεις ανυπαρξίας εσωτερικής αρμοδιότητας της Κοινότητας, μεταξύ των οποίων αυτή της εναρμονίσεως συνιστά ένα ακόμη παράδειγμα, όπως προκύπτει και από τη χρήση της εκφράσεως «ιδίως». Επομένως, παραθέτοντας ούτως ειπείν τους τομείς υπηρεσιών όπου είναι ανέφικτη η εκ μέρους της Κοινότητας, ενεργούσας μόνης, εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών, το εν λόγω δεύτερο εδάφιο ουδόλως περιορίζεται στο να καταστήσει σαφές το πρώτο εδάφιο του άρθρου 133, παράγραφος 6, ΕΚ. Εξάλλου, οι τομείς στους οποίους αναφέρεται το εν λόγω δεύτερο εδάφιο δεν αντιστοιχούν πλήρως σε εκείνους όπου η Κοινότητα δεν διαθέτει εσωτερική αρμοδιότητα για να προβεί σε εναρμόνιση, καθόσον δεν γίνεται, μεταξύ άλλων, αναφορά του τομέα της απασχολήσεως ή της επαγγελματικής καταρτίσεως, επ’ ευκαιρία των οποίων, πάντως, τα άρθρα 129 ΕΚ και 150, παράγραφος 4, ΕΚ αποκλείουν τέτοια εναρμόνιση. Επίσης, η Συνθήκη δεν εμπεριέχει απαγόρευση εναρμονίσεως όσον αφορά τις υπηρεσίες του οπτικοακουστικού τομέα στις οποίες πάντως αναφέρεται και το άρθρο 133, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ.

80

Τρίτον, η Τσεχική, η Γερμανική, η Ελληνική, η Πολωνική, η Πορτογαλική και η Φινλανδική Κυβέρνηση ισχυρίζονται ότι το άρθρο 133, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, ΕΚ συνιστά αυστηρώς δικονομική διάταξη, χωρίς να ρυθμίζει σε καμία περίπτωση την αποκλειστική ή μικτή φύση της κοινοτικής αρμοδιότητας.

81

Τέταρτον, οι επίδικες συμφωνίες εμπίπτουν βεβαίως στον «τομέα» των υπηρεσιών στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 133, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ.

82

Η απαντώσα στην εν λόγω διάταξη έκφραση «στον τομέα» δεν είναι σε καμία περίπτωση, ανεξάρτητα από το ποια είναι η εξεταζόμενη γλωσσική απόδοση, μονοσήμαντη ούτε οδηγεί στον περιορισμό της εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως μόνο στις αφορώσες «αποκλειστικά» ή «κυρίως» τέτοιους τομείς υπηρεσιών συμφωνίες, όπως προτείνει η Επιτροπή βάσει μιας κρινόμενης αμιγώς ως σημειολογικής ή γραμματικής ερμηνείας.

83

Κατά τη Λιθουανική Κυβέρνηση και την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, οι όροι που χρησιμοποιούνται συναφώς είναι αντιθέτως ενδεικτικοί του ότι κάθε συμφωνία ρυθμίζουσα πτυχές του εμπορίου υπηρεσιών οι οποίες υπάγονται σε έναν από τους εμπλεκόμενους τομείς εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οικείας διατάξεως. Η Τσεχική, η Ρουμανική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου εκτιμούν ότι μόνον η ανωτέρω ερμηνεία συνάδει με την πρόδηλη πρόθεση των συντακτών της Συνθήκης της Νίκαιας προκειμένου να μην είναι εφικτό να εκφεύγουν της αρμοδιότητας των κρατών μελών οι αναφερόμενοι στο άρθρο 133, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ ευαίσθητοι τομείς στους οποίους η Κοινότητα διαθέτει, σε εσωτερικό επίπεδο, μόνο υποστηρικτικές, συντονιστικές ή συμπληρωματικές αρμοδιότητες.

84

Κατά την άποψη της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, η προτεινόμενη από την Επιτροπή ερμηνεία διαψεύδεται και από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 133, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, καθόσον η εν λόγω διάταξη διευκρινίζει τους εφαρμοστέους επί της ψηφοφορίας κανόνες σε περίπτωση «συμφωνίας οριζοντίου φύσεως»«κατά το μέτρο που αυτή αφορά επίσης […] την παράγραφο 6, δεύτερο εδάφιο».

Επί των άρθρων 71 ΕΚ και 80, παράγραφος 2, ΕΚ

85

Η Επιτροπή υποστηρίζει, ότι, ναι μεν όπως προκύπτει σαφώς από το άρθρο 133, παράγραφος 6, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, οι συμφωνίες στον τομέα των μεταφορών δεν εμπίπτουν στην κοινή εμπορική πολιτική, τούτο όμως δεν συμβαίνει στην περίπτωση των επιδίκων συμφωνιών οι οποίες αφορούν το εμπόριο των υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, οι ανωτέρω συμφωνίες δεν έχουν ούτε ως σκοπό ούτε ως αντικείμενο αλλ’ ούτε και ως αποτέλεσμα τη ρύθμιση των υπηρεσιών μεταφοράς, περιοριζόμενες άλλωστε συναφώς στη θέσπιση ορισμένων ανακλήσεων δεσμεύσεων, αντικείμενο των οποίων είναι οι υπηρεσίες θαλασσίων ή αεροπορικών μεταφορών.

86

Εν πάση περιπτώσει, οποιαδήποτε επίπτωση επί των υπηρεσιών μεταφοράς είναι απλώς παρεπόμενη σε σχέση με το κατ’ ουσίαν εμπορικό αντικείμενο των επιδίκων συμφωνιών, οπότε θα έπρεπε να επιλεγεί κατά προτίμηση μόνο το άρθρο 133, παράγραφοι 1 έως 5, ΕΚ ως νομική βάση, όπως προκύπτει τόσο από την αφορώσα την επιλογή της προσήκουσας νομικής βάσεως νομολογία του Δικαστηρίου όσο και από τη νομοθετική πρακτική η οποία προσφέρει διάφορα δείγματα εσωτερικών ή συμβατικών πράξεων εχουσών παρεπομένως άμεσες επιπτώσεις επί των υπηρεσιών μεταφορών οι οποίες εκδόθηκαν χωρίς αναφορά στις σχετικές με τις μεταφορές διατάξεις της Συνθήκης.

87

Το Κοινοβούλιο συμμερίζεται κατ’ ουσίαν τη θέση της Επιτροπής.

88

Αντιθέτως, οι περισσότερες από τις κυβερνήσεις που υπέβαλαν παρατηρήσεις, καθώς και το Συμβούλιο, εκτιμούν ότι είναι αναγκαία η προσφυγή στα άρθρα 71 ΕΚ και 80, παράγραφος 2, ΕΚ, αφ’ ης στιγμής διάφορες τροποποιηθείσες και ανακληθείσες μες τις επίδικες συμφωνίες τομεακές δεσμεύσεις είναι συναφείς προς τις υπηρεσίες μεταφορών, οι δε ανακληθείσες, τροποποιηθείσες ή ακόμη και χορηγηθείσες αντισταθμιστικώς οριζόντιες παραχωρήσεις αφορούν με τη σειρά τους ιδίως τέτοιες υπηρεσίες. Αμφισβητούν την ερμηνεία της οποίας υπεραμύνεται η Επιτροπή, σύμφωνα με την οποία εμπίπτουν στο άρθρο 133, παράγραφος 6, τρίτο εδάφιο, ΕΚ μόνον οι αφορώσες αποκλειστικώς ή κυρίως τον τομέα των μεταφορών και όχι οι οριζόντιες συμφωνίες.

89

Πρώτον, η Τσεχική και η Δανική Κυβέρνηση, η Ιρλανδία, η Ιταλική, η Λιθουανική, η Ολλανδική, η Πολωνική, η Πορτογαλική και η Φινλανδική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά και το Συμβούλιο, υπογραμμίζουν ότι, κατά πάγια νομολογία, οι μεταφορές, συμπεριλαμβανομένων των μεταφορών στο πλαίσιο εμπορικής συμφωνίας όπως η GATS, δεν εμπίπτουν στην κοινή εμπορική πολιτική. Το κεκτημένο αυτό κατοχυρώνεται εφεξής ρητώς στο άρθρο 133, παράγραφος 6, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, το ο ποίο προβλέπει συναφώς ότι η διαπραγμάτευση και η σύναψη συμφωνιών στον τομέα των μεταφορών «εξακολουθούν να υπόκεινται» στις αφορώσες την κοινή πολιτική μεταφορών διατάξεις.

90

Δεύτερον, η Δανική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου εμμένουν επί της επιλεγείσας με την ανωτέρω διάταξη φρασεολογίας, διάταξη η οποία αναφέρεται, σε διάφορες γλωσσικές αποδόσεις, ευρέως στις συμφωνίες «στον τομέα» των μεταφορών.

91

Τρίτον, η Δανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η ερμηνεία της οποίας υπεραμύνεται η Επιτροπή αγνοεί τόσο τον επιδιωκόμενο με το άρθρο 133, παράγραφος 6, τρίτο εδάφιο, ΕΚ σκοπό όσο και την ανάγκη στην εν λόγω διάταξη να προσδοθεί λυσιτελές περιεχόμενο. Συγκεκριμένα, είναι μάταιο να διευκρινίζεται, στο πλαίσιο του άρθρου 133 ΕΚ, ότι συμφωνία εμπίπτουσα αποκλειστικά στον τομέα των μεταφορών διέπεται από την κοινή πολιτική μεταφορών. Το αντικείμενο και το λυσιτελές περιεχόμενο του σαφούς γράμματος της παραγράφου 6, τρίτο εδάφιο, έγκεινται ακριβώς στην αποτροπή κάθε ενδεχομένου εφαρμογής της σχετικής με την επιλογή της νομικής βάσεως νομολογίας με γνώμονα το κύριο και το παρεπόμενο.

92

Τέταρτον, κατά την Τσεχική Κυβέρνηση και την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η ανωτέρω νομολογία εφαρμόζεται κατά τα λοιπά μόνον οσάκις πρέπει να γίνει επιλογή μεταξύ διατάξεων της Συνθήκης απονεμουσών αρμοδιότητες στην Κοινότητα για διαφορετικούς σκοπούς και όχι οσάκις, πέραν της συγκρούσεως υπό το πρίσμα των νομικών βάσεων, ανακύπτει σύγκρουση αρμοδιοτήτων μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών.

93

Πέμπτον, η Τσεχική, η Ολλανδική, η Ρουμανική, η Φινλανδική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και το Συμβούλιο, υποστηρίζουν ότι οι αφορώσες τον τομέα των μεταφορών επίδικες διατάξεις ουδαμώς έχουν παρεπόμενο χαρακτήρα. Κατ’ αρχάς, κατά το Συμβούλιο, κανένα κριτήριο δεν παρέχει τη δυνατότητα προσδιορισμού τομέων υπηρεσιών εχουσών περισσότερο παρεπόμενο χαρακτήρα από άλλες. Ακολούθως, η Ρουμανική Κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι οι διάφορες τροποποιήσεις που επέφεραν στους πίνακες δεσμεύσεων οι επίδικες συμφωνίες είναι στον ίδιο βαθμό αναγκαίες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με τις συμφωνίες αυτές σκοπού, ήτοι τη διασφάλιση της ενοποιήσεως των ανωτέρω καταλόγων κατόπιν των επελθουσών διευρύνσεων. Τέλος, η Ολλανδική, η Ρουμανική και η Φινλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι οι χαρακτηρίζουσες τον τομέα των μεταφορών ειδικές δεσμεύσεις τις οποίες εμπεριέχουν οι οικείες συμφωνίες δεν αποτελούν παρεπόμενα μέτρα αναγκαία για την κατοχύρωση της αποτελεσματικότητας ενός προβλεπόμενου από τις εν λόγω συμφωνίες κύριου μέτρου.

94

Κατά τη Δανική Κυβέρνηση και τη Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, ο τομέας των μεταφορών τον οποίο αφορά σημαντικός αριθμός τροποποιήσεων ειδικών δεσμεύσεων αποκτά μάλλον προέχοντα χαρακτήρα. Η Δανική Κυβέρνηση προσθέτει ότι παρόμοιες τροποποιήσεις καθίστανται περαιτέρω ιδιαίτερα σημαντικές καθόσον επηρεάζουν μεταξύ άλλων το τρίτο και τέταρτο είδος παροχής, τα οποία έχουν ιδιαίτερη σημασία για τον τομέα των διεθνών θαλασσίων μεταφορών προσώπων, χαρακτηριζομένων από την ανάγκη επί τόπου ασκήσεως ορισμένων δραστηριοτήτων προσιδιαζουσών στην παροχή υπηρεσιών εμπιπτουσών στον οικείο τομέα.

95

Έκτον, όσον αφορά την εκτεθείσα από την Επιτροπή νομοθετική πρακτική, τόσον η Τσεχική και η Δανική Κυβέρνηση, η Ιρλανδία και η Ιταλική, η Λιθουανική, η Ολλανδική, η Ρουμανική, η Φινλανδική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, όσο και το Συμβούλιο, τη θεωρούν όλως αλυσιτελή.

Η άποψη του Δικαστηρίου

Επί του αντικειμένου των επιδίκων συμφωνιών

96

Δεν αμφισβητείται ότι, σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου XXI, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της GATS, οι περιλαμβανόμενες στο παράρτημα II των επιδίκων συμφωνιών αντισταθμιστικές αναπροσαρμογές αποτέλεσαν αντικείμενο «συμφωνίας» κατόπιν διαπραγματεύσεως με τα μέλη του ΠΟΕ, τα οποία δήλωσαν ότι θίγονται από τις περιλαμβανόμενες στο έγγραφο S/SECRET/8 ανακλήσεις και τροποποιήσεις δεσμεύσεων.

97

Όσον αφορά τις απαντώσες στα έγγραφα S/SECRET/8 και S/SECRET/9 ανακλήσεις και τροποποιήσεις δεσμεύσεων, οι οποίες επαναλαμβάνονται στο παράρτημα I, A και B, αντίστοιχα, των επιδίκων συμφωνιών, η Επιτροπή, απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου, υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι δεν αποτελούν αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ των μερών και ότι ως εκ τούτου δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο στο πλαίσιο της βάσει του άρθρου 300, παράγραφος 6, ΕΚ διαδικασίας. Αφενός, τα μέλη του ΠΟΕ έχουν το δικαίωμα να προβαίνουν σε ανακλήσεις ή τροποποιήσεις δεσμεύσεων ακόμη και αν άλλα μέλη αντιτίθενται σ’ αυτό. Αφετέρου, ουδέποτε υπήρξαν συμφωνίες επί των αντισταθμιστικών αναπροσαρμογών όσον αφορά τις παρατιθέμενες στο έγγραφο S/SECRET/9 δεσμεύσεις.

98

Η θέση αυτή, η οποία βρίσκει αντίθετες τη Δανική Κυβέρνηση, την Ιρλανδία, την Ισπανική, την Πολωνική, τη Φινλανδική, τη Σουηδική και την Ελληνική Κυβέρνηση, καθώς και το Συμβούλιο, δεν μπορεί να τελεσφορήσει.

99

Πράγματι, όπως προέβαλαν οι ανωτέρω, κατ’ αρχάς πρέπει να υπομνηστεί ότι η κοινή επιστολή προβλέπει ρητώς ότι το παράρτημα I συναποτελεί με την ίδια επιστολή και το παράρτημα ΙΙ τη συμφωνία μεταξύ των μερών, προβλέπει δε περαιτέρω ότι οι προταθείσες με τα έγγραφα S/SECRET/8 και S/SECRET/9 τροποποιήσεις και ανακλήσεις θα ισχύσουν μόνο με την έναρξη ισχύος των απαντωσών στο παράρτημα ΙΙ των επιδίκων συμφωνιών αντισταθμιστικών δεσμεύσεων.

100

Ακολούθως, και όσον αφορά ειδικότερα τις απαντώσες στα έγγραφα S/SECRET/8 και επαναλαμβανόμενες στο παράρτημα Ι, Α, των επιδίκων συμφωνιών τροποποιήσεις και ανακλήσεις δεσμεύσεων, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο XXI, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της GATS, προς επίτευξη συμφωνίας επί των αντισταθμιστικών αναπροσαρμογών, τα διάφορα εμπλεκόμενα μέλη οφείλουν να καταβάλουν προσπάθειες διατηρήσεως ενός γενικού επιπέδου αμοιβαίως επωφελών υποχρεώσεων όχι λιγότερο ευνοϊκών για τις συναλλαγές από αυτές που προβλέπονταν με τους πίνακες συγκεκριμένων δεσμεύσεων πριν από τις σχετικές διαπραγματεύσεις. Οι «αντισταθμιστικές αναπροσαρμογές» κατόπιν διαπραγματεύσεως είναι υπό την έννοια αυτή ευθεία συνάρτηση των σχεδιαζομένων ανακλήσεων και τροποποιήσεων και πρέπει, υπό μορφή ανταλλάγματος, να συμβάλουν στην αποκατάσταση ισορροπίας η οποία εθίγη εν δυνάμει από αυτές.

101

Εξ αυτού έπεται ότι, μολονότι οι σχεδιαζόμενες από μέλος του ΠΟΕ τροποποιήσεις και ανακλήσεις δεσμεύσεων καθορίζονται αρχικώς από το μέλος αυτό μονομερώς, αφ’ ης στιγμής τυχόν αντισταθμιστικές αναπροσαρμογές αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγματεύσεων, συνδέονται του λοιπού άρρηκτα με τις οικείες τροποποιήσεις και ανακλήσεις. Τούτο επιβεβαιώνεται μεταξύ άλλων από την παράγραφο 6 των κανόνων διαδικασίας η οποία διευκρινίζει ότι όλες οι εν τοις πράγμασι τροποποιήσεις των πινάκων που έπονται παρόμοιας συμφωνίας δεν βαίνουν πέραν των αρχικώς κοινοποιηθεισών τροποποιήσεων ή ανακλήσεων και περιλαμβάνουν όλες τις συμφωνημένες κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων αντισταθμιστικές αναπροσαρμογές.

102

Τέλος, και όσον αφορά ειδικότερα τις απαντώσες στο έγγραφο S/SECRET/9 και επαναλαμβανόμενες στο παράρτημα I, B, των επιδίκων συμφωνιών τροποποιήσεις και ανακλήσεις δεσμεύσεων, ασφαλώς, όπως προκύπτει από την κοινή επιστολή, δεν κατέληξαν ούτε σε συμφωνία επί των αντισταθμιστικών αναπροσαρμογών ούτε σε αίτημα περί διαιτησίας. Σε παρόμοια περίπτωση, όπως προκύπτει από το άρθρο XXI, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της GATS και από την παράγραφο 8 των κανόνων διαδικασίας, ο συντάκτης τέτοιων τροποποιήσεων και ανακλήσεων είναι κατ’ αρχήν ελεύθερος να προχωρήσει μονομερώς στην εφαρμογή τους αφ’ ης στιγμής περατώθηκε η διαδικασία επικυρώσεως.

103

Πάντως, εν προκειμένω, προφανώς τα έγγραφα S/SECRET/8 και S/SECRET/9 επιδιώκουν αμφότερα τον ίδιο σκοπό, ήτοι την κατάρτιση των πινάκων δεσμεύσεων των νέων κρατών μελών και την ενοποίησή τους με τον παρόντα πίνακα δεσμεύσεων της Κοινότητας και των κρατών μελών της κατόπιν της προσχωρήσεως των πρώτων στην Ένωση, οπότε και σχηματίζουν, υπό την ανωτέρω προοπτική και όπως προκύπτει ιδίως από τις απαντώσες στη σκέψη 99 της παρούσας γνωμοδοτήσεως διευκρινίσεις, ένα αδιαίρετο σύνολο.

104

Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι τόσον οι επαναλαμβανόμενες στο παράρτημα I τροποποιήσεις και ανακλήσεις δεσμεύσεων όσο και οι περιλαμβανόμενες στο παράρτημα ΙΙ αντισταθμιστικές αναπροσαρμογές προορίζονται να έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα για τα μέρη των επιδίκων συμφωνιών, όπως, άλλωστε, και για τα λοιπά μέλη του ΠΟΕ.

105

Όπως προκύπτει από το σύνολο των προηγηθεισών σκέψεων, όλες οι ανωτέρω τροποποιήσεις, ανακλήσεις και αντισταθμιστικές αναπροσαρμογές συναποτελούν το περιεχόμενο των επιδίκων συμφωνιών, οπότε και πρέπει να ληφθούν υπόψη προκειμένου να δοθεί απάντηση στην αίτηση γνωμοδοτήσεως.

Επί του αντικειμένου των υποβληθέντων στο Δικαστήριο ερωτημάτων και επί της σειράς εξετάσεώς τους

106

Η υποβληθείσα από την Επιτροπή αίτηση γνωμοδοτήσεως αφορά, αφενός, το αν η Κοινότητα έχει την εξουσία να συνάψει μόνη τις επίδικες συμφωνίες και, αφετέρου, την επιλογή της ενδεδειγμένης, προκειμένου να θεμελιώσει την πράξη της εκ μέρους της Κοινότητας συνάψεώς τους, νομικής βάσεως. Αναφορικά με το δεύτερο αυτό ερώτημα, αντικείμενο της γνωμοδοτήσεως είναι ειδικότερα το να προσδιοριστεί αν η συναίνεση της Κοινότητας να δεσμευθεί πρέπει να θεμελιωθεί αποκλειστικά στο άρθρο 133, παράγραφοι 1 έως 5, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 300, παράγραφος 2, ΕΚ, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ή αν πρέπει να ληφθούν επίσης υπόψη προς τον σκοπό αυτό το άρθρο 133, παράγραφος 6, ΕΚ, και τα άρθρα 71 ΕΚ και 80, παράγραφος 2, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 300, παράγραφος 3, ΕΚ, όπως προτείνει το Συμβούλιο.

107

Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 300, παράγραφος 6, ΕΚ διαδικασία σκοπεί στο να καταστεί εφικτό να επιλυθεί, πριν από τη σύναψη συμφωνίας, το ερώτημα αν η τελευταία είναι συμβατή με τη Συνθήκη. Υπό την έννοια αυτή, η οικεία διάταξη αποσκοπεί στην πρόληψη των περιπλοκών οι οποίες θα προέκυπταν από ένδικες αμφισβητήσεις σχετικά με τη συμβατότητα με τη Συνθήκη διεθνών συμφωνιών δεσμευουσών την Κοινότητα (βλ., προπαρατεθείσα γνωμοδότηση 1/75, της 11ης Νοεμβρίου 1975, Συλλογή τόμος 1975, σ. 409).

108

Υπό την έννοια αυτή, επιβάλλεται η υπαγωγή στην προβλεπόμενη από το άρθρο 300, παράγραφος 6, ΕΚ διαδικασία κάθε ζητήματος δυναμένου να υποβληθεί σε δικαστική κρίση, αρκεί να είναι τέτοιας φύσεως ώστε να εγείρει αμφιβολίες ως προς την τυπική ή ουσιαστική ισχύ της συμφωνίας έναντι της Συνθήκης (προπαρατεθείσες γνωμοδοτήσεις 1/75, σ. 418, και 2/92, σκέψη 14). Η κρίση περί του αν μια συμφωνία συμβιβάζεται με τη Συνθήκη ενδέχεται συναφώς να συναρτάται όχι μόνον με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, αλλά και με τις αφορώσες την αρμοδιότητα, τη διαδικασία ή τη θεσμική οργάνωση της Κοινότητας (γνωμοδότηση 1/78, της 4ης Οκτωβρίου 1979, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 401, σκέψη 30).

109

Κατά παγιωμένη ερμηνεία του Δικαστηρίου, μπoρεί να ζητηθεί η γνωμoδότησή τoυ επί των ζητημάτων τα οποία αφoρoύν την κατανoμή των αρμoδιoτήτων μεταξύ της Κoινότητας και των κρατών μελών για τη σύναψη oρισμένης συμφωνίας με τρίτες χώρες. Το άρθρο 107, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας επιρρωννύει την ερμηνεία αυτή (βλ., όλως εσχάτως, γνωμοδότηση 1/03, της 7ης Φεβρουαρίου 2006, Συλλογή 2006, σ. I-1145, σκέψη 112).

110

Εξάλλου, επισημαίνεται ότι η επιλογή της προσήκουσας νομικής βάσεως ενέχει σπουδαιότητα συνταγματικού χαρακτήρα. Πράγματι, εφόσον η Κοινότητα έχει μόνο κατ’ ανάθεση αρμοδιότητες, πρέπει να συνδέσει τη συμφωνία την οποία προτίθεται να συνάψει με διάταξη της Συνθήκης η οποία την εξουσιοδοτεί να εγκρίνει τέτοια πράξη. Η προσφυγή σε πεπλανημένη νομική βάση μπορεί συνεπώς να καταστήσει ανίσχυρη την ίδια την πράξη περί συνάψεως της συμφωνίας και, επομένως, να καταστήσει πλημμελή τη συναίνεση της Κοινότητας να δεσμευθεί από τη συμφωνία, τη σύναψη της οποίας προσυπέγραψε. Αυτό ισχύει ιδίως όταν η Συνθήκη δεν απονέμει στην Κοινότητα επαρκή αρμοδιότητα προκειμένου να κυρώσει τη συμφωνία στο σύνολό της, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να εξεταστεί η κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ Κοινότητας και κρατών μελών για τη σύναψη της μελετώμενης συμφωνίας με τρίτες χώρες, ή ακόμη όταν η προσήκουσα νομική βάση της εν λόγω πράξεως περί συνάψεως προβλέπει νομοθετική διαδικασία διαφορετική από εκείνη που ακολούθησαν στην πραγματικότητα τα κοινοτικά θεσμικά όργανα (γνωμοδότηση 2/00, της 6ης Δεκεμβρίου 2001, Συλλογή 2001, σ. I-9713, σκέψη 5).

111

Όσον αφορά τη σειρά με την οποία πρέπει να εξεταστούν τα δύο υποβληθέντα στο Δικαστήριο ερωτήματα, πρέπει να αναγνωριστεί, όπως επισήμαναν στην πλειονότητά τους οι παρεμβαίνοντες και όπως δέχεται άλλωστε και η ίδια η Επιτροπή, ότι ο αποκλειστικός ή μη χαρακτήρας της κοινοτικής αρμοδιότητας για τους σκοπούς της συνάψεως των επιδίκων συμφωνιών και η νομική βάση που πρέπει να επιλεγεί συναφώς συνιστούν δύο στενά συνδεόμενα μεταξύ τους ζητήματα.

112

Πράγματι, το ερώτημα αν μόνον η Κοινότητα έχει την αρμοδιότητα να συνάψει συμφωνία ή αν τη μοιράζεται με τα κράτη μέλη εξαρτάται ιδίως από το περιεχόμενο των κοινοτικών διατάξεων που μπορούν να απονείμουν στα θεσμικά όργανα την εξουσία συμμετοχής σε τέτοια συμφωνία (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα γνωμοδότηση 2/92, σκέψη 12).

113

Επιβάλλεται επίσης η από κοινού εξέταση του ζητήματος του εντοπισμού των νομικών βάσεων επί των οποίων εδράζεται η αρμοδιότητα της Κοινότητας για τους σκοπούς της συνάψεως των επιδίκων συμφωνιών και του ζητήματος αν η κοινοτική αυτή αρμοδιότητα ενέχει, ενδεχομένως, αποκλειστικό χαρακτήρα ή αν τα κράτη μέλη διατηρούν αντιθέτως μέρος αρμοδιότητας για τη σύναψη των εν λόγω συμφωνιών.

Επί της αρμοδιότητας της Κοινότητας να συνάψει τις επίδικες συμφωνίες και επί των αφορωσών τη σύναψη αυτή νομικών βάσεων

114

Υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι, εν προκειμένω, οι επίδικες συμφωνίες τροποποιούν την GATS, ακριβέστερα δε το παράρτημα αυτής το οποίο περιλαμβάνει τους πίνακες συγκεκριμένων δεσμεύσεων των μελών του ΠΟΕ. Η GATS αποτελεί μικτή συμφωνία συναφθείσα τόσο από την Κοινότητα όσο και από τα κράτη μέλη της. Στον ενιαίο πίνακα δεσμεύσεων της Κοινότητας και των κρατών μελών της, αντικείμενο των οποίων είναι μεταξύ άλλων η τροποποίηση των επιδίκων συμφωνιών, απαριθμείται, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους πίνακες των λοιπών μελών του ΠΟΕ, ένα σύνολο συγκεκριμένων δεσμεύσεων συντεινουσών στην εγκαθίδρυση πολυμερούς ισορροπίας μεταξύ των δεσμεύσεων των διαφόρων μελών του ΠΟΕ.

115

Υπό τις περιστάσεις αυτές, προέχει να υπογραμμιστεί εκ προοιμίου ότι ο πίνακας δεσμεύσεων της Κοινότητας και των κρατών μελών της δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο τροποποιήσεων κατόπιν μονομερούς παρεμβάσεως των κρατών μελών, και τούτο ακόμη και αν αυτά ενεργούν ατομικώς ή συλλογικώς. Σε παρόμοια περίπτωση, είναι απαραίτητη η συμμετοχή της Κοινότητας.

116

Αντιθέτως, οι αυτές περιστάσεις δεν συνεπάγονται κατ’ ανάγκη ότι ισχύει το ίδιο όσον αφορά τη συμμετοχή των κρατών μελών στις επίδικες συμφωνίες. Πράγματι, η τυχόν ανάγκη συμμετοχής των εν λόγω κρατών εξαρτάται εν προκειμένω, μεταξύ άλλων, από το ζήτημα αν, υπό το φως των επελθουσών με τη Συνθήκη της Νίκαιας τροποποιήσεων στο άρθρο 133 ΕΚ, η εξωτερική κοινοτική αρμοδιότητα σημείωσε εξέλιξη ικανή να δικαιολογήσει την εκ μέρους μόνης της Κοινότητας σύναψη των εν λόγω συμφωνιών, ζήτημα το οποίο πρόκειται να εξεταστεί με την παρούσα γνωμοδότηση.

Επί της προσφυγής στο αναφερόμενο στην κοινή εμπορική πολιτική άρθρο 133, παράγραφοι 1 και 5, ΕΚ

117

Η αρμοδιότητα της Κοινότητας να μετάσχει στη σύναψη των επιδίκων συμφωνιών δυνάμει του άρθρου 133, παράγραφοι 1 και 5, ΕΚ είναι βεβαία.

118

Αφενός, δεν αμφισβητείται ότι οι οικείες συμφωνίες εμπεριέχουν διατάξεις αφορώσες, μεταξύ άλλων, υπηρεσίες παρεχόμενες υπό τη μορφή της πρώτης παροχής. Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο στη σκέψη 44 της προπαρατεθείσας γνωμοδοτήσεως 1/94, το είδος αυτό παροχής, το οποίο καλύπτει τη διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών, εμπίπτει στην κατά το άρθρο 133, παράγραφος 1, ΕΚ κοινή εμπορική πολιτική. Η ανωτέρω διάταξη, η οποία, κατά πάγια νομολογία, απονέμει στην Κοινότητα αποκλειστική αρμοδιότητα, δεν υπέστη τροποποιήσεις.

119

Αφετέρου, όπως προκύπτει από το άρθρο 133, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, διάταξη θεσπισθείσα με τη Συνθήκη της Νίκαιας, η Κοινότητα διαθέτει του λοιπού και αρμοδιότητα να συνάπτει, δυνάμει της οικείας κοινής εμπορικής πολιτικής, διεθνείς συμφωνίες αφορώσες το εμπόριο των υπηρεσιών που παρέχονται υπό τη μορφή της δεύτερης έως και τέταρτης παροχής. Παρόμοια είδη παροχής υπηρεσιών τα οποία η GATS ονομάζει αντιστοίχως «ανάλωση στην αλλοδαπή», «εμπορική παρουσία» και «παρουσία φυσικών προσώπων», οι οποίες προηγουμένως δεν ενέπιπταν στο πεδίο της κοινής εμπορικής πολιτικής (βλ. προπαρατεθείσα γνωμοδότηση 1/94, σκέψη 47), διέπονται εφεξής από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 133, παράγραφοι 5 και 6, ΕΚ προϋποθέσεις.

120

Σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει το Βασίλειο της Ισπανίας, είναι εντελώς ανερμάτιστο το να θεωρείται ότι μόνο το εμπόριο των υπηρεσιών μέσω των διενεργουμένων υπό τη μορφή της δεύτερης παροχής παροχών, κατά την έννοια της GATS, εμπίπτει στην ούτω θεσπισθείσα με το άρθρο 133, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, ΕΚ εξωτερική κοινοτική αρμοδιότητα.

121

Πρώτον, μπορεί να επισημανθεί ότι, λαμβανομένου υπόψη του γενικού χαρακτήρα της και του γεγονότος ότι συνήφθη σε παγκόσμια κλίμακα, η GATS αποκτά, όσον αφορά ιδίως την έννοια του «εμπορίου υπηρεσιών» που χρησιμοποιεί τόσο η ίδια η GATS όσο και το άρθρο 133, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, ιδιαίτερη σημασία στην αφορώσα το εμπόριο των υπηρεσιών σφαίρα διεθνούς δράσεως.

122

Δεύτερον, η απαντώσα στο άρθρο 133, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, ΕΚ διευκρίνιση ότι η σύναψη συμφωνιών στον τομέα του εμπορίου των υπηρεσιών εμπίπτει εφεξής στο πεδίο εφαρμογής της εμπορικής πολιτικής, «κατά το μέτρο που οι συμφωνίες αυτές δεν προβλέπονται από τις [παραγράφους 1 έως 4 του άρθρου 133 ΕΚ]», πρέπει επίσης να ερμηνευτεί υπό το φως των συμπερασμάτων της γνωμοδοτήσεως 1/94, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε, όπως υπομνήστηκε στις σκέψεις 118 και 119 της παρούσας γνωμοδοτήσεως, ότι το εμπόριο των υπηρεσιών οι οποίες παρέχονται υπό τη μορφή της πρώτης παροχής, κατά την έννοια της GATS, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 133, παράγραφος 1, ΕΚ, εξαιρουμένου του εμπορίου των υπηρεσιών που παρέχονται υπό τη μορφή της δεύτερης έως τέταρτης παροχής, κατά την έννοια της ίδιας συμφωνίας.

123

Εξάλλου, όπως προκύπτει και από τις σκέψεις 34 έως 39 της παρούσας γνωμοδοτήσεως, δεν αμφισβητείται εν προκειμένω ότι οι επίδικες συμφωνίες, και ιδίως οι τροποποιήσεις, ανακλήσεις και αντισταθμιστικές αναπροσαρμογές που αυτές εμπεριέχουν ως προς τις δεσμεύσεις, τόσο τις οριζόντιες όσο και τις τομεακές, ανάγονται σε μεγάλο βαθμό στο εμπόριο υπηρεσιών που παρέχονται υπό τη μορφή της δεύτερης έως και τέταρτης παροχής.

124

Από τις προηγηθείσες σκέψεις μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο δεύτερο ερώτημα της αιτήσεως γνωμοδοτήσεως, η Κοινότητα έχει αρμοδιότητα για τη σύναψη των επιδίκων συμφωνιών εν μέρει δυνάμει του άρθρου 133, παράγραφος 1, ΕΚ και εν μέρει δυνάμει του άρθρου 133, παράγραφος 5, ΕΚ, οπότε η κοινοτική πράξη περί συνάψεως των συμφωνιών αυτών πρέπει να εδράζεται μεταξύ άλλων σε αμφότερες τις ανωτέρω διατάξεις.

Επί της προσφυγής στο άρθρο 133, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και επί της συμμετοχής των κρατών μελών στη σύναψη των επιδίκων συμφωνιών

125

Σε αντίθεση προς την Επιτροπή και το Κοινοβούλιο που διατείνονται ότι η σύναψη των επιδίκων συμφωνιών εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας, τα κράτη μέλη που υπέβαλαν παρατηρήσεις και το Συμβούλιο εκτιμούν ότι για την οικεία σύναψη απαιτείται η σύμπραξη της Κοινότητας και των κρατών μελών της. Για να δικαιολογηθεί μια τέτοια σύμπραξη μπορεί, μεταξύ άλλων, να προβληθεί, όπως προκύπτει από τη σκέψη 62 της παρούσας γνωμοδοτήσεως, το άρθρο 133, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ.

126

Προέχει η διατύπωση δύο προκαταρκτικών παρατηρήσεων.

127

Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι λόγοι όπως αυτοί που επικαλέστηκε η Επιτροπή σχετικά με την ανάγκη ενότητας και ταχύτητας κατά την εξωτερική δράση και ως προς τις δυσχέρειες που ενδέχεται να ανακύψουν σε περίπτωση συμπράξεως της Κοινότητας και των κρατών μελών κατά τη σύναψη των επιδίκων συμφωνιών δεν είναι ικανοί να μεταβάλουν την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο ζήτημα της αρμοδιότητας. Απαντώντας επί παρεμφερών επιχειρημάτων τα οποία προέβαλε η Επιτροπή στο πλαίσιο της αιτήσεως γνωμοδοτήσεως 1/94 σχετικά με τη σύναψη των προσαρτημένων ως παραρτημάτων στη Συμφωνία περί ιδρύσεως του ΠΟΕ συμφωνιών, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι το ζήτημα της κατανομής αρμοδιοτήτων δεν μπορεί να διευθετείται με γνώμονα τυχόν δυσχέρειες που θα μπορούσαν να ανακύψουν κατά τη διαχείριση των οικείων συμφωνιών (προπαρατεθείσα γνωμοδότηση 1/94, σκέψη 107, βλ. επίσης, συναφώς, προπαρατεθείσα γνωμοδότηση 2/00, σκέψη 41). Το ίδιο ισχύει προφανώς και όσον αφορά τυχόν δυσχέρειες αναγόμενες στη σύναψη συμφωνιών.

128

Δεύτερον, το γεγονός στο οποίο δόθηκε έμφαση από την Επιτροπή ότι οι διατάξεις των επιδίκων συμφωνιών που απαντούν στο παράρτημα Ι αυτών αφορούν ανακλήσεις ή τροποποιήσεις δεσμεύσεων και ως εκ τούτου συνεπάγονται ελάχιστη διεύρυνση των αγορών υπηρεσιών των κρατών μελών στους παρέχοντες υπηρεσίες προερχόμενες από τρίτα κράτη και άρα μείωση των εξωτερικών δεσμεύσεων που πρέπει να τηρούν τα εν λόγω κράτη μέλη δεν μπορεί περαιτέρω να ασκεί επιρροή επί του καθορισμού των κανόνων περί της αρμοδιότητας να πραγματοποιούνται τέτοιες ανακλήσεις ή τροποποιήσεις.

129

Πράγματι, η εξωτερική αρμοδιότητα, η οποία επιτρέπει την ανάληψη δεσμεύσεων για τον καθορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες οι παρέχοντες υπηρεσίες τρίτων χωρών δύνανται να έχουν πρόσβαση σε αγορά υπηρεσιών εντός της Κοινότητας, περιλαμβάνει κατ’ ανάγκη και την αρμοδιότητα περί καταργήσεως ή συρρικνώσεως τέτοιων δεσμεύσεων.

130

Μετά τις ανωτέρω διευκρινίσεις επιβάλλεται να χωρήσει η εξέταση της εφαρμογής του άρθρου 133, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ προκειμένου να προσδιοριστεί αν η οικεία διάταξη συνεπάγεται, όπως υποστήριξε το σύνολο των κρατών μελών τα οποία εξέφρασαν συναφώς τις απόψεις τους και το Συμβούλιο, σύναψη των επιδίκων συμφωνιών από κοινού από την Κοινότητα και τα κράτη μέλη της.

131

Προκειμένου να ερμηνευθεί η οικεία διάταξη, υπενθυμίζεται, όπως ήδη υπογραμμίστηκε στη σκέψη 110 της παρούσας γνωμοδοτήσεως, ότι, όπως προκύπτει και από το άρθρο 5 ΕΚ, οι αρμοδιότητες της Κοινότητας είναι κατ’ ανάθεση αρμοδιότητες.

132

Εξάλλου, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το άρθρο 133, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, το οποίο εγκαθιδρύει την εξωτερική κοινοτική αρμοδιότητα σε θέματα διεθνούς εμπορίου υπηρεσιών υπό τη μορφή του δεύτερου έως και τέταρτου είδους παροχών, διευκρινίζει ρητώς ότι η εν λόγω αρμοδιότητα υφίσταται «υπό την επιφύλαξη» της παραγράφου 6.

133

Εξάλλου, στο άρθρο 133, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ υπογραμμίζεται ότι, «κατά παρέκκλιση» από το άρθρο 133, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, οι συμφωνίες στον τομέα του εμπορίου των υπηρεσιών σε πολιτιστικά και οπτικοακουστικά θέματα, των εκπαιδευτικών υπηρεσιών καθώς και των κοινωνικών υπηρεσιών και των υπηρεσιών στον τομέα της ανθρώπινης υγείας εμπίπτουν στην αρμοδιότητα που μοιράζεται η Κοινότητα με τα κράτη μέλη της και συνάπτονται από κοινού από αυτά και την ίδια.

134

Έτσι, όπως προκύπτει από το γράμμα των ανωτέρω διατάξεων, σε αντίθεση προς τις αφορώσες το εμπόριο των υπηρεσιών συμφωνίες, οι οποίες δεν αφορούν τις εξατομικευόμενες στο άρθρο 133, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ υπηρεσίες, συμφωνίες αναγόμενες στις συγκεκριμένες υπηρεσίες δεν μπορούν να συνάπτονται από μόνη την Κοινότητα, η δε σύναψη τέτοιων συμφωνιών απαιτεί την από κοινού συμμετοχή της Κοινότητας και των κρατών μελών.

135

Με το άρθρο 133, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ σκοπείται η αποτροπή του ενδεχομένου ρυθμίσεως του εμπορίου παρόμοιων υπηρεσιών μέσω διεθνών συμφωνιών, η σύναψη των οποίων θα ήταν εφικτή από μόνη την Κοινότητα δυνάμει της εξωτερικής αρμοδιότητάς της σε εμπορικά θέματα. Αντιθέτως, χωρίς ουδόλως να αποκλείει αρμοδιότητα της Κοινότητας συναφώς, το άρθρο 133, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ απαιτεί η αρμοδιότητα αυτή, την οποία η Κοινότητα μοιράζεται εν προκειμένω με τα κράτη μέλη της, να ασκείται από κοινού από αυτά και την ίδια.

136

Μπορεί να παρατηρηθεί ότι, προβλέποντας έτσι κοινή δράση της Κοινότητας και των κρατών μελών της δυνάμει της μικτής αρμοδιότητας που διαθέτουν, το άρθρο 133, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ είναι τέτοιας φύσεως ώστε να προσφέρεται ταυτόχρονα τόσο για την επιδίωξη του συμφέροντος και της Κοινότητας προς εγκαθίδρυση μιας σφαιρικής, συνεκτικής και αποτελεσματικής εξωτερικής εμπορικής πολιτικής όσο και για να λαμβάνονται υπόψη τα ειδικά συμφέροντα που θα επιθυμούσαν ενδεχομένως να προβάλουν τα κράτη μέλη στους ευαίσθητους τομείς στους οποίους εστιάζεται η ανωτέρω διάταξη. Ο απαιτούμενος ενιαίος χαρακτήρας της διεθνούς εκπροσωπήσεως της Κοινότητας επιβάλλει περαιτέρω στενή συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και των κοινοτικών θεσμικών οργάνων κατά τη διαδικασία διαπραγματεύσεως και συνάψεως παρόμοιων συμφωνιών (βλ., συναφώς, μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα γνωμοδότηση 2/00, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

137

Υπό το φως των προηγηθεισών σκέψεων, δεν μπορούν να τελεσφορήσουν οι διαφορετικές απόψεις τις οποίες εξέφρασαν η Επιτροπή και το Κοινοβούλιο και σκοπούν στον περιορισμό της εκτάσεως εφαρμογής του άρθρου 133, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ.

138

Όσον αφορά την υποστηριζόμενη από τα εν λόγω θεσμικά όργανα άποψη ότι μόνον οι αφορώσες αποκλειστικώς ή κατά κύριο λόγο το εμπόριο των υπηρεσιών στους οποίους αναφέρεται η ανωτέρω διάταξη συμφωνίες καλύπτονται από τη διάταξη αυτή, πρέπει να υπογραμμιστούν τα ακόλουθα.

139

Πέραν του γεγονότος ότι παρόμοια ερμηνεία στερείται ερείσματος στη διάταξη του άρθρου 133, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, δεν συμβιβάζεται με τον επιδιωκόμενο διά της διατάξεως αυτής σκοπό, ο οποίος, όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 135 της παρούσας γνωμοδοτήσεως, έγκειται στη διατήρηση από τα κράτη μέλη αποτελεσματικής εξωτερικής αρμοδιότητας στους καταλαμβανόμενους από την οικεία διάταξη ευαίσθητους τομείς.

140

Πράγματι, παρόμοια ερμηνεία έχει μεταξύ άλλων ως συνέπεια να αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 133, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ όλες τις αποκαλούμενες οριζόντιες συμφωνίες οι οποίες άπτονται του εμπορίου των υπηρεσιών στο σύνολό τους. Επί πλέον, όπως προκύπτει από τη διάταξη αυτή, διεθνείς πρόνοιες με αυστηρώς πανομοιότυπο αντικείμενο, περιλαμβανόμενες σε συμφωνία και αφορώσες τους τομείς των κατά το άρθρο 133, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ ευαισθήτων υπηρεσιών θα ενέπιπταν στην αρμοδιότητα την οποία μοιράζεται η Κοινότητα με τα κράτη μέλη της και στην οποία αναφέρεται η οικεία διάταξη με γνώμονα αποκλειστικά και μόνο το γεγονός ότι τα συμβαλλόμενα στη συμφωνία μέρη αποφάσισαν να ρυθμίσουν μόνο το εμπόριο τέτοιων ευαισθήτων υπηρεσιών ή συμφώνησαν να ρυθμίσουν ταυτόχρονα το οικείο εμπόριο και το εμπόριο της μιας ή άλλης μορφής υπηρεσιών ή όλων αυτών στο σύνολό τους.

141

Για τους ίδιους συγκεκριμένα λόγους, το γεγονός, το οποίο προέβαλε επίσης η Επιτροπή, ότι το άρθρο 133, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, ΕΚ προβλέπει ότι η περί συνάψεως συμφωνίας οριζόντιας φύσεως κοινοτική πράξη απαιτεί την ομοφωνία εντός του Συμβουλίου, καθ’ ο μέτρο παρόμοια συμφωνία αφορά και την παράγραφο 6, δεύτερο εδάφιο, του ιδίου άρθρου, δεν μπορεί περαιτέρω να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η κοινοτική αρμοδιότητα περί συνάψεως παρόμοιας συμφωνίας πρέπει, σε αντίθεση προς την περίπτωση τομεακών συμφωνιών που αφορούν συγκεκριμένα τους κατά το δεύτερο αυτό εδάφιο ευαίσθητους τομείς, να έχει αποκλειστικό χαρακτήρα.

142

Εξάλλου, το άρθρο 133, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, ΕΚ καθιερώνει κανόνα, αντικείμενο του οποίου είναι το να διευκρινιστεί με ποιον τρόπο πρέπει να ασκηθεί και όχι το να προσδιοριστεί η φύση της κοινοτικής αρμοδιότητας. Επί πλέον, η απαιτούμενη ομοφωνία εντός του Συμβουλίου για τους σκοπούς εκδόσεως της περί συνάψεως συμφωνίας κοινοτικής πράξεως ουδόλως είναι ασυμβίβαστη προς το γεγονός ότι η σύναψή της εμπίπτει υπό άλλη έποψη σε κοινή με τα κράτη μέλη αρμοδιότητα.

143

Εξάλλου, όσον αφορά την επίσης υποστηριζόμενη από την Επιτροπή άποψη ότι, όπως προκύπτει από το πρώτο εδάφιο του άρθρου 133, παράγραφος 6, ΕΚ, το δεύτερο εδάφιο της ανωτέρω διατάξεως πρέπει να εφαρμόζεται μόνο εφόσον πρόκειται για διατάξεις συμφωνίας με τις οποίες επιτυγχάνεται εναρμόνιση στους κατά το εν λόγω δεύτερο εδάφιο τομείς ευαισθήτων υπηρεσιών, πρέπει να υπογραμμιστούν τα ακόλουθα.

144

Όπως ισχυρίστηκαν τα περισσότερα από τα υποβαλόντα παρατηρήσεις κράτη μέλη και το Συμβούλιο, η προκείμενη επί της οποίας εδράζεται η άποψη αυτή, ότι δηλαδή το άρθρο 133, παράγραφος 6, πρώτο εδάφιο, ΕΚ έχει ως αποκλειστικό σκοπό να αποκλείει την εξωτερική κοινοτική δραστηριότητα οσάκις οι περιλαμβανόμενες στη μελετώμενη συμφωνία διατάξεις εναρμονίζουν εθνικές διατάξεις στον τομέα όπου η Συνθήκη αποκλείει την εναρμόνιση αυτή, δεν μπορεί να συναχθεί από την εν λόγω διάταξη. Συγκεκριμένα, η εναρμόνιση αναφέρεται στην οικεία διάταξη ενδεικτικώς όπως επιβεβαιώνεται με τη χρήση του επιρρήματος «ιδίως».

145

Η σχετική διαπίστωση παρέχει αφεαυτής και μόνον τη δυνατότητα αποκλεισμού της ερμηνείας της Επιτροπής με την οποία διώκεται επί της βάσεως αυτής ο περιορισμός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 133, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ αποκλειστικά στις περιπτώσεις εκείνες οι οποίες επιφέρουν εναρμόνιση σε έναν από τους τομείς υπηρεσιών στους οποίους εστιάζεται το εν λόγω δεύτερο εδάφιο.

146

Υπό τις περιστάσεις αυτές και λαμβανομένων ιδίως υπόψη των σκέψεων 131 έως 136 της παρούσας γνωμοδοτήσεως, ειδικότερα δε του γράμματος της διατάξεως του άρθρου 133, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και του επιδιωκόμενου με αυτή σκοπού, το περιεχόμενο του άρθρου 133, παράγραφος 6, πρώτο εδάφιο, ΕΚ δεν μπορεί να οδηγήσει στην ερμηνεία υπέρ της οποίας τάσσεται η Επιτροπή σε σχέση με το εν λόγω δεύτερο εδάφιο.

147

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις επίδικες συμφωνίες, αυτές επάγονται μεταξύ άλλων, όπως εκτίθεται στη σκέψη 36 της παρούσας γνωμοδοτήσεως, επέκταση σε ορισμένο αριθμό νέων κρατών μελών ενός τομεακού περιορισμού αφορώντος τις εκπαιδευτικές υπηρεσίες, περιορισμού ο οποίος απαντά στον ισχύοντα πίνακα δεσμεύσεων της Κοινότητας και των κρατών μελών της, με τον οποίο επιδιώκεται οι εν λόγω εκπαιδευτικές υπηρεσίες να εμπίπτουν στον πίνακα αυτό μόνον καθ’ ο μέτρο πρόκειται για υπηρεσίες ιδιωτικής εκπαιδεύσεως.

148

Όπως προκύπτει από τη σκέψη 34 της παρούσας γνωμοδοτήσεως, οι εν λόγω συμφωνίες επεκτείνουν επίσης στο σύνολο ή σε ορισμένα από τα εν λόγω κράτη μέλη διαφόρους οριζοντίους περιορισμούς σχετικά με την πρόσβαση στην αγορά και την εθνική μεταχείριση. Παρόμοιοι οριζόντιοι περιορισμοί πρέπει κατά κανόνα να εφαρμόζονται σε όλους τους καλυπτόμενους από τον πίνακα δεσμεύσεων της Κοινότητας και των κρατών μελών της τομείς υπηρεσιών, μεταξύ των οποίων καταλέγονται ιδίως οι κατά το άρθρο 133, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ υπηρεσίες, όπως οι υπηρεσίες ιδιωτικής εκπαιδεύσεως ή ορισμένες υπηρεσίες υγείας ή κοινωνικές υπηρεσίες.

149

Έτσι, επί παραδείγματι, η επέκταση και στα νέα κράτη μέλη του οριζόντιου περιορισμού ως προς την πρόσβαση στο τρίτο είδος παροχής των υπηρεσιών που λογίζονται ως δημόσιες υπηρεσίες σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο και δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο κρατικών μονοπωλίων ή αποκλειστικών δικαιωμάτων επιφυλασσομένων σε ιδιώτες προμηθευτές ενδέχεται, ιδίως, να καταλαμβάνει και υπηρεσίες υγείας, όπως προκύπτει ρητώς από την επεξηγηματική σημείωση επί του εν λόγω περιορισμού η οποία απαντά στον ισχύοντα πίνακα δεσμεύσεων της Κοινότητας και των κρατών μελών της.

150

Υπό τις περιστάσεις αυτές, διαπιστώνεται ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 133, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, η Κοινότητα και τα κράτη μέλη έχουν εν προκειμένω συναρμοδιότητα και πρέπει να συνάψουν από κοινού τις επίδικες συμφωνίες. Η διαπίστωση αυτή αρκεί προκειμένου να δοθεί απάντηση στο τιθέμενο με την αίτηση εκδόσεως γνωμοδοτήσεως της οποίας επελήφθη το Δικαστήριο πρώτο ερώτημα.

151

Απομένει να διευκρινιστεί, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο δεύτερο ερώτημα που τίθεται με την αίτηση γνωμοδοτήσεως, ότι, αφ’ ης στιγμής δεν διαπιστώνεται ότι το άρθρο 133, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ πρέπει να διέπει τη σύναψη των επιδίκων συμφωνιών, η οικεία διάταξη, η οποία υπογραμμίζει τη μικτή φύση της κοινοτικής αρμοδιότητας για τους σκοπούς της συνάψεως των συμφωνιών αυτών και συμπληρώνει κατά τούτο τη διάταξη του άρθρου 133, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, ΕΚ πρέπει, όπως και η τελευταία αυτή διάταξη, να αποτελέσει τη νομική βάση τής περί συνάψεως των εν λόγω συμφωνιών κοινοτικής πράξεως.

Επί της προσφυγής στα άρθρα 71 ΕΚ και 80, παράγραφος 2, ΕΚ, τα οποία αφορούν την κοινή πολιτική των μεταφορών

152

Η Επιτροπή και το Κοινοβούλιο διατείνονται ότι το άρθρο 133, παράγραφοι 1 και 5, ΕΚ αποτελούν τη μόνη νομική βάση επί της οποίας πρέπει να στηριχθεί η κοινοτική πράξη περί συνάψεως των επιδίκων συμφωνιών.

153

Αντιθέτως, το σύνολο των κρατών μελών τα οποία κατέθεσαν παρατηρήσεις στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, καθώς και το Συμβούλιο, εκτιμούν ότι, αφ’ ης στιγμής οι εν λόγω συμφωνίες καταλαμβάνουν μεταξύ άλλων και τις υπηρεσίες μεταφοράς, ειδικότερα τις θαλάσσιες και αεροπορικές μεταφορές, η περί συνάψεώς τους κοινοτική πράξη πρέπει να έχει ως νομική βάση, πέραν του άρθρου 133, παράγραφοι 1, 5 και 6, ΕΚ, και τα άρθρα 71 ΕΚ και 80, παράγραφος 2, ΕΚ.

154

Για να επιλυθεί η συγκεκριμένη διάσταση απόψεων, επιβάλλεται, όπως συμφωνούν το σύνολο των κυβερνήσεων και των θεσμικών οργάνων που κατέθεσαν παρατηρήσεις, να ληφθεί υπόψη το άρθρο 133, παράγραφος 6, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, το οποίο ορίζει κατά τρόπο συγκεκριμένο ότι η διαπραγμάτευση και η σύναψη διεθνών συμφωνιών στον τομέα των μεταφορών εξακολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις του τίτλου V της Συνθήκης και από το άρθρο 300 ΕΚ.

155

Κατά την Επιτροπή και το Κοινοβούλιο, το άρθρο 133, παράγραφος 6, τρίτο εδάφιο, ΕΚ έχει την έννοια ότι πρέπει να εφαρμόζεται μόνον όταν πρόκειται για συμφωνίες, αποκλειστικό ή τουλάχιστον κύριο αντικείμενο των οποίων είναι οι μεταφορές. Κατά τα οικεία θεσμικά όργανα, αυτό δεν συμβαίνει στην περίπτωση των επιδίκων συμφωνιών, το αντικείμενο των οποίων αφορά το εμπόριο των υπηρεσιών εν γένει, ενώ οι υπηρεσίες μεταφορών ενέχουν έναντι αυτών μόνον παρεπόμενο ή δευτερεύοντα χαρακτήρα.

156

Προκειμένου να αποσαφηνιστεί η έκταση εφαρμογής του άρθρου 133, παράγραφος 6, τρίτο εδάφιο, ΕΚ προέχει, πρώτον, η υπόμνηση ότι το άρθρο 133, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, το οποίο, όπως υπογραμμίστηκε προηγουμένως, απονέμει στην Κοινότητα εξωτερική αρμοδιότητα απτόμενη της κοινής εμπορικής πολιτικής σε θέματα εμπορίου υπηρεσιών που παρέχονται υπό τη μορφή της δεύτερης έως και τέταρτης παροχής, διευκρινίζει ρητώς ότι η εν λόγω αρμοδιότητα ασκείται «υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 6».

157

Δεύτερον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι κατ’ εξαίρεση μόνο μια διάταξη της Συνθήκης απονέμουσα εξωτερική κοινοτική αρμοδιότητα σε ειδικό τομέα ρυθμίζει, όπως το πράττει το άρθρο 133 ΕΚ στην παράγραφο 6, τρίτο εδάφιο, εν δυνάμει σύγκρουση κοινοτικών νομικών βάσεων προσδιορίζοντας ειδικώς ότι άλλη διάταξη της Συνθήκης προτάσσεται αυτής όσον αφορά τη σύναψη ορισμένων τύπων διεθνών συμφωνιών δυναμένων a priori να εμπίπτουν στη μια ή στην έτερη νομική βάση.

158

Τρίτον, δεν χωρεί αμφιβολία ότι η έκφραση «διεθνείς συμφωνίες στον τομέα των μεταφορών» καταλαμβάνει ιδίως τον τομέα των εμπορικών συναλλαγών επί των υπηρεσιών μεταφορών. Πράγματι, θα στερούνταν νοήματος να διευκρινίζεται εν μέσω μιας διατάξεως αφορώσας την κοινή εμπορική πολιτική ότι συμφωνίες στον τομέα των μεταφορών μη απτόμενες του εμπορίου των μεταφορικών υπηρεσιών εμπίπτουν στην πολιτική των μεταφορών αλλ’ όχι στην οικεία εμπορική πολιτική.

159

Τέταρτον, η διευκρίνιση ότι η διαπραγμάτευση και η σύναψη των συμφωνιών στον τομέα των μεταφορών «εξακολουθούν» να διέπονται από τις αφορώσες την πολιτική των μεταφορών διατάξεις της Συνθήκης απηχεί τη βούληση να διατηρηθεί επί του θέματος ένα statu quo ante.

160

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι με την προπαρατεθείσα γνωμοδότηση 1/94, η οποία εκδόθηκε ακριβώς επ’ αφορμή της συνάψεως της GATS, την τροποποίηση της οποίας πρόκειται να επιφέρουν οι επίδικες συμφωνίες, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι διεθνείς συμφωνίες σε θέματα μεταφορών δεν ενέπιπταν στο άρθρο 113 ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 133 ΕΚ), αποφαινόμενο ότι τούτο συμβαίνει ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι παρόμοιες συμφωνίες αφορούν κανόνες ασφαλείας, όπως εκείνοι περί των οποίων επρόκειτο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 31ης Μαρτίου 1971, 22/70, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, γνωστής ως «AETR» (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 729), ή του ότι συνιστούν, όπως και η GATS, συμφωνίες εμπορικής φύσεως (βλ. προπαρατεθείσα γνωμοδότηση 1/94, σκέψεις 48 έως 53· βλ. ομοίως, προπαρατεθείσα γνωμοδότηση 2/92, σκέψη 27, υπό το αυτό πνεύμα).

161

Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, το Δικαστήριο υπογράμμισε μεταξύ άλλων, στη σκέψη 48 της προπαρατεθείσας γνωμοδοτήσεως 1/94, ότι οι μεταφορές αποτελούν αντικείμενο ειδικού τίτλου της Συνθήκης, διακριτού από τον διέποντα την κοινή εμπορική πολιτική τίτλο, υπενθύμισε δε συναφώς ότι, όπως προέκυπτε από πάγια νομολογία, η Κοινότητα διαθέτει σιωπηρή εξωτερική αρμοδιότητα σε σχέση με την κοινή πολιτική των μεταφορών.

162

Όπως προκύπτει από τις προηγηθείσες σκέψεις, πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Νίκαιας, το εμπόριο υπηρεσιών σε θέματα μεταφορών εξακολουθούσε να είναι εντελώς ξένο προς την κοινή εμπορική πολιτική. Ακόμη και υπό τη μορφή της πρώτης παροχής, το εμπόριο τέτοιων υπηρεσιών εξακολουθούσε υπό την έννοια αυτή, σε αντίθεση προς άλλες μορφές υπηρεσιών, να εμπίπτει στον περί της κοινής πολιτικής των μεταφορών τίτλο της Συνθήκης (προπαρατεθείσα γνωμοδότηση 1/94, σκέψη 53).

163

Πέμπτον, υπογραμμίζεται ότι η προτεινόμενη από την Επιτροπή ερμηνεία ότι οι αφορώσες το εμπόριο υπηρεσιών μεταφορών, κατ’ αποκλειστικότητα ή κυρίως, συμφωνίες αποτελούν αντικείμενο του άρθρου 133, παράγραφος 6, τρίτο εδάφιο, ΕΚ είναι ικανή να αφαιρέσει από την εν λόγω διάταξη ένα μεγάλο μέρος της αποτελεσματικότητάς της. Πράγματι, η ερμηνεία αυτή θα είχε ως συνέπεια διεθνείς πρόνοιες με αυστηρώς πανομοιότυπο αντικείμενο, περιεχόμενες σε συμφωνία, να εμπίπτουν άλλοτε μεν στην πολιτική των μεταφορών, άλλοτε δε στην εμπορική πολιτική, με γνώμονα αποκλειστικά και μόνο το γεγονός ότι τα συμβαλλόμενα στη συμφωνία μέρη αποφάσισαν να ρυθμίσουν μόνο το εμπόριο των υπηρεσιών μεταφοράς ή συμφώνησαν να ρυθμίσουν ταυτόχρονα το οικείο εμπόριο και το εμπόριο της μιας ή της άλλης μορφής υπηρεσιών ή όλων αυτών στο σύνολό τους.

164

Αντιθέτως, όπως προκύπτει από το σύνολο των προηγηθεισών σκέψεων, το άρθρο 133, παράγραφος 6, τρίτο εδάφιο, ΕΚ σκοπεί, όσον αφορά το διεθνές εμπόριο των υπηρεσιών μεταφορών, στη διατήρηση μιας κατ’ αρχήν παραλληλίας μεταξύ της εσωτερικής αρμοδιότητας, η οποία ασκείται με τη μονομερή έκδοση κοινοτικών κανόνων, και της εξωτερικής αρμοδιότητας, η οποία επιτυγχάνεται διά της συνάψεως διεθνών συμφωνιών, αμφότερες δε οι αρμοδιότητες εξακολουθούν, όπως και προηγουμένως, να είναι αγκιστρωμένες στον αφορώντα την κοινή πολιτική των μεταφορών ειδικό τίτλο της Συνθήκης.

165

Εξάλλου, μπορεί να παρατηρηθεί ότι η ιδιομορφία της κοινοτικής δράσεως σε θέματα πολιτικής μεταφορών υπογραμμίζεται στο άρθρο 71, παράγραφος 1, ΕΚ, το οποίο διευκρινίζει ότι, λαμβάνοντας υπόψη «την ιδιομορφία των μεταφορών», το Συμβούλιο καλείται να επεξεργαστεί την αναγόμενη στον εν λόγω τομέα κοινή πολιτική. Ομοίως, μπορεί να υπογραμμιστεί ότι, όσον αφορά αφορά ειδικότερα τον τομέα του εμπορίου των υπηρεσιών, το άρθρο 71, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΕΚ απονέμει ρητώς στην Κοινότητα την αρμοδιότητα να θέτει, για τους σκοπούς της εφαρμογής της οικείας πολιτικής, «τους όρους υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές μεταφορές κράτους μέλους μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σ’ αυτό».

166

Ως προς την αφορώσα την επιλογή της νομικής βάσεως νομολογία με γνώμονα το κριτήριο του κυρίου και του παρεπομένου στο οποίο αναφέρθηκε επίσης η Επιτροπή προκειμένου να δικαιολογήσει προσφυγή αποκλειστικά και μόνο στο άρθρο 133, παράγραφοι 1 έως 5, ΕΚ και τη σύναψη των επιδίκων συμφωνιών, αρκεί εν προκειμένω να υπογραμμιστεί ότι δεν μπορεί να λογίζεται ότι οι διατάξεις των επιδίκων συμφωνιών σχετικά με το εμπόριο των υπηρεσιών μεταφορών αποτελούν το αναγκαίο συμπλήρωμα της αποτελεσματικής φύσεως των αφορωσών τους λοιπούς τομείς υπηρεσιών διατάξεων των ως άνω συμφωνιών (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα γνωμοδότηση 1/94, σκέψη 51) ή ακόμη ότι έχουν εξαιρετικά περιορισμένη έκταση εφαρμογής (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα γνωμοδότηση 1/94, σκέψη 67, και απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 1996, C-268/94, Πορτογαλία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1996, σ. I-6177, σκέψη 75).

167

Αφενός, το εμπόριο των υπηρεσιών μεταφορών ανάγεται, όπως και το εμπόριο των άλλων μορφών υπηρεσιών τις οποίες καταλαμβάνει η GATS ή οι επίδικες συμφωνίες, στο ίδιο το αντικείμενο της GATS και των οικείων συμφωνιών οι οποίες, άλλωστε, έχουν ενεστώς και άμεσο αποτέλεσμα επί του εμπορίου μιας εκάστης των ούτως εμπλεκομένων μορφών υπηρεσιών, χωρίς να είναι εφικτή συναφώς η μεταξύ τους διάκριση.

168

Αφετέρου, δεν αμφισβητείται ότι οι επίδικες συμφωνίες εμπεριέχουν στην προκειμένη περίπτωση σχετικά σημαντικό αριθμό διατάξεων, αποτέλεσμα των οποίων είναι η τροποποίηση τόσο των οριζοντίων όσο και των τομεακών δεσμεύσεων που αναλαμβάνουν η Κοινότητα και τα κράτη μέλη της δυνάμει της GATS, όσον αφορά τις λεπτομέρειες εφαρμογής, τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς βάσει των οποίων η Κοινότητα και τα κράτη μέλη επιτρέπουν την πρόσβαση στις αγορές υπηρεσιών μεταφορών, ιδίως αεροπορικών ή θαλασσίων, στους παρέχοντες υπηρεσίες άλλων μελών του ΠΟΕ, καθώς και το πλεονέκτημα της εθνικής μεταχειρίσεως.

169

Όπως προκύπτει επί παραδείγματι από τη σκέψη 34 της παρούσας γνωμοδοτήσεως, το παράρτημα I, A, των επιδίκων συμφωνιών επάγεται επέκταση σε διάφορα νέα κράτη μέλη του οριζόντιου περιορισμού ως προς την πρόσβαση στο τρίτο είδος παροχής των υπηρεσιών που λογίζονται ως δημόσιες υπηρεσίες σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο και δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο κρατικών μονοπωλίων ή αποκλειστικών δικαιωμάτων επιφυλασσομένων σε ιδιώτες προμηθευτές. Όπως προκύπτει ρητώς από την επεξηγηματική σημείωση ως προς τον απαντώντα στον ισχύοντα πίνακα δεσμεύσεων της Κοινότητας και των κρατών μελών της οριζόντιο περιορισμό, ο περιορισμός αυτός δύναται, μεταξύ άλλων, να αφορά τις υπηρεσίες μεταφορών καθώς και τις ενσωματωμένες και παρεπόμενες υπηρεσίες όλων των μορφών μεταφορών. Ομοίως, οι οριζόντιοι περιορισμοί οι οποίοι αφορούν άλλοτε το πλεονέκτημα της εθνικής μεταχειρίσεως και άλλοτε την πρόσβαση στην αγορά περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 34 της παρούσας γνωμοδοτήσεως πρέπει κατ’ αρχήν να εφαρμόζονται στους τομείς υπηρεσιών τους οποίους καταλαμβάνει ο πίνακας της Κοινότητας και των κρατών μελών της, μεταξύ των οποίων καταλέγονται, επί παραδείγματι, ορισμένες υπηρεσίες αεροπορικών μεταφορών, όπως είναι οι υπηρεσίες επιδιορθώσεως και συντηρήσεως αεροσκαφών, η πώληση και η εμπορία υπηρεσιών μεταφορών ή ακόμη οι υπηρεσίες πληροφορικών συστημάτων κρατήσεων, καθώς και υπηρεσίες μεταφοράς επιβατών ή εμπορευμάτων οδικώς.

170

Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 36 και 37 της παρούσας γνωμοδοτήσεως, το παράρτημα I, A, των επιδίκων συμφωνιών εμπεριέχει και ορισμένο αριθμό διατάξεων οι οποίες αφορούν τις τομεακές δεσμεύσεις σε θέματα υπηρεσιών μεταφορών βάσει των οποίων άλλοτε χωρεί η επέκταση τομεακών περιορισμών σε ορισμένα νέα κράτη μέλη, άλλοτε δε θεσπίζονται τέτοιοι περιορισμοί έναντι αυτών.

171

Όπως προκύπτει από τη σκέψη 38 της παρούσας γνωμοδοτήσεως, με το παράρτημα I, B, των επιδίκων συμφωνιών πραγματοποιούνται διάφορες ανακλήσεις οριζοντίων δεσμεύσεων τις οποίες είχαν συμφωνήσει προηγουμένως η Δημοκρατία της Μάλτας και η Δημοκρατία της Κύπρου σχετικά με την εθνική μεταχείριση υπό τη μορφή της τέταρτης παροχής, όπως η ανάκληση τομεακής δεσμεύσεως εκ μέρους της Δημοκρατίας της Μάλτας σε θέματα υπηρεσιών θαλασσίων μεταφορών επιβατών και εμπορευμάτων.

172

Τέλος, όσον αφορά τη νομοθετική πρακτική την οποία επικαλέστηκε η Επιτροπή, αρκεί η υπόμνηση ότι τυχόν απλή πρακτική του Συμβουλίου δεν μπορεί να παρεκκλίνει από τους κανόνες της Συνθήκης και να δημιουργήσει επομένως προηγούμενο δεσμεύον τα θεσμικά όργανα της Κοινότητας ως προς την επιλογή της ορθής νομικής βάσεως (προπαρατεθείσα γνωμοδότηση 1/94, σκέψη 52). Κατά πάγια νομολογία, η επιλογή της νομικής βάσεως μιας κοινοτικής πράξεως πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία δεκτικά δικαστικού ελέγχου και όχι στην επιλεγείσα για την έκδοση άλλων κοινοτικών πράξεων εμφανιζουσών ενδεχομένως παρόμοια χαρακτηριστικά νομική βάση (βλ., ιδίως, απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2008, C-155/07, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2008, σ. Ι-8103, σκέψη 34 και παρατιθέμενη νομολογία).

173

Από το σύνολο των προηγηθεισών σκέψεων, συνάγεται κατ’ ανάγκη το συμπέρασμα ότι, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο εγειρόμενο με την αίτηση εκδόσεως γνωμοδοτήσεως δεύτερο ερώτημα, η πτυχή «μεταφορές» την οποία εμπεριέχουν οι επίδικες συμφωνίες εμπίπτει, σύμφωνα με το άρθρο 133, παράγραφος 6, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, στον τομέα της πολιτικής των μεταφορών και όχι σε εκείνον της κοινής εμπορικής πολιτικής.

 

Κατόπιν αυτού, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) γνωμοδοτεί ως εξής:

 

1)

Η σύναψη των συμφωνιών, όπως οι αποτελούσες αντικείμενο της παρούσας αιτήσεως γνωμοδοτήσεως συμφωνίες, με τα κατά την έννοια του άρθρου XXI της γενικής συμφωνίας για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών (GATS) θιγόμενα μέλη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) εμπίπτει στην αρμοδιότητα που η Κοινότητα μοιράζεται με τα κράτη μέλη.

 

2)

Η κοινοτική πράξη περί συνάψεως των ανωτέρω συμφωνιών πρέπει να θεμελιώνεται τόσο το άρθρο 133, παράγραφοι 1, 5 και 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, όσο και στα άρθρα 71 ΕΚ και 80, παράγραφος 2, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 300, παράγραφοι 2 και 3, πρώτο εδάφιο, ΕΚ.

 

(υπογραφές)