ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 11ης Ιουνίου 2009 ( *1 )

«Κοινή γεωργική πολιτική — Βόειο κρέας — Κανονισμός (ΕΚ) 795/2004 — Άρθρο 3α — Ολοκληρωμένο σύστημα διαχειρίσεως και ελέγχου ορισμένων καθεστώτων ενισχύσεως — Ενιαία ενίσχυση — Καθορισμός του ποσού αναφοράς — Μειώσεις και αποκλεισμοί»

Στην υπόθεση C-170/08,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, υποβληθείσα από το College van Beroep voor het bedrijfsleven (Κάτω Χώρες) με απόφαση της 16ης Απριλίου 2008, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις , στο πλαίσιο της δίκης

H. J. Nijemeisland

κατά

Minister van Landbouw, Natuur en Voedselkwaliteit,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, A. Tizzano και A. Borg Barthet (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: Juliane Kokott

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις C. M. Wissels και Y. de Vries,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την F. Clotuche-Duvieusart και τον S. Noe,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς την ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3α του κανονισμού (ΕΚ) 795/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) 1782/2003 του Συμβουλίου για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στηρίξεως στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στηρίξεως για τους γεωργούς (ΕΕ L 141, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1974/2004 της Επιτροπής, της (ΕΕ L 345, σ. 85, στο εξής: κανονισμός 795/2004).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του H. J. Nijemeisland και του Minister van Landbouw, Natuur en Voedselkwaliteit (Υπουργού Γεωργίας, Φυσικού Περιβάλλοντος και Ποιότητας των Τροφίμων, στο εξής: Υπουργός) σχετικά με τον καθορισμό μιας ενιαίας ενισχύσεως η οποία στηρίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) 1782/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στηρίξεως στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στηρίξεως για τους γεωργούς και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) 2019/93, (ΕΚ) 1452/2001, (ΕΚ) 1453/2001, (ΕΚ) 1454/2001, (ΕΚ) 1868/94, (ΕΚ) 1251/1999, (ΕΚ) 1254/1999, (ΕΚ) 1673/2000, (ΕΟΚ) 2358/71 και (ΕΚ) 2529/2001 (ΕΕ L 270, σ. 1).

Το νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική ρύθμιση

Ο κανονισμός 1782/2003

3

Ο κανονισμός 1782/2003 εισάγει, μεταξύ άλλων, ένα καθεστώς ενισχύσεως του εισοδήματος των γεωργών. Το καθεστώς αυτό αποκαλείται, στο άρθρο 1, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού αυτού, «καθεστώς ενιαίας ενίσχυσης». Το καθεστώς αυτό αποτελεί το αντικείμενο του τίτλου III του εν λόγω κανονισμού.

4

Το άρθρο 33, παράγραφος 1, του κανονισμού 1782/2003 απαριθμεί τις καταστάσεις όπου οι γεωργοί μπορούν να επικαλεστούν το καθεστώς ενιαίας ενισχύσεως.

5

Το εν λόγω άρθρο 33, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, έχει ως εξής:

«Επιλεξιμότητα

1.   Οι γεωργοί έχουν πρόσβαση στο καθεστώς ενιαίας ενίσχυσης εφόσον:

α)

τους έχει χορηγηθεί ενίσχυση κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 38, στα πλαίσια τουλάχιστον ενός από τα καθεστώτα στήριξης που αναφέρονται στο παράρτημα VI […]».

6

Το ποσό της ενιαίας ενισχύσεως, το οποίο αποκαλείται «ποσό αναφοράς», υπολογίζεται με τη μέθοδο που προβλέπεται στο άρθρο 37 του εν λόγω κανονισμού.

7

Το άρθρο 37, παράγραφος 1, του κανονισμού 1782/2003 ορίζει:

«Το ποσό αναφοράς είναι ο τριετής μέσος όρος των συνολικών ποσών των ενισχύσεων που έχει λάβει ο γεωργός στα πλαίσια των καθεστώτων στήριξης που αναφέρονται στο παράρτημα VI, και ο οποίος έχει υπολογισθεί και προσαρμοσθεί σύμφωνα με το παράρτημα VII κατά τη διάρκεια κάθε ημερολογιακού έτους της περιόδου αναφοράς όπως ορίζεται στο άρθρο 38.»

8

Η περίοδος αναφοράς την οποία αφορούν τα άρθρα 33, παράγραφος 1, και 37, παράγραφος 1, του κανονισμού 1782/2003 ορίζεται στο άρθρο 38 του κανονισμού αυτού. Το άρθρο αυτό εκθέτει:

«Περίοδος αναφοράς

Η περίοδος αναφοράς περιλαμβάνει τα ημερολογιακά έτη 2000, 2001 και 2002.»

9

Το άρθρο 39 του ίδιου κανονισμού ορίζει:

«Σε περίπτωση εφαρμογής των άρθρων 3 και 4 του κανονισμού (ΕΚ) 1259/1999 κατά την περίοδο αναφοράς, τα ποσά που αναφέρονται στο Παράρτημα VII είναι εκείνα τα οποία θα είχαν χορηγηθεί πριν την εφαρμογή των παραπάνω άρθρων.»

Ο κανονισμός 795/2004

10

Ο κανονισμός 795/2004 περιέχει διατάξεις για την εφαρμογή του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως που εισήγαγε ο κανονισμός 1782/2003. Το άρθρο 3α του κανονισμού 795/2004 διευκρινίζει ως ακολούθως τα του υπολογισμού που προβλέπεται στο άρθρο 37 του κανονισμού 1782/2003:

«Καθορισμένα εκτάρια και ζώα

Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του παραρτήματος VII του κανονισμού (EΚ) 1782/2003, ο αριθμός εκταρίων ή ζώων για τα οποία χορηγήθηκε ή θα έπρεπε να έχει χορηγηθεί άμεση ενίσχυση κατά την περίοδο αναφοράς, που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό του ποσού αναφοράς του άρθρου 37, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, είναι ο αριθμός εκταρίων καθορισθείσας έκτασης ή καθορισμένων ζώων υπό την έννοια του άρθρου 2, στοιχεία ιηʹ και ιθʹ, του κανονισμού (EΚ) 2419/2001 για καθεμία από τις άμεσες ενισχύσεις που αναφέρονται στο παράρτημα VI του κανονισμού (EΚ) 1782/2003».

11

Η πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1974/2004 έχει ως εξής:

«Το άρθρο 2, στοιχείο εʹ, του κανονισμού (EΚ) 1782/2003 προβλέπει ότι οι ενισχύσεις που χορηγούνται για την περίοδο αναφοράς είναι εκείνες που έχουν καταβληθεί ή θα καταβληθούν για τη συγκεκριμένη περίοδο. Το παράρτημα VII ορίζει επιπροσθέτως ότι δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι μειώσεις που απορρέουν από την εφαρμογή βασικών εκτάσεων, ανώτατων ποσών ή άλλων ποσοτικών περιορισμών. Ενδείκνυται συνεπώς, για λόγους σαφήνειας, να διευκρινιστεί ότι οι μειώσεις και οι αποκλεισμοί που επιβάλλονται δυνάμει του κανονισμού (EΚ) 2419/2001 της Επιτροπής δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για όλες τις άμεσες ενισχύσεις που αναφέρονται στο παράρτημα VI του κανονισμού (EΚ) 1782/2003, ώστε να μην διαιωνίζονται οι μειώσεις και οι αποκλεισμοί που έχουν επιβληθεί για τη συγκεκριμένη περίοδο. Ως εκ τούτου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο αριθμός ζώων και εκταρίων που καθορίζεται κατά το χρόνο καθορισμού των δικαιωμάτων ενίσχυσης, με την επιφύλαξη περαιτέρω ελέγχων και της εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (EΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου».

Ο κανονισμός (ΕΚ) 2419/2001

12

Οι έννοιες των «καθορισμένων εκταρίων» και «καθορισμένων ζώων», που περιλαμβάνονται στον κανονισμό 795/2004, ορίζονται στο άρθρο 2, στοιχεία ιηʹ και ιθʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 2419/2001 της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2001, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του ολοκληρωμένου συστήματος διαχειρίσεως και ελέγχου για ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων που θεσπίστηκαν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3508/92 του Συμβουλίου (ΕΕ L 327, σ. 11). Οι εν λόγω ορισμοί έχουν ως εξής:

«ιη)

“Καθορισθείσα έκταση”: η έκταση, για την οποία έχουν εκπληρωθεί όλοι οι όροι που περιλαμβάνονται στους κανόνες για τη χορήγηση της ενίσχυσης·

ιθ)

“Καθορισμένο ζώο”: το ζώο, για το οποίο έχουν εκπληρωθεί όλοι οι όροι που περιλαμβάνονται στους κανόνες για τη χορήγηση της ενίσχυσης».

Ο κανονισμός (ΕΚ) 1254/1999

13

Το άρθρο 23, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1254/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος (ΕΕ L 160, σ. 21), ορίζει:

«Εάν κατάλοιπα ουσιών απαγορευμένων δυνάμει της οδηγίας 96/22/ΕΚ του Συμβουλίου [(ΕΕ L 125, σ. 3)] ή κατάλοιπα ουσιών που επιτρέπονται μεν δυνάμει της ως άνω οδηγίας, αλλά χρησιμοποιήθηκαν παράνομα, ανιχνευθούν, κατ’ εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της οδηγίας 96/23/ΕΚ του Συμβουλίου [(ΕΕ L 125, σ. 10)], σε ζώο που ανήκει στην αγέλη βοοειδών ενός παραγωγού ή εάν βρεθεί σε οποιαδήποτε μορφή στην εκμετάλλευση του παραγωγού μη επιτρεπόμενη ουσία ή προϊόν ή επιτρεπόμενη δυνάμει της οδηγίας 96/22/ΕΚ ουσία ή προϊόν που όμως κατέχεται παράνομα, ο παραγωγός αποκλείεται, κατά το ημερολογιακό έτος της εν λόγω διαπίστωσης, από την είσπραξη ποσών που προβλέπονται στο παρόν τμήμα.

Σε περίπτωση υποτροπής, η διάρκεια της περιόδου αποκλεισμού μπορεί, ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης, να ανέλθει σε πέντε έτη από το έτος κατά το οποίο διαπιστώθηκε η υποτροπή.»

Η εθνική ρύθμιση

14

Ο κανονισμός σχετικά με την κοινή γεωργική πολιτική — ενισχύσεις του 2006 (Regeling GLB-inkomenssteun 2006) περιέχει κανόνες για την εφαρμογή, μεταξύ άλλων, του κανονισμού 1782/2003.

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

15

Το 2000, η Algemene Inspectiedienst (Γενική Υπηρεσία Επιθεωρήσεως του Υπουργείου Γεωργίας) διενήργησε έλεγχο στους χώρους τού H. J. Nijemeisland. Από τον έλεγχο αυτόν διαπιστώθηκε, στην εκμετάλλευση του προσφεύγοντος, κλενβουτερόλη στα ούρα τριών βοδιών.

16

Η κλενβουτερόλη είναι ουσία που απαγορεύεται από την οδηγία 96/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1996, περί της λήψεως μέτρων ελέγχου για ορισμένες ουσίες και τα κατάλοιπά τους σε ζώντα ζώα και στα προϊόντα τους και καταργήσεως των οδηγιών 85/358/ΕΟΚ και 86/469/ΕΟΚ και των αποφάσεων 89/187/ΕΟΚ και 91/664/ΕΟΚ (ΕΕ L 125, σ. 10).

17

Με απόφαση της 6ης Ιουλίου 2001, ο Υπουργός, σύμφωνα με τον κανονισμό σχετικά με τις κοινοτικές πριμοδοτήσεις για αγελαία ζώα (Regeling dierlijke EG-premies), απέκλεισε τον H. J. Nijemeisland, για το 2000, από το ευεργέτημα της ενισχύσεως, με την αιτιολογία ότι δεν είχε «καθορισμένα ζώα» για το οικείο έτος. Ο λόγος αυτής της ελλείψεως καθορισμένων ζώων είναι ότι κατά το άρθρο 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 1254/1999 ο H. J. Nijemeisland είχε αποκλειστεί από τις πριμοδοτήσεις για βόδια. Κατά συνέπεια, ο αριθμός καθορισμένων βοδιών ήταν για το 2000 μηδενικός.

18

Ο H. J. Nijemeisland υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως της 6ης Ιουλίου 2001. Η ένσταση αυτή κηρύχθηκε αβάσιμη με απόφαση της , κατά της οποίας ο H. J. Nijemeisland δεν άσκησε προσφυγή.

19

Με απόφαση της 29ης Αυγούστου 2006, ο Υπουργός, σύμφωνα με τον κανονισμό 1782/2003, καθόρισε το ποσό της ενιαίας ενισχύσεως που οφειλόταν στον H. J. Nijemeisland. Για τον υπολογισμό που προβλέπεται από το άρθρο 37, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ο Υπουργός στηρίχθηκε στον μηδενικό αριθμό καθορισμένων βοδιών για το έτος αναφοράς 2000.

20

Στις 26 Σεπτεμβρίου 2006, ο H. J. Nijemeisland υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως της . Ένας από τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν προς στήριξη της διοικητικής ενστάσεως ήταν ότι ο Υπουργός κακώς θεώρησε ότι το 2000 ο H. J. Nijemeisland δεν είχε καθορισμένα ζώα. Ο H. J. Nijemeisland επικαλέστηκε επίσης «ανωτέρα βία» υπό την έννοια του άρθρου 40 του κανονισμού 1782/2003.

21

Με απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2006, ο Υπουργός κήρυξε αβάσιμη τη διοικητική ένσταση του H. J. Nijemeisland. Κατόπιν αυτού, ο H. J. Nijemeisland άσκησε κατά της αποφάσεως της προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Το τελευταίο διαπίστωσε ότι η απόφαση της έχει καταστεί απρόσβλητη. Διαπίστωσε επίσης ότι ο ισχυρισμός περί ανωτέρας βίας δεν δύναται να γίνει δεκτός, καθόσον έχει παρέλθει η σχετική προθεσμία.

22

Υπό τις συνθήκες αυτές, το College van Beroep voor het bedrijfsleven αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Πρέπει το άρθρο 3α του κανονισμού (ΕΚ) 795/2004 σε συνδυασμό με το άρθρο 2, [στοιχεία] ιηʹ και ιθʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 2419/2001 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μοναδικό σκοπό έχει να αποτρέψει το να διαιωνιστεί μια μείωση ή ένας αποκλεισμός που επιβλήθηκε βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 2419/2001 ή η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή και όταν πρόκειται για μειώσεις ή αποκλεισμούς που επιβλήθηκαν βάσει άλλων κανονισμών;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

23

Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία το Δικαστήριο αν το άρθρο 3α του κανονισμού 795/2004 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι μειώσεις και οι αποκλεισμοί που στηρίζονται στον κανονισμό 1254/1999 δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά τον υπολογισμό που προβλέπεται από το άρθρο 37, παράγραφος 1, του κανονισμού 1782/2003.

Οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

24

Η Ολλανδική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να καθιστούν δυνατό να υποστηριχθεί ευρύτερη ερμηνεία του άρθρου 3α του κανονισμού 795/2004. Έτσι, η απάντηση στο ερώτημα που τέθηκε πρέπει να είναι ότι το άρθρο αυτό έχει την έννοια ότι μείωση ή αποκλεισμός που επιβλήθηκε βάσει των διατάξεων του κανονισμού 2419/2001 δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό που προβλέπεται από το άρθρο 37, παράγραφος 1, του κανονισμού 1782/2003.

25

Προς τούτο, η Ολλανδική Κυβέρνηση στηρίζεται σε στενή ερμηνεία του άρθρου 3α του κανονισμού 795/2004 καθώς και στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1974/2004 η οποία ρητώς αναφέρει τον κανονισμό 2419/2001.

26

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων θεωρεί ότι το άρθρο 3α του κανονισμού 795/2004 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποκλεισμός ενός παραγωγού που επιβλήθηκε βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 1254/1999 δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό του ποσού αναφοράς.

27

Προς τούτο, η Επιτροπή θεωρεί ότι το άρθρο 3α του κανονισμού 795/2004 δεν απαιτεί να έχει όντως γίνει πληρωμή για να προσδιοριστεί ο αριθμός καθορισμένων ζώων και ότι η πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1974/2004 πρέπει να νοηθεί ως έχουσα σκοπό να μη διαιωνίσει όλες τις μειώσεις και όλους τους αποκλεισμούς που επιβλήθηκαν κατά την περίοδο αναφοράς.

28

Η Επιτροπή επικαλείται επίσης τις αρχές της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου.

Απάντηση του Δικαστηρίου

29

Ασφαλώς, το κείμενο του άρθρου 37, παράγραφος 1, του κανονισμού 1782/2003, το οποίο παραπέμπει στον «τριετή μέσο όρο των συνολικών ποσών των ενισχύσεων που έχει λάβει ο γεωργός», μπορεί να αφήσει να νοηθεί ότι μόνον τα ζώα για τα οποία όντως έγιναν πληρωμές μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού αναφοράς ενός γεωργού στο πλαίσιο του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως.

30

Το ίδιο συμβαίνει με τις διατάξεις του παραρτήματος VII, σημείο Γ, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1782/2003 στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 37, παράγραφος 1, διατάξεις που διευκρινίζουν ότι το ποσό υπολογίζεται με «πολλαπλασι[ασμό] το[υ] αριθμ[ού] των καθορισμένων ζώων για τον οποίο έχει χορηγηθεί τέτοια ενίσχυση, για κάθε έτος της περιόδου αναφοράς, με τα ποσά ανά κεφαλή που καθορίζονται για το ημερολογιακό έτος 2002».

31

Στην υπόθεση της κύριας δίκης, όπου ο προσφεύγων είχε αποκλειστεί από το ευεργέτημα της ενισχύσεως για το 2000, οι εθνικές αρχές ερμήνευσαν την επίμαχη ρύθμιση κατά τρόπον που στοίχισε στον προσφεύγοντα μείωση του ποσού αναφοράς και, επομένως, μόνιμη μείωση της εισοδηματικής ενισχύσεως που είχε δικαίωμα να αξιώσει.

32

Ωστόσο, η ερμηνεία αυτή προσκρούει στο ίδιο το κείμενο του άρθρου 3α του κανονισμού 795/2004, το οποίο ορίζει τα της εφαρμογής του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως.

33

Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή ρητώς ορίζει ότι, όσον αφορά τον υπολογισμό του ποσού αναφοράς, λαμβάνεται υπόψη ο αριθμός των ζώων για τα οποία «χορηγήθηκε ή θα έπρεπε να έχει χορηγηθεί» άμεση ενίσχυση.

34

Επομένως, για τον υπολογισμό του ποσού αναφοράς κατά το άρθρο 37, παράγραφος 1, του κανονισμού 1782/2003, δεν είναι αναγκαίο η οικεία άμεση ενίσχυση να έχει όντως καταβληθεί στον γεωργό.

35

Στη συνέχεια, από το κείμενο του άρθρου 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 1254/1999 προκύπτει ότι η επιβολή μιας κυρώσεως, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, έχει ως συνέπεια τον αποκλεισμό του παραγωγού, ανεξαρτήτως του αριθμού των σχετικών ζώων, από το ευεργέτημα των ενισχύσεων που χορηγούνται βάσει του εν λόγω κανονισμού. Επομένως, η κύρωση αυτή δεν δύναται να έχει συνέπειες για τον καθορισμό του αριθμού των ζώων που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό του εν λόγω ποσού αναφοράς.

36

Επιπλέον, η ερμηνεία αυτή συνάδει με τη βούληση του κοινοτικού νομοθέτη να μη διαιωνίζονται οι κυρώσεις εις βάρος των γεωργών πέραν της αρχικής κυρώσεως.

37

Ειδικότερα, η πρόθεση αυτή προκύπτει σαφώς από την πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1974/2004, στην οποία εκτίθεται ότι «οι μειώσεις και οι αποκλεισμοί που επιβάλλονται δυνάμει του κανονισμού (EΚ) 2419/2001 της Επιτροπής δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για όλες τις άμεσες ενισχύσεις που αναφέρονται στο παράρτημα VI του κανονισμού (EΚ) 1782/2003, ώστε να μην διαιωνίζονται οι μειώσεις και οι αποκλεισμοί που έχουν επιβληθεί για τη συγκεκριμένη περίοδο».

38

Πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι το άρθρο 39 του κανονισμού 1782/2003 διευκρινίζει ότι τα ποσά που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη βάσει του παραρτήματος VII του κανονισμού αυτού είναι εκείνα που θα είχαν χορηγηθεί πριν από την εφαρμογή των άρθρων 3 και 4 του κανονισμού 1259/1999, τα οποία αφορούν κυρώσεις ή μειώσεις για τη μη τήρηση των περιβαλλοντικών μέτρων ή των λεγόμενων μέτρων «διαφοροποιήσεως» αναλόγως των ιδιαιτεροτήτων της εκμεταλλεύσεως. Κατά συνέπεια, και στην περίπτωση αυτή ο νομοθέτης αρνήθηκε τη δυνατότητα οι εν λόγω κυρώσεις και μειώσεις να έχουν συνέπειες όσον αφορά το ποσό αναφοράς για τον υπολογισμό της ενιαίας ενισχύσεως.

39

Πάντως, ο σκοπός να μη διαιωνιστούν οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στους γεωργούς κατά την περίοδο αναφοράς δύναται να επιτευχθεί μόνον αν ισχύει για όλες τις μειώσεις και όλους τους αποκλεισμούς που, κατ’ αρχήν, έχουν μεμονωμένα και εξ απόψεως χρόνου περιορισμένα αποτελέσματα και όχι μόνο για τις μειώσεις και τους αποκλεισμούς που ρητώς αναφέρουν οι πιο πάνω κανονισμοί.

40

Τέλος, η ερμηνεία αυτή συνάδει με τις αρχές της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου.

41

Αφενός, η αρχή της αναλογικότητας είναι γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου η οποία πρέπει να τηρείται από τον κοινοτικό νομοθέτη καθώς και από τους εθνικούς νομοθέτες και δικαστές, μεταξύ δε άλλων στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής. Η αρχή αυτή επιβάλλει να μην υπερβαίνουν οι πράξεις των κοινοτικών οργάνων τα προσήκοντα και αναγκαία όρια για την επίτευξη των σκοπών που θεμιτώς επιδιώκονται με τη σχετική νομοθεσία, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσοτέρων καταλλήλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο καταναγκαστικό μέτρο και ότι τα μειονεκτήματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (βλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2008, C-534/06, Industria Lavorazione Carni Ovine, Συλλογή 2008, σ. I-4129, σκέψη 25).

42

Έτσι, το άρθρο 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 1254/1999 ορίζει μεταξύ άλλων ότι, σε περίπτωση υποτροπής, η περίοδος αποκλεισμού από το ευεργέτημα των οικείων άμεσων ενισχύσεων δύναται να ανέλθει σε πέντε έτη. Επομένως, μετά την πρώτη παράβαση, ο αποκλεισμός αυτός πρέπει να έχει περιορισμένα εξ απόψεως χρόνου αποτελέσματα.

43

Τέτοιες σκέψεις θα ίσχυαν κατά μείζονα λόγο αν ο αποκλεισμός κατά τη διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους βάσει μιας κυρώσεως που επιβλήθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 1254/1999 μπορούσε να έχει ως συνέπεια τη διαρκή μείωση του ποσού αναφοράς και, επομένως, της ενιαίας ενισχύσεως, πράγμα που θα μπορούσε να τιμωρήσει τον αγρότη περισσότερες φορές για την ίδια παράβαση και έτσι να έχει για αυτόν οικονομικές συνέπειες υπέρμετρες σε σχέση με τους σκοπούς της κυρώσεως που επιβλήθηκε αρχικά.

44

Αφετέρου, η αρχή της ασφάλειας δικαίου, γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, επιτάσσει η κοινοτική ρύθμιση που επιβάλλεται στα υποκείμενα δικαίου να είναι σαφής και συγκεκριμένη έτσι ώστε τα υποκείμενα δικαίου να έχουν τη δυνατότητα να γνωρίσουν χωρίς διφορούμενο τρόπο τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και να είναι σε θέση να λάβουν τα μέτρα τους (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 9ης Ιουλίου 1981, 169/80, Gondrand και Garancini, Συλλογή 1981, σ. 1931, σκέψη 17).

45

Πάντως, στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο H. J. Nijemeisland δέχθηκε, χωρίς να αμφισβητήσει ή να αναγνωρίσει την ενοχή του, την κύρωση που κατά την ισχύουσα τότε ρύθμιση συνίστατο στην απώλεια της πριμοδοτήσεως για ένα ημερολογιακό έτος. Τότε, του ήταν αδύνατον να προβλέψει ότι η απόφασή του θα είχε συνέπειες για τις μελλοντικές άμεσες ενισχύσεις σύμφωνα με μια ρύθμιση που θεσπίστηκε το 2003. Συγκεκριμένα, πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού 1782/2003, ο προσφεύγων δεν μπορούσε να προβλέψει ότι ο αποκλεισμός του από το ευεργέτημα της πριμοδοτήσεως θα επηρέαζε το ποσό της ενιαίας ενισχύσεως και, επομένως, θα μπορούσε να έχει επί πλείστα έτη δυσμενείς γι’ αυτόν οικονομικές συνέπειες.

46

Από ολόκληρη την ανάλυση αυτή προκύπτει ότι το άρθρο 3α του κανονισμού 795/2004 δεν επιτρέπει να αποκλειστούν από τον υπολογισμό της ενιαίας πριμοδοτήσεως τα καθορισμένα ζώα για μια περίοδο αναφοράς στην περίπτωση που ο σχετικός παραγωγός δεν έλαβε πριμοδότηση για το έτος αυτό λόγω της επιβολής μιας κυρώσεως βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 1254/1999.

47

Υπό τις συνθήκες αυτές, στο ερώτημα που τέθηκε προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 3α του κανονισμού 795/2004 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι μειώσεις και οι αποκλεισμοί που στηρίζονται στον κανονισμό 1254/1999 δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά τον υπολογισμό που προβλέπεται από το άρθρο 37, παράγραφος 1, του κανονισμού 1782/2003.

Επί των δικαστικών εξόδων

48

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 3α του κανονισμού (ΕΚ) 795/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) 1782/2003 του Συμβουλίου για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στηρίξεως στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στηρίξεως για τους γεωργούς, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1974/2004 της Επιτροπής, της , πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι μειώσεις και οι αποκλεισμοί που στηρίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) 1254/1999 του Συμβουλίου, της , περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος, δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά τον υπολογισμό που προβλέπεται από το άρθρο 37, παράγραφος 1, του κανονισμού 1782/2003.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.