ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 7ης Μαΐου 2009 ( *1 )

«Κανονισμός (ΕΟΚ) 1191/69 — Υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας — Αντισταθμιστικές παροχές — Τομέας αστικών συγκοινωνιών»

Στην υπόθεση C-504/07,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Supremo Tribunal Administrativo (Πορτογαλία) με απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2007, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις , στο πλαίσιο της δίκης

Associação Nacional de Transportadores Rodoviários de Pesados de Passageiros (Antrop) κ.λπ.

κατά

Conselho de Ministros,

Companhia Carris de Ferro de Lisboa SA (Carris),

Sociedade de Transportes Colectivos do Porto SA (STCP),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, K. Schiemann (εισηγητή), P. Kūris, L. Bay Larsen και C. Toader, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Δεκεμβρίου 2008,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Associação Nacional de Transportadores Rodoviários de Pesados de Passageiros (Antrop) κ.λπ., εκπροσωπούμενη από τον J. Mota de Campos, advogado,

το Conselho de Ministros, εκπροσωπούμενο από τον A. Duarte de Almeida, advogado,

η Sociedade de Transportes Colectivos do Porto SA (STCP), εκπροσωπούμενη από τον C. Pinto Correia, advogado,

η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Lumma,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την E. Righini και τον G. Braga da Cruz,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 73 ΕΚ και 87 ΕΚ, καθώς και του κανονισμού (ΕΟΚ) 1191/69 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1969, περί των ενεργειών των κρατών μελών που αφορούν τις υποχρεώσεις που είναι συνυφασμένες με την έννοια της δημόσιας υπηρεσίας στον τομέα των σιδηροδρομικών, οδικών και εσωτερικών πλωτών μεταφορών (ΕΕ ειδ. έκδ. 07/001, σ. 100), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1893/91 του Συμβουλίου, της (ΕΕ L 169, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1191/69).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Associação Nacional de Transportadores Rodoviários de Pesados de Passageiros (Antrop) και πολλών άλλων επιχειρήσεων (στο εξής: Antrop κ.λπ.), και, αφετέρου, του Conselho de Ministros, της Companhia de Carris de Ferro de Lisboa SA (στο εξής: Carris) και της Sociedade de Transportes Colectivos do Porto SA (στο εξής: STCP), όσον αφορά τις αντισταθμιστικές παροχές ύψους 40916478 ευρώ και 12376201 ευρώ, αντιστοίχως, που καταβλήθηκαν στις τελευταίες αυτές επιχειρήσεις για το 2003 με το υπ’ αριθ. 52/2003 ψήφισμα του Conselho de Ministros της 27ης Μαρτίου 2003.

Το νομικό πλαίσιο

3

Η πρώτη και η δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1191/69 έχουν ως εξής:

«[…] ένας από τους αντικειμενικούς σκοπούς της κοινής πολιτικής των μεταφορών είναι η κατάργηση των ανισοτήτων που είναι δυνατόν να προκαλέσουν ουσιώδη νόθευση των υποχρεώσεων που είναι συνυφασμένες με την έννοια της δημοσίας υπηρεσίας και οι οποίες επιβάλλονται στις επιχειρήσεις μεταφορών από τα κράτη μέλη·

[…] γι’ αυτό το λόγο, είναι αναγκαίο να καταργηθούν οι υποχρεώσεις δημοσίας υπηρεσίας οι οποίες καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό· […] όμως, σε ορισμένες περιπτώσεις είναι βασικό να διατηρηθούν αυτές οι υποχρεώσεις για να εξασφαλισθεί η παροχή επαρκών υπηρεσιών μεταφοράς· […] η επάρκεια των υπηρεσιών μεταφοράς πρέπει να εκτιμηθεί σε συνάρτηση με την κατάσταση της προσφοράς και ζητήσεως στον τομέα των μεταφορών και με τις ανάγκες της Κοινότητος».

4

Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 έως 5, του κανονισμού 1191/69 ορίζει τα εξής:

«1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις μεταφορών των οποίων η δραστηριότητα αφορά την εκμετάλλευση των παρεχομένων υπηρεσιών στον τομέα των σιδηροδρομικών, οδικών και εσωτερικών πλωτών μεταφορών.

Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρέσουν από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού τις επιχειρήσεις των οποίων η δραστηριότητα περιορίζεται αποκλειστικά στην εκμετάλλευση παρεχομένων αστικών, προαστικών ή περιφερειακών υπηρεσιών.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

“αστικές και προαστικές υπηρεσίες” οι υπηρεσίες μεταφορών με τις οποίες εξυπηρετούνται οι ανάγκες αστικού κέντρου ή ευρύτερης αστικής περιοχής, καθώς και οι ανάγκες μεταφορών μεταξύ του εν λόγω κέντρου και ευρύτερης αστικής περιοχής και των προαστίων του,

“περιφερειακές υπηρεσίες” οι υπηρεσίες μεταφορών που προορίζονται για την εξυπηρέτηση των αναγκών μιας περιοχής.

3.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών καταργούν τις υπηρεσίες που είναι συνυφασμένες με την έννοια της δημόσιας υπηρεσίας, οι οποίες ορίζονται στα πλαίσια του παρόντος κανονισμού και οι οποίες επιβάλλονται στον τομέα των σιδηροδρομικών, οδικών και εσωτερικών πλωτών μεταφορών.

4.   Προκειμένου να εξασφαλιστεί επαρκής παροχή υπηρεσιών μεταφορών, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τους κοινωνικούς, περιβαλλοντικούς και χωροταξιακούς παράγοντες, ή προκειμένου να διασφαλιστούν συγκεκριμένοι όροι ως προς τα κόμιστρα υπέρ ορισμένων κατηγοριών επιβατών, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορούν να συνάψουν συμβάσεις δημόσιας υπηρεσίας με επιχείρηση μεταφορών. Οι προϋποθέσεις και οι λεπτομέρειες των εν λόγω συμβάσεων θεσπίζονται στο τμήμα V.

5.   Ωστόσο, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορούν να διατηρήσουν ή να επιβάλουν τις υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 2 για τις αστικές, προαστικές και περιφερειακές υπηρεσίες μεταφορών επιβατών. Οι προϋποθέσεις και οι λεπτομέρειες, καθώς και οι μέθοδοι αντιστάθμισης, ορίζονται στα τμήματα ΙΙ, ΙΙΙ και IV.

Όταν μια επιχείρηση μεταφορών εκμεταλλεύεται ταυτόχρονα και υπηρεσίες που υπόκεινται σε υπηρεσίες δημόσιας υπηρεσίας και άλλες δραστηριότητες, οι προαναφερόμενες δημόσιες υπηρεσίες πρέπει να υπάγονται σε διαφορετικές μονάδες ώστε να πληρούνται τουλάχιστον οι ακόλουθοι όροι:

α)

οι λογαριασμοί που αντιστοιχούν στην καθεμία από αυτές τις δραστηριότητες εκμετάλλευσης να είναι ξεχωριστοί και τα αντίστοιχα στοιχεία του ενεργητικού να κατανέμονται σύμφωνα με τους ισχύοντες λογιστικούς κανόνες·

β)

οι δαπάνες να ισοσκελίζονται από τα έσοδα εκμετάλλευσης και από τις πληρωμές των δημοσίων αρχών, χωρίς να είναι δυνατή η μεταφορά πόρων από ή προς άλλο τομέα δραστηριότητας της επιχείρησης.»

5

Κατά το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1191/69:

«1.   Ως υποχρεώσεις δημοσίας υπηρεσίας νοούνται οι υποχρεώσεις τις οποίες οι επιχειρήσεις μεταφορών, αν λάμβαναν αποκλειστικά υπόψη τα δικά τους συμφέροντα, δεν θα ανελάμβαναν ή δεν θα ανελάμβαναν στην ίδια έκταση ή με τους αυτούς όρους.

2.   Οι υποχρεώσεις δημοσίας υπηρεσίας κατά την έννοια της παραγράφου 1 περιλαμβάνουν την υποχρέωση λειτουργίας, την υποχρέωση μεταφοράς και την υποχρεωτική τιμολόγηση.»

6

Το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 1191/69 ορίζει τα εξής:

«Αποφάσεις περί διατηρήσεως ή καταργήσεως, εν όλω ή εν μέρει, [ύστερα] από ορισμένο χρόνο, υποχρεώσεως δημόσιας υπηρεσίας πρέπει να προβλέπουν την αντιστάθμιση των οικονομικών βαρών που προκύπτουν από αυτές. Το ποσό αυτής της αντισταθμίσεως καθορίζεται σύμφωνα με τις κοινές μεθόδους που καθορίζονται στα άρθρα 11 έως 13.»

7

Το άρθρο 10 του κανονισμού 1191/69 προβλέπει τα εξής:

«1.   Το ποσό της αντισταθμιστικής καταβολής που προβλέπεται στο άρθρο 6, στην περίπτωση υποχρεώσεως λειτουργίας ή μεταφοράς, πρέπει να είναι ίσο με τη διαφορά μεταξύ της μειώσεως των οικονομικών επιβαρύνσεων και της μειώσεως των εσόδων της επιχειρήσεως, αν το σύνολο ή το αντίστοιχο μέρος αυτής της υποχρεώσεως καταργηθεί για το διάστημα του χρόνου που εξετάζεται.

Εάν, πάντως, ο υπολογισμός των οικονομικών μειονεκτημάτων έγινε διά κατανομής, στα διάφορα μέρη της μεταφορικής της δραστηριότητας, του συνολικού κόστους που βαρύνει την επιχείρηση γι’ αυτές τις μεταφορικές δραστηριότητες, το ποσό της αντισταθμιστικής καταβολής είναι ίσο με τη διαφορά μεταξύ του κόστους που κατανέμεται στο μέρος εκείνο της δραστηριότητας της επιχειρήσεως, που συνδέεται με την υποχρέωση δημοσίας υπηρεσίας και τα αντίστοιχα έσοδα.»

8

Το άρθρο 17, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1191/69 έχει ως εξής:

«Οι αντισταθμίσεις που χορηγούνται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό εξαιρούνται της προκαταρκτικής διαδικασίας ενημερώσεως, η οποία προβλέπεται στο άρθρο [88], παράγραφος 3, [ΕΚ].»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

9

Η CARRIS είναι δημόσια επιχείρηση στην οποία παραχωρήθηκε, με διοικητική σύμβαση, δημόσια υπηρεσία συγκοινωνιών με τη χρήση λεωφορείων, ηλεκτρικών οχημάτων και μηχανοκίνητων ανελκυστήρων εντός των διοικητικών ορίων του Δήμου Λισσαβόνας. Βάσει των εν λόγω υποχρεώσεών της δημόσιας υπηρεσίας, η Carris οφείλει, μεταξύ άλλων, να εξασφαλίζει την τακτική και συνεχή παροχή της παραχωρηθείσας υπηρεσίας υπό τους όρους τιμολόγησης που ορίζει ο παραχωρών.

10

Η STCP είναι δημόσια υπηρεσία παραχωρησιούχος δημόσιας υπηρεσίας μεταφοράς επιβατών εντός των διοικητικών ορίων του Δήμου Porto, βάσει νόμου περί μετατροπής δημοτικής υπηρεσίας σε ανώνυμη εταιρία.

11

Ως αντιστάθμισμα για την παροχή υπηρεσιών αστικών συγκοινωνιών, το Δημόσιο χορηγεί στην Carris και στην STCP, επί σειρά ετών, διάφορα πλεονεκτήματα. Πρόκειται, μεταξύ άλλων, για αντισταθμιστικές παροχές, για εισφορές κεφαλαίου και για κρατικές εγγυήσεις για τη λήψη δανείων.

12

Πέραν της δραστηριότητας που τους έχει παραχωρηθεί εντός των γεωγραφικών ορίων που ορίζονται με την παραχώρηση, η Carris και η STCP, χωρίς να υπέχουν υποχρέωση δημόσιας υπηρεσίας, εκμεταλλεύονται επίσης συγκοινωνιακές γραμμές λεωφορείων στις οποίες δραστηριοποιούνται άλλες επιχειρήσεις, όπως οι Antrop κ.λπ. Οι επιχειρήσεις αυτές παρέχουν υπηρεσίες μεταφορών υπό το καθεστώς ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας και υπόκεινται στους σχετικούς με τα δρομολόγια, τα ωράρια και τους ναύλους κανόνες. Λόγω της δραστηριότητας που αναπτύσσει η Carris και η STCP στις ίδιες αυτές γραμμές, οι Antrop κ.λπ. έβαλαν κατά του ψηφίσματος 52/2003 επικαλούμενες στρέβλωση του ανταγωνισμού.

13

Οι Antrop κ.λπ. υποστηρίζουν ότι οι μοναδικοί όροι τους είναι τα έσοδα εκμεταλλεύσεως που προέρχονται από τους ισχύοντες ναύλους, οπότε τα λειτουργικά ελλείμματα που προκύπτουν από τη δραστηριότητά τους καλύπτονται αποκλειστικά από ίδια κεφάλαια, ενώ τα ενδεχόμενα ελλείμματα, τα έξοδα επενδύσεων και τα κεφάλαια της Carris και της STCP καλύπτονται από κρατικές ενισχύσεις. Η κατανομή των ενισχύσεων αυτών αποτελεί, συνεπώς, παράγοντα στρέβλωσης του ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου, οι Antrop κ.λπ. της κύριας δίκης υποστήριξαν ότι το ψήφισμα 52/2003, κατά το προσβαλλόμενο μέρος του, αντιβαίνει στην εθνική ρύθμιση περί ανταγωνισμού, στις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου περί κρατικών ενισχύσεων και ιδίως στα άρθρα 86 ΕΚ, 87, παράγραφος 1, ΕΚ, 88 ΕΚ και 89 ΕΚ, καθώς και στους κανονισμούς 1191/69 και (EΟΚ) 1107/70 του Συμβουλίου, της 4ης Ιουνίου 1970, περί ενισχύσεων που χορηγούνται στον τομέα των σιδηροδρομικών, οδικών και εσωτερικών πλωτών μεταφορών (ΕΕ ειδ. έκδ. 07/001, σ. 135).

14

Υπό τις περιστάσεις αυτές, τέθηκε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου το ζήτημα της ανάγκης υποβολής στο Δικαστήριο αίτησης για την έκδοση προδικαστικής απόφασης.

15

Αφού άκουσε τους διαδίκους και έκρινε αναγκαία την έκδοση προδικαστικής απόφασης, το Supremo Tribunal Administrativo αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Υπό το πρίσμα των άρθρων 73 ΕΚ, 87 ΕΚ και 88 ΕΚ καθώς και του κανονισμού […] 1191/69, μπορούν οι εθνικές αρχές να επιβάλλουν υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας σε μια δημόσια επιχείρηση επιφορτισμένη με τις δημόσιες συγκοινωνίες […] εντός ενός δήμου;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, υποχρεούνται οι εθνικές αρχές [να προβούν σε αντισταθμιστική παροχή] γι’ αυτές τις υποχρεώσεις;

3)

Υποχρεούνται οι εθνικές αρχές, σε περίπτωση κατά την οποία δεν υποχρεούνται να προκηρύξουν διαγωνισμό για την παραχώρηση της εκμετάλλευσης δικτύου συγκοινωνιών, να επεκτείνουν την υποχρέωση [αντισταθμιστικής παροχής] σε όλες τις επιχειρήσεις που, υπό το πρίσμα του εσωτερικού δικαίου και εντός της ίδιας περιοχής, θεωρούνται ως παρέχουσες [δημόσια υπηρεσία] συγκοινωνιών;

4)

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, ποιο πρέπει να είναι το κριτήριο της [αντισταθμιστικής παροχής];

5)

Σε περίπτωση κατά την οποία επιχειρήσεις συγκοινωνιών με λεωφορεία, οι οποίες ασκούν τη δραστηριότητά τους, δυνάμει δημοσίας παραχωρήσεως, εντός ορισμένης αστικής περιμέτρου υπό καθεστώς αποκλειστικότητας, ασκούν όμως επίσης τη δραστηριότητα αυτή σε ανταγωνισμό προς ιδιωτικές επιχειρήσεις εκτός των αστικών περιοχών που υπόκεινται σε αποκλειστική εκμετάλλευση, συνιστά η ετήσια κρατική χορήγηση ενισχύσεων που αποσκοπούν στην κάλυψη των διαρκών ελλειμμάτων εκμεταλλεύσεως των επιχειρήσεων αυτών κρατική ενίσχυση απαγορευόμενη από το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, όταν:

α)

είναι αδύνατο να υπολογιστεί βάσει ασφαλών λογιστικών στοιχείων η διαφορά μεταξύ του κόστους του μέρους της δραστηριότητας αυτών των επιχειρήσεων εντός της υποκείμενης στην παραχώρηση περιοχής και των αντίστοιχων εσόδων και είναι, κατά συνέπεια, αδύνατο να υπολογιστεί το πρόσθετο κόστος που προκύπτει από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, το οποίο μπορεί, κατά τους όρους της παραχώρησης, να τύχει κρατικής ενίσχυσης;

β)

η παροχή υπηρεσιών δημόσιας μεταφοράς επιβατών από τις προαναφερθείσες επιχειρήσεις μπορεί, για τον λόγο αυτόν, να διατηρηθεί ή να αυξηθεί, με συνέπεια να μειώνονται οι πιθανότητες παροχής υπηρεσιών συγκοινωνιών από άλλες επιχειρήσεις εγκατεστημένες στο ίδιο ή σε άλλο κράτος μέλος;

γ)

τούτο δε, παρά τη διάταξη του άρθρου 73 ΕΚ;

6)

Λαμβάνοντας υπόψη τις προϋποθέσεις τις οποίες απαριθμεί το Δικαστήριο στο άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ και συγκεκριμένα στην απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003, C-280/00, Altmark Trans [και Regierungspräsidium Magdeburg] (Συλλογή 2003[, σ. I-7747]), για τον χαρακτηρισμό μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης (“Πρώτον, πρέπει να πρόκειται για σχετική παρέμβαση εκ μέρους του κράτους ή μέσω δημοσίων πόρων. Δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Τρίτον, πρέπει να χορηγεί ένα πλεονέκτημα υπέρ του δικαιούχου. Τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό”), ποια είναι η έννοια των εκφράσεων (i) παροχή ενός πλεονεκτήματος που (ii) νοθεύει τον ανταγωνισμό, σε μια περίπτωση κατά την οποία οι τυγχάνοντες αυτού του πλεονεκτήματος κατέχουν την αποκλειστική εκμετάλλευση της δημόσιας υπηρεσίας μεταφοράς επιβατών στις πόλεις της Λισσαβόνας και του Porto, ενώ ταυτόχρονα δρουν σε συγκοινωνιακές συνδέσεις με τις πόλεις αυτές σε ζώνες στις οποίες δρουν και άλλες επιχειρήσεις; Άλλως, [ποια] κριτήρια πρέπει να εφαρμοστούν για να κριθεί ότι η απονομή ενός πλεονεκτήματος νοθεύει τον ανταγωνισμό; Έχει σχετικώς σημασία το ποσοστό του κόστους που, εντός των επιχειρήσεων αυτών, οφείλεται στα δρομολόγια συγκοινωνιών που πραγματοποιούνται εκτός της ζώνης αποκλειστικότητας; Είναι —τελικά— αναγκαίο η ενίσχυση να αντανακλάται σε αισθητό βαθμό στη δραστηριότητα που ασκείται εκτός της ζώνης αποκλειστικότητας (Λισσαβόνας και Porto);

7)

Είναι η προβλεπόμενη στα άρθρα 76 ΕΚ και 88 ΕΚ επέμβαση της Επιτροπής [των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων] ο μόνος τρόπος έννομης ενέργειας για την εφαρμογή των κανόνων της Συνθήκης [ΕΚ] περί κρατικών ενισχύσεων ή η αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου απαιτεί επιπροσθέτως τη δυνατότητα απευθείας εφαρμογής των εν λόγω κανόνων από τα εθνικά δικαστήρια κατόπιν αιτήσεως των ιδιωτών που θεωρούν ότι θίγονται από τη χορήγηση επιδότησης ή ενίσχυσης αντίθετης προς τους κανόνες ανταγωνισμού;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου, δευτέρου, τρίτου και τετάρτου ερωτήματος

16

Τα τέσσερα πρώτα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να εξεταστούν από κοινού, στο μέτρο που αφορούν, κατ’ ουσίαν, την εξουσία των κρατών μελών να επιβάλλουν υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας στις επιχειρήσεις μεταφορών και την παρεπόμενη υποχρέωση των επιχειρήσεων αυτών να χορηγούν, ενδεχομένως, αντισταθμιστικές παροχές.

17

Επισημαίνεται, καταρχάς, ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι η Πορτογαλική Δημοκρατία έκανε χρήση της προβλεπόμενης από το άρθρο 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1191/69 δυνατότητας αποκλεισμού από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού των επιχειρήσεων των οποίων η δραστηριότητα περιορίζεται στην εκμετάλλευση αστικών, προαστικών ή περιφερειακών υπηρεσιών. Συνεπώς, οι διατάξεις του κανονισμού αυτού έχουν πλήρη εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα των εν λόγω διατάξεων.

18

Το άρθρο 1, παράγραφος 5, του κανονισμού 1191/69, μολονότι έχει ως σκοπό την κατάργηση των συνυφασμένων με την έννοια της δημόσιας υπηρεσίας υποχρεώσεων, όπως προκύπτει τόσο από την πρώτη και δεύτερη αιτιολογική σκέψη όσο και από το άρθρο 1, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, προβλέπει εντούτοις ότι οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορούν να διατηρούν σε ισχύ ή να επιβάλλουν τις υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας που προβλέπει το άρθρο 2 του κανονισμού αυτού για τις αστικές, προαστικές και περιφερειακές υπηρεσίες συγκοινωνιών. Οι προϋποθέσεις και οι λεπτομέρειες, περιλαμβανομένων των μεθόδων αντιστάθμισης, προβλέπονται στις ενότητες II, III και IV του ίδιου κανονισμού.

19

Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 1191/69, οι αποφάσεις περί διατήρησης ή κατάργησης, εν όλω ή εν μέρει, ύστερα από ορισμένο χρόνο, μιας υποχρέωσης δημόσιας υπηρεσίας πρέπει να προβλέπουν την αντιστάθμιση των οικονομικών βαρών που απορρέουν από αυτές σύμφωνα με τις μεθόδους που καθορίζουν από κοινού τα άρθρα 10 έως 13 του κανονισμού αυτού.

20

Δεδομένου ότι, βάσει του κανονισμού 1191/69, η υποχρέωση χορήγησης αντισταθμιστικής παροχής συνδέεται κατ’ ανάγκη με την εκτέλεση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, οι επιχειρήσεις που, στο πλαίσιο του ζητήματος που εξετάζει το αιτούν δικαστήριο με το τρίτο ερώτημα, θεωρούνται ως παρέχουσες υπηρεσία συγκοινωνιών σε δήμο, χωρίς να τους επιβάλλεται καμία υποχρέωση δημόσιας υπηρεσίας, δεν μπορούν να τύχουν τέτοιων αντισταθμιστικών παροχών.

21

Συνεπώς, στα τέσσερα πρώτα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο κανονισμός 1191/69 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας σε δημόσια επιχείρηση μεταφοράς επιβατών εντός ευρύτερης αστικής περιοχής και ότι προβλέπει, για τις επιβαρύνσεις που απορρέουν από τις υποχρεώσεις αυτές, τη χορήγηση συγκεκριμένης αντισταθμιστικής παροχής σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού.

Επί του πέμπτου ερωτήματος

22

Με το πέμπτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν η εκ μέρους κράτους μέλους χορήγηση αντισταθμιστικών παροχών, όπως οι επίδικες στην κύρια δίκη, σε επιχειρήσεις μεταφορών στις οποίες έχει παραχωρηθεί δημόσια υπηρεσία και οι οποίες απολαύουν, εντός ορισμένης αστικής περιμέτρου, καθεστώτος αποκλειστικότητας λόγω των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας που υπέχουν αποτελεί κρατική ενίσχυση απαγορευόμενη από το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, όταν οι επιχειρήσεις αυτές ασκούν επίσης τη δραστηριότητα αυτή ανταγωνιστικώς προς ιδιωτικές επιχειρήσεις εκτός της περιμέτρου αυτής και, επομένως, δεν είναι δυνατό να υπολογιστεί το επιπλέον κόστος που απορρέει από την εκτέλεση των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας.

23

Διαπιστώνεται, καταρχάς, ότι το άρθρο 87 ΕΚ συγκαταλέγεται στις γενικές διατάξεις της Συνθήκης που διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις, ενώ το άρθρο 73 ΕΚ εισάγει, στον τομέα των μεταφορών, παρέκκλιση από τους γενικούς κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων, προβλέποντας ότι οι ενισχύσεις που ανταποκρίνονται στις ανάγκες του συντονισμού των μεταφορών ή ισοδυναμούν με αποκατάσταση ορισμένων βαρών συνυφασμένων με την έννοια της δημόσιας υπηρεσίας είναι σύμφωνες προς τη Συνθήκη. Ο κανονισμός 1191/69 θεσπίζει ένα σύστημα το οποίο τα κράτη μέλη υποχρεούνται να τηρούν όταν προτίθενται να επιβάλουν υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας στις επιχειρήσεις χερσαίων μεταφορών (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, σκέψη 53).

24

Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 1191/69, οι αποφάσεις περί διατήρησης ή κατάργησης, εν όλω ή εν μέρει, ύστερα από ορισμένο χρόνο, μιας υποχρέωσης δημόσιας υπηρεσίας πρέπει να προβλέπουν την αντιστάθμιση των οικονομικών βαρών που απορρέουν από αυτές σύμφωνα με τις μεθόδους που καθορίζουν από κοινού τα άρθρα 10 έως 13 του ίδιου κανονισμού.

25

Το άρθρο 10 του κανονισμού 1191/69 απαιτεί, μεταξύ άλλων, το ποσό της αντισταθμιστικής παροχής, στην περίπτωση υποχρέωσης λειτουργίας ή μεταφοράς, να είναι ίσο με τη διαφορά μεταξύ της μείωσης των οικονομικών επιβαρύνσεων και της μείωσης των εσόδων της επιχείρησης που μπορούν να προκύψουν από την κατάργηση του συνόλου ή του αντίστοιχου μέρους της επίμαχης υποχρέωσης κατά τον χρόνο που εξετάζεται. Ωστόσο, αν ο υπολογισμός των οικονομικών μειονεκτημάτων έγινε διά κατανομής, στα διάφορα μέρη της μεταφορικής δραστηριότητας, του συνολικού κόστους που βαρύνει την επιχείρηση γι’ αυτές τις μεταφορικές δραστηριότητες, το ποσό της αντισταθμιστικής παροχής πρέπει να είναι ίσο με τη διαφορά μεταξύ του κόστους που κατανέμεται στο τμήμα εκείνο της δραστηριότητας της οικείας επιχείρησης που συνδέεται με την υποχρέωση δημόσιας υπηρεσίας και των αντίστοιχων εσόδων.

26

Όπως προκύπτει από τις εκτιμήσεις του αιτούντος δικαστηρίου που αντανακλώνται στη διατύπωση του πέμπτου ερωτήματος, δεδομένου ότι οι δραστηριότητες της Carris και της STPC εκτός της περιμέτρου της ζώνης αποκλειστικότητας καθεμίας από αυτές δεν υπόκεινται σε υποχρέωση δημόσιας υπηρεσίας, δεν είναι δυνατό να αποδειχθεί, βάσει ασφαλών λογιστικών στοιχείων της Carris και της STCP, η διαφορά μεταξύ του κόστους που χρεώνεται στο τμήμα της δραστηριότητας των δύο αυτών επιχειρήσεων εντός των ζωνών που αποτελούν αντικείμενο της παραχώρησης και των αντίστοιχων εσόδων και, κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατό να υπολογιστεί το επιπλέον κόστος που προκύπτει από την εκτέλεση των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας εκ μέρους των οικείων επιχειρήσεων.

27

Υπό τις συνθήκες αυτές, η προϋπόθεση του άρθρου 10 του κανονισμού 1191/69 δεν πληρούται, καθόσον το κόστος που χρεώνεται στο τμήμα της δραστηριότητας που πραγματοποίησαν η Carris και η STCP εντός των ζωνών της αποκλειστικής παραχώρησης που αντιστοιχεί σε καθεμία από αυτές δεν μπορεί να αποδειχθεί με ασφαλή στοιχεία.

28

Στην περίπτωση αυτή, οι αντισταθμιστικές παροχές, στο μέτρο που δεν χορηγήθηκαν στις εν λόγω επιχειρήσεις σύμφωνα με τον κανονισμό 1191/69, δεν συνάδουν με το κοινοτικό δίκαιο, οπότε δεν είναι αναγκαίο να εξεταστούν από πλευράς των σχετικών με τις κρατικές ενισχύσεις διατάξεων της Συνθήκης και ιδίως του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (βλ., υπό την έννοια αυτή, προαναφερθείσα απόφαση Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, σκέψη 65).

29

Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πέμπτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο κανονισμός 1191/69 απαγορεύει τη χορήγηση αντισταθμιστικών παροχών όπως οι επίδικες στην κύρια δίκη, οσάκις δεν είναι δυνατό να καθοριστεί το κόστος της δραστηριότητας που ασκούν οι οικείες επιχειρήσεις στο πλαίσιο της εκτέλεσης των υποχρεώσεών τους δημόσιας υπηρεσίας.

Επί του έκτου ερωτήματος

30

Λαμβανομένης υπόψη της απάντησης στο πέμπτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο έκτο ερώτημα.

Επί του εβδόμου ερωτήματος

31

Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, επί του ρόλου των εθνικών δικαστηρίων στην περίπτωση κατά την οποία διαπιστώσουν ότι μια κρατική ενίσχυση χορηγήθηκε κατά παράβαση των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου.

32

Δεδομένου ότι οι επίδικες στην κύρια δίκη αντισταθμιστικές παροχές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1191/69, η συμβατότητά τους με το κοινοτικό δίκαιο δεν πρέπει να εκτιμηθεί, όπως υπενθυμίστηκε στη σκέψη 28 της παρούσας απόφασης, βάσει των σχετικών με τις κρατικές ενισχύσεις διατάξεων της Συνθήκης, αλλά βάσει των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού.

33

Στην περίπτωση κατά την οποία το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι οι παροχές αυτές δεν χορηγήθηκαν σύμφωνα με τον κανονισμό 1191/69, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται, λαμβανομένης υπόψη της άμεσης εφαρμογής του κανονισμού αυτού, να αντλήσει όλες τις σχετικές συνέπειες σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, όσον αφορά το κύρος των πράξεων εκτέλεσης των εν λόγω παροχών.

34

Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο έβδομο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, οσάκις ένα εθνικό δικαστήριο διαπιστώσει την ασυμβατότητα ορισμένων μέτρων ενίσχυσης προς τον κανονισμό 1191/69, οφείλει να αντλήσει όλες τις συνέπειες σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, όσον αφορά το κύρος των πράξεων εφαρμογής των εν λόγω μέτρων.

Επί των δικαστικών εξόδων

35

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1191/69 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1969, περί των ενεργειών των κρατών μελών που αφορούν τις υποχρεώσεις που είναι συνυφασμένες με την έννοια της δημόσιας υπηρεσίας στον τομέα των σιδηροδρομικών, οδικών και εσωτερικών πλωτών μεταφορών, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1893/91 του Συμβουλίου, της , πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας σε δημόσια επιχείρηση μεταφοράς επιβατών εντός ευρύτερης αστικής περιοχής και ότι προβλέπει, για τις επιβαρύνσεις που απορρέουν από τις υποχρεώσεις αυτές, τη χορήγηση συγκεκριμένης αντισταθμιστικής παροχής σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού.

 

2)

Ο κανονισμός 1191/69, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1893/91, απαγορεύει τη χορήγηση αντισταθμιστικών παροχών όπως οι επίδικες στην κύρια δίκη, οσάκις δεν είναι δυνατό να καθοριστεί το κόστος της δραστηριότητας που ασκούν οι οικείες επιχειρήσεις στο πλαίσιο της εκτέλεσης των υποχρεώσεών τους δημόσιας υπηρεσίας.

 

3)

Οσάκις ένα εθνικό δικαστήριο διαπιστώσει την ασυμβατότητα ορισμένων μέτρων ενίσχυσης προς τον κανονισμό 1191/69, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1893/91, οφείλει να αντλήσει όλες τις συνέπειες σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, όσον αφορά το κύρος των πράξεων εφαρμογής των εν λόγω μέτρων.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική.