ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 14ης Οκτωβρίου 2008 ( *1 )

«Δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών — Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο που αφορά το επώνυμο — Η ιθαγένεια ως μοναδικό συνδετικό στοιχείο για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου — Ανήλικος ο οποίος γεννήθηκε και κατοικεί σε ορισμένο κράτος μέλος ενώ έχει την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους — Μη αναγνώριση στο κράτος μέλος της ιθαγένειας του επωνύμου που αποκτήθηκε στο κράτος μέλος γεννήσεως και κατοικίας»

Στην υπόθεση C-353/06,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, την οποία υπέβαλε το Amtsgericht Flensburg (Γερμανία) με απόφαση της 16ης Αυγούστου 2006, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις , στο πλαίσιο της δίκης

Stefan Grunkin,

Dorothee Regina Paul,

παρισταμένων των:

Leonhard Matthias Grunkin-Paul,

Standesamt Niebüll,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann (εισηγητή), C. W. A. Timmermans, A. Rosas, K. Lenaerts και M. Ilešič, προέδρους τμήματος, Γ. Αρέστη, A. Borg Barthet, J. Malenovský, J. Klučka, U. Lõhmus, E. Levits και C. Toader, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της συνεδριάσεως της 11ης Δεκεμβρίου 2007,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο S. Grunkin, αυτοπροσώπως,

η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Lumma καθώς και από την J. Kemper,

η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την L. Van den Broeck,

η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις E.-M. Μαμούνα, Γ. Σκιάνη και Ο. Πατσοπούλου,

η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Sampol Pucurull και J. Rodríguez Cárcamo,

η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues και J.-C. Niollet,

η Λιθουανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον D. Kriaučiūnas,

η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενη από την H. G. Sevenster,

η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την E. Ośniecka-Tamecka,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τις D. Maidani και S. Gruenheid καθώς και από τον W. Bogensberger,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 24ης Απριλίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 12 ΕΚ και 18 ΕΚ.

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του S. Grunkin και της D. R. Paul και, αφετέρου, του Standesamt Niebüll (ληξιαρχείου του Niebüll) ως προς το ζήτημα της άρνησης του δεύτερου να αναγνωρίσει το επώνυμο του υιού τους Leonhard Matthias, όπως αυτό καθορίστηκε και καταχωρίστηκε στη Δανία, και να το εγγράψει στην οικογενειακή μερίδα τους που ανοίχθηκε στο εν λόγω ληξιαρχείο.

Το γερμανικό νομικό πλαίσιο

Το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο

3

Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του Einführungsgesetz zum Bürgerlichen Gesetzbuch (γερμανικού Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, στο εξής: EGBGB) ορίζει τα εξής:

«Το επώνυμο του φυσικού προσώπου καθορίζεται από το δίκαιο της ιθαγένειας.»

Το αστικό δίκαιο

4

Για τις περιπτώσεις καθορισμού του επωνύμου τέκνου του οποίου οι γονείς έχουν διαφορετικά επώνυμα, το άρθρο 1617 του Bürgerliches Gesetzbuch (γερμανικού Αστικού Κώδικα, στο εξής: BGB) προβλέπει τα εξής:

«1)

Όταν οι γονείς δεν έχουν κοινό οικογενειακό επώνυμο αλλά ασκούν από κοινού την επιμέλεια του τέκνου, οφείλουν να καθορίσουν, με δήλωσή τους ενώπιον του ληξιάρχου, το επώνυμο του τέκνου κατά τον χρόνο της γέννησής του, επιλέγοντας μεταξύ των επωνύμων που χρησιμοποιούν οι ίδιοι κατά τον χρόνο της εν λόγω δήλωσης. […]

2)

Αν οι γονείς δεν προβούν στην ανωτέρω δήλωση εντός μηνός από τη γέννηση του τέκνου, το Familiengericht [δικαστήριο οικογενειακών διαφορών] μεταβιβάζει το δικαίωμα καθορισμού του επωνύμου του τέκνου σε έναν από τους γονείς. Η παράγραφος 1 έχει εφαρμογή mutatis mutandis. Το δικαστήριο μπορεί να θέσει χρονικό περιορισμό στην άσκηση του εν λόγω δικαιώματος. Αν το δικαίωμα καθορισμού του επωνύμου του τέκνου δεν ασκηθεί μέχρι το πέρας της προθεσμίας, το τέκνο αποκτά το επώνυμο του γονέα στον οποίο το δικαστήριο μεταβίβασε το εν λόγω δικαίωμα.

3)

Σε περίπτωση τέκνου γεννηθέντος εκτός της γερμανικής επικράτειας, το δικαστήριο μεταβιβάζει το δικαίωμα καθορισμού του επωνύμου του τέκνου σε έναν από τους γονείς, σύμφωνα με την παράγραφο 2, μόνον κατόπιν σχετικής αιτήσεως ενός εξ αυτών ή του ιδίου του τέκνου ή μόνον αν επιβάλλεται η καταχώριση του επωνύμου του τέκνου είτε σε γερμανικά ληξιαρχικά βιβλία είτε σε άλλο επίσημο γερμανικό δελτίο ταυτότητας.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

5

Στις 27 Ιουνίου 1998 γεννήθηκε στη Δανία ο Leonard Matthias Grunkin-Paul, τέκνο της D. R. Paul και του S. Grunkin, οι οποίοι ήταν τότε παντρεμένοι και αμφότεροι έχουν τη γερμανική ιθαγένεια. Το τέκνο αυτό έχει επίσης τη γερμανική ιθαγένεια και ζει έκτοτε στη Δανία.

6

Σύμφωνα με βεβαίωση περί επωνύμου («navnebevis») της αρμόδιας δανικής αρχής, το εν λόγω τέκνο έλαβε βάσει του δανικού δικαίου το επώνυμο Grunkin-Paul, το οποίο και δηλώθηκε στη δανική ληξιαρχική πράξη γέννησής του.

7

Οι γερμανικές ληξιαρχικές υπηρεσίες αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν το επώνυμο του τέκνου, όπως αυτό καθορίστηκε στη Δανία, με το σκεπτικό ότι, δυνάμει του άρθρου 10 του EGBGB, το επώνυμο ενός προσώπου διέπεται από το δίκαιο του κράτους της ιθαγένειάς του και το γερμανικό δίκαιο απαγορεύει στα τέκνα να φέρουν διπλό σύνθετο επώνυμο, αποτελούμενο από τα επώνυμα του πατέρα και της μητέρας τους. Οι προσφυγές που άσκησαν οι γονείς του Leonhard Matthias κατά της αρνήσεως αυτής απορρίφθηκαν.

8

Οι γονείς του τέκνου, οι οποίοι εν τω μεταξύ διαζεύχθηκαν, δεν είχαν κοινό οικογενειακό επώνυμο και αρνήθηκαν να καθορίσουν το επώνυμο του τέκνου όπως απαιτεί το άρθρο 1617, παράγραφος 1, του BGB.

9

Το Amtsgericht Niebüll κλήθηκε από το Standesamt Niebüll να αποφανθεί σχετικά με τη μεταβίβαση σε έναν από τους γονείς του μικρού Leonhard Matthias του δικαιώματος καθορισμού του επωνύμου αυτού κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1617, παράγραφοι 2 και 3, του BGB. Το δικαστήριο αυτό ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ. Με την απόφασή του της 27ης Απριλίου 2006, C-96/04, Standesamt Stadt Niebüll (Συλλογή 2006, σ. I-3561), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το Amtsgericht Niebüll, το οποίο είχε επιληφθεί της διαφοράς εκουσίας διαδικασίας, ενεργεί ως διοικητική αρχή χωρίς συγχρόνως να καλείται να επιλύσει μια διαφορά με αποτέλεσμα να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι επιτελεί δικαιοδοτική λειτουργία. Για τον λόγο αυτό, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί του ερωτήματος αυτού.

10

Στις 30 Απριλίου 2006, οι γονείς του Leonhard Matthias ζήτησαν από την αρμόδια αρχή την καταχώρισή του με το επώνυμο Grunkin-Paul στην οικογενειακή μερίδα που τηρούνταν στο Niebüll. Με απόφαση της , το Standesamt Niebüll αρνήθηκε να προβεί στην καταχώριση αυτή με το σκεπτικό ότι το γερμανικό δίκαιο που αφορά τον καθορισμό του επωνύμου δεν το επιτρέπει.

11

Στις 6 Μαΐου 2006, το Amtsgericht Flensburg κλήθηκε από τους γονείς του εν λόγω τέκνου να επιληφθεί αιτήσεως με την οποία ζητούσαν να υποχρεωθεί το Standesamt Niebüll να αναγνωρίσει το επώνυμο του υιού τους όπως αυτό δηλώθηκε και καταχωρίστηκε στη Δανία και να τον εγγράψει στην οικογενειακή μερίδα τους με το ονοματεπώνυμο Leonhard Matthias Grunkin-Paul.

12

Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να υποχρεώσει το Standesamt Niebüll να εγγράψει επώνυμο το οποίο δεν είναι αποδεκτό βάσει του γερμανικού δικαίου αλλά έχει, ωστόσο, αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητά του με το κοινοτικό δίκαιο για τον λόγο ότι ένας πολίτης της Ένωσης αναγκάζεται να φέρει διαφορετικό επώνυμο σε διαφορετικά κράτη μέλη.

13

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Amtsgericht Flensburg αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Μπορεί, βάσει της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων που προβλέπει το άρθρο 12 ΕΚ ή βάσει της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας που εγγυάται το άρθρο 18 ΕΚ σε όλους τους πολίτες της Ένωσης, να εξακολουθεί να ισχύει ο προβλεπόμενος στο άρθρο 10 του EGBGB γερμανικός κανόνας ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, καθόσον αυτός προβλέπει αποκλειστικώς την ιθαγένεια ως συνδετικό στοιχείο για τον καθορισμό των κανόνων που διέπουν το επώνυμο ενός προσώπου;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

14

Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν τα άρθρα 12 ΕΚ και 18 ΕΚ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν την εκ μέρους των αρμόδιων αρχών κράτους μέλους άρνηση αναγνώρισης του επωνύμου ενός τέκνου, όπως αυτό καθορίστηκε και καταχωρίστηκε σε άλλο κράτος μέλος στο οποίο γεννήθηκε και κατοικεί έκτοτε το τέκνο αυτό, το οποίο, όπως οι γονείς του, έχει μόνον την ιθαγένεια του πρώτου κράτους μέλους.

Επί του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚ

15

Καταρχάς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η περίπτωση του τέκνου Leonhard Matthias εμπίπτει στο ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚ.

16

Συγκεκριμένα, μολονότι στο ισχύον κοινοτικό δίκαιο οι κανόνες που διέπουν το επώνυμο των προσώπων εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, οι κανόνες αυτοί οφείλουν, ωστόσο, στο πλαίσιο άσκησης αυτής της αρμοδιότητας, να συνάδουν προς το κοινοτικό δίκαιο, εκτός και αν πρόκειται για εσωτερικές καταστάσεις οι οποίες δεν έχουν κανένα συνδετικό στοιχείο με το κοινοτικό δίκαιο (βλ. απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2003, C-148/02, Garcia Avello, Συλλογή 2003, σ. I-11613, σκέψεις 25 και 26 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

17

Πάντως, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι υφίσταται σύνδεσμος με το κοινοτικό δίκαιο στην περίπτωση τέκνων τα οποία είναι υπήκοοι ενός κράτους μέλους και διαμένουν νομίμως εντός άλλου κράτους μέλους (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Garcia Avello, σκέψη 27).

18

Επομένως, το τέκνο Leonhard Matthias δικαιούται, καταρχήν, να επικαλεστεί, έναντι του κράτους μέλους του οποίου έχει την ιθαγένεια, το δικαίωμα που του παρέχει το άρθρο 12 ΕΚ να μην υφίσταται διακρίσεις λόγω ιθαγένειας, καθώς και το δικαίωμα που προβλέπει το άρθρο 18 ΕΚ να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών.

Ως προς το άρθρο 12 ΕΚ

19

Όσον αφορά το άρθρο 12 ΕΚ, επιβάλλεται πάντως η διαπίστωση ότι, καταρχάς, όπως ισχυρίστηκαν όλα τα κράτη μέλη που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το τέκνο ονόματι Leonhard Matthias δεν υφίσταται στη Γερμανία καμία διάκριση λόγω της ιθαγένειάς του.

20

Πράγματι, καθόσον το εν λόγω τέκνο και οι γονείς του έχουν μόνον τη γερμανική ιθαγένεια και, για τη χορήγηση του επωνύμου, ο επίμαχος κανόνας του γερμανικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου στην υπόθεση της κύριας δίκης παραπέμπει στο γερμανικό ουσιαστικό δίκαιο περί επωνύμων, ο καθορισμός του επωνύμου του τέκνου αυτού στη Γερμανία σύμφωνα με τη γερμανική νομοθεσία δεν μπορεί να συνιστά διάκριση λόγω ιθαγένειας.

Ως προς το άρθρο 18 ΕΚ

21

Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι εθνική ρύθμιση η οποία περιάγει σε δυσμενή θέση ορισμένους υπηκόους του οικείου κράτους μέλους για τον λόγο και μόνον ότι άσκησαν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής σε άλλο κράτος μέλος συνιστά περιορισμό των ελευθεριών που αναγνωρίζει σε κάθε πολίτη της Ένωσης το άρθρο 18, παράγραφος 1, ΕΚ (βλ. αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2006, C-406/04, De Cuyper, Συλλογή 2006, σ. Ι-6947, σκέψη 39, και της , C-499/06, Nerkowska, Συλλογή 2008, σ. I-3993, σκέψη 32).

22

Πάντως, το γεγονός ότι υπήκοος ενός κράτους μέλους υποχρεούται να φέρει στο εν λόγω κράτος μέλος επώνυμο διαφορετικό από εκείνο που του δόθηκε και καταχωρίστηκε στο κράτος μέλος γεννήσεως και κατοικίας του μπορεί να εμποδίσει την άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών που προβλέπει το άρθρο 18 ΕΚ.

23

Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί στην περίπτωση τέκνων που έχουν την ιθαγένεια δύο κρατών μελών ότι οι περιπτώσεις διαφοράς επωνύμου είναι ικανές να προκαλέσουν σοβαρά μειονεκτήματα για τους ενδιαφερομένους τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο, τα οποία ανακύπτουν ιδίως από τις δυσκολίες τους να τύχουν, εντός του κράτους μέλους της ιθαγένειας των τέκνων αυτών, των νομικών αποτελεσμάτων πράξεων ή εγγράφων φερόντων το επώνυμο που αναγνωρίζεται σε άλλο κράτος μέλος, του οποίου έχουν επίσης την ιθαγένεια (προπαρατεθείσα απόφαση Garcia Avello, σκέψη 36).

24

Τέτοιου είδους σοβαρά μειονεκτήματα μπορούν να ανακύψουν ομοίως σε περιπτώσεις όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη. Συγκεκριμένα, δεν έχει συναφώς σημασία αν η διαφορά του επωνύμου οφείλεται στη διπλή ιθαγένεια των ενδιαφερομένων ή στο γεγονός ότι στο κράτος γεννήσεως και κατοικίας ο καθορισμός του επωνύμου συνδέεται με την κατοικία, ενώ στο κράτος της ιθαγένειάς τους ο καθορισμός αυτός συνδέεται με την ιθαγένεια.

25

Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, σε πολλές καθημερινές περιπτώσεις τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα απαιτείται η απόδειξη της ταυτότητας, την οποία συνήθως παρέχει το διαβατήριο. Καθόσον το τέκνο ονόματι Leonhard Matthias έχει μόνον τη γερμανική ιθαγένεια, αποκλειστικά αρμόδιες για την έκδοση του εν λόγω εγγράφου είναι οι γερμανικές αρχές. Πάντως, σε περίπτωση αρνήσεως αναγνωρίσεως από τις αρχές αυτές του επωνύμου που καθορίστηκε και καταχωρίστηκε στη Δανία, το τέκνο αυτό θα λάβει από τις εν λόγω αρχές διαβατήριο το οποίο θα φέρει διαφορετικό επώνυμο από εκείνο που του δόθηκε στη Δανία.

26

Ως εκ τούτου, κάθε φορά που ο ενδιαφερόμενος πρέπει να αποδείξει την ταυτότητά του στη Δανία, δηλαδή στο κράτος μέλος όπου γεννήθηκε και κατοικεί έκτοτε, θα διατρέχει τον κίνδυνο να πρέπει να διασκεδάσει τις αμφιβολίες ως προς την ταυτότητά του και να αποκλείσει τις υπόνοιες ψευδούς δήλωσης που οφείλονται στη διαφορά μεταξύ, αφενός, του επωνύμου που χρησιμοποιεί ανέκαθεν στην καθημερινή του ζωή και αναγράφεται στα μητρώα των δανικών αρχών και σε όλα τα επίσημα έγγραφα που έχουν καταρτιστεί γι’ αυτόν στη Δανία όπως, μεταξύ άλλων, η ληξιαρχική πράξη γεννήσεως και, αφετέρου, του επωνύμου που αναγράφεται στο γερμανικό διαβατήριό του.

27

Εξάλλου, ο αριθμός των εγγράφων, όπως βεβαιώσεις, πιστοποιητικά και διπλώματα, στα οποία θα αναγράφεται διαφορετικά το επώνυμο του ενδιαφερομένου ενδέχεται να αυξηθεί με την πάροδο των ετών, καθόσον το τέκνο έχει στενή σχέση τόσο με τη Δανία όσο και με τη Γερμανία. Πράγματι, από τον φάκελο της υποθέσεως προκύπτει ότι το τέκνο αυτό, μολονότι ζει κυρίως με τη μητέρα του στη Δανία, διαμένει τακτικά και στη Γερμανία όπου επισκέπτεται τον πατέρα του, ο οποίος έχει εγκατασταθεί εκεί μετά το διαζύγιο των συζύγων.

28

Πάντως, κάθε φορά που το επώνυμο το οποίο χρησιμοποιείται σε ορισμένη περίπτωση δεν αντιστοιχεί στο επώνυμο που αναγράφεται στο έγγραφο που προσκομίζεται προς απόδειξη της ταυτότητας ενός προσώπου, ιδίως προκειμένου να χορηγηθεί ορισμένη παροχή ή να παρασχεθεί οποιοδήποτε δικαίωμα ή να αποδειχθεί η επιτυχία σε εξετάσεις ή η απόκτηση δεξιοτήτων ή όταν το επώνυμο που αναγράφεται σε δύο από κοινού προσκομιζόμενα έγγραφα δεν είναι το ίδιο, μια τέτοια διαφορά επωνύμου είναι ικανή να προκαλέσει αμφιβολίες όσον αφορά την ταυτότητα του προσώπου αυτού καθώς και τη γνησιότητα των προσκομιζόμενων εγγράφων ή την ακρίβεια των στοιχείων που περιέχονται σ’ αυτά.

29

Ένα τέτοιο εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία, όπως αυτό που προκύπτει από τα σοβαρά μειονεκτήματα που περιγράφονται στις σκέψεις 23 έως 28 της παρούσας αποφάσεως, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνον αν στηρίζεται σε αντικειμενικούς λόγους και τελεί σε αναλογία προς τον σκοπό που επιδιώκεται θεμιτώς (βλ., σχετικώς, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, C-318/05, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2007, σ. Ι-6957, σκέψη 133 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

30

Προκειμένου να δικαιολογήσουν την αποκλειστική σύνδεση του καθορισμού του επωνύμου με την ιθαγένεια, η Γερμανική Κυβέρνηση και ορισμένες άλλες κυβερνήσεις που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο ισχυρίζονται, μεταξύ άλλων, ότι αυτό το συνδετικό στοιχείο συνιστά αντικειμενικό κριτήριο που παρέχει τη δυνατότητα καθορισμού του επωνύμου ενός προσώπου με ασφάλεια και συνέπεια, καθώς και τη δυνατότητα διασφάλισης της ενότητας του επωνύμου μεταξύ αδερφών και διατήρησης των σχέσεων μεταξύ των μελών μιας μεγάλης οικογένειας. Εξάλλου, το κριτήριο αυτό σκοπεί στη μεταχείριση όλων των προσώπων που έχουν ορισμένη ιθαγένεια με τον ίδιο τρόπο και στη διασφάλιση του πανομοιότυπου καθορισμού του επωνύμου προσώπων που έχουν την ίδια ιθαγένεια.

31

Πάντως, σε κανέναν από τους λόγους αυτούς που προβλήθηκαν προς στήριξη της σύνδεσης του καθορισμού του επωνύμου ενός προσώπου με την ιθαγένειά του, όσο δικαιολογημένοι κι αν είναι αυτοί καθαυτοί, δεν μπορεί να προσδοθεί τέτοια σημασία που να μπορεί να δικαιολογήσει, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης, την άρνηση των αρμόδιων αρχών ενός κράτους μέλους να αναγνωρίσουν το επώνυμο ενός τέκνου, όπως αυτό έχει ήδη καθοριστεί και καταχωριστεί σε άλλο κράτος μέλος, στο οποίο γεννήθηκε και κατοικεί έκτοτε το τέκνο αυτό.

32

Πράγματι, στο μέτρο που η σύνδεση με την ιθαγένεια σκοπεί στη διασφάλιση της δυνατότητας καθορισμού του επωνύμου ενός προσώπου με συνεχή και σταθερό τρόπο, επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως επισήμανε η Επιτροπή, ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης, μια τέτοιου είδους σύνδεση θα έχει το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Συγκεκριμένα, το τέκνο θα φέρει άλλο επώνυμο κάθε φορά που περνά τα σύνορα μεταξύ Δανίας και Γερμανίας.

33

Όσον αφορά τον σκοπό της διασφάλισης ενιαίου επωνύμου μεταξύ αδερφών, αρκεί να σημειωθεί ότι τέτοιου είδους πρόβλημα δεν τίθεται στην υπόθεση της κύριας δίκης.

34

Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η σύνδεση, βάσει του γερμανικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, του καθορισμού του επωνύμου ενός προσώπου με την ιθαγένειά του δεν ισχύει χωρίς εξαιρέσεις. Συγκεκριμένα διαπιστώνεται ότι οι κανόνες του γερμανικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου περί καθορισμού του επωνύμου ενός τέκνου επιτρέπουν τη σύνδεση με τη συνήθη διαμονή ενός γονέα, όταν αυτή βρίσκεται στη Γερμανία. Επομένως, ένα τέκνο που δεν έχει, όπως οι γονείς του, τη γερμανική ιθαγένεια μπορεί να λάβει στη Γερμανία επώνυμο σχηματιζόμενο σύμφωνα με τη γερμανική νομοθεσία, όταν ένας γονέας του έχει εκεί τη συνήθη διαμονή του. Μια περίπτωση όπως αυτή του τέκνου ονόματι Leonhard Matthias θα μπορούσε, επομένως, να ανακύψει και στη Γερμανία.

35

Η Γερμανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται επίσης ότι η εθνική νομοθεσία δεν επιτρέπει τη χορήγηση σύνθετων επωνύμων για πρακτικούς λόγους. Συγκεκριμένα, πρέπει να μπορεί να περιοριστεί η έκταση των επωνύμων. Ο Γερμανός νομοθέτης θέσπισε διατάξεις προκειμένου να μην αναγκαστεί η επόμενη γενιά να παραιτηθεί από μέρος του οικογενειακού επωνύμου. Αυτό που θα κέρδιζε μια γενιά ελεύθερα αν επιτρέπονταν τα διπλά επώνυμα, θα έχανε η επόμενη. Όντως, η γενιά αυτή δεν θα είχε πλέον τις ίδιες δυνατότητες συνδυασμού με την προηγούμενη.

36

Ωστόσο, αυτές οι εκτιμήσεις διοικητικού χαρακτήρα δεν αρκούν για να δικαιολογηθεί το εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία που διαπιστώθηκε με τις σκέψεις 22 έως 28 της παρούσας αποφάσεως.

37

Εξάλλου, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, το γερμανικό δίκαιο δεν αποκλείει παντελώς τη δυνατότητα χορήγησης σύνθετων επωνύμων σε τέκνα που έχουν τη γερμανική ιθαγένεια. Πράγματι, όπως επιβεβαίωσε η Γερμανική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, όταν ένας γονέας έχει την ιθαγένεια άλλου κράτους, οι γονείς μπορούν να επιλέξουν τον σχηματισμό του επωνύμου του τέκνου σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους αυτού.

38

Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ενώπιον του Δικαστηρίου δεν προβλήθηκε κανένας συγκεκριμένος λόγος δυνάμενος, ενδεχομένως, να αντιταχθεί στην αναγνώριση του επωνύμου του τέκνου Leonhard Matthias, το οποίο χορηγήθηκε και καταχωρίστηκε στη Δανία, όπως το γεγονός ότι στη Γερμανία το επώνυμο αυτό αντίκειται προς τη δημόσια τάξη.

39

Βάσει των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 18 ΕΚ απαγορεύει, υπό τις περιστάσεις της κύριας δίκης, στις αρχές ενός κράτους μέλους να αρνηθούν, κατ’ εφαρμογήν του εθνικού δικαίου, την αναγνώριση του επωνύμου ενός τέκνου, το οποίο καθορίστηκε και καταχωρίστηκε σε άλλο κράτος μέλος στο οποίο γεννήθηκε και έκτοτε κατοικεί το τέκνο αυτό, το οποίο, όπως και οι γονείς του, έχει την ιθαγένεια μόνον του πρώτου κράτους μέλους.

Επί των δικαστικών εξόδων

40

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 18 ΕΚ απαγορεύει, υπό τις περιστάσεις της κύριας δίκης, στις αρχές ενός κράτους μέλους να αρνηθούν, κατ’ εφαρμογήν του εθνικού δικαίου, την αναγνώριση του επωνύμου ενός τέκνου, το οποίο καθορίστηκε και καταχωρίστηκε σε άλλο κράτος μέλος στο οποίο γεννήθηκε και έκτοτε κατοικεί το τέκνο αυτό, το οποίο, όπως και οι γονείς του, έχει την ιθαγένεια μόνον του πρώτου κράτους μέλους.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.