ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 22ας Μαΐου 2008 ( *1 )

«Αναπηρική σύνταξη χορηγούμενη σε αμάχους θύματα πολέμου ή καταστολής — Προϋπόθεση περί κατοικίας στο εθνικό έδαφος — Άρθρο 18, παράγραφος 1, ΕΚ»

Στην υπόθεση C-499/06,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Sąd Okręgowy w Koszalinie (Πολωνία) με απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2006, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 8 Δεκεμβρίου 2006, στο πλαίσιο της δίκης

Halina Nerkowska

κατά

Zakład Ubezpieczeń Społecznych Oddział w Koszalinie,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο τμήματος, Γ. Αρέστη, R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια), E. Juhász και J. Malenovský, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Poiares Maduro

γραμματέας: R. Grass

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Η. Nerkowska, αυτοπροσώπως,

το Zakład Ubezpieczeń Społecznych Oddział w Koszalinie, εκπροσωπούμενο από τον W. Witkowicz, adwokat,

η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την E. Ośniecka-Tamecka,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I. M. Braguglia, επικουρούμενο από την W. Ferrante, avvocato dello Stato,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τις D. Maidani και A. Stobiecka-Kuik,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Φεβρουαρίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 18, παράγραφος 1, ΕΚ.

2

Η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Η. Nerkowska και του Zakład Ubezpieczeń Społecznych Oddział w Koszalinie (οργανισμού κοινωνικής ασφάλειας, ταμείο του Koszalin), σχετικά με την άρνηση του δευτέρου να χορηγήσει αναπηρική σύνταξη λόγω βλάβης της υγείας συνεπεία έξι ετών εξορίας στην πρώην Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (πρώην ΕΣΣΔ).

Η εθνική νομοθεσία

3

Η εθνική νομοθεσία περιλαμβάνει τον νόμο περί στρατιωτικών συντάξεων και συντάξεων αναπήρων πολέμου και μελών των οικογενειών τους (Ustawa o zaopatrzeniu inwalidów wojennych i wojskowych oraz ich rodzin), της 29ης Μαΐου 1974, όπως έχει τροποποιηθεί (Dz. U του 2002, αριθ. 9, σειρά 87, στο εξής: νόμος του 1974), και τον νόμο περί των αγωνιστών και ορισμένων θυμάτων καταστολής κατά τη διάρκεια του πολέμου και μετά από αυτόν (Ustawa o kombatantach oraz niektórych osobach będących ofiarami represji wojennych i okresu powojennego), της 24ης Ιανουαρίου 1991 (Dz. U αριθ. 17, σειρά 75).

4

Το άρθρο 5 του νόμου του 1974 ορίζει ότι οι παροχές του νόμου αυτού χορηγούνται στον δικαιούχο κατά τον χρόνο της κατοικίας του στο έδαφος της Δημοκρατίας της Πολωνίας, εκτός αν ο νόμος ή μια διεθνής σύμβαση ορίζουν διαφορετικά.

5

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του νόμου του 1974, οι συντάξεις αυτές χρηματοδοτούνται από το πολωνικό κράτος.

6

Δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 2, του νόμου της 24ης Ιανουαρίου 1991, περί των αγωνιστών και ορισμένων θυμάτων καταστολής κατά τη διάρκεια του πολέμου και μετά από αυτόν, οι παροχές σε χρήμα και τα λοιπά δικαιώματα που προβλέπει ο νόμος του 1974 χορηγούνται και στα πρόσωπα που, μεταξύ άλλων, έχουν καταταγεί σε μία από τις κατηγορίες αναπήρων λόγω αναπηρίας οφειλομένης, ειδικότερα, σε αιχμαλωσία ή παραμονή σε στρατόπεδα εγκλεισμού ή σε στρατόπεδα της Κεντρικής Διεύθυνσης αιχμαλώτων πολέμου και φυλακισθέντων (GUPVI) της Λαϊκής Επιτροπής Εσωτερικών Υποθέσεων (NKVD) και, από τον Μάρτιο του 1946, του Υπουργείου Εσωτερικών (MVD) της πρώην ΕΣΣΔ, ή σε στρατόπεδα της Διεύθυνσης ελέγχου και διαλογής της NKVD και, από τον Μάρτιο του 1946, του εν λόγω Υπουργείου Εσωτερικών. Οι παροχές αυτές χορηγούνται επίσης στα θύματα καταστολής κατά τη διάρκεια του πολέμου και μετά από αυτόν, ήτοι στα πρόσωπα που, λόγω των πολιτικών, θρησκευτικών και εθνικών πεποιθήσεών τους, εξορίστηκαν αναγκαστικά ή μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως στην πρώην ΕΣΣΔ. Θεωρείται ως αναπηρία οφειλόμενη στην εξορία, η αναπηρία συνεπεία τραυματισμών, μωλώπων και λοιπών βλαβών ή ασθενειών εξαιτίας της παραμονής αυτής στην εξορία.

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

7

Η Η. Νerkowska που έχει σήμερα πολωνική ιθαγένεια γεννήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 1946 στο έδαφος της σημερινής Λευκορωσίας.

8

Σε ηλικία τριών ετών έχασε τους γονείς της, που εξορίστηκαν στη Σιβηρία δυνάμει δικαστικής αποφάσεως.

9

Τον Απρίλιο του 1951, η Η. Nerkowska, ο αδελφός και η θεία της εξορίστηκαν και εκείνοι στην πρώην ΕΣΣΔ. Η Η. Nerkowska έζησε εκεί υπό δύσκολες συνθήκες έως τον Ιανουάριο του 1957.

10

Μετά την πάροδο περίπου έξι ετών, η Η. Nerkowska επέστρεψε στην Πολωνία. Εκεί σπούδασε και, αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές της, εργάσθηκε σε διοικητική θέση.

11

Το 1985, αναχώρησε από την Πολωνία και εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Γερμανία.

12

Τον Οκτώβριο του 2000, η Η. Nerkowska υπέβαλε αίτηση στο Zakład Ubezpieczeń Społecznych Oddział w Koszalinie για τη χορήγηση αναπηρικής σύνταξης λόγω βλαβών που υπέστη η υγεία της κατά τη διάρκεια της εξορίας της.

13

Το Zakład Ubezpieczeń Społecznych Oddział w Koszalinie, με απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2002, αναγνώρισε συνταξιοδοτικό δικαίωμα στην Η. Nerkowska λόγω της μερικής ανικανότητάς της προς εργασία εξαιτίας της παραμονής της σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, πλην όμως η χορήγηση της εξ αυτής της αιτίας οφειλομένης παροχής διακόπηκε με την αιτιολογία ότι η δικαιούχος δεν κατοικούσε στο πολωνικό έδαφος.

14

Η Η. Nerkowska, αμφισβητώντας την απόφαση αυτή, προσέφυγε στο Sąd Okręgowy w Koszalinie (Περιφερειακό δικαστήριο του Koszalin), ζητώντας να της αναγνωρισθεί ότι δικαιούται την αιτηθείσα αναπηρική σύνταξη. Το δικαστήριο αυτό δεν δέχθηκε την επιχειρηματολογία της και απέρριψε την προσφυγή με απόφαση της 22ας Μαΐου 2003, εκδοθείσα μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας.

15

Τον Σεπτέμβριο του 2006, η Η. Nerkowska υπέβαλε νέα αίτηση για τη χορήγηση της προμνησθείσας παροχής. Η Η. Nerkowska, προς στήριξη της αίτησής της, υποστήριξε ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004 και, ως εκ τούτου, το κοινοτικό δίκαιο ενσωματώθηκε στο εσωτερικό δίκαιο της Πολωνίας.

16

Μετά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας, το Zakład Ubezpieczeń Społecznych Oddział w Koszalinie εξέδωσε, στις 14 Σεπτεμβρίου 2006, την απόφαση που αποτελεί αντικείμενο της υπόθεσης της κύριας δίκης και αρνήθηκε να χορηγήσει στην Η. Nerkowska την αναπηρική σύνταξη που αντιστοιχεί στο αναγνωρισμένο δικαίωμά της με την αιτιολογία ότι έχει παύσει να κατοικεί στο έδαφος της Δημοκρατίας της Πολωνίας.

17

Η Η. Nerkowska προσέφυγε κατά της εν λόγω απόφασης ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ζητώντας την τροποποίησή της, ούτως ώστε να της χορηγηθεί η αναπηρική σύνταξή της. Υποστήριξε ότι, δεδομένης της ένταξης της Δημοκρατίας της Πολωνίας στην Ένωση, ο σημερινός τόπος κατοικίας της δεν μπορεί να αποτελεί εμπόδιο στη χορήγηση της παροχής αυτής.

18

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Okręgowy w Koszalinie αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αντίκειται στο άρθρο 18 ΕΚ, το οποίο διασφαλίζει στους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης το δικαίωμα να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, η εθνική νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 5 του [νόμου του 1974], καθό μέτρο εξαρτά τη χορήγηση συνταξιοδοτικών παροχών λόγω ανικανότητας προς εργασία εξαιτίας παραμονής σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως από τη συνδρομή της προϋποθέσεως ότι ο δικαιούχος κατοικεί στο έδαφος της Δημοκρατίας της Πολωνίας;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

19

Το αιτούν δικαστήριο, με το ερώτημά του, ερωτά στην ουσία αν το άρθρο 18, παράγραφος 1, ΕΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει νομοθεσία κράτους μέλους δυνάμει της οποίας το κράτος αυτό αρνείται σε υπήκοό του τη χορήγηση παροχής υπέρ αμάχων θυμάτων πολέμου ή καταστολής, μολονότι το δικαίωμα στην παροχή αυτή έχει αναγνωριστεί στον υπήκοο αυτό με απόφαση της αρμόδιας αρχής, με την αιτιολογία και μόνον ότι ο εν λόγω υπήκοος κατοικεί όχι στο έδαφος του κράτους αυτού αλλά στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.

20

Συναφώς, πρέπει να καθοριστεί, προηγουμένως, αν κατάσταση όπως αυτή περί της οποίας πρόκειται στην κύρια δίκη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου και, ειδικότερα, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 18, παράγραφος 1, ΕΚ.

Επί της εφαρμογής του άρθρου 18, παράγραφος 1, ΕΚ

21

Όσον αφορά, αφενός, το πεδίο προσωπικής εφαρμογής της διατάξεως αυτής, αρκεί η διαπίστωση ότι, δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 1, ΕΚ, οποιοσδήποτε έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους έχει την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης. Εξάλλου, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 17, η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης περιλαμβάνει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπει η Συνθήκη ΕΚ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται εκείνα του άρθρου 18, παράγραφος 1, ΕΚ (απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2006, C-192/05, Tas-Hagen και Tas, Συλλογή 2006, σ. I-10451, σκέψη 18).

22

Η Η. Nerkowska, ως Πολωνή υπήκοος, έχει την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 1, ΕΚ και, επομένως, μπορεί, ενδεχομένως, να προβάλλει τα απορρέοντα από την ιδιότητα αυτή δικαιώματα, ιδίως το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών που παρέχει το άρθρο 18, παράγραφος 1, ΕΚ.

23

Αφετέρου, όσον αφορά το πεδίο ουσιαστικής εφαρμογής του άρθρου 18, παράγραφος 1, ΕΚ, επισημαίνεται ότι, στο παρόν στάδιο εξέλιξης του κοινοτικού δικαίου, παροχή όπως αυτή περί της οποίας πρόκειται στην κύρια δίκη, αποβλέπουσα στην αποζημίωση αμάχων θυμάτων πολέμου ή καταστολής για τις ψυχικές και σωματικές βλάβες που υπέστησαν, εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών (προμνησθείσα απόφαση Tas-Hagen και Tas, σκέψη 21).

24

Ωστόσο, τα κράτη μέλη οφείλουν να ασκούν μια τέτοια αρμοδιότητα τηρουμένων των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, ιδίως των διατάξεων της Συνθήκης που αναγνωρίζουν την ελευθερία όλων των πολιτών της Ένωσης να κυκλοφορούν και να κατοικούν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών (προμνησθείσα απόφαση Tas-Hagen και Tas, σκέψη 22).

25

Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι η ιθαγένεια της Ένωσης, που προβλέπει το άρθρο 17 ΕΚ, δεν σκοπεί στην επέκταση του πεδίου ουσιαστικής εφαρμογής της Συνθήκης επί εσωτερικών καταστάσεων που δεν έχουν κανένα σύνδεσμο με το κοινοτικό δίκαιο (αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 1997, C-64/96 και C-65/96, Uecker και Jacquet, Συλλογή 1997, σ. I-3171, σκέψη 23· της 2ας Οκτωβρίου 2003, C-148/02, Garcia Avello, Συλλογή 2003, σ. I-11613, σκέψη 26, και προμνησθείσα Tas-Hagen και Tas, σκέψη 23).

26

Πάντως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στον τομέα ουσιαστικής εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, αυτές που άπτονται της ασκήσεως των θεμελιωδών ελευθεριών που εγγυάται η Συνθήκη και της ασκήσεως του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών, την οποία αναγνωρίζει το άρθρο 18 ΕΚ (αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 2005, C-209/03, Bidar, Συλλογή 2005, σ. I-2119, σκέψη 33, και της 12ης Ιουλίου 2005, C-403/03, Schempp, Συλλογή 2005, σ. I-6421, σκέψεις 17 και 18).

27

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι κατάσταση όπως αυτή της Η. Nerkowska εμπίπτει στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και ελεύθερης διαμονής των πολιτών της Ενώσεως εντός των κρατών μελών. H προσφεύγουσα της κύριας δίκης, επιλέγοντας ως τόπο κατοικίας της τη Γερμανία, άσκησε το δικαίωμα που παρέχει το άρθρο 18, παράγραφος 1, ΕΚ σε όλους τους πολίτες της Ένωσης να κυκλοφορούν και να κατοικούν ελεύθερα στο έδαφος κράτους μέλους διαφορετικού εκείνου του οποίου έχουν την ιθαγένεια.

28

Εξάλλου, όπως σαφώς προκύπτει από τη δικογραφία που διαβίβασε στο Δικαστήριο το αιτούν δικαστήριο, η απόρριψη των αιτήσεων για τη χορήγηση της αναπηρικής σύνταξης, τις οποίες υπέβαλε η Η. Νerkowska, οφείλεται στο γεγονός και μόνον ότι κατά την ημερομηνία υποβολής τους η ενδιαφερόμενη είχε την κατοικία της στη Γερμανία.

29

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, εφόσον η άσκηση εκ μέρους της Η. Νerkowska δικαιώματος αναγνωριζομένου από την κοινοτική έννομη τάξη επηρεάζει το δικαίωμά της για παροχή προβλεπόμενη από την εθνική νομοθεσία, η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως καθαρώς εσωτερικού χαρακτήρα και ως μη έχουσα κανένα σύνδεσμο με το κοινοτικό δίκαιο.

30

Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν το άρθρο 18, παράγραφος 1, ΕΚ, το οποίο εφαρμόζεται επί καταστάσεως όπως αυτή της κύριας δίκης, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει εθνική νομοθεσία επιβάλλουσα όπως ο δικαιούχος αναπηρικής σύνταξης χορηγούμενης σε αμάχους θύματα πολέμου ή καταστολής έχει την κατοικία του στο έδαφος του κράτους μέλους που χορηγεί την εν λόγω παροχή.

Επί της προϋπόθεσεως της κατοικίας

31

Όσον αφορά το περιεχόμενο του άρθρου 18, παράγραφος 1, ΕΚ, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι οι διευκολύνσεις που παρέχει η Συνθήκη στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας δεν θα μπορούσαν να παράγουν πλήρως τα αποτελέσματά τους αν υπάρχει ενδεχόμενο να αποτραπεί ο υπήκοος κράτους μέλους από τη χρήση τους από τα κωλύματα που τίθενται στη διαμονή του στο κράτος μέλος υποδοχής λόγω κανονιστικής ρυθμίσεως του κράτους καταγωγής του που τον αντιμετωπίζει δυσμενώς επειδή ακριβώς επωφελήθηκε των διευκολύνσεων αυτών (αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, C-224/02, Pusa, Συλλογή 2004, σ. I-5763, σκέψη 19, και Tas-Hagen και Tas, όπ.π., σκέψη 30).

32

Εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία περιάγει σε δυσμενή θέση ορισμένους υπηκόους του οικείου κράτους μέλους για τον λόγο και μόνον ότι άσκησαν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής σε άλλο κράτος μέλος συνιστά περιορισμό των ελευθεριών που αναγνωρίζει σε κάθε πολίτη της Ένωσης το άρθρο 18, παράγραφος 1, ΕΚ (αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2006, C-406/04, De Cuyper, Συλλογή 2006, σ. Ι-6947, σκέψη 39, και Tas-Hagen και Tas, όπ.π., σκέψη 31).

33

Ο νόμος του 1974 αποτελεί τέτοιον περιορισμό. Πράγματι, ο νόμος αυτός, εξαρτώντας τη χορήγηση της αναπηρικής σύνταξης υπέρ αμάχων θυμάτων πολέμου ή καταστολής από την προϋπόθεση ότι οι δικαιούχοι πρέπει να έχουν την κατοικία τους στο εθνικό έδαφος, ενδέχεται να αποτρέψει Πολωνούς υπηκόους τελούντες σε κατάσταση όμοια εκείνης της προσφεύγουσας της κύριας δίκης να ασκήσουν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής εκτός της Πολωνίας.

34

Εθνική ρύθμιση που επιβάλλει έναν τέτοιο περιορισμό στην άσκηση των δικαιωμάτων των υπηκόων κρατών μελών μπορεί να δικαιολογηθεί, βάσει του κοινοτικού δικαίου, μόνον αν στηρίζεται σε επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος ανεξάρτητους της ιθαγένειας των οικείων προσώπων και εφόσον είναι ανάλογος προς τον σκοπό που επιδιώκει θεμιτώς το εθνικό δίκαιο (προαναφερθείσες αποφάσεις De Cuyper, σκέψη 40, και Tas-Hagen και Tas, όπ.π., σκέψη 33).

35

Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, από τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν στο Δικαστήριο τόσο ο καθού της κύριας δίκης όσο και η Πολωνική Κυβέρνηση προκύπτει ότι ο κατά τον νόμο του 1974 περιορισμός προκύπτει, στην ουσία, από τη βούληση του Πολωνού νομοθέτη να περιορίσει την υποχρέωση αλληλεγγύης έναντι των αμάχων θυμάτων πολέμου ή καταστολής μόνο στα πρόσωπα που διατηρούν ένα δεσμό με τον πολωνικό λαό. Συνεπώς, η προϋπόθεση της κατοικίας αποτελεί έκφραση του βαθμού συνδέσεως των προσώπων αυτών με την πολωνική κοινωνία.

36

Εξάλλου, ο καθού της κύριας δίκης και η Πολωνική Κυβέρνηση ισχυρίζονται ότι μόνο μία προϋπόθεση περί κατοικίας, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, μπορεί να εγγυηθεί τον έλεγχο ότι δεν έχει μεταβληθεί η κατάσταση του δικαιούχου της οικείας παροχής ούτως ώστε να επηρεάζεται το δικαίωμά του επί της παροχής αυτής. Συναφώς, ο καθού της κύριας δίκης και η Πολωνική Κυβέρνηση επισημαίνουν ότι η αδυναμία προσφυγής στη διοικητική και ιατρική συνδρομή των άλλων κρατών μελών που προβλέπει για τις παροχές κοινωνικής ασφάλειας ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1), πλήττει την αποτελεσματικότητα και την πρακτική αξία του ελέγχου των αρμόδιων πολωνικών οργανισμών. Περαιτέρω, υποστηρίζουν ότι άλλα λιγότερο περιοριστικά μέτρα δεν θα ήταν εξίσου αποτελεσματικά με την εν λόγω προϋπόθεση.

37

Βεβαίως, τόσο η βούληση εγγύησης του δεσμού μεταξύ της κοινωνίας του οικείου κράτους μέλους και του δικαιούχου της παροχής όσο και η ανάγκη ελέγχου του γεγονότος ότι ο δικαιούχος εξακολουθεί να πληροί τους όρους χορήγησης της παροχής αυτής αποτελούν επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος δυνάμενους να δικαιολογήσουν το γεγονός ότι οι όροι χορήγησης ή καταβολής μιας τέτοιας παροχής μπορούν να επηρεάσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών του εν λόγω κράτους μέλους.

38

Όσον αφορά την προϋπόθεση ύπαρξης δεσμού με την κοινωνία του οικείου κράτους μέλους, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, προκειμένου περί παροχής όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, η οποία δεν διέπεται από το κοινοτικό δίκαιο, τα κράτη μέλη έχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον καθορισμό των κριτηρίων αξιολογήσεως ενός τέτοιου συνδέσμου, τηρουμένων των ορίων που επιβάλλει το κοινοτικό δίκαιο (προμνησθείσα απόφαση Tas-Hagen και Tas, σκέψη 36).

39

Επομένως, ένα κράτος μέλος επιτρέπεται να προβλέπει, μέσω προϋποθέσεων ιθαγένειας ή κατοικίας του ενδιαφερομένου, αποζημίωση των αμάχων θυμάτων πολέμου ή καταστολής μόνο για τα άτομα που θεωρεί ότι εκδηλώνουν κάποιο βαθμό σύνδεσης με την κοινωνία του εν λόγω κράτους μέλους.

40

Πάντως, ακόμη και αν ο διαπιστωθείς στη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως περιορισμός μπορεί να δικαιολογηθεί από τους επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος που μνημονεύθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, πρέπει ωστόσο να μην είναι δυσανάλογος προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.

41

Πρώτον, όσον αφορά την προϋπόθεση περί συνεχούς κατοικίας στο εθνικό έδαφος καθ’ όλη τη διάρκεια χορήγησης της εν λόγω παροχής, η οποία θεωρείται ως στοιχείο συνδέσμου των αμάχων θυμάτων πολέμου ή καταστολής με την πολωνική κοινωνία, διαπιστώνεται ότι, αν και δεν αμφισβητείται ότι η κατοικία αποτελεί κριτήριο της ύπαρξης ενός τέτοιου δεσμού, υπό συνθήκες όπως αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης, μια τέτοια προϋπόθεση υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

42

Πράγματι, δεν αμφισβητείται ότι η Η. Nerkowska έχει πολωνική ιθαγένεια και έζησε στην Πολωνία για περισσότερο από είκοσι χρόνια, περίοδο κατά την οποία σπούδασε και εργάστηκε.

43

Το γεγονός ότι ο δικαιούχος παροχής έχει την ιθαγένεια του κράτους μέλους που χορηγεί την επίμαχη στην κύρια δίκη παροχή και έχει ζήσει στο κράτος αυτό για περισσότερο από είκοσι χρόνια, ως φοιτητής και εργαζόμενος, αρκεί για να αποδείξει την ύπαρξη δεσμών μεταξύ του κράτους αυτού και του δικαιούχου της παροχής αυτής. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προϋπόθεση περί κατοικίας καθ’ όλη τη διάρκεια χορήγησης της εν λόγω παροχής είναι δυσανάλογη καθόσον υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την εξασφάλιση ενός τέτοιου δεσμού.

44

Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η προϋπόθεση περί κατοικίας είναι ο μοναδικός τρόπος για να ελεγχθεί ότι ο δικαιούχος αναπηρικής σύνταξης εξακολουθεί να πληροί τους όρους χορήγησής της, αρκεί η απάντηση ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα λιγότερο αναγκαστικά αλλά εξίσου αποτελεσματικά μέσα.

45

Πράγματι, αν ο ιατρικός ή διοικητικός έλεγχος απαιτούσε την παρουσία στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους του δικαιούχου παρόμοιας με την επίμαχη στην κύρια δίκη παροχής, θα ήταν δυνατόν το εν λόγω κράτος μέλος να ζητήσει από τον δικαιούχο να μεταβεί στο κράτος αυτό προκειμένου να υποβληθεί σε έναν τέτοιο έλεγχο, ακόμη και επί ποινή διακοπής της χορήγησης της παροχής σε περίπτωση αδικαιολόγητης άρνησης του εν λόγω δικαιούχου.

46

Επομένως, η προϋπόθεση περί κατοικίας, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού του ελέγχου του γεγονότος ότι ο δικαιούχος παροχής εξακολουθεί να πληροί τους όρους χορήγησής της και, ως εκ τούτου, παραβιάζει την προμνησθείσα στις σκέψεις 34 και 40 της παρούσας απόφασης αρχή της αναλογικότητας.

47

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, η απάντηση στο ερώτημα που υποβλήθηκε είναι ότι το άρθρο 18, παράγραφος 1, ΕΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει νομοθεσία κράτους μέλους δυνάμει της οποίας το κράτος αυτό αρνείται, γενικώς και ανεξαιρέτως, τη χορήγηση στους υπηκόους του παροχής υπέρ των αμάχων θυμάτων πολέμου ή καταστολής για τον λόγο και μόνον ότι οι ενδιαφερόμενοι δεν κατοικούν καθ’ όλη τη διάρκεια χορήγησης της παροχής αυτής στο έδαφος του κράτους αυτού, αλλά στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.

Επί των δικαστικών εξόδων

48

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 18, παράγραφος 1, ΕΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει νομοθεσία κράτους μέλους δυνάμει της οποίας το κράτος αυτό αρνείται, γενικώς και ανεξαιρέτως, τη χορήγηση στους υπηκόους του παροχής υπέρ των αμάχων θυμάτων πολέμου ή καταστολής για τον λόγο και μόνον ότι οι ενδιαφερόμενοι δεν κατοικούν καθ’ όλη τη διάρκεια χορήγησης της παροχής αυτής στο έδαφος του κράτους αυτού, αλλά στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.