ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 15ης Απριλίου 2008 ( *1 )

«Κρατικές ενισχύσεις — Καθεστώς ενισχύσεων το οποίο εγκρίθηκε για ορισμένο χρόνο — Κοινοποίηση του τροποποιημένου καθεστώτος ενισχύσεων προκειμένου αυτό να ισχύσει για νέα περίοδο — Μέτρα μεταβατικής ισχύος μεταξύ των δύο διαδοχικών καθεστώτων — Απόφαση της Επιτροπής να μη διατυπώσει αντιρρήσεις επ’ αυτού — Πληροφοριακά στοιχεία που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή — Κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής — Ίση μεταχείριση — Αιτιολογία»

Στην υπόθεση C-390/06,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, την οποία υπέβαλε το Tribunale ordinario di Roma (Ιταλία) με απόφαση της 14ης Ιουνίου 2006, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Σεπτεμβρίου 2006, στο πλαίσιο της δίκης

Nuova Agricast Srl

κατά

Ministero delle Attività Produttive,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann, C. W. A. Timmermans, A. Rosas, K. Lenaerts, Γ. Αρέστη και U. Lõhmus, προέδρους τμήματος, A. Borg Barthet, M. Ilešič (εισηγητή), J. Malenovský, J. Klučka, E. Levits και C. Toader, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mazák

γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Σεπτεμβρίου 2007,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Nuova Agricast Srl, εκπροσωπούμενη από τον M. A. Calabrese, avvocato,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I. M. Braguglia, επικουρούμενο από τον V. Russo, avvocato dello Stato,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την E. Righini και τον V. Di Bucci,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 27ης Νοεμβρίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής, της 12ης Ιουλίου 2000, περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων έναντι καθεστώτος επενδυτικών ενισχύσεων στις μειονεκτούσες περιοχές της Ιταλίας έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006 (κρατική ενίσχυση αριθ. Ν 715/99 — Ιταλία) (στο εξής: επίδικη απόφαση), σχετικά με την οποία δημοσιεύθηκε συνοπτική ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (EE C 278, σ. 26).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο της εκδικάσεως αγωγής την οποία άσκησε η Nuova Agricast Srl (στο εξής: Nuova Agricast), επιχείρηση εγκατεστημένη στην περιφέρεια της Απουλίας στην Ιταλία, κατά του Ministero delle Attività Produttive (Υπουργείου Παραγωγικών Δραστηριοτήτων) και με την οποία επιδιώκεται η αποκατάσταση της ζημίας, που συνίσταται στη μη είσπραξη κρατικής ενισχύσεως, την οποία υπέστη η ως άνω επιχείρηση λόγω της πταισματικής συμπεριφοράς που επέδειξαν οι ιταλικές αρχές κατά το στάδιο των συζητήσεων που διεξήχθησαν με την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πριν από την έκδοση της επίδικης αποφάσεως.

Το νομικό πλαίσιο

Ο κανονισμός (ΕΚ) 659/1999

3

Όπως προκύπτει από τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη αυτού, ο κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88] της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1), κωδικοποιεί και τεκμηριώνει την πρακτική που έχει αναπτυχθεί από την Επιτροπή, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, όσον αφορά την εξέταση των κρατικών ενισχύσεων.

4

Σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού αυτού, ως «νέα ενίσχυση» νοείται «κάθε ενίσχυση, δηλαδή τα καθεστώτα ενισχύσεων και οι ατομικές ενισχύσεις, οι οποίες δεν αποτελούν υφιστάμενη ενίσχυση, καθώς και οι μεταβολές υφιστάμενων ενισχύσεων».

5

Το άρθρο 2 του κανονισμού 659/1999 ορίζει:

«1.   Εκτός αν άλλως προβλέπεται σε κανονισμούς οι οποίοι θεσπίζονται με βάση το άρθρο [89] της Συνθήκης ή άλλες συναφείς διατάξεις της, κάθε σχέδιο για τη χορήγηση νέας ενίσχυσης κοινοποιείται εγκαίρως στην Επιτροπή από το οικείο κράτος μέλος. Η Επιτροπή ενημερώνει αμελλητί το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος σχετικά με την παραλαβή της κοινοποίησης.

2.   Στην κοινοποίηση, το οικείο κράτος μέλος παρέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες που θα επιτρέψουν στην Επιτροπή να λάβει απόφαση σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 7 (εφεξής αποκαλούμενη “πλήρης κοινοποίηση”).»

6

Το άρθρο 4 του κανονισμού 659/1999 προβλέπει, στις παραγράφους 2 έως 4 αυτού, τα εξής:

«2.   Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δεν αποτελεί ενίσχυση, σημειώνει τη διαπίστωση αυτή με σχετική απόφαση.

3.   Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο, ενώ εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου [87], παράγραφος 1, της Συνθήκης, δεν δημιουργεί αμφιβολίες κατά πόσον συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, το κηρύσσει συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά (εφεξής αποκαλούμενη “απόφαση για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων”. Στην απόφαση αυτή, αναφέρεται η συγκεκριμένη εξαίρεση της Συνθήκης που εφαρμόσθηκε.

4.   Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δημιουργεί αμφιβολίες κατά πόσον συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, αποφασίζει να κινήσει τη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο [88], παράγραφος 2, της Συνθήκης (εφεξής αποκαλούμενη “απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας”).»

7

Το άρθρο 5 του κανονισμού 659/1999 ορίζει στην παράγραφο 1 ότι, «[ε]φόσον η Επιτροπή θεωρήσει ότι οι πληροφορίες που υπέβαλε το οικείο κράτος μέλος σχετικά με μέτρο που κοινοποιήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 είναι ελλιπείς, ζητάει όλες τις αναγκαίες συμπληρωματικές πληροφορίες».

Τα καθεστώτα επενδυτικών ενισχύσεων στις μειονεκτούσες περιοχές της Ιταλίας τα οποία εγκρίθηκαν έως τις 31 Δεκεμβρίου 1999

8

Με το νομοθετικό διάταγμα 415, σχετικά με την αναχρηματοδότηση του νόμου 64 της 1ης Μαρτίου 1986, περί της οργανικής ρυθμίσεως της έκτακτης παρεμβάσεως υπέρ των περιοχών του Ιταλικού Νότου (Rifinanziamento della legge 1o marzo 1986, n. 64, recante disciplina organica dell’intervento straordinario nel Mezzogiorno), της 22ας Οκτωβρίου 1992 (GURI αριθ. 249, της 22ας Οκτωβρίου 1992, σ. 3), το οποίο κατέστη νόμος, κατόπιν τροποποιήσεως, με τον νόμο 488, της 19ης Δεκεμβρίου 1992 (GURI αριθ. 299, της 21ης Δεκεμβρίου 1992, σ. 3, και διορθωτικό, GURI αριθ. 301, της 23ης Δεκεμβρίου 1992, σ. 40), όπως αυτός τροποποιήθηκε με το νομοθετικό διάταγμα 96, της 3ης Απριλίου 1993 (GURI αριθ. 79, της 5ης Απριλίου 1993, σ. 5, στο εξής: νόμος 488/1992), ο ιταλός νομοθέτης προέβλεψε τη λήψη χρηματοδοτικών μέτρων που αποσκοπούσαν στην παροχή κινήτρων στις επιχειρήσεις για την ανάπτυξη ορισμένων παραγωγικών δραστηριοτήτων στις μειονεκτούσες περιοχές της χώρας.

9

Την 1η Μαρτίου 1995 και στις 21 Μαΐου 1997, η Επιτροπή εξέδωσε δύο αποφάσεις περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων, κατ’ αρχάς έως τις 31 Δεκεμβρίου 1996 και, εν συνεχεία, έως τις 31 Δεκεμβρίου 1999, έναντι διαδοχικών καθεστώτων ενισχύσεων τα οποία στηρίζονταν στον νόμο 488/1992 και σε διάφορες διατάξεις περί εφαρμογής αυτού (κρατικές ενισχύσεις αριθ. N 40/95 και N 27/A/97). Για τις αποφάσεις αυτές δημοσιεύθηκαν συνοπτικές ανακοινώσεις στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στις 18 Ιουλίου 1995, όσον αφορά την απόφαση της 1ης Μαρτίου 1995 (ΕΕ 1995, C 184, σ. 4) και στις 8 Αυγούστου 1997 όσον αφορά την απόφαση της 21ης Μαΐου 1997 (ΕΕ 1997, C 242, σ. 4, στο εξής: απόφαση του 1997).

10

Οι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του καθεστώτος ενισχύσεων που εγκρίθηκε με την απόφαση του 1997 (στο εξής: καθεστώς ενισχύσεων 1997-1999) θεσπίσθηκαν, πρώτον, με την απόφαση του Comitato interministeriale per la progammazione economica (της διυπουργικής επιτροπής οικονομικού προγραμματισμού), που αφορά οδηγίες για τη χορήγηση επιδοτήσεων κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, του νόμου 488/1992 (direttive per la concessione di agevolazioni ai sensi dell’ art. 1, comma 2, del decreto-legge 22 ottobre 1992, n. 415, convertito nella legge 19 dicembre 1992, n. 488, in tema di disciplina organica dell’intervento straordinario nel Mezzogiorno), της 27ης Απριλίου 1995 (GURI αριθ. 142, της 20ής Ιουνίου 1995, σ. 17), όπως τροποποιήθηκε με την από 18 Δεκεμβρίου 1996 απόφαση της εν λόγω επιτροπής (GURI αριθ. 70, της 25ης Μαρτίου 1997, σ. 35), δεύτερον, με το διάταγμα 527 του Ministero dell’Industria, del Commercio e dell’Artigianato (Υπουργείου Βιομηχανίας, Εμπορίου και Βιοτεχνίας, στο εξής: YBEB), περί θεσπίσεως της κανονιστικής ρυθμίσεως σχετικά με τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής και τη διαδικασία χορηγήσεως και διαθέσεως των επιδοτήσεων υπέρ των παραγωγικών δραστηριοτήτων στις μειονεκτούσες περιοχές της χώρας (regolamento recante le modalità e le procedure per la concessione ed erogazione delle agevolazioni in favore delle attività produttive nelle aree depresse de Paese), της 20ής Οκτωβρίου 1995 (GURI αριθ. 292, της 15ης Δεκεμβρίου 1995, σ. 3), όπως τροποποιήθηκε με το διάταγμα 319 του εν λόγω υπουργείου, της 31ης Ιουλίου 1997 (GURI αριθ. 221, της 22ας Σεπτεμβρίου 1997, σ. 31), καθώς και, τρίτον, με την εγκύκλιο 234363 του ΥΒΕΒ, της 20ής Νοεμβρίου 1997 (τακτικό συμπλήρωμα της GURI αριθ. 291, της 15ης Δεκεμβρίου 1997).

11

Οι ως άνω λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής προέβλεπαν, μεταξύ άλλων, ότι:

οι χρηματοοικονομικοί πόροι κάθε έτους διαιρούνταν σε δύο ίσα μέρη χορηγούμενα έκαστο στο πλαίσιο προσκλήσεως υποβολής αιτήσεων· ωστόσο, βάσει των διαθεσίμων του έτους το οποίο αφορούσαν οι πόροι, μπορούσε να τροποποιηθεί με διάταγμα ο τρόπος κατανομής τους, ιδίως χορηγώντας τους εν λόγω πόρους στο πλαίσιο μίας μόνον προσκλήσεως υποβολής αιτήσεων·

οι αιτήσεις που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο προσκλήσεως υποβολής αιτήσεων εξετάζονταν από επιφορτισμένες με τη διαχείριση των ενισχύσεων τράπεζες οι οποίες χορηγούσαν ορισμένο αριθμό βαθμών βάσει κανονιστικών κριτηρίων, τα οποία αποκαλούνται «indicatori» (στο εξής: δείκτες)·

βάσει των αποτελεσμάτων της εκ μέρους των τραπεζών εξετάσεως, το ΥΒΕΒ κατάρτιζε περιφερειακούς πίνακες κατατάξεως, στους οποίους εγγράφονταν οι αιτήσεις κατά φθίνουσα σειρά με βάση τον αριθμό των βαθμών που χορηγήθηκαν, και θέσπιζε διάταγμα σχετικά με την κατανομή των επιδοτήσεων υπέρ των αιτήσεων που είχαν εγγραφεί, αρχίζοντας με τον πρώτο αιτούντα και μέχρις εξαντλήσεως των κονδυλίων που είχαν διατεθεί για την οικεία πρόσκληση υποβολής αιτήσεων·

επιλέξιμες ήσαν οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από την επομένη της λήξεως ισχύος της προσκλήσεως υποβολής αιτήσεων που προηγήθηκε εκείνης στο πλαίσιο της οποίας υποβλήθηκε η αίτηση ενισχύσεως, εξαιρουμένων των δαπανών για τις μηχανολογικές και άλλες μελέτες, καθώς και για την αγορά και χωροταξική διευθέτηση του γαιοτεμαχίου της επιχειρήσεως, οι οποίες ήσαν επιλέξιμες από τον δωδέκατο μήνα που προηγήθηκε της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως·

οι επιχειρήσεις των οποίων η αίτηση ενισχύσεως εγγράφηκε σε περιφερειακό πίνακα, πλην όμως δεν μπόρεσαν να λάβουν επιδοτήσεις λόγω του ότι οι διαθέσιμοι πόροι στο πλαίσιο της οικείας προσκλήσεως υποβολής αιτήσεων υπολείπονταν του συνολικού ποσού των αιτηθεισών ενισχύσεων, μπορούσαν είτε να επανυποβάλουν το ίδιο σχέδιο μία μόνο φορά, στο πλαίσιο της αμέσως επομένης της προσκλήσεως, κατά το στάδιο της οποίας υποβλήθηκε αρχικώς η αίτησή τους, συναφούς προσκλήσεως υποβολής αιτήσεων, χωρίς τροποποίηση των στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη από τους δείκτες (πρόκειται για τον επονομαζόμενο μηχανισμό «αυτόματης εγγραφής» της αιτήσεως) είτε να παραιτηθούν της ως άνω αυτόματης εγγραφής και να επανυποβάλουν το ίδιο σχέδιο, στο πλαίσιο της αμέσως επομένης της προσκλήσεως, ως προς την οποία οι επιχειρήσεις αυτές είχαν παραιτηθεί της εν λόγω αυτόματης εγγραφής, συναφούς προσκλήσεως, τροποποιώντας εν όλω ή εν μέρει τα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη από τους δείκτες προκειμένου να καταστήσουν την αίτηση ενισχύσεως πιο ανταγωνιστική, χωρίς να είναι δυνατό, εντούτοις, η τροποποίηση αυτή να αφορά τα ουσιώδη στοιχεία του σχεδίου (πρόκειται για τον επονομαζόμενο μηχανισμό «αναδιατυπώσεως» της αιτήσεως)· σε αμφότερες τις περιπτώσεις, οι ισχύοντες για τις αρχικές αιτήσεις όροι διατηρούνταν σε ισχύ προς τον σκοπό της επιλεξιμότητας των δαπανών.

Οι κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα

12

Η Επιτροπή θέσπισε, το 1998, κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (ΕΕ 1998, C 74, σ. 9, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές), των οποίων το σημείο 4.2, τρίτο εδάφιο, ορίζει ότι «τα καθεστώτα ενίσχυσης πρέπει να προβλέπουν ότι η αίτηση για ενίσχυση πρέπει να υποβάλλεται πριν από την έναρξη της εκτέλεσης των σχεδίων».

13

Σύμφωνα με το σημείο 6.1, πρώτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών, «[ε]ξαιρουμένων των μεταβατικών ρυθμίσεων που αναφέρονται στα σημεία 6.2 και 6.3, η Επιτροπή θα αξιολογεί το συμβιβάσιμο των περιφερειακών ενισχύσεων με την κοινή αγορά βάσει των παρουσών κατευθυντηρίων γραμμών τη στιγμή που αυτές θα εγκριθούν».

Η επίδικη απόφαση και το καθεστώς επενδυτικών ενισχύσεων στις μειονεκτούσες περιοχές της Ιταλίας το οποίο εγκρίθηκε από την 1η Ιανουαρίου 2000 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006

14

Στις 18 Νοεμβρίου 1999, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, οι ιταλικές αρχές κοινοποίησαν στην Επιτροπή σχέδιο καθεστώτος ενισχύσεων το οποίο επρόκειτο να ισχύσει από 1ης Ιανουαρίου 2000, στηριζόταν στον νόμο 488/1992 και πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή με αριθμό Ν 715/99.

15

Κατόπιν ανταλλαγής πολλών επιστολών και κατόπιν συσκέψεως μεταξύ εκπροσώπων της Ιταλικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής, το ως άνω σχέδιο καθεστώτος ενισχύσεων τροποποιήθηκε από τις ιταλικές αρχές.

16

Με την επίδικη απόφαση, η οποία εκδόθηκε στις 12 Ιουλίου 2000 και κοινοποιήθηκε στην Ιταλική Δημοκρατία με το έγγραφο SG(2000) D/105754 της 2ας Αυγούστου 2000, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις έναντι του εν λόγω καθεστώτος ενισχύσεων έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006 (στο εξής: καθεστώς ενισχύσεων 2000-2006).

17

Η επίδικη απόφαση περιλαμβάνει διάταξη αποσκοπούσα ειδικώς στην έγκριση των μέτρων του εν λόγω καθεστώτος ενισχύσεων τα οποία διασφαλίζουν τη μετάβαση από το καθεστώς ενισχύσεων 1997-1999 (στο εξής: μεταβατική διάταξη). Η διάταξη αυτή έχει ως εξής:

«Αποκλειστικά και μόνο στο πλαίσιο της πρώτης εφαρμογής του εν λόγω καθεστώτος, ήτοι στο πλαίσιο της πρώτης προσκλήσεως υποβολής αιτήσεων που θα δημοσιευθεί υπό το κράτος του εν λόγω καθεστώτος και υπό την επιφύλαξη της προϋποθέσεως ότι οι αιτήσεις ενισχύσεως πρέπει σε κάθε περίπτωση να υποβάλλονται πριν από την έναρξη εκτελέσεως των επενδυτικών σχεδίων, θα γίνουν κατ’ εξαίρεση δεκτές οι αιτήσεις που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της τελευταίας προσκλήσεως υποβολής αιτήσεων η οποία δημοσιεύθηκε υπό το κράτος του [καθεστώτος ενισχύσεων 1997-1999], κρίθηκαν επιλέξιμες για ενίσχυση, αλλά δεν τελεσφόρησαν λόγω ανεπάρκειας των χρηματοπιστωτικών πόρων της εν λόγω προσκλήσεως.»

18

Κατόπιν της ως άνω αποφάσεως, το ΥΒΕΒ εξέδωσε το διάταγμα σχετικά με τα μέγιστα επιτρεπόμενα μέτρα όσον αφορά τις επιδοτήσεις υπέρ των παραγωγικών δραστηριοτήτων στις μειονεκτούσες περιοχές της χώρας κατά τον νόμο 488/1992 για τις περιφέρειες της Basilicata, της Καλαβρίας, της Καμπανίας, της Απουλίας, της Σαρδηνίας και της Σικελίας (misure massime consentite relative alle agevolazioni in favore delle attività produttive nelle aree depresse del Paese di cui alla legge n. 488/1992 per le regioni Basilicata, Calabria, Campania, Puglia, Sardegna e Sicilia), της 14ης Ιουλίου 2000 (GURI αριθ. 166, της 18ης Ιουλίου 2000, σ. 9), και την εγκύκλιο 9003, της 14ης Ιουλίου 2000 (τακτικό συμπλήρωμα της GURI αριθ. 175, της 28ης Ιουλίου 2000), προς διευκρίνιση των λεπτομερών κανόνων σχετικά με την εκτέλεση του καθεστώτος ενισχύσεων 2000-2006.

19

Το άρθρο μόνο, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του διατάγματος αυτού προβλέπει ότι οι ενισχύσεις μπορούν να χορηγούνται «βάσει […] των δαπανών που θεωρούνται επιλέξιμες στο πλαίσιο των προγραμμάτων που αφορούν την τελευταία συναφή πρόσκληση υποβολής αιτήσεων, εγκρίθηκαν, αλλά δεν επιχορηγήθηκαν λόγω ανεπάρκειας πόρων».

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

20

Στο πλαίσιο του καθεστώτος ενισχύσεων 1997-1999, το ΥΒΕΒ εξέδωσε, την 1η Δεκεμβρίου 1997, την τρίτη πρόσκληση υποβολής αιτήσεων για τη λήψη ενισχύσεων, στον κλάδο βιομηχανίας, η οποία αντιστοιχεί στο πρώτο εξάμηνο του 1998 (στο εξής: τρίτη πρόσκληση υποβολής αιτήσεων).

21

Οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν τις αιτήσεις τους για τη λήψη ενισχύσεως έως τις 16 Μαρτίου 1998. Οι εν λόγω επιχειρήσεις μπορούσαν να ζητήσουν τη χρηματοδότηση των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκαν από την επομένη της εκπνοής της προθεσμίας για την υποβολή των αιτήσεων οι οποίες διαβιβάσθηκαν στο πλαίσιο της προηγούμενης προσκλήσεως υποβολής αιτήσεων (της δεύτερης προσκλήσεως υποβολής αιτήσεων), ήτοι από την 1η Ιανουαρίου 1997.

22

Στις 9 Φεβρουαρίου 1998, η Nuova Agricast υπέβαλε αίτηση ενισχύσεως στο πλαίσιο της τρίτης προσκλήσεως υποβολής αιτήσεων. Η αίτηση αυτή, η οποία κρίθηκε επιλέξιμη, εγγράφηκε στον πίνακα κατατάξεως των αιτήσεων για την περιφέρεια της Απουλίας με διάταγμα του YBEB της 14ης Αυγούστου 1998. Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της σειράς κατατάξεως της εν λόγω αιτήσεως, η Nuova Agricast δεν έλαβε την αιτηθείσα ενίσχυση, ελλείψει πόρων.

23

Εν τω μεταξύ, δημοσιεύθηκε η τέταρτη πρόσκληση υποβολής αιτήσεων ενισχύσεων, στον κλάδο βιομηχανίας, η οποία αντιστοιχεί στο δεύτερο εξάμηνο του 1998 (στο εξής: τέταρτη πρόσκληση υποβολής αιτήσεων).

24

Στις 16 Σεπτεμβρίου 1998, η Nuova Agricast παραιτήθηκε της αυτόματης εγγραφής της αιτήσεώς της στον σχετικό με την τέταρτη πρόσκληση υποβολής αιτήσεων πίνακα, προκειμένου να μπορέσει να υποβάλει εκ νέου αναδιατυπωθείσα αίτηση στο πλαίσιο της αμέσως επόμενης συναφούς προσκλήσεως υποβολής αιτήσεων.

25

Ωστόσο, ουδεμία συναφής πρόσκληση υποβολής αιτήσεων δημοσιεύθηκε από τις ιταλικές αρχές πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1999, ημερομηνία λήξεως της ισχύος του καθεστώτος ενισχύσεων 1997-1999.

26

Στις 14 Ιουλίου 2000, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος του καθεστώτος ενισχύσεων 2000-2006, οι ιταλικές αρχές δημοσίευσαν την όγδοη πρόσκληση υποβολής αιτήσεων λήψεως ενισχύσεων για τον κλάδο βιομηχανίας (στο εξής: όγδοη πρόσκληση υποβολής αιτήσεων).

27

Λαμβανομένων υπόψη των ισχυουσών στο πλαίσιο του καθεστώτος ενισχύσεων 2000-2006 προϋποθέσεων, η αναδιατυπωθείσα αίτηση της Nuova Agricast —επί της οποίας δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής η μεταβατική διάταξη που περιλαμβάνεται στην επίδικη απόφαση— κρίθηκε απαράδεκτη και δεν εγγράφηκε στον σχετικό με την όγδοη πρόσκληση υποβολής αιτήσεων πίνακα.

28

Η Nuova Agricast, από κοινού με άλλες ιταλικές επιχειρήσεις ευρισκόμενες στην ίδια κατάσταση, άσκησε τότε προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποβλέπουσα στην ακύρωση της επίδικης αποφάσεως. Με διάταξη της 15ης Ιουνίου 2005, T-98/04, Nuova Agricast κ.λπ. κατά Επιτροπής, το Πρωτοδικείο απέρριψε την ως άνω προσφυγή ως απαράδεκτη, για τον λόγο ότι αυτή ασκήθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας δύο μηνών την οποία τάσσει το άρθρο 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ.

29

Στις 21 Σεπτεμβρίου 2005, η Nuova Agricast άσκησε αγωγή ενώπιον του Πρωτοδικείου, η οποία πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό T-362/05, αποβλέπουσα στο να υποχρεωθεί η Επιτροπή να αποκαταστήσει τη ζημία που αυτή ισχυρίζεται ότι υπέστη κατόπιν της εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως. Η ένδικη αυτή διαφορά εκκρεμεί.

30

Εξάλλου, η Nuova Agricast άσκησε αγωγή ενώπιον του Tribunale ordinario di Roma αποβλέπουσα στο να υποχρεωθεί το Ministero delle Attività Produttive, στο οποίο περιήλθαν οι αρμοδιότητες του ΥΒΕΒ, να αποκαταστήσει τη ζημία που αυτή ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω μη εισπράξεως της αιτηθείσας ενισχύσεως.

31

Στο πλαίσιο της δίκης αυτής, η Nuova Agricast υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι, κατά το στάδιο των συζητήσεων με την Επιτροπή ενόψει της επιτεύξεως της ανανεώσεως της ισχύος του καθεστώτος ενισχύσεων μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1999, το Ιταλικό Δημόσιο δεν προστάτευσε ορθώς τα κεκτημένα δικαιώματα των επιχειρήσεων οι οποίες, όπως και η ίδια, παραιτήθηκαν της αυτόματης εγγραφής στον σχετικό με την τέταρτη πρόσκληση υποβολής αιτήσεων πίνακα —που ήταν η τελευταία πρόσκληση στον κλάδο βιομηχανίας πριν από τη λήξη ισχύος του καθεστώτος ενισχύσεων 1997-1999— προκειμένου να υποβάλουν αναδιατυπωθείσα αίτηση στο πλαίσιο της αμέσως επόμενης συναφούς προσκλήσεως υποβολής αιτήσεων. Συγκεκριμένα, το Ιταλικό Δημόσιο δημιούργησε στην Επιτροπή εσφαλμένες εντυπώσεις, καθόσον αμέλησε να την ενημερώσει ότι και οι επιχειρήσεις αυτές είχαν κεκτημένα δικαιώματα και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, έπληξε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη η οποία είχε δημιουργηθεί στις εν λόγω επιχειρήσεις ότι θα μπορούσαν να υποβάλουν αναδιατυπωθείσα αίτηση.

32

Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι η Nuova Agricast είχε ένα «νομικής φύσεως συμφέρον» να εγγραφεί η αναδιατυπωθείσα αίτησή της στον πίνακα που αφορά την αμέσως επομένη εκείνης ως προς την οποία παραιτήθηκε της αυτόματης εγγραφής της αρχικής αιτήσεώς της συναφή πρόσκληση.

33

Επομένως, η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της Nuova Agricast διαψεύσθηκε οριστικώς με την επίδικη απόφαση, καθόσον η εν λόγω απόφαση τροποποίησε το καθεστώς ενισχύσεων 2000-2006 σε σχέση με το καθεστώς ενισχύσεων 1997-1999, προβλέποντας ότι είναι επιλέξιμες για χορήγηση συνδρομής μόνον οι δαπάνες για την εκτέλεση των επιχορηγούμενων σχεδίων οι οποίες πραγματοποιούνται μετά την υποβολή της αιτήσεως ενισχύσεως (αρχή της αναγκαιότητας της ενισχύσεως), και επιτρέποντας, στο πλαίσιο μεταβατικής και κατ’ εξαίρεση ρυθμίσεως, παρέκκλιση από την αρχή αυτή αποκλειστικώς υπέρ των αιτήσεων που δεν τελεσφόρησαν στο πλαίσιο της τελευταίας προσκλήσεως υποβολής αιτήσεων που δημοσιεύθηκε υπό το κράτος του καθεστώτος ενισχύσεων 1997-1999.

34

Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι, προκειμένου να αποφανθεί επί του αιτήματος αποζημιώσεως που υπέβαλε η Nuova Agricast, σ’ αυτό εναπόκειται να εξακριβώσει αν υφίσταται ουσιώδης συνάφεια μεταξύ των προσαπτομένων στο Ιταλικό Δημόσιο σφαλμάτων και της ζημίας της οποίας έγινε επίκληση.

35

Στον βαθμό που η επίδικη απόφαση —η οποία συνιστά, κατά το αιτούν δικαστήριο, το ζημιογόνο γεγονός («eventum damni »)— παρεμβάλλεται μεταξύ της υλικής συμπεριφοράς που προσάπτεται στο Ιταλικό Δημόσιο, η οποία συνίσταται στο ότι το Ιταλικό Δημόσιο δεν ενημέρωσε ή ενημέρωσε ανακριβώς την Επιτροπή, και της επελεύσεως της ζημίας την οποία επικαλείται η Nuova Agricast, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, προκειμένου να αποδειχθεί η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ως άνω συμπεριφοράς και της ως άνω ζημίας, οφείλει να προσδιορίσει αν η εν λόγω ζημία θα είχε αποφευχθεί στην περίπτωση που το Ιταλικό Δημόσιο επεδείκνυε διαφορετική συμπεριφορά και, προς τούτο, να προσδιορίσει αν η Επιτροπή θα είχε θεσπίσει διαφορετική μεταβατική ρύθμιση στην περίπτωση που «της είχαν δοθεί ακριβείς και πλήρεις πληροφορίες όσον αφορά τις έννομες καταστάσεις των επιχειρήσεων που ενδιαφέρονταν να λάβουν επιδοτήσεις βάσει του νόμου 488/92».

36

Κατά το αιτούν δικαστήριο, η απόδειξη του βέβαιου χαρακτήρα της επιτεύξεως διαφορετικού αποτελέσματος, το οποίο θα ήταν ευνοϊκό για τη Nuova Agricast, προϋποθέτει ότι πρέπει να αποδειχθεί η ακυρότητα της μεταβατικής διατάξεως που περιέχει η επίδικη απόφαση, καθόσον η εν λόγω διάταξη αποκλίνει από τους κανόνες και τις αρχές της κοινοτικής έννομης τάξεως.

37

Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, πρώτον, αν η μεταβατική διάταξη, καθόσον αυτή δεν έχει εφαρμογή επί των ευρισκομένων στην κατάσταση της Nuova Agricast επιχειρήσεων, πρέπει να κριθεί άκυρη ως παραβιάζουσα την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

38

Συγκεκριμένα, το ως άνω δικαστήριο θεωρεί ότι, μετά τη λήξη ισχύος της εγκρίσεως του καθεστώτος ενισχύσεων 1997-1999, υφίσταντο τρεις κατηγορίες επιχειρήσεων:

οι επιχειρήσεις, όπως η Nuova Agricast, των οποίων η αίτηση ενισχύσεως είχε εγγραφεί στον σχετικό με την τρίτη πρόσκληση υποβολής αιτήσεων πίνακα και οι οποίες δεν έλαβαν την αιτηθείσα στο πλαίσιο της ως άνω προσκλήσεως ενίσχυση λόγω ανεπάρκειας των διαθέσιμων κονδυλίων και παραιτήθηκαν τότε από την αυτόματη εγγραφή στον σχετικό με την τέταρτη πρόσκληση υποβολής αιτήσεων πίνακα προκειμένου να υποβάλουν αναδιατυπωθείσα αίτηση στο πλαίσιο της αμέσως επόμενης συναφούς προσκλήσεως (στο εξής: επιχειρήσεις υπαγόμενες στην πρώτη κατηγορία)·

οι επιχειρήσεις των οποίων η αίτηση είχε εγγραφεί στον σχετικό με την τέταρτη πρόσκληση υποβολής αιτήσεων πίνακα και οι οποίες δεν έλαβαν την αιτηθείσα ενίσχυση λόγω ανεπάρκειας των διαθέσιμων κονδυλίων (στο εξής: επιχειρήσεις υπαγόμενες στη δεύτερη κατηγορία)·

οι επιχειρήσεις οι οποίες δεν είχαν ακόμη υποβάλει αίτηση ενισχύσεως, μολονότι είχε αρχίσει η υλοποίηση του επενδυτικού σχεδίου τους (στο εξής: επιχειρήσεις υπαγόμενες στην τρίτη κατηγορία).

39

Πάντως, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, αφενός, ότι οι υπαγόμενες στην πρώτη κατηγορία και οι υπαγόμενες στην τρίτη κατηγορία επιχειρήσεις, οι οποίες αποκλείσθηκαν κατά παρόμοιο τρόπο από το ευεργέτημα της εφαρμογής της μεταβατικής διατάξεως, δεν βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση και, ως εκ τούτου, δεν έπρεπε να τύχουν της ίδιας μεταχειρίσεως. Το δικαστήριο αυτό θεωρεί, αφετέρου, ότι οι υπαγόμενες στην πρώτη κατηγορία επιχειρήσεις και οι υπαγόμενες στη δεύτερη κατηγορία επιχειρήσεις βρίσκονταν σε ανάλογη νομική κατάσταση, οπότε η μεταβατική διάταξη θα έπρεπε να ισχύσει για τις πρώτες, όπως ισχύει και για τις δεύτερες.

40

Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, δεύτερον, αν η μεταβατική διάταξη πρέπει να κριθεί άκυρη λόγω παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των πράξεων των κοινοτικών οργάνων την οποία ορίζει το άρθρο 253 ΕΚ.

41

Κατά συνέπεια, το Tribunale ordinario di Roma αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«[Είναι η επίδικη απόφαση έγκυρη] όσον αφορά μόνον τη μεταβατική διάταξη με την οποία προβλέπεται κατ’ εξαίρεση παρέκκλιση από την αρχή της “αναγκαιότητας της ενισχύσεως” —στο πλαίσιο της πρώτης εφαρμογής του εν λόγω καθεστώτος— μόνο για τις αιτήσεις “που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της τελευταίας προσκλήσεως υποβολής αιτήσεων η οποία δημοσιεύθηκε υπό το κράτος του προϊσχύσαντος καθεστώτος που είχε εγκριθεί από την Επιτροπή μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1999, κρίθηκαν επιλέξιμες για ενίσχυση, αλλά δεν τελεσφόρησαν λόγω ανεπάρκειας των χρηματοπιστωτικών πόρων της εν λόγω προσκλήσεως” […], με συνέπεια την αναιτιολόγητη παράλειψη —κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως την οποία ορίζει το άρθρο 253 ΕΚ— των αιτήσεων που είχαν υποβληθεί στο πλαίσιο των προηγουμένων προσκλήσεων, δεν έλαβαν ενίσχυση λόγω ελλείψεως πόρων και βρίσκονταν εν αναμονή της αυτόματης εγγραφής τους στην αμέσως επόμενη πρόσκληση υποβολής αιτήσεων ή της αναδιατυπώσεώς τους στο πλαίσιο της πρώτης “συναφούς” προσκλήσεως που θα δημοσιευόταν κατ’ εφαρμογήν του νέου καθεστώτος [;]»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

Προκαταρκτική παρατήρηση

42

Εκ προοιμίου, πρέπει να επισημανθεί ότι το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι με το ερώτημά του έπρεπε να ζητήσει από το Δικαστήριο να ελέγξει το κύρος της επίδικης αποφάσεως αποκλειστικώς και μόνο βάσει της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

43

Κατά πάγια νομολογία, η διαδικασία του άρθρου 234 ΕΚ στηρίζεται σε σαφή διάκριση των λειτουργιών μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, οπότε εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο (βλ. αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C-415/93, Bosman, Συλλογή 1995, σ. I-4921, σκέψη 59, της 11ης Ιανουαρίου 2007, C-208/05, ITC, Συλλογή 2007, σ. I-181, σκέψη 48, καθώς και της 26ης Ιουνίου 2007, C-305/05, Ordre des barreaux francophones et germanophone κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. I-5305, σκέψη 18).

44

Υπό τις συνθήκες αυτές, έστω και αν η Nuova Agricast προέβαλε, στην κύρια δίκη, και άλλους λόγους ακυρότητας της επίδικης αποφάσεως, δεν συντρέχει λόγος να επεκταθεί η εξέταση του κύρους της αποφάσεως αυτής και υπό το πρίσμα των ως άνω άλλων λόγων ακυρότητας, στους οποίους δεν αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Ordre des barreaux francophones et germanophone κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψεις 17 έως 19).

Επί του παραδεκτού

45

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη του συνδέσμου, στον οποίο αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο, μεταξύ της ενδεχόμενης ευθύνης του Ιταλικού Δημοσίου και του κύρους της επίδικης αποφάσεως, οπότε το προδικαστικό ερώτημα δεν έχει σχέση με τη διαφορά της κύριας δίκης.

46

Συγκεκριμένα, αφενός, θα ήταν δυνατό το Ιταλικό Δημόσιο να παραβιάσει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως επ’ ευκαιρία της κοινοποιήσεως του καθεστώτος ενισχύσεων 2000-2006, χωρίς να διαπιστωθεί η ύπαρξη οποιουδήποτε ελαττώματος στην επίδικη απόφαση, με την οποία η Επιτροπή αποφάνθηκε επί του καθεστώτος το οποίο προτάθηκε από το κοινοποιούν κράτος μέλος. Αφετέρου, δεν υπάρχει κανένας σύνδεσμος μεταξύ της ευθύνης του Ιταλικού Δημοσίου και ενδεχόμενης ακυρότητας της αποφάσεως λόγω αμιγώς τυπικού ελαττώματος όπως η έλλειψη αιτιολογίας.

47

Συναφώς, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι η επίδικη απόφαση συνιστά το ζημιογόνο γεγονός και παρεμβάλλεται μεταξύ της υλικής συμπεριφοράς που προσάπτεται στο Ιταλικό Δημόσιο από τη Nuova Agricast και της επελεύσεως της ζημίας την οποία επικαλείται η εν λόγω επιχείρηση. Κατά συνέπεια, αν η επίδικη απόφαση ήθελε κηρυχθεί άκυρη λόγω παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ή λόγω ελλείψεως αιτιολογίας, η διαπίστωση αυτή θα μπορούσε να έχει αντίκτυπο στην εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου όταν αυτό θα αποφανθεί επί του αιτήματος αποζημιώσεως που υπέβαλε η Nuova Agricast.

48

Συνεπώς, το προδικαστικό ερώτημα είναι παραδεκτό στο σύνολό του.

Επί του κύρους της επίδικης αποφάσεως υπό το πρίσμα της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

49

Πρώτον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση δεν μπορεί να παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον η μεταβατική διάταξη που περιέχει απορρέει από επιλογή των ιταλικών αρχών.

50

Συναφώς, από την εν γένει οικονομία της Συνθήκης προκύπτει ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 88 ΕΚ διαδικασία ουδέποτε μπορεί να καταλήξει σε αποτέλεσμα αντίθετο προς τις ειδικές διατάξεις της Συνθήκης (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της3ης Μαΐου 2001, C-204/97, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I-3175, σκέψη 41, και της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C-456/00, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-11949, σκέψη 30). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν μπορεί να κρίνει ότι συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κρατική ενίσχυση η οποία, λόγω ορισμένων λεπτομερειών χορηγήσεώς της, παραβιάζει άλλες διατάξεις της Συνθήκης (βλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2002, C-113/00, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-7601, σκέψη 78 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

51

Ομοίως, η Επιτροπή δεν μπορεί να κρίνει ότι συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κρατική ενίσχυση η οποία, λόγω ορισμένων λεπτομερειών χορηγήσεώς της, παραβιάζει τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, όπως είναι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

52

Κατά συνέπεια, το συνοψιζόμενο στη σκέψη 49 της παρούσας αποφάσεως επιχείρημα της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί.

53

Δεύτερον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι ιταλικές αρχές δεν της επισήμαναν την ειδική περίπτωση των υπαγομένων στην πρώτη κατηγορία επιχειρήσεων, οπότε δεν είναι δυνατό να της προσαφθεί ότι δεν έλαβε υπόψη την ειδική κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι επιχειρήσεις αυτές ούτε, επομένως, να γίνει επίκληση οποιουδήποτε ελαττώματος της επίδικης αποφάσεως στηριζομένου στον λόγο αυτό.

54

Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, η νομιμότητα αποφάσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων πρέπει να εκτιμάται βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν έλαβε τη σχετική απόφαση (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 1986, 234/84, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 2263, σκέψη 16, της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, C-74/00 P και C-75/00 P, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-7869, σκέψη 168, και της 14ης Σεπτεμβρίου 2004, C-276/02, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-8091, σκέψη 31).

55

Ναι μεν η ως άνω νομολογία έχει εφαρμοσθεί, μέχρι σήμερα, μόνο στην περίπτωση προσφυγής στρεφομένης κατ’ αποφάσεως την οποία έλαβε η Επιτροπή μετά την περάτωση της προβλεπομένης στο άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ διαδικασίας, πλην όμως η νομολογία αυτή είναι, κατά μείζονα λόγο, λυσιτελής όταν το επίμαχο ζήτημα είναι το κύρος αποφάσεως περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων έναντι ενισχύσεως ή καθεστώτος ενισχύσεων, όπως είναι η επίδικη απόφαση.

56

Συγκεκριμένα, όσον αφορά ειδικότερα την τελευταία αυτή κατηγορία αποφάσεων, η εν λόγω νομολογία φαίνεται δικαιολογημένη υπό το πρίσμα της οικονομίας της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων την οποία προβλέπει η Συνθήκη.

57

Στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, του προκαταρκτικού σταδίου εξετάσεως των ενισχύσεων το οποίο θεσπίσθηκε με το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ και διέπεται από τα άρθρα 4 και 5 του κανονισμού 659/1999, με μοναδικό σκοπό να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να σχηματίσει μια πρώτη γνώμη επί της συμβατότητας, εν όλω ή εν μέρει, της επίμαχης ενισχύσεως και, αφετέρου, του σταδίου εξετάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ, διέπεται από τα άρθρα 6 και 7 του εν λόγω κανονισμού και έχει ως σκοπό να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διαφωτισθεί πλήρως επί του συνόλου των στοιχείων της υποθέσεως (αποφάσεις της 19ης Μαΐου 1993, C-198/91, Cook κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I-2487, σκέψη 22, της 15ης Ιουνίου 1993, C-225/91, Matra κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I-3203, σκέψη 16, της 2ας Απριλίου 1998, C-367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I-1719, σκέψη 38, καθώς και της 29ης Νοεμβρίου 2007, C-176/06 P, Stadtwerke Schwäbisch Hall κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 20).

58

Η Επιτροπή μπορεί να αρκεσθεί στο προβλεπόμενο από το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ προκαταρκτικό στάδιο προκειμένου να λάβει ευνοϊκή απόφαση για μια ενίσχυση, αν είναι σε θέση να σχηματίσει την πεποίθηση, μετά το πέρας μιας πρώτης εξετάσεως, ότι το οικείο σχέδιο συμβιβάζεται με τη Συνθήκη.

59

Μόνο στην περίπτωση που από την πρώτη αυτή εξέταση η Επιτροπή σχηματίσει αντίθετη πεποίθηση ή, ακόμη, αν δεν μπορέσει να υπερβεί όλες τις δυσχέρειες που ανέκυψαν κατά την εκτίμηση της συμβατότητας της εν λόγω ενισχύσεως με την κοινή αγορά, τότε οφείλει να συγκεντρώσει όλες τις αναγκαίες γνώμες και να κινήσει προς τον σκοπό αυτό τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ (βλ., επ’ αυτού, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 1984, 84/82, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 1451, σκέψη 13, Cook κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 29, Matra κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 33, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, προπαρατεθείσα, σκέψη 39, καθώς και Πορτογαλία κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 33).

60

Πάντως, αν το κύρος αποφάσεως περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων έναντι ενισχύσεως ή καθεστώτος ενισχύσεων έπρεπε να εκτιμηθεί βάσει στοιχείων που δεν είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή κατά το πέρας του προκαταρκτικού σταδίου, τούτο θα την προέτρεπε να κινεί κατά σύστημα τη διαδικασία εξετάσεως του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ και να απευθύνει όχληση στους ενδιαφερομένους προκειμένου αυτοί να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους, ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να ακυρωθεί η απόφασή της περί εγκρίσεως της ενισχύσεως ή του οικείου καθεστώτος ενισχύσεων εξαιτίας στοιχείων που αυτή δεν είχε στη διάθεσή της. Όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 71 των προτάσεών του, θα εθίγετο, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η διάκριση του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων σε δύο χωριστά στάδια εκ των οποίων το δεύτερο δεν είναι πάντοτε απαραίτητο, διάκριση η οποία απηχεί τη βούληση των συντακτών της Συνθήκης και η οποία επιβεβαιώθηκε από τον κοινοτικό νομοθέτη με τον κανονισμό 659/1999.

61

Συναφώς, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η επίδικη απόφαση μνημονεύει, στο τμήμα της που τιτλοφορείται «Νομική βάση», τις διατάξεις περί εφαρμογής του νόμου 488/1992 με τις οποίες διασαφηνίσθηκαν οι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του καθεστώτος ενισχύσεων 1997-1999, οι οποίοι συνοψίσθηκαν στις σκέψεις 10 και 11 της παρούσας αποφάσεως, συμπεριλαμβανομένης της επιλογής μεταξύ της αυτόματης εγγραφής της αρχικής αιτήσεως ή της υποβολής αναδιατυπωθείσας αιτήσεως, η οποία προσφέρεται στις επιχειρήσεις που δεν έλαβαν ενίσχυση λόγω ανεπάρκειας των πόρων που διατέθηκαν για κάποια πρόσκληση υποβολής προσφορών.

62

Κατά συνέπεια, έστω και αν οι ιταλικές αρχές δεν έλαβαν την πρωτοβουλία να ενημερώσουν ειδικώς και πλήρως τις υπηρεσίες της Επιτροπής σχετικά με τις αντίστοιχες έννομες καταστάσεις στις οποίες βρίσκονταν οι ενδιαφερόμενες για τη λήψη επιδοτήσεων βάσει του νόμου 488/1992 επιχειρήσεις, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η Επιτροπή όφειλε να γνωρίζει την ύπαρξη τόσο των υπαγομένων στην πρώτη κατηγορία όσο και των υπαγομένων στη δεύτερη κατηγορία επιχειρήσεων.

63

Λαμβανομένης υπόψη της ανωτέρω διαπιστώσεως, είναι άνευ αντικειμένου το αίτημα της Nuova Agricast να κληθεί η Επιτροπή να προσκομίσει ορισμένες επιστολές που αντηλλάγησαν κατά το στάδιο των συζητήσεών της με τις ιταλικές αρχές πριν την έκδοση της επίδικης αποφάσεως, προκειμένου να εξακριβωθεί αν οι εν λόγω αρχές επισήμαναν ή όχι στις υπηρεσίες της Επιτροπής την ύπαρξη των υπαγομένων στην πρώτη κατηγορία επιχειρήσεων.

64

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εκτιμηθεί, τρίτον, αν η Επιτροπή, μη διατυπώνοντας αντιρρήσεις έναντι καθεστώτος ενισχύσεων στο πλαίσιο του οποίου μόνον οι υπαγόμενες στη δεύτερη κατηγορία επιχειρήσεις μπορούσαν να τύχουν του ευεργετήματος της εφαρμογής της μεταβατικής διατάξεως, παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

65

Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι μόνον όσες επιχειρήσεις υπάγονται στη δεύτερη κατηγορία, οι οποίες δεν είχαν αρχίσει την υλοποίηση του επενδυτικού σχεδίου τους πριν την υποβολή της αιτήσεώς τους για τη λήψη ενισχύσεως στο πλαίσιο της τέταρτης προσκλήσεως υποβολής αιτήσεων, μπόρεσαν να τύχουν του ευεργετήματος εφαρμογής της μεταβατικής διατάξεως.

66

Η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως επιτάσσει να μην αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο όμοιες καταστάσεις ούτε καθ’ όμοιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν μια τέτοιου είδους αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2006, C-248/04, Koninklijke Coöperatie Cosun, Συλλογή 2006, σ. I-10211, σκέψη 72 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

67

Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι υπαγόμενες στην πρώτη κατηγορία και οι υπαγόμενες στη δεύτερη κατηγορία επιχειρήσεις δεν βρίσκονταν σε παρόμοια κατάσταση υπό το πρίσμα της επιταγής της αναγκαιότητας των κρατικών ενισχύσεων, η οποία διατυπώνεται, μεταξύ άλλων, στο σημείο 4.2, τρίτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών.

68

Από την απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, 730/79, Philip Morris Holland κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1980/III, σ. 13, σκέψη 17), προκύπτει ότι μια ενίσχυση η οποία συνεπάγεται βελτίωση της οικονομικής καταστάσεως της ωφελούμενης επιχειρήσεως χωρίς να είναι αναγκαία για την επίτευξη των προβλεπομένων από το άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ σκοπών δεν δύναται να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με την κοινή αγορά (βλ. επίσης, επ’ αυτού, αποφάσεις της 24ης Φεβρουαρίου 1987, 310/85, Deufil κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 901, σκέψη 18, και της 5ης Οκτωβρίου 1994, C-400/92, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I-4701, σκέψεις 12, 20 και 21).

69

Η διαπίστωση της μη αναγκαιότητας μιας ενισχύσεως μπορεί, ιδίως, να απορρέει από το γεγονός ότι η υλοποίηση του προς ενίσχυση σχεδίου άρχισε, αν όχι δεν ολοκληρώθηκε, από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση προτού η αίτηση για τη λήψη ενισχύσεως διαβιβασθεί στις αρμόδιες αρχές, πράγμα που αποκλείει το ενδεχόμενο να διαδραματίσει η οικεία ενίσχυση παρακινητικό ρόλο.

70

Υπό το κράτος του καθεστώτος ενισχύσεων 1997-1999, οι υπαγόμενες στη δεύτερη κατηγορία επιχειρήσεις είχαν απόλυτο δικαίωμα αυτόματης εγγραφής της αιτήσεώς τους, χωρίς καμία τροποποίηση, στον πίνακα που αφορά την αμέσως επομένη της προσκλήσεως, στο πλαίσιο της οποίας η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε αρχικώς, συναφή πρόσκληση, χωρίς να απαιτείται καμία ενέργεια εκ μέρους τους.

71

Αντιθέτως, οι υπαγόμενες στην πρώτη κατηγορία επιχειρήσεις όφειλαν να υποβάλουν αίτηση στο πλαίσιο της πρώτης συναφούς προσκλήσεως που διαδέχθηκε εκείνη ως προς την οποία οι εν λόγω επιχειρήσεις είχαν παραιτηθεί της αυτόματης εγγραφής της αρχικής αιτήσεώς τους. Εξάλλου, επρόκειτο για αναδιατυπωθείσα αίτηση.

72

Βεβαίως, όπως ισχυρίζεται η Nuova Agricast, τόσο η αρχική αίτηση όσο και η αναδιατυπωθείσα απέβλεπαν στο να επιτευχθεί η χρηματοδότηση του ιδίου σχεδίου, η δε αναδιατύπωση δεν μπορούσε να αφορά τα ουσιώδη στοιχεία του εν λόγω σχεδίου, αλλά μόνον τα στοιχεία που λαμβάνουν υπόψη οι δείκτες, τα οποία χρησίμευαν για τον καθορισμό της σειράς κατατάξεως της αιτήσεως στον σχετικό με την πρόσκληση στο πλαίσιο της οποίας υποβλήθηκε η εν λόγω αίτηση πίνακα.

73

Ωστόσο, οι δείκτες ήσαν, αυτοί καθ’ εαυτοί, αντιπροσωπευτικοί σημαντικών στοιχείων της αιτήσεως. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω δείκτες σχετίζονταν, μεταξύ άλλων, με το μερίδιο των ιδίων κεφαλαίων που επένδυσε η οικεία επιχείρηση στο σχέδιο σε σχέση προς τη συνολική επένδυση, με τον αριθμό των θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκαν από το σχέδιο σε σχέση προς τη συνολική επένδυση, καθώς και με την αναλογία μεταξύ του ύψους της αιτηθείσας επιδοτήσεως και της ανώτατης επιδοτήσεως που μπορούσε να χορηγηθεί.

74

Κατά τα λοιπά, το γεγονός και μόνον ότι η τροποποίηση των στοιχείων που λαμβάνουν υπόψη οι δείκτες αυξάνει την πιθανότητα να χορηγηθεί όντως η αιτηθείσα ενίσχυση αρκεί για να αποδειχθεί ότι η αναδιατύπωση κατέληγε, στην πραγματικότητα, στην υποβολή αιτήσεως διαφέρουσας από την αρχική αίτηση.

75

Επί πλέον, στον βαθμό που η αναδιατύπωση απέβλεπε, τροποποιώντας τα στοιχεία που λαμβάνουν υπόψη οι δείκτες, στη βελτίωση της κατατάξεως της αναδιατυπωθείσας αιτήσεως προκειμένου αυτή να εμφαίνεται σε κατάλληλη θέση κατά το στάδιο της κατανομής των κονδυλίων που διατίθενται για την οικεία πρόσκληση υποβολής αιτήσεων με φθίνουσα σειρά, το να επεκταθεί το ευεργέτημα της εφαρμογής της μεταβατικής διατάξεως και στις υπαγόμενες στην πρώτη κατηγορία επιχειρήσεις θα είχε ως αποτέλεσμα ότι τα σχέδια των επιχειρήσεων αυτών θα είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να λάβουν την αιτηθείσα ενίσχυση απ’ ό,τι αυτά των διαγωνιζομένων για πρώτη φορά επιχειρήσεων, για τα οποία η αναγκαιότητα της ενισχύσεως δεν προκαλούσε αμφιβολίες.

76

Αντιθέτως, ένα τέτοιο αποτέλεσμα δεν μπορούσε να προκληθεί με την αυτόματη εγγραφή, στον σχετικό με την όγδοη πρόσκληση υποβολής αιτήσεων πίνακα, των αιτήσεων που είχαν υποβληθεί στο πλαίσιο της τέταρτης προσκλήσεως από τις υπαγόμενες στη δεύτερη κατηγορία επιχειρήσεις, καθόσον, ελλείψει οποιασδήποτε δυνατότητας τροποποιήσεως των αιτήσεων αυτών, οι δείκτες παρέμεναν αμετάβλητοι.

77

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι οι υπαγόμενες στην πρώτη κατηγορία επιχειρήσεις και οι υπαγόμενες στη δεύτερη κατηγορία επιχειρήσεις δεν βρίσκονταν σε παρόμοια κατάσταση.

78

Κατά συνέπεια, δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή, εγκρίνοντας το καθεστώς ενισχύσεων 2000-2006, συμπεριλαμβανομένης της μεταβατικής διατάξεως, παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

Επί του κύρους της επίδικης αποφάσεως υπό το πρίσμα της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

79

Κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και να επιτρέπει να διαφανεί κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εκδίδει την πράξη, ούτως ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες της πράξεως ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του εν λόγω άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, προπαρατεθείσα, σκέψη 63· της 23ης Φεβρουαρίου 2006, C-346/03 και C-529/03, Atzeni κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I-1875, σκέψη 73, καθώς και της 1ης Φεβρουαρίου 2007, C-266/05 P, Sison κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I-1233, σκέψη 80).

80

Όπως υπογραμμίζει το αιτούν δικαστήριο, από την επίδικη απόφαση δεν προκύπτει κανένα κριτήριο διαφοροποιήσεως μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών επιχειρήσεων που υπέβαλαν αίτηση ενισχύσεως υπό το κράτος του καθεστώτος ενισχύσεων 1997-1999 και επικαλέσθηκαν έννομο συμφέρον για την εγγραφή της αιτήσεώς τους σε σχετικό με επόμενη πρόσκληση υποβολής αιτήσεων πίνακα.

81

Ωστόσο, η υποχρέωση αιτιολογήσεως περιορίζεται, κατ’ αρχήν, στην παράθεση των λόγων για τους οποίους μια συγκεκριμένη κατηγορία επιχειρηματιών επωφελείται ενός συγκεκριμένου μέτρου, αλλά δεν συνεπάγεται ότι πρέπει να δικαιολογηθεί ο αποκλεισμός όλων των άλλων επιχειρηματιών που δεν βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι ο αριθμός των κατηγοριών που αποκλείονται από το ευεργέτημα ενός μέτρου είναι εν δυνάμει απεριόριστος, δεν είναι δυνατό να απαιτείται από τα κοινοτικά όργανα να παρέχουν ειδική αιτιολογία για καθεμία από αυτές.

82

Αντιθέτως, όταν οι ωφελούμενοι από την πράξη, αφενός, και άλλοι αποκλεισθέντες επιχειρηματίες, αφετέρου, βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση, το κοινοτικό όργανο που εκδίδει την πράξη οφείλει να παραθέτει, στο πλαίσιο ειδικής αιτιολογίας, σε ποιον βαθμό η κατ’ αυτόν τον τρόπο καθιερωθείσα διαφορετική μεταχείριση είναι αντικειμενικώς δικαιολογημένη.

83

Όσον αφορά τη μεταβατική διάταξη, η συλλογιστική βάσει της οποίας η Επιτροπή ενέκρινε ένα μεταβατικό καθεστώς υπέρ των υπαγομένων στη δεύτερη κατηγορία επιχειρήσεων απορρέει επαρκώς κατά νόμον από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η επίδικη απόφαση, καθώς και από το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα.

84

Συγκεκριμένα, η μεταβατική διάταξη αναφέρεται εμμέσως στην αναγνωρισθείσα στις επιχειρήσεις εντός του πλαισίου του καθεστώτος ενισχύσεων 1997-1999 δυνατότητα να επιτύχουν την αυτόματη εγγραφή της αιτήσεώς τους ενισχύσεως στον πίνακα που αφορά την αμέσως επόμενη της προσκλήσεως, στο πλαίσιο της οποίας η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε αρχικώς, συναφή πρόσκληση. Πάντως, η εθνική ρύθμιση που προβλέπει την ως άνω δυνατότητα, πέραν του ότι μνημονεύεται ρητώς στο τμήμα της επίδικης αποφάσεως που τιτλοφορείται «Νομική βάση», ήταν γνωστή σε όλους τους ενδιαφερομένους.

85

Έτσι, εντός του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η επίδικη απόφαση, η διατύπωση της μεταβατικής διατάξεως αρκεί για να γίνει αντιληπτό ότι το Ιταλικό Δημόσιο προετίθετο να διασφαλίσει, υπέρ των επιχειρήσεων που διαγωνίσθηκαν στο πλαίσιο της τελευταίας προσκλήσεως υποβολής προσφορών που δημοσιεύθηκε υπό το κράτος του καθεστώτος ενισχύσεων 1997-1999, τη μετάβαση από το ως άνω καθεστώς ενισχύσεων στο καθεστώς ενισχύσεων 2000-2006, και ότι η Επιτροπή έκρινε ότι το μέτρο αυτό συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

86

Αντιθέτως, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 67 έως 77 της παρούσας αποφάσεως, οι υπαγόμενες στην πρώτη κατηγορία και οι υπαγόμενες στη δεύτερη κατηγορία επιχειρήσεις δεν βρίσκονταν σε παρόμοια κατάσταση. Επομένως, καίτοι η Επιτροπή δεν ανέφερε τους λόγους για τους οποίους το ευεργέτημα της εφαρμογής της μεταβατικής διατάξεως δεν επεκτάθηκε και στις υπαγόμενες στην πρώτη κατηγορία επιχειρήσεις, το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει.

87

Επομένως, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι από την εξέταση του υποβληθέντος ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος της επίδικης αποφάσεως.

Επί των δικαστικών εξόδων

88

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

 

Από την εξέταση του υποβληθέντος ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής, της 12ης Ιουλίου 2000, περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων έναντι καθεστώτος επενδυτικών ενισχύσεων στις μειονεκτούσες περιοχές της Ιταλίας έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006 (κρατική ενίσχυση αριθ. N 715/99 — Ιταλία).

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.