ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)
της 18ης Δεκεμβρίου 2007
Υπόθεση C-135/06 P
Roderich Weißenfels
κατά
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
«Αίτηση αναιρέσεως – Αποδοχές – Επίδομα συντηρουμένου τέκνου – Αφαίρεση του ποσού επιδόματος της ίδιας φύσεως που εισπράττεται από άλλη πηγή – Αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας – Χρηματικές διαφορές»
Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 25ης Ιανουαρίου 2006 στην υπόθεση Τ-33/04, Weißenfels κατά Κοινοβουλίου (η οποία δεν δημοσιεύθηκε στη Συλλογή), με αίτημα την αναίρεση της αποφάσεως αυτής.
Απόφαση: Αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου.
Περίληψη
1. Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προσφυγή κατά επιβεβαιωτικής αποφάσεως – Παραδεκτό εφόσον δεν έχει παρέλθει η προθεσμία προσβολής της επιβεβαιουμένης αποφάσεως
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)
2. Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας – Χρηματικές διαφορές κατά το άρθρο 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ – Έννοια
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 1)
3. Υπάλληλοι – Αποδοχές – Οικογενειακά επιδόματα – Διπλό επίδομα συντηρουμένου τέκνου
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 67 §§ 2 και 3)
1. Προσφυγή κατά επιβεβαιωτικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη μόνον αν η επιβεβαιούμενη απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη έναντι του ενδιαφερομένου, εφόσον δεν έχει προσβληθεί εμπροθέσμως με ένδικη προσφυγή. Σε αντίθετη περίπτωση, ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να προσβάλει είτε την επιβεβαιούμενη είτε την επιβεβαιωτική απόφαση είτε και τις δύο.
Εξάλλου, θα αντέβαινε στις επιταγές της ορθής απονομής της δικαιοσύνης η επιβολή στον ενδιαφερόμενο της υποχρεώσεως να ασκήσει ενώπιον του Πρωτοδικείου νέα προσφυγή κατά αποφάσεως αφορώσας το ίδιο ζήτημα με εκείνο προηγούμενης αποφάσεως. Συνεπώς, αίτημα ακυρώσεως της νέας αυτής αποφάσεως υποβαλλόμενο κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως είναι παραδεκτό.
2. Συνιστούν «χρηματικές διαφορές» κατά το άρθρο 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ όχι μόνον οι αγωγές αποζημιώσεως που ασκούν οι υπάλληλοι κατά οργάνου, αλλά και οι ένδικες προσφυγές με τις οποίες ζητείται να καταβάλει το όργανο σε υπάλληλο ποσό το οποίο ο τελευταίος θεωρεί ότι του οφείλεται δυνάμει του ΚΥΚ ή άλλης πράξεως που διέπει τις εργασιακές τους σχέσεις.
Επομένως, το αίτημα υπαλλήλου με το οποίο ζητήθηκε να του καταβάλει το όργανο, εντόκως με το νόμιμο επιτόκιο, τα ποσά τα οποία κακώς, κατ’ αυτόν, είχαν παρακρατηθεί επί των αποδοχών του συνιστά «χρηματική διαφορά» κατά το άρθρο 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ.
Η αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας που απονέμει στον κοινοτικό δικαστή το άρθρο 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, του παρέχει την εξουσία να δίνει στις διαφορές που του υποβάλλονται πλήρη λύση, δηλαδή να αποφαίνεται επί του συνόλου των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων του υπαλλήλου, εκτός αν αναθέσει στο εμπλεκόμενο όργανο, και υπό τον έλεγχό του, την εκτέλεση κάποιου μέρους της αποφάσεως, υπό τους συγκεκριμένους όρους που ο ίδιος καθορίζει.
Συνεπώς, στον κοινοτικό δικαστή εναπόκειται να αποφασίσει, ενδεχομένως, την καταδίκη ενός οργάνου στην καταβολή ποσού το οποίο δικαιούται ο προσφεύγων δυνάμει του ΚΥΚ ή άλλης νομικής πράξεως.
3. Το άρθρο 67, παράγραφος 2, του ΚΥΚ έχει την έννοια ότι μόνον τα επιδόματα που είναι συγκρίσιμα και έχουν τον ίδιο σκοπό είναι της ίδιας φύσεως κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.
Δυνάμει του άρθρου 67, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, το επίδομα συντηρουμένου τέκνου μπορεί να διπλασιαστεί όταν το τέκνο πάσχει από διανοητική ή σωματική αναπηρία και η κατάσταση αυτή επιβάλλει στον υπάλληλο δυσβάστακτα βάρη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι συγκρίσιμο επίδομα μπορεί να αφαιρεθεί μόνον από το μέρος εκείνο του επιδόματος συντηρουμένου τέκνου που προστίθεται, λόγω του διπλασιασμού, σε εκείνο το οποίο εν πάση περιπτώσει δικαιούται ο υπάλληλος.
Το λουξεμβουργιανό ειδικό επίδομα για άτομα πάσχοντα από σοβαρή αναπηρία διακρίνεται σαφώς από το κοινοτικό επίδομα από πλείονες απόψεις.
Το λουξεμβουργιανό επίδομα, που χορηγείται απλώς και μόνο λόγω της κατοικίας επί λουξεμβουργιανού εδάφους και δεν συνδέεται με κάποια σχέση εργασίας, έχει ως σκοπό την αντιμετώπιση, με τα κατάλληλα μέτρα, μιας αναπηρίας την οποία ο νόμος καθορίζει επακριβώς. Χορηγείται σε άτομα των οποίων μία ή πλείονες φυσικές ή διανοητικές λειτουργίες, παρά την υποβολή στην ενδεδειγμένη αγωγή, εκπαίδευση ή φυσιοθεραπεία, και παρά τη χρησιμοποίηση του κατάλληλου εξοπλισμού, είναι μειωμένες σε τέτοιο βαθμό ώστε το εν λόγω άτομο να μην μπορεί να επιβιώσει χωρίς τη βοήθεια ή τις φροντίδες τρίτου προσώπου. Συγκεκριμένα, το επίδομα αυτό αποσκοπεί στην αντιμετώπιση των δαπανών που απαιτούνται για την πρόσληψη, τουλάχιστον με μειωμένο ωράριο εργασίας, τρίτου προσώπου, πράγμα που δεν επιτρέπει το μέρος εκείνο του κοινοτικού επιδόματος που αντιπροσωπεύει ο διπλασιασμός του και του οποίου το ποσό απορροφάται, ιδίως από δαπάνες όπως τα έξοδα ιατρικών φροντίδων, φυσιοθεραπείας, αγοράς τεχνητών μελών, ειδικής εκπαιδεύσεως ή διαμορφώσεως της κατοικίας.
Ως εκ τούτου, το μέρος εκείνο του επιδόματος συντηρουμένου τέκνου που χορηγείται δυνάμει του άρθρου 67, παράγραφος 3, του ΚΥΚ και το λουξεμβουργιανό επίδομα δεν έχουν ούτε το ίδιο αντικείμενο ούτε τον ίδιο σκοπό και δεν είναι, συνεπώς, της ίδιας φύσεως κατά την έννοια του άρθρου 67, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.