Υπόθεση C-250/06
United Pan-Europe Communications Belgium SA κ.λπ.
κατά
État belge
[αίτηση του Conseil d’État (Βέλγιο)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Άρθρο 49 ΕΚ — Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Εθνική νομοθεσία επιβάλλουσα στις επιχειρήσεις καλωδιακής αναμεταδόσεως την υποχρέωση να αναμεταδίδουν τα προγράμματα ορισμένων ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών (“must carry”) — Περιορισμός — Επιτακτικός λόγος γενικού συμφέροντος — Διασφάλιση της πολυφωνίας σε δίγλωσση περιφέρεια»
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Poiares Maduro της 25ης Οκτωβρίου 2007
Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 2007
Περίληψη της αποφάσεως
1. Προδικαστικά ερωτήματα — Παραδεκτό — Πρέπει να παρέχονται στο Δικαστήριο επαρκείς διευκρινίσεις όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά και το κανονιστικό πλαίσιο — Έκταση της υποχρεώσεως στον τομέα του ανταγωνισμού
(Άρθρο 234 ΕΚ)
2. Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Περιορισμοί
(Άρθρο 49 ΕΚ)
1. Προκειμένου το Δικαστήριο να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί πρέπει το εθνικό δικαστήριο να έχει προσδιορίσει το πλαίσιο των πραγματικών περιστατικών εντός του οποίου εντάσσονται τα ερωτήματα αυτά ή, τουλάχιστον, να έχει διασαφηνίσει τις πραγματικές συγκυρίες επί των οποίων βασίζονται τα εν λόγω ερωτήματα.
Η απαιτούμενη ακρίβεια σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά έχει όλως ιδιαίτερη σημασία όσον αφορά τον τομέα του ανταγωνισμού, ο οποίος χαρακτηρίζεται από περίπλοκες πραγματικές και νομικές καταστάσεις.
Προκειμένου περί του πλαισίου των πραγματικών περιστατικών σχετικά με τα προδικαστικά ερωτήματα που αφορούν την ερμηνεία των άρθρων 82 ΕΚ και 86 ΕΚ, το Δικαστήριο πρέπει να έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που θα καθιστούσαν δυνατό να κρίνει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις περί του αν υφίσταται δεσπόζουσα θέση ή καταχρηστική συμπεριφορά κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ, ιδίως δε τα στοιχεία που αφορούν τη σχετική αγορά και τον τρόπο με τον οποίο οι οικείοι ιδιωτικοί ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί κατέχουν ατομική ή συλλογική δεσπόζουσα θέση.
(βλ. σκέψεις 19-21)
2. Το άρθρο 49 ΕΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν απαγορεύει ρύθμιση κράτους μέλους, η οποία υποχρεώνει τις επιχειρήσεις καλωδιακής αναμεταδόσεως που δραστηριοποιούνται στην οικεία περιφέρεια του κράτους αυτού να αναμεταδίδουν, βάσει υποχρεώσεως γνωστής ως «must carry», τα τηλεοπτικά προγράμματα που μεταδίδουν οι ιδιωτικοί ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί οι οποίοι υπάγονται στις δημόσιες αρχές του κράτους αυτού και έχουν ορισθεί από τις ως άνω αρχές, εφόσον η ρύθμιση αυτή:
– επιδιώκει σκοπό γενικού συμφέροντος, όπως τη διασφάλιση, βάσει της πολιτικής που ακολουθεί το κράτος μέλος αυτό στον τομέα του πολιτισμού, της πολυφωνίας των παρεχόμενων στην περιφέρεια αυτή τηλεοπτικών προγραμμάτων, και
– δεν είναι δυσανάλογη προς τον σκοπό αυτό, γεγονός που προϋποθέτει ότι η ρύθμιση πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με διαφανή διαδικασία η οποία βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια που δεν ενέχουν διακρίσεις και είναι εκ των προτέρων γνωστά.
Ειδικότερα, κάθε ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός πρέπει να γνωρίζει εκ των προτέρων τη φύση και το περιεχόμενο των προϋποθέσεων που πρέπει να πληροί και των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας που, ενδεχομένως, πρέπει να αναλάβει για να του παρασχεθεί το προνόμιο του «must carry». Συναφώς, η απλή παράθεση, στην αιτιολογική έκθεση της εθνικής ρυθμίσεως, διακηρύξεων αρχών και στόχων γενικής πολιτικής δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής.
Στη συνέχεια, η παροχή του προνομίου αυτού πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια που είναι κατάλληλα για τη διασφάλιση της πολυφωνίας, καθιστώντας δυνατή, ενδεχομένως με την επιβολή υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, την πρόσβαση, μεταξύ άλλων, στην τοπικού και εθνικού χαρακτήρα ενημέρωση εντός της οικείας περιφέρειας. Επομένως, ένα τέτοιο προνόμιο δεν μπορεί να χορηγηθεί αυτομάτως σε όλους τους τηλεοπτικούς σταθμούς ενός ιδιωτικού ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού, αλλά πρέπει να περιορισθεί αυστηρά στους σταθμούς των οποίων το γενικό περιεχόμενο των προγραμμάτων είναι πρόσφορο για την επίτευξη ενός τέτοιου σκοπού. Εξάλλου, ο αριθμός των διαύλων που παραχωρούνται στους ιδιωτικούς ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς που απολαύουν του προνομίου αυτού δεν πρέπει να υπερβαίνει προδήλως το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο.
Τέλος, η παροχή του προνομίου του «must carry» δεν μπορεί να εξαρτάται, νομικά ή πραγματικά, από την εγκατάσταση στην ημεδαπή. Εξάλλου, δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την παροχή του προνομίου αυτού, μολονότι ισχύουν αδιακρίτως, ενδέχεται να πληρούνται ευχερέστερα στην περίπτωση ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών εγκατεστημένων στην ημεδαπή, λόγω κυρίως του περιεχομένου των μεταδιδομένων προγραμμάτων, πρέπει να είναι απαραίτητες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού γενικού συμφέροντος.
Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές.
(βλ. σκέψεις 46-52 και διατακτ.)
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)
της 13ης Δεκεμβρίου 2007 (*)
«Άρθρο 49 ΕΚ – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Εθνική νομοθεσία επιβάλλουσα στις επιχειρήσεις καλωδιακής αναμεταδόσεως την υποχρέωση να αναμεταδίδουν τα προγράμματα ορισμένων ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών (“must carry”) – Περιορισμός – Επιτακτικός λόγος γενικού συμφέροντος – Διασφάλιση της πολυφωνίας σε δίγλωσση περιφέρεια»
Στην υπόθεση C‑250/06,
με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Conseil d’État (Βέλγιο) με απόφαση της 17ης Μαΐου 2006, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 6 Ιουνίου 2006, στο πλαίσιο της δίκης
United Pan-Europe Communications Belgium SA,
Coditel Brabant SPRL,
Société Intercommunale pour la Diffusion de la Télévision (Brutélé),
Wolu TV ASBL
κατά
État belge,
παρισταμένων των:
BeTV SA,
Tvi SA,
Télé Bruxelles ASBL,
Belgian Business Television SA,
Media ad Infinitum SA,
TV5-Monde,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. Rosas, πρόεδρο τμήματος, U. Lõhmus, J. N. Cunha Rodrigues, A. Ó Caoimh (εισηγητή) και A. Arabadjiev, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Poiares Maduro
γραμματέας: B. Fülöp, υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Απριλίου 2007,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– οι United Pan-Europe Communications Belgium SA, Coditel Brabant SPRL και Wolu TV ASBL, εκπροσωπούμενες από τους F. de Visscher και E. Cornu, avocats,
– η Belgian Business Television SA, εκπροσωπούμενη από τον F. Van Elsen, avocat,
– οι TV5-Monde και Media ad Infinitum SA, εκπροσωπούμενες από τους A. Berenboom και A. Joachimowicz, avocats,
– η Télé Bruxelles ASBL, εκπροσωπούμενη από τους C. Doutrelepont και V. Chapoulaud, avocats,
– η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Hubert, επικουρούμενη από τους A. Berenboom και A. Joachimowicz, avocats,
– η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη C. Pesendorfer,
– η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Fernandes και τη J. Marques Lopes,
– η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την T. Harris, επικουρούμενη από τον G. Peretz, barrister,
– η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους F. Arbault και M. Shotter,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 25ης Οκτωβρίου 2007,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 49 ΕΚ και του άρθρου 86 ΕΚ, σε συνδυασμό, ιδίως, με το άρθρο 82 ΕΚ.
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφορών μεταξύ, αφενός, των United Pan-Europe Communications Belgium SA (στο εξής: UPC), Coditel Brabant SPRL, Société Intercommunale pour la Diffusion de la Télévision (Brutélé) και Wolu TV ASBL και, αφετέρου, του État belge (Βελγικού Δημοσίου), σχετικά με την υποχρέωση που τους επέβαλε το τελευταίο να αναμεταδίδουν, στη δίγλωσση περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτεύουσας, τα τηλεοπτικά προγράμματα των ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών που ορίσθηκαν από τις αρχές του εν λόγω κράτους.
Η εθνική νομοθεσία
3 Το άρθρο 13 του νόμου της 30ής Μαρτίου 1995, περί δικτύων αναμεταδόσεως ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και ασκήσεως δραστηριοτήτων αναμεταδόσεως στη δίγλωσση περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτεύουσας (Moniteur belge της 22ας Φεβρουαρίου 1996, σ. 3797, στο εξής: νόμος του 1995), ορίζει ότι:
«Η επιχείρηση στην οποία έχει χορηγηθεί άδεια εκμεταλλεύσεως δικτύου τηλεοπτικών αναμεταδόσεων στη δίγλωσση περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτεύουσας οφείλει να αναμεταδίδει απευθείας και στο σύνολό τους τα εξής τηλεοπτικά προγράμματα:
– τα τηλεοπτικά προγράμματα που μεταδίδουν οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί δημόσιας ωφέλειας οι οποίοι υπάγονται στη Γαλλική Κοινότητα και στη Φλαμανδική Κοινότητα·
– τα τηλεοπτικά προγράμματα που μεταδίδει οποιοσδήποτε άλλος ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός ο οποίος υπάγεται στη Γαλλική Κοινότητα ή στη Φλαμανδική Κοινότητα και ορίζεται από τον αρμόδιο υπουργό.»
4 Προς εφαρμογή αυτής της διατάξεως νόμου εκδόθηκε η υπουργική απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2001 σχετικά με τον ορισμό των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών τους οποίους αφορά το άρθρο 13, δεύτερη περίπτωση, του νόμου της 30ής Μαρτίου 1995, περί δικτύων αναμεταδόσεως ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και ασκήσεως δραστηριοτήτων αναμεταδόσεως στη δίγλωσση περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτεύουσας (Moniteur belge της 2ας Φεβρουαρίου 2001, σ. 2781, στο εξής: απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2001), η οποία έχει ως εξής:
«[...]
Επειδή το σύστημα του must-carry εντάσσεται στην πολιτική που ακολουθείται στον τομέα των οπτικοακουστικών μέσων και η οποία σκοπεί να καταστήσει δυνατή στους τηλεθεατές την πρόσβαση τόσο στους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς όσο και στους ιδιωτικούς ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες δημόσιας ωφέλειας·
Επειδή το σύστημα του must-carry σκοπεί να διασφαλίσει την πολυφωνία και τον πολιτιστικό χαρακτήρα των προγραμμάτων που παρέχουν τα δίκτυα αναμεταδόσεως τηλεοπτικών προγραμμάτων και την πρόσβαση όλων των τηλεθεατών στην πολυφωνία αυτή·
Επειδή το σύστημα αυτό δικαιολογείται αναντίρρητα από λόγους γενικού συμφέροντος·
Επειδή οι ιδιωτικοί σταθμοί που απολαύουν του προνομίου του must-carry επελέγησαν με σκοπό την εναρμόνιση του τομέα των οπτικοακουστικών μέσων στο Βέλγιο·
Έχοντας υπόψη τη διαβούλευση με τη Γαλλική και τη Φλαμανδική Κοινότητα·
Επειδή το προνόμιο του must-carry πρέπει να παρασχεθεί στους οριζόμενους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς ως αντιστάθμισμα σημαντικών υποχρεώσεων που αυτοί ανέλαβαν·
Επειδή σε ορισμένους από τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς που επελέγησαν έχει ανατεθεί αποστολή δημόσιας υπηρεσίας·
Επειδή το προνόμιο του must-carry πρέπει να παρασχεθεί στις asbl Télé Bruxelles [στο εξής: Télé Bruxelles] και vzw TV Brussel προκειμένου να ευνοηθεί η ανάπτυξη τοπικής τηλεοράσεως, η οποία θα μεταδίδει τοπικού ενδιαφέροντος πληροφορίες απευθυνόμενες σε τοπικό κοινό·
Επειδή η κατάργηση του προνομίου του must-carry θα είχε ως συνέπεια να θέσει σε κίνδυνο την ύπαρξη των τηλεοπτικών οργανισμών που δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στο υψηλό κόστος της αναμεταδόσεως,
Αποφασίζει:
Άρθρο 1. Η επιχείρηση στην οποία έχει χορηγηθεί άδεια εκμεταλλεύσεως δικτύου αναμεταδόσεως τηλεοπτικών προγραμμάτων στη δίγλωσση περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτεύουσας πρέπει να αναμεταδίδει απευθείας και στο σύνολό τους τα τηλεοπτικά προγράμματα των εξής ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών:
1. Vlaamse Media Maatschappij n.v.
2. TV Brussel v.z.w.
3. Belgian business television n.v.
4. Media ad infinitum n.v.
5. TVi s.a.
6. [Télé Bruxelles]
7. Canal+ Belgique s.a. [νυν BeTV SA]
8. Satellimages s.a. [νυν TV5-Monde SA (στο εξής: TV 5-Monde)]
[...]»
5 Η υπουργική απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2002, περί τροποποιήσεως της υπουργικής αποφάσεως της 17ης Ιανουαρίου 2001, σχετικά με τον ορισμό των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών τους οποίους αφορά το άρθρο 13, δεύτερη περίπτωση, του νόμου της 30ής Μαρτίου 1995 περί δικτύων αναμεταδόσεως ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και ασκήσεως δραστηριοτήτων αναμεταδόσεως στη δίγλωσση περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτεύουσας (Moniteur belge της 16ης Φεβρουαρίου 2002, σ. 6066, στο εξής: απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2002), συμπλήρωσε το άρθρο 1 της αποφάσεως της 17ης Ιανουαρίου 2001 ως εξής:
«9. Event TV Vlaanderen n.v.
10. YTV s.a.».
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
6 Οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης είναι επιχειρήσεις καλωδιακής αναμεταδόσεως οι οποίες αναμεταδίδουν, μέσω των καλωδιακών δικτύων τους, τα προγράμματα διαφόρων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, μεταξύ άλλων, στη δίγλωσση περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτεύουσας. Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, σε ένα τέτοιο δίκτυο καλωδιακής αναμεταδόσεως, είναι διαθέσιμοι σε αναλογικό σύστημα περίπου σαράντα δίαυλοι αναμεταδόσεως τηλεοπτικών σταθμών.
7 Στις 2 Απριλίου 2001, αυτές οι επιχειρήσεις καλωδιακής αναμεταδόσεως άσκησαν ενώπιον του Conseil d’État, έκαστη ατομικά κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη απόφαση την αφορά, προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της 17ης Ιανουαρίου 2001. Στη συνέχεια, άσκησαν από κοινού ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, στις 17 Απριλίου 2002, προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της 24ης Ιανουαρίου 2002.
8 Με απόφαση της 17ης Μαΐου 2006, το Conseil d’État, το οποίο συνεκδίκασε τις προσφυγές αυτές, απέρριψε τις προσφυγές της Société Intercommunale pour la Diffusion de la Télévision (Brutélé) ως απαράδεκτες για καθαρά τυπικούς λόγους. Όσον αφορά τις προσφυγές των τριών άλλων επιχειρήσεων καλωδιακής αναμεταδόσεως, το αιτούν δικαστήριο απέρριψε την πλειονότητα των προβληθέντων λόγων ακυρώσεως. Ακύρωσε, πάντως, την απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2001, καθόσον παρέχει στην TV5-Monde το προνόμιο που απορρέει από το σύστημα που είναι γνωστό ως «must carry», για τον λόγο ότι αυτή, η οποία είναι εταιρία γαλλικού δικαίου εγκατεστημένη στη Γαλλία, αποτελεί διεθνές γαλλόφωνο δίκτυο το οποίο, μολονότι ένας οργανισμός που υπάγεται στη Γαλλική Κοινότητα [του Βελγίου] συμμετέχει με μικρό ποσοστό στο εταιρικό κεφάλαιό του, έχει εξαιρετικά μικρή σχέση με την εν λόγω κοινότητα για να θεωρηθεί ότι «υπάγεται» σ’ αυτήν κατά την έννοια του άρθρου 13 του νόμου του 1995, ενώ, εξάλλου, δεν υπάρχει καμία ένδειξη περί του ότι η TV5-Monde ανέλαβε έναντι της κοινότητας αυτής υποχρεώσεις των οποίων αντιστάθμισμα αποτελεί το προνόμιο του «must carry».
9 Κατά τα λοιπά, το Conseil d’État έκρινε ότι η επίλυση των διαφορών των οποίων έχει επιληφθεί προϋποθέτει την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου.
10 Συγκεκριμένα, αφενός, οι οικείες επιχειρήσεις καλωδιακής αναμεταδόσεως ισχυρίζονται ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις παρέχουν στους ιδιωτικούς ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς οι οποίοι απολαύουν του προνομίου του «must carry» ειδικό δικαίωμα το οποίο, κατά παράβαση των άρθρων 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, ΕΚ και 10 ΕΚ, καθώς και των άρθρων 82 ΕΚ και 86 ΕΚ, δύναται να νοθεύσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών και να δημιουργήσει δυσμενή διάκριση σε βάρος των οργανισμών που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη εκτός του Βασιλείου του Βελγίου, ενώ η BeTV SA κατέχει δεσπόζουσα θέση στο γαλλόφωνο Βέλγιο στην αγορά της συνδρομητικής τηλεοράσεως. Το αιτούν δικαστήριο έκρινε συναφώς ότι το Δικαστήριο δεν έχει προσδιορίσει το περιεχόμενο του κατά το άρθρο 86 ΕΚ όρου «ειδικό δικαίωμα».
11 Αφετέρου, οι εν λόγω επιχειρήσεις καλωδιακής αναμεταδόσεως διατείνονται ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις περιορίζουν, αδικαιολόγητα και κατά παράβαση των άρθρων 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, ΕΚ, 49 ΕΚ και 86 ΕΚ, την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, καθόσον περιορίζουν τον αριθμό των διαθέσιμων διαύλων και συνεπάγονται υψηλότερο κόστος, ενώ οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί που απολαύουν του προνομίου του «must carry» επωφελούνται της υποχρεώσεως αναμεταδόσεως που έχει επιβληθεί στις επιχειρήσεις καλωδιακής αναμεταδόσεως κατά τις διαπραγματεύσεις τους με αυτές όσον αφορά την τιμή προσβάσεως. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι, μολονότι οι υποδομές που χρησιμοποιούν οι οικείες επιχειρήσεις καλωδιακής αναμεταδόσεως δεν είναι κορεσμένες, είναι, πάντως, εξαιρετικά πιθανό ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις θα έχουν ως αποτέλεσμα να θέσουν τους αλλοδαπούς ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, οι οποίοι επιθυμούν την καλωδιακή αναμετάδοση των προγραμμάτων τους στην δίγλωσση περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτεύουσας, σε δυσμενέστερη διαπραγματευτική θέση από αυτήν των ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών που απολαύουν του προνομίου του «must carry».
12 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Conseil d’État αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία ως προς αυτά τα κεφάλαια των προσφυγών και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Πρέπει η υποχρέωση αναμεταδόσεως καθορισμένων προγραμμάτων η οποία έχει επιβληθεί σε επιχείρηση καλωδιακής αναμεταδόσεως τηλεοπτικών προγραμμάτων να θεωρηθεί ότι παρέχει στους δημιουργούς των προγραμμάτων αυτών “ειδικό δικαίωμα” κατά την έννοια του άρθρου 86 ΕΚ;
2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, πρέπει οι κανόνες των οποίων κάνει μνεία το άρθρο 86, παράγραφος 1 in fine, [ΕΚ] (δηλαδή “οι κανόνες της παρούσας Συνθήκης, ιδίως […] εκείνοι των άρθρων 12 [ΕΚ] και 81 [ΕΚ] μέχρι και 89 [ΕΚ]”) να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύεται στα κράτη μέλη να επιβάλλουν στις επιχειρήσεις καλωδιακής αναμεταδόσεως τηλεοπτικών προγραμμάτων την υποχρέωση να αναμεταδίδουν ορισμένα τηλεοπτικά προγράμματα που μεταδίδουν ιδιωτικοί ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί οι οποίοι, όμως, “υπάγονται” (κατά την έννοια του [νόμου του 1995]) σε συγκεκριμένες δημόσιες αρχές του κράτους αυτού, με συνέπεια την ανάλογη με τον αριθμό των προγραμμάτων που αναμεταδίδονται υποχρεωτικά μείωση του αριθμού των προγραμμάτων προελεύσεως άλλων κρατών μελών ή μη μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, καθώς και προελεύσεως οργανισμών που δεν υπάγονται σε αυτές τις δημόσιες αρχές;
3) Πρέπει το άρθρο 49 [ΕΚ] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι υφίσταται απαγορευόμενος περιορισμός της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών εφόσον μέτρο που έλαβε κράτος μέλος, εν προκειμένω η υποχρέωση αναμεταδόσεως τηλεοπτικών προγραμμάτων μέσω των δικτύων καλωδιακής αναμεταδόσεως, δύναται να περιορίζει αμέσως ή εμμέσως, πραγματικώς ή δυνητικώς, την παροχή υπηρεσιών από άλλο κράτος μέλος στους ευρισκόμενους στο πρώτο κράτος μέλος αποδέκτες των υπηρεσιών αυτών, όπως θα συμβεί αν, εξαιτίας του μέτρου αυτού, ο παρέχων υπηρεσίες βρίσκεται σε μειονεκτική διαπραγματευτική θέση όσον αφορά την πρόσβαση στα ίδια αυτά δίκτυα;
4) Πρέπει το άρθρο 49 [ΕΚ] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι υφίσταται απαγορευόμενος περιορισμός εφόσον το μέτρο που έλαβε το κράτος μέλος, εν προκειμένω η υποχρέωση αναμεταδόσεως τηλεοπτικών προγραμμάτων μέσω των δικτύων καλωδιακής αναμεταδόσεως, επιβάλλεται, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, λόγω του τόπου εγκαταστάσεως των ωφελούμενων από το μέτρο αυτό ή λόγω άλλων σχέσεών τους με το εν λόγω κράτος μέλος, μόνο σε επιχειρήσεις εγκατεστημένες στο κράτος μέλος αυτό και εφόσον ο περιορισμός αυτός δεν δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του παραδεκτού των δύο πρώτων ερωτημάτων, που αφορούν το άρθρο 86, παράγραφος 1, ΕΚ
13 Με τα δύο πρώτα ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν το άρθρο 86 ΕΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει ρύθμιση κράτους μέλους, όπως την επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει ότι τα τηλεοπτικά προγράμματα των ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών που υπάγονται στις δημόσιες αρχές του κράτους αυτού αναμεταδίδονται στο σύνολό τους, δυνάμει υποχρεώσεως «must carry», από τις επιχειρήσεις καλωδιακής αναμεταδόσεως οι οποίες δραστηριοποιούνται στην οικεία περιφέρεια του εν λόγω κράτους.
14 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 86, παράγραφος 1, ΕΚ, τα κράτη μέλη δεν θεσπίζουν ούτε διατηρούν μέτρα αντίθετα προς τους κανόνες της Συνθήκης ΕΚ, ιδίως προς εκείνους των άρθρων 12 και 81 μέχρι και 89 ΕΚ, ως προς τις δημόσιες επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις στις οποίες παρέχουν ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα.
15 Από τη σαφή διατύπωση του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ προκύπτει ότι το άρθρο αυτό δεν έχει αυτοτελή σημασία, υπό την έννοια ότι πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με τους σχετικούς κανόνες της Συνθήκης (απόφαση της 19ης Απριλίου 2007, C‑295/05, Asemfo, Συλλογή 2007, σ. I‑2999, σκέψη 40).
16 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η σχετική διάταξη στην οποία αναφέρεται το Conseil d’État είναι το άρθρο 82 ΕΚ, κατά το οποίο απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσης που κατέχουν εντός της κοινής αγοράς ή σε σημαντικό τμήμα της.
17 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το γεγονός και μόνον της δημιουργίας δεσπόζουσας θέσεως λόγω της παροχής ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων, κατά την έννοια του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ, δεν αντιβαίνει, αυτό καθαυτό, στο άρθρο 82 ΕΚ. Ένα κράτος μέλος παραβιάζει τις επιβαλλόμενες από αυτές τις δύο διατάξεις απαγορεύσεις μόνον όταν η οικεία επιχείρηση εκμεταλλεύεται, απλώς και μόνον με την άσκηση των ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων που της έχουν παρασχεθεί, τη δεσπόζουσα θέση της κατά τρόπο καταχρηστικό ή όταν αυτά τα δικαιώματα ενδέχεται να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις εκείνες που ευνοούν την εκδήλωση καταχρηστικής συμπεριφοράς εκ μέρους της επιχειρήσεως αυτής (αποφάσεις της 23ης Μαΐου 2000, C‑209/98, Sydhavnens Sten & Grus, Συλλογή 2000, σ. I‑3743, σκέψη 66, της 25ης Οκτωβρίου 2001, C-475/99, Ambulanz Glöckner, Συλλογή 2001, σ. I-8089, σκέψη 39, και της 30ής Μαρτίου 2006, C‑451/03, Servizi Ausiliari Dottori Commercialisti, Συλλογή 2006, σ. I‑2941, σκέψη 23).
18 Κατά συνέπεια, στην υπόθεση της κύριας δίκης, τίθεται το ζήτημα όχι μόνον αν η επίμαχη στην κύρια δίκη νομοθεσία, δηλαδή ο νόμος του 1995 και οι αποφάσεις της 17ης Ιανουαρίου 2001 και της 24ης Ιανουαρίου 2002, έχει ως αποτέλεσμα την παροχή ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων κατά την έννοια του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ στους οριζόμενους ιδιωτικούς ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, αλλά και αν οι αποφάσεις αυτές οδηγούν σε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ.
19 Πάντως, προκειμένου το Δικαστήριο να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί πρέπει, επιπλέον, το εθνικό δικαστήριο να έχει προσδιορίσει το πλαίσιο των πραγματικών περιστατικών εντός του οποίου εντάσσονται τα ερωτήματα αυτά ή, τουλάχιστον, να έχει διασαφηνίσει τις πραγματικές συγκυρίες επί των οποίων βασίζονται τα εν λόγω ερωτήματα (βλ., επ’ αυτού, διάταξη της 8ης Οκτωβρίου 2002, C‑190/02, Viacom, Συλλογή 2002, σ. I‑8287, σκέψη 15, και παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2005, C‑134/03, Viacom Outdoor, Συλλογή 2005, σ. I‑1167, σκέψη 22).
20 Συναφώς, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η απαιτούμενη ακρίβεια σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά έχει όλως ιδιαίτερη σημασία όσον αφορά τον τομέα του ανταγωνισμού, ο οποίος χαρακτηρίζεται από περίπλοκες πραγματικές και νομικές καταστάσεις (βλ. απόφαση της 13ης Απριλίου 2000, C‑176/96, Lehtonen και Castors Braine, Συλλογή 2000, σ. I‑2681, σκέψη 22, προπαρατεθείσα απόφαση Viacom Outdoor, σκέψη 23, και απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2006, C‑238/05, Asnef-Equifax και Administración del Estado, Συλλογή 2006, σ. I‑11125, σκέψη 23).
21 Εν προκειμένω, όμως, ανεξαρτήτως του αν παρασχέθηκαν ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα στους ιδιωτικούς ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς τους οποίους αφορούν οι αποφάσεις της 17ης Ιανουαρίου 2001 και της 24ης Ιανουαρίου 2002, ούτε η απόφαση περί παραπομπής ούτε οι γραπτές παρατηρήσεις και οι προφορικές εξηγήσεις που δόθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση παρέχουν τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που θα καθιστούσαν δυνατό στο Δικαστήριο να κρίνει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις περί του αν υφίσταται δεσπόζουσα θέση ή καταχρηστική συμπεριφορά κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο δεν ανέφερε σε ποια σχετική αγορά και με ποιον τρόπο οι οικείοι ιδιωτικοί ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί κατέχουν ατομική ή συλλογική δεσπόζουσα θέση.
22 Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως ισχυρίζονται οι Belgian Business Television SA, Media ad infinitum SA και TV5-Monde, η Βελγική Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το Δικαστήριο δεν μπορεί να δώσει χρήσιμη απάντηση στα δύο πρώτα ερωτήματα.
23 Συνεπώς, τα δύο πρώτα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο πρέπει να κηρυχθούν απαράδεκτα.
Επί του τρίτου και του τέταρτου ερωτήματος, που αφορούν το άρθρο 49 ΕΚ
24 Με τα ερωτήματα αυτά, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν το άρθρο 49 ΕΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει ρύθμιση κράτους μέλους, όπως την επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία, δυνάμει υποχρεώσεως «must carry», επιβάλλει στις επιχειρήσεις καλωδιακής αναμεταδόσεως που δραστηριοποιούνται εντός του κράτους μέλους αυτού να αναμεταδίδουν τα τηλεοπτικά προγράμματα που μεταδίδουν οι ιδιωτικοί ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί οι οποίοι υπάγονται στις δημόσιες αρχές του εν λόγω κράτους και ορίσθηκαν από αυτές.
25 Κατ’ αρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστήριξαν με τις γραπτές παρατηρήσεις τους αρκετοί από τους μετέχοντες στη διαδικασία, το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να εξετασθεί με γνώμονα την οδηγία 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία καθολικής υπηρεσίας) (ΕΕ L 108, σ. 51), της οποίας το άρθρο 31 παρέχει στα κράτη μέλη, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη δυνατότητα επιβολής υποχρεώσεως «must carry», όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τη μετάδοση τηλεοπτικών προγραμμάτων.
26 Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η οδηγία αυτή, την οποία δεν αφορούν τα ερωτήματα που υπέβαλε το Conseil d’État, είναι αλυσιτελής για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, καθόσον, όπως επισήμανε επίσης η UPC κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν ίσχυε όταν εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 17ης Ιανουαρίου 2001 και της 24ης Ιανουαρίου 2002, τον έλεγχο νομιμότητας των οποίων έπρεπε να ασκήσει το αιτούν δικαστήριο στο πλαίσιο της ένδικης αυτής διαφοράς.
27 Συνεπώς, το τρίτο και το τέταρτο ερώτημα πρέπει να εξετασθούν αποκλειστικά βάσει του άρθρου 49 ΕΚ.
28 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η εκπομπή τηλεοπτικών μηνυμάτων, περιλαμβανομένων αυτών που μεταδίδονται μέσω καλωδιακού δικτύου, αποτελεί, αυτή καθαυτή, παροχή υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 49 ΕΚ (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 30ής Απριλίου 1974, 155/73, Sacchi, Συλλογή τόμος 1974, σ. 217, σκέψη 6, της 18ης Μαρτίου 1980, 52/79, Debauve κ.λπ., Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 443, σκέψη 8, της 5ης Οκτωβρίου 1994, C‑23/93, TV10, Συλλογή 1994, σ. I‑4795, σκέψη 13, και της 29ης Νοεμβρίου 2001, C‑17/00, De Coster, Συλλογή 2001, σ. I‑9445, σκέψη 28).
29 Όσον αφορά το ζήτημα αν εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, συνεπάγεται περιορισμό που απαγορεύεται κατά το άρθρο 49 ΕΚ, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια επίσης νομολογία του Δικαστηρίου, η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών επιτάσσει όχι μόνον την εξάλειψη κάθε δυσμενούς διακρίσεως λόγω ιθαγένειας σε βάρος του εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος παρέχοντος υπηρεσίες, αλλά και την κατάργηση κάθε περιορισμού, έστω και αν αυτός ισχύει αδιακρίτως τόσο για τους ημεδαπούς παρέχοντες υπηρεσίες όσο και για αυτούς των άλλων κρατών μελών, εφόσον ο περιορισμός αυτός μπορεί να απαγορεύσει, να παρεμποδίσει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστικές τις δραστηριότητες του παρέχοντος υπηρεσίες ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, όπου παρέχει νόμιμα ανάλογες υπηρεσίες (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση De Coster, σκέψη 29, και αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2005, C‑544/03 και C‑545/03, Mobistar και Belgacom Mobile, Συλλογή 2005, σ. I‑7723, σκέψη 29, της 5ης Δεκεμβρίου 2006, C‑94/04 και C‑202/04, Cipolla κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I‑11421, σκέψη 56, καθώς και της 11ης Ιανουαρίου 2007, C‑208/05, ITC, Συλλογή 2007, σ. I‑181, σκέψη 55).
30 Επίσης, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 49 ΕΚ απαγορεύει την εφαρμογή οποιασδήποτε εθνικής ρυθμίσεως που έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται η διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών μεταξύ κρατών μελών δυσχερέστερη απ’ ό,τι η αμιγώς εσωτερικού χαρακτήρα παροχή υπηρεσιών (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις De Coster, σκέψη 30, Mobistar και Belgacom Mobile, σκέψη 30, και Cipolla κ.λπ., σκέψη 57, καθώς και απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, C‑76/05, Schwarz και Gootjes-Schwarz, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 67).
31 Κατ’ εφαρμογήν των κανόνων αυτών, μια επιχείρηση μπορεί να επικαλείται το δικαίωμα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών έναντι του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη, εφόσον οι αποδέκτες των υπηρεσιών της είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος, γενικότερα δε, σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο παρέχων υπηρεσίες τις προσφέρει εντός κράτους μέλους διαφορετικού από αυτό στο οποίο είναι εγκατεστημένος (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1994, C‑381/93, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1994, σ. I‑5145, σκέψη 14, και προπαρατεθείσα απόφαση ITC, σκέψη 56).
32 Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως ορθώς υποστηρίζει η UPC, εκ του λόγου και μόνον ότι δεν απολαύουν του προνομίου του «must carry» στη δίγλωσση περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτεύουσας, βάσει της επίμαχης στην κύρια δίκη εθνικής ρυθμίσεως, οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη πλην του Βασιλείου του Βελγίου, δεδομένου ότι, αντιθέτως προς τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς που απολαύουν αυτού του προνομίου, δεν διαθέτουν άνευ αιρέσεων εγγύηση δυνατότητας προσβάσεως στο δίκτυο των επιχειρήσεων καλωδιακής αναμεταδόσεως της περιφέρειας αυτής, είναι υποχρεωμένοι να διαπραγματευθούν με τις επιχειρήσεις αυτές τους όρους μιας τέτοιας προσβάσεως, ανταγωνιζόμενοι προς τούτο τους λοιπούς ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι εντός του Βασιλείου του Βελγίου ή σε άλλα κράτη μέλη και δεν απολαύουν, ούτε αυτοί, ενός τέτοιου προνομίου. Το γεγονός, που επισήμαναν η Télé Bruxelles και η Βελγική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι κανείς ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος δεν ζήτησε να του παρασχεθεί το προνόμιο του «must carry», στερείται εν προκειμένω σημασίας.
33 Η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση καθορίζει, επομένως, άμεσα τις προϋποθέσεις προσβάσεως στην αγορά υπηρεσιών της δίγλωσσης περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτεύουσας, επιβάλλοντας στους παρέχοντες υπηρεσίες οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη πλην του Βασιλείου του Βελγίου και δεν ορίζονται με τη ρύθμιση αυτή [μεταξύ αυτών που απολαύουν του προνομίου του «must carry»] μια υποχρέωση με την οποία δεν βαρύνονται οι οριζόμενοι με την εν λόγω ρύθμιση παρέχοντες υπηρεσίες. Ως εκ τούτου, μια τέτοια ρύθμιση δύναται να περιορίζει την παροχή υπηρεσιών μεταξύ κρατών μελών (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 10ης Μαΐου 1995, C‑384/93, Alpine Investments, Συλλογή 1995, σ. I‑1141, σκέψη 38, και προπαρατεθείσα απόφαση De Coster, σκέψη 33).
34 Από τη δικογραφία δεν προκύπτει σαφώς αν το άρθρο 13 του νόμου του 1995 απαιτεί οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί να είναι εγκατεστημένοι στο Βέλγιο προκειμένου να τύχουν του προνομίου του «must carry». Πάντως, ακόμη και αν η διάταξη αυτή έπρεπε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν επιφυλάσσει ρητώς την εν λόγω προνομιακή μεταχείριση στους εγκατεστημένους στο Βέλγιο ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, δεδομένου ότι το προνόμιο αυτό αποτελεί, όπως επισήμανε η ίδια η Βελγική Κυβέρνηση, μέσο ασκήσεως πολιτικής στον τομέα του πολιτισμού που σκοπεί κατ’ ουσίαν να διασφαλίσει στους Βέλγους πολίτες την πρόσβαση στην τοπικού και εθνικού χαρακτήρα ενημέρωση και στον πολιτισμό τους, είναι πιθανότερο να παρασχεθεί σε εγκατεστημένους στο Βέλγιο ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς απ’ ό,τι σε οργανισμούς εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη πλην του Βασιλείου του Βελγίου.
35 Με την απόφαση περί παραπομπής, άλλωστε, το Conseil d’État ακύρωσε την παροχή του προνομίου του «must carry» στον μοναδικό ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος διαφορετικό από το Βασίλειο του Βελγίου, για τον λόγο ότι ο οργανισμός αυτός δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάγεται στη Γαλλική Κοινότητα του Βελγίου κατά την έννοια του άρθρου 13 του νόμου του 1995. Επομένως, δεν αμφισβητείται ότι, κατόπιν της αποφάσεως αυτής, όλοι οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί που απολαύουν του προνομίου του «must carry» βάσει των αποφάσεων της 17ης Ιανουαρίου 2001 και της 24ης Ιανουαρίου 2002 είναι εγκατεστημένοι στο Βέλγιο. Εξάλλου, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ίδια η Βελγική Κυβέρνηση επισήμανε ότι η απόφαση ενός από τους ιδιωτικούς ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς που απολαύουν του προνομίου αυτού να μεταφέρει την έδρα της κύριας εγκαταστάσεώς της σε άλλο κράτος μέλος θα ληφθεί υπόψη κατά την εξέταση της σκοπιμότητας διατηρήσεως του προνομίου αυτού, μολονότι το περιεχόμενο των προγραμμάτων που μεταδίδει ο οργανισμός αυτός δεν έχει μεταβληθεί.
36 Συνεπώς, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση έχει επίσης ως αποτέλεσμα να καθίσταται η παροχή υπηρεσιών μεταξύ κρατών μελών δυσχερέστερη απ’ ό,τι η αμιγώς εσωτερικού χαρακτήρα παροχή υπηρεσιών εντός του οικείου κράτους μέλους.
37 Δεν ασκεί συναφώς επιρροή, αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίσθηκε η Βελγική Κυβέρνηση τόσο με τις γραπτές παρατηρήσεις της όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η εν λόγω ρύθμιση περιορίζει επίσης την παροχή υπηρεσιών από τους εγκατεστημένους στο Βέλγιο ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς που δεν απολαύουν του προνομίου του «must carry» στη δίγλωσση περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτεύουσας. Συγκεκριμένα, για να θεωρηθεί ότι μια ρύθμιση περιορίζει την παροχή υπηρεσιών μεταξύ κρατών μελών, δεν είναι απαραίτητο να ευνοούνται όλες οι επιχειρήσεις ενός κράτους μέλους σε σχέση με τις εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη επιχειρήσεις. Αρκεί η ρύθμιση αυτή να ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις εγκατεστημένες στην ημεδαπή (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 25ης Ιουλίου 1991, C‑353/89, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Συλλογή 1991, σ. I‑4069, σκέψη 25).
38 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 49 ΕΚ.
39 Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ένας τέτοιος περιορισμός θεμελιώδους ελευθερίας την οποία εγγυάται η Συνθήκη μπορεί να δικαιολογηθεί από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, εφόσον είναι κατάλληλος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού όρια (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 1997, C‑398/95, SETTG, Συλλογή 1997, σ. I‑3091, σκέψη 21, της 28ης Οκτωβρίου 1999, C‑6/98, ARD, Συλλογή 1999, σ. I‑7599, σκέψεις 50 και 51, και προπαρατεθείσα απόφαση Cipolla κ.λπ., σκέψη 61).
40 Όσον αφορά, πρώτον, τον σκοπό που επιδιώκει η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση, η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η ρύθμιση αυτή σκοπεί στη διασφάλιση της πολυφωνίας και του πολιτιστικού χαρακτήρα των προγραμμάτων που παρέχονται μέσω των δικτύων τηλεοπτικής αναμεταδόσεως, καθώς και στη διασφάλιση της προσβάσεως όλων των τηλεθεατών στην πολυφωνία και την ποικιλία των προγραμμάτων, εξασφαλίζοντας ιδίως στους Βέλγους πολίτες της δίγλωσσης περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτεύουσας ότι δεν θα στερηθούν την πρόσβαση στην τοπικού και εθνικού χαρακτήρα ενημέρωση και στον πολιτισμό τους. Η ρύθμιση αυτή σκοπεί συνεπώς στην εναρμόνιση του τομέα των οπτικοακουστικών μέσων στο Βέλγιο.
41 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, μια πολιτική στον τομέα του πολιτισμού μπορεί να αποτελεί επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος που να δικαιολογεί περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, η διασφάλιση της πολυφωνίας στην οποία σκοπεί η πολιτική αυτή συνδέεται με την ελευθερία εκφράσεως, όπως αυτή προστατεύεται από το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, ελευθερία η οποία καταλέγεται μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων που διασφαλίζει η κοινοτική έννομη τάξη (βλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 1991, C‑288/89, Collectieve Antennevoorziening Gouda, Συλλογή 1991, σ. I‑4007, σκέψη 23, προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, σκέψη 30, απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 1993, C‑148/91, Veronica Omroep Organisatie, Συλλογή 1993, σ. I‑487, σκέψη 10, και προπαρατεθείσα απόφαση TV 10, σκέψη 19).
42 Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση επιδιώκει σκοπό γενικού συμφέροντος, καθόσον σκοπεί στη διασφάλιση της πολυφωνίας των παρεχόμενων τηλεοπτικών προγραμμάτων στη δίγλωσση περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτεύουσας και εντάσσεται κατ’ αυτόν τον τρόπο σε μια πολιτική στον τομέα του πολιτισμού η οποία σκοπεί να διασφαλίσει, όσον αφορά τα οπτικοακουστικά μέσα, την ελευθερία εκφράσεως των διαφόρων στοιχείων, ιδίως δε κοινωνικών, πολιτιστικών, γλωσσικών, θρησκευτικών και φιλοσοφικών, της περιφέρειας αυτής.
43 Όσον αφορά, δεύτερον, το ζήτημα αν η ρύθμιση αυτή είναι κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, πρέπει να γίνει δεκτό, όπως ορθώς επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 13 των προτάσεών του, ότι, λαμβανομένου υπόψη του δίγλωσσου χαρακτήρα της περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτεύουσας, μια εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη αποτελεί πρόσφορο μέσο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, καθόσον, δύναται, μεταξύ άλλων, να διασφαλίσει, στην περιφέρεια αυτή και μέσω του δικτύου των επιχειρήσεων καλωδιακής αναμεταδόσεως που έχουν αναλάβει την αναμετάδοση τηλεοπτικών προγραμμάτων, την πρόσβαση των τηλεθεατών των οποίων γλώσσα είναι η ολλανδική στα τηλεοπτικά προγράμματα που συνδέονται από πολιτιστικής και γλωσσικής απόψεως με τη Φλαμανδική Κοινότητα και, αντιστοίχως, την πρόσβαση των τηλεθεατών των οποίων γλώσσα είναι η γαλλική στα τηλεοπτικά προγράμματα που συνδέονται από πολιτιστικής και γλωσσικής απόψεως με τη Γαλλική Κοινότητα. Μια τέτοια ρύθμιση διασφαλίζει, συνεπώς, στους τηλεθεατές της εν λόγω περιφέρειας ότι δεν πρόκειται να στερηθούν την πρόσβαση, στη γλώσσα τους, στην τοπικού και εθνικού χαρακτήρα ενημέρωση και στα προγράμματα που θεωρείται ότι εκφράζουν τον πολιτισμό τους.
44 Όσον αφορά, τρίτον, το αν η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση είναι αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι, μολονότι η διασφάλιση της πολυφωνίας, βάσει πολιτικής που ακολουθείται στον τομέα του πολιτισμού, συνδέεται με το θεμελιώδες δικαίωμα της ελευθερίας εκφράσεως και, επομένως, οι εθνικές αρχές διαθέτουν προς τούτο ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, οι περιορισμοί τους οποίους συνεπάγονται τα μέτρα εφαρμογής της πολιτικής αυτής δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να είναι δυσανάλογοι προς τον σκοπό αυτό, ο δε τρόπος εφαρμογής τους δεν πρέπει να ενέχει διακρίσεις σε βάρος των υπηκόων άλλων κρατών μελών (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 28ης Νοεμβρίου 1989, C‑379/87, Groener, Συλλογή 1989, σ. 3967, σκέψη 19, και της 12ης Ιουνίου 2003, C‑112/00, Schmidberger, Συλλογή 2003, σ. I‑5659, σκέψη 82).
45 Ειδικότερα, μια τέτοια ρύθμιση δεν μπορεί να νομιμοποιεί την ενέχουσα διακρίσεις συμπεριφορά των εθνικών αρχών, η οποία δύναται να καταστήσει άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας τις κοινοτικές διατάξεις που αφορούν θεμελιώδη ελευθερία (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 20ής Φεβρουαρίου 2001, C‑205/99, Analir κ.λπ., Συλλογή 2001, σ. I‑1271, σκέψη 37, και της 22ας Ιανουαρίου 2002, C‑390/99, Canal Satélite Digital, Συλλογή 2002, σ. I‑607, σκέψη 35).
46 Ως εκ τούτου, το προνόμιο του «must carry» πρέπει κατ’ αρχάς να παρέχεται, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, με διαφανή διαδικασία η βασιζόμενη σε κριτήρια που είναι εκ των προτέρων γνωστά στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, έτσι ώστε να αποτρέπεται η κατ’ αυθαίρετο τρόπο άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη. Ειδικότερα, κάθε ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός πρέπει να γνωρίζει εκ των προτέρων τη φύση και το περιεχόμενο των προϋποθέσεων που πρέπει να πληροί και των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας που, ενδεχομένως, πρέπει να αναλάβει για να του παρασχεθεί το προνόμιο αυτό. Συναφώς, η απλή παράθεση, στην αιτιολογική έκθεση της εθνικής ρυθμίσεως, διακηρύξεων αρχών και στόχων γενικής πολιτικής δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής.
47 Στη συνέχεια, η παροχή του προνομίου του «must carry» πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια που είναι κατάλληλα για τη διασφάλιση της πολυφωνίας, καθιστώντας δυνατή, ενδεχομένως με την επιβολή υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, την πρόσβαση, μεταξύ άλλων, στην τοπικού και εθνικού χαρακτήρα ενημέρωση εντός της οικείας περιφέρειας. Επομένως, ένα τέτοιο προνόμιο δεν μπορεί να χορηγηθεί αυτομάτως σε όλους τους τηλεοπτικούς σταθμούς ενός ιδιωτικού ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού, αλλά πρέπει να περιορισθεί αυστηρά στους σταθμούς των οποίων το γενικό περιεχόμενο των προγραμμάτων είναι πρόσφορο για την επίτευξη ενός τέτοιου σκοπού. Εξάλλου, ο αριθμός των διαύλων που παραχωρούνται στους ιδιωτικούς ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς που απολαύουν του προνομίου αυτού δεν πρέπει να υπερβαίνει προδήλως το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο.
48 Τέλος, τα κριτήρια βάσει των οποίων παρέχεται το προνόμιο του «must carry» δεν πρέπει να ενέχουν διακρίσεις. Ειδικότερα, η παροχή του προνομίου αυτού δεν μπορεί να εξαρτάται από την εγκατάσταση στην ημεδαπή (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1992, C‑211/91, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1992, σ. I‑6757, σκέψη 12).
49 Εξάλλου, δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την παροχή του προνομίου του «must carry», μολονότι ισχύουν αδιακρίτως, ενδέχεται να πληρούνται ευχερέστερα στην περίπτωση ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών εγκατεστημένων στην ημεδαπή, λόγω κυρίως του περιεχομένου των μεταδιδομένων προγραμμάτων, πρέπει να είναι απαραίτητες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού γενικού συμφέροντος.
50 Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων της δικογραφίας της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, αν η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση πληροί τις προϋποθέσεις αυτές.
51 Ως εκ τούτου, στο τρίτο και στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 49 ΕΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν απαγορεύει ρύθμιση κράτους μέλους, όπως την επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία υποχρεώνει τις επιχειρήσεις καλωδιακής αναμεταδόσεως που δραστηριοποιούνται στην οικεία περιφέρεια του κράτους αυτού να αναμεταδίδουν, βάσει υποχρεώσεως γνωστής ως «must carry», τα τηλεοπτικά προγράμματα που μεταδίδουν οι ιδιωτικοί ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί οι οποίοι υπάγονται στις δημόσιες αρχές του κράτους αυτού και έχουν ορισθεί από τις ως άνω αρχές, εφόσον η ρύθμιση αυτή:
– επιδιώκει σκοπό γενικού συμφέροντος, όπως τη διασφάλιση, βάσει της πολιτικής που ακολουθεί το κράτος μέλος αυτό στον τομέα του πολιτισμού, της πολυφωνίας των παρεχόμενων στην περιφέρεια αυτή τηλεοπτικών προγραμμάτων, και
– δεν είναι δυσανάλογη προς τον σκοπό αυτό, γεγονός που προϋποθέτει ότι η ρύθμιση πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με διαφανή διαδικασία η οποία βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια που δεν ενέχουν διακρίσεις και είναι εκ των προτέρων γνωστά.
52 Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές.
Επί των δικαστικών εξόδων
53 Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 49 ΕΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν απαγορεύει ρύθμιση κράτους μέλους, όπως την επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία υποχρεώνει τις επιχειρήσεις καλωδιακής αναμεταδόσεως που δραστηριοποιούνται στην οικεία περιφέρεια του κράτους αυτού να αναμεταδίδουν, βάσει υποχρεώσεως γνωστής ως «must carry», τα τηλεοπτικά προγράμματα που μεταδίδουν οι ιδιωτικοί ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί οι οποίοι υπάγονται στις δημόσιες αρχές του κράτους αυτού και έχουν ορισθεί από τις ως άνω αρχές, εφόσον η ρύθμιση αυτή:
– επιδιώκει σκοπό γενικού συμφέροντος, όπως τη διασφάλιση, βάσει της πολιτικής που ακολουθεί το κράτος αυτό στον τομέα του πολιτισμού, της πολυφωνίας των παρεχόμενων στην περιφέρεια αυτή τηλεοπτικών προγραμμάτων, και
– δεν είναι δυσανάλογη προς τον σκοπό αυτό, γεγονός που προϋποθέτει ότι η ρύθμιση πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με διαφανή διαδικασία η οποία βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια που δεν ενέχουν διακρίσεις και είναι εκ των προτέρων γνωστά.
Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές.
(υπογραφές)
* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.