Υπόθεση C-441/06

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Γαλλικής Δημοκρατίας

«Κρατικές ενισχύσεις — Υποχρέωση ανακτήσεως — Καθήκον συνεργασίας»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Προσφυγή λόγω παραβάσεως — Μη τήρηση αποφάσεως της Επιτροπής αφορώσας κρατική ενίσχυση — Μέσα άμυνας

(Άρθρα 10 ΕΚ και 88 § 2 ΕΚ)

2.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται το ασυμβίβαστο ενισχύσεως προς την κοινή αγορά και διατάσσεται η επιστροφή της

(Άρθρο 88 § 2 ΕΚ)

3.        Κράτη μέλη — Υποχρεώσεις — Υποχρέωση ειλικρινούς συνεργασίας με τα κοινοτικά όργανα

(Άρθρο 10 ΕΚ)

1.        Το μοναδικό μέσο άμυνας το οποίο μπορεί να επικαλεστεί ένα κράτος μέλος κατά προσφυγής περί αναγνωρίσεως παραβάσεως, ασκηθείσας από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ είναι η απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως της αποφάσεως. Δυσχέρειες κατά την εφαρμογή των αποφάσεων που αφορούν την ανάκτηση ενισχύσεων από μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων σε συνδυασμό με πολυάριθμους κατ’ ιδίαν παράγοντες υπολογισμού δεν συνιστούν απόλυτη αδυναμία.

Κράτος μέλος το οποίο, κατά την εκτέλεση αποφάσεως της Επιτροπής περί κρατικών ενισχύσεων, συναντά δυσχέρειες που δεν είχαν προβλεφθεί και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν ή αντιλαμβάνεται ότι θα υπάρξουν συνέπειες που δεν είχε υπολογίσει η Επιτροπή, οφείλει να θέσει τα προβλήματα αυτά στην κρίση της Επιτροπής, προτείνοντας κατάλληλες τροποποιήσεις της επίμαχης αποφάσεως. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή και το κράτος μέλος οφείλουν να συνεργασθούν καλόπιστα για να υπερπηδήσουν τις δυσκολίες, τηρουμένων πλήρως των διατάξεων της Συνθήκης και ιδίως εκείνων που αφορούν τις ενισχύσεις.

(βλ. σκέψεις 27-28)

2.        Καμία διάταξη του κοινοτικού δικαίου δεν απαιτεί από την Επιτροπή, όταν διατάσσει την ανάκτηση ενισχύσεως κηρυχθείσας ασύμβατης προς την κοινή αγορά, να καθορίζει το ακριβές ύψος της ενισχύσεως που πρέπει να ανακτηθεί. Αρκεί η απόφαση της Επιτροπής να περιέχει στοιχεία βάσει των οποίων ο αποδέκτης της να μπορεί να καθορίσει ο ίδιος, χωρίς υπερβολικές δυσχέρειες, το ύψος αυτό.

(βλ. σκέψη 29)

3.        Το κράτος μέλος αποδέκτης αποφάσεως της Επιτροπής διαπιστώνουσας το ασυμβίβαστο προς την κοινή αγορά ενισχύσεως που αυτό χορήγησε και διατάσσουσας την ανάκτησή της παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 10 ΕΚ, αν παραλείπει να παράσχει στην Επιτροπή, η οποία τα ζήτησε, τα αναγκαία στοιχεία για τον καθορισμό του τελικού επιστρεπτέου ποσού και δεν προβαίνει σε καμία ενέργεια για την ανάκτηση, ισχυριζόμενο αδυναμία εξευρέσεως μιας αξιόπιστης μεθοδολογίας για τον υπολογισμό του εν λόγω ποσού.

(βλ. σκέψεις 45-52)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 18ης Οκτωβρίου 2007 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Υποχρέωση ανακτήσεως – Καθήκον συνεργασίας»

Στην υπόθεση C-441/06,

με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ λόγω παραβάσεως, ασκηθείσα στις 25 Οκτωβρίου 2006,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον C. Giolito, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γαλλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τους G. de Bergues και S. Ramet,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο τμήματος, R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια), E. Juhász, J. Malenovský και T. von Danwitz, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Poiares Maduro

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με το δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Γαλλική Δημοκρατία, μη έχοντας εκτελέσει, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, την απόφαση 2005/709/ΕΚ της Επιτροπής, της 2ας Αυγούστου 2004, σχετικά με την κρατική ενίσχυση την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία υπέρ της France Télécom (ΕΕ 2005, L 269, σ. 30, στο εξής: επίδικη απόφαση), η Γαλλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 2 και 3 της αποφάσεως αυτής, 249, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ καθώς και 10 ΕΚ.

 Το ιστορικό της διαφοράς

2        Η France Télécom (στο εξής: FT) ασκεί δραστηριότητα εκμεταλλεύσεως δικτύων καθώς και παροχής υπηρεσιών δικτύου και τηλεπικοινωνιών. Η FT ασκεί δραστηριότητα κυρίως στις ακόλουθες αγορές: σταθερή τηλεφωνία, κινητή τηλεφωνία, διαδίκτυο και άλλες υπηρεσίες πληροφορήσεως, παροχή υπηρεσιών προς τις επιχειρήσεις, τηλεοπτικές εκπομπές και καλωδιακή τηλεόραση

3        Κατά παρέκκλιση από το κοινού δικαίου σύστημα επαγγελματικού φόρου που ισχύει στη Γαλλία (άρθρα 1447 επ. του γενικού φορολογικού κώδικα, στο εξής: ΓΦΚ), κατά το οποίο τον επαγγελματικό φόρο πρέπει να καταβάλλουν ετησίως τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ασκούν συνήθως μη μισθωτή επαγγελματική δραστηριότητα, θεσπίστηκαν υπέρ της FT δύο διαδοχικά φορολογικά συστήματα αποκλίνοντα από το κοινό δίκαιο, δηλαδή ένα μεταβατικού χαρακτήρα σύστημα, εφαρμοστέο από την 1η Ιανουαρίου 1991 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1993, ακολουθούμενο από ένα οριστικό σύστημα, εφαρμοστέο από 1ης Ιανουαρίου 1994. Το τελευταίο αυτό σύστημα καταργήθηκε από τις 31 Δεκεμβρίου 2002.

4        Το μεταβατικό σύστημα (1991-1993) προέβλεπε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 19 του νόμου 90-568, της 2ας Ιουλίου 1990, περί οργανώσεως της δημόσιας υπηρεσίας του ταχυδρομείου και των τηλεπικοινωνιών (JORF της 8ης Ιουλίου 1990, σ. 8069), ότι, κατά το διάστημα εκείνο, η FT, όπως και το κράτος, δεν όφειλε φόρους όπως ο επαγγελματικός φόρος, ο φόρος ακινήτων ή ο φόρος εισοδήματος εταιριών.

5        Το οριστικό σύστημα (1994-2002) προέβλεπε ότι, δυνάμει του άρθρου 18 του εν λόγω νόμου και του άρθρου 1654 του ΓΦΚ, η FT υπέκειτο στο κοινού δικαίου φορολογικό σύστημα από 1ης Ιανουαρίου 1994, εξαιρουμένων των τοπικών αμέσων φόρων, ως προς τους οποίους οι εφαρμοστέες νομοθετικές διατάξεις προέβλεπαν ειδικές προϋποθέσεις για τους συντελεστές, τη βάση και τη διαδικασία επιβολής.

6        Τα δύο αυτά συστήματα αποτέλεσαν αντικείμενο επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, σύμφωνα με απόφαση της Επιτροπής κοινοποιηθείσα στη Γαλλική Δημοκρατία στις 31 Ιανουαρίου 2003 (ΕΕ C 57, σ. 5).

7        Με τις αιτιολογικές σκέψεις 33 και 53 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το μεταβατικό σύστημα δεν αποτελούσε κρατική ενίσχυση. Αντιθέτως, με τις αιτιολογικές σκέψεις 42 και 60, η Επιτροπή έκρινε ότι η διαφορά μεταξύ του επαγγελματικού φόρου που πράγματι κατέβαλε η FT και αυτού που θα όφειλε να καταβάλει κατά το κοινό δίκαιο μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1994 και 31ης Δεκεμβρίου 2002 συνιστούσε κρατική ενίσχυση τεθείσα παρανόμως σε εφαρμογή, κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ.

8        Η επίδικη απόφαση δεν καθόρισε το ακριβές ποσό που έπρεπε να ανακτηθεί. Ωστόσο, η Επιτροπή έκρινε, με την αιτιολογική σκέψη 59 της αποφάσεως αυτής, ότι το εν λόγω ποσό κυμαινόταν μεταξύ 798 και 1 140 εκατομμυρίων ευρώ ως κεφάλαιο, πλέον τόκων από την ημερομηνία κατά την οποία οι εν λόγω ενισχύσεις τέθηκαν στη διάθεση του λήπτη μέχρι την ημερομηνία της ανακτήσεώς τους. Συναφώς, επισημαίνεται στην ίδια αιτιολογική σκέψη ότι το ακριβές ποσό της προς ανάκτηση ενισχύσεως θα προσδιοριζόταν από την Επιτροπή, σε συνεργασία με τις γαλλικές αρχές, στο πλαίσιο της διαδικασίας αναζητήσεως, το αργότερο δε πριν από την 1η Νοεμβρίου 2004.

9        Το διατακτικό της επίδικης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

Η κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε παράνομα από τη Γαλλία, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 88, παράγραφος 3, [ΕΚ], υπέρ της France Télécom για το καθεστώς του επαγγελματικού φόρου που έτυχε εφαρμογής στην εν λόγω επιχείρηση κατά τη διάρκεια της περιόδου από 1ης Ιανουαρίου 1994 μέχρι 31ης Δεκεμβρίου 2002 [με βάση το νόμο αριθ. 90-568 (άρθρο 18) και το άρθρο 1654 του γενικού φορολογικού κώδικα (CGI)] είναι ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά.

Άρθρο 2

1.      Η Γαλλία λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την ανάκτηση της ενίσχυσης που ορίστηκε στο άρθρο 1 από τη France Télécom.

2.      Η ανάκτηση πραγματοποιείται αμέσως σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας, υπό τον όρο ότι επιτρέπουν την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της απόφασης.

3.      Οι ανακτώμενες ενισχύσεις περιλαμβάνουν τόκους από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν στη διάθεση της δικαιούχου, μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής τους ανάκτησης.

4.      Οι τόκοι υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΚ) 794/2004, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ [ΕΕ L 140, σ. 1].

Άρθρο 3

Η Γαλλία ενημερώνει την Επιτροπή εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, για τα μέτρα που προτίθεται να λάβει ή που έλαβε για την εφαρμογή της. Για τον σκοπό αυτό, η Γαλλία χρησιμοποιεί το συνημμένο ερωτηματολόγιο στην παρούσα απόφαση.

[…]»

10      Μεταξύ της 17ης Σεπτεμβρίου 2004 και της 10ης Αυγούστου 2006, ανταλλάχθηκαν μεταξύ των γαλλικών αρχών και της Επιτροπής πολυάριθμα έγγραφα αφορώντα τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν προς διασφάλιση της εκτελέσεως της επίδικης αποφάσεως. Επιπλέον, διεξήχθησαν προς τούτο πλείονες συσκέψεις μεταξύ της Επιτροπής και των αρχών αυτών.

11      Κατά τη διάρκεια των ανταλλαγών αυτών, η Επιτροπή, με ανακοίνωση της 23ης Δεκεμβρίου 2005, πρότεινε τον καθορισμό του ποσού της ενισχύσεως της οποίας έτυχε η FT ως εξής:

–        για το διάστημα 1994-1999, σε ποσό 635 εκατομμυρίων ευρώ πλην τόκων, και

–        για το διάστημα 2000-2002, σε ποσό 293 εκατομμυρίων ευρώ πλην τόκων.

12      Έτσι, κατά την Επιτροπή, το ποσό της ενισχύσεως αυτής ανήλθε σε 928 εκατομμύρια ευρώ πλην τόκων. Με την ίδια ανακοίνωση, η Επιτροπή κάλεσε τις γαλλικές αρχές να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την ανάκτηση του ποσού αυτού και των σχετικών τόκων από τον λήπτη και να την πληροφορήσουν συναφώς μέχρι τις 20 Ιανουαρίου 2006.

13      Με την εν λόγω ανακοίνωση, η Επιτροπή επισήμανε επίσης στις γαλλικές αρχές ότι, αν επιθυμούσαν να προβούν σε συγκεκριμένες και εποικοδομητικές διευκρινίσεις και τροποποιήσεις της προτάσεως που είχε επιλεγεί, έπρεπε να της τις διαβιβάσουν μέχρι την ίδια ημερομηνία.

14      Η Επιτροπή, επειδή δεν ήταν ικανοποιημένη από την ανταπόκριση των εν λόγω αρχών στο αίτημά της, αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο.

 Επί της προσφυγής

 Επιχειρηματολογία των διαδίκων

15      Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι, περισσότερα από δύο έτη μετά την έκδοση της επίδικης αποφάσεως, η επίμαχη ενίσχυση ουδόλως έχει επιστραφεί. Η διαδικασία εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής σε εθνικό επίπεδο, έστω και όσον αφορά το ποσό που αντιστοιχεί στο κατώτατο όριο της αιτιολογικής σκέψεως 59 της επίδικης αποφάσεως, δηλαδή το ποσό των 798 εκατομμυρίων ευρώ πλέον τόκων, δεν έχει κινηθεί.

16      Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η παράλειψη ανακτήσεως της ενισχύσεως δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από πρακτικές δυσχέρειες κατά τον καθορισμό του προς επιστροφή ποσού. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή και το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος οφείλουν, σύμφωνα με την υποχρέωση του άρθρου 10 ΕΚ, να συνεργαστούν καλόπιστα προκειμένου να υπερβούν τις δυσχέρειες αυτές.

17      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι διατύπωσε προτάσεις ως προς το ποσό της προς αναζήτηση ενισχύσεως και κάλεσε τις γαλλικές αρχές να διατυπώσουν χρήσιμες υποδείξεις συναφώς. Ωστόσο, οι αρχές αυτές περιορίστηκαν στο να επικρίνουν την άποψη που έγινε δεκτή χωρίς ποτέ να προτείνουν εναλλακτικές κατευθυντήριες γραμμές.

18      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα ποσά που προβλέπονται στην αιτιολογική σκέψη 59 της επίδικης αποφάσεως δικαιολογούνται από το γεγονός ότι το ποσό της προς ανάκτηση ενισχύσεως δεν μπορεί παρά να κυμαίνεται μεταξύ 798 και 1 140 εκατομμυρίων ευρώ, ποσά τα οποία αποτελούν, αντιστοίχως, το κατώτατο και το ανώτατο όριο μεταξύ των οποίων πρέπει να καθοριστεί το τελικό ποσό.

19      Η Επιτροπή εκτιμά ότι μόνον η ανάκτηση ενός ποσού τουλάχιστον ίσου προς το κατώτατο όριο, ήτοι ποσού 798 εκατομμυρίων ευρώ, είναι αποδεκτή προς διασφάλιση της πραγματικής ανακτήσεως της κρατικής ενισχύσεως της οποίας έτυχε η FT.

20      Η Επιτροπή συνάγει εντεύθεν ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει την ορθή, άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της επίδικης αποφάσεως. Η συμπεριφορά αυτή αντιβαίνει στην υποχρέωση ειλικρινούς συνεργασίας του άρθρου 10 ΕΚ. Πράγματι, οι οικείες αρχές του κράτους μέλους αυτού ουδέποτε επέδειξαν εποικοδομητική αντιμετώπιση προκειμένου να καταστεί δυνατός ο προσδιορισμός του ποσού της επιστρεπτέας ενισχύσεως.

21      Η Γαλλική Δημοκρατία επισημαίνει ότι με την επίδικη απόφαση δεν προσδιορίστηκε το ποσό της προς ανάκτηση ενισχύσεως ούτε καθορίστηκαν τα κριτήρια ή οι παράμετροι υπολογισμού. Πράγματι, με την αιτιολογική σκέψη 59 της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή επιφύλαξε υπέρ της ίδιας την αρμοδιότητα προσδιορισμού του ποσού της προς ανάκτηση ενισχύσεως.

22      Το κράτος μέλος αυτό ισχυρίζεται ότι, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή όφειλε να της παράσχει μια αρκούντως ακριβή και αξιόπιστη μέθοδο υπολογισμού, ώστε να καθοριστεί το ποσό της επιστρεπτέας ενισχύσεως. Δεδομένου ότι αυτό δεν συνέβη, οι εθνικές αρχές δεν ήσαν σε θέση να προβούν στην ανάκτηση της ενισχύσεως αυτής.

23      Κατά την άποψη της Γαλλικής Δημοκρατίας, η ερμηνεία αυτή της επίδικης αποφάσεως δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από το ότι, δυνάμει του άρθρου 2 της αποφάσεως αυτής, οι εθνικές αρχές υποχρεούνται να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την ανάκτηση της εν λόγω ενισχύσεως. Πράγματι, το διατακτικό της εν λόγω αποφάσεως συνδέεται άρρηκτα με την αιτιολογία της, οπότε πρέπει να ερμηνεύεται λαμβανομένων υπόψη των σκέψεων που οδήγησαν στην έκδοσή της.

24      Το κράτος μέλος αυτό διευκρινίζει συναφώς ότι, ακόμη και το ποσό που αντιστοιχεί στο κατώτατο όριο της αιτιολογικής σκέψεως 59 της επίδικης αποφάσεως δεν ήταν ουσιώδες, δεδομένου ότι τα όρια αυτά είχαν ενδεικτικό μόνο χαρακτήρα, οπότε δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν τα ποσά της αποφάσεως αυτής για την ανάκτηση της ενισχύσεως.

25      Η Γαλλική Δημοκρατία υπενθυμίζει ότι, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, έλαβε τη συναίνεση της FT προκειμένου να δεσμεύσει ένα σημαντικό ποσό, δηλαδή 500 εκατομμύρια ή ακόμη και 600 εκατομμύρια ευρώ. Αυτή η δέσμευση θα στερούσε από την FT το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που υποτίθεται ότι της παρέσχε η επίμαχη ενίσχυση. Η Επιτροπή όμως απέρριψε τη λύση αυτή.

26      Το κράτος μέλος αυτό προσθέτει ότι οι εθνικές αρχές εντόπισαν τις αδυναμίες της μεθόδου υπολογισμού που χρησιμοποίησε η Επιτροπή. Επιπλέον, πολυάριθμα έγγραφα ανταλλάχθηκαν και πολυάριθμες συσκέψεις πραγματοποιήθηκαν μεταξύ των αρχών αυτών και της Επιτροπής από τον Σεπτέμβριο του 2004 μέχρι τον Αύγουστο του 2006. Κατά συνέπεια, ουδόλως συντρέχει παράβαση της υποχρεώσεως ειλικρινούς συνεργασίας του άρθρου 10 ΕΚ.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Επί της παραβάσεως των άρθρων 2 και 3 της επίδικης αποφάσεως

27      Υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι το μοναδικό μέσο άμυνας το οποίο μπορεί να επικαλεστεί ένα κράτος μέλος κατά προσφυγής περί αναγνωρίσεως παραβάσεως, ασκηθείσας από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ είναι η απόλυτη αδυναμία ορθής εκτελέσεως της αποφάσεως (αποφάσεις της 4ης Απριλίου 1995, C-348/93, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1995, σ. Ι-673, σκέψη 16, της 22ας Μαρτίου 2001, C-261/99, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2001, σ. Ι-2537, σκέψη 23, και της 2ας Ιουλίου 2002, C-499/99, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2002, σ. I-6031, σκέψη 21).

28      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι κράτος μέλος το οποίο, κατά την εκτέλεση αποφάσεως της Επιτροπής περί κρατικών ενισχύσεων, συναντά πολιτικής, νομικής ή πρακτικής φύσεως δυσχέρειες που δεν είχαν προβλεφθεί και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν ή αντιλαμβάνεται ότι θα υπάρξουν συνέπειες που δεν είχε υπολογίσει η Επιτροπή, οφείλει να θέσει τα προβλήματα αυτά στην κρίση της Επιτροπής, προτείνοντας κατάλληλες τροποποιήσεις της επίμαχης αποφάσεως. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή και το κράτος μέλος οφείλουν να συνεργασθούν καλόπιστα για να υπερπηδήσουν τις δυσκολίες, τηρουμένων πλήρως των διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ και ιδίως εκείνων που αφορούν τις ενισχύσεις (βλ. αποφάσεις Επιτροπή κατά Γαλλίας, προπαρατεθείσα, σκέψη 24, της 3ης Ιουλίου 2001, C-378/98, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 2001, σ. Ι-5107, σκέψη 31, και Επιτροπή κατά Ισπανίας, προπαρατεθείσα, σκέψεις 24 και 25).

29      Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι καμία διάταξη του κοινοτικού δικαίου δεν απαιτεί από την Επιτροπή, όταν διατάσσει την ανάκτηση ενισχύσεως κηρυχθείσας ασύμβατης προς την κοινή αγορά, να καθορίζει το ακριβές ύψος της ενισχύσεως που πρέπει να ανακτηθεί. Αρκεί η απόφαση της Επιτροπής να περιέχει στοιχεία βάσει των οποίων ο αποδέκτης της να μπορεί να καθορίσει ο ίδιος, χωρίς υπερβολικές δυσχέρειες, το ύψος αυτό (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 12ης Οκτωβρίου 2000, C-480/98, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-8717, σκέψη 25, και της 12ης Μαΐου 2005, C-415/03, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 2005, σ. I-3875, σκέψη 39).

30      Εντός του κατά τα άνω οριοθετηθέντος νομικού πλαισίου πρέπει να κριθεί η επιχειρηματολογία της Γαλλικής Δημοκρατίας.

31      Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή επιφύλαξε υπέρ της ίδιας την αρμοδιότητα προσδιορισμού του ποσού της ενισχύσεως προς ανάκτηση εις χείρας του λήπτη, υπενθυμίζεται ότι η επίδικη απόφαση επισημαίνει, στην αιτιολογική σκέψη 59, ότι το ποσό αυτό πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 798 και 1 140 εκατομμυρίων ευρώ, ως κεφάλαιο.

32      Από την αιτιολογική σκέψη 54 της αποφάσεως αυτής συνάγεται ότι το τελευταίο από τα ποσά αυτά καθορίστηκε από την Επιτροπή κατόπιν εγγράφου των γαλλικών αρχών της 15ης Μαΐου 2003, αφορώντος τη μειωμένη φορολόγηση της FT ως προς το σύστημα του επαγγελματικού φόρου μεταξύ του 1994 και του 2002. Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 58, το πρώτο από τα ποσά αυτά συνήχθη από έγγραφο των εν λόγω αρχών της 16ης Ιουλίου 2004. Εξάλλου, τα δύο αυτά ποσά διαιρέθηκαν, όπως προκύπτει από τους πίνακες που περιλαμβάνονται στις ανωτέρω σκέψεις σε ετήσια ποσά για το διάστημα που αντιστοιχεί στα έτη 1994 έως 2002.

33      Επομένως, το ποσό των 798 εκατομμυρίων ευρώ πρέπει να θεωρηθεί ως το κατώτατο όριο της προς ανάκτηση ενισχύσεως, σύμφωνα με το άρθρο 2 της επίδικης αποφάσεως. Πράγματι, το διατακτικό μιας αποφάσεως περί κρατικών ενισχύσεων συνδέεται άρρηκτα με την αιτιολογία της, οπότε πρέπει να ερμηνεύεται, εάν παρίσταται ανάγκη, λαμβανομένου υπόψη του αιτιολογικού που οδήγησε στην έκδοσή της (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 15ης Μαΐου 1997, C-355/95 P, TWD κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I-2549, σκέψη 21).

34      Δεν αμφισβητείται βεβαίως ότι, με την αιτιολογική σκέψη 59 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή διευκρίνισε πράγματι ότι θα καθόριζε η ίδια το ακριβές ποσό της προς ανάκτηση ενισχύσεως. Ωστόσο, με την εν λόγω αιτιολογική σκέψη διευκρινίστηκε επίσης ότι το ποσό αυτό θα καθορισθεί σε συνεργασία με τις γαλλικές αρχές, στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακτήσεως, το αργότερο δε πριν από την 1η Νοεμβρίου 2004. Συνεπώς, η εφαρμογή της διαδικασίας ανακτήσεως δεν εξαρτιόταν από τον καθορισμό του εν λόγω ποσού. Επομένως, το γεγονός ότι το ακριβές ποσό της προς ανάκτηση ενισχύσεως δεν είχε καθοριστεί οριστικά δεν εμπόδιζε ούτε την εκ μέρους των αρχών αυτών θέση σε εφαρμογή της διαδικασίας ανακτήσεως του κατώτατου ποσού της ενισχύσεως ούτε την αποτελεσματική τους συνεργασία για τον καθορισμό του τελικού ποσού της ενισχύσεως αυτής.

35      Υπό τις συνθήκες αυτές, ούτε το επιχείρημα της Γαλλικής Δημοκρατίας ότι τα ποσά της αιτιολογικής σκέψεως 59 της επίδικης αποφάσεως ήσαν απλώς ενδεικτικά και δεν είχαν δεσμευτική νομική ισχύ μπορεί να γίνει δεκτό.

36      Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή δεν παρέσχε αξιόπιστη μέθοδο υπολογισμού προς καθορισμό του ποσού της επιστρεπτέας ενισχύσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η σύγκριση μεταξύ, αφενός, της φορολογίας στην οποία πράγματι υποβλήθηκε η FT και, αφετέρου, αυτής που θα της επιβαλλόταν δυνάμει των κανόνων του κοινού δικαίου που διέπουν τον επαγγελματικό φόρο αποτέλεσε αντικείμενο εις βάθος αναλύσεων από τη στιγμή που κινήθηκε η διαδικασία εξετάσεως του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ.

37      Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, η Επιτροπή διαμόρφωσε παραμέτρους που μπορούσαν να παράσχουν στις γαλλικές αρχές τη δυνατότητα να προβούν σε μια τελική πρόταση ως προς το ποσό της επιστρεπτέας ενισχύσεως.

38      Η Επιτροπή παρέσχε τις αναγκαίες προς τούτο ενδείξεις, μεταξύ άλλων, με τα σημεία 25 έως 38, 60 έως 67 και 72 έως 80 της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, της 31ης Ιανουαρίου 2003, και ιδίως με τις αιτιολογικές σκέψεις 34 έως 44 της επίδικης αποφάσεως.

39      Συνεπώς, οι εθνικές αρχές διέθεταν στοιχεία που τους επέτρεπαν να προτείνουν στην Επιτροπή ένα ακριβές ποσό το οποίο αντικατοπτρίζει τη μειωμένη φορολόγηση της οποίας η FT έτυχε μεταξύ του 1994 και του 2002. Πράγματι, οι αρχές αυτές βρίσκονταν στην καλύτερη θέση όχι μόνον προκειμένου να προσδιορίσουν την κατάλληλη διαδικασία για την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθεισών κρατικών ενισχύσεων, αλλά και για τον καθορισμό των ακριβών προς ανάκτηση ποσών (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου, προπαρατεθείσα, σκέψεις 50 και 51).

40      Πράγματι, η απόφαση της Επιτροπής διαλαμβάνει τις κατάλληλες ενδείξεις που επιτρέπουν στη Γαλλική Δημοκρατία να προσδιορίσει η ίδια, χωρίς υπερβολικές δυσχέρειες, το τελικό ποσό της προς ανάκτηση ενισχύσεως, το οποίο έπρεπε να κυμαίνεται μεταξύ των ορίων που προέβλεψε η Επιτροπή.

41      Επομένως, το επιχείρημα του κράτους μέλους αυτού ότι η Επιτροπή δεν παρέσχε αρκούντως αξιόπιστη μέθοδο υπολογισμού για τον καθορισμό του ποσού της προς ανάκτηση ενισχύσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

42      Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα του εν λόγω κράτους μέλους ότι ήταν αδύνατο να καθοριστεί με βεβαιότητα το ποσό της προς ανάκτηση ενισχύσεως, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο, στις περιπτώσεις που αφορούν την ανάκτηση ενισχύσεων από μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων σε συνδυασμό με πολυάριθμους κατ’ ιδίαν παράγοντες υπολογισμού, έκρινε ότι τέτοιες δυσχέρειες κατά την εφαρμογή των οικείων αποφάσεων δεν συνιστούσαν απόλυτη αδυναμία, υπό την έννοια της προπαρατεθείσας νομολογίας (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 29ης Ιανουαρίου 1998, C-280/95, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1998, σ. I-259, σκέψεις 18 και 23, και Επιτροπή κατά Βελγίου, προπαρατεθείσα, σκέψεις 41 και 42). Δεν αποδεικνύεται από τα έγγραφα της δικογραφίας ότι τα προβλήματα που δημιουργεί, εν προκειμένω, ο υπολογισμός του ποσού της προς αναζήτηση ενισχύσεως είναι πιο σημαντικά από αυτά που αντιμετωπίστηκαν στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι προπαρατεθείσες αποφάσεις.

43      Επισημαίνεται επίσης ότι ο φόβος για εσωτερικές δυσχέρειες, στο πλαίσιο της εφαρμογής αποφάσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων δεν μπορεί να δικαιολογήσει την εκ μέρους κράτους μέλους μη τήρηση των υποχρεώσεων που υπέχει από το κοινοτικό δίκαιο (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 7ης Δεκεμβρίου 1995, C-52/95, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1995, σ. Ι-4443, σκέψη 38, της 9ης Δεκεμβρίου 1997, C-265/95, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1997, σ. I-6959, σκέψη 55, και της 29ης Ιανουαρίου 1998, Επιτροπή κατά Ιταλίας, προπαρατεθείσα, σκέψη 16).

44      Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Γαλλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 2 και 3 της επίδικης αποφάσεως καθώς και από το άρθρο 249, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.

Επί της παραβάσεως του άρθρου 10 ΕΚ

45      Υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι το άρθρο 10 ΕΚ επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να διευκολύνουν την Κοινότητα στην εκπλήρωση της αποστολής της και να απέχουν από κάθε μέτρο που δύναται να θέσει σε κίνδυνο την επίτευξη των σκοπών της Συνθήκης (βλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 2005, C-433/03, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2005, σ. I-6985, σκέψη 63).

46      Όσον αφορά την αιτίαση που διατύπωσε συναφώς η Επιτροπή στην υπό κρίση υπόθεση, παρατηρείται ότι, κατά την ανταλλαγή εγγράφων με τις γαλλικές αρχές, η οποία πραγματοποιήθηκε μετά την έκδοση της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή ζήτησε, με πολυάριθμα έγγραφα, ορισμένες ενδείξεις προκειμένου να καταλήξει, σε συμφωνία με τις αρχές αυτές, στον καθορισμό του τελικού ποσού της επιστρεπτέας ενισχύσεως.

47      Επιβάλλεται να προστεθεί ότι, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων με τις γαλλικές αρχές, προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή η επίδικη απόφαση, η Επιτροπή καθόρισε το ποσό της επιστρεπτέας ενισχύσεως, με ανακοίνωση της 23ης Δεκεμβρίου 2005, σε 928 εκατομμύρια ευρώ πλην τόκων.

48      Οι γαλλικές αρχές όμως δεν έκριναν σκόπιμο να λάβουν σαφώς θέση επί του ζητήματος αυτού ούτε να αντιπροτείνουν στην Επιτροπή συγκεκριμένο ποσό.

49      Εξάλλου, έστω και αν, καθ’ όλη τη διάρκεια της ανταλλαγής εγγράφων με την Επιτροπή μετά την έκδοση της επίδικης αποφάσεως, η Γαλλική Δημοκρατία θεώρησε ότι έπρεπε να αμφισβητήσει το βάσιμο της αποφάσεως αυτή και ιδίως τον χαρακτηρισμό του φορολογικού καθεστώτος που είχε εφαρμογή ως προς την FT μεταξύ του 1994 και του 2002, το γεγονός αυτό ουδόλως την απαλλάσσει από την υποχρέωση να εκτελέσει την εν λόγω απόφαση.

50      Η Γαλλική Δημοκρατία έθεσε επίσης πολυάριθμες ερωτήσεις αφορώσες τις παραμέτρους υπολογισμού που είναι αναγκαίες για τον καθορισμό του ποσού της προς ανάκτηση ενισχύσεως. Επιπλέον, δήλωσε επανειλημμένως ότι ήταν τεχνικώς αδύνατη η εξεύρεση μιας αξιόπιστης και ακριβούς μεθοδολογίας και, κατά συνέπεια, ο κατά τρόπο ακριβή και αναμφισβήτητο υπολογισμός των ποσών του επαγγελματικού φόρου που θα όφειλε να καταβάλει η FT αν είχε υποβληθεί στο καθεστώς επαγγελματικού φόρου του κοινού δικαίου. Το κράτος μέλος αυτό συνήγαγε εντεύθεν το συμπέρασμα, το οποίο επανέλαβε με πολυάριθμα έγγραφα, καταρτισθέντα μεταξύ του 2005 και του 2006, ότι δεν υπήρχε καμία αρκούντως σταθερή νομική βάση παρέχουσα τη δυνατότητα κινήσεως της διαδικασίας ανακτήσεως χωρίς μείζονα κίνδυνο δικαστικών αγώνων.

51      Λαμβανομένων υπόψη των ισχυρισμών αυτών και κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι η Γαλλική Δημοκρατία επέδειξε, έναντι της Επιτροπής, έλλειψη συνεργασίας όσον αφορά την παροχή της αναγκαίας συνδρομής για τη θέση της επίδικης αποφάσεως σε εφαρμογή.

52      Κατά συνέπεια, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά των εν λόγω αρχών πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά παράβαση του άρθρου 10 ΕΚ.

53      Συνεπώς, η προσφυγή της Επιτροπής είναι βάσιμη στο σύνολό της.

54      Επομένως, διαπιστώνεται ότι η Γαλλική Δημοκρατία, μη έχοντας εκτελέσει, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, την επίδικη απόφαση, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 2 και 3 της αποφάσεως αυτής, 249, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ καθώς και 10 ΕΚ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

55      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικασθεί η Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα και αυτή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Η Γαλλική Δημοκρατία, μη έχοντας εκτελέσει, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, την απόφαση 2005/709/ΕΚ της Επιτροπής, της 2ας Αυγούστου 2004, σχετικά με την κρατική ενίσχυση την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία υπέρ της France Télécom, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 2 και 3 της αποφάσεως αυτής, 249, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ καθώς και 10 ΕΚ.

2)      Καταδικάζει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.