Υπόθεση C-212/04

Κωνσταντίνος Αδενέλερ κ.λπ.

κατά

Ελληνικού Οργανισμού Γάλακτος (ΕΛΟΓ)

(αίτηση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Οδηγία 1999/70/ΕΚ — Ρήτρες 1, στοιχείο β΄, και 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου — Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα — Έννοια των “διαδοχικών συμβάσεων” και των “αντικειμενικών λόγων” που δικαιολογούν την ανανέωση των συμβάσεων αυτών — Μέτρα προς αποφυγή των καταχρήσεων — Κυρώσεις — Περιεχόμενο της υποχρεώσεως περί σύμφωνης ερμηνείας»

Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 27ης Οκτωβρίου 2005 

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 4ης Ιουλίου 2006 

Περίληψη της αποφάσεως

1.     Προδικαστικά ερωτήματα — Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου — Όρια

(Άρθρο 234 ΕΚ)

2.     Κοινωνική πολιτική — Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP — Οδηγία 1999/70

(Οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α΄)

3.     Κοινωνική πολιτική — Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP — Οδηγία 1999/70

(Οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρα 5)

4.     Κοινωνική πολιτική — Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP — Οδηγία 1999/70

(Οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρα 5, σημείο 1)

5.     Πράξεις των οργάνων — Οδηγίες — Εκτέλεση από τα κράτη μέλη

(Άρθρα 10, εδ. 2, ΕΚ και 249, εδ. 3, ΕΚ)

1.     Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, η διαδικασία του άρθρου 234 ΕΚ αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, με το οποίο το Δικαστήριο τους παρέχει τα στοιχεία ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου που είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν. Στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής, το εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της διαφοράς και το οποίο είναι το μόνο που έχει άμεση γνώση των πραγματικών περιστατικών από τα οποία προήλθε η διαφορά αυτή και πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της εκδοθησομένης δικαστικής αποφάσεως, είναι, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της υποθέσεως, σε καλύτερη έναντι παντός άλλου θέση να εκτιμήσει τόσο την ανάγκη εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, για να μπορέσει να εκδώσει τη δική του απόφαση, όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, εφόσον τα ερωτήματα αυτά αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο οφείλει, καταρχήν, να αποφανθεί επ’ αυτών.

Ωστόσο, το Δικαστήριο θεωρεί ότι οφείλει, προκειμένου να ελέγξει την αρμοδιότητά του, να εξετάσει τις συνθήκες υπό τις οποίες υποβλήθηκαν ερωτήματα από το εθνικό δικαστήριο. Συγκεκριμένα, το πνεύμα συνεργασίας που πρέπει να πρυτανεύει κατά τη λειτουργία της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως συνεπάγεται ότι το εθνικό δικαστήριο σέβεται την αποστολή που έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο και η οποία συνίσταται στη συμβολή στην απονομή της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών και όχι σε διατύπωση συμβουλευτικών γνωμών επί γενικών ή υποθετικών ερωτημάτων.

(βλ. σκέψεις 40-42)

2.     Η ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, που αποτελεί διάταξη σχετικά με τους αντικειμενικούς λόγους που μπορούν να δικαιολογήσουν την ανανέωση των συμβάσεων ή των σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου η οποία δικαιολογείται από το γεγονός και μόνον ότι προβλέπεται σε γενική νομοθετική ή κανονιστική διάταξη κράτους μέλους. Αντιθέτως, η έννοια των «αντικειμενικών λόγων» κατά την εν λόγω ρήτρα απαιτεί να δικαιολογείται η χρήση αυτού του ειδικού τύπου σχέσεων εργασίας, όπως προβλέπεται στην εθνική ρύθμιση, από την ύπαρξη συγκεκριμένων στοιχείων που άπτονται, μεταξύ άλλων, της σχετικής δραστηριότητας και των συνθηκών ασκήσεώς της.

Συγκεκριμένα, μια εθνική διάταξη που θα περιοριζόταν στο να επιτρέπει, γενικά και αφηρημένα μέσω κανόνα προβλεπομένου σε νόμο ή κανονιστική πράξη, τη χρήση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας θα ενείχε πραγματικό κίνδυνο καταχρηστικής χρήσεως αυτού του είδους των συμβάσεων και δεν θα ήταν συνεπώς συμβατή προς τον σκοπό και την πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας-πλαισίου. Έτσι, αν γινόταν δεκτό ότι μια εθνική διάταξη μπορεί, αυτοδικαίως και χωρίς άλλη διευκρίνιση, να δικαιολογεί διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, τούτο θα σήμαινε ότι αγνοείται ο σκοπός της συμφωνίας-πλαισίου, που συνίσταται στην προστασία των εργαζομένων από την αστάθεια της απασχολήσεως, και ότι καθίσταται άνευ ουσίας η αρχή ότι οι συμβάσεις αορίστου χρόνου συνιστούν τη γενική μορφή των σχέσεων εργασίας. Ειδικότερα, η χρησιμοποίηση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με μοναδικό έρεισμα μια γενική νομοθετική ή κανονιστική διάταξη, άσχετα προς το συγκεκριμένο περιεχόμενο της οικείας δραστηριότητας, δεν καθιστά δυνατή τη συναγωγή αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων προκειμένου να ελεγχθεί αν η ανανέωση των συμβάσεων αυτών ανταποκρίνεται πράγματι σε μια γνήσια ανάγκη, είναι κατάλληλη προς επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και είναι αναγκαία προς τούτο.

(βλ. σκέψεις 71-75, διατακτ. 1)

3.     Η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, η οποία αποτελεί διάταξη σχετική με τα μέτρα που αποσκοπούν στην αποτροπή της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, η οποία θεωρεί ότι μόνον οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μεταξύ των οποίων δεν μεσολαβεί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 20 εργασίμων ημερών πρέπει να θεωρούνται «διαδοχικές», υπό την έννοια της εν λόγω ρήτρας.

Συγκεκριμένα, μια τέτοια εθνική ρύθμιση πρέπει να θεωρηθεί ότι μπορεί να διακυβεύσει το αντικείμενο, τον σκοπό και την πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας-πλαισίου, καθόσον ένας τόσο αυστηρός και περιοριστικός ορισμός του διαδοχικού χαρακτήρα διαφόρων συμβάσεων εργασίας που συνήφθησαν η μία κατόπιν της άλλης θα καθιστούσε δυνατή την επί πολλά έτη προσωρινή απασχόληση των εργαζομένων, καθώς, στην πράξη, ο εργαζόμενος δεν θα είχε στην πλειονότητα των περιπτώσεων άλλη επιλογή από το να δεχθεί διακοπές της τάξεως των 20 εργασίμων ημερών στο πλαίσιο μιας αλυσίδας συμβάσεων που τον συνδέουν με τον εργοδότη του. Επιπλέον, μια εθνική ρύθμιση του είδους της επίμαχης στο πλαίσιο της κύριας δίκης υπάρχει κίνδυνος να έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνον να αποκλειστεί στην πράξη ένας μεγάλος αριθμός σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου από το ευεργέτημα της προστασίας των εργαζομένων που επιδιώκει η οδηγία 1999/70 και η συμφωνία-πλαίσιο, καθιστώντας εν πολλοίς άνευ ουσίας τον σκοπό που αυτές επιδιώκουν, αλλά και να καταστεί δυνατή η καταχρηστική χρησιμοποίηση τέτοιων σχέσεων εργασίας από τους εργοδότες.

(βλ. σκέψεις 84-86, 89, διατακτ. 2)

4.     Η συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, έχει την έννοια ότι, εφόσον η εσωτερική έννομη τάξη του οικείου κράτους μέλους δεν περιέχει, στον συγκεκριμένο τομέα, άλλο αποτελεσματικό μέτρο προς αποφυγή και, ενδεχομένως, προς επιβολή κυρώσεων για την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η εν λόγω συμφωνία-πλαίσιο εμποδίζει την εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας η οποία απαγορεύει απολύτως, στον δημόσιο τομέα και μόνον, τη μετατροπή σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μιας σειράς διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου οι οποίες, στην πραγματικότητα, αποσκοπούσαν στην κάλυψη «παγίων και διαρκών αναγκών» του εργοδότη και πρέπει να θεωρηθούν καταχρηστικές.

(βλ. σκέψη 105, διατακτ. 3)

5.     Σε περίπτωση εκπρόθεσμης μεταφοράς στην έννομη τάξη του οικείου κράτους μέλους μιας οδηγίας και εφόσον δεν υφίσταται άμεσο αποτέλεσμα των σχετικών διατάξεων της οδηγίας αυτής, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της εν λόγω οδηγίας, υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας αυτής, προκειμένου να επιτευχθούν τα επιδιωκόμενα από αυτήν αποτελέσματα, προκρίνοντας την ερμηνεία των εθνικών κανόνων που είναι η πλέον σύμφωνη προς τον σκοπό αυτό, για να καταλήξουν έτσι σε λύση συμβατή προς τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας.

Από τα ανωτέρω προκύπτει κατ’ ανάγκην ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η ημερομηνία κατά την οποία τα εθνικά μέτρα μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας τίθενται πράγματι σε ισχύ εντός του οικείου κράτους μέλους δεν συνιστά το κατάλληλο κριτήριο. Συγκεκριμένα, μια τέτοια λύση θα μπορούσε να διακυβεύσει σοβαρά την πλήρη αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου καθώς και την ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου αυτού μέσω, ιδίως, των οδηγιών. Περαιτέρω, από την ημερομηνία κατά την οποία μια οδηγία τέθηκε σε ισχύ, τα δικαστήρια των κρατών μελών οφείλουν να απέχουν στο μέτρο του δυνατού να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο κατά τρόπο ο οποίος, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας αυτής, θα μπορούσε να θέσει σοβαρά σε κίνδυνο την υλοποίηση του επιδιωκομένου από την οδηγία αυτή σκοπού.

(βλ. σκέψεις 115-116, 123-124, διατακτ. 4)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 4ης Ιουλίου 2006(*)

«Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Ρήτρες 1, στοιχείο β΄, και 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου – Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα – Έννοια των “διαδοχικών συμβάσεων” και των “αντικειμενικών λόγων” που δικαιολογούν την ανανέωση των συμβάσεων αυτών – Μέτρα προς αποφυγή των καταχρήσεων – Κυρώσεις – Περιεχόμενο της υποχρεώσεως περί σύμφωνης ερμηνείας»

Στην υπόθεση C-212/04,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, με απόφαση της 8ης Απριλίου 2004, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Μαΐου 2004, στο πλαίσιο της δίκης

Κωνσταντίνος Αδενέλερ,

Πανδώρα Κοζά-Βαλδίρκα,

Νικόλαος Μάρκου,

Αγάπη Παντελίδου,

Χριστίνα Τοπαλίδου,

Απόστολος Αλεξόπουλος,

Κωνσταντίνος Βασινιώτης,

Βασιλική Καραγιάννη,

Απόστολος Τσιτσιώνης,

Αριστείδης Ανδρέου,

Ευαγγελία Βασιλά,

Καλλιόπη Περιστέρη,

Σπυρίδων Σκλιβανίτης,

Δημοσθένης Τσελέφης,

Θεοπίστη Πατσίδου,

Δημήτριος Βογιατζής,

Ρούσα Βοσκάκη,

Βασίλειος Γιατάκης

κατά

Ελληνικού Οργανισμού Γάλακτος (ΕΛΟΓ),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann, C. W. A. Timmermans, A. Rosas και J. Malenovský, προέδρους τμήματος, J.-P. Puissochet, R. Schintgen (εισηγητή), N. Colneric, J. Klučka, U. Lõhmus και E. Levits, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Σεπτεμβρίου 2005,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–       ο Κ. Αδενέλερ και οι λοιποί 17 ενάγοντες της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενοι από τους δικηγόρους Β. Χριστιανό, Α. Καζάκο και Κ. Νικολουτσόπουλο,

–       ο Ελληνικός Οργανισμός Γάλακτος (ΕΛΟΓ), εκπροσωπούμενος από τους δικηγόρους K. Μαμελή, Π. Τσελεπίδη και Ι. Τσιτουρίδη,

–       η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Σαμώνη-Ράντου και E.-M. Μαμούνα, καθώς και από τους Ι. Μπακόπουλο και Β. Κυριαζόπουλο,

–       η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τις M. Πατακιά και N. Yerrell,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 27ης Οκτωβρίου 2005,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των ρητρών 1 και 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο) και η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ L 175, σ. 43), καθώς και την έκταση της υποχρεώσεως σύμφωνης ερμηνείας που υπέχουν τα δικαστήρια των κρατών μελών.

2       Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Κ. Αδενέλερ και 17 άλλων μισθωτών εργαζομένων και του εργοδότη τους, του Ελληνικού Οργανισμού Γάλακτος (στο εξής: ΕΛΟΓ), σχετικά με τη μη ανανέωση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που είχαν συνάψει με αυτόν.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινοτική ρύθμιση

3       Η οδηγία 1999/70 στηρίζεται στο άρθρο 139, παράγραφος 2, ΕΚ και αποσκοπεί, σύμφωνα με το άρθρο της 1, «στην υλοποίηση της συμφωνίας-πλαισίου […] που εμφαίνεται στο παράρτημα και η οποία συνήφθη […] μεταξύ διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα (CES, UNICE και CEEP)».

4       Από την τρίτη, την έκτη, την έβδομη, τη δέκατη τρίτη, τη δέκατη τέταρτη, τη δέκατη πέμπτη και τη δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω οδηγίας, καθώς και από το πρώτο έως το τρίτο εδάφιο του προοιμίου και τα σημεία 3, 5 έως 8 και 10 των γενικών παρατηρήσεων της συμφωνίας-πλαισίου προκύπτει ότι:

–       η δημιουργία της εσωτερικής αγοράς πρέπει να οδηγήσει σε βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα μέσω της προσέγγισης των εν λόγω συνθηκών με στόχο την πρόοδο, ιδίως όσον αφορά τις μορφές εργασίας, εκτός της εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να επιτευχθεί καλύτερη ισορροπία μεταξύ ευελιξίας του χρόνου εργασίας και ασφάλειας των εργαζομένων,

–       οι σκοποί αυτοί δεν μπορούν να υλοποιηθούν ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, οπότε κρίθηκε ενδεδειγμένο να χρησιμοποιηθεί ένα νομικά δεσμευτικό κοινοτικό μέτρο, που θα καταρτιστεί σε πλήρη συνεργασία με τους αντιπροσωπευτικούς κοινωνικούς εταίρους,

–       τα μέρη της συμφωνίας-πλαισίου αναγνωρίζουν ότι, αφενός, οι συμβάσεις αορίστου χρόνου είναι και θα συνεχίσουν να είναι η γενική μορφή εργασιακών σχέσεων, καθόσον συμβάλλουν στην ποιότητα ζωής των εργαζομένων και στη βελτίωση της απόδοσής τους, αλλ’ ότι, αφετέρου, οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ανταποκρίνονται, σε ορισμένες περιστάσεις, στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων,

–       η συμφωνία-πλαίσιο προβλέπει τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με την εργασία ορισμένου χρόνου, καθορίζοντας, μεταξύ άλλων, ένα γενικό πλαίσιο για τη διασφάλιση της ίσης μεταχειρίσεως των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, προστατεύοντάς τους από τις διακρίσεις, καθώς και για την πρόληψη των καταχρήσεων που απορρέουν από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, παραπέμποντας στα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των εν λόγω αρχών και απαιτήσεων, προκειμένου να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά στοιχεία των συγκεκριμένων εθνικών, τομεακών και εποχιακών καταστάσεων,

–       έτσι, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεώρησε ότι η προσήκουσα πράξη για την υλοποίηση αυτής της συμφωνίας-πλαισίου είναι μια οδηγία, καθόσον δεσμεύει τα κράτη μέλη ως προς το αποτέλεσμα που πρέπει να επιτευχθεί, αφήνοντας τον τύπο και τα μέσα στην αρμοδιότητά τους,

–       όσον αφορά ειδικότερα τους όρους που χρησιμοποιούνται στη συμφωνία-πλαίσιο, χωρίς να ορίζονται επακριβώς, η οδηγία 1999/70 αφήνει στα κράτη μέλη τη μέριμνα να ορίσουν τους εν λόγω όρους σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο ή/και τις εθνικές τους πρακτικές, υπό την προϋπόθεση ότι οι ορισμοί αυτοί δεν θα είναι αντίθετοι προς τη συμφωνία-πλαίσιο,

–       κατά τα συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας-πλαισίου, η χρησιμοποίηση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου βάσει αντικειμενικών λόγων αποτελεί ένα μέσον για να προληφθούν οι καταχρήσεις εις βάρος των εργαζομένων.

5       Σκοπός της συμφωνίας-πλαισίου, σύμφωνα με τη ρήτρα της 1, είναι:

«α)      η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της μη διάκρισης·

β)      η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου».

6       Η ρήτρα 2 της συμφωνίας-πλαισίου προβλέπει τα εξής:

«1.      Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος.

2.      Τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να αποφασίσουν ότι η παρούσα συμφωνία δεν εφαρμόζεται:

α)      στις σχέσεις βασικής επαγγελματικής κατάρτισης και τα συστήματα μαθητείας·

β)      στις συμβάσεις ή τις σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού δημόσιου ή από το δημόσιο υποστηριζόμενου προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης.»

7       Η ρήτρα 3 της ίδιας συμφωνίας-πλαισίου έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, νοούνται:

1.      ως “εργαζόμενος ορισμένου χρόνου” ένα πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, η ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος·

2.      ως “αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου” ο εργαζόμενος που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου στην ίδια επιχείρηση, και απασχολείται στην ίδια ή παρόμοια εργασία/απασχόληση, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων. Όπου δεν υπάρχει αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου στην ίδια εκμετάλλευση, η σύγκριση πρέπει να γίνεται με αναφορά στην εκάστοτε εφαρμοζόμενη συλλογική σύμβαση, ή όταν δεν υπάρχει οικεία συλλογική σύμβαση, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ή τις εθνικές συλλογικές συμβάσεις ή πρακτικές.»

8       Η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου προβλέπει τα εξής:

«1.      Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, για την πρόληψη των καταχρήσεων λαμβάνουν, κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

α)      αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας·

β)      τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου·

γ)      τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας.

2.      Τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου:

α)      θεωρούνται “διαδοχικές”·

β)      χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου.»

9       Η ρήτρα 8 της συμφωνίας-πλαισίου ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη ή/και οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να διατηρήσουν ή να εισαγάγουν ευνοϊκότερες διατάξεις για τους εργαζομένους από τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας.

[…]

3.      Η εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επαρκή αιτιολογία για την υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων στον τομέα που καλύπτεται από την παρούσα συμφωνία.

[…]»

10     Σύμφωνα με το άρθρο 2, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 1999/70:

«Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι απαραίτητες για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο στις 10 Ιουλίου 2001 ή διασφαλίζουν, το αργότερο την ημερομηνία αυτή, ότι οι κοινωνικοί εταίροι λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα μέσω συμφωνίας, τα δε κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο που να τους επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να διασφαλίζουν τα αποτελέσματα που επιβάλλει η παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν αμέσως σχετικά την Επιτροπή.

Τα κράτη μέλη μπορούν, εάν είναι απαραίτητο και ύστερα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους προκειμένου να ληφθούν υπόψη ιδιαίτερες δυσχέρειες ή η υλοποίηση με συλλογική σύμβαση, να διαθέτουν συμπληρωματικό χρονικό διάστημα ενός έτους κατ’ ανώτατο όριο. Οφείλουν να πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή για τα ζητήματα αυτά.»

11     Το άρθρο 3 της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

 Η εθνική ρύθμιση

12     Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε η Επιτροπή, η Ελληνική Κυβέρνηση ενημέρωσε το θεσμικό αυτό όργανο ότι προετίθετο να κάνει χρήση της ευχέρειας, που προβλέπει το άρθρο 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 1999/70, να λάβει συμπληρωματική προθεσμία για τη λήψη των μέτρων εφαρμογής της οδηγίας αυτής, οπότε η εν λόγω προθεσμία έληξε, λόγω της παράτασης αυτής, στις 10 Ιουλίου 2002.

13     Η μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στην ελληνική έννομη τάξη πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2003.

14     Συγκεκριμένα, το προεδρικό διάταγμα 81/2003, περί ρυθμίσεων για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου (ΦΕΚ A΄ 77/2.4.2003), που αποτελεί το πρώτο μέτρο μεταφοράς της οδηγίας 1999/70, τέθηκε σε ισχύ στις 2 Απριλίου 2003.

15     Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του εν λόγω προεδρικού διατάγματος ορίζει ότι το διάταγμα αυτό «εφαρμόζεται στους εργαζόμενους με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου».

16     Εν συνεχεία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1 του προεδρικού διατάγματος 180/2004 (ΦΕΚ A΄ 160/23.8.2004), το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 23 Αυγούστου 2004, το άρθρο 2, παράγραφος 1, του εν λόγω προεδρικού διατάγματος αντικαταστάθηκε από το ακόλουθο κείμενο:

«Το παρόν προεδρικό διάταγμα εφαρμόζεται στους εργαζόμενους με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίοι απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα […]».

17     Όπως είχε αρχικώς, το άρθρο 5 του προεδρικού διατάγματος 81/2003, που τιτλοφορείται «Κανόνες προστασίας εργαζομένων και αποφυγής καταστρατηγήσεων σε βάρος τους», προέβλεπε τα εξής:

«1.      Η χωρίς περιορισμό ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου είναι επιτρεπτή, αν δικαιολογείται από έναν αντικειμενικό λόγο.

α)      Αντικειμενικός λόγος υφίσταται ιδίως:

[…] Αν η σύναψη σύμβασης για ορισμένο χρόνο επιβάλλεται από διάταξη νόμου ή κανονιστική πράξη [...].

β)      Αντικειμενικός λόγος τεκμαίρεται, επιτρεπομένης της ανταπόδειξης από τον εργαζόμενο, ότι υφίσταται σε τομείς δραστηριοτήτων που δικαιολογείται λόγω της φύσης τους και της απασχόλησης σε αυτούς […].

[…]

3.      Σε περίπτωση που η χρονική διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να συντρέχει ένας από τους λόγους της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, υπερβαίνει συνολικά τα δύο (2) έτη, τεκμαίρεται ότι με αυτές επιδιώκεται η κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης με συνέπεια τη μετατροπή αυτών σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Αν στο χρονικό διάστημα των δύο ετών ο αριθμός των ανανεώσεων των σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας υπερβαίνει τις τρεις (3), χωρίς να συντρέχει ένας από τους λόγους της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, τεκμαίρεται ότι με αυτές επιδιώκεται η κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης με συνέπεια τη μετατροπή των συμβάσεων αυτών σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου.

Το βάρος της ανταπόδειξης σε κάθε περίπτωση φέρει ο εργοδότης.

4.      “Διαδοχικές” θεωρούνται οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίζονται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου, με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, και δεν μεσολαβεί μεταξύ τους χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι (20) εργάσιμων ημερών.

5.      Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε συμβάσεις ή ανανεώσεις συμβάσεων ή σχέσεις εργασίας που συνάπτονται μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος διατάγματος.»

18     Μετά τη θέση σε ισχύ του προεδρικού διατάγματος 180/2004, το εν λόγω άρθρο 5 έχει ως εξής:

«1.      Η χωρίς περιορισμό ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου είναι επιτρεπτή, αν δικαιολογείται από έναν αντικειμενικό λόγο. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται ιδίως:

Αν δικαιολογείται από τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα του εργοδότη ή της επιχείρησης, ή από ειδικούς λόγους ή ανάγκες, εφόσον τα στοιχεία αυτά προκύπτουν αμέσως ή εμμέσως από την οικεία σύμβαση, όπως η προσωρινή αναπλήρωση μισθωτού, η εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα, η προσωρινή σώρευση εργασίας, ή εάν η ορισμένη διάρκεια βρίσκεται σε συνάρτηση με εκπαίδευση ή κατάρτιση, ή γίνεται με σκοπό τη διευκόλυνση μετάβασης του εργαζομένου σε συναφή απασχόληση, ή γίνεται για την πραγματοποίηση συγκεκριμένου έργου ή προγράμματος ή συνδέεται με συγκεκριμένο γεγονός […].

[…]

3.      Σε περίπτωση που η χρονική διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου υπερβαίνει συνολικά τα δύο (2) έτη, τεκμαίρεται ότι με αυτές επιδιώκεται η κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης με συνέπεια τη μετατροπή αυτών σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Αν στο χρονικό διάστημα των δύο ετών ο αριθμός των ανανεώσεων των σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας υπερβαίνει τις τρεις (3), τεκμαίρεται ότι με αυτές επιδιώκεται η κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, με συνέπεια τη μετατροπή των συμβάσεων αυτών σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου.

Το βάρος της ανταπόδειξης σε κάθε περίπτωση φέρει ο εργοδότης.

4.      “Διαδοχικές” θεωρούνται οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίζονται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζομένου, με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας και δεν μεσολαβεί μεταξύ τους χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των σαράντα πέντε (45) ημερών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι μη εργάσιμες ημέρες.

Προκειμένου περί ομίλου επιχειρήσεων για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου στην έννοια του όρου «ίδιου εργοδότη» περιλαμβάνονται και οι επιχειρήσεις του ομίλου.

5.      Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε συμβάσεις ή ανανεώσεις συμβάσεων ή σχέσεις εργασίας που συνάπτονται μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος διατάγματος.»

19     Το άρθρο 21 του νόμου 2190/1994, περί συστάσεως ανεξάρτητης αρχής για την επιλογή προσωπικού και ρύθμισης θεμάτων διοίκησης (ΦΕΚ A΄ 28/3.3.1994), ορίζει τα εξής:

«1.      Οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα […] επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των επόμενων παραγράφων.

2.      Η διάρκεια απασχόλησης του προσωπικού της παραγράφου 1 δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ (8) μήνες σε συνολικό χρόνο δώδεκα (12) μηνών. Στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις (4) μήνες για το ίδιο άτομο. Παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου είναι άκυρες.»

20     Το προεδρικό διάταγμα 164/2004, περί ρυθμίσεων για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα (ΦΕΚ A΄ 134/19.7.2004), μετέφερε την οδηγία 1999/70 στην ελληνική νομοθεσία που εφαρμόζεται στο προσωπικό του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Τέθηκε σε ισχύ στις 19 Ιουλίου 2004.

21     Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του εν λόγω προεδρικού διατάγματος:

«Οι διατάξεις αυτού του διατάγματος εφαρμόζονται στο προσωπικό του δημόσιου τομέα [...] καθώς και στο προσωπικό των δημοτικών και κοινοτικών επιχειρήσεων, το οποίο εργάζεται με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ή σύμβαση έργου ή άλλη σύμβαση ή σχέση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας.»

22     Το άρθρο 5 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες διατάξεις:

«1.      Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών.

2.      Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης.

[…]

4.      Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών […]».

23     Το άρθρο 11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 περιέχει τις ακόλουθες μεταβατικές διατάξεις:

«1.      Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)      Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δεκαοκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση.

β)      Ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου α΄ να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση. […]

γ)      Το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον το οποίο υπηρετεί ο φορέας αυτός.

δ)      Ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση […].

4.       Στις διατάξεις αυτού του άρθρου υπάγονται οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα […] καθώς και στις δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις […].

5.      Στις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η προϋπόθεση του εδαφίου α΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά τον χρόνο λήξης της σύμβασης.

[…]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

24     Από τον φάκελο που το αιτούν δικαστήριο διαβίβασε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι οι ενάγοντες της κύριας δίκης, οι οποίοι ασκούν τα επαγγέλματα των δειγματοληπτών, γραμματέων, τεχνικών και κτηνιάτρων, συνήψαν από τον Μάιο του 2001 και πριν από την καταληκτική ημερομηνία κατά την οποία η οδηγία 1999/70 θα έπρεπε να μεταφερθεί στην ελληνική έννομη τάξη, ήτοι στις 10 Ιουλίου 2002, με τον ΕΛΟΓ, νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου το οποίο ανήκει στον δημόσιο τομέα, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, διάφορες διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, οι τελευταίες των οποίων έληξαν μεταξύ Ιουνίου και Σεπτεμβρίου 2003 χωρίς να ανανεωθούν (στο εξής: επίμαχες συμβάσεις). Όλες οι συμβάσεις αυτές, τόσο η αρχική όσο και αυτές που τη διαδέχονταν, συνάπτονταν για διάρκεια 8 μηνών και μεταξύ των διαφόρων συμβάσεων παρεμβαλλόταν χρονικό διάστημα το οποίο κυμαινόταν από 22 ημέρες κατ’ ελάχιστον έως 10 μήνες και 26 ημέρες κατ’ ανώτατο όριο. Οι ενάγοντες της κύριας δίκης επαναπασχολούνταν κάθε φορά στην ίδια θέση εργασίας για την οποία είχε συναφθεί η αρχική σύμβαση. Όλοι οι οικείοι εργαζόμενοι είχαν σύμβαση ορισμένου χρόνου κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του προεδρικού διατάγματος 81/2003.

25     Μετά τη μη ανανέωση των συμβάσεών τους εργασίας, οι ενδιαφερόμενοι είναι είτε άνεργοι είτε απασχολούνται προσωρινά στον ΕΛΟΓ κατόπιν δικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

26     Οι ενάγοντες της κύριας δίκης άσκησαν εν συνεχεία αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ζητώντας να αναγνωρισθεί ότι οι επίμαχες συμβάσεις πρέπει να θεωρηθούν συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, σύμφωνα με τη συμφωνία-πλαίσιο. Προς τούτο, ισχυρίζονται ότι παρείχαν στον ΕΛΟΓ κανονικά την εργασία τους καλύπτοντας «πάγιες και διαρκείς ανάγκες» κατά την έννοια της εθνικής ρυθμίσεως, οπότε η διαδοχική σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με τον εργοδότη τους ήταν καταχρηστική, εφόσον ουδείς αντικειμενικός λόγος δικαιολογεί την προβλεπόμενη στο άρθρο 21, παράγραφος 2, του νόμου 2190/1994 απαγόρευση μετατροπής των επίμαχων σχέσεων εργασίας σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου.

27     Κατά το αιτούν δικαστήριο, ένας τέτοιος αναχαρακτηρισμός των επίμαχων συμβάσεων αποτελεί αναγκαίο πρόκριμα για την απόφαση σχετικά με άλλες αξιώσεις των εναγόντων της κύριας δίκης, όπως είναι η αναπρόσληψή τους και η καταβολή μισθών υπερημερίας.

28     Το αιτούν δικαστήριο, κρίνοντας ότι η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου παρέχει στα κράτη μέλη ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για τη μεταφορά της στην εσωτερική έννομη τάξη τους και δεν έχει επαρκώς σαφή και μη εξαρτώμενο από προϋποθέσεις χαρακτήρα προς παραγωγή αμέσου αποτελέσματος, διερωτάται κατ’ αρχάς από ποια ημερομηνία, σε περίπτωση εκπρόθεσμης μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 1999/70, το ελληνικό δίκαιο πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με την οδηγία αυτή. Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει συναφώς διάφορες ημερομηνίες, ήτοι την ημερομηνία δημοσιεύσεως της εν λόγω οδηγίας στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία αντιστοιχεί στην ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της, την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας μεταφοράς και την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του προεδρικού διατάγματος 81/2003.

29     Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εν συνεχεία ως προς το περιεχόμενο της έννοιας των «αντικειμενικών λόγων», κατά τη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου, οι οποίοι μπορούν να δικαιολογήσουν την ανανέωση των συμβάσεων ή των σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του προεδρικού διατάγματος 81/2003 το οποίο επιτρέπει τη χωρίς περιορισμό ανανέωση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, όταν, μεταξύ άλλων, η διάρκεια της συμβάσεως επιβάλλεται από διάταξη νόμου ή κανονιστική διάταξη.

30     Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης ως προς το αν οι προϋποθέσεις της ανανεώσεως των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, όπως προκύπτουν από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 5, παράγραφοι 3 και 4, του προεδρικού διατάγματος 81/2003, συνάδουν με την αρχή της αναλογικότητας και την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας 1999/70.

31     Τέλος, αφού διαπίστωσε ότι είναι καταχρηστική, στην πράξη, η χρησιμοποίηση του άρθρου 21 του νόμου 2190/1994 ως βάσεως για τη σύναψη διεπομένων από το ιδιωτικό δίκαιο συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, ενώ οι συμβάσεις αυτές έχουν ως αντικείμενο την κάλυψη «παγίων και διαρκών αναγκών», το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, στην περίπτωση αυτή, η κατά την παράγραφο 2, τελευταία περίοδος, του εν λόγω άρθρου 21 απαγόρευση μετατροπής των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου θίγει την πρακτική αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου και αν αυτή είναι σύμφωνη προς τον σκοπό της ρήτρας 1, στοιχείο β΄, της συμφωνίας-πλαισίου, ο οποίος συνίσταται στην αποτροπή των καταχρήσεων που απορρέουν από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

32     Υπό τις συνθήκες αυτές, το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα, όπως διορθώθηκαν με απόφαση του δικαστηρίου αυτού της 5ης Ιουλίου 2004:

«1)      Ο εθνικός δικαστής πρέπει να ερμηνεύει το εθνικό του Δίκαιο –στο μέτρο του δυνατού– σύμφωνα με οδηγία, η οποία μεταφέρθηκε εκπρόθεσμα στην εσωτερική έννομη τάξη, από

α)      το χρονικό σημείο που τέθηκε σε ισχύ η οδηγία ή

β)      το χρονικό σημείο που παρήλθε άπρακτη η προθεσμία μεταφοράς της στο εθνικό δίκαιο ή

γ)      το χρονικό σημείο που τέθηκε σε ισχύ το εθνικό μέτρο προσαρμογής;

2)      Η ρήτρα 5, [σημείο] 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου […] έχει την έννοια ότι αντικειμενικό λόγο συνεχών ανανεώσεων ή κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου μπορεί να αποτελεί, εκτός από τους λόγους που συνδέονται με τη φύση, το είδος, τα χαρακτηριστικά της παρεχόμενης εργασίας ή άλλους παρεμφερείς λόγους, το ότι απλώς και μόνον η σύναψη σύμβασης για ορισμένο χρόνο επιβάλλεται από διάταξη νόμου ή κανονιστική διάταξη;

3)      α)     Η εθνική διάταξη και, συγκεκριμένα, η διάταξη του άρθρου 5, παράγραφος 4, του Π.Δ. 81/2003, η οποία ορίζει ότι διαδοχικές συμβάσεις είναι εκείνες που καταρτίζονται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζομένου με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας και δεν μεσολαβεί μεταξύ τους χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι (20) ημερών, είναι συμβατή με τη ρήτρα 5, [σημεία] 1 και 2, της συμφωνίας-πλαισίου […];

         β)     Η ρήτρα 5, [σημεία] 1 και 2, της συμφωνίας-πλαισίου […] μπορεί να ερμηνευθεί με την έννοια ότι ο εργαζόμενος συνδέεται κατά τεκμήριο με τον εργοδότη του με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, μόνον όταν συντρέχει η προϋπόθεση που ορίζει η εθνική διάταξη του άρθρου 5, παράγραφος 4, του Π.Δ. 81/2003;

4)      Είναι συμβατή με την αρχή της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου και τον σκοπό της ρήτρας 5, [σημεία] 1 και 2, σε συνδυασμό με τη ρήτρα 1 της συμφωνίας-πλαισίου […], η απαγόρευση μετατροπής διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου από την εθνική διάταξη του άρθρου 21 του νόμου 2190/1994, οι οποίες συνάπτονται βέβαια ως ορισμένου χρόνου για την κάλυψη εκτάκτων ή εποχικών αναγκών του εργοδότη, αλλά με σκοπό να καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες του;»

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως

 Παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

33     Η Επιτροπή, χωρίς να προβάλει ρητώς το απαράδεκτο του πρώτου ερωτήματος, φρονεί ότι δεν είναι σαφής η λυσιτέλεια του ζητήματος αυτού για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Στηρίζει τις αμφιβολίες της συναφώς στο γεγονός ότι οι συμβάσεις έληξαν μετά τη θέση σε ισχύ του προεδρικού διατάγματος 81/2003, το οποίο αποσκοπούσε ακριβώς στη μεταφορά της οδηγίας 1999/70 στην ελληνική έννομη τάξη. Έτσι, δεν είναι σαφής ο λόγος για τον οποίο το αιτούν δικαστήριο θέτει το ερώτημα της υποχρεώσεως, την οποία υπείχε ήδη πριν από τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας αυτής, να ερμηνεύει το εθνικό του δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς την εν λόγω οδηγία.

34     Η Ελληνική Κυβέρνηση θέτει εν αμφιβόλω τη λυσιτέλεια του δευτέρου και του τρίτου ερωτήματος για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

35     Παρατηρεί συναφώς ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφος 1, του προεδρικού διατάγματος 81/2003, όπως τροποποιήθηκε με το προεδρικό διάταγμα 180/2004, οι διατάξεις του πρώτου από τα δύο αυτά διατάγματα είχαν εφαρμογή μόνο στους μισθωτούς εργαζομένους που απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα και συνδέονταν με τον εργοδότη τους με σύμβαση ορισμένου χρόνου.

36     Αντιθέτως, όσον αφορά το προσωπικό του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, η μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 1999/70 πραγματοποιήθηκε με το προεδρικό διάταγμα 164/2004. Το προεδρικό αυτό διάταγμα όμως, λαμβανομένων υπόψη των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου του 11, ρύθμισε τις συνέπειες που προέκυψαν από την εκπρόθεσμη μεταφορά της οδηγίας αυτής.

37     Το εν λόγω άρθρο 11 μετέτρεψε σε αορίστου χρόνου τις διαδοχικές συμβάσεις εργασίας που είχαν συναφθεί με το προσωπικό του δημοσίου τομέα τον Ιούλιο του 2002 −που αποτελεί την καταληκτική ημερομηνία που ορίστηκε για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 1999/70−, υπό την προϋπόθεση ότι οι συμβάσεις αυτές ήσαν εν ισχύι στις 19 Ιουλίου 2004, ήτοι την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του προεδρικού διατάγματος 164/2004, ή είχαν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των προ της ημερομηνίας αυτής τριών μηνών.

38     Κατά συνέπεια, το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα, που υποβλήθηκαν αναφορικά προς τις διατάξεις του προεδρικού διατάγματος 81/2003, στερούνται αντικειμένου μετά τη θέση σε ισχύ του προεδρικού διατάγματος 164/2004, καθόσον το πρώτο από τα δύο αυτά προεδρικά διατάγματα δεν είχε εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης. Άλλωστε, 9 από τους 18 ενάγοντες της κύριας δίκης πληρούν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη μετατροπή των εργασιακών τους σχέσεων σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

39     Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, βάσει του άρθρου 234 ΕΚ, το δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει ζήτημα ερμηνείας της Συνθήκης ΕΚ ή παραγώγων πράξεων των θεσμικών οργάνων της Κοινότητας, μπορεί ή, ενδεχομένως, οφείλει να κρίνει ότι είναι αναγκαία μια απόφαση για την έκδοση της δικής του αποφάσεως, να ζητήσει από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 21ης Μαρτίου 2002, C-451/99, Cura Anlagen, Συλλογή 2002, σ. I‑3193, σκέψη 22, και της 22ας Νοεμβρίου 2005, C-144/04, Mangold, Συλλογή 2005, σ. Ι-9981, σκέψη 33).

40     Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, η διαδικασία του άρθρου 234 ΕΚ αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, με το οποίο το Δικαστήριο τους παρέχει τα στοιχεία ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου που είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 12ης Ιουνίου 2003, C‑112/00, Schmidberger, Συλλογή 2003, σ. I‑5659, σκέψη 30 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

41     Στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής, το εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της διαφοράς και το οποίο είναι το μόνο που έχει άμεση γνώση των πραγματικών περιστατικών από τα οποία προήλθε η διαφορά αυτή και πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της εκδοθησομένης δικαστικής αποφάσεως, είναι, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της υποθέσεως, σε καλύτερη έναντι παντός άλλου θέση να εκτιμήσει τόσο την ανάγκη εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, για να μπορέσει να εκδώσει τη δική του απόφαση, όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, εφόσον τα ερωτήματα αυτά αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο οφείλει, καταρχήν, να αποφανθεί επ’ αυτών (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσες αποφάσεις Schmidberger, σκέψη 31, καθώς και Mangold, σκέψεις 34 και 35).

42     Ωστόσο, το Δικαστήριο θεωρεί ότι οφείλει, προκειμένου να ελέγξει την αρμοδιότητά του, να εξετάσει τις συνθήκες υπό τις οποίες υποβλήθηκαν ερωτήματα από το εθνικό δικαστήριο. Συγκεκριμένα, το πνεύμα συνεργασίας που πρέπει να πρυτανεύει κατά τη λειτουργία της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως συνεπάγεται ότι το εθνικό δικαστήριο σέβεται την αποστολή που έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο και η οποία συνίσταται στη συμβολή στην απονομή της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών και όχι σε διατύπωση συμβουλευτικών γνωμών επί γενικών ή υποθετικών ερωτημάτων (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Mangold, σκέψη 36 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

43     Έχοντας υπόψη του την αποστολή αυτή, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν μπορεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που έχει ανακύψει ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Mangold, σκέψη 37).

44     Εν προκειμένω, επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι δεν προκύπτει προδήλως ότι τα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο εμπίπτουν σε μια τέτοια περίπτωση.

45     Έτσι, όσον αφορά, πρώτον, τις αμφιβολίες που διατύπωσε η Επιτροπή σχετικά με τη λυσιτέλεια του πρώτου ερωτήματος, από τον φάκελο που διαβίβασε το αιτούν δικαστήριο στο Δικαστήριο προκύπτει ότι, για ένα όχι αμελητέο αριθμό εναγόντων της κύριας δίκης, η πρώτη σύμβαση εργασίας 8 μηνών συνήφθη από αυτούς με τον ΕΛΟΓ πριν από τις 10 Ιουλίου 2002, η οποία ήταν η καταληκτική ημερομηνία που καθορίστηκε για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 1999/70, μάλιστα δε και πριν από τις 10 Ιουλίου 2001, ήτοι την ημερομηνία που προβλέφθηκε κανονικά για τη μεταφορά της οδηγίας αυτής στις έννομες τάξεις των κρατών μελών. Από τον φάκελο αυτό προκύπτει περαιτέρω ότι, για ορισμένους από τους ενάγοντες, οι επόμενες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου συνήφθησαν με τον ίδιο εργοδότη 22 μόνον ημέρες μετά τη λήξη της ισχύος της προηγούμενης συμβάσεως.

46     Κατά τα λοιπά, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία τήρησε τις απαραίτητες διατυπώσεις για να κάνει εγκύρως χρήση της ευχέρειας παρατάσεως μέχρι τις 10 Ιουλίου 2002 της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 1999/70, η μεταφορά αυτή πραγματοποιήθηκε εν πάση περιπτώσει εκπρόθεσμα, όπως αναγνώρισε και η Ελληνική Κυβέρνηση, καθόσον το πρώτο μέτρο εφαρμογής τέθηκε σε ισχύ στο κράτος μέλος αυτό μόλις τον Απρίλιο του 2003 (βλ. σκέψεις 13 και 14 της παρούσας αποφάσεως). Άλλωστε, είναι σαφές ότι το πρώτο ερώτημα υποβλήθηκε λαμβανομένης υπόψη αυτής της εκπρόθεσμης μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη. Επιπλέον, οι διατάξεις του άρθρου 5 του προεδρικού διατάγματος 81/2003 δεν έχουν εφαρμογή στις συμβάσεις που συνήφθησαν πριν από την έναρξη της ισχύος του διατάγματος αυτού.

47     Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο βασίμως διερωτάται ως προς το ποια είναι η ημερομηνία από την οποία τα δικαστήρια των κρατών μελών υπέχουν υποχρέωση ερμηνείας του εσωτερικού δικαίου σύμφωνης προς μια οδηγία και, ιδίως, αν η υποχρέωση αυτή υφίσταται από της ενάρξεως ισχύος της οδηγίας ή, τουλάχιστον, από της λήξεως της προθεσμίας που τάχθηκε στα κράτη μέλη για τη μεταφορά της οδηγίας αυτής στο εθνικό τους δίκαιο.

48     Ωστόσο, το ζήτημα που αφορά το περιεχόμενο της υποχρεώσεως σύμφωνης ερμηνείας που υπέχουν τα εθνικά δικαστήρια θα μπορεί να εξεταστεί επωφελώς μόνον αν από την απάντηση που θα δώσει το Δικαστήριο σε ένα ή σε περισσότερα από τα λοιπά υποβληθέντα ερωτήματα ενδέχεται το αιτούν δικαστήριο να οδηγηθεί να εξετάσει το συμβατό ενός κανόνα του εσωτερικού δικαίου με τις απαιτήσεις του κοινοτικού δικαίου. Επομένως, το πρώτο ερώτημα θα πρέπει να εξεταστεί, ενδεχομένως, τελευταίο.

49     Δεύτερον, όσον αφορά το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα, πρέπει να τονιστεί ότι το ζήτημα που αφορά το ποιο από τα προεδρικά διατάγματα 81/2003, 164/2004 και 180/2004 έχει εφαρμογή στην κατάσταση των εναγόντων της κύριας δίκης παραμένει υπό συζήτηση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου και σε αυτό εναπόκειται αποκλειστικά να αποφανθεί επί του σημείου αυτού.

50     Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι οι ενάγοντες της κύριας δίκης δεν είναι όλοι σε θέση να επωφεληθούν των μεταβατικών διατάξεων που περιλαμβάνονται στη νομοθεσία που θέσπισε το 2004 η Ελληνική Δημοκρατία προς ρύθμιση ειδικώς του δημόσιου τομέα.

51     Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίζεται ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί ερωτημάτων που δεν ασκούν επιρροή επί της αποφάσεως που το αιτούν δικαστήριο καλείται να εκδώσει.

52     Συγκεκριμένα, η απόφαση περί παραπομπής, καθώς και ο φάκελος που διαβίβασε το αιτούν δικαστήριο στο Δικαστήριο, δεν περιέχουν κανένα στοιχείο από το οποίο να μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω το υποστατό της διαφοράς της κύριας δίκης και η εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου όσον αφορά την ανάγκη εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, προκειμένου να μπορέσει να επιλύσει τη διαφορά αυτή λαμβάνοντας υπόψη τις απαντήσεις του Δικαστηρίου στα υποβληθέντα ερωτήματα.

53     Επομένως, η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να θεωρηθεί παραδεκτή.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

54     Προκειμένου να δοθεί λυσιτελής απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα, πρέπει εκ προοιμίου να διευκρινιστεί ότι η οδηγία 1999/70 και η συμφωνία-πλαίσιο έχουν εφαρμογή και στις συμβάσεις και σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που έχουν συναφθεί με τις διοικήσεις και άλλους φορείς του δημόσιου τομέα.

55     Συγκεκριμένα, οι διατάξεις των δύο αυτών πράξεων δεν περιέχουν καμία ένδειξη από την οποία να μπορεί να συναχθεί ότι το πεδίο εφαρμογής τους περιορίζεται στις συμβάσεις ορισμένου χρόνου που έχουν συνάψει οι εργαζόμενοι με εργοδότες του ιδιωτικού τομέα και μόνον.

56     Αντιθέτως, αφενός, όπως προκύπτει και από το γράμμα της ρήτρας 2, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, το πεδίο εφαρμογής της ορίζεται κατά τρόπο ευρύ, με αναφορά γενικώς στους «εργαζόμενους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος». Επιπλέον, ο ορισμός της έννοιας των «εργαζομένων ορισμένου χρόνου» κατά τη συμφωνία-πλαίσιο, που περιλαμβάνεται στη ρήτρα 3, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, καταλαμβάνει το σύνολο των εργαζομένων, χωρίς να κάνει διάκριση ανάλογα με τον δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα του εργοδότη με τον οποίο συνδέονται.

57     Αφετέρου, η ρήτρα 2, σημείο 2, της ίδιας συμφωνίας-πλαισίου, όχι μόνο δεν προβλέπει την εξαίρεση των συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που έχουν συναφθεί με εργοδότη δημόσιου χαρακτήρα, αλλ’ απλώς παρέχει στα κράτη μέλη και/ή τους κοινωνικούς εταίρους την ευχέρεια να εξαιρούν από το πεδίο εφαρμογής αυτής της συμφωνίας-πλαισίου τις «σχέσεις βασικής επαγγελματικής κατάρτισης και τα συστήματα μαθητείας», καθώς και τις συμβάσεις και τις σχέσεις εργασίας «που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού δημόσιου ή από το δημόσιο υποστηριζόμενου προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης».

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

58     Το ερώτημα αυτό αφορά την ερμηνεία της έννοιας «αντικειμενικοί λόγοι» οι οποίοι, σύμφωνα με τη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου, δικαιολογούν την ανανέωση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

59     Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά ειδικότερα αν, όπως προβλέπει εθνική ρύθμιση όπως αυτή του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του προεδρικού διατάγματος 81/2003, όπως είχε αρχικώς, τέτοιο αντικειμενικό λόγο μπορεί να συνιστά το γεγονός και μόνον ότι η σύναψη συμβάσεως ορισμένου χρόνου επιβάλλεται από διάταξη νόμου ή κανονιστική διάταξη κράτους μέλους.

60     Δεδομένου ότι η έννοια αυτή των «αντικειμενικών λόγων» δεν ορίζεται στη συμφωνία-πλαίσιο, το νόημα και το περιεχόμενό της πρέπει να καθοριστούν σε συνάρτηση με τον σκοπό που επιδιώκει η συμφωνία αυτή, καθώς και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η εν λόγω ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α΄ (βλ. υπό την έννοια αυτή, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 2005, C-17/03, VEMW κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I‑4983, σκέψη 41 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 9ης Μαρτίου 2006, C-323/03, Επιτροπή κατά Ισπανίας, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 23).

61     Συναφώς, η συμφωνία-πλαίσιο στηρίζεται στην παραδοχή ότι οι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου αποτελούν τη γενική μορφή των σχέσεων εργασίας, αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου αποτελούν χαρακτηριστικό της απασχόλησης σε ορισμένους τομείς ή για ορισμένα επαγγέλματα και δραστηριότητες (βλ. σημεία 6 και 8 των γενικών παρατηρήσεων της συμφωνίας-πλαισίου).

62     Κατά συνέπεια, το ευεργέτημα της σταθερότητας της απασχόλησης θεωρείται μείζον στοιχείο της προστασίας των εργαζομένων (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Mangold, σκέψη 64), ενώ μόνο σε ορισμένες περιστάσεις μπορούν οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου να ανταποκριθούν στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων (βλ. δεύτερο εδάφιο του προοιμίου και σημείο 8 των γενικών παρατηρήσεων της συμφωνίας-πλαισίου).

63     Υπό την οπτική αυτή, η συμφωνία-πλαίσιο αποσκοπεί στο να πλαισιώσει τη διαδοχική χρησιμοποίηση της τελευταίας αυτής κατηγορίας σχέσεων εργασίας, η οποία θεωρείται δυνητικά πηγή καταχρήσεων εις βάρος των εργαζομένων, προβλέποντας ορισμένες διατάξεις ελάχιστης προστασίας προς αποφυγή της προσωρινότητας της καταστάσεως των εργαζομένων.

64     Έτσι, η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου αποσκοπεί ειδικώς στο «να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου».

65     Προς τούτο, η εν λόγω ρήτρα επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να εισαγάγουν στην έννομη τάξη τους ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που απαριθμούνται στο σημείο της 1, στοιχεία α΄ έως γ΄, όταν δεν υφίστανται ήδη στο οικείο κράτος μέλος ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την αποτελεσματική πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

66     Μεταξύ των εν λόγω μέτρων, η ρήτρα 5, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, προβλέπει τους «αντικειμενικούς λόγους που […] δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας».

67     Τα συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας-πλαισίου θεώρησαν συγκεκριμένα ότι η χρήση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου βάσει αντικειμενικών λόγων αποτελεί τρόπο προλήψεως των καταχρήσεων (βλ. σημείο 7 των γενικών παρατηρήσεων της συμφωνίας-πλαισίου).

68     Είναι αληθές ότι η συμφωνία-πλαίσιο παραπέμπει στα κράτη μέλη και στους κοινωνικούς εταίρους για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των αρχών και των απαιτήσεων που προβλέπει, προκειμένου να διασφαλιστεί το συμβατό τους προς το εθνικό δίκαιο και/ή τις εθνικές πρακτικές και να εξασφαλιστεί ότι θα ληφθούν δεόντως υπόψη οι ιδιομορφίες των συγκεκριμένων καταστάσεων (βλ. σημείο 10 των γενικών παρατηρήσεων της συμφωνίας-πλαισίου). Έτσι, ναι μεν στα κράτη μέλη παρέχεται συναφώς περιθώριο εκτιμήσεως, πλην όμως αυτά οφείλουν να εγγυώνται το αποτέλεσμα που επιβάλλει το κοινοτικό δίκαιο, όπως αυτό προκύπτει όχι μόνον από το άρθρο 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, αλλά και από το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 1999/70, ερμηνευόμενο υπό το φως της δέκατης έβδομης αιτιολογικής σκέψης αυτής.

69     Υπό τις συνθήκες αυτές, η έννοια των «αντικειμενικών λόγων», κατά τη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου, πρέπει να νοηθεί ως αφορώσα σαφείς και συγκεκριμένες περιστάσεις που χαρακτηρίζουν μια καθορισμένη δραστηριότητα και οι οποίες, κατά συνέπεια, μπορούν να δικαιολογήσουν στο ειδικό αυτό πλαίσιο τη χρήση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

70     Οι περιστάσεις αυτές μπορούν να προκύπτουν, μεταξύ άλλων, από την ιδιαίτερη φύση των καθηκόντων για την εκτέλεση των οποίων έχουν συναφθεί οι συμβάσεις αυτές και από τα συμφυή χαρακτηριστικά των καθηκόντων αυτών ή, ενδεχομένως, από την επιδίωξη ενός θεμιτού σκοπού κοινωνικής πολιτικής εκ μέρους κράτους μέλους.

71     Αντιθέτως, μια εθνική διάταξη που θα περιοριζόταν στο να επιτρέπει, γενικά και αφηρημένα μέσω κανόνα προβλεπομένου σε νόμο ή κανονιστική πράξη, τη χρήση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου δεν θα ήταν σύμφωνη προς τις απαιτήσεις που προσδιορίστηκαν στις δύο προηγούμενες σκέψεις.

72     Συγκεκριμένα, μια τέτοια διάταξη, τυπικής αμιγώς φύσεως και μη δικαιολογούσα ειδικώς τη χρήση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με την ύπαρξη αντικειμενικών παραγόντων οφειλομένων στις ιδιομορφίες της οικείας δραστηριότητας και στις συνθήκες της ασκήσεώς της, ενέχει πραγματικό κίνδυνο καταχρηστικής χρήσεως αυτού του είδους των συμβάσεων και δεν είναι συνεπώς συμβατή προς τον σκοπό και την πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας-πλαισίου.

73     Έτσι, αν γινόταν δεκτό ότι μια εθνική διάταξη μπορεί, αυτοδικαίως και χωρίς άλλη διευκρίνιση, να δικαιολογεί διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, τούτο θα σήμαινε ότι αγνοείται ο σκοπός της συμφωνίας-πλαισίου, που συνίσταται στην προστασία των εργαζομένων από την αστάθεια της απασχολήσεως, και ότι καθίσταται άνευ ουσίας η αρχή ότι οι συμβάσεις αορίστου χρόνου συνιστούν τη γενική μορφή των σχέσεων εργασίας.

74     Ειδικότερα, η χρησιμοποίηση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με μοναδικό έρεισμα μια γενική νομοθετική ή κανονιστική διάταξη, άσχετα προς το συγκεκριμένο περιεχόμενο της οικείας δραστηριότητας, δεν καθιστά δυνατή τη συναγωγή αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων προκειμένου να ελεγχθεί αν η ανανέωση των συμβάσεων αυτών ανταποκρίνεται πράγματι σε μια γνήσια ανάγκη, είναι κατάλληλη προς επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και είναι αναγκαία προς τούτο.

75     Κατά συνέπεια, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου η οποία δικαιολογείται από το γεγονός και μόνον ότι προβλέπεται σε γενική νομοθετική ή κανονιστική διάταξη κράτους μέλους. Αντιθέτως, η έννοια των «αντικειμενικών λόγων» κατά την εν λόγω ρήτρα απαιτεί να δικαιολογείται η χρήση αυτού του ειδικού τύπου σχέσεων εργασίας, όπως προβλέπεται στην εθνική ρύθμιση, από την ύπαρξη συγκεκριμένων στοιχείων που άπτονται, μεταξύ άλλων, της σχετικής δραστηριότητας και των συνθηκών ασκήσεώς της.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

76      Με το τρίτο ερώτημά του, που περιέχει δύο σκέλη τα οποία συνδέονται στενά μεταξύ τους και τα οποία πρέπει, για τον λόγο αυτό, να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να λάβει διευκρινίσεις σχετικά με την έννοια των «διαδοχικών» συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά τη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου.

77     Από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής προκύπτει ότι το εν λόγω ερώτημα αφορά κατ’ ουσίαν την προϋπόθεση του άρθρου 5, παράγραφος 4, του προεδρικού διατάγματος 81/2003, όπως αυτό είχε αρχικώς, σύμφωνα με την οποία οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μπορούν να θεωρηθούν διαδοχικές μόνον εφόσον δεν μεσολαβεί μεταξύ τους χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 20 εργασίμων ημερών.

78     Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο ερωτά ειδικότερα αν ένας τόσο περιοριστικός ορισμός του διαδοχικού χαρακτήρα των σχέσεων εργασίας που συνδέουν τον ίδιο εργοδότη με τον ίδιο εργαζόμενο και οι οποίες χαρακτηρίζονται από τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας μπορεί να διακυβεύσει τον σκοπό και την πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας-πλαισίου, δεδομένου ιδίως ότι η εν λόγω προϋπόθεση αποτελεί το αναγκαίο πρόκριμα για να μπορέσει ο εργαζόμενος αυτός να τύχει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5, παράγραφος 3, του ίδιου προεδρικού διατάγματος, της μετατροπής σε σύμβαση αορίστου χρόνου των σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των οποίων η διάρκεια υπερβαίνει συνολικά τα δύο έτη και οι οποίες κατά το χρονικό αυτό διάστημα ανανεώθηκαν περισσότερες από τρεις φορές.

79     Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τις ρήτρες 1, στοιχείο β΄, και 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, η συμφωνία αυτή αποσκοπεί στην καθιέρωση ενός πλαισίου προς αποτροπή των καταχρήσεων που προκύπτουν από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

80     Προς τούτο, η συμφωνία-πλαίσιο απαριθμεί, ειδικότερα στη ρήτρα της 5, σημείο 1, στοιχεία α΄ έως γ΄, διάφορα μέτρα προς αποτροπή των εν λόγω καταχρήσεων, τα δε κράτη μέλη υποχρεούνται να εισαγάγουν τουλάχιστον ένα από τα μέτρα αυτά στην εθνική τους νομοθεσία.

81     Κατά τα λοιπά, το σημείο 2 της εν λόγω ρήτρας καταλείπει κατ’ αρχήν στα κράτη μέλη τη μέριμνα να καθορίζουν τις συνθήκες υπό τις οποίες οι συμβάσεις ή οι σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, αφενός, θεωρούνται διαδοχικές και, αφετέρου, χαρακτηρίζονται ως αορίστου χρόνου.

82     Ναι μεν η παραπομπή αυτή στις εθνικές αρχές για τον ορισμό των συγκεκριμένων κανόνων εφαρμογής των όρων «διαδοχικές» και «αορίστου χρόνου» κατά την έννοια της συμφωνίας-πλαισίου εξηγείται από τη μέριμνα να διαφυλαχθεί η πολυμορφία των εθνικών ρυθμίσεων στον τομέα αυτό, πλην όμως πρέπει να υπομνησθεί ότι το περιθώριο εκτιμήσεως που καταλείπεται έτσι στα κράτη μέλη δεν είναι απεριόριστο, καθόσον δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να φθάσει μέχρι τη διακύβευση του σκοπού ή της πρακτικής αποτελεσματικότητας της συμφωνίας-πλαισίου (βλ. σκέψη 68 της παρούσας αποφάσεως). Ειδικότερα, η εν λόγω εξουσία εκτιμήσεως δεν πρέπει να ασκείται από τις εθνικές αρχές κατά τρόπο που θα οδηγούσε σε κατάσταση δυνάμενη να δώσει λαβή σε καταχρήσεις και να παρακωλύσει έτσι την επίτευξη του εν λόγω σκοπού.

83     Μια τέτοια ερμηνεία επιβάλλεται όλως ιδιαιτέρως όσον αφορά μια έννοια-κλειδί, όπως είναι αυτή του διαδοχικού χαρακτήρα των σχέσεων εργασίας, η οποία είναι καθοριστική για τον ορισμό του πεδίου εφαρμογής των εθνικών διατάξεων που θέτουν σε εφαρμογή τη συμφωνία-πλαίσιο.

84     Επιβάλλεται όμως συναφώς η διαπίστωση ότι μια εθνική διάταξη που θεωρεί διαδοχικές μόνον τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μεταξύ των οποίων μεσολαβεί χρονικό διάστημα κατώτερο ή ίσο των 20 εργασίμων ημερών πρέπει να θεωρηθεί ότι μπορεί να διακυβεύσει το αντικείμενο, τον σκοπό και την πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας-πλαισίου.

85     Συγκεκριμένα, όπως τόνισαν το αιτούν δικαστήριο και η Επιτροπή, καθώς και η γενική εισαγγελέας στα σημεία 67 έως 69 των προτάσεών της, ένας τόσο αυστηρός και περιοριστικός ορισμός του διαδοχικού χαρακτήρα διαφόρων συμβάσεων εργασίας που συνήφθησαν η μία κατόπιν της άλλης θα καθιστούσε δυνατή την επί πολλά έτη προσωρινή απασχόληση των εργαζομένων, καθώς, στην πράξη, ο εργαζόμενος δεν θα είχε στην πλειονότητα των περιπτώσεων άλλη επιλογή από το να δεχθεί διακοπές της τάξεως των 20 εργασίμων ημερών στο πλαίσιο μιας αλυσίδας συμβάσεων που τον συνδέουν με τον εργοδότη του.

86     Επιπλέον, μια εθνική ρύθμιση του είδους της επίμαχης στο πλαίσιο της κύριας δίκης υπάρχει κίνδυνος να έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνον να αποκλειστεί στην πράξη ένας μεγάλος αριθμός σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου από το ευεργέτημα της προστασίας των εργαζομένων που επιδιώκει η οδηγία 1999/70 και η συμφωνία-πλαίσιο, καθιστώντας εν πολλοίς άνευ ουσίας τον σκοπό που αυτές επιδιώκουν, αλλά και να καταστεί δυνατή η καταχρηστική χρησιμοποίηση τέτοιων σχέσεων εργασίας από τους εργοδότες.

87     Στην υπόθεση της κύριας δίκης, μια τέτοια ρύθμιση μπορεί μάλιστα να έχει ακόμα πιο σοβαρές συνέπειες για τους εργαζομένους, δεδομένου ότι καθιστά σχεδόν ανενεργό το εθνικό μέτρο που οι ελληνικές αρχές επέλεξαν να θεσπίσουν για να θέσουν ειδικώς σε εφαρμογή τη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου, μέτρο σύμφωνα με το οποίο ορισμένες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου τεκμαίρονται ότι συνήφθησαν ως αορίστου χρόνου υπό την προϋπόθεση, μεταξύ άλλων, ότι είναι διαδοχικές κατά την έννοια του προεδρικού διατάγματος 81/2003.

88     Έτσι, αρκεί ο εργοδότης να αφήσει να παρέλθει, μετά τη λήξη κάθε συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου, χρονικό διάστημα μόνον 21 εργασίμων ημερών προτού συνάψει άλλη σύμβαση της ίδιας φύσεως, ώστε να αποκλειστεί αυτομάτως η μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων σε σταθερότερη σχέση εργασίας, τούτο δε ανεξαρτήτως τόσο του αριθμού των ετών κατά τα οποία ο οικείος εργαζόμενος απασχολήθηκε στην ίδια θέση όσο και του γεγονότος ότι οι εν λόγω συμβάσεις καλύπτουν όχι περιορισμένης διάρκειας ανάγκες, αλλ’ αντιθέτως «πάγιες και διαρκείς». Υπό τις συνθήκες αυτές, τίθεται εν αμφιβόλω η προστασία των εργαζομένων από την καταχρηστική χρησιμοποίηση των συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που συνιστά τον σκοπό της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου.

89     Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, η οποία θεωρεί ότι μόνον οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μεταξύ των οποίων δεν μεσολαβεί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 20 εργασίμων ημερών πρέπει να θεωρούνται «διαδοχικές», υπό την έννοια της εν λόγω ρήτρας.

 Επί του τετάρτου ερωτήματος

90     Με το τέταρτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν η συμφωνία-πλαίσιο έχει την έννοια ότι εμποδίζει την εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως η οποία απαγορεύει, στον δημόσιο τομέα, τη μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου μιας σειράς διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου οι οποίες, στην πραγματικότητα, αποσκοπούσαν στην κάλυψη «παγίων και διαρκών αναγκών» του εργοδότη.

91     Πρώτον, πρέπει να τονιστεί συναφώς ότι η συμφωνία-πλαίσιο δεν επιβάλλει γενική υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέπουν τη μετατροπή σε συμβάσεις αορίστου χρόνου των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, όπως και δεν προβλέπει τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να γίνεται χρήση των τελευταίων αυτών συμβάσεων.

92     Ωστόσο, επιβάλλει στα κράτη μέλη να λάβουν ένα τουλάχιστον από τα μέτρα που απαριθμούνται στη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχεία α΄ έως γ΄, της συμφωνίας-πλαισίου και με τα οποία επιδιώκεται η αποτελεσματική αποτροπή της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

93     Επιπλέον, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να επιλέγουν, στο πλαίσιο της ελευθερίας που τους καταλείπει το άρθρο 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, τον τύπο και τα μέσα που είναι τα πλέον πρόσφορα για την εξασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας των οδηγιών, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού των οδηγιών αυτών (βλ. αποφάσεις της 8ης Απριλίου 1976, 48/75, Royer, Συλλογή τόμος 1976, σ. 203, σκέψη 75, και της 12ης Σεπτεμβρίου 1996, C-58/95, C-75/95, C-112/95, C-119/95, C‑123/95, C‑135/95, C‑140/95, C-141/95, C-154/95 και C-157/95, Gallotti κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I-4345, σκέψη 14).

94     Έτσι, όταν, όπως εν προκειμένω, το κοινοτικό δίκαιο δεν προβλέπει ειδικές κυρώσεις στην περίπτωση που θα διαπιστώνονταν μολαταύτα καταχρήσεις, εναπόκειται στις εθνικές αρχές να λάβουν πρόσφορα μέτρα για να αντιμετωπίσουν μια τέτοια κατάσταση, μέτρα που πρέπει να είναι όχι μόνον αναλογικά, αλλά και αρκούντως αποτελεσματικά και αποτρεπτικά για να εξασφαλίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων που θεσπίστηκαν κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας-πλαισίου.

95     Ναι μεν οι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής των ως άνω κανόνων εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών δυνάμει της αρχής της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών αυτών, πλην όμως δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από αυτούς που διέπουν παρεμφερείς καταστάσεις εσωτερικής φύσεως (αρχή της ισοδυναμίας) ούτε να καθιστούν στην πράξη αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η κοινοτική έννομη τάξη (αρχή της αποτελεσματικότητας) (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1995, C-312/93, Peterbroeck, Συλλογή 1995, σ. I‑4599, σκέψη 12 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

96     Δεύτερον, όσον αφορά ειδικότερα το πλαίσιο εντός του οποίου υποβλήθηκε το τέταρτο ερώτημα, πρέπει να διατυπωθούν οι ακόλουθες παρατηρήσεις.

97     Κατ’ αρχάς, από τον φάκελο που το αιτούν δικαστήριο διαβίβασε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι, ναι μεν ο Έλληνας νομοθέτης επέλεξε να προβλέψει, ως μέτρο ληφθέν για τη θέση σε εφαρμογή της συμφωνίας-πλαισίου, την υπό ορισμένες προϋποθέσεις μετατροπή σε συμβάσεις αορίστου χρόνου των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (βλ. άρθρο 5, παράγραφος 3, του προεδρικού διατάγματος 81/2003), πλην όμως το πεδίο εφαρμογής της ρυθμίσεως αυτής περιορίστηκε, δυνάμει του άρθρου 1 του προεδρικού διατάγματος 180/2004, στις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα.

98     Αντιθέτως, όσον αφορά τον δημόσιο τομέα, το άρθρο 21, παράγραφος 2, του νόμου 2190/1994 απαγορεύει, απολύτως και επί ποινή ακυρότητας, κάθε αναχαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που περιλαμβάνονται στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου ως συμβάσεων αορίστου χρόνου.

99     Εν συνεχεία, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, στην πράξη, υπάρχει κίνδυνος να καταστρατηγηθεί ο σκοπός του άρθρου 21 του νόμου 2190/1994 καθόσον, αντί να χρησιμοποιηθεί το άρθρο αυτό απλώς ως βάση για τη σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου προοριζομένων να καλύψουν προσωρινές μόνον ανάγκες, φαίνεται ότι χρησιμοποιείται για τη σύναψη τέτοιων συμβάσεων που αποσκοπούν στην πραγματικότητα να καλύψουν «πάγιες και διαρκείς ανάγκες». Για τον λόγο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε, με το σκεπτικό της αποφάσεώς του, τον καταχρηστικό χαρακτήρα, κατά την έννοια της συμφωνίας-πλαισίου, της χρησιμοποιήσεως, στην υπόθεση της κύριας δίκης, του εν λόγω άρθρου 21 ως βάσεως για τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που αποσκοπούν, στην πραγματικότητα, να καλύψουν «πάγιες και διαρκείς ανάγκες». Το αιτούν δικαστήριο ερωτά συνεπώς μόνον αν, σε μια τέτοια περίπτωση, η προβλεπόμενη στην εν λόγω διάταξη γενική απαγόρευση μετατροπής σε συμβάσεις αορίστου χρόνου τέτοιων συμβάσεων ορισμένου χρόνου θίγει τον σκοπό και την πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας-πλαισίου.

100   Τέλος, δεν υποστηρίχθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι, στον δημόσιο τομέα, υπήρχε στο ελληνικό δίκαιο, τουλάχιστον μέχρι τη θέση σε ισχύ του προεδρικού διατάγματος 164/2004, οποιοδήποτε μέτρο προοριζόμενο να αποτρέπει και να επιβάλλει πρόσφορες κυρώσεις για την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

101   Όπως όμως ελέχθη στις σκέψεις 91 έως 95 της παρούσας αποφάσεως, η συμφωνία-πλαίσιο δεν επιβάλλει γενική υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέπουν τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, αλλά το σημείο 1 της ρήτρας της 5 επιτάσσει την αποτελεσματική και δεσμευτική θέσπιση ενός τουλάχιστον από τα μέτρα που απαριθμούνται στη διάταξη αυτή και τα οποία αποσκοπούν στην αποτροπή της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, εφόσον το εθνικό δίκαιο δεν περιέχει ήδη ισοδύναμα μέτρα.

102   Περαιτέρω, αν παρ’ όλ’ αυτά επισυμβεί μια τέτοια καταχρηστική χρησιμοποίηση, πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα εφαρμογής ενός μέτρου που να παρουσιάζει αποτελεσματικές και ισοδύναμες εγγυήσεις προστασίας των εργαζομένων, προκειμένου να επιβληθούν δεόντως κυρώσεις για την κατάχρηση αυτή και να εξαλειφθούν οι συνέπειες της παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου. Συγκεκριμένα, σύμφωνα και με το γράμμα του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 1999/70, τα κράτη μέλη οφείλουν «να λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο που να τους επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να διασφαλίζουν τα αποτελέσματα που επιβάλλει [η εν λόγω] οδηγία».

103   Το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της ερμηνείας του εσωτερικού δικαίου, καθόσον προς τούτο αποκλειστικά αρμόδιο είναι το αιτούν δικαστήριο, το οποίο πρέπει, εν προκειμένω, να καθορίσει αν οι απαιτήσεις που υπενθυμίστηκαν στην προηγούμενη σκέψη ικανοποιούνται από τις διατάξεις της σχετικής εθνικής νομοθεσίας.

104   Αν το εν λόγω δικαστήριο διαπιστώσει ότι τούτο δεν συμβαίνει, θα πρέπει να καταλήξει ότι η συμφωνία-πλαίσιο δεν επιτρέπει την εφαρμογή της εθνικής αυτής νομοθεσίας.

105   Επομένως, στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, η συμφωνία-πλαίσιο έχει την έννοια ότι, εφόσον η εσωτερική έννομη τάξη του οικείου κράτους μέλους δεν περιέχει, στον συγκεκριμένο τομέα, άλλο αποτελεσματικό μέτρο προς αποφυγή και, ενδεχομένως, προς επιβολή κυρώσεων για την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η εν λόγω συμφωνία-πλαίσιο εμποδίζει την εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας η οποία απαγορεύει απολύτως, στον δημόσιο τομέα και μόνον, τη μετατροπή σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μιας σειράς διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου οι οποίες, στην πραγματικότητα, αποσκοπούσαν στην κάλυψη «παγίων και διαρκών αναγκών» του εργοδότη και πρέπει να θεωρηθούν καταχρηστικές.

 Επί του πρώτου ερωτήματος

106   Λαμβανομένων υπόψη των απαντήσεων που δόθηκαν στα τρία τελευταία ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο και από τις οποίες προκύπτει ότι, σε περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, το δικαστήριο αυτό μπορεί ενδεχομένως να οδηγηθεί να εξετάσει το συμβατό ορισμένων διατάξεων της σχετικής εθνικής νομοθεσίας προς τις επιταγές της οδηγίας 1999/70 και της συμφωνίας-πλαισίου, πρέπει να δοθεί απάντηση και στο πρώτο ερώτημα.

107   Όπως προκύπτει από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, με το ερώτημα αυτό ζητείται κατ’ ουσίαν να καθοριστεί, στην περίπτωση, αφενός, της εκπρόθεσμης μεταφοράς στην έννομη τάξη του οικείου κράτους μέλους μιας οδηγίας και, αφετέρου, της απουσίας αμέσου αποτελέσματος των σχετικών διατάξεων της οδηγίας αυτής, από ποιό χρονικό σημείο τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να ερμηνεύουν τους κανόνες του εσωτερικού δικαίου κατά τρόπο σύμφωνο προς τις διατάξεις αυτές. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται στο πλαίσιο αυτό ειδικότερα ως προς το αν είναι κατάλληλη η ημερομηνία κατά την οποία η εν λόγω οδηγία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και η οποία αντιστοιχεί στην ημερομηνία της θέσεώς της σε ισχύ έναντι των αποδεκτών κρατών μελών, η ημερομηνία της λήξεως της προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας ή η ημερομηνία της ενάρξεως της ισχύος των εθνικών διατάξεων περί εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.

108   Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά την εφαρμογή του εσωτερικού δικαίου, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να το ερμηνεύουν κατά το μέτρο του δυνατού υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της επίμαχης οδηγίας, προκειμένου να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει και, κατά συνέπεια, να συμμορφωθούν προς το άρθρο 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004, C‑397/01 έως C‑403/01, Pfeiffer κ.λπ., Συλλογή 2004, σ. I-8835, σκέψη 113 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Αυτή η υποχρέωση περί σύμφωνης ερμηνείας αφορά το σύνολο των διατάξεων του εθνικού δικαίου, τόσο των προγενέστερων όσο και των μεταγενέστερων της οδηγίας για την οποία πρόκειται (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 1990, C-106/89, Marleasing, Συλλογή 1990, σ. I‑4135, σκέψη 8, και Pfeiffer κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 115).

109   Η επιταγή περί σύμφωνης προς το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας του εθνικού δικαίου είναι εγγενής στο σύστημα της Συνθήκης, καθόσον επιτρέπει στα εθνικά δικαστήρια να εξασφαλίζουν, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, την πλήρη αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου όταν αποφαίνονται επί των διαφορών που έχουν υποβληθεί ενώπιόν τους (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Pfeiffer κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 114).

110   Βεβαίως, η υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να αναφέρεται στο περιεχόμενο μιας οδηγίας όταν ερμηνεύει και εφαρμόζει τους σχετικούς κανόνες του εσωτερικού δικαίου έχει ως όρια τις γενικές αρχές του δικαίου, ιδίως τις αρχές της ασφαλείας δικαίου και της μη αναδρομικότητας, και δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για την contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2005, C‑105/03, Pupino, Συλλογή 2005, σ. I‑5285, σκέψεις 44 και 47).

111   Η αρχή της σύμφωνης ερμηνείας επιβάλλει ωστόσο στα εθνικά δικαστήρια να πράττουν ό,τι εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζοντας μεθόδους ερμηνείας που αναγνωρίζονται από το δίκαιο αυτό, προκειμένου να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της επίμαχης οδηγίας και να καταλήγουν σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που επιδιώκει η οδηγία αυτή (βλ. απόφαση Pfeiffer κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψεις 115, 116, 118 και 119).

112   Περαιτέρω, οσάκις το προβλεπόμενο από μια οδηγία αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί διά της ερμηνευτικής οδού, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με την απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1991, C-6/90 και C-9/90, Francovich κ.λπ. (Συλλογή 1991, σ. Ι-5357, σκέψη 39), το κοινοτικό δίκαιο υποχρεώνει τα κράτη μέλη να αποκαθιστούν τις ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες λόγω μη μεταφοράς οδηγίας στο εσωτερικό τους δίκαιο, εφόσον πληρούνται τρεις προϋποθέσεις. Πρώτον, η οδηγία πρέπει να έχει ως σκοπό τη χορήγηση δικαιωμάτων στους ιδιώτες. Δεύτερον, το περιεχόμενο των δικαιωμάτων αυτών πρέπει να μπορεί να προσδιοριστεί βάσει των διατάξεων της οδηγίας. Τέλος, πρέπει να υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παραβάσεως της υποχρεώσεως του κράτους μέλους και της βλάβης που υπέστησαν οι ζημιωθέντες (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 14ης Ιουλίου 1994, C-91/92, Faccini Dori, Συλλογή 1994, σ. I‑3325, σκέψη 27).

113   Προκειμένου να καθοριστεί ειδικότερα από ποια ημερομηνία τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να εφαρμόζουν την αρχή της σύμφωνης ερμηνείας, πρέπει να τονιστεί ότι η υποχρέωση αυτή, που απορρέει από τα άρθρα 10, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ καθώς και από την επίμαχη οδηγία, επιβλήθηκε ιδίως για την περίπτωση που δεν υφίσταται άμεσο αποτέλεσμα μιας διατάξεως οδηγίας, είτε επειδή η σχετική διάταξη δεν είναι επαρκώς σαφής, ακριβής και μη εξαρτώμενη από προϋποθέσεις για να παραγάγει ένα τέτοιο αποτέλεσμα είτε επειδή αντίδικοι στη διαφορά είναι αποκλειστικά ιδιώτες.

114   Πρέπει να προστεθεί ότι, πριν από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο μιας οδηγίας, δεν μπορεί να προσάπτεται στα κράτη μέλη ότι δεν έλαβαν ακόμη τα μέτρα εφαρμογής της οδηγίας στην έννομη τάξη τους (βλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1997, C-129/96, Inter-Environnement Wallonie, Συλλογή 1997, σ. I‑7411, σκέψη 43).

115   Επομένως, σε περίπτωση εκπρόθεσμης μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο μιας οδηγίας, η γενική υποχρέωση που υπέχουν τα εθνικά δικαστήρια να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς την οδηγία υφίσταται μόνον από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας αυτής.

116   Από τα προεκτεθέντα προκύπτει κατ’ ανάγκην ότι, σε περίπτωση εκπρόθεσμης μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο μιας οδηγίας, η ημερομηνία −στην οποία αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο με το πρώτο ερώτημά του, στοιχείο γ΄− κατά την οποία τα εθνικά μέτρα μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας τίθενται πράγματι σε ισχύ εντός του οικείου κράτους μέλους δεν συνιστά το κατάλληλο κριτήριο. Συγκεκριμένα, μια τέτοια λύση θα μπορούσε να διακυβεύσει σοβαρά την πλήρη αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου καθώς και την ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου αυτού μέσω, ιδίως, των οδηγιών.

117   Περαιτέρω, όσον αφορά την ημερομηνία που αναφέρεται στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, στοιχείο α΄, και προκειμένου να δοθεί πλήρης απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να διευκρινιστεί ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να λαμβάνουν, βάσει των άρθρων 10, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ καθώς και της οικείας οδηγίας, όλα τα αναγκαία μέτρα προς επίτευξη του επιδιωκομένου από την οδηγία αυτή αποτελέσματος επιβάλλεται στο σύνολο των εθνικών αρχών, συμπεριλαμβανομένων, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, των δικαιοδοτικών αρχών (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσες αποφάσεις Inter-Environnement Wallonie, σκέψη 40, και Pfeiffer κ.λπ., σκέψη 110 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

118   Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 254, παράγραφος 1, ΕΚ, οι οδηγίες είτε δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, στην περίπτωση αυτή, αρχίζουν να ισχύουν από την ημερομηνία που ορίζουν ή, άλλως, την εικοστή μέρα από τη δημοσίευσή τους, είτε κοινοποιούνται στους αποδέκτες τους και αποκτούν ενέργεια με την κοινοποίησή τους, σύμφωνα με παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου.

119   Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι μια οδηγία παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι του κράτους μέλους αποδέκτη −και, συνεπώς, έναντι όλων των εθνικών αρχών−, ανάλογα με την περίπτωση, κατόπιν της δημοσιεύσεώς της ή από την ημερομηνία της κοινοποιήσεώς της.

120   Εν προκειμένω, η οδηγία 1999/70 διευκρινίζει, στο άρθρο της 3, ότι αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσιεύσεώς της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ήτοι στις 10 Ιουλίου 1999.

121   Κατά τη νομολογία όμως του Δικαστηρίου, από τη συνδυασμένη εφαρμογή τόσο των άρθρων 10, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ όσο και της οικείας οδηγίας προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο μιας οδηγίας, τα κράτη μέλη που είναι αποδέκτες της οδηγίας αυτής πρέπει να απέχουν από τη θέσπιση διατάξεων ικανών να θέσουν σοβαρά σε κίνδυνο την υλοποίηση του επιδιωκομένου από την οδηγία αυτή αποτελέσματος (απόφαση Inter-Environnement Wallonie, προπαρατεθείσα, σκέψη 45· της 8ης Μαΐου 2003, ATRAL, C-14/02, Συλλογή 2003, σ. I‑4431, σκέψη 58, και Mangold, προπαρατεθείσα, σκέψη 67). Δεν ασκεί συναφώς επιρροή το ότι η επίμαχη διάταξη του εθνικού δικαίου, που θεσπίστηκε μετά τη θέση σε ισχύ της οικείας οδηγίας, αποσκοπεί ή όχι στη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας αυτής (προπαρατεθείσες αποφάσεις ATRAL, σκέψη 59, και Mangold, σκέψη 68).

122   Δεδομένου ότι όλες οι αρχές των κρατών μελών έχουν την υποχρέωση να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου (βλ. απόφαση Francovich κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 32· της 13ης Ιανουαρίου 2004, Kühne & Heitz, C-453/00, Συλλογή 2004, σ. I‑837, σκέψη 20, καθώς και Pfeiffer κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 111), η υποχρέωση αποχής που αναφέρθηκε στην προηγούμενη σκέψη επιβάλλεται και στα εθνικά δικαστήρια.

123   Επομένως, από την ημερομηνία κατά την οποία μια οδηγία τέθηκε σε ισχύ, τα δικαστήρια των κρατών μελών οφείλουν να απέχουν στο μέτρο του δυνατού να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο κατά τρόπο ο οποίος, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας αυτής, θα μπορούσε να θέσει σοβαρά σε κίνδυνο την υλοποίηση του επιδιωκομένου από την οδηγία αυτή σκοπού.

124   Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, σε περίπτωση εκπρόθεσμης μεταφοράς στην έννομη τάξη του οικείου κράτους μέλους μιας οδηγίας και εφόσον δεν υφίσταται άμεσο αποτέλεσμα των σχετικών διατάξεων της οδηγίας αυτής, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της εν λόγω οδηγίας, υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας αυτής, προκειμένου να επιτευχθούν τα επιδιωκόμενα από αυτήν αποτελέσματα, προκρίνοντας την ερμηνεία των εθνικών κανόνων που είναι η πλέον σύμφωνη προς τον σκοπό αυτό, για να καταλήξουν έτσι σε λύση συμβατή προς τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

125   Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν προκειμένου να υποβάλουν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο έτεροι πλην των εν λόγω διαδίκων δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

1)      Η ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου η οποία δικαιολογείται από το γεγονός και μόνον ότι προβλέπεται σε γενική νομοθετική ή κανονιστική διάταξη κράτους μέλους. Αντιθέτως, η έννοια των «αντικειμενικών λόγων» κατά την εν λόγω ρήτρα απαιτεί να δικαιολογείται η χρήση αυτού του ειδικού τύπου σχέσεων εργασίας, όπως προβλέπεται στην εθνική ρύθμιση, από την ύπαρξη συγκεκριμένων στοιχείων που άπτονται, μεταξύ άλλων, της σχετικής δραστηριότητας και των συνθηκών ασκήσεώς της.

2)      Η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, η οποία θεωρεί ότι μόνον οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μεταξύ των οποίων δεν μεσολαβεί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 20 εργασίμων ημερών πρέπει να θεωρούνται «διαδοχικές», υπό την έννοια της εν λόγω ρήτρας.

3)      Υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, η συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου έχει την έννοια ότι, εφόσον η εσωτερική έννομη τάξη του οικείου κράτους μέλους δεν περιέχει, στον συγκεκριμένο τομέα, άλλο αποτελεσματικό μέτρο προς αποφυγή και, ενδεχομένως, προς επιβολή κυρώσεων για την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η εν λόγω συμφωνία-πλαίσιο εμποδίζει την εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας η οποία απαγορεύει απολύτως, στον δημόσιο τομέα και μόνον, τη μετατροπή σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μιας σειράς διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου οι οποίες, στην πραγματικότητα, αποσκοπούσαν στην κάλυψη «παγίων και διαρκών αναγκών» του εργοδότη και πρέπει να θεωρηθούν καταχρηστικές.

4)      Σε περίπτωση εκπρόθεσμης μεταφοράς στην έννομη τάξη του οικείου κράτους μέλους μιας οδηγίας και εφόσον δεν υφίσταται άμεσο αποτέλεσμα των σχετικών διατάξεων της οδηγίας αυτής, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της εν λόγω οδηγίας, υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας αυτής, προκειμένου να επιτευχθούν τα επιδιωκόμενα από αυτήν αποτελέσματα, προκρίνοντας την ερμηνεία των εθνικών κανόνων που είναι η πλέον σύμφωνη προς τον σκοπό αυτό, για να καταλήξουν έτσι σε λύση συμβατή προς τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.