Υπόθεση C-276/03 P

Scott SA

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Αίτηση αναιρέσεως — Παράνομη κρατική ενίσχυση — Διαχρονική εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 — Απόφαση περί ασυμβιβάστου και περί ανακτήσεως της ενισχύσεως — Προθεσμία παραγραφής — Διακοπή — Υποχρέωση ενημερώσεως του αποδέκτη της ενισχύσεως σχετικά με διακοπτική της προθεσμίας πράξη»

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs της 14ης Απριλίου 2005 

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 6ης Οκτωβρίου 2005 

Περίληψη της αποφάσεως

Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως — Δεκαετής παραγραφή του άρθρου 15 του κανονισμού 659/1999 — Διακοπή της προθεσμίας παραγραφής — Υποχρέωση ενημερώσεως του αποδέκτη της ενισχύσεως σχετικά με διακόπτουσα την προθεσμία πράξη — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 88 § 2 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 15)

Το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999, δυνάμει του οποίου η προθεσμία παραγραφής στην οποία υπόκεινται οι εξουσίες της Επιτροπής στον τομέα της ανακτήσεως των παράνομων ενισχύσεων διακόπτεται από κάθε ενέργεια της Επιτροπής, ή κράτους μέλους που ενεργεί κατόπιν αιτήσεώς της, έναντι της παράνομης ενισχύσεως, δεν μπορεί, λαμβανομένου υπόψη τόσο του γράμματός του όσο και του σκοπού του, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μια αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής προς το οικείο κράτος μέλος δεν συνιστά «ενέργεια της Επιτροπής» παρά μόνον εφόσον έχει κοινοποιηθεί στον αποδέκτη της ενισχύσεως.

Ασφαλώς, ο δικαιούχος της ενισχύσεως έχει από πρακτικής απόψεως συμφέρον να ενημερώνεται για τις πράξεις της Επιτροπής που μπορούν να διακόψουν την παραγραφή, αλλά το συμφέρον αυτό δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να εξαρτά την εφαρμογή της προαναφερθείσας διατάξεως από την προϋπόθεση της κοινοποιήσεως των εν λόγω πράξεων στον αποδέκτη της ενισχύσεως. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η ιδιότητα του διαδίκου δικαιολογεί την προϋπόθεση αυτή, η διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ διεξάγεται κυρίως μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους και κινείται έναντι του κράτους αυτού και όχι έναντι των δικαιούχων που, ναι μεν έχουν ορισμένα δικονομικά δικαιώματα, δεν έχουν όμως την ιδιότητα του διαδίκου.

(βλ. σκέψεις 27-35)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 6ης Οκτωβρίου 2005 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Παράνομη κρατική ενίσχυση – Διαχρονική εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 – Απόφαση περί ασυμβιβάστου και περί ανακτήσεως της ενισχύσεως – Προθεσμία παραγραφής – Διακοπή – Υποχρέωση ενημερώσεως του αποδέκτη της ενισχύσεως σχετικά με διακοπτική της προθεσμίας πράξη»

Στην υπόθεση C-276/03 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, ασκηθείσα στις 24 Ιουνίου 2003,

Scott SA, με έδρα το Saint-Cloud (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους J. Lever, QC, G. Peretz, barrister, A. Nourry, R. Griffith και Μ. Παπαδάκη, solicitors, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον J. Flett, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής πρωτοδίκως,

η Γαλλική Δημοκρατία,

παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. Jann (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, N. Colneric, K. Schiemann, E. Juhász και E. Levits, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: M.-F. Contet, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Φεβρουαρίου 2005,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Απριλίου 2005,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Scott SA (στο εξής: Scott) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 10ης Απριλίου 2003, T-366/00, Scott κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. ΙΙ-1763, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία αυτό απέρριψε την προσφυγή της για τη μερική ακύρωση της αποφάσεως 2002/14/ΕΚ της Επιτροπής, της 12ης Ιουλίου 2000, σχετικά με την κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Γαλλία υπέρ του ομίλου Scott Paper SA/Kimberly-Clark (ΕΕ L 12, σ. 1, στο εξής: επίδικη απόφαση), κατά το μέρος που η εν λόγω προσφυγή στηριζόταν στην εκ μέρους της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων παράβαση του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1).

 Το νομικό πλαίσιο

2       Το άρθρο 15 του κανονισμού 659/1999 προβλέπει τα εξής:

«1. Οι εξουσίες της Επιτροπής για ανάκτηση της ενίσχυσης υπόκεινται σε δεκαετή προθεσμία παραγραφής.

2. Η προθεσμία αυτή αρχίζει να [τρέχει] από την ημέρα κατά την οποία η παράνομη ενίσχυση χορηγείται στον δικαιούχο είτε ως ατομική ενίσχυση είτε ως ενίσχυση βάσει ενός καθεστώτος ενισχύσεων. Κάθε ενέργεια της Επιτροπής ή κράτους μέλους που ενεργεί κατόπιν αίτησης της Επιτροπής, σε σχέση με την παράνομη ενίσχυση, διακόπτει την περίοδο παραγραφής. Έπειτα από κάθε διακοπή, η προθεσμία αρχίζει να [τρέχει εκ νέου]. Η προθεσμία παραγραφής αναστέλλεται για όσο διάστημα η απόφαση της Επιτροπής αποτελεί αντικείμενο διαδικασίας εκκρεμούσης ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

3. Κάθε ενίσχυση της οποίας η περίοδος παραγραφής έχει εκπνεύσει, θεωρείται ως υφιστάμενη ενίσχυση.»

 Το ιστορικό της διαφοράς

3       Από τα σημεία 12 και 13 της επίδικης αποφάσεως, καθώς και από τις σκέψεις 1 έως 10 και 13 έως 19 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το ιστορικό της διαφοράς έχει, κατ’ ουσίαν, ως εξής.

4       Το 1969, η εταιρία αμερικανικού δικαίου Scott Paper Company αγόρασε την εταιρία γαλλικού δικαίου Bouton Brochard και συνέστησε χωριστή εταιρία, την Bouton Brochard Scott SA (στο εξής: Bouton Brochard Scott), η οποία ανέλαβε τις δραστηριότητες της Bouton Brochard.

5       Το 1986 η Bouton Brochard Scott αποφάσισε να εγκαταστήσει εργοστάσιο στη Γαλλία και επέλεξε προς τούτο ένα γήπεδο στο γεωγραφικό διαμέρισμα του Loiret, στη βιομηχανική ζώνη La Saussaye.

6       Στις 31 Αυγούστου 1987, ο Δήμος Ορλεάνης και το εν λόγω γεωγραφικό διαμέρισμα παραχώρησαν στην Bouton Brochard Scott ορισμένα προνόμια. Οι εν λόγω οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης αφενός πώλησαν στην Bouton Brochard Scott, με προνομιακούς όρους, γήπεδο 48 εκταρίων στην οικεία βιομηχανική ζώνη. Αφετέρου, δεσμεύτηκαν να υπολογίσουν το τέλος εξυγίανσης βάσει επίσης προνομιακού συντελεστή.

7       Η Bouton Brochard Scott κατέστη Scott τον Νοέμβριο του 1987.

8       Τον Ιανουάριο του 1996, αγόρασε τις μετοχές της εν λόγω εταιρίας η Kimberly-Clark Corporation.

9       Τον Ιανουάριο του 1998, η Kimberly-Clark Corporation ανακοίνωσε το κλείσιμο του επίμαχου εργοστασίου, τα στοιχεία του ενεργητικού του οποίου, ήτοι το γήπεδο και τα χαρτικά είδη, αγόρασε η Procter&Gamble τον Ιούνιο του 1998.

10     Κατόπιν καταγγελίας, η Επιτροπή, με έγγραφο της 17ης Ιανουαρίου 1997, ζήτησε από τη Γαλλική Δημοκρατία πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τα προαναφερθέντα προνόμια. Ακολούθησε ανταλλαγή αλληλογραφίας με τις αρχές του εν λόγω κράτους μέλους.

11     Με απόφαση της 20ής Μαΐου 1998, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ) και ενημέρωσε το εν λόγω κράτος μέλος με έγγραφο της 10ης Ιουλίου 1998, το οποίο δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 30 Σεπτεμβρίου 1998 (ΕΕ C 301, σ. 4).

12     Την ημέρα της δημοσιεύσεως, οι γαλλικές αρχές ενημέρωσαν τηλεφωνικώς τη Scott σχετικά με την έναρξη της εν λόγω διαδικασίας.

13     Στις 12 Ιουλίου 2000, η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση βάσει της οποίας οι κρατικές ενισχύσεις που χορήγησε η Γαλλική Δημοκρατία υπέρ της Scott, υπό τη μορφή προνομιακής τιμής πωλήσεως γηπέδου και προνομιακού συντελεστή του τέλους εξυγίανσης, κηρύσσονται ασύμβατες με την κοινή αγορά και διατάσσεται η επιστροφή τους.

 Η ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

14     Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 30 Νοεμβρίου 2000, η Scott άσκησε προσφυγή για τη μερική ακύρωση της επίδικης αποφάσεως.

15     Η Γαλλική Δημοκρατία παρενέβη στην εν λόγω διαδικασία υπέρ της Scott.

16     Βάσει αιτήματος της ως άνω εταιρίας, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να αποφανθεί επί του αντλούμενου από παράβαση του άρθρου 15 του κανονισμού 659/1999 λόγου ακυρώσεως, προτού εξετάσει τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως.

17     Συναφώς, αυτός ο λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η Scott περιελάμβανε δύο σκέλη αντλούμενα από:

–       την εκ μέρους της Επιτροπής παράβαση του εν λόγω άρθρου 15, καθόσον αυτή έκρινε ότι η προθεσμία παραγραφής μπορούσε να διακοπεί από πράξη μη κοινοποιηθείσα στον αποδέκτη της παράνομης ενισχύσεως, εν προκειμένω από την αίτηση παροχής πληροφοριών της 17ης Ιανουαρίου 1997 ή, εναλλακτικά,

–       την εκ μέρους της Επιτροπής παράβαση του ίδιου άρθρου 15, καθόσον αυτή έκρινε ότι η προθεσμία παραγραφής μπορούσε να διακοπεί από πράξη που διενεργήθηκε και κοινοποιήθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής, εν προκειμένω από την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας της 20ής Μαΐου 1998.

18     Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή, κατά το μέρος που στηριζόταν σε παράβαση του άρθρου 15 του κανονισμού 659/1999 και αποφάσισε να συνεχίσει τη διαδικασία κατά τα λοιπά.

19     Εν αναμονή της εκδόσεως της παρούσας αποφάσεως, το Πρωτοδικείο ανέστειλε τη διαδικασία στην υπόθεση Scott κατά Επιτροπής (T‑366/00), καθώς και στην υπόθεση Département du Loiret κατά Επιτροπής (T-369/00), η οποία έχει επίσης ως αντικείμενο την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως.

 Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

20     Η Scott ζητεί από το Δικαστήριο:

–       να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–       να ακυρώσει το άρθρο 2 της επίδικης αποφάσεως, καθόσον αφορά την ενίσχυση που χορηγήθηκε υπό τη μορφή προνομιακής τιμής αγοράς γηπέδου, και

–       να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα αμφότερων των διαδικασιών.

21     Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–       να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της ή, επικουρικώς, σε περίπτωση που δεχθεί μέρος της αιτήσεως,

–       να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της διαφοράς ή, επικουρικότερα,

–       να απορρίψει την προσφυγή που ασκήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου, καθόσον αφορά τους λόγους ακυρώσεως που αντλούνται από παράβαση του άρθρου 15 του κανονισμού 659/1999.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων και αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

22     Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η Scott επικαλείται, κατ’ ουσίαν, έναν και μοναδικό λόγο αναιρέσεως αντλούμενο από εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 15 του κανονισμού 659/1999 από το Πρωτοδικείο, το οποίο έκρινε ότι η προθεσμία παραγραφής μπορούσε να διακοπεί από πράξη μη κοινοποιηθείσα στον αποδέκτη της ενισχύσεως, εν προκειμένω από την αίτηση παροχής πληροφοριών της 17ης Ιανουαρίου 1997.

23     Με τις σκέψεις 58 έως 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε, συγκεκριμένα, ότι το γεγονός και μόνον ότι ο αποδέκτης της ενισχύσεως αγνοούσε την ύπαρξη της αιτήσεως παροχής πληροφοριών που είχε υποβάλει η Επιτροπή προς το οικείο κράτος μέλος δεν συνεπάγεται ότι η αίτηση αυτή δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα ως προς την προβλεπόμενη στο άρθρο 15 του κανονισμού 659/1999 προθεσμία παραγραφής. Με το άρθρο αυτό ορίστηκε ενιαία προθεσμία παραγραφής που εφαρμόζεται καθ’ όμοιον τρόπο στο οικείο κράτος μέλος και στους τρίτους ενδιαφερόμενους. Επιπλέον, η διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης διεξάγεται κυρίως μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους, ενώ οι τρίτοι ενδιαφερόμενοι, μεταξύ των οποίων καταλέγεται και ο αποδέκτης της ενισχύσεως, έχουν το δικαίωμα να ενημερώνονται και πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προβάλλουν τα επιχειρήματά τους, έχοντας κυρίως τον ρόλο «πηγής πληροφοριών» για την Επιτροπή. Εντούτοις, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να ειδοποιεί τους δυνητικά ενδιαφερόμενους, μεταξύ των οποίων καταλέγεται και ο αποδέκτης της ενισχύσεως, για τα μέτρα που λαμβάνει σε σχέση με ορισμένη παράνομη ενίσχυση, προτού κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης.

24     Με τη σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο προσέθεσε ότι ο αποδέκτης μη κοινοποιηθείσας ενισχύσεως, όπως η επίδικη εν προκειμένω, δεν μπορεί να έχει δικαιολογημένα την πεποίθηση ότι η ενίσχυση είναι νομότυπη. Με τη σκέψη 62 της ίδιας αποφάσεως διαπίστωσε ακόμη ότι, πριν από τη θέση σε ισχύ του κανονισμού 659/1999, ο αποδέκτης μιας τέτοιας ενισχύσεως δεν μπορούσε να επικαλεστεί την ασφάλεια δικαίου σε σχέση με την παραγραφή της αξιώσεως ανακτήσεως της ενισχύσεως και ότι, ως εκ τούτου, η διακοπή της προθεσμίας παραγραφής πριν από τη θέση του σε ισχύ δεν είχε ως αποτέλεσμα να τον περιαγάγει σε αβεβαιότητα περί το δίκαιο.

25     Κατά τη Scott, τόσο από το γράμμα, μεταξύ άλλων τη φράση «κάθε ενέργεια [...] κράτους μέλους που ενεργεί κατόπιν αίτησης της Επιτροπής», όσο και από τον σκοπό του άρθρου 15 του κανονισμού 659/1999 προκύπτει ότι μόνον πράξεις που έχουν κοινοποιηθεί στον αποδέκτη της ενισχύσεως μπορούν να διακόψουν την προθεσμία παραγραφής έναντι αυτού, ακόμη και αν αυτό συνεπάγεται διαφορετικές προθεσμίες παραγραφής για τα διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη. Συναφώς, η Scott υποστηρίζει ότι δεν ασκούν μεγάλη επιρροή γεγονότα όπως ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, ο αποδέκτης της ενισχύσεως αποτελεί απλώς «πηγή πληροφοριών», ότι η Επιτροπή δεν έχει την υποχρέωση να τον ενημερώνει για πράξη διακόπτουσα τον χρόνο παραγραφής, ότι ο αποδέκτης δεν μπορούσε να έχει δικαιολογημένα την πεποίθηση ότι η παράνομη ενίσχυση ήταν νομότυπη ή ότι, δέκα χρόνια μετά τη χορήγηση της εν λόγω ενισχύσεως, ο εν λόγω κανονισμός δεν είχε ακόμη τεθεί σε ισχύ.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

26     Επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι το άρθρο 15 του κανονισμού 659/1999 προβλέπει δεκαετή προθεσμία παραγραφής που αρχίζει να τρέχει από την ημέρα χορηγήσεως της παράνομης ενισχύσεως στον αποδέκτη της. Κατά το άρθρο 15, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, η προθεσμία παραγραφής διακόπτεται με «κάθε ενέργεια της Επιτροπής ή κράτους μέλους που ενεργεί κατόπιν αίτησης της Επιτροπής σε σχέση με την παράνομη ενίσχυση».

27     Ναι μεν η διάταξη αυτή περιέχει πράγματι χωριστή αναφορά σε «ενέργεια» και σε «αίτηση της Επιτροπής», αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η αίτηση παροχής πληροφοριών που απευθύνει το θεσμικό αυτό όργανο προς το οικείο κράτος μέλος δεν αποτελεί «ενέργεια της Επιτροπής» παρά μόνον εφόσον έχει κοινοποιηθεί στον αποδέκτη της ενισχύσεως. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 87 έως 90 των προτάσεών του, η χωριστή αναφορά ενδεχομένως οφείλεται, αφενός, σε αμέλεια του νομοθέτη που φαίνεται ότι επανέλαβε, χωρίς να δώσει σημασία στις διαδικαστικές διαφορές, τη διατύπωση του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2988/74 του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 1974, περί παραγραφής του δικαιώματος διώξεως και εκτελέσεως των αποφάσεων στους τομείς του δικαίου των μεταφορών και του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 07/001, σ. 1). Αφετέρου, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι υπάρχουν διάφορες καταστάσεις στις οποίες μια «αίτηση της Επιτροπής» δεν συνιστά αυτομάτως και παράλληλα «ενέργεια της Επιτροπής». Τέλος, όπως παρατηρεί ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 91 των προτάσεών του, ο κανονισμός 659/1999 αποδέχεται το ενδεχόμενο υπάρξεως διαφόρων (διαδοχικών) διακοπτικών της προθεσμίας παραγραφής πράξεων, εφόσον το άρθρο 15 προβλέπει ότι, έπειτα από κάθε διακοπή, η προθεσμία αρχίζει να τρέχει εκ νέου.

28     Το γράμμα του άρθρου 15 του κανονισμού 659/1999 δεν παρέχει καμία ένδειξη από την οποία να προκύπτει ότι, για να διακοπεί η προθεσμία παραγραφής, ισχύει προϋπόθεση κοινοποιήσεως της πράξεως στον αποδέκτη της ενισχύσεως.

29     Εντούτοις, πρέπει να εξεταστεί αν μια τέτοια προϋπόθεση απορρέει από τον σκοπό του εν λόγω άρθρου 15.

30     Συναφώς, από τη δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 659/1999 προκύπτει ότι, για λόγους ασφάλειας δικαίου, η προθεσμία παραγραφής αποβλέπει στην παρεμπόδιση ανακτήσεως των παράνομων ενισχύσεων που δεν μπορεί πλέον να διαταχθεί. Η προθεσμία παραγραφής αποβλέπει, μεταξύ άλλων, στην προστασία ορισμένων εκ των ενδιαφερομένων, στους οποίους καταλέγεται και το οικείο κράτος μέλος και ο αποδέκτης της ενισχύσεως.

31     Επομένως, οι εν λόγω ενδιαφερόμενοι όντως έχουν από πρακτικής απόψεως συμφέρον να ενημερώνονται για τις πράξεις της Επιτροπής που μπορούν να διακόψουν την παραγραφή.

32     Εντούτοις, το από πρακτικής απόψεως συμφέρον δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να εξαρτά την εφαρμογή του άρθρου 15, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 659/1999 από την προϋπόθεση της κοινοποιήσεως των εν λόγω πράξεων στον αποδέκτη της ενισχύσεως.

33     Συγκεκριμένα, η διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης διεξάγεται κυρίως μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους. Κινείται έναντι του κράτους αυτού και όχι έναντι των δικαιούχων (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, C-74/00 P και C-75/00 P, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-7869, σκέψεις 81 και 83).

34     Ασφαλώς, η νομολογία έχει αναγνωρίσει στον αποδέκτη της ενισχύσεως ορισμένα δικονομικά δικαιώματα. Εντούτοις, τα δικαιώματα αυτά αποβλέπουν στο να του παράσχουν τη δυνατότητα να προσκομίζει πληροφοριακά στοιχεία στην Επιτροπή και να προβάλλει τα επιχειρήματά του, αλλά δεν του προσδίδουν την ιδιότητα του διαδίκου.

35     Ως εκ τούτου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η ιδιότητα του διαδίκου δικαιολογεί την ύπαρξη προϋποθέσεως κοινοποιήσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι ο αποδέκτης της ενισχύσεως δεν έχει την ιδιότητα αυτή.

36     Κατόπιν των προεκτεθέντων, το Πρωτοδικείο δεν ερμήνευσε εσφαλμένα το άρθρο 15 του κανονισμού 659/1999, κρίνοντας ότι η προθεσμία παραγραφής μπορούσε να διακοπεί από πράξη που δεν κοινοποιήθηκε στον αποδέκτη της ενισχύσεως, εν προκειμένω από την αίτηση παροχής πληροφοριών της 17ης Ιανουαρίου 1997.

37     Αληθεύει ότι ούτε το γεγονός ότι ο αποδέκτης της ενισχύσεως δεν μπορούσε να έχει δικαιολογημένα την πεποίθηση ότι η ενίσχυση είναι νομότυπη ούτε το ότι, δέκα χρόνια μετά τη χορήγηση της επίδικης ενισχύσεως, ο κανονισμός 659/1999 δεν έχει τεθεί ακόμη σε ισχύ αποτελούν αναγκαία στάδια της συλλογιστικής που καταλήγει στην ερμηνεία αυτή. Ωστόσο, οι διαπιστώσεις αυτές δεν θίγουν το βάσιμο της εν λόγω ερμηνείας.

38     Κατά συνέπεια, ο λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επομένως, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

39     Δυνάμει του άρθρου 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο οποίος εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 118 του κανονισμού αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, εν απουσία αιτημάτων ως προς τα δικαστικά έξοδα, κάθε διάδικος φέρει τα έξοδά του. Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν ζήτησε να καταδικαστεί η Scott στα δικαστικά έξοδα, κάθε διάδικος πρέπει να φέρει τα έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Η Scott SA και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.