Υπόθεση C-110/03

Βασίλειο του Βελγίου

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Προσφυγή ακυρώσεως — Κανονισμός (ΕΚ) 2204/2002 — Οριζόντιες κρατικές ενισχύσεις — Ενισχύσεις για την απασχόληση — Ασφάλεια δικαίου — Επικουρικότητα — Αναλογικότητα — Συνεκτικότητα των κοινοτικών δράσεων — Μη δυσμενής διάκριση — Κανονισμός (EΚ) 994/98 — Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας»

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα D. Ruiz-Jarabo Colomer της 16ης Δεκεμβρίου 2004 

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 14ης Απριλίου 2005. 

Περίληψη της αποφάσεως

1.     Κοινοτικό δίκαιο — Αρχές — Ασφάλεια δικαίου — Κοινοτική κανονιστική ρύθμιση — Απαιτούμενη σαφήνεια και ακρίβεια — Όρια

2.     Πράξεις των οργάνων — Ιεραρχία των κανόνων — Υπεροχή κανονισμού έναντι κατευθυντηρίων γραμμών ή πλαισίου χωρίς θεμέλιο στη Συνθήκη ή σε πράξη εκδοθείσα δυνάμει αυτής

(Άρθρο 249 ΕΚ)

3.     Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Κατηγορίες ενισχύσεων, οριζόμενες κανονιστικώς, δυνάμενες να θεωρηθούν ως συμβατές με την κοινή αγορά — Κανονισμός 70/2001 σχετικά με τις ενισχύσεις υπέρ των μικρομεσαίων επιχειρήσεων — Κανονισμός 2204/2002 σχετικά με τις ενισχύσεις υπέρ της απασχολήσεως — Αυτοτελείς έναντι αλλήλων κανονισμοί επιδιώκοντες διαφορετικούς στόχους

(Κανονισμοί της Επιτροπής 70/2001, άρθρο 3 § 2, και 2204/2002, άρθρο 3 § 1)

4.     Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Κατηγορίες ενισχύσεων, οριζόμενες κανονιστικώς, δυνάμενες να θεωρηθούν ως συμβατές με την κοινή αγορά — Κανονισμός 2204/2002 σχετικά με τις ενισχύσεις υπέρ της απασχολήσεως — Εξαιρέσεις προβλεπόμενες αντίστοιχα από τα άρθρα 4, 5 και 6 του κανονισμού — Διακριτές και αυτοτελείς προϋποθέσεις συμβατότητας

(Κανονισμός 2204/2002 της Επιτροπής, άρθρα 4, 5 και 6)

5.     Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Κατηγορίες ενισχύσεων, οριζόμενες κανονιστικώς, δυνάμενες να θεωρηθούν ως συμβατές με την κοινή αγορά — Εξουσιοδότηση της Επιτροπής βάσει του κανονισμού 994/98 — Έκταση — Εξουσιοδότηση μη περιοριζόμενη στην κωδικοποίηση απλώς και μόνο της προγενέστερης πρακτικής

(Κανονισμός 994/98 του Συμβουλίου, άρθρο 1)

6.     Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Κατηγορίες ενισχύσεων, οριζόμενες κανονιστικώς, δυνάμενες να θεωρηθούν ως συμβατές με την κοινή αγορά — Εξουσιοδότηση της Επιτροπής βάσει του κανονισμού 994/98 — Εξουσιοδότηση μη καλύπτουσα τον ορισμό της εννοίας των κρατικών ενισχύσεων

(Κανονισμός 994/98 του Συμβουλίου)

7.     Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Κατηγορίες ενισχύσεων, οριζόμενες κανονιστικώς, δυνάμενες να θεωρηθούν ως συμβατές με την κοινή αγορά — Κανονισμός 2204/2002 σχετικά με τις ενισχύσεις υπέρ της απασχολήσεως — Θέσπιση εξαντλητικού καταλόγου των κατηγοριών των τελούντων σε μειονεκτική θέση εργαζομένων που μπορούν να τύχουν των ενισχύσεων δυνάμει του ανωτέρω κανονισμού — Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας — Δεν συντρέχει

(Κανονισμός 2204/2002 της Επιτροπής, άρθρα 2, στοιχ. στ΄, και 5)

8.     Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Κατηγορίες ενισχύσεων, οριζόμενες κανονιστικώς, δυνάμενες να θεωρηθούν ως συμβατές με την κοινή αγορά — Προσδιορισμός των προϋποθέσεων συμβατότητας — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

(Κανονισμός 994/98 του Συμβουλίου)

9.     Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Κατηγορίες ενισχύσεων, οριζόμενες κανονιστικώς, δυνάμενες να θεωρηθούν ως συμβατές με την κοινή αγορά — Κανονισμός 2204/2002 σχετικά με τις ενισχύσεις υπέρ της απασχολήσεως — Καθορισμός προϋποθέσεων συμβατότητας αυστηρότερων σε σχέση με τις ισχύουσες κατά την προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής — Παραβίαση της αρχής περί ίσης μεταχειρίσεως — Δεν συντρέχει

(Κανονισμός 2204/2002 της Επιτροπής)

10.   Πράξεις των οργάνων — Επιλογή της νομικής βάσεως — Κριτήρια — Κοινοτική πράξη διώκουσα διπλό σκοπό ή έχουσα δύο συνιστώσες — Αναφορά στον σκοπό ή στην κύρια ή δεσπόζουσα συνιστώσα — Θέσπιση του κανονισμού 2204/2002 επί τη βάσει του κανονισμού 994/98 ο οποίος εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να εκδώσει κανονισμούς για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών κρατικών ενισχύσεων ως συμβατών προς την κοινή αγορά — Νομιμότητα ακόμη και μετά την ενσωμάτωση του άρθρου 137 ΕΚ με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 94 (νυν άρθρο 89 ΕΚ)· κανονισμός 994/98 του Συμβουλίου)

1.     Η αρχή της ασφαλείας δικαίου συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου, απαιτούσα, μεταξύ άλλων, τη σαφήνεια και ακρίβεια συγκεκριμένης κανονιστικής ρυθμίσεως, ώστε οι πολίτες να έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και να λαμβάνουν ως εκ τούτου τα μέτρα τους.

Εντούτοις, εφόσον είναι συμφυής με δεδομένο κανόνα δικαίου ορισμένος βαθμός αβεβαιότητας ως προς την έννοια και την έκταση εφαρμογής του, πρέπει, στο πλαίσιο προσφυγής κράτους μέλους το οποίο θεμελιώνει τις αιτιάσεις του σχετικά με τη νομιμότητα κανονισμού κατ’ ουσίαν επί υποθετικών καταστάσεων, ο έλεγχος να περιορίζεται στο αν η επίδικη νομική πράξη πάσχει παρόμοια ασάφεια ώστε να παρεμποδίζεται το κράτος μέλος να διατυπώσει με ικανή βεβαιότητα τυχόν επιφυλάξεις ως προς την έκταση εφαρμογής ή την έννοια της προσβαλλόμενης πράξεως.

(βλ. σκέψεις 30-31)

2.     Οι κατευθυντήριες γραμμές και το πολυτομεακό πλαίσιο που θεσπίζει η Επιτροπή στο πλαίσιο των κρατικών ενισχύσεων δεν έχουν νομικό θεμέλιο ούτε στη Συνθήκη ούτε σε νομική πράξη θεσπισθείσα δυνάμει αυτής, οπότε, σε περίπτωση επικαλύψεως με τις διατάξεις κανονισμού εκδοθέντος στον ίδιο τομέα, οι δεύτερες υπερτερούν ως εκ του ότι είναι δεσμευτικές και γενικής ισχύος δυνάμει του άρθρου 249 ΕΚ.

(βλ. σκέψη 33)

3.     Ο κανονισμός 70/2001, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, και ο κανονισμός 2204/2002, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις για την απασχόληση, είναι αυτοτελείς ο ένας έναντι του άλλου και επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς. Έτσι, ούτε οι προϋποθέσεις που περιλαμβάνουν ούτε τα αντίστοιχα πεδία εφαρμογής τους συμπίπτουν πλήρως. Υπό τις περιστάσεις αυτές, είναι σαφές, ενόψει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 70/2001, ότι ένα καθεστώς ενισχύσεων συμβιβάζεται με την κοινή αγορά και εξαιρείται της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως αν δεν θίγει είτε το πεδίο εφαρμογής και όλες τις προϋποθέσεις του κανονισμού 2204/2002 είτε το πεδίο εφαρμογής και όλες τις προϋποθέσεις του κανονισμού 70/2001.

(βλ. σκέψη 36)

4.     Όπως προκύπτει από τη γενική οικονομία και τον σκοπό του κανονισμού 2204/2002 σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις για την απασχόληση, οι απαλλαγές που προβλέπουν το άρθρο 4 περί των ενισχύσεων για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, το άρθρο 5 σχετικά με τις ενισχύσεις για την πρόσληψη εργαζομένων σε μειονεκτική θέση και εργαζομένων με ειδικές ανάγκες και το άρθρο 6 σχετικά με τις πάγιες ενισχύσεις για την απασχόληση εργαζομένων με ειδικές ανάγκες έχουν διακριτούς στόχους και οι προϋποθέσεις συμβατότητας που καθορίζονται με αυτά είναι καταρχήν αυτοτελείς οι μεν έναντι των δε. Έτσι, εφόσον μια ενίσχυση πληροί τις προϋποθέσεις του ενός εκ των ανωτέρω άρθρων, συμβιβάζεται με την κοινή αγορά ανεξάρτητα από το γεγονός ότι θα μπορούσε επίσης να πληροί τις προϋποθέσεις ενός άλλου εκ των άρθρων αυτών.

(βλ. σκέψη 46)

5.     Ουδαμώς από τη διατύπωση του άρθρου 1 του κανονισμού 994/98, για την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε ορισμένες κατηγορίες οριζόντιων κρατικών ενισχύσεων, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή οφείλει να καθορίζει τα κριτήρια συμβατότητας των ενισχύσεων προς την κοινή αγορά σε πλήρη συμφωνία με την προϋφιστάμενη πρακτική της, χωρίς τη δυνατότητα τροποποιήσεώς τους. Πράγματι, η διάταξη αυτή περιορίζεται απλώς στο να εξαγγείλει εν γένει ότι ο κανονισμός απαλλαγής σχετικά με τις ενισχύσεις υπέρ της απασχολήσεως πρέπει να διευκρινίζει τα κατώφλια ως προς τις ενισχύσεις και τις προϋποθέσεις σχετικά με τη σώρευση των ενισχύσεων, χωρίς, πάντως, να τοποθετείται ως προς το συγκεκριμένο περιεχόμενο των εν λόγω κριτηρίων. Η κανονιστική εξουσιοδότηση που παρέσχε το Συμβούλιο δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως πρόσκληση προς την Επιτροπή να περιοριστεί απλώς και μόνο στην κωδικοποίηση της προγενέστερης πρακτικής της και να μη χρησιμοποιήσει την πείρα της στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων προκειμένου να καθορίσει νέα κριτήρια, έστω και αυστηρότερα έναντι των υφισταμένων.

(βλ. σκέψεις 52-53)

6.     Με τον κανονισμό 994/98, για την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε ορισμένες κατηγορίες οριζόντιων κρατικών ενισχύσεων, το Συμβούλιο παρέσχε στην Επιτροπή την εξουσία να αναγνωρίζει ότι ορισμένες κατηγορίες ενισχύσεων συμβιβάζονται με την κοινή αγορά και δεν υπόκεινται στην υποχρέωση κοινοποιήσεως. Έτσι, υπό το φως του άρθρου 87 ΕΚ, το Συμβούλιο περιορίστηκε στο να εξουσιοδοτήσει την Επιτροπή να θέσει σε εφαρμογή την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου εξαγγέλλοντας εξαιρέσεις από την κατά την παράγραφο 1 του ιδίου άρθρου αρχή της ασυμβατότητας ενισχύσεων. Αντιθέτως, δεν της ανέθεσε καμία εξουσία ερμηνείας του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, η οποία ορίζει την έννοια των κρατικών ενισχύσεων. Επομένως, η Επιτροπή δεν είχε την εξουσία, κατά την έκδοση του κανονισμού 2204/2002, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις για την απασχόληση, να προβεί σε δεσμευτικό και γενικό ορισμό της εννοίας των κρατικών ενισχύσεων. Έτσι, ενήργησε εντός των ορίων των εξουσιών της και επομένως δεν παραβίασε τις γενικές αρχές περί ασφαλείας δικαίου, επικουρικότητας και αναλογικότητας.

(βλ. σκέψη 58)

7.     Η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας από κοινοτική πράξη προϋποθέτει ότι αυτή επιβάλλει στα υποκείμενα δικαίου υποχρέωση υπερβαίνουσα τα όρια αυτού που είναι ενδεδειγμένο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

Ο κανονισμός 2204/2002, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις για την απασχόληση, δεν εξαρτά τα υπέρ των μη περιλαμβανομένων στον ορισμό που δίδει των τελούντων σε μειονεκτική θέση εργαζομένων μέτρα από καμία νέα υποχρέωση. Μη αναφερόμενος στα εν λόγω μέτρα, δεν καταργεί ως μέτρο την ήδη επιβαλλόμενη με το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ υποχρέωση κοινοποιήσεως. Επομένως, η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας καθιερώνοντας, στο άρθρο 2, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 2204/2002, εξαντλητικό κατάλογο των κατηγοριών εργαζομένων που τελούν σε μειονεκτική θέση και μπορούν να τύχουν των χορηγουμένων με βάση το άρθρο 5 αυτού ενισχύσεων.

(βλ. σκέψεις 61-62)

8.     Η Επιτροπή απολαύει, σε θέματα κρατικών ενισχύσεων, ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως, η άσκηση της οποίας συνεπάγεται εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως, οι οποίες πρέπει να πραγματοποιούνται σε κοινοτικό πλαίσιο. Τούτο συμβαίνει ειδικότερα οσάκις η Επιτροπή επιθυμεί τον συγκερασμό του στόχου διασφαλίσεως υγιούς ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς με άλλους κοινοτικούς στόχους, όπως είναι η προώθηση της απασχολήσεως.

Οσάκις η Επιτροπή απολαύει μιας τέτοιας σημαντικής ελευθερίας εκτιμήσεως, το Δικαστήριο, ελέγχοντας τη νομιμότητα κατά την άσκηση της εν λόγω ελευθερίας, δεν μπορεί να υποκαθιστά με την εκτίμησή του επί του θέματος εκείνη της αρμόδιας αρχής, αλλά οφείλει να περιορίζεται στην εξέταση του αν η τελευταία πάσχει πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας ή αν η εν λόγω αρχή υπερέβη προδήλως τα όρια της εξουσίας της εκτιμήσεως.

(βλ. σκέψεις 67-68)

9.     Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων απαιτεί παρεμφερείς καταστάσεις να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά και διαφορετικές καταστάσεις να μην αντιμετωπίζονται κατ’ ίσο τρόπο, εκτός αν παρόμοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικά.

Ο κανονισμός 2204/2002, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις για την απασχόληση, είναι γενεσιουργός άνισης μεταχειρίσεως μεταξύ της χορηγήσεως ενισχύσεων στο πλαίσιο καθεστώτων που έχουν αναγνωριστεί από την Επιτροπή ως συμβατά πριν από την έναρξη ισχύος του και της χορηγήσεως των ενισχύσεων με βάση καθεστώτα που θεσπίστηκαν σύμφωνα με τις νέες προϋποθέσεις συμβατότητας, που καθορίζει ο ανωτέρω κανονισμός, από ορισμένες επόψεις αυστηρότερες σε σχέση με εκείνες της προγενέστερης πρακτικής της Επιτροπής. Πλην όμως, παρόμοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικά. Αφενός, η Επιτροπή δεν μπορεί να στερείται της δυνατότητας να καθορίζει αυστηρότερες προϋποθέσεις συμβατότητας εφόσον το απαιτούν η εξέλιξη της κοινής αγοράς και ο στόχος υγιούς ανταγωνισμού. Αφετέρου, δεν μπορεί να καθιστά τα υφιστάμενα καθεστώτα ενισχύσεων σύμφωνα με τις νέες προϋποθέσεις συμβατότητας του κανονισμού 2204/2002 μονομερώς, αγνοώντας τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ. Παρόμοια προσέγγιση θα ισοδυναμούσε στην πράξη με το να προσδίδει στον εν λόγω κανονισμό αναδρομικά αποτελέσματα. Με τον τρόπο αυτό θα θίγονταν οι αρχές περί ασφαλείας δικαίου και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των ενδιαφερομένων.

(βλ. σκέψεις 71-73)

10.   Στο πλαίσιο του συστήματος αρμοδιοτήτων της Κοινότητας, η επιλογή της νομικής βάσεως μιας πράξεως πρέπει να θεμελιώνεται σε αντικειμενικά στοιχεία, δεκτικά δικαστικού ελέγχου. Μεταξύ παρομοίων στοιχείων καταλέγονται, ιδίως, ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξεως. Αν από την εξέταση μιας κοινοτικής πράξεως καταδεικνύεται ότι η πράξη αυτή επιδιώκει διπλό σκοπό ή έχει δύο συνιστώσες και αν η μία εξ αυτών μπορεί να χαρακτηριστεί ως κύρια ή δεσπόζουσα, ενώ η άλλη ως παρακολουθηματική, η πράξη πρέπει να στηρίζεται σε μία και μόνο νομική βάση, ήτοι εκείνη που απαιτεί ο κύριος ή δεσπόζων σκοπός ή η κύρια ή δεσπόζουσα συνιστώσα.

Ακόμη και αν ο κανονισμός 994/98 για την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε ορισμένες κατηγορίες οριζόντιων κρατικών ενισχύσεων και ο κανονισμός 2204/2002, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις για την απασχόληση, έχουν επίπτωση επί της προωθήσεως της απασχολήσεως, κύριος στόχος τους είναι ο προσδιορισμός των ενισχύσεων οι οποίες συμβιβάζονται με την κοινή αγορά και η απαλλαγή τους από την υποχρέωση κοινοποιήσεως. Έτσι, θέτουν ιδίως σε εφαρμογή το άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ, το οποίο εξαγγέλλει ότι ορισμένες ενισχύσεις, επιδιώκουσες στόχους γενικού συμφέροντος, μπορούν να θεωρούνται συμβατές με την κοινή αγορά στον βαθμό που οι στόχοι τους δικαιολογούν τη στρέβλωση του ανταγωνισμού.

Εξ αυτού έπεται ότι το Συμβούλιο εξέδωσε εγκύρως τον κανονισμό 994/98 με βάση το άρθρο 94 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 89 ΕΚ) και ότι ο εν λόγω κανονισμός μπορούσε να αποτελεί νομική βάση για τον κανονισμό 2204/2002 ακόμη και μετά την ενσωμάτωση του άρθρου 137, παράγραφος 3, ΕΚ με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, το οποίο επιφυλάσσει υπέρ του Συμβουλίου τη θέσπιση των αφορώντων τις οικονομικές εισφορές για την προώθηση της απασχολήσεως μέτρων.

(βλ. σκέψεις 78-81)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 14ης Απριλίου 2005 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Κανονισμός (ΕΚ) 2204/2002 – Οριζόντιες κρατικές ενισχύσεις – Ενισχύσεις για την απασχόληση – Ασφάλεια δικαίου – Επικουρικότητα – Αναλογικότητα – Συνεκτικότητα των κοινοτικών δράσεων – Μη δυσμενής διάκριση – Κανονισμός (EΚ) 994/98 – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας»

Στην υπόθεση C-110/03,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, ασκηθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου στις 10 Μαρτίου 2003,

Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο αρχικώς από την A. Snoecx, ακολούθως από την E. Dominkovits, επικουρούμενες από τους D. Waelbroeck και D. Brinckman, avocats, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγον,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον G. Rozet, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

υποστηριζόμενης από το

Ηνωμένο Βασίλειο Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από τον K. Manji, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

παρεμβαίνον,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Rosas, πρόεδρο τμήματος, A. Borg Barthet, J.-P. Puissochet, J. Malenovský (εισηγητή) και U. Lõhmus, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

γραμματέας: M.-F. Contet, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία κατόπιν της συνεδριάσεως της 29ης Σεπτεμβρίου 2004,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Δεκεμβρίου 2004,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Με την προσφυγή του, το Βασίλειο του Βελγίου ζητεί την ακύρωση του κανονισμού (ΕΚ) 2204/2002 της Επιτροπής, της 5ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις για την απασχόληση (ΕΕ L 337, σ. 3, και διορθωτικό ΕΕ L 349, σ. 126, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός).

2       Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Σεπτεμβρίου 2003, επετράπη στο Ηνωμένο Βασίλειο Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας να παρέμβει προς υποστήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Με έγγραφο της 24ης Νοεμβρίου 2003, το οικείο κράτος μέλος γνωστοποίησε ότι παραιτούνταν από την κατάθεση υπομνήματος παρεμβάσεως.

 Το νομικό πλαίσιο

3       Το άρθρο 89 ΕΚ ορίζει:

«Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία μετά από πρόταση της Επιτροπής και διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, δύναται να εκδίδει κάθε αναγκαίο κανονισμό για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88, και ιδίως να καθορίζει τους όρους εφαρμογής του άρθρου 88, παράγραφος 3, και τις κατηγορίες ενισχύσεων που εξαιρούνται από τη διαδικασία αυτή.»

4       Το άρθρο 136 ΕΚ εξαγγέλλει:

«Η Κοινότητα και τα κράτη μέλη […] έχουν ως στόχο την προώθηση της απασχολήσεως, τη βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως και εργασίας, ώστε να καταστήσουν δυνατή την εναρμόνισή τους με παράλληλη διατήρηση της προόδου, την κατάλληλη κοινωνική προστασία, τον κοινωνικό διάλογο και την ανάπτυξη των ανθρώπινων πόρων που θα επιτρέψουν ένα υψηλό και διαρκές επίπεδο απασχολήσεως και την καταπολέμηση του αποκλεισμού.

[…]»

5       Κατά το άρθρο 137, παράγραφος 1, ΕΚ, όπως αυτό ίσχυε πριν από τη Συνθήκη της Νίκαιας:

«Προκειμένου να υλοποιήσει τους στόχους του άρθρου 136, η Κοινότητα υποστηρίζει και συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών στους ακόλουθους τομείς:

–       βελτίωση, ιδιαιτέρως, του περιβάλλοντος εργασίας, με σκοπό την προστασία της ασφαλείας και της υγείας των εργαζομένων,

–       όροι εργασίας,

–       ενημέρωση και διαβούλευση με τους εργαζομένους,

–       αφομοίωση των αποκλειομένων από την αγορά εργασίας προσώπων, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 150,

–       ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά τις ευκαιρίες στην αγορά εργασίας και τη μεταχείριση στην εργασία».

6       Αφού εξήγγειλε ότι το Συμβούλιο αποφασίζει καταρχήν με ειδική πλειοψηφία, το άρθρο 137 ΕΚ προέβλεπε στην παράγραφο 3 αυτού:

«Εντούτοις, το Συμβούλιο αποφασίζει με ομοφωνία […] στους ακόλουθους τομείς:

[…]

–       χρηματικές συνεισφορές με στόχο την προώθηση της απασχολήσεως και τη δημιουργία θέσεων εργασίας, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων περί κοινωνικού ταμείου.»

7       Η τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΚ) 994/98 του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 1998, για την εφαρμογή των άρθρων [87] και [88] της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε ορισμένες κατηγορίες οριζοντίων κρατικών ενισχύσεων (ΕΕ L 142, σ. 1), διευκρινίζει:

«[…] η Επιτροπή έχει εφαρμόσει τα άρθρα [87] και [88] της Συνθήκης μέσω πολυάριθμων αποφάσεων και […] έχει εκθέσει επίσης την πολιτική της με πολλές ανακοινώσεις· […] λαμβάνοντας υπόψη, αφενός, τη σημαντική εμπειρία που έχει αποκτήσει όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων [87] και [88] της Συνθήκης και, αφετέρου, τα γενικά κείμενα που έχει εκδώσει βάσει των εν λόγω διατάξεων, είναι σκόπιμο, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική εποπτεία και να απλουστευτεί η διοικητική διαχείριση, χωρίς να ατονήσει ο έλεγχος της Επιτροπής, να της δοθεί η δυνατότητα να [αναγνωρίζει] με κανονισμούς, σε τομείς όπου διαθέτει επαρκή εμπειρία ώστε να καθορίσει γενικά κριτήρια συμβατότητας, ότι ορισμένες κατηγορίες ενισχύσεων συμβιβάζονται με την κοινή αγορά σύμφωνα με μια ή περισσότερες διατάξεις του άρθρου [87], παράγραφοι 2 και 3, της Συνθήκης και εξαιρούνται από τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο [88], παράγραφος 3, της Συνθήκης».

8       Η πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 994/98 είναι διατυπωμένη ως εξής:

«[…] κανονισμοί σχετικά με εξαιρέσεις κατά κατηγορίες θα αυξήσουν τη διαφάνεια και την ασφάλεια δικαίου […]».

9       Κατά το άρθρο 1 του κανονισμού 994/98:

«1.      Η Επιτροπή μπορεί, εκδίδοντας κανονισμό σύμφωνα με τη διαδικασία που θεσπίζει το άρθρο 8 του παρόντος κανονισμού και σύμφωνα με το άρθρο [87] της Συνθήκης, να [αναγνωρίζει] ότι οι ακόλουθες κατηγορίες ενισχύσεων συμβιβάζονται με την κοινή αγορά και δεν πρέπει να κοινοποιούνται όπως απαιτεί το άρθρο [88], παράγραφος 3, της Συνθήκης:

α) ενισχύσεις για:

[…]

         iv) απασχόληση και κατάρτιση·

[…].

2.      Οι κανονισμοί που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρέπει να καθορίζουν για κάθε κατηγορία ενισχύσεων:

α)      τον σκοπό των ενισχύσεων

β)      τις κατηγορίες δικαιούχων

γ)      τα όρια τα εκφραζόμενα είτε ως εντάσεις ενισχύσεως σε σχέση με το σύνολο του αποδεκτού κόστους είτε ως ανώτατα ποσά

δ)      τους όρους σχετικά με τη σώρευση των ενισχύσεων

ε)      τις προϋποθέσεις ελέγχου, όπως ορίζονται στο άρθρο 3.

[…]»

10     Ο προσβαλλόμενος κανονισμός θεσπίστηκε με βάση τον κανονισμό 994/98.

11     Κατά το άρθρο 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού:

«1.      Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε καθεστώτα που συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης και αφορούν τη δημιουργία απασχολήσεως, την πρόσληψη εργαζομένων σε μειονεκτική θέση και εργαζομένων με ειδικές ανάγκες ή αφορούν την κάλυψη του πρόσθετου κόστους απασχολήσεως εργαζομένων με ειδικές ανάγκες.

2.      Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις ενισχύσεις σε όλους τους τομείς […].

Δεν εφαρμόζεται στις ενισχύσεις που χορηγούνται στον τομέα του άνθρακα ή της ναυπηγικής βιομηχανίας, ή στις ενισχύσεις για τη δημιουργία απασχολήσεως κατά την έννοια του άρθρου 4, που χορηγούνται στον τομέα των μεταφορών. Οι ενισχύσεις αυτού του είδους πρέπει να κοινοποιούνται εκ των προτέρων στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

[…]»

12     Το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού ορίζει:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

[…]

στ)      «εργαζόμενοι σε μειονεκτική θέση», κάθε άτομο που ανήκει σε μία κατηγορία εργαζομένων που αντιμετωπίζει δυσκολίες να εισέλθει στην αγορά εργασίας χωρίς βοήθεια, και συγκεκριμένα όσοι πληρούν τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:

i)      άτομα κάτω των 25 ετών που δεν έχουν ακόμη συμπληρώσει δύο έτη από την ολοκλήρωση εκπαιδεύσεως με πλήρες ωράριο και που δεν είχαν προηγούμενη τακτικά αμειβόμενη απασχόληση

[…]

viii) κάθε άτομο που είναι μακροχρόνιος άνεργος, δηλαδή κάθε άτομο που είναι άνεργο για 12 από τους 16 προηγούμενους μήνες, ή 6 από τους προηγούμενους 8 μήνες στην περίπτωση ατόμων κάτω των 25 ετών·

[…]».

13     Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του προσβαλλόμενου κανονισμού:

«1.      Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 9, τα καθεστώτα ενισχύσεων που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις του παρόντος κανονισμού συμβιβάζονται με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, της Συνθήκης και δεν υπόκεινται στην υποχρέωση κοινοποιήσεως που προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 3, της Συνθήκης, εφόσον:

α)      οποιαδήποτε ενίσχυση δυνάμενη να χορηγηθεί στο πλαίσιο αυτών των καθεστώτων πληροί όλες τις προϋποθέσεις του παρόντος κανονισμού·

β)      το καθεστώς περιέχει ρητή αναφορά στον παρόντα κανονισμό, αναφέροντας τον τίτλο και τα στοιχεία δημοσιεύσεώς του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων».

14     Το άρθρο 4 του κανονισμού, τιτλοφορούμενο «Δημιουργία απασχολήσεως», προβλέπει στις παραγράφους 1 έως 3:

«1.      Τα καθεστώτα ενισχύσεως για τη δημιουργία απασχολήσεως και οποιαδήποτε ενίσχυση που μπορεί να χορηγηθεί βάσει αυτών των καθεστώτων πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις των παραγράφων 2, 3 και 4.

2.      Όταν δημιουργείται απασχόληση σε περιοχές ή τομείς που δεν είναι επιλέξιμοι για περιφερειακή ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχεία α΄ και γ΄, κατά τη στιγμή χορηγήσεως της ενισχύσεως, η ακαθάριστη ένταση ενισχύσεως δεν πρέπει να υπερβαίνει:

α)      το 15 % στην περίπτωση των μικρών επιχειρήσεων,

β)      το 7,5 % στην περίπτωση των μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεων.

3.      Όταν δημιουργείται απασχόληση σε περιοχές και τομείς επιλέξιμους για περιφερειακή ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχεία α΄ και γ΄, κατά τη στιγμή χορηγήσεως της ενισχύσεως, η καθαρή ένταση ενισχύσεως δεν πρέπει να υπερβαίνει τα αντίστοιχα ανώτατα όρια για τις περιφερειακές επενδυτικές ενισχύσεις που καθορίζονται στον χάρτη που ισχύει κατά τη στιγμή χορηγήσεως της ενισχύσεως, όπως έχει εγκριθεί από την Επιτροπή για κάθε κράτος μέλος· για τον σκοπό αυτό πρέπει, μεταξύ άλλων, να λαμβάνεται υπόψη το πολυτομεακό πλαίσιο για τις περιφερειακές ενισχύσεις προς μεγάλα επενδυτικά σχέδια.

[…]»

15     Η ανακοίνωση της Επιτροπής – Πολυτομεακό πλαίσιο για τις περιφερειακές ενισχύσεις προς μεγάλα επενδυτικά σχέδια, της 19ης Μαρτίου 2002 (ΕΕ C 70, σ. 8, στο εξής: πολυτομεακό πλαίσιο), προβλέπει, ιδίως, στο σημείο 27 απαγόρευση ενισχύσεων υπέρ επενδυτικών σχεδίων στη χαλυβουργική βιομηχανία.

16     Κατά το άρθρο 4, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού:

«4.      Τα ανώτατα όρια που καθορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 ισχύουν οσάκις η ενίσχυση υπολογίζεται με βάση τις δημιουργούμενες θέσεις εργασίας και το ύψος της ενισχύσεως εκφράζεται ως ποσοστό του μισθολογικού κόστους των δημιουργουμένων θέσεων εργασίας επί δύο έτη, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)      η δημιουργούμενη απασχόληση πρέπει να αντιπροσωπεύει καθαρή αύξηση του αριθμού των εργαζομένων για τη δικαιούχο επιχείρηση σε σχέση με τον μέσο όρο των δώδεκα τελευταίων μηνών,

β)      οι δημιουργούμενες θέσεις εργασίας πρέπει να διατηρηθούν επί τουλάχιστον τρία έτη ή δύο έτη στην περίπτωση των ΜΜΕ (μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων), και

γ)      οι νέοι εργαζόμενοι που απασχολούνται λόγω της δημιουργηθείσας απασχολήσεως πρέπει να μην έχουν εργαστεί ποτέ ή να είχαν χάσει ή να χάνουν την προηγούμενη θέση εργασίας τους.

5.      Όταν χορηγείται ενίσχυση για τη δημιουργία απασχολήσεως βάσει καθεστώτος που να απαλλάσσεται από το παρόν άρθρο, μπορεί να χορηγηθεί συμπληρωματική ενίσχυση στην περίπτωση προσλήψεως εργαζομένων σε μειονεκτική θέση ή με ειδικές ανάγκες, σύμφωνα με τους όρους των άρθρων 5 ή 6».

17     Το άρθρο 5 του κανονισμού, τιτλοφορούμενο «Πρόσληψη εργαζομένων σε μειονεκτική θέση και εργαζομένων με ειδικές ανάγκες», εξαγγέλλει:

«1.      Τα καθεστώτα ενισχύσεως για την πρόσληψη από οποιαδήποτε επιχείρηση εργαζομένων σε μειονεκτική θέση και εργαζομένων με ειδικές ανάγκες και οποιαδήποτε ενίσχυση μπορεί να χορηγηθεί βάσει αυτών των καθεστώτων πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις των παραγράφων 2 και 3.

2.      Η ακαθάριστη ένταση κάθε ενισχύσεως για την απασχόληση των εργαζομένων σε μειονεκτική θέση ή των εργαζομένων με ειδικές ανάγκες που υπολογίζεται ως ποσοστό του μισθολογικού κόστους για περίοδο ενός έτους μετά την πρόσληψή τους, δεν πρέπει να υπερβαίνει το 50 % για τους εργαζομένους σε μειονεκτική θέση ή το 60 % για τους εργαζομένους με ειδικές ανάγκες.

[…]»

18     Το άρθρο 6 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τιτλοφορούμενο «Συμπληρωματικό κόστος απασχολήσεως εργαζομένων με ειδικές ανάγκες», προβλέπει:

«1.      Τα καθεστώτα ενισχύσεως για την απασχόληση εργαζομένων με ειδικές ανάγκες και οποιαδήποτε ενίσχυση μπορεί να χορηγηθεί στο πλαίσιο τέτοιων καθεστώτων πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις των παραγράφων 2 και 3.

2.      Η ενίσχυση, χορηγούμενη μαζί με κάθε άλλη ενίσχυση βάσει του άρθρου 5, δεν μπορεί να υπερβαίνει το επίπεδο που απαιτείται για να αντισταθμιστούν η τυχόν περιορισμένη παραγωγικότητα που απορρέει από τα μειονεκτήματα του (των) εργαζομένου(-ων) με ειδικές ανάγκες και οποιοδήποτε κόστος μεταξύ των κατωτέρω:

α)      το κόστος για την προσαρμογή των εγκαταστάσεων,

β)      το κόστος για την απασχόληση προσωπικού που χρησιμεύει αποκλειστικά για την υποστήριξη του (των) εργαζομένου(-ων) με ειδικές ανάγκες,

γ)      το κόστος για την προσαρμογή ή την αγορά εξοπλισμού που αυτοί χρησιμοποιούν,

το οποίο είναι συμπληρωματικό σε σχέση με αυτό που θα επιβάρυνε τον δικαιούχο αν απασχολούσε εργαζομένους που δεν θα είχαν ειδικές ανάγκες, για την περίοδο κατά την οποία ο (οι) εργαζόμενος(-οι) θα απασχολείται(-ούνται).

[…]»

19     Αφού διευκρινίζεται με τις παραγράφους 2 και 3 αυτού ότι είναι καταρχήν αδύνατη η σώρευση των χορηγουμένων δυνάμει των απαλλασσομένων βάσει του άρθρου 4 χορηγουμένων ενισχύσεων με άλλες κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ, το άρθρο 8 του ιδίου κανονισμού ορίζει στην παράγραφο 4 αυτού:

«Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 2 και 3, οι ενισχύσεις στο πλαίσιο καθεστώτων που εξαιρούνται από τα άρθρα 5 και 6 του παρόντος κανονισμού μπορούν να σωρεύονται με άλλες κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης ή με άλλη κοινοτική χρηματοδότηση σε σχέση με το ίδιο κόστος καθώς και με ενισχύσεις στο πλαίσιο καθεστώτων εξαιρουμένων από το άρθρο 4 του παρόντος κανονισμού οι οποίες συμμορφούνται με τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3, εφόσον η σώρευση αυτή δεν έχει ως αποτέλεσμα ακαθάριστη ένταση ενισχύσεως υπερβαίνουσα το 100 % του εργατικού κόστους στη διάρκεια οποιασδήποτε περιόδου κατά την οποία απασχολήθηκε ο εργαζόμενος ή οι εργαζόμενοι.»

20     Το άρθρο 9, παράγραφος 4, του προσβαλλόμενου κανονισμού εξαγγέλλει:

«Τα καθεστώτα ενισχύσεως για την προώθηση της προσλήψεως κατηγοριών εργαζομένων που δεν είναι σε μειονεκτική θέση κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο στ΄, εξακολουθούν να υπόκεινται στην υποχρέωση κοινοποιήσεως βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 3, της Συνθήκης, εκτός αν εξαιρούνται βάσει του άρθρου 4. Με την κοινοποίηση, τα κράτη μέλη υποβάλλουν για εξέταση από την Επιτροπή στοιχεία αποδεικνύοντα ότι οι εν λόγω εργαζόμενοι είναι σε μειονεκτική θέση. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται το άρθρο 5.»

21     Ο κανονισμός (ΕΚ) 70/2001 της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2001, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΕΕ 10, σ. 33), εμπεριέχει, στο άρθρο 3, παράγραφος 2, αυτού, διάταξη ανάλογη προς εκείνη του άρθρου 3, παράγραφος 1, του προσβαλλόμενου κανονισμού, οι διατάξεις του οποίου εξετέθησαν στη σκέψη 13 της παρούσας αποφάσεως.

22     Όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις υπέρ των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, το άρθρο 4 του κανονισμού 70/2001 προβλέπει:

«1.       Οι ενισχύσεις για επενδύσεις σε υλικά και άυλα στοιχεία ενεργητικού εντός ή εκτός της Κοινότητας συμβιβάζονται με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, της Συνθήκης και εξαιρούνται από την υποχρέωση κοινοποιήσεως που προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 3, της Συνθήκης, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στις παραγράφους 2 έως 6.

[…]

6.       Οσάκις η ενίσχυση υπολογίζεται με βάση τις δημιουργούμενες θέσεις εργασίας, το ύψος της ενισχύσεως εκφράζεται ως ποσοστό του μισθολογικού κόστους των δημιουργούμενων θέσεων εργασίας επί δύο έτη, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)       οι δημιουργούμενες θέσεις εργασίας σχετίζονται με την υλοποίηση επενδύσεως σε υλικά ή άυλα στοιχεία ενεργητικού. Η δημιουργία των θέσεων εργασίας πραγματοποιείται εντός τριετίας από την ολοκλήρωση της επενδύσεως·

β)       το επενδυτικό σχέδιο συνεπάγεται καθαρή αύξηση του αριθμού εργαζομένων στην οικεία εγκατάσταση σε σύγκριση με τον μέσο όρο του προηγούμενου δωδεκαμήνου, και

γ)       οι δημιουργούμενες θέσεις εργασίας διατηρούνται επί μία πενταετία τουλάχιστον».

 Επί της προσφυγής

23     Προς στήριξη του αιτήματός του περί ακυρώσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Βασίλειο του Βελγίου επικαλείται τρεις λόγους.

24     Ο πρώτος λόγος αντλείται από παραβίαση των ορίων της εξουσιοδοτήσεως που παρέχει ο κανονισμός 994/98, ως εκ του ότι με τον προσβαλλόμενο κανονισμό δεν διασφαλίζεται ο επιβαλλόμενος από την πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 994/98 (πρώτη περίοδος) στόχος περί διαφανείας και ασφαλείας δικαίου, ενώ καθίσταται αυστηρότερο το καθεστώς των ενισχύσεων για την απασχόληση τη στιγμή κατά την οποία, σύμφωνα με τον κανονισμό 994/98, η Επιτροπή ήταν απλώς εξουσιοδοτημένη να κωδικοποιήσει την υφιστάμενη πρακτική (δεύτερη περίοδος).

25     Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παραβίαση των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου, ήτοι των αρχών της επικουρικότητας, αναλογικότητας, συνεκτικότητας των κοινοτικών δράσεων και απαγορεύσεως των διακρίσεων.

26     Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παραβίαση της Συνθήκης, υπό την έννοια ότι, μετά την έναρξη ισχύος του άρθρου 137, παράγραφος 3, ΕΚ το οποίο εντάχτηκε στη Συνθήκη με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν μπορούσε πλέον να θεσπιστεί με θεμέλιο τον κανονισμό 994/98.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως

27     Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η Βελγική Κυβέρνηση επικρίνει το γεγονός ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός στερείται σαφηνείας. Συναφώς, επιβάλλεται να υπογραμμιστεί ότι, αν και το προσφεύγον τη διατυπώνει, και ασφαλώς, σύμφωνα με τον τίτλο του, στο πλαίσιο του αρυόμενου από την παραβίαση του κανονισμού 994/98 λόγου ακυρώσεως, η σχετική αιτίαση άπτεται στην πραγματικότητα της παραβιάσεως της γενικής αρχής της ασφαλείας δικαίου. Πράγματι, όπως προκύπτει από το ίδιο το περιεχόμενο του δικογράφου της προσφυγής, η Βελγική Κυβέρνηση επικρίνει ρητώς το γεγονός ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός «παραβίασε την αρχή της ασφαλείας δικαίου» και εκθέτει τη σχετική αιτίαση αναφερόμενη περαιτέρω στη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ανωτέρω γενική αρχή. Τέλος, προβάλλοντας τον επόμενο λόγο ακυρώσεως, η Βελγική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι συντρέχει παραβίαση πλειόνων «άλλων» γενικών αρχών του δικαίου.

28     Στο πλαίσιο αυτό, αν η οικεία κυβέρνηση επικαλείται την πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 994/98, η οποία εξαγγέλλει ότι «κανονισμοί σχετικά με εξαιρέσεις κατά κατηγορίες θα αυξήσουν τη διαφάνεια και την ασφάλεια δικαίου», το πράττει επικαλούμενη την εν λόγω γενική αρχή.

29     Επομένως, η σχετική αιτίαση πρέπει να εξεταστεί ως αφορώσα τη γενική αρχή περί ασφαλείας δικαίου.

30     Επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου, απαιτούσα, μεταξύ άλλων, τη σαφήνεια και ακρίβεια συγκεκριμένης κανονιστικής ρυθμίσεως, ώστε οι πολίτες να έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και να λαμβάνουν ως εκ τούτου τα μέτρα τους (βλ. αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 1981, 169/80, Gondrand Frères και Garancini, Συλλογή 1981, σ. 1931, και της 13ης Φεβρουαρίου 1996, C-143/93, Van Es Douane Agenten, Συλλογή 1996, σ. Ι-431, σκέψη 27).

31     Εντούτοις, εφόσον είναι συμφυής με δεδομένο κανόνα δικαίου ορισμένος βαθμός αβεβαιότητας ως προς την έννοια και την έκταση εφαρμογής του, πρέπει, στο πλαίσιο προσφυγής όπως η προκειμένη όπου το Βασίλειο του Βελγίου θεμελιώνει τις αιτιάσεις του κατ’ ουσίαν επί υποθετικών καταστάσεων, ο έλεγχος να περιορίζεται στο αν η επίδικη νομική πράξη πάσχει παρόμοια ασάφεια παρεμποδίζουσα το κράτος μέλος να διατυπώσει με ικανή βεβαιότητα τυχόν επιφυλάξεις ως προς την έκταση εφαρμογής ή την έννοια του προσβαλλόμενου κανονισμού.

32     Πρώτον, κατά τη Βελγική Κυβέρνηση, η έλλειψη σαφηνείας είναι απόρροια της μερικής επικαλύψεως διατάξεων που περιλαμβάνει ο προσβαλλόμενος κανονισμός με άλλες που ενσωματώνονται σε διάφορα κοινοτικά κείμενα: όπως οι κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για περιφερειακούς σκοπούς της 14ης Μαρτίου 1998 (ΕΕ C 74, σ. 9, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές), το πολυτομεακό πλαίσιο, καθώς και ο κανονισμός 70/2001.

33     Επιβάλλεται, καταρχάς, η διαπίστωση ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός θεσπίστηκε με βάση τον κανονισμό 994/98 και ότι, δυνάμει του άρθρου 249 ΕΚ, είναι δεσμευτικός και γενικής ισχύος. Αντιθέτως, οι κατευθυντήριες γραμμές και το πολυτομεακό πλαίσιο δεν έχουν νομικό θεμέλιο ούτε στη Συνθήκη ούτε σε άλλη νομική πράξη θεσπισθείσα δυνάμει αυτής. Έπεται εκ τούτου ότι, σε περίπτωση επικαλύψεως, οι διατάξεις του προσβαλλόμενου κανονισμού υπερτερούν εκείνων των κατευθυντηρίων γραμμών ή του πολυτομεακού πλαισίου (βλ., όσον αφορά την έκταση εφαρμογής των κατευθυντηρίων γραμμών σε σχέση με τους κανόνες της Συνθήκης, αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 2000, C-288/96, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-8237, σκέψη 62, και της 7ης Μαρτίου 2002, C-310/99, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-2289, σκέψη 52).

34     Η σαφήνεια του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν θίγεται περαιτέρω από τη μερική επικάλυψη μεταξύ, αφενός, του πεδίου εφαρμογής του και των προϋποθέσεων συμβατότητας των ενισχύσεων με την κοινή αγορά που αυτός καθορίζει και, αφετέρου, του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού 70/2001 και των προϋποθέσεων συμβατότητας που αυτός ενσωματώνει.

35     Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η σύγχυση είναι μεταξύ άλλων απόρροια της διαφοράς σχετικά με μία από τις προϋποθέσεις συμβατότητας που περιλαμβάνουν αμφότεροι οι κανονισμοί και αφορά την περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας οι δημιουργούμενες θέσεις εργασίας πρέπει να διατηρούνται σε περίπτωση καθεστώτος ενισχύσεων υπέρ των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, το άρθρο 4, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του προσβαλλόμενου κανονισμού απαιτεί περίοδο δύο ετών, ενώ κατά το άρθρο 4, παράγραφος 6, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 70/2001 η ίδια περίοδος είναι πενταετής.

36     Πρέπει να υπογραμμιστεί ευθύς εξαρχής ότι αμφότεροι οι κανονισμοί είναι αυτοτελείς ο ένας έναντι του άλλου και επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς. Έτσι, ούτε οι λοιπές προϋποθέσεις συμβατότητας που αυτοί περιλαμβάνουν, αν ληφθεί ιδίως υπόψη το άρθρο 4, παράγραφος 4, στοιχείο γ΄, του προσβαλλόμενου κανονισμού και το άρθρο 4, παράγραφος 6, στοιχεία α΄, του κανονισμού 70/2001, ούτε τα αντίστοιχα πεδία εφαρμογής τους συμπίπτουν πλήρως. Υπό τις περιστάσεις αυτές, είναι σαφές, ενόψει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του προσβαλλόμενου κανονισμού και του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 70/2001, ότι ένα καθεστώς ενισχύσεων συμβιβάζεται με την κοινή αγορά και εξαιρείται της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως αν δεν θίγει είτε το πεδίο εφαρμογής και όλες τις προϋποθέσεις του προσβαλλόμενου κανονισμού, περιλαμβανόμενης εκείνης του άρθρου 4, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, αυτού, είτε το πεδίο εφαρμογής και όλες τις προϋποθέσεις του κανονισμού 70/2001, περιλαμβανόμενης εκείνης του άρθρου 4, παράγραφος 6, στοιχείο γ΄, του τελευταίου.

37     Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Βελγική Κυβέρνηση δεν απέδειξε ότι η συνύπαρξη των προαναφερθέντων κοινοτικών κειμένων, τα οποία είναι άλλωστε συμπληρωματικά, θα ήταν ζημιογόνος για τη σαφήνεια του ίδιου του προσβαλλόμενου κανονισμού.

38     Δεύτερον, η Βελγική Κυβέρνηση εκτιμά ότι ο ορισμός του πεδίου εφαρμογής του προσβαλλόμενου κανονισμού στερείται σαφηνείας εφόσον οι μη δυνάμενοι να τύχουν ενισχύσεων για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, οικονομικοί τομείς διαφέρουν εκείνων που παρατίθενται στο άρθρο 1 αυτού, όπου προσδιορίζεται το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού και αποκλείονται αυτού ορισμένοι από τους εν λόγω τομείς.

39     Επί του σημείου αυτού, επιβάλλεται να τονιστεί ότι το άρθρο 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού οριοθετεί το γενικό πεδίο εφαρμογής του, ενώ το άρθρο 4, παράγραφος 3, του ιδίου κανονισμού αφορά μόνο τα καθεστώτα ενισχύσεων για τη δημιουργία θέσεων εργασίας σε περιφέρειες και τομείς που μπορούν να τύχουν ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα. Εξ αυτού έπεται ότι το εν λόγω άρθρο 4, παράγραφος 3, πρέπει να εκληφθεί ως lex specialis σε σχέση με το προαναφερθέν άρθρο 1, οπότε το εν λόγω άρθρο 4 υπερτερεί του άρθρου 1, όταν πρόκειται για τις καταστάσεις τις οποίες σκοπεί να ρυθμίσει ειδικότερα. Επομένως, το πεδίο εφαρμογής του προσβαλλόμενου κανονισμού είναι απόλυτα σαφές.

40     Τρίτον, η Βελγική Κυβέρνηση προσάπτει έλλειψη σαφηνείας του ορισμού του κατά το άρθρο 2, στοιχείο στ΄, i, του προσβαλλόμενου κανονισμού εργαζομένου σε μειονεκτική θέση, σύμφωνα με τον οποίο ανήκουν στην εν λόγω κατηγορία εργαζομένων «άτομα κάτω των 25 ετών που δεν έχουν ακόμη συμπληρώσει δύο έτη από την ολοκλήρωση εκπαιδεύσεως με πλήρες ωράριο και που δεν είχαν προηγούμενη τακτικά αμειβόμενη απασχόληση». Ο ορισμός αυτός δεν διευκρινίζει αν οι κάτω των 25 ετών νέοι τελούν σε μειονεκτική θέση ως εκ του λόγου αυτού ή αν οφείλουν περαιτέρω να πληρούν το έτερο κριτήριο που αφορά την έλλειψη πρώτης τακτικά αμειβόμενης απασχολήσεως.

41     Πρέπει να αναλυθεί η ανωτέρω διάταξη ως σκοπούσα στο να παράσχει το πλεονέκτημα των κρατικών ενισχύσεων στα πρόσωπα που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες να εισέλθουν για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας μετά τον τερματισμό της καταρτίσεώς τους με πλήρες ωράριο, στον βαθμό που τα εν λόγω πρόσωπα θεωρούνται ενδεχομένως από τους εργοδότες ως λιγότερο παραγωγικά λαμβάνοντας υπόψη ότι στερούνται παντελώς επαγγελματικής πείρας.

42     Έπεται ότι, ως εκ του σκοπού της εν λόγω διατάξεως, συγκεκριμένο πρόσωπο εμπίπτει στην κατηγορία των εργαζομένων που τελούν σε μειονεκτική θέση μόνον εφόσον πληροί σωρευτικώς αμφότερα τα κριτήρια. Αφενός, είτε το ανώτατο όριο ηλικίας του δεν πρέπει να υπερβαίνει το 25ο έτος είτε, επικουρικώς, αν έχει μεγαλύτερη ηλικία, να έχει περατώσει την κατάρτισή του με πλήρες ωράριο τουλάχιστον από δύο ετών. Αφετέρου, δεν πρέπει να έχει ακόμη ανεύρει πρώτη τακτικώς αμειβόμενη απασχόληση.

43     Την ανωτέρω ερμηνεία επιβεβαιώνει η εξέταση των λοιπών διατάξεων του άρθρου 2 του προσβαλλόμενου κανονισμού. Πράγματι, ο ορισμός του κατά το άρθρο 2, στοιχείο στ΄, viii, του ιδίου κανονισμού εργαζομένου που τελεί σε μειονεκτική θέση αναφέρεται επίσης στα κάτω των 25 ετών πρόσωπα, προϋποθέτει όμως την ύπαρξη προηγούμενης επαγγελματικής δραστηριότητας την οποία ακολούθησε μακρά περίοδος ανεργίας θέτουσα σε δυσμενή θέση τους εν λόγω νέους εργαζομένους στα πλαίσια των προσπαθειών τους να επιστρέψουν στην αγορά εργασίας. Έτσι, με τον έτερο αυτό ορισμό τα κάτω των 25 ετών πρόσωπα εμπίπτουν στην κατηγορία των μακροχρονίων ανέργων. Αν η Επιτροπή εννοούσε να θεωρήσει τους κάτω των 25 ετών νέους ως τελούντες σε μειονεκτική θέση λόγω απλώς του γεγονότος της ηλικίας τους, οι τελευταίοι δεν θα αποτελούσαν αντικείμενο άλλου ορισμού που τους εντάσσει συγκεκριμένα στην κατηγορία των μακροχρονίων ανέργων.

44     Έτσι, το άρθρο 2, στοιχείο στ΄, i, του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν μπορεί να εκληφθεί ως στερούμενο σαφηνείας ώστε να θίγεται η αρχή της ασφαλείας δικαίου.

45     Τέταρτον, η Βελγική Κυβέρνηση επικρίνει το γεγονός ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός στερείται σαφηνείας όσον αφορά τον συσχετισμό μεταξύ του άρθρου 4, το οποίο διέπει τις ενισχύσεις για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, του άρθρου 5, σχετικά με τις ενισχύσεις για την πρόσληψη εργαζομένων που τελούν σε μειονεκτική θέση και εργαζομένων με ειδικές ανάγκες, και του άρθρου 6, σχετικά με τις διαρκείς ενισχύσεις για την απασχόληση εργαζομένων με ειδικές ανάγκες. Κατά την εν λόγω κυβέρνηση, ο κανονισμός δεν διευκρινίζει σαφώς τις προϋποθέσεις που τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση ενισχύσεων που πληρούν ταυτοχρόνως τα οριζόμενα στα δύο από τα εν λόγω άρθρα κριτήρια.

46     Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από τη γενική οικονομία και τον σκοπό του προσβαλλόμενου κανονισμού, οι προβλεπόμενες με τα εν λόγω άρθρα απαλλαγές έχουν διαφορετικά αντικείμενα, ενώ οι οριζόμενες με αυτά προϋποθέσεις συμβατότητας είναι καταρχήν αυτοτελείς οι μεν έναντι των δε. Έτσι, εφόσον μια ενίσχυση πληροί τις προϋποθέσεις του ενός εκ των ανωτέρω άρθρων, συμβιβάζεται με την κοινή αγορά ανεξάρτητα από το γεγονός ότι θα μπορούσε επίσης να πληροί τις προϋποθέσεις ενός άλλου εκ των άρθρων αυτών. Ως προς το άρθρο 8, παράγραφος 4, του προσβαλλόμενου κανονισμού, καίτοι επιτρέπει υπό ορισμένες προϋποθέσεις σώρευση των ενισχύσεων που πληρούν τα κριτήρια διαφόρων διατάξεων, εντούτοις δεν τροποποιεί τις προϋποθέσεις χορηγήσεως των οικείων ενισχύσεων που αφορά εκάστη εξ αυτών. Ο συσχετισμός μεταξύ των άρθρων 4, 5 και 6 του προσβαλλόμενου κανονισμού είναι ως εκ τούτου όλως σαφής.

47     Πέμπτον, η Βελγική Κυβέρνηση επικρίνει το γεγονός της ελλείψεως σαφηνείας του άρθρου 8, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του προσβαλλόμενου κανονισμού. Αφενός, η διάταξη αυτή δεν προσδιορίζει αν οι περιφερειακές ενισχύσεις που ευνοούν τη δημιουργία απασχολήσεως μπορούν να συνιστούν «άλλες κρατικές ενισχύσεις» κατά την έννοια του προαναφερθέντος άρθρου 8, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, ώστε να σωρεύονται με τις χορηγούμενες δυνάμει των άρθρων 5 και 6 του ιδίου κανονισμού ενισχύσεις μέχρις ύψους ακαθάριστης εντάσεως 100 % του εργατικού κόστους ή αν πρέπει να θεωρούνται ως ενισχύσεις για την απασχόληση κατά την έννοια του προαναφερθέντος άρθρου 5, ώστε να σωρεύονται μέχρι ύψους 50 ή 60 % της ακαθάριστης εντάσεως του εργατικού κόστους, όπως προβλέπει η τελευταία αυτή διάταξη. Αφετέρου, η έκφραση «κάθε περίοδος απασχολήσεως» δεν επιτρέπει να καταστεί σαφές αν αφορά, όταν πρόκειται για εργαζομένους με ειδικές ανάγκες ή τελούντες σε μειονεκτική θέση, το σύνολο της περιόδου τους απασχολήσεως ή μόνο τις περιόδους κατά τη διάρκεια των οποίων η επιχείρηση οφείλει να διατηρεί τη θέση εργασίας, ήτοι την περίοδο δύο ή τριών ετών κατά το άρθρο 4, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του προσβαλλόμενου κανονισμού, ή εκείνη των δώδεκα μηνών κατά το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, του ιδίου κανονισμού.

48     Όσον αφορά καταρχάς την έκφραση «άλλες κρατικές ενισχύσεις», αυτή δεν εμπεριέχει κανέναν περιορισμό και οι σχετικές ενισχύσεις μπορούν συνεπώς να είναι περιφερειακές ευνοούσες τη δημιουργία θέσεων απασχολήσεως. Ακολούθως, όσον αφορά την έκφραση «κάθε περίοδος απασχολήσεως», επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Βελγική Κυβέρνηση δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα υπέρ της απόψεως ότι η έκφραση αυτή θα μπορούσε επίσης να αφορά την περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας η επιχείρηση οφείλει να διατηρεί τη θέση εργασίας. Επιπλέον, παρόμοια ερμηνεία πρέπει να αποκλείεται υπό το φως της συγκρίσεως των συναφών κειμένων διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων του επίδικου κειμένου, ιδίως της αποδόσεως στην αγγλική («period for which the worker or workers are employed»), γαλλική («toute période d’emploi»), γερμανική («während der Beschäftigung des oder der betreffenden Arbeitnehmer»), ισπανική («período de contratación de los trabajadores»), καθώς και στην ιταλική γλώσσα («periodo di occupazione dei lavoratori considerati»). Άρα, η έκφραση αυτή αφορά αναμφισβήτητα την περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας απασχολείται όντως ο εργαζόμενος με ειδικές ανάγκες ή ο εργαζόμενος που τελεί σε μειονεκτική θέση.

49     Έκτον, η Βελγική Κυβέρνηση εκτιμά ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός γεννά σύγχυση ως εκ του ότι με το άρθρο 4, παράγραφος 3, αυτού αναφέρεται στην έννοια της καθαρής εντάσεως της ενισχύσεως, ενώ χρησιμοποιεί καταρχήν την έννοια της ακαθάριστης εντάσεως. Συγκεκριμένα, είναι δυσχερής η μετατροπή της τελευταίας σε καθαρή ένταση.

50     Επιβάλλεται να υπογραμμιστεί, πάντως, ότι η Βελγική Κυβέρνηση δεν προέβαλε κανένα σαφές επιχείρημα προκειμένου να αποδείξει συγκεκριμένα παρόμοια δυσχέρεια. Επομένως, η αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως

51     Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν τήρησε ούτε τους όρους του άρθρου 1 του κανονισμού 994/98 ούτε τον σκοπό του εν λόγω κανονισμού, ο οποίος απαιτεί, όταν πρόκειται για κριτήρια συμβατότητας των ενισχύσεων με την κοινή αγορά, απλή κωδικοποίηση εκ μέρους της Επιτροπής της προϋφιστάμενης πρακτικής της και αποκλείει, επομένως, τη θέσπιση νέων αυστηροτέρων κριτηρίων.

52     Καταρχάς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ουδαμώς από τη διατύπωση του εν λόγω άρθρου 1 μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή όφειλε να καθορίσει τα κριτήρια συμβατότητας σε πλήρη συμφωνία με την προϋφιστάμενη πρακτική της, χωρίς τη δυνατότητα τροποποιήσεώς τους. Πράγματι, η διάταξη αυτή περιορίζεται απλώς στο να εξαγγείλει εν γένει ότι ο κανονισμός απαλλαγής σχετικά με τις ενισχύσεις υπέρ της απασχολήσεως πρέπει να διευκρινίζει τα κατώφλια ως προς τις ενισχύσεις και τις προϋποθέσεις σχετικά με τη σώρευση των ενισχύσεων, χωρίς, πάντως, να τοποθετείται ως προς το συγκεκριμένο περιεχόμενο των εν λόγω κριτηρίων.

53     Επιπλέον, όπως προκύπτει από την τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού, η σημαντική πείρα της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων για την απασχόληση ώθησε απλώς το Συμβούλιο να την εξουσιοδοτήσει να προσδιορίσει κριτήρια συμβατότητας. Ασφαλώς, η Επιτροπή κλήθηκε με τον τρόπο αυτό εμμέσως να κάνει χρήση της πρακτικής της κατά τον καθορισμό του περιεχομένου τους. Πλην όμως, εξ αυτού δεν μπορεί να ερμηνευτεί ότι η κανονιστική εξουσιοδότηση που παρέσχε το Συμβούλιο μπορεί να ερμηνευθεί μόνον ως πρόσκληση προς την Επιτροπή να περιοριστεί απλώς και μόνο στην κωδικοποίηση της προγενέστερης πρακτικής της και να μη χρησιμοποιήσει την πείρα της προκειμένου να καθορίσει νέα κριτήρια, έστω και αυστηρότερα έναντι των υφισταμένων.

54     Επιπλέον, το γεγονός ότι ο κανονισμός 994/98 δεν προβλέπει τη θέσπιση μεταβατικών μέτρων προσαρμογής ώστε τα υφιστάμενα καθεστώτα ενισχύσεων να καταστούν σύμφωνα με τα απορρέοντα από τον προσβαλλόμενο κανονισμό νέα κριτήρια, δεν μπορεί, σε αντίθεση προς όσα ισχυρίζεται η Βελγική Κυβέρνηση, να συνεπάγεται περιορισμό των ανατεθειμένων στην Επιτροπή εξουσιών. Πράγματι, η θέσπιση νέων κανόνων εφαρμοζομένων στις νέες ενισχύσεις ουδεμία επίπτωση έχει επί των υφισταμένων καθεστώτων ενισχύσεων, οπότε μεταβατικά μέτρα θα παρίσταντο αλυσιτελή. Επιπλέον, δεν υφίσταται ιδιαίτερος συσχετισμός μεταξύ της εκτάσεως αρμοδιότητας εκτελέσεως και της υπάρξεως ή μη μεταβατικών διατάξεων προσαρμογής σε εξουσιοδοτικό κανονισμό.

55     Κατόπιν αυτού, επιβάλλεται η απόρριψη του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως

 Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως

56     Η Βελγική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι, περιοριζόμενος στο να αναφέρει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός εφαρμόζεται επί των καθεστώτων που συνιστούν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, χωρίς να ορίζει την έννοια της κρατικής ενισχύσεως, ο εν λόγω κανονισμός παραβιάζει την αρχή της ασφαλείας δικαίου, η οποία σημαίνει ότι μια νομική πράξη πρέπει να είναι σαφής και προβλέψιμη. Επιπλέον, ως εκ του ότι η έλλειψη ενός τέτοιου ορισμού έχει ως συνέπεια το ότι μέτρα ευνοούντα την απασχόληση εξαρτώνται από υποχρέωση κοινοποιήσεως προς την Επιτροπή και στον βαθμό που με τον τρόπο αυτό δεν λαμβάνεται υπόψη η συνταγματική ιδιομορφία των κρατών μελών, και ειδικότερα ο περιφερειακός χαρακτήρας ορισμένων εξ αυτών, ο προσβαλλόμενος κανονισμός παραβιάζει και την αρχή της επικουρικότητας και την αρχή της αναλογικότητας.

57     Επί του σημείου αυτού επιβάλλεται η υπόμνηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ απαιτεί κάθε θεσμικό όργανο να ενεργεί εντός των ορίων των εξουσιών που του παρέχει η Συνθήκη.

58     Εν προκειμένω, με τον κανονισμό 994/98, το Συμβούλιο παρέσχε στην Επιτροπή την εξουσία να αναγνωρίζει ότι ορισμένες κατηγορίες ενισχύσεων συμβιβάζονται με την κοινή αγορά και δεν υπόκεινται στην υποχρέωση κοινοποιήσεως. Έτσι, υπό το φως του άρθρου 87 ΕΚ το Συμβούλιο περιορίστηκε στο να εξουσιοδοτήσει την Επιτροπή να θέσει σε εφαρμογή την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου εξαγγέλλοντας εξαιρέσεις από την κατά την παράγραφο 1 του ιδίου άρθρου αρχή της ασυμβατότητας ενισχύσεων. Αντιθέτως, δεν της ανέθεσε καμία εξουσία ερμηνείας του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, η οποία ορίζει την έννοια των κρατικών ενισχύσεων. Επομένως, η Επιτροπή δεν είχε την εξουσία να προβεί σε δεσμευτικό και γενικό ορισμό της εννοίας των κρατικών ενισχύσεων. Έτσι, ενήργησε εντός των ορίων των εξουσιών της και επομένως δεν παραβίασε τις γενικές αρχές περί ασφαλείας δικαίου, επικουρικότητας και αναλογικότητας.

 Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως

59     Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, θεσπίζοντας στο άρθρο 2, στοιχείο στ΄, εξαντλητικό κατάλογο των κατηγοριών των τελούντων σε μειονεκτική θέση εργαζομένων που μπορούν να τύχουν των χορηγουμένων με βάση το άρθρο 5 αυτού ενισχύσεων, ο προσβαλλόμενος κανονισμός παραβίασε καταρχάς την αρχή της αναλογικότητας. Συγκεκριμένα, οι εθνικές αρχές στερούνται με τον τρόπο αυτό της δυνατότητας να ασκούν στην πραγματικότητα πολιτική επανεντάξεως όλων των τελούντων σε μειονεκτική θέση εργαζομένων στον βαθμό που ορισμένοι εξ αυτών ανήκουν στις εν λόγω κατηγορίες με βάση τις τοπικές ιδιομορφίες, χωρίς να ικανοποιούν τον παρατιθέμενο στον προσβαλλόμενο κανονισμό ορισμό.

60     Ο εν λόγω ορισμός προβλέπει ότι εργαζόμενος τελών σε μειονεκτική θέση είναι «κάθε άτομο που ανήκει σε μία κατηγορία εργαζομένων που έχει δυσκολίες να εισέλθει στην αγορά εργασίας χωρίς βοήθεια, και συγκεκριμένα όσοι πληρούν τουλάχιστον ένα από τα [έντεκα] κριτήρια» τα οποία απαριθμούνται εξαντλητικώς και τα οποία αφορούν, επί παραδείγματι, τους νέους, τους διακινούμενους εργαζομένους ή τους μακροχρόνιους ανέργους.

61     Η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας προϋποθέτει ότι η κοινοτική πράξη επιβάλλει στα υποκείμενα δικαίου υποχρέωση υπερβαίνουσα τα όρια αυτού που είναι ενδεδειγμένο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με την εν λόγω πράξη σκοπού.

62     Όμως, ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν εξαρτά τα υπέρ των μη περιλαμβανομένων στον ορισμό που δίδει των τελούντων σε μειονεκτική θέση εργαζομένων μέτρα από καμία νέα υποχρέωση. Μη αναφερόμενος στα εν λόγω μέτρα, δεν καταργεί ως μέτρο την ήδη επιβαλλόμενη από το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ υποχρέωση κοινοποιήσεως. Επομένως, η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας.

63     Ακολούθως, η Βελγική Κυβέρνηση εκτιμά ότι, ορίζοντας τον ανωτέρω εξαντλητικό κατάλογο των κατηγοριών των τελούντων σε μειονεκτική θέση εργαζομένων, η Επιτροπή παραβίασε επίσης την αρχή της συνεκτικότητας των κοινοτικών πράξεων με το αιτιολογικό ότι προσβαλλόμενος κανονισμός παρακωλύει σοβαρά τις εθνικές πολιτικές της αγοράς εργασίας τις οποίες η Κοινότητα εννοεί κατά τα λοιπά να ευνοεί.

64     Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή οφείλει να σέβεται τη συνοχή μεταξύ των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ, καθώς και άλλων διατάξεων της Συνθήκης (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 15ης Ιουνίου 1993, C-225/91, Matra κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. Ι-3203, σκέψη 42).

65     Μεταξύ των διατάξεων αυτών καταλέγεται το άρθρο 127 ΕΚ, το οποίο προβλέπει ότι η Κοινότητα συμβάλλει στην επίτευξη υψηλού επιπέδου απασχολήσεως ενθαρρύνοντας τη συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών, υποστηρίζοντας και, εφόσον απαιτείται, συμπληρώνοντας τη δράση τους. Ομοίως, δυνάμει της ανωτέρω διατάξεως, λαμβάνεται υπόψη, κατά τη χάραξη και εφαρμογή των κοινοτικών πολιτικών και δραστηριοτήτων της Κοινότητας, ο στόχος που συνίσταται στην επίτευξη υψηλού επιπέδου απασχολήσεως.

66     Επομένως, η Επιτροπή οφείλει να μεριμνά για την αναγκαία συνοχή μεταξύ της πολιτικής της σε θέματα ενισχύσεων και της κοινοτικής δράσεως σε θέματα απασχολήσεως.

67     Πλην όμως, η Επιτροπή απολαύει, σε θέματα κρατικών ενισχύσεων, ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως, η άσκηση της οποίας συνεπάγεται εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως, οι οποίες πρέπει να πραγματοποιούνται σε κοινοτικό πλαίσιο (βλ. αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 1991, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑303/88, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. Ι-1433, σκέψη 34, και της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, C-156/98, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. Ι-6857, σκέψη 67). Τούτο συμβαίνει ειδικότερα οσάκις η Επιτροπή επιθυμεί τον συγκερασμό του στόχου διασφαλίσεως υγιούς ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς με άλλους κοινοτικούς στόχους, όπως είναι η προώθηση της απασχολήσεως.

68     Οσάκις η Επιτροπή απολαύει μιας τέτοιας σημαντικής ελευθερίας εκτιμήσεως, το Δικαστήριο, ελέγχοντας τη νομιμότητα κατά την άσκηση της εν λόγω ελευθερίας, δεν μπορεί να υποκαθιστά με την εκτίμησή του επί του θέματος εκείνη της αρμόδιας αρχής, αλλά οφείλει να περιορίζεται στην εξέταση του αν η τελευταία πάσχει πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας ή αν η εν λόγω αρχή υπερέβη προδήλως τα όρια της εξουσίας της εκτιμήσεως (βλ. προαναφερθείσα απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 26, και απόφαση της 12ης Μαρτίου 2002, C-27/00 και C-122/00, Omega Air κ.λπ., Συλλογή 2002, σ. Ι‑2569, σκέψη 64).

69     Εν προκειμένω, προέχει η διαπίστωση ότι η Βελγική Κυβέρνηση δεν αναφέρθηκε σε κανένα στοιχείο με σκοπό να αποδείξει ότι η εκτίμηση της Επιτροπής πάσχει παρόμοια πλημμελήματα. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η αιτίαση.

 Επί του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως

70     Η Βελγική Κυβέρνηση εκτιμά ότι, διατηρώντας τα προγενέστερα καθεστώτα ενισχύσεων που είχε εγκρίνει προηγουμένως η Επιτροπή, αλλά θεσπίζοντας σαφώς αυστηρότερο καθεστώς για τα νέα καθεστώτα ενισχύσεων, ο προσβαλλόμενος κανονισμός παραβιάζει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Αν η Επιτροπή εννοούσε να καταστήσει αυστηρότερα τα κριτήρια συμβατότητας, η εν λόγω αρχή θα απαιτούσε να λάβει τα λυσιτελή μέτρα προκειμένου να καταστήσει τις υφιστάμενες ενισχύσεις σύμφωνες προς τον προσβαλλόμενο κανονισμό.

71     Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων απαιτεί παρεμφερείς καταστάσεις να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά και διαφορετικές καταστάσεις να μην αντιμετωπίζονται κατ’ ίσο τρόπο, εκτός αν παρόμοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικά (αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, C-304/01, Ισπανία κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 31, και της 14ης Δεκεμβρίου 2004, C-210/03, Swedish Match, Συλλογή 2004, σ. Ι-11893, σκέψη 70).

72     Εν προκειμένω, ο προσβαλλόμενος κανονισμός αντιμετωπίζει κατ’ ίσο τρόπο τη χορήγηση ενισχύσεων με βάση καθεστώτα εγκαθιδρυθέντα μετά την έναρξη ισχύος του. Αντιθέτως, είναι γενεσιουργός άνισης μεταχειρίσεως μεταξύ της χορηγήσεως ενισχύσεων στο πλαίσιο καθεστώτων που έχουν αναγνωριστεί από την Επιτροπή ως συμβατά πριν από την έναρξη ισχύος του και της χορηγήσεως των ενισχύσεων με βάση καθεστώτα που θεσπίστηκαν σύμφωνα με τις νέες προϋποθέσεις συμβατότητας, όπως ορίζει ο εν λόγω κανονισμός. Πράγματι, η ίδια η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι ο τελευταίος ορίζει ορισμένες προϋποθέσεις συμβατότητας αυστηρότερες σε σχέση με τις ισχύουσες κατά την προγενέστερη πρακτική της.

73     Πλην όμως, παρόμοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικά. Αφενός, η Επιτροπή δεν μπορεί να στερείται της δυνατότητας να καθορίζει αυστηρότερες προϋποθέσεις συμβατότητας εφόσον το απαιτούν η εξέλιξη της κοινής αγοράς και ο στόχος υγιούς ανταγωνισμού Αφετέρου, δεν μπορεί να καθιστά τα υφιστάμενα καθεστώτα ενισχύσεων σύμφωνα με τις νέες προϋποθέσεις συμβατότητας του προσβαλλόμενου κανονισμού μονομερώς, αγνοώντας τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ. Παρόμοια προσέγγιση θα ισοδυναμούσε στην πράξη με το να προσδίδει στον εν λόγω κανονισμό αναδρομικά αποτελέσματα. Με τον τρόπο αυτό θα θιγόταν η αρχή περί ασφαλείας δικαίου και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των ενδιαφερομένων.

74     Επομένως, η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

75     Εξ αυτού, επιβάλλεται η απόρριψη του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως

76     Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός παραβιάζει τη Συνθήκη με το αιτιολογικό ότι στηρίζεται σε νομική βάση η οποία δεν ήταν πλέον έγκυρη. Συγκεκριμένα, η Συνθήκη του Άμστερνταμ εισήγαγε, μετά τον κανονισμό 994/98, νέο άρθρο 137, παράγραφος 3, το οποίο επιφυλάσσει υπέρ του Συμβουλίου τη θέσπιση των αφορώντων τις οικονομικές εισφορές για την προώθηση της απασχολήσεως μέτρων. Εξ αυτού έπεται ότι η ανατεθειμένη με τον κανονισμό 994/98 στην Επιτροπή εξουσιοδότηση έπαυσε να υφίσταται όσον αφορά τα αποτελούντα αντικείμενο του εν λόγω άρθρου ζητήματα. Στον βαθμό που παρίσταται αναγκαίο, η Βελγική Κυβέρνηση εγείρει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά του οικείου κανονισμού ως εκ του ότι ελήφθη ως νομική βάση του προσβαλλόμενου κανονισμού, σε αντίθεση προς τις διατάξεις της Συνθήκης του Άμστερνταμ οι οποίες δεν επιτρέπουν παρόμοια ανάθεση εξουσιών μέσω κανονισμού του Συμβουλίου. Για τους ιδίους αυτούς λόγους, το άρθρο 137, παράγραφος 1, ΕΚ αποκλείει την έκδοση μέτρων σχετικά με την ένταξη των αποκλειομένων από την αγορά εργασίας εργαζομένων.

77     Καταρχάς, πρέπει να αναγνωριστεί ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο στόχος της δοθείσας από το Συμβούλιο προς την Επιτροπή εξουσιοδοτήσεως έγκειται στην προώθηση της απασχολήσεως, παρόμοια κανονιστική εξουσιοδότηση δεν έχει ως αντικείμενο το να στερήσει το Συμβούλιο από την αρμοδιότητα που αυτό κατέχει με βάση το άρθρο 137 EΚ.

78     Ακολούθως, η τροποποίηση της τελευταίας αυτής διατάξεως με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ ουδεμία έχει επίπτωση εν προκειμένω. Επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο του συστήματος αρμοδιοτήτων της Κοινότητας, η επιλογή της νομικής βάσεως μιας πράξεως πρέπει να θεμελιώνεται σε αντικειμενικά στοιχεία, δεκτικά δικαστικού ελέγχου. Μεταξύ παρομοίων στοιχείων καταλέγονται, ιδίως, ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξεως (βλ., ειδικότερα, αποφάσεις της 4ης Απριλίου 2000, C-269/97, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. Ι-2257, σκέψη 43, και της 30ής Ιανουαρίου 2001, C-36/98, Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. Ι-779, σκέψη 58).

79     Αν από την εξέταση μιας κοινοτικής πράξεως καταδεικνύεται ότι η πράξη αυτή επιδιώκει διπλό σκοπό ή έχει δύο συνιστώσες και αν η μία εξ αυτών μπορεί να χαρακτηριστεί ως κύρια ή δεσπόζουσα, ενώ η άλλη ως παρακολουθηματική, η πράξη πρέπει να στηρίζεται σε μία και μόνο νομική βάση, ήτοι εκείνη που απαιτεί ο κύριος ή δεσπόζων σκοπός ή η κύρια ή δεσπόζουσα συνιστώσα (βλ., ιδίως, απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 1999, C-42/97, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. Ι-869, σκέψεις 39 και 40, καθώς και προαναφερθείσα απόφαση Ισπανία κατά Συμβουλίου, σκέψη 59).

80     Εν προκειμένω, ακόμη και αν ο κανονισμός 994/98 και ο προσβαλλόμενος κανονισμός έχουν επίπτωση επί της προωθήσεως της απασχολήσεως, κύριος στόχος τους είναι ο προσδιορισμός των ενισχύσεων οι οποίες συμβιβάζονται με την κοινή αγορά και η απαλλαγή τους από την υποχρέωση κοινοποιήσεως. Έτσι, θέτουν ιδίως σε εφαρμογή το άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ, το οποίο εξαγγέλλει ότι ορισμένες ενισχύσεις, επιδιώκουσες στόχους γενικού συμφέροντος, μπορούν να θεωρούνται συμβατές με την κοινή αγορά στον βαθμό που οι στόχοι τους δικαιολογούν τη στρέβλωση του ανταγωνισμού.

81     Από τις προεκτεθείσες σκέψεις προκύπτει ότι το Συμβούλιο εξέδωσε εγκύρως τον κανονισμό 994/98 με βάση το άρθρο 94 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 89 ΕΚ) και ότι ο εν λόγω κανονισμός μπορούσε να αποτελεί νομική βάση για τον προσβαλλόμενο κανονισμός ακόμη και μετά την ενσωμάτωση του άρθρου 137 ΕΚ με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ.

82     Επομένως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

83     Δεδομένου ότι ουδείς από τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε το Βασίλειο του Βελγίου ευδοκίμησε, η προσφυγή είναι απορριπτέα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

84     Δυνάμει του άρθρου 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του αντιδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη του Βασιλείου του Βελγίου και το τελευταίο ηττήθηκε ως προς τους λόγους του ακυρώσεως, επιβάλλεται η καταδίκη του στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.