Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-204/00 P, C-205/00 P, C-211/00 P, C-213/00 P, C-217/00 P και C-219/00 P
Aalborg Portland A/S κ.λπ.
κατά
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Αγορά του τσιμέντου – Άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ) – Αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου – Δικαιώματα άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Ενιαία και διαρκής παράβαση – Καταλογισμός παραβάσεως – Απόδειξη της συμμετοχής στη γενική συμφωνία και στην εφαρμογή της – Πρόστιμο – Καθορισμός του ποσού»
|
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα D. Ruiz-Jarabo Colomer της 11ης Φεβρουαρίου 2003 στην υπόθεση C-204/00 Ρ |
|
|
|
|
|
|
|
|
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα D. Ruiz-Jarabo Colomer της 11ης Φεβρουαρίου 2003 στην υπόθεση C-205/00 Ρ |
|
|
|
|
|
|
|
|
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα D. Ruiz-Jarabo Colomer της 11ης Φεβρουαρίου 2003 στην υπόθεση C-211/00 Ρ |
|
|
|
|
|
|
|
|
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα D. Ruiz-Jarabo Colomer της 11ης Φεβρουαρίου 2003 στην υπόθεση C-213/00 Ρ |
|
|
|
|
|
|
|
|
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα D. Ruiz-Jarabo Colomer της 11ης Φεβρουαρίου 2003 στην υπόθεση C-217/00 Ρ |
|
|
|
|
|
|
|
|
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα D. Ruiz-Jarabo Colomer της 11ης Φεβρουαρίου 2003 στην υπόθεση C-219/00 Ρ |
|
|
|
|
|
|
|
|
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 7ης Ιανουαρίου 2004 |
|
|
|
|
|
|
|
Περίληψη της αποφάσεως
- 1..
- Αναίρεση – Λόγοι – Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών – Απαράδεκτο – Έλεγχος από το Δικαστήριο της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων – Αποκλείεται, εξαιρουμένης της περιπτώσεως παραμορφώσεώς τους
(Άρθρο 225 ΕΚ· Οργανισμός ΕΚ του Δικαστηρίου, άρθρο 51)
- 2..
- Αναίρεση – Λόγοι – Λόγος αναιρέσεως αντλούμενος από την παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων – Λόγος επαναλαμβάνων αυτούσια τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου – Απαράδεκτος
(Άρθρο 225 ΕΚ· Οργανισμός ΕΚ του Δικαστηρίου, άρθρο 51· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 112 § 1, εδ. 1, στοιχ.
γ΄)
- 3..
- Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Το αποκαλούμενο κριτήριο της οικονομικής συνέχειας της επιχειρήσεως – Καταλογισμός σε νεοσυσταθείσα εταιρία παραβάσεως που διαπράχθηκε από άλλη εταιρία η οποία δεν έπαυσε να υφίσταται – Επιτρέπεται, δεδομένων των κεφαλαιουχικών δεσμών μεταξύ των δύο εταιριών
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]
- 4..
- Aνταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Αίτηση παροχής πληροφοριών απευθυνθείσα σε επιχείρηση – Δικαίωμα αρνήσεως απαντήσεως συνεπαγομένης ομολογία παραβάσεως – Αίτηση απευθυνθείσα σε ένωση επιχειρήσεων – Δικαίωμα της ενώσεως να αρνηθεί να καταθέσει ως μάρτυρας εναντίον των μελών της – Δεν υφίσταται
(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 11)
- 5..
- Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Ανακοίνωση αιτιάσεων – Προσωρινός χαρακτήρας – Απόσυρση αιτιάσεων που αποδείχθηκαν αβάσιμες – Υποχρέωση της Επιτροπής να ενημερώσει συναφώς τους ενδιαφερομένους με συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων – Δεν υφίσταται
(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 19· κανονισμός 99/63 της Επιτροπής, άρθρο 2)
- 6..
- Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου – Τήρηση, εκ μέρους της Επιτροπής, των διαδικαστικών εγγυήσεων – Αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως – Περιεχόμενο – Όρια – Δικαίωμα της επιχειρήσεως να εξετάσει τους συντάκτες ενοχοποιητικών γι' αυτήν εγγράφων – Δεν περιλαμβάνεται
- 7..
- Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Περιεχόμενο του δικαιώματος – Άρνηση κοινοποιήσεως εγγράφου – Συνέπειες – Ανάγκη διακρίσεως, από πλευράς του βάρους αποδείξεως που φέρει η ενδιαφερόμενη επιχείρηση, μεταξύ ενοχοποιητικών και απαλλακτικών
εγγράφων
- 8..
- Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμμετοχή επιχειρήσεως σε πρωτοβουλία θίγουσα τον ανταγωνισμό – Προς θεμελίωση της ευθύνης της επιχειρήσεως αρκεί το γεγονός ότι η επιχείρηση ενέκρινε σιωπηρώς την πρωτοβουλία χωρίς να αποστασιοποιηθεί
δημοσίως από το περιεχόμενό της ή να την καταγγείλει στις αρμόδιες αρχές
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]
- 9..
- Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως – Πράβαση διαπραχθείσα από πλείονες επιχειρήσεις – Σχετική βαρύτητα της συμμετοχής εκάστης εξ αυτών στην παράβαση
(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)
- 10..
- Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας – Μη προσήκουσα πρόσβαση στον φάκελο – Πρόσβαση επιτραπείσα κατά την ένδικη διαδικασία – Τακτοποίηση της πλημμέλειας – Δεν χωρεί
- 11..
- Αναίρεση – Λόγοι – Λόγος με τον οποίο αμφισβητείται η εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτίμηση της υπάρξεως προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας διαδικασίας
εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού – Παραδεκτό
(Άρθρο 225 ΕΚ· Οργανισμός ΕΚ του Δικαστηρίου, άρθρο 51)
- 12..
- Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Καθορισμός μόνον από την Επιτροπή των εγγράφων που είναι χρήσιμα για την άμυνα μιας επιχειρήσεως – Δεν επιτρέπεται – Εξαίρεση από τον φάκελο της διαδικασίας των εγγράφων που δεν έχουν αντικειμενική σχέση με τους ισχυρισμούς που διατυπώνονται
στην ανακοίνωση αιτιάσεων – Επιτρέπεται
- 13..
- Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Απαγορεύονται – Παραβάσεις – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές δυνάμενες να θεωρηθούν ως συνιστώσες ενιαία παράβαση – Καταλογισμός της ευθύνης σε μια επιχείρηση λόγω συμμετοχής στην παράβαση, θεωρούμενη ως εν όλον, παρά τον περιορισμένο ρόλο
της επιχειρήσεως – Επιτρέπεται
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]
- 14..
- Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση, εκδιδόμενη μετά την απόφαση εθνικής αρχής ανταγωνισμού αφορώσα την ίδια επιχείρηση – Δεν υφίσταται ταυτότητα μεταξύ των παραβάσεων που αποτελούν το αντικείμενο των δύο αποφάσεων – Παραβίαση της αρχής non bis in idem – Δεν υφίσταται
- 15..
- Αναίρεση – Λόγοι – Ανεπαρκής αιτιολογία – Προσφυγή του Πρωτοδικείου σε έμμεση αιτιολογία – Επιτρέπεται – Προύποθέσεις
(Άρθρο 225 ΕΚ· Οργανισμός ΕΚ του Δικαστηρίου, άρθρο 51)
- 1.
Κατά τα άρθρα 225 ΕΚ και 51, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να περιορίζεται στα
νομικά ζητήματα και να στηρίζεται σε λόγους αναιρέσεως αντλούμενους από αναρμοδιότητα του Πρωτοδικείου, πλημμέλειες κατά την
ενώπιόν του διαδικασία που θίγουν τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος ή παραβίαση του κοινοτικού δικαίου από το Πρωτοδικείο.
Συνεπώς, η αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να στηρίζεται παρά μόνο σε λόγους που αφορούν την παράβαση νομικών κανόνων, αποκλειομένης
οποιασδήποτε εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών. Το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των
πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η εκ παραδρομής ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα στοιχεία
της δικογραφίας που του υποβλήθηκαν, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Επομένως, η εκτίμηση
των πραγματικών περιστατικών δεν αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον κατ' αναίρεση έλεγχο του Δικαστηρίου,
με την επιφύλαξη της περιπτώσεως αλλοιώσεως των προσκομισθέντων ενώπιον του Πρωτοδικείου αποδεικτικών στοιχείων. βλ. σκέψεις 47-49
- 2.
Τα άρθρα 225 ΕΚ, 51, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου και 112, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ΄, του
Κανονισμού Διαδικασίας επιβάλλουν στον αναιρεσείοντα, όταν προβάλλει αλλοίωση αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του Πρωτοδικείου,
να παραθέσει επακριβώς τα στοιχεία τα οποία αυτό αλλοίωσε και να αποδείξει τα σφάλματα αναλύσεως τα οποία, κατά την εκτίμησή
του, οδήγησαν το Πρωτοδικείο σ' αυτή την αλλοίωση. Δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που απορρέουν από τις διατάξεις αυτές η αίτηση αναιρέσεως η οποία περιορίζεται στην επανάληψη
των λόγων ακυρώσεως και των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ήδη ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, περιλαμβανομένων και εκείνων
που στηρίζονταν σε περιστατικά τα οποία ρητώς απορρίφθηκαν από το δικαστήριο αυτό. Συγκεκριμένα, μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως
συνιστά στην πραγματικότητα αίτηση απλής επανεξετάσεως της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου, η οποία δεν εμπίπτει
στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. βλ. σκέψεις 50-51
- 3.
Για την εφαρμογή του άρθρου 85 της Συνθήκης (νυν άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ), η μεταβολή της νομικής μορφής και επωνυμίας
της επιχειρήσεως δεν συνεπάγεται αναγκαστικά τη δημιουργία νέας επιχειρήσεως που απαλλάσσεται από την ευθύνη για τις πράξεις
της προηγουμένης που θίγουν τον ανταγωνισμό, όταν από οικονομικής απόψεως αυτές οι δύο επιχειρήσεις ταυτίζονται. Υφίσταται τέτοια ταυτότητα όταν οι δραστηριότητες που ασκούνταν προηγουμένως από ορισμένη εταιρία, προτού αυτή μετατραπεί
σε εταιρία χαρτοφυλακίου, αναλαμβάνονται από νεοσυσταθείσα εταιρία το ήμισυ του κεφαλαίου της οποίας κατέχει η πρώτη εταιρία.
βλ. σκέψεις 59, 357-358
- 4.
Κατά την εκπλήρωση της αποστολής που της αναθέτει το άρθρο 89 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 85 ΕΚ), η Επιτροπή
έχει δικαίωμα να θέτει στην επιχείρηση που αποτελεί αντικείμενο μέτρου έρευνας ερωτήσεις σχετικά με τη δράση όλων των άλλων
εμπλεκομένων επιχειρήσεων, ο δε κανονισμός 17 επιβάλλει στην επιχείρηση υποχρέωση ενεργού συνεργασίας, περιοριζόμενη μόνον
από το δικαίωμα της επιχειρήσεως να αρνηθεί, στο πλαίσιο αιτήσεως παροχής πληροφοριών, να δώσει απαντήσεις από τις οποίες
θα αποδεικνυόταν η ύπαρξη παραβάσεως, με την απόδειξη της οποίας βαρύνεται η ίδια η Επιτροπή. Τα ανωτέρω ισχύουν και όσον αφορά τη θέση ερωτήσεων σε ενώσεις επιχειρήσεων σχετικά με την ατομική συμπεριφορά των μελών τους.
Συνεπώς, η αναγνώριση στην ένωση του δικαιώματος σιωπής, που θα είχε ως αποτέλεσμα την προστασία των μελών της ενώσεως επιχειρήσεων
εμποδίζοντας την ένωση αυτή να καταθέσει ως μάρτυρας εναντίον των μελών της, υπερβαίνει το αναγκαίο για τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων
άμυνας των επιχειρήσεων μέτρο και συνιστά αδικαιολόγητο εμπόδιο στην εκπλήρωση εκ μέρους της Επιτροπής της αποστολής της,
που συνίσταται στη μέριμνα για την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού στην κοινή αγορά. βλ. σκέψεις 65, 207-208
- 5.
Η ανακοίνωση των αιτιάσεων συνιστά προκαταρκτικό έγγραφο, του οποίου οι πραγματικές και νομικές εκτιμήσεις έχουν καθαρά προσωρινό
χαρακτήρα, στο μέτρο που η απόφαση περί περατώσεως της διοικητικής διαδικασίας δεν πρέπει αναγκαστικά να επαναλαμβάνει όλες
τις αιτιάσεις. Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή μπορεί ─και μάλιστα οφείλει─ να λαμβάνει υπόψη της τα στοιχεία που προκύπτουν
από τη διοικητική διαδικασία, για να αποσύρει, μεταξύ άλλων, αιτιάσεις που αποδείχθηκαν αβάσιμες.Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να παρέχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να καταστήσουν γνωστή την άποψή
τους επί της αποσύρσεως των αιτιάσεων, καθόσον ανακοίνωση συμπληρωματικών αιτιάσεων προς τους ενδιαφερομένους καθίσταται αναγκαία
μόνο στην περίπτωση που το αποτέλεσμα των ερευνών οδηγεί την Επιτροπή στον καταλογισμό νέων πραγματικών περιστατικών στις
επιχειρήσεις ή στην αισθητή τροποποίηση των στοιχείων που αποδεικνύουν τις αμφισβητούμενες παραβάσεις. βλ. σκέψεις 67, 192
- 6.
Ο σεβασμός της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως, όπως και η τήρηση των λοιπών διαδικαστικών εγγυήσεων που καθιερώνει το άρθρο
6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, δεν αφορούν παρά την ενώπιον
δικαστηρίου διαδικασία και δεν ενέχουν καμία γενική και in abstracto αρχή σύμφωνα με την οποία οι ενδιαφερόμενοι πρέπει, σε όλες τις
περιπτώσεις, να έχουν τη δυνατότητα να παρίστανται στις πραγματοποιούμενες ακροάσεις ή να λαμβάνουν κοινοποίηση όλων των στοιχείων
που λαμβάνονται υπόψη και αφορούν άλλα πρόσωπα. Συνεπώς, στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής για θέματα εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού, δεν εναπόκειται
στο όργανο αυτό να παράσχει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τη δυνατότητα να εξετάσει ένα συγκεκριμένο μάρτυρα, όπως ο συντάκτης
εγγράφων που περιέχουν ενοχοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία, και να αναλύσει τις δηλώσεις του στο στάδιο της έρευνας της υποθέσεως.
βλ. σκέψεις 70, 200
- 7.
Το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο, απόρροια της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, συνεπάγεται, στο πλαίσιο διοικητικής
διαδικασίας στον τομέα της εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού, ότι η Επιτροπή υποχρεούται να παρέχει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση
τη δυνατότητα εξετάσεως όλων των εγγράφων που περιλαμβάνονται στον φάκελο έρευνας και τα οποία ενδέχεται να είναι κρίσιμα
για την άμυνά της. Στα έγγραφα αυτά περιλαμβάνονται τόσο τα ενοχοποιητικά όσο και τα απαλλακτικά στοιχεία, με εξαίρεση τα
επιχειρηματικά απόρρητα άλλων επιχειρήσεων, τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής και άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες. Ωστόσο, η μη κοινοποίηση εγγράφου δεν συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας παρά μόνον αν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση αποδεικνύει,
αφενός, ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στο έγγραφο αυτό προς θεμελίωση της αιτιάσεώς της όσον αφορά την ύπαρξη παραβάσεως και,
αφετέρου, ότι η αιτίαση αυτή μπορούσε να αποδειχθεί μόνο με επίκληση του εν λόγω εγγράφου. Ειδικότερα, στην ενδιαφερόμενη
επιχείρηση εναπόκειται να αποδείξει ότι το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την απόφασή της θα ήταν διαφορετικό
αν δεν λαμβανόταν υπόψη, ως ενοχοποιητικό αποδεικτικό στοιχείο, ένα μη κοινοποιηθέν έγγραφο επί του οποίου στήριξε η Επιτροπή
τις κατηγορίες της κατά της επιχειρήσεως αυτής. Αντιθέτως, όταν πρόκειται για μη κοινοποίηση απαλλακτικού εγγράφου, η ενδιαφερόμενη
επιχείρηση οφείλει απλώς να αποδείξει ότι η παράλειψη κοινοποιήσεως του εγγράφου αυτού μπόρεσε να επηρεάσει, σε βάρος της,
την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της αποφάσεως της Επιτροπής, στο μέτρο που θα είχε μπορέσει να επικαλεστεί
στοιχεία τα οποία δεν συμφωνούσαν με τους επαγωγικούς συλλογισμούς της Επιτροπής. βλ. σκέψεις 68, 71, 73-75
- 8.
Το γεγονός ότι μια επιχείρηση εγκρίνει σιωπηρώς μια παράνομη, καθόσον θίγουσα τον ανταγωνισμό, πρωτοβουλία, χωρίς να αποστασιοποιηθεί
δημοσίως από το περιεχόμενό της ή να την καταγγείλει στις διοικητικές αρχές, έχει ως αποτέλεσμα να ενθαρρύνει τη συνέχιση
της παραβάσεως και δυσχεραίνει την αποκάλυψή της. Η συνέργεια αυτή συνιστά παθητικό τρόπο συμμετοχής στην παράβαση και είναι
ικανή, συνεπώς, να επισύρει την ευθύνη της επιχειρήσεως. Επιπλέον, το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν δίνει συνέχεια στα αποτελέσματα
μιας συναντήσεως έχουσας ως αντικείμενο συμφωνία θίγουσα τον ανταγωνισμό δεν αποκλείει την ευθύνη της εκ της συμμετοχής της
στη σύμπραξη, εκτός εάν η επιχείρηση έχει λάβει δημοσίως τις αποστάσεις της από το περιεχόμενό της. βλ. σκέψεις 84-85
- 9.
Tο ύψος του προστίμου που επιβάλλεται για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού καθορίζεται σε συνάρτηση προς τη σοβαρότητα της
παραβάσεως και, ενδεχομένως, τη διάρκειά της. Η σοβαρότητα της παραβάσεως πρέπει να αποδεικνύεται βάσει κριτηρίων όπως είναι,
μεταξύ άλλων, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το πλαίσιό της και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων. Αντικειμενικά
στοιχεία όπως το περιεχόμενο και η διάρκεια των θιγουσών τον ανταγωνισμό συμπεριφορών, ο αριθμός και η έντασή τους, η έκταση
της αγοράς που υπήρξε θύμα των συμπεριφορών αυτών και η βλάβη η οποία προκλήθηκε στη δημόσια οικονομική τάξη πρέπει να λαμβάνονται
υπόψη. Στην ανάλυση πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη το σχετικό μέγεθος των ευθυνομένων επιχειρήσεων και το μερίδιο της
αγοράς που κατέχουν, καθώς και η τυχόν καθ' υποτροπή υιοθέτηση τέτοιων συμπεριφορών. Ειδικότερα, όταν μια παράβαση έχει διαπραχθεί από πλείονες επιχειρήσεις, εξετάζεται η σχετική βαρύτητα της συμμετοχής εκάστης
εξ αυτών. Η τελευταία μπορεί να καθοριστεί με βάση, μεταξύ άλλων, τη διαρκή προσχώρηση στη θίγουσα τον ανταγωνισμό συμφωνία
μέσω της συμμετοχής ή της συνεργασίας σε ένα ή πλείονα μέτρα εφαρμογής της συμφωνίας αυτής και την επίπτωση των συμπεριφορών
στον ανταγωνισμό και τη στεγανοποίηση των εγχωρίων αγορών. βλ. σκέψεις 89-92, 374
- 10.
Η απόφαση περί επιβολής προστίμων σε επιχειρήσεις για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού δεν μπορεί να ακυρωθεί εν όλω ή εν
μέρει λόγω μη προσήκουσας προσβάσεως στον φάκελο της διοικητικής διαδικασίας παρά μόνον αν διαπιστωθεί ότι η μη προσήκουσα
πρόσβαση εμπόδισε τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις να λάβουν γνώση εγγράφων που μπορούσαν να φανούν χρήσιμα για την άμυνά τους
και αποτέλεσε, ως εκ τούτου, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς τους. Επιτρέπεται στο Πρωτοδικείο, στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας κατά της εν λόγω αποφάσεως να διατάσσει μέτρα οργανώσεως της
διαδικασίας και να οργανώνει πλήρη πρόσβαση στον φάκελο, προκειμένου να εκτιμήσει αν η άρνηση της Επιτροπής να κοινοποιήσει
ένα έγγραφο ή να ανακοινώσει ένα στοιχείο μπορεί να βλάψει την άμυνα της κατηγορουμένης επιχειρήσεως. Η εξέταση αυτή, περιοριζόμενη σε δικαστικό έλεγχο των προβαλλομένων λόγων, δεν έχει ούτε ως σκοπό ούτε ως αποτέλεσμα την υποκατάσταση
της πλήρους έρευνας της υποθέσεως στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Πράγματι, η καθυστερημένη γνώση ορισμένων εγγράφων
του φακέλου δεν αποκαθιστά την επιχείρηση η οποία έχει ασκήσει προσφυγή στην κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν αν είχε μπορέσει
να στηριχθεί στα ίδια έγγραφα για να υποβάλει γραπτώς και προφορικώς τις παρατηρήσεις της ενώπιον του οργάνου αυτού και δεν
θεραπεύει τη σημειωθείσα κατά τη διοικητική διαδικασία προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. βλ. σκέψεις 100-104
- 11.
Το ζήτημα κατά πόσον το Πρωτοδικείο εφάρμοσε ορθά κριτήρια προκειμένου να καθορίσει αν η εκ μέρους της Επιτροπής άρνηση να
επιτρέψει την πρόσβαση σε ορισμένο έγγραφο κατά τη διοικητική διαδικασία προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της κατηγορουμένης
επιχειρήσεως αποτελεί νομικό ζήτημα το οποίο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ελέγχου εκ μέρους του Δικαστηρίου στο πλαίσιο
αιτήσεως αναιρέσεως. Το αυτό ισχύει και για το κατά πόσον ένα έγγραφο πρέπει να χαρακτηριστεί ως απαλλακτικό έγγραφο δυνάμενο
να χρησιμεύσει στην άμυνα μιας επιχειρήσεως. βλ. σκέψη 125
- 12.
Στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού, δεν μπορεί η Επιτροπή, η οποία ανακοινώνει τις αιτιάσεις
και λαμβάνει την απόφαση περί επιβολής κυρώσεως, να είναι η μόνη που καθορίζει τα έγγραφα που είναι χρήσιμα για την άμυνα
της ενδιαφερομένης επιχειρήσεως. Ωστόσο, της επιτρέπεται να εξαιρεί από τον φάκελο της διοικητικής διαδικασίας τα στοιχεία
τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που περιέχονται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων
και τα οποία, ως εκ τούτου, δεν είναι κρίσιμα για την έρευνα. Το κριτήριο αυτό, το οποίο στηρίζεται στην αντικειμενική σχέση,
δεν αποκλείει τα έγγραφα που περιέχουν απαλλακτικά στοιχεία ή, ακόμα, ενδείξεις σχετικά με τις συνθήκες της αγοράς ή τη συμπεριφορά
των επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται στην αγορά αυτή, υπό την προϋπόθεση ότι τα έγγραφα αυτά αφορούν, αντικειμενικώς,
τις αιτιάσεις που υπάρχει ενδεχόμενο να διατυπωθούν κατά της ενδιαφερομένης επιχειρήσεως. βλ. σκέψεις 126, 128
- 13.
Παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ) μπορεί να προκύπτει όχι μόνον από μεμονωμένη
ενέργεια, αλλά και από σειρά ενεργειών ή ακόμη από διαρκή συμπεριφορά, έστω και αν ένα ή περισσότερα στοιχεία αυτής της σειράς
ενεργειών ή η διαρκής αυτή συμπεριφορά θα μπορούσαν να συνιστούν και αφ' εαυτών και μεμονωμένως κρινόμενα παράβαση της εν
λόγω διατάξεως. Συνεπώς, όταν οι διάφορες αυτές δράσεις εντάσσονται σε ένα συνολικό σχέδιο, λόγω του ότι επιδιώκουν τον ίδιο
σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού στο εσωτερικό της κοινής αγοράς, η Επιτροπή δικαιούται να καταλογίσει την ευθύνη των
δράσεων αυτών αναλόγως της συμμετοχής στην παράβαση θεωρούμενη ως εν όλον. Ομοίως, η διάκριση μεταξύ ενιαίας συμφωνίας και ενιαίου παρανόμου σχεδίου στερείται οιασδήποτε σημασίας, εφόσον, προς τον
σκοπό της εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, περιττεύει η λήψη υπόψη των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων μιας
συμφωνίας, εφόσον φαίνεται ότι η συμφωνία αυτή έχει ως σκοπό την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού
στο εσωτερικό της κοινής αγοράς. Όταν αποδεικνύεται ότι μια επιχείρηση γνώριζε την παραβατική συμπεριφορά των άλλων μετεχόντων ή ότι ηδύνατο ευλόγως να την
προβλέψει και ότι αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο, θεωρείται συνυπαίτια, για όλη τη διάρκεια της συμμετοχής της στην παράβαση,
της συμπεριφοράς την οποία ανέπτυξαν άλλες επιχειρήσεις στο πλαίσιο της ίδιας παραβάσεως. Το ότι μια επιχείρηση δεν έχει μετάσχει σε όλα τα συστατικά στοιχεία μιας συμπράξεως ή ότι έχει διαδραματίσει ήσσονα ρόλο
σε όσες πτυχές έχει μετάσχει δεν ασκεί επιρροή από πλευράς της αποδείξεως, σε βάρος της, της υπάρξεως παραβάσεως, καθόσον
το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη μόνον κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, ενδεχομένως δε και κατά την επιμέτρηση
του προστίμου. βλ. σκέψεις 258, 261, 292, 328
- 14.
Η εφαρμογή της αρχής non bis in idem εξαρτάται από την τριπλή προϋπόθεση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, της
ταυτότητας του παραβάτη και της ταυτότητας του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος. Συνεπώς, η αρχή αυτή απαγορεύει την επιβολή
πλειόνων κυρώσεων στο ίδιο πρόσωπο για την ίδια παράνομη συμπεριφορά προς προστασία του ιδίου εννόμου αγαθού. Επομένως, δεν υφίσταται παραβίαση της αρχής non bis in idem όταν η Επιτροπή επιβάλλει κυρώσεις για συμπεριφορά επιχειρήσεως
διαφορετική από εκείνη η οποία καταλογίζεται στην ίδια επιχείρηση και αποτέλεσε αντικείμενο της αποφάσεως μιας εθνικής αρχής
ανταγωνισμού. βλ. σκέψεις 338-340
- 15.
Η υποχρέωση αιτιολογήσεως δεν επιβάλλει στο Πρωτοδικείο να εκθέτει, στην απόφασή του, αιτιολογία ακολουθούσα αναλυτικά έναν
προς έναν όλους τους λόγους που προβάλλουν οι διάδικοι. Συνεπώς, η αιτιολογία μπορεί να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση
ότι επιτρέπει στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους επί των οποίων στηρίζεται η απόφαση του Πρωτοδικείου, στο
δε Δικαστήριο να διαθέτει επαρκή στοιχεία ώστε να ασκήσει τον έλεγχό του στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως. βλ. σκέψη 372