62001J0186

Απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Μαρτίου 2003. - Alexander Dory κατά Bundesrepublik Deutschland. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Verwaltungsgericht Stuttgart - Γερμανία. - Μη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου στην υποχρεωτική στρατιωτική θητεία - Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών - Άρθρο 2 της οδηγίας 76/207/ΕΟό - Επιβολή μόνο στους άνδρες της υποχρεώσεως εκπληρώσεως στρατιωτικής θητείας στη Γερμανία - Δεν έχει εφαρμογή η οδηγία. - Υπόθεση C-186/01.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα I-02479


Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-186/01,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Verwaltungsgericht Stuttgart (Γερμανία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Alexander Dory

και

Bundesrepublik Deutschland,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 2 της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70), και, γενικότερα, ως προς το συμβατό με το κοινοτικό δίκαιο της επιβολής μόνο στους άνδρες της υποχρεώσεως εκπληρώσεως στρατιωτικής θητείας στη Γερμανία,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodrνguez Iglesias, Πρόεδρο, J.-P. Puissochet (εισηγητή), M. Wathelet, R. Schintgen και C. W. A. Timmermans, προέδρους τμήματος, C. Gulmann, D. A. O. Edward, P. Jann, Β. Σκουρή, F. Macken, N. Colneric, S. von Bahr και J. N. Cunha Rodrigues, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: C. Stix-Hackl

γραμματέας: H. A. Rόhl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η Bundesrepublik Deutschland και η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενες από τον W.-D. Plessing και την B. Muttelsee-Schφn,

- η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον R. Abraham, την C. Bergeot-Nunes και τον C. Chevallier,

- η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την T. Pynnδ,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον J. Sack και την N. Yerrell,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του A. Dory, εκπροσωπούμενου από τους W. Dory και C. Lenz, Rechtsanwδlte, της Γερμανικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον W.-D. Plessing, επικουρούμενο από τον C. Tomuschat, Sachverstδndiger, της Φινλανδικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από την T. Pynnδ, και της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον J. Sack, κατά τη συνεδρίαση της 16ης Απριλίου 2002,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 28ης Νοεμβρίου 2002,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Mε διάταξη της 4ης Απριλίου 2001, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Απριλίου 2001, το Verwaltungsgericht Stuttgart υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, ένα προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 2 της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70), και, γενικότερα, ως προς το συμβατό με το κοινοτικό δίκαιο της επιβολής μόνο στους άνδρες της υποχρεώσεως εκπληρώσεως στρατιωτικής θητείας στη Γερμανία.

2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του A. Dory και της Bundesrepublik Deutschland (Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας) σχετικά με την απόφαση του Kreiswehrersatzamt Schwδbisch Gmόnd (του στρατολογικού γραφείου του Schwδbisch Gmόnd, στο εξής: KSG) να μην τον απαλλάξει από την υποχρέωση κατατάξεως στον στρατό και εκπληρώσεως της στρατιωτικής θητείας.

Νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική νομοθεσία

3 Το άρθρο 2 ΕΚ προβλέπει τα εξής:

«Η Κοινότητα έχει ως αποστολή, με τη δημιουργία κοινής αγοράς, οικονομικής και νομισματικής ένωσης και με την εφαρμογή των κοινών πολιτικών ή δράσεων που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4, να προάγει στο σύνολο της Κοινότητας την αρμονική, ισόρροπη και αειφόρο ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων, υψηλό επίπεδο απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας, ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, αειφόρο, μη πληθωριστική ανάπτυξη, υψηλό βαθμό ανταγωνιστικότητας και σύγκλισης των οικονομικών επιδόσεων, υψηλό επίπεδο προστασίας και βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και της ποιότητας ζωής, την οικονομική και κοινωνική συνοχή και την αλληλεγγύη μεταξύ κρατών μελών.»

4 Το άρθρο 3, παράγραφος 2, ΕΚ προβλέπει ότι, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού και οι οποίες ασκούνται προς εξυπηρέτηση των σκοπών που διακηρύσσονται στο άρθρο 2 ΕΚ, «η Κοινότητα επιδιώκει να εξαλειφθούν οι ανισότητες και να προαχθεί η ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών».

5 Το άρθρο 13 ΕΚ προβλέπει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των άλλων διατάξεων της παρούσας Συνθήκης και εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που παρέχει αυτή στην Κοινότητα, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα, μετά από πρόταση της Επιτροπής και διαβούλευση με το Ευρωπαϋκό Κοινοβούλιο, μπορεί να αναλάβει κατάλληλη δράση για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.»

6 Το άρθρο 141, παράγραφος 1, ΕΚ ορίζει τα εξής:

«Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει την εφαρμογή της αρχής της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία ή για εργασία της αυτής αξίας.»

7 Το άρθρο 141, παράγραφος 3, ΕΚ προβλέπει τα εξής:

«Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, θεσπίζει μέτρα με τα οποία εξασφαλίζεται η εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένης της αρχής της ισότητας αμοιβής για όμοια εργασία ή για εργασία της αυτής αξίας.»

8 Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην εφαρμογή, εντός των κρατών μελών, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, συμπεριλαμβανομένης και της επαγγελματικής προωθήσεως και της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, καθώς και τις συνθήκες εργασίας και, υπό τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 2, την κοινωνική ασφάλιση. [...]»

9 To άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 3, της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

«1. Κατά την έννοια των κατωτέρω διατάξεων, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό, ιδίως, με την οικογενειακή κατάσταση.

2. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την ευχέρεια που έχουν τα κράτη μέλη να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της τις επαγγελματικές δραστηριότητες και, ενδεχομένως, την εκπαίδευση που απαιτείται για την πρόσβαση σ' αυτές, εφόσον, λόγω της φύσεως ή των συνθηκών ασκήσεώς τους, το φύλο συνιστά παράγοντα αποφασιστικής σημασίας.

3. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις διατάξεις που αφορούν την προστασία της γυναίκας, ιδίως όσον αφορά την εγκυμοσύνη και τη μητρότητα.»

10 To άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 έχει ως εξής:

«Η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, όσον αφορά τους όρους, συμπεριλαμβανομένων και των κριτηρίων επιλογής, προσβάσεως σε απασχολήσεις, σε θέσεις εργασίας, ανεξάρτητα από τομέα ή κλάδο δραστηριότητος, και για όλες τις βαθμίδες της επαγγελματικής ιεραρχίας.»

Η εθνική νομοθεσία

11 Το άρθρο 12a του Grundgesetz fόr die Bundesrepublik Deutschland (Θεμελιώδους Νόμου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, όπως ισχύει μετά τη δημοσίευσή του στην BGBl. 2000, I, σ. 1755, στο εξής: Grundgesetz) έχει ως εξής:

«1. Οι άνδρες υποχρεούνται, από της συμπληρώσεως του δεκάτου ογδόου έτους της ηλικίας τους, να υπηρετήσουν στις ένοπλες δυνάμεις, στην ομοσπονδιακή αστυνομία των συνόρων ή στην πολιτική άμυνα.

[...]

4. Εάν, σε περίπτωση αμυντικού πολέμου, οι ανάγκες σε μη στρατιωτικές υπηρεσίες στα πολιτικά νοσοκομεία ή στα υγειονομικά κέντρα ή στα μόνιμα στρατιωτικά νοσοκομεία δεν μπορούν να καλυφθούν επί εθελοντικής βάσεως, οι γυναίκες ηλικίας 18 έως 55 ετών μπορούν να υποχρεωθούν με νόμο ή δυνάμει νόμου να παράσχουν τέτοιες υπηρεσίες. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να υποχρεωθούν να εκτελέσουν ένοπλη υπηρεσία.»

12 Ο Wehrpflichtgesetz (ο γερμανικός ομοσπονδιακός νόμος περί στρατιωτικής θητείας), όπως τροποποιήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1995 και άρχισε να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 1996 (BGBl. 1995 I, σ. 1756, στο εξής: νόμος περί στρατιωτικής θητείας), ορίζει στην παράγραφο 1 του άρθρου 1, το οποίο επιγράφεται: «Νόμος περί υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας: Καθολική υποχρέωση εκπληρώσεως στρατιωτικής θητείας», τα εξής:

«Υποχρέωση εκπληρώσεως στρατιωτικής θητείας στη Γερμανία έχουν όλοι οι άνδρες που έχουν συμπληρώσει το δέκατο όγδοο της ηλικίας τους και είναι Γερμανοί υπό την έννοια του Grundgesetz [...]».

13 Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του νόμου περί στρατιωτικής θητείας, «η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία εκπληρώνεται είτε με ένοπλη υπηρεσία είτε, στην περίπτωση του άρθρου 1 του Kriegsdienstverweigerungsgesetz (γερμανικού νόμου για τους αντιρρησίες συνειδήσεως) της 28ης Φεβρουαρίου 1983 (BGBl. I, σ. 203), με εναλλακτική θητεία [...]».

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

14 Ο A. Dory γεννήθηκε στις 15 Ιουνίου 1982. Αφού παρέλαβε τον Σεπτέμβριο του 1999 ερωτηματολόγιο σχετικό με την ιατρική εξέταση στην οποία θα κρινόταν αν ήταν ικανός προς εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας, ζήτησε από το KSG να απαλλαγεί από την υποχρέωση κατατάξεως στον στρατό και εκπληρώσεως της στρατιωτικής θητείας. Προς στήριξη του αιτήματός του, ο A. Dory ισχυρίστηκε, επικαλούμενος την απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2000, C-285/98, Kreil (Συλλογή 2000, σ. Ι-69), ότι ο νόμος για τη στρατιωτική θητεία είναι αντίθετος προς το κοινοτικό δίκαιο, καθόσον το Δικαστήριο αποφάνθηκε με την απόφαση αυτή ότι δεν επιτρέπεται να αποκλείεται γενικώς η πρόσβαση των γυναικών σε όλες τις θέσεις εργασίας στον γερμανικό στρατό.

15 Με απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2000 το KSG απέρριψε την αίτηση του A. Dory, με την αιτιολογία ότι η προαναφερθείσα απόφαση Kreil αφορούσε μόνο την εθελοντική κατάταξη των γυναικών στις ένοπλες δυνάμεις και όχι το ζήτημα της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας και ότι η υποχρέωση εκπληρώσεως στραιωτικής θητείας εξακολουθούσε να εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών.

16 Η διοικητική προσφυγή που υπέβαλε ο A. Dory κατά της ανωτέρω αποφάσεως απορρίφθηκε από την Wehrbereichsverwaltung. Κατόπιν αυτού, ο ενδιαφερόμενος προσέφυγε στο Verwaltungsgericht Stuttgart, ενώπιον του οποίου υποστήριξε ότι το γεγονός ότι οι γυναίκες, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα απόφαση Kreil, έχουν πλέον το δικαίωμα να υπηρετούν σε θέσεις που συνεπάγονται τη χρήση όπλων, χωρίς όμως να υπέχουν την υποχρέωση εκπληρώσεως στρατιωτικής θητείας, την οποία υπέχουν οι άνδρες, αντιβαίνει στην αρχή της ισότητας και αποτελεί παράνομη διάκριση σε βάρος των ανδρών.

17 Το καθού στην κύρια δίκη ισχυρίστηκε ότι από καμία διάταξη της Συνθήκης ΕΚ δεν συνάγεται ότι η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία αποτελεί δραστηριότητα που εμπίπτει στο κοινοτικό δίκαιο. Η οργάνωση της θητείας εμπίπτει στην αρμοδιότητα κάθε κράτους μέλους. Στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν έχουν εφαρμογή ούτε τα άρθρα 3, παράγραφος 2, ΕΚ και 13 ΕΚ, τα οποία δεν απονέμουν καθεαυτά αρμοδιότητα στην Κοινότητα, αλλά απλώς καθορίζουν τους τρόπους ασκήσεως ορισμένων αρμοδιοτήτων που απονέμονται από άλλες διατάξεις, ούτε το άρθρο 141 ΕΚ ή η οδηγία 76/207, που ρυθμίζουν μόνο τις επαγγελματικές δραστηριότητες.

18 Το Verwaltungsgericht Stuttgart εξέφρασε αμφιβολίες ως προς την ορθότητα των τελευταίων αυτών επιχειρημάτων. Πρώτον, τόνισε, παραπέμποντας στην απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2000, C-79/99, Schnorbus (Συλλογή 2000, σ. Ι-10997), ότι η εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας έχει ως αποτέλεσμα να αρχίζουν οι άνδρες να εργάζονται ή να εκπαιδεύονται επαγγελματικά αργότερα απ' ό,τι οι γυναίκες και μπορεί συνεπώς να αποτελεί διάκριση λόγω φύλου, υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207. Δεύτερον, έκρινε ότι η διαφορετική αυτή μεταχείριση μπορεί εντούτοις να είναι δικαιολογημένη, ως ειδικό ευνοϋκό μέτρο υπέρ των γυναικών, το οποίο αντισταθμίζει εν μέρει τα διαστήματα διακοπής της εργασίας λόγω μητρότητας και ανατροφής των τέκνων.

19 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgericht Stuttgart έκρινε ότι ήταν αναγκαία η εκ μέρους του Δικαστηρίου διασαφήνιση της έννοιας των σχετικών διατάξεων του κοινοτικού δικαίου. Ανέστειλε επομένως την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο, αν ληφθεί κυρίως υπόψη η ερμηνεία του άρθρου 2 της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ [...], το γεγονός ότι στη Γερμανία η στρατιωτική θητεία είναι υποχρεωτική μόνο για τους άνδρες;»

20 Στις 26 Σεπτεμβρίου 2001 ο A. Dory παρέλαβε το σημείωμα κατατάξεώς του, με το οποίο καλούνταν να παρουσιαστεί κατά το διάστημα από 1 έως 5 Νοεμβρίου 2001 για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία.

21 Στις 28 Σεπτεμβρίου 2001 ο A. Dory υπέβαλε στο αιτούν δικαστήριο και στο Δικαστήριο αιτήσεις λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, με τις οποίες ζήτησε να ανασταλεί η εκτέλεση του σημειώματος κατατάξεώς του. Με διάταξη της 19ης Οκτωβρίου 2001 το αιτούν δικαστήριο δέχθηκε την αίτηση που του είχε υποβληθεί. Με διάταξη της 24ης Οκτωβρίου 2001 στην υπόθεση C-186/01 R, Dory (Συλλογή 2001, σ. Ι-7823), το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που του είχε υποβληθεί ως απαράδεκτη.

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

22 Ο A. Dory ισχυρίζεται ότι η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία έχει ως αποτέλεσμα την απαγόρευση ασκήσεως επαγγέλματος κατά το διάστημα της εκπληρώσεώς της και την καθυστερημένη πρόσβαση στον επαγγελματικό βίο. Επομένως, η στρατιωτική θητεία εμπίπτει στην οδηγία 76/207 και αποτελεί διάκριση που απαγορεύεται από την οδηγία αυτή. Εν πάση περιπτώσει, η στρατιωτική θητεία αντιβαίνει στη γενική αρχή περί ισότητας ανδρών και γυναικών, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, ΕΚ.

23 Η Γερμανική Κυβέρνηση τονίζει, πρώτον, ότι η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία έχει θεμελιώδη σημασία στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Δεδομένου ότι σκοπός της είναι η δημιουργία στενής σχέσης μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων και του πληθυσμού, ώστε να διασφαλίζεται η δημοκρατική διαφάνεια της δομής των ενόπλων δυνάμεων, η στρατιωτική θητεία αποτελεί ενωτικό παράγοντα εντός της χώρας, κυρίως για τις νέες γενιές των παλαιών και των νέων γερμανικών ομόσπονδων κρατών. Η αύξηση του αριθμού των ενόπλων, ώστε να υπάρχει, σε περίπτωση πολέμου, ο αναγκαίος για την άμυνα της εθνικής επικράτειας αριθμός, δεν θα ήταν δυνατή, αν δεν υπήρχαν οι έφεδροι, οι οποίοι προέρχονται από τους υπέχοντες στρατιωτικές υποχρεώσεις.

24 Η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει, δεύτερον, ότι η στρατιωτική θητεία εμπίπτει στην οργάνωση των ενόπλων δυνάμεων, η οποία εξακολουθεί να εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, διότι αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της δημόσιας ασφάλειας. Η κυβέρνηση αυτή φρονεί ότι η ορθότητα της απόψεως αυτής αναγνωρίστηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 1999, C-273/97, Sirdar (Συλλογή 1999, σ. I-7403, σκέψη 15), και την προπαρατεθείσα απόφαση Kreil (σκέψη 15).

25 Εν πάση περιπτώσει, κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, η επιβολή της υποχρεώσεως εκπληρώσεως θητείας μόνο στους άνδρες, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η στρατιωτική θητεία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης και της οδηγίας 76/207, δεν αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο. Πρώτον, το άρθρο 3, παράγραφος 2, ΕΚ, που προβλέπει ότι η Κοινότητα επιδιώκει να προαχθεί η ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, δεν αφορά παρά μόνον τα ειδικά μέτρα που λαμβάνει η Κοινότητα βάσει άλλων εξουσιοδοτικών διατάξεων. Δεύτερον, το άρθρο 13 ΕΚ δεν έχει άμεσο αποτέλεσμα και δεν εξουσιοδοτεί το Συμβούλιο να λαμβάνει μέτρα για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φύλου παρά μόνον εντός των αρμοδιοτήτων που του παρέχει η Συνθήκη. Τέλος, το άρθρο 141 ΕΚ και η οδηγία 76/207 ρυθμίζουν μόνον τις εργασιακές σχέσεις που συνάπτονται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου και επομένως δεν ισχύουν για τη γενική υποχρέωση παροχής υπηρεσίας την οποία συνιστά η υποχρέωση στρατιωτικής θητείας που βαρύνει τους στρατευσίμους.

26 Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας δεν μπορεί να εξομοιωθεί με άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας και, συνεπώς, δεν εμπίπτει ούτε στις κοινωνικές διατάξεις της Συνθήκης ούτε στις διατάξεις της οδηγίας 76/207. Η οργάνωση της στρατιωτικής θητείας αποτελεί μέτρο εθνικής άμυνας, το οποίο εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών.

27 Η Φινλανδική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι, όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα απόφαση Kreil, οι βασικές επιλογές στον τομέα της άμυνας εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, πράγμα που σημαίνει ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν έχει εφαρμογή επί της διαφοράς της κύριας δίκης. Η κυβέρνηση αυτή υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, η υποχρέωση εκπληρώσεως στρατιωτικής θητείας δεν αφορά τις συνθήκες προσβάσεως στα στρατιωτικά επαγγέλματα και, επομένως, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 76/207. Επιπλέον, το γεγονός ότι την υποχρέωση αυτή υπέχουν μόνον οι άνδρες δεν επηρεάζει τις δυνατότητες των γυναικών να σταδιοδρομούν επαγγελματικά στις ένοπλες δυνάμεις, διότι οι γυναίκες έχουν πάντοτε τη δυνατότητα να εκπληρώνουν στρατιωτική θητεία σε εθελοντική βάση, οπότε βρίσκονται στην ίδια θέση με τους άρρενες στρατεύσιμους.

28 Η Επιτροπή φρονεί ότι η υποχρέωση εκπληρώσεως στρατιωτικής θητείας αποτελεί μονομερή υποχρέωση παροχής υπηρεσίας που διέπεται από το δημόσιο δίκαιο και δεν έχει ως συνέπεια τη δημιουργία σχέσεως εργασίας με ορισμένο εργοδότη. Κατά συνέπεια, η στρατιωτική θητεία δεν αποτελεί τμήμα της αγοράς εργασίας και επομένως δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Η στρατιωτική θητεία δεν περιορίζει το πεδίο εφαρμογής του δικαίου αυτού περισσότερο απ' ό,τι είναι αναγκαίο ενόψει της φύσεως της υποχρεώσεως αυτής. Κατά συνέπεια, δεν χρειάζεται να εξεταστεί αν η επιβολή της υποχρεώσεως εκπληρώσεως στρατιωτικής θητείας μόνο στους άνδρες μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει της οδηγίας 76/207. Κατά την Επιτροπή, η διαφορά της κύριας δίκης δεν εμφανίζει μεγάλη ομοιότητα με τις υποθέσεις επί των οποίων έχει ήδη αποφανθεί το Δικαστήριο. Επομένως, τα κράτη μέλη μπορούν, κατά την Επιτροπή, να επικαλεστούν τα άρθρα 6, παράγραφος 3, ΕΕ και 5 ΕΚ, προκειμένου να γίνει σεβαστή η αποκλειστική αρμοδιότητά τους στον τομέα της άμυνας, όπως έχει διαμορφωθεί ιστορικά σε κάθε κράτος μέλος.

Απάντηση του Δικαστηρίου

29 Για να εξακριβωθεί αν η επιβολή της υποχρεώσεως εκπληρώσεως στρατιωτικής θητείας μόνο στους άνδρες συμβιβάζεται με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, την οποία προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο, πρέπει προηγουμένως να προσδιοριστούν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του δικαίου αυτού επί των δραστηριοτήτων που αφορούν την οργάνωση των ενόπλων δυνάμεων.

30 Τα μέτρα που λαμβάνουν στον τομέα αυτό τα κράτη μέλη δεν εξαιρούνται συλλήβδην από το πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου ενόψει του ότι εξυπηρετούν τη δημόσια ασφάλεια ή την εθνική άμυνα.

31 Πράγματι, όπως έχει ήδη διαπιστώσει το Δικαστήριο, σε περίπτωση καταστάσεων ικανών να απειλήσουν τη δημόσια ασφάλεια, η Συνθήκη προβλέπει τη δυνατότητα παρεκκλίσεων μόνο στα άρθρα 30 ΕΚ, 39 ΕΚ, 46 ΕΚ, 58 ΕΚ, 64 ΕΚ, 296 ΕΚ και 297 ΕΚ, τα οποία αφορούν εξαιρετικές και σαφώς προσδιορισμένες περιπτώσεις. Δεν μπορεί να συναχθεί από τα άρθρα αυτά η ύπαρξη γενικής και εγγενούς στη Συνθήκη επιφυλάξεως εξαιρούσας από το πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου όλα τα μέτρα που λαμβάνονται για τη δημόσια ασφάλεια. H αναγνώριση της υπάρξεως γενικής επιφυλάξεως, εκτός των συγκεκριμένων προϋποθέσεων που θέτουν οι διατάξεις της Συνθήκης, θα μπορούσε να θίξει τον δεσμευτικό χαρακτήρα και την ομοιόμορφη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου (βλ. συναφώς τις αποφάσεις της 15ης Μαου 1986, 222/84, Johnston, Συλλογή 1986, σ. 1651, σκέψη 26, Sirdar, προπαρατεθείσα, σκέψη 16, και Kreil, προπαρατεθείσα, σκέψη 16).

32 Η έννοια της δημόσιας ασφάλειας, κατά τα άρθρα της Συνθήκης που παρατίθενται στην προηγούμενη σκέψη, καλύπτει τόσο την εσωτερική ασφάλεια ενός κράτους μέλους, όπως στη διαφορά της κύριας δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Johnston, όσο και την εξωτερική ασφάλειά του, όπως στη διαφορά της κύριας δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Sirdar (βλ. συναφώς τις αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 1991, C-367/89, Richardt και «Les Accessoires Scientifiques», Συλλογή 1991, σ. Ι-4621, σκέψη 22, της 17ης Οκτωβρίου 1995, C-83/94, Leifer κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. Ι-3231, σκέψη 26, Sirdar, προπαρατεθείσα, σκέψη 17, και Kreil, προπαρατεθείσα, σκέψη 17).

33 Εξάλλου, ορισμένες από τις παρεκκλίσεις που προβλέπει η Συνθήκη αφορούν μόνον τους κανόνες περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, των εμπορευμάτων, των κεφαλαίων και των υπηρεσιών και όχι τις κοινωνικές διατάξεις της Συνθήκης, στις οποίες εμπίπτει η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών. Κατά πάγια νομολογία, η αρχή αυτή έχει γενικό περιεχόμενο και η οδηγία 76/207 έχει εφαρμογή στις εργασιακές σχέσεις στον δημόσιο τομέα (βλ. συναφώς τις αποφάσεις της 21ης Μαου 1985, 248/83, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1985, σ. 1459, σκέψη 16, της 2ας Οκτωβρίου 1997, C-1/95, Gerster, Συλλογή 1997, σ. Ι-5253, σκέψη 18, Sirdar, προπαρατεθείσα, σκέψη 18, και Kreil, προπαρατεθείσα, σκέψη 18).

34 Το Δικαστήριο αποφάνθηκε συνεπώς ότι η οδηγία 76/207 έχει εφαρμογή στην πρόσβαση σε θέσεις εργασίες στις ένοπλες δυνάμεις και ότι έπρεπε να ελέγξει αν τα μέτρα που είχαν λάβει οι εθνικές αρχές, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειάς τους, επιδίωκαν πράγματι τον σκοπό της προασπίσεως της δημόσιας ασφάλειας και ήσαν κατάλληλα και αναγκαία για την επίτευξη του στόχου αυτού (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Sirdar, σκέψη 28, και Kreil, σκέψη 25).

35 Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αποφάσεις των κρατών μελών για την οργάνωση των ενόπλων δυνάμεών τους δεν εξαιρούνται πλήρως από το πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, όταν μάλιστα πρόκειται για την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών ως προς τις εργασιακές σχέσεις, για παράδειγμα ως προς την πρόσβαση στα στρατιωτικά επαγγέλματα. Εντούτοις, τούτο δεν σημαίνει ότι το κοινοτικό δίκαιο διέπει τις επιλογές στις οποίες προβαίνουν τα κράτη μέλη σχετικά με τη στρατιωτική τους οργάνωση και οι οποίες αποσκοπούν στην άμυνα της εθνικής επικράτειας ή στην προάσπιση των θεμελιωδών συμφερόντων τους.

36 Συγκεκριμένα, όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο με τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Sirdar (σκέψη 15) και Kreil (σκέψη 15), απόκειται στα κράτη μέλη, τα οποία πρέπει να θεσπίζουν τα κατάλληλα μέτρα για την προάσπιση της εσωτερικής και εξωτερικής τους ασφάλειας, να λαμβάνουν τις αποφάσεις που αφορούν την οργάνωση των ενόπλων δυνάμεών τους.

37 Η Γερμανική Κυβέρνηση τόνισε πάντως ότι η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία έχει μεγάλη σημασία στη Γερμανία, τόσο σε πολιτικό πεδίο όσο και από άποψη οργανώσεως των ενόπλων δυνάμεων. Με τις γραπτές παρατηρήσεις της και κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση επισήμανε ότι ο θεσμός της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας συμβάλλει στη δημοκρατική διαφάνεια της δομής των ενόπλων δυνάμεων, στη συνοχή του έθνους, στην ενίσχυση των δεσμών μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων και του πληθυσμού, καθώς και στη δυνατότητα επιστρατεύσεως των αναγκαίων ενόπλων σε περίπτωση πολέμου.

38 Η επιλογή αυτή, η οποία έχει αποτυπωθεί στον Grundgesetz, συνίσταται στην επιβολή μιας υποχρεώσεως προασπίσεως των συμφερόντων της εθνικής ασφάλειας, έστω και αν τούτο αποβαίνει, σε πολλές περιπτώσεις, σε βάρος της προσβάσεως των νέων στην αγορά εργασίας. Συνεπώς, στην επιλογή αυτή δίδεται το προβάδισμα έναντι των σκοπών που επιδιώκονται με τα διάφορα μέτρα επαγγελματικής εντάξεως των νέων.

39 Η απόφαση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας να διασφαλίσει την άμυνά της εν μέρει με την επιβολή υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας εκφράζει μια τέτοια επιλογή ως προς τη στρατιωτική οργάνωση, επί της οποίας επομένως δεν μπορεί να έχει εφαρμογή το κοινοτικό δίκαιο.

40 Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το γεγονός ότι η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία προβλέπεται μόνο για τους άνδρες συνεπάγεται συνήθως ότι καθυστερεί η επαγγελματική σταδιοδρομία των ενδιαφερόμενων, έστω και αν ορισμένοι στρατεύσιμοι αποκτούν κατά τη διάρκεια της θητείας τους συμπληρωματικές επαγγελματικές γνώσεις ή σταδιοδρομούν στη συνέχεια επαγγελματικά ως στρατιωτικοί.

41 Η καθυστέρηση στην επαγγελματική σταδιοδρομία των στρατευσίμων αποτελεί πάντως αναπόφευκτη συνέπεια της επιλογής του κράτους μέλους ως προς τη στρατιωτική του οργάνωση και δεν σημαίνει ότι η επιλογή αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Συγκεκριμένα, η ύπαρξη αρνητικών επιπτώσεων για την πρόσβαση στην εργασία δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα, χωρίς να υπάρξει αντιποίηση αρμοδιοτήτων των κρατών μελών, να αναγκαστεί το οικείο κράτος μέλος είτε να επιβάλει την υποχρέωση εκπληρώσεως στρατιωτικής θητείας και στις γυναίκες είτε να καταργήσει την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία.

42 Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει την επιβολή της υποχρεώσεως εκπληρώσεως στρατιωτικής θητείας μόνο στους άνδρες.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

43 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γερμανική, η Γαλλική και η Φινλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με διάταξη της 4ης Απριλίου 2001 το Verwaltungsgericht Stuttgart, αποφαίνεται:

Το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει την επιβολή της υποχρεώσεως εκπληρώσεως στρατιωτικής θητείας μόνο στους άνδρες.