62001J0023

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 21ης Νοεμβρίου 2002. - Robelco NV κατά Robeco Groep NV. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Hof van Beroep te Brussel - Βέλγιο. - Οδηγία 89/104/ΕΟΚ - Άρθρο 5, παράγραφος 5 - Διατάξεις περί της προστασίας από τη χρήση ενός σημείου για σκοπούς άλλους από εκείνον της διακρίσεως των προϊόντων ή των υπηρεσιών - Έκταση της προστασίας - Σημεία εμφανίζοντα ομοιότητα με το σήμα. - Υπόθεση C-23/01.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-10913


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


Προσέγγιση των νομοθεσιών - Σήματα - Οδηγία 89/104 - Δικαίωμα του δικαιούχου καταχωρισμένου σήματος να αντιταχθεί στην εκ μέρους τρίτου χρήση του σήματος - Προστασία κατά της χρήσεως για σκοπούς άλλους από εκείνον της διακρίσεως των προϊόντων ή των υπηρεσιών - Έκταση της προστασίας - Στις εθνικές έννομες τάξεις εναπόκειται να καθορίσουν την έκταση της προστασίας

(Οδηγία 89/104 του Συμβουλίου, άρθρο 5 § 5)

Περίληψη


$$Από τo άρθρo 5, παράγραφoς 5, της πρώτης oδηγίας 89/104 περί σημάτωv συvάγεται ότι η εvισχυμέvη πρoστασία τoυ διακριτικoύ χαρακτήρα ή της φήμης εvός σήματoς από oρισμέvες χρήσεις εvός σημείoυ για σκoπoύς άλλoυς από εκείvov της διακρίσεως τωv πρoϊόvτωv ή τωv υπηρεσιώv δεv εμπίπτει στηv κoιvoτική εvαρμόvιση.

Συvεπώς, η διάταξη αυτή έχει τηv έvvoια ότι έvα κράτoς μέλoς μπoρεί, εφόσov τo επιθυμεί και υπό τoυς όρoυς πoυ τo ίδιo θέτει, vα πρoστατεύσει έvα σήμα από τη χρήση εvός σημείoυ η oπoία γίvεται για σκoπoύς άλλoυς από εκείvov της διακρίσεως τωv πρoϊόvτωv ή τωv υπηρεσιώv, όταv η χωρίς vόμιμη αιτία χρήση τoυ σημείoυ αυτoύ oδηγεί σε αδικαιoλόγητη άvτληση oφέλoυς από τov διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη τoυ σήματoς ή τoυς πρoξεvεί βλάβη. Έτσι, τα κράτη μέλη μπoρoύv vα μη θεσπίσoυv καμία voμoθεσία ή μπoρoύv, υπό τoυς όρoυς πoυ τα ίδια θέτoυv, vα απαιτoύv είτε τηv ταυτότητα μεταξύ τoυ σημείoυ και τoυ σήματoς είτε τηv oμoιότητα είτε τηv ύπαρξη κάπoιoυ άλλoυ συvδέσμoυ.

(βλ. σκέψεις 31, 35-36 και διατακτ.)

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-23/01,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Hof van Beroep te Brussel (Βέλγιο) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Robelco NV

και

Robeco Groep NV,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 5, της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 40, σ. 1),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Schintgen, πρόεδρο του δευτέρου τμήματος, προεδρεύοντα του έκτου τμήματος, Β. Σκουρή, F. Macken (εισηγητή), N. Colneric και J. N. Cunha Rodrigues, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η Robelco NV, εκπροσωπούμενη από τον J. Stuyck, advocaat,

- η Robeco Groep NV, εκπροσωπούμενη από τον P. Péters, advocaat,

- η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενη από τον H. G. Sevenster,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την K. Banks και τον H. Μ. H. Speyart,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Robelco NV, της Robeco Groep NV και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 5ης Μαρτίου 2002,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 21ης Μαρτίου 2002,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2001, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Ιανουαρίου 2001, το Hof van Beroep te Brussel υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 5, της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 40, σ. 1, στο εξής: οδηγία).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Robelco NV και της εταιρίας Robeco Groep NV, στο πλαίσιο της οποίας η δεύτερη ζήτησε να απαγορευθεί στην πρώτη να κάνει χρήση της ονομασίας Robelco, μεταξύ άλλων ως εμπορικής και εταιρικής επωνυμίας, ή κάθε άλλου σημείου που ομοιάζει προς την ονομασία Robeco.

Το νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική νομοθεσία

3 Σύμφωνα με την πρώτη αιτιολογική σκέψη της, η οδηγία αποσκοπεί στην προσέγγιση των περί σημάτων νομοθεσιών των κρατών μελών, με στόχο την εξάλειψη των υφισταμένων διαφορών που είναι ικανές να παρεμποδίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων καθώς και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και να νοθεύσουν τους όρους του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς.

4 Ωστόσο, όπως προκύπτει από την τρίτη αιτιολογική σκέψη της, η οδηγία δεν αποβλέπει στην πλήρη προσέγγιση των περί σημάτων νομοθεσιών των κρατών μελών.

5 Το άρθρο 5 της οδηγίας, το οποίο έχει ως κύριο αντικείμενο τον προσδιορισμό της εκτάσεως της προστασίας που παρέχει το δίκαιο των σημάτων, ορίζει, στις παραγράφους 1, 2 και 5, τα εξής:

«1. Το καταχωρισμένο σήμα παρέχει στον δικαιούχο αποκλειστικό δικαίωμα. Ο δικαιούχος δικαιούται να απαγορεύει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές, χωρίς τη συγκατάθεσή του:

α) σημείο πανομοιότυπο με το σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες πανομοιότυπες με εκείνες για τις οποίες το σήμα έχει καταχωριστεί·

β) σημείο για το οποίο, λόγω της ταυτότητας ή της ομοιότητάς του με το σήμα και της ταυτότητας ή της ομοιότητας των προϊόντων ή των υπηρεσιών που καλύπτονται από το σήμα και το σημείο, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού, συμπεριλαμβανομένου και του κινδύνου συσχέτισης του σημείου με το σήμα.

2. Ένα κράτος μέλος μπορεί επίσης να προβλέπει ότι ο δικαιούχος δικαιούται να απαγορεύει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές, χωρίς τη συγκατάθεσή του, σημείο πανομοιότυπο ή παρόμοιο με το σήμα, για προϊόντα ή υπηρεσίες μη παρόμοιες με εκείνες για τις οποίες το σήμα έχει καταχωριστεί, εάν αυτό χαίρει φήμης μέσα στο κράτος μέλος και η χρησιμοποίηση του σημείου, χωρίς νόμιμη αιτία, θα επέφερε, αχρεωστήτως, όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του σήματος ή θα ήταν βλαπτική για τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη.

[...]

5. Οι παράγραφοι 1 έως 4 δεν θίγουν τις διατάξεις που ισχύουν στα κράτη μέλη σχετικά με την προστασία από τη χρήση του σημείου για σκοπούς άλλους από εκείνους της διάκρισης των προϊόντων ή των υπηρεσιών, όταν η χρήση του σημείου αυτού, χωρίς νόμιμη αιτία, επιφέρει, αχρεωστήτως, όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του σήματος ή είναι βλαπτική για τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη.»

Ο ενιαίος νόμος της Μπενελούξ περί σημάτων

6 Ο ενιαίος νόμος της Μπενελούξ περί σημάτων (loi umiforme Benelux sur les marques, στο εξής: LBM) διέπει από το 1971 αυτόν τον τομέα του δικαίου στα τρία κράτη μέλη της Μπενελούξ.

7 Το άρθρο 13, Α, παράγραφοι 1 και 2, του LBM, όπως ίσχυε έως τις 31 Δεκεμβρίου 1995, όριζε τα εξής:

«Με την επιφύλαξη της τυχόν εφαρμογής του κοινού δικαίου περί αστικής ευθύνης, το αποκλειστικό δικαίωμα επί του σήματος επιτρέπει στον δικαιούχο να αντιταχθεί:

1. σε κάθε χρήση του σήματος ή παρόμοιου με αυτό σημείου για τα προϊόντα για τα οποία έχει καταχωριστεί το σήμα ή για παρόμοια προϊόντα·

2. σε κάθε άλλη χωρίς νόμιμη αιτία χρήση του σήματος ή παρόμοιου με αυτό σημείου στις συναλλαγές, υπό συνθήκες ικανές να προκαλέσουν ζημία στον δικαιούχο του σήματος.»

8 Ο LBM τροποποιήθηκε από 1ης Ιανουαρίου 1996 με το πρωτόκολλο που υπογράφηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1992 και το οποίο αποσκοπούσε κυρίως στη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο.

9 Το άρθρο 5 της οδηγίας μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο με το άρθρο 13, Α, παράγραφος 1, του τροποποιηθέντος LBM, το οποίο πλέον έχει ως εξής:

«Με την επιφύλαξη της τυχόν εφαρμογής του κοινού δικαίου περί αστικής ευθύνης, το αποκλειστικό δικαίωμα επί του σήματος επιτρέπει στον δικαιούχο να αντιταχθεί:

a) σε κάθε χρήση του σήματος στις συναλλαγές για τα προϊόντα για τα οποία έχει καταχωριστεί το σήμα·

b) σε κάθε χρήση του σήματος ή παρόμοιου με αυτό σημείου της συναλλαγές για τα προϊόντα για τα οποία έχει καταχωριστεί το σήμα ή για παρόμοια προϊόντα, όταν υφίσταται κίνδυνος συσχετίσεως, εκ μέρους του κοινού, του σημείου με το σήμα·

c) σε κάθε χωρίς νόμιμη αιτία χρήση στις συναλλαγές ενός σήματος το οποίο χαίρει φήμης εντός της Μπενελούξ ή ενός παρόμοιου με αυτό σημείου για προϊόντα μη παρόμοια εκείνων για τα οποία έχει καταχωριστεί το σήμα, όταν η χρήση του σημείου αυτού είναι ικανή να οδηγήσει στην αδικαιολόγητη άντληση οφέλους από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του σήματος ή να τους προξενήσει βλάβη·

d) σε κάθε χωρίς νόμιμη αιτία χρήση στις συναλλαγές ενός σήματος ή παρόμοιου με αυτό σημείου για σκοπούς άλλους από τη διάκριση των προϊόντων, όταν η χρήση του σημείου αυτού είναι ικανή να οδηγήσει στην αδικαιολόγητη άντληση οφέλους από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του σήματος ή να τους προξενήσει βλάβη.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

10 Η Robeco Groep NV είναι ολλανδικός όμιλος συσταθείς το 1929 ο οποίος διαθέτει στην αγορά χρηματοοικονομικά προϊόντα και υπηρεσίες. Η κύρια δραστηριότητά της συνίσταται στη διαχείριση περιουσιών. Σήμερα διαχειρίζεται συνολική περιουσία άνω των 180 δισεκατομμυρίων ολλανδικών φιορινίων, έχει περίπου 770 000 πελάτες και απασχολεί περίπου 1 500 άτομα. Η ονομασία Robeco, η οποία προέρχεται από τη σύντμηση των όρων «Rotterdams Beleggings Consortium», χρησιμοποιείται από το 1959.

11 Στις 21 Μα_ου 1987, η λέξη «Robeco» καταχωρίστηκε στο Γραφείο Σημάτων της Μπενελούξ ως λεκτικό και εικονιστικό σήμα, όπως και διάφορα άλλα σήματα της ίδιας σειράς (όπως Rolinco, Rodamco, Roparco, Rotrusco). Με μία μόνη εξαίρεση (Rodamco), οι καταχωρίσεις αυτές αφορούν υπηρεσίες εμπίπτουσες στην κλάση 36 (χρηματοπιστωτικές και νομισματικές υποθέσεις, υπηρεσίες αφορώσες αποταμιεύσεις και επενδύσεις) κατά τον Διακανονισμό της Νίκαιας περί της διεθνούς ταξινομήσεως των προϊόντων και των υπηρεσιών για την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως αυτός έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί.

12 Η Robelco NV είναι επιχείρηση βελγικού δικαίου η οποία συστάθηκε στις 20 Νοεμβρίου 1996 από δύο εταιρίες επενδύσεων με εταιρικό κεφάλαιο ύψους 6 εκατομμυρίων βελγικών φράγκων (BEF). Η εταιρία αυτή ασκεί δραστηριότητα κυρίως στην περιφέρεια του φλαμανδικού Brabant, συνιστάμενη σε συναλλαγές επί ακινήτων (μεταξύ άλλων πώληση, ανταλλαγή, μίσθωση, χορήγηση δανείων και χρηματοδότηση κατασκευαστικών σχεδίων), ειδικότερα στον τομέα των συγκροτημάτων βιομηχανικών μονάδων και της εκτελέσεως σχεδίων κατά παραγγελία. Αφότου συστάθηκε, η εταιρία αυτή αναπτύσσεται με αυξανόμενο ρυθμό.

13 Στις 2 Ιουνίου 1999, η Robeco Groep NV ενήγαγε την Robelco NV ενώπιον του Rechtbank van Koophandel te Brussel (Βέλγιο) και ζήτησε να απαγορευθεί στην τελευταία να χρησιμοποιεί την ονομασία Robelco ή κάθε σημείο που ομοιάζει προς την ονομασία Robeco ως εταιρική και εμπορική επωνυμία, επ' απειλή χρηματικής ποινής 100 000 BEF για κάθε ημέρα καθυστερήσεως. Η Robeco Groep NV επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, παράβαση του άρθρου 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο d, του τροποποιημένου LBM. Στις 9 Φεβρουαρίου 2000, το εν λόγω δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή και απαγόρευσε στη Robelco NV να εξακολουθήσει να χρησιμοποιεί την εμπορική της επωνυμία καθώς και κάθε άλλο σημείο παρόμοιο της ονομασίας Robeco.

14 Στις 21 Μαρτίου 2000, η Robelco NV άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Hof van Beroep te Brussel. Η εφεσείουσα υποστήριξε, κυρίως, ότι το αίτημα της αγωγής έπρεπε να απορριφθεί επί της ουσίας, καθόσον η Robeco Groep NV επεδίωκε στην πραγματικότητα να προστατεύσει το σήμα της δυνάμει του άρθρου 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο b, του τροποποιημένου LBM. Επικουρικώς, η εφεσείουσα υποστήριξε ότι ουδόλως αποδεικνύεται παράβαση του άρθρου 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο d, του τροποποιημένου LBM ή βλάβη της εμπορικής επωνυμίας.

15 Το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε, καταρχάς, ότι δεν υπήρχε καμία προσβολή του δικαιώματος της Robeco Groep NV επί της εμπορικής επωνυμίας της. Στη συνέχεια, παρατήρησε ότι οι δύο ονομασίες Robelco και Robeco, καίτοι εμφανίζουν προδήλως οπτικές ομοιότητες, δεν μπορούν, από ακουστικής απόψεως, να θεωρηθούν παρόμοιες κατά την έννοια του άρθρου 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο d, του τροποποιημένου LBM. Επιπλέον, διαπίστωσε ότι οι δραστηριότητες και οι γεωγραφικές αγορές των δύο εταιριών δεν συμπίπτουν.

16 Τέλος, το αιτούν δικαστήριο παρατήρησε, αφενός, ότι το άρθρο 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο d, του τροποποιημένου LBM φαίνεται να αποκλίνει από το άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας. Αντίθετα προς τη δεύτερη αυτή διάταξη, η πρώτη αφορά και τη χρήση σημείου ομοιάζοντος προς το σήμα. Αφετέρου, σε περίπτωση συμβατού του τροποποιημένου LBM με τη διάταξη αυτή της οδηγίας, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον ο κίνδυνος συγχύσεως και η ομοιότητα διαδραματίζουν κάποιο ρόλο στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας.

17 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Hof van Beroep te Brussel αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Έχει το άρθρο 5, παράγραφος 5, της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων, την έννοια ότι η αναφερόμενη σ' αυτό δυνατότητα προστασίας από κράτος μέλος μπορεί να παρασχεθεί μόνο κατά της χρησιμοποιήσεως σημείου που είναι πανομοιότυπο με το σήμα ή μπορεί εν προκειμένω να παρασχεθεί και κατά της χρησιμοποιήσεως σημείου που είναι παρόμοιο με το σήμα;

2) Αν η προστασία αυτή μπορεί να παρασχεθεί και κατά σημείου που είναι παρόμοιο με το σήμα, απαιτεί η κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου αθέμιτη ομοιότητα να μπορεί ως εκ τούτου να δημιουργηθεί σύγχυση ή αρκεί κίνδυνος συσχετίσεως, υπό την έννοια ότι γι' αυτόν που βρίσκεται αντιμέτωπος με το σήμα και το σημείο το ένα παραπέμπει στο άλλο χωρίς να δημιουργείται ως εκ τούτου σύγχυση, ή πρέπει εν προκειμένω να μην υφίσταται ούτε καν κίνδυνος συσχετίσεως;»

Επί του πρώτου ερωτήματος

18 Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ' ουσίαν, αν το άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας έχει την έννοια ότι ένα κράτος μέλος οφείλει να προστατεύει ένα σήμα μόνο από τη χρήση, για σκοπούς άλλους από εκείνον της διακρίσεως των προϊόντων ή των υπηρεσιών, ενός σημείου πανομοιότυπου με το σήμα ή αν οφείλει να το προστατεύει και από τη χρήση ενός σημείου παρόμοιου με το σήμα.

Παρατηρήσεις υποβληθείσες στο Δικαστήριο

19 Κατά τη Robelco NV, σκοπός του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας είναι να επιτρέψει την παροχή προστασίας μη σχετικής με το δίκαιο των σημάτων. Τα κράτη μέλη της Μπενελούξ χρησιμοποίησαν συνεπώς τη δυνατότητα προβλέψεως μιας προστασίας πιο εκτεταμένης από την ελάχιστη προστασία που επιβάλλει η οδηγία.

20 Η Robelco NV υποστηρίζει ότι το κείμενο του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας, που αφορούσε την έκταση της προστασίας την οποία τα κράτη μέλη μπορούν να παράσχουν στο σήμα, δεν επιτρέπει να καθοριστεί αν η εν λόγω προστασία περιορίζεται στη χρήση πανομοιότυπου σημείου ή αν εκτείνεται και στη χρήση παρόμοιου σημείου. Η Robelco NV θεωρεί, ωστόσο, ότι οι λέξεις «του σημείου» που χρησιμοποιούνται στη διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύονται ως αναφερόμενες σε πανομοιότυπο σημείο.

21 Κατά τη Robelco NV, αν η διάταξη αυτή της οδηγίας δεχόταν την προστασία από τη χρήση ενός σημείου αναλόγου προς το σήμα, τα μη χαίροντα φήμης σήματα θα ετύγχαναν, σε περίπτωση χρήσεως για σκοπούς άλλους από εκείνον της διακρίσεως των προϊόντων ή των υπηρεσιών, προστασίας εξίσου εκτεταμένης με εκείνη που μπορεί να παρασχεθεί, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας, στα χαίροντα φήμης σήματα.

22 Η Robeco Groep NV υποστηρίζει ότι το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας αναφέρεται στα πανομοιότυπα και τα παρόμοια με το σήμα σημεία, ενώ το άρθρο 5, παράγραφος 5, δεν οριοθετεί ρητώς την έννοια της λέξεως «σημείο». Ωστόσο, κατά τη Robeco Groep NV, δεν αμφισβητείται ότι η λέξη «σημείο» δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως αναφερόμενη αποκλειστικώς στο σημείο που είναι πανομοιότυπο με το σήμα, δεδομένου ότι η οδηγία δεν απέκλεισε ρητώς τη δυνατότητα παροχής προστασίας από ένα παρόμοιο προς το σήμα σημείο.

23 Συναφώς, η Robeco Groep NV θεωρεί ότι το άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας παραμπέπει στο δίκαιο των κρατών μελών και, επομένως, η απάντηση θα πρέπει να αναζητηθεί στον τροποποιημένο LBM και όχι στην οδηγία. Το άρθρο 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο d, του τροποποιημένου LBM, στο μέτρο που δεν αύξησε την προστασία η οποία παρεχόταν στο σήμα δυνάμει της αρχικής διατυπώσεως της αντίστοιχης διατάξεως του LBM, δεν υπερβαίνει τα όρια των δυνατοτήτων που προσφέρει το άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας.

24 Η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών θεωρεί ότι, λόγω των συνθηκών της διαπραγματεύσεως για τη θέσπιση της οδηγίας και της καταστάσεως που επικρατούσε στο δίκαιο των σημάτων στα κράτη μέλη της Μπενελούξ πριν από τη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, το άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως, ούτως ώστε να εφαρμόζεται τόσο στα πανομοιότυπα όσο και στα παρόμοια σημεία.

25 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας αποσκοπεί όχι στο να παράσχει μια καθορισμένη μορφή προστασίας ή να επιτρέψει την καθιέρωση της προστασίας αυτής εντός ενός εναρμονισμένου πλαισίου, αλλά στο να την εξαιρέσει κατηγορηματικά από την εναρμόνιση της προστασίας των σημάτων. Κατά την Επιτροπή, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας προκύπτει ότι σκοπός της διατάξεως αυτής είναι να αποκλειστεί από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας το ζήτημα της - προβλεπομένης από την αρχική διατύπωση του LBM - προστασίας του σήματος από τη χρήση ενός σημείου για σκοπούς άλλους από εκείνον της διακρίσεως των προϊόντων ή των υπηρεσιών. Συνεπώς, το άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως πηγή για την ερμηνεία μιας διατάξεως του εσωτερικού δικαίου σύμφωνα με την οδηγία, καθόσον, στην περίπτωση που ένας ειδικός τομέας εξαιρείται από το κοινοτικό πλαίσιο, δεν ισχύουν για τον τομέα αυτόν οι υποχρεώσεις μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη και σύμφωνης με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας.

26 Επικουρικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι από το άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας δεν προκύπτει ότι η ομοιότητα μεταξύ του εν λόγω σημείου και του καταχωρισμένου σήματος περιλαμβάνεται μεταξύ των στοιχείων που συνιστούν προσβολή της προστασίας στην οποία αναφέρεται η διάταξη αυτή. Κατά την Επιτροπή, πρέπει μεν να υφίσταται σχέση μεταξύ του σήματος και του σημείου προκειμένου να μπορεί να αποδειχθεί η προσβολή αυτή, αντιθέτως όμως δεν προκύπτει από το κείμενο της οδηγίας ότι πρέπει να πρόκειται για ομοιότητα, για κίνδυνο συγχύσεως ή για κίνδυνο συσχετίσεως.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

27 Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, όπως ορθώς ανέφερε η Επιτροπή, από τους όρους του άρθρου 5 της οδηγίας προκύπτει ότι σκοπός της διατάξεως αυτής είναι η εναρμόνιση της εκτάσεως της προστασίας που πρέπει να παρέχεται στα σήματα εντός της Κοινότητας.

28 Έτσι, το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας, που καθορίζει το περιεχόμενο του αποκλειστικού δικαιώματος επί σήματος, απαγορεύει, στο στοιχείο α_, τη χρήση ενός πανομοιότυπου σημείου για πανομοιότυπα προϊόντα ή υπηρεσίες και, στο στοιχείο β_, τη χρήση ενός πανομοιότυπου ή παρόμοιου σημείου για επίσης πανομοιότυπα ή παρόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες όταν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως, στον οποίο περιλαμβάνεται και ο κίνδυνος συσχετίσεως από το ενδιαφερόμενο κοινό.

29 Το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας προβλέπει ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να επεκτείνει την προστασία αυτή απαγορεύοντας τη χρήση ενός σημείου πανομοιότυπου ή παρόμοιου με ένα σήμα το οποίο χαίρει φήμης εντός του κράτους μέλους αυτού για προϊόντα ή υπηρεσίες που δεν είναι παρόμοιες με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει καταχωριστεί το σήμα, όταν η χωρίς νόμιμη αιτία χρήση του σημείου οδηγεί στην αδικαιολόγητη άντληση οφέλους από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του καταχωρισμένου σήματος ή τους προξενεί βλάβη.

30 Αντιθέτως, από το κείμενο του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας προκύπτει ότι η εναρμόνιση που επιχειρείται με τις παραγράφους 1 έως 4 του άρθρου αυτού δεν θίγει τις εθνικές διατάξεις περί της προστασίας ενός σημείου από τη χρήση του για σκοπούς άλλους από εκείνον της διακρίσεως των προϊόντων ή των υπηρεσιών, όταν αυτή η χωρίς νόμιμη αιτία χρήση οδηγεί στην αδικαιολόγητη άντληση οφέλους από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του σήματος ή τους προξενεί βλάβη.

31 Από αυτό συνάγεται ότι η ενισχυμένη προστασία του διακριτικού χαρακτήρα ή της φήμης ενός σήματος από ορισμένες χρήσεις ενός σημείου για σκοπούς άλλους από εκείνον της διακρίσεως των προϊόντων ή των υπηρεσιών δεν εμπίπτει στην κοινοτική εναρμόνιση.

32 Αυτό το συμπέρασμα επιβεβαιώνεται, αφενός, από την τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, η οποία αναφέρει ότι, «προς το παρόν, δεν φαίνεται αναγκαία η πλήρης προσέγγιση των νομοθεσιών περί σημάτων των κρατών μελών και ότι η προσέγγιση αρκεί να περιορίζεται μόνο σε εκείνες τις εθνικές διατάξεις οι οποίες έχουν την πλέον άμεση επίδραση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς», και, αφετέρου, από την έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, η οποία διευκρινίζει ότι «η παρούσα οδηγία δεν αποκλείει την εφαρμογή επί των σημάτων των νομικών διατάξεων των κρατών μελών, εκτός από το δίκαιο των σημάτων, όπως είναι οι διατάξεις σχετικά με τον αθέμιτο ανταγωνισμό, την αστική ευθύνη ή την προστασία των καταναλωτών».

33 Πρέπει να υπομνησθεί ότι η οδηγία, η οποία είναι η πρώτη οδηγία εναρμονίσεως στον τομέα του δικαίου των σημάτων, αποσκοπεί, σύμφωνα με την πρώτη αιτιολογική σκέψη της, στην προσέγγιση των περί σημάτων νομοθεσιών των κρατών μελών, ώστε να εξαλειφθούν οι υφιστάμενες διαφορές οι οποίες είναι ικανές να παρεμποδίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Ωστόσο, σύμφωνα με την τρίτη αιτιολογική σκέψη της, η οδηγία δεν αποσκοπεί στην πλήρη προσέγγιση των εν λόγω νομοθεσιών.

34 Επομένως, όταν, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, το σημείο δεν χρησιμοποιείται προς τον σκοπό της διακρίσεως των προϊόντων ή των υπηρεσιών, θα πρέπει να εξετάζονται οι έννομες τάξεις των κρατών μελών προκειμένου να καθορίζεται η έκταση και, ενδεχομένως, το περιεχόμενο της προστασίας που παρέχεται στους δικαιούχους σημάτων οι οποίοι ισχυρίζονται ότι υφίστανται ζημία από τη χρήση του σημείου αυτού ως εμπορικής ή εταιρικής επωνυμίας.

35 Εν προκειμένω, τα κράτη μέλη μπορούν να μη θεσπίσουν καμία νομοθεσία ή μπορούν, υπό τους όρους που τα ίδια θέτουν, να απαιτούν είτε την ταυτότητα μεταξύ του σημείου και του σήματος είτε την ομοιότητα είτε την ύπαρξη κάποιου άλλου συνδέσμου.

36 Συνεπώς, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας έχει την έννοια ότι ένα κράτος μέλος μπορεί, εφόσον το επιθυμεί και υπό τους όρους που το ίδιο θέτει, να προστατεύσει ένα σήμα από τη χρήση ενός σημείου η οποία γίνεται για σκοπούς άλλους από εκείνον της διακρίσεως των προϊόντων ή των υπηρεσιών, όταν η χωρίς νόμιμη αιτία χρήση του σημείου αυτού οδηγεί σε αδικαιολόγητη άντληση οφέλους από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του σήματος ή τους προξενεί βλάβη.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

37 Κατόπιν της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

38 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2001 το Hof van Beroep te Brussel, αποφαίνεται:

Το άρθρο 5, παράγραφος 5, της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων, έχει την έννοια ότι ένα κράτος μέλος μπορεί, εφόσον το επιθυμεί και υπό τους όρους που το ίδιο θέτει, να προστατεύσει ένα σήμα από τη χρήση ενός σημείου η οποία γίνεται για σκοπούς άλλους από εκείνον της διακρίσεως των προϊόντων ή των υπηρεσιών, όταν η χωρίς νόμιμη αιτία χρήση του σημείου αυτού οδηγεί σε αδικαιολόγητη άντληση οφέλους από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του σήματος ή τους προξενεί βλάβη.