61999J0234

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 23ης Απριλίου 2002. - Niels Nygård κατά Svineafgiftsfonden, παρισταμένης της Ministeriet for Fødevarer, Landbrug og Fiskeri. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Vestre Landsret - Δανία. - Εθνική φολορογική επιβάρυνση επί των χοίρων - Φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος - Εσωτερικός φόρος - Σύστημα φορολογήσεως που έχει εγκριθεί από την Επιτροπή ως κρατική ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά - Ασυμβίβαστο της φορολογικής επιβαρύνσεως με άλλες διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ εκτός από τα άρθρα 92 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 ΕΚ) και 93 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 88 ΕΚ) - Εξουσία εκτιμήσεως του εθνικού δικαστηρίου. - Υπόθεση C-234/99.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-3657


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. Φορολογικές διατάξεις - Εσωτερικοί φόροι - Οιονεί φορολογική επιβάρυνση επί των χοίρων εισπραττομένη για κάθε ζώο παραγόμενο εντός κράτους μέλους και σφαζόμενο εντός αυτού ή εξαγόμενο ζων, ενώ αντλείται όφελος και από τους δύο τύπους παραγωγής - Χαρακτηρισμός φορολογικής επιβαρύνσεως ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμούς - Αποκλείεται - Χαρακτηρισμός εσωτερικού φόρου - ροϋποθέσεις

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 9, 12 και 95 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 23 ΕΚ, 25 ΕΚ και 90 ΕΚ)]

2. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη μέλη - Απόφαση της Επιτροπής εγκρίνουσα σύστημα φορολογικών επιβαρύνσεων ως κρατική ενίσχυση - Εμπόδιο στην εξέταση, από τα εθνικά δικαστήρια, του συμβατού με άλλες διατάξεις της Συνθήκης - Δεν υφίσταται

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 92 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 ΕΚ) και άρθρο 93 (νυν άρθρο 88 ΕΚ)]

Περίληψη


1. Μια φορολογική επιβάρυνση που εισπράττεται από οργανισμό δημοσίου δικαίου, σύμφωνα με τα ίδια κριτήρια, για τους χοίρους που παράγονται στο κράτος μέλος προκειμένου να σφαγούν στην εγχώρια αγορά ή να εξαχθούν ζώντες σε άλλα κράτη μέλη, επιβάρυνση της οποίας το προϊόν διατίθεται για δραστηριότητες επωφελείς και για τους δύο τύπους παραγωγής, δεν εμπίπτει στην απαγόρευση φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος προς εξαγωγικούς δασμούς κατά την έννοια των άρθρων 9 και 12 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 23 ΕΚ και 25 ΕΚ), και του άρθρου 16 της Συνθήκης (που καταργήθηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ). Αντιθέτως, η εν λόγω επιβάρυνση είναι δυνατόν να χαρακτηρισθεί ως ένας εισάγων δυσμενείς διακρίσεις εσωτερικός φόρος, απαγορευόμενος από το άρθρο 95 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 90 ΕΚ), εάν και εφόσον τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από τη διάθεση του προϊόντος της αντισταθμίζουν μερικώς το βάρος που πλήττει τους χοίρους που παράγονται για σφαγή εντός του οικείου κράτους μέλους, θέτοντας έτσι σε δυσμενή μοίρα την παραγωγή χοίρων που προορίζονται να εξαχθούν ζώντες σε άλλα κράτη μέλη.

( βλ. σκέψη 49, διατακτ. 1 )

2. Το γεγονός ότι μια εθνική φορολογική επιβάρυνση προορίζεται για τη χρηματοδότηση συστήματος ενισχύσεων εγκεκριμένου από την Επιτροπή, κατ' εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης σχετικά με κρατικές ενισχύσεις, δεν εμποδίζει ένα εθνικό δικαστήριο να προβεί στην εκτίμηση του συμβατού της εν λόγω επιβαρύνσεως με άλλες έχουσες άμεσο αποτέλεσμα διατάξεις της Συνθήκης.

Αυτή η εκ μέρους ενός εθνικού δικαστηρίου εκτίμηση επιτρέπει τη διασφάλιση της ένδικης προστασίας που απορρέει, για τους πολίτες, από το άμεσο αποτέλεσμα των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, και, σε περίπτωση παραβάσεως αυτών των διατάξεων, την αποκατάσταση της νομιμότητας στο εσωτερικό ενός κράτους, χωρίς ωστόσο να θίγεται ο κεντρικός και αποκλειστικός ρόλος που το άρθρο 92 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 ΕΚ) και το άρθρο 93 της Συνθήκης (νυν άρθρο 88 ΕΚ) επιφυλάσσουν στην Επιτροπή για την εκτίμηση του συμβατού μιας ενισχύσεως με την Κοινή Αγορά.

( βλ. σκέψεις 62, 65, διατακτ. 2 )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-234/99,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Vestre Landsret (Δανία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Niels Nygård

και

Svineafgiftsfonden,

παρισταμένου του:

Ministeriet for Fødevarer, Landbrug og Fiskeri,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 9 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 23 ΕΚ), 12 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 25 ΕΚ), 16 της Συνθήκης ΕΚ (που καταργήθηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ), 93 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 88 ΕΚ) και 95 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 90 ΕΚ),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από την N. Colneric, πρέδρο του δευτέρου τμήματος, προεδρεύουσα του έκτου τμήματος, και τους C. Gulmann, Β. Σκουρή (εισηγητή), R. Schintgen και J. N. Cunha Rodrigues, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

γραμματέας: R. Grass

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- ο N. Nygård, εκπροσωπούμενος από τον Μ. Meyer, advokat,

- το Svineafgiftsfonden, εκπροσωπούμενο από τον S. T. Sørensen, advokat,

- η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Molde, επικουρούμενο από τον S. G. Jensen, advokat,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους H. P. Hartvig και E. Traversa,

έχοντας υπόψη την έκθεση του εισηγητή δικαστή,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 10ης Μα_ου 2001,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 16ης Ιουνίου 1999, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 21 Ιουνίου 1999, το Vestre Landsret υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 9 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 23 ΕΚ), 12 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 25 ΕΚ), 16 της Συνθήκης ΕΚ (που καταργήθηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ), 93 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 88 ΕΚ) και 95 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 90 ΕΚ).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του N. Nygård, παραγωγού χοίρων, και του Svineafgiftsfonden (Ταμείου φορολογήσεως στον τομέα του χοιρείου κρέατος, στο εξής: Ταμείο) σχετικά με την είσπραξη της φορολογικής επιβαρύνσεως επί της παραγωγής που οφειλόταν για τους χοίρους που ο N. Nygård είχε εξαγάγει ζώντες στη Γερμανία μεταξύ 1ης Αυγούστου 1992 και 1ης Ιουλίου 1993.

Το νομικό πλαίσιο

3 Δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, του Lov om administration af Det Europæiske Fællesskabs forordninger om markedsordninger for landbrugsvarer m.ν. (νόμου σχετικού, ιδίως, με την εφαρμογή των κοινοτικών κανονισμών των σχετικών με τις οργανώσεις αγοράς για τα γεωργικά προϊόντα) 414, της 13ης Ιουνίου 1990 (Lovtidende 1990, σ. 1365), όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 380, της 6ης Ιουνίου 1991 (Lovtidende 1991, σ. 1499), και με τον νόμο 265, της 6ης Μα_ου 1993 (Lovtidende 199, σ. 1122, στο εξής: εξουσιοδοτικός νόμος), ο Υπουργός Γεωργίας μπορεί «να θεσπίζει κανόνες σχετικούς με την καταβολή φορολογικών επιβαρύνσεων επί των παραγομένων στη Δανία γεωργικών προϊόντων [...]. Με τους φόρους αυτούς χρηματοδοτείται ένα ταμείο για καθένα από τους τομείς για τους οποίους οι εν λόγω επιβαρύνσεις εισπράττονται [...]».

4 Σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 3, του εξουσιοδοτικού νόμου, «ο Υπουργός Γεωργίας θεσπίζει τις εκτελεστικές λεπτομέρειες της καταβολής των μνημονευομένων στις παραγράφους 1 και 2 δημοσίων πόρων».

5 Σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εξουσιοδοτικού νόμου:

«Οι πόροι των ταμείων προορίζονται για τη χρηματοδότηση μέτρων σχετικών με την προώθηση των πωλήσεων, την έρευνα και τα πειράματα, την ανάπτυξη προϊόντων, την εκπαίδευση, την προφύλαξη, την καταπολέμηση των ασθενειών και τον υγειονομικό έλεγχο, καθώς και κάθε άλλο μέτρο που έχει επιτραπεί από τον Υπουργό Γεωργίας [...]. Οι μνημονευόμενοι στο άρθρο 6, παράγραφος 1, πόροι πρέπει να χρησιμοποιούνται για τους τομείς για τους οποίους έχουν εισπραχθεί.»

6 Η landbrugsministeriets bekendtgørelse om afgift ved slagtning og ved eksport af svin (απόφαση του Υπουργού Γεωργίας σχετικά με την φορολογική επιβάρυνση για τη σφαγή και τη εξαγωγή χοίρων) 74, της 30ής Ιανουαρίου 1992 (στο εξής: απόφαση 74/92), που εκδόθηκε βάσει του εξουσιοδοτικού νόμου, που έχει εφαρμογή επί των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως όσον αφορά την κύρια δίκη, ορίζει, μεταξύ άλλων:

«Άρθρο 1

1. Επιβάλλεται φορολογική επιβάρυνση στην παραγωγή για κάθε χοίρο - συμπεριλαμβανομένων των θηλυκών χοίρων, των κάπρων, των νεαρών χοίρων (χοιριδίων) και των χοίρων γάλακτος - που παράγονται ή σφάζονται στη Δανία και κρίνονται κατάλληλοι προς βρώση, κατόπιν ελέγχου διενεργουμένου από δημόσια αρχή. Οφείλεται επίσης φορολογική επιβάρυνση για τους χοίρους που σφάζονται για ιδιωτική κατανάλωση.

2. Το ύψος της επιβαρύνσεως ανέρχεται σε 7,00 δανικές κορώνες (DKK) για κάθε χοίρο βάρους, κατά τη σφαγή, μέχρι 100 kg και 17,50 DKK για κάθε χοίρο βάρους, κατά την σφαγή, άνω των 100 kg.

[...]

Άρθρο 2

1. Όσον αφορά τους χοίρους που θανατώνονται στα σφαγεία και προορίζονται για εξαγωγή, στο οικείο σφαγείο εναπόκειται να εισπράττει την προβλεπόμενη στο άρθρο 1 φορολογική επιβάρυνση από τον προμηθευτή και να ενημερώνει εβδομαδιαίως [...] το Svineafgiftsfonden σχετικά με τον αριθμό των χοίρων που έχουν σφαγεί και κριθεί κατάλληλοι για κατανάλωση, όσον αφορά κάθε μία από τις δύο κατηγορίες βάρους, κατά τη διάρκεια της προηγηθείσας εβδομάδας, και να καταβάλλει στο Ταμείο τις οφειλόμενες σχετικώς φορολογικές επιβαρύνσεις.

2. Όσον αφορά τους χοίρους που θανατώνονται σε ιδιωτικά σφαγεία, στο οικείο σφαγείο εναπόκειται να καταβάλλει τη φορολογική επιβάρυνση του άρθρου 1 στο Svineafgiftsfonden [...] εντός μεγίστης προθεσμίας 2 εβδομάδων από τη σφαγή. Η απόδειξη πληρωμής χορηγείται από τον ελεγκτή κτηνίατρο, στον οποίο εναπόκειται να ενημερώνει το Svineafgiftsfonden, αμέσως μετά τη βεβαίωση του ελέγχου, σχετικά με τον αριθμό των σφαγέντων χοίρων, αναφορικά με κάθε κατηγορία βάρους.

Άρθρο 3

1. Για κάθε χοίρο - συμπεριλαμβανομένων των θηλυκών χοίρων, των κάπρων, των νεαρών χοίρων (χοιριδίων) και των χοίρων γάλακτος - που παράγεται στη Δανία και εξάγεται ζων, ο εξαγωγέας οφείλει να καταβάλλει φορολογική επιβάρυνση ύψους 7,00 DKK για κάθε χοίρο βάρους μέχρι 120 kg και 17,50 DKK για κάθε χοίρο βάρους άνω των 120 kg.

2. Στον εξαγωγέα εναπόκειται, εντός μεγίστης προθεσμίας 2 εβδομάδων από της εξαγωγής, να ενημερώνει το Svineafgiftsfonden [...] για την εξαγωγή, διασαφηνίζοντας τον αριθμό ζώντων χοίρων αναφορικά με κάθε κατηγορία βάρους, και να καταβάλλει στο Svineafgiftsfonden τις οφειλόμενες σχετικές φορολογικές επιβαρύνσεις.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

7 Ο N. Nygård, παραγωγός χοίρων εγκατεστημένος στη Δανία εξήγαγε, μεταξύ 1ης Αυγούστου 1992 και 1ης Ιουλίου 1993, ζώντες χοίρους στη Γερμανία, προοριζόμενους για το σφαγείο. Για τον σκοπό αυτό, κατέβαλε, στη Γερμανία, φορολογική επιβάρυνση για την παραγωγή αναφορικά με κάθε παραδοθέντα στο σφαγείο χοίρο, και τούτο κατ' εφαρμογήν του Gesetz über die Einrichtung eines zentralen Fonds zur Absatzförderung der deutschen Land-, Forst- und Ernährungswirtschaft (γερμανικού νόμου για τη σύσταση κεντρικού ταμείου προωθήσεως των πωλήσεων σχετικά με τους τομείς της γεωργίας, των δασών και της διατροφής, στο εξής: γερμανικός νόμος για το ταμείο προωθήσεως των πωλήσεων).

8 Αρνηθείς να καταβάλει το ποσό που του ζητήθηκε, για τους ίδιους χοίρους, στο πλαίσιο της φορολογικής επιβαρύνσεως για την παραγωγή που έχει θεσπιστεί με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 74/92, ο N. Nygård ενήχθη από το Ταμείο ενώπιον του Retten i Skjern (πρωτοδικείο του Skjern). Με απόφαση της 31ης Μαρτίου 1995, το εν λόγω πρωτοδικείο τον υποχρέωσε να καταβάλει στο ακέραιο το ποσό του φόρου για την παραγωγή που οφειλόταν για τους εξαχθέντες χοίρους, ήτοι 101 776,37 DKK εντόκως.

9 Ο N. Nygård άσκησε έφεση ενώπιον του Vestre Landsret, ισχυριζόμενος, κυρίως, ότι η φορολογική επιβάρυνση που πλήττει τους εξαγόμενους ζώντες χοίρους συνιστά, στο σύνολό της, επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς εξαγωγικό δασμό, κατά την έννοια των άρθρων 9, 12 και 16 της Συνθήκης. Επικουρικώς, ο εφεσείων της κύριας δίκης υποστήριξε ότι, σε περίπτωση που δεν αποτελεί φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος, η εν λόγω επιβάρυνση συνιστά ένα συνεπαγόμενο δυσμενείς διακρίσεις εσωτερικό φόρο απαγορευόμενο από το άρθρο 95 της Συνθήκης, στο μέτρο που το προϊόν του φόρου προορίζεται για δραστηριότητες που ευνοούν αποκλειστικώς ή σε δυσαναλόγως μεγαλύτερο βαθμό την παραγωγή χοίρων για σφαγή στην εγχώρια αγορά.

10 Στη διάταξή του περί υποβολής πραοδικαστικού ερωτήματος, το Vestre Landsret επισημαίνει ότι το δανικό σύστημα επιβολής φορολογικών επιβαρύνσεων στην παραγωγή και, ιδίως, αυτό της φορολογικής επιβαρύνσεως στην παραγωγή που έχει επιβληθεί με την απόφαση 74/92 κοινοποιήθηκε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, στην Επιτροπή, η οποία το ενέκρινε ως κρατική ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά. Το εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο διευκρινίζει ότι, στο πλαίσιο της εξετάσεως των δραστηριοτήτων που χρηματοδοτούνται από το προϊόν αυτών των επιβαρύνσεων, η Επιτροπή έλαβε κυρίως υπόψη το γεγονός ότι ο έλεγχος σχετικά με την ποιότητα, το ζύγισμα, την ταξινόμηση κ.λπ. είναι υποχρεωτικός δυνάμει κοινοτικών ή εθνικών διατάξεων, ότι η έρευνα ενδιαφέρει ολόκληρο τον τομέα και ότι τα αποτελέσματα γνωστοποιούνται στους παραγωγούς του τομέα.

11 Το αιτούν δικαστήριο τονίζει επίσης ότι το Ταμείο, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της δημοσίας διοικήσεως, έχει ως στόχο την αύξηση των δυνατοτήτων αναπτύξεως και την ανταγωνιστική ικανότητα του τομέα του χοιρείου κρέατος μέσω της χρηματοδοτήσεως, στο εσωτερικό αυτού του τομέα, μέτρων, όπως αυτά που προβλέπονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του εξουσιοδοτικού νόμου.

12 Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο αναλύει τον προορισμό των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν από τον Ταμείο κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους 1992/93. Για τον σκοπό αυτό, έχει καταρτίσει αναλυτικό πίνακα εμφαίνοντα την άμεση κατανομή των ενισχύσεων μεταξύ δύο κατηγοριών δραστηριοτήτων, συγκεκριμένα των σχετικών με την εγχώρια πρωτογενή παραγωγή (40 % του συνόλου των επιδοτήσεων) και των σχετικών με την εγχώρια σφαγή και μεταγενέστερη μεταποίηση καθώς και με την πώληση παραγώγων του πρωτογενούς προϊόντος, αντιστοίχως στη δανική αγορά και στις αγορές του εξωτερικού (60 % του συνόλου των επιδοτήσεων). Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι στα στοιχεία αυτά δεν λαμβάνονται υπόψη ενδεχόμενες έμμεσες συνέπειες της χορηγήσεως και χρησιμοποιήσεως των επιδοτήσεων και ότι οι διάδικοι της κύριας δίκης έχουν επιφυλαχθεί του δικαιώματος να επιφέρουν διορθώσεις όσον αφορά τη μέθοδο κατανομής των δραστηριοτήτων κατά τη διάρκεια της ενώπιον αυτού δίκης επί της ουσίας.

13 Το Vestre Landsret αναφέρει ότι συμμερίζεται τη θέση της οποίας υπεραμύνθηκαν ενώπιόν του το Ταμείο και το Ministeriet for Fødevarer, Landbrug og Fiskeri (δανικό Υπουργείο Τροφίμων, Γεωργίας και Αλιείας), το οποίο άσκησε παρέμβαση υπέρ του Ταμείου, θέση κατά την οποία τα προβλήματα ερμηνείας που έχουν τεθεί ως προς τα άρθρα 9, 12, 16 και 95 της Συνθήκης, που είναι σημαντικά για την επίλυση της ενώπιον αυτού εκκρεμούσης διαφοράς, έχουν ήδη επιλυθεί, στο τωρινό στάδιο εξελίξεως της νομολογίας του Δικαστηρίου. Εξ αυτού, το αιτούν δικαστήριο συνάγει ότι σ' αυτό εναπόκειται να προβεί στην αναγκαία εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, υπό το φως των κριτηρίων που έχουν συναχθεί από τη νομολογία αυτή.

14 Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επί του ζητήματος μήπως η έγκριση που χορηγείται από την Επιτροπή, μετά το πέρας της διαδικασίας που προβλέπεται από το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, εμποδίζει ένα εθνικό δικαστήριο να μη λάβει υπόψη, έστω και μερικώς, μια φορολογική επιβάρυνση που χρησιμοποιείται για τη χρηματοδότηση επιτραπείσας ενισχύσεως, ως αντίθετης προς τα άρθρα 9, 12 και 16 ή, ακόμα και, προς το άρθρο 95 της Συνθήκης.

15 Επομένως, διαπιστώνοντας ότι το Δικαστήριο δεν έχει εισέτι ασχοληθεί ειδικώς με το ερώτημα αυτό, το Vestre Landsret αποφάσισε να αναστείλει τη σχετική διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) ρέπει τα άρθρα 9 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 23 ΕΚ), 12 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 25 ΕΚ) και 16 της Συνθήκης ΕΚ (που έχει καταργηθεί με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ) ή το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 90 ΕΚ) να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντίκειται προς αυτές τις διατάξεις - ή, ενδεχομένως, αυτήν την διάταξη - το να επιβάλλει μια δημόσια αρχή κράτους μέλους φορολογική επιβάρυνηση στην παραγωγή χοίρων που εκτρέφονται στο οικείο κράτος μέλος και εξάγονται ζώντες προς άλλο κράτος μέλος, ενώ είναι δεδομένο

- ότι αντίστοιχη φορολογική επιβάρυνση επιβάλλεται για κάθε χοίρο που εκτρέφεται στο οικείο κράτος μέλος και πωλείται για σφαγή, στην εγχώρια αγορά,

- ότι οι λεπτομέρειες σχετικά με τον υπολογισμό της φορολογικής επιβαρύνσεως δεν συνεπάγονται δυσμενείς διακρίσεις μεταξύ των δύο ομάδων προϊόντων, εφόσον, μέσω του καθορισμού διαφορετικών "κατηγοριών ανάλογα με το βάρος", που ισχύουν, αντιστοίχως, για τους σφαζόμενους και τους ζώντες χοίρους, πρέπει να υποτεθεί ότι η μέση διαφορά μεταξύ "βάρους σφαγίου" και "βάρους ζώντος ζώου" έχει αντισταθμιστεί, πλην όμως

- ότι η φορολογική οφειλή αναφορικά με τους χοίρους που έχουν πωληθεί για σφαγή στην εγχώρια αγορά γεννάται με την παράδοση στα σφαγεία, ενώ η φορολογική οφειλή αναφορικά με τους χοίρους που εξάγονται ζώντες γεννάται με την εξαγωγή,

- ότι η φορολογική επιβάρυνση πλήττει, στην πρώτη περίπτωση, τον παραγωγό, ενώ, στη δεύτερη περίπτωση, πλήττει τον εξαγωγέα, και τούτο ανεξαρτήτως του ζητήματας εάν ο τελευταίος είναι, επί πλέον και ο παραγωγός

- ότι η φορολογική επιβάρυνση δεν επιβάλλεται επί των χοίρων που πωλούνται ζώντες στην εγχώρια αγορά και,

- ότι ένα μέρος του προϊόντος της εν λόγω επιβαρύνσεως κατανέμεται μεταξύ δραστηριοτήτων οι οποίες, ενόψει της φύσεώς τους και του επιδιωκόμενου, κατά πρώτον λόγο, στόχου, αφορούν την πρωτογενή παραγωγή χοίρων στο κράτος μέλος, οπότε είναι επίσης επωφελείς και για τους εξαγομένους χοίρους, ενώ ένα άλλο μέρος του προϊόντος της φορολογικής επιβαρύνσεως κατανέμεται μεταξύ δραστηριοτήτων οι οποίες, ενόψει της φύσεως και του επιδιωκόμενου μ' αυτές, κατά κύριο λόγο, σκοπού, αφορούν αποκλειστικώς τη σφαγή και τη μεταποίηση, εντός του κράτους μέλους, καθώς και την εμπορία στην εγχώρια αγορά και στις αγορές εξωτερικού παραγώγων του πρωτογενούς προϊόντος που έχουν μεταποιηθεί στο εθνικό έδαφος, χωρίς, κατά συνέπεια, να είναι επωφελείς και για τους εξαγομένους χοίρους;

2) Σε περίπτωση που δοθεί καταφατική απάντηση στο πρώτο ερώτημα, ζητείται από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν ουδεμία ασκεί εν προκειμένω επιρροή το γεγονός ότι το σύστημα φορολογικής επιβαρύνσεως έχει κοινοποιηθεί, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ) στην Επιτροπή και έχει εγκριθεί από την τελευταία;»

Επί του πρώτου ερωτήματος

16 Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ' ουσίαν να μάθει αν μια φορολογική επιβάρυνση, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, είναι δυνατό να συνιστά επιβάρυνηση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς εξαγωγικό δασμό, κατά την έννοια των άρθρων 9, 12 και 16 της Συνθήκης ή εισάγοντα δυσμενείς διακρίσεις εσωτερικό φόρο απαγορευόμενο από το άρθρο 95 της ίδιας Συνθήκης.

17 ρέπει, προκαταρκτικώς, να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, οι διατάξεις περί επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος καθώς και οι διατάξεις περί συνεπαγομένων δυσμενή διάκριση εσωτερικών φόρων δεν εφαρμόζονται σωρευτικώς, οπότε ο ίδιος φόρος δεν είναι δυνατόν, στο πλαίσιο του συστήματος της Συνθήκης, να εμπίπτει, ταυτοχρόνως, και στις δύο αυτές κατηγορίες (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 1997, C-347/95, UCAL, Συλλογή 1997, σ. Ι-4911, σκέψη 17, και της 2ας Απριλίου 1998, C-213/96, Outokumpu, Συλλογή 1998, σ. Ι-1777, σκέψη 19).

18 Επομένως, πρέπει να εξεταστεί, πρώτον, το ζήτημα εάν η επίμαχη στην κύρια δίκη φορολογική επιβάρυνση πρέπει να χαρακτηρισθεί ως επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς εξαγωγικούς δασμούς, κατά την έννοια των άρθρων 9, 12 και 16 της Συνθήκης. Ενδεχομένως, θα πρέπει να εξετασθεί, δεύτερον, το ζήτημα εάν η επιβάρυνση αυτή συνιστά εισάγοντα δυσμενείς διακρίσεις εσωτερικό φόρο, απαγορευόμενο από το άρθρο 95 της Συνθήκης.

Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό ως φορολογικής επιβαρύνσεως ισοδυνάμου αποτελέσματος

19 Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 17ης Ιουλίου 1997, C-90/94, Haahr Petroleum, Συλλογή 1997, σ. Ι-4085, σκέψη 20, και την προπαρατεθείσα απόφαση Outokumpu, σκέψη 20), μια χρηματική επιβάρυνση μονομερώς επιβαλλόμενη, ανεξαρτήτως της ονομασίας της και της τεχνικής της, η οποία πλήττει τα εμπορεύματα λόγω του ότι αυτά διέρχονται τα σύνορα, όταν δεν αποτελεί δασμό κατά κυριολεξία, συνιστά φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος υπό την έννοια των άρθρων 9, 12, 13 και 16 της Συνθήκης ΕΚ. Η επιβάρυνση αυτή, ωστόσο, δεν αποτελεί επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμούς αν εντάσσεται σε ένα γενικό σύστημα εσωτερικής φορολογίας που πλήττει συστηματικώς κατηγορίες προϊόντων σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία εφαρμόζονται ανεξαρτήτως καταγωγής των προϊόντων, οπότε εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 95 της Συνθήκης.

20 άντως, το τελευταίο προϋποθέτει ότι η εν λόγω επιβάρυνση πλήττει τα εγχώρια προϊόντα που μεταποιούνται ή διατίθενται στο εμπόριο στην εγχώρια αγορά καθώς και τα εγχώρια προϊόντα που εξάγονται, χωρίς μεταποίηση, κατά το ίδιο στάδιο εμπορίας και ότι η γενεσιουργός αιτία του φόρου είναι η ίδια και για τις δύο κατηγορίες προϊόντων (βλ., κατ' αναλογίαν, προκειμένου περί φόρων που πλήττουν, αφενός, τα εγχώρια προϊόντα και, αφετέρου, τα εισαγόμενα προϊόντα, την απόφαση της 11ης Ιουνίου 1992, C-149/91 και C-150/91, Sanders Adour και Guyomarc'h Orthez Nutrition animale, Συλλογή 1992, σ. Ι-3899, σκέψη 17, και την προπαρατεθείσα απόφαση Outokumpu, σκέψη 24).

21 Εξάλλου, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι για τον νομικό χαρακτηρισμό μιας επιβαρύνσεως που πλήττει, βάσει των ίδιων κριτηρίων, τα εγχώρια προϊόντα που έχουν μεταποιηθεί ή διατεθεί στο εμπόριο στην εγχώρια αγορά και τα εγχώρια προϊόντα που εξάγονται, χωρίς μεταποίηση, μπορεί να καταστεί αναγκαίο να ληφθεί υπόψη ο προορισμός του προϊόντος του φόρου (βλ., κατ' αναλογίαν, την προπαρατεθείσα απόφαση UCAL, σκέψη 20).

22 Έστι, όταν το προϊόν ενός τέτοιου φόρου προορίζεται για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων που αποβαίνουν ειδικώς προς όφελος των εγχωρίων φορολογουμένων προϊόντων που μεταποιούνται ή διατίθενται στο εμπόριο της εγχώριας αγοράς, δεν αποκλείεται η συνεισφορά που επιβάλλεται, βάσει των ίδιων κριτηρίων, να συνιστά, παρ' όλ' αυτά, μια εισάγουσα δυσμενείς διακρίσεις φορολόγηση, στο μέτρο που η φορολογική επιβάρυνση που πλήττει τα μεταποιημένα ή διατιθέμενα στο εμπόριο της εγχώριας αγοράς προϊόντα εξουδετερώνεται από τα πλεονεκτήματα για τη χρηματοδότηση των οποίων αυτή χρησιμεύει, ενώ η επιβάρυνση που πλήττει τα προϊόντα που εξάγονται χωρίς μεταποίηση αποτελεί καθαρό βάρος (βλ., κατ' αναλογίαν, τις αποφάσεις της 21ης Μα_ου 1980, 73/79, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 137, σκέψη 15· της 11ης Μαρτίου 1992, C-78/90 έως C-83/90, Compagnie Commerciale de l'Ouest κ.λπ., Συλλογή 1992, σ. Ι-1847, σκέψη 26 και την προπαρατεθείσα απόφαση UCAL, σκέψη 21).

23 Συναφώς, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, εάν τα πλεονεκτήματα που προκύπτουν από τον προορισμό του προϊόντος μιας φορολογικής επιβαρύνσεως, που εμπίπτει σε ένα γενικό σύστημα εσωτερικών φόρων και πλήττει συστηματικώς τα εγχώρια προϊόντα που μεταποιούνται ή διατίθενται στο εμπόριο στην εγχώρια αγορά καθώς και αυτά που εξάγονται χωρίς μεταποίηση, αντισταθμίζουν πλήρως την επιβάρυνση που υφίσταται το εγχώριο προϊόν που μεταποιείται ή διατίθεται στην εγχώρια αγορά κατά την κυκλοφορία του στο εμπόριο, ο φόρος αυτός συνιστά φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό, αντίθετη προς τα άρθρα 9 και 12 της Συνθήκης (βλ., κατ' αναλογίαν, την προπαρατεθείσα απόφαση Compagnie Commerciale de l'Ouest κ.λπ., σκέψη 27· τις αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1992, C-17/91, Lornoy κ.λπ., Συλλογή 1992, σ. Ι-6523, σκέψη 21, και της 27ης Οκτωβρίου 1993, C-72/92, Scharbatke, Συλλογή 1993, σ. Ι-5509, σκέψη 10). Αντιθέτως, μια τέτοια φορολογική επιβάρυνση συνιστά παράβαση της απαγορεύσεως των διακρίσεων που έχει θεσπιστεί με το άρθρο 95 της Συνθήκης εάν τα πλεονεκτήματα που συνεπάγεται ο προορισμός των εσόδων από τον φόρο γι' αυτά από τα επιβαρυνόμενα με φόρο εγχώρια προϊόντα που μεταποιούνται ή διατίθενται στην εγχώρια αγορά αντισταθμίζουν μόνον εν μέρει την επιβάρυνση που υφίστανται τα τελευταία (βλ., μεταξύ άλλων, κατ' αναλογίαν, την προπαρατεθείσα απόφαση UCAL, σκέψη 22).

24 ροκειμένου να εκτιμηθεί η επίδικη στην κύρια δίκη φορολογική επιβάρυνση υπό το φως των αρχών που μόλις προναφέρθηκαν, πρέπει, πρώτον, να σημειωθεί ότι δεν αμφισβητείται ότι η επίδικη στην κύρια δίκη επιβάρυνση εμπίπτει σ' ένα γενικό καθεστώς φορολογήσεως των γεωργικών προϊόντων της Δανίας, το οποίο περιλαμβάνει διάφορα συστήματα επιβολής φορολογικών επιβαρύνσεων στην παραγωγή. Δεν αμφισβητείται επίσης ότι αυτά τα συστήματα φορολογικών επιβαρύνσεων στην παραγωγή έχουν ως νομική βάση τον ίδιο νόμο, δηλαδή τον εξουσιοδοτικό νόμο, προορίζονται για τη χρηματοδότηση, έκαστο στον τομέα του, ειδικών ταμείων, των οποίων οι πόροι διατίθενται για σκοπούς σχετικούς με την παραγωγή και την εμπορία των γεωργικών προϊόντων της Δανίας.

25 Δεύτερον, όσον αφορά την απαίτηση σχετικά με το πανομοιότυπο των κριτηρίων επιβολής της φορολογικής επιβαρύνσεως, ο N. Nygård υποστηρίζει ότι το επίδικο στην κύρια δίκη σύστημα φορολογήσεως στηρίζεται σε εικονική ομοιότητα μεταξύ δύο διαφορετικών συναλλαγών, συγκεκριμένα της παραδόσεως χοίρων στα σφαγεία στην εγχώρια αγορά και της εξαγωγής ζώντων χοίρων. Ειδικότερα, ο N. Nygård ισχυρίζεται ότι, στην περίπτωση των χοίρων που προορίζονται για σφαγή στη Δανία, η γενεσιουργός αιτία της φορολογήσεως είναι η σφαγή καθώς και η άδεια, που χορηγείται, κατόπιν ελέγχου διενεργουμένου από δημόσια αρχή, για να χρησιμοποιηθεί το σφάγιο προς βρώση, ενώ, στην περίπτωση των χοίρων που εξάγονται ζώντες, η γενεσιουργός αιτία της φορολογήσεως είναι η διέλευση των συνόρων. Επομένως, δεν πρόκειται για το ίδιο στάδιο παραγωγής ή εμπορίας, εφόσον, στην πρώτη περίπτωση, η συναλλαγή που αποτελεί την αιτία της εισπράξεως της φορολογικής επιβαρύνσεως συνίσταται στη μετάβαση στο στάδιο μεταποιήσεως, ενώ, στη δεύτερη περίπτωση, η ασκούσα επιρροή συναλλαγή είναι η έξοδος του χοίρου από την πρωτογενή παραγωγή της Δανίας. Σ' αυτό προστίθεται το γεγονός ότι, στην πρώτη περίπτωση, η επιβάρυνση πλήττει τον παραγωγό, ενώ, στη δεύτερη περίπτωση, η επιβάρυνση πλήττει τον εξαγωγέα, ανεξαρτήτως του αν ο τελευταίος είναι και ο παραγωγός.

26 Σύμφωνα με τον N. Nygård, η διαφοροποίηση που έχει σχέση με την γενεσιουργό αιτία της φορολογήσεως έχει, επιπλέον, ως αποτέλεσμα οι συντελεστές φορολογίας να καθορίζονται σιωπηρώς βάσει της αξίας του φορολογουμένου προϊόντος στην περίπτωση παραδόσεως προς σφαγή εντός της Δανίας, και τούτο μολονότι ουδεμία έχουν σχέση με την αξία του προϊόντος που υπόκειται σε φορολόγηση, σε περίπτωση εξαγωγής. Συναφώς, ο εφεσείων της κύριας δίκης διατείνεται ότι η διάκριση των ζώων σε δύο κατηγορίες, υποκείμενες σε δύο διαφορετικούς φορολογικούς συντελεστές, ακολουθεί την κύρια διάκριση, που είναι χρήσιμη από την άποψη της σφαγής και που γίνεται μεταξύ, αφενός, των συνήθων χοίρων για σφαγή και, αφετέρου, των θηλυκών και λοιπών χοίρων, γνωστών ως χοίρων παχύνσεως. Όμως, ενώ οι «χοίροι που παραδίδονται στο σφαγείο» θα μπορούσαν, με λίγες εξαιρέσεις, να θεωρηθούν ως μια ομοιογενής ομάδα προϊόντων, οι «χοίροι που εξάγονται ζώντες» καλύπτουν, στην πραγματικότητα, περισσότερες της μιας κατηγορίες προϊόντων, σε διάφορα στάδια παραγωγής, που εξυπηρετούν, στο πλαίσιο της παραγωγής, διαφορετικούς σκοπούς. Έτσι, η πραγματική αξία των «χοίρων που εξάγονται ζώντες» δεν έγκειται στο γεγονός ότι μπορούν, κατ' αρχήν, να παραδίδονται στο σφαγείο, αλλά στο ότι μπορούν να εισέρχονται στην πρωτογενή παραγωγή είτε ως «πρώτη ύλη» ή ως «μέσον παραγωγής».

27 Ο N. Nygård διευκρινίζει ότι ο χοίρος σφαγείου που προορίζεται για τη γερμανική αγορά είναι βαρύτερος από αυτόν που πωλείται στην αγορά της Δανίας λόγω του γεγονότος ότι η ζήτηση είναι διαφορετική. άντως, η φορολογική επιβάρυνση, σε απόλυτους αριθμούς, είναι η ίδια, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ο χοίρος σφαγείου που προορίζεται για εξαγωγή καταλήγει να είναι ακριβότερος απ' ό,τι ο χοίρος σφαγείου που προορίζεται για την εγχώρια αγορά, και τούτο λόγω μακρότερου χρόνου παραγωγής. Έτσι, σε σχέση με την αξία των χοίρων, το επίπεδο φορολογήσεως είναι σχετικώς πολύ υψηλότερο στην περίπτωση εξαγωγής απ' ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση πωλήσεως για σφαγή στην εγχώρια αγορά.

28 Όσον αφορά, αφενός, το ζήτημα του προσδιορισμού της συναλλαγής που αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία της επίδικης στην κύρια δίκη φορολογικής επιβαρύνσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο, με την απόφασή του της 10ης Μαρτίου 1981, 36/80 και 71/80, Irish Creamery Milk Suppliers Association κ.λπ. (Συλλογή 1981, σ. 735, σκέψη 23), έκρινε, αναφορικά με κάποια εισπραττόμενη επιβάρυνση, στην περίπτωση εξαγωγής ζώντων ζώων για σκοπούς άλλους εκτός της άμεσης σφαγής, κατά τον χρόνο της εξαγωγής τους, ενώ για τα μη εξαγόμενα ζώα υπήρχε απαλλαγή από τη σχετική επιβάρυνση μέχρι της παραδόσεώς τους προς σφαγή, ότι η γενεσιουργός αιτία μιας τέτοιας φορολογικής επιβαρύνσεως έγκειται στον αποχωρισμό των ζώων από την εθνική αγέλη, είτε πρόκειται για εξαγωγή είτε για σφαγή. Εξ αυτού, το Δικαστήριο κατέληξε ότι ένας εσωτερικός φόρος που πλήττει τα ζώα που εξάγονται ζώντα, κατά την παράδοσή τους προς εξαγωγή, δεν εμπίπτει στην απαγόρευση των φόρων ισοδυνάμου αποτελέσματος προς εξαγωγικούς δασμούς, εφόσον ο εν λόγω εσωτερικός φόρος πλήττει επίσης, κατά τρόπο συστηματικό και βάσει των ιδίων κριτηρίων, τα ζώα που δεν εξάγονται κατά την παράδοσή τους προς σφαγή (η προπαρατεθείσα απόφαση απόφαση Irish Creamery Milk Suppliers Association κ.λπ., σκέψη 24).

29 Επιβάλλεται, ομοίως, να θεωρηθεί ότι η γενεσιουργός αιτία της επίδικης στην κύρια δίκη φορολογικής επιβαρύνσεως έγκειται στον αποχωρισμό των χοίρων από την εθνική αγέλη και ότι η εν λόγω επιβάρυνση πλήττει τους χοίρους που προορίζονται για σφαγή στη Δανία ή για εξαγωγή ζώντες. Έτσι, η φορολογική υποχρέωση γεννάται, τόσο στη μια όσο και στην άλλη περίπτωση, όταν τα ζώα παύουν τα ανήκουν στην εγχώρια πρωτογενή παραγωγή.

30 Υπό τις περιστάσεις αυτές, το γεγονός ότι οι χοίροι που εξάγονται ζώντες φορολογούνται κατά το χρονικό σημείο της εξαγωγής, ενώ οι χοίροι που προορίζονται για τα σφαγεία στην εγχώρια αγορά φορολογούνται κατά τον χρόνο της παραδόσεώς τους προς σφαγή, ουδεμία ασκεί επιρροή, εφόσον, όσον αφορά την οικονομική πραγματικότητα, αυτά τα δύο χρονικά σημεία αντιστοιχούν σ' ένα και το αυτό στάδιο εμπορίας, δεδομένου ότι τόσο η μία όσο και η άλλη εμπορική πράξη πραγματοποιούνται με σκοπό την έξοδο των χοίρων από την εγχώρια πρωτογενή παραγωγή (βλ., υπ' αυτήν την ένννοια, τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Sanders Adour και Guyomarc'h Orthez Nutrition animale, σκέψη 18 και Outokumpu, σκέψη 25).

31 Ομοίως, το γεγονός ότι, στην περίπτωση παραδόσεως με σκοπό τη σφαγή στη Δανία, η φορολογική επιβάρυνση οφείλεται από τον παραγωγό ενώ, στην περίπτωση εξαγωγής, οφείλεται από τον εξαγωγέα, ασχέτως του αν είναι ή όχι ο παραγωγός, δεν αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, στη δεύτερη περίπτωση, η εν λόγω επιβάρυνση πλήττει το εξαγόμενο εμπόρευμα για τον λόγο ότι τούτο διέρχεται τα σύνορα.

32 Όντως, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 3 της υπουργικής αποφάσεως αριθ. 74/92, όσον αφορά την περίπτωση των χοίρων που παραδίδονται στο σφαγείο στη Δανία, στο επιφορτισμένο με τη σχετική ενέργεια σφαγείο εναπόκειται η είσπραξη της φορολογικής επιβαρύνσεως από τον προμηθευτή, δηλαδή τον παραγωγό, και η καταβολή αυτής στο Ταμείο, ενώ, όσον αφορά την περίπτωση των εξαγομένων χοίρων, ο ίδιος ο εξαγωγέας μεριμνά για την καταβολή της επιβαρύνσεως. Επομένως, είναι λογικό να υποτεθεί ότι, στο πλαίσιο της οικονομικής πραγματικότητας, εάν ο εξαγωγέας δεν είναι και ο παραγωγός, το ποσό της φορολογικής επιβαρύνσεως θα ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό της τιμής της αγοράς των ζώων από τον παραγωγό, στον οποίο, κατ' αυτόν τον τρόπο, θα μετακυλισθεί αυτό.

33 Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η επίδικη στην κύρια δίκη φορολογική επιβάρυνση πλήττει τον αρχικό παραγωγό, ανεξαρτήτως των διαφορών που μπορεί να υφίστανται, από διοικητική άποψη, σε σχέση με τον επιφορτισμένο να εισπράξει και να καταβάλει στο Ταμείο επιχειρηματία.

34 Όσον αφορά, εξάλλου, τις λεπτομέρειες υπολογισμού της επίδικης στην κύρια δίκη φορολογικής επιβαρύνσεως, μολονότι είναι αληθές ότι, στην περίπτωση των χοίρων που σφάζονται στη Δανία, η εν λόγω επιβάρυνση υπολογίζεται βάσει του βάρους του σφαγίου, ενώ, στην περίπτωση των χοίρων που εξάγονται ζώντες, αυτή υπολογίζεται βάσει του βάρους του ζώντος ζώου, επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως ακριβώς έκρινε και το αιτούν δικαστήριο, ότι ο Δανός νομοθέτης θέσπισε διατάξεις προκειμένου να διορθώσει αυτή τη διαφορετική μεταχείριση που θα μπορούσε να προκύψει εν προκειμένω μεταξύ των δύο τύπων παραγωγής, προβλέποντας ένα αντιστάθμισμα ίσο προς τη μέση διαφορά μεταξύ του βάρους του σφαγίου και του βάρους του ζώντος ζώου. Έτσι, σύμφωνα με τα άρθρα 1 έως 3 της υπουργικής αποφάσεως αριθ. 74/92, η φορολογική επιβάρυνση, η οποία είναι, κατ' ελάχιστο όριο, 7 DKK ανά κεφαλή ζώου, φθάνει μεν τις 17,50 DKK για τους χοίρους που σφάζονται στη Δανία και υπερβαίνουν κατά τη σφαγή τα 100 kg, αλλά ορίζεται στο ίδιο ύψος μόνο για τους χοίρους που εξάγονται ζώντες εφόσον το βάρος τους υπερβαίνει τα 120 kg.

35 Υπό τις συνθήκες αυτές, έστω και αν υποτεθεί ότι ο N. Nygård υφίσταται δυσμενή διάκριση, στο μέτρο που οι συντελεστές φορολογίας ουδεμία έχουν σχέση με την πραγματική αξία των χοίρων που εξάγονται ζώντες και τις διάφορες χρήσεις για τις οποίες αυτοί προορίζονται, δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι από την ίδια τη φύση μιας επιβαρύνσεως που πλήττει την πρωτογενή παραγωγή απορρέει ότι, ασχέτως του αν η τελευταία προορίζεται για το σφαγείο στην εγχώρια αγορά ή για εξαγωγή των ζώων ζώντων, το στάδιο παραγωγής στο οποίο βρίσκονται οι χοίροι και ο σκοπός της εξαγωγής τους (σφαγή ή μεταγενέστερη πάχυνση) ουδεμία έχουν σημασία όσον αφορά τον καθορισμό του ύψους της φορολογίας.

36 Τρίτον, ο N. Nygård ισχυρίζεται ότι, καθώς δεν λαμβάνεται υπόψη η φορολογική κατάσταση κατά την πραγματική σφαγή των χοίρων στη χώρα εισαγωγής, η υπαγωγή των εξαγομένων χοίρων σε μια φορολογική επιβάρυνση όπως η επίδικη της κύριας δίκης έχει ως αποτέλεσμα τη διττή φορολόγηση. Συναφώς, υπογραμμίζει ότι οι χοίροι που εξάγονται ζώντες στη Γερμανία και προορίζονται για την πρωτογενή παραγωγή σ' αυτό το κράτος μέλος καθίστανται, ουσιαστικώς, κατ' εφαρμογήν της γερμανικής νομοθεσίας της σχετικής με το Ταμείο προωθήσεως των πωλήσεων, χοίροι εκτρεφόμενοι στη Γερμανία, οπότε πλήττονται, σε περίπτωση μεταγενέστερης σφαγής, με φορολογική επιβάρυνση αντίστοιχη προς αυτήν της Δανίας που πλήττει τους χοίρους που προρίζονται για σφαγή στη Δανία.

37 Σχετικώς, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι το γεγονός ότι οι χοίροι που εξάγονται ζώντες υφίστανται εκ των υστέρων φορολογική επιβάρυνση κατά την παράδοσή τους για σφαγή εντός της χώρας εισαγωγής ουδεμία ασκεί επιρροή όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του συστήματος φορολογίας στη Δανία.

38 Όντως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, δεν υφίσταται καμιά επιταγή με σκοπό την απαγόρευση των αποτελεσμάτων της διπλής φορολογήσεως που προκύπτουν σε περίπτωση φορολογικών επιβαρύνσεων, όπως η επίδικη της κυρίας δίκης, αποτελεσμάτων που διέπονται από τις αυτόνομες εθνικές νομοθεσίες και ότι, μολονότι η εξάλειψη τέτοιων αποτελεσμάτων είναι επιθυμητή προς το συμφέρον της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, αυτή δεν μπορεί ωστόσο να προκύψει παρά μόνον από την εναρμόνιση των εθνικών συστημάτων (βλ., υπό την έννοια αυτή, την απόφαση της 29ης Ιουνίου 1978, 142/77, Larsen και Kjerulff, Συλλογή τόμος 1978, σ. 507, σκέψεις 33 έως 35, και την προπαρατεθείσα απόφαση Scharbatke, σκέψεις 14 και 15).

39 Τέλος, προκειμένου περί του προορισμού του προϊόντος της επίδικης στην κύρια δίκη φορολογικής επιβαρύνσεως, από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ως δεδομένο το γεγονός ότι το προϊόν αυτό δεν προορίζεται μόνο για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων που είναι επωφελείς, αποκλειστικώς, για την παραγωγή χοίρων προς σφαγή στην εγχώρια αγορά, αλλ' ότι χρησιμοποιείται και για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων που είναι επωφελείς, γενικώς, για την πρωτογενή παραγωγή χοίρων στη Δανία, συμπεριλαμβανομένης, κατά συνέπεια, της παραγωγής χοίρων προοριζομένων να εξαχθούν ζώντες.

40 Υπό το φως της αναλύσεως αυτής, επιβάλλεται να συναχθεί το συμπέρασμα ότι μια φορολογική επιβάρυνση, όπως η επίδικη της κύριας δίκης, δεν συνιστά επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς εξαγωγικούς δασμούς, οπότε το συμβατό της με το κοινοτικό δίκαιο πρέπει να εκτιμηθεί στο πλαίσιο του άρθρου 95 της Συνθήκης.

Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό ως εσωτερικού φόρου εισάγοντος διακρίσεις

41 ροκειμένου περί του χαρακτηρισμού, από πλευράς του άρθρου 95 της Συνθήκης, μιας φορολογικής επιβαρύνσεως που επιβάλλεται επί των εξαγομένων προϊόντων, πρέπει να υπομνησθεί, προκαταρκτικώς, ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, το εν λόγω άρθρο πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει επίσης οποιαδήποτε φορολογική διάκριση σε βάρος προϊόντων προοριζομένων για εξαγωγή σε άλλα κράτη μέλη (βλ. την προπαρατεθείσα απόφαση Larsen και Kjerulff, σκέψη 27).

42 Όσον αφορά το συμβατό με το άρθρο 95 της Συνθήκης μιας φορολογικής επιβαρύνσεως όπως η επίδικη της κύριας δίκης, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως έχει τονιστεί στη σκέψη 22 της παρούσας αποφάσεως, μια τέτοια επιβάρυνση, μολονότι επιβάλλεται αδιακρίτως, πρέπει, παρ' όλ' αυτά, να θεωρηθεί ως συνιστώσα παράβαση της απαγορεύσεως των διακρίσεων που έχει θεσπιστει με το άρθρο 95 της Συνθήκης, σε περίπτωση που τα πλεονεκτήματα που συνεπάγεται ο προορισμός των εσόδων της φορολογίας είναι επωφελή, ειδικώς, για όσα από τα πληττόμενα με τον φόρο προϊόντα μεταποιούνται ή διατίθενται στην εγχώρια αγορά, αντισταθμίζοντας μερικώς το επιβαλλόμενο σ' αυτά βάρος και υποβάλλοντας, έτσι, σε δυσμενή μεταχείριση τα εξαγόμενα εγχώρια προϊόντα (βλ., κατ' αναλογίαν, την απόφαση της 2ας Αυγούστου 1993, C-266/91, CELBI, Συλλογή 1987, σ. Ι-4337, σκέψη 14). Σε μια τέτοια περίπτωση, η φορολογική επιβάρυνση που εισπράττεται επί του εξαγομένου προϊόντος, νόμιμη κατ' αρχήν, θα πρέπει να απαγορευθεί στο μέτρο που αντισταθμίζει μερικώς το βάρος που φέρει το μεταποιούμενο ή διατιθέμενο στην εγχώρια αγορά προϊόν και να μειωθεί αναλογικώς (βλ., κατ' αναλογίαν, την απόφαση της 18ης Ιουνίου 1975, 94/74, IGAV, Συλλογή τόμος 1975, σ. 213, σκέψη 13, και τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Scharbatke, σκέψη 10, και UCAL, σκέψη 23).

43 Επομένως, κατά πάγια νομολογία, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να διαπιστώσει την έκταση της τυχόν διακρίσεως σε βάρος των εξαγομένων προϊόντων (βλ., κατ' αναλογίαν, την προπαρατεθείσα απόφαση Scharbatke, σκέψη 11). Για τον σκοπό αυτό, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να ελέγξει, στο πλαίσιο μιας περιόδου αναφοράς, τη χρηματική αντιστοιχία μεταξύ των ποσών της εν λόγω φορολογικής επιβαρύνσεως που εισπράττονται συνολικώς επί των εγχωρίων προϊόντων που μεταποιούνται ή διατίθενται στην εγχώρια αγορά και των πλεονεκτημάτων των οποίων αποκλειστικώς απολαύουν τα προϊόντα αυτά (βλ., κατ' αναλογίαν, την προπαρατεθείσα απόφαση UCAL, σκέψη 25).

44 Εν προκειμένω, από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ως δεδομένο ότι το 60 % του προϊόντος της επίδικης στην κύρια δίκη φορολογικής επιβαρύνσεως χρησιμεύει για την ενίσχυση δραστηριοτήτων σχετικών με τη σφαγή και τη μεταποίηση στην εγχώρια αγορά καθώς και την εμπορία των μεταποιημένων προϊόντων, πράγμα επωφελές μόνο για την παραγωγή χοίρων προς σφαγή στην εγχώρια αγορά, ενώ μόνον το 40 % του προϊόντος της εν λόγω επιβαρύνσεως διατίθεται για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων που είναι σχετικές με την πρωτογενή παραγωγή και επωφελείς τόσο για την παραγωγή χοίρων που προορίζονται να εξαχθούν ζώντες όσο και για σφαγή στην εγχώρια αγορά.

45 Το Ταμείο και η Δανική Κυβέρνηση αμφισβητούν τον καταμερισμό στον οποίο έχει προβεί το αιτούν δικαστήριο. Ισχυρίζονται, αφενός, ότι ο καταμερισμός αυτός στηρίζεται στο εσφαλμένο δεδομένο ότι η εξαγωγή ζώντων χοίρων δεν αντλεί οφέλη απο άλλες δραστηριότητες εκτός αυτών που συνδέονται άμεσα με την πρωτογενή παραγωγή. Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι το προϊόν της επίδικης στην κύρια δίκη φορολογικής επιβαρύνσεως είναι επωφελές για το σύνολο του τομέα χοιρινών στη Δανία, χωρίς διακρίσεις σε βάρος της παραγωγής χοίρων που εξάγονται ζώντες, εφόσον χρησιμεύει για τη χρηματοδότηση μιας ολόκληρης κλίμακας μέτρων τα οποία είναι επωφελή, σε διαφορετικό βαθμό, για τους διαφόρους επιχειρηματίες που εμπλέκονται στην πρωτογενή παραγωγή χοίρων στη Δανία. Ως παράδειγμα, μνημονεύουν τα πολυάριθμα μέτρα, ιδίως για την πρόληψη και την αντιμετώπιση ζωικών ασθενειών, για την προστασία των ζώων κατά τη μεταφορά ή για την προώθηση των πωλήσεων του χοιρείου κρέατος, μέτρα που χρηματοδοτούνται από το προϊόν της επίδικης στην κύρια δίκη φορολογικής επιβαρύνσεως και είναι επίσης επωφελή για τις εξαγωγές ζώντων χοίρων.

46 Εξάλλου, το Ταμείο και η Δανική Κυβέρνηση ισχυρίζονται ότι η σχέση μεταξύ των δραστηριοτήτων οι οποίες - σύμφωνα με το δεδομένο στοιχείο επί του οποίου στηρίζεται το αιτούν δικαστήριο - αφορούν, κατά κύριο λόγο, την πρωτογενή παραγωγή και των δραστηριοτήτων που αφορούν, κατά κύριο λόγο, τη σφαγή, τη μεταποίηση και την εμπορία χοίρων μεταβάλλεται διαρκώς, ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες ολόκληρου του τομέα. Μια στιγμιαία εικόνα, η οποία αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη και περιορισμένη χρονικώς περίοδο αναφοράς, δεν παρέχει πραγματικές ενδείξεις σχετικά με τη χρησιμοποίηση φορολογικών επιβαρύνσεων στην παραγωγή, όπως η επίδικη της κύριας δίκης. ροκειμένου να ελέγξει αν υφίσταται φορολογική διάκριση σε βάρος των εξαγομένων προϊόντων, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να προβεί, στηριζόμενο σε μη ακραίες οικονομικές θεωρήσεις, σε συνολική εκτίμηση, με βάση πολύ μεγαλύτερη περίοδο αναφοράς.

47 Επιβάλλεται, συναφώς, να επισημανθεί ότι, προκειμένου περί πραγματικών στοιχείων, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να προβεί στους αναγκαίους ελέγχους και να συναγάγει από αυτούς τις συνέπειες που επιβάλλονται και ότι, κατά συνέπεια, ενώπιον του τελευταίου αυτού δικαστηρίου πρέπει να προσκομιστούν οι σχετικές αποδείξεις από τους διαδίκους και τον παρεμβαίνοντα της κύριας δίκης.

48 Σε περίπτωση που θα καταδειχθεί, κατ' εφαρμογήν των αρχών που έχουν προκύψει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ότι η παραγωγή χοίρων για σφαγή στην εγχώρια αγορά αντλεί από τις παροχές του Ταμείου, οργανισμού που είναι αποδέκτης της επίδικης στην κύρια δίκη φορολογικής επιβαρύνσεως, οφέλη αναλογικώς σημαντικότερα από αυτά της παραγωγής χοίρων που προορίζονται να εξαχθούν ζώντες σε άλλο κράτος μέλος, αυτή η επιβάρυνση θα πρέπει να θεωρηθεί ως ένας εισάγων δυσμενείς διακρίσεις εσωτερικός φόρος απαγορευόμενος από το άρθρο 95 της Συνθήκης, εφόσον η διάθεση του προϊόντος του αντισταθμίζει μερικώς το βάρος που πλήττει τους χοίρους που παράγονται για σφαγή στην εγχώρια αγορά.

49 Ενόψει του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι μια φορολογική επιβάρυνση που εισπράττεται από οργανισμό δημοσίου δικαίου σύμφωνα με τα ίδια κριτήρια για τους χοίρους που παράγονται στο κράτος μέλος για να σφαγούν στην εγχώρια αγορά ή για να εξαχθούν ζώντες σε άλλα κράτη μέλη, επιβάρυνση της οποίας το προϊόν διατίθεται για δραστηριότητες επωφελείς και για τους δύο τύπους παραγωγής, δεν εμπίπτει στην απαγόρευση φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος προς εξαγωγικούς δασμούς κατά την έννοια των άρθρων 9, 12 και 16 της Συνθήκης. Αντιθέτως, η εν λόγω επιβάρυνση είναι δυνατόν να χαρακτηρισθεί ως εισάγων δυσμενείς διακρίσεις εσωτερικός φόρος, απαγορευόμενος από το άρθρο 95 της Συνθήκης, εάν και εφόσον τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από τη διάθεση του προϊόντος του αντισταθμίζουν μερικώς το βάρος που πλήττει τους χοίρους που παράγονται για σφαγή εντός του οικείου κράτους μέλους, θέτοντας έτσι σε δυσμενή μοίρα την παραγωγή χοίρων που προορίζονται να εξαχθούν ζώντες σε άλλα κράτη μέλη.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

50 Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ' ουσίαν να μάθει αν το γεγονός ότι μια εθνική φορολογική επιβάρυνση προορίζεται για τη χρηματοδότηση συστήματος ενισχύσεων που έχει εγκριθεί από την Επιτροπή κατ' εφαρμογήν των διατάξεων της Συνθήκης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις εμποδίζει ένα εθνικό δικαστήριο να προβεί στην εκτίμηση του συμβατού της εν λόγω επιβαρύνσεως με άλλες διατάξεις της Συνθήκης, έχουσες άμεσο αποτέλεσμα.

51 Επιβάλλεται, προκαταρκτικώς, η διαπίστωση ότι, κατά πάγια νομολογία, τα άρθρα 12 και 95 της Συνθήκης έχουν άμεσο αποτέλεσμα και γεννούν για τους πολίτες δικαιώματα που τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να διασφαλίζουν (βλ., μεταξύ άλλων, την προπαρατεθείσα απόφαση Lornoy κ.λπ., σκέψη 24).

52 ροκειμένου να δοθεί απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα, πρέπει να υπομνησθεί η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την εκτίμηση του συμβατού μιας αποτελούσας μέρος ενός συστήματος ενισχύσεων φορολογικής επιβαρύνσεως με τις διάφορες διατάξεις της Συνθήκης στις οποίες είναι δυνατό να εμπίπτει.

53 ροκειμένου, ειδικότερα, για μια έμμεση φορολογική επιβάρυνση, όπως η επίδικη της κύριας δίκης, που είναι δυνατόν να υπαχθεί στο πεδίο εφαρμογής είτε του άρθρου 12 είτε του άρθρου 95 της Συνθήκης, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η διάθεση του προϊόντος της επιβαρύνσεως αυτής προς όφελος των εγχωρίων προϊόντων μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση ασύμβατη με την κοινή αγορά εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 92 της Συνθήκης και ότι μια τέτοια εκτίμηση ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής, σύμφωνα με την προς τούτο προβλεπόμενη από το άρθρο 93 της Συνθήκης διαδικασία, υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου (βλ. την προπαρατεθείσα απόφαση Scharbatke, σκέψεις 18 και 20).

54 Όμως, όπως το Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει, εάν η προβλεπόμενη στα άρθρα 92 και 93 της Συνθήκης διαδικασία αφήνει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως στην Επιτροπή προκειμένου να κρίνει επί του συμβατού ενός συστήματος κρατικών ενισχύσεων με τις επιταγές της κοινής αγοράς, από τη γενική οικονομία της Συνθήκης προκύπτει ότι η διαδικασία αυτή δεν πρέπει ποτέ να καταλήγει σε αποτέλεσμα αντίθετο προς τις ειδικές διατάξεις της Συνθήκης σχετικά, π.χ., με τους εσωτερικούς φόρους (προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 11).

55 ράγματι, όπως το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει στη σκέψη 8 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιταλίας, μολονότι, αφενός, τα άρθρα 92 και 93 της Συνθήκης και, αφετέρου, το άρθρο 95 της Συνθήκης επιδιώκουν τον ίδιο στόχο, που συνίσταται στο να αποφεύγεται όπως τα δύο είδη επεμβάσεων ενός κράτους μέλους - δηλαδή, αφενός, η χορήγηση ενισχύσεων και, αφετέρου, η επιβολή μιας εισάγουσας διακρίσεις φορολογίας - έχουν ως αποτέλεσμα τη νόθευση των όρων ανταγωνισμού στην κοινή αγορά, ωστόσο, οι διατάξεις αυτές στηρίζονται επί διαφορετικών προϋποθέσεων εφαρμογής, ειδικών για τα δύο είδη κρατικών μέτρων, που έχουν, αντιστοίχως, ως σκοπό να ρυθμίζουν, και, επιπλέον, διαφέρουν κατά τις έννομες συνέπειές τους, υπό την έννοια κυρίως ότι η εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 αφήνει ευρύ περιθώριο επεμβάσεως στην Επιτροπή, και τούτο σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με το άρθρο 95. Εξ αυτού το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι πρακτικές φορολογικών διακρίσεων δεν εξαιρούνται από την εφαρμογή του άρθρου 95 λόγω του ότι μπορούν να χαρακτηριστούν και ως τρόπος χρηματοδοτήσεως μιας κρατικής ενισχύεως (βλ. την προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 9, και την απόφαση της 29ης Απριλίου 1982, 17/81, Pabst & Richarz, Συλλογή 1982, σ. 1331, σκέψη 22).

56 Όσον αφορά, ειδικότερα, τις διαδικασίες που επιτρέπουν την εξέταση μιας αποτελούσας μέρος ενός συστήματος ενισχύσεων φορολογικής επιβαρύνσεως, υπό το πρίσμα των διαφόρων διατάξεων της Συνθήκης που μπορούν να τύχουν εφαρμογής, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ύπαρξη της προβλεπόμενης στο άρθρο 93 διαδικασίας ουδόλως εμποδίζει να εκτιμηθεί η συμβατότητα ενός συστήματος ενισχύσεων από πλευράς κοινοτικών κανόνων άλλων εκτός αυτών που περιέχονται στο άρθρο 92 της Συνθήκης, σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 226 ΕΚ διαδικασία (βλ. την απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 1985, 290/83, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1985, σ. 439, σκέψη 17), καθώς και, προκειμένου περί διατάξεων της Συνθήκης εχουσών άμεσο αποτέλεσμα, από τα εθνικά δικαστήρια (βλ., υπό την έννοια αυτή, την απόφαση της 22ας Μαρτίου 1977, 74/76, Iannelli & Volpi, Συλλογή τόμος 1977, σ. 143, σκέψη 14).

57 Βεβαίως, η δυνατότητα των εθνικών δικαστηρίων να εκτιμούν τις λεπτομέρειες εφαρμογής ενός συστήματος ενισχύσεων από πλευράς διατάξεων της Συνθήκης άλλων εκτός αυτών των άρθρων 92 και 93 προϋποθέτει ότι οι εν λόγω λεπτομέρειες είναι δυνατό να εκτιμηθούν μεμονωμένως, δηλαδή ότι πρόκειται για προϋποθέσεις ή στοιχεία που, καίτοι αποτελούν μέρος του επίμαχου συστήματος ενισχύσεων, δεν είναι αναγκαία για την πραγματοποίηση του στόχου του ή για τη λειτουργία του (βλ. την προπαρατεθείσα απόφαση Iannelli & Volpi, σκέψη 14).

58 Αν κάτι τέτοιο συμβαίνει, δεν υφίστανται λόγοι αντλούμενοι από την κατανομή αρμοδιοτήτων που απορρέει από τα άρθρα 92 και 93 της Συνθήκης για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, στην περίπτωση παραβάσεως άλλων διατάξεων της Συνθήκης εχουσών άμεσο αποτέλεσμα, επίκληση των τελευταίων ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων δεν είναι δυνατή απλώς και μόνο λόγω του γεγονότος ότι το κρίσιμο στοιχείο αποτελεί τη λεπτομέρεια μιας ενισχύσεως (προπαρατεθείσα απόφαση Iannelli & Volpi, σκέψη 14).

59 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, είναι έργο των εθνικών δικαστηρίων να διασφαλίζουν τα δικαιώματα των πολιτών έναντι τυχόν παραβιάσεως, από τις εθνικές αρχές, της απαγορεύσεως εκτελέσεως σχεδίων ενισχύσεων, όπως επιτάσσεται από το άρθρο 93, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, της Συνθήκης που έχει άμεσο αποτέλεσμα. Μια τέτοια παραβίαση, όταν έχει προβληθεί από τους πολίτες και διαπιστωθεί από τα εθνικά δικαστήρια, πρέπει να τα οδηγεί στο να συναγάγουν, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, όλες τις συνέπειες, χωρίς, ωστόσο, οι αποφάσεις τους να συνεπάγονται εκτίμηση του συμβατού των ενισχύσεων με την κοινή αγορά, πράγμα που εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση CELBI, σκέψη 23· τις αποφάσεις της 21ης Νοεμβρίου 1991, C-354/90, Fédération nationale du commerce extérieur des produits alimentaires και Syndicat national des négociants et transformateurs de saumon, Συλλογή 1991, σ. Ι-5505, σκέψη 14, και της 11ης Ιουλίου 1996, C-39/94, SFEI κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. Ι-3547, σκέψιες 40 και 42).

60 Επομένως, εάν, όπως απορρέει από τη σκέψη 41 της προπαρατεθείσας αποφάσεως SFEI κ.λπ., στο ίδιο το εσωτερικό του συστήματος ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων που έχει θεσπιστεί από τη Συνθήκη, τα εθνικά δικαστήρια και η Επιτροπή εκπληρώνουν συμπληρωματικούς και διακριτούς ρόλους, το αυτό ισχύει, κατά μείζονα λόγο, όταν πρόκειται για την εξέταση μιας έμμεσης φορολογικής επιβαρύνσεως, προοριζομένης για τη χρηματοδότηση ενός συστήματος ενισχύσεων, από πλευράς άλλων διατάξεων της Συνθήκης εκτός αυτών που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις, και τούτο προκειμένου να διορθωθούν, ενδεχομένως, παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου που δεν διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το άρθρο 93 της Συνθήκης διαδικασίας.

61 ράγματι, αν η εξέταση του συμβατού ενός συστήματος ενισχύσεων με την κοινή αγορά εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Επιτροπής, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η εξέταση αυτή συνεπάγεται εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής τάξεως που πρέπει να γίνονται σε κοινοτικό πλαίσιο (βλ., υπό την έννοι αυτή, την απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, C-156/98, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. Ι-6857, σκέψη 67), δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι, προκειμένου για την εκτίμηση της κατανομής του προϊόντος μιας εθνικής έμμεσης φορολογικής επιβαρύνσεως, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν ανετότερα να συλλέξουν τα αναγκαία στοιχεία και να προβούν στις επιβαλλόμενες σχετικές εκτιμήσεις, και τούτο βάσει των δεδομένων που πρέπει κανονικώς να προκύπτουν από τα λογιστικά και λοιπά στοιχεία που είναι σχετικά με τη διαχείριση των οργανισμών που εισπράττουν την επιβάρυνση και παρέχουν τις ενισχύσεις ή τα άλλα πλεονεκτήματα.

62 Επομένως, προκύπτει ότι η πραγματοποιούμενη, εν προκειμένω, εκτίμηση από τα εθνικά δικαστήρια επιτρέπει τη διασφάλιση της ένδικης προστασίας που απορρέει, για τους πολίτες, από το άμεσο αποτέλεσμα διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, όπως αυτές των άρθρων 12 και 95 της Συνθήκης, και, σε περίπτωση παραβάσεως αυτών των διατάξεων, και την αποκατάσταση της νομιμότητας στο εσωτερικό επίπεδο, χωρίς ωστόσο να θίγεται ο κεντρικός και αποκλειστικός ρόλος που επιφυλάσσεται από τα άρθρα 92 και 93 της Συνθήκης στην Επιτροπή αναφορικά με την εκτίμηση του συμβατού μιας ενισχύσεως με την κοινή αγορά.

63 Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το ζήτημα του προορισμού του προϊόντος της επίδικης στην κύρια δίκη φορολογικής επιβαρύνσεως είναι δυνατό να αποτελέσει το αντικείμενο μεμονωμένης εκτιμήσεως σε σχέση με το σύνολο του εθνικού συστήματος φορολογήσεως του οποίου η επιβάρυνση αυτή αποτελεί μέρος.

64 Κατόπιν των ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η έγκριση ενός γενικού συστήματος φορολογήσεως εγχωρίων γεωργικών προϊόντων, όπως το επίδικο της κύριας δίκης, που έχει χορηγηθεί από την Επιτροπή κατ' εφαρμογήν των διατάξεων της Συνθήκης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, ουδόλως εμποδίζει τα εθνικά δικαστήρια να κρίνουν εάν μία αποτελούσα μέρος του συστήματος αυτού επιβάρυνση, όπως η επίδικη της κύριας δίκης, είναι συμβατή με τα άρθρα 12 ή 95 της Συνθήκης ενόψει, ιδίως, του προορισμού του προϊόντος του.

65 Κατά συνέπεια, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το γεγονός ότι μια εθνική φορολογική επιβάρυνση προορίζεται για τη χρηματοδότηση ενός συστήματος ενισχύσεων το οποίο έχει εγκριθεί από την Επιτροπή κατ' εφαρμογήν των διατάξεων της Συνθήκης περί κρατικών ενισχύσεων δεν εμποδίζει ένα εθνικό δικαστήριο να προβεί στην εκτίμηση του συμβατού της εν λόγω επιβαρύνσεως με τις λοιπές διατάξεις της Συνθήκης που έχουν άμεσο αποτέλεσμα.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

66 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Δανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν μπορούν να αποδοθούν. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 16ης Ιουνίου 1999 το Vestre Landsret, αποφαίνεται:

1) Μια φορολογική επιβάρυνση που εισπράττεται από οργανισμό δημοσίου δικαίου σύμφωνα με τα ίδια κριτήρια για τους χοίρους που παράγονται στο κράτος μέλος για να σφαγούν στην εγχώρια αγορά ή για να εξαχθούν ζώντες σε άλλα κράτη μέλη, επιβάρυνση της οποίας το προϊόν διατίθεται για δραστηριότητες επωφελείς και για τους δύο τύπους παραγωγής, δεν εμπίπτει στην απαγόρευση φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος προς εξαγωγικούς δασμούς κατά την έννοια των άρθρων 9 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 23 ΕΚ), 12 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 25 ΕΚ), και 16 της Συνθήκης ΕΚ (που καταργήθηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ). Αντιθέτως, η εν λόγω επιβάρυνση είναι δυνατόν να χαρακτηρισθεί ως εισάγων δυσμενείς διακρίσεις εσωτερικός φόρος, απαγορευόμενος από το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 90 ΕΚ), εάν και εφόσον τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από τη διάθεση του προϊόντος του αντισταθμίζουν μερικώς το βάρος που πλήττει τους χοίρους που παράγονται για σφαγή εντός του οικείου κράτους μέλους, θέτοντας έτσι σε δυσμενή μοίρα την παραγωγή χοίρων που προορίζονται να εξαχθούν ζώντες σε άλλα κράτη μέλη.

2) Το γεγονός ότι μια εθνική φορολογική επιβάρυνση προορίζεται για τη χρηματοδότηση ενός συστήματος ενισχύσεων το οποίο έχει εγκριθεί από την Επιτροπή κατ' εφαρμογήν των διατάξεων της Συνθήκης περί κρατικών ενισχύσεων δεν εμποδίζει ένα εθνικό δικαστήριο να προβεί στην εκτίμηση του συμβατού της εν λόγω επιβαρύνσεως με τις λοιπές διατάξεις της Συνθήκης που έχουν άμεσο αποτέλεσμα.