Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs της 27ης Ιανουαρίου 2000. - Österreichischer Gewerkschaftsbund, Gewerkschaft öffentlicher Dienst κατά Republik Österreich. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Oberster Gerichtshof - Αυστρία. - Άρθρο 177 της Συνθήκης EK (νυν άρθρο 234 ΕΚ) - Η έννοια "δικαστήριο κράτους μέλους" - Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Ίση μεταχείριση - Προαγωγή κατ' αρχαιότητα - Προϋπηρεσία που έχει αποκτηθεί εν μέρει στην αλλοδαπή. - Υπόθεση C-195/98.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-10497
Εισαγωγή
1. Με την παρούσα αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το αυστριακό Oberster Gerichtshof (ανώτατο δικαστήριο) ερωτά αν συμβιβάζονται με το άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 39 ΕΚ) ή με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 κανόνες περί καθορισμού των αποδοχών ορισμένων εκπαιδευτικών, οι οποίοι έχουν ως αποτέλεσμα να αντιμετωπίζεται διαφορετικά η προϋπηρεσία που έχει αποκτηθεί σε άλλα κράτη μέλη σε σχέση με την προϋπηρεσία που έχει αποκτηθεί στην Αυστρία. Δεδομένου ότι η ένταξη της Αυστρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σχετικά πρόσφατη, το αυστριακό δικαστήριο υπέβαλε επίσης ένα ερώτημα ως προς τα διαχρονικά αποτελέσματα των επιμάχων κοινοτικών διατάξεων. Ωστόσο, ζητεί προκαταρκτικώς να αναγνωρισθεί το παραδεκτό της αιτήσεώς του για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ενόψει του ιδιαίτερου χαρακτήρα της ενώπιόν του εκκρεμούς διαδικασίας.
2. Στην Αυστρία υπάρχουν δύο κατηγορίες προσωπικού που εργάζεται στην υπηρεσία των ομοσπονδιακών δημοσίων αρχών: η πρώτη κατηγορία απαρτίζεται από τους δημοσίους υπαλλήλους (Beamte), που διορίζονται με διοικητική πράξη, δεν δεσμεύονται από ατομική σύμβαση εργασίας και είναι καταρχήν μόνιμοι ή ισόβιοι. Η υπηρεσιακή τους κατάσταση ρυθμίζεται από ειδικούς νόμους (Beamtendienstrechtsgesetz) και γενικότερα από το δημόσιο δίκαιο. Η δεύτερη κατηγορία, την οποία αφορά η παρούσα υπόθεση, αποτελείται από τους επί συμβάσει εργαζομένους του δημοσίου (Vertragsbedienstete), οι οποίοι προσλαμβάνονται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Η υπηρεσιακή τους κατάσταση ρυθμίζεται από τον αυστριακό ομοσπονδιακό νόμο του 1948 για τους επί συμβάσει ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλους (Vertragsbedienstetengesetz 1948, στο εξής: VBG).
3. Όπως φαίνεται, στην Αυστρία απασχολούνται σε ομοσπονδιακό επίπεδο περίπου 40 000 εκπαιδευτικοί, 13 500 από τους οποίους είναι συμβασιούχοι εκπαιδευτικοί (Vertragslehrer). Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση απασχολεί επίσης περίπου 10 000 διδακτικό προσωπικό στα πανεπιστήμια, στο προσωπικό δε αυτό περιλαμβάνονται 1 500 συμβασιούχοι βοηθοί διδάσκοντες (Vertragsassistenten). Κατά την αιτούσα της κύριας δίκης, περίπου 75 000 επιπλέον εκπαιδευτικοί απασχολούνται σε επίπεδο ομοσπόνδων κρατών (Bundesländer). Η υπηρεσιακή τους κατάσταση ρυθμίζεται από νόμους των ομοσπόνδων κρατών αναλόγους των ομοσπονδιακών νόμων.
4. Οι διατάξεις που αφορούν τις αποδοχές των συμβασιούχων εκπαιδευτικών και των συμβασιούχων βοηθών διδασκόντων που απασχολούνται σε ομοσπονδιακό επίπεδο περιέχονται στον VBG. Την επίμαχη διάταξη αποτελεί το άρθρο 26 του VBG, το οποίο καθορίζει τον τρόπο υπολογισμού της αρχαιότητας των συμβασιούχων δημοσίων υπαλλήλων για τους σκοπούς της υπαγωγής τους στο οικείο μισθολογικό κλιμάκιο. Ιδιαίτερα σημαντικά εν προκειμένω είναι τα ακόλουθα στοιχεία. Οι περίοδοι προϋπηρεσίας σε αυστριακή δημοσία αρχή ή σε ορισμένα αυστριακά δημόσια ή αναγνωρισμένα από το κράτος ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα συνυπολογίζονται αυτομάτως στο σύνολό τους. ερίοδοι προϋπηρεσίας σε ανάλογα ιδρύματα του εξωτερικού λαμβάνονται πλήρως υπόψη μόνο με τη συναίνεση του ομοσπονδιακού Υπουργού Οικονομικών, η οποία παρέχεται μόνο στην περίπτωση που οι εν λόγω περίοδοι έχουν «ιδιαίτερη σημασία για την επιτυχή άσκηση των καθηκόντων» του εργαζομένου για τον οποίο πρόκειται. Θα αναφερθώ εκτενέστερα στο εθνικό νομικό πλαίσιο κατωτέρω, σε άλλο σημείο των προτάσεών μου.
5. Η αιτούσα της κύριας δίκης, Österreichischer Gewerkschaftsbund, Gewerkschaft öffentlicher Dienst (στο εξής: Gewerkschaftsbund), είναι συνδικαλιστική οργάνωση που εκπροσωπεί, μεταξύ άλλων, τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα.
6. Καθού είναι το αυστριακό δημόσιο, υπό την ιδιότητά του ως εργοδότη του διδακτικού προσωπικού και των βοηθών διδασκόντων που εργάζονται επί συμβάσει.
7. Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, ορισμένοι επί συμβάσει διδάσκοντες και βοηθοί διδασκόντων είχαν συμπληρώσει ορισμένο χρόνο προϋπηρεσίας, προτού προσληφθούν από το καθού, στο δημόσιο ή σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου. Σε πολλές περιπτώσεις, οι περίοδοι αυτές απασχολήσεως είχαν συμπληρωθεί πριν από την ένταξη της Αυστρίας στον ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο την 1η Ιανουαρίου 1994 ή στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Ιανουαρίου 1995. Φαίνεται ότι ο αρμόδιος Υπουργός απέρριψε το 1996 αίτηση με την οποία η αιτούσα ζητούσε οι περίοδοι προϋπηρεσίας που είχαν διανυθεί σε άλλα κράτη μέλη να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως οι περίοδοι προϋπηρεσίας που είχαν συμπληρωθεί στην Αυστρία.
8. Στην κύρια δίκη η Gewerkschaftsbund ζητεί να αναγνωριστεί ότι ορισμένες κατηγορίες συμβασιούχων διδασκόντων και βοηθών διδασκόντων που απασχολούνται από το καθού δικαιούνται να συνυπολογίσουν τις ακόλουθες περιόδους προϋπηρεσίας τους από την ημερομηνία εντάξεώς τους στο οικείο μισθολογικό κλιμάκιο ή από την 1η Ιανουαρίου 1994, αν αυτή έπεται της ημερομηνίας εντάξεως, δηλαδή οι περίοδοι προϋπηρεσίας που συμπληρώθηκαν σε κράτη τα οποία ανήκουν σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή στον ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο και αφορούν άσκηση διδακτικών καθηκόντων σε δημόσια ή αναγνωρισμένα από το κράτος σχολεία, κολέγια και πανεπιστήμια ή σε δημόσιες υπηρεσίες ή σε άλλους φορείς ιδιωτικού δικαίου που πρέπει να εξομοιώνονται προς αυστριακές τοπικές αρχές. Αυτές οι περίοδοι προϋπηρεσίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σύμφωνα με τις αρχές του άρθρου 26 του VBG που εφαρμόζεται επί περιόδων προϋπηρεσίας σε αυστριακές αρχές ή σε θέσεις διδακτικού προσωπικού στην Αυστρία.
9. Η Gewerkschaftsbund δεν ζητεί, προφανώς με βάση το άρθρο 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης και τη σχετική με την εν λόγω διάταξη νομολογία, από το Δικαστήριο την έκδοση ανάλογης αναγνωριστικής αποφάσεως ως προς τους συμβασιούχους διδάσκοντες και βοηθούς διδασκόντων, η δραστηριότητα των οποίων ενέχει κατ' εξαίρεση άμεση ή έμμεση συμμετοχή στην άσκηση δημοσίας εξουσίας ή καθηκόντων που αποσκοπούν στη διασφάλιση των γενικών συμφερόντων του κράτους ή άλλων δημοσίων αρχών.
10. Για τη δικαστική αναγνώριση των ανωτέρω, η Gewerkschaftsbund κάνει χρήση μιας ειδικής διαδικασίας που προβλέπεται από το άρθρο 54, παράγραφοι 2 έως 5, του Arbeits- und Sozialgerichtsgesetz (νόμος για την οργάνωση των δικαστηρίων εργατικών διαφορών, στο εξής: ο ASGG). Με βάση τις εν λόγω διατάξεις, ορισμένες οργανώσεις εργοδοτών και εργαζομένων μπορούν να υποβάλλουν ενώπιον του Oberster Gerichtshof αίτηση αναγνωρίσεως κατά άλλων εργατικών ή εργοδοτικών οργανώσεων ως προς την ύπαρξη ή το ανυπόστατο δικαιωμάτων ή εννόμων σχέσεων που αφορούν πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν έχουν σχέση με κατονομαζόμενα πρόσωπα. Και η διαδικασία αυτή θα εξεταστεί εκτενέστερα στη συνέχεια.
11. Στο πλαίσιο αυτό, το Oberster Gerichtshof υπέβαλε αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:
«1) Μπορεί να υποβληθεί στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), όταν πρόκειται για δίκη στην οποία το Oberster Gerichtshof, λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά περιστατικά που εκθέτει ο ένας διάδικος και τα οποία πρέπει να θεωρηθούν αποδεδειγμένα και δεν συναρτώνται προς ονομαστικώς καθοριζόμενα πρόσωπα, αποφαίνεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό επί του αιτήματος του διαδίκου αυτού να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή το ανυπόστατο δικαιωμάτων ή εννόμων σχέσεων εργατικού δικαίου που έχουν σημασία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του διαδίκου αυτού που πρέπει να θεωρηθούν βάσιμοι, για τρεις τουλάχιστον εργοδότες ή εργαζόμενους;
Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα,
2) Απαγορεύει το άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΚ ή κάποια άλλη διάταξη του κοινοτικού δικαίου, και συγκεκριμένα το άρθρο 7 του κανονισμού 1612/68 του Συμβουλίου, τον διαφορετικό καθορισμό της ημερομηνίας αναφοράς για την προαγωγή, η οποία είναι κρίσιμη για την ένταξη στο μισθολόγιο των μελών του διδακτικού και του βοηθητικού προσωπικού που εργάζονται στο καθού με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, και συγκεκριμένα όταν ο διαφορετικός αυτός καθορισμός συνίσταται στο ότι λαμβάνονται πλήρως υπόψη οι περίοδοι εργασίας που έχουν συμπληρωθεί πριν από την ημερομηνία του διορισμού - με ωράριο ίσο με το μισό τουλάχιστον του ωραρίου που προβλέπεται για τους απασχολουμένους με πλήρες ωράριο - στο πλαίσιο υπηρεσιακής σχέσεως προς ημεδαπό οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως ή κατά την άσκηση του επαγγέλματος του διδασκάλου/καθηγητή σε ημεδαπό δημόσιο σχολείο, πανεπιστήμιο, ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή στην Ακαδημία Καλών Τεχνών ή σε ημεδαπό ιδιωτικό σχολείο αναγνωρισμένο από το κράτος, ενώ οι περίοδοι εργασίας που έχουν συμπληρωθεί σε παρεμφερή ιδρύματα κρατών μελών μπορούν να ληφθούν πλήρως υπόψη μόνον κατόπιν άδειας του ομοσπονδιακού Υπουργού Οικονομικών, εφόσον έχουν ιδιαίτερη σημασία για την επιτυχή άσκηση των καθηκόντων του εργαζομένου με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, στις άλλες δε περιπτώσεις λαμβάνονται υπόψη κατά το ήμισυ, εφόσον η υπηρεσιακή σχέση έχει αρχίσει μέχρι τις 30 Απριλίου 1995, και, σε περίπτωση ενάρξεως της σχέσεως αυτής σε μεταγενέστερη ημερομηνία, λαμβάνονται υπόψη κατά το ήμισυ μόνον εφόσον δεν υπερβαίνουν συνολικά την τριετία;
Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα:
3. Υφίστανται χρονικοί περιορισμοί για τον συνυπολογισμό των περιόδων που έχουν συμπληρωθεί σε οργανισμούς ή σε ιδρύματα των κρατών μελών που είναι παρεμφερή προς τα ανωτέρω παρατεθέντα;»
12. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι διάδικοι της κύριας δίκης, δηλαδή η αιτούσα Gewerkschaftsbund και το αυστριακό δημόσιο υπό την ιδιότητά του ως καθού της κύριας δίκης (στο εξής: το αυστριακό δημόσιο ως καθού), η Επιτροπή καθώς και η Αυστρία υπό την ιδιότητά της ως κράτους μέλους που δικαιούται να υποβάλλει παρατηρήσεις (στο εξής: η Αυστριακή Κυβέρνηση). Αξίζει να σημειωθεί ότι οι απόψεις που διατύπωσε το αυστριακό δημόσιο ως καθού δεν ταυτίζονται με αυτές που διατύπωσε η Αυστριακή Κυβέρνηση.
13. Αρχικώς η Επιτροπή και η Αυστριακή Κυβέρνηση ζήτησαν να αναπτύξουν προφορικά τις απόψεις τους. Στη συνέχεια, και οι δύο απέσυραν το σχετικό αίτημα. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο αποφάσισε να μη γίνει επ' ακροατηρίου συζήτηση.
ρώτο ερώτημα: παραδεκτό
14. Με το πρώτο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν είναι παραδεκτή η αίτησή του για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως. Οι αμφιβολίες του οφείλονται στην ιδιαιτερότητα της διαδικασίας.
Ο χαρακτήρας της κύριας δίκης
15. Το Oberster Gerichtshof περιγράφει το χαρακτήρα της κύριας δίκης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 54, παράγραφοι 2 έως 5, του ASGG, ως εξής.
16. Αντικείμενο της κύριας δίκης είναι να αναγνωριστεί αν υφίστανται ή δεν υφίστανται δικαιώματα ή έννομες σχέσεις που αφορούν μια πραγματική κατάσταση, ανέξαρτητα από οποιοδήποτε συγκεκριμένο ειδικώς κατονομαζόμενο πρόσωπο. Η αίτηση πρέπει να αφορά ζήτημα ουσιαστικού δικαίου στον τομέα των εργατικών διαφορών όπως αυτές ορίζονται στον ASGG. Το εν λόγω νομικό ζήτημα πρέπει να παρουσιάζει ενδιαφέρον για τουλάχιστον τρεις εργοδότες ή εργαζομένους.
17. Οι αιτήσεις είναι δυνατόν να υποβάλλονται από οργανώσεις εργοδοτών ή εργαζομένων που έχουν την ικανότητα να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις. Οι εν λόγω οργανώσεις μπορούν να ζητούν την έκδοση αναγνωριστικής αποφάσεως μόνον εντός της σφαίρας της δραστηριότητάς τους. Οι καθών μπορεί να είναι οργανώσεις εργοδοτών ή εργαζομένων που επίσης έχουν την ικανότητα συνάψεως συλλογικών συμβάσεων. Ωστόσο, κατά τη νομολογία του Oberster Gerichtshof, όπως εκτίθεται στη διάταξη περί παραπομπής, σε περιπτώσεις που αφορούν τον δημόσιο τομέα ο δημόσιος φορέας που είναι και εργοδότης μπορεί να ενεργεί ως καθού ή ως αιτών αντί της οικείας εργοδοτικής οργανώσεως.
18. Το Oberster Gerichtshof αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό. Από τη διάταξη παραπομπής και ειδικότερα από το εισαγωγικό μέρος της προκύπτει ότι, όταν το εν λόγω δικαστήριο εκδικάζει τέτοιες υποθέσεις, σύγκειται από πέντε μέλη, τρεις μόνιμους δικαστές του Oberster Gerichtshof και δύο μέλη μη δικαστές, γνώστες του αντικειμένου.
19. Όσον αφορά τη διαδικασία, το Oberster Gerichtshof υποχρεούται να στηρίζει τη νομική του εκτίμηση στα πραγματικά δεδομένα που επικαλείται ο αιτών χωρίς περαιτέρω έρευνα. Ούτε ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι η απόφαση είναι σημαντική για τουλάχιστον τρεις εργοδότες ή εργαζομένους μπορεί να ερευνηθεί περαιτέρω. Ο καθού δεν μπορεί να αμφισβητήσει τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται ο αιτών και μπορεί να υποβάλει μόνο νομικούς ισχυρισμούς.
20. Οι διάδικοι, η Επιτροπή και η Αυστριακή Κυβέρνηση έδωσαν στο Δικαστήριο τις κατωτέρω συμπληρωματικές πληροφορίες ως προς την εν λόγω διαδικασία.
21. Ο βασικός σκοπός της θεσπίσεως του ASGG το 1985 ήταν να βελτιώσει την πρόσβαση στα δικαστήρια για εργαζομένους και εργοδότες. Σύμφωνα με τις προπαρασκευαστικές εργασίες, ο σκοπός αυτός θα επιτυγχανόταν με τη συγκέντρωση και την επιτάχυνση των διαδικασιών και με την καθιέρωση συλλογικών ενδίκων βοηθημάτων. εραιτέρω, σε περιπτώσεις όπου τίθενται νομικά ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος, δεν εναπέκειτο στους ιδιώτες, αλλά στις οργανώσεις εργοδοτών ή εργαζομένων, να κινήσουν και να διεξαγάγουν τις απαραίτητες δίκες σε «υποθέσεις - κλειδιά».
22. Στη νομολογία του το Oberster Gerichtshof τονίζει ότι οι οργανώσεις εργοδοτών και εργαζομένων πρέπει να υποβάλλουν για επίλυση σύμφωνα με την εν λόγω ειδική διαδικασία μόνον πράγματι χαρακτηριστικές πραγματικές καταστάσεις γενικότερης σημασίας και ότι δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται in abstracto επί νομικών ζητημάτων γενικού χαρακτήρα χωρίς αναφορά σε επαρκώς συγκεκριμένες πραγματικές καταστάσεις.
23. Η διαδικασία χωρεί κατ' αντιδικία αφού διάδικοι είναι ο αιτών και ο καθού. Είναι δυνατή η υποβολή παρατηρήσεων από ενδιαφερομένους τρίτους. Ο αιτών αποφασίζει εάν θα κινήσει ή όχι τη διαδικασία, ενώ οι διάδικοι οριοθετούν το αντικείμενο της διαδικασίας αυτής.
24. Η τελική απόφαση είναι δεσμευτική για τους διαδίκους. Δεν μπορούν να υποβάλουν δεύτερη αίτηση για την έκδοση αναγνωριστικής αποφάσεως σε σχέση με την ίδια πραγματική κατάσταση που θέτει τα αυτά νομικά ζητήματα.
25. Μολονότι η εκάστοτε εκδιδόμενη απόφαση δεν είναι κατά οποιοδήποτε τρόπο δεσμευτική για άλλα δικαστήρια, προφανώς αναμένεται ότι θα ασκήσει επιρροή στην έκβαση παραλλήλων δικών που αφορούν συγκεκριμένους εργοδότες και εργαζομένους. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το άρθρο 54, παράγραφος 5, του ASGG, η προθεσμία για την κίνηση παραλλήλων διαδικασιών αναστέλλεται όσον αφορά τα δικαιώματα και τις έννομες σχέσεις που αποτελούν το αντίκειμενο της διαδικασίας του άρθρου 54, παράγραφος 2, του ASGG.
Τα ζητήματα παραδεκτού
26. Το Oberster Gerichtshof διατυπώνει αμφιβολίες ως προς τον ένδικο χαρακτήρα της επίμαχης διαδικασίας και, κατά συνέπεια, ως προς το παραδεκτό της αιτήσεώς του για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
27. Η αιτούσα Gewerkschaftsbund, η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Επιτροπή θεωρούν ότι τα προδικαστικά ερωτήματα υποβάλλονται παραδεκτώς και ότι στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση. Κατά την άποψή τους, η διαδικασία ενώπιον του Oberster Gerichtshof συγκεντρώνει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά μιας γνήσιας δίκης.
28. Κατά το αυστριακό δημόσιο ως καθού, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να δώσει απάντηση στο πρώτο ερώτημα. Επικαλούμενο τις υποθέσεις Society for the Protection of Unborn Children Ireland , ERT και Επιτροπή κατά Γερμανίας , υποστηρίζει ότι το αν ένα εθνικό δικαστήριο αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό αποτελεί ζήτημα που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου.
29. Το επιχείρημα αυτό φαίνεται να βασίζεται σε παρανόηση του ερωτήματος του εθνικού δικαστηρίου. Είναι γεγονός ότι το ζήτημα της νομιμότητας εθνικών διαδικαστικών ρυθμίσεων ενδέχεται υπό ορισμένες προϋποθέσεις να βρίσκεται εκτός του πεδίου εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου . Ωστόσο, το Oberster Gerichtshof δεν ερωτά αν το κοινοτικό δίκαιο αντίκειται ή απαγορεύει την ισχύ διατάξεων με βάση τις οποίες διαφορές σαν αυτήν που αφορά η κύρια δίκη επιλύονται από ένα και μόνο δικαστήριο σε πρώτο και τελευταίο βαθμό. Το παραπέμπον δικαστήριο απλώς ερωτά αν, ενόψει των ιδιαιτεροτήτων της κύριας δίκης, έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως με βάση το άρθρο 177 της Συνθήκης ΕΚ. Επομένως, το ερώτημά του αφορά μόνον το παραδεκτό της αιτήσεώς του για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως και την ερμηνεία του άρθρου 177, το οποίο αποτελεί κανόνα κοινοτικού δικαίου.
30. Είναι δυνατόν να προκληθεί περαιτέρω σύγχυση από την αναφορά του εθνικού δικαστηρίου στις δύο αποφάσεις Foglia . Το ζήτημα στις περιπτώσεις εκείνες ήταν αν η εκκρεμής ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου υπόθεση ήταν κατασκευασμένη ή υποθετική.
31. Αντίθετα, στην παρούσα υπόθεση, οι αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό της παραπομπής αφορούν μόνον το χαρακτήρα της διαδικασίας. Ουδείς ισχυρίστηκε ότι η παρούσα διαφορά μεταξύ του αιτούντος και του καθού είναι κατασκευασμένη ή πλασματική.
32. Για ποιό λόγο τότε αμφιβάλλει το Oberster Gerichtshof ως προς το δικαίωμά του να υποβάλλει προδικαστικά ερωτήματα στο πλαίσιο διαδικασιών του είδους αυτού;
33. Στη διάταξη περί παραπομπής το Oberster Gerichtshof εξηγεί ότι κατά το παρελθόν είχε υιοθετήσει την άποψη ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 54, παράγραφοι 2 έως 5, του ASGG διαδικασία δεν ανταποκρινόταν στην παραδοσιακή έννοια της δικαιοδοτικής λειτουργίας. Κατά την άποψή του, επρόκειτο μάλλον για νομική γνωμάτευση, στην οποία προσεδίδετο η μορφή δικαστικής αποφάσεως. Κατά συνέπεια, θεωρούσε τις διατάξεις αυτές αμφιβόλου συνταγματικότητας, ιδίως ενόψει του ότι επί των υποθέσεων αυτών αποφαινόταν όχι ως δικαστήριο τελευταίου βαθμού, αλλά ως δικαστήριο πρώτου και τελευταίου βαθμού. εραιτέρω, εδόθη στον παρόν Δικαστήριο η πληροφορία ότι το αυστριακό Verfassungsgerichtshof (συνταγματικό δικαστήριο) έχει απορρίψει αιτήσεις του Oberster Gerichtshof για ακύρωση των διατάξεων που διέπουν την επίμαχη διαδικασία ως αντισυνταγματικών.
34. Το Oberster Gerichtshof αναφέρεται επίσης στις αποφάσεις Foglia Ι και ΙΙ , στις διατάξεις Greis Unterweger και Borker , καθώς και στην απόφαση Job Centre και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 177 δεν αναθέτει στο Δικαστήριο να γνωμοδοτεί επί γενικών ή υποθετικών ερωτημάτων, αλλά το καθιστά απλώς αρμόδιο να απαντά ερωτήματα τα οποία χρήζουν απαντήσεως προκειμένου να εκδοθεί απόφαση δικαιοδοτικού χαρακτήρα σε συγκεκριμένη νομική διαφορά. Επομένως, κατά το Oberster Gerichtshof δεν είναι σαφές αν η αιτούμενη απόφαση είναι αναγκαία για την έκδοση «αποφάσεως» κατά την έννοια του άρθρου 177.
35. Το κρίσιμο ζήτημα είναι, επομένως, αν η διαδικασία και η τελική απόφαση στα πλαίσια του άρθρου 54, παράγραφοι 2 έως 5, του ASGG έχουν αρκούντως δικαιοδοτικό χαρακτήρα κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου.
36. Η νομολογία σχετικά με το δικαιοδοτικό χαρακτήρα συγκεκριμένης εθνικής διαδικασίας ή αποφάσεως ευλόγως μπορεί να θεωρηθεί ότι εντάσσεται σε μια γενικότερη νομολογία που αφορά την έννοια του «δικαστηρίου» στο πλαίσιο του άρθρου 177. Σχετικώς γίνεται γενικώς δεκτό ότι το αν ο παραπέμπων φορέας εμπίπτει στην έννοια αυτή αποτελεί αποκλειστικά ζήτημα κοινοτικού δικαίου . ροκειμένου να αποφανθεί περί του αν συγκεκριμένος φορέας είναι «δικαστήριο», το Δικαστήριο συνεκτιμά μια σειρά διαφορετικών παραγόντων , όπως το αν ο συγκεκριμένος φορέας έχει συσταθεί δια νόμου, αν είναι μόνιμος, αν η δικαιοδοσία του είναι υποχρεωτική, αν η διαδικασία ενώπιόν του είναι inter partes, αν εφαρμόζει κανόνες δικαίου και αν είναι ανεξάρτητος .
37. Από θεσμικής απόψεως, το Oberster Gerichtshof σαφώς ανταποκρίνεται σε όλα τα ανωτέρω κριτήρια. Έχει συσταθεί βάσει νόμου και ασκεί τη δραστηριότητά του κατά μόνιμο τρόπο· η ανεξαρτησία του είναι επίσης πέραν πάσης αμφιβολίας. Το γεγονός ότι δύο από τους πέντε δικαστές δεν ανήκουν στο δικαστικό σώμα, αλλά είναι γνώστες του αντικειμένου, αποτελεί σύνηθες χαρακτηριστικό των δικαστηρίων εργατικών διαφορών και δεν αποτελεί λόγο για να θεωρηθεί ότι δεν δικάζει ως δικαστήριο κράτους μέλους.
38. Ενόψει των ανωτέρω, εισέρχομαι στην ουσία του ζητήματος, δηλαδή στη λειτουργία που επιτελεί το Oberster Gerichtshof στην κύρια δίκη. Αποτελεί παγιωμένη νομολογία ότι ένα εθνικό δικαστήριο μπορεί να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο δικαστήριο μόνον εφόσον εκκρεμεί ενώπιόν του ορισμένη υπόθεση και καλείται να εκδώσει απόφαση στο πλαίσιο διαδικασίας η οποία προορίζεται να καταλήξει στην έκδοση αποφάσεως δικαιοδοτικού χαρακτήρα .
39. λείονα στοιχεία της επίμαχης διαδικασίας είναι χαρακτηριστικά δικαιοδοτικών διαδικασιών: η δικαιοδοσία του Oberster Gerichtshof κατά το άρθρο 54, παράγραφοι 2 έως 5, του ASGG είναι υποχρεωτική υπό την έννοια ότι οποιοσδήποτε από τους διαδίκους μπορεί να υποβάλει ορισμένη διαφορά στο Oberster Gerichtshof, ανεξάρτητα από τις αντιρρήσεις του άλλου διαδίκου· η διαδικασία διέπεται από τον νόμο· διεξάγεται inter partes και οι διάδικοι καθορίζουν το αντικείμενο της διαδικασίας· στην απόφασή του το δικαστήριο εφαρμόζει κανόνες εργατικού δικαίου και δικαίου κοινωνικής ασφαλίσεως και όχι αρχές αναγόμενες στην κρίση αγαθού ανδρός.
40. οια είναι τότε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αυστριακής διαδικασίας και της στερούν ή όχι τον δικαιοδοτικό της χαρακτήρα;
41. Θα εξετάσω στη συνέχεια τρία ζητήματα: τη φύση των διαφορών που υποβάλλονται στο Oberster Gerichtshof και της επίμαχης διαδικασίας· τη φύση της τελικής αποφάσεως που το εν λόγω δικαστήριο καλείται να εκδώσει· και, τέλος, αν η κρίση επί των δύο πρώτων ζητημάτων επηρεάζεται από το γεγονός ότι το Oberster Gerichtshof αποφαίνεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό.
Ο χαρακτήρας της διαφοράς
42. Το πρώτο ερώτημα είναι αν το Oberster Gerichtshof αποφαίνεται επί πραγματικών υποθέσεων, δηλαδή επί νομικών διαφορών δικαιοδοτικής φύσεως και αν τούτο συμβαίνει στο πλαίσιο διαδικασίας δικαιοδοτικού χαρακτήρα.
43. Τρία στοιχεία φαίνονται λυσιτελή. ρώτον, πρόκειται για αναγνωριστικό ένδικο βοήθημα· δεύτερον, το δικαίωμα για αίτηση ένδικης προστασίας ασκείται συλλογικά από ένωση εργοδοτών ή εργαζομένων· και, τρίτον, τα προβαλλόμενα επιχειρήματα περιορίζονται σε νομικά ζητήματα, ενώ τα πραγματικά δεδομένα που επικαλείται ο αιτών μπορούν αν αμφισβητηθούν μόνο σε περιορισμένη έκταση.
44. Οι αναγνωριστικές αποφάσεις αποτελούν σημαντικό στοιχείο στα ανεπτυγμένα διαδικαστικά συστήματα. Μπορούν να αποτρέψουν, στο αρχικό στάδιο, δαπανηρές εν δυνάμει παραβιάσεις μιας συμβάσεως ή του νόμου στην περίπτωση που τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων είναι σαφείς. Συνήθως οι εγγενείς στις αναγνωριστικές διαδικασίες κίνδυνοι περιορίζονται με τη βοήθεια κανόνων που σκοπό έχουν να αποτρέπουν την εκ μέρους των δικαστηρίων έκδοση συμβουλευτικών γνωμών επί υποθετικών διαφορών και να αποτρέπουν τη διεξαγωγή μη αναγκαίων δικών.
45. Ως εκ τούτου το Δικαστήριο ουδέποτε αρνήθηκε να ασχοληθεί με μια προδικαστική παραπομπή με μόνη αιτιολογία ότι τα προδικαστικά ερωτήματα υποβλήθηκαν στο πλαίσιο διαδικασίας για την έκδοση αναγνωριστικής αποφάσεως . Σε μια οριακή υπόθεση το Δικαστήριο έκρινε ότι: «Καίτοι αληθεύει ότι οι αγωγές της κύριας δίκης έχουν αναγνωριστικό χαρακτήρα και ότι, αποσκοπούσε στην πρόληψη προσβολής απειλουμένου δικαιώματος, στηρίζονται αναγκαστικά επί φύσει αβεβαίων προβλέψεων, ωστόσο την άσκησή τους επιτρέπει το εθνικό δίκαιο όπως το ερμηνεύει το αιτούν δικαστήριο. Συνεπώς, τα υποβληθέντα από το εν λόγω δικαστήριο ερωτήματα ανταποκρίνονται σε αντικειμενική ανάγκη για την επίλυση διαφορών των οποίων έχει νομοτύπως επιληφθεί» .
46. Όσον αφορά την εξεταζομένη εν προκειμένω διαδικασία, η Gewerkschaftsbund και η Επιτροπή πληροφόρησαν το Δικαστήριο ότι είναι δυνατή η απόρριψη αιτήσεως σε περίπτωση που ο αιτών δεν επικαλείται ειδικό έννομο συμφέρον για την έκδοση της αναγνωριστικής αποφάσεως (Feststellungsinteresse). Τέτοιο συμφέρον δεν υφίσταται παραδείγματος χάριν στην περίπτωση που ο καθού ουδέποτε έχει αμφισβητήσει τα δικαιώματα που αποτελούν το αντικείμενο της αιτήσεως.
47. Τα δικαιώματα συλλογικής ασκήσεως εννόμων βοηθημάτων αποτελούν επίσης κοινό χαρακτηριστικό των συγχρόνων εννόμων συστημάτων. Απαντώνται συχνότερα σε τομείς όπως η προστασία του καταναλωτή, το εργατικό δίκαιο, το δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού ή η προστασία του περιβάλλοντος. Η νομοθεσία παρέχει σε σωματεία ή άλλους συλλογικούς φορείς το δικαίωμα να κινούν ένδικες διαδικασίες είτε για την προάσπιση συμφερόντων των προσώπων που εκπροσωπούν ή χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Η δυνατότητα αυτή προάγει την υποχρεωτική εφαρμογή κανόνων που αποσκοπούν στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος με πρωτοβουλία ιδιωτών και υποστηρίζει ατομικώς ενεργούντες ενάγοντες ή προσφεύγοντες που συχνά δεν έχουν τα μέσα να αντιμετωπίσουν καλά οργανωμένους και οικονομικά ισχυρότερους αντιδίκους. Ο κίνδυνος καταχρήσεως τέτοιων δικαιωμάτων συλλογικής ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων αντιμετωπίζεται συνήθως με τη βοήθεια εθνικών διαδικαστικών κανόνων. Κατά συνέπεια, το Δικαστηρίο ουδέποτε αντετέθη σε εθνικούς κανόνες που καθιερώνουν τέτοια δικαιώματα συλλογικής ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων και στην πράξη εξετάζει συχνά προδικαστικά ερωτήματα που του υποβάλλονται στο πλαίσιο διαδικασιών που έχουν κινηθεί από ενδιαφερόμενες για το αντικείμενο της εκάστοτε κύριας δίκης ενώσεις ή σωματεία .
48. Κατά συνέπεια, ούτε ο αναγνωριστικός χαρακτήρας της αποφάσεως ούτε η συλλογική άσκηση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τον δικαιοδοτικό χαρακτήρα της διαφοράς και της διαδικασίας.
49. Το πράγματι ασύνηθες χαρακτηριστικό της υπό εξέταση διαδικασίας είναι, επομένως, το πλέγμα κανόνων που αφορούν τη σχέση μεταξύ των νομικών ζητημάτων και των πραγματικών δεδομένων. Όπως προαναφέρθηκε, τα δικαιώματα και οι έννομες σχέσεις τα οποία αφορά η αιτουμένη αναγνωριστική απόφαση δεν είναι ανάγκη να συνδέονται με οποιοδήποτε συγκεκριμένο κατονομαζόμενο πρόσωπο. Ωστόσο, το επίμαχο νομικό ζήτημα πρέπει να έχει σημασία για τουλάχιστον τρεις εργοδότες ή εργαζομένους.
50. Κατά συνέπεια, το Oberster Gerichtshof δεν αποφαίνεται επί διαφορών που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένη υπόθεση και αφορούν συγκεκριμένα ατομικώς κατανομαζόμενα πρόσωπα. Αποφαίνεται επί διαφορών που σχετίζονται με τρεις τουλάχιστον πραγματικές καταστάσεις οι οποίες θέτουν το αυτό νομικό ζήτημα. Σκοπός είναι, με βάση τις συγκεκριμένες αυτές πραγματικές καταστάσεις, να διαμορφωθεί η εικόνα μιας «χαρακτηριστικής» αλλά αφηρημένης περιπτώσεως.
51. Ωστόσο - και τούτο επιβεβαιώνεται από όλες τις κατατεθείσες παρατηρήσεις - το Oberster Gerichtshof δεν μπορεί να κληθεί να αποφανθεί επί θεωρητικών νομικών ζητημάτων όλως ασχέτων προς υφιστάμενες πραγματικές καταστάσεις.
52. Μπορούν επομένως να θεωρηθούν οι εκκρεμείς ενώπιον του Oberster Gerichtshof διαφορές ως δικαιοδοτικού χαρακτήρα;
53. Κατά την άποψή μου, υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά μεταξύ, αφενός, ενός δικαστηρίου στο οποίο υποβάλλεται ένα γενικό νομικό ζήτημα που δεν σχετίζεται καθόλου με υφιστάμενες πραγματικές καταστάσεις και, αφετέρου, ενός δικαστηρίου στο οποίο υποβάλλεται ένα νομικό ζήτημα σχετιζόμενο με αφηρημένα, αλλά χαρακτηριστικά, πραγματικά περιστατικά.
54. Στην πρώτη περίπτωση, τα δικαστήρια κατά κανόνα αρνούνται να εκδικάσουν την υπόθεση. αραδείγματος χάριν, ο δικαστής σκωτικού δικαστηρίου είπε κάποτε: «Τα δικαστήριά μας παγίως ενεργούν με βάση τον κανόνα ότι ο ρόλος τους είναι, στο πλαίσιο της συνήθους διεξαγωγής δικών όπου υπάρχει αντιδικία, να αποφαίνονται μόνον επί ζωντανών, πρακτικών ζητημάτων και ότι δεν τα αφορούν υποθετικά, πρώιμα ή ακαδημαϊκά ζητήματα, καθώς και ότι σκοπός της υπάρξεώς τους δεν είναι να συμβουλεύουν τους διαδίκους ως προς την πολιτική που θα πρέπει να ακολουθήσουν κατά τη διαχείριση των υποθέσεών τους. Τα δικαστήρια δεν είναι ούτε λέσχη για την ανταλλαγή απόψεων ούτε γραφείο παροχής συμβουλών [...]» .
55. Οι λόγοι που εξηγούν τη στάση αυτή, η οποία είναι πιθανώς καθολικής αποδοχής, είναι εύκολο να γίνουν αντιληπτοί. Κατ' αρχάς, υπάρχει ο κίνδυνος η απόφαση του δικαστηρίου να εκδοθεί με βάση ελλειπείς πληροφορίες και, κατά συνέπεια, να είναι εσφαλμένη. Η απάντηση σε ένα νομικό ζήτημα είναι καλύτερο να δίδεται λαμβανομένου υπόψη του πραγματικού πλαισίου εντός του οποίου θα πρέπει στην πραγματικότητα να εφαρμοστεί ο νόμος. Οι ισχυρισμοί των διαδίκων θα έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα και θα είναι ακριβέστεροι αν μπορούν να συνδεθούν με συγκεκριμένα πραγματικά δεδομένα. Δεύτερον, τα δικαστήρια διστάζουν να αποφανθούν στις περιπτώσεις που η απόφασή τους δεν θα έχει καμιά πρακτική συνέπεια για έναν τουλάχιστον από τους διαδίκους. Δεν αρέσκονται να ενεργούν ως «εικονικό δικαστήριο». Δημιουργείται η εντύπωση ότι το δικαστικό δυναμικό χρησιμοποιείται με λανθασμένο τρόπο, αφού ενδέχεται η υποθετική κατάσταση να μην εμφανισθεί ποτέ στην πράξη. Τέλος, υπάρχει ο φόβος ότι το ζήτημα που στην πράξη θα ανακύψει, αν πράγματι ανακύψει, μόνο στο μέλλον μπορεί να προδικαστεί επί εσφαλμένης βάσεως. Κάτι τέτοιο θα έπληττε σημαντικά το κύρος της δικαστικής λειτουργίας. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο αναφερόμενο στις δικές του δραστηριότητες, έκρινε ότι ο ρόλος του βάσει του άρθρου 177 της Συνθήκης δεν είναι να εκδίδει συμβουλευτικές γνώμες επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων, αλλά να συμβάλλει στην απονομή δικαιοσύνης στα κράτη μέλη .
56. Αλλά, σε μια αντιπροσωπευτική υπόθεση όπως η παρούσα, όπου στο δικαστήριο υποβάλλονται χαρακτηριστικά αλλά αφηρημένα πραγματικά περιστατικά, πολλές από τις αντιρρήσεις που αφορούν τις υποθετικές περιπτώσεις είναι λυσιτελείς ή είναι λιγότερο πειστικές. Το γεγονός ότι η υπόθεση αποτελεί απόσταγμα μιας σειράς καταστάσεων μπορεί και να αποτελεί θετικό παράγοντα για το δικαστήριο, καθ' ότι οι εξαιρετικές καταστάσεις μπορούν ευκολότερα να εντοπιστούν και να απομονωθούν. Δεν υπάρχει κίνδυνος να μην ανακύψει ποτέ το νομικό ζήτημα, καθ' ότι τίθεται ήδη σε όλες τις πραγματικές περιπτώσεις τις οποίες αντιπροσωπεύει η «χαρακτηριστική» περίπτωση. Η απόφαση θα έχει πρακτικές συνέπειες όχι μόνο σε μια, αλλά σε πολλές υποθέσεις. Η μόνη απειλή για το κύρος της αποφάσεως συνίσταται στο ότι τα δικαστήρια που θα επιληφθούν των «πραγματικών» υποθέσεων ενδέχεται να τις διαφοροποιήσουν με βάση τα πραγματικά δεδομένα. Επομένως, θεωρώ ότι ένα αντιπροσωπευτικό ένδικο βοήθημα σαν αυτό που εξετάζεται εν προκειμένω, που βασίζεται σε χαρακτηριστικά αλλά αφηρημένα πραγματικά δεδομένα, έχει, καταρχήν, δικαιοδοτικό χαρακτήρα.
57. Το συμπέρασμα αυτό δεν επηρεάζεται από τους ομολογουμένως ασυνήθεις αποδεικτικούς κανόνες - το γεγονός ότι το Oberster Gerichtshof υποχρεούται να βασίσει τη νομική του εκτίμηση στα χαρακτηριστικά πραγματικά δεδομένα που επικαλείται ο αιτών χωρίς περαιτέρω εξέταση, ότι η δήλωση του αιτούντος όσον αφορά τη σημασία της αποφάσεως για τουλάχιστον τρεις εργοδότες ή εργαζομένους επίσης δεν πρέπει να τύχει περαιτέρω ελέγχου και ότι, κατά συνέπεια, ο καθού περιορίζεται στην προβολή νομικών επιχειρημάτων.
58. Είναι γεγονός ότι οι κανόνες αυτοί δημιουργούν ένα θεωρητικό κίνδυνο καταχρήσεων, καθ' ότι φαίνονται να επιτρέπουν στον αιτούντα να αλλοιώσει το χαρακτήρα της διαδικασίας και να υποχρεώσει το Oberster Gerichtshof να αποφανθεί επί υποθετικών νομικών ζητημάτων, που δεν συνδέονται με οποιαδήποτε υφισταμένη πραγματική κατάσταση. Ωστόσο, τέτοιου είδους καταχρήσεις είναι απίθανο να υπάρξουν, ενόψει των περιορισμών ως προς τα υποκείμενα που μπορούν να κάνουν χρήση της διαδικασίας. εραιτέρω, η Gewerkschaftsbund και η Επιτροπή επισήμαναν ότι το Oberster Gerichtshof έχει αναπτύξει νομολογία που αποσκοπεί ειδικώς στην αποτροπή τέτοιων καταχρήσεων. Δεν υπάρχουν ενδείξεις στην παρούσα περίπτωση ότι το ζήτημα είναι καθαρά υποθετικό. Η ύπαρξη απλώς του ενδεχομένου μεμονωμένων καταχρήσεων μιας διαδικασίας δεν θα πρέπει να ασκεί οποιαδήποτε επιρροή επί του γενικοτέρου ζητήματος αν τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβάλλονται στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής είναι αυτά καθ' αυτά παραδεκτά.
59. Επομένως, επί του ζητήματος αυτού καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η εξεταζομένη διαδικασία και οι υποθέσεις που κρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία αυτή έχουν καταρχήν δικαιοδοτικό χαρακτήρα.
Ο χαρακτήρας της αποφάσεως
60. Έχει και η τελική απόφαση, την οποία καλείται να εκδώσει το Oberster Gerichtshof, δικαιοδοτικό χαρακτήρα;
61. Γίνεται παγίως δεκτό ότι οι προδικαστικές παραπομπές σε διαδικασίες που καταλήγουν σε μη δεσμευτικές γνωμοδοτήσεις είναι καταρχήν απαράδεκτες . Όπως προανέφερα, ο πραγματικός σκοπός της εξεταζομένης διαδικασίας είναι να δημιουργήσει ισχυρό και πειστικό προηγούμενο για παράλληλες διαδικασίες που αφορούν συγκεκριμένους εργόδοτες και εργαζομένους. ολλοί από τους συμμετέχοντες στη διαδικασία που κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις τονίζουν σχετικώς τη Leitungsfunktion (καθοδηγητική λειτουργία) των αποφάσεων του Oberster Gerichtshof. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο αναστέλλονται οι διαδικασίες για την κίνηση τέτοιων παραλλήλων διαδικασιών.
62. Συνεπώς, η απόφαση του Oberster Gerichtshof έχει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας πιλοτικής αποφάσεως: η απόφαση είναι σημαντική όχι τόσο λόγω των αμέσων εννόμων συνεπειών της, αλλά λόγω της έμμεσης επιρροής της σε άλλες υποθέσεις.
63. Δεν πιστεύω ότι αποφάσεις με τέτοιες συνέπειες μπορούν να αντιμετωπίζονται ως μη δεσμευτικές συμβουλευτικές γνώμες για τους σκοπούς του άρθρου 177 της Συνθήκης. ρώτον, είναι νομικά δεσμευτικές τουλάχιστον για τους διαδίκους της συγκεκριμένης δίκης. εραιτέρω, όποτε ένας από τους διαδίκους χρησιμοποίησε την τακτική εθνική διαδικασία για την εκδίκαση πιλοτικής υποθέσεως και το εθνικό δικαστήριο στη συνέχεια υπέβαλε προδικαστικά ερωτήματα, το Δικαστήριο ουδέποτε δίστασε να απαντήσει στα ερωτήματα αυτά . Δεν νομίζω ότι η στάση του Δικαστηρίου μπορεί να είναι διαφορετική στην περίπτωση που η εθνική διαδικασία αποσκοπεί ειδικώς στο να ενθαρρύνει την κίνηση υποθέσεων ομοίων ως προς αποτελέσματά τους προς τις πιλοτικές υποθέσεις. ράγματι, οι διαδικασίες αυτές ενδείκνυνται ιδιαιτέρως για την επίτευξη οικονομίας της δικής.
64. Είναι επίσης διαφωτιστική η σύγκριση με τα αποτελέσματα προδικαστικών αποφάσεων εκδιδομένων δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης. Ο κύριος σκοπός της διαδικασίας για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως είναι η επίτευξη ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου σε όλες τις υποθέσεις όπου τίθενται τα αυτά ζητήματα. Ωστόσο, καθ' ότι η προδικαστική απόφαση είναι δεσμευτική τουλάχιστον για το παραπέμπον δικαστήριο, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ο δικαιοδοτικός της χαρακτήρας.
65. Κατά συνέπεια, οι τελικές αποφάσεις του Oberster Gerichtshof έχουν επίσης δικαιοδοτικό χαρακτήρα.
Δικαστήριο πρώτου και τελευταίου βαθμού
66. Το τελευταίο στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι ότι το Oberster Gerichtshof αποφαίνεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό. Τα επιχειρήματα υπέρ του παραδεκτού προδικαστικών παραπομπών από το Oberster Gerichtshof δεν μπορούν παρά να είναι ισχυρότερα σε σχέση με αυτά που αφορούν τις συνήθεις διαδικασίες. Όταν υποβάλλονται προδικαστικά ερωτήματα από τον μοναδικό φορέα που έχει αρμοδιότητα να εκδικάσει ορισμένη υπόθεση, το Δικαστήριο οφείλει να απαντήσει προκειμένου να προαχθεί η ομοιόμορφη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Η ανάπτυξη εθνικής νομολογίας σε συγκεκριμένο τομέα, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα ή υποχρέωση των φορέων που λαμβάνουν τις αποφάσεις να υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα, είναι σαφώς απευκταία. Μια τέτοια εξέλιξη θα συνιστούσε απειλή για την συνοχή της κοινοτικής έννομης τάξεως και την πραγματική προστασία των δικαιωμάτων των ιδιωτών που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο. Οι λόγοι αυτοί που συνδέονται με την αποτελεσματικότητα του άρθρου 177 της Συνθήκης ώθησαν ανέκαθεν το Δικαστήριο να δέχεται προδικαστικές παραπομπές από φορείς των οποίων αμφισβητείτο ο δικαιοδοτικός χαρακτήρας . εραιτέρω, και ιδίως ενόψει των περιστάσεων της παρούσας υποθέσεως, είναι σκόπιμη η αναφορά και στο άρθρο 177, παράγραφος 3, της Συνθήκης: η εν λόγω διάταξη επιβάλλει στα δικαστήρια, οι αποφάσεις των οποίων δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα, την υποχρέωση να υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα και επιδιώκει σκοπό πολύ συγγενή προς αυτόν που τονίζεται στη μόλις περιγραφείσα νομολογία.
67. Κατά συνέπεια, η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.
Δεύτερο ερώτημα: συμφωνία με το κοινοτικό δίκαιο
68. Το ζητούμενο είναι αν ο κανόνας του άρθρου 26 του VBG ενέχει παραβάση του άρθρου 48 της Συνθήκης ή του άρθρου 7 του κανονισμού 1612/68, υπό την έννοια ότι περίοδοι προϋπηρεσίας που συμπληρώθηκαν στην Αυστρία αντιμετωπίζονται διαφορετικά από περιόδους προϋπηρεσίας που συμπληρώθηκαν σε άλλα κράτη μέλη.
69. Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του VBG, ο νόμος αυτός καλύπτει όλα τα πρόσωπα που συνδέονται με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου με το ομοσπονδιακό κράτος. Το τμήμα Ι του VBG περιέχει, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 8 a έως 26, τους γενικούς κανόνες σχετικά με τις αμοιβές των προσώπων αυτών. Σύμφωνα με το άρθρο 37 του VBG, οι επί συμβάσει διδάσκοντες είναι επί συμβάσει δημόσιοι υπάλληλοι, για τους οποίους ισχύουν πολλές από τις γενικές διατάξεις περί αποδοχών. Το αυτό ισχύει με βάση το άρθρο 51, παράγραφος 1, του VBG για το επί συμβάσει βοηθητικό διδακτικό προσωπικό.
70. Η μηνιαία αμοιβή του επί συμβάσει δημοσίου υπαλλήλου που υπάγεται σε συγκεκριμένη μισθολογική κατηγορία και εντάσσεται, στα πλαίσια της κατηγορίας αυτής, σε ορισμένη υποκατηγορία ποικίλλει ανάλογα με τα μισθολογικά κλιμάκια. Εφόσον ενταχθεί σε ορισμένη μισθολογική υποκατηγορία, ο επί συμβάσει διδάσκων ή βοηθός διδάσκοντος προάγεται κάθε δύο χρόνια στο αμέσως ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο που προβλέπεται γι' αυτόν. Η προαγωγή εξαρτάται, εφόσον δεν ορίζεται άλλως, από την κρίσιμη για την προαγωγή ημερομηνία, η οποία προσδιορίζεται με βάση τον επίμαχο κανόνα, δηλαδή το άρθρο 26 του VBG.
71. Η εφαρμογή του άρθρου 26 του VBG οδηγεί στα ακόλουθα αποτελέσματα:
72. Σύμφωνα με το άρθρο 26, παράγραφοι 1 και 2, του VBG, οι περίοδοι προϋπηρεσίας σε αυστριακή δημόσια αρχή, σε δημόσιο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή σε ιδιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα αναγνωρισμένο από το κράτος θεωρούνται αυτομάτως ότι προηγούνται στο σύνολό τους της ημερομηνίας κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος προσλαμβάνεται ως επί συμβάσει εργαζόμενος.
73. Άλλες περίοδοι προϋπηρεσίας, και ιδίως περίοδοι που συμπληρώθηκαν στο εξωτερικό ή στην Αυστρία σε εκπαιδευτικό ίδρυμα που δεν καλύπτεται από το άρθρο 26, παράγραφος 2, του VBG (παραδείγματος χάριν σε ιδιωτική τράπεζα), λαμβάνονται πλήρως υπόψη μόνον εφόσον τούτο επιβάλλεται από το δημόσιο συμφέρον και εφόσον συναινέσει προς τούτο ο ομοσπονδιακός Υπουργός Οικονομικών· η συναίνεση αυτή δίνεται μόνο στην περίπτωση που οι εν λόγω περίοδοι έχουν «ιδιαίτερη σημασία για την επιτυχή άσκηση των καθηκόντων» του επί συμβάσει δημοσίου υπαλλήλου (άρθρο 26, παράγραφοι 1 και 3, του VBG). Οσάκις οι περίοδοι αυτές δεν πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις, λαμβάνονται υπόψη κατά το ήμισυ αν η απασχόληση επί συμβάσει σε αυστριακό φορέα άρχισε πριν από τις 30 Απριλίου 1995 (σύμφωνα με το προϊσχύσαν καθεστώς του άρθρου 26, παράγραφος 3, του VBG)· λαμβάνονται υπόψη κατά το ήμισυ εφόσον οι περίοδοι εργασίας δεν υπερβαίνουν την τριετία, εφόσον η απασχόληση άρχισε μετά την ημερομηνία αυτή (κατά το άρθρο 26, παράγραφος 3, του VBG όπως ισχύει σήμερα).
74. Κατά την αυστριακή νομολογία που υπέβαλε στο Δικαστήριο ο αιτών, οι αποφάσεις των αρχών ως προς την ενσωμάτωση αυτών των άλλων περιόδων απασχολήσεως υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται στο πλαίσιο μιας κανονικής διοικητικής διαδικασίας. Σύμφωνα με την εν λόγω νομολογία, το δημόσιο συμφέρον, στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 26, παράγραφος 3, του VBG, συνίσταται στο ότι οι αυστριακές δημόσιες αρχές επωφελούνται - χωρίς να χρειάζεται να υποβληθούν στις δαπάνες εκπαιδεύσεως και πρακτικής ασκήσεως - των υπηρεσιών νέων υπαλλήλων, με επαγγελματικά προσόντα, που είναι ικανοί να εργαστούν αμέσως και αποδοτικά.
75. εραιτέρω, όσον αφορά το κριτήριο της «ιδιαίτερης σημασίας για την επιτυχή άσκηση των οικείων καθηκόντων», οι αρχές οφείλουν να δηλώσουν ποιες δραστηριότητες ή σπουδές πραγματοποιήθηκαν όντως, πόσο χρόνο διήρκησαν και τι γνώσεις και δεξιότητες αποκτήθηκαν. Στη συνέχεια, πρέπει να δηλώσουν ποια ακριβώς καθηκόντα ανατέθηκαν στον αιτούντα κατά τους πρώτους έξι μήνες της απασχολήσεώς του στην Αυστρία, σε ποιο βαθμό ήταν αποδοτικότερος στη νέα του εργασία σε σχέση με άλλους υπαλλήλους που δεν είχαν όμοια προηγούμενη εμπειρία και αν υφίστατο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πείρας αυτής και της επιτυχούς εκτελέσεως των καθηκόντων. Εφόσον όλα αυτά τα στοιχεία συνηγορούν υπέρ του ενδιαφερομένου και εφόσον χωρίς την προηγούμενη εμπειρία του θα εκτελούσε κατά αισθητά λιγότερο επιτυχή τρόπο τα νέα του καθήκοντα, η προηγούμενη δραστηριότητα είναι «ιδιαίτερης σημασίας» για την επιτυχή άσκηση των καθηκόντων του κατά την έννοια του VBG. Τα αυστριακά δικαστήρια έχουν επίσης δεχθεί ότι η εκ μέρους των αρχών διαίρεση των συμπληρωθεισών περιόδων απασχολήσεως ή σπουδών σε περιόδους που λαμβάνονται υπόψη εξ ολοκλήρου και περιόδους που λαμβάνονται υπόψη μόνον εν μέρει είναι σύννομη σε περιπτώσεις που ορισμένη περίοδος ήρκεσε για την απόκτηση των γνώσεων και της πείρας που ήταν αναγκαίες για την επιτυχή άσκηση των οικείων καθηκόντων.
76. Κατά τους διαδίκους, οι επίμαχες νομοθετικές διατάξεις συνδέονται με το άρθρο 21, παράγραφος 4, του αυστριακού συντάγματος, το οποίο εγγυάται την κινητικότητα των εργαζομένων μεταξύ των ομοσπονδιακών, περιφερειακών και τοπικών δημοσίων υπηρεσιών. Σχετικώς, η δεύτερη περίοδος του άρθρου 21, παράγραφος 1, του αυστριακού συντάγματος καθιερώνει τη λεγόμενη «Homogenitätsprinzip» (αρχή της ομοιογενείας), σύμφωνα με την οποία οι περιφερειακοί κανονισμοί περί δημοσίων υπηρεσιών δεν επιτρέπεται να διαφέρουν από τους αντίστοιχους ομοσπονδιακούς νόμους ή κανονισμούς σε βαθμό που θα περιόριζε σοβαρά την κινητικότητα στον δημόσιο τομέα, την οποία εγγυάται το προαναφερθέν άρθρο 21, παράγραφος 4.
77. Συμβιβάζονται οι επίμαχοι κανόνες με την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων;
78. Κατά το άρθρο 48, παράγραφος 1, της Συνθήκης, η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων έπρεπε να εξασφαλιστεί το αργότερο κατά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου. Κατά το άρθρο 48, παράγραφος 2, η εν λόγω ελεύθερη κυκλοφορία συνεπάγεται την κατάργηση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών, όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας. Κατά την τέταρτη παράγραφο του εν λόγω άρθρου, οι διατάξεις του δεν εφαρμόζονται προκειμένου περί απασχολήσεως στη δημόσια διοίκηση.
79. Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1612/68, ο εργαζόμενος υπήκοος κράτους μέλους δεν δύναται να έχει, στην επικράτεια των άλλων κρατών μελών, λόγω της ιθαγενείας του, διαφορετική μεταχείριση από τους ημεδαπούς εργαζομένους, ως προς τους όρους απασχολήσεως και εργασίας, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή, την απόλυση, την επαγγελματική επανένταξη ή την επαναπασχόληση αν έχει καταστεί άνεργος.
80. Η Gewerkschaftsbund και η Επιτροπή θεωρούν ότι ο επίμαχος κανόνας παραβιάζει τη Συνθήκη. Αμφότερες υποστηρίζουν ότι το άρθρο 26 του VBG οδηγεί εμμέσως σε διακρίσεις λόγω ιθαγενείας εις βάρος εργαζομένων από άλλα κράτη μέλη. Κατά την άποψή τους, ούτε οι διαφορές μεταξύ εθνικών συστημάτων αμοιβών και προσόντων των διδασκόντων ούτε η ύπαρξη των συνταγματικών κανόνων για τη διευκόλυνση της επαγγελματικής κινητικότητας εντός του αυστριακού δημόσιου τομέα μπορούν να δικαιολογήσουν τη διαφορετική μεταχείριση που ισχύει ως προς τις περιόδους προϋπηρεσίας που λαμβάνονται υπόψη.
81. Η Επιτροπή προσθέτει ότι ο κανόνας αυτός, πέραν του ότι συνεπάγεται έμμεσες διακρίσεις εις βάρος των εργαζομένων από άλλα κράτη μέλη, αποθαρρύνει επίσης την εκ μέρους των αυστριακών υπηκόων άσκηση της προβλεπομένης από τη Συνθήκη θεμελιώδους ελευθερίας τους να εργάζονται σε άλλα κράτη μέλη.
82. Το αυστριακό δημόσιο ως καθού και η Αυστριακή Κυβέρνηση θεωρούν ότι ο επίμαχος κανόνας δεν ενέχει παραβίαση της Συνθήκης. Ωστόσο, υποστηρίζουν τη θέση αυτή με δύο διαφορετικές σειρές επιχειρημάτων.
83. Το αυστριακό δημόσιο ως καθού υποστηρίζει, κατ' αρχάς, ότι το επί συμβάσει διδακτικό και βοηθητικό διδακτικό προσωπικό καλύπτεται από την έννοια της «απασχολήσεως στη δημόσια διοίκηση» στην οποία αναφέρεται το άρθρο 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης. Δεύτερον, αμφισβητεί τον λυσιτελή χαρακτήρα της νομολογίας του δικαστηρίου που επικαλείται η αιτούσα , καθ' ότι οι εν λόγω υποθέσεις αφορούσαν διαφορετικές πραγματικές καταστάσεις και διαφορετικά νομικά ζητήματα. Τρίτον, τονίζει ότι οι εργοδότες του δημοσίου τομέα στην Αυστρία υπάγονται στην συνταγματική αρχή της ομοιογενείας. Επομένως, υποστηρίζει ότι το στοιχείο της επιβραβεύσεως της πίστεως στον εργοδότη διαδραματίζει σημαντικότερο ρόλο έναντι αυτού που θα διαδραμάτιζε εάν δεν ίσχυε η αρχή αυτή.
84. Η Αυστριακή Κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι η εξαίρεση του άρθρου 48, παράγραφος 4, δεν ισχύει εν προκειμένω και ότι υφίσταται prima facie περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων. αρά ταύτα, κατά την άποψή της, ο εν λόγω περιορισμός είναι δικαιολογημένος. Επικαλείται κι αυτή με τη σειρά της τη συνταγματική αρχή της ομοιογενείας.
85. Δύο προκαταρκτικά ζητήματα μπορούν να επιλυθούν γρήγορα.
86. ρώτον, οι επί συμβάσει διδάσκοντες και βοηθοί διδάσκοντες είναι εργαζόμενοι κατά την έννοια του άρθρων 48, 49 και 51 της Συνθήκης και του άρθρου 7 του κανονισμού 1612/68. Επιτελούν για ορισμένο χρονικό διάστημα διδακτικό έργο για και υπό τη διεύθυνση ενός σχολείου ή πανεπιστημίου, για τις υπηρεσίες τους δε αυτές λαμβάνουν αμοιβή. Η νομική φύση της σχέσεως εργασίας και ιδίως το αν αυτή διέπεται από το δημόσιο ή το ιδιωτικό δίκαιο στερείται σημασίας .
87. Δεύτερον, στην παρούσα υπόθεση δεν βρίσκει εφαρμογή το άρθρο 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης.
88. Το αυστριακό δημόσιο ως καθού συνάγει από την υπόθεση Επιτροπή κατά Ελλάδας ότι το διδακτικό και το βοηθητικό διδακτικό προσωπικό υπάγεται στη «δημόσια διοίκηση» κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 4. Το ίδιο συνάγεται κατά το καθού από την ένταξη των οικείων δραστηριοτήτων στην «Hoheitsverwaltung» (διοίκηση δια της ασκήσεως δημοσίας εξουσίας).
89. Ωστόσο, γίνεται παγίως δεκτό στη νομολογία ότι ούτε οι διδάσκοντες ούτε οι βοηθοί διδάσκοντες εμπίπτουν κανονικά στην κατηγορία «των απασχολουμένων στη δημόσια διοίκηση» κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 4 . Η εκ μέρους του καθού επίκληση της υποθέσεως Επιτροπή κατά Ελλάδας στο πλαίσιο αυτό φαίνεται να είναι άστοχη, καθ' ότι στη σκέψη 34 της αποφάσεως το Δικαστήριο αναφέρει ρητά ότι οι θέσεις εργασίας στον τομέα της εκπαιδεύσεως εν γένει απέχουν πολύ από τις ειδικές δραστηριότητες της δημοσίας διοικήσεως που καλύπτονται από το άρθρο 48, παράγραφος 4. Αλλά ούτε και το άλλο επιχείρημα του καθού, που στηρίζεται στον χαρακτηρισμό των δραστηριοτήτων του διδακτικού προσωπικού με βάση το αυστριακό διοικητικό δίκαιο, μπορεί να γίνει δεκτό. Η αποτελεσματικότητα των διατάξεων της Συνθήκης περί ελεύθερης διακινήσεως των εργαζομένων επιβάλλει την ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή της εννοίας της δημοσίας διοικήσεως που, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να αφεθεί στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών .
90. Επιπλέον, η παρούσα υπόθεση δεν αφορά τη δυνατότητα προσλήψεως ή την πρόσβαση σε «απασχόληση στη δημόσια διοίκηση», αλλά μόνον την προσμέτρηση της αρχαιότητας προς υπολογισμό των αποδοχών. Γίνεται παγίως δεκτό ότι, εφόσον ένα κράτος μέλος κάνει δεκτούς στη δημόσια διοίκηση εργαζομένους από άλλα κράτη μέλη, το άρθρο 48, παράγραφος 4, δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση μέτρων που ενέχουν διακρίσεις εις βάρος τους όσον αφορά την αμοιβή ή τους άλλους όρους απασχολήσεως, ακόμη και αν πρόκειται για απασχόληση στη δημόσια διοίκηση κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως . Επομένως, συμφωνώ με το παραπέμπον δικαστήριο, το οποίο δυσκολευόταν να κατανοήσει γιατί η αιτούσα Gewerkschaftsbund δεν περιέλαβε στην αίτησή της, στο πλαίσιο της κύριας δίκης, τους επί συμβάσει διδάσκοντες που επιτελούν στα οικεία εκπαιδευτικά ιδρύματα διοικητικό ή εποπτικό έργο.
91. Συντρέχει περίπτωση παραβάσεως του άρθρου 48 της Συνθήκης ή το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού; Θα ξεκινήσω από το βασικό ζήτημα αν παραβιάζεται η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας ως προς εργαζομένους από άλλα κράτη μέλη. Στο τέλος της αναλύσεώς μου θα αναφερθώ εν συντομία στο δευτερεύον ζήτημα αν εμποδίζονται επίσης παρανόμως οι αυστριακοί εργαζόμενοι που επιθυμούν να εργαστούν σε άλλο κράτος μέλος.
92. Το άρθρο 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης απαγορεύει, ratione materiae, τις διακρίσεις «όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας». Το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1612/68 απαγορεύει τις διακρίσεις «ως προς τους όρους απασχολήσεως και εργασίας, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή, την απόλυση, την επαγγελματική επανένταξη ή την επαναπασχόληση αν έχει καταστεί άνεργος».
93. Η παρούσα υπόθεση αφορά κανόνα περί του συνυπολογισμού περιόδων προϋπηρεσίας για τον καθορισμό της κρίσιμης ημερομηνίας για τις προαγωγές των επί συμβάσει δημοσίων υπαλλήλων. Αυτή η ημερομηνία είναι καθ' αυτή χρήσιμη για τον υπολογισμό της αρχαιότητας. Με τη σειρά της, η αρχαιότητα έχει σημασία επειδή κάθε επί συμβάσει δημόσιος υπάλληλος, που ανήκει σε συγκεκριμένη μισθολογική υποκατηγορία εντός συγκεκριμένης μισθολογικής τάξεως, προάγεται μετά διετία στο επόμενο μισθολογικό κλιμάκιο.
94. Έτσι, μολονότι η κρινόμενη διάταξη δεν αφορά ευθέως τις αμοιβές, η επίδρασή της στους μισθούς των επί συμβάσει δημοσίων υπαλλήλων είναι αυτόματη και σημαντική. εραιτέρω, ουδείς ισχυρίστηκε ότι ο προσδιορισμός της κρίσιμης για την προαγωγή ημερομηνίας ασκεί επιρροή σε άλλα θέματα που δεν συνδέονται άμεσα με την εργασιακή σχέση, όπως οι κοινωνικές παροχές ή η φορολογική μεταχείριση. Επομένως, το στοιχείο αυτό φαίνεται να επηρεάζει αποκλειστικά την αμοιβή στην οποία αναφέρεται ρητώς το άρθρο 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης και το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1612/68.
95. Το Δικαστήριο έχει εφαρμόσει κατ' επανάληψη τις διατάξεις αυτές σε σχέση με κανόνες υπολογισμού της αρχαιότητας προς καθορισμό της οφειλομένης αμοιβής και έχει δεχθεί, ρητώς ή σιωπηρώς , ότι οι εν λόγω κανόνες εμπίπτουν στο πεδίο των «όρων απασχολήσεως και εργασίας», κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων.
96. Η θέση αυτή δεν επηρεάζεται από την πρόσφατη πρόταση της Επιτροπής για τη θέσπιση κανονισμού, τροποποιούντος τον κανονισμό 1612/68 , όπου προτείνεται η εισαγωγή του ακολούθου νέου άρθρου 7, παράγραφος 5:
«5. Όταν σε ένα κράτος μέλος ο προσδιορισμός των συνθηκών εργασίας, η εξέλιξη στην επαγγελματική σταδιοδρομία ή η χορήγηση ορισμένων πλεονεκτημάτων στους εργαζομένους εξαρτάται από την τέλεση ορισμένων γεγονότων ή συμβάντων, τα ίδια αποτελέσματα χορηγούνται ή τα ίδια πλεονεκτήματα παραχωρούνται για παρόμοια γεγονότα ή συμβάντα που έχουν λάβει χώρα σε οιοδήποτε άλλο κράτος μέλος.»
97. Δεν μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα ότι η προτεινόμενη νέα διάταξη αποτελεί απαραίτητη συνεπεία του ότι οι υφιστάμενες διατάξεις δεν καλύπτουν το ζήτημα. Στην πρόταση διευκρινίζεται ότι σκοπός της είναι να κωδικοποιήσει τη νομολογία του Δικαστηρίου . Οπωσδήποτε δε ο νέος κανόνας, εάν τελικώς θεσπισθεί, δεν μπορεί να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου.
98. Επομένως, οι επίμαχοι κανόνες εμπίπτουν ratione materiae στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης και του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1612/68.
99. Συντρέχει περίπτωση παραβάσεως της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας όσον αφορά την αμοιβή;
100. ροφανώς δεν υφίσταται άμεση διάκριση λόγω ιθαγενείας. Η διάταξη δεν κάνει διάκριση μεταξύ εργαζομένων διαφορετικής ιθαγενείας, αλλά μεταξύ περιόδων απασχολήσεως που συμπληρώθηκαν σε ορισμένους αυστριακούς οργανισμούς και άλλων περιόδων απασχολήσεως. Οι περίοδοι απασχολήσεως στους εν λόγω αυστριακούς οργανισμούς είναι δυνατόν να έχουν συμπληρωθεί και από εργαζομένους άλλων κρατών μελών, καθ' ότι κατά την αυστριακή νομοθεσία - και αυτό τονίστηκε από την Αυστριακή Κυβέρνηση - εξασφαλίζεται η επί ίσοις όροις πρόσβαση στην απασχόληση στους αλλοδαπούς διδάσκοντες και έχουν τεθεί σε ισχύ διατάξεις για την αναγνώριση αλλοδαπών τίτλων σπουδών.
101. Ωστόσο, γίνεται γενικώς δεκτό ότι το άρθρο 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης και το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1612/68 απαγορεύουν επίσης όλους τους συγκεκαλυμμένους τρόπους διακρίσεων που, δια της εφαρμογής άλλων κριτηρίων εκτός της ιθαγενείας, οδηγούν στην πραγματικότητα στο ίδιο αποτέλεσμα .
102. Μια διάταξη του εθνικού δικαίου πρέπει να θεωρείται ότι συνεπάγεται εμμέσως δυσμενείς διακρίσεις εφόσον, πρώτον, μπορεί από τη φύση της να θίξει περισσότερο τους διακινουμένους εργαζομένους απ' ό,τι τους ημεδαπούς, με το συνακόλουθο κίνδυνο να θέσει σε ιδιαίτερα δυσμενέστερη μοίρα τους πρώτους και, δεύτερον, εφόσον δεν είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη με βάση λόγους ασχέτους προς την ιθαγένεια ή είναι δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό .
103. Η κρινόμενη διάταξη διακρίνει μεταξύ περιόδων απασχολήσεως που συμπληρώθηκαν σε συγκεκριμένους οργανισμούς στην Αυστρία και άλλων περιόδων προϋπηρεσίας. Το κριτήριο με βάση το οποίο γίνεται η διάκριση έχει τόσο θεσμική όσο και εδαφική διάσταση.
104. Στην περίπτωση, παραδείγματος χάριν, προσώπου που έχει εργαστεί σε βιομηχανική ή εμπορική επιχείρηση και όχι στην υπηρεσία εργοδότη που υπάγεται σε μια από τις κατηγορίες που απαριθμούνται στο άρθρο 26, παράγραφος 2, του VBG, εφαρμόζεται το λιγότερο ευνοϊκό καθεστώς, ανεξαρτήτως του αν οι εν λόγω περίοδοι απασχολήσεως συμπληρώθηκαν στην Αυστρία ή στο εξωτερικό. Αυτός ο θεσμικής φύσεως κανόνας δεν προσβάλλεται ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο προδικαστικού ερωτήματος και, εν πάση περιπτώσει, φαίνεται ότι βρίσκεται εκτός του πεδίου εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Κατά συνέπεια, δεν θα συζητηθεί εδώ.
105. ροκειμένου για περιόδους απασχολήσεως που έχουν συμπληρωθεί στην υπηρεσία εργοδότη που εμπίπτει σε μια από τις κατηγορίες που απαριθμούνται στο άρθρο 26, παράγραφος 2, του VBG, η επιλογή του εφαρμοστέου καθεστώτος εξαρτάται από το κράτος μέλος όπου συμπληρώθηκαν οι εν λόγω περίοδοι.
106. Αυτή η βάσει εδαφικού κριτηρίου διαφοροποίηση έχει έλθει επανειλημμένως ενώπιον του Δικαστηρίου. Ο συνυπολογισμός περιόδων απασχολήσεως ασφαλίσεως που έχουν συμπληρωθεί σε άλλα κράτη μέλη ασκεί συχνά επιρροή κατά τη χορήγηση παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως . Στις ακόλουθες τρεις υποθέσεις στις οποίες αναφέρονται όλες οι κατατεθείσες παρατηρήσεις η ίδια η σχέση εργασίας επηρεαζόταν από το αν λαμβάνονταν υπόψη περίοδοι προϋπηρεσίας στη δημόσια διοίκηση.
107. Στην απόφαση Scholz , ένας δημόσιος φορέας στην Ιταλία ελάμβανε υπόψη κατά την πρόσληψη προσωπικού την προϋπηρεσία των υποψηφίων στη δημόσια διοίκηση. Ο δημόσιος αυτός οργανισμός κατά τις εν λόγω προσλήψεις ελάμβανε υπόψη μόνον περιόδους απασχολήσεως που είχαν συμπληρωθεί στην ιταλική δημόσια διοίκηση και περιόδους που είχαν συμπληρωθεί στη δημόσια διοίκηση άλλων κρατών μελών.
108. Στην απόφαση Schöning-Κουγιεβετοπούλου , η ένταξη ενός γιατρού σε συγκεκριμένη μισθολογική κατηγορία εξηρτάτο από το αν οι περίοδοι προϋπηρεσίας του είχαν συμπληρωθεί στην υπηρεσία εργοδότη που εκαλύπτετο από συλλογική σύμβαση του δημοσίου τομέα.
109. Στην απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας , η χορήγηση χρονοεπιδόματος και η μισθολογική κατάταξη στις δημόσιες υπηρεσίες εξηρτάτο από τη συμπλήρωση περιόδων προϋπηρεσίας στην ελληνική δημόσια διοίκηση ή στη δημόσια διοίκηση άλλου κράτους μέλους.
110. Και στις τρεις περιπτώσεις το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι η επίμαχη εθνική νομοθεσία απέκλειε τον συνυπολογισμό περιόδων προϋπηρεσίας που είχαν συμπληρωθεί σε δημόσιες υπηρεσίες άλλων κρατών μελών συνιστούσε συγκεκαλυμμένη αδικαιολόγητη διάκριση και, συνεπώς, παράβαση του άρθρου 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης.
111. Στην υπόθεση Scholz, που αφορούσε την πρόσβαση σε θέση εργασίας, είχε προβληθεί παράλληλη παράβαση των άρθρων 1 και 3 του κανονισμού 1612/68. Το Δικαστήριο αρνήθηκε να εφαρμόσει τις τελευταίες αυτές διατάξεις και αποφάνθηκε ότι δεν επάγοντο αυτοτελώς αποτελέσματα, καθ' ότι απλώς αποσαφηνίζουν και προσδίδουν αποτελεσματικότητα στα δικαιώματα που παρέχει ήδη η Συνθήκη.
112. Στις άλλες δύο περιπτώσεις, ωστόσο, οι οποίες αφορούσαν αμοιβές, το Δικαστήριο εφάρμοσε παραλλήλως το άρθρο 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης και το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1612/68. Στην παρούσα περίπτωση θα ακολουθήσω την τελευταία αυτή προσέγγιση.
113. Η παρούσα υπόθεση - και επ' αυτού συμφωνώ με την Αυστριακή Κυβέρνηση - διαφοροποιείται από παλαιότερες υποθέσεις ως προς ένα σημείο. Ενώ οι εθνικές διατάξεις στις προαναφερθείσες τρεις υποθέσεις απλώς απέκλειαν τη δυνατότητα συνυπολογισμού περιόδων προϋπηρεσίας που είχαν συμπληρωθεί σε άλλα κράτη μέλη, οι αυστριακές διατάξεις που εξετάζονται εν προκειμένω δεν απέκλειαν τη δυνατότητα αυτή. Οι εν λόγω περίοδοι μπορούν να ληφθούν υπόψη στο σύνολό τους, εφόσον πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις που προβλέπει ο νόμος. Όταν δεν πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές, λαμβάνεται υπόψη τουλάχιστον ένα μέρος της συμπληρωθείσας περιόδου.
114. Θα αναφερθώ εν συντομία στις προϋποθέσεις αυτές. Τυπικώς απαιτείται η συναίνεση του ομοσπονδιακού Υπουργού Οικονομικών. Από άποψη ουσίας, οι περίοδοι αυτές θα ληφθούν υπόψη μόνον εφόσον έχουν συμπληρωθεί για την εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος και έχουν ιδιαίτερη σημασία για την επιτυχή άσκηση των καθηκόντων του εργαζομένου επί συμβάσει δημοσίου υπαλλήλου.
115. Φαίνεται να ανακύπτει έτσι ένα πρώτο δύσκολο ερώτημα: υφίσταται με βάση το κοινοτικό δίκαιο υποχρέωση για την αυτόματη αναγνώριση περιόδων απασχολήσεως στη δημόσια διοίκηση άλλων κρατών μελών ή δικαιούνται τα κράτη μέλη να εξετάζουν τη συγκρισιμότητα των διαφόρων περιόδων απασχολήσεως;
116. Είναι προφανές ότι, ως προς τις αμοιβές στη δημόσια διοίκηση, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν διαφορετικές πολιτικές που με τη σειρά τους οδηγούν σε διαφορετικά συστήματα. εραίτερω, υπάρχουν μείζονες διαφορές και ως προς τα καταβαλλόμενα ποσά. Ελλείψει σχετικής κοινοτικής νομοθεσίας, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να διατηρούν τέτοια διαφορετικά μεταξύ τους νομοθετικά καθεστώτα.
117. Γίνεται επίσης γενικώς δεκτό ότι οι κοινοτικές απαγορεύσεις διακρίσεων λόγω ιθαγενείας δεν αφορούν, κατ' αρχήν, διαφορές μεταχειρίσεως μεταξύ των κρατών μελών που ενδεχομένως υφίστανται συνεπεία απλώς των διαφορών στις νομοθεσίες των διαφόρων κρατών μελών .
118. Αυτός είναι ίσως ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο φαίνεται να δέχθηκε στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ελλάδας ότι μια τέτοια σύγκριση περιόδων απασχολήσεως θα μπορούσε καταρχήν να επιτρέπεται. Ωστόσο, το βάρος αποδείξεως φέρει το κράτος μέλος υποδοχής. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι:
«Επομένως, ακόμη και ελλείψει ειδικών κοινοτικών διατάξεων, στην Ελληνική Δημοκρατία εναπόκειται να ορίσει κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, αν η θέση την οποία κατείχε αυτός σε άλλο κράτος μέλος ισοδυναμεί προς θέση στην ελληνική δημόσια διοίκηση, η οποία λαμβάνεται υπόψη για τη μισθολογική εξέλιξη του εργαζομένου και τη χορήγηση χρονοεπιδόματος. Το αν το οικείο κράτος μέλος θεωρεί ότι η σύγκριση αυτή εμφανίζει πρακτικές δυσχέρειες σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί την άρνησή του να προβεί σ' αυτήν.» .
119. Ωστόσο, στην παρούσα υπόθεση, το ζήτημα αρχής περί του αν και, αν ναι, υπό ποιες προϋποθέσεις ένα κράτος μέλος μπορεί να προβαίνει σε σύγκριση περιόδων απασχολήσεως που έχουν συμπληρωθεί στη δημόσια διοίκηση άλλου κράτους μέλους δεν είναι απαραίτητο να απαντηθεί. Και τούτο επειδή, και αν ακόμη επιτρεπόταν η εν λόγω σύγκριση, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις αναγνωρίσεως περιόδων που έχουν συμπληρωθεί στο εξωτερικό πρέπει να βασίζονται σε αντικειμενικά και μη επαγόμενα διακρίσεις κριτήρια .
120. Με βάση την κρινομένη διάταξη, οποιαδήποτε περίοδος απασχολήσεως σε έναν από τους απαριθμούμενους αυστριακούς οργανισμούς πρέπει να λαμβάνεται εξ ολοκλήρου υπόψη. Η αιτούσα υποστήριξε, χωρίς να αντικρουσθεί, ότι τούτο συμβαίνει ανεξαρτήτως του αν η προηγούμενη δραστηριότητα είναι συγκρίσιμη με ή με το αν είναι χρήσιμη για την εκπλήρωση των νέων καθηκόντων. Κατά συνέπεια, αναφέρει η αιτούσα, οι περίοδοι απασχολήσεως με την ιδιότητα του δασκάλου δημοτικού σχολείου ή του κοινοτικού υπαλλήλου φαίνονται να λαμβάνονται εξ ολοκλήρου υπόψη για τον προσδιορισμό της κρίσιμης ημερομηνίας σε σχέση με την προαγωγή ενός νεοδιορισμένου καθηγητή γυμνασίου.
121. Όσον αφορά τις περιόδους απασχολήσεως που έχουν συμπληρωθεί εντός άλλων κρατών μελών σε οργανισμούς που αντιστοιχούν στους απαριθμουμένους στο άρθρο 26, παράγραφος 2, του VBG, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να αποδείξει δύο πράγματα, ήτοι ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να ληφθούν υπόψη οι περίοδοι αυτές και ότι έχουν ιδιαίτερη σημασία για την επιτυχή άσκηση των καθηκόντων του επί συμβάσει δημοσίου υπαλλήλου. εραιτέρω, από την εθνική νομολογία που ετέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου προκύπτει ότι πρόκειται για στοιχεία που είναι δύσκολο να αποδειχθούν.
122. Επομένως, η βασική διαφορά είναι ότι οι περίοδοι που έχουν συμπληρωθεί στο εξωτερικό εξετάζονται ως προς τη συγκεκριμένη χρησιμότητά τους για τα νέα καθήκοντα, ενώ οι περίοδοι που έχουν συμπληρωθεί στην Αυστρία δεν υποβάλλονται σε τέτοιο έλεγχο. Μια τέτοια διάταξη επιβάλλει αυστηρότερες προϋποθέσεις για τις περιόδους που έχουν συμπληρωθεί στο εξωτερικό και, κατά συνέπεια, υπάρχει κίνδυνος να λειτουργήσει επαχθέστερα για τους διακινουμένους εργαζομένους από άλλα κράτη μέλη απ' ό,τι για τους Αυστριακούς εργαζομένους, καθ' ότι οι πρώτοι είναι πιθανότερο να έχουν διανύσει μέρος της επαγγελματικής τους ζωής σε άλλα κράτη μέλη. Κατά συνέπεια, υπάρχει κίνδυνος η ρύθμιση αυτή να θέσει σε ιδιαίτερα δυσμενέστερη μοίρα τους εν λόγω διακινουμένους εργαζομένους.
123. Έχοντας ολοκληρώσει το πρώτο σκέλος του ελέγχου σχετικά με την ύπαρξη συγκεκαλυμμένων διακρίσεων, προχωρώ στο επόμενο ζήτημα, που έγκειται στο αν η κρινόμενη διάταξη δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους ανεξαρτήτους της ιθαγενείας των εμπλεκομένων εργαζομένων και αν οι λόγοι είναι ανάλογοι προς τους θεμιτώς επιδιωκομένους σκοπούς.
124. Το κύριο επιχείρημα που προβάλλει η Αυστριακή Κυβέρνηση είναι η βασική διαφορά μεταξύ της καταστάσεως που επικρατεί σε κοινοτικό επίπεδο, όπου κυριαρχεί η ποικιλία νομοθετικών ρυθμίσεων σχετικά με τη δημόσια διοίκηση, και της καταστάσεως που επικρατεί εντός της Αυστρίας, όπου η συνταγματικά καθιερωμένη αρχή της ομοιογενείας εξασφαλίζει εναρμονισμένα συστήματα αμοιβών και κινητικότητα εντός του δημοσίου τομέα.
125. Κατ' αρχάς, πρέπει να επισημάνω μια αντίφαση στο επιχείρημα αυτό, που έχει σχέση με τους διδάσκοντες που απασχολούνταν προηγουμένως από αυστριακές δημόσιες σχολές. Έχω την εντύπωση ότι δεν καλύπτονται από τη συνταγματική εγγύηση της επαγγελματικής κινητικότητας και οι εργοδότες τους δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με την αρχή της ομοιογενείας. αρά ταύτα, φαίνονται να υπάγονται στο ευνοϊκότερο καθεστώς.
126. Εν πάση περιπτώσει, τέτοιους είδους διαφορές μεταξύ του εθνικού και του κοινοτικού καθεστώτος θα μπορούσαν να προβληθούν στην καλύτερη περίπτωση για να δικαιολογήσουν την πολιτική ορισμένου κράτους μέλους να συγκρίνει τις συμπληρωθείσες στο εξωτερικό περιόδους με περιόδους που έχουν συμπληρωθεί σε ένα «ομοιογενές» εθνικό πλαίσιο, αντί να τις λαμβάνει αυτομάτως υπόψη. Δεν είναι δυνατόν να δικαιολογούν την ύπαρξη διαφορών ως προς ουσιαστικές προϋποθέσεις. Δεν μπορούν να εξηγήσουν γιατί περίοδοι που έχουν συμπληρωθεί στο εξωτερικό απαιτείται να είναι «ιδιαίτερης σημασίας», ενώ δεν απαιτείται το ίδιο για περιόδους που έχουν συμπληρωθεί στην Αυστρία. Ακόμη και στις περιπτώσεις όπου ένα κράτος μέλος δικαιούται να εκτιμήσει το συγκρίσιμο των πραγματικών δεδομένων ή περιστατικών, τα οποία έλαβαν χώρα σε άλλο κράτος μέλος, η χρήση διαφορετικών ή με άλλα λόγια επαγομένων διακρίσεις κριτηρίων απαγορεύεται.
127. Το δεύτερο επιχειρήμα της Αυστριακής Κυβερνήσεως είναι ότι, σε αντίθεση με τα περιστατικά στην υπόθεση Schöning-Κουγιεβετοπούλου, ο σκοπός της επιβραβεύσεως της πίστεως έχει μεγαλύτερη βαρύτητα στο αυστριακό περιβάλλον όπου οι εργοδότες συνδέονται δυνάμει της αρχής της ομοιογενείας.
128. Το επιχείρημα αυτό φαίνεται να πάσχει από πολλές απόψεις. ρώτον, φαίνεται να εκκινεί από την υπόθεση ότι, χάρη στην αρχή της ομοιογενείας, υπάρχει μεγαλύτερη ομοιομορφία των όρων εργασίας στην Αυστρία απ' ό,τι στην περίπτωση της υποθέσεως Schöning-Κουγιεβετοπούλου. Ωστόσο, στην πραγματικότητα φαίνεται να συμβαίνει το αντίθετο: στην εν λόγω υπόθεση, οι όροι εργασίας δεν ήταν απλώς χαλαρά εναρμονισμένοι αλλά εν μέρει τουλάχιστον ενοποιημένοι επί τη βάσει συλλογικής συμβάσεως μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων.
129. Δεύτερον, όπως προανέφερα, φαίνεται αντιφατικό να προβάλλεται η αρχή της ομοιογενείας, ενώ αναγνωρισμένα από το κράτος ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα δεν φαίνεται να δεσμεύονται από την αρχή αυτή και οι διδάσκοντες που απασχολούνται στα ιδρύματα αυτά δεν καλύπτονται από τη συνταγματική εγγύηση της κινητικότητας στο δημόσιο τομέα.
130. Τρίτο και βασικότερο, ενόψει του μεγάλου αριθμού των εν δυνάμει εμπλεκομένων εργοδοτών - αυστριακή ομοσπονδία, Bundesländer, δήμοι και κοινότητες ακόμα δε και αναγνωρισμένα από το κράτος ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα - σκόπος του κανόνα δεν μπορεί να είναι να επιβραβεύεται η πίστη του εργαζομένου σε συγκεκριμένο εργοδότη . Αντίθετα, από τους αυστριακούς συνταγματικούς κανόνες προκύπτει σαφώς ότι, όσον αφορά τις περιόδους απασχολήσεως που έχουν συμπληρωθεί στην Αυστρία, το θεσμικό πλαίσιο είναι δομημένο κατά τρόπο που να εξασφαλίζει τη μεγαλύτερη δυνατή κινητικότητα εντός μιας ομάδας νομικώς αυτοτελών εργοδοτών.
131. Μολονότι δεν αμφισβητώ τον θεμιτό χαρακτήρα ενός τέτοιου στόχου, δεν αντιλαμβάνομαι για ποιο λόγο είναι αναγκαίος ή έστω χρήσιμος ο καθιερώνων διακρίσεις περιορισμός της κινητικότητας των εντός της Κοινότητας διακινουμένων εργαζομένων προκειμένου να προαχθεί η κινητικότητα εντός της αυστριακής δημοσίας διοικήσεως. Κατά την άποψή μου, ο επιδιωκόμενος από το αυστριακό σύνταγμα στόχος της επαγγελματικής κινητικότητας εντός του δημοσίου τομέα και ο στόχος της Συνθήκης για κινητικότητα των διακινουμένων εργαζομένων δεν αποκλείουν ο ένας τον άλλον ούτε καν συγκρούονται, αλλά μπορούν κάλλιστα να συνυπάρχουν.
132. Κανένας από τους διαδίκους δεν ισχυρίστηκε ότι ο πραγματικός σκοπός των αυστριακών κανόνων είναι να επιβραβεύσει και να προαγάγει την πίστη στη δημόσια διοίκηση στο σύνολό της ή ένα ιδιαίτερο ήθος δημοσίας υπηρεσίας. Ένα τέτοιο επιχείρημα δεν θα μπορούσε κατά την άποψή μου να ευδοκιμήσει σε καμία περίπτωση, δεδομένου ότι δεν μπορεί να παράσχει καμία αντικειμενική δικαιολογία για τη μη λήψη υπόψιν προϋπηρεσίας στη δημόσια διοίκηση άλλου κράτους μέλους .
133. Το τελευταίο επιχείρημα της Αυστριακής Κυβερνήσεως αφορά τις συνέπειες επιβολής υποχρεώσεως για αυτόματο συνυπολογισμό περιόδων που έχουν συμπληρωθεί στο εξωτερικό. Υποστηρίζει ότι μια τέτοια υποχρέωση θα συνιστούσε μονομερή επιβάρυνση των κρατών των οποίων τα συστήματα αμοιβών λαμβάνουν υπόψη περιόδους προϋπηρεσίας στη δημόσια διοίκηση. Κατά την άποψή της, θα μπορούσε να προκύψει και επιπλέον επιβάρυνση στην περίπτωση που οι επί συμβάσει δημόσιοι υπάλληλοι καθίστανται, σε μεταγενέστερη φάση της σταδιοδρομίας τους, δημόσιοι υπάλληλοι διοριζόμενοι με διοικητική πράξη (Beamte), δεδομένου ότι επί του παρόντος δεν υφίσταται μηχανισμός για την κατανομή του παραγομένου βάρους που αντιστοιχεί στην υποχρέωση συνταξιοδοτήσεως μεταξύ των εργοδοτών του δημοσίου τομέα των διαφόρων κρατών μελών.
134. Επισημαίνω, κατ' αρχάς, ότι το κρίσιμο ερώτημα στην παρούσα υπόθεση δεν αφορά την υποχρέωση αυτόματου συνυπολογισμού περιόδων απασχολήσεως που έχουν συμπληρωθεί στο εξωτερικό, αλλά την απαγόρευση από το κοινοτικό δίκαιο εφαρμογής ουσιαστικών κριτηρίων επαγομένων διακρίσεις κατά τον συνυπολογισμό αυτόν. Εν πάση περιπτώσει, πρώτον, η Αυστρία φαίνεται να είναι ένα μόνο μεταξύ πλειόνων κρατών μελών που, ως προς τη δημόσια διοίκησή τους, εφαρμόζουν σύστημα αμοιβών στα πλαίσια του οποίου λαμβάνονται υπόψη περίοδοι προϋπηρεσίας στον δημόσιο τομέα . Δεύτερον, οι επαχθείς οικονομικές συνέπειες που ενδέχεται να υποστεί ένα κράτος μέλος, οι οποίες επιπλέον ουδέποτε έχουν θεμελιωθεί αποτελούν βάσιμο λόγο παραβιάσεως μιας θεμελιώδους ελευθερίας . Τρίτον, τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των δημοσίων υπαλλήλων δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας: η επίμαχη διάταξη αφορά επί συμβάσει διδάσκοντες και βοηθούς διδάσκοντες που ενδέχεται αργότερα (αλλά όχι απαραιτήτως) να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι διοριζόμενοι με διοικητική πράξη· η κατάταξη αποσκοπεί μόνο στον καθορισμό της αμοιβής τους και όχι της συντάξεώς τους. Εν πάση περιπτώσει, το Συμβούλιο εξέδωσε εν τω μεταξύ τον κανονισμό (ΕΚ) 1606/98 για τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) 1408/71 και 574/72 με σκοπό την επέκτασή τους ώστε να καλύπτουν ειδικά συστήματα για δημοσίους υπαλλήλους .
135. Κατά συνέπεια, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι το άρθρο 26 του VBG, στον βαθμό που διακρίνει μεταξύ των περιόδων που έχουν συμπληρωθεί στην υπηρεσία ορισμένων αυστριακών οργανισμών και περιόδων που έχουν συμπληρωθεί στην υπηρεσία αναλόγων οργανισμών σε άλλα κράτη μέλη, δικαιολογείται αντικειμενικά από λόγους ασχέτους προς την ιθαγένεια των εμπλεκομένων διακινουμένων εργαζομένων. Κατά συνέπεια, η επίμαχη διάταξη πρέπει να θεωρηθεί ότι προσκρούει στην απαγορεύση συγκεκαλυμμένων διακρίσεων λόγω ιθαγενείας όσον αφορά τους όρους εργασίας ή απασχολήσεως, που περιέχεται στο άρθρο 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης και στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1612/68.
136. Όπως προανέφερα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι αυστριακές διατάξεις συνεπάγονται επίσης περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των αυστριακών εργαζομένων.
137. Γίνεται γενικώς δεκτό ότι οι κανόνες της Συνθήκης περί ελεύθερης διακινήσεως των προσώπων όχι μόνον απαγορεύουν τις εκ μέρους κράτους μέλους διακρίσεις εις βάρος υπηκόων άλλων κρατών μελών, αλλά επίσης αποκλείουν την εφαρμογή εθνικών διατάξεων που ενδέχεται να θέτουν σε δυσμενή μοίρα πολίτες της Κοινότητας οι οποίοι επιθυμούν να ασκήσουν οικονομική δραστηριότητα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους . Όσον αφορά τους εργαζομένους, η βάση του κανόνα αυτού δεν ανευρίσκεται τόσο στο άρθρο 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης ή στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1612/68, αλλά μάλλον στη γενικότερη διάταξη του άρθρου 48, παράγραφος 1, που προστατεύει την ελευθερία διακινήσεως των εργαζομένων αυτή καθ' αυτή . Τόσο στην υπόθεση Scholz όσο και στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ελλάδας , ο γενικός εισαγγελέας υποστήριξε ότι η πλήρης και ανεπιφύλακτη άρνηση για αναγνώριση περιόδων απασχολήσεως που έχουν συμπληρωθεί στο εξωτερικό συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη διακίνηση, καθ' ότι αποτρέπει την απασχόληση κοινοτικών υπηκόων σε άλλα κράτη μέλη. Κατά την άποψή μου, το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για τις επίμαχες αυστριακές διατάξεις οι οποίες εξαρτούν την αναγνώριση περιόδων απασχολήσεως που έχουν συμπληρωθεί σε άλλα κράτη μέλη από διαφορετικούς και επαχθέστερους όρους από αυτούς που ισχύουν για την αναγνώριση περιόδων που έχουν συμπληρωθεί στην Αυστρία. Ωστόσο, τόσο στην απόφαση Scholz όσο και στην απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας, το Δικαστήριο δεν θεώρησε αναγκαίο να εξετάσει το ζήτημα, αφού ούτως ή άλλως οι οικείες διατάξεις παραβίαζαν την απαγόρευση συγκεκαλυμμένων διακρίσεων λόγω ιθαγενείας. Εφόσον ισχύει το ίδιο και εν προκειμένω, δεν θα επεκταθώ περισσότερο επί του θέματος αυτού.
138. Επομένως, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οι διατάξεις ορισμένου κράτους μέλους σχετικά με τον συνυπολογισμό περιόδων προϋπηρεσίας για τον καθορισμό της αμοιβής επί συμβάσει διδασκόντων και βοηθών διδασκόντων παραβιάζουν το άρθρο 48 της Συνθήκης και το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1612/68, εφόσον επιβάλλουν επαχθέστερους όρους ως προς τις περιόδους που έχουν συμπληρωθεί σε άλλα κράτη μέλη έναντι αυτών που ισχύουν ως προς περιόδους που έχουν συμπληρωθεί σε ανάλογους οργανισμούς στο εν λόγω κράτος μέλος.
Τρίτο ερώτημα: χρονικός περιορισμός
139. Το ζητούμενο είναι αν, στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος είναι υποχρεωμένο να λαμβάνει υπόψη περιόδους απασχολήσεως που έχουν συμπληρωθεί σε ορισμένους οργανισμούς σε άλλα κράτη μέλη, πρέπει να προβαίνει στον συνυπολογισμό αυτό χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό.
140. Τόσο η Gewerkschaftsbund όσο και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι οι περίοδοι προϋπηρεσίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ανεξαρτήτως του αν συμπληρώθηκαν πριν ή μετά την προσχώρηση της Αυστρίας.
141. Το άρθρο 2 της πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως του Βασιλείου της Νορβηγίας, της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας και των προσαρμογών των συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η ένωση (στο εξής: η πράξη προσχωρήσεως) προβλέπει ότι, από τις ημερομηνίες προσχωρήσεως, οι διατάξεις των αρχικών συνθηκών θα είναι δεσμευτικές για τα νέα κράτη μέλη και θα ισχύουν στα κράτη αυτά υπό τους όρους που προβλέπονται στις εν λόγω συνθήκες και στην πράξη προσχωρήσεως.
142. Ενόψει του ότι η πράξη προσχωρήσεως δεν περιέχει μεταβατικές διατάξεις ως προς την εφαρμογή του άρθρου 48 της Συνθήκης ή του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1612/68, οι διατάξεις αυτές πρέπει να θεωρηθεί ότι καθίστανται άμεσα εφαρμοστέες και δεσμευτικές στην Αυστρία από την ημερομηνία προσχωρήσεως, δηλαδή την 1η Ιανουαρίου 1995 .
143. Επομένως, κάθε πράξη ή παράλειψη της Αυστριακής Δημοκρατίας που λαμβάνει χώρα μετά την ημερομηνία προσχωρήσεως εμπίπτει, ratione temporis, στο πεδίο εφαρμογής της απαγορεύσεως των αμέσων ή συγκεκαλυμμένων διακρίσεων εις βάρος διακινουμένων εργαζομένων λόγω ιθαγενείας όσον αφορά τους όρους εργασίας ή απασχολήσεως.
144. Κατά συνέπεια, το ερώτημα είναι αν, κατά τη λήψη οποιασδήποτε αποφάσεως ως προς το συγκρίσιμο περιόδων απασχολήσεως, το κράτος μέλος υποδοχής υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλες τις περιόδους απασχολήσεως ακόμη και αν έχουν συμπληρωθεί πριν από την ένταξη. Η απάντηση φαίνεται να είναι σαφής. Ελλείψει μεταβατικών διατάξεων, οι διακρίσεις εις βάρος υπηκόων άλλων κρατών μελών απαγορεύονται, ο κανόνας δε αυτός ισχύει άμεσα από την ημερομηνία προσχωρήσεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κατ' ανάγκην θα έχουν συμπληρωθεί περίοδοι προϋπηρεσίας πριν από την ένταξη. Ελλείψει μεταβατικών διάταξεων, αυτές οι περίοδοι προϋπηρεσίας πρέπει, επομένως, αναγκαστικά να λαμβάνονται υπόψη.
145. Ανάλογη είναι η περίπτωση εφαρμογής της αρχής της ίσης αμοιβής ανδρών και γυναικών για ίσης αξίας εργασία. Θα αναφερθώ σε ένα ακραίο παράδειγμα, αν οι άντρες σε συγκεκριμένο κράτος μέλος εισέπρατταν ετήσιο επίδομα με βάση την πείρα και την αρχαιότητά τους, ενώ οι γυναίκες δεν εισέπρατταν τέτοιο επίδομα, τότε (ελλείψει μεταβατικών διατάξεων) το εν λόγω κράτος μέλος έχει την υποχρέωση, κατόπιν της εντάξεώς του στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να εφαρμόσει την αρχή των ίσων αμοιβών, είναι προφανές ότι οι γυναίκες δικαιούνται να αξιώνουν τον συνυπολογισμό των περιόδων απασχολήσεως που έχουν συμπληρώσει πριν από την ένταξη. Δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί εύλογα ότι, στην περίπτωση που ένας άντρας είχε αρχαιότητα δέκα ετών, οι γυναίκες θα έπρεπε να περιμένουν άλλα δέκα χρόνια πριν επιτύχουν ισότητα (μετά την πάροδο των οποίων οι άντρες θα είχαν αποκτήσει αρχαιότητα δέκα επιπλέον ετών). Αποτέλεσμα μιας τέτοιας λύσεως θα ήταν να διαιωνίζονται οι διακρίσεις. Το ίδιο ακριβώς επιχείρημα ισχύει και εν προκειμένω σε σχέση με τις διακρίσεις λόγω ιθαγενείας ως προς περιόδους απασχολήσεως που έχουν συμπληρωθεί σε άλλα κράτη μέλη.
146. Αναλογίες υπάρχουν επίσης με την αναγνώριση των τίτλων σπουδών. Τόσο το Δικαστήριο στη νομολογία του , όσο και ο κοινοτικός νομοθέτης ουδέποτε εξάρτησαν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων των κρατών μελών υποδοχής, ως προς την αναγνώριση, από την απόκτηση των τίτλων σπουδών μετά την ένταξη του κράτους μέλους που εξέδωσε τον τίτλο ή μετά τη θέση σε ισχύ των κοινοτικών συνθηκών.
147. Κάθε άλλη επιλογή θα περιήγε χωρίς εύλογη αιτία τους διακινουμένους εργαζομένους που επιθυμούν να εργαστούν σε ένα «νέο» κράτος μέλος ή να εγκαταλείψουν το κράτος αυτό προκειμένου να εργαστούν σε ένα «παλαιό» κράτος μέλος σε δυσμενή μοίρα έναντι των εργαζομένων που διακινούνται εντός του χώρου που απαρτίζεται από τα «παλαιά» κράτη μέλη.
148. Η κρίση αυτή δεν επηρεάζεται από αποφάσεις όπως η Αndersson και Wåkerås-Andersson ή η απόφαση Tsiotras . Στην απόφαση Andersson και Wåkerås-Andersson, δύο πρώην υπάλληλοι μιας σουηδικής επιχειρήσεως που είχε κηρυχθεί σε πτώχευση πριν από την ένταξη της Σουηδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση επιχείρησαν να επικαλεστούν την οδηγία 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη, σε συνδυασμό με τις αρχές που διατυπώνονται στην απόφαση Francovich κ.λπ. . Στην απόφαση Tsiotras, ένας Έλληνας υπήκοος που πριν από την ένταξη της χώρας του στην Κοινότητα είχε εργαστεί στη Γερμανία, αλλά ο οποίος κατά την ημερομηνία εντάξεως ήταν άνεργος και στη συνέχεια παρέμεινε άνεργος και του ήταν αντικειμενικά αδύνατο να βρεί εργασία, προσπάθησε να επικαλεστεί κατά της Γερμανίας το δικαίωμα της ελεύθερης διακινήσεως των εργαζομένων. Και στις δύο περιπτώσεις το Δικαστήριο αρνήθηκε να συναγάγει νομικά συμπεράσματα από πραγματικά περιστατικά που είχαν λάβει χώρα πριν από την ένταξη των εμπλεκομένων κρατών μελών.
149. Ωστόσο, και στις δύο αποφάσεις η συλλογιστική που κυριάρχησε ήταν ότι τα δικαιώματα που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορούν να αποκτηθούν πριν από την ένταξη και, κατά συνέπεια, δεν μπορούν να αναγνωριστούν μετά την ένταξη, εφόσον δεν πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις αποκτήσεως ή υπάρξεώς τους. Η παρούσα υπόθεση διαφέρει, καθ' ότι δεν αφορά την αναγνώριση δικαιωμάτων κοινοτικού δικαίου, τα οποία ο αιτών ισχυρίζεται ότι τα απέκτησε πριν από την ένταξη, αλλά ενέχουσα διακρίσεις μεταχείριση διακινουμένων εργαζομένων ως προς το καθεστώς που τους διέπει επί του παρόντος και το οποίο είναι συνέπεια προηγηθέντων γεγονότων που διέπονται από τη νομοθεσία των οικείων κρατών μελών καταγωγής.
150. Κατά συνέπεια, οσάκις οι αυστριακές αρχές λαμβάνουν αποφάσεις ως προς την αναγνώριση περιόδων προϋπηρεσίας, όλες οι εν λόγω περίοδοι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έχουν συμπληρωθεί πριν από την ημερομηνία εντάξεως.
151. Δεν θεωρώ ότι το συμπέρασμα μπορεί να είναι διαφορετικό όσον αφορά Αυστριακούς εργαζομένους που έχουν συμπληρώσει ανάλογες περιόδους απασχολήσεως σε άλλα κράτη μέλη. Στην περίπτωση που ένας τέτοιος εργαζόμενος επιστρέφει στο κράτος καταγωγής του και ζητεί μετά την ημερομηνία εντάξεως της Αυστρίας αναγνώριση περιόδων προϋπηρεσίας που έχει συμπληρώσει σε άλλα κράτη μέλη πρέπει να τυγχάνει της ιδίας μεταχειρίσεως με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που απολαμβάνει των δικαιωμάτων και ελευθεριών που εγγυάται η Συνθήκη ΕΚ .
152. Ενόψει των ανωτέρω, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οι περίοδοι απασχολήσεως που έχουν συμπληρωθεί σε άλλα κράτη μέλη σε οργανισμούς αναλόγους των αυστριακών οργανισμών που απαριθμούνται στο άρθρο 26, παράγραφος 2, του VBG πρέπει να λαμβάνονται υπόψη χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό· επομένως, στις περιόδους που πρέπει να συνυπολογίζονται περιλαμβάνονται όλες οι περίοδοι που έχουν συμπληρωθεί πριν από την ένταξη της Αυστρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Συμπέρασμα
153. Επομένως, στα ερωτήματα ουσίας που υποβλήθηκαν από το Oberster Gerichtshof της Αυστρίας πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να δοθούν οι ακόλουθες απαντήσεις:
«1) Διατάξεις κράτους μέλους ως προς τον συνυπολογισμό περιόδων προϋπηρεσίας για τον καθορισμό της αμοιβής των επί συμβάσει διδασκόντων και βοηθών διδασκόντων ενέχουν παράβαση του άρθρου 48 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 39 ΕΚ) και του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1612/68 του Συμβουλίου, εφόσον επιβάλλουν αυστηρότερες προϋποθέσεις ως προς τις περιόδους προϋπηρεσίας που έχουν συμπληρωθεί σε άλλα κράτη μέλη έναντι των προϋποθέσεων που ισχύουν ως προς τις περιόδους που έχουν συμπληρωθεί σε αναλόγους οργανισμούς του εν λόγω κράτους μέλους·
2) εφόσον ένα κράτος μέλος είναι υποχρεωμένο να λαμβάνει υπόψη περιόδους απασχολήσεως που έχουν συμπληρωθεί σε ορισμένους οργανισμούς ή ιδρύματα άλλων κρατών μελών, οι περίοδοι αυτές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό· κατά συνέπεια, στις περιόδους που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη περιλαμβάνονται και περίοδοι που έχουν συμπληρωθεί πριν από την ένταξη ενός κράτους μέλους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.»