61996J0411

Απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Οκτωβρίου 1998. - Margaret Boyle κ.λπ. κατά Equal Opportunities Commission. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Industrial Tribunal, Manchester - Ηνωμένο Βασίλειο. - Ισότητα αμοιβών και ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών - Άδεια μητρότητας - Δικαιώματα των εγκύων γυναικών όσον αφορά την αναρρωτική άδεια, την ετήσια κανονική άδεια και τη συνταξιοδότηση. - Υπόθεση C-411/96.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-06401


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 Κοινωνική πολιτική - Εργαζόμενοι άνδρες και γυναίκες - Ισότητα αμοιβών - νΑρθρο 119 της Συνθήκης και οδηγία 75/117 - Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων - νΕγκυοι, λεχώνες και γαλουχούσες εργαζόμενες - Οδηγία 92/85 - αΑδεια μητρότητας - Διατήρηση αμοιβής ή ισοδυνάμου επιδόματος - ςΕννοια - Καταβολή, υπό προϋποθέσεις, αμοιβής υψηλότερης από τα επιδόματα που προβλέπονται από την εθνική νομοθεσία κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας - Προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 119· οδηγίες του Συμβουλίου 75/117, άρθρο 1, και 92/85, άρθρα 8 και 11)

2 Κοινωνική πολιτική - Εργαζόμενοι άνδρες και γυναίκες - Πρόσβαση στην απασχόληση και όροι εργασίας - Ισότητα αμοιβών - Οδηγία 76/207 - Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων - νΕγκυοι, λεχώνες και γαλουχούσες εργαζόμενες - Οδηγία 92/85 - αΑδεια μητρότητας - Υποχρέωση εργαζομένης τελούσας σε αναρρωτική άδεια για λόγους υγείας αναγόμενους στην εγκυμοσύνη της, η οποία γεννά κατά τη διάρκεια της αναρρωτικής αυτής άδειας, να μεταθέσει την ημερομηνία ενάρξεως της αδείας μητρότητας - Επιτρέπεται

(Οδηγίες του Συμβουλίου 76/207, άρθρο 5 § 1, και 92/85, άρθρο 8)

3 Κοινωνική πολιτική - Εργαζόμενοι άνδρες και γυναίκες - Πρόσβαση στην απασχόληση και όροι εργασίας - Ισότητα αμοιβών - Οδηγία 76/207 - Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων - νΕγκυοι, λεχώνες και γαλουχούσες εργαζόμενες - Οδηγία 92/85 - αΑδεια μητρότητας - Απαγορεύεται να λαμβάνεται αναρρωτική άδεια κατά τη διάρκεια της αδείας μητρότητας εκτός αν η εργαζόμενη αποφασίσει να επιστρέψει στην εργασία - Δεν επιτρέπεται - Παρεμφερής απαγόρευση στο πλαίσιο πρόσθετης αδείας μητρότητας που χορηγεί ο εργοδότης - Επιτρέπεται

(Οδηγίες του Συμβουλίου 76/207 και 92/85)

4 Κοινωνική πολιτική - Εργαζόμενοι άνδρες και γυναίκες - Πρόσβαση στην απασχόληση και όροι εργασίας - Ισότητα αμοιβών - Οδηγία 76/207 - Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων - νΕγκυοι, λεχώνες και γαλουχούσες εργαζόμενες - Οδηγία 92/85 - αΑδεια μητρότητας - Κτήση δικαιωμάτων ετήσιας κανονικής αδείας κατά τη διάρκεια της αδείας μητρότητας - Διακόπτεται κατά τη διάρκεια της πρόσθετης αδείας μητρότητας που χορηγεί ο εργοδότης - Επιτρέπεται

(Οδηγίες του Συμβουλίου 76/207 και 92/85, άρθρα 8 και 11)

5 Κοινωνική πολιτική - Προσέγγιση των νομοθεσιών - Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων - νΕγκυοι, λεχώνες και γαλουχούσες εργαζόμενες - Οδηγία 92/85 - αΑδεια μητρότητας - Κτήση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων μόνον κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία η εργαζόμενη εισπράττει αμοιβή - Δεν επιτρέπεται

(Οδηγία 92/85, άρθρα 8 και 11, του Συμβουλίου)

Περίληψη


1 Το άρθρο 119 της Συνθήκης, το άρθρο 1 της οδηγίας 75/117, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών, και το άρθρο 11 της οδηγίας 92/85, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων, δεν απαγορεύουν ρήτρα συμβάσεως εργασίας που εξαρτά την καταβολή, κατά τη διάρκεια της αδείας μητρότητας του άρθρου 8 της οδηγίας 92/85, αμοιβής υψηλότερης από τα επιδόματα που προβλέπει η εθνική νομοθεσία περί αδείας μητρότητας από την προϋπόθεση ότι η εργαζόμενη αναλαμβάνει την υποχρέωση να επιστρέψει στην εργασία της μετά τον τοκετό τουλάχιστον για έναν μήνα, ειδάλλως υποχρεούται να επιστρέψει τη διαφορά μεταξύ της καταβληθείσας κατά την άδεια μητρότητας αμοιβής και των εν λόγω επιδομάτων στο μέτρο που το ύψος των επιδομάτων αυτών δεν είναι κατώτερο του εισοδήματος που ελάμβανε η εν λόγω εργαζομένη, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας περί κοινωνικής ασφαλίσεως, σε περίπτωση διακοπής των δραστηριοτήτων της για λόγους αναγόμενους στην κατάσταση της υγείας της.

Παρ' όλον ότι το άρθρο 11, σημείο 3, της οδηγίας επιτάσσει ότι η εργαζόμενη πρέπει να διαθέτει κατά την άδεια μητρότητας του άρθρου 8 της εν λόγω οδηγίας εισόδημα ισοδύναμο τουλάχιστον με το επίδομα που προβλέπεται από τις εθνικές νομοθεσίες περί κοινωνικής ασφαλίσεως σε περίπτωση διακοπής των δραστηριοτήτων της για λόγους υγείας, το άρθρο 11, σημεία 2, στοιχείο ββ, και 3, δεν σκοπεί να της διασφαλίσει υψηλότερο εισόδημα από αυτό που ο εργοδότης, βάσει της συμβάσεως εργασίας, έχει αναλάβει την υποχρέωση να της παρέχει σε περίπτωση που βρίσκεται σε αναρρωτική άδεια. Επιπλέον, τέτοια ρήτρα συμβάσεως εργασίας δεν συνεπάγεται δυσμενή διάκριση λόγω φύλου, υπό την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης και του άρθρου 1 της οδηγίας 75/117. Η έγκυος, λεχώνα ή γαλουχούσα εργαζόμενη βρίσκεται σε ιδιαίτερα ευαίσθητη κατάσταση που απαιτεί μεν να της χορηγείται δικαίωμα αδείας μητρότητας, αλλά δεν μπορεί να εξομοιώνεται, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της αδείας αυτής, ούτε με την κατάσταση του άνδρα ούτε με την κατάσταση της γυναίκας που τελεί σε αναρρωτική άδεια. Πράγματι, η άδεια μητρότητας που δικαιούται η εργαζόμενη σκοπεί, αφενός, στην προστασία της βιολογικής καταστάσεως της γυναίκας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και μετά από αυτήν και, αφετέρου, στην προστασία των ειδικών σχέσεων μεταξύ της γυναίκας και του τέκνου της κατά τη διάρκεια της περιόδου που έπεται της εγκυμοσύνης και του τοκετού.

2 Το άρθρο 8 της οδηγίας 92/85, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων, και το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, δεν απαγορεύουν ρήτρα συμβάσεως εργασίας που υποχρεώνει την εργαζόμενη, η οποία δήλωσε ότι προτίθεται να αρχίσει την άδεια μητρότητας κατά τη διάρκεια των έξι εβδομάδων που προηγούνται της προβλεπόμενης εβδομάδας τοκετού και η οποία τελεί, αμέσως πριν από την ημερομηνία αυτή, σε αναρρωτική άδεια για λόγους υγείας αναγόμενους στην εγκυμοσύνη της και γεννά κατά τη διάρκεια της αναρρωτικής αδείας, να μεταθέσει την ημερομηνία ενάρξεως της αδείας μητρότητας μετ' αποδοχών είτε στην αρχή της έκτης εβδομάδας πριν από την προβλεπόμενη εβδομάδα τοκετού είτε στην αρχή της αναρρωτικής αδείας, όταν η δεύτερη αυτή ημερομηνία είναι μεταγενέστερη της πρώτης.

Μολονότι το άρθρο 8 της οδηγίας 92/85 προβλέπει άδεια μητρότητας τουλάχιστον δεκατεσσάρων συνεχών εβδομάδων, συμπεριλαμβανομένης της υποχρεωτικής αδείας μητρότητας τουλάχιστον δύο εβδομάδων, αφήνει εντούτοις στα κράτη μέλη την εξουσία να καθορίζουν την ημερομηνία ενάρξεως της αδείας μητρότητας. Εξάλλου, δυνάμει της οδηγίας 76/207, σε κάθε κράτος μέλος εναπόκειται, με την επιφύλαξη των ορίων που θέτει το άρθρο 8 της οδηγίας 92/85, να καθορίζει τις περιόδους αδείας μητρότητας κατά τρόπο ώστε να καθίσταται δυνατό στις εργαζόμενες να απουσιάζουν κατά την περίοδο κατά την οποία επέρχονται διαταραχές που έχουν σχέση με την εγκυμοσύνη και τον τοκετό.

3 Η ρήτρα συμβάσεως εργασίας που απαγορεύει στην εργαζόμενη να λάβει αναρρωτική άδεια κατά την περίοδο των δεκατεσσάρων τουλάχιστον εβδομάδων αδείας μητρότητας τις οποίες δικαιούται δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/85, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων, εκτός αν αποφασίσει να επιστρέψει στην εργασία της και να θέσει έτσι οριστικώς τέρμα στην άδεια μητρότητας, δεν συμβιβάζεται με τις διατάξεις της οδηγίας 92/85. Αν μια εργαζόμενη ασθενήσει κατά τη διάρκεια της αδείας μητρότητας και τεθεί υπό καθεστώς αναρρωτικής αδείας, η δε αναρρωτική αυτή άδεια λήγει σε ημερομηνία που προηγείται της λήξεως της εν λόγω αδείας μητρότητας, δεν μπορεί να στερείται του δικαιώματος να συνεχίσει, μετά την ημερομηνία αυτή, την άδεια μητρότητας που προβλέπεται στο άρθρο 8 της οδηγίας μέχρι τη λήξη της ελάχιστης περιόδου των δεκατεσσάρων εβδομάδων, η οποία υπολογίζεται από την ημερομηνία ενάρξεως της αδείας μητρότητας. Οποιαδήποτε αντίθετη ερμηνεία θα έθετε σε κίνδυνο την επίτευξη του σκοπού της αδείας μητρότητας, στο μέτρο που η άδεια αυτή αφορά όχι μόνο την προστασία της βιολογικής καταστάσεως της γυναίκας, αλλά και την προστασία των ιδιαιτέρων σχέσεων μεταξύ της γυναίκας και του τέκνου της κατά το χρονικό διάστημα που ακολουθεί την εγκυμοσύνη και τον τοκετό.

Αντιθέτως, η ρήτρα συμβάσεως εργασίας που απαγορεύει στην εργαζόμενη να λάβει αναρρωτική άδεια κατά τη διάρκεια της πρόσθετης αδείας μητρότητας που της χορηγεί ο εργοδότης, επιπλέον της αδείας μητρότητας του άρθρου 8 της οδηγίας 92/85, εκτός αν αποφασίσει να επιστρέψει στην εργασία της και να θέσει έτσι οριστικώς τέρμα στην άδεια μητρότητας, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής και συμβιβάζεται με τις διατάξεις της οδηγίας 76/207, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, εφόσον η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων που θεσπίζεται στο άρθρο 5 της οδηγίας αυτής δεν επιτάσσει ότι η γυναίκα πρέπει να μπορεί να ασκεί συγχρόνως το δικαίωμά της για πρόσθετη άδεια μητρότητας που της χορηγεί ο εργοδότης και το δικαίωμά της για αναρρωτική άδεια.

4 Οι οδηγίες 92/85, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων, και 76/207, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, δεν απαγορεύουν ρήτρα συμβάσεως εργασίας που ορίζει ότι δικαιώματα ετήσιας κανονικής αδείας αποκτώνται μόνο κατά την περίοδο των δεκατεσσάρων τουλάχιστον εβδομάδων αδείας μητρότητας που δικαιούνται οι εργαζόμενες δυνάμει του άρθρου 8 της οδηγίας 92/85 και ότι η κτήση των δικαιωμάτων αυτών διακόπτεται κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε πρόσθετης αδείας μητρότητας που τους χορηγεί ο εργοδότης.

Η κτήση δικαιωμάτων ετήσιας κανονικής αδείας συνιστά συναφές προς τη σύμβαση εργασίας δικαίωμα των εργαζομένων γυναικών, υπό την έννοια του άρθρου 11, σημείο 2, στοιχείο αα, της οδηγίας 92/85. Πάντως, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δικαίωμα αυτό πρέπει να διασφαλίζεται μόνο κατά τη διάρκεια της αδείας μητρότητας των δεκατεσσάρων τουλάχιστον εβδομάδων που δικαιούνται οι εργαζόμενες δυνάμει του άρθρου 8 της εν λόγω οδηγίας. Περαιτέρω, η πρόσθετη άδεια μητρότητας άνευ αποδοχών συνιστά ειδικό πλεονέκτημα, το οποίο βαίνει πέραν της προστασίας που προβλέπει η οδηγία 92/85 αποκλειστικά για τις γυναίκες, οπότε η διακοπή της κτήσεως των δικαιωμάτων ετήσιας κανονικής αδείας κατά τη διάρκεια της αδείας αυτής δεν μπορεί να συνεπάγεται δυσμενή μεταχείριση των γυναικών.

5 Η οδηγία 92/85, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων, απαγορεύει ρήτρα συμβάσεως εργασίας η οποία ορίζει ότι, στο πλαίσιο επαγγελματικού συστήματος χρηματοδοτούμενου εξ ολοκλήρου από τον εργοδότη, κατά τη διάρκεια της αδείας μητρότητας του άρθρου 8 της οδηγίας αυτής αποκτώνται συνταξιοδοτικά δικαιώματα μόνο κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία η εργαζόμενη εισπράττει την αμοιβή που προβλέπεται από τη σύμβαση αυτή ή την εθνική νομοθεσία. Μολονότι τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να εξαρτούν το δικαίωμα αμοιβής ή κατάλληλου επιδόματος, το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 11, σημείο 2, στοιχείο ββ, της εν λόγω οδηγίας από την προϋπόθεση ότι η ενδιαφερόμενη εργαζόμενη πληροί τους προβλεπόμενους από τις εθνικές νομοθεσίες όρους κτήσεως του δικαιώματος αυτού, δεν υφίσταται τέτοια ευχέρεια για τα συναφή προς τη σύμβαση εργασίας δικαιώματα υπό την έννοια του άρθρου 11, σημείο 2, στοιχείο αα. Πάντως, η κτήση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, στο πλαίσιο τέτοιου επαγγελματικού συστήματος αποτελεί τμήμα των συναφών προς τη σύμβαση εργασίας δικαιωμάτων των εργαζομένων γυναικών υπό την έννοια του άρθρου 11, σημείο 2, στοιχείο αα, της οδηγίας.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-411/96,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Industrial Tribunal, Manchester (Ηνωμένο Βασίλειο), προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Margaret Boyle κ.λπ.

και

Εqual Opportunities Commission,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ, της οδηγίας 75/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 42), της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70), και της οδηγίας 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων (δέκατης ειδικής οδηγίας κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (ΕΕ L 348, σ. 1),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodrνguez Iglesias, Πρόεδρο, P. J. G. Kapteyn (εισηγητή), J.-P. Puissochet και P. Jann, προέδρους τμήματος, C. Gulmann, J. L. Murray, D. A. O. Edward, H. Ragnemalm, L. Sevσn, M. Wathelet και R. Schintgen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- οι Boyle κ.λπ., εκπροσωπούμενες από την Dinah Rose, barrister, κατ' εντολήν της Alison Eddy, solicitor,

- η Equal Opportunities Commission, εκπροσωπούμενη από τον Peter Duffy, QC, κατ' εντολήν του Alan Lakin, solicitor,

- η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τη Lindsey Nicoll, του Treasury Solicitor's Department, επικουρούμενη από την Eleanor Sharpston, barrister,

- η Ιρλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Michael A. Buckley, Chief Stat Solicitor, επικουρούμενο από την Niamh Hyland, BL,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τις Marie Wolfcarius και Carmel O'Reilly, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις των Boyle κ.λπ., εκπροσωπουμένων από την Dinah Rose, της Equal Opportunities Commission, εκπροσωπουμένης από τον Peter Duffy, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπουμένης από τον John E. Collins, Assistant Treasury Solicitor, και την Eleanor Sharpston, της Ιρλανδικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από τον Brian Lenihan, SC, και την Niamh Hyland, της Αυστριακής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από την Christine Pesendorfer, Oberrδtin im Bundeskanzleramt, και της Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τις Marie Wolfcarius και Carmel O'Reilly, κατά τη συνεδρίαση της 13ης Ιανουαρίου 1998,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 19ης Φεβρουαρίου 1998,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 15ης Οκτωβρίου 1996, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Δεκεμβρίου 1996, το Industrial Tribunal, Manchester, υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, πέντε προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ, της οδηγίας 75/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 42), της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70), και της οδηγίας 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων (δέκατης ειδικής οδηγίας κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (ΕΕ L 348, σ. 1).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ των Margaret Boyle κ.λπ. και του εργοδότη τους, της Equal Opportunities Commission (στο εξής: EOC), σχετικά με το Maternity Scheme (σύστημα κανόνων που εφαρμόζονται σε περίπτωση απουσίας των υπαλλήλων λόγω εγκυμοσύνης και μητρότητας) που η EOC εφαρμόζει στο προσωπικό της. Το εθνικό δικαστήριο επισημαίνει ότι, όσον αφορά το άμεσο αποτέλεσμα των επιδίκων οδηγιών έναντι της EOC, δεν αμφισβητείται ότι η EOC είναι κρατικός φορέας.

Η εθνική νομοθεσία

3 Στο Ηνωμένο Βασίλειο ο Employment Rights Act 1996 (νόμος περί δικαιωμάτων των εργαζομένων) χορηγεί γενικά στις εργαζόμενες δικαίωμα αδείας μητρότητας. Το άρθρο 72 ορίζει ότι η άδεια αυτή αρχίζει είτε από την ημερομηνία που κοινοποίησε η υπάλληλος στον εργοδότη της ως ημερομηνία από την οποία προτίθεται να αρχίσει την περίοδο απουσίας της είτε, αν έχει αρχίσει η έκτη εβδομάδα που προηγείται της προβλεπομένης ημερομηνίας τοκετού, από την πρώτη ημέρα κατά την οποία η εργαζόμενη απουσιάζει πλήρως ή μερικώς από την εργασία της λόγω της εγκυμοσύνης της, αν η ημερομηνία αυτή είναι προγενέστερη της πρώτης.

4 Το άρθρο 73, παράγραφος 1, του ιδίου νόμου προβλέπει ότι η άδεια μητρότητας διαρκεί δεκατέσσερις εβδομάδες από την έναρξή της ή μέχρι τον τοκετό, εάν ο τοκετός επέλθει αργότερα. Εν πάση περιπτώσει, η εργαζόμενη δεν μπορεί να εργαστεί κατά τη διάρκεια των δύο εβδομάδων μετά τον τοκετό.

5 Τα άρθρα 79 έως 85 του εν λόγω νόμου χορηγούν εξάλλου στις εργαζόμενες, που απολαύουν του γενικής φύσεως δικαιώματος αδείας μητρότητας και έχουν εργαστεί τουλάχιστον δύο έτη αδιαλείπτως μέχρι την έναρξη της ενδέκατης εβδομάδας που προηγείται της προβλεπομένης εβδομάδας τοκετού, το δικαίωμα επανεντάξεως στη θέση εργασίας τους ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια των είκοσι εννέα εβδομάδων που ακολουθούν την έναρξη της εβδομάδας του τοκετού.

6 Σύμφωνα με το άρθρο 164 του Social Security Contributions and Benefits Act 1992 (νόμου που διέπει τις εισφορές και τις παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως), οι έγκυες εργαζόμενες που έχουν εργαστεί τουλάχιστον είκοσι έξι εβδομάδες πριν από τη δέκατη τέταρτη εβδομάδα που προηγείται της προβλεπομένης εβδομάδας τοκετού και ο μισθός των οποίων υπερβαίνει ορισμένο επίπεδο έχουν δικαίωμα να λάβουν από τον εργοδότη τους το λεγόμενο Statutory Maternity Pay (εκ του νόμου επίδομα μητρότητας, στο εξής: SMP), εάν έπαυσαν να εργάζονται ή άρχισαν να εργάζονται με μερική απασχόληση λόγω της εγκυμοσύνης τους ή του τοκετού.

7 Το άρθρο 165, παράγραφος 1, του ίδιου νόμου προβλέπει ότι το SMP καταβάλλεται το πολύ για δεκαοκτώ εβδομάδες. Το άρθρο 166 διευκρινίζει ότι, για τις γυναίκες που έχουν εργαστεί αδιαλείπτως τα δύο τουλάχιστον έτη που προηγούνται της δέκατης τέταρτης εβδομάδας πριν από την προβλεπόμενη εβδομάδα τοκετού για εργοδότη που υποχρεούται να τους καταβάλει το SMP, το επίδομα αυτό ισούται με τα εννέα δέκατα του συνήθους εβδομαδιαίου μισθού κατά τη διάρκεια των έξι πρώτων εβδομάδων και κατόπιν με ένα σταθερό ποσό για τις επόμενες δώδεκα εβδομάδες. Κατά τον χρόνο των περιστατικών της κύριας δίκης, το ποσό αυτό ανερχόταν σε 54,55 λίρες στερλίνες (UK£). Οι γυναίκες που δεν πληρούν αυτήν την προϋπόθεση προϋπηρεσίας λαμβάνουν το σταθερό ποσό καθ' όλη την περίοδο των δεκαοκτώ εβδομάδων.

8 Εξάλλου, τα άρθρα 151 έως 163 του Social Security Contributions and Benefits Act 1992 χορηγούν στους ευρισκομένους σε ανικανότητα προς εργασία εργαζομένους το δικαίωμα να λαμβάνουν από τον εργοδότη τους το λεγόμενο Statutory Sick Pay (εκ του νόμου επίδομα ασθενείας, στο εξής: SSP) επί είκοσι οκτώ το πολύ εβδομάδες, το οποίο ανέρχεται σε 54,55 UK£ εβδομαδιαίως.

Η διαφορά της κύριας δίκης

9 Οι έξι προσφεύγουσες της κύριας δίκης εργάζονται στην EOC και βρίσκονται σε ηλικία τεκνοποιίας. Έχουν εργαστεί τουλάχιστον ένα έτος στον εργοδότη αυτόν και δεν προσελήφθησαν ούτε ως έκτακτες ούτε ως βοηθητικοί ούτε ως προσωρινοί υπάλληλοι ούτε βάσει συμβάσεως ορισμένου χρόνου κάτω των δύο ετών. Τουλάχιστον τρεις από αυτές έλαβαν άδεια μητρότητας κατά τη διάρκεια των τελευταίων αυτών ετών.

10 Η σύμβαση εργασίας που συνάπτει η EOC με το προσωπικό της περιλαμβάνει, αφενός, το Staff Handbook (τον κανονισμό εργασίας) που εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους και, αφετέρου, το Maternity Scheme, που αφορά τις γυναίκες εργαζόμενες.

11 Σύμφωνα με το Staff Handbook, οι εργαζόμενοι που βρίσκονται σε κατάσταση ανικανότητας προς εργασία λόγω ασθενείας δικαιούνται τις πλήρεις αποδοχές τους για έξι το πολύ μήνες εντός δωδεκάμηνης περιόδου. Στη συνέχεια, λαμβάνουν το ήμισυ των αποδοχών τους για δώδεκα το πολύ μήνες εντός μιας τετραετίας. Άλλη ρήτρα προβλέπει ότι κάθε άδεια άνευ αποδοχών έχει ως αποτέλεσμα την ανάλογη μείωση της διάρκειας της ετήσιας κανονικής αδείας.

12 Το κύριο αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης αποτελεί το Maternity Scheme. Οι ενδιαφερόμενες προσέφυγαν στο Industrial Tribunal, Manchester, με αίτημα να διαπιστωθεί ότι ορισμένες από τις ρήτρες του είναι άκυρες ή ανεφάρμοστες, διότι δημιουργούν δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος των γυναικών εργαζομένων και συνεπώς είναι αντίθετες προς τις διατάξεις του άρθρου 119 της Συνθήκης ή των οδηγιών 75/117, 76/207 ή 92/85.

13 Σύμφωνα με μία από τις ρήτρες αυτές, κάθε εργαζόμενη που έχει εργαστεί τουλάχιστον επί ένα έτος με εξαρτημένη σχέση εργασίας στην EOC και δεν έχει προσληφθεί ως έκτακτος, βοηθητικός ή προσωρινός υπάλληλος ούτε εργάζεται με σύμβαση ορισμένου χρόνου διαρκείας κάτω των δύο ετών δικαιούται άδεια μητρότητας τριών μηνών και μιας εβδομάδας με πλήρεις αποδοχές για το χρονικό διάστημα συνεχούς απουσίας της πριν και μετά τον τοκετό. Πάντως, για να μπορεί να απολαύει του δικαιώματος αυτού, η εργαζόμενη πρέπει να δηλώσει ότι προτίθεται να επιστρέψει στην εργασία της στην EOC μετά τον τοκετό και να αναλάβει την υποχρέωση ότι, στην περίπτωση που δεν επιστρέψει στην εργασία της, θα αποδώσει οποιοδήποτε ποσό της καταβληθεί κατά τη διάρκεια του χρόνου αυτού, εκτός του SMP, το οποίο δικαιούται εν πάση περιπτώσει.

14 Σύμφωνα με μια άλλη επίδικη ρήτρα του Maternity Scheme, η εργαζόμενη που δικαιούται άδεια μητρότητας μετ' αποδοχών μπορεί επιπλέον να λάβει πρόσθετη άδεια μητρότητας άνευ αποδοχών υπό την προϋπόθεση, μεταξύ άλλων, να μην υπερβαίνει η συνολική διάρκεια των δύο αυτών περιόδων αδείας τις πενήντα δύο εβδομάδες.

15 Εξάλλου, το Maternity Scheme ορίζει ότι, όταν η εργαζόμενη που έχει δηλώσει την πρόθεσή της να αρχίσει την άδεια μητρότητας κατά τη διάρκεια της περιόδου των έξι εβδομάδων πριν από την προβλεπόμενη εβδομάδα τοκετού απουσιάζει λόγω ασθενείας σχετιζομένης με την εγκυμοσύνη αμέσως πριν από την ημερομηνία κατά την οποία ζήτησε την έναρξη της αδείας μητρότητας και ο τοκετός επέλθει κατά τη διάρκεια της απουσίας της λόγω ασθενείας, η ημερομηνία ενάρξεως της αδείας μητρότητας μετ' αποδοχών μπορεί να μετατεθεί είτε στην αρχή της έκτης εβδομάδας πριν από την προβλεπόμενη εβδομάδα του τοκετού είτε στην ημερομηνία ενάρξεως της απουσίας της λόγω ασθενείας, αν η ημερομηνία αυτή είναι μεταγενέστερη.

16 Επιπλέον, σύμφωνα με το Maternity Scheme, ουδεμία αναρρωτική άδεια μετ' αποδοχών χορηγείται εφόσον έχει αρχίσει η άδεια μητρότητας μετ' αποδοχών ή η εργαζόμενη τελεί σε πρόσθετη άδεια μητρότητας άνευ αποδοχών. Πάντως, η εργαζόμενη μπορεί να δικαιούται το SSP, αν τελεί σε πρόσθετη άδεια μητρότητας άνευ αποδοχών. Όταν η εργαζόμενη γνωστοποιεί, τουλάχιστον τρεις εβδομάδες νωρίτερα, την πρόθεσή της να επιστρέψει στην εργασία της σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία, δικαιούται αναρρωτική άδεια μετ' αποδοχών από την ημερομηνία αυτή. Η αναρρωτική άδεια μετ' αποδοχών που ακολουθεί τον τοκετό θέτει τέρμα στην άδεια μητρότητας και στην πρόσθετη άδεια μητρότητας άνευ αποδοχών.

17 Τέλος, το Maternity Scheme ορίζει ότι η εργαζόμενη που δεν δικαιούται άδεια μετ' αποδοχών διατηρεί τα εκ της συμβάσεως δικαιώματα και οφέλη, πλην της αμοιβής, κατά τη διάρκεια των πρώτων δεκατεσσάρων εβδομάδων αδείας. Μεταξύ άλλων, εξακολουθεί να αποκτά δικαιώματα ετήσιας κανονικής αδείας. Η περίοδος απουσίας συνυπολογίζεται στον συντάξιμο χρόνο υπηρεσίας μόνον αν η εργαζόμενη λαμβάνει το SMP.

18 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, δυνάμει των προηγουμένων διατάξεων, οι εργαζόμενοι που τελούν σε άδεια μετ' αποδοχών, οποιουδήποτε είδους, συμπεριλαμβανομένης της αναρρωτικής αδείας και της ειδικής αδείας μετ' αποδοχών, αλλ' εξαιρουμένης της αδείας μητρότητας μετ' αποδοχών, δεν είναι υποχρεωμένοι να αναλάβουν την υποχρέωση να επιστρέψουν μέρος του μισθού τους αν δεν επιστρέψουν στην εργασία τους μετά το τέλος της περιόδου της αδείας. Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι οι γυναίκες εργαζόμενες που λαμβάνουν άδειες άνευ αποδοχών κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους είναι πολύ περισσότερες από τους άνδρες, κυρίως διότι λαμβάνουν πρόσθετες άδειες μητρότητας.

19 Το Industrial Tribunal, Manchester, διερωτώμενο αν οι διατάξεις αυτές συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«Στις παρούσες υποθέσεις, συνιστούν οι ακόλουθες περιπτώσεις παραβίαση της αρχής της ίσης και/ή της μη δυσμενούς μεταχειρίσεως των γυναικών λόγω εγκυμοσύνης, τοκετού, μητρότητας και/ή σχετικής ασθενείας, αρχής την οποία θέτει η κοινοτική νομοθεσία (ειδικότερα το άρθρο 119 της Συνθήκης της Ρώμης και/ή η οδηγία 75/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου και/ή η οδηγία 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου και/ή η οδηγία 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου):

1) η ρήτρα ότι το επίδομα μητρότητας που υπερβαίνει το εκ του νόμου επίδομα μητρότητας καταβάλλεται μόνον εάν η γυναίκα δηλώσει ότι προτίθεται να επιστρέψει στην εργασία της και αναλαμβάνει την υποχρέωση να επιστρέψει το επίδομα αυτό, εάν δεν επιστρέψει να εργαστεί επί έναν τουλάχιστον μήνα μετά τη λήξη της αδείας μητρότητας;

2) η ρήτρα ότι, όταν μια γυναίκα, η οποία τελεί σε αναρρωτική άδεια μετ' αποδοχών λόγω ασθενείας σχετιζομένης με την εγκυμοσύνη, γεννήσει κατά τη διάρκεια της αδείας αυτής, η άδεια μητρότητας μπορεί να μετατεθεί σε μία από τις ακόλουθες ημερομηνίες: είτε στην έκτη εβδομάδα πριν από την προβλεπόμενη εβδομάδα τοκετού είτε στην ημερομηνία ενάρξεως της αναρρωτικής αδείας, ανάλογα με το ποια από αυτές είναι η πλησιέστερη προς τον τοκετό ημερομηνία;

3) η ρήτρα ότι μια γυναίκα, η οποία καθίσταται ανίκανη προς εργασία για οποιονδήποτε λόγο κατά τη διάρκεια της αδείας μητρότητας, μπορεί να λάβει αναρρωτική άδεια μετ' αποδοχών μόνον εάν επιλέξει να επιστρέψει στην εργασία της και διακόψει την άδεια μητρότητας;

4) η ρήτρα ότι για την ετήσια κανονική άδεια λαμβάνεται υπόψη μόνον η εκ του νόμου προβλεπόμενη ελάχιστη περίοδος των δεκατεσσάρων εβδομάδων αδείας μητρότητας και επομένως αποκλείεται κάθε άλλη περίοδος αδείας μητρότητας;

5) η ρήτρα ότι η άδεια μητρότητας συνυπολογίζεται στον συντάξιμο χρόνο μόνον όταν η γυναίκα λαμβάνει επίδομα μητρότητας εκ συμβάσεως ή εκ του νόμου και επομένως αποκλείεται κάθε περίοδος αδείας μητρότητας άνευ αποδοχών;»

Η κοινοτική νομοθεσία

20 Το άρθρο 119 της Συνθήκης ορίζει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εξασφαλίζουν και να διατηρούν «την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών για όμοια εργασία μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών».

21 Σύμφωνα με το άρθρο 1 της οδηγίας 75/117, η αρχή της ισότητας των αμοιβών, που προβλέπεται στο άρθρο 119 της Συνθήκης, συνεπάγεται, για την ίδια εργασία ή για εργασία στην οποία αποδίδεται ίση αξία, την κατάργηση, για το σύνολο των στοιχείων και όρων αμοιβής, κάθε διακρίσεως βασιζομένης στο φύλο.

22 Η οδηγία 76/207 σκοπεί, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, στην «εφαρμογή, εντός των κρατών μελών, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, συμπεριλαμβανομένης και της επαγγελματικής προωθήσεως, και στην επαγγελματική εκπαίδευση, καθώς και στις συνθήκες εργασίας».

23 Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει:

«Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό, ιδίως, με την οικογενειακή κατάσταση.»

24 Πάντως, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, η οδηγία 76/207 «δεν θίγει τις διατάξεις που αφορούν την προστασία της γυναίκας, ιδίως όσον αφορά την εγκυμοσύνη και τη μητρότητα».

25 Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ορίζει:

«Η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, όσον αφορά τους όρους εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των όρων απολύσεως, συνεπάγεται την εξασφάλιση σε άνδρες και γυναίκες των αυτών όρων, χωρίς διάκριση βασιζόμενη στο φύλο.»

26 Όσον αφορά την οδηγία 92/85, το άρθρο 8, που αφορά την άδεια μητρότητας, ορίζει:

«1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα μέτρα που απαιτούνται προκειμένου οι εργαζόμενες κατά την έννοια του άρθρου 2 να δικαιούνται άδεια μητρότητας διάρκειας 14 συναπτών εβδομάδων τουλάχιστον, που κατανέμονται πριν ή/και μετά τον τοκετό, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές.

2. Η άδεια μητρότητας που προβλέπεται στην παράγραφο 1 πρέπει να περιλαμβάνει υποχρεωτική άδεια μητρότητας δύο εβδομάδων τουλάχιστον, που κατανέμονται πριν ή/και μετά τον τοκετό, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές.»

27 Όσον αφορά τα συναφή προς τη σύμβαση εργασίας δικαιώματα, το άρθρο 11 της οδηγίας 92/85 ορίζει:

«Προκειμένου να εξασφαλισθεί στις εργαζόμενες εγκύους, κατά την έννοια του άρθρου 2, η άσκηση των δικαιωμάτων προστασίας της ασφάλειας και της υγείας τους, τα οποία αναγνωρίζονται στο παρόν άρθρο, προβλέπονται τα ακόλουθα:

(...)

2) στην περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 8, πρέπει να εξασφαλίζονται:

α) τα δικαιώματα που σχετίζονται με τη σύμβαση εργασίας των εργαζομένων γυναικών κατά την έννοια του άρθρου 2, εκτός από τα δικαιώματα που αναφέρονται κατωτέρω στο στοιχείο ββ·

β) η διατήρηση αμοιβής ή/και το ευεργέτημα κατάλληλου επιδόματος στις εργαζόμενες κατά την έννοια του άρθρου 2·

3) το επίδομα που αναφέρεται στο σημείο 2, στοιχείο ββ, κρίνεται κατάλληλο εφόσον εξασφαλίζει αμοιβή ισοδύναμη τουλάχιστον προς εκείνη που θα εισέπραττε η ενδιαφερόμενη εργαζόμενη σε περίπτωση διακοπής των δραστηριοτήτων της για λόγους συνδεδεμένους με την κατάσταση της υγείας της, εντός ενός ενδεχομένου ανωτάτου ορίου καθοριζομένου από τις εθνικές νομοθεσίες·

4) τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να εξαρτούν το δικαίωμα αμοιβής ή επιδόματος που αναφέρεται στο σημείο 1 και στο σημείο 2, στοιχείο ββ, από την προϋπόθεση ότι η ενδιαφερόμενη εργαζόμενη πληροί τους προβλεπόμενους από τις εθνικές νομοθεσίες όρους πρόσβασης σ' αυτά τα ευεργετήματα.

Οι προαναφερόμενοι όροι δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να προβλέπουν περιόδους προηγούμενης εργασίας μεγαλύτερες των δώδεκα μηνών αμέσως πριν από την πιθανή ημερομηνία του τοκετού.»

Επί του πρώτου ερωτήματος

28 Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν το άρθρο 119 της Συνθήκης, όπως διευκρινίζεται με την οδηγία 75/117, και οι οδηγίες 76/207 ή 92/85 απαγορεύουν ρήτρα συμβάσεως εργασίας που εξαρτά την καταβολή, κατά τη διάρκεια της αδείας μητρότητας του άρθρου 8 της οδηγίας 92/85, αμοιβής υψηλότερης από τα επιδόματα που προβλέπει η εθνική νομοθεσία περί αδείας μητρότητας από την προϋπόθεση ότι η εργαζόμενη αναλαμβάνει την υποχρέωση να επιστρέψει στην εργασία της μετά τον τοκετό τουλάχιστον για ένα μήνα, ειδάλλως υποχρεούται να επιστρέψει τη διαφορά μεταξύ της καταβληθείσας κατά τη διάρκεια της αδείας μητρότητας αμοιβής και των εν λόγω επιδομάτων.

29 Κατ' αρχάς, όσον αφορά την οδηγία 92/85, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το άρθρο 11, σημεία 2, στοιχείο ββ, και 3, επιτάσσει να καταβάλλεται στην τελούσα σε άδεια μητρότητας εργαζόμενη αμοιβή τουλάχιστον ισοδύναμη προς εκείνη που θα εισέπραττε, βάσει της συμβάσεως εργασίας της, αν βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια. Αν, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο εργοδότης έχει αναλάβει την υποχρέωση να καταβάλλει στους εργαζόμενους που τελούν σε αναρρωτική άδεια τον πλήρη μισθό τους, οι τελούσες σε άδεια μητρότητας εργαζόμενες πρέπει, δυνάμει των εν λόγω διατάξεων της οδηγίας, να εισπράττουν ισοδύναμη αμοιβή. Υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 11 της οδηγίας 92/85 απαγορεύει να επιβάλλεται στις εργαζόμενες, στην περίπτωση που δεν επιστρέψουν στην εργασία τους μετά τον τοκετό, η υποχρέωση να επιστρέψουν τη διαφορά μεταξύ του πλήρους μισθού που έλαβαν από τον εργοδότη τους κατά τη διάρκεια της αδείας μητρότητας και των επιδομάτων που τους οφείλονταν κατά την άδεια μητρότητας δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας.

30 Συναφώς, επισημαίνεται ότι ο κοινοτικός νομοθέτης, λαμβάνοντας υπόψη τον κίνδυνο να στερούνται κάθε πρακτικής αποτελεσματικότητας οι αφορώσες την άδεια μητρότητας διατάξεις αν δεν συνδυάζονται με τη διατήρηση των συναφών προς τη σύμβαση εργασίας δικαιωμάτων, προέβλεψε, στο άρθρο 11, σημείο 2, στοιχείο ββ, της οδηγίας 92/85, ότι, στην περίπτωση της αδείας μητρότητας του άρθρου 8, πρέπει να εξασφαλίζεται η «διατήρηση αμοιβής ή/και το ευεργέτημα κατάλληλου επιδόματος» των εργαζομένων στις οποίες εφαρμόζεται η οδηγία.

31 Η έννοια της αμοιβής που χρησιμοποιείται στο άρθρο 11 της οδηγίας αυτής καλύπτει, όπως και ο ορισμός που δίδεται με το άρθρο 119, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, τα οφέλη που καταβάλλονται άμεσα ή έμμεσα από τον εργοδότη κατά τη διάρκεια της αδείας μητρότητας λόγω της εργασίας της εργαζόμενης (βλ. απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1996, C-342/93, Gillespie κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. Ι-475, σκέψη 12). Αντιθέτως, η έννοια του επιδόματος, που επίσης χρησιμοποιείται στη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει κάθε ποσό που εισπράττεται μεν από την εργαζόμενη κατά την άδεια μητρότητας, αλλά δεν της καταβάλλεται από τον εργοδότη της βάσει της εργασιακής σχέσεως.

32 Το άρθρο 11, σημείο 3, της οδηγίας 92/85, σύμφωνα με το οποίο το επίδομα «κρίνεται κατάλληλο εφόσον εξασφαλίζει αμοιβή ισοδύναμη τουλάχιστον προς εκείνη που θα εισέπραττε η ενδιαφερόμενη εργαζόμενη σε περίπτωση διακοπής των δραστηριοτήτων της για λόγους συνδεδεμένους με την κατάσταση της υγείας της, εντός ενός ενδεχομένου ανωτάτου ορίου καθοριζομένου από τις εθνικές νομοθεσίες», σκοπεί να διασφαλίσει ότι η εργαζόμενη διαθέτει κατά την άδεια μητρότητας εισόδημα ισοδύναμο τουλάχιστον με το επίδομα που προβλέπεται από τις εθνικές νομοθεσίες περί κοινωνικής ασφαλίσεως σε περίπτωση διακοπής των δραστηριοτήτων της για λόγους υγείας.

33 Η είσπραξη τέτοιου εισοδήματος πρέπει να διασφαλίζεται στις εργαζόμενες κατά την άδεια μητρότητας, ανεξαρτήτως του αν το εισόδημα αυτό έχει, σύμφωνα με το άρθρο 11, σημείο 2, στοιχείο ββ, της οδηγίας 92/85, τη μορφή επιδόματος, αμοιβής ή συνδυασμού των δύο.

34 Πράγματι, μολονότι το κείμενο του άρθρου 11 αναφέρεται μόνον στην «καταλληλότητα» του επιδόματος, εντούτοις το διασφαλιζόμενο στις εργαζόμενες κατά την άδεια μητρότητας εισόδημα, όταν καταβάλλεται υπό μορφή αποδοχών, ενδεχομένως σε συνδυασμό με επίδομα, πρέπει επίσης να είναι κατάλληλο υπό την έννοια του άρθρου 11, σημείο 3, της οδηγίας 92/85.

35 Εντούτοις, παρόλον ότι το άρθρο 11, σημεία 2, στοιχείο ββ, και 3, επιτάσσει ότι η εργαζόμενη πρέπει να διαθέτει κατά την άδεια μητρότητας του άρθρου 8 εισόδημα ισοδύναμο τουλάχιστον με το επίδομα που προβλέπεται από τις εθνικές νομοθεσίες περί κοινωνικής ασφαλίσεως σε περίπτωση διακοπής των δραστηριότητων της για λόγους υγείας, δεν σκοπεί να της διασφαλίσει υψηλότερο εισόδημα, και συγκεκριμένα το εισόδημα που ο εργοδότης, βάσει της συμβάσεως εργασίας, έχει αναλάβει την υποχρέωση να της παρέχει σε περίπτωση που βρίσκεται σε αναρρωτική άδεια.

36 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η ρήτρα συμβάσεως εργασίας σύμφωνα με την οποία η εργαζόμενη που δεν επιστρέφει στην εργασία της μετά τον τοκετό υποχρεούται να επιστρέψει τη διαφορά μεταξύ των καταβληθεισών κατά την άδεια μητρότητας αποδοχών και των επιδομάτων που της οφείλονταν δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας περί αδείας μητρότητας συμβιβάζεται με το άρθρο 11, σημεία 2, στοιχείο ββ, και 3, της οδηγίας 92/85, στο μέτρο που το ύψος των επιδομάτων αυτών δεν είναι κατώτερο του εισοδήματος που θα ελάμβανε η ενδιαφερόμενη εργαζόμενη, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας περί κοινωνικής ασφαλίσεως, στην περίπτωση διακοπής των δραστηριοτήτων της για λόγους αναγόμενους στην κατάσταση της υγείας της.

37 Εν συνεχεία, όσον αφορά το άρθρο 119 της Συνθήκης, όπως διευκρινίζεται με την οδηγία 75/117 και την οδηγία 76/207, οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης ισχυρίζονται ότι η επιβαλλόμενη στη γυναίκα υποχρέωση να επιστρέψει στην εργασία της μετά τον τοκετό, αν δεν θέλει να υποχρεωθεί να επιστρέψει την προβλεπόμενη από τη σύμβαση εργασίας αμοιβή που έλαβε κατά την άδεια μητρότητας, καθόσον η αμοιβή αυτή υπερβαίνει το SMP, συνιστά δυσμενή διάκριση σε βάρος της γυναίκας λόγω της εγκυμοσύνης της και επομένως είναι αντίθετη προς την ισότητα των αμοιβών. Για τα άλλα είδη αδείας μετ' αποδοχών, όπως η αναρρωτική άδεια, οι εργαζόμενοι δικαιούνται γενικώς τη συμφωνηθείσα αμοιβή χωρίς να πρέπει να αναλάβουν την υποχρέωση να επιστρέψουν στην εργασία τους μετά τη λήξη της αδείας τους.

38 Υπενθυμίζεται ότι τα οφέλη που ο εργοδότης, δυνάμει νομοθετικών διατάξεων ή λόγω της συμβάσεως εργασίας, καταβάλλει στην εργαζόμενη κατά την άδεια μητρότητας συνιστούν, αφού στηρίζονται στην εργασιακή σχέση, αμοιβή υπό την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης και του άρθρου 1 της οδηγίας 75/117 (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Gillespie κ.λπ., σκέψη 14). Επομένως, δεν μπορούν να εμπίπτουν και στην οδηγία 76/207.

39 Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η δυσμενής διάκριση συνίσταται στην εφαρμογή διαφορετικών κανόνων σε παρεμφερείς καταστάσεις ή στην εφαρμογή του ίδιου κανόνα σε διαφορετικές καταστάσεις (προαναφερθείσα απόφαση Gillespie κ.λπ., σκέψη 16, και απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1995, C-279/93, Schumacker, Συλλογή 1995, σ. Ι-225, σκέψη 30).

40 Όπως όμως αναγνώρισε ο κοινοτικός νομοθέτης κατά την έκδοση της οδηγίας 92/85, η έγκυος, λεχώνα ή γαλουχούσα εργαζόμενη βρίσκεται σε ιδιαίτερα ευαίσθητη κατάσταση που απαιτεί μεν να της χορηγείται δικαίωμα αδείας μητρότητας, αλλά δεν μπορεί να εξομοιώνεται, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της αδείας αυτής, ούτε με την κατάσταση του άνδρα ούτε με την κατάσταση της γυναίκας που τελεί σε αναρρωτική άδεια.

41 Πράγματι, η άδεια μητρότητας που δικαιούται η εργαζόμενη σκοπεί, αφενός, στην προστασία της βιολογικής καταστάσεως της γυναίκας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και μετά από αυτήν και, αφετέρου, στην προστασία των ειδικών σχέσεων μεταξύ της γυναίκας και του τέκνου της κατά τη διάρκεια της περιόδου που έπεται της εγκυμοσύνης και του τοκετού (βλ. αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 1984, 184/83, Hofmann, Συλλογή 1984, σ. 3047, σκέψη 25, και της 30ής Απριλίου 1998, C-136/95, Thibault, Συλλογή 1998, σ. Ι-2011, σκέψη 25).

42 Συνεπώς, η ρήτρα συμβάσεως εργασίας που εξαρτά την εφαρμογή ευνοϋκότερου συστήματος από αυτό που προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία από την προϋπόθεση ότι η έγκυος γυναίκα, αντίθετα προς κάθε εργαζόμενο ευρισκόμενο σε αναρρωτική άδεια, επιστρέφει στην εργασία της μετά τον τοκετό, ειδάλλως πρέπει να επιστρέψει την συμβατικώς προβλεπόμενη κατά την άδεια μητρότητας αμοιβή, στο μέτρο που υπερβαίνει το ύψος των επιδομάτων που προβλέπονται από την εθνική νομοθεσία κατά τη διάρκεια της αδείας αυτής, δεν συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω φύλου, υπό την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης και του άρθρου 1 της οδηγίας 75/117.

43 Εντούτοις, υπενθυμίζεται ότι το ύψος των επιδομάτων αυτών πρέπει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 11, σημεία 2, στοιχείο ββ, και 3, της οδηγίας 92/85.

44 Ενόψει των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 119 της Συνθήκης, το άρθρο 1 της οδηγίας 75/117 και το άρθρο 11 της οδηγίας 92/85 δεν απαγορεύουν ρήτρα συμβάσεως εργασίας που εξαρτά την καταβολή, κατά τη διάρκεια της αδείας μητρότητας του άρθρου 8 της οδηγίας 92/85, αμοιβής υψηλότερης από τα επιδόματα που προβλέπει η εθνική νομοθεσία περί αδείας μητρότητας από την προϋπόθεση ότι η εργαζόμενη αναλαμβάνει την υποχρέωση να επιστρέψει στην εργασία της μετά τον τοκετό τουλάχιστον για ένα μήνα, ειδάλλως υποχρεούται να επιστρέψει τη διαφορά μεταξύ της καταβληθείσας κατά τη διάρκεια της αδείας μητρότητας αμοιβής και των εν λόγω επιδομάτων.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

45 Με το δεύτερο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν το άρθρο 119 της Συνθήκης, όπως διευκρινίζεται με την οδηγία 75/117, και οι οδηγίες 76/207 ή 92/85 απαγορεύουν ρήτρα συμβάσεως εργασίας που υποχρεώνει την εργαζόμενη, η οποία δήλωσε ότι προτίθεται να αρχίσει την άδεια μητρότητας κατά τη διάρκεια των έξι εβδομάδων που προηγούνται της προβλεπόμενης εβδομάδας τοκετού και η οποία τελεί, αμέσως πριν από την ημερομηνία αυτή, σε αναρρωτική άδεια για λόγους υγείας αναγόμενους στην εγκυμοσύνη της και γεννά κατά τη διάρκεια της αναρρωτικής αδείας, να μεταθέσει την ημερομηνία ενάρξεως της αδείας μητρότητας μετ' αποδοχών είτε στην αρχή της έκτης εβδομάδας πριν από την προβλεπόμενη εβδομάδα τοκετού είτε στην αρχή της αναρρωτικής αδείας, όταν η δεύτερη αυτή ημερομηνία είναι μεταγενέστερη της πρώτης.

46 Οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης ισχυρίζονται ότι η ρήτρα αυτή συνεπάγεται διάκριση σε βάρος των γυναικών, καθόσον η εργαζόμενη που τελεί σε ανικανότητα προς εργασία δεν μπορεί, αντίθετα προς κάθε άλλο ασθενή εργαζόμενο, να ασκήσει το άνευ αιρέσεων προβλεπόμενο συμβατικό της δικαίωμα για αναρρωτική άδεια μετ' αποδοχών, στην περίπτωση που η ασθένειά της συνδέεται με την εγκυμοσύνη και γεννήσει κατά τη διάρκεια της αναρρωτικής αδείας. Έτσι, η εργαζόμενη υποχρεούται να λάβει, υπό λιγότερο ευνοϋκές συνθήκες, άδεια μητρότητας μετ' αποδοχών και, μεταξύ άλλων, να επιστρέψει μέρος του καταβληθέντος κατά την περίοδο αυτή μισθού αν δεν επιστρέψει στην εργασία της μετά τον τοκετό.

47 Εκ προοιμίου επισημαίνεται ότι το προδικαστικό ερώτημα, καθόσον αφορά τον καθορισμό της ενάρξεως της αδείας μητρότητας, εμπίπτει στην οδηγία 76/207, ιδίως στο άρθρο 5, παράγραφος 1, σχετικά με τους όρους εργασίας, και όχι στο άρθρο 119 της Συνθήκης ή στην οδηγία 75/117.

48 Εν συνεχεία, διαπιστώνεται ότι η επίδικη ρήτρα αφορά την κατάσταση της εγκύου εργαζόμενης η οποία δήλωσε ότι επιθυμεί να αρχίσει την άδεια μητρότητας κατά τη διάρκεια των έξι εβδομάδων πριν από την προβλεπόμενη εβδομάδα τοκετού.

49 Συναφώς, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 8 της οδηγίας 92/85, μολονότι προβλέπει άδεια μητρότητας τουλάχιστον δεκατεσσάρων συνεχών εβδομάδων, συμπεριλαμβανομένης της υποχρεωτικής αδείας μητρότητας τουλάχιστον δύο εβδομάδων, αφήνει εντούτοις στα κράτη μέλη την εξουσία να καθορίζουν την ημερομηνία ενάρξεως της αδείας μητρότητας.

50 Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 76/207, σε κάθε κράτος μέλος εναπόκειται, με την επιφύλαξη των ορίων που θέτει το άρθρο 8 της οδηγίας 92/85, να καθορίζει τις περιόδους αδείας μητρότητας κατά τρόπο ώστε να καθίσταται δυνατό στις εργαζόμενες να απουσιάζουν κατά την περίοδο κατά την οποία επέρχονται διαταραχές που έχουν σχέση με την εγκυμοσύνη και τον τοκετό (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 1990, C-179/88, Handels- og Kontorfunktionζrernes Forbund, Συλλογή 1990, σ. Ι-3979, σκέψη 15).

51 Έτσι, μια εθνική νομοθεσία μπορεί να προβλέπει, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, ότι η άδεια μητρότητας αρχίζει είτε την ημερομηνία που κοινοποίησε η ενδιαφερόμενη στον εργοδότη της ως ημερομηνία από την οποία προτίθεται να απουσιάζει από την εργασία της είτε την πρώτη ημέρα πλήρους ή μερικής απουσίας της εργαζόμενης από την εργασία της λόγω της εγκυμοσύνης της μετά την έναρξη της έκτης εβδομάδας πριν από την προβλεπόμενη εβδομάδα τοκετού, αν η ημερομηνία αυτή είναι προγενέστερη της πρώτης.

52 Η ρήτρα που αφορά το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αντανακλά απλώς την εκ μέρους της εθνικής νομοθεσίας επιλογή.

53 Εξάλλου, το γεγονός ότι η ευρισκόμενη σε άδεια μητρότητας εργαζόμενη πρέπει να αναλάβει την υποχρέωση να επιστρέψει στην εργασία μετά τον τοκετό, ειδάλλως θα πρέπει να αποδώσει την αμοιβή που έλαβε, δυνάμει της συμβάσεως εργασίας της, κατά την άδεια μητρότητας, στο μέτρο που η αμοιβή αυτή υπερβαίνει το ποσό των προβλεπομένων από την εθνική νομοθεσία επιδομάτων κατά τη διάρκεια της αδείας αυτής δεν μπορεί, για τους περιγραφέντες στις σκέψεις 42 και 43 της παρούσας αποφάσεως λόγους, να συνιστά δυσμενή μεταχείριση σε βάρος της.

54 Επομένως, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 8 της οδηγίας 92/85 και το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 δεν απαγορεύουν ρήτρα συμβάσεως εργασίας που υποχρεώνει την εργαζόμενη, η οποία δήλωσε ότι προτίθεται να αρχίσει την άδεια μητρότητας κατά τη διάρκεια των έξι εβδομάδων που προηγούνται της προβλεπόμενης εβδομάδας τοκετού και η οποία τελεί, αμέσως πριν από την ημερομηνία αυτή, σε αναρρωτική άδεια για λόγους υγείας αναγόμενους στην εγκυμοσύνη της και γεννά κατά τη διάρκεια της αναρρωτικής αδείας, να μεταθέσει την ημερομηνία ενάρξεως της αδείας μητρότητας μετ' αποδοχών είτε στην αρχή της έκτης εβδομάδας πριν από την προβλεπόμενη εβδομάδα τοκετού είτε στην αρχή της αναρρωτικής αδείας, όταν η δεύτερη αυτή ημερομηνία είναι μεταγενέστερη της πρώτης.

Επί του τρίτου ερωτήματος

55 Με το τρίτο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 119 της Συνθήκης, όπως διευκρινίζεται με την οδηγία 75/117, και οι οδηγίες 76/207 και 92/85 αντίκεινται σε ρήτρα συμβάσεως εργασίας η οποία απαγορεύει στην εργαζόμενη να λάβει αναρρωτική άδεια κατά την περίοδο των δεκατεσσάρων τουλάχιστον εβδομάδων αδείας μητρότητας τις οποίες δικαιούται δυνάμει του άρθρου 8 της οδηγίας 92/85 ή οποιαδήποτε πρόσθετη άδεια μητρότητας που της χορηγεί ο εργοδότης, εκτός αν αποφασίσει να επιστρέψει στην εργασία της και να θέσει έτσι οριστικώς τέρμα στην άδεια μητρότητας.

56 Πρώτον, προκειμένου για την οδηγία 92/85, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, της αδείας μητρότητας των δεκατεσσάρων τουλάχιστον εβδομάδων του άρθρου 8 της οδηγίας αυτής και, αφετέρου, κάθε πρόσθετης αδείας που ο εργοδότης, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, είναι διατεθειμένος να παρέχει στις έγκυες, λεχώνες ή γαλουχούσες εργαζόμενες.

57 Η επίδικη ρήτρα, καθόσον απαγορεύει στην εργαζόμενη να λάβει αναρρωτική άδεια κατά τη διάρκεια της αδείας μητρότητας του άρθρου 8 της οδηγίας 92/85 - η οποία έχει καθοριστεί στο Ηνωμένο Βασίλειο κατ' αρχήν σε δεκατέσσερις εβδομάδες - εκτός αν θέσει οριστικώς τέρμα στην άδεια αυτή, πρέπει να εξεταστεί από την άποψη της διατάξεως αυτής.

58 Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, μολονότι τα κράτη μέλη πρέπει, δυνάμει του άρθρου 8 της εν λόγω οδηγίας, να λαμβάνουν τα μέτρα που απαιτούνται προκειμένου οι εργαζόμενες να δικαιούνται άδεια μητρότητας τουλάχιστον δεκατεσσάρων εβδομάδων, πρόκειται για δικαίωμα από το οποίο οι ενδιαφερόμενες μπορούν να παραιτηθούν, εξαιρέσει των δύο εβδομάδων υποχρεωτικής αδείας μητρότητας, που προβλέπεται στην παράγραφο 2, οι οποίες, στο Ηνωμένο Βασίλειο, αρχίζουν την ημέρα του τοκετού.

59 Εξάλλου, το άρθρο 8 της οδηγίας 92/85 προβλέπει ότι η άδεια μητρότητας πρέπει να έχει διάρκεια τουλάχιστον δεκατεσσάρων συναπτών εβδομάδων, που κατανέμονται πριν ή/και μετά τον τοκετό. Από τον σκοπό της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι η εργαζόμενη δεν μπορεί να διακόψει ή να υποχρεωθεί να διακόψει την άδεια μητρότητας και να επιστρέψει στην εργασία της για να συνεχίσει αργότερα το υπόλοιπο της αδείας μητρότητας.

60 Αντιθέτως, αν μια εργαζόμενη ασθενήσει κατά τη διάρκεια της αδείας μητρότητας του άρθρου 8 της οδηγίας 92/85 και τεθεί υπό καθεστώς αναρρωτικής αδείας, η δε αναρρωτική αυτή άδεια λήγει σε ημερομηνία που προηγείται της λήξεως της εν λόγω αδείας μητρότητας, δεν μπορεί να στερείται του δικαιώματος να συνεχίσει, μετά την ημερομηνία αυτή, την άδεια μητρότητας που προβλέπεται στην προαναφερθείσα διάταξη μέχρι τη λήξη της ελάχιστης περιόδου των δεκατεσσάρων εβδομάδων, η οποία υπολογίζεται από την ημερομηνία ενάρξεως της αδείας μητρότητας.

61 Οποιαδήποτε αντίθετη ερμηνεία θα έθετε σε κίνδυνο την επίτευξη του σκοπού της αδείας μητρότητας, στο μέτρο που η άδεια αυτή αφορά όχι μόνο την προστασία της βιολογικής καταστάσεως της γυναίκας, αλλά και την προστασία των ιδιαιτέρων σχέσεων μεταξύ της γυναίκας και του τέκνου της κατά το χρονικό διάστημα που ακολουθεί την εγκυμοσύνη και τον τοκετό. Η περίοδος της αδείας μητρότητας των δεκατεσσάρων τουλάχιστον συναπτών εβδομάδων, που κατανέμονται πριν και/ή μετά τον τοκετό, σκοπεί, μεταξύ άλλων, να διασφαλίσει τη δυνατότητα της γυναίκας να ασχοληθεί με το νεογέννητο τις εβδομάδες που ακολουθούν τον τοκετό. Συνεπώς, δεν επιτρέπεται, εκτός εξαιρετικών περιστάσεων, να στερείται η γυναίκα της διασφαλίσεως αυτής για λόγους υγείας.

62 Η ρήτρα που απαγορεύει στην εργαζόμενη να λάβει αναρρωτική άδεια κατά τη διάρκεια κάθε αδείας που χορηγείται από τον εργοδότη επιπλέον της αδείας μητρότητας του άρθρου 8 της οδηγίας 92/85, εκτός εάν θέσει οριστικώς τέρμα στην άδεια αυτή, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής.

63 Δεύτερον, επισημαίνεται ότι το τρίτο προδικαστικό ερώτημα αφορά επίσης το ζήτημα αν η επίδικη ρήτρα συνεπάγεται δυσμενή διάκριση όσον αφορά το δικαίωμα για αναρρωτική άδεια και ότι, συνεπώς, εμπίπτει στην οδηγία 76/207, ιδίως στο άρθρο 5, παράγραφος 1, σχετικά με τους όρους εργασίας. Το άρθρο 119 της Συνθήκης και η οδηγία 75/117 δεν έχουν συνεπώς σχέση. Ενόψει των προεκτεθέντων, το τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να εξεταστεί μόνον καθόσον αυτή η ρήτρα της συμβάσεως εργασίας αφορά την πρόσθετη άδεια μητρότητας που χορηγεί ο εργοδότης στην εργαζόμενη.

64 Συναφώς, επισημαίνεται ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων που θεσπίζεται στο άρθρο 5 της οδηγίας 76/207 δεν επιτάσσει ότι η γυναίκα πρέπει να μπορεί να ασκεί συγχρόνως το δικαίωμά της για πρόσθετη άδεια μητρότητας που της χορηγεί ο εργοδότης και το δικαίωμά της για αναρρωτική άδεια.

65 Συνεπώς, για να μπορεί η εργαζόμενη που τελεί σε άδεια μητρότητας να λάβει αναρρωτική άδεια, μπορεί να της ζητηθεί να θέσει οριστικώς τέρμα στην πρόσθετη άδεια μητρότητας που της έχει χορηγήσει ο εργοδότης.

66 Επομένως, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα συμβάσεως εργασίας που απαγορεύει στην εργαζόμενη να λάβει αναρρωτική άδεια κατά την περίοδο των δεκατεσσάρων τουλάχιστον εβδομάδων αδείας μητρότητας τις οποίες δικαιούται δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/85, εκτός αν αποφασίσει να επιστρέψει στην εργασία της και να θέσει έτσι οριστικώς τέρμα στην άδεια μητρότητας, δεν συμβιβάζεται με τις διατάξεις της οδηγίας 92/85. Αντιθέτως, η ρήτρα συμβάσεως εργασίας που απαγορεύει στην εργαζόμενη να λάβει αναρρωτική άδεια κατά τη διάρκεια της πρόσθετης αδείας μητρότητας που της χορηγεί ο εργοδότης, εκτός αν αποφασίσει να επιστρέψει στην εργασία της και να θέσει έτσι οριστικώς τέρμα στην άδεια μητρότητας, συμβιβάζεται με τις διατάξεις των οδηγιών 76/207 και 92/85.

Επί του τετάρτου ερωτήματος

67 Με το τέταρτο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ζητεί κατ' ουσία να μάθει αν το άρθρο 119 της Συνθήκης, όπως διευκρινίζεται με την οδηγία 75/117, και οι οδηγίες 76/207 ή 92/85 απαγορεύουν ρήτρα συμβάσεως εργασίας που ορίζει ότι δικαιώματα ετήσιας κανονικής αδείας αποκτώνται μόνο κατά την περίοδο των δεκατεσσάρων τουλάχιστον εβδομάδων αδείας μητρότητας που δικαιούνται οι εργαζόμενες δυνάμει του άρθρου 8 της οδηγίας 92/85 και ότι η κτήση των δικαιωμάτων αυτών διακόπτεται κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε πρόσθετης αδείας μητρότητας που τους χορηγεί ο εργοδότης.

68 Πρώτον, επισημαίνεται ότι η κτήση δικαιωμάτων ετήσιας κανονικής αδείας συνιστά συναφές προς τη σύμβαση εργασίας δικαίωμα των εργαζομένων γυναικών, υπό την έννοια του άρθρου 11, σημείο 2, στοιχείο αα, της οδηγίας 92/85.

69 Πάντως, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δικαίωμα αυτό πρέπει να διασφαλίζεται μόνο κατά τη διάρκεια της αδείας μητρότητας των δεκατεσσάρων τουλάχιστον εβδομάδων που δικαιούνται οι εργαζόμενες δυνάμει του άρθρου 8 της οδηγίας 92/85.

70 Εν προκειμένω, η διάρκεια της αδείας αυτής έχει κατ' αρχήν καθοριστεί στο Ηνωμένο Βασίλειο σε δεκατέσσερις εβδομάδες.

71 Συνεπώς, η οδηγία αυτή δεν απαγορεύει ρήτρα, όπως αυτή που αφορά το προδικαστικό ερώτημα, σύμφωνα με την οποία η κτήση των δικαιωμάτων ετήσιας κανονικής αδείας διακόπτεται κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε πρόσθετης αδείας μητρότητας που χορηγούν οι εργοδότες στις έγκυες, λεχώνες ή γαλουχούσες εργαζόμενες.

72 Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι οι όροι κτήσεως των δικαιωμάτων ετήσιας κανονικής αδείας αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των όρων εργασίας υπό την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 και συνεπώς δεν μπορούν να εμπίπτουν επίσης στο άρθρο 119 της Συνθήκης ή στην οδηγία 75/117.

73 Συναφώς, οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης επισημαίνουν ότι, σύμφωνα με το Staff Handbook της EOC, σε περίπτωση αδείας άνευ αποδοχών - αναρρωτικής αδείας, ειδικής αδείας ή πρόσθετης αδείας μητρότητας -, η διάρκεια της ετήσιας αδείας μειώνεται ανάλογα με τη διάρκεια της αδείας άνευ αποδοχών. Πάντως, εφόσον άδειες άνευ αποδοχών λαμβάνει σαφώς μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών απ' ό,τι ανδρών, λόγω του ότι οι γυναίκες λαμβάνουν πρόσθετες άδειες μητρότητας, ο κανόνας αυτός, ενώ φαίνεται να είναι ουδέτερος σε σχέση με το φύλο των εργαζομένων, συνεπάγεται έμμεση διάκριση σε βάρος των γυναικών, που απαγορεύεται από το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207.

74 Κατ' αρχάς, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τον φάκελο της υποθέσεως, όλοι οι εργαζόμενοι της EOC που λαμβάνουν άδεια άνευ αποδοχών παύουν να αποκτούν δικαιώματα ετήσιας κανονικής αδείας κατά τη διάρκεια της αδείας αυτής. Πράγματι, σύμφωνα με το Staff Handbook της EOC, οι άδειες άνευ αποδοχών περιλαμβάνουν τόσο τις αναρρωτικές και τις ειδικές άδειες, που μπορεί να λάβει κάθε εργαζόμενος, όσο και τις πρόσθετες άδειες μητρότητας που χορηγούνται από την EOC και προστίθενται στην περίοδο των δεκατεσσάρων εβδομάδων αδείας μητρότητας του Employment Rights Act 1996.

75 Συνεπώς, η ρήτρα αυτή δεν συνεπάγεται άμεση διάκριση, αφού η κτήση δικαιωμάτων ετήσιας κανονικής αδείας κατά τη διάρκεια της αδείας άνευ αποδοχών διακόπτεται τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες που λαμβάνουν άδεια άνευ αποδοχών. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν η ρήτρα αυτή μπορεί να συνιστά έμμεση διάκριση.

76 Κατά πάγια νομολογία, υφίσταται έμμεση διάκριση όταν η εφαρμογή ενός εθνικού μέτρου, το οποίο έχει εντούτοις ουδέτερη διατύπωση, θέτει στην πράξη σε δυσμενή μοίρα ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών παρά ανδρών (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 2ας Οκτωβρίου 1997, C-1/95, Gerster, Συλλογή 1997, σ. Ι-5253, σκέψη 30, και C-100/95, Kording, Συλλογή 1997, σ. Ι-5289, σκέψη 16).

77 Συναφώς, παρατηρείται ότι, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, άδειες άνευ αποδοχών λαμβάνουν πολύ περισσότερες γυναίκες απ' ό,τι άνδρες κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους, διότι οι γυναίκες λαμβάνουν πρόσθετες άδειες μητρότητας, οπότε η επίδικη ρήτρα εφαρμόζεται στην πράξη σε υψηλότερο ποσοστό γυναικών απ' ό,τι ανδρών.

78 Εντούτοις, η συχνότερη εφαρμογή της ρήτρας αυτής στις γυναίκες προκύπτει από την άσκηση του δικαιώματος αδείας μητρότητας άνευ αποδοχών που τους χορηγούν οι εργοδότες ως συμπλήρωμα της περιόδου προστασίας την οποία εγγυάται το άρθρο 8 της οδηγίας 92/85.

79 Οι εργαζόμενες που ασκούν το δικαίωμα αυτό γνωρίζοντας ότι διακόπτεται η κτήση δικαιωμάτων ετήσιας κανονικής αδείας κατά τη διάρκεια της αδείας άνευ αποδοχών δεν μπορεί να θεωρείται ότι υφίστανται δυσμενή διάκριση σε σχέση με τους άνδρες εργαζόμενους. Πράγματι, η πρόσθετη άδεια μητρότητας άνευ αποδοχών συνιστά ειδικό πλεονέκτημα, το οποίο βαίνει πέραν της προστασίας που προβλέπει η οδηγία 92/85 αποκλειστικά για τις γυναίκες, οπότε η διακοπή της κτήσεως των δικαιωμάτων ετήσιας κανονικής αδείας κατά τη διάρκεια της αδείας αυτής δεν μπορεί να συνεπάγεται δυσμενή μεταχείριση των γυναικών.

80 Επομένως, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι οδηγίες 92/85 και 76/207 δεν απαγορεύουν ρήτρα συμβάσεως εργασίας που ορίζει ότι δικαιώματα ετήσιας κανονικής αδείας αποκτώνται μόνο κατά την περίοδο των δεκατεσσάρων τουλάχιστον εβδομάδων αδείας μητρότητας που δικαιούνται οι εργαζόμενες δυνάμει του άρθρου 8 της οδηγίας 92/85 και ότι η κτήση των δικαιωμάτων αυτών διακόπτεται κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε πρόσθετης αδείας μητρότητας που τους χορηγεί ο εργοδότης.

Επί του πέμπτου ερωτήματος

81 Από τον φάκελο της υποθέσεως προκύπτει ότι με το πέμπτο ερώτημα το εθνικό δικαστήριο ζητεί κατ' ουσία να μάθει αν το άρθρο 119 της Συνθήκης, όπως διευκρινίζεται με την οδηγία 75/117, και οι οδηγίες 92/85 ή 76/207 απαγορεύουν ρήτρα συμβάσεως εργασίας η οποία ορίζει, στο πλαίσιο επαγγελματικού συστήματος χρηματοδοτουμένου εξ ολοκλήρου από τον εργοδότη, ότι κατά τη διάρκεια της αδείας μητρότητας αποκτώνται συνταξιοδοτικά δικαιώματα μόνο κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία η εργαζόμενη εισπράττει την αμοιβή που προβλέπεται από αυτή τη σύμβαση εργασίας ή την εθνική νομοθεσία.

82 Παρατηρείται ότι η κτήση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων στο πλαίσιο επαγγελματικού συστήματος χρηματοδοτουμένου εξ ολοκλήρου από τον εργοδότη αποτελεί τμήμα των συναφών προς τη σύμβαση εργασίας δικαιωμάτων των εργαζομένων γυναικών υπό την έννοια του άρθρου 11, σημείο 2, στοιχείο αα, της οδηγίας 92/85.

83 Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 69 της παρούσας αποφάσεως, τα δικαιώματα αυτά πρέπει, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, να διασφαλίζονται κατά τη διάρκεια των δεκατεσσάρων τουλάχιστον εβδομάδων αδείας μητρότητας που δικαιούνται οι εργαζόμενες δυνάμει του άρθρου 8 της οδηγίας 92/85.

84 Μολονότι τα κράτη μέλη έχουν, σύμφωνα με το άρθρο 11, σημείο 4, της οδηγίας 92/85, την ευχέρεια να εξαρτούν το δικαίωμα αμοιβής ή κατάλληλου επιδόματος, το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 11, σημείο 2, στοιχείο ββ, από την προϋπόθεση ότι η ενδιαφερόμενη εργαζόμενη πληροί τους προβλεπόμενους από τις εθνικές νομοθεσίες όρους κτήσεως του δικαιώματος αυτού, δεν υφίσταται τέτοια ευχέρεια για τα συναφή προς τη σύμβαση εργασίας δικαιώματα υπό την έννοια του άρθρου 11, σημείο 2, στοιχείο αα.

85 Συνεπώς, η κτήση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, στο πλαίσιο επαγγελματικού συστήματος, κατά τη διάρκεια της αδείας μητρότητας του άρθρου 8 της οδηγίας 92/85 δεν μπορεί να εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι η εργαζόμενη εισπράττει κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής την αμοιβή που προβλέπεται από τη σύμβαση εργασίας της ή την εθνική νομοθεσία.

86 Επειδή η ρήτρα την οποία αφορά το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα είναι αντίθετη προς την οδηγία 92/85, δεν χρειάζεται να ερμηνευθούν ούτε το άρθρο 119 της Συνθήκης, όπως διευκρινίζεται με την οδηγία 75/117, ούτε η οδηγία 76/207.

87 Επομένως, στο πέμπτο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 92/85 απαγορεύει ρήτρα συμβάσεως εργασίας η οποία ορίζει, στο πλαίσιο επαγγελματικού συστήματος χρηματοδοτούμενου εξ ολοκλήρου από τον εργοδότη, ότι κατά τη διάρκεια της αδείας μητρότητας του άρθρου 8 της οδηγίας αυτής αποκτώνται συνταξιοδοτικά δικαιώματα μόνο κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία η εργαζόμενη εισπράττει την αμοιβή που προβλέπεται από τη σύμβαση αυτή ή την εθνική νομοθεσία.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

88 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η Ιρλανδική και η Αυστριακή Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 15ης Οκτωβρίου 1996 το Industrial Tribunal, Manchester, αποφαίνεται:

1) Το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΚ, το άρθρο 1 της οδηγίας 75/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών, και το άρθρο 11 της οδηγίας 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων (δέκατης ειδικής οδηγίας κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ), δεν απαγορεύουν ρήτρα συμβάσεως εργασίας που εξαρτά την καταβολή, κατά τη διάρκεια της αδείας μητρότητας του άρθρου 8 της οδηγίας 92/85, αμοιβής υψηλότερης από τα επιδόματα που προβλέπει η εθνική νομοθεσία περί αδείας μητρότητας από την προϋπόθεση ότι η εργαζόμενη αναλαμβάνει την υποχρέωση να επιστρέψει στην εργασία της μετά τον τοκετό τουλάχιστον για ένα μήνα, ειδάλλως υποχρεούται να επιστρέψει τη διαφορά μεταξύ της καταβληθείσας κατά τη διάρκεια της αδείας μητρότητας αμοιβής και των εν λόγω επιδομάτων.

2) Το άρθρο 8 της οδηγίας 92/85 και το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, δεν απαγορεύουν ρήτρα συμβάσεως εργασίας που υποχρεώνει την εργαζόμενη, η οποία δήλωσε ότι προτίθεται να αρχίσει την άδεια μητρότητας κατά τη διάρκεια των έξι εβδομάδων που προηγούνται της προβλεπόμενης εβδομάδας τοκετού και η οποία τελεί, αμέσως πριν από την ημερομηνία αυτή, σε αναρρωτική άδεια για λόγους υγείας αναγόμενους στην εγκυμοσύνη της και γεννά κατά τη διάρκεια της αναρρωτικής αδείας, να μεταθέσει την ημερομηνία ενάρξεως της αδείας μητρότητας μετ' αποδοχών είτε στην αρχή της έκτης εβδομάδας πριν από την προβλεπόμενη εβδομάδα τοκετού είτε στην αρχή της αναρρωτικής αδείας, όταν η δεύτερη αυτή ημερομηνία είναι μεταγενέστερη της πρώτης.

3) Η ρήτρα συμβάσεως εργασίας που απαγορεύει στην εργαζόμενη να λάβει αναρρωτική άδεια κατά την περίοδο των δεκατεσσάρων τουλάχιστον εβδομάδων αδείας μητρότητας τις οποίες δικαιούται δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/85, εκτός αν αποφασίσει να επιστρέψει στην εργασία της και να θέσει έτσι οριστικώς τέρμα στην άδεια μητρότητας, δεν συμβιβάζεται με τις διατάξεις της οδηγίας 92/85. Αντιθέτως, η ρήτρα συμβάσεως εργασίας που απαγορεύει στην εργαζόμενη να λάβει αναρρωτική άδεια κατά τη διάρκεια της πρόσθετης αδείας μητρότητας που της χορηγεί ο εργοδότης, εκτός αν αποφασίσει να επιστρέψει στην εργασία της και να θέσει έτσι οριστικώς τέρμα στην άδεια μητρότητας, συμβιβάζεται με τις διατάξεις των οδηγιών 76/207 και 92/85.

4) Οι οδηγίες 92/85 και 76/207 δεν απαγορεύουν ρήτρα συμβάσεως εργασίας που ορίζει ότι δικαιώματα ετήσιας κανονικής αδείας αποκτώνται μόνο κατά την περίοδο των δεκατεσσάρων τουλάχιστον εβδομάδων αδείας μητρότητας που δικαιούνται οι εργαζόμενες δυνάμει του άρθρου 8 της οδηγίας 92/85 και ότι η κτήση των δικαιωμάτων αυτών διακόπτεται κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε πρόσθετης αδείας μητρότητας που τους χορηγεί ο εργοδότης.

5) Η οδηγία 92/85 απαγορεύει ρήτρα συμβάσεως εργασίας η οποία ορίζει, στο πλαίσιο επαγγελματικού συστήματος χρηματοδοτούμενου εξ ολοκλήρου από τον εργοδότη, ότι κατά τη διάρκεια της αδείας μητρότητας του άρθρου 8 της οδηγίας αυτής αποκτώνται συνταξιοδοτικά δικαιώματα μόνο κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία η εργαζόμενη εισπράττει την αμοιβή που προβλέπεται από τη σύμβαση αυτή ή την εθνική νομοθεσία.