61997J0010

Απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Οκτωβρίου 1998. - Ministero delle Finanze κατά IN.CO.GE.'90 Srl, Idelgard Srl, Iris'90 Srl, Camed Srl, Pomezia Progetti Appalti Srl (PPA), Edilcam Srl, A. Cecchini & C. Srl, EMO Srl, Emoda Srl, Sappesi Srl, Ing. Luigi Martini Srl, Giacomo Srl και Mafar Srl. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Pretura circondariale di Roma - Ιταλία. - Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων - Εθνική φορολογική επιβάρυνση ασυμβίβαστη με το κοινοτικό δίκαιο. - Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-10/97 έως C-22/97.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-06307


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 Προδικαστικά ερωτήματα - Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου - Όρια - Πρόβλημα αρμοδιότητας στο πλαίσιο της οργανώσεως των εθνικών δικαστηρίων - Λύση εξαρτώμενη από τον νομικό χαρακτηρισμό ορισμένης έννομης καταστάσεως βάσει του κοινοτικού δικαίου - Ξρησιμότητα της προδικαστικής αποφάσεως

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 177)

2 Κοινοτικό δίκαιο - Υπεροχή - Αντίθετο εθνικό δίκαιο - Η πλήρης αδυναμία εφαρμογής των αντίθετων αυτών διατάξων δεν τις καθιστά ανυπόστατες

3 Κοινοτικό δίκαιο - Άμεσο αποτέλεσμα - Εθνικοί φόροι ασυμβίβαστοι προς το κοινοτικό δίκαιο - Επιστροφή - Τρόποι - Εφαρμογή του εθνικού δικαίου - Ξαρακτηρισμός των εννόμων σχέσεων που δημιουργούνται μεταξύ φορολογικών αρχών και φορολογουμένων

Περίληψη


1 Στην έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους εναπόκειται να προσδιορίζει το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί διαφορών στο πλαίσιο των οποίων διακυβεύονται δικαιώματα των ιδιωτών απορρέοντα από την κοινοτική έννομη τάξη, εξυπακουομένου πάντως ότι τα κράτη μέλη έχουν σε κάθε περίπτωση την ευθύνη της διασφαλίσεως της αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων αυτών. Με την επιφύλαξη αυτή, το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να επεμβαίνει για να επιλύει ζητήματα αρμοδιότητας που μπορούν να ανακύψουν στην οργάνωση των εθνικών δικαστηρίων από τον νομικό χαρακτηρισμό ορισμένων εννόμων καταστάσεων που στηρίζονται στο κοινοτικό δίκαιο.

Ωστόσο, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο, στο πλαίσιο της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, να υποδεικνύει στον εθνικό δικαστή τα στοιχεία του κοινοτικού δικαίου που είναι δυνατό να τον βοηθήσουν στην επίλυση του ζητήματος αρμοδιότητας το οποίο αντιμετωπίζει.

2 Το ασυμβίβαστο προς το κοινοτικό δίκαιο μιας μεταγενέστερης διατάξεως του εθνικού δικαίου δεν έχει ως αποτέλεσμα να καθιστά τη διάταξη αυτή ανυπόστατη. Ο εθνικός δικαστής, όταν αντιμετωπίζει τέτοια κατάσταση, είναι υποχρεωμένος να μην εφαρμόζει τη διάταξη αυτή, ενώ εξυπακούεται ότι η υποχρέωση αυτή δεν περιορίζει την εξουσία των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων να επιλέγουν, μεταξύ των διαφόρων διαδικασιών της εσωτερικής έννομης τάξεώς τους, την εφαρμογή εκείνων που είναι προσφορότερες για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων που απονέμει στους ιδιώτες το κοινοτικό δίκαιο.

3 Το εθνικό δικαστήριο, λόγω του ότι είναι υποχρεωμένο να μην εφαρμόζει την εθνική νομοθεσία που επιβάλλει φορολογική επιβάρυνση αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο, πρέπει κατ' αρχήν να δέχεται τα αιτήματα επιστροφής των καταβληθεισών επιβαρύνσεων. Η επιστροφή αυτή πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου εθνικού δικαίου, εξυπακουομένου ότι οι διατάξεις αυτές δεν μπορούν να είναι λιγότερο ευνοϋκές από εκείνες που αφορούν παρόμοιες προσφυγές της εσωτερικής έννομης τάξεως ούτε να καθιστούν ουσιαστικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η κοινοτική έννομη τάξη. Συνεπώς, στο εθνικό δίκαιο απόκειται ο ενδεχομένως αναγκαίος νέος χαρακτηρισμός των εννόμων σχέσεων που δημιουργήθηκαν μεταξύ των φορολογικών αρχών ενός κράτους μέλους και των εταιριών του κράτους αυτού κατά την είσπραξη μιας φορολογικής επιβαρύνσεως που κρίθηκε, μετά την είσπραξη αυτή, αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο.

Διάδικοι


Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-10/97 έως C-22/97,

που έχουν ως αντικείμενο αιτήσεις της Pretura circondariale di Roma προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με τις οποίες ζητείται, στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Ministero delle Finanze

και

IN.CO.GE.'90 Srl (C-10/97),

Idelgard Srl (C-11/97),

Iris'90 Srl (C-12/97),

Camed Srl (C-13/97),

Pomezia Progetti Appalti Srl (PPA) (C-14/97),

Edilcam Srl (C-15/97), A. Cecchini & C. Srl (C-16/97),

EMO Srl (C-17/97),

Emoda Srl (C-18/97),

Sappesi Srl (C-19/97),

Ing. Luigi Martini Srl (C-20/97),

Giacomo Srl (C-21/97),

Mafar Srl (C-22/97),

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς τις συνέπειες που απορρέουν, στο πεδίο του εθνικού δικαίου, από το ασυμβίβαστο μιας εθνικής φορολογικής επιβαρύνσεως με το κοινοτικό δίκαιο,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodrνguez Iglesias, Πρόεδρο, P. J. G. Kapteyn, J.-P. Puissochet (εισηγητή), G. Hirsch και P. Jann, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, J. C. Moitinho de Almeida, C. Gulmann, J. L. Murray, D. A. O. Edward, H. Ragnemalm, L. Sevσn, M. Wathelet, R. Schintgen και K. M. Ιωάννου, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον καθηγητή Umberto Leanza, προϋστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τη Francesca Quadri, avvocato dello Stato,

- η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Kareen Rispal-Bellanger, υποδιευθύντρια στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον Gautier Mignot, γραμματέα εξωτερικών υποθέσεων στην ίδια διεύθυνση,$

- η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη αρχικά από τη Lindsey Nicoll, του Treasury Solicitor's Department, επικουρούμενη από τον Rhodri Thompson, barrister, και στη συνέχεια από τη Stephanie Ridley, του Treasury Solicitor's Department, επικουρούμενη από τον Rhodri Thompson,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Εnrico Traversa, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις των IN.CO.GE.'90 Srl, Idelgard Srl, Iris'90 Srl και Sappesi Srl, που εκπροσωπήθηκαν από τον Gianni Manca, δικηγόρο Ρώμης, της Ιταλικής Κυβερνήσεως, που εκπροσωπήθηκε από τον Ivo M. Braguglia, avvocato dello Stato, της Γαλλικής Κυβερνήσεως, που εκπροσωπήθηκε από τον Gautier Mignot, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, που εκπροσωπήθηκε από τον Rhodri Thompson, barrister, και της Επιτροπής, που εκπροσωπήθηκε από τον Enrico Traversa, κατά τη συνεδρίαση της 19ης Μαρτίου 1998,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Μαου 1998,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δεκατρείς διατάξεις της 17ης Δεκεμβρίου 1996, που περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 16 Ιανουαρίου 1997, η Pretura circondariale di Roma υπέβαλε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς τις συνέπειες που απορρέουν, στο πεδίο του εθνικού δικαίου, από το ασυμβίβαστο μιας εθνικής φορολογικής επιβαρύνσεως με το κοινοτικό δίκαιο.

2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε κατά την εκδίκαση διαφορών μεταξύ του ιταλικού Υπουργείου Οικονομικών αφενός και της IN.CO.GE.'90 και δώδεκα άλλων εταιριών περιορισμένης ευθύνης (στο εξής: IN.CO.GE.'90 κ.λπ.) αφετέρου σχετικά με τους τρόπους επιστροφής του τέλους υπέρ του Δημοσίου που καταβάλλεται για την εγγραφή των εταιριών στο μητρώο επιχειρήσεων (στο εξής: τέλος υπέρ του Δημοσίου).

3 Το τέλος υπέρ του Δημοσίου καθιερώθηκε με το διάταγμα 641 του Προέδρου της Δημοκρατίας, της 26ης Οκτωβρίου 1972 (GURI αριθ. 292, της 11ης Νοεμβρίου 1972, συμπληρωματικό τεύχος αριθ. 3, στο εξής: διάταγμα 641/72). Η ρύθμιση αυτή, που εφαρμόζεται επί της εγγραφής της συστατικής πράξεως των εταιριών στο σχετικό μητρώο, αποτέλεσε αντικείμενο διαδοχικών τροποποιήσεων όσον αφορά το ύψος και τη συχνότητα καταβολής του τέλους.

4 Τα ποσά του τέλους υπέρ του Δημοσίου αυξήθηκαν κατ' αρχάς σημαντικά με το νομοθετικό διάταγμα 853, της 19ης Δεκεμβρίου 1984 (GURI αριθ. 347, της 19ης Δεκεμβρίου 1984), το οποίο κατέστη ο νόμος 17, της 17ης Φεβρουαρίου 1985 (GURI αριθ. 41 bis, της 17ης Φεβρουαρίου 1985), ο οποίος προέβλεψε επίσης ότι στο εξής θα οφειλόταν τέλος όχι μόνον κατά την εγγραφή της συστατικής πράξεως της εταιρίας στο μητρώο, αλλά και στις 30 Ιουνίου όλων των επομένων ετών. Στη συνέχεια, τα ποσά του τέλους τροποποιήθηκαν εκ νέου το 1988 και το 1989. Το 1989 ανέρχονταν σε 12 εκατομμύρια ιταλικές λίρες (LIT) για τις ανώνυμες εταιρίες και τις ετερόρρυθμες εταιρίες κατά μετοχές, σε 3,5 εκατομμύρια LIT για τις εταιρίες περιορισμένης ευθύνης και σε 500 000 LIT για τις λοιπές εταιρίες.

5 Με την απόφαση της 20ής Απριλίου 1993 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-71/91 και C-178/91, Ponente Carni και Cispadana Costruzioni (Συλλογή 1993, σ. Ι-1915), που αφορούσε το τέλος υπέρ του Δημοσίου, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 10 της οδηγίας 69/335/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 1969, περί των εμμέσων φόρων των επιβαλλομένων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 20), έχει την έννοια ότι απαγορεύει, υπό την επιφύλαξη των εξαιρέσεων του άρθρου 12, την επιβολή ετήσιου φόρου για την καταχώριση των κεφαλαιουχικών εταιριών στο οικείο μητρώο, έστω και αν το προϋόν της εν λόγω επιβαρύνσεως συμβάλλει στη χρηματοδότηση της υπηρεσίας που είναι επιφορτισμένη με την τήρηση του μητρώου όπου καταχωρίζονται οι εταιρίες. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι το άρθρο 12 της οδηγίας 69/335 έχει την έννοια ότι οι φόροι [τα τέλη] που έχουν ανταποδοτικό χαρακτήρα, στους οποίους αναφέρεται η παράγραφος 1, στοιχείο εε, της εν λόγω διατάξεως, είναι δυνατό να συνιστούν επιβαρύνσεις επιβαλλόμενες δίκην αντιπαροχής για πράξεις που επιβάλλονται από τον νόμο για σκοπό αναγόμενο στο γενικό συμφέρον, όπως είναι π.χ. η καταχώριση των κεφαλαιουχικών εταιριών στα οικεία μητρώα. Τα ποσά των εν λόγω τελών, που είναι δυνατό να διαφέρουν ανάλογα με τη νομική μορφή της εταιρίας, πρέπει να υπολογίζονται με βάση το κόστος της οικείας πράξεως, το οποίο επιτρέπεται να αποτιμάται κατ' αποκοπήν.

6 Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, το νομοθετικό διάταγμα 331, της 30ής Αυγούστου 1993 (GURI αριθ. 203, της 30ής Αυγούστου 1993), το οποίο κατέστη ο νόμος 427, της 29ης Οκτωβρίου 1993 (GURI αριθ. 255, της 29ης Οκτωβρίου 1993), μείωσε το τέλος υπέρ του Δημοσίου σε 500 000 LIT για όλες τις εταιρίες και κατάργησε την ετήσια είσπραξή του.

7 Με αιτήσεις που υπέβαλαν, βάσει των άρθρων 633 επ. του ιταλικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, οι IN.CO.GE.'90 κ.λπ. ζήτησαν και επέτυχαν την εκ μέρους του Pretore di Roma έκδοση διαταγών πληρωμής κατά του ιταλικού Υπουργείου Οικονομικών σχετικά με την επιστροφή των ποσών που είχαν καταβάλει ως τέλη υπέρ του Δημοσίου κατά τα προηγούμενα έτη.

8 Το Υπουργείο Οικονομικών όμως άσκησε ανακοπή κατά των διαταγών πληρωμής του Pretore di Roma, προβάλλοντας τις εξής δύο ενστάσεις: πρώτον, αναρμοδιότητα του Pretore ως προς τις φορολογικές διαφορές και, δεύτερον, παραγραφή της αξιώσεως των IN.CO.GE.'90 κ.λπ. περί επιστροφής, καθόσον η αξίωση αυτή, κατά το Υπουργείο, δεν μπορεί να αφορά, σύμφωνα με το άρθρο 13 του διατάγματος 641/72, παρά μόνο τα ποσά που καταβλήθηκαν κατά την τριετία πριν από την υποβολή του αιτήματος επιστροφής.

9 Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι οι ενστάσεις αυτές πρέπει είτε να γίνουν δεκτές είτε να απορριφθούν αμφότερες, καθόσον αφορούν και οι δύο το ζήτημα αν η διαφορά έχει φορολογικό ή αστικό χαρακτήρα. Αν δηλαδή έχει φορολογικό χαρακτήρα, ο Pretore είναι αναρμόδιος και δεν μπορεί συνεπώς να εξετάσει την ένσταση παραγραφής. Αντίθετα, αν η διαφορά δεν έχει φορολογικό χαρακτήρα, αλλά διέπεται από τις διατάξεις του αστικού δικαίου περί αναζητήσεως αχρεωστήτως καταβληθέντος, όχι μόνο το αιτούν δικαστήριο θα είναι αρμόδιο να την επιλύσει, αλλά δεν θα ισχύει ούτε η τριετής παραγραφή του άρθρου 13 του διατάγματος 641/72.

10 Ο Pretore di Roma προσθέτει συναφώς ότι η ολομέλεια του ιταλικού Corte suprema di cassazione αποφάνθηκε, με την απόφαση υπ' αριθ. 3458, της 12ης Απριλίου 1996, ότι η επιστροφή του τέλους υπέρ του Δημοσίου εμπίπτει στην τελευταία από τις αναφερθείσες ανωτέρω διατάξεις, η οποία εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων, ανεξάρτητα από την αιτία της καταβολής του αχρεωστήτου.

11 Το αιτούν δικαστήριο δεν συμφωνεί όμως με την ανάλυση αυτή. Υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο εθνικός δικαστής έχει την υποχρέωση να αφήνει ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, έστω και μεταγενέστερη, χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνισή της διά της νομοθετικής οδού ή μέσω οποιασδήποτε άλλης διαδικασίας που προβλέπει το συνταγματικό του δίκαιο (απόφαση της 4ης Ιουνίου 1992 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-13/91 και C-113/91, Debus, Συλλογή 1992, σ. I-3617). Στην προκειμένη περίπτωση όμως η πλήρης απαγόρευση εφαρμογής του ιταλικού νόμου που καθιέρωσε το τέλος υπέρ του Δημοσίου έχει ως αναγκαία συνέπεια ότι αναιρείται ο φορολογικός χαρακτήρας των εννόμων σχέσεων που δημιουργήθηκαν μεταξύ του ιταλικού Υπουργείου Οικονομικών και των αιτουσών εταιριών κατά την καταβολή των επίμαχων ποσών. Δεδομένου ότι τα ποσά αυτά καταβλήθηκαν προς εξόφληση πλήρως ανυπόστατου φόρου, άρα χωρίς να υπάρχει φορολογική απαίτηση του Δημοσίου, η επιστροφή τους διέπεται από τις γενικές διατάξεις του αστικού δικαίου περί αναζητήσεως αχρεωστήτως καταβληθέντος, που προβλέπουν δεκαετή παραγραφή.

12 Υπό τις συνθήκες αυτές, ο Pretore di Roma ανέστειλε τις ενώπιόν του διαδικασίες και υπέβαλε στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:

«Συνεπάγεται το ασυμβίβαστο που υφίσταται μεταξύ αφενός του άρθρου 3, παράγραφοι 18 και 19, του ιταλικού νομοθετικού διατάγματος 853, της 19ης Δεκεμβρίου 1984, που μετατράπηκε στον νόμο 17, της 17ης Φεβρουαρίου 1985, και αφετέρου του άρθρου 10 της οδηγίας 69/335/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 1969, όπως έχει ερμηνευθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Απριλίου 1993 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-71/91 και C-178/91, αν ληφθούν υπόψη τα κριτήρια που έχει διατυπώσει το Δικαστήριο σχετικά με την ενσωμάτωση της κοινοτικής νομοθεσίας στην εσωτερική, την απόλυτη υποχρέωση μη εφαρμογής των προαναφερθεισών παραγράφων 18 και 19 του άρθρου 3, και συγκεκριμένα συνεπάγεται το ασυμβίβαστο αυτό την υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να μη λαμβάνουν υπόψη τις εσωτερικές αυτές διατάξεις ούτε για τον χαρακτηρισμό της νομικής σχέσης βάσει της οποίας ο πολίτης ενός κράτους μέλους απαιτεί από τις φορολογικές αρχές την επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν κατά παράβαση του προαναφερθέντος άρθρου 10 της οδηγίας 69/335;»

Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

13 Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο είναι αναρμόδιο να απαντήσει στο ερώτημα του Pretore di Roma, καθόσον το ερώτημα αυτό αφορά την ερμηνεία του ιταλικού και όχι του κοινοτικού δικαίου. Συγκεκριμένα, απόκειται σε κάθε κράτος μέλος να ορίζει τα αρμόδια δικαστήρια και να θεσπίζει τους διαδικαστικούς κανόνες ασκήσεως των ενδίκων προσφυγών που αποσκοπούν στην κατοχύρωση της προστασίας των δικαιωμάτων τα οποία οι ιδιώτες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο (αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1976, 33/76, Rewe, και 45/76, Comet, Συλλογή τόμος 1976, σ. 747 και σ. 765 αντίστοιχα).

14 Επ' αυτού πρέπει να τονιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, εναπόκειται πράγματι σε κάθε κράτος μέλος να προσδιορίζει το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί διαφορών στο πλαίσιο των οποίων διακυβεύονται δικαιώματα των ιδιωτών απορρέοντα από την κοινοτική έννομη τάξη, εξυπακουομένου πάντως ότι τα κράτη μέλη έχουν σε κάθε περίπτωση την ευθύνη της διασφαλίσεως της αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων αυτών. Με την επιφύλαξη αυτή, το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να επεμβαίνει για να επιλύει ζητήματα αρμοδιότητας που μπορούν να ανακύψουν στην οργάνωση των εθνικών δικαστηρίων από τον νομικό χαρακτηρισμό ορισμένων εννόμων καταστάσεων που στηρίζονται στο κοινοτικό δίκαιο (απόφαση της 9ης Ιουλίου 1985 στην υπόθεση 179/84, Bozzetti, Συλλογή 1985, σ. 2301, σκέψη 17, απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 1996 στην υπόθεση C-446/93, SEIM, Συλλογή 1996, σ. Ι-73, σκέψη 32, και απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1997, C-54/96, Dorsch Consult, Συλλογή 1997, σ. I-4961. σκέψη 40).

15 Ωστόσο, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να υποδεικνύει στον εθνικό δικαστή τα στοιχεία του κοινοτικού δικαίου που είναι δυνατό να τον βοηθήσουν στην επίλυση του ζητήματος αρμοδιότητας, το οποίο αντιμετωπίζει (προπαρατεθείσες αποφάσεις Bozzetti, σκέψη 18, και SEIM, σκέψη 33). Προς τούτο μπορεί ενδεχομένως να συνάγει τα εν λόγω στοιχεία από τη διατύπωση του προδικαστικού ερωτήματος και από τα στοιχεία που έχει παραθέσει το εθνικό δικαστήριο [βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 1980 στην υπόθεση 54/80, Wilner, Recueil 1980, σ. 3673, σκέψη 4 (υφίσταται μόνο συνοπτική μετάφραση στα ελληνικά, Συλλογή 1980/III, σ. 447)].

16 Συναφώς, από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι ο Pretore di Roma διερωτάται ποιες συνέπειες απορρέουν, στο πεδίο του εθνικού δικαίου, από το ασυμβίβαστο μιας εθνικής φορολογικής επιβαρύνσεως με το κοινοτικό δίκαιο. Το αιτούν δικαστήριο στηρίζει την πεποίθησή του ότι οι εκκρεμείς ενώπιόν του διαφορές δεν έχουν φορολογικό χαρακτήρα, αλλά διέπονται από τις γενικές διατάξεις του ιταλικού δικαίου περί αναζητήσεως αχρεωστήτως καταβληθέντος, στο γεγονός ότι το ασυμβίβαστο αυτό, που επισύρει την πλήρη απαγόρευση εφαρμογής των οικείων εθνικών διατάξεων και καθιστά νομικώς ανυπόστατη την εν λόγω επιβάρυνση, έχει ως αναγκαία συνέπεια ότι αναιρείται ο φορολογικός χαρακτήρας της επιβαρύνσεως αυτής.

17 Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να απαντήσει στο υποβληθέν ερώτημα.

Επί τoυ υποβληθέντος ερωτήματος

18 Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση της 9ης Μαρτίου 1978 στην υπόθεση 106/77, Simmenthal (Συλλογή τόμος 1978, σ. 239), έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι οι διατάξεις της Συνθήκης και οι έχουσες απευθείας εφαρμογή πράξεις των κοινοτικών οργάνων έχουν ως αποτέλεσμα, όσον αφορά τις σχέσεις τους προς το εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών, όχι μόνο να καθιστούν αυτοδικαίως ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της υφιστάμενης εθνικής νομοθεσίας, αλλά και να κωλύουν την έγκυρη έκδοση νέων εθνικών νομοθετικών πράξεων, εφόσον οι πράξεις αυτές θα ήσαν ασυμβίβαστες με τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου. Από τα ανωτέρω η Επιτροπή συνάγει ότι τα κράτη μέλη δεν έχουν καμία αρμοδιότητα να εκδίδουν φορολογικές διατάξεις ασυμβίβαστες προς το κοινοτικό δίκαιο, άρα οι διατάξεις αυτές και οι αντίστοιχες φορολογικές υποχρεώσεις πρέπει να θεωρηθούν ανυπόστατες.

19 Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

20 Επισημαίνεται ότι στην προαναφερθείσα υπόθεση Simmenthal είχε υποβληθεί στο Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, το ζήτημα των συνεπειών της απευθείας εφαρμογής διατάξεως του κοινοτικού δικαίου σε περίπτωση ασυμβιβάστου της διατάξεως αυτής με μεταγενέστερη διάταξη της νομοθεσίας κράτους μέλους. Το Δικαστήριο όμως είχε ήδη τονίσει, με την προηγούμενη νομολογία του (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 15ης Ιουλίου 1964 στην υπόθεση 6/64, Costa, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1191), ότι οι διατάξεις των εθνικών δικαίων των κρατών μελών δεν μπορούν να υπερισχύουν των αντίθετων κανόνων του κοινοτικού δικαίου, χωρίς να κάνει διάκριση μεταξύ προγενέστερων ή μεταγενέστερων διατάξεων του εθνικού δικαίου. Με την προπαρατεθείσα απόφαση Simmenthal το Δικαστήριο δέχθηκε δηλαδή ότι κάθε εθνικός δικαστής που επιλαμβάνεται αρμοδίως μιας διαφοράς έχει την υποχρέωση να εφαρμόζει στο ακέραιο το κοινοτικό δίκαιο και να προστατεύει τα δικαιώματα που απονέμει το δίκαιο αυτό στους ιδιώτες, αφήνοντας ανεφάρμοστη κάθε ενδεχομένως αντίθετη διάταξη του εθνικού δικαίου, ανεξάρτητα από το αν η διάταξη αυτή είναι προγενέστερη ή μεταγενέστερη του κανόνα του κοινοτικού δικαίου (απόφαση Simmenthal, όπ.π., σκέψεις 21 και 24). Η νομολογία αυτή έχει επιβεβαιωθεί επανειλημμένα (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Debus, όπ.π., σκέψη 32, απόφαση της 2ας Αυγούστου 1993 στην υπόθεση C-158/91, Levy, Συλλογή 1993, σ. Ι-4287, σκέψη 9, και απόφαση της 5ης Μαρτίου 1998 στην υπόθεση C-347/96, Solred, Συλλογή 1998, σ. Ι-937, σκέψη 30).

21 Αντίθετα από ό,τι ισχυρίζεται η Επιτροπή, δεν είναι δυνατό συνεπώς να συναχθεί από την προπαρατεθείσα απόφαση Simmenthal ότι το ασυμβίβαστο προς το κοινοτικό δίκαιο μιας μεταγενέστερης διατάξεως του εθνικού δικαίου έχει ως αποτέλεσμα να καθιστά τη διάταξη αυτή ανυπόστατη. Αντίθετα, ο εθνικός δικαστής, όταν αντιμετωπίζει τέτοια κατάσταση, είναι υποχρεωμένος να μην εφαρμόζει τη διάταξη αυτή, ενώ εξυπακούεται ότι η υποχρέωση αυτή δεν περιορίζει την εξουσία των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων να επιλέγουν, μεταξύ των διαφόρων διαδικασιών της εσωτερικής έννομης τάξεώς τους, την εφαρμογή εκείνων που είναι προσφορότερες για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων που απονέμει στους ιδιώτες το κοινοτικό δίκαιο (βλ. απόφαση της 4ης Απριλίου 1968 στην υπόθεση 34/67, Lόck, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 763).

22 Απομένει το ζήτημα αν η μη εφαρμογή, κατόπιν αποφάσεως του Δικαστηρίου, εθνικής νομοθεσίας που επιβάλλει φορολογική επιβάρυνση αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο καταλήγει να αναιρεί αναδρομικά τον φορολογικό χαρακτήρα της επιβαρύνσεως αυτής, άρα να αναιρεί και τον φορολογικό χαρακτήρα των εννόμων σχέσεων που δημιουργήθηκαν κατά την είσπραξη της επιβαρύνσεως αυτής μεταξύ των εθνικών φορολογικών αρχών και των φορολογηθεισών εταιριών.

23 Κατά πάγια νομολογία, η ερμηνεία των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου στην οποία προβαίνει το Δικαστήριο κατά την άσκηση της αρμοδιότητας που του έχει αναθέσει το άρθρο 177 της Συνθήκης διαφωτίζει και αποσαφηνίζει, οσάκις παρίσταται ανάγκη, την έννοια και το περιεχόμενο της σχετικής διατάξεως, όπως πρέπει ή θα έπρεπε να νοηθεί και να εφαρμοστεί από τη χρονική στιγμή της θέσεώς της σε ισχύ. Επομένως, η διάταξη που ερμηνεύθηκε κατά αυτόν τον τρόπο μπορεί και πρέπει να εφαρμοστεί από τον δικαστή ακόμη και σε έννομες σχέσεις που γεννήθηκαν και διαμορφώθηκαν πριν από την απόφαση που έκρινε επί της αιτήσεως ερμηνείας, εφόσον συντρέχουν, κατά τα λοιπά, οι προϋποθέσεις που επιτρέπουν να αχθεί ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων μια διαφορά σχετικά με την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως (βλ. απόφαση της 27ης Μαρτίου 1980 στην υπόθεση 61/79, Denkavit italiana, Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 605, σκέψη 16, και της 2ας Δεκεμβρίου 1997 στην υπόθεση C-188/95, Fantask κ.λπ., Συλλογή 1997, σ. Ι-6783, σκέψη 37).

24 Κατά την ίδια πάντοτε νομολογία, το δικαίωμα επιστροφής ποσών που εισπράχθηκαν κατά παράβαση των κανόνων του κοινοτικού δικαίου αποτελεί τη συνέπεια και το συμπλήρωμα των δικαιωμάτων που απονέμονται στους πολίτες από τις κοινοτικές διατάξεις όπως αυτές ερμηνεύθηκαν από το Δικαστήριο. Επομένως, το κράτος μέλος υποχρεούται, καταρχήν, να επιστρέψει τις φορολογικές επιβαρύνσεις που εισπράχθηκαν κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου (απόφαση Fantask κ.λπ., όπ.π., σκέψη 38).

25 Εντούτοις, ελλείψει κοινοτικής ρυθμίσεως στον σχετικό τομέα, ο αιτών την επιστροφή αυτή πρέπει οπωσδήποτε να τηρεί τις ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις που θέτει η οικεία εθνική νομοθεσία, εξυπακουομένου ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν μπορούν να είναι λιγότερο ευνοϋκές από εκείνες που αφορούν παρόμοιες αξιώσεις της εσωτερικής έννομης τάξεως ούτε να καθιστούν ουσιαστικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η κοινοτική έννομη τάξη (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 1995 στην υπόθεση C-312/93, Peterbroeck, Συλλογή 1995, σ. Ι-4599, σκέψη 12, και της 8ης Φεβρουαρίου 1996 στην υπόθεση C-212/94, FMC κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I-389, σκέψη 71).

26 Επομένως, η υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να διασφαλίσει την επιστροφή της φορολογικής επιβαρύνσεως που εισπράχθηκε κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου πρέπει, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως των δύο προϋποθέσεων που έχει θέσει η νομολογία του Δικαστηρίου, να εκπληρώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου εθνικού δικαίου. Κατά συνέπεια, ο καθορισμός των τρόπων επιστροφής και ο αναγκαίος προς τούτο χαρακτηρισμός των εννόμων σχέσεων που δημιουργήθηκαν μεταξύ των φορολογικών αρχών ενός κράτους μέλους και των εταιριών του κράτους αυτού κατά την είσπραξη της επιβαρύνσεως αυτής απόκεινται στο εθνικό δίκαιο.

27 Εξάλλου, επιβάλλεται να υπενθυμιστεί ότι, όπως αποφάνθηκε πρόσφατα το Δικαστήριο, το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει, κατ' αρχήν, το να προβλέπει η νομοθεσία κράτους μέλους, παράλληλα με την προθεσμία παραγραφής του κοινού δικαίου η οποία ισχύει για τις αγωγές περί αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων μεταξύ ιδιωτών, ιδιαίτερους κανόνες για την υποβολή ενστάσεων και για την άσκηση ενδίκων προσφυγών προς αμφισβήτηση των τελών και λοιπών φόρων (αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 1998 στην υπόθεση C-231/96, Edis, σκέψη 37, και στην υπόθεση C-260/96, Spac, σκέψη 21, οι οποίες δεν έχουν ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή).

28 Η ευχέρεια όμως εφαρμογής των ιδιαίτερων αυτών κανόνων και στην περίπτωση επιστροφής των τελών και λοιπών φόρων που έχουν κριθεί αντίθετοι προς το κοινοτικό δίκαιο, ευχέρεια την οποία έχει αναγνωρίσει, κατά τα ανωτέρω, το Δικαστήριο, θα καθίστατο ανενεργός, αν το ασυμβίβαστο μιας εθνικής φορολογικής επιβαρύνσεως προς το κοινοτικό δίκαιο κατέληγε αναγκαστικά, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, να αναιρεί τον φορολογικό χαρακτήρα αφενός της επιβαρύνσεως αυτής και αφετέρου των εννόμων σχέσεων που δημιουργήθηκαν μεταξύ των εθνικών φορολογικών αρχών και των φορολογουμένων κατά την είσπραξη της επιβαρύνσεως αυτής.

29 Κατά συνέπεια, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το εθνικό δικαστήριο, λόγω του ότι είναι υποχρεωμένο να μην εφαρμόζει την εθνική νομοθεσία που επιβάλλει φορολογική επιβάρυνση αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο, πρέπει κατ' αρχήν να δέχεται τα αιτήματα επιστροφής των καταβληθεισών επιβαρύνσεων. Η επιστροφή αυτή πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου εθνικού δικαίου, εξυπακουομένου ότι οι διατάξεις αυτές δεν μπορούν να είναι λιγότερο ευνοϋκές από εκείνες που αφορούν παρόμοιες προσφυγές της εσωτερικής έννομης τάξεως ούτε να καθιστούν ουσιαστικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η κοινοτική έννομη τάξη. Συνεπώς, στο εθνικό δίκαιο απόκειται ο ενδεχομένως αναγκαίος νέος χαρακτηρισμός των εννόμων σχέσεων που δημιουργήθηκαν μεταξύ των φορολογικών αρχών ενός κράτους μέλους και των εταιριών του κράτους αυτού κατά την είσπραξη μιας φορολογικής επιβαρύνσεως που κρίθηκε, μετά την είσπραξη αυτή, αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

30 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ιταλική Κυβέρνηση, η Γαλλική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με διατάξεις της 17ης Δεκεμβρίου 1996 η Pretura circondariale di Roma, αποφαίνεται:

Το εθνικό δικαστήριο, λόγω του ότι είναι υποχρεωμένο να μην εφαρμόζει την εθνική νομοθεσία που επιβάλλει φορολογική επιβάρυνση αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο, πρέπει κατ' αρχήν να δέχεται τα αιτήματα επιστροφής των καταβληθεισών επιβαρύνσεων. Η επιστροφή αυτή πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου εθνικού δικαίου, εξυπακουομένου ότι οι διατάξεις αυτές δεν μπορούν να είναι λιγότερο ευνοϋκές από εκείνες που αφορούν παρόμοιες προσφυγές της εσωτερικής έννομης τάξεως ούτε να καθιστούν ουσιαστικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η κοινοτική έννομη τάξη. Συνεπώς, στο εθνικό δίκαιο απόκειται ο ενδεχομένως αναγκαίος νέος χαρακτηρισμός των εννόμων σχέσεων που δημιουργήθηκαν μεταξύ των φορολογικών αρχών ενός κράτους μέλους και των εταιριών του κράτους αυτού κατά την είσπραξη μιας φορολογικής επιβαρύνσεως που κρίθηκε, μετά την είσπραξη αυτή, αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο.