Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 29ης Ιανουαρίου 1998. - Lopex Export GmbH κατά Hauptzollamt Hamburg-Jonas. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Finanzgericht Hamburg - Γερμανία. - Τελωνειακό δίκαιο - Κατάταξη των εμπορευμάτων - Κανονισμός περί τροποποιήσεως της κατατάξεως - Προγενέστερη δεσμευτική δασμολογική πληροφορία - Κύρος. - Υπόθεση C-315/96.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-00317
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
Κοινό Δασμολόγιο - Κατάταξη των εμπορευμάτων - Δεσμευτική δασμολογική πληροφορία - Περιεχόμενο - Προστασία του επιχειρηματία από ενδεχόμενη μεταβολή της ερμηνείας που έδωσαν οι τελωνειακές αρχές στην ισχύουσα κανονιστική ρύθμιση - Όρια - Τροποποίηση της εν λόγω κανονιστικής ρυθμίσεως - Άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1715/90 - Δεν υφίσταται παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου - Κύρος
(Κανονισμός 1715/90 του Συμβουλίου, άρθρο 13, εδ. 1, πρώτη περίπτωση)
Η δεσμευτική δασμολογική πληροφορία έχει ως σκοπό να παρέχει στον επιχειρηματία κάθε ασφάλεια οσάκις υφίσταται αμφιβολία ως προς την κατάταξη εμπορεύματος στην υπάρχουσα τελωνειακή ονοματολογία, η οποία με τον τρόπο αυτό τον προστατεύει έναντι οποιασδήποτε μεταγενέστερης μεταβολής της θέσεως που έλαβαν οι τελωνειακές αρχές σχετικά με την κατάταξη των εμπορευμάτων. Αντιθέτως, όπως επιβεβαιώνεται με σαφήνεια και ακρίβεια από το γράμμα του άρθρου 13, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1715/90 περί των πληροφοριών οι οποίες παρέχονται από τις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών σχετικά με την κατάταξη των εμπορευμάτων στην τελωνειακή ονοματολογία, μια τέτοια πληροφορία δεν έχει ως σκοπό και δεν θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα να εξασφαλίζει στον επιχειρηματία ότι η δασμολογική κλάση στην οποία αναφέρεται δεν θα τροποποιηθεί στη συνέχεια με πράξη του κοινοτικού νομοθέτη.
Επομένως, το άρθρο αυτό, καθόσον προβλέπει ότι μια δεσμευτική δασμολογική πληροφορία παύει να ισχύει αφότου δεν είναι πλέον, λόγω της εκδόσεως κανονισμού τροποποιητικού της τελωνειακής ονοματολογίας, σύμφωνη προς το ούτως διαμορφωμένο κοινοτικό δίκαιο, όχι μόνον ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της αρχής της ασφάλειας δικίου, αλλά και αποκλείει να μπορεί να δημιουργείται σ' έναν επιχειρηματία, βάσει μόνο μιας δεσμευτικής δασμολογικής πληροφορίας, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς το ότι η οικεία δασμολογική κλάση δεν θα τροποποιηθεί με πράξη του κοινοτικού νομοθέτη.
Εξάλλου, το άρθρο αυτό δεν εμποδίζει τη δυνατότητα, βάσει των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, να επιβάλλεται στον κοινοτικό νομοθέτη κατά την τροποποίηση της τελωνειακής ονοματολογίας η υποχρέωση να προστατεύει με κατάλληλα μέτρα τους επιχειρηματίες, αποδέκτες ή όχι δεσμευτικής δασμολογικής πληροφορίας, οι οποίοι διαφορετικά θα υφίσταντο απρόβλεπτη και ανεπανόρθωτη ζημία.
Στην υπόθεση C-315/96,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Finanzgericht Hamburg (Γερμανία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
Lopex Export GmbH
και
Hauptzollamt Hamburg-Jonas,
">η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς το κύρος του άρθρου 13, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1715/90 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 1990, περί των πληροφοριών οι οποίες παρέχονται από τις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών σχετικά με την κατάταξη των εμπορευμάτων στην τελωνειακή ονοματολογία (ΕΕ L 160, σ. 1), καθώς και ως προς τις συνέπειες από την ενδεχομένη ακυρότητά του,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(πέμπτο τμήμα),
συγκείμενο από τους C. Gulmann (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, J. C. Moitinho de Almeida, D. A. O. Edward, J.-P. Puissochet και P. Jann, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: P. Lιger
γραμματέας: H. A. Rόhl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
- η Lopex Export GmbH, εκπροσωπουμένη από τον Jόrgen Gόndisch, δικηγόρο Αμβούργου,
- το Συμβούλιο της Ευρωπαϋκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενο από τη Maria Cristina Giorgi και τον Guus Houttuin, νομικούς συμβούλους,
- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη από τον Fernando Castillo de la Torre, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, καθώς και από τους δικηγόρους Hans-Jόrgen Rabe και Georg M. Berrisch, των Δικηγορικών Συλλόγων Βρυξελλών και Αμβούργου,$
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Lopex Export GmbH, εκπροσωπουμένης από τον Carsten Bittner, δικηγόρο Αμβούργου, του Συμβουλίου, εκπροσωπουμένου από τον Guus Houttuin, και της Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τον Fernando Castillo de la Torre, επικουρούμενο από τον δικηγόρο Georg M. Berrisch, κατά τη συνεδρίαση της 16ης Σεπτεμβρίου 1997,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 4ης Νοεμβρίου 1997,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με διάταξη της 12ης Αυγούστου 1996, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Σεπτεμβρίου 1996, το Finanzgericht Hamburg υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς το κύρος του άρθρου 13, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1715/90 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 1990, περί των πληροφοριών οι οποίες παρέχονται από τις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών σχετικά με την κατάταξη των εμπορευμάτων στην τελωνειακή ονοματολογία (ΕΕ L 160, σ. 1), καθώς και ως προς τις συνέπειες από την ενδεχομένη ακυρότητά του.
2 Τα ερωτήματα ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Lopex Export GmbH (στο εξής: Lopex) και του Hauptzollamt Hamburg-Jonas ως προς τη χορήγηση επιστροφών λόγω εξαγωγής για εξαγωγές ορού γάλακτος σε σκόνη, μερικώς αποζαχαρωμένου, διατεθέντος στο εμπόριο με την ονομασία Anilac.
3 Με μια δεσμευτική δασμολογική πληροφορία, χορηγηθείσα στις 5 Δεκεμβρίου 1988 στους προμηθευτές της Lopex, οι τελωνειακές αρχές τους πληροφόρησαν ότι ο ορός γάλακτος σε σκόνη, μερικώς αποζαχαρωμένος, έπρεπε να καταταγεί στη διάκριση 0404 90 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας. Λόγω κάποιου δισταγμού μεταξύ των διακρίσεων 0404 90 και 0404 10, οι τελωνειακές αρχές ανακάλεσαν την εν λόγω δασμολογική πληροφορία στις 30 Οκτωβρίου 1990.
4 Στις 14 Δεκεμβρίου 1990, ζήτησε η ίδια η Lopex τη χορήγηση δεσμευτικής δασμολογικής πληροφορίας για το συγκεκριμένο προϋόν. Η δασμολογική αυτή πληροφορία, χορηγηθείσα στις 5 Ιουνίου 1991, κατέταξε το Anilac στη διάκριση 0404 9013 0000 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας.
5 Μόλις η Lopex έλαβε την πληροφορία αυτή, ζήτησε να διευκρινιστούν οι τελευταίες διακρίσεις. Οι τελωνειακές αρχές εξέδωσαν τότε, στις 26 Αυγούστου 1991, πρόσθετη δεσμευτική δασμολογική πληροφορία προκειμένου να επιβεβαιωθεί η κατάταξη στη διάκριση 0404 9013 1200.
6 Με τις δύο αυτές δασμολογικές πληροφορίες, οι τελωνειακές αρχές απέκλεισαν ρητώς την κατάταξη στη διάκριση 0404 10 για τον λόγο ότι η σύνθεση του προϋόντος Anilac διέφερε ουσιαστικά από τον ορό γάλακτος.
7 Εν τούτοις, με νέα δεσμευτική δασμολογική πληροφορία, η οποία χορηγήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 1991 και απαντά στην από 14 Δεκεμβρίου 1990 αρχική αίτηση της προσφεύγουσας, η διοίκηση κατέταξε το προϋόν «σύμφωνα με τη σύνθεσή του» στη διάκριση 0404 10.
8 Κατόπιν της λήψεως της δασμολογικής αυτής πληροφορίας, η Lopex ζήτησε τη διατήρηση του κύρους της προγενέστερης κατατάξεως στον κωδικό 0404 9013 1200 έως τις 30 Απριλίου 1992.
9 Κατόπιν αλληλογραφίας με τη Lopex, οι τελωνειακές αρχές αποφάσισαν, στις 9 Δεκεμβρίου 1991, την προσωρινή διατήρηση του κύρους της προγενέστερης δασμολογικής πληροφορίας για έξι μήνες μετά την ανάκλησή της, δηλαδή έως τις 28 Απριλίου 1992.
10 Όμως, ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3798/91 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1991, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 2658/87 για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το Κοινό Δασμολόγιο, καθώς και του κανονισμού (ΕΟΚ) 2915/79 περί καθορισμού των ομάδων προϋόντων και των ειδικών διατάξεων σχετικά με τον υπολογισμό των εισφορών στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϋόντων (ΕΕ L 357, σ. 3), που άρχισε να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 1992, τροποποίησε τη Συνδυασμένη Ονοματολογία, προσαρτημένη στον κανονισμό 2658/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987 (ΕΕ L 256, σ. 1), προκειμένου να συμπεριλάβει στο γράμμα του κωδικού ΣΟ 0404 10 τον τροποποιημένο ορό γάλακτος. Η τροποποίηση αυτή δεν συνοδεύτηκε από μεταβατικό καθεστώς.
11 Οι οικείες εξαγωγές στην υπόθεση της κύριας δίκης πραγματοποιήθηκαν από τη Lopex στις 29 και 30 Ιουνίου 1992 βάσει αδείας εξαγωγής χορηγηθείσας στις 31 Δεκεμβρίου 1991, ισχύουσας έως τις 30 Ιουνίου 1992, συνοδευομένης από πιστοποιητικό προκαθορισμού με ημερομηνία 20 Δεκεμβρίου 1991.
12 Στις 6 Ιουλίου 1992, η Lopex ζήτησε τη χορήγηση επιστροφής λόγω εξαγωγής για τις εν λόγω πράξεις.
13 Στις 11 Αυγούστου 1992, το Hauptzollamt Hamburg-Jonas απέρριψε την αίτηση αυτή για τον λόγο ότι το Zolltechnische Prόf- und Lehranstalt (Ίδρυμα Ερευνών και Εκπαιδεύσεως επί της δασμολογικής τεχνικής) είχε κατατάξει το επίμαχο προϋόν στην κλάση 0404 10 - κλάση η οποία, αντίθετα προς την κλάση 0404 90, δεν παρέχει δικαίωμα επιστροφής λόγω εξαγωγής - και επειδή η προγενέστερη δεσμευτική δασμολογική πληροφορία, η οποία περιείχε διαφορετική γνώμη, είχε παύσει να ισχύει στις 28 Απριλίου 1992.
14 Την 1η Σεπτεμβρίου 1992, η Lopex υπέβαλε ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής, επικαλουμένη τόσο τη συνοδευομένη από το πιστοποιητικό προκαθορισμού άδεια εξαγωγής που της είχε χορηγηθεί και η οποία ίσχυε έως τις 30 Ιουνίου 1992 όσο και την ακυρότητα του άρθρου 13, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1715/90, στο μέτρο που αυτό προβλέπει ότι μια δεσμευτική δασμολογική πληροφορία παύει να ισχύει άνευ μεταβατικής περιόδου αφ' ης, λόγω της ενάρξεως της ισχύος κανονισμού περί τροποποιήσεως της τελωνειακής ονοματολογίας, δεν είναι πλέον σύμφωνη προς το ούτως διαμορφωμένο κοινοτικό δίκαιο.
15 Το Hauptzollamt Hamburg-Jonas απέρριψε την ένσταση αυτή στηριζόμενο στην τροποποίηση της τελωνειακής ονοματολογίας, που προκύπτει από τον κανονισμό 3798/91, και στο άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1715/90.
16 Κατόπιν αυτού, η Lopex άσκησε προσφυγή ενώπιον του Finanzgericht Hamburg επιδιώκουσα να λάβει επιστροφή λόγω εξαγωγής ύψους 889 880,04 γερμανικών μάρκων (DM) σύμφωνα με την από 6 Ιουλίου 1992 αίτησή της. Στο πλαίσιο της προσφυγής αυτής υποστήριξε ότι το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1715/90 είναι ασύμβατο προς την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, εφόσον ορίζει ότι η έκδοση κανονισμού περί τροποποιήσεως της τελωνειακής ονοματολογίας συνεπάγεται την ακυρότητα προγενέστερης δεσμευτικής δασμολογικής πληροφορίας χωρίς να προβλέπει μεταβατικές ρυθμίσεις κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 3, του ιδίου κανονισμού. Η Lopex ισχυρίστηκε συναφώς ότι, έχοντας παράσχει πίστη στη χορηγηθείσα στις 26 Αυγούστου 1991 δασμολογική πληροφορία, σύναψε συμβάσεις που δεν μπορούσαν να ακυρωθούν και ότι άμεση τροποποίηση του δικαιώματός της για επιστροφή συνεπάγεται, επομένως, σημαντική εμπορική ζημία.
17 Διαπιστώνοντας ότι το εξαγόμενο από τη Lopex προϋόν Anilac έπρεπε να κατατάσσεται, από 1ης Ιανουαρίου 1992, στη διάκριση 0404 10, η οποία δεν παρέχει δικαίωμα επιστροφής λόγω εξαγωγής, και ότι, μετά την ημερομηνία αυτή, η Lopex δεν μπορούσε να επικαλείται δικαίωμα επιστροφής παρά μόνον αν η προηγουμένως χορηγηθείσα δεσμευτική δασμολογική πληροφορία εξακολουθούσε να ισχύει, το Finanzgericht Hamburg αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία έως ότου το Δικαστήριο αποφανθεί επί των ακολούθων προδικαστικών ερωτημάτων:
«1) Συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο, υπό το πρίσμα των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1715/90, καθόσον ορίζει ότι μια δεσμευτική δασμολογική πληροφορία παύει αμέσως να ισχύει μετά την έκδοση κανονισμού περί τροποποιήσεως της τελωνειακής ονοματολογίας, χωρίς να προβλέπει μεταβατική ρύθμιση;
2) Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, ποιες είναι οι σχετικές συνέπειες, ιδίως στην περίπτωση κατά την οποία χορηγήθηκε δεσμευτική δασμολογική πληροφορία αποκλίνουσα από την τροποποιηθείσα ονοματολογία και/ή υφίσταται άδεια εξαγωγής με πιστοποιητικό προκαθορισμού ισχύος ακόμη έξι μηνών;
Πρέπει η απόφαση για την προσωρινή διατήρηση του κύρους της δεσμευτικής δασμολογικής πληροφορίας να εκτιμάται ως προς τις αναπτυχθείσες γενικώς προϋποθέσεις για την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης; ειδικότερα, προϋποθέτει μια υπό την έννοια αυτή απόφαση, έναντι του κοινοτικού συμφέροντος, εμπιστοσύνη του εξαγωγέα άξια προστασίας; Ισχύουν τα ίδια όσον αφορά το άρθρο 14, παράγραφος 4, τρίτη περίπτωση, του προπαρατεθέντος κανονισμού, καθόσον αυτό προβλέπει ότι το πιστοποιητικό προκαθορισμού πρέπει να χορηγείται "βάσει της εν λόγω πληροφορίας";»
18 Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, σχετικά με το κύρος του άρθρου 13, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1715/90, πρέπει να υπομνησθεί ο σκοπός του τελευταίου και τα συναφή εν προκειμένω στοιχεία του περιεχομένου του.
19 Σύμφωνα με την τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού, θεωρήθηκε απαραίτητο, τόσο για να εξασφαλιστεί ορισμένη ασφάλεια δικαίου στους συναλλασσομένους κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους όσο και για να διευκολυνθεί η εργασία των τελωνειακών υπηρεσιών και να υπάρξει μεγαλύτερη ομοιομορφία στην εφαρμογή του κοινοτικού τελωνειακού δικαίου, να εισαχθεί ρύθμιση υποχρεώνουσα τις τελωνειακές αρχές να παρέχουν πληροφορίες δεσμεύουσες τη διοίκηση, υπό ορισμένους όρους και επακριβώς καθορισμένους.
20 Σύμφωνα με την όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού, πρέπει να καθοριστούν «οι όροι υπό τους οποίους, κατόπιν της θεσπίσεως κοινοτικών μέτρων τροποποιητικών ή επεξηγηματικών του υφισταμένου δικαίου, η χορηγηθείσα πληροφορία παύει να ισχύει».
21 Όπως προκύπτει από το άρθρο του 1, παράγραφος 1, ο κανονισμός 1715/90 ορίζει:
«α) τους όρους υπό τους οποίους δύναται να παρέχονται, από τις αρμόδιες τελωνειακές αρχές των κρατών μελών, πληροφορίες σχετικά με την κατάταξη εμπορευμάτων στην τελωνειακή ονοματολογία (...)·
β) τη νομική ισχύ αυτών των πληροφοριών».
22 Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού ορίζει ότι, «Όταν πληρούνται οι όροι που ορίζονται στα άρθρα 4 έως 8, η δασμολογική πληροφορία που παρέχεται από τις τελωνειακές αρχές συνιστά, για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, δεσμευτική δασμολογική πληροφορία στο κράτος μέλος στο οποίο παρέχεται.»
23 Το άρθρο 13 του κανονισμού που περιλαμβάνεται στον τίτλο του ΙΙΙ σχετικά με τη «Νομική ισχύ των δεσμευτικών δασμολογικών πληροφοριών», ορίζει:
«Αν, κατόπιν της εκδόσεως:
- είτε κανονισμού τροποποιητικού της τελωνειακής ονοματολογίας,
- είτε κανονισμού ο οποίος καθορίζει ή επηρεάζει την κατάταξη εμπορεύματος στην τελωνειακή ονοματολογία,
μια προγενέστερη δεσμευτική πληροφορία αντίκειται στο ούτως διαμορφωμένο κοινοτικό δίκαιο, η πληροφορία αυτή παύει να ισχύει αφότου εφαρμόζεται ο εν λόγω κανονισμός.
Πάντως, σε περίπτωση κανονισμού - όπως αυτός που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση - στον οποίο υπάρχει ρητή πρόβλεψη, ο κάτοχος δεσμευτικής δασμολογικής πληροφορίας δύναται να συνεχίσει να την επικαλείται κατά τη χρονική περίοδο που καθορίζεται στον εν λόγω κανονισμό, εφόσον έχει συνάψει σύμβαση κατά τα οριζόμενα στο κατωτέρω άρθρο 14, παράγραφος 3, στοιχείο αα ή ββ.»
24 Το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 1715/90 ορίζει ότι μια δεσμευτική δασμολογική πληροφορία παύει επίσης να ισχύει όταν αυτή καθίσταται ασυμβίβαστη με την ερμηνεία της τελωνειακής ονοματολογίας που απορρέει από διάφορες συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως η τροποποίηση των επεξηγηματικών σημειώσεων της Συνδυασμένης Ονοματολογίας ή η καθιέρωση δελτίου κατατάξεως. Η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού προβλέπει:
«Όταν πρόκειται για προϋόντα για τα οποία κατατίθεται πιστοποιητικό εισαγωγής, εξαγωγής ή προκαθορισμού κατά τη διεκπεραίωση των τελωνειακών διατυπώσεων, τη δεσμευτική δασμολογική πληροφορία η οποία παύει να ισχύει κατ' εφαρμογή της παραγράφου 1, μπορεί να την επικαλείται ο κάτοχός της καθ' όλη τη διάρκεια ισχύος του εν λόγω πιστοποιητικού.
Στις άλλες περιπτώσεις, τη δεσμευτική δασμολογική πληροφορία, η οποία παύει να ισχύει κατ' εφαρμογή της παραγράφου 1, είναι δυνατόν να την επικαλείται ο κάτοχός της για περίοδο έξι μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, εφόσον παρέχει αποδείξεις στην τελωνειακή υπηρεσία ότι, βάσει της δεσμευτικής δασμολογικής πληροφορίας η οποία του έχει χορηγηθεί και πριν από την ημερομηνία εκδόσεως του εν λόγω σχετικού δασμολογικού μέτρου, συνήψε:
(...)
β) εάν η επίκληση της πληροφορίας γίνεται κατά την εξαγωγή:
- είτε οριστική σύμβαση για την πώληση του σχετικού εμπορεύματος, σε πελάτη εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα,
- είτε οριστική σύμβαση για την αγορά του σχετικού εμπορεύματος από προμηθευτή εγκατεστημένο στην Κοινότητα.»
25 Εξάλλου, το άρθρο 16 του κανονισμού ορίζει:
«Εφόσον η τελωνειακή αρχή τροποποιεί δεσμευτική δασμολογική πληροφορία για λόγους διάφορους από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 13 και στο άρθρο 14, παράγραφος 1, η πληροφορία που είχε χορηγηθεί αρχικά καθίσταται ανίσχυρη από την ημερομηνία από την οποία η τροποποίηση κοινοποιείται στον κάτοχό της.
Πάντως, εφαρμόζεται επίσης το άρθρο 14, παράγραφοι 3, 4 και 5.»
26 Η Lopex ισχυρίζεται ότι το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1715/90 είναι άκυρο στο μέτρο που, αντίθετα προς τους κανόνες που προβλέπονται για τις διεπόμενες από τα άρθρα του 13, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, 14 και 16 - καθώς και από το άρθρο 12, παράγραφοι 5 και 6, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302, σ. 1), που αντικαθιστά από την 1η Ιανουαρίου 1994 τα άρθρα 13 και 14 του κανονισμού 1715/90 - περιπτώσεις, δεν προβλέπει μεταβατικά μέτρα λαμβάνοντα υπόψη την ανάγκη προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου σύμφωνα με τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.
27 Η Lopex παρατηρεί ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά τροποποίηση της Συνδυασμένης Ονοματολογίας υπό περιστάσεις κατά τις οποίες ο επιχειρηματίας, στηριζόμενος σε δεσμευτική δασμολογική πληροφορία, ανέλαβε την υποχρέωση με οριστικές και απαρέγκλιτες συμβάσεις, πριν από την έναρξη ισχύος του τροποποιητικού κανονισμού, να εξαγάγει το οικείο προϋόν. Σε τέτοιες περιπτώσεις, πρέπει, κατ' αυτήν, να εφαρμόζεται η νομολογία του Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία οι διοικητικές πράξεις που απονέμουν ατομικά δικαιώματα μπορούν να δημιουργήσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη και σύμφωνα με την οποία μπορεί να είναι αναγκαίο, ενόψει της ασφάλειας δικαίου, το προηγουμένως ισχύον δίκαιο να εξακολουθεί να εφαρμόζεται σε πραγματικές καταστάσεις ήδη διαμορφωθείσες κατ' ουσίαν κατά τον χρόνο της ενάρξεως της ισχύος νέας κανονιστικής ρυθμίσεως (αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 1957, 7/56 και 3/57 έως 7/57, Algera κ.λπ. κατά Κοινής Συνελεύσεως της ΕΚΑΞ, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 157· της 18ης Μαρτίου 1975, 78/74, Deuka I, Συλλογή τόμος 1975, σ. 143, και της 25ης Ιουνίου 1975, 5/75, Deuka IΙ, Συλλογή τόμος 1975, σ. 255). Εν προκειμένω, η εμπιστοσύνη της δημιουργήθηκε ιδίως λόγω του ότι αυτή ανέλαβε την υποχρέωση έναντι της Κοινότητας να εκτελέσει την οικεία εμπορική πράξη, έχοντας λάβει με τη σύσταση εγγυήσεως άδεια εξαγωγής που την κάλυπτε (απόφαση της 14ης Μαου 1975, 74/74, CNTA κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 157).
28 Όπως τόνισαν ορθώς το Συμβούλιο και η Επιτροπή, η δεσμευτική δασμολογική πληροφορία έχει ως σκοπό να παρέχει στον επιχειρηματία κάθε ασφάλεια οσάκις υφίσταται αμφιβολία ως προς την κατάταξη εμπορεύματος στην υπάρχουσα τελωνειακή ονοματολογία, η οποία με τον τρόπο αυτό να τον προστατεύει έναντι οποιασδήποτε μεταγενέστερης μεταβολής της θέσεως που έλαβαν οι τελωνειακές αρχές σχετικά με την κατάταξη των εμπορευμάτων. Αντιθέτως, μια τέτοια πληροφορία δεν έχει ως σκοπό και δεν θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα να εξασφαλίζει στον επιχειρηματία ότι η δασμολογική κλάση στην οποία αναφέρεται δεν θα τροποποιηθεί στη συνέχεια με πράξη του κοινοτικού νομοθέτη. Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται με σαφήνεια και ακρίβεια από το γράμμα του άρθρου 13, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1715/90.
29 Επομένως, η οικεία διάταξη όχι μόνον ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της αρχής της ασφάλειας δικαίου όπως διατυπώνεται στην απόφαση της 9ης Ιουλίου 1981, 169/80, Condrand Frθres και Garancini (Συλλογή 1981, σ. 1931, σκέψη 17), αλλά και αποκλείει να μπορεί να δημιουργείται σ' έναν επιχειρηματία όπως η Lopex, βάσει μόνο μιας δεσμευτικής δασμολογικής πληροφορίας, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς το ότι η οικεία δασμολογική κλάση δεν θα τροποποιηθεί με πράξη του κοινοτικού νομοθέτη.
30 Εξάλλου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το άρθρο αυτό δεν εμποδίζει τη δυνατότητα, βάσει των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, να επιβάλλεται στον κοινοτικό νομοθέτη κατά την τροποποίηση της τελωνειακής ονοματολογίας η υποχρέωση να προστατεύει με κατάλληλα μέτρα τους επιχειρηματίες, αποδέκτες ή όχι δεσμευτικής δασμολογικής πληροφορίας, οι οποίοι διαφορετικά θα υφίσταντο απρόβλεπτη και ανεπανόρθωτη ζημία.
31 Υπό τις συνθήκες αυτές, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί ως απάντηση ότι, από την εξέταση του άρθρου 13, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1715/90, ως προς τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, δεν προέκυψε η ύπαρξη στοιχείων δυναμένων να θίξουν το κύρος του.
32 Επειδή στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα δόθηκε αρνητική απάντηση, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο.
Επί των δικαστικών εξόδων
33 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το Συμβούλιο της Ευρωπαϋκής Ενώσεως και η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(πέμπτο τμήμα),
κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 12ης Αυγούστου 1996 το Finanzgericht Hamburg, αποφαίνεται:
Από την εξέταση του άρθρου 13, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1715/90 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 1990, περί των πληροφοριών οι οποίες παρέχονται από τις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών σχετικά με την κατάταξη των εμπορευμάτων στην τελωνειακή ονοματολογία, ως προς τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, δεν προέκυψε η ύπαρξη στοιχείων δυναμένων να θίξουν το κύρος του.