ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΕΚΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 3ΗΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1994. - OFFICE NATIONAL DE L'EMPLOI ΚΑΤΑ MADELEINE MINNE. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: COUR DU TRAVAIL DE LIEGE - ΒΕΛΓΙΟ. - ΟΔΗΓΙΑ 76/207/ΕΟΚ - ΝΥΚΤΕΡΙΝΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-13/93.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1994 σελίδα I-00371
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
++++
Κοινωνική πολιτική - 'Ανδρες και γυναίκες εργαζόμενοι - Πρόσβαση σε απασχόληση και συνθήκες εργασίας - 'Ιση μεταχείριση - Οδηγία 76/207 - 'Αρθρο 5 - 'Αμεσο αποτέλεσμα - Εθνική διάταξη απαγορεύουσα τη νυκτερινή εργασία τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες, αλλά προβλέπουσα διαφοροποιούμενα, ανάλογα με το φύλο, συστήματα παρεκκλίσεων - Ανεπίτρεπτη λόγω ελλείψεως δικαιολογήσεως αναγομένης στην ανάγκη προστασίας της γυναίκας - Καθήκον του εθνικού δικαστηρίου σε περίπτωση υπάρξεως υποχρεώσεων έναντι τρίτων κρατών, οι οποίες απορρέουν από συμβάσεις προγενέστερες της Συνθήκης ΕΟΚ και είναι ασυμβίβαστες προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 5 - Εφαρμογή του κανόνα υπεροχής που θεσπίζει το άρθρο 234 της Συνθήκης
(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 234, εδ. 1 οδηγία 76/207 του Συμβουλίου, άρθρο 5)
Το άρθρο 5 της οδηγίας 76/207, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, απαγορεύει σε κάθε κράτος μέλος, που απαγορεύει τη νυκτερινή εργασία τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες, να διατηρεί σε ισχύ συστήματα παρεκκλίσεων, τα οποία διαφέρουν μεταξύ τους κυρίως ως προς τη διαδικασία θεσπίσεως των παρεκκλίσεων και τη διάρκεια της επιτρεπομένης νυκτερινής εργασίας, εφόσον η διαφορά αυτή δεν δικαιολογείται από την ανάγκη εξασφαλίσεως της προστασίας της γυναίκας, ιδίως όσον αφορά την εγκυμοσύνη και τη μητρότητα.
Τα εθνικά δικαστήρια έχουν την υποχρέωση να εξασφαλίζουν πλήρως τον σεβασμό του άρθρου 5 της οδηγίας και να μην εφαρμόζουν τις αντίθετες διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, εκτός αν η εφαρμογή μιας τέτοιας αντίθετης διατάξεως είναι αναγκαία για την εκτέλεση, κατά το άρθρο 234, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης, των υποχρεώσεων που επιβάλλει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος σύμβαση συναφθείσα με τρίτα κράτη πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης ΕΟΚ.
Εντούτοις, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο, αποφαινόμενο στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας, αλλά στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει, προκειμένου να κρίνει κατά πόσον οι υποχρεώσεις αυτές κωλύουν την εφαρμογή του άρθρου 5 της οδηγίας, αφενός ποιες είναι οι υποχρεώσεις που επιβάλλει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος η προηγουμένως συναφθείσα διεθνής σύμβαση και αφετέρου αν σκοπός των επίμαχων εθνικών διατάξεων είναι η εκτέλεση των υποχρεώσεων αυτών.
Στην υπόθεση C-13/93,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του cour de travail de Liege (Βέλγιο) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
Office national de l' emploi (Onem)
και
Madeleine Minne,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 5 της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),
συγκείμενο από τους G. F. Mancini, πρόεδρο τμήματος, Κ. Ν. Κακούρη, F. A. Schockweiler, P. J. G. Kapteyn (εισηγητή) και J. L. Murray, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro
γραμματέας: J.-G. Giraud
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
- η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ernst Roeder, Ministerialrat του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομίας,
- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την Marie Wolfcarius, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, και τον Θεόφιλο Μαργέλλο, δικηγόρο και maitre de conferences του Πανεπιστημίου της Πικαρδίας, ο οποίος είναι αποσπασμένος στη Νομική Υπηρεσία της,
έχοντας υπόψη την έκθεση τoυ εισηγητή δικαστή,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 9ης Δεκεμβρίου 1993,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με απόφαση της 8ης Ιανουαρίου 1993, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Ιανουαρίου 1993, το cour du travail de Liege υπέβαλε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 5 της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70, στο εξής: οδηγία).
2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε κατά την εκδίκαση διαφοράς μεταξύ της M. Minne και του Office national belge de l' emploi (στο εξής: Onem), η οποία αφορά τη χορήγηση επιδομάτων ανεργίας.
3 Από τις 15 Ιουλίου 1986 μέχρι τις 31 Μαρτίου 1990 η M. Minne, κάτοικος Βελγίου, εργάστηκε σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις στο Capellen (Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου), ήταν δε υποχρεωμένη να εργάζεται ενίοτε με νυκτερινό ωράριο. Κατόπιν της μετοικήσεώς της στην επαρχία της Λιέγης (Βέλγιο), κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της και ζήτησε να της χορηγηθούν από τις 2 Απριλίου 1990 τα επιδόματα ανεργίας.
4 Το Onem αρνήθηκε να της χορηγήσει τα επιδόματα αυτά, επειδή η Minne είχε δηλώσει ότι για οικογενειακούς λόγους δεν ήταν πλέον διατεθειμένη να εργάζεται κατά τη νύκτα.
5 Το tribunal du travail de Verviers, το οποίο έκρινε την υπόθεση σε πρώτο βαθμό, αποφάνθηκε ότι η απόφαση του Onem ήταν αδικαιολόγητη, επειδή η βελγική νομοθεσία απαγορεύει την εργασία γυναικών σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις μεταξύ μεσονυκτίου και 6ης πρωινής ώρας.
6 Ο βελγικός νόμος περί εργασίας, της 16ης Μαρτίου 1971 [Moniteur belge (Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βελγίου) της 30.3.1971, σ. 3931, παροράματα: Moniteur belge της 12.10.1971, σ. 12039], ορίζει στο άρθρο 35 τη νυκτερινή εργασία ως εξής: η εργασία που παρέχεται μεταξύ 8ης βραδυνής και 6ης πρωινής ώρας . Το άρθρο 36, παράγραφος 1, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του νόμου αυτού ορίζει επιπλέον τα εξής:
1. Οι εργαζόμενες και οι εργαζόμενοι νέοι δεν μπορούν να εργάζονται κατά τη νύκτα.
Εντούτοις, ο Βασιλέας μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις που καθορίζει ο ίδιος, να επιτρέπει τη νυκτερινή εργασία σε ορισμένους κλάδους, σε ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένα επαγγέλματα, προς εκτέλεση ορισμένων εργασιών ή για ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων γυναικών και εργαζομένων νέων.
Τέλος, το άρθρο 37 του νόμου αυτού ορίζει τα εξής:
Οι άλλοι εργαζόμενοι (πλην των εργαζομένων που καλύπτονται από το άρθρο 36, πρώτο εδάφιο) οι οποίοι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κεφαλαίου ΙΙΙ του τμήματος ΙΙ, όπως οροθετείται από τα άρθρα 1, 3 και 4 ή βάσει των άρθρων αυτών, δεν μπορούν να εργάζονται τη νύκτα, εκτός:
1) σε ξενοδοχεία, μοτέλ, camping, εστιατόρια, επιχειρήσεις σιτισμού, εργαστήρια παρασκευής ειδικών εδεσμάτων, ζαχαροπλαστεία και ποτοπωλεία,
2) σε επιχειρήσεις διοργανώσεως θεαμάτων και παιγνίων για το κοινό,
3) σε εφημερίδες,
(...)
19) σε αρτοποιεία και εργαστήρια ζαχαροπλαστικής.
Το βασιλικό διάταγμα της 24ης Δεκεμβρίου 1968, περί της εργασίας των γυναικών (το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ βάσει του άρθρου 65, πρώτο εδάφιο, του νόμου της 16ης Μαρτίου 1971), το οποίο εκδόθηκε κατ' εφαρμογή του άρθρου 36, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του προαναφερθέντος βελγικού νόμου, προβλέπει στο άρθρο 5 (όσον αφορά τον ιδιωτικό τομέα) και στο άρθρο 6 (όσον αφορά τον δημόσιο τομέα) ορισμένες εξαιρέσεις από την απαγόρευση της νυκτερινής εργασίας, οι οποίες ισχύουν μόνο για τις εργαζόμενες γυναίκες. Το άρθρο 5 ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:
Η νυκτερινή εργασία επιτρέπεται για τις ακόλουθες κατηγορίες εργαζομένων γυναικών που έχουν υπερβεί το 18ο έτος της ηλικίας τους, υπό τις κατωτέρω απαριθμούμενες προϋποθέσεις:
(...)
C. μέχρι το μεσονύκτιο, όσον αφορά:
1) τις εργαζόμενες που απασχολούνται σε ξενοδοχεία, μοτέλ, εστιατόρια, επιχειρήσεις σιτισμού, εργαστήρια παρασκευής ειδικών εδεσμάτων, ζαχαροπλαστεία και ποτοπωλεία επί των οποίων δεν εκτείνεται η αρμοδιότητα της Commission paritaire nationale de l' industrie hoteliere (Εθνικής Επιτροπής Ισομερούς Εκπροσωπήσεως για τις Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις),
(...)
F. Στις επιχειρήσεις επί των οποίων εκτείνεται η αρμοδιότητα της Commission paritaire nationale de l' industrie hoteliere:
1) μέχρι το μεσονύκτιο, όσον αφορά:
α) τις σερβιτόρες, υπό την προϋπόθεση ότι κατά τη διάρκεια της ημέρας δικαιούνται περίοδο αναπαύσεως τεσσάρων ή πέντε ωρών, ανάλογα με το αν σιτίζονται εντός της επιχειρήσεως,
β) τις καμαριέρες, μέχρι ποσοστό 1/5 του συνολικού αριθμού τους και με ελάχιστο όριο μία καμαριέρα ανά επιχείρηση,
γ) τις εργαζόμενες στα ιματιοφυλάκια και στα αποχωρητήρια, υπό την προϋπόθεση ότι η εργασία τους δεν υπερβαίνει τις οκτώ ώρες ημερησίως,
δ) τις εργαζόμενες με πάγια αντιμισθία ως βοηθητικό προσωπικό σερβιρίσματος, μαγείρισσες ή βοηθοί μαγείρου, καθώς και όσες εργάζονται στην παρασκευή του καφέ ή στα λουτρά,
ε) τις εργαζόμενες σε λουτροπόλεις και θέρετρα θεραπευτικής αγωγής, καθώς και σε τουριστικά θέρετρα, μέχρι εξήντα φορές εντός του ημερολογιακού έτους.
(...)
7 Κατόπιν της ακυρώσεως της αποφάσεώς του από το tribunal de Verviers, το Onem άσκησε έφεση ενώπιον του cour du travail de Liege. Το δικαστήριο αυτό, λόγω των αμφιβολιών που έχει για το αν η βελγική νομοθεσία συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο, ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
Επιβάλλει το άρθρο 5 της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ σε κράτος μέλος, που καθιερώνει με το εσωτερικό του δίκαιο την αρχή της γενικής απαγορεύσεως της νυκτερινής εργασίας τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες, την υποχρέωση να προβλέπει τις ίδιες ακριβώς παρεκκλίσεις και για τους μεν και για τις δε, εκτός αν δικαιολογείται η ανάγκη διαφορετικής μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών, και να αποφεύγει να θεσπίζει έναντι των γυναικών και των ανδρών διαφορετικά συστήματα παρεκκλίσεων, τα οποία διαφέρουν μεταξύ τους κυρίως ως προς τη διαδικασία θεσπίσεως των παρεκκλίσεων και τη διάρκεια της επιτρεπομένης νυκτερινής εργασίας, όπως τα συστήματα που απορρέουν, εντός της έννομης τάξης του Βελγίου, από τα άρθρα 36 και 37 του νόμου της 16ης Μαρτίου 1971, περί της εργασίας, και από τα άρθρα 5 και 6 του βασιλικού διατάγματος της 24ης Δεκεμβρίου 1968, περί της εργασίας των γυναικών;
8 Με το ανωτέρω ερώτημα το εθνικό δικαστήριο ερωτά κατ' ουσία αν το άρθρο 5 της οδηγίας απαγορεύει στα κράτη μέλη που προβλέπουν απαγόρευση νυκτερινής εργασίας τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες να διατηρούν σε ισχύ διαφορετικά συστήματα παρεκκλίσεων για κάθε φύλο.
9 Με την απόφαση της 25ης Ιουλίου 1991, C-345/89, Stoeckel (Συλλογή 1991, σ. Ι-4047), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 5 της οδηγίας είναι αρκούντως σαφές, ώστε να επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να μην καθιερώνουν νομοθετικώς την απαγόρευση της νυκτερινής εργασίας των γυναικών, έστω και αν από την υποχρέωση αυτή δεν λείπουν οι εξαιρέσεις, όταν δεν υφίσταται καμία απαγόρευση όσον αφορά τη νυκτερινή εργασία των ανδρών.
10 Στην προκειμένη υπόθεση, αντίθετα απ' ό,τι συνέβαινε στην ανωτέρω υπόθεση, η διάκριση δεν συνίσταται στην καταρχήν επιβολή της απαγορεύσεως της νυκτερινής εργασίας, η οποία ισχύει αδιακρίτως τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες, αλλά στις παρεκκλίσεις που προβλέπονται από την απαγόρευση αυτή. Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η διαφορά μεταξύ των δύο συστημάτων παρεκκλίσεων δεν αφορά τόσο τον αριθμό ή τη φύση των προβλεπομένων εξαιρέσεων όσο τη διαδικασία θεσπίσεώς τους και τις προϋποθέσεις στις οποίες υπόκεινται. Οι παρεκκλίσεις δηλαδή που ισχύουν για τους άνδρες απαριθμούνται στο κείμενο του νόμου, ενώ τις παρεκκλίσεις που ισχύουν για τις γυναίκες θεσπίζει, κατ' εφαρμογή του άρθρου 36, παράγραφος 1, του νόμου αυτού, ένα βασιλικό διάταγμα. Επιπλέον, η επιτρεπόμενη νυκτερινή εργασία των γυναικών περιορίζεται ενίοτε σε ορισμένες νυκτερινές ώρες, πράγμα που δεν ισχύει για τους άνδρες.
11 Επιβάλλεται να εξακριβωθεί αν η διαφορετική αυτή μεταχείριση δικαιολογείται από την άποψη του άρθρου 2, παράγραφος 3, της οδηγίας, κατά το οποίο η οδηγία δεν θίγει τις διατάξεις που αφορούν την προστασία της γυναίκας, ιδίως όσον αφορά την εγκυμοσύνη και τη μητρότητα. 'Οπως δέχθηκε το Δικαστήριο με την απόφαση της 15ης Μαΐου 1986, 222/84, Johnston (Συλλογή 1986, σ. 1651, σκέψη 44), από τη ρητή αναφορά στην εγκυμοσύνη και τη μητρότητα συνάγεται ότι η οδηγία αποσκοπεί στην εξασφάλιση, αφενός, της προστασίας της βιολογικής καταστάσεως της γυναίκας και, αφετέρου, της προστασίας των ειδικών σχέσεων μεταξύ της γυναίκας και του τέκνου της.
12 Στην προκειμένη περίπτωση δεν προκύπτει από την επίμαχη νομοθεσία, πράγμα εξάλλου που τόνισε το αιτούν δικαστήριο, ότι η φύση των διαφορών μεταξύ των δύο συστημάτων παρεκκλίσεων δικαιολογείται από την ανάγκη εξασφαλίσεως της προστασίας της βιολογικής καταστάσεως της γυναίκας ή των ειδικών σχέσεων μεταξύ της γυναίκας και του τέκνου της. Κατά συνέπεια, η άνιση μεταχείριση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 3, της οδηγίας.
13 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας απαγορεύει στα κράτη μέλη να διατηρούν στη νομοθεσία τους παρεκκλίσεις από τη γενική απαγόρευση νυκτερινής εργασίας, εφόσον οι παρεκκλίσεις αυτές υπόκεινται σε προϋποθέσεις που είναι περισσότερο περιοριστικές για τις γυναίκες απ' ό,τι για τους άνδρες και εφόσον δεν δικαιολογούνται από την ανάγκη εξασφαλίσεως της προστασίας της βιολογικής καταστάσεως της γυναίκας ή των ειδικών σχέσεων μεταξύ της γυναίκας και του τέκνου της.
14 Πρέπει πάντως να προστεθεί ότι στην απόφαση περί παραπομπής αναφέρονται διάφορες συμβάσεις που διέπουν τη νυκτερινή εργασία των γυναικών και δεσμεύουν το Βέλγιο. Μεταξύ των συμβάσεων αυτών καταλέγεται η Σύμβαση υπ' αριθ. 89 της Διεθνούς Οργανώσεως Εργασίας, της 9ης Ιουλίου 1948, περί της νυκτερινής εργασίας των απασχολουμένων στη βιομηχανία γυναικών (στο εξής: Σύμβαση 89), η οποία κυρώθηκε από το Βασίλειο του Βελγίου με τον νόμο της 21ης Μαρτίου 1952 (Moniteur belge της 22.6.1952, σ. 4690). Με τις παρατηρήσεις της η Γερμανική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι το Βασίλειο του Βελγίου οφείλει να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη σύμβαση αυτή και ότι συνεπώς μπορεί, δυνάμει του άρθρου 234, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, να μην εφαρμόζει την οδηγία, κατά το μέτρο κατά το οποίο η οδηγία αυτή αντιβαίνει προς τη Σύμβαση 89.
15 Συναφώς επιβάλλεται η παρατήρηση ότι το Βασίλειο του Βελγίου κατήγγειλε τη Σύμβαση αυτή, με σκοπό να συμμορφωθεί προς τις κοινοτικές υποχρεώσεις του, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν η προκειμένη περίπτωση εμπίπτει στην εν λόγω Σύμβαση.
16 Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί ότι από την απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει κατά πόσον σκοπός των εθνικών διατάξεων που αποδεικνύονται ασυμβίβαστες προς το άρθρο 5 της οδηγίας ήταν να τεθεί σε εφαρμογή η Σύμβαση 89.
17 Δεδομένου ότι η Γερμανική Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι η καταγγελία της Συμβάσεως άρχισε να παράγει αποτελέσματα τον Φεβρουάριο 1993, άρα μετά τον κρίσιμο για την κύρια δίκη χρόνο, πρέπει να υπομνηστεί ότι το Δικαστήριο αποφάνθηκε, με την απόφαση της 2ας Αυγούστου 1993, C-158/91, Levy (Συλλογή 1993, σ. Ι-0000), ότι τα εθνικά δικαστήρια έχουν την υποχρέωση να εξασφαλίζουν πλήρως τον σεβασμό του άρθρου 5 της οδηγίας και να μην εφαρμόζουν τις αντίθετες διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, εκτός αν η εφαρμογή μιας τέτοιας αντίθετης διατάξεως είναι αναγκαία για την εκτέλεση, κατά το άρθρο 234, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης, των υποχρεώσεων που επιβάλλει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος σύμβαση συναφθείσα με τρίτα κράτη πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης ΕΟΚ.
18 Εντούτοις, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο, αποφαινόμενο στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας, αλλά στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει, προκειμένου να κρίνει κατά πόσον οι υποχρεώσεις αυτές κωλύουν την εφαρμογή του άρθρου 5 της οδηγίας, αφενός ποιες είναι οι υποχρεώσεις που επιβάλλει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος η προηγουμένως συναφθείσα διεθνής σύμβαση και αφετέρου αν σκοπός των επίμαχων εθνικών διατάξεων είναι η εκτέλεση των υποχρεώσεων αυτών.
19 Κατόπιν των ανωτέρω, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5 της οδηγίας 76/207 απαγορεύει στα κράτη μέλη που προβλέπουν απαγόρευση της νυκτερινής εργασίας τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες να διατηρούν σε ισχύ διαφορετικά συστήματα παρεκκλίσεων, τα οποία διαφέρουν μεταξύ τους κυρίως ως προς τη διαδικασία θεσπίσεως των παρεκκλίσεων και τη διάρκεια της επιτρεπομένης νυκτερινής εργασίας, εφόσον η διαφορά αυτή δεν δικαιολογείται από την ανάγκη εξασφαλίσεως της προστασίας της γυναίκας, ιδίως όσον αφορά την εγκυμοσύνη και τη μητρότητα. Το άρθρο 5 της οδηγίας δεν μπορεί να εφαρμοστεί κατά το μέτρο κατά το οποίο οι εθνικές αυτές διατάξεις θεσπίστηκαν για να εξασφαλιστεί η εκ μέρους του κράτους μέλους εκτέλεση υποχρεώσεων που υπέχει από διεθνή σύμβαση που συνήφθη με τρίτα κράτη πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης.
Επί των δικαστικών εξόδων
20 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),
κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με απόφαση της 8ης Ιανουαρίου 1993 το cour du travail de Liege (Βέλγιο), αποφαίνεται:
Το άρθρο 5 της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας απαγορεύει στα κράτη μέλη που προβλέπουν απαγόρευση της νυκτερινής εργασίας, τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες να διατηρούν σε ισχύ διαφορετικά συστήματα παρεκκλίσεων, τα οποία διαφέρουν μεταξύ τους κυρίως ως προς τη διαδικασία θεσπίσεως των παρεκκλίσεων και τη διάρκεια της επιτρεπομένης νυκτερινής εργασίας, εφόσον η διαφορά αυτή δεν δικαιολογείται από την ανάγκη εξασφαλίσεως της προστασίας της γυναίκας, ιδίως όσον αφορά την εγκυμοσύνη και τη μητρότητα. Το άρθρο 5 της οδηγίας δεν μπορεί να εφαρμοστεί κατά το μέτρο κατά το οποίο οι εθνικές αυτές διατάξεις θεσπίστηκαν για να εξασφαλιστεί η εκ μέρους του κράτους μέλους εκτέλεση υποχρεώσεων που υπέχει από διεθνή σύμβαση που συνήφθη με τρίτα κράτη πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης.