Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs της 27/04/1994. - BESTUUR VAN HET ALGEMEEN BURGERLIJK PENSIOENFONDS ΚΑΤΑ G. A. BEUNE. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: CENTRALE RAAD VAN BEROEP - ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ. - ΙΣΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΝΔΡΩΝ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ - ΟΔΗΓΙΑ 79/7/ΕΟΚ - ΟΔΗΓΙΑ 86/378/ΕΟΚ - ΑΡΘΡΟ 119 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΟΚ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-7/93.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1994 σελίδα I-04471
++++
Κύριε Πρόεδρε,
Κύριοι δικαστές,
1. Στην υπόθεση αυτή αντιμετωπίζουμε για μια ακόμη φορά περίπλοκα ζητήματα που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω φύλου. Το Centrale Raad van Beroep υπέβαλε στο Δικαστήριο ορισμένα ερωτήματα σχετικά με την ακριβή έκταση εφαρμογής των κοινοτικών διατάξεων σε σχέση με τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των Ολλανδών δημοσίων υπαλλήλων. Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι αναγκαία για την επίλυση μιας ένδικης διαφοράς μεταξύ ενός συνταξιούχου δημοσίου υπαλλήλου (του Beune) και του Algemeen Burgerlijk Pensioenfonds (στο εξής: το ΑΒΡ), που είναι ο μοναδικός δημόσιος φορέας, ο αρμόδιος για τη χορήγηση συντάξεων σε δημοσίους υπαλλήλους και για τη διαχείριση των συναφών χρηματικών πόρων. Ο Beune που είναι έγγαμος ισχυρίζεται ότι υφίσταται δυσμενή διάκριση λόγω φύλου καθότι λαμβάνει από το ΑΒΡ μικρότερη σύνταξη από τις έγγαμες γυναίκες υπαλλήλους, πράγμα που προκύπτει από τον τρόπο κατά τον οποίο η ολλανδική νομοθεσία ρυθμίζει τα της σωρεύσεως της συντάξεως δημοσίων υπαλλήλων με τη βασική σύνταξη κοινωνικής ασφαλίσεως που χορηγείται σε όλους τους κατοίκους Ολλανδίας δυνάμει του νόμου Algemene Ouderdomswet (γενικός νόμος περί συντάξεων γήρατος, στο εξής: AOW).
Η ολλανδική νομοθεσία και τα προδικαστικά ερωτήματα
2. Θα εξετάσω πρώτα τη βασική σύνταξη κοινωνικής ασφαλίσεως (που χορηγείται δυνάμει του AOW), διότι απ' αυτή πηγάζει το πρόβλημα που ήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου. Η σύνταξη αυτή, την οποία θα ονομάζω σύνταξη ΑΟW ή βασική σύνταξη, χορηγείται σε όλους τους κατοίκους Ολλανδίας (και σε μερικές περιπτώσεις σε άτομα που δεν κατοικούν αλλά έχουν εργαστεί στις Κάτω Χώρες). Η σύνταξη καθορίζεται με βάση το θεωρούμενο ως ελάχιστο όριο διαβιώσεως ενώ ο στόχος είναι η κοινωνική προστασία των πλέον ηλικωμένων κατοίκων. Ο δικαιούχος μπορεί να αξιώσει τη σύνταξη με τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας, υπολογίζεται δε αυτή βάσει περιόδου ασφαλίσεως 50 ετών κατ' ανώτατο όριο.
3. Ο ΑΟW κάνει διάκριση μεταξύ εγγάμων και αγάμων. Μάλιστα στο παρελθόν διέκρινε και μεταξύ εγγάμων ανδρών και εγγάμων γυναικών. Πράγματι, μέχρι την 1η Απριλίου 1985 η έγγαμη γυναίκα δεν μπορούσε να αξιώσει βασική σύνταξη ιδίω δικαιώματι αλλά θεωρούνταν καλυπτομένη από τη σύνταξη που ελάμβανε ο σύζυγός της με τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας που ήταν ίση προς το 100 % του ελαχίστου ορίου διαβιώσεως. Αντιθέτως οι άγαμοι ελάμβαναν μόνο ποσοστό 70 % του ορίου αυτού.
4. Από 1ης Απριλίου 1985 η προαναφερθείσα δυσμενής διάκριση κατά των εγγάμων γυναικών απαλείφθηκε κατ' εφαρμογήν της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί ίσης μεταχειρίσεως σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (1). Από την προαναφερθείσα ημερομηνία και εξής οι έγγαμοι, και άνδρες και γυναίκες, λαμβάνουν ποσοστό 50 % του ελαχίστου ορίου (2). Τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των αγάμων παρέμειναν αμετάβλητα δηλαδή στο 70 %.
5. Εκτός της συντάξεως AOW οι δημόσιοι υπάλληλοι λαμβάνουν και ειδική σύνταξη δυνάμει του Algemene Burgerlijke Pensioenwet (γενικός νόμος περί συντάξεων δημοσίων υπαλλήλων, στο εξής: ABPW). Ο νόμος αυτός δεν περιορίζει το δικαίωμα συντάξεως μόνο στους δημοσίους υπαλλήλους stricto sensu αλλά το προβλέπει και για άλλες κατηγορίες προσώπων, όπως υπαλλήλους ιδιωτικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων τα οποία χρηματοδοτούνται με δημόσιους πόρους με λίγα λόγια ο νόμος ABPW καλύπτει τα περισσότερα άτομα που κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο υπηρετούν στο δημόσιο στην Ολλανδία. Η σύνταξη ABPW υπολογίζεται βάσει δύο κριτηρίων: τον χρόνο απασχολήσεως στη δημόσια υπηρεσία και τον μισθό που ελάμβανε ο συγκεκριμένος δημόσιος υπάλληλος κατά τα δύο τελευταία έτη της υπηρεσίας του. Το ανώτατο όριο της συντάξεως που αποκτάται μετά από δημόσια υπηρεσία 40 ετών ισούται προς το 70 % του τελευταίου μισθού του υπαλλήλου.
6. Η σύνταξη καταβάλλεται από τον ΑΒΡ που είναι και ο εκκαλών στην κύρια δίκη. 'Οπως προανέφερα, ο ΑΒΡ είναι δημόσιος φορέας που διαχειρίζεται τα κονδύλια τα οποία προορίζονται για την καταβολή των συντάξεων. Καίτοι η σύνταξη καθορίζεται διά νόμου, ο ABP διαθέτει ευρύ περιθώριο ανεξαρτησίας έναντι της δημόσιας αρχής. Συγκεκριμένα η σύνταξη ABΡW ομοιάζει σε γενικές γραμμές με τα συστήματα συνταξιοδοτήσεως επαγγελματιών του ιδιωτικού τομέα που λειτουργούν εντός γενικού πλαισίου καθοριζομένου από τον νόμο. Θα θίξω ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συστήματος ABPW παράλληλα με την εξέταση των προδικαστικών ερωτημάτων του Centrale Raad van Beroep.
7. Τα προβλήματα εν προκειμένω πηγάζουν από τη σώρευση των συντάξεων ABPW και AOW. Δεδομένου ότι η σύνταξη ABPW είναι σχετικά υψηλού επιπέδου (70 % του τελευταίου μισθού κατ' ανώτατο όριο), ο Ολλανδός νομοθέτης δεν θεώρησε σκόπιμο να επιτρέψει την πλήρη σώρευση αμφοτέρων των συντάξεων στην περίπτωση των δημοσίων υπαλλήλων. Κατά τη δεκαετία του 1950 έλαβε μέτρα περιοριστικά της σωρεύσεως αυτής. Πρόβλεψε συγκεκριμένα ότι αν η σύνταξη AOW αφορά περιόδους απασχολήσεως στη δημόσια υπηρεσία θα "ενσωματώνεται" (ingebouwd) στη σύνταξη ABPW, πράγμα που εσήμαινε ότι στην πραγματικότητα θα αφαιρούνται από τη σύνταξη αυτή τα αντίστοιχα ποσά.
8. Πρόβλημα ανέκυψε τότε, πάντως, στην περίπτωση των εγγάμων γυναικών, με την εν λόγω ενσωμάτωση, διότι οι έγγαμες δεν ελάμβαναν σύνταξη AOW ιδίω δικαιώματι αλλά καλύπτονταν από τη σύνταξη του συζύγου. Η ολλανδική νομοθεσία δεν πρόβλεψε ενσωμάτωση ολόκληρης της σύνταξης αυτής, δεδομένου ότι στην πραγματικότητα δεν την ελάμβαναν οι έγγαμες γυναίκες. Βρέθηκε τελικά μια συμβιβαστική λύση, συγκεκριμένα δηλαδή ότι ένα μέρος μόνο της συντάξεως AOW που ελάμβανε ο σύζυγος της γυναίκας δημοσίου υπαλλήλου θα ενσωματωνόταν στη σύνταξη ABΡW της τελευταίας. Το μέρος αυτό καθορίστηκε στο ύψος της συντάξεως AOW για αγάμους, άνδρες ή γυναίκες, και συγκεκριμένα στο 70 % του ελαχίστου ορίου διαβιώσεως. Το αποτέλεσμα ήταν ότι στην περίπτωση των εγγάμων γυναικών η έκπτωση από τη σύνταξη AΒΡW δυνάμει της διατάξεως περί ενσωματώσεως ανερχόταν στο 70 % της μειώσεως που θα υφίσταντο αν ήταν αντιθέτου φύλου.
9. Με την τροποποίηση του ΑΟW του 1985, με την οποία εξαλείφθηκε η δυσμενής διάκριση εις βάρος των εγγάμων γυναικών δημιουργήθηκε και πάλι πρόβλημα σχετικά με την ενσωμάτωση της συντάξεως AOW στην περίπτωση των εγγάμων γυναικών που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι. 'Οπως προανέφερα, από 1ης Απριλίου 1985 όλοι οι έγγαμοι ελάμβαναν το 50 % του ελαχίστου ορίου διαβιώσεως. 'Υστερα από μια μεταβατική ρύθμιση, η ολλανδική νομοθεσία θέσπισε νέους κανόνες περί ενσωματώσεως που άρχισαν να ισχύουν από 1ης Ιανουαρίου 1986. Οι νέες αυτές διατάξεις εγείρουν πρόβλημα σχετικά με τις περιόδους απασχολήσεως που πραγματοποιούνται μετά την προαναφερθείσα ημερομηνία. 'Οσον αφορά τις συντάξεις ABPW που αντιστοιχούν σ' αυτές τις περιόδους, δεν υπάρχει πλέον διαφορετική μεταχείριση μεταξύ εγγάμων ανδρών και γυναικών * όπως δεν υπάρχει διαφορά και ως προς τις συντάξεις AOW. Ωστόσο για περιόδους απασχολήσεως πριν από την ημερομηνία εκείνη, διατηρείται το παλαιό σύστημα της ενσωματώσεως που πρόβλεπε μικρότερη μείωση για τις έγγαμες γυναίκες: ο Ολλανδός νομοθέτης θέλησε κατ' αυτόν τον τρόπο να προστατεύσει τις προσδοκίες των εγγάμων γυναικών που είχαν εργαστεί στις δημόσιες υπηρεσίες πριν από το 1986. Αυτό σημαίνει ότι οι έγγαμες γυναίκες που χρημάτισαν δημόσιοι υπάλληλοι πριν από την 1η Ιανουαρίου 1986 και συνταξιοδοτήθηκαν μετά την ημερομηνία αυτή, εξακολουθούν να ωφελούνται από το στοιχείο ότι το ενσωματούμενο τμήμα της συντάξεως ΑΟW υπολογίζεται βάσει της συντάξεως ΑΟW που χορηγείται στους αγάμους (70 % του ελαχίστου ορίου διαβιώσεως) και όχι βάσει της συντάξεως ΑΟW που καταβαλλόταν στους συζύγους τους (100 % του ελαχίστου ορίου διαβιώσεως) για τις περιόδους απασχολήσεως στη δημόσια υπηρεσία πριν από το 1986 και τούτο παρά το γεγονός ότι λαμβάνουν πλέον πλήρη σύνταξη ΑΟW, που είναι ακριβώς η ίδια με αυτή που λαμβάνουν οι έγγαμοι άνδρες. Αυτή είναι η διαφορετική μεταχείριση που αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως. Στην περίπτωση των εγγάμων ανδρών δημοσίων υπαλλήλων που εργάστηκαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 1986 η σύνταξη ΑΟW ενσωματώνεται κατά 100 % ενώ στην περίπτωση των εγγάμων γυναικών δημοσίων υπαλλήλων η ενσωμάτωση αφορά μόνο το 70 % της συντάξεώς τους.
10. Ο Beune, εφεσίβλητος στην κύρια δίκη, συνταξιοδοτήθηκε το 1988, αφού εργάστηκε σ' όλη του τη ζωή ως δημόσιος υπάλληλος. 'Ελαβε δε σύνταξη ABPW στην οποία είχαν εφαρμογή οι παλαιές διατάξεις περί ενσωματώσεως. Στην περίπτωσή του ίσχυσε το ανώτατο όριο ενσωματώσεως δεδομένου ότι είχε ήδη εργαστεί επί 40 έτη ως δημόσιος υπάλληλος πριν από το 1986, ενώ ήταν παράλληλα ασφαλισμένος κατά το σύστημα ΑΟW. Η ενσωμάτωση * με άλλα λόγια η αφαίρεση από τη σύνταξη ΑΒΡW που ελάμβανε * ανέρχεται σε 16 286.59 ολλανδικά φιορίνια (HFL) ετησίως. Αν ήταν έγγαμη γυναίκα η μείωση αυτή θα ανερχόταν περίπου σε 11 300 HFL ετησίως. Ο Beune υποστηρίζει ότι υφίσταται δυσμενή διάκριση λόγω φύλου και προσέφυγε ενώπιον του Ambtenarengerecht (δικαστήριο διαφορών δημοσίων υπαλλήλων) της Χάγης που δέχθηκε την προσφυγή του βάσει της οδηγίας 79/7 (3). Ο ΑΒΡ άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Centrale Raad van Beroep το οποίο υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:
"1) Εμπίπτει στον όρο νομοθετική ρύθμιση σχετικά με σύνταξη γήρατος κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο α', της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ μια νομοθετική ρύθμιση περί συντάξεων που αφορά (κυρίως) δημοσίους υπαλλήλους, όπως αυτή που περιέχεται στον ΑΒΡW;
2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, έχει την έννοια η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως που διατυπώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της προαναφερθείσας οδηγίας ότι αντιβαίνει προς αυτή μια ρύθμιση περί σωρεύσεως της γενικής συντάξεως (ΑΟW) και της συντάξεως δημοσίου υπαλλήλου η οποία κάνει διάκριση μεταξύ (συνταξιούχων) εγγάμων ανδρών και (συνταξιούχων) εγγάμων γυναικών υπαλλήλων;
3) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στα ερωτήματα 1 και 2, μπορεί ο έγγαμος πρώην υπάλληλος, σε περίπτωση που δεν υφίσταται εθνική ρύθμιση για την εξάλειψη της κατά τα ανωτέρω άνισης μεταχειρίσεως, να θεμελιώσει στις διατάξεις της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ απαίτηση κατά την οποία, όσον αφορά το δικαίωμά του για σύνταξη υπαλλήλου, πρέπει να τύχει της ιδίας μεταχειρίσεως όπως η ευρισκομένη εξάλλου στην ίδια κατάσταση, έγγαμη υπάλληλος;
4) Συνεπάγεται η εφαρμογή της ίσης μεταχειρίσεως, όπως αναφέρεται στο ερώτημα 3, ότι η ανισότητα που υφίσταται στα δικαιώματα συντάξεως μεταξύ εγγάμων ανδρών και εγγάμων γυναικών υπαλλήλων, για το οποίο πρόκειται στην παρούσα διαφορά, καταργήθηκε από τις 23 Δεκεμβρίου 1984 ακόμη και όσον αφορά δικαιώματα συντάξεως που στηρίζονται σε περιόδους (δηλαδή χρόνο υπηρεσίας του ενδιαφερομένου ως υπαλλήλου) πριν από την ημερομηνία αυτή;
'Εχει επίσης σημασία εν προκειμένω ένα στοιχείο το οποίο δεν εξετάστηκε στις αποφάσεις επί της υποθέσεως της 11ης Ιουλίου 1991 (C-87/90, C-88/90 και C-89/90, Verholen κ.λπ.), της υποθέσεως της 8ης Μαρτίου 1988 (80/87, Dik κ.λπ.) και της υποθέσεως της 24ης Ιουνίου 1987 (384/85, Borrie Clarke), δηλαδή ότι στο συνταξιοδοτικό σύστημα κατά τον ΑΒΡW η χρηματοδότηση πραγματοποιείται με πόρους που προέρχονται από κεφαλαιουχική κάλυψη;
Αν το Δικαστήριο απαντήσει αρνητικά στο ερώτημα 1, το Centrale Raad van Beroep ζητεί από το Δικαστήριο, μη λαμβάνοντας υπόψη, τα ερωτήματα 2 μέχρι 4, να απαντήσει στα ακόλουθα ερωτήματα:
5) Υπάγεται στον όρο αμοιβή κατά το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ σύνταξη γήρατος (κυρίως) δημοσίων υπαλλήλων όπως αυτή που προβλέπεται από τον ολλανδικό ΑΒΡW;
6) Αν στο ερώτημα 5 δοθεί καταφατική απάντηση και επομένως πρέπει να ληφθεί ως βάση ότι η διαφορετική ως προς τους έγγαμους και τις έγγαμες (πρώην) υπαλλήλους ρύθμιση σε σχέση με τη σώρευση γενικής συντάξεως (ΑΟW) και συντάξεως υπαλλήλου αντίκειται προς την αρχή της ίσης αμοιβής ανδρών και γυναικών εργαζομένων, που διατυπώνεται στην εν λόγω διάταξη της Συνθήκης, μπορεί τότε ο έγγαμος υπάλληλος, επικαλούμενος την αρχή αυτή, να ζητήσει να τύχει της ίδιας μεταχειρίσεως όπως ακριβώς και η έγγαμη υπάλληλος, όσον αφορά το δικαίωμά του συντάξεως;
7) Υφίστανται στο κοινοτικό δίκαιο στοιχεία προκειμένου, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στα ερωτήματα 5 και 6, να περιοριστούν οι συνέπειες από την παράβαση του κοινοτικού δικαίου, τόσο ως προς το χρονικό σημείο από του οποίου μπορεί να προβληθεί αξίωση για ίση μεταχείριση όσο και ως προς τις περιόδους στις οποίες στηρίζεται δικαίωμα συντάξεως; 'Εχει σημασία για την απάντηση στο ερώτημα αυτό το ότι η χρηματοδότηση του επιδίκου συστήματος συνταξιοδοτήσεως γίνεται διά κεφαλαιουχικής καλύψεως (kapitaaldekking);"
11. Στην ουσία τα προδικαστικά ερωτήματα του Centrale Raad van Beroep είναι τα ακόλουθα:
1) Ποιοι κανόνες κοινοτικού δικαίου περί ίσης μεταχειρίσεως εφαρμόζονται ενδεχομένως στις συντάξεις δημοσίων υπαλλήλων όπως αυτές που καταβάλλονται δυνάμει του ΑΒΡW; Ποιες διατάξεις έχουν εφαρμογή, του άρθρου 119 ή της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ;
2) Προσκρούουν στους εφαρμοστέους κανόνες του κοινοτικού δικαίου οι περί ενσωματώσεως διατάξεις όπως εφαρμόζονται εν προκειμένω;
3) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, μπορεί ένας έγγαμος άνδρας δημόσιος υπάλληλος όπως ο Beune να επικαλεστεί τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου και να αξιώσει ίση μεταχείριση με τις έγγαμες γυναίκες δημοσίους υπαλλήλους; Υπάρχει ή μπορεί να επιβληθεί χρονικός περιορισμός των αποτελεσμάτων των διατάξεων αυτών;
Το κοινοτικό κανονιστικό πλαίσιο
12. Η υπόθεση αυτή είναι η πρώτη στην οποία τίθεται το ερώτημα αν ένα σύστημα συνταξιοδοτήσεως δημοσίων υπαλλήλων εκ του νόμου, που εκ πρώτης όψεως μοιάζει πολύ με σύστημα συνταξιοδοτήσεως επαγγελματιών του ιδιωτικού τομέα πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτει εννοιολογικώς στον όρο "αμοιβή" κατά την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ. Η υπό κρίση υπόθεση δηλαδή εγείρει και πάλι το ακανθώδες ζήτημα του πώς πρέπει να εφαρμοστούν οι διατάξεις περί ίσης μεταχειρίσεως στα επαγγελματικά συστήματα συνταξιοδοτήσεως. Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει στην υπόθεση Bilka ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, οι συντάξεις επαγγελματιών πρέπει να θεωρούνται ως αμοιβή κατά την έννοια του άρθρου 119 (4). Η κρίση αυτή επιβεβαιώθηκε με την απόφαση Barber, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι τα συμβατικώς οργανωμένα επαγγελματικά συστήματα συνταξιοδοτήσεως όπως αυτά που υπάρχουν στο Ηνωμένο Βασίλειο, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 και επομένως δεν επιτρέπονται οι διακρίσεις μεταξύ συνταξιούχων (5). Ωστόσο το Δικαστήριο έκρινε ότι για επιτακτικούς λόγους ασφάλειας του δικαίου έπρεπε να περιορίσει τα διαχρονικά αποτελέσματα της αποφάσεώς του (6). Το Δικαστήριο έκρινε ότι το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 119 δεν μπορεί να προβληθεί για να στηρίξει το αίτημα θεμελιώσεως δικαιώματος συντάξεως αναδρομικώς σε χρόνο προγενέστερο της εκδόσεως της απόφασης (17 Μαΐου 1990), με εξαίρεση την περίπτωση αυτών που πριν από την ημερομηνία αυτή άσκησαν ένδικη προσφυγή ή υπέβαλαν ισοδύναμη ένσταση. Δεδομένου ότι η κρίση αυτή δεν διατυπώθηκε με απόλυτη σαφήνεια, το Δικαστήριο αντιμετώπισε στη συνέχεια διάφορα ερωτήματα σχετικά με την ακριβή ερμηνεία του περιορισμού αυτού. Πρόσφατα έκρινε στην υπόθεση Ten Oever ότι ο περιορισμός της αποφάσεως Barber ισχύει και για τα συμπληρωματικά συστήματα που ήταν επίδικα στην υπόθεση εκείνη και διευκρίνισε ότι ο περιορισμός αποκλείει (με εξαίρεση την περίπτωση αυτών που είχαν ήδη ασκήσει προσφυγή ή υποβάλει ένσταση) όλες τις παροχές που αντιστοιχούν σε περιόδους απασχολήσεως οι οποίες πραγματοποιήθηκαν πριν από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως Barber (7).
13. Η πρακτική σημασία της αποφάσεως Barber είναι τέτοια ώστε εξετάστηκε κατά τις διακρατικές διασκέψεις που οδήγησαν στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή 'Ενωση. Με την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης αυτής προσαρτήθηκε στη Συνθήκη ΕΚ ένα νέο πρωτόκολλο που ορίζει ότι:
"Για την εφαρμογή του άρθρου 119 της Συνθήκης, οι δυνάμει επαγγελματικού συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων παροχές δεν θεωρούνται ως αποδοχές εφόσον αντιστοιχούν σε περιόδους απασχόλησης πριν από τις 17 Μαΐου 1990, με εξαίρεση τους εργαζόμενους ή τους έλκοντες δικαιώματα οι οποίοι πριν από αυτή την ημερομηνία, είχαν ασκήσει δικαστική προσφυγή ή καταθέσει αντίστοιχη ένσταση σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο."
Η προσθήκη αυτή στο άρθρο 119 άρχισε να ισχύει την 1η Νοεμβρίου 1993.
14. Για λόγους πληρότητας θα αναφέρω επίσης το Πρωτόκολλο σχετικά με την κοινωνική πολιτική που προσαρτήθηκε επίσης στη Συνθήκη ΕΚ με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή 'Ενωση, στο οποίο προσαρτάται η "Συμφωνία που συνάπτεται μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας πλην του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας για την κοινωνική πολιτική". Το άρθρο 6 της Συμφωνίας αυτής, οι παράγραφοι 1 και 2 του οποίου αποτελούν σε μεγάλο βαθμό αντιγραφή του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ, θεσπίζει νέο κανόνα με την τρίτη παράγραφο:
"Το παρόν άρθρο δεν κωλύει την εκ μέρους των κρατών μελών διατήρηση ή θέσπιση μέτρων που προβλέπουν ειδικά ευεργετήματα για τη διευκόλυνση της άσκησης μιας επαγγελματικής δραστηριότητας από τις γυναίκες ή για την πρόληψη ή αντιστάθμιση μειονεκτημάτων στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία."
Δεν υποστηρίχθηκε πάντως ότι η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή εν προκειμένω.
15. Πέραν των διατάξεων αυτών της Συνθήκης, πρέπει να ληφθεί υπόψη και η οδηγία 79/7 περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (8). Η οδηγία αυτή εφαρμόζεται, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, (μεταξύ άλλων) στα νομικά συστήματα που εξασφαλίζουν προστασία από τους κινδύνους γήρατος, πράγμα που σαφώς καλύπτει τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει ότι εντός του πεδίου της εφαρμογής της, "(...) συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα (...) όσον αφορά (...) τον υπολογισμό των παροχών (...)". Η οδηγία έπρεπε να έχει τεθεί σε εφαρμογή μέχρι τις 23 Δεκεμβρίου 1984, σημειώνω δε ότι το Δικαστήριο κρίνει παγίως ότι "ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να αφήνει να υφίστανται μετά τις 22 Δεκεμβρίου 1984 ανισότητες μεταχειρίσεως οφειλόμενες στο γεγονός ότι οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη γένεση του δικαιώματος επί των παροχών είναι προγενέστερες αυτής της ημερομηνίας" (9). Tο Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι τα άτομα μπορούν να επικαλούνται την απαγόρευση των διακρίσεων του άρθρου 4, παράγραφος 1, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων προκειμένου να αποκλείσουν την εφαρμογή αντιθέτου περιεχομένου διατάξεων του εθνικού δικαίου (10).
16. Τέλος θα αναφέρω επίσης την οδηγία 86/378/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως (11), καίτοι το Centrale Raad van Beroep δεν τη μνημονεύει, προφανώς διότι η προθεσμία για τη θέση της σε εφαρμογή έληξε μόλις την 1η Ιανουαρίου 1993. Η μεν οδηγία 79/7 εφαρμόζεται στα εκ του νόμου συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως ενώ η οδηγία 86/378 εφαρμόζεται στα καλούμενα "επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως". Εκ πρώτης όψεως ο συνδυασμός των όρων "επαγγελματικά (occupational)" προφανώς με την έννοια του "μη ισχύοντος εκ του νόμου" και "κοινωνική ασφάλιση" μπορεί να φανεί παράδοξος πλην όμως τα επαγγελματικά συστήματα συνταξιοδοτήσεως είναι σαφές ότι αποτελούν ένα από τα είδη συστημάτων στα οποία εφαρμόζεται η οδηγία κατά τη βούληση των συντακτών της. Η οδηγία ορίζει τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως ως:
"τα συστήματα που δεν διέπονται από την οδηγία 79/7/ΕΟΚ και που έχουν ως αντικείμενο τη χορήγηση στους εργαζομένους, μισθωτούς ή ελεύθερους επαγγελματίες, στα πλαίσια μιας επιχείρησης ή ομάδας επιχειρήσεων, ενός οικονομικού κλάδου ή επαγγελματικού ή διεπαγγελματικού τομέα, παροχών που θα προορίζονται να συμπληρώνουν ή να υποκαθιστούν τις παροχές των εκ του νόμου συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, είτε η υπαγωγή στα συστήματα αυτά είναι υποχρεωτική είτε προαιρετική" (12).
Τέτοια συστήματα είναι, όπως και κατά την οδηγία 79/7, αυτά που εξασφαλίζουν προστασία κατά του γήρατος, π.χ. συστήματα συνταξιοδοτήσεως (13). Και η οδηγία αυτή απαγορεύει κάθε διάκριση λόγω φύλου, περιλαμβανομένης και της διακρίσεως ως προς τον υπολογισμό των παροχών. Τα κράτη μέλη έπρεπε να λάβουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να αναθεωρηθούν οι διατάξεις των επαγγελματικών συστημάτων που αντιβαίνουν προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1993 (14). Προβλέπεται πάντως γενική εξαίρεση από την υποχρέωση αυτή προκειμένου για δικαιώματα και υποχρεώσεις που συνδέονται με περίοδο υπαγωγής σε επαγγελματικό σύστημα χρονικώς προγενέστερη της αναθεωρήσεως του συστήματος αυτού (15). Η οδηγία 79/7 δεν προβλέπει τέτοια εξαίρεση, η οποία όμως μπορεί να αποδειχθεί ότι ενδιαφέρει το επίδικο εν προκειμένω σύστημα και γι' αυτόν τον λόγο θα την εξετάσω στη συνέχεια.
17. Αυτό είναι με λίγα λόγια το κοινοτικό κανονιστικό πλαίσιο. Παρακάτω θα εξετάσω πρώτον ποιες διατάξεις διέπουν την ενσωμάτωση της συντάξεως ΑΟW στη σύνταξη ΑΒΡW. Είναι άραγε το άρθρο 119 της Συνθήκης ή μια από τις οδηγίες ή όλα σε συνδυασμό; Στη συνέχεια θα εξετάσω το ζήτημα αν συντρέχει παράβαση της απαγορεύσεως των διακρίσεων και, αν υπάρχει τέτοια παράβαση, θα χρειαστεί να εξετάσω τέλος αν ο Beune μπορεί να επικαλεστεί τις σχετικές διατάξεις καθώς επίσης και αν τα αποτελέσματα των διατάξεων αυτών περιορίζονται χρονικά.
Οι εφαρμοστέες διατάξεις
18. Το πρώτο εξεταστέο ζήτημα είναι το αν μια σύνταξη όπως η σύνταξη ΑΒΡW εμπίπτει στο άρθρο 119 της Συνθήκης. Στην πρόσφατη υπόθεση Moroni το Δικαστήριο έκρινε, εξετάζοντας τη σχέση μεταξύ της οδηγίας 86/378 και του άρθρου 119, ότι πρέπει να εξετάζεται πρώτον αν παραβιάζεται η δεύτερη διάταξη και, εάν αποδεικνύεται παράβαση, δεν απαιτείται να ερευνάται η ενδεχόμενη σύγκρουση με την οδηγία, η οποία εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 (16). Ο ίδιος συλλογισμός ισχύει βεβαίως και για τη σχέση μεταξύ οδηγίας 79/7 και άρθρου 119.
19. Η νομολογία του Δικαστηρίου έχει καθορίσει τα κριτήρια βάσει των οποίων καθορίζεται ποια είδη συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως πρέπει να θεωρούνται ως "αμοιβή" κατά την έννοια του άρθρου 119 και ποια όχι. 'Ηδη στην πρώτη υπόθεση Defrenne το Δικαστήριο έκρινε ότι:
"Παρόλον ότι οφέλη συμμετέχοντα της φύσεως παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως δεν είναι, συνεπώς, κατ' αρχήν, ξένα προς την έννοια της αμοιβής, δεν είναι δυνατό ωστόσο να περιληφθούν σ' αυτή την έννοια, όπως ορίζεται στο άρθρο 119, τα συστήματα ή παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως, ιδίως οι συντάξεις λόγω αποχωρήσεως, που ρυθμίζονται απευθείας από τον νόμο αποκλείοντας κάθε στοιχείο διαβουλεύσεως στους κόλπους της επιχείρησης ή του ενδιαφερόμενου επαγγελματικού κλάδου, και που έχουν υποχρεωτική εφαρμογή σε γενικές κατηγορίες εργαζομένων.
Πράγματι, τα εν λόγω συστήματα διασφαλίζουν στους εργαζόμενους το ευεργέτημα νομίμου συστήματος στη χρηματοδότηση του οποίου συμβάλλουν εργαζόμενοι, εργοδότες και ενδεχομένως οι δημόσιες αρχές κατά ένα μέτρο που τελεί σε συνάρτηση λιγότερο με τη σχέση εργασίας μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου παρά με λόγους κοινωνικής πολιτικής." (17)
20. Ενώ η υπόθεση Defrenne I αφορούσε ένα σύνηθες, γενικό και οργανωμένο από το κράτος σύστημα συνταξιοδοτήσεως, στις υποθέσεις Bilka και Barber το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα αν οι παροχές που χορηγούν τα ιδιωτικά επαγγελματικά συστήματα συνταξιοδοτήσεως μπορούν να θεωρηθούν ως αποτελούντα μέρος της αμοιβής του εργαζομένου. Στην υπόθεση Bilka το Δικαστήριο έλαβε υπόψη το στοιχείο ότι το επίδικο σύστημα, καίτοι είχε καταρτιστεί σύμφωνα με τη σχετική γερμανική νομοθεσία, στηριζόταν σε συμφωνία μεταξύ της επιχειρήσεως και του προσωπικού της και αποτελούσε συμπλήρωμα των γενικών κοινωνικών ωφελημάτων που πρόβλεπε η εθνική νομοθεσία, με παροχές χρηματοδοτούμενες εξ ολοκλήρου από τον εργοδότη. Το Δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη ότι ο συμβατικός * σε αντιδιαστολή προς τον εκ του νόμου * χαρακτήρας του συστήματος επιβεβαιώθηκε από το στοιχείο ότι το σύστημα θεωρείτο ως αναπόσπαστο μέρος των συμβάσεων εργασίας (18). Με αυτή την ανάλυση το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το εν λόγω σύστημα ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119.
21. Στην υπόθεση Barber το Δικαστήριο ανέπτυξε παρόμοια συλλογιστική. Τόνισε ότι τα επίδικα στην υπόθεση εκείνη συμβατικώς οργανωμένα ιδιωτικά επαγγελματικά συστήματα ήταν το αποτέλεσμα είτε συμφωνίας μεταξύ εργαζομένων εργοδοτών είτε μονομερούς αποφάσεως του εργοδότη και ότι η χρηματοδότησή τους εξασφαλίζεται από τον εργοδότη ή από αμφοτέρους, εργοδότη και εργαζομένους, χωρίς συμβολή των δημοσίων αρχών. Δεύτερον, διαπιστώθηκε ότι τα επίδικα συστήματα δεν ίσχυαν υποχρεωτικά για γενικές κατηγορίες εργαζομένων αλλά εφαρμόζονταν μόνο στους εργαζομένους ορισμένων επιχειρήσεων πράγμα που σημαίνει ότι η υπαγωγή στα συστήματα αυτά στηριζόταν κατ' ανάγκη στη σχέση εργασίας. Εξάλλου, καίτοι τα συστήματα αυτά είχαν θεσπιστεί σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, λειτουργούσαν με δικούς τους κανόνες. Τρίτον, το στοιχείο ότι οι εισφορές και οι παροχές υποκαθιστούν εν μέρει αυτές του γενικού εκ του νόμου συστήματος, δεν αποκλείει την εφαρμογή του άρθρου 119, διότι το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η οικονομική λειτουργία των εν λόγω συστημάτων ήταν ανάλογη προς αυτή των επικουρικών συστημάτων που υπάρχουν σε ορισμένα κράτη μέλη (όπως αυτά της υποθέσεως Bilka) (19).
22. Βάσει των κρίσεων αυτών μπορούμε να καταρτίσουμε έναν πίνακα των στοιχείων που θεωρούνται ότι επηρεάζουν την απάντηση στο υπό εξέταση ερώτημα:
1) Ο βαθμός στον οποίο τα συστήματα αυτά ρυθμίζονται από τον νόμο αποτελεί σημαντικό στοιχείο. Το γεγονός ότι τα ιδιωτικά επαγγελματικά συστήματα λειτουργούν εντός νομικού πλαισίου δεν κωλύει την εφαρμογή του άρθρου 119 εφόσον αυτά διέπονται από δικούς τους κανόνες. Οι παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως που διέπονται απευθείας από τον νόμο μάλλον δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119.
2) Για να εμπίπτει ένα σύστημα συνταξιοδοτήσεως στο άρθρο 119 θεωρήθηκε ως προϋπόθεση το στοιχείο της συμφωνίας μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων εντός της επιχειρήσεως ή του συγκεκριμένου επαγγελματικού κλάδου ή η μονομερής απόφαση του εργοδότη. Ο συμβατικός χαρακτήρας ενός συστήματος επιβεβαιώνεται π.χ. από το στοιχείο ότι θεωρείται ως αναπόσπαστο τμήμα των συμβάσεων εργασίας.
3) Ως αποφασιστικό στοιχείο θεωρήθηκε επίσης ο τρόπος χρηματοδοτήσεως του συστήματος. Αν ένα σύστημα χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου από τον εργοδότη ή από αμφοτέρους εργοδότη και εργαζομένους το στοιχείο αυτό συνηγορεί υπέρ της εφαρμογής του άρθρου 119. Αντιθέτως, αν έχουμε συμβολή των δημοσίων αρχών αυτό αποτελεί ένδειξη ότι το σύστημα εντάσσεται στη γενική κοινωνική πολιτκή.
4) Τα συστήματα που εφαρμόζονται σε γενικές κατηγορίες εργαζομένων δεν εμπίπτουν στο άρθρο 119 διευκρίνιση απαιτεί πάντως ο όρος "γενικές κατηγορίες εργαζομένων" τον οποίο και θα εξετάσω παρακάτω.
5) Αν η λειτουργία του συστήματος είναι να συμπληρώνει τις γενικές κοινωνικές παροχές που χορηγούνται δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας είναι δυνατό να έχει εφαρμογή το άρθρο 119.
23. Στην επίδικη σύνταξη ABPW δεν μπορούν να εφαρμοστούν εύκολα όλα αυτά τα κριτήρια. Ο επικουρικός χαρακτήρας του συστήματος εγείρει τα λιγότερα προβλήματα. Η σύνταξη ΑΒΡW συμπληρώνει τη σύνταξη ΑΟW που είναι και η βασική, χρηματοδοτούμενη από το κράτος, σύνταξη κοινωνικής ασφαλίσεως και από τη σκοπιά αυτή η εν λόγω σύνταξη μοιάζει με τη σύνταξη των ιδιωτικών επαγγελματικών συστημάτων που λειτουργούν στην Ολλανδία και εφαρμόζονται σε διάφορους επαγγελματικούς τομείς εκτός της δημόσιας υπηρεσίας. Βεβαίως οι συντάξεις ΑΟW και ΑΒΡW δεν επιδέχονται πλήρη σώρευση αφού οι κανόνες περί ενσωματώσεως προβλέπουν μείωση της συντάξεως ΑΒΡW. Δεδομένου ότι στην υπόθεση Barber το Δικαστήριο έκρινε ότι τα συμβατικώς οργανωμένα συστήματα που αντικαθιστούν εξ ολοκλήρου το εκ του νόμου σύστημα (20) δεν είναι γι' αυτόν τον λόγο άσχετα προς την έννοια της αμοιβής, το στοιχείο αυτό δεν ασκεί επιρροή.
24. Το αν οι δημόσιοι υπάλληλοι που λαμβάνουν σύνταξη ΑΒΡW αποτελούν "γενική κατηγορία εργαζομένων" δεν είναι εύκολο να κριθεί δεδομένου ότι η νομολογία του Δικαστηρίου δεν περιέχει πολλά στοιχεία σχετικά με το περιεχόμενο του όρου αυτού. Ο όρος αυτός μπορεί να αφορά κατηγορίες που προσδιορίζονται στο πλαίσιο εκ του νόμου συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως όπως π.χ. χειρώνακτες ή μη χειρώνακτες εργάτες, ή υπάλληλοι ή ελεύθεροι επαγγελματίες σε αντιδιαστολή προς τους απασχολούμενους από κάποιον εργοδότη π.χ. σ' έναν συγκεκριμένο τομέα οι οποίοι και δεν θα θεωρούνταν ως γενική κατηγορία. Στην υπόθεση Barber το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα συστήματα:
"(...) δεν εφαρμόζονται υποχρεωτικά σε γενικές κατηγορίες εργαζομένων. Αντίθετα, δεν αφορούν παρά μόνον τους εργαζομένους ορισμένων επιχειρήσεων, έτσι ώστε η υπαγωγή στα συστήματα αυτά προκύπτει αναγκαστικά από τη σχέση εργασίας με συγκεκριμένο εργοδότη" (21).
Καίτοι το Δημόσιο δεν είναι βεβαίως επιχείρηση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως απλός εργοδότης. Εξάλλου, η υπαγωγή στο σύστημα συνταξιοδοτήσεως ΑΒΡW πράγματι προκύπτει αναγκαστικά από τη σχέση εργασίας με το Δημόσιο ή από την εργασία στον δημόσιο τομέα.
25. Τα άλλα κριτήρια * συγκεκριμένα η νομική βάση του συστήματος, ο συμβατικός χαρακτήρας του και η χρηματοδότησή του * θέτουν μεγαλύτερα προβλήματα. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι το σύστημα εφαρμόζεται σε δημοσίους υπαλλήλους που απασχολούνται στο Δημόσιο το οποίο είναι και ο εργοδότης τους και ο αποφασίζων τη γενική κοινωνική πολιτική περιλαμβανομένης και της κοινωνικής ασφαλίσεως. Πρέπει δηλαδή να ερευνηθεί υπό ποια ιδιότητα ενεργεί το Δημόσιο στο πλαίσιο του συστήματος συνταξιοδοτήσεως ΑΒΡW.
26. Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι συντάξεις ΑΒΡW, λόγω του ότι προβλέπονται από τον νόμο, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως αμοιβή. Δεν πρόκειται για ιδιωτικό επαγγελματικό σύστημα που λειτουργεί εντός γενικού πλαισίου προβλεπομένου από τον νόμο, όπως στις υποθέσεις Barber και Bilka. Στην πραγματικότητα οι παροχές που λαμβάνουν οι δημόσιοι υπάλληλοι προσδιορίζονται απευθείας από τον νόμο. Ωστόσο, αμφιβάλλω αν το στοιχείο αυτό είναι αποφασιστικό κριτήριο. 'Οπως τόνισε με τις παρατηρήσεις του ο ΑΒΡ, στην Ολλανδία όλα τα ανταλλάγματα που λαμβάνουν οι δημόσιοι υπάλληλοι προσδιορίζονται απευθείας από τον νόμο. Μήπως αυτό σημαίνει ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως που θεσπίζει το άρθρο 119 δεν έχει εφαρμογή στη δημόσια υπηρεσία στην Ολλανδία * ή γενικώς στη δημόσια υπηρεσία; Δεν είναι αυτή η θέση του Δικαστηρίου. 'Ηδη στην υπόθεση Defrenne II το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 119 εφαρμόζεται:
"(...) σε περιπτώσεις όπου άνδρες και γυναίκες λαμβάνουν άνιση αμοιβή για ίση εργασία που επιτελούν στο ίδιο κατάστημα ή υπηρεσία, είτε δημόσια είτε ιδιωτική" (22).
27. Εξάλλου, φαίνεται ότι σε ορισμένα κράτη μέλη, όπως η Ολλανδία, η αμοιβή των δημοσίων υπαλλήλων (περιλαμβανομένων και των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τους) προσδιορίζεται από τον νόμο, ενώ σε άλλα, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο δεν προσδιορίζεται από τον νόμο. Είναι ακόμη μια ένδειξη ότι ο χαρακτήρας της αμοιβής ως προβλεπομένης από τον νόμο δεν θα πρέπει να αποτελεί το αποφασιστικό κριτήριο για τη μη εφαρμογή του άρθρου 119. Το αν η αμοιβή των δημοσίων υπαλλήλων προσδιορίζεται ή δεν προσδιορίζεται από τον νόμο εξαρτάται από τον τρόπο κατά τον οποίο είναι οργανωμένη η δημόσια υπηρεσία σε κάποιο κράτος μέλος. Το άρθρο 109 του ολλανδικού συντάγματος προβλέπει ότι η νομική κατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων προσδιορίζεται με νόμο. Το ότι η αμοιβή που λαμβάνουν οι Ολλανδοί δημόσιοι υπάλληλοι αποτελεί αμοιβή κατά την έννοια του άρθρου 119 επιβεβαιώνεται από την κρίση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Liefting (23).
28. Επομένως, προκειμένου για τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των δημοσίων υπαλλήλων το ουσιώδες ερώτημα είναι όχι το αν προσδιορίζονται από τον νόμο αλλά το αν, προσδιορίζοντας τα δικαιώματα αυτά, οι δημόσιες αρχές ενεργούν ως εκφραστές της γενικής περί την κοινωνική ασφάλιση πολιτικής του κράτους ή υπό την ιδιότητα του εργοδότη. Αυτή ήταν και η άποψη του γενικού εισαγγελέα Slynn που παρατήρησε σχετικά με τα συνταξιοδοτικά συστήματα των Ολλανδών δημοσίων υπαλλήλων στην υπόθεση Liefting:
"Το γεγονός ότι ένα σύστημα ρυθμίζεται από τον νόμο δεν είναι, κατά την άποψή μου, το καθοριστικό στοιχείο. Ο νόμος μπορεί να χρησιμοποιείται για διάφορους σκοπούς. Αν ορίζει δικαιώματα και υποχρεώσεις δυνάμει ενός συστήματος κοινωνικής ασφάλισης για όλους τους εργαζόμενους ή για ομάδες εργαζομένων των οποίων 'εργοδότης' δεν είναι οπωσδήποτε το Δημόσιο, αναμφίβολα βασίζεται σε 'λόγους κοινωνικής πολιτικής' παρά σε εργασιακή σχέση. Αν εξάλλου με τον ίδιο μηχανισμό, τον νόμο, θεσπίζονται κανόνες για τους απασχολούμενους στο Δημόσιο, οι κανόνες αυτοί μπορεί να αποτελούν έκφραση κοινωνικής πολιτικής ή μπορούν επίσης να πηγάζουν και να ρυθμίζουν την εργασιακή σχέση. Βέβαια, στη δεύτερη περίπτωση οι κανόνες αυτοί μπορούν συγχρόνως να αντικατοπτρίζουν την κρατική αντίληψη περί κοινωνικής πολιτικής, αλλά κατά την άποψή μου ο παράγοντας αυτός δεν τους στερεί το ουσιώδες χαρακτηριστικό τους, ότι δηλαδή είναι κανόνες που ρυθμίζουν την εργασιακή σχέση. Ειδάλλως, οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν θα μπορούσαν να επικαλεστούν την αρχή της ισότητας των αμοιβών για όμοια εργασία, η οποία περιέχεται στο άρθρο 119, ενώ δεν φαίνεται να υπάρχει κανένα στοιχείο στο άρθρο αυτό ή στη νομολογία του Δικαστηρίου που να δικαιολογεί τέτοιο συμπέρασμα. 'Ετσι, το κρίσιμο ζήτημα είναι αν ό,τι πράττει το Δημόσιο, το πράττει βασικά ως εργοδότης." (24)
29. Στην περίπτωση της συντάξεως ΑΒΡW το Δημόσιο νομίζω ότι ενεργεί ως εργοδότης. Μια ένδειξη αποτελεί το στοιχείο της συνεννοήσεως ή συλλογικής διαπραγματεύσεως που φαίνεται να ισχύει στο πλαίσιο του συστήματος κατά το οποίο προσδιορίζεται η σύνταξη ΑΒΡW και ασκείται η διαχείριση των σχετικών κονδυλίων. 'Οπως προέκυψε από τις απαντήσεις σε μια από τις γραπτές ερωτήσεις του Δικαστηρίου * όσον αφορά τη νομική φύση του ΑΒΡ και τον τρόπο χρηματοδοτήσεώς του * ο ΑΒΡ είναι δημόσιος οργανισμός που έχει ευρύ πεδίο ανεξαρτησίας έναντι της κεντρικής κυβέρνησης, στο πλαίσιο του οποίου εκπροσωπούνται εξίσου εργοδότες και εργαζόμενοι. Εξάλλου ο ΑΒΡ υποστηρίζει ότι καίτοι τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των δημοσίων υπαλλήλων προσδιορίζονται με νόμο, δεν μεταβάλλονται παρά μόνο κατόπιν συμφωνίας μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων θεωρούνται δε ως αποτελούντα μέρος των όρων που διέπουν την εργασιακή σχέση. Ο Beune αμφισβητεί την έκταση και τα αποτελέσματα της συνεννοήσεως. Νομίζω όμως ότι, ακόμη και αν δεν υπάρχει συνεννόηση, τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα μπορούν και πάλι να χαρακτηριστούν ως αμοιβή υπό την προϋπόθεση ότι, προσδιορίζοντάς τα μονομερώς, το Δημόσιο ενεργεί ως εργοδότης.
30. Ως άλλη ένδειξη του γεγονότος ότι το Δημόσιο ενεργεί ως εργοδότης μπορεί να θεωρηθεί το επίπεδο των συντάξεων. Η σύνταξη ΑΒΡW για τους δημοσίους υπαλλήλους με πλήρη υπηρεσία στο Δημόσιο ανέρχεται κατ' ανώτατο όριο στο 70 % του μισθού που έλαβε ο υπάλληλος κατά τα δύο τελευταία έτη πριν από τη συνταξιοδότησή του. Αυτό αποτελεί μια κάπως γενναιόδωρη συνέχιση της αμοιβής του μάλλον παρά σύνταξη που σκοπεί να του παράσχει βασική κοινωνική ασφάλιση. Υπενθυμίζω ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι λαμβάνουν επίσης σύνταξη ΑΟW η οποία εν πάση περιπτώσει έχει εξασφαλίσει την προαναφερθείσα προστασία. Οι διατάξεις περί ενσωματώσεως θεσπίστηκαν ακριβώς διότι η σώρευση της συντάξεως ΑΟW με τη σύνταξη ΑΒΡW μπορεί να οδηγήσει σε καταστάσεις όπου η σύνταξη του δημοσίου υπαλλήλου είναι υψηλότερη από τον τελευταίο μισθό του.
31. Τέλος, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο τρόπος κατά τον οποίο χρηματοδοτείται το σύστημα ΑΒΡW. Σύμφωνα με τη λεπτομερέστατη απάντηση του ΑΒΡW στη γραπτή ερώτηση του Δικαστηρίου, η χρηματοδότηση γίνεται σχεδόν εξ ολοκλήρου με εισφορές των διαφόρων εργοδοτών του δημοσίου τομέα που απασχολούν προσωπικό το οποίο εμπίπτει στο σύστημα ΑΒΡW. Οι εισφορές αυτές προσδιορίζονται με νόμο σε ορισμένο ποσοστό του καταβαλλομένου μισθού. Τα ποσοστά προσαρμόζονται σε τακτά χρονικά διαστήματα προκειμένου να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο ΑΒΡ λειτουργεί επί κεφαλαιουχικής βάσεως και ότι πρέπει να έχει επαρκή κονδύλια αλλά όχι περισσότερα από τα αναγκαία για την καταβολή των συντάξεων. 'Ενα μέρος των εισφορών αφαιρείται από τον μισθό των δημοσίων υπαλλήλων.
32. Θα παρατηρήσω επίσης ότι ο ΑΒΡ είναι σε μεγάλο βαθμό οικονομικώς ανεξάρτητος οργανισμός. Οι εισφορές που καταβάλλουν οι διάφοροι εργοδότες του δημοσίου τομέα φέρονται στους ετήσιους προϋπολογισμούς τους ως δαπάνες για χορήγηση μισθών, τα δε δάνεια που χορηγεί ο ΑΒΡ στην κεντρική κυβέρνηση αποτελούν τμήμα του γενικού δημοσίου χρέους.
33. Τελικά νομίζω ότι το Δημόσιο καταβάλλει τη σύνταξη ΑΒΡW υπό την ιδιότητα του εργοδότη και όχι στο πλαίσιο της γενικής κοινωνικής πολιτικής. Η σύνταξη ΑΒΡW συμπληρώνει τη βασική σύνταξη κοινωνικής ασφαλίσεως κατά τον ίδιο τρόπο όπως και τα ιδιωτικά επαγγελματικά συστήματα συνταξιοδοτήσεως στην Ολλανδία η σύνταξη αυτή καταβάλλεται δυνάμει της σχέσεως εργασίας όπως προκύπτει, υπάρχει συνεννόηση ως προς το ύψος των παροχών το δε σύστημα χρηματοδοτείται με εισφορές από το Δημόσιο που ενεργεί ως εργοδότης. Επομένως οι διατάξεις που διέπουν την ενσωμάτωση της συντάξεως ΑΟW στη σύνταξη ΑΒΡW υπόκεινται στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ.
34. Πριν κλείσω το ζήτημα αυτό πάντως θα ήθελα να θέσω το ερώτημα αν είναι ορθότερο να εξετάζονται ένα-ένα τα διάφορα κριτήρια που παρέθεσα ή μήπως θα πρέπει να ακολουθείται μια πιο ευθεία μέθοδος. Μια τέτοια μέθοδος, αν σκιαγραφείται στην εν προκειμένω εκδοθησομένη απόφαση, μπορεί να φανεί χρήσιμη και στην περίπτωση άλλων ειδών συστημάτων συνταξιοδοτήσεως και θα μπορούσε να δημιουργήσει μεγαλύτερη ασφάλεια του δικαίου σ' αυτόν τον περίπλοκο και οικονομικά σημαντικό τομέα.
35. 'Εχω τη γνώμη ότι τα διάφορα κριτήρια που εξέτασα υπήρξαν χρήσιμα οσάκις προέκυπταν ή διαφαίνονταν προβλήματα όσον αφορά τη διάκριση και την κατάταξη διαφόρων ειδών συνταξιοδοτικών συστημάτων. Αυτό ίσως εξηγεί γιατί οι διάφοροι παράγοντες εκτιμήθηκαν κατά διαφορετικό τρόπο στις υποθέσεις που έχουν εκδικαστεί μέχρι στιγμής. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται πλέον να λαμβάνονται υπόψη όλα αυτά τα κριτήρια. Εξάλλου, η υπό κρίση υπόθεση αφήνει να εννοηθεί ότι μερικά απ' αυτά δεν είναι πλέον αποφασιστικά. Το στοιχείο π.χ. ότι οι όροι που διέπουν το σύστημα περιέχονται σε κρατικό μέτρο και ότι οι εισφορές του εργοδότη προέρχονται από κονδύλια του Δημοσίου δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, δεδομένου ότι αποτελεί απλώς συνέπεια του γεγονότος ότι οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι είναι υπάλληλοι του Δημοσίου.
36. Αυτό που φαίνεται σημαντικό είναι το στοιχείο ότι ο εργοδότης χρηματοδοτεί τις παροχές λόγω της υπάρξεως της εργασιακής σχέσεως, ανεξαρτήτως του αν έχει εκ του νόμου τη σχετική υποχρέωση. Παρατήρησα ήδη ότι το στοιχείο της συνεννοήσεως δεν είναι ουσιώδες εν προκειμένω. Είναι αλήθεια ότι το Δικαστήριο τόνισε τη διαφορά μεταξύ συστημάτων εκ του νόμου και συμβατικών συστημάτων όχι μόνο στην υπόθεση Defrenne Ι (25), αλλά και πρόσφατα στην υπόθεση Ten Oever (26). 'Οπως όμως επισήμανε το Ηνωμένο Βασίλειο, καίτοι στην υπόθεση Ten Oever το Δικαστήριο θεώρησε σημαντικό το στοιχείο ότι είχε προηγηθεί συλλογική διαπραγμάτευση της θεσπίσεως του επιδίκου στην υπόθεση εκείνη συστήματος, σε άλλες υποθέσεις το στοιχείο αυτό δεν θεωρήθηκε αποφασιστικό. Δεν θεωρήθηκε σημαντικό π.χ. στην υπόθεση Rinner-Kuehn (27), όπου εφαρμόστηκε το άρθρο 119 στην επίδικη παροχή, ούτε σε σχέση με το επίδομα απολύσεως στην υπόθεση Barber (28). Εξάλλου αν η ύπαρξη προηγουμένων συλλογικών διαπραγματεύσεων θεωρηθεί ως κριτήριο για την εφαρμογή του άρθρου 119, ανακύπτουν δυσχερή ζητήματα όσον αφορά τον βαθμό στον οποίο υπάρχει συλλογική διαπραγμάτευση που απαιτείται για να έχει εφαρμογή το άρθρο 119, μάλιστα δε και ως προς τον βαθμό στον οποίο υπήρξε πράγματι συλλογική διαπραγμάτευση.
37. Παρόμοιες σκέψεις ισχύουν και για τη χρηματοδότηση του συστήματος. Και εδώ δεν φαίνεται αναγκαίο να εστιάσουμε την προσοχή μας στον ακριβή μηχανισμό της χρηματοδοτήσεως του συστήματος. 'Οπως προκύπτει σαφώς από την απόφαση Barber, οι παροχές που πηγάζουν από τη σχέση εργασίας αποτελούν αμοιβή είτε καταβάλλονται αμέσως από τον εργοδότη είτε μέσω τρίτου, π.χ. ενός ιδρύματος της Αγγλίας ή μέσω ενός χωριστού ταμείου. Στην υπό κρίση υπόθεση υπάρχει ένα χωριστό ταμείο που κάνει την περίπτωση να μοιάζει κάπως με την υπόθεση Barber, όπως επισήμανε η Ολλανδική Κυβέρνηση. Αλλά ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για χωριστά κονδύλια ή όχι, οι παροχές αποτελούν τμήμα της αμοιβής του εργαζομένου.
38. Νομίζω συνεπώς ότι το πραγματικά αποφασιστικό στοιχείο είναι απλώς το γεγονός ότι η αξίωση του υπαλλήλου για σύνταξη πηγάζει από τη σχέση εργασίας και μπορεί να θεωρηθεί ως μέρος της αμοιβής του καίτοι χρονικώς διαχωρισμένη. Σε τελευταία ανάλυση αυτό είναι το κριτήριο για την εφαρμογή του άρθρου 119 και η συλλογιστική που διαπνέει τις αποφάσεις Bilka και Barber.
39. Η υιοθέτηση ενός τόσο ευθέως κριτηρίου έχει ορισμένα πλεονεκτήματα. Αποφεύγεται η αυθαίρετη διάκριση που θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά μεταξύ διαφόρων ειδών επαγγελματικών συστημάτων συνταξιοδοτήσεως. Καθιστά δυνατή την εξομοίωση των επαγγελματικών συστημάτων του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, πράγμα που παρίσταται ευκτέο σε μια εποχή όπου η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δύο αυτών τομέων εμφανίζεται όλο και πιο ρευστή. Αποφεύγεται δε ο κίνδυνος δικαιικής αβεβαιότητας και αντιδικίας. Καίτοι η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 119 ώστε να καλύπτει ευρύτερο φάσμα επαγγελματικών συστημάτων θα μπορούσε να αυξήσει τις οικονομικές υποχρεώσεις, ο κίνδυνος αυτός είναι πολύ μικρότερος μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την εφαρμογή της οδηγίας 86/378 δεδομένης και της δυνατότητας του χρονικού περιορισμού των αξιώσεων που θεμελιώνονται στο άρθρο 119.
40. Αν όπως υποστήριξα έχει εφαρμογή το άρθρο 119, σημαίνει άραγε αυτό ότι οι οδηγίες 79/7 και 86/378 είναι εξ ορισμού άσχετες εν προκειμένω; Αυτό δεν μπορεί να συναχθεί έτσι απλά. Πράγματι, όπως προανέφερα (29), οι οδηγίες αυτές δεν μπορούν να περιορίσουν το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης. Δεν αποκλείεται όμως κατ' αρχήν να προβλέπουν πρόσθετες υποχρεώσεις για τα κράτη μέλη όσον αφορά την ίση μεταχείριση που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στη σύνταξη ΑΒΡW και στις διατάξεις περί ενσωματώσεως. Εξάλλου το διαχρονικό αποτέλεσμα των οδηγιών μπορεί να είναι διαφορετικό από του άρθρου 119 * όπως αντιλαμβάνεστε αναφέρομαι στον χρονικό περιορισμό που διατύπωσε το Δικαστήριο με την απόφασή του Barber, στον οποίο θα επανέλθω κατωτέρω (30).
41. 'Οσον αφορά την οδηγία 79/7, θεωρητικά, ορισμένα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως * ίσως δε ειδικότερα ένα σύστημα όπως το ΑΒΡW που καθορίζεται διά νόμου αλλά ισχύει μόνο για τους δημοσίους υπαλλήλους δυνάμει της σχέσεως εργασίας * εμπίπτουν τόσο στις διατάξεις της οδηγίας όσο και στο άρθρο 119. Υπενθυμίζω ότι η οδηγία εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στα "νομικά συστήματα".
42. Εγώ πάντως δεν μπορώ εύκολα να δεχθώ αυτή τη σώρευση διατάξεων. Πρώτον, δεν νομίζω ότι με την έκδοση της οδηγίας το Συμβούλιο θέλησε να περιλάβει τα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως που θα ενέπιπταν και στο άρθρο 119. Εξάλλου λόγω του ότι το Δικαστήριο έδωσε ευρεία ερμηνεία στον όρο "αμοιβή" κατά την έννοια του άρθρου 119, επισημαίνοντας ότι καλύπτει επίσης ορισμένα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως, η σχέση μεταξύ της διατάξεως αυτής και των οδηγιών 79/7 και 86/378 τείνει να εγείρει δυσχερή νομικά ζητήματα. Νομίζω λοιπόν ότι είναι προτιμότερο να θεωρηθεί ότι η οδηγία 79/7 δεν έχει κατ' αρχήν εφαρμογή στα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως που καλύπτονται από το άρθρο 119. Αυτό συνάδει προς τις κρίσεις του Δικαστηρίου στις οποίες προαναφέρθηκα (31), σχετικά με τη σχέση μεταξύ κοινωνικής ασφαλίσεως και άρθρου 119 που επιχειρούν σαφή διάκριση μεταξύ των συστημάτων γενικής κοινωνικής ασφαλίσεως και αυτών που λειτουργούν στο πλαίσιο της σχέσεως εργασίας. Φρονώ συνεπώς ότι η οδηγία 79/7 πρέπει να θεωρείται εφαρμοστέα μόνο σ' αυτά τα γενικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως τα οποία "προσδιορίζονται όχι τόσο από τη σχέση εργασίας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου αλλά από θεωρήσεις κοινωνικής πολιτικής" (32).
43. Δυσκολότερο είναι πάντως να υποστηριχθεί παρόμοια άποψη όσον αφορά τη σχέση μεταξύ άρθρου 119 και οδηγίας 86/378 προκειμένου για επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως. Στο προοίμιό της η οδηγία αναφέρεται ρητά στο άρθρο 119. Εφαρμόζεται μόνο στα συστήματα που δεν καλύπτονται από την οδηγία 79/7 και μνημονεύει ρητά τη σχέση εργασίας (33). Εξάλλου τα επαγγελματικά συστήματα συνταξιοδοτήσεως για τα οποία το Δικαστήριο έκρινε στις υποθέσεις Bilka, Barber και στις μεταγενέστερες ότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 μπορούν χωρίς δυσκολία να καλυφθούν από την οδηγία 86/378 πράγματι το Δικαστήριο έκρινε με την απόφαση Barber ότι η οδηγία αυτή είναι δυνατό να έχει εφαρμογή σε συστήματα όπως τα επίδικα στην υπόθεση εκείνη (34). Επομένως είναι λάθος να θεωρηθεί ότι το άρθρο 119 και η οδηγία 86/378 αλληλοαποκλείονται.
44. Εξάλλου δεν βλέπω για ποιο λόγο ένα σύστημα όπως το σύστημα ΑΒΡW δεν θα πρέπει να εμπίπτει στις διατάξεις της οδηγίας 86/378. Υπενθυμίζω ότι η οδηγία εφαρμόζεται στα συστήματα "που δεν διέπονται από την οδηγία 79/7/ΕΟΚ", πράγμα που ισχύει, νομίζω, για τη σύνταξη ΑΒΡW. Δεν νομίζω ότι είναι υπερβολικό να θεωρηθεί ότι η σύνταξη αυτή, καίτοι θεσπίζεται από τον νόμο, αποτελεί σύστημα
"(...) που έχουν ως αντικείμενο τη χορήγηση στους εργαζόμενους, μισθωτούς ή ελεύθερους επαγγελματίες, στα πλαίσια μιας επιχείρησης ή ομάδας επιχειρήσεων, ενός οικονομικού κλάδου ή επαγγελματικού ή διεπαγγελματικού τομέα, παροχών που θα προορίζονται να συμπληρώνουν ή να υποκαθιστούν τις παροχές των εκ του νόμου συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης (...)" (35).
Βεβαίως, το Δημόσιο δεν είναι επιχείρηση ούτε είναι δημόσια υπηρεσία ή οικονομικός κλάδος. Το δε σύστημα μπορεί να θεωρηθεί ότι συμπληρώνει το εκ του νόμου σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως ΑΟW.
45. Συνεπώς θα εξετάσω κατωτέρω το ζήτημα αν η οδηγία 86/378 προβλέπει πρόσθετες υποχρεώσεις εις βάρος των κρατών μελών πέραν αυτών που πηγάζουν από το άρθρο 119 σε σχέση με ένα σύστημα συνταξιοδοτήσεως όπως το ΑΒΡW.
Η απαγόρευση των διακρίσεων
46. Το ζήτημα αν οι διατάξεις περί ενσωματώσεως συνιστούν παράβαση της απαγορεύσεως των διακρίσεων που θεσπίζει το άρθρο 119 δεν θα μας απασχολήσει πολύ. 'Οπως έκρινε το Δικαστήριο στην υπόθεση Defrenne ΙΙ:
"Μεταξύ των αμέσων διακρίσεων που μπορούν να διαπιστωθούν με τη βοήθεια μόνο των κριτηρίων που παρέχει το άρθρο 119 πρέπει να περιληφθούν ιδίως εκείνες που έχουν την πηγή τους σε διατάξεις νομοθετικού χαρακτήρα ή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας, δεδομένου ότι μπορούν να διαπιστωθούν βάσει καθαρώς νομικών αναλύσεων." (36)
Είναι σαφές ότι η κρίση αυτή ισχύει για τη διάκριση μεταξύ εγγάμων ανδρών και εγγάμων γυναικών που πηγάζει από τις διαφορετικές νομικές διατάξεις όσον αφορά την ενσωμάτωση της συντάξεως ΑΟW στη σύνταξη ΑΒΡW, για περιόδους εργασίας στη δημόσια υπηρεσία πριν από την 1η Ιανουαρίου 1986. Το γεγονός ότι η διαφορετική μεταχείριση λόγω φύλου αφορά μόνο τους εγγάμους δεν θίγει το συμπέρασμα αυτό.
47. Η Επιτροπή εγείρει το ζήτημα μήπως δικαιολογείται η διαφορετική αυτή μεταχείριση και επικαλείται τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τη δικαιολογία σε περιπτώσεις έμμεσης διάκρισης. Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει στην υπόθεση Bilka, αναφορικά με τη διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων με μειωμένο και με πλήρες ωράριο όπου οι περισσότεροι από τους εργαζομένους με μειωμένο ωράριο είναι γυναίκες, ότι έχει εφαρμογή η απαγόρευση των διακρίσεων εκτός αν η διαφορετική μεταχείριση "μπορεί να εξηγηθεί από παράγοντες που δικαιολογούνται αντικειμενικά και είναι ξένοι προς οποιαδήποτε διάκριση βασιζόμενη στο φύλο" (37). Η Επιτροπή φρονεί ότι η δικαιολόγηση πρέπει να είναι δυνατή και σε περιπτώσεις άμεσης διάκρισης. Με την άποψη αυτή δεν συμφωνεί το Ηνωμένο Βασίλειο.
48. Δεν νομίζω πάντως ότι το Δικαστήριο χρειάζεται να αποφανθεί ως προς το αν είναι βάσιμη η άποψη της Επιτροπής. Στην περίπτωση των διατάξεων περί ενσωματώσεως που εφαρμόζονται στη σύνταξη ΑΒΡW δεν διακρίνω καμιά δικαιολογία ξένη προς τη διάκριση. Η συνέχιση της ισχύος των παλαιών περί ενσωματώσεως διατάξεων για τις παροχές που αντιστοιχούν σε περιόδους απασχολήσεως προγενέστερες της 1ης Ιανουαρίου 1986 αποφασίστηκε από τον Ολλανδό νομοθέτη προκειμένου να προστατευθούν τα "κεκτημένα δικαιώματα" των εγγάμων γυναικών δημοσίων υπαλλήλων (38). Δεν νομίζω ότι αυτό μπορεί να δικαιολογήσει τη διάκριση δεδομένου ότι θα σήμαινε δικαιολόγηση όλων των περιπτώσεων δυσμενούς διακρίσεως όσον αφορά τις παροχές για περιόδους εργασίας προγενέστερες της εξαλείψεως της διακρίσεως. Εξάλλου, το 1985 ήταν σαφώς δυνατό για τον Ολλανδό νομοθέτη να αποφύγει οποιαδήποτε διάκριση χωρίς να θίξει τα "κεκτημένα δικαιώματα" των εγγάμων γυναικών: θα μπορούσε να χορηγήσει τις ίδιες παροχές και στους έγγαμους άνδρες.
49. Ο ΑΒΡ θα επιδιώξει ενδεχομένως να αντικρούσει το σημείο αυτό με το επιχείρημα ότι δεν διαθέτει τους χρηματικούς πόρους για να αυξήσει τις παροχές των εγγάμων ανδρών δεδομένου ότι λειτουργεί επί κεφαλαιουχικής βάσεως. 'Ομως ούτε οι οικονομικοί λόγοι μπορούν να δικαιολογήσουν. 'Οπως έκρινε πρόσφατα το Δικαστήριο στην υπόθεση Roks:
"το να γίνει δεκτό ότι θεωρήσεις αναγόμενες στον προϋπολογισμό μπορούν να δικαιολογούν διαφορά μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών (...), συνεπάγεται ότι η εφαρμογή και το περιεχόμενο ενός τόσο θεμελιώδους κανόνα του κοινοτικού δικαίου, όπως της ισότητας ανδρών και γυναικών, μπορούν να ποικίλλουν, από πλευράς χρόνου και τόπου, ανάλογα με την κατάσταση των δημοσίων οικονομικών των κρατών μελών" (39).
Στην περίπτωση που ο ΑΒΡ υποστηρίξει ότι ο προϋπολογισμός του είναι χωριστός από τον γενικό προϋπολογισμό του κράτους θα ήθελα να επισημάνω ότι με την απάντησή του στην ερώτηση του Δικαστηρίου ο φορέας αυτός παρατήρησε ότι χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου με συνεισφορές των εργοδοτών και με μια μόνο εξαίρεση: λαμβάνει κονδύλια από τον κρατικό προϋπολογισμό προκειμένου να καλύπτει τις δαπάνες που συνεπάγεται η εξάλειψη της διακρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών χήρων.
50. Αφού διατύπωσα την άποψη ότι η επίδικη διάκριση εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 119 είναι περιττό να εξετάσω τα αποτελέσματα της οδηγίας 86/378 που καλύπτουν ενδεχομένως μορφές έμμεσης διάκρισης οι οποίες δεν εμπίπτουν στο άρθρο 119. Είναι αυτονόητο ότι ο ίδιος συλλογισμός θα ίσχυε και στην περίπτωση που θα θεωρούσα ότι η σύνταξη ΑΒΡW δεν εμπίπτει στο άρθρο 119 της Συνθήκης αλλά στην οδηγία 79/7.
Δυνατοί χρονικοί περιορισμοί
51. Αφού λοιπόν κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η σύνταξη ΑΒΡW πρέπει να θεωρηθεί ως μορφή επαγγελματικής συντάξεως που διέπεται αμέσως από το άρθρο 119 της Συνθήκης, θα ασχοληθώ τώρα με το ζήτημα του πιθανού διαχρονικού περιορισμού των αποτελεσμάτων της εκδοθησομένης αποφάσεως. Στην υπόθεση Barber που αφορούσε τη διαφορά ως προς την ηλικία συνταξιοδοτήσεως στο πλαίσιο συμβατικώς οργανωμένων συνταξιοδοτικών συστημάτων, το Δικαστήριο προσέγγισε το ζήτημα κατά τον ακόλουθο τρόπο. Πρώτον, αναφέρθηκε στις σοβαρές συνέπειες που θα είχε η απόφαση. Στη συνέχεια επισήμανε ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 επέτρεψε στα κράτη μέλη να αναβάλουν την υποχρεωτική εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως για τη χορήγηση συντάξεων γήρατος και τις συνέπειες που είναι δυνατό να προκύψουν για άλλες παροχές πρόσθεσε δε ότι η εξαίρεση αυτή περιελήφθη στο άρθρο 9, στοιχείο α', της οδηγίας 86/378, η οποία, παρατήρησε το Δικαστήριο, "μπορεί να εφαρμοστεί σε συμβατικώς αποκλεισθέντα συστήματα όπως αυτό της παρούσας υπόθεσης". Το Δικαστήριο έκρινε ότι υπό το φως των διατάξεων αυτών τα κράτη μέλη και οι ενδιαφερόμενοι κύκλοι ευλόγως έκριναν ότι το άρθρο 119 δεν έχει εφαρμογή στις συντάξεις που καταβάλλονται στο πλαίσιο συμβατικώς οργανωμένων συστημάτων και ότι στον τομέα αυτό εξακολουθούν να ισχύουν εξαιρέσεις από την αρχή της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων. Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι υπό τις συνθήκες αυτές, "επιτακτικές ανάγκες ασφαλείας του δικαίου επιβάλλουν να μη επανεξετάζονται νομικές καταστάσεις που εξάντλησαν στο παρελθόν τα αποτελέσματά τους ενώ σε μια τέτοια περίπτωση θα κινδύνευε να διαταραχθεί αναδρομικά η οικονομική ισορροπία πολλών συμβατικώς αποκλεισθέντων (οργανωμένων) συνταξιοδοτικών συστημάτων" (40). Το Δικαστήριο έκρινε συνεπώς ότι "το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 119 της Συνθήκης δεν μπορεί να προβληθεί για να στηρίξει το αίτημα θεμελιώσεως δικαιώματος συντάξεως, αναδρομικώς, σε χρόνο προγενέστερο της εκδόσεως της παρούσας απόφασης, με εξαίρεση την περίπτωση που οι εργαζόμενοι ή οι εξ αυτών έλκοντες δικαιώματα, πριν από την ημερομηνία αυτή, άσκησαν ένδικη προσφυγή ή υπέβαλαν ισοδύναμη κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ένσταση". Στις μεταγενέστερες της υποθέσεως Barber υποθέσεις και μέχρι σήμερα το Δικαστήριο έκρινε ότι ο ίδιος χρονικός περιορισμός ισχύει και για άλλα συνταξιοδοτικά συστήματα και το αποτέλεσμα είναι ότι αποκλείει τις αξιώσεις για περιόδους εργασίας προγενέστερες της ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως Barber (δηλαδή της 17ης Μαΐου 1990), με εξαίρεση την περίπτωση αυτών που άσκησαν προσφυγή ή υπέβαλαν ένσταση πριν από την ημερομηνία αυτή: βλ. υποθέσεις Ten Oever, Neath και Moroni (41).
52. Είναι προφανές ότι αν ο περιορισμός αυτός ισχύει και για τη σύνταξη ΑΒΡW, το άρθρο 119 δεν μπορεί να προβληθεί κατά της διακρίσεως που πηγάζει από τις περί ενσωματώσεως διατάξεις διότι αυτή αφορά αποκλειστικά τις συντάξεις για περιόδους εργασίας πριν από την 1η Ιανουαρίου 1986. Εδώ όμως το ζήτημα αυτό παρέλκει διότι ο Beune εμπίπτει στην περίπτωση που "οι εργαζόμενοι ή οι εξ αυτών έλκοντες δικαιώματα (πριν από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως) άσκησαν ένδικη προσφυγή ή υπέβαλαν ισοδύναμη κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ένσταση" (42). Πράγματι, καίτοι στη Διάταξη περί παραπομπής δεν αναφέρεται η ακριβής ημερομηνία κατά την οποία κίνησε την ένδικη διαδικασία, το Ambtenarengerecht της Χάγης εκδίκασε την προσφυγή του στις 28 Φεβρουαρίου 1990 * περίπου 3 μήνες πριν από την έκδοση της αποφάσεως Barber. Αυτό σημαίνει ότι ο Beune μπορεί να αξιώσει την ίδια σύνταξη όπως και η έγγαμη γυναίκα δημόσιος υπάλληλος, με τη μικρότερη μείωση από τη σύνταξη ΑΟW, ακόμη και αν έχει εφαρμογή ο περιορισμός που προβλέπει η απόφαση Barber.
53. Η Επιτροπή υποστήριξε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ότι αν η αξίωση θεωρηθεί ότι στηρίζεται στο άρθρο 119 θα πρέπει τότε να περιοριστεί στο μέρος της συντάξεως που αντιστοιχεί σε περιόδους απασχολήσεως μεταγενέστερες της ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως Defrenne II (8 Απριλίου 1976), στην οποία το Δικαστήριο για πρώτη φορά έκρινε ότι το άρθρο 119 έχει άμεσο αποτέλεσμα, συγχρόνως δε περιόρισε τα διαχρονικά αποτελέσματα της αποφάσεώς του (43). Για λόγους ευκολίας θα ασχοληθώ με το επιχείρημα αυτό κατωτέρω.
54. Παρά το γεγονός ότι η αξίωση του Beune δεν υπόκειται στον περιορισμό της αποφάσεως Barber, οι διάδικοι της κύριας δίκης καθώς και οι κυβερνήσεις της Ολλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή, διατύπωσαν ορισμένα επιχειρήματα σχετικά με το ζήτημα αν ο περιορισμός που προβλέπει η απόφαση Barber εφαρμόζεται στη σύνταξη ΑΒΡW καθώς επίσης και στο ζήτημα της εκτάσεως εφαρμογής του περιορισμού αυτού. Το Centrale Raad van Beroep θέτει ρητά το ζήτημα αυτό με γενική διατύπωση. Είναι δε σαφές ότι το ζήτημα αυτό εξακολουθεί να ενδιαφέρει όλους αυτούς που βρίσκονται στην περίπτωση του Beune αλλά δεν κίνησαν ένδικη διαδικασία πριν από τις 17 Μαΐου 1990. Θεωρώ λοιπόν σκόπιμο να ασχοληθώ και με αυτό.
55. Θα πρέπει να παρατηρήσω ότι ο περιορισμός που προβλέπει η απόφαση Barber διατυπώνεται έτσι ώστε να έχει γενική εφαρμογή. Το Δικαστήριο έκρινε ότι:
"Το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 119 της Συνθήκης δεν μπορεί να προβληθεί για να στηρίξει το αίτημα θεμελιώσεως δικαιώματος συντάξεως, αναδρομικώς σε χρόνο προγενέστερο της εκδόσεως της παρούσας απόφασης (...)",
παρά μόνο από αυτούς που άσκησαν ήδη προσφυγή (44). Οι κρίσεις του Δικαστηρίου στις μεταγενέστερες της υποθέσεως Barber υποθέσεις με τις οποίες διευκρινίστηκε η έκταση εφαρμογής του περιορισμού είχαν επίσης γενική διατύπωση (45). Επομένως ο ίδιος περιορισμός εφαρμόζεται και στη σύνταξη ΑΒΡW εφόσον βεβαίως θεωρηθεί ως επαγγελματική σύνταξη που εμπίπτει στο άρθρο 119.
56. Η Επιτροπή πάντως διατυπώνει αμφιβολίες ως προς το αν έχει εφαρμογή εν προκειμένω ο περιορισμός που προβλέπει η απόφαση Barber. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι παράγοντες που αιτιολόγησαν τον χρονικό περιορισμό στην υπόθεση Barber και τις μεταγενέστερες υποθέσεις δεν απαντούν εν προκειμένω. Υπενθυμίζω ότι στις υποθέσεις εκείνες το Δικαστήριο αναφέρθηκε στις εξαιρέσεις σχετικά με την ηλικία συνταξιοδοτήσεως και τις παροχές προς τους επιζώντες κατ' αμφότερες τις οδηγίες 79/7 και 86/378 ως στοιχεία βάσει των οποίων τα ταμεία συντάξεων είχαν ενδεχομένως θεωρήσει δεν έχει εφαρμογή η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Είναι αλήθεια ότι οι εξαιρέσεις αυτές δεν αφορούν την υπό κρίση υπόθεση.
57. Το καίριο ζήτημα όμως είναι το αν η Ολλανδική Κυβέρνηση όφειλε να θεωρήσει, πριν από την έκδοση της αποφάσεως Barber, ότι η σύνταξη ΑΒΡW εμπίπτει στο άρθρο 119 της Συνθήκης. Νομίζω ότι η απάντηση που αρμόζει είναι αρνητική. Πρώτον, το ακριβές πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 όσον αφορά τα επαγγελματικά συστήματα συνταξιοδοτήσεως διευκρινίστηκε το πρώτο με την απόφαση Barber. Νομίζω ότι η Ολλανδική Κυβέρνηση ευλόγως θεώρησε το 1985, όταν τροποποίησε τις διατάξεις περί ενσωματώσεως της συντάξεως ΑΟW, ότι η σύνταξη ΑΒΡW δεν εμπίπτει στην απαγόρευση των διακρίσεων ούτε του άρθρου 119 ούτε της οδηγίας 79/7. Δεν πρέπει να λησμονούμε, όπως υπογραμμίστηκε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ότι δεν υπήρχε τότε νομολογία όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 119 στα επαγγελματικά συστήματα συνταξιοδοτήσεως. Νομολογία δεν υπήρχε ούτε ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 79/7, και ειδικότερα ως προς το ότι οι διακρίσεις κατά την καταβολή των παροχών απαγορεύονταν από 23 Δεκεμβρίου 1984 ακόμη και σε σχέση με τα αποτελέσματα της παλαιότερης νομοθεσίας. Η δε διάταξη του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 79/7 άφηνε να εννοηθεί ότι η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στα επαγγελματικά συστήματα συνταξιοδοτήσεως ήταν ζήτημα που δεν είχε ακόμη ρυθμιστεί νομοθετικά (46). Βεβαίως το 1986 εκδόθηκε η απόφαση στην υπόθεση Bilka πλην όμως λίγο χρόνο μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής το Συμβούλιο εξέδωσε την οδηγία 86/378 που προβλέπει στο άρθρο 8, παράγραφος 2, εξαίρεση στην οποία μάλλον εμπίπτουν οι διατάξεις περί ενσωματώσεως της συντάξεως ΑΒΡW (47). Είναι δε αυτονόητο ότι μετά την απόφαση Barber και τον διαχρονικό περιορισμό που προβλέπει, η Ολλανδική Κυβέρνηση θα μπορούσε και πάλι να υποθέσει ότι δεν χρειάζεται να τροποποιήσει τις διατάξεις δεδομένου ότι η διάκριση υπάρχει μόνο σχετικά με περιόδους απασχολήσεως προγενέστερες της εκδόσεως της αποφάσεως, ιδίως αν ληφθεί υπόψη η γενική διατύπωση του περιορισμού των διαχρονικών αποτελεσμάτων της αποφάσεως.
58. Καταλήγω λοιπόν στο συμπέρασμα ότι συντρέχουν και εν προκειμένω επιτακτικές ανάγκες ασφάλειας του δικαίου που υπαγορεύουν κάποιο χρονικό περιορισμό. Βεβαίως θα μπορούσε να υποστηριχθεί τότε ότι αφού οι σχετικές θεωρήσεις δεν έχουν ακριβώς την ίδια αφετηρία όπως και στην υπόθεση Barber, θα πρέπει να προβλεφθεί νέος χρονικός περιορισμός με βάση την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως. Δεν νομίζω όμως ότι αυτό είναι ενδεδειγμένο, για προφανείς λόγους συνοχής και σαφήνειας ούτε νομίζω ότι η λύση αυτή θα ήταν συνεπής με τη νομολογία του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα στην υπόθεση Ten Oever η δικαιολογία του χρονικού περιορισμού δεν ήταν ακριβώς η ίδια όπως και στην υπόθεση Barber, διότι η πρώτη υπόθεση αφορούσε τις παροχές υπέρ των επιζώντων και όχι τη διαφορά στην ηλικία συνταξιοδοτήσεως (48). Ωστόσο το Δικαστήριο πρόβλεψε τον ίδιο περιορισμό όπως και στην υπόθεση Barber χωρίς να επιστήσει την προσοχή σε κάποια ειδικότερη αιτιολογία (49). Δεν προκύπτει εξάλλου από κανένα στοιχείο των μεταγενεστέρων της αποφάσεως Barber αποφάσεων ότι ο χρονικός περιορισμός αφορά μόνο τις περιπτώσεις διακρίσεως που προκύπτει από τις διαφορές ως προς την ηλικία συνταξιοδοτήσεως ή τις παροχές υπέρ των επιζώντων.
59. Από πρακτική σκοπιά η απάντηση στο ερώτημα δεν επηρεάζει την εν προκειμένω επίδικη διάκριση όσον αφορά τις περιόδους απασχολήσεως διότι αυτές τοποθετούνται σε χρόνο προγενέστερο τόσο της 17ης Μαΐου 1990 (Barber) όσο και της ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως στην υπό κρίση υπόθεση (καίτοι μπορεί να επηρεάσει τις προσφυγές που ασκήθηκαν μεταξύ των δύο ημερομηνιών). Πάντως, αν το Δικαστήριο κρίνει ότι οφείλει να προβλέψει νέο χρονικό περιορισμό σε περιπτώσεις που δεν ισχύουν οι δικαιολογητικοί λόγοι της υποθέσεως Barber και των μεταγενεστέρων αυτής υποθέσεων, καλό θα είναι να ληφθούν υπόψη οι ενδεχόμενες συνέπειες επί άλλων υποθέσεων σχετικών με επαγγελματικά συστήματα συνταξιοδοτήσεως. Το παράδοξο είναι ότι στις υποθέσεις αυτές η ίση μεταχείριση θα είναι υποχρεωτική μόνο για περιόδους απασχολήσεως μεταγενέστερες της εκδόσεως της συγκεκριμένης απόφασης. Νομίζω όμως ότι αυτό θα ήταν υπερβολικά μεγάλη αναβολή της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.
60. Δεδομένου ότι κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ισχύει ο περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων που προβλέπει η απόφαση Barber, δεν χρειάζεται να εξετάσω τα αποτελέσματα του Πρωτοκόλλου για το άρθρο 119 που προσαρτήθηκε στη Συνθήκη ΕΟΚ δυνάμει της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή 'Ενωση. 'Οπως προανέφερα (50), το Πρωτόκολλο αυτό προβλέπει γενικώς ότι οι δυνάμει επαγγελματικού συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων παροχές δεν θεωρούνται ως αμοιβή κατά την έννοια του άρθρου 119 παρά μόνο εφόσον αντιστοιχούν σε περιόδους απασχολήσεως πριν από τις 17 Μαΐου 1990 (ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως Barber). Κατά τη γνώμη του γενικού εισαγγελέα Van Gerven η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνευθεί ως απλώς "ερμηνευτική δήλωση για το άρθρο 119 και τη νομολογία του Δικαστηρίου" (51). Αυτή είναι η θέση που σέβεται πληρέστερα το κοινοτικό κεκτημένο (acquis communautaire) το οποίο η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή 'Ενωση σκοπεί να διατηρήσει και να αναπτύξει (52). Επαναλαμβάνω πάντως ότι δεν χρειάζεται να εξεταστεί εν προκειμένω το αποτέλεσμα του Πρωτοκόλλου διότι, πρώτον, ο Beune άσκησε προσφυγή πριν από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως Barber και διότι εν πάση περιπτώσει ο ίδιος χρονικός περιορισμός ισχύει κατά τη γνώμη μου για τη σύνταξη ΑΒΡW η οποία αποτελεί μέρος της αμοιβής των Ολλανδών δημοσίων υπαλλήλων, κατά την έννοια του άρθρου 119.
61. Θα εξετάσω τώρα το ζήτημα αν η οδηγία 86/378 προσθέτει κάποιο στοιχείο ως προς τη χρονική έκταση της εφαρμογής της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Το ζήτημα αυτό δεν αφορά τον Beune αλλά ενδέχεται να αφορά άλλους Ολλανδούς δημοσίους υπαλλήλους που δεν έχουν ακόμη ασκήσει προσφυγή, άρα εμπίπτουν στον χρονικό περιορισμό που προβλέπει η απόφαση Barber, το οποίο στην πράξη σημαίνει ότι δεν μπορούν να επικαλεστούν το άρθρο 119 κατά της διακρίσεως που πηγάζει από τις διατάξεις περί ενσωματώσεως. Η οδηγία έπρεπε να έχει πλήρως εφαρμοστεί μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1993. Μήπως αυτό σημαίνει ότι από την ημερομηνία εκείνη * όπως και στην περίπτωση της οδηγίας 79/7 (53) * απαγορεύεται κάθε διάκριση σε σχέση με την καταβολή παροχών ακόμη και αν αφορά περιόδους απασχολήσεως προγενέστερες της 1ης Ιανουαρίου 1986; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, εφόσον αφορά τη σύνταξη ΑΒΡW, εξαρτάται από την ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας που ορίζει ότι:
"Η παρούσα οδηγία δεν αποτελεί εμπόδιο προκειμένου τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις, που συνδέονται με περίοδο υπαγωγής σε επαγγελματικό σύστημα χρονικώς προγενέστερη της αναθεώρησης του συστήματος αυτού, να εξακολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις του συστήματος που ίσχυε κατά την περίοδο εκείνη."
Εκ πρώτης όψεως είναι σαφές ότι η εξαίρεση αυτή καλύπτει τις διατάξεις περί ενσωματώσεως της συντάξεως ΑΒΡW: η αναθεώρηση των διατάξεων αυτών προς την κατεύθυνση της ίσης μεταχείρισης δεν καλύπτει τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αντιστοιχούν σε παλαιότερες περιόδους υπαγωγής στο σύστημα τα δικαιώματα αυτά εξακολουθούν να διέπονται από τις παλαιές διατάξεις.
62. Η Επιτροπή υποστηρίζει όμως ότι οι διατάξεις περί ενσωματώσεως του ΑΒΡW δεν εμπίπτουν στην εξαίρεση αυτή όσον αφορά τις περιόδους απασχολήσεως πριν από την 1η Ιανουαρίου 1986 διότι η αναθεώρηση των διατάξεων αυτών έγινε πριν από την έκδοση της οδηγίας 86/378. Δεν συμφωνώ με το επιχείρημα αυτό. Είναι σαν να υποστηρίζουμε ότι, αν ένα κράτος προσάρμοσε τη νομοθεσία του προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης πριν από την έκδοση της οδηγίας, δεν μπορεί να επικαλεστεί την εξαίρεση ενώ άλλα κράτη μέλη που εφάρμοσαν την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μόνον όταν υποχρεώθηκαν από την οδηγία, θα μπορούσαν να διατηρήσουν εξαιρέσεις όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που αντιστοιχούν σε παλαιότερες περιόδους απασχολήσεως. Αυτό δεν μπορεί να είναι ορθό. Εξάλλου η οδηγία δεν διευκρινίζει ότι η αναθεώρηση κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, είναι οπωσδήποτε η αναθεώρηση για την εφαρμογή της οδηγίας. Θα πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη τον γενικό κανόνα ότι αν η εθνική νομοθεσία συνάδει προς τις διατάξεις μιας οδηγίας ακόμη και πριν εκδοθεί αυτή, το συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν χρειάζεται να λάβει κανένα μέτρο (54). Αυτή ακριβώς είναι η περίπτωση της Ολλανδίας σε σχέση με την εξαίρεση του άρθρου 8, παράγραφος 2, όπως εφαρμόζεται στις διατάξεις περί ενσωματώσεως της συντάξεως ΑΒΡW.
63. Καταλήγω επομένως στην άποψη ότι εφόσον η οδηγία 86/378 διέπει επίσης το σύστημα συνταξιοδοτήσεως ΑΒΡW, η εξαίρεση του άρθρου 8, παράγραφος 2, δεν επιτρέπει στους έγγαμους άνδρες δημοσίους υπαλλήλους να υποστηρίξουν ότι η διάκριση σχετικά με τις περιόδους απασχολήσεως πριν από την 1η Ιανουαρίου 1986 (που είναι και οι μόνες επίδικες περίοδοι σε σχέση με αυτό το σύστημα) είναι ασυμβίβαστη προς την οδηγία όσον αφορά τις συντάξεις που καταβάλλονται μετά την 1η Ιανουαρίου 1993. Επομένως η διάκριση που πηγάζει από τις επίδικες ολλανδικές διατάξεις εν προκειμένω δεν μπορεί να προσβληθεί βάσει της οδηγίας 86/378.
64. Το επόμενο προς εξέταση ζήτημα είναι το αν, στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι το σύστημα συνταξιοδοτήσεως ΑΒΡW δεν διέπεται από το άρθρο 119 αλλά από την οδηγία 79/7, πρέπει να ισχύσει χρονικός περιορισμός. Ο ΑΒΡ και η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι αφού ο φορέας αυτός λειτουργεί επί κεφαλαιουχικής βάσεως, το Δικαστήριο θα πρέπει να κρίνει, λαμβάνοντας υπόψη την ασφάλεια του δικαίου, ότι η απαγόρευση της διακρίσεως μπορεί να προβληθεί μόνο σε σχέση με παροχές που αντιστοιχούν σε περιόδους απασχολήσεως μεταγενέστερες της ημερομηνίας κατά την οποία έληξε η προθεσμία εφαρμογής της οδηγίας, δηλαδή της 23ης Δεκεμβρίου 1984. Ο ΑΒΡ και η Ολλανδική Κυβέρνηση θεωρούν ότι δεν πρόκειται για χρονικό περιορισμό των αποτελεσμάτων της εν προκειμένω εκδοθησομένης αποφάσεως αλλά για γενική ερμηνεία της εκτάσεως εφαρμογής της οδηγίας 79/7. Η υιοθέτηση αυτής της ερμηνείας πάντως προσκρούει στην πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ότι δηλαδή η οδηγία 79/7 απαγορεύει κάθε διάκριση στην καταβολή παροχών μετά την ημερομηνία αυτή, ακόμη και σε σχέση με τα αποτελέσματα παλαιότερης νομοθεσίας (55). Βεβαίως το στοιχείο της κεφαλαιοποιήσεως μπορεί να αποτελέσει κάποια δικαιολογία για μια τέτοια προσέγγιση. Εγώ όμως δεν μπορώ να το δεχθώ. Θα σήμαινε ότι στο μέλλον πρέπει να γίνεται διάκριση, κατά παρέκκλιση από τη νομολογία, μεταξύ συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως που λειτουργούν επί κεφαλαιουχικής βάσεως και άλλων που λειτουργούν επί άλλης βάσεως. Για την πρώτη κατηγορία η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως δυνάμει της οδηγίας 79/7 αναβάλλεται όσον αφορά τις συντάξεις που αντιστοιχούν σε περιόδους απασχολήσεως πριν από τις 23 Δεκεμβρίου 1984. Αυτό θα σήμαινε μεγαλύτερη αβεβαιότητα ως προς το πεδίο εφαρμογής των περί ίσης μεταχειρίσεως διατάξεων του κοινοτικού δικαίου. Θα δημιουργούσε δε δυσχερή προβλήματα ως προς τα συστήματα συνταξιοδοτήσεως που εμπίπτουν στην προσέγγιση αυτή και αυτά που δεν εμπίπτουν.
65. 'Ισως όμως η ουσία του επιχειρήματος που διατύπωσε το ΑΒΡ και η Ολλανδική Κυβέρνηση είναι ότι δεν μπορούσαν να προΐδουν ότι η οδηγία 79/7 θα ρύθμιζε και αυτή το σύστημα ΑΒΡW και ότι επιτακτικές ανάγκες ασφάλειας του δικαίου δικαιολογούν νέο χρονικό περιορισμό και συγκεκριμένα ότι καίτοι η οδηγία παρέχει δικαιώματα για ίση μεταχείριση σε σχέση με παλαιότερες περιόδους εργασίας, οι ενδιαφερόμενοι δεν μπορούν να επικαλεστούν τα δικαιώματα αυτά όταν πρόκειται για σύστημα όπως το σύστημα ΑΒΡW αλλά μόνον όσοι από αυτούς έχουν ήδη ασκήσει προσφυγή. Η άποψη αυτή επιρρωνύεται από το στοιχείο ότι το 1985, όταν ο Ολλανδός νομοθέτης τροποποίησε τις διατάξεις περί ενσωματώσεως, δεν ήταν καθόλου σαφής η σχέση μεταξύ των σχετικών διατάξεων του κοινοτικού δικαίου και του εν προκειμένω επιδίκου συστήματος συνταξιοδοτήσεως, όπως εξέθεσα ανωτέρω (56). Οι θεωρήσεις αυτές είναι βάσιμες ανεξαρτήτως του πώς θα χαρακτηρίσει το Δικαστήριο το συγκεκριμένο σύστημα. Και εδώ επομένως φαίνεται να προκύπτει θέμα ασφάλειας του δικαίου. Αυτός ο παράγων, σε συνδυασμό με τις οικονομικές συνέπειες που θα είχε για τον ΑΒΡ η αναδρομικώς ισχύουσα ίση μεταχείριση, θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν έναν νέο χρονικό περιορισμό.
66. Επιστρέφω τέλος στο ζήτημα αν μια αξίωση όπως του Beune πρέπει να περιοριστεί, όπως προτείνει η Επιτροπή, στο μέρος της συντάξεως που αντιστοιχεί σε περιόδους απασχολήσεως μεταγενέστερες της εκδόσεως της αποφάσεως Defrenne II (8 Aπριλίου 1976). Η πρόταση αυτή μπορεί να φανεί περίεργη εκ πρώτης όψεως δοθέντος ότι η διάκριση για την οποία διαμαρτύρεται ο Beune άρχισε το 1988 όταν αυτός άρχισε να λαμβάνει τη σύνταξή του. Νομίζω όμως ότι η πρόταση της Επιτροπής είναι ορθή. Η βάση της αξιώσεως του Beune κατά το άρθρο 119 είναι ότι η σύνταξή του αποτελεί ετεροχρονισμένη αμοιβή και σε αντίθεση με την υπόθεση Barber, είναι αξίωση που στηρίζεται σε συγκεκριμένες περιόδους παλαιάς απασχολήσεως. Θα ήταν παράλογο να ανατρέχουν οι αξιώσεις για ετεροχρονισμένη αμοιβή στον παρελθόν επ' αόριστο (μάλιστα δε και σε ημερομηνία πριν από τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης) τη στιγμή που οι αξιώσεις για μη ετεροχρονισμένη αμοιβή περιορίζονται στην ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως με την οποία αναγνωρίζεται το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 119. Δέχομαι ότι οι ενδεχόμενες οικονομικές συνέπειες που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο στην υπόθεση Defrenne II έχουν εδώ πολύ μικρότερη ισχύ. Εξάλλου ο χρονικός αυτός περιορισμός εισάγει διαχωρισμό μεταξύ συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που στηρίζονται απευθείας σε περιόδους απασχολήσεως και άλλων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που στηρίζονται σε άλλη βάση, πράγμα που εμφανίζεται ως ανεπιθύμητη επιπλοκή. Ωστόσο η ίδια η λογική της αντιμετωπίσεως των συντάξεων ως διεπομένων από το άρθρο 119 επιβάλλει, νομίζω, να περιορίζονται οι αξιώσεις που στηρίζονται σε συγκεκριμένες περιόδους απασχολήσεως κατά τρόπο αντίστοιχο με τις λοιπές αξιώσεις για ίση αμοιβή.
Συμπέρασμα
67. Κατόπιν των προεκτεθέντων είμαι της γνώμης ότι στα προδικαστικά ερωτήματα του εθνικού δικαστηρίου αρμόζει η ακόλουθη απάντηση, με τη γενική διατύπωση που όπως επεσήμανα ήδη θα είναι χρήσιμη και σε άλλες υποθέσεις, ότι δηλαδή οι παροχές που καταβάλλονται στο πλαίσιο συστήματος συνταξιοδοτήσεως που δεν είναι γενικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως αποτελούν αμοιβή σε κάθε περίπτωση στην οποία το δικαίωμα του υπαλλήλου για τις παροχές πηγάζει από τη σχέση εργασίας:
1) Οι παροχές που καταβάλλονται στο πλαίσιο συστήματος συνταξιοδοτήσεως δημοσίων υπαλλήλων και άλλων υπαλλήλων του δημοσίου τομέα πρέπει να θεωρούνται ως αμοιβή κατά την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης οσάκις το δικαίωμα του υπαλλήλου για τις παροχές πηγάζει από τη σχέση εργασίας.
2) Δεν μπορεί να γίνει επίκληση του αμέσου αποτελέσματος του άρθρου 119 της Συνθήκης για να στηρίξει δικαίωμα για τέτοιου είδους παροχές βασιζόμενο σε περιόδους απασχολήσεως προγενέστερες της εκδόσεως της αποφάσεως Barber (17 Μαΐου 1990), με εξαίρεση την περίπτωση που οι εργαζόμενοι ή οι εξ αυτών έλκοντες δικαιώματα άσκησαν πριν από την ημερομηνία αυτή ένδικη προσφυγή ή υπέβαλαν ισοδύναμη κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ένσταση.
(3) Οσάκις το δικαίωμα για τέτοιου είδους παροχές μπορεί να στηριχθεί σε περίοδο απασχολήσεως προγενέστερη της εκδόσεως της αποφάσεως Barber, δεν μπορεί να γίνει επίκληση του αμέσου αποτελέσματος του άρθρου 119 για δικαιώματα στηριζόμενα σε περίοδο απασχολήσεως πριν από την έκδοση της αποφάσεως Defrenne II (8 Απριλίου 1976).
(*) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.
(1) * ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160.
(2) * Ο έγγαμος του οποίου ο σύζυγος ή η σύζυγος δεν έχει συμπληρώσει το 65ο της ηλικίας λαμβάνει ποσοστό 70 % του ελαχίστου ορίου ενώ όλα τα πρόσωπα που δικαιούνται συντάξεως AOW λαμβάνουν συμπλήρωμα μέχρι ποσοστού 30 % κατά ανώτατο όριο του ελαχίστου ορίου εάν ο σύζυγος ή η σύζυγος δεν έχει συμπληρώσει το 65ο έτος. Πάντως τα πρόσθετα αυτά συνταξιοδοτικά δικαιώματα δεν ενδιαφέρουν την υπό κρίση υπόθεση.
(3) * Προαναφερθείσα, σημείωση 1.
(4) * Υπόθεση 170/84, Bilka κατά Weber von Hartz (Συλλογή 1986, σ. 1607).
(5) * Υπόθεση C-262/88, Barber (Συλλογή 1990, σ. Ι-1889).
(6) * Απόφαση Barber, σκέψεις 40 έως 45.
(7) * Βλ. υπόθεση C-109/91, Τen Oever (Συλλογή 1993, σ. Ι-4879, σκέψεις 15 έως 20).
(8) * Προαναφερθείσα, σημείωση 1.
(9) * Βλ. υπόθεση 384/85, Borrie Clarke κατά Chief Adjudication Officer (Συλλογή 1987, σ. 2865, σκέψη 10), υπόθεση 80/87, Dik κατά College van Burgemeester en Wethouders (Συλλογή 1988, σ. 1601, σκέψη 9), και συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-87/90, C-88/90 και C-89/90, Verholen κατά Sociale Verzekeringsbank (Συλλογή 1991, σ. Ι-3757, σκέψεις 28 και 29).
(10) * Βλ. υπόθεση 384/85, προαναφερθείσα στη σημείωση 9, σκέψη 11 της αποφάσεως που επιβεβαιώθηκε πρόσφατα με την απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 1994 στην υπόθεση C-343/92, Roks, σκέψη 18.
(11) * ΕΕ 1986, L 225, σ. 40.
(12) * 'Αρθρο 2, παράγραφος 1.
(13) * 'Αρθρο 4.
(14) * 'Αρθρο 8, παράγραφος 1.
(15) * 'Αρθρο 8, παράγραφος 2.
(16) * Απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1993, υπόθεση C-110/91, Moroni κατά Firma Collo, σκέψεις 22 έως 24.
(17) * Υπόθεση 80/70, Defrenne κατά Βελγίου (ECR 1971, σ. 445, σκέψεις 7 και 8).
(18) * Υπόθεση 170/84, Bilka, προαναφερθείσα στη σημείωση 4, σκέψεις 20 και 21.
(19) * Yπόθεση C-262/88, Barber, προαναφερθείσα στη σημείωση 5, σκέψεις 25 έως 27. Βλ. επίσης υπόθεση C-173/91, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1993, σ. Ι-673).
(20) * Υπόθεση C-262/88, προπαραθετείσα στη σημείωση 5, σκέψεις 27 και 28.
(21) * 'Οπ.π., σκέψη 26.
(22) * Υπόθεση 43/75, Defrenne κατά Sabena, ECR 1976, σ. 455, σκέψη 22, η υπογράμμιση δική μου.
(23) * Υπόθεση 23/83, Liefting κατά Academisch Ziekenhuis bij de Universiteit van Amsterdan, Συλλογή 1984, σ. 3225.
(24) * Υπόθεση 23/83, προπαρατεθείσα ανωτέρω στην υποσημείωση 23, σ. 3244.
(25) * Υπόθεση 43/75, προπαρατεθείσα στη σημείωση 22.
(26) * Yπόθεση C-109/91, προπαρατεθείσα στη σημείωση 7.
(27) * Υπόθεση 171/88, Rinner-Kuehn κατά FWW Spezial Gebaeudereinigung, Συλλογή 1989, σ. 2743.
(28) * Υπόθεση C-262/88, προαναφερθείσα στη σημείωση 5.
(29) * Βλ. παράγραφο 18.
(30) * Βλ. παραγράφους 51 και επ.
(31) * Βλ. παραγράφους 19 και επ.
(32) * Βλ. σημείωση 17.
(33) * Βλ. άρθρο 2, παράγραφος 1, που μνημονεύθηκε ήδη στην παράγραφο 16.
(34) * Βλ. παράγραφο 51, κατωτέρω.
(35) * Βλ. άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας.
(36) * Υπόθεση 43/75, προαναφερθείσα στη σημείωση 22, σκέψη 21.
(37) * Υπόθεση 170/84, βλ. παραπομπή στη σημείωση 4, σκέψη 30.
(38) * Βλ. ανωτέρω, παράγραφο 9.
(39) * Υπόθεση C-343/92, βλ. παραπομπή στη σημείωση 10 ανωτέρω, σκέψη 36.
(40) * Υπόθεση C-262/88 Barber, βλ. παραπομπές στη σημείωση 5, σκέψη 44.
(41) * Υπόθεση C-109/91, Ten Oever, παραπομπή στη σημείωση 7, υπόθεση C-110/91, Moroni, παραπομπή στη σημείωση 16 και υπόθεση C-151/91, Neath κατά Hugh Steeper Ltd, απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 1993.
(42) * Υπόθεση C-262/88 Barber, βλ. παραπομπή στη σημείωση 5, σκέψη 45.
(43) * Υπόθεση 43/75, βλ. παραπομπή στη σημείωση 22.
(44) * Βλ. παράγραφο 51 ανωτέρω.
(45) * 'Οπ.π.
(46) * Βλ. π.χ. συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-87/90 έως C-89/90, Verholen κ.λπ., σημείωση 9 ανωτέρω.
(47) * Βλ. παράγραφο 16 ανωτέρω και παραγράφους 51 και επ.
(48) * Υπόθεση C-109/91, βλ. παραπομπή στη σημείωση 7. Η διαφορά μεταξύ των υποθέσεων Barber και Ten Oever είναι μικρότερη από τη διαφορά μεταξύ της υποθέσεως Barber και της υπό κρίση υποθέσεως δεδομένου ότι στις πρώτες υποθέσεις η διάκριση αφορούσε τις εξαιρέσεις που προβλέπουν οι οδηγίες 79/7 και 86/378.
(49) * Στο σημείο αυτό το Δικαστήριο δεν ακολούθησε την πρόταση του γενικού εισαγγελέα Van Gerven, που διατύπωσε την άποψη ότι πρέπει να προβλεφθεί νέος χρονικός περιορισμός με βάση την ημερομηνία εκδόσεως της συγκεκριμένης αποφάσεως: βλ. παράγραφο 51 των προτάσεων.
(50) * Βλ. παράγραφο 13.
(51) * Προτάσεις της 28ης Απριλίου 1993 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-109/91, C-110/91, C-152/91 και C-200/91, Ten Oever κ.λπ., παράγραφος 23.
(52) * 'Αρθρο Β της Συνθήκης. Πάντως κατά το άρθρο Λ της Συνθήκης το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα ως προς αυτή τη διάταξη.
(53) * Βλ. παράγραφο 15 ανωτέρω.
(54) * Πρβλ. υπόθεση 29/84, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1985, σ. 1661, σκέψη 23.
(55) * Βλ. παράγραφο 15.
(56) * Βλ. παράγραφο 57 ανωτέρω.