ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΕΚΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 21ΗΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1993. - DEUTSCHE SHELL AG ΚΑΤΑ HAUPTZOLLAMT HAMBURG-HARBURG. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: FINANZGERICHT HAMBURG - ΓΕΡΜΑΝΙΑ. - ΔΙΑΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ - ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-188/91.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-00363
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
++++
1. Προδικαστικά ερωτήματα * Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου * Πράξεις των οργάνων * Συμφωνίες της Κοινότητας * Σύμβαση περί κοινού καθεστώτος διαμετακομίσεως μεταξύ ΕΟΚ και χωρών ΕΖΕΣ * Διευθετήσεις που αποφασίστηκαν από τη μεικτή επιτροπή που συνέστησε η σύμβαση * 'Ελλειψη υποχρεωτικών συνεπειών * 'Ελλειψη επιπτώσεων
(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 177, εδ. 1, στοιχ. β')
2. Διεθνείς συμφωνίες * Σύμβαση περί κοινού καθεστώτος διαμετακομίσεως μεταξύ ΕΟΚ και χωρών ΕΖΕΣ * Προσδιορισμός της ταυτότητας των εμπορευμάτων * Μέθοδοι
(Σύμβαση περί κοινού καθεστώτος διαμετακομίσεως μεταξύ ΕΟΚ και χωρών ΕΖΕΣ)
3. Διεθνείς συμφωνίες * Σύμβαση περί κοινού καθεστώτος διαμετακομίσεως μεταξύ ΕΟΚ και χωρών ΕΖΕΣ * Προσδιορισμός της ταυτότητας των εμπορευμάτων * Μέθοδοι * Παρεκκλίσεις * Αρμόδια αρχή
(Σύμβαση περί κοινού καθεστώτος διαμετακομίσεως μεταξύ ΕΟΚ και χωρών ΕΖΕΣ)
4. Προδικαστικά ερωτήματα * Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου * 'Ορια
(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 177)
1. Οι διευθετήσεις που θεσπίζει, για την εφαρμογή της συμβάσεως περί κοινού καθεστώτος διαμετακομίσεως μεταξύ ΕΟΚ και χωρών ΕΖΕΣ, η μεικτή επιτροπή που συνεστήθη βάσει αυτής της συμβάσεως αποτελούν μέρος της κοινοτικής εννόμου τάξεως, λόγω της άμεσης σχέσεώς τους με τη σύμβαση, επομένως το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται προδικαστικώς ως προς την ερμηνεία τους.
Το γεγονός ότι οι διευθετήσεις αυτές στερούνται δεσμευτικής ισχύος δεν αποκλείει τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να αποφαίνεται επί της ερμηνείας τους. Πράγματι, μολονότι οι συστάσεις αυτές δεν δημιουργούν στους πολίτες δικαιώματα δυνάμενα να προβληθούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, ωστόσο, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να τις λαμβάνουν υπόψη για την επίλυση των διαφορών που επιλαμβάνονται, ιδίως όταν είναι χρήσιμες για την ερμηνεία των διατάξεων της συμβάσεως.
2. Τα άρθρα 11, παράγραφος 4, και 15, παράγραφος 2, της συμβάσεως δεν εμποδίζουν τη μεικτή επιτροπή να συνιστά τη διασφάλιση της ταυτότητας των εμπορευμάτων με σφράγιση όταν το τελωνείο εισόδου του κράτους μέλους της ΕΖΕΣ δεν είναι το γραφείο προορισμού.
3. Το άρθρο 11, παράγραφος 4, και το άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχείο β', της συμβάσεως, σε συνδυασμό με το άρθρο 65, στοιχείο δ', του παραρτήματος ΙΙ της συμβάσεως, δεν αποκλείουν τη δυνατότητα μιας ιεραρχικώς ανώτερης τελωνειακής αρχής κράτους μέλους να καθορίζει το γενικό πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να ασκείται η εξουσία που έχει παρασχεθεί στο τελωνείο αναχωρήσεως να απαλλάσσει από την υποχρέωση σφραγίσεως.
4. Στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 177 της Συνθήκης, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί της συμφωνίας διατάξεως της εθνικής νομοθεσίας με το κοινοτικό δίκαιο.
Στην υπόθεση C-188/91,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Finanzgericht Hamburg (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
Deutsche Shell AG
και
Hauptzollamt Hamburg-Harburg,
υποστηριζόμενου από την
Oberfinanzdirektion Hamburg,
παρεμβαίνoυσα,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή της συμβάσεως περί κοινού καθεστώτος διαμετακομίσεως που συνήφθη στις 20 Μαΐου 1987 μεταξύ της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας, της Δημοκρατίας της Ισλανδίας, του Βασιλείου της Νορβηγίας, του Βασιλείου της Σουηδίας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ 1987, L 226, σ. 2),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),
συγκείμενο από τους J. L. Murray, πρόεδρο του δευτέρου τμήματος, προεδρεύοντα του έκτου τμήματος, G. F. Mancini, F. A. Schockweiler, M. Diez de Velasco και P. J. G. Kapteyn, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: W. Van Gerven
γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσε:
* η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Joern Sack, νομικό σύμβουλο,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Deutsche Shell AG, εκπροσωπούμενης από τον K. Kleiner, Leiter der Abteilung Zoelle und Verbrauchsteuern, και τον H. Bublitz, Hauptreferent der Abteilung Zoelle und Verbrauchsteuern, και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1992,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Οκτωβρίου 1992,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με διάταξη της 3ης Μαΐου 1991, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 25 Ιουλίου 1991, το Finanzgericht Hamburg υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία της συμβάσεως περί κοινού καθεστώτος διαμετακομίσεως που συνήφθη στις 20 Μαΐου 1987 μεταξύ της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας, της Δημοκρατίας της Ισλανδίας, του Βασιλείου της Νορβηγίας, του Βασιλείου της Σουηδίας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας (στο εξής: χώρες ΕΖΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ 1987, L 226, σ. 2, στο εξής: σύμβαση), η οποία εγκρίθηκε με την απόφαση 87/415/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 15ης Ιουνίου 1987 (ΕΕ L 226 σ. 1).
2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Deutsche Shell Aktiengesellschaft (στο εξής: Shell) και του Hauptzollamt Hamburg-Harburg (στο εξής: Hauptzollamt).
3 Στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της συμβάσεως προβλέπονται μέτρα για την υπό διαμετακόμιση μεταφορά εμπορευμάτων μεταξύ της Κοινότητας και των χωρών ΕΖΕΣ, καθώς και μεταξύ των χωρών ΕΖΕΣ. Θεσπίζεται προς τούτο κοινό καθεστώς διαμετακομίσεως ανεξάρτητα από το είδος και την καταγωγή των εμπορευμάτων.
4 Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, της συμβάσεως η ταυτότητα των εμπορευμάτων διασφαλίζεται κατά κανόνα με σφράγιση. Στην παράγραφο 4 της εν λόγω διατάξεως προβλέπεται εξαίρεση, υπό την έννοια ότι το τελωνείο αναχωρήσεως μπορεί να απαλλάξει τον αποστολέα από την υποχρέωση σφραγίσεως όταν, λαμβανομένων υπόψη άλλων τυχόν μέτρων για την εξακρίβωση της ταυτότητας, η περιγραφή των εμπορευμάτων στη δήλωση Τ1 ή Τ2 ή στα συμπληρωματικά παραστατικά επιτρέπει τον καθορισμό της ταυτότητάς τους.
5 Κατά το άρθρο 63 του παραρτήματος ΙΙ της συμβάσεως, οι τελωνειακές αρχές των διαφόρων χωρών μπορούν να επιτρέψουν σε ορισμένους αποστολείς να μην προσκομίσουν στο τελωνείο αναχωρήσεως ούτε τα εμπορεύματα ούτε τη δήλωση διαμετακομίσεως για τα εν λόγω εμπορεύματα. Στη σχετική απόφαση πρέπει να καθορίζονται, μεταξύ άλλων, τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται για την εξακρίβωση της ταυτότητας. Κατά το άρθρο 65, στοιχείο δ', του παραρτήματος ΙΙ, οι τελωνειακές αρχές μπορούν να επιβάλλουν την υποχρέωση ώστε τα μέσα μεταφοράς ή τα δέματα να είναι εφοδιασμένα με σφραγίδες ειδικού τύπου, αποδεκτές από τις τελωνειακές αρχές και τοποθετημένες από τον εγκεκριμένο αποστολέα.
6 Κατά το άρθρο 14 της συμβάσεως συνιστάται μεικτή επιτροπή υπεύθυνη για την τήρηση και την ορθή εφαρμογή της. Κατά το άρθρο 15 της συμβάσεως, η μεικτή επιτροπή μπορεί να διατυπώνει συστάσεις και, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3 της εν λόγω διατάξεως, να λαμβάνει αποφάσεις. Τις αποφάσεις αυτές εκτελούν τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με τη νομοθεσία τους.
7 Κατά την πρώτη ετήσια συνεδρίασή της, στις 21 Ιανουαρίου 1988, η μεικτή επιτροπή αποφάσισε ορισμένες "διευθετήσεις" αναφορικά με τη σφράγιση των εμπορευμάτων. Οι "διευθετήσεις" αυτές περιλαμβάνουν ειδικές διατάξεις που αφορούν το εμπόριο με την Ελβετία και την Αυστρία. Κατά τις ρυθμίσεις αυτές οι διατάξεις της συμβάσεως περί σφραγίσεως πρέπει να εφαρμόζονται αυστηρώς και σύμφωνα με καθοριζόμενο τρόπο.
8 Η Shell είναι εγκεκριμένος αποστολέας που είχε την άδεια να μεταφέρει με πλοία τα πετρελαϊκά της προϊόντα χωρίς τελωνειακή σφράγιση, αλλά με προσδιορισμό της ταυτότητας μέσω περιγραφής. Την 1η Νοεμβρίου 1988 το Hauptzollamt έλαβε απόφαση με την οποία επέτρεψε, μεταξύ άλλων, στη Shell να προβαίνει στον προσδιορισμό της ταυτότητας των εμπορευμάτων μέσω περιγραφής μόνο υπό την προϋπόθεση ότι i) πρόκειται για εμπορεύματα που δύσκολα σφραγίζονται ή για εμπορεύματα ογκώδη ή μη δυνάμενα να μεταφερθούν υπό τελωνειακή σφράγιση (ζώα), ii) πρόκειται για οχήματα τα οποία είναι τεχνικώς αδύνατο να σφραγιστούν, ή iii) το τελωνείο προορισμού είναι τελωνείο εισόδου σε χώρα της ΕΖΕΣ. Η απόφαση αυτή ελήφθη με βάση οδηγίες του ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομικών στηριζόμενες στις "διευθετήσεις" της μεικτής επιτροπής της 21ης Ιανουαρίου 1988.
9 Συνέπεια της αποφάσεως αυτής είναι ότι η Shell υποχρεούται να θέτει πολλές σφραγίδες σε κάθε ποταμόπλοιο που χρησιμοποιεί για τη μεταφορά, πράγμα που συνεπάγεται πολύωρη εργασία και καθιστά αδύνατη την αυτόματη πλήρωση των βαρελιών στο διυλιστήριο.
10 Η Shell αμφισβήτησε την απόφαση του Hauptzollamt ενώπιον της Oberfinanzdirektion Hamburg. Αυτή όμως διατήρησε την επίδικη απόφαση. Το Finanzgericht Hamburg, το οποίο επελήφθη της διαφοράς, υπέβαλε τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
"1) Δεσμεύει τα κράτη μέλη η απόφαση της μεικτής επιτροπής που έχει συσταθεί κατά το άρθρο 14 της συμβάσεως περί κοινού καθεστώτος διαμετακομίσεως, της 20ής Μαΐου 1987, κατά την οποία, στο πλαίσιο του κοινού καθεστώτος διαμετακομίσεως, πρέπει να χρησιμοποιείται το έγγραφο ΧΧΙ/1367/87 * ΕΖΕΣ 2; Υπόκειται η απόφαση αυτή στον έλεγχο του Δικαστηρίου;
2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:
Είναι έγκυρη η εν λόγω απόφαση;
3) Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:
Εμπίπτει η σύμβαση της 20ής Μαΐου 1987 στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου; Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό:
α) Πρέπει τα άρθρα 11, παράγραφος 4, και 15, παράγραφος 2, της συμβάσεως να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι η μεικτή επιτροπή έχει τη δυνατότητα να περιορίζει την εξουσία του τελωνείου αναχωρήσεως να αποφασίζει απαλλαγή από την υποχρέωση σφραγίσεως, ορίζοντας ότι η ταυτότητα των εμπορευμάτων πρέπει πάντοτε να διασφαλίζεται με σφράγιση όταν το τελωνείο εισόδου σε κράτος μέλος της ΕΖΕΣ δεν είναι το τελωνείο προορισμού ή όταν δεν είναι δυνατή η σφράγιση του χώρου που περιέχει τα εμπορεύματα;
β) Έχουν οι αναφερόμενες στο στοιχείο α' διατάξεις την έννοια ότι την απόφαση αυτή, αντί του τελωνείου αναχωρήσεως, μπορούν επίσης να τη λάβουν οι κεντρικές διοικητικές αρχές του οικείου κράτους μέλους;
4) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τρίτο ερώτημα:
Έχουν οι αναφερόμενες στο ερώτημα αυτό διατάξεις, σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας, την έννοια ότι απαιτείται επίσης σφράγιση κατά τη μεταφορά πετρελαιοειδών με βυτιοφόρα βαγόνια και πλοία από αποστολέα εγκεκριμένο κατά τις διατάξεις του παραρτήματος ΙΙ, του κεφαλαίου ΙΙ, της συμβάσεως;"
11 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, η εφαρμοστέα κανονιστική ρύθμιση, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.
12 Επιβάλλεται καταρχάς να τονιστεί ότι τα ερωτήματα που υπέβαλε το Finanzgericht Hamburg αφορούν, κατ' ουσίαν, την ερμηνεία των διευθετήσεων που αποφάσισε η μεικτή επιτροπή βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 4, της συμβάσεως και του άρθρου 65, στοιχείο δ', του παραρτήματος ΙΙ της ίδιας συμβάσεως. Επιβάλλεται σχετικώς να εξεταστεί πρώτα το δεύτερο σκέλος του πρώτου ερωτήματος με το οποίο το εθνικό δικαστήριο θέτει το ζήτημα της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου να ερμηνεύει αυτές τις διευθετήσεις.
Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου ερωτήματος
13 Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει, καταρχάς, να εξεταστεί η νομική φύση των διευθετήσεων σε σχέση με τις κατηγορίες πράξεων που προβλέπονται στη σύμβαση.
14 Επιβάλλεται σχετικώς να τονιστεί ότι, κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, της συμβάσεως, η μεικτή επιτροπή "διατυπώνει συστάσεις και, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3, λαμβάνει αποφάσεις". Κατά την παράγραφο 2 της εν λόγω διατάξεως, οι συστάσεις αφορούν "ιδίως" τροποποιήσεις που πρέπει να γίνουν στη σύμβαση, εκτός από εκείνες στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 3, καθώς και οποιοδήποτε άλλο μέτρο απαιτείται για την εφαρμογή της. Στην παράγραφο 3, υπό τα στοιχεία α' έως ε', απαριθμούνται αποκλειστικώς οι τομείς στους οποίους η μεικτή επιτροπή μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις οι οποίες, κατά την τελευταία φράση αυτής της παραγράφου, εφαρμόζονται από τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με τη νομοθεσία τους. Συνεπώς, οι προβλεπόμενες στην παράγραφο 3 πράξεις είναι πράξεις δεσμευτικές, ενώ οι συστάσεις, κατά την έννοια της παραγράφου 2, στοιχείο β', δεν είναι πράξεις δεσμευτικές.
15 Οι διευθετήσεις της μεικτής επιτροπής δεν εμπίπτουν σε κανέναν από τους τομείς που απαριθμούνται στο άρθρο 15, παράγραφος 3, της συμβάσεως. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της ετησίας συνεδριάσεως της 21ης Ιανουαρίου 1988, η ίδια η μεικτή επιτροπή έκρινε το μέτρο αυτό επιβεβλημένο για την εφαρμογή της συμβάσεως. Συνεπώς, οι διευθετήσεις πρέπει να θεωρηθούν ως συστάσεις, κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 2, στοιχείο β', της συμβάσεως.
16 Επιβάλλεται επίσης να εξεταστεί εάν μια μη δεσμευτική πράξη που εκδόθηκε βάσει συμβάσεως που έχει συνάψει η Κοινότητα αποτελεί μέρος της κοινοτικής έννομης τάξης.
17 Λόγω της άμεσης σχέσεώς τους με τη συμφωνία που εφαρμόζουν, οι πράξεις των οργάνων που έχουν συσταθεί με μια τέτοια διεθνή συμφωνία και είναι επιφορτισμένα με την εφαρμογή της αποτελούν μέρος της κοινοτικής έννομης τάξης (βλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, C-192/89, Sevince, Συλλογή 1990, σ. Ι-3461, σκέψη 10).
18 Επιβάλλεται να τονιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το γεγονός ότι μια πράξη του κοινοτικού δικαίου στερείται δεσμευτικής ισχύος δεν αποκλείει τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να αποφαίνεται, στο πλαίσιο της διαδικασίας υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων δυνάμει του άρθρου 177, ως προς την ερμηνεία της πράξεως αυτής (βλ. απόφαση της 15ης Ιουνίου 1976, 113/75, Frecassetti, Συλλογή τόμος 1976, σ. 375 απόφαση της 9ης Ιουνίου 1977, 90/76, Van Ameyde, Συλλογή τόμος 1977, σ. 333, και απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1989, C-322/88, Grimaldi, Συλλογή 1989, σ. 4407, σκέψη 9). Μολονότι οι συστάσεις της μεικτής επιτροπής δεν δημιουργούν στους πολίτες δικαιώματα δυνάμενα να προβληθούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, ωστόσο, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να τις λαμβάνουν υπόψη για την επίλυση των διαφορών που επιλαμβάνονται, ιδίως όταν είναι, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, χρήσιμες για την ερμηνεία των διατάξεων της συμβάσεως.
19 Κατά συνέπεια, πρέπει να δοθεί ως απάντηση στο δεύτερο σκέλος του πρώτου ερωτήματος ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται προδικαστικώς ως προς την ερμηνεία των διευθετήσεων της μεικτής επιτροπής που συστάθηκε με τη σύμβαση.
Επί του τρίτου ερωτήματος
20 Με το τρίτο ερώτημα, στοιχείο α', το εθνικό δικαστήριο θέτει το ζήτημα αν τα άρθρα 11, παράγραφος 4, και 15, παράγραφος 2, της συμβάσεως μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι εξουσιοδοτούν τη μεικτή επιτροπή να συνιστά στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν την ταυτότητα των εμπορευμάτων με σφράγιση όταν το τελωνείο εισόδου στο κράτος μέλος της ΕΖΕΣ δεν είναι το τελωνείο προορισμού.
21 Όπως τονίστηκε στη σκέψη 15, οι διευθετήσεις της μεικτής επιτροπής συνιστούν μέτρο για την εφαρμογή της συμβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 2, στοιχείο β'. Σκοπός των διευθετήσεων είναι η εναρμόνιση, στο μέτρο του δυνατού, της πρακτικής που ακολουθούν τα εθνικά τελωνεία ώστε να διασφαλίζεται η ταχεία διακίνηση των εμπορευμάτων. Ο σκοπός αυτός της παρεχομένης στη μεικτή επιτροπή αρμοδιότητας επιβεβαιώνεται με την πρώτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως του Συμβουλίου, της 15ης Ιουνίου 1987, περί συνάψεως της συμβάσεως, κατά την οποία σκοπός του κοινού καθεστώτος διαμετακομίσεως είναι η απλούστευση των μεταφορών εμπορευμάτων που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των εμπορικών σχέσεων μεταξύ της Κοινότητας και των χωρών ΕΖΕΣ.
22 Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδριάσεως της μεικτής επιτροπής της 21ης Ιανουαρίου 1988, ο προσδιορισμός της ταυτότητας των εμπορευμάτων μέσω περιγραφής καθιστά δυσχερέστερη τη διέλευση των συνόρων μεταξύ της Κοινότητας και της Αυστρίας και της Ελβετίας. Όπως τόνισε η Επιτροπή κατά την προφορική διαδικασία, αυτή η μέθοδος προσδιορισμού της ταυτότητας ανάγκασε τις τελωνειακές αρχές της Ελβετίας και της Αυστρίας να εντείνουν τους ελέγχους με τη μέθοδο της δειγματοληψίας. Δεδομένου ότι σκοπός είναι να καταστεί δυνατή η ταχεία διέλευση των συνόρων και λόγω της ανάγκης διασφαλίσεως ενιαίας τελωνειακής πρακτικής κατά την εφαρμογή της συμβάσεως, η μεικτή επιτροπή δεν υπερέβη τα όρια της αποστολής της καθορίζοντας το γενικό πλαίσιο εντός του οποίου μπορούν να επιτρέπονται παρεκκλίσεις από τη γενική αρχή της σφραγίσεως.
23 Επιβάλλεται, κατά συνέπεια, να δοθεί ως απάντηση στο τρίτο ερώτημα, στοιχείο α', ότι τα άρθρα 11, παράγραφος 4, και 15, παράγραφος 2, της συμβάσεως δεν εμποδίζουν τη μεικτή επιτροπή να συνιστά τη διασφάλιση της ταυτότητας των εμπορευμάτων με σφράγιση όταν το τελωνείο εισόδου του κράτους μέλους της ΕΖΕΣ δεν είναι το γραφείο προορισμού.
24 Το τρίτο ερώτημα, στοιχείο β', αφορά το αν οι προαναφερθείσες διατάξεις της συμβάσεως μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αποκλείουν τη δυνατότητα της κεντρικής διοικήσεως του οικείου κράτους μέλους να αποφασίζει αντί του τελωνείου αναχωρήσεως.
25 Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, της συμβάσεως, η ταυτότητα των εμπορευμάτων διασφαλίζεται, κατά κανόνα, με σφράγιση. Με την παράγραφο 4 της εν λόγω διατάξεως παρέχεται στο τελωνείο αναχωρήσεως η εξουσία να απαλλάσσει από την υποχρέωση σφραγίσεως. Η διάταξη αυτή πρέπει να εξεταστεί σε συνδυασμό με το άρθρο 65, στοιχείο β', του παραρτήματος ΙΙ της συμβάσεως, κατά το οποίο οι τελωνειακές αρχές μπορούν, στο πλαίσιο των προϋποθέσεων απονομής του τίτλου του εγκεκριμένου αποστολέα, να επιβάλλουν ορισμένα μέτρα προς διασφάλιση της ταυτότητας, ιδίως την επίθεση σφραγίδων ειδικού τύπου. Συνεπώς, η εξουσία του τελωνείου αναχωρήσεως πρέπει να ασκείται εντός των ορίων του γενικού πλαισίου που καθορίζουν οι ιεραρχικώς ανώτερες τελωνειακές αρχές του οικείου κράτους.
26 Κατά συνέπεια, επιβάλλεται να δοθεί ως απάντηση στο τρίτο ερώτημα, στοιχείο β', ότι το άρθρο 11, παράγραφος 4, και το άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχείο β', της συμβάσεως, σε συνδυασμό με το άρθρο 65, στοιχείο δ', του παραρτήματος ΙΙ της συμβάσεως, δεν αποκλείουν τη δυνατότητα μιας ιεραρχικώς ανώτερης τελωνειακής αρχής κράτους μέλους να καθορίζει το γενικό πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να ασκείται η εξουσία που έχει παρασχεθεί στο τελωνείο αναχωρήσεως να απαλλάσσει από την υποχρέωση σφραγίσεως.
Επί του τετάρτου ερωτήματος
27 Ενόψει της διατυπώσεως του τετάρτου ερωτήματος, επιβάλλεται να τονιστεί ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 177 της Συνθήκης, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί της συμφωνίας διατάξεως της εθνικής νομοθεσίας με το κοινοτικό δίκαιο.
28 Ενόψει των ανωτέρω απαντήσεων παρέλκει απάντηση στο πρώτο ερώτημα, πρώτο σκέλος, και στο δεύτερο ερώτημα.
Επί των δικαστικών εξόδων
29 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία κατέθεσε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),
κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε, με διάταξη της 3ης Μαΐου 1991, το Finanzgericht Hamburg, αποφαίνεται:
1) Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται προδικαστικώς ως προς την ερμηνεία των διευθετήσεων της μεικτής επιτροπής που συστάθηκε με τη σύμβαση περί κοινού καθεστώτος διαμετακομίσεως, που συνήφθη στις 20 Μαΐου 1987 μεταξύ της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας, της Δημοκρατίας της Ισλανδίας, του Βασιλείου της Νορβηγίας, του Βασιλείου της Σουηδίας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.
2) Τα άρθρα 11, παράγραφος 4, και 15, παράγραφος 2, της συμβάσεως δεν εμποδίζουν τη μεικτή επιτροπή να συνιστά τη διασφάλιση της ταυτότητας των εμπορευμάτων με σφράγιση όταν το τελωνείο εισόδου του κράτους μέλους της ΕΖΕΣ δεν είναι το γραφείο προορισμού.
3) Το άρθρο 11, παράγραφος 4, και το άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχείο β', της συμβάσεως, σε συνδυασμό με το άρθρο 65, στοιχείο δ', του παραρτήματος ΙΙ της συμβάσεως, δεν αποκλείουν τη δυνατότητα μιας ιεραρχικώς ανώτερης τελωνειακής αρχής κράτους μέλους να καθορίζει το γενικό πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να ασκείται η εξουσία που έχει παρασχεθεί στο τελωνείο αναχωρήσεως να απαλλάσσει από την υποχρέωση σφραγίσεως.
4) Στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 177 της Συνθήκης, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί της συμφωνίας διατάξεως της εθνικής νομοθεσίας με το κοινοτικό δίκαιο.