61990J0343

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΠΕΜΠΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 16ΗΣ ΙΟΥΛΙΟΥ 1992. - MANUEL JOSE LOURENCO DIAS ΚΑΤΑ DIRECTOR DA ALFANDEGA DO PORTO. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: TRIBUNAL FISCAL ADUANEIRO DO PORTO - ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ. - ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 12 ΚΑΙ 95 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΟΚ - ΦΟΡΟΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-343/90.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1992 σελίδα I-04673
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I-00069
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I-00069


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Προδικαστικά ερωτήματα * Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου * 'Ορια * Γενικά ή υποθετικά ερωτήματα * Αυτεπαγγέλτως ελέγχονται από το Δικαστήριο

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 177)

2. Προδικαστικά ερωτήματα * Υποβολή τους στο Δικαστήριο * Στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο έγινε η παραπομπή

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 177)

3. Φορολογικές διατάξεις * Εσωτερικοί όροι * Εθνικό φορολογικό σύστημα που εν μέρει δημιουργεί δυσμενείς διακρίσεις * Ασυμβίβαστο του όλου συστήματος με το άρθρο 95 της Συνθήκης * Δεν υφίσταται

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 95)

4. Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων * Δασμοί * Επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος * 'Εννοια * Φόρος αυτοκινήτου που πλήττει χωρίς διάκριση αυτοκίνητα εγχώριας κατασκευής και εισαγόμενα * Δεν εμπίπτει * 'Εχει τον χαρακτήρα εσωτερικού φόρου

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 12 και 95)

Περίληψη


1. Στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των δικαιοδοτικών οργάνων των κρατών μελών, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 177 της Συνθήκης, το εθνικό δικαστήριο, το οποίο μόνο έχει άμεση γνώση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, είναι σε θέση να εκτιμήσει, ενόψει των ιδιομορφιών της υποθέσεως, την αναγκαιότητα προδικαστικής αποφάσεως προκειμένου να εκδώσει τη δική του απόφαση. Κατά συνέπεια, εφόσον τα υποβαλλόμενα από το εθνικό δικαστήριο ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία διατάξεως του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ' αρχήν, να απαντήσει.

Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει την υποχρέωση, προκειμένου να ελέγξει τη δική του αρμοδιότητα, να εξετάζει τις συνθήκες υπό τις οποίες το εθνικό δικαστήριο του υπέβαλε τα προδικαστικά ερωτήματα. Πράγματι, το πνεύμα συνεργασίας πρέπει να διέπει τη διαδικασία της υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων, επιβάλλει επίσης να λαμβάνει και το εθνικό δικαστήριο υπόψη του την αποστολή που έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο, η οποία συνίσταται στη συμβολή του στην απονομή της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών και όχι στη διατύπωση συμβουλευτικών γνωμοδοτήσεων επί γενικών και υποθετικών ερωτημάτων.

2. Προκειμένου να δοθεί στο Δικαστήριο η δυνατότητα να προβεί σε ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που να έχει πρακτική αποτελεσματικότητα, επιβάλλεται, πριν από την υποβολή των προδικαστικών ερωτημάτων, το εθνικό δικαστήριο να έχει εξετάσει τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και να έχει επιλύσει τα καθαρώς εθνικού δικαίου προβλήματα. Επιβάλλεται, επίσης, να εξηγεί το εθνικό δικαστήριο τους λόγους για τους οποίους φρονεί ότι απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς.

3. Οσάκις ορισμένα στοιχεία ή ορισμένες λεπτομέρειες εφαρμογής ενός συστήματος εσωτερικής φορολογίας δημιουργούν δυσμενείς διακρίσεις και κατά συνέπεια απαγορεύονται από το άρθρο 95 της Συνθήκης, αυτό δεν σημαίνει ότι ολόκληρο το φορολογικό σύστημα στο οποίο εντάσσονται είναι ασυμβίβαστο με το άρθρο αυτό.

Πράγματι όταν στα περισσότερα κράτη μέλη τα φορολογικά συστήματα χαρακτηρίζονται από τις εξαιρετικά μεγάλες διαφορές του τρόπου με τον οποίο πλήττονται με φόρους ή τυγχάνουν μειώσεων ή εκπτώσεων ορισμένα προϊόντα, το ενδεχόμενο δυσμενούς διακρίσεως εις βάρος κατηγοριών προϊόντων δεν μπορεί να επηρεάσει το συμβιβαστό με το κοινοτικό δίκαιο εσωτερικών φόρων οι οποίοι πλήττουν κατηγορίες προϊόντων, εφόσον οι φόροι αυτοί επιβάλλονται κατά τρόπο που δεν δημιουργεί διακρίσεις.

4. Φόρος αυτοκινήτων που επιβάλλεται χωρίς διάκριση επί των αυτοκινήτων που συναρμολογούνται ή κατασκευάζονται στο κράτος μέλος όπου επιβάλλεται ο φόρος και επί των εισαγομένων αυτοκινήτων, καινούργιων ή μεταχειρισμένων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιβάρυνση ισοδυνάμου με εισαγωγικούς δασμούς αποτελέσματος, απαγορευόμενη από το άρθρο 12 της Συνθήκης, εφόσον αποτελεί μέρος ενός γενικού συστήματος εσωτερικών φόρων οι οποίοι πλήττουν κατηγορίες προϊόντων δυνάμει αντικειμενικών κριτηρίων που εφαρμόζονται ασχέτως της καταγωγής των προϊόντων. Αντιθέτως, έχει χαρακτήρα εσωτερικού φόρου, κατά την έννοια του άρθρου 95.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-343/90,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tribunal Fiscal Aduaneiro do Porto (Πορτογαλία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Manuel Jose Lourenco Dias

και

Director da Alfandega do Porto,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 12 και 95 της Συνθήκης ΕΟΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Joliet, πρόεδρο τμήματος, G. F. Mancini, J. C. Moitinho de Almeida, G. C. Rodriguez Iglesias και M. Zuleeg, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro

γραμματέας: H. A. Ruehl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η παρά τω Tribunal Fiscal Aduaneiro do Porto εισαγγελική αρχή, εκπροσωπούμενη από την Isabel Aguiar

- η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Luis Fernandes, διευθυντή της Νομικής Υπηρεσίας της Γενικής Διευθύνσεως Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και τη Maria Luisa Duarte, νομικό σύμβουλο της Νομικής Υπηρεσίας της Γενικής Διευθύνσεως Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

- η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον Hussein A. Kaya, του Treasury Solicitor' s Department

- η Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον Antonio Caeiro, νομικό σύμβουλο, και τον Daniel Calleja Crespo, μέλος της Νομικής της Υπηρεσίας

λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Πορτογαλικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 20ής Φεβρουαρίου 1992,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 31ης Μαρτίου 1992,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με Διάταξη της 18ης Οκτωβρίου 1990, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Νοεμβρίου 1990, το Tribunal Fiscal Aduaneiro do Porto (Πορτογαλία) υπέβαλε οκτώ προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των διατάξεων της Συνθήκης ΕΟΚ των σχετικών με τις

επιβαρύνσεις ισοδυνάμου προς εισαγωγικούς δασμούς αποτελέσματος και τους εσωτερικούς φόρους που εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις, προκειμένου να κρίνει αν συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο εθνική κανονιστική ρύθμιση προβλέπουσα φόρο επί των αυτοκινήτων.

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Manuel Jose Lourenco Dias και του Director da Alfandega do Porto (διευθυντή του τελωνείου του Porto). Ο διευθυντής προσάπτει στον Lourenco Dias ότι τροποποίησε ορισμένα τεχνικά χαρακτηριστικά ενός αυτοκινήτου, χωρίς να καταβάλει τον φόρο που συνεπαγόταν η εν λόγω τροποποίηση.

3 Ο φόρος αυτός επιβλήθηκε με το Decreto-lei 152, της 10ης Μαΐου 1989 (Diario da Republica, σειρά Ι, αριθ. 107, της 10ης Μαΐου 1989, σ. 1858, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα). Kαταρχήν, πλήττει όλα τα αυτοκίνητα, είτε αυτά εισήχθησαν στην Πορτογαλία είτε συναρμολογήθηκαν ή κατασκευάστηκαν στη χώρα αυτή. Ωστόσο, σύμφωνα με εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος, όσα αυτοκίνητα έχουν ορισμένα χαρακτηριστικά, όπως είναι η ύπαρξη σταθερού χωρίσματος που διαχωρίζει τον χώρο που προορίζεται για τον οδηγό και τους επιβάτες από τον χώρο που προορίζεται για τα εμπορεύματα ή η ειδική κάλυψη του δαπέδου του χώρου που προορίζεται για τα εμπορεύματα, χαρακτηρίζονται ως "ελαφρά αυτοκίνητα μεταφοράς εμπορευμάτων" και μπορούν να εισάγονται στην Πορτογαλία απαλλασσόμενα του εν λόγω φόρου.

4 'Οπως προκύπτει από τη Διάταξη περί παραπομπής, το επίδικο στην κύρια δίκη αυτοκίνητο εισήχθη τον Νοέμβριο του 1989 από τη Γαλλία στην Πορτογαλία από την εταιρία πορτογαλικού δικαίου Automoveis Citroen SA. Κατά τον χρόνο εισαγωγής του το αυτοκίνητο αυτό έφερε σταθερό χώρισμα και δάπεδο ενιαίο. Συνεπώς, ο εισαγωγέας δεν κατέβαλε φόρο αυτοκινήτων.

5 Στις 31 Δεκεμβρίου 1989 η εταιρία Citroen πώλησε το αυτοκίνητο στον εργοδότη του Lourenco Dias, ο οποίος προέβη στην πρώτη ταξινόμησή του, στις 2 Ιανουαρίου 1990, στην κατηγορία των "ελαφρών αυτοκινήτων, τύπου: μεταφοράς εμπορευμάτων". 'Οταν μερικούς μήνες αργότερα, τον Ιούλιο του 1990, ο Lourenco Dias, ο οποίος οδηγούσε το αυτοκίνητο αυτό για λογαριασμό του εργοδότη του, υποβλήθηκε σε έλεγχο από την αστυνομία του Porto, διαπιστώθηκε ότι είχε αφαιρεθεί το χώρισμα. Οι αστυνομικές αρχές έκριναν ότι, κατόπιν αυτού, το αυτοκίνητο είχε μετατραπεί, κατά τα οριζόμενα από το νομοθετικό διάταγμα, σε "ελαφρό αυτοκίνητο μεταφοράς επιβατών ή μικτής χρήσεως" και, επομένως, έπρεπε να καταβληθεί γι' αυτό ο φόρος αυτοκινήτων.

6 Πράγματι, στο άρθρο 1, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος ορίζεται ότι ο φόρος αυτοκινήτων επιβάλλεται επίσης επί των ελαφρών αυτοκινήτων μεταφοράς εμπορευμάτων τα οποία, μετά την κυκλοφορία τους, μετατρέπονται σε αυτοκίνητα μεταφοράς επιβατών ή σε αυτοκίνητα μικτής χρήσεως, μεταφοράς επιβατών και εμπορευμάτων.

7 Ο Director da Alfandega do Porto θεώρησε τον Lourenco Dias ως υπεύθυνο για τη μετατροπή αυτή και του επέβαλε πρόστιμο, κρίνοντας ότι συνέτρεχε περίπτωση δολίας δασμοδιαφυγής, κολαζόμενη από το άρθρο 11 του νομοθετικού διατάγματος, εφόσον δεν δηλώθηκαν οι τροποποιήσεις χαρακτηριστικών βάσει των οποίων κατατάσσεται φορολογικώς το αυτοκίνητο.

8 Ο Lourenco Dias προσέφυγε κατά της αποφάσεως αυτής επιβολής προστίμου ενώπιον του Tribunal Fiscal Aduaneiro do Porto, αιτούμενος την απαλλαγή του.

9 Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε αναγκαίο να υποβάλει στο Δικαστήριο οκτώ προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των

άρθρων 12 και 95 της Συνθήκης ΕΟΚ. Τα ερωτήματα αυτά είναι τα ακόλουθα:

"1) Επιτρέπει το άρθρο 95, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ στο Πορτογαλικό Κράτος να υποβάλλει σε φόρο αυτοκινήτων τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα που εισάγονται από την Κοινότητα και να απαλλάσσει από τον φόρο τα πωλούμενα στην Πορτογαλία μεταχειρισμένα αυτοκίνητα;

2) Επιτρέπει το άρθρο 95, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ να χρησιμοποιείται, για την επιβολή του πορτογαλικού φόρου αυτοκινήτων, πίνακας ειδικών συντελεστών, που εμφανίζει απότομη αύξηση, από ορισμένο κυλινδρισμό και άνω, για οχήματα που δεν είναι συναρμολογημένα ή κατασκευασμένα στην Πορτογαλία, έτσι που να επιβαρύνει μόνο τα εισαγόμενα;

3) Επιτρέπει το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΟΚ στην Πορτογαλία να σταθεροποιεί ή να επιχειρεί να σταθεροποιήσει την κατανάλωση αυτοκινήτων με βάση ένα οικονομικό πρότυπο που περιλαμβάνει αυτοκίνητα κυλινδρισμού μεταξύ 801 και 1 500 κυβικών εκατοστών, χορηγώντας έκπτωση επί του φόρου αυτοκινήτων για τα αυτοκίνητα αυτού του κυλινδρισμού;

4) Επιτρέπει το άρθρο 95, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ να ισχύει διαφορετικός τρόπος εισπράξεως και διαφορετικές προθεσμίες πληρωμής για τον φόρο αυτοκινήτων κατά την εισαγωγή σε σύγκριση με τον καταβλητέο φόρο για κατασκευαζόμενα στην Πορτογαλία αυτοκίνητα;

5) Επιτρέπει το άρθρο 95, δεύτερο εδάφιο, στο Πορτογαλικό Κράτος να επιβάλλει περιορισμό κυκλοφορίας για τα εισαγόμενα οχήματα, όταν δεν επιβάλλει κανένα περιορισμό για τα οχήματα που συναρμολογούνται ή κατασκευάζονται στην Πορτογαλία, αν ληφθεί υπόψη ότι τα πρώτα μπορούν να κυκλοφορήσουν μόνο για 48 ώρες από της εισόδου τους στη χώρα;

6) Επιτρέπει το άρθρο 95, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ στο Πορτογαλικό Κράτος να επιβάλλει προθεσμία υποβολής των δικαιολογητικών εισαγωγής οχημάτων στο αρμόδιο τελωνείο, όταν δεν ορίζει προθεσμία για την προσκόμιση των υποβλητέων στο τελωνείο εγγράφων για τα οχήματα που συναρμολογούνται ή κατασκευάζονται στην Πορτογαλία;

7) Επιτρέπει το άρθρο 95 της Συνθήκης στο Πορτογαλικό Κράτος να απαλλάσσει του φόρου αυτοκινήτων την εισαγωγή οχημάτων 'αντικών' , εφόσον συντρέχουν ορισμένες περιστάσεις υποκειμενικώς εκτιμώμενες;

8) Εάν κράτος μέλος, λίγο πριν από την προσχώρησή του στην ΕΟΚ, θεσπίσει εσωτερικό ειδικό φόρο καταναλώσεως, επιβαρύνοντα όχι μόνο τα προϊόντα που εισάγονται από την Κοινότητα, αλλά και τα προϊόντα που ενδεχομένως κατασκευάζονται στο κράτος αυτό, το οποίο όμως κράτος είτε δεν κατασκευάζει το προϊόν αυτό, είτε το κατασκευάζει μεν, αλλά σε ποσότητες τόσο ασήμαντες, ώστε να μην ασκούν καμία επίδραση στην αγορά, δεν υπάρχει η υφέρπουσα και συγκεκαλυμμένη παράβαση του άρθρου 95 της Συνθήκης ΕΟΚ; Δεν πρόκειται, ως εκ τούτου, για επιβάρυνση αποτελέσματος ισοδυνάμου προς δασμό, αντίθετη προς το άρθρο 12 της Συνθήκης ΕΟΚ;"

10 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι παρατηρήσεις που κατέθεσαν οι διάδικοι. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Ως προς την αναγκαιότητα των προδικαστικών ερωτημάτων

11 Επιβάλλεται καταρχάς να τονιστεί ότι όλοι όσοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο αμφισβητούν την αναγκαιότητα των ερωτημάτων που υποβλήθηκαν, ή ορισμένων εξ αυτών, για την επίλυση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου.

12 Ειδικότερα, η Πορτογαλική Κυβέρνηση τονίζει ότι η συγκεκριμένη διαφορά που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου σχετίζεται αποκλειστικώς με τη διάκριση στην οποία προβαίνει το εθνικό φορολογικό σύστημα μεταξύ "ελαφρών αυτοκινήτων μεταφοράς επιβατών ή μικτής χρήσεως" και "ελαφρών αυτοκινήτων μεταφοράς εμπορευμάτων", χωρίς κανένα από τα υποβληθέντα ερωτήματα να σχετίζεται με τη διάκριση αυτή.

13 Επιβάλλεται σχετικώς να υπομνηστούν και να διευκρινιστούν ορισμένες από τις αρχές που διέπουν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο πλαίσιο του άρθρου 177 της Συνθήκης.

14 Καταρχάς, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία (βλ. αρχικώς την απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 1965, 16/65, Schwarze, Rec. 1965, σ. 1081, και, προσφάτως, την απόφαση της 25ης Ιουνίου 1992, C-147/91, Ferrer Laderer, Συλλογή 1992, σ. Ι-0000, σκέψη 6), η διαδικασία του άρθρου 177 της Συνθήκης αποτελεί όργανο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων.

15 Κατά πάγια επίσης νομολογία (βλ. αρχικώς την απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 1978, 83/78, Pigs Marketing Board, Rec. 1978, σ. 2347, σκέψη 25, και προσφάτως την απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 1991, C-186/90, Durighello, Συλλογή 1991, σ. Ι-5773, σκέψη 8), στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας, το εθνικό δικαστήριο, το οποίο μόνο έχει άμεση γνώση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, είναι σε θέση να εκτιμήσει, ενόψει των ιδιομορφιών της υποθέσεως, την αναγκαιότητα προδικαστικής αποφάσεως προκειμένου να εκδώσει τη δική του απόφαση.

16 Κατά συνέπεια, εφόσον τα υποβαλλόμενα από το εθνικό δικαστήριο ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία διατάξεως κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο υποχρεούται, καταρχήν, να απαντήσει (βλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 1990, C-231/89, Gmurzynska, Συλλογή 1990, σ. Ι-4003, σκέψη 20).

17 Ωστόσο, με την απόφασή του της 16ης Δεκεμβρίου 1981, 244/80, Foglia (Συλλογή 1981, σ. 3045, σκέψη 21), το Δικαστήριο έκρινε ότι έχει την υποχρέωση, προκειμένου να ελέγξει τη δική του αρμοδιότητα, να εξετάζει τις συνθήκες υπό τις οποίες το εθνικό δικαστήριο του υπέβαλε τα προδικαστικά ερωτήματα. Πράγματι, το πνεύμα συνεργασίας που πρέπει να διέπει τη διαδικασία της υποβολής προδικαστικών

ερωτημάτων επιβάλλει επίσης να λαμβάνει και το εθνικό δικαστήριο υπόψη του την αποστολή που έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο, η οποία συνίσταται στη συμβολή του στην απονομή της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών και όχι στη διατύπωση συμβουλευτικών γνωμοδοτήσεων επί γενικών και υποθετικών ερωτημάτων (αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1981, Foglia, προαναφερθείσα, σκέψεις 18 και 20, και της 3ης Φεβρουαρίου 1983, 149/82, Robards, Συλλογή 1983, σ. 171, σκέψη 19).

18 Ενόψει της αποστολής του αυτής το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν του επιτρέπεται να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που υπέβαλε εθνικό δικαστήριο, ιδίως όταν η αιτούμενη ερμηνεία αφορά πράξεις που δεν έχουν ακόμα θεσπίσει τα όργανα της Κοινότητας (βλ. απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 1978, 93/78, Mattheus, Rec. 1978, σ. 2203, σκέψη 8), όταν η ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου διαδικασία έχει περατωθεί (βλ. απόφαση της 21ης Απριλίου 1988, 338/85, Pardini, Συλλογή 1988, σ. 2041, σκέψη 11) ή όταν η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου ή η εξέταση του κύρους κοινοτικού κανόνα, που ζητεί το εθνικό δικαστήριο, δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα ή το αντικείμενο της κύριας δίκης (βλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 1981, 126/80, Salonia, Συλλογή 1981, σ. 1563, σκέψη 6, και προσφάτως την απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 1991, Durighello, προαναφερθείσα, σκέψη 9).

19 Πρέπει εξάλλου να τονιστεί ότι, προκειμένου να δοθεί στο Δικαστήριο η δυνατότητα να προβεί σε ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που να έχει πρακτική αποτελεσματικότητα, επιβάλλεται, πριν από την υποβολή των προδικαστικών ερωτημάτων το εθνικό δικαστήριο να έχει εξετάσει τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και να έχει επιλύσει τα καθαρώς εθνικού δικαίου προβλήματα (βλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 1981, 36/80 και 71/80, Irish Creamery Milk Suppliers Association, Συλλογή 1981, σ. 735, σκέψη 6). Επιβάλλεται, επίσης, να εξηγεί το εθνικό δικαστήριο τους λόγους για τους οποίους φρονεί ότι απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς (βλ., αρχικώς, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1981, Foglia, προαναφερθείσα, σκέψη 17, και, προσφάτως, απόφαση της 12ης Ιουνίου

1986, 98/85, 162/85 και 258/85, Bertini, Συλλογή 1986, σ. 1885, σκέψη 6).

20 'Εχοντας στη διάθεσή του αυτά τα πληροφοριακά στοιχεία, το Δικαστήριο μπορεί να ελέγξει αν η αιτούμενη ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου έχει σχέση με την πραγματικότητα και το αντικείμενο της κύριας δίκης. Εάν προκύπτει ότι το υποβληθέν ερώτημα είναι προδήλως άσχετο με την επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς, το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να απόσχει από την έκδοση αποφάσεως.

21 Βάσει αυτών των στοιχείων πρέπει να εξεταστούν οι αντιρρήσεις που προβλήθηκαν ως προς την έλλειψη σχέσεως μεταξύ των προδικαστικών ερωτημάτων που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση και της συγκεκριμένης διαφοράς που καλείται να επιλύσει το εθνικό δικαστήριο.

22 Επιβάλλεται σχετικώς να ληφθούν υπόψη τρία στοιχεία. Πρώτον, από την ανάγνωση του φακέλου που υπέβαλε το ίδιο το εθνικό δικαστήριο και ενός εγγράφου που επισύναψε στις παρατηρήσεις της η εισαγγελική αρχή, προκύπτει ότι το αυτοκίνητο του οποίου η μετατροπή αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς είναι καινούργιο αυτοκίνητο, το οποίο κατασκευάστηκε και πωλήθηκε το 1989, κυλινδρισμού 1 360 κυβικών εκατοστών. Δεύτερον, όσον αφορά την εθνική νομοθεσία, η Πορτογαλική Κυβέρνηση πληροφόρησε το Δικαστήριο, κατά την προφορική διαδικασία, ότι εφόσον το επίδικο χώρισμα επανατοποθετήθηκε λίγο μετά τη διαπίστωση της αφαιρέσεώς του, δεν οφείλεται φόρος αυτοκινήτων και, επομένως, το μόνο ζήτημα επί του οποίου απομένει να αποφανθεί το εθνικό δικαστήριο είναι το ποσό του ενδεχομένου προστίμου, νομική βάση του οποίου δεν είναι το νομοθετικό διάταγμα, αλλά άλλες νομοθετικές διατάξεις. Τρίτον, το εθνικό δικαστήριο εξηγεί μεν τις αμφιβολίες που έχει ως προς το αν συμβιβάζονται με το κοινοτικό

δίκαιο ορισμένες διατάξεις του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος, παραλείπει όμως να εξηγήσει στο Δικαστήριο πώς θα μπορούσαν να εφαρμοστούν οι διατάξεις αυτές στη διαφορά που εκκρεμεί ενώπιόν του.

23 Ενόψει αυτών των σκέψεων, επιβάλλεται να εξεταστούν καταρχάς το πρώτο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτο, έκτο και έβδομο ερώτημα.

Ως προς το ερώτημα που αναφέρεται στο διαφορετικό σύστημα φορολογίας για τα μεταχειρισμένα εισαγόμενα αυτοκίνητα και για τα αυτοκίνητα που είναι ταξινομημένα στην Πορτογαλία

24 Το πρώτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου είναι αν το άρθρο 95, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν φόρο αυτοκινήτων επί μεταχειρισμένων αυτοκινήτων εισαγομένων από άλλα κράτη μέλη, όταν δεν επιβάλλεται τέτοιος φόρος επί μεταχειρισμένων αυτοκινήτων τα οποία έχουν εισαχθεί ως καινούργια ή συναρμολογηθεί ή κατασκευαστεί στην Πορτογαλία.

25 Αρκεί σχετικώς να τονιστεί ότι το αυτοκίνητο στο οποίο αναφέρεται η κύρια δίκη εισήχθη και επωλήθηκε ως καινούργιο.

Ως προς το ερώτημα που αναφέρεται στις εκπτώσεις που χορηγούνται ως κίνητρο για την αγορά αυτοκινήτων ορισμένου κυλινδρισμού

26 Με το τρίτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 95 απαγορεύει στα κράτη μέλη να χορηγούν ως κίνητρο έκπτωση από το ποσό του φόρου για την αγορά αυτοκινήτων κυλινδρισμού από 801 έως 1 500 κυβικά εκατοστά, εις βάρος αυτοκινήτων μεγαλύτερου κυλινδρισμού.

27 Το ερώτημα αυτό αφορά τον πίνακα που επισυνάπτεται στο νομοθετικό διάταγμα.

28 Ακόμη και αν το αυτοκίνητο του Lourenco Dias δεν είχε τύχει της απαλλαγής που χορηγείται για την κατηγορία των "ελαφρών αυτοκινήτων μεταφοράς εμπορευμάτων", θα είχε τύχει της εκπτώσεως, δεδομένου ότι ο κυλινδρισμός του είναι 1 360 κυβικά εκατοστά.

Ως προς το ερώτημα που αναφέρεται στις διαφορετικές προθεσμίες πληρωμής του φόρου αυτοκινήτων ανάλογα με το αν πρόκειται για εισαγόμενο ή κατασκευαζόμενο στην Πορτογαλία αυτοκίνητο

29 Με το τέταρτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 95, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης απαγορεύει στα κράτη μέλη να τάσσουν διαφορετικές προθεσμίες καταβολής του φόρου αυτοκινήτων και να προβλέπουν διαφορετικό τρόπο εισπράξεως, ανάλογα με το αν πρόκειται για εισαγόμενα ή για εγχώριας κατασκευής αυτοκίνητα.

30 Το ερώτημα αυτό αφορά το άρθρο 4 του νομοθετικού διατάγματος, το οποίο προβλέπει ότι για τα συναρμολογούμενα στην Πορτογαλία αυτοκίνητα ή για τα αυτοκίνητα που εισάγονται συναρμολογημένα, τα οποία προορίζονται να καλύψουν την εσωτερική κατανάλωση, ο φόρος πρέπει να καταβάλλεται σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες που ρυθμίζουν την καταβολή τελωνειακών οφειλών και την αναβολή πληρωμής των εισαγωγικών δασμών. Στο ίδιο άρθρο ορίζεται ότι, όταν πρόκειται για αυτοκίνητα κατασκευασμένα στην Πορτογαλία με χρησιμοποίηση εγχωρίων ή εξομοιουμένων προς εγχώρια εξαρτημάτων, ή για αυτοκίνητα που υπέστησαν μετατροπές, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, η εκκαθάριση και καταβολή του φόρου διενεργείται από την αρμόδια διεύθυνση τελωνείων κατόπιν σχετικής αιτήσεως, χρησιμοποιουμένου του εντύπου που προβλέπεται για τον φόρο αυτοκινήτων.

31 Από τη ρύθμιση αυτή το αιτούν δικαστήριο συνάγει το συμπέρασμα ότι, για τα εισαγόμενα αυτοκίνητα, η καταβολή του φόρου αυτοκινήτων πρέπει καταρχήν να πραγματοποιείται εντός δέκα ημερών από της γνωστοποιήσεως του ποσού του οφειλομένου φόρου, κατ' εφαρμογή του

άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1854/89 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1989, για τη βεβαίωση και τους όρους καταβολής των εισαγωγικών και εξαγωγικών δασμών που προκύπτουν από τελωνειακή οφειλή (ΕΕ L 186, σ. 1). Αντιθέτως, κατά το αιτούν δικαστήριο, δεν προβλέπεται προθεσμία καταβολής για τα κατασκευαζόμενα στην Πορτογαλία αυτοκίνητα.

32 'Οπως ορθώς υπογραμμίζει η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, το ζήτημα αυτό δεν έχει καμία σημασία για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης: το επίδικο στην παρούσα υπόθεση αυτοκίνητο εισήχθη χωρίς να καταβληθεί φόρος αυτοκινήτων, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Συνεπώς, δεν υπήρξε δυσμενής διάκριση εις βάρος του εισαγωγέα κατά τον χρόνο εισαγωγής. Κατά το άρθρο 4 του προαναφερθέντος νομοθετικού διατάγματος, η υποχρέωση καταβολής φόρου γεννάται μόνο μετά τη μετατροπή του αυτοκινήτου, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2. Τότε η εκκαθάριση και η καταβολή του φόρου πρέπει να γίνεται υπό τους ίδιους όρους που ισχύουν για τα αυτοκίνητα που κατασκευάζονται εγχωρίως με χρησιμοποίηση εγχωρίων ή εξομοιουμένων προς αυτά εξαρτημάτων.

Ως προς το ερώτημα που αναφέρεται στον περιορισμό της περιόδου κυκλοφορίας των ταξινομημένων στην αλλοδαπή αυτοκινήτων που προορίζονται για οριστική εισαγωγή

33 Με το πέμπτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου ερωτάται αν το άρθρο 95, δεύτερο εδάφιο, απαγορεύει σε κράτος μέλος να περιορίζει σε 48 μόνο ώρες, από της εισόδου του στην Πορτογαλία, την κυκλοφορία εισαγομένων αυτοκινήτων, ενώ δεν ισχύει κανένας περιορισμός για τα συναρμολογούμενα ή κατασκευαζόμενα στην Πορτογαλία αυτοκίνητα.

34 'Οπως προκύπτει από τη Διάταξη περί παραπομπής το ερώτημα αυτό αφορά το άρθρο 5, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος. Στο άρθρο αυτό ορίζεται ότι τα ταξινομημένα στην αλλοδαπή αυτοκίνητα που προορίζονται για οριστική εισαγωγή, οι κύριοι των οποίων έχουν την κατοικία τους ή την εταιρική τους έδρα εντός του εθνικού εδάφους, μπορούν να κυκλοφορούν μόνον επί 48 ώρες από της εισόδου τους στην Πορτογαλία.

35 Ωστόσο, όπως διαπιστώνεται στην ίδια τη Διάταξη περί παραπομπής, το επίδικο στην παρούσα υπόθεση αυτοκίνητο ταξινομήθηκε για πρώτη φορά στην Πορτογαλία. Επομένως, δεν υποβλήθηκε ποτέ στους περιορισμούς κυκλοφορίας που προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος.

Ως προς το ερώτημα που αναφέρεται στις διαφορετικές τελωνειακές διαδικασίες που ισχύουν για τα εισαγόμενα και τα κατασκευαζόμενα στην Πορτογαλία αυτοκίνητα

36 Με το έκτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου ερωτάται αν το άρθρο 95 απαγορεύει σε κράτος μέλος να τάσσει προθεσμίες για την εκπλήρωση ορισμένων τελωνειακών διατυπώσεων σχετικών με την εισαγωγή των αυτοκινήτων, ενώ ανάλογες διαδικασίες δεν προβλέπονται για τα αυτοκίνητα εγχώριας παραγωγής.

37 Το ερώτημα αυτό αναφέρεται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος, το οποίο προβλέπει ότι ο σχετικός με την οριστική εισαγωγή ταξινομημένων στην αλλοδαπή αυτοκινήτων φάκελος πρέπει να υποβάλλεται στις τελωνειακές αρχές εντός προθεσμίας 60 ημερών από της εισόδου των αυτοκινήτων στην Πορτογαλία.

38 Επιβάλλεται να τονιστεί ότι η ενδεχόμενη δυσμενής διάκριση που συνιστά το άρθρο 5, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος στρέφεται αποκλειστικά εις βάρος των αυτοκινήτων που έχουν ήδη ταξινομηθεί στην αλλοδαπή. 'Οπως όμως τονίστηκε πιο πάνω, το ζήτημα

που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αφορά αυτοκίνητο το οποίο ταξινομήθηκε για πρώτη φορά στην Πορτογαλία.

Ως προς το ερώτημα που αναφέρεται στην απαλλαγή αυτοκινήτων "αντικών"

39 Με το έβδομο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου ερωτάται αν το άρθρο 95 απαγορεύει σε κράτος μέλος να απαλλάσσει από τον φόρο την εισαγωγή αυτοκινήτων "αντικών", ενώ το ευεργέτημα αυτό δεν παρέχεται σε άλλες κατηγορίες αυτοκινήτων.

40 Το ερώτημα αυτό αφορά το άρθρο 9 του νομοθετικού διατάγματος, κατά το οποίο απαλλάσσεται από τον φόρο αυτοκινήτων η εισαγωγή αυτοκινήτων που κατασκευάστηκαν το αργότερο μέχρι το 1950, εφόσον παρουσιάζουν κάποιο ενδιαφέρον για την εθνική πολιτιστική κληρονομιά.

41 Επιβάλλεται σχετικώς να τονιστεί ότι το επίδικο στην παρούσα υπόθεση αυτοκίνητο κατασκευάστηκε το 1989.

42 Βάσει των ανωτέρω, παρέλκει να δοθεί απάντηση στο πρώτο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτο, έκτο και έβδομο ερώτημα, δεδομένου ότι δεν έχουν προφανώς καμία σχέση με τα πραγματικά δεδομένα της κύριας δίκης.

Ως προς το ερώτημα που αναφέρεται στη ρήξη της προοδευτικότητας του πίνακα φορολογικών συντελεστών από ορισμένο κυλινδρισμό και άνω

43 Το δεύτερο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου αναφέρεται κατ' ουσίαν στο αν το άρθρο 95, δεύτερο εδάφιο, απαγορεύει την επιβολή φόρου αυτοκινήτου επί αυτοκινήτων που υπερβαίνουν ορισμένο κυλινδρισμό, εφόσον το ποσό του φόρου είναι πολλαπλάσιο του προοδευτικού φόρου που επιβάλλεται επί αυτοκινήτων μικρότερου

κυλινδρισμού, όταν τα αυτοκίνητα που πλήττονται με τον υψηλότερο φόρο είναι όλα αυτοκίνητα που εισάγονται, ιδίως, από άλλα κράτη μέλη.

44 Το αιτούν δικαστήριο εξηγεί σχετικώς ότι, σύμφωνα με τον πίνακα που επισυνάπτεται στο νομοθετικό διάταγμα, ο φόρος αυτοκινήτων είναι σχεδόν τριπλάσιος για τα αυτοκίνητα που έχουν κυλινδρισμό 1 751 κυβικά εκατοστά σε σχέση με τον φόρο που επιβάλλεται για αυτοκίνητα κυλινδρισμού 1 750 κυβικών εκατοστών. Θέτει συνεπώς το ερώτημα αν το πορτογαλικό δημόσιο επιβάλλει επί των εισαγομένων από άλλα κράτη μέλη αυτοκινήτων εσωτερικό φόρο που αποσκοπεί στην έμμεση προστασία της εθνικής αυτοβιομηχανίας, η οποία, όπως ισχυρίζεται, παράγει αυτοκίνητα μικρού κυλινδρισμού.

45 'Οπως προαναφέρθηκε, το επίδικο στην κύρια δίκη αυτοκίνητο έχει κυλινδρισμό 1 360 κυβικών εκατοστών. Ανεξάρτητα από το αν οφείλεται τελικώς φόρος αυτοκινήτων, το στοιχείο αυτό αποκλείει το συγκεκριμένο αυτοκίνητο, εν πάση περιπτώσει, από τον αυξημένο συντελεστή που πλήττει τα αυτοκίνητα κυλινδρισμού 1 750 κυβικών εκατοστών και άνω. Το αν υπάρχει ενδεχομένως δυσμενής διάκριση εις βάρος των αυτοκινήτων αυτών, δεν ζημιώνει τον Lourenco Dias ή την επιχείρησή του. Η περίπτωση αυτή είναι διαφορετική από εκείνη που εξέτασε το Δικαστήριο στο πλαίσιο των αποφάσεών του της 9ης Μαΐου 1985, 112/84, Hublot (Συλλογή 1985, σ. 1367), της 17ης Σεπτεμβρίου 1987, 433/85, Feldain (Συλλογή 1987, σ. 3521), και της 29ης Ιουνίου 1988, 240/87, Deville (Συλλογή 1988, σ. 3513), όπου η διαφορά της κύριας δίκης αφορούσε τον πρόσθετο φόρο που όφειλαν να καταβάλουν οι αιτούντες επειδή κυκλοφορούσαν με αυτοκίνητα μεγάλου κυλινδρισμού.

46 Ωστόσο, διατυπώνοντας αμφιβολίες ως προς το συμβιβαστό αυτής της ρυθμίσεως του νομοθετικού διατάγματος με το άρθρο 95, το αιτούν δικαστήριο θέλει στην πραγματικότητα να μάθει αν, στην περίπτωση κατά

την οποία ορισμένα στοιχεία ή ορισμένες λεπτομέρειες εφαρμογής ενός φορολογικού συστήματος δημιουργούν δυσμενείς διακρίσεις, πρέπει να θεωρηθεί ότι το σύστημα στο σύνολό του εισάγει δυσμενείς διακρίσεις.

47 Επιβάλλεται σχετικώς να τονιστεί ότι στα περισσότερα κράτη μέλη τα φορολογικά συστήματα χαρακτηρίζονται από τις εξαιρετικά μεγάλες διαφορές του τρόπου με τον οποίο πλήττονται με φόρους ή τυγχάνουν μειώσεων και εκπτώσεων ορισμένα προϊόντα.

48 Το ενδεχόμενο δυσμενούς διακρίσεως εις βάρος κατηγοριών προϊόντων δεν μπορεί να επηρεάσει το συμβιβαστό με το κοινοτικό δίκαιο εσωτερικών φόρων οι οποίοι πλήττουν κατηγορίες προϊόντων, εφόσον οι φόροι αυτοί επιβάλλονται κατά τρόπο που δεν δημιουργεί διακρίσεις. Πράγματι, το ενδεχόμενο διακρίσεως εις βάρος ορισμένων προϊόντων δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι ολόκληρο το φορολογικό σύστημα είναι ασυμβίβαστο με το κοινοτικό δίκαιο (βλ., σχετικώς με διάκριση που αφορά σύστημα προσβάσεως σε θέσεις του δημοσίου, την απόφαση της 3ης Ιουλίου 1991, C-355/89, Barr και Montrose, Συλλογή 1991, σ. Ι-0000, σκέψη 19).

49 Κατά συνέπεια, στο εθνικό δικαστήριο πρέπει να δοθεί ως απάντηση ότι, όταν ορισμένα στοιχεία ή ορισμένες λεπτομέρειες εφαρμογής ενός συστήματος εσωτερικής φορολογίας δημιουργούν δυσμενείς διακρίσεις και κατά συνέπεια απαγορεύονται από το άρθρο 95 της Συνθήκης, αυτό δεν σημαίνει ότι ολόκληρο το φορολογικό σύστημα στο οποίο εντάσσονται είναι ασυμβίβαστο με το εν λόγω άρθρο.

Ως προς το ερώτημα που αναφέρεται στην παράβαση των άρθρων 12 και 95 της Συνθήκης

50 Με το όγδοο ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου ερωτάται αν, ελλείψει ομοειδών εγχωρίων προϊόντων, ο φόρος που πλήττει τα αυτοκίνητα πρέπει να θεωρηθεί ως επιβάρυνση ισοδυνάμου με δασμούς αποτελέσματος, απαγορευόμενη από το άρθρο 12 της Συνθήκης.

51 Επιβάλλεται σχετικώς να τονιστεί ότι το αιτούν δικαστήριο διατυπώνει τα ερωτήματα αυτά επειδή, όπως δηλώνει, δεν έχει στη διάθεσή του οικονομικά στοιχεία που θα του επέτρεπαν να εκτιμήσει με ακρίβεια τον πορτογαλικό κλάδο αυτοκινήτων.

52 Ωστόσο, επιβάλλεται να τονιστεί ότι, σε απάντηση ερωτήσεως του Δικαστηρίου, η Πορτογαλική Κυβέρνηση κατέθεσε στατιστικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι υπάρχει πράγματι εγχώρια αυτοκινητοβιομηχανία, η οποία εξάλλου δεν περιορίζεται στην παραγωγή αυτοκινήτων μικρού κυλινδρισμού.

53 Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται να τονιστεί ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία (απόφαση της 7ης Μαΐου 1987, 193/85, Co-Frutta, Συλλογή 1987, σ. 2085, σκέψη 14), φόρος που πλήττει τόσο τα εισαγόμενα όσο και τα εγχώρια προϊόντα, ο οποίος όμως, στην πράξη, εφαρμόζεται αποκλειστικώς επί των εισαγομένων προϊόντων, επειδή η υφισταμένη εγχώρια παραγωγή είναι εξαιρετικά περιορισμένη, δεν συνιστά επιβάρυνση ισοδυνάμου προς εισαγωγικούς δασμούς αποτελέσματος, κατά την έννοια των άρθρων 9 και 12 της Συνθήκης ΕΟΚ, εάν εντάσσεται σε γενικό σύστημα εσωτερικών φόρων που πλήττουν συστηματικώς κατηγορίες προϊόντων βάσει αντικειμενικών κριτηρίων που εφαρμόζονται ανεξαρτήτως της καταγωγής των προϊόντων. Στην περίπτωση αυτή έχει χαρακτήρα εσωτερικού φόρου, κατά την έννοια του άρθρου 95.

54 Ο φόρος αυτοκινήτων, ο οποίος εφαρμόζεται χωρίς διάκριση τόσο επί των συναρμολογουμένων και κατασκευαζομένων στην Πορτογαλία

αυτοκινήτων όσο και επί των εισαγομένων αυτοκινήτων, καινούργιων ή μεταχειρισμένων, αποτελεί μέρος ενός τέτοιου γενικού συστήματος εσωτερικών φόρων οι οποίοι πλήττουν κατηγορίες προϊόντων δυνάμει αντικειμενικού κριτηρίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση του κυλινδρισμού.

55 Συνεπώς, στο εθνικό δικαστήριο επιβάλλεται να δοθεί ως απάντηση ότι φόρος αυτοκινήτων που επιβάλλεται χωρίς διάκριση επί των αυτοκινήτων που συναρμολογούνται ή κατασκευάζονται στο κράτος μέλος όπου επιβάλλεται ο φόρος και επί των εισαγομένων αυτοκινήτων, καινούργιων ή μεταχειρισμένων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιβάρυνση ισοδυνάμου με εισαγωγικούς δασμούς αποτελέσματος, απαγορευόμενη από το άρθρο 12 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

56 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι Κυβερνήσεις της Πορτογαλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Tribunal Fiscal Aduaneiro do Porto, με Διάταξη της 18ης Οκτωβρίου 1990, αποφαίνεται:

1) Οσάκις ορισμένα στοιχεία ή ορισμένες λεπτομέρειες εφαρμογής ενός συστήματος εσωτερικής φορολογίας δημιουργούν δυσμενείς διακρίσεις και κατά συνέπεια απαγορεύονται από το άρθρο 95 της Συνθήκης, αυτό δεν σημαίνει ότι ολόκληρο το φορολογικό σύστημα στο οποίο εντάσσονται είναι ασυμβίβαστο με το άρθρο αυτό.

2) Φόρος αυτοκινήτων που επιβάλλεται χωρίς διάκριση επί των αυτοκινήτων που συναρμολογούνται ή κατασκευάζονται στο κράτος μέλος όπου επιβάλλεται ο φόρος και επί των εισαγομένων αυτοκινήτων, καινούργιων ή μεταχειρισμένων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιβάρυνση ισοδυνάμου με εισαγωγικούς δασμούς αποτελέσματος, απαγορευόμενη από το άρθρο 12 της Συνθήκης ΕΟΚ.