ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 30ΗΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 1992. - ΙΤΑΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ - ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ - ΕΓΓΡΑΦΟ ΚΙΝΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 93, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2 - ΠΡΑΞΗ ΔΥΝΑΜΕΝΗ ΝΑ ΠΡΟΣΒΛΗΘΕΙ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-47/91.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1992 σελίδα I-04145
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I-00145
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I-00191
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
++++
Προσφυγή ακυρώσεως - Πράξεις κατά των οποίων μπορεί να ασκηθεί προσφυγή - Πράξεις παράγουσες έννομα αποτελέσματα - Απόφαση υπαγωγής κρατικής ενισχύσεως στη διαδικασία εξετάσεως του συμβιβαστού με την κοινή αγορά νέων ενισχύσεων
(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 93, παράγραφος 3, και 173)
Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία ελέγχου του συμβιβαστού κρατικής ενισχύσεως με την κοινή αγορά, που προβλέπει το άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, οπόθεν προκύπτει αυτομάτως η υποχρέωση αναστολής καταβολής της ενισχύσεως, παράγει έννομα αποτελέσματα εφόσον συνεπάγεται την επιλογή της Επιτροπής μεταξύ του χαρακτηρισμού υφισταμένης ενισχύσεως και του χαρακτηρισμού νέας ενισχύσεως, στις οποίες αντιστοιχούν διαφορετικές διαδικασίες.
Μια τέτοια απόφαση δεν συνιστά, εξάλλου, απλό προπαρασκευαστικό μέτρο κατά της ελλείψεως νομιμότητας του οποίου η προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως που περατώνει τη διαδικασία εξασφαλίζει προστασία, διότι, αφενός, η απόφαση που διαπιστώνει ότι η ενίσχυση συμβιβάζεται με τη Συνθήκη, ή η προσφυγή που μπορεί να ασκηθεί κατά αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται το ασυμβίβαστό της, δεν επιτρέπουν τη ματαίωση των μη ανατρεψίμων συνεπειών που προκύπτουν από την καθυστέρηση της καταβολής της ενισχύσεως, οφειλομένη στην τήρηση της απαγορεύσεως που προβλέπει το άρθρο 93, παράγραφος 3, τελευταία φράση και, αφετέρου, οσάκις τα χαρακτηρισθέντα από την Επιτροπή μέτρα ως νέες ενισχύσεις έχουν τεθεί σε εφαρμογή, τα έννομα αποτελέσματα που συνδέονται μ' αυτόν τον χαρακτηρισμό είναι οριστικά, κατά την έννοια ότι είναι αδύνατη η εκ των υστέρων τακτοποίηση των πράξεων εφαρμογής της ενισχύσεως που έχουν παραβεί την επιβαλλομένη με το άρθρο 93, παράγραφος 3, τελευταία φράση, απαγόρευση.
Γι' αυτόν τον λόγο μια τέτοια απόφαση συνιστά πράξη δυνάμενη να προσβληθεί κατά την έννοια του άρθρου 173 της Συνθήκης.
Στην υπόθεση C-47/91,
Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον καθηγητή Luigi Ferrari Bravo, προϊστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον P. G. Ferri, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την έδρα της πρεσβείας της Ιταλίας, 5, rue Marie-Adelaide,
προσφεύγουσα,
κατά
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον A. Abate, κύριο νομικό σύμβουλο, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Roberto Hayder, εκπρόσωπο της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg, Λουξεμβούργο,
καθής,
που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση του εγγράφου της 23ης Νοεμβρίου 1990, με το οποίο η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ανακοίνωσε στην Ιταλική Κυβέρνηση την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης κατά της αποφάσεως των ιταλικών αρχών, της 12ης Απριλίου 1990, περί χορηγήσεως ενισχύσεων στην εταιρία Italgrani,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,
συγκείμενο από τους O. Due, Πρόεδρο, R. Joliet, F. A. Schockweiler, F. Grevisse, και P. J. G. Kapteyn, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, J. C. Moitinho de Almeida, G. C. Rodriguez Iglesias, M. Diez de Velasco, M. Zuleeg και J. L. Murray, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: W. Van Gerven
γραμματέας: J. A. Pompe, βοηθός γραμματέας,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 4ης Φεβρουαρίου 1992,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 18ης Μαρτίου 1992,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 31 Ιανουαρίου 1991, η Ιταλική Δημοκρατία ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΟΚ, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, που της ανακοινώθηκε με έγγραφο της 23ης Νοεμβρίου 1990.
2 'Οπως προκύπτει από τη δικογραφία, ο ιταλικός νόμος 64/86, της 1ης Μαρτίου 1986, που διέπει τις εξαιρετικές παρεμβάσεις υπέρ του ιταλικού Mezzogiorno, θέσπισε γενικό καθεστώς ενισχύσεων υπέρ της περιοχής του Mezzogiorno για περίοδο εννέα ετών. Σύμφωνα με το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, το εν λόγω σύστημα υποβλήθηκε στην Επιτροπή, η οποία - τουλάχιστον όσον αφορά τις διατάξεις δυνάμει των οποίων χορηγήθηκαν στη συνέχεια οι ενισχύσεις στην εταιρία Italgrani - το ενέκρινε με την απόφασή της 88/318/ΕΟΚ, της 2ας Μαρτίου 1988, σχετική με τον νόμο αριθ. 64/86 της 1ης Μαρτίου 1986 για τη χορήγηση έκτακτης ενίσχυσης στο Mezzogiorno (στο εξής: απόφαση εγκρίσεως του γενικού ιταλικού καθεστώτος, ΕΕ L 146, σ. 37). Με το άρθρο 9 της εν λόγω αποφάσεως υποχρεούται, ωστόσο, η Ιταλική Δημοκρατία να τηρήσει τις διατάξεις και τους κοινοτικούς κανονισμούς που ισχύουν ή θα θεσπιστούν από τα κοινοτικά όργανα σχετικά με τον συντονισμό των διαφόρων τύπων ενισχύσεως στους τομείς της βιομηχανίας, γεωργίας και αλιείας.
3 Κατόπιν αυτής της αποφάσεως, οι ιταλικές αρχές χορήγησαν ατομικές ενισχύσεις στην εταιρία Italgrani που έχει την έδρα της στη Νεάπολη και της οποίας η δραστηριότητα αφορά τη μεταποίηση σιτηρών. Οι εν λόγω ενισχύσεις αποτέλεσαν το αντικείμενο "συμβάσεως καταρτίσεως προγράμματος" κατά την έννοια του νόμου 64/86, της 1ης Μαρτίου 1986, που συνήφθη μεταξύ του αρμοδίου για τις παρεμβάσεις στο Mezzogiorno υπουργού και της εταιρίας Italgrani και που εγκρίθηκε, στις 12 Απριλίου 1990, από τη διυπουργική επιτροπή συντονισμού της βιομηχανικής πολιτικής (στο εξής: CIPI).
4 Η εν λόγω σύμβαση, που συνίσταται σε ολοκληρωμένο πρόγραμμα παραγωγής σιτηρών, οπωρών, σόγιας και τεύτλων, περιελάμβανε διάφορα μέρη: την κατασκευή βιομηχανικών εγκαταστάσεων, την κατασκευή ερευνητικών κέντρων, την υλοποίηση ερευνητικών σχεδίων, καθώς και την κατάρτιση του προσωπικού της βιομηχανίας. Οι μηχανισμοί παρεμβάσεως που εγκαθίδρυε εποίκιλλαν ανάλογα με τον οικείο τομέα: επιδοτήσεις κεφαλαίου, επιδοτήσεις επιτοκίου ή χρηματοδοτήσεις με μειωμένο επιτόκιο. Οι προβλεπομένες υπέρ της Italgrani ενισχύσεις ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 522,3 δισεκατομμυρίων LIT και προορίζονταν για τη χρηματοδότηση επενδύσεων ποσού 964,5 δισεκατομμυρίων LIT.
5 Στις 26 Ιουλίου 1990, κατόπιν καταγγελίας της Casilo Grani, ανταγωνιστικής εταιρίας της Italgrani, η Επιτροπή ζήτησε από τις ιταλικές αρχές να της διαβιβάσουν πληροφορίες αφορώσες τις εν λόγω ενισχύσεις.
6 Στις 7 Σεπτεμβρίου 1990, οι ιταλικές αρχές κοινοποίησαν την απόφαση της CIPI της 12ης Απριλίου 1990. Συμπληρωματικές πληροφορίες παρασχέθηκαν κατά τη διάρκεια συνεδριάσεως της 28ης Σεπτεμβρίου 1990 και με έγγραφα της 4ης και 14ης Οκτωβρίου 1990.
7 Η Επιτροπή, με έγγραφο της 23ης Νοεμβρίου 1990, ανακοίνωσε στην Ιταλική Κυβέρνηση την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης για το σύνολο των χορηγηθεισών στην Italgrani ενισχύσεων, εκτός των ενισχύσεων που αφορούσαν τη γεωργική αλκοόλη και τη χοιροτροφία και έταξε προθεσμία στην εν λόγω Κυβέρνηση να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Η Επιτροπή θεωρούσε, πράγματι, ότι μετά από μια πρώτη εξέταση των διαβιβασθέντων εγγράφων δεν φαινόταν ότι μπορούσε να ισχύσει για τις εν λόγω ενισχύσεις καμία από τις παρεκκλίσεις που προβλέπει το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχεία α και β, της Συνθήκης. Στις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε, εξάλλου, ότι είχε αμφιβολίες ως προς την τήρηση από την Ιταλική Κυβέρνηση των δύο επιφυλάξεων που είχε επιβάλει με την εγκριτική απόφαση του γενικού ιταλικού καθεστώτος. Η πρώτη αφορά τα "ποσοστά αυξήσεως" των ενισχύσεων, η δεύτερη αφορά τους αποκλεισμούς και τα όρια για τα οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 9 της εν λόγω αποφάσεως και που πρέπει να εφαρμόζονται όταν οι ενισχύσεις αφορούν προϊόντα αναφερόμενα στο παράρτημα ΙΙ της Συνθήκης. Το έγγραφο της 23ης Νοεμβρίου 1990 "υπενθύμιζε", εξάλλου, στην Ιταλική Κυβέρνηση ότι "κατά το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ, τα σχεδιαζόμενα μέτρα δεν μπορούν να εφαρμοστούν πριν η διαδικασία της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου καταλήξει σε τελική απόφαση".
8 Τα κράτη μέλη και οι λοιποί ενδιαφερόμενοι ενημερώθηκαν για την κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης με δημοσίευση της αποφάσεως στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 1990, C 315, σ. 7, και ΕΕ 1991, C 11, σ. 32). Κλήθηκαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών.
9 Η υπό κρίση προσφυγή στρέφεται κατά του εγγράφου της 23ης Νοεμβρίου 1990. Η Ιταλική Κυβέρνηση θεωρεί, πράγματι, ότι η "σύμβαση καταρτίσεως προγράμματος" που συνήφθη με την εταιρία Italgrani και εγκρίθηκε στις 12 Απριλίου 1990 από τη CIPI αποτελούσε την απλή εφαρμογή του καθεστώτος ενισχύσεων που είχε θεσπίσει ο ιταλικός νόμος 64/86 και είχε εγκρίνει η Επιτροπή με την προαναφερθείσα απόφασή της 88/318. Επομένως, το εν λόγω θεσμικό όργανο όφειλε να περιοριστεί στον έλεγχο της τηρήσεως των τεθέντων με την απόφαση εγκρίσεως του γενικού ιταλικού καθεστώτος όρων και δεν έχει το δικαίωμα να προβεί σε νέα συνολική εξέταση της ενισχύσεως ενόψει των κανόνων της Συνθήκης. Η επίμαχη απόφαση, καθόσον συνεπάγεται ανάκληση της αποφάσεως 88/318, πρέπει, κατά συνέπεια, να ακυρωθεί. Η Ιταλική Κυβέρνηση διευκρινίζει ότι η προσφυγή δεν στρέφεται κατά των εκτιμήσεων της Επιτροπής επί του συμβιβαστού της ενισχύσεως με τη Συνθήκη. Κατά την εν λόγω κυβέρνηση, το περιεχόμενο και ο στόχος των εν λόγω εκτιμήσεων είναι, πράγματι, απλώς προπαρασκευαστικοί της τελικής αποφάσεως.
10 Προς στήριξη της προσφυγής της, η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλει διαφόρους λόγους ακυρώσεως, μεταξύ των οποίων την παράβαση ουσιωδών τύπων, την παράβαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφαλείας δικαίου και την κατάχρηση εξουσίας, η οποία πρέπει να εκτιμηθεί τόσο σε σχέση με το άρθρο 175 της Συνθήκης όσο και σε σχέση με το άρθρο 93.
11 'Οσον αφορά τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η Ιταλική Κυβέρνηση θεωρεί ότι η ανάκληση μιας πράξεως πρέπει να είναι ρητή, αιτιολογημένη και υπογεγραμμένη από την ίδια αρχή που την εξέδωσε. Οι εν λόγω προϋποθέσεις δεν πληρούνται στην προκειμένη περίπτωση. Προκειμένου για τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η Ιταλική Κυβέρνηση θεωρεί ότι, μετά την έκδοση της εγκριτικής αποφάσεως του γενικού καθεστώτος, μπορούσε να θεωρήσει ότι ήταν εξουσιοδοτημένη να λάβει τα αμφισβητηθέντα από την Επιτροπή μέτρα. Η Επιτροπή, κινώντας νέα διαδικασία συνεπαγόμενη την επανεξέταση εγκριθείσας ενισχύσεως και, επομένως, την ανάκληση της εγκρίσεως, παρέβη, κατά συνέπεια, τις αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφαλείας δικαίου, αυτό δε χωρίς νόμιμο λόγο. Ως προς την κατάχρηση εξουσίας, η Ιταλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται, καταρχάς, ότι το άρθρο 175 δεν υποχρέωνε την Επιτροπή να αντιδράσει στην καταγγελία της εταιρίας Casillo Grani. Η Επιτροπή επωφελήθηκε, στην πραγματικότητα, της προσκλήσεως να ενεργήσει που της απεύθυνε η εν λόγω εταιρία για να κινήσει διαδικασία που δεν είχε ούτε την εξουσία ούτε το καθήκον να κινήσει. Περαιτέρω, οι προβληθέντες από την Επιτροπή λόγοι δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν την κίνηση νέας διαδικασίας βάσει του άρθρου 93 της Συνθήκης. Για να γίνει αυτό, δεν αρκούσε η Επιτροπή να έχει απλές αμφιβολίες ως προς την τήρηση από την Ιταλική Κυβέρνηση της πρώτης επιφυλάξεως που είχε επιβληθεί από την Επιτροπή με την απόφαση εγκρίσεως του γενικού καθεστώτος. Ως προς τη δεύτερη επιφύλαξη, η εν λόγω απόφαση δεν της παρέχει καμία βάση.
12 Η Επιτροπή, με έγγραφο της 9ης Απριλίου 1991, προέτεινε ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 91, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο αποφάσισε να αποφανθεί επ' αυτής της ενστάσεως χωρίς να εισέλθει στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως.
13 Η Επιτροπή προβάλλει, κατά του παραδεκτού της προσφυγής, ότι η βαλλομένη απόφαση είναι προπαρασκευαστική πράξη που δεν μπορεί να προσβληθεί βάσει του άρθρου 173 της Συνθήκης. Στην Ιταλική Κυβέρνηση, η οποία υποστηρίζει ότι η επίδικη πράξη έχει ανακλητικό αποτέλεσμα και, επομένως, επέχει θέση αποφάσεως, η Επιτροπή απαντά ότι η καλυπτόμενη από την εν λόγω πράξη διαδικασία στρέφεται κατά μη εγκριθείσας ενισχύσεως, ακριβέστερα δε, κατά ενισχύσεως εφαρμοσθείσας καταχρηστικώς κατά την έννοια του άρθρου 93, παράγραφος 2.
14 Εξάλλου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η υποχρέωση αναστολής της καταβολής της σχεδιαζομένης ενισχύσεως δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την έκδοση αποφάσεως περί του παραδεκτού της προσφυγής, διότι αυτό το αποτέλεσμα αποτελεί αναπόφευκτη συνέπεια που η Συνθήκη συνδέει με την κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης.
15 Η Επιτροπή αναφέρει, τέλος, ότι στην περίπτωση που η προσφυγή γίνει δεκτή, θα επέλθει αλλοίωση του θεσπισθέντος με το άρθρο 93 της Συνθήκης συστήματος ελέγχου. Καταρχάς, η Επιτροπή θα στερηθεί του μέσου έρευνας και παρεμβάσεως έναντι των κρατών μελών οσάκις τα τελευταία χορηγούν ατομικές ενισχύσεις στο πλαίσιο γενικού συστήματος το οποίο, προηγουμένως, αποτέλεσε το αντικείμενο εγκριτικής εκ μέρους της αποφάσεως. Περαιτέρω, το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφανθεί περί του συμβιβαστού προς τη Συνθήκη ενισχύσεως που δεν θα έχει ακόμα αποτελέσει το αντικείμενο πλήρους και οριστικής εξετάσεως εκ μέρους της Επιτροπής. Εκφράζει, τέλος, τον φόβο ότι ευνοϊκή απόφαση επί του παραδεκτού θα προκαλέσει τον πολλαπλασιασμό των προσφυγών ακυρώσεως κατά αποφάσεων περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης.
16 Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει, υπέρ του παραδεκτού της προσφυγής, ότι η επίδικη πράξη αποτελεί, αντιθέτως, απόφαση δυνάμενη να προσβληθεί βάσει του άρθρου 173 της Συνθήκης. Εκτός του ότι ανεκάλεσε την απόφαση 88/318, εμπόδισε την καταβολή των ενισχύσεων στην εταιρία Italgrani, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να παρεμβάλει σοβαρά εμπόδια στην εφαρμογή της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής της Ιταλικής Κυβερνήσεως υπέρ του Mezzogiorno. Αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζεται η Επιτροπή, το εν λόγω ανασταλτικό αποτέλεσμα δεν αποτελεί αναπόφευκτη συνέπεια της εφαρμογής της Συνθήκης εφόσον εσκεμμένως η Επιτροπή επανήλθε επί της αποφάσεως 88/318, η οποία είχε εγκρίνει το θεσπισθέν από την Ιταλική Κυβέρνηση γενικό καθεστώς ενισχύσεων.
17 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς η σχετική νομοθεσία, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.
18 'Οπως σαφώς προκύπτει από την προβληθείσα υπό της Ιταλικής Κυβερνήσεως επιχειρηματολογία, η προσφυγή ακυρώσεως αφορά μόνο την απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης κατά των χορηγηθεισών στην Italgrani ενισχύσεων, κατά το ότι ανακαλεί την προηγουμένη εγκριτική απόφαση του γενικού ιταλικού καθεστώτος και όχι κατά το ότι περιέχει εκτιμήσεις περί του συμβιβαστού της ενισχύσεως προς τη Συνθήκη. Η εξέταση του Δικαστηρίου θα περιοριστεί, επομένως, σ' αυτή την πλευρά της αποφάσεως.
19 Προκειμένου το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του παραδεκτού της προσφυγής, πρέπει, πρώτον, να υπομνηστεί ότι μία πράξη μπορεί να προσβληθεί βάσει του άρθρου 173 της Συνθήκης μόνον εάν παράγει έννομα αποτελέσματα (βλ. την απόφαση της 31ης Μαρτίου 1971, 22/70, καλουμένη "AETR", Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Racc. 1971, σ. 263).
20 Στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρατηρείται καταρχάς ότι η απόφαση της 3ης Αυγούστου 1990 για την κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, που κοινοποιήθηκε στην Ιταλική Κυβέρνηση με το έγγραφο της 23ης Νοεμβρίου 1990, περιελάμβανε για την τελευταία απαγόρευση καταβολής των σχεδιαζομένων ενισχύσεων προς την εταιρία Italgrani πριν η εν λόγω διαδικασία καταλήξει σε τελική απόφαση.
21 Αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζεται η Επιτροπή, η εν λόγω απαγόρευση απορρέει από σκόπιμη απόφασή της. Αυτό σαφώς φαίνεται όταν η επίμαχη πράξη ενταχθεί στο σύνολο του συστήματος ελέγχου των ενισχύσεων που έχει θεσπιστεί με το άρθρο 93.
22 Οι διαδικαστικοί κανόνες της Συνθήκης ποικίλλουν ανάλογα με το εάν οι ενισχύσεις είναι υφιστάμενες ή νέες. Ενώ οι πρώτες υπάγονται στο άρθρο 93, παράγραφοι 1 και 2, οι δεύτερες διέπονται από τις παραγράφους 2 και 3 της ιδίας διατάξεως.
23 'Οσον αφορά τις υφιστάμενες ενισχύσεις, η προαναφερθείσα παράγραφος 1 του άρθρου 93 δίδει αρμοδιότητα στην Επιτροπή να προβαίνει στη διαρκή τους εξέταση σε συνεργασία με τα κράτη μέλη. Στο πλαίσιο αυτής της εξετάσεως, η Επιτροπή προτείνει στα τελευταία τα κατάλληλα μέτρα που απαιτεί η προοδευτική ανάπτυξη ή η λειτουργία της κοινής αγοράς. Η παράγραφος 2 ορίζει περαιτέρω ότι, εάν η Επιτροπή διαπιστώσει, αφού τάξει προηγουμένως στους ενδιαφερομένους προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, ότι ενίσχυση δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κατά το άρθρο 92 ή ότι η ενίσχυση αυτή εφαρμόζεται καταχρηστικώς, αποφασίζει ότι το ενδιαφερόμενο κράτος οφείλει να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει εντός προθεσμίας που η ίδια ορίζει.
24 Ως προς τις νέες ενισχύσεις, η παράγραφος 3 της προαναφερθείσας διατάξεως ορίζει ότι η Επιτροπή ενημερώνεται εγκαίρως περί των σχεδίων που αποβλέπουν να θεσπίσουν ή να τροποποιήσουν ενισχύσεις ώστε να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της. Η Επιτροπή προβαίνει τότε σε μια πρώτη εξέταση των σχεδιαζομένων ενισχύσεων. Αν, κατά το πέρας της εν λόγω εξετάσεως, κρίνει ότι το σχέδιο ενισχύσεως δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, κατά το άρθρο 92, κινεί αμελλητί τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2. Σ' αυτή την περίπτωση, η τελευταία φράση της παραγράφου 3 απαγορεύει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να θέσει σε εφαρμογή τα σχεδιαζόμενα μέτρα πριν η εν λόγω διαδικασία καταλήξει σε τελική απόφαση. Οι νέες ενισχύσεις υπόκεινται, επομένως, σε προληπτικό έλεγχο ασκούμενο από την Επιτροπή και δεν μπορούν, κατ' αρχήν, να τεθούν σε εφαρμογή ενόσω το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν αποφανθεί ότι είναι σύμφωνες με τη Συνθήκη.
25 'Οπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, η απόφαση με την οποία τάσσεται πρθεσμία στους ενδιαφερομένους και η οποία σημαίνει την έναρξη της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2, παράγει διαφορετικά αποτελέσματα ανάλογα με το εάν η εξεταζόμενη ενίσχυση είναι νέα ενίσχυση ή υφισταμένη ενίσχυση. Ενώ, στην πρώτη περίπτωση, το κράτος εμποδίζεται να θέσει σε εφαρμογή το υποβαλλόμενο στην Επιτροπή σχέδιο ενισχύσεως, η απαγόρευση αυτή δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση υφισταμένης ήδη ενισχύσεως.
26 Στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή αποφάσισε να θεωρήσει ως νέες ενισχύσεις τις ενισχύσεις που η κυβέρνηση θεωρούσε ως υφιστάμενες λόγω του ότι είχαν χορηγηθεί κατ' εφαρμογή του ιταλικού νόμου 64/86 που είχε αποτελέσει το αντικείμενο εγκριτικής αποφάσεως της Επιτροπής. Δεν μπορεί, κατά συνέπεια, να θεωρηθεί ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η αναστολή καταβολής της ενισχύσεως απορρέει αυτομάτως από τη Συνθήκη. Η βαλλομένη απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, συνεπαγομένη επιλογή της Επιτροπής ως προς τους εφαρμοστέους διαδικαστικούς κανόνες, παράγει, επομένως, έννομα αποτελέσματα.
27 Δεύτερον, πρέπει να ελεγχθεί αν η βαλλομένη απόφαση αποτελεί απλό προπαρασκευαστικό μέτρο, κατά της ελλείψεως νομιμότητας του οποίου η προσφυγή κατά της αποφάσεως που περατώνει τη διαδικασία εξασφαλίζει επαρκή προστασία (βλ. την απόφαση της 24ης Ιουνίου 1986, 53/85, ΑΚΖΟ, Συλλογή 1986, σ. 1990).
28 Συναφώς, παρατηρείται ότι η απόφαση που διαπιστώνει ότι η ενίσχυση συμβιβάζεται με τη Συνθήκη, ή η προσφυγή που μπορεί να ασκηθεί κατά αποφάσεως της Επιτροπής διαπιστώνουσας ότι είναι ασυμβίβαστη προς τη Συνθήκη, δεν επιτρέπουν τη ματαίωση των μη δυναμένων να ανατραπούν συνεπειών που απορρέουν από την καθυστέρηση καταβολής της ενισχύσεως, οφειλομένη στην τήρηση της απαγορεύσεως που προβλέπει το άρθρο 93, παράγραφος 3, τελευταία φράση.
29 Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι οσάκις, όπως στην προκειμένη περίπτωση, τα χαρακτηρισθέντα από την Επιτροπή μέτρα ως νέες ενισχύσεις έχουν τεθεί σε εφαρμογή, τα συνδεόμενα με αυτόν τον χαρακτηρισμό έννομα αποτελέσματα είναι απρόσβλητα. 'Οπως προκύπτει από την απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 1991, C-354/90, Federation nationale du commerce exterieur des produits alimentaires κατά Γαλλίας (Συλλογή 1991, σ. Ι-5505) και αυτή ακόμα η τελική απόφαση της Επιτροπής, η δεχομένη ότι οι εν λόγω ενισχύσεις συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, δεν θα είχε ως συνέπεια την εκ των υστέρων τακτοποίηση των πράξεων εφαρμογής που θα πρέπει να θεωρούνται ως εκδοθείσες κατά παράβαση της απαγορεύσεως που επιβάλλει το άρθρο 93, παράγραφος 3, τελευταία φράση.
30 Κατά συνέπεια, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η επίδικη απόφαση, ως συνεπαγομένη την επιλογή από το υπεύθυνο θεσμικό όργανο διαδικασίας ελέγχου, της οποίας ένα από τα χαρακτηριστικά συνίσταται στην αναστολή καταβολής της σχεδιαζομένης ενισχύσεως, συνιστά πράξη δυναμένη να προσβληθεί κατά την έννοια του άρθρου 173 της Συνθήκης.
31 Για να δοθεί απάντηση στην αντίρρηση που η Επιτροπή αντλεί από τον κίνδυνο της πρόωρης συζητήσεως επί του ζητήματος αν η ενίσχυση συμβιβάζεται με τη Συνθήκη, διευκρινίζεται, επιπλέον, ότι στο πλαίσιο της εξετάσεως της ουσίας της υπό κρίση διαφοράς, εναπόκειται αποκλειστικώς στο Δικαστήριο να αποφασίσει εάν ενίσχυση χορηγηθείσα κατ' εφαρμογή ήδη εγκριθέντος από την Επιτροπή γενικού καθεστώτος αποτελεί νέα ενίσχυση, υποκειμένη στην απαγόρευση του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, οσάκις η Επιτροπή θεωρεί ότι η εν λόγω ενίσχυση χορηγήθηκε κατά παράβαση των επιβληθέντων με την εγκριτική απόφαση όρων.
32 'Εχοντας υπόψη τις προηγούμενες σκέψεις, πρέπει να απορριφθεί η προταθείσα βάσει του άρθρου 91, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ένσταση απαραδέκτου και να γίνει τύποις δεκτή η προσφυγή.
Επί των δικαστικών εξόδων
33 Ενδείκνυται να επιφυλαχθεί το Δικαστήριο ως προς τα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
αποφασίζει:
1) Απορρίπτει την προταθείσα από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ένσταση απαραδέκτου.
2) Θα συνεχιστεί η διαδικασία επί της ουσίας της υποθέσεως.
3) Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.