ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-28/89 ( *1 )

Ι — Πραγματικά περιστατικά

Α — Έλεγχος της ομοιογενούς μετονοιώσεως της σκόνης αποκορυφωμένου γάλακτος

Ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) 368/77 της Επιτροπής, της 23ης Φεβρουαρίου 1977, περί πωλήσεως με πλειοδοτικό διαγωνισμό αποκορυφωμένου γάλακτος σε σκόνη που προορίζεται για τη διατροφή των χοίρων και των πουλερικών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/017, σ. 155 ), προβλέπει στο άρθρο 6, παράγραφος 1, ότι

« ο υποβάλλων αίτηση για τον διαγωνισμό δεν μπορεί να συμμετάσχει σ' αυτόν παρά μόνο αν αναλάβει εγγράφως την υποχρέωση:

είτε να μετουσιώσει ή να αναθέσει τη μετουσίωση του αποκορυφωμένου γάλακτος σε σκόνη σύμφωνα με μία από τις συνταγές που αναγράφονται στην παράγραφο 1 του παραρτήματος, τηρώντας τις προδιαγραφές που αναφέρονται στην παράγραφο 3 αυτού του παραρτήματος, σε ένα κέντρο μετουσιώσεως που έχει εγκριθεί

είτε να μετουσιώσει το αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη με την απ' ευθείας ενσωμάτωση σε μία ζωοτροφή υπό τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, του παραρτήματος, τηρώντας τις προδιαγραφές που αναφέρονται στην παράγραφο 2 αυτού του παραρτήματος ».

Κατά το άρθρο 16, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο,

«η αρμόδια αρχή του ενδιαφερομένου κράτους μέλους εξασφαλίζει τον έλεγχο της μετουσιώσεως ή της απ' ευθείας ενσωματώσεως, συμπληρώνοντας τον λογιστικό με έναν επιτόπιο έλεγχο (... ) ».

Το παράρτημα του προαναφερθέντος κανονισμού 368/77, όπως τροποποιήθηκε ιδίως με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 2923/82 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 1982 (ΕΕ L 304, σ. 64), ορίζει στην παράγραφο 1 τις διάφορες συνταγές μετουσιωσεως. Η παράγραφος 3 που αφορά τις γενικές προδιαγραφές για τη μετουσίωση και ενσωμάτωση προβλέπει στο σημείο Δ ότι

« τα προϊόντα που προστίθενται στο αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη, σύμφωνα με τις συνταγές που αναφέρονται στην παράγραφο 1, πρέπει να αναμειγνύονται κατά ομοιόμορφο τρόπο, έτσι ώστε δύο δείγματα 50 γραμμαρίων το καθένα, που έχουν ληφθεί στην τύχη σε μια παρτίδα 25 χιλιόγραμμων, να δώσουν στη χημική ανάλυση τα ίδια αποτελέσματα, μέσα στα όρια σφάλματος που γίνονται ανεκτά για τη μέθοδο αναλύσεως που χρησιμοποιείται (...)».

Στο πληροφοριακό έγγραφο 3/87 που προοριζόταν για την Ιταλία, η Επιτροπή, Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (εφεξής: ΕΓΤΠΕ), έδωσε έμφαση στην ανάγκη χημικής αναλύσεως για την εξακρίβωση της ομοιογενείας της σκόνης γάλακτος που μετουσιώθηκε. Στη συνοπτική έκθεση ως προς το αποτέλεσμα ελέγχου για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ — τμήμα Εγγυήσεων, όσον αφορά το οικονομικό έτος 1983 (εφεξής: συνοπτική έκθεση 1983 ), η Επιτροπή εξέθεσε την ίδια άποψη.

Η σκόνη αποκορυφωμένου γάλακτος μετουσιώνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας σύμφωνα με τις συνταγές της παραγράφου 1 του παραρτήματος του προαναφερθέντος κανονισμού 368/77. Πάντως, ο έλεγχος της ομοιογενείας του μετουσιωμένου προϊόντος άρχισε να πραγματοποιείται με χημική ανάλυση μόνο από τις 21 Σεπτεμβρίου 1987.

Στην επίδικη απόφαση της η Επιτροπή αρνήθηκε να καταλογίσει στο ΕΓΤΠΕ δαπάνες ύψους 61377605,77 γερμανικών μάρκων ( DM ) που πραγματοποίησε το 1986η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας για τη σκόνη αποκορυφωμένου γάλακτος που μετουσιώθηκε και δεν αποτέλεσε αντικείμενο χημικής αναλύσεως.

Β — Ποιοτικός έλεγχος τον βουτύρου κατά τη δοκιμαστική περίοδο αποθεματοποιήσεως

Ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) 685/69 της Επιτροπής, της 14ης Απριλίου 1969, περί των λεπτομερειών εφαρμογής των παρεμβάσεων στην αγορά του βουτύρου και της κρέμας γάλακτος (ΕΕ ειδ. εκδ. 03/004, σ. 110), θεσπίζει τις προϋποθέσεις αγοράς του βουτύρου από τον οργανισμό παρεμβάσεως. Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1836/86 της Επιτροπής, της 12ης Ιουνίου 1986 (ΕΕ L 158, σ. 57),

« το βούτυρο υποβάλλεται σε δοκιμαστική περίοδο αποθεματοποιήσεως (... ) που καθορίζεται σε δύο μήνες από την είσοδο του στη ψυκτική εγκατάσταση που ορίζεται από τον οργανισμό παρεμβάσεως (... ) ».

Κατά την παράγραφο 2 του αυτού άρθρου όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1829/80 της Επιτροπής, της 11ης Ιουλίου 1980 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/029, σ. 124),

« με την προσφορά του, ο πωλητής αναλαμβάνει την υποχρέωση, στην περίπτωση όπου, κατά τη διάρκεια της αποδεκτής περιόδου αποθεματοποιήσεως, η ελάττωση της ποσότητος του βουτύρου είναι ανώτερη από εκείνη που προκύπτει ομαλά από τη διατήρηση ενός βουτύρου που πληροί τις απαιτήσεις που προβλέπονται (...):

να πάρει πίσω το εν λόγω εμπόρευμα,

αν έχει πραγματοποιηθεί πληρωμή, να αποδώσει στον οργανισμό παρεμβάσεως την τιμή του ελλιπούς εμπορεύματος υπολογισμένη με βάση την τιμή αγοράς,

να πληρώσει τα έξοδα αποθεματοποιήσεως των εν λόγω ποσοτήτων που ορίζονται από την ημέρα της αναλήψεως της υποχρεώσεως μέχρι την ημέρα της εξόδου,

(...)».

Κατά το οικονομικό έτος 1986 ο Bundesanstalt fur Landwirtschaft und Marktforschung, αρμόδιος εθνικός οργανισμός, προέβη σε χημική ανάλυση του βουτύρου γενικώς μεταξύ της 50ής και 60ής ημέρας που ακολούθησαν την είσοδο του σε ψυκτική εγκατάσταση. Το 0,24θ/ο των συνολικώς εξετασθεισών ποσοτήτων αποτέλεσαν αντικείμενο αμφισβητήσεων, σύμφωνα με τις πληροφορίες που έδωσε ο εν λόγω οργανισμός.

Για το αυτό οικονομικό έτος, η Επιτροπή απέκλεισε από τη χρηματοδότηση δαπάνες της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ύψους 1947053 DM, αντιστοιχούσες στο 0,25 Vo του συνόλου των ελεγχθεισών πριν από την 60ή ημέρα ποσοτήτων βουτύρου.

Στη συνοπτική έκθεση ως προς τα αποτελέσματα ελέγχου για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΠΤΕ για το οικονομικό έτος 1986, η Επιτροπή εξέθεσε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, του προαναφερθέντος κανονισμού 685/69, ο ποιοτικός έλεγχος διατηρήσεως του βουτύρου που παραδίδεται στους οργανισμούς παρεμβάσεως δεν έπρεπε να διενεργηθεί πριν από την 60ή ημέρα μετά την είσοδο του βουτύρου στην ψυκτική εγκατάσταση.

Η Επιτροπή παραπέμπει συναφώς στα συνοπτικά πρακτικά της 726ης συνόδου της επιτροπής διαχειρήσεως γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων, της 16ης Αυγούστου 1985 ( εφεξής: σημειώσεις για το 1985 ), όπου είχε δηλώσει ότι ο στόχος του άρθρου 6, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 685/69 ενέκειτο στη διασφάλιση ότι το προσφερόμενο σε παρέμβαση βούτυρο μπορεί να παραμείνει αποθεματοποιημένο επί δύο μήνες χωρίς να υποστεί απαράδεκτη ποιοτική αλλοίωση. Συνεπώς, οι έλεγχοι του οργανισμού παρεμβάσεως έπρεπε να διενεργηθούν με τη λήξη της εν λόγω δοκιμαστικής περιόδου.

Επίσης η συνοπτική έκθεση αναφέρεται στις επεξηγηματικές σημειώσεις της 18ης Μαρτίου 1986 (VI/2214/86, εφεξής: επεξηγηματικές σημειώσεις του 1986 ), σχετικά με τον προαναφερθέντα κανονισμό 685/69, όπου διευκρινίστηκε σε σχέση με το άρθρο 6, παράγραφος 2, ότι, αν με τη λήξη της δοκιμαστικής περιόδου αποδεικνύεται ότι το βούτυρο δεν ανταποκρίνεται στις ποιοτικές προδιαγραφές, ο πωλητής οφείλει να καταβάλει τα έξοδα αποθεματοποιήσεως.

Η άρνηση χρηματοδοτήσεως μέχρι το 0,25 % δικαιολογείται σε συνάρτηση με τα αποτελέσματα που διαπιστώθηκαν στα κράτη που εφήρμοσαν ορθά τη ρύθμιση.

Γ — Προθεσμίες αναλήψεως του παραδιοο-μένον στην παρέμβαση βουτύρου

Οι προϋποθέσεις αγοράς του βουτύρου εκ μέρους του οργανισμού παρεμβάσεως αποτελούν αντικείμενο του προαναφερθέντος κανονισμού 685/69.

Για την αποφυγή κερδοσκοπικών φαινομένων επί των τιμών, η Επιτροπή προέβλεψε με διαφόρους κανονισμούς προθεσμίες αναλήψεως μέχρι τη λήξη των οποίων ο πωλητής όφειλε να φέρει τα έξοδα παρεμβάσεως, ειδικότερα δε τα έξοδα αποθεματοποιήσεως. Οι προθεσμίες αυτές αναλήψεως, υπολογιζόμενες από την ημέρα της εισόδου σε αποθεματοποίηση ήταν η ακόλουθες:

πριν από τις 28 Φεβρουαρίου 1986: καμία προθεσμία αναλήψεως,

από τις 28 Φεβρουαρίου έως τις 11 Μαΐου 1986: 60ημέρες προθεσμία αναλήψεως [κανονισμός (ΕΟΚ) 521/86 της Επιτροπής, της 27ης Φεβρουαρίου 1986 ( ΕΕ L 51, σ. 65 ), και κανονισμός ( ΕΟΚ ) 1226/86 του Συμβουλίου, της 25ης Απριλίου 1986 (ΕΕΜ 09, σ. 19)],

από τις 12 Μαΐου έως τις 12 Ιουνίου 1986: καμία προθεσμία αναλήψεως ( προαναφερθείς κανονισμός 1226/86 ),

από τις 13 Ιουνίου έως τις 11 Σεπτεμβρίου 1986: 60ημέρες προθεσμία αναλήψεως ( προαναφερθείς κανονισμός 1836/86 ),

από τις 12 Σεπτεμβρίου έως τις 31 Δεκεμβρίου 1986: 120ημέρες προθεσμία αναλήψεως [κανονισμός (ΕΟΚ) 2814/86 της Επιτροπής, της 11ης Σεπτεμβρίου 1986 ( ΕΕ L 260, σ. 14 ), και κανονισμός ( ΕΟΚ ) 3293/86 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 1986 ( ΕΕ L 304, σ. 24 ) ].

Η εφαρμογή και η διάρκεια της προθεσμίας αναλήψεως αποτελούσαν συνάρτηση της ημερομηνίας λήψεως της προσφοράς.

Επωφελούμενοι των τροποποιήσεων των εν λόγω προθεσμιών, οι πωλητές βουτύρου στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ανακάλεσαν προσφορές που είχαν υποβάλει υπό το προηγούμενο καθεστώς και ενόσω δεν είχαν γίνει ακόμη δεκτές, προκειμένου να προβούν σε νέες υπό το νέο ευνοϊκότερο καθεστώς. Στηριζόμενος σε έγγραφο που απηύθυνε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στις 24 Μαΐου 1982, με το οποίο η Επιτροπή δέχθηκε προσφορές για βούτυρο που δεν είχε ακόμα παρασκευαστεί, υπό τον όρο ότι το προϊόν υφίστατο κατά τον χρόνο αποδοχής της προσφοράς, ο οργανισμός παρεμβάσεως έκανε δεκτές νέες προσφορές που αφορούσαν και μη εισέτι παραχθέν βούτυρο.

Προσάπτοντας στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ότι με τον τρόπο αυτό βοήθησε τους υποβαλόντες προσφορές να παρακάμψουν τις προθεσμίες αναλήψεως, η Επιτροπή αρνήθηκε την ανάληψη για το 1986 δαπανών της τάξεως του 1789856,23 DM.

Δ — Πληρωμή προκαταβολικώς των επιστροφών λόγω εξαγωγής

Ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) 565/80 του Συμβουλίου, της 4ης Μαρτίου 1980, περί της προπληρωμής των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/028, σ. 50), όπως τροποποιήθηκε, θεσπίζει τους γενικούς κανόνες που αφορούν τη χορήγηση, πριν από την εξαγωγή, ποσού ίσου προς τις επιστροφές κατά την εξαγωγή για ορισμένα προϊόντα που εμπίπτουν στην κοινή γεωργική πολιτική. Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1,

« κατ' αίτηση του ενδιαφερομένου καταβάλλεται ποσό ίσο προς την επιστροφή κατά την εξαγωγή, μόλις τα προϊόντα ή τα εμπορεύματα τεθούν υπό το τελωνειακό καθεστώς της αποταμιεύσεως ή της ελευθέρας ζώνης για να εξαχθούν εντός καθορισμένης προθεσμίας ».

Το άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, προβλέπει ότι

« η επίκληση των καθεστώτων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό εξαρτάται από την παροχή ασφαλείας που εξασφαλίζει την απόδοση ενός ποσού ίσου προς εκείνο που έχει καταβληθεί, αυξημένο κατά ένα συμπληρωματικό ποσό ».

Κατά το δεύτερο εδάφιο του ιδίου άρθρου

« (...) η ασφάλεια αυτή καταπίπτει ολικώς ή μερικώς:

(...)

αν αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχει κανένα δικαίωμα για επιστροφή ή υπήρχε δικαίωμα για επιστροφή ενός κατωτέρου ποσού ».

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 798/80 της Επιτροπής, της 31ης Μαρτίου 1980, περί των λεπτομερειών εφαρμογής όσον αφορά την προκαταβολή των επιστροφών κατά την εξαγωγή και των θετικών νομισματικών εξισωτικών ποσών για τα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/028, σ. 86 ), προβλέπει στο άρθρο 2, παράγραφος 1, ότι

« η υπαγωγή στις διατάξεις αυτές ( του κανονισμού 565/80 ) εξαρτάται από την υποβολή στις τελωνειακές αρχές της δηλώσεως που ονομάζεται στο εξής “δήλωση πληρωμής” με την οποία ο εξαγωγέας δηλώνει την επιθυμία του να υποβάλει τα προϊόντα ή εμπορεύματα σε μια από τις διατάξεις που αναφέρονται στα άρθρα 4 και 5 του κανονισμού 565/80, να τα εξαγάγει μετά από μεταποίηση ή αποθήκευση και να τύχει επιστροφής ».

Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1,

« κατά την αποδοχή της δηλώσεως πληρωμής τα προϊόντα ή εμπορεύματα τίθενται υπό τελωνειακό έλεγχο ».

Το άρθρο 7, παράγραφος 1, επιβάλλει τη σύσταση ασφαλείας, πριν από την αποδοχή της δηλώσεως πληρωμής, ίσης με ποσό καταβλητέο πριν από την εξαγωγή (εφεξής: ποσό ), στο οποίο ενδεχομένως προστίθεται το θετικό νομισματικό εξισωτικό ποσό καθώς και προσαύξηση του ποσού που προκύπτει κατ' αυτό τον τρόπο.

Το άρθρο 10, το οποίο καθορίζει τις προϋποθέσεις αποδεσμεύσεως της ασφαλείας, απαιτεί στην παράγραφο 1, περίπτωση β, να αποδεικνύεται ότι τα εν λόγω προϊόντα παρέχουν δικαίωμα σε ποσό επιστροφής ίσο ή ανώτερο από το ποσό που πρέπει να καταβληθεί πριν από την εξαγωγή.

Στις 26 Απριλίου 1984 μια γερμανική εταιρία υπέβαλε στο κατά τόπον αρμόδιο τελωνειακό γραφείο δήλωση πληρωμής για συγκεκριμένη ποσότητα εμπορευμάτων, ζητώντας την υπαγωγή τους στο καθεστώς της τελωνειακής αποταμιεύσεως.

Το Hauptzollamt Hamburg-Jonas (εφεξής: Hauptzollamt) υπολόγισε ότι το ποσό ανερχόταν σε 59985,28 DM, η προσαύξηση σε 130442,48 DM και καταλόγισε το ποσό των 190427,76 DM επί της προσωρινής εγγυήσεως που συνέστησε η εταιρία. Με εντολή της 12ης Ιουνίου 1984, διέταξε την καταβολή του ποσού στην εταιρία μέσω του ΕΓΠΤΕ. Διαπιστώνοντας ότι ένα μέρος των οικείων εμπορευμάτων δεν είχε παραχθεί ή τουλάχιστον δεν είχε συσκευαστεί και εν πάση περιπτώσει δεν βρισκόταν στον τόπο που ανέφερε η δήλωση πληρωμής, το Hauptzollamt απήτησε, με απόφαση της 5ης Ιουλίου 1985, την επιστροφή του ποσού που είχε ήδη καταβληθεί καθώς και της προσαυξήσεως.

Κατά της αποφάσεως αυτής η εν λόγω επιχείρηση υπέβαλε διοικητική ένσταση και πέτυχε την αναστολή εκτελέσεως της. Στις 13 Οκτωβρίου 1988, το Hauptzollamt έθεσε τέρμα στην αναστολή εκτελέσεως όσον αφορά το ποσόν στις 18 Οκτωβρίου έκανε δεκτή την διοικητική ένσταση όσον αφορά την προσαύξηση.

Το ποσό των 59985,28 DM, η επιστροφή του οποίου είχε απαιτηθεί, καταβλήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 1988 στο Ομοσπονδιακό Ταμείο του Αμβούργου και απεστάλη με έμβασμα στο ΕΓΤΠΕ. Σύμφωνα με τη γερμανική νομοθεσία, το εν λόγω ποσό παρήγαγε τόκους. Το Hauptzollamt, το οποίο παρητήθει οριστικά από την προσαύξηση, αφαίρεσε το ύψος της ασφαλείας από τα 190427,76 DM της προαναφερθείσας προσωρινής εγγυήσεως.

Κρίνοντας ότι το συνολικό ποσό των 190427,76 DM έπρεπε να έχει καταβληθεί ήδη από το έτος 1985, η Επιτροπή αρνήθηκε να αναλάβει τις κοινοποιηθείσες από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δαπάνες για το οικονομικό έτος 1986 όσον αφορά το εν λόγω ποσό.

II — Έγγραφη διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

1.

Η προσφυγή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 2 Φεβρουαρίου 1989.

2.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Η Γερμανική Κυβέρνηση κλήθηκε να απαντήσει εγγράφως σε ερώτηση, στην οποία δόθηκε απάντηση εντός της ταχθείσης προθεσμίας.

3.

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, προσφεύγουσα, ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση 88/630/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 1988, σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών που υπέβαλε η Ομοσπονδιαδή Δημοκρατία της Γερμανίας ως δαπάνες χρηματοδοτούμενες από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων — τμήμα Εγγυήσεων, για το οικονομικό έτος 1986, στο μέτρο που δεν καταλογίστηκε στο ΕΓΤΠΕ ποσό ύψους 65304942,76 DM·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

4.

Η Επιτροπή, καθής, ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ·

να καταδικάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.

III — Λόγοι και επιχειρήματα των διαδίκων

Α — Έλεγχος της ομοιογενούς μετονοιώσεως της σκόνης αποκορυφωμένου γάλακτος

1.

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι ο προαναφερθείς κανονισμός 368/77 ουδόλως επιβάλλει την υποχρέωση χημικής αναλύσεως. Συνεπώς, η νομολογία του Δικαστηρίου ( βλ. απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 1981, 819/79, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 21 ), ότι ενίσχυση καταβληθείσα χωρίς να τηρούνται ορισμένες προβλεπόμενες διατυπώσεις αποδείξεως ή ελέγχου δεν συνάδει προς το κοινοτικό δίκαιο και η συναφής δαπάνη δεν μπορεί να καταλογιστεί σε βάρος του ΕΓΠΤΕ, δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση.

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού επιβάλλει την υποχρέωση τηρήσεως των επιταγών που απαριθμούνται στην παράγραφο 3 του παραρτήματος αποκλειστικώς και μόνο εκ μέρους του υποβάλλοντος την προσφορά και όχι εκ μέρους των κρατών μελών. Ο τίτλος της παραγράφου 3 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η παράγραφος αυτή επιβάλλει συγκεκριμένο τύπο ελέγχου. Επίσης, το άρθρο 16, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, αναφέρει απλώς ποιος και με ποιον τρόπο πρέπει να διενεργεί τον έλεγχο, χωρίς να επιβάλλει χημική ανάλυση.

Σύμφωνα με γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, δεν επιτρέπεται η επιβολή υποχρεώσεων πληρωμής παρά μόνο υπό την προϋπόθεση ότι τα πραγματικά περιστατικά που συνεπάγονται τις υποχρεώσεις αυτές είναι σαφή και προφανή. Στην προκειμένη όμως περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέβη υποχρέωση που θέτει προφανώς το κοινοτικό δίκαιο.

Η συνοπτική έκθεση του 1983, την οποία επικαλείται η Επιτροπή, δεν επιφέρει κανένα υποχρεωτικό έννομο αποτέλεσμα, ενώ εξάλλου στηρίζεται στην εσφαλμένη υπόθεση ότι η χημική ανάλυση συνιστά τη μόνη δυνατότητα εξακριβώσεως.

Όσον αφορά τη συνταγή μετουσιώσεως και τον μετουσιωτή, ήτοι την πολτοποιημένη αγριοκράμβη, που είχε υιοθετήσει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η χημική ανάλυση συνιστούσε απρόσφορο μέσο ελέγχου.

Η Επιτροπή δικαιολογεί την υποχρέωση της χημικής αναλύσεως από την επιτακτική ανάγκη εξακριβώσεως της αναμίξεως του θειικού σιδήρου και του θειικού χαλκού στο προϊόν μετουσιώσεως. Πλην όμως, η οδηγία 70/524/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1970, περί των προσθέτων υλών στη διατροφή των ζώων ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/006, σ. 60), δεν επιτρέπει τη χρήση των εν λόγω ουσιών.

Εξάλλου, όπως συνάγεται από την προσεκτική εξέταση του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1725/79 της Επιτροπής, της 26ης Ιουλίου 1979, περί των λεπτομερειών παροχής ενισχύσεων στο αποκορυφωμένο γάλα που μεταποιείται σε σύνθετες τροφές και στο αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη που προορίζεται για τη διατροφή μόσχων ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/026, σ. 12 ), οι στόχοι του οποίου είναι παρεμφερείς με εκείνους του προαναφερθέντος κανονισμού 368/77, η εργαστηριακή ανάλυση μπορεί να αντικατασταθεί από επιτόπιο έλεγχο διενεργούμενο κατά την παρασκευή του προσμίγματος.

Δειγματοληπτική χημική ανάλυση που έγινε μετά τις 21 Σεπτεμβρίου 1987 σε σκόνη αποκορυφωμένου γάλακτος που μετουσιώθηκε το 1986 απέδειξε την ομοιογενή ανάμιξη των ουσιών μετουσιώσεως. Ούτε με τον προαναφερθέντα κανονισμό 368/77 ούτε, στη συνέχεια, η Επιτροπή αναφέρεται στον χρόνο ή την περιοδικότητα των αναλύσεων. Το άρθρο 16, παράγραφος 2, του προαναφερθέντος κανονισμού 368/77 δεν σημαίνει ότι οι χημικές αναλύσεις πρέπει να « εμπίπτουν » στους συνεχείς ελέγχους εξάλλου, η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού δεν απαιτεί τη διενέργεια των ελέγχων εντός τετραμήνου από την ανάληψη των δαπανών για το βούτυρο.

Η διαδικασία εκκαθαρίσεως των λογαριασμών έχει διπλό σκοπό: αφενός, τον περιορισμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού μέσω της ομοιόμορφης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου σε όλα τα κράτη μέλη και της ίσης μεταχείρισης των επιχειρηματιών, αφετέρου, την ορθή κατανομή μεταξύ των κρατών μελών και της Κοινότητας των οικονομικών βαρών που συνεπάγεται η κοινή γεωργική πολιτική.

Για να στοιχειοθετηθεί άρνηση αναλήψεως των δαπανών, ολίγο ενδιαφέρει αν οι προσβαλλόμενες διατάξεις έχουν άμεσο οικονομικό αποτέλεσμα ή συνιστούν απλές διατυπώσεις, αρκεί δε ότι είχαν επιπτώσεις επί της λειτουργίας του συστήματος. Η διαδικασία εκκαθαρίσεως, πάντως, δεν πρέπει να ακολουθεί την αρχή « ή όλα ή τίποτα » και η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, καταλογίζοντας το σύνολο των εξόδων σε βάρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Η απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Φεβρουαρίου 1988, 238/86, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής ( Συλλογή 1988, σ. 1202 ) ότι η άρνηση αναλήψεως ορισμένων δαπανών δεν αντίκειται προς την αρχή της αναλογικότητας σε περίπτωση μη τηρήσεως των διατυπώσεων ελέγχου, αφορά διαφορετική από την παρούσα περίπτωση, κατά την οποία οι διατυπώσεις που δεν τηρήθηκαν συνάγονται από το ίδιο το γράμμα του κανονισμού.

2.

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι όχι μόνο με το ερμηνευτικό σημείωμα 3/87 αλλά και με τη συνοπτική έκθεση του 1983 υπογράμμισε την ανάγκη διενεργείας των χημικών αναλύσεων.

Η ανάλυση των διατάξεων του άρθρου 6, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 368/77, σε συνδυασμό με την παράγραφο 3, σημείο Δ, του παραρτήματος, καταδεικνύει ότι η μέθοδος ελέγχου με χημική ανάλυση επιβάλλεται εν πάση περιπτώσει. Δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 2, η διενέργεια του ελέγχου αυτού εναπόκειται στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους.

Όπως προκύπτει από την (προαναφερθείσα) απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 1981, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά Επιτροπής, καθώς και από την ( προαναφερθείσα ) απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1988, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, εφόσον υπάρχει πρόβλεψη συγκεκριμένης διαδικασίας ελέγχου, τα κράτη είναι υποχρεωμένα να την εφαρμόζουν, αποκλείοντας οποιαδήποτε άλλη διαδικασία. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το ερώτημα αν δεδομένη διαδικασία είναι προσφορότερη από άλλη καθίσταται άνευ αντικειμένου. Εξάλλου, η Επιτροπή αμφισβητεί ότι η χημική ανάλυση είναι απρόσφορη. Η αναγωγή στον προαναφερθέντα κανονισμό 1725/79, που αφορά εντελώς διαφορετική αλληλουχία, δεν είναι η ενδεδειγμένη.

Η προαναφερθείσα οδηγία 70/524, με την οποία επιδιώκεται διαφορετικός σκοπός από εκείνο του προαναφερθέντος κανονισμού 368/77, δεν απαγορεύει τη χρήση θειικού σιδήρου παρά μόνο υπό ορισμένο χημικό τύπο και δεν αποκλείει τη χημική ανάλυση.

Μολονότι ο προαναφερθείς κανονισμός 368/77 δεν αναφέρει τον χρόνο και τη συχνότητα των χημικών αναλύσεων, το άρθρο 16, παράγραφος 1, απαιτεί η μετουσίωση να λαμβάνει χώρα εντός των 4 μηνών από την ανάληψη της δαπάνης, ενώ στην παράγραφο 2 προβλέπεται συνεχής έλεγχος. Στους συνεχείς αυτούς ελέγχους εμπίπτουν οι χημικές αναλύσεις. Εξάλλου, με τη συνοπτική έκθεση του 1983η Επιτροπή επέβαλε στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβαίνουν σε συνεχή έλεγχο της μετουσιώσεως που πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον έναν επιτόπιο έλεγχο ανά εργάσιμη ημέρα. Ο a posteriori δειγματοληπτικός έλεγχος κονσερβών που δεν φέρουν ημερομηνία είναι ανεπίτρεπτος. Στην απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1988, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής (προαναφερθείσα) το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η αντικατάσταση του προβλεπομένου συστήματος ελέγχου από a posteriori έλεγχο αντίκειται στην ομοιόμορφη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου.

Η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας αποκλείεται στην περίπτωση κατά την οποία κράτος μέλος δεν τηρεί τις διατάξεις που προβλέπονται σαφώς από το κοινοτικό δίκαιο.

Β — Ποιοτικός έλεγχος τον βουτύρου κατά την δοκιμαοτική περίοδο αποθεματοποιήσεως

1.

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι ο προαναφερθείς κανονισμός 685/69 δεν προβλέπει τον χρόνο των επαληθεύσεων. Είναι επιστημονικώς αποδεδειγμένο ότι οι μέθοδοι αναλύσεως που χρησιμοποιούνται επιτρέπουν να διαπιστωθεί, ήδη από τη 14η μέρα που ακολουθεί την εναποθήκευση, αν κατά τη δοκιμαστική περίοδο αποθεματοποιήσεως παρατηρείται ποιοτική υποβάθμιση του βουτύρου μεγαλύτερη από τη συνήθη.

Τα σημειώματα του 1985 της Επιτροπής, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι δεσμεύουν από άποψη νομική, απαιτούν αποκλειστικώς τη διενέργεια του ελέγχου μετά τη λήξη της δοκιμαστικής περιόδου. Τόσο όμως στη γαλλική όσο και στη γερμανική γλώσσα η έκφραση « πέρας » μπορεί να αφορά την τελευταία φάση μιας προθεσμίας, στη συγκεκριμένη δε περίπτωση τις 10 τελευταίες ημέρες μιας περιόδου δύο μηνών. Ομοίως, οι ερμηνευτικές σημειώσεις του 1986 χρησιμοποιούν αποκλειστικά τη διατύπωση « μετά το πέρας της δοκιμαστικής περιόδου ».

Η επίκληση του άρθρου 5 του κανονισμού ( ΕΟΚ, Ευρατόμ) 1182/71 του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1971, περί καθορισμού των κανόνων που θα εφαρμόζονται στις προθεσμίες, ημερομηνίες και διορίες ( ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 131 ), είναι αλυσιτελής, δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές ισχύουν για τις ημερομηνίες και όχι τις προθεσμίες, που εμπλέκονται αποκλειστικά στην παρούσα υπόθεση.

Η υποχρέωση διενεργείας ελέγχων ακριβώς την 60ή ημέρα μετά την είσοδο σε ψυκτικό χώρο συνεπάγεται σοβαρές οργανωτικές δυσχέρειες. Η δοκιμαστική περίοδος αποθεματοποιήσεως ορίστηκε με επιτακτικό τρόπο στο άρθρο 6, παράγραφος 2, του προαναφερθέντος κανονισμού 685/69 σε δύο μήνες. Επειδή οι οργανισμοί παρεμβάσεως δεν έχουν την ευχέρεια παρατάσεως της χρονικής αυτής περιόδου, το δικαίωμα που τους αναγνωρίζει η Επιτροπή και συνίσταται στη διενέργεια περιοδικών ελέγχων σημαίνει ότι το βούτυρο μπορεί να αποτελέσει μερικώς αντικείμενο ελέγχου, έστω και πριν από την 60ή ημέρα από την είσοδο του σε ψυκτικό χώρο. Η διενέργεια ελέγχου πριν από το τέλος της δοκιμαστικής περιόδου επιτρέπει τη συναγωγή ενός μέσου όρου όσον αφορά την ποιοτική υποβάθμιση κατά τη λήξη της προθεσμίας. Εξάλλου, ο posteriori έλεγχος επιτρέπει τον προσδιορισμό της ποιότητας με ανασύσταση. Πέραν των προβλημάτων λόγω παρατάσεως της προθεσμίας, η μέθοδος αυτή εγείρει σοβαρές δυσχέρειες σε επίπεδο αποδείξεως.

Τέλος, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέλειψε, κατά παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης ΕΟΚ, να αιτιολογήσει την απόφαση της περί αποκλείσεως από την κοινοτική χρηματοδότηση ποσότητας 0,25 % του αποθεμα-τοποιημένου βουτύρου.

2.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο προαναφερθείς κανονισμός 685/69 επιβάλλει στα κράτη την υποχρέωση να μην διενεργούν τον έλεγχο πριν από το τέλος της δοκιμαστικής περιόδου. Ο κίνδυνος υποβαθμίσεως της ποιότητας αυξάνει με τον χρόνο αποθηκεύσεως και ο διενεργούμενος την 50ή ημέρα έλεγχος δεν επιτρέπει τη συναγωγή πορισμάτων σχετικά με την ποιότητα του βουτύρου.

Εν πάση περιπτώσει, η εφαρμοζόμενη στη Γερμανία μέθοδος ελέγχου, έστω και αν υποτεθεί ότι θεμελειώνεται επιστημονικά, δεν συνάδει προς τη σαφώς προσδιοριζόμενη με την κοινοτική ρύθμιση υποχρέωση.

Η Επιτροπή υπενθύμισε την υποχρέωση αυτή με τα έγγραφα του 1985 και τις ερμηνευτικές σημειώσεις του 1986. Όπως προκύπτει επίσης από την αποδεκτή έννοια « διορία », το τέλος της προθεσμίας των 60ημερών δεν μπορεί να είναι παρά η 60ή ημέρα. Το ότι δεν μπορεί να πρόκειται, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, για την έσχατη ώρα της προθεσμίας αυτής καταδεικνύεται από το άρθρο 5 του προαναφερθέντος κανονισμού 1182/71.

Δεν αμφισβητείται ότι η σχετική υποχρέωση θέτει διοικητικά προβλήματα. 'Αλλωστε, για τον λόγο αυτό η Επιτροπή δέχτηκε κάποια περιοδικότητα ως προς τους ελέγχους. Βέβαια, δεν αποκλείεται η διενέργεια ελέγχου μετά την 60ή ημέρα, εφόσον ο σχετικός έλεγχος επιτρέπει τον προσδιορισμό του ποιοτικού επιπέδου του βουτύρου την 60ή ημέρα. Η μέθοδος αυτή δεν δημιουργεί περισσότερα αποδεικτικά ζητήματα απ' όσα ο έλεγχος πριν από τη λήξη της προθεσμίας.

Ο διορθωτικός συντελεστής ύψους 0,25 ο/ο εξηγείται από το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των συνήθων ελέγχων έχει διαπιστωθεί ότι η ποιοτική υποβάθμιση ανέρχεται στο ποσοστό αυτό την 60ή ημέρα. Ελλείψει αμφισβητήσεως του συστήματος ελέγχου της συντηρήσεως του βουτύρου στο σύνολο του και εν απουσία κινδύνου περιπλοκών, η Επιτροπή αρνήθηκε την ανάληψη των εξόδων κατ' αυτή την αναλογία.

Γ — Προθεσμίες αναλήψεως τον παραόιαο-μένον στην παρέμβαση βουτύρου

1.

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διευκρινίζει ότι, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου, πλην εξαιρέσεων μια προσφορά δεν δεσμεύει αυτόν που την υπέβαλε. Εξάλλου, η κοινοτική ρύθμιση δεν καθιέρωσε τη δεσμευτικότητα των προσφορών. Επίσης, η διδομένη αιτιολογία στο έγγραφο της Επιτροπής του 1982 περί αποδοχής των προσφορών σε βούτυρο που δεν έχει παραχθεί ακόμη συνηγορεί υπέρ του μη δεσμευτικού χαρακτήρα της προσφοράς. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να προσάπτεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ότι συνέτεινε στην αποκόμιση οφέλους από τους υποβαλόντες προσφορές λόγω των συνεχών τροποποιήσεων των προθεσμιών σχετικά με την ανάληψη των δαπανών. Εξάλλου, στα πλαίσια του προαναφερθέντος κανονισμού 685/69, η Γερμανία δεν διέθετε κανένα νομικό μέσο μη αποδοχής νέων προσφορών, τη στιγμή κατά την οποία συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της αγοράς στην παρέμβαση.

Το κοινοτικό δίκαιο δεν απαντά στο ερώτημα ποιος πρέπει να φέρει τη ζημία όταν τα κενά της κοινοτικής ρυθμίσεως δεν επιτρέπουν την επίτευξη των οικονομικών της στόχων.

Πριν από τη θέσπιση με τον προαναφερθέντα κανονισμό 685/69 των προθεσμιών σχετικά με την ανάληψη δαπανών, η ημερομηνία της αναλήψεως συνέπιπτε με εκείνη της εισόδου του βουτύρου στον ψυκτικό χώρο, με όλες τις έννομες συνέπειες που αυτό συνεπάγεται Οσον αφορά την υποχρέωση παραδόσεως του βουτύρου και πληρωμής της τιμής κ.λπ. Η κατά το άρθρο 6 του προαναφερθέντος κανονισμού 685/89 δοκιμαστική περίοδος αποθεματοποιήσεως αναφέρεται εφεξής στην είσοδο σε αποθήκη. Κατά τη θέσπιση των προθεσμιών αναλήψεως, η Επιτροπή όφειλε να αφαιρέσει από τους υποβάλλοντες προσφορά τη δυνατότητα να ανακαλούν τις προσφορές και να ασκούν με τον τρόπο αυτό επιρροή στην εφαρμογή ή μη των εν λόγω προθεσμιών στα πλαίσια της δραστηριότητας τους.

Επίσης, η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα να τροποποιήσει τη θέση της του 1982, αλλά επί του παρόντος δεν μπορεί να επανερμηνεύσει τη στάση αυτή περιοριστικός, ισχυριζόμενη ότι οι προαιρετικές προσφορές για το μη εισέτι παραχθέν βούτυρο δεν γίνονται δεκτές παρά μόνο για συγκεκριμένη οικονομική και νομική κατάσταση.

2.

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η θέσπιση των προθεσμιών αναλήψεως το 1986, καταρχάς προσωρινά, στη συνέχεια δε οριστικά, επιβλήθηκε ενόψει κερδοσκοπικών κινήσεων.

Η συνεκτίμηση του συμφέροντος της Κοινότητας και η τήρηση των στόχων της κοινοτικής ρυθμίσεως ώθησαν τον γερμανικό εθνικό οργανισμό παρεμβάσεως να θεωρήσει τις προσφορές βουτύρου ως οριστικές και να μη δεχθεί ότι αφορούν μη εισέτι παραχθέν βούτυρο.

Το καθεστώς παρεμβάσεως στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής διέπεται από ίδιες αρχές και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν μπορεί να στηρίζεται στους παραδοσιακούς κανόνες του αστικού δικαίου για να συμπεραίνει ότι πρόκειται για μη οριστική προσφορά, τη στιγμή κατά την οποία οποιοδήποτε ενδεχόμενο ανακλήσεως των προσφορών προσκρούει στον σκοπό του συστήματος.

Η κατά το έτος 1982 αποδοχή προαιρετικών προσφορών βουτύρου που δεν είχε εισέτι παραχθεί αποσκοπούσε στην αποσυμφόρηση της αγοράς και παράλληλα στην παροχή στους παραγωγούς της δυνατότητας διαθέσεως των προϊόντων τους στην αγορά εφόσον το προτιμούσαν. Ο προαιρετικός χαρακτήρας δεν ισχύει για προσφορές βουτύρου που έχει ήδη παραχθεί και συνάδει προς τον σκοπό του καθεστώτος παρεμβάσεως.

Η θέσπιση των προθεσμιών αναλήψεως τροποποίησε ριζικά τα οικονομικά και νομικά αυτά δεδομένα και οδήγησε τον οργανισμό παρεμβάσεως στην εκτίμηση ότι η επιτραπείσα κατ' εξαίρεση το 1982 διαδικασία δεν συμβιβαζόταν πλέον προς τους στόχους του καθεστώτος παρεμβάσεως. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να προσάπτεται στην Επιτροπή ότι δεν άλλαξε ρητώς τη θέση της του 1982 παρά μόνο τον Νοέμβριο του 1986.

Δ — Πληρωμή προκαταβολικώς των επιστροφών λόγω εξαγωγής

1.

Η Ομοσπονόιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπενθυμίζει ότι, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού ( ΕΟΚ) 729/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί της χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/005, σ. 93 ), η ανάκτηση των απολεσθέντων εξαιτίας ανωμαλιών ή αμελείας ποσών γίνεται σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών.

Επειδή η επιστροφή του ποσού έλαβε χώρα μόλις το 1988, η Επιτροπή δεν μπορεί να αντιμετωπίζει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεως των λογαριασμών για το οικονομικό έτος 1986, ως εάν το ποσόν αυτό είχε καταβληθεί ήδη από το έτος εκείνο. Αν ακολουθούνταν η συλλογιστική της Επιτροπής, το έμβασμα στο ΕΓΤΠΕ κατά τον μήνα Νοέμβριο του 1988 θα στερούνταν νομικής αιτίας.

Το γεγονός ότι η είσπραξη κατέστη οριστική μόλις το 1988 εξηγείται από τη διαδικασία της ενστάσεως, τη χορήγηση του μέτρου της αναστολής και το περίπλοκο των πράξεων επαληθεύσεως. Δεν μπορεί να προσάπτεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ότι παραιτήθηκε εθελουσίως από την ανάκτηση των εν λόγω ποσών ή ότι καθυστέρησε αδικαιολόγητα την περάτωση της διαδικασίας. Εξάλλου, η αναστολή εκτελέσεως δεν απείλησε τα συμφέροντα της Κοινότητας, δεδομένου ότι η εταιρία συνέστησε ασφάλεια και το επίδικο ποσό παρήγαγε τόκους.

Η προσαύξηση συνιστά απλώς ένα μέγεθος που επιτρέπει τον υπολογισμό της προς σύσταση ασφαλείας από την εταιρία. Η απόφαση της Επιτροπής να επιβαρύνει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και με το ποσό αυτό δεν ήταν αιτιολογημένη, σε αντίθεση προς τις επιταγές του άρθρου 190 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Προληπτικώς, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπενθυμίζει ότι τα περιγραφόμενα στη δήλωση πληρωμής εμπορεύματα πρέπει να είναι παρόντα στην τελωνειακή αποθήκη. Ελλείψει διατάξεων του κοινοτικού δικαίου περί της τύχης της συσταθείσας ασφαλείας και επιβολής προσαυξήσεως σε αντίθετη περίπτωση, το Hauptzollamt εφάρμοσε το εθνικό δίκαιο. Κατά γενική αρχή του δικαίου, μια διοικητική πράξη είναι άκυρη εφόσον το ουσιαστικό αντικείμενο της και/ή το πρόσωπο που αφορά δεν υφίσταται κατά την κρίσιμη χρονική στιγμή. Επίσης, ο γερμανικός τελωνειακός νόμος προβλέπει ότι σε παρόμοια περίπτωση η απευθυνόμενη στο τελωνείο αίτηση λογίζεται ως μη υποβληθείσα. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Hauptzollamt δεν είχε το δικαίωμα να απαιτήσει την καταβολή της προσαυξήσεως.

Η αποδοχή της υπαγωγής στο καθεστώς των τελωνειακών αποθηκεύσεων εμπορευμάτων μη υφισταμένων εισέτι συνεπάγεται αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις για την Κοινότητα· το σύστημα αυτό απαγορεύει αύξηση των τελών μεταξύ του χρόνου της αιτήσεως εκτελωνισμού και της πραγματικής εμφανίσεως του προϊόντος στο τελωνείο· καταλήγει στην καταβολή, υπερβολικά νωρίς και σε υπερβολικά υψηλό επίπεδο, επιστροφών προληπτικώς ή με πληρωμή προκαταβολικώς και απαγορεύει, υπό περιστάσεις όπως αυτές εν προκειμένω, την απόδοση ήδη καταβληθείσας επιστροφής, σε περίπτωση που στη συνέχεια λαμβάνει χώρα εξαγωγή.

Εν κατακλείδι, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπογραμμίζει ότι η ένσταση της ενδιαφερόμενης εταιρίας αφορά το σύνολο της αποδόσεως της αιτηθείσας επιστροφής. Υπενθυμίζει επίσης ότι δεν αποδείχθηκε αν η δήλωση πληρωμής οφείλεται στο σύνολο της σε λάθος ή αν η οικεία εταιρία επιδίωκε την κερδοσκοπία.

2.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το ποσό των 59985,28 DM έπρεπε να ανακτηθεί ήδη από το 1986. Η μη ανάκτηση δεν οφείλεται στην εφαρμογή του εθνικού νόμου αλλά στην αμέλεια της γερμανικής διοικήσεως.

Κατά το άρθρο 5 του προαναφερθέντος κανονισμού 729/70, η εκκαθάριση των λογαριασμών γίνεται σε ετήσια βάση. Συνεπώς, η Επιτροπή αρνήθηκε να καταλογίσει στο ΕΓΤΠΕ για το 1986 επιστροφές που έλαβαν χώρα το 1985 και έπρεπε να ανακτηθούν το 1986. Εν συνεχεία του εμβάσματος στον λογαριασμό του ΕΓΤΠΕ το 1988, η Επιτροπή προτείνει την πίστωση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας με το ανωτέρω ποσό στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεως για το 1989.

Όσον αφορά την αιτιολόγηση της αποφάσεως της να αφήσει την προσαύξηση σε βάρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η Επιτροπή παραπέμπει στη συνοπτική της έκθεση. Εξάλλου, η προσωρινή αυτή απόφαση δεν καθίσταται οριστική παρά μόνο μετά την επανεξέταση που γίνεται με βάση συμπληρωματικές πληροφορίες που πρέπει να παρέχουν οι γερμανικές αρχές.

Παρά την έλλειψη παρόμοιας απόφασης, μπορεί του λοιπού να δικαιολογηθεί η κατάπτωση της ασφαλείας 130442,48 DM· δυνάμει του άρθρου 6, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, του προαναφερθέντος κανονισμού 565/80, η ασφάλεια αποδεσμεύεται αν αποδεικνύεται ότι δεν υφίσταται κανένα δικαίωμα για την επιστροφή ή ότι υφίσταται δικαίωμα επιστροφής για χαμηλότερο ποσό. Επίσης, το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο β, του προαναφερθέντος κανονισμού 798/80 εξαρτά την αποδέσμευση της ασφαλείας από την απόδειξη ότι τα οικεία προϊόντα παρέχουν δικαίωμα για ποσό επιστροφής ίσο ή ανώτερο του καταβλητέου ποσού.

Η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας, η οποία επικαλείται τη γερμανική τελωνειακή νομοθεσία για να δικαιολογήσει αποδέσμευση της ασφαλείας, αντίκειται προς την αρχή ότι η ασφάλεια εμπίπτει στο ουσιαστικό κοινοτικό δίκαιο και δεν μπορεί να τροποποιηθεί από εθνικές διατάξεις στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 8 του προαναφερθέντος κανονισμού 729/70.

Δήλωση αφορώσα εμπορεύματα που δεν έχουν ακόμα παραχθεί συνεπάγεται τις ίδιες έννομες συνέπειες με οποιαδήποτε άλλη δήλωση που συνεπάγεται την ανάληψη δεσμεύσεων τις οποίες ο εξαγωγέας δεν δύναται να εκπληρώσει. Επείδή η ημερομηνία αποδοχής της δηλώσεως είναι καθοριστική για την επιστροφή λόγω εξαγωγής, δεν δικαιολογούνται οι φόβοι της Γερμανικής Κυβερνήσεως ως προς τους κινδύνους κερδοσκοπίας.

Στην απόφαση της 6ης Μαΐου 1982, 54/81, Fromme (Συλλογή 1982, σ. 1449), το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι το άρθρο 8 του προαναφερθέντος κανονισμού 729/70 επιβεβαιώνει ρητώς την υποχρέωση συνεργασίας που επιβάλλεται στα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 5 της Συνθήκης ΕΟΚ. Στην απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1983, 205/82 έως 215/82, Deutsche Milchkontor (Συλλογή 1983, σ. 2633 ), το Δικαστήριο υπογράμμισε την υποχρέωση των αρμοδίων εθνικών αρχών να επιβάλουν τις δέουσες κυρώσεις για οποιαδήποτε παραβίαση του κοινοτικού δικαίου και υπέμνησε ότι οι προβλεπόμενες λεπτομέρειες εφαρμογής από το εθνικό δίκαιο δεν μπορούν να καταλήγουν στο να καθιστούν πρακτικά αδύνατη την εφαρμογή της εν λόγω ρύθμισης.

Ερμηνεύοντας τον γερμανικό νόμο υπέρ της ενδιαφερόμενης εταιρίας, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έθεσε σε κίνδυνο την ομοιόμορφη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου και έθιξε την αποτελεσματικότητα του. Έστω κι αν οι γερμανικές αρχές ανέλαβαν δέσμευση έναντι της εν λόγω εταιρίας, σ' αυτές εναπέκειτο να αναλάβουν τις συνέπειες της αντικείμενης προς το κοινοτικό δίκαιο συμπεριφοράς τους στις σχέσεις τους με την Επιτροπή.

Οι γερμανικές αρχές έκριναν εσφαλμένα ότι η ενδιαφερόμενη εταιρία δεν περιόρισε το αίτημα της σε συγκεκριμένη ποσότητα προϊόντων. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι η ενδιαφερόμενη εταιρία ενήργησε, τουλάχιστον όσον αφορά ορισμένη ποσότητα εμπορευμάτων, όχι εκ σφάλματος, αλλά προς κερδοσκοπία.

IV — Απάντηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας σε ερώτηση του Δικαστηρίου

Κληθείσα να αναφέρει στο Δικαστήριο αν, ενόψει της αποφάσεως της 19ης Οκτωβρίου 1989, 258/87, 337/87 και 338/87, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1989, σ. 3359), εμμένει στο πρώτο σκέλος της προσφυγής της σχετικά με τη μέθοδο ελέγχου της ομοιογενούς μετουσιώσεως της σκόνης αποκορυφωμένου γάλακτος, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας απάντησε καταφατικά. Στην εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο απέρριψε δύο λόγους που επικαλέστηκε η Ιταλική Κυβέρνηση και συγκεκριμένα ότι ο κανονισμός δεν προβλέπει την υποχρεωτική υποβολή της σκόνης αποκορυφωμένου γάλακτος που έχει μετουσιωθεί σε χημική ανάλυση και ότι οι προβλεπόμενοι στον κανονισμό χημικοί έλεγχοι διεξήχθησαν κανονικά. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στηρίζει την προσφυγή της ιδίως στο γεγονός ότι η προβλεπόμενη στον κανονισμό διαδικασία δεν είναι πρόσφορη για την εξακρίβωση της ομοιογενούς αναμίξεως του μετουσιωτή, ήτοι της πολτοποιημένης αγριο-κράμβης. Εξάλλου, το επιχείρημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ότι ο καθορισμός συνταγών χημικών αναλύσεων στον κανονισμό αντίκειται προς την προαναφερθείσα οδηγία 70/524 δεν αποτέλεσε αντικείμενο εξετάσεως εκ μέρους του Δικαστηρίου. Άλλωστε, η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι η χημική ανάλυση διατηρημένων δειγμάτων έλαβε χώρα a posteriori. Τέλος, η προσφυγή που άσκησε η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση εγείρει το ζήτημα της αρχής της αναλογικότητας.

F. Α. Schockweiler

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 21ης Φεβρουαρίου 1991 ( *1 )

Στην υπόθεση C-28/89,

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τον Martin Seidel, Ministerialrat im Bundesministerium für Wirtschaft, επικουρούμενο από τον Michael Loschelder, δικηγόρο Κολωνίας, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, 20-22, avenue Emile Reuter,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον Dierk Booss, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας της, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Guido Berardis, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως 88/630/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 1988, σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών των κρατών μελών που αφορούν τις δαπάνες που έχουν χρηματοδοτηθεί από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων ( ΕΓΤΠΕ ) — τμήμα Εγγυήσεων, για το οικονομικό έτος 1986 ( ΕΕ L 353, σ. 30 ), στον βαθμό που η Επιτροπή δεν επιβάρυνε το ΕΓΤΠΕ με ορισμένες δαπάνες στις οποίες προέβη η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, Τ. F. O'Higgins, J. C. Moitinho de Almeida και Diez de Velasco, προέδρους τμήματος, Κ. Ν. Κακούρη, F. Α. Schockweiler, F. Grévisse, M. Zuleeg και P. J. G. Kapteyn, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs γραμματέας: J. Α. Pompe, βοηθός γραμματέας

λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

αφού άκουσε τους εκπροσώπους των διαδίκων που αγόρευσαν κατά τη συνεδρίαση της 9ης Οκτωβρίου 1990,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 20ής Νοεμβρίου 1990,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 2 Φεβρουαρίου 1989, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 173, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης της ΕΟΚ, τη μερική ακύρωση της αποφάσεως 88/630/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 1988, σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών των κρατών μελών που αφορούν τις δαπάνες που έχουν χρηματοδοτηθεί από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων ( ΕΓΤΠΕ ) — τμήμα Εγγυήσεων, για το οικονομικό έτος 1986 ( ΕΕ L 353, σ. 30 ).

2

Με την προσφυγή επιδιώκεται η ακύρωση της ανωτέρω αποφάσεως στον βαθμό που δεν αναγνώρισε ως καταλογιστέα στο ΕΓΤΠΕ τα ακόλουθα ποσά:

61377605,77 γερμανικά μάρκα ( DM ) για τον έλεγχο της ομοιογενούς μετουσιώσεως της σκόνης αποκορυφωμένου γάλακτος,

1947053 DM για τον ποιοτικό έλεγχο του βουτύρου κατά τη δοκιμαστική περίοδο αποθεματοποιήσεως,

1789856,23 DM για τις προθεσμίες αναλήψεως του βουτύρου που παραδίδεται υπό καθεστώς παρεμβάσεως,

190429,76 DM για την πληρωμή προκαταβολικώς επιστροφών λόγω εξαγωγής.

3

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι λόγοι και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά του φακέλου δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Επί του ελέγχου της ομοιογενούς μετουσιώσεως της σκόνης αποκορυφωμένου γάλακτος

4

Ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) 368/77 της Επιτροπής, της 23ης Φεβρουαρίου 1977, περί πωλήσεως με πλειοδοτικό διαγωνισμό αποκορυφωμένου γάλακτος σε σκόνη που προορίζεται για τη διατροφή των χοίρων και των πουλερικών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/017, σ. 155 ), προβλέπει στο άρθρο 6 την υποχρέωση του υποβαλόντος την προσφορά να μετουσιώνει τη σκόνη αποκορυφωμένου γάλακτος είτε σύμφωνα με συνταγή που παρατίθεται στο παράρτημα του κανονισμού είτε με απευθείας ενσωμάτωση σε ζωοτροφή, ενώ στο άρθρο 16, παράγραφος 2, προβλέπει ότι η αρμόδια αρχή του ενδιαφερομένου κράτους μέλους διασφαλίζει τον έλεγχο της μετουσιώσεως ή της απευθείας ενσωματώσεως. Στην παράγραφο 1 του παραρτήματος του κανονισμού καθορίζονται οι διάφορες συνταγές μετουσιώσεως, ενώ στην παράγραφο 3, υπό Δ, επιβάλλεται η ομοιόμορφη ανάμιξη του προϊόντος μετουσιώσεως, ώστε δύο δείγματα ορισμένου βάρους να δίνουν κατά τη χημική ανάλυση τους κατ' ουσίαν το αυτό αποτέλεσμα.

5

Με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή αρνήθηκε να καταλογίσει σε βάρος του ΕΓΤΠΕ τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά το οικονομικό έτος 1986 για τον έλεγχο της ομοιογενούς μετουσιώσεως της σκόνης αποκορυφωμένου γάλακτος, με το αιτιολογικό ότι η προσφεύγουσα δεν είχε πραγματοποιήσει την επιβαλλόμενη με την κοινοτική ρύθμιση χημική ανάλυση.

6

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται καταρχάς ότι ο προαναφερθείς κανονισμός 368/77 δεν προβλέπει κατ' ανάγκη χημική ανάλυση, προσθέτοντας ότι εν πάση περιπτώσει η υποχρέωση διασφαλίσεως ομοιόμορφης ανάμιξης των προϊόντων μετουσιώσεως ισχύει για τον υποβαλόντα την προσφορά και όχι για το κράτος μέλος.

7

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι με την απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 1989 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 258/87, 337/87 και 338/87, Ιταλία κατά Επιτροπής ( Συλλογή 1989, σ. 3359 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι, όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 6 και 16, παράγραφος 2, του προαναφερθέντος κανονισμού 368/77, οι τεχνικές προδιαγραφές που αναφέρονται στο σημείο Δ της παραγράφου 3 του παραρτήματος, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 6, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του συστήματος ελέγχου της μετουσιώσεως και ότι οι εν λόγω προδιαγραφές συνεπάγονται, αυτές καθαυτές, συστηματική χημική ανάλυση.

8

Η προσφεύγουσα διευκρινίζει επίσης ότι, λαμβάνοντας υπόψη τον μετουσιωτή και τη συνταγή της οποίας γίνεται χρήση, η χημική ανάλυση δεν αποτελεί ενδεδειγμένο μέσο ελέγχου, ενώ τα προϊόντα μετουσιώσεως, ήτοι ο θειικός χαλκός και ο θειικός σίδηρος, η ομοιογενής ανάμιξη των οποίων δεν μπορεί να εξακριβωθεί παρά μόνο με χημική ανάλυση, απαγορεύονται από την οδηγία 70/524/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1970, περί των προσθέτων υλών στη διατροφή των ζώων ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/006, σ. 60 ). Τέλος, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι ο προαναφερθείς κανονισμός 368/77 δεν διευκρινίζει τον χρόνο ή την περιοδικότητα των αναλύσεων και ότι οι χημικές αναλύσεις δειγμάτων σκόνης αποκορυφωμένου γάλακτος που μετουσιώθηκε το 1986, αναλύσεις που έγιναν μετά τις 21 Σεπτεμβρίου 1987, απέδειξαν την ομοιογενή ανάμιξη των προϊόντων μετουσιώσεως.

9

Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα, πρέπει να τονισθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 1981, 819/79, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 21 ), όταν ένας κανονισμός θεσπίζει ειδικά μέτρα ελέγχου, τα κράτη μέλη οφείλουν να τα εφαρμόζουν, χωρίς να είναι αναγκαία η εκτίμηση της βασιμότητας της απόψεως τους ότι διαφορετικό σύστημα ελέγχου είναι αποτελεσματικότερο.

10

Ως προς το δεύτερο επιχείρημα, πρέπει να αναγνωριστεί ότι, καίτοι η προαναφερθείσα οδηγία 70/524 απαγορεύει στην πράξη ενσωμάτωση στη ζωοτροφή ορισμένων προϊόντων, όπως ο θειικός σίδηρος ή ο θειικός χαλκός, υπό μορφή μονοϋδρίτη, δεν απαγορεύει τη χρήση των ουσιών αυτών υπό άλλες μορφές στις οποίες αναφέρονται ορισμένες συνταγές μετουσιώσεως απαριθμούμενες στο παράρτημα του προαναφερθέντος κανονισμού 368/77.

11

Όσον αφορά το τελευταίο επιχείρημα, το οποίο αρύεται από την έλλειψη ακριβείας του κανονισμού ως προς τον χρόνο ή ως προς την περιοδικότητα των χημικών αναλύσεων, πρέπει να υπομνηστεί ότι στην απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 1989 ( που προαναφέρθηκε ), Ιταλία κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η χημική ανάλυση πρέπει να είναι συστηματική. Συνεπώς, προσήκει να αναγνωριστεί ότι η δειγματοληπτική χημική ανάλυση αποκορυφωμένου γάλακτος σε σκόνη που μετουσιώθηκε το 1986, ανάλυση που άρχισε να πραγματοποιείται μόλις από το Σεπτέμβριο του 1987, δεν συνάδει προς το σύστημα που καθιέρωσε ο προαναφερθείς κανονισμός 368/77.

12

Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο λόγος ακυρώσεως της επίδικης απόφασης σχετικά με τον έλεγχο της ομοιογενούς μετουσιώσεως της σκόνης αποκορυφωμένου γάλακτος πρέπει να απορριφθεί.

Επί του ποιοτικού ελέγχου του βουτύρου κατά τη δοκιμαστική περίοδο αποθεματοποιήσεως

13

Ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) 685/69 της Επιτροπής, της 14ης Απριλίου 1969, περί των λεπτομερειών εφαρμογής των παρεμβάσεων στην αγορά του βουτύρου και της κρέμας γάλακτος ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/004, σ. 110), προβλέπει στο άρθρο 6, παράγραφος 1, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό ( ΕΟΚ) 1836/86 της Επιτροπής, της 12ης Ιουνίου 1986 ( ΕΕ L 158, σ. 57 ), ότι για το παραδιδόμενο στην παρέμβαση βούτυρο υπάρχει μία δοκιμαστική περίοδος αποθεματοποιήσεως διαρκείας δύο μηνών, που αρχίζει από την ημέρα τοποθετήσεως του βουτύρου στον ψυκτικό χώρο αποθηκεύσεως. Η ίδια διάταξη προβλέπει στην παράγραφο 2, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 1829/80 της Επιτροπής, της 11ης Ιουλίου 1980 ( ΕΕ 03/029, σ. 124 ), ότι με την προσφορά του ο πωλητής αναλαμβάνει την υποχρέωση, σε περίπτωση μη φυσιολογικής υποβαθμίσεως της ποιότητας του βουτύρου, να αναλάβει το επίδικο εμπόρευμα, να αποδώσει το ποσό που ενδεχομένως του καταβλήθηκε και να πληρώσει τα έξοδα αποθεματοποιήσεως.

14

Η προσφεύγουσα αμφισβητεί σε γενικές γραμμές την άρνηση της Επιτροπής να καταλογίσει στο ΕΓΤΠΕ τις δαπάνες που αφορούν τον ποιοτικό έλεγχο συντηρήσεως του βουτύρου που διενεργείται πριν από τη λήξη της δοκιμαστικής περιόδου. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε την απόφαση της να μη δεχθεί την επιβάρυνση κατά 0,25 ο/ο της συνολικά καταβληθείσας δαπάνης.

15

Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι με την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1990, C-22/89, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής ( Συλλογή 1990, σ. I-4799 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με την παράγραφο 2 του προαναφερθέντος κανονισμού 685/69, αποσκοπεί στη διασφάλιση της καλής διατηρήσεως του βουτύρου πριν από την οριστική παραλαβή του από τον οργανισμό παρεμβάσεως και στην ανάληψη από τον πωλητή των συνεπειών εκ της μη φυσιολογικής υποβαθμίσεως της ποιότητας του βουτύρου που επήλθε κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου. Το Δικαστήριο συνάγει από τα προηγούμενα ότι, λαμβάνοντας υπόψη τον στόχο αυτό του άρθρου 6, ο ποιοτικός έλεγχος σχετικά με τη διατήρηση του αποθεματοποιημένου βουτύρου δεν μπορεί να διενεργείται πριν από το τέλος της δίμηνης δοκιμαστικής περιόδου.

16

Με την προαναφερθείσα απόφαση, το Δικαστήριο αναγνώρισε περαιτέρω ότι το εύλογο συμφέρον του επιχειρηματία να αποφασίζει το ταχύτερο για την τύχη της συναλλαγής δεν δικαιολογεί ερμηνεία του προαναφερθέντος κανονισμού 685/69 τέτοια που θα τον απάλλασσε από την υποχρέωση να αναλάβει, μέχρι το τέλος της δοκιμαστικής περιόδου αποθεματοποιήσεως, τις ζημιογόνες συνέπειες που απορρέουν από τη μη φυσιολογική υποβάθμιση της ποιότητας του αποθεματοποιημένου βουτύρου. Το Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι η συνοπτική έκθεση σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ για το οικονομικό έτος 1986 αναφέρει ρητώς τους λόγους που ώθησαν την Επιτροπή να μη δεχθεί την επιβάρυνση κατά 0,25 % των συναφών δαπανών.

17

Ως προς το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι οι μέθοδοι αναλύσεως που χρησιμοποιήθηκαν καθιστούν δυνατό να διαπιστωθεί, ήδη από τη 14η ημέρα που ακολούθησε την αποθεματοποίηση, μη φυσιολογική υποβάθμιση της ποιότητας του βουτύρου κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου αποθεματοποιήσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως ήδη τονίστηκε στη σκέψη 9 της παρούσας απόφασης, όταν ο κανονισμός θεσπίζει ειδικά μέτρα ελέγχου, τα κράτη μέλη οφείλουν να τα εφαρμόζουν, χωρίς να είναι αναγκαία η εκτίμηση της βασιμότητας των απόψεων τους ότι διαφορετικό σύστημα ελέγχου είναι αποτελεσματικότερο ή εξίσου αποτελεσματικό.

18

Ως προς τις πρακτικές δυσχέρειες λόγω της διενεργείας των ελέγχων μετά τη λήξη της δοκιμαστικής περιόδου, αρκεί να υπομνησθεί η νομολογία του Δικαστηρίου ( βλ. την πλέον πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Νοεμβρίου 1990, C-39/88, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, Συλλογή 1990, σ. I-4271, σκέψη 11 ), σύμφωνα με την οποία οι δυσχέρειες εφαρμογής που ανακύπτουν κατά το στάδιο εκτελέσεως μιας κοινοτικής πράξεως δεν είναι ικανές να παρέχουν στα κράτη μέλη την ευχέρεια να απέχουν μονομερώς από την τήρηση των υποχρεώσεων τους.

19

Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο λόγος ακυρώσεως που συνδέεται με τον ποιοτικό έλεγχο του βουτύρου κατά τη δοκιμαστική περίοδο αποθεματοποιήσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί των προθεσμιών αναλήψεως του βουτύρου που παραδίδεται στην παρέμβαση

20

Οι λεπτομέρειες εφαρμογής των παρεμβάσεων στην αγορά βουτύρου και κρέμας γάλακτος αποτελούν το αντικείμενο του προαναφερθέντος κανονισμού 685/69. Προς αποφυγήν κερδοσκοπικών κινήσεων επί των τιμών, η Επιτροπή καθόρισε τις προθεσμίες αναλήψεως μέχρι τη λήξη των οποίων ο πωλητής πρέπει να φέρει τα έξοδα παρεμβάσεωςκατά τη διάρκεια του 1986, οι προθεσμίες αυτές είχαν ως εξής:

πριν από τις 28 Φεβρουαρίου 1986 καμία προθεσμία αναλήψεως,

από τις 28 Φεβρουαρίου έως τις 11 Μαΐου 1986, 60ημέρες,

από τις 12 Μαΐου έως τις 12 Ιουνίου 1986, καμία προθεσμία,

από τις 13 Ιουνίου έως τις 11 Σεπτεμβρίου 1986,60ημέρες,

από τις 12 Σεπτεμβρίου έως τις 31 Δεκεμβρίου 1986,120ημέρες.

21

Προσάπτοντας στην προσφεύγουσα ότι δέχθηκε οι υποβαλόντες προσφορές να ανακαλέσουν όσες προσφορές είχαν υποβάλει κατά τη διάρκεια της περιόδου από 12 Μαΐου έως 12 Ιουνίου 1986 και να υποβάλουν, μετά τις 12 Ιουνίου, νέες προσφορές τόσο για το βούτυρο που προσέφεραν προηγουμένως όσο και για το βούτυρο που δεν είχαν παραγάγει ακόμα, η Επιτροπή αρνήθηκε να επιβαρύνει το ΕΓΤΠΕ με τις δαπάνες που αφορούσαν τις ποσότητες βουτύρου των συγκεκριμένων πράξεων.

22

Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει καταρχάς ότι ούτε το γερμανικό δίκαιο ούτε η κοινοτική ρύθμιση απαγορεύουν την ανάκληση της προσφοράς, όπως υποστηρίζεται από την Επιτροπή στο έγγραφο που η τελευταία απηύθυνε στις γερμανικές αρχές το 1982, με το οποίο αποδέχθηκε ρητώς προσφορές για βούτυρο που δεν είχε ακόμα παραχθεί. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει περαιτέρω ότι η Επιτροπή πρέπει να φέρει τις συνέπειες των κενών της κοινοτικής ρυθμίσεως.

23

Ως προς την έννομη συνέπεια της προσφοράς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η κοινοτική ρύθμιση σε θέματα παρεμβάσεως στην αγορά συνιστά παρέκκλιση από τις κοινές διατάξεις, υπό την έννοια ότι ο εθνικός οργανισμός παρεμβάσεως οφείλει να αποδέχεται προσφερόμενη από επιχειρηματία πώληση τη στιγμή κατά την οποία πληρούνται οι προϋποθέσεις για την παρέμβαση. Η μη δυνατότητα εκείνου προς τον οποίο υποβάλλεται η προσφορά να την αρνηθεί δικαιολογεί την απαγόρευση που επιβάλλεται στον υποβαλόντα την προσφορά να ανακαλέσει την προσφορά του όταν η ανάκληση αυτή αντίκειται προς τους στόχους του συστήματος παρεμβάσεως. Αυτό συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον η δυνατότητα ανακλήσεως της προσφοράς και υποβολής νέας, αφορώσας τόσο τις προσφερθείσες ποσότητες όσο και τις μη εισέτι παραχθείσες, ευνοεί κερδοσκοπικές ενέργειες και καταλήγει σε αποτελέσματα που δεν συνάδουν προς τον επιδιωκόμενο με την κοινοτική ρύθμιση σκοπό.

24

Η άδεια που παρέσχε η Επιτροπή το 1982 στις γερμανικές αρχές να αποδεχθούν προσφορές σε βούτυρο που δεν είχε ακόμα παραχθεί εντασσόταν στα πλαίσια μιας ειδικής καταστάσεως που δεν συνεπαγόταν κανένα κίνδυνο αυξήσεως των δαπανών σε βάρος του ΕΓΤΠΕ ή καταστρατηγήσεως της κοινοτικής ρυθμίσεως. Κατά συνέπεια, δεν πρέπει να γίνεται επίκληση της για την αμφισβήτηση της θέσεως της Επιτροπής μετά την καθιέρωση του συστήματος των προθεσμιών αναλήψεως, που είναι αναγκαίο για την πραγματοποίηση των στόχων του συστήματος αυτού.

25

Ως προς την προβαλλόμενη υποχρέωση της Επιτροπής να επιβαρύνεται με τις χρηματικές επιπτώσεως εκ των κενών της κοινοτικής ρυθμίσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι με τη σκέψη 23 το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η απαγόρευση ανακλήσεως μιας προσφοράς είναι συνυφασμένη με τους στόχους της κοινοτικής ρυθμίσεως και ότι υπό τις περιστάσεις αυτές η αιτίαση που αρύεται από την ύπαρξη κενών της εν λόγω ρυθμίσεως δεν ευσταθεί.

26

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο λόγος ακυρώσεως που αφορά τις προθεσμίες αναλήψεως για την αποθεματοποίηση του βουτύρου πρέπει να απορριφθεί.

Επί της πληρωμής προκαταβολικώς των επιστροφών λόγω εξαγωγής

27

Το σύστημα της πληρωμής προκαταβολικώς των επιστροφών λόγω εξαγωγής για τα γεωργικά προϊόντα αποτελεί αντικείμενο του κανονισμού (ΕΟΚ) 565/80 του Συμβουλίου, της 4ης Μαρτίου 1980 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/028, σ. 50 ). Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, η πληρωμή της επιστροφής γίνεται μόλις τα προϊόντα ή τα εμπορεύματα τεθούν υπό το τελωνειακό καθεστώς της αποταμιεύσεως ή της ελεύθερης ζώνης για να εξαχθούν εντός καθορισμένης προθεσμίας. Δυνάμει του άρθρου 6, η πληρωμή εξαρτάται από τη σύσταση ασφαλείας που καταπίπτει αν αποδειχθεί ότι δεν υφίσταται δικαίωμα για την επιστροφή ή υφίσταται απλώς δικαίωμα για επιστροφή χαμηλότερου ποσού.

28

Οι λεπτομέρειες εφαρμογής σχετικά με την πληρωμή προκαταβολικώς των επιστροφών λόγω εξαγωγής καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) 798/80 της Επιτροπής, της 31ης Μαρτίου 1980 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/028, σ. 86 ). Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού προβλέπει ότι η πληρωμή εξαρτάται από την υποβολή στις τελωνειακές αρχές δηλώσεως πληρωμής, ενώ το άρθρο 3 προβλέπει ότι, κατά την αποδοχή της δηλώσεως πληρωμής, τα προϊόντα τίθενται υπό τελωνειακό έλεγχο. Το καθεστώς της συστάσεως ασφαλείας αποτελεί αντικείμενο του άρθρου 7, το οποίο απαιτεί ασφάλεια ίση με το ποσό που πρέπει να πληρωθεί πριν από την εξαγωγή, στο οποίο προστίθεται ενδεχομένως το θετικό νομισματικό εξισωτικό ποσό, καθώς και προσαύξηση, άλλα και του άρθρου 10, το οποίο καθορίζει τις προϋποθέσεις αποδεσμεύσεως της ασφαλείας.

29

Η Επιτροπή προσάπτει στην προσφεύγουσα ότι το 1986 δεν εισέπραξε την καταβαλλόμενη προκαταβολικώς επιστροφή λόγω εξαγωγής και ότι δεν δήλωσε ότι κατέπεσε η συσταθείσα ασφάλεια, τη στιγμή που ένα μέρος των εμπορευμάτων που είχαν δηλωθεί προς εξαγωγή δεν είχαν παραχθεί ή δεν βρίσκονταν στον τόπο που αναφερόταν στη δήλωση πληρωμής.

30

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, κατά τον κανονισμό (ΕΟΚ) 729/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/005, σ. 93 ), η ανάκτηση των απολεσθέντων εξαιτίας ανωμαλιών ή αμελείας ποσών γίνεται σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών. Επειδή η είσπραξη των επιστροφών λόγω εξαγωγής έγινε μόλις το 1988, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεως των λογαριασμών για το οικονομικό έτος 1986. Όσον αφορά την ασφάλεια, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι, δυνάμει του γερμανικού δικαίου, η δήλωση πληρωμής για ανύπαρκτο εμπόρευμα είναι άκυρη, γεγονός που απαγορεύει την κατάπτωση της ασφαλείας. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διευκρινίζει περαιτέρω ότι η απόφαση για τον καταλογισμό του ποσού της ασφαλείας σε βάρος της δεν είναι αιτιολογημένη.

31

Ως προς την ανάκτηση του ποσού που έπρεπε να καταβληθεί πριν από την εξαγωγή, πρέπει να αναφερθεί το σύστημα που καθιερώθηκε με το άρθρο 8 του προαναφερθέντος κανονισμού 729/70, το οποίο θεωρείται ότι εκφράζει, όσον αφορά τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής, την υποχρέωση επιδείξεως γενικότερης επιμέλειας κατά το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΟΚ (βλ. απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 1990, C-34/89, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I-3603 ). Το άρθρο 8, παράγραφος 1, επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να ανακτούν τα απολεσθέντα λόγω ανωμαλιών ή αμελείας ποσά, ενώ η παράγραφος 2 αυτού προβλέπει ότι, σε περίπτωση μη πλήρους ανακτήσεως, οι οικονομικές συνέπειες των ανωμαλιών ή της αμελείας που είναι καταλογιστέες στα διοικητικά όργανα ή οργανισμούς των κρατών μελών αναλαμβάνονται από αυτά.

32

Οι εθνικές αρχές δεν μπορούν να δικαιολογούν τη μη τήρηση της υποχρεώσεως τους για ταχεία επανόρθωση των ανωμαλιών που διαπράχθηκαν, επικαλούμενες χρονοβόρες διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες που κίνησε ο επιχειρηματίας.

33

Ως προς τη μη δυνατότητα αναγνωρίσεως της ασφαλείας ως νομίμως καταπεσούσης, κατά το γερμανικό τελωνειακό δίκαιο, πρέπει να τονιστεί ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, περίπτωση β, του προαναφερθέντος κανονισμού 798/80 εξαρτά ρητώς την αποδέσμευση του συνόλου της ασφαλείας από την προσκόμιση αποδείξεως ότι τα οικεία προϊόντα παρέχουν δικαίωμα για επιστροφή. Σε τομέα διεπόμενο από το κοινοτικό δίκαιο, διάταξη του εθνικού δικαίου που καθιστά ανεφάρμοστο το κοινοτικό και επιτρέπει τη διενέργεια κερδοσκοπικών πράξεων που το κοινοτικό δίκαιο σκοπεύει να εξαφανίσει δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής.

34

Ως προς την αιτίαση που συνίσταται στην έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως, αρκεί να αναγνωριστεί ότι η όγδοη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρει ρητώς ότι οι δαπάνες που δεν αναγνωρίζονται για τη Γερμανία περιλαμβάνουν ποσό που αντιστοιχεί σε ασφάλεια για ορισμένη ποσότητα αμύλου που πρέπει να καταπέσει υπέρ του ΕΓΤΠΕ. Η βραχεία αυτή αιτιολογία εξηγείται, όπως προκύπτει από την ίδια αιτιολογική σκέψη καθώς και από τη συνοπτική έκθεση, από το γεγονός ότι η άρνηση αναλήψεως της ασφαλείας ήταν προσωρινή εν αναμονή της προσκομίσεως από το εν λόγω κράτος μέλος και πριν από συγκεκριμένη ημερομηνία των απαραιτήτων αποδείξεων. Η ανταλλαγή αλληλογραφίας μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Επιτροπής, εξάλλου, που ακολούθησε την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως αποδεικνύει το γεγονός ότι η προσφεύγουσα γνώριζε τους λόγους που στήριζε την απόφαση της η Επιτροπή.

35

Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο λόγος ακυρώσεως που συνδέεται με την πληρωμή προκαταβολικώς των επιστροφών λόγω εξαγωγής πρέπει να απορριφθεί.

36

Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι η προσφυγή ακυρώσεως που άσκησε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της.

Επί των δικαστικών εξόδων

37

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Καταδικάζει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.

 

Due

O'Higgins

Moitinho de Almeida

Diez de Velasco

Κακούρης

Schockweiler

Grévisse

Zuleeg

Kapteyn

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Φεβρουαρίου 1991.

Ο Γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Πρόεδρος

Ο. Due


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.