ΈΚΘΕΣΗ ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ

στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-213/88 και C-39/89 ( *1 )

Ι — Πραγματικά περιστατικά

1. Ιστορικό της διαφοράς

Σύμφωνα με τα άρθρα 77 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, 216 της Συνθήκης ΕΟΚ και 189 της Συνθήκης ΕΚΑΕ, η έδρα των οργάνων ορίζεται με κοινή συμφωνία των κυβερνήσεων των κρατών μελών.

Με την απόφαση 67/446/ΕΟΚ, 67/30/ΕΚΑΕ της 8ης Απριλίου 1965, περί της προσωρινής εγκαταστάσεως ορισμένων οργάνων και υπηρεσιών των Κοινοτήτων, που εκδόθηκαν δυνάμει του άρθρου 37 της Συνθήκης που ιδρύει ενιαίο Συμβούλιο και ενιαία Επιτροπή των Κοινοτήτων και ενόψει ρυθμίσεως ορισμένων ειδικών προβλημάτων του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, οι αντιπρόσωποι των κυβερνήσεων των κρατών μελών αποφάσισαν μεταξύ άλλων:

« Άρθρο 4

Η γενική γραμματεία της συνελεύσεως και οι υπηρεσίες της παραμένουν στο Λουξεμβούργο. »

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο άσκησε τις δραστηριότητες του σε τρεις προσωρινούς τόπους εργασίας: Στρασβούργο, Λουξεμβούργο και Βρυξέλλες.

Επανειλημμένως το Κοινοβούλιο εξέδωσε ψηφίσματα με τα οποία

α)

καλούσε τις κυβερνήσεις των κρατών μελών να εκπληρώσουν την υποχρέωση που τους αναθέτουν οι Συνθήκες και να ορίσουν ενιαία έδρα για τα όργανα της Κοινότητας,

β)

επιχειρούσε να προβεί σε κατανομή του προσωπικού μεταξύ των τόπων εργασίας,

γ)

αποφάσιζε την κατασκευή νέων εγκαταστάσεων στις Βρυξέλλες.

Διαφορές που γεννήθηκαν απ' αυτά τα κείμενα οδήγησαν σε τρεις αποφάσεις που εκδόθηκαν στις 10 Φεβρουαρίου 1983 (υπόθεση 230/81, Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Συλλογή 1983, σ. 255), 10 Απριλίου 1984 (υπόθεση 108/83, Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1984, σ. 1945 ), και 22 Σεπτεμβρίου 1988 (υπόθεση 358/85 και 51/86, Γαλλία κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 4821 ), όπου το Δικαστήριο συνήγαγε τις ακόλουθες αρχές:

το προπαρατεθέν άρθρο 4 της αποφάσεως της 8ης Απριλίου 1965 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν εμποδίζει ορισμένα μέτρα του Κοινοβουλίου που είναι αναγκαία για την εύρυθμη λειτουργία του

ελλείψει έδρας ή έστω ενιαίου τόπου εργασίας του Κοινοβουλίου, αυτό πρέπει να είναι σε θέση να διατηρεί στους διαφορετικούς τόπους εργασίας, εκτός του τόπου όπου είναι εγκατεστημένη η Γραμματεία του, την αναγκαία υποδομή για να μπορεί να εκπληρώσει, στους εν λόγω τόπους τα καθήκοντα που του αναθέτουν οι Συνθήκες

ωστόσο, οι μεταφορές προσωπικού δεν μπορούν να υπερβούν τα όρια που επισημάνθηκαν παραπάνω δεδομένου ότι κάθε απόφαση μεταφοράς, ολικής ή μερικής, de jure ή de facto, της Γενικής Γραμματείας του Κοινοβουλίου ή των υπηρεσιών του, συνιστά παράβαση του άρθρου 4 της αποφάσεως της 8ης Απριλίου 1965 και των εγγυήσεων που η απόφαση αυτή προοριζόταν να δώσει στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου δυνάμει του άρθρου 37 της Συνθήκης περί ιδρύσεως ενιαίου Συμβουλίου και ενιαίας Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

επομένως, οι αποφάσεις των κυβερνήσεων των κρατών μελών που ορίζουν το Στρασβούργο ως προσωρινό τόπο διεξαγωγής των συνεδριάσεων της ολομελείας του Κοινοβουλίου δεν του αποκλείουν να αποφασίζει, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας του, να ρυθμίζει την εσωτερική του οργάνωση, την πραγματοποίηση μιας συνεδριάσεως της ολομελείας εκτός Στρασβούργου, όταν μια τέτοια απόφαση διατηρεί τον χαρακτήρα εξαιρέσεως και δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους που αφορούν την εύρυθμη λειτουργία του Κοινοβουλίου.

2. ΠΑαίοιο της διαφοράς

Στην νπόΰεαη C-213/88, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου προσβάλλει δύο αποφάσεις του Προεδρείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Η απόφαση του Προεδρείου της 1ης και 2ας Ιουνίου 1988 έλκει την προέλευση της από έκθεση του Γενικού Γραμματέα του Κοινοβουλίου που εξετάστηκε στις 15 και 17 Δεκεμβρίου 1987 και είχε ως αντικείμενο τη λήψη, αιτήσει του Διευρυνθέντος Προεδρείου, των αναγκαίων μέτρων για την ενίσχυση των υπηρεσιών πληροφορήσεως που είναι εγκατεστημένες στις Βρυξέλλες. Οι τελευταίες, οι οποίες υπάγονται στη γενική διεύθυνση πληροφοριών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (DG III ), ήταν τότε το κεντρικό γραφείο τύπου το οποίο συγκροτήθηκε προοδευτικά από το 1980 για να ενημερώνει τους διαπιστευμένους στις Βρυξέλλες δημοσιογράφους και το γραφείο πληροφοριών για το Βέλγιο που εντάσσεται στο δίκτυο των εξωτερικών γραφείων πληροφοριών του Κοινοβουλίου που είναι εγκατεστημένα στις πρωτεύουσες των κρατών μελών. Κατόπιν της εκθέσεως του Γενικού Γραμματέα, το Προεδρείο αποφάσισε να συνεχίσει την εξέταση του φακέλου στο πλαίσιο ad hoc κοινοβουλευτικής ομάδας και να προβεί σε γεωγραφική ανακατανομή ανεβάζοντας το προσωπικό της DG III στις Βρυξέλλες από 30 σε 38 υπαλλήλους. Η εν λόγω απόφαση και οι λύσεις που προτείνει για το μέλλον έπρεπε να λάβουν υπόψη τις ακόλουθες προϋποθέσεις: την ανάγκη προσφυγής σε διαδικασία αναδιαρθρώσεως λόγω της αδυναμίας προβλέψεως νέων θέσεων τη βελτίωση των υπηρεσιών την ανάγκη σεβασμού των αποφάσεων του Δικαστηρίου όσον αφορά την εγκατάσταση των υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας τη δέσμευση ότι οι μεταφορές μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο επί εθελουσίας βάσεως και τέλος τη διαθεσιμότητα των τόπων εγκαταστάσεως.

Με έγγραφο της 12ης Ιανουαρίου 1988, ο Λουξεμβουργιανός Υπουργός των Εξωτερικών ζήτησε διευκρινίσεις από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, ο οποίος απάντησε στις 27 Ιανουαρίου βεβαιώνοντας ότι το Κοινοβούλιο είχε εκπληρώσει όλες τις νομικές υποχρεώσεις του και θα συνέχιζε να ασκεί τις αρμοδιότητες του τηρώντας τη νομιμότητα.

Στις 10 Φεβρουαρίου 1988, εν αναμονή των αποτελεσμάτων των εργασιών της ad hoc κοινοβουλευτικής ομάδας, το Προεδρείο έλαβε γνώση των αναγκαίων μεταφορών για την αποστολή του κεντρικού γραφείου τύπου στις Βρυξέλλες, οι οποίες θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν σταδιακά μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου 1988 το αργότερο.

Την 1η Ιουνίου 1988, το Προεδρείο εξέτασε τις προτάσεις της ad hoc κοινοβουλευτικής ομάδας και ενέκρινε τα έγγραφα που συνιστούν την επίδικη απόφαση:

πρώτον, του εγγράφου με τον τίτλο « Υπηρεσίες πληροφοριών και δημοσίων σχέσεων στις Βρυξέλλες » και αριθμό ΡΕ 122.508/Bur., το Προεδρείο:

λαμβάνει γνώση της εκθέσεως της 19ης Μαΐου 1988 της ad hoc ομάδας « Πληροφόρηση » περί της ενισχύσεως των υπηρεσιών πληροφοριών στις Βρυξέλλες (ΡΕ 122.503/Bur.)·

εκφράζει τη συμφωνία του ως προς τις γενικές κατευθύνσεις που δίδονται με το υποβληθέν έγγραφο

αναθέτει, κατά συνέπεια, στον Γενικό Γραμματέα να φροντίσει για την πλήρωση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για να θέσει σε εφαρμογή τις προτάσεις που έγιναν δεκτές.

δεύτερον, η έκθεση της ad hoc ομάδας « Ενημέρωση » που τιτλοφορείται « Ενίσχυση των υπηρεσιών πληροφοριών στις Βρυξέλλες» διατυπώνει τις προτάσεις τις οποίες πρέπει να υλοποιήσει ο Γενικός Γραμματέας. Προβλέπει, κυρίως, ότι το κεντρικό γραφείο τύπου « πρέπει να παραμείνει διαφορετικό από το γραφείο πληροφοριών των Βρυξελλών, αρμόδιο για το Βέλγιο» και διαπιστώνει ότι, «για την εκτέλεση των καθηκόντων της, η υπηρεσία αυτή μπορεί να υπολογίζει στη συμβολή των τομέων της υπηρεσίας δημοσιεύσεων που μεταφέρθηκε στις Βρυξέλλες ». Διατυπώνει συστάσεις για « την ενίσχυση αυτής της υπηρεσίας » και « τη βελτίωση του διαλόγου με τον τύπο», κατόπιν άπτεται ακριβώς «του προβλήματος των μεταφορών των υπαλλήλων στις Βρυξέλλες », ειδικώς, «της μεταφοράς, σταδιακά, ορισμένων γλωσσικών τομέων της υπηρεσίας δημοσιεύσεων οι οποίοι είναι τώρα εγκατεστημένοι στο Λουξεμβούργο». Συναφώς, « μετά τη μεταφορά του αγγλικού τομέα, την οποία αποφάσισε το Προεδρείο στις 15 Δεκεμβρίου 1987», οι συντάκτες της εκθέσεως θεωρούν ότι « είναι δυνατόν να γίνει μεταφορά ενός άλλου τομέα σε σύντομη προθεσμία (Ιανουάριος 1989), εν προκειμένω του πορτογαλικού τομέα». Οι σκέψεις αυτές επαναλαμβάνονται συστηματικά υπό μορφή «προτάσεων» που υποβάλλονται στο Προεδρείο στο τμήμα « Προτάσεις » του υπηρεσιακού σημειώματος που επιβεβαιώνει την αυτονομία του κεντρικού γραφείου τύπου και προσθέτει ότι «ενδέχεται να γίνει μεταφορά και άλλων γλωσσικών τομέων ».

Στις 15 Ιουνίου 1988, το Προεδρείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στο σημείο 4.1 των πρακτικών της συνεδριάσεως του, που φέρει τον τίτλο « Σημείωση αφορώσα τις μεσοπρόθεσμες προβλέψεις για τις δραστηριότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στους τρεις συνήθεις τόπους εργασίας», έλαβε γνώση περισσοτέρων σημειωμάτων του Γενικού Γραμματέα και της γενικής διευθύνσεως επί του θέματος. Το Προεδρείο εννοεί ιδίως επέμβαση του Προέδρου που επισημαίνει τις μεγάλες δυσκολίες που ανακύπτουν από την επιβάρυνση της εργασίας του Κοινοβουλίου, υπογραμμίζει την ανάγκη θεραπείας και υπενθυμίζει την εντολή που δόθηκε στον Γενικό Γραμματέα « να ερευνήσει τη διαθεσιμότητα των γραφείων και των προσθέτων αιθουσών συνεδριάσεων με σκοπό τη βελτίωση των υποδομών στις Βρυξέλλες». Το Προεδρείο εννοεί επίσης μια έκθεση του Γενικού Γραμματέα που σχολιάζει το σημείωμα του της 6ης Ιουνίου 1988, που εγκρίθηκε στις 8 Ιουνίου 1988 από την ομάδα των Κοσμητόρων, συνιστά δε « ευρύτερη προσφυγή στο άρθρο 37 του κανονισμού που θα επέτρεπε να μεταβιβαστεί στις επιτροπές η εξουσία αποφάσεως» και προτείνει «την αύξηση του αριθμού των αιθουσών συνεδριάσεων στις Βρυξέλλες και την κατασκευή αίθουσας ικανής να χωρέσει ταυτοχρόνως περισσότερες επιτροπές ή μια μεγάλη επιτροπή εξουσιοδοτημένη να αποφασίζει αντί του Κοινοβουλίου το οποίο, ωστόσο, θα εκαλείτο να επικυρώσει τις αποφάσεις της χωρίς συζήτηση ». Το Προεδρείο εγκρίνει επομένως τους προσανατολισμούς του Γενικού Γραμματέα περί της ορθολογιστικής ασκήσεως των δραστηριοτήτων του Κοινοβουλίου και:

(...)

αποφασίζει ομοφώνως, όσον αφορά τις Βρυξέλλες, να επιλέξει το σχέδιο « Parc Leopold Investment » ( ευρισκόμενο μεταξύ της οδού du Remorqueur και της οδού d' Ardennes ) και, με δώδεκα ψήφους και με μία αποχή, το σχέδιο « Groupement COB — Société générale» (ευρισκόμενο στην οδό Wiertz)·

ζητεί από τον Γενικό Γραμματέα να προβεί, συμφώνως προς το υποβληθέν σημείωμα, σε όλα τα αναγκαία διαβήματα για να εξασφαλίσει στο Κοινοβούλιο τις νέες εγκαταστάσεις κατά τη διάρκεια του έτους 1990.

(...)

Με έγγραφο της 20ής Ιουνίου 1988, ο Υπουργός Εξωτερικών του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου απευθύνθηκε στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για να λάβει περισσότερες πληροφορίες και να προτείνει από κοινού εξέταση του συμβιβαστού των αποφάσεων του Προεδρείου με τη νομοθεσία και τη νομολογία. Στην απάντηση του της 27ης Ιουνίου 1988, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου επιβεβαίωσε ότι το Προεδρείο του Κοινοβουλίου δεν είχε λάβει αποφάσεις αφορώσες ιδίως τις μεταφορές από Λουξεμβούργο προς Βρυξέλλες, οι οποίες να είναι αντίθετες προς τις διατάξεις των Συνθηκών και τη νομολογία του Δικαστηρίου. Οι μεταφορές αυτές πραγματοποιούνταν για τις ουσιαστικές ανάγκες των δραστηριοτήτων του Κοινοβουλίου, βεβαίωσε ο Πρόεδρος, προσθέτοντας ότι ο Γενικός Γραμματέας του Κοινοβουλίου βρισκόταν στη διάθεση της Λουξεμβουργιανής Κυβερνήσεως για να δώσει όλες τις χρήσιμες πληροφορίες. Μια συνομιλία έλαβε χώρα στις 11 Ιουλίου 1988 αλλά, με έγγραφο της 14ης Ιουλίου που απηύθυνε στον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, ο Λουξεμβουργιανός Υπουργός των Εξωτερικών διατήρησε τις επιφυλάξεις του ως προς το συμβιβαστό των μέτρων μεταφοράς με την κειμένη νομοθεσία και ζήτησε την κοινοποίηση των πρακτικών των συνεδριάσεων του Προεδρείου της 1ης, 2ας και 15ης Ιουνίου, στον βαθμό που οι εν λόγω διασκέψεις αφορούσαν τις υποθέσεις εγκαταστάσεως και τόπων διορισμού των υπαλλήλων για να μπορέσει η Κυβέρνηση του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου να σχηματίσει οριστική γνώμη.

Στο σημείο αυτό, χωρίς να λάβει απάντηση, το προσφεύγον κίνησε τη διαδικασία. Ωστόσο, με έγγραφο της 23ης Αυγούστου 1988, ο Λουξεμβουργιανός Υπουργός Εξωτερικών ζήτησε από τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να μην εκτελέσει τα επίδικα μέτρα πριν από την απόφαση του Δικαστηρίου. Το Προεδρείο του Κοινοβουλίου δεν έκανε δεκτό το αίτημα και επικύρωσε τις αποφάσεις του της 1ης και 15ης Ιουνίου 1988 κατά τη συνεδρίαση του της 14ης Σεπτεμβρίου.

Ωστόσο, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου, αφού συνάντησε τον εκπρόσωπο του Λουξεμβουργιανού Υπουργού, του απάντησε, με έγγραφο της 5ης Οκτωβρίου 1988, επιβεβαιώνοντας ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ήταν απολύτως σύμφωνες με την κειμένη νομοθεσία και με τη νομολογία, ιδίως με την προπαρατεθείσα απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 1983. Ευχόταν να αναθεωρήσει η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση τη θέση της υπό το φως των εξηγήσεων αυτών, έτσι ώστε το Δικαστήριο να μην έχει να επιλύσει κάτι που ανάγεται σε απλή παρεξήγηση.

Η υπόθεοη C-39/89 αφορά το ψήφισμα του Κοινοβουλίου, της 18ης Ιανουαρίου 1989. Αυτό το ψήφισμα έλκει την προέλευση του από έκθεση που συνέταξε η πολιτική επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (εισηγητής Derek Prag ) και την οποία ενέκρινε η τελευταία την Ιη Δεκεμβρίου 1988 (σειρά Α, έγγραφο Α2-316/88).

Το εν λόγω ψήφισμα, που δημοσιεύθηκε στη συνέχεια (ΕΕ C 47 της 28.2.1989, σ. 88 έως 92), εκδόθηκε με 223 ψήφους έναντι 173 και 4 αποχές.

Στις αιτιολογικές σκέψεις του ψηφίσματος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δικαιολογεί την έκδοση του κυρίως ως εξής:

παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις οι κυβερνήσεις των κρατών μελών δεν έχουν ακόμη εκπληρώσει την υποχρέωση τους να ορίσουν την έδρα των οργάνων της Κοινότητας σύμφωνα με τα άρθρα 77 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, 216 της Συνθήκης ΕΟΚ και 189 της Συνθήκης ΕΚΑΕ'

και, ελλείψει λήψεως τέτοιας αποφάσεως εντός προβλέψιμου μέλλοντος, η εκπλήρωση των σημαντικών προσθέτων καθηκόντων που του αναθέτει η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη και η ταυτόχρονη άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας και των λειτουργιών καταρτίσεως του προϋπολογισμού και ελέγχου που του αναθέτουν οι προηγούμενες Συνθήκες καθιστούν αναγκαία γενική αναδιοργάνωση και μείωση του υφισταμένου βαθμού διασποράς των δραστηριοτήτων του και του προσωπικού του μεταξύ τριών τόπων εργασίας.

Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου ζητεί την ακύρωση αυτού του ψηφίσματος στο σύνολο του, αλλά ειδικότερα τα σημεία του 7, 9, 10, 16 και 17. Σύμφωνα μ' αυτά, το Κοινοβούλιο:

«7.

αποφασίζει, κατά συνέπεια, να αναζητήσει ικανοποιητικότερες λύσεις για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που του επιβάλλει η κοινοτική νομοθεσία και το προφανές δικαίωμα ενός Κοινοβουλίου που εκλέγεται με άμεση και καθολική ψηφοφορία

9.

αναθέτει στο Προεδρείο του να φροντίσει το συντομότερο ώστε το Κοινοβούλιο να διαθέτει όλο το προσωπικό και την υποδομή που χρειάζεται για να εκπληρώνει πλήρως και αποτελεσματικά τα καθήκοντα του στους τόπους όπου διεξάγονται οι συνεδριάσεις της ολομελείας και οι λοιπές κοινοβουλευτικές συνεδριάσεις, λαμβάνοντας υπόψη τα όσα αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3

10.

θεωρεί ιδίως ότι, για την απρόσκοπτη λειτουργία του Κοινοβουλίου, απαιτείται η εγκατάσταση στις Βρυξέλλες του προσωπικού που ασχολείται με τις ακόλουθες δραστηριότητες:

Επιτροπές και Αντιπροσωπείες,

Πληροφορίες και Δημόσιες Σχέσεις,

Μελέτες και Έρευνα,

καθώς και

το προσωπικό του οποίου βασικός ρόλος είναι να παρέχει άμεσα υπηρεσία στους βουλευτές και

εκείνο το προσωπικό το οποίο εξαιτίας της εποπτικής αποστολής ή του ρόλου υποστηρίξεως που διαδραματίζει οφείλει να βρίσκεται στον ίδιο χώρο με τους προαναφερθέντες

16.

αναθέτει στον Πρόεδρο του, τον Γενικό Γραμματέα, το Προεδρείο, το Διευρυνθέν Προεδρείο και το Σώμα των Κοσμητόρων να προβούν ταχέως στις απαραίτητες ενέργειες, συμπεριλαμβανομένων και των διαβουλεύσεων με το προσωπικό, προκειμένου να εφαρμοσθούν τα ανωτέρω κυρίως με την ενοικίαση ή την αγορά νέων χώρων καθώς και τη διακοπή της μισθώσεως κτιρίων που δεν χρειάζονται πλέον

17.

τονίζει τον επείγοντα χαρακτήρα της καταστάσεως και την ανάγκη να πραγματοποιηθούν όλες οι αλλαγές που προβλέπουν οι παράγραφοι 9, 10 και 11 μόλις εξασφαλισθούν οι σχετικές εγκαταστάσεις ».

Το σημείο 11 ορίζει τα εξής:

« συμπεραίνει ότι προκειμένου να εκτελεί αποτελεσματικά τα αυξημένα του καθήκοντα, έχει καταστεί απαραίτητο να πραγματοποιεί πρόσθετες και συμπληρωματικές συνόδους ολομέλειας οι οποίες να συμπίπτουν με μία ή περισσότερες από τις εβδομάδες που είναι αφιερωμένες στις συνεδριάσεις των επιτροπών ή των πολιτικών ομάδων ».

II — Γραπτή διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Με δικόγραφο, το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την 1η Αυγούστου 1988 και πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως C-213/88, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου άσκησε, δυνάμει των άρθρων 31 και 38 της Συνθήκης ΕΚΑΧ και των άρθρων 173 και 146 των Συνθηκών ΕΟΚ και ΕΚΑΕ αντιστοίχως, προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως του Προεδρείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 1ης και 2ας Ιουνίου 1988 που φέρει τον τίτλο « Υπηρεσίες πληροφοριών και δημοσίων σχέσεων στις Βρυξέλλες», καθώς και κατά της αποφάσεως του εν λόγω Προεδρείου της 15ης Ιουνίου 1988 που τιτλοφορείται « Σημείωμα σχετικά με τις μεσοπρόθεσμες προβλέψεις για τις δραστηριότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στους τρεις συνήθεις τόπους εργασίας ».

Με δικόγραφο, το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Φεβρουαρίου 1989 και πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως C-39/89, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου άσκησε, δυνάμει των άνω διατάξεων των Συνθηκών ΕΚΑΧ, ΕΟΚ και ΕΚΑΕ, προσφυγή ακυρώσεως κατά του ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18ης Ιανουαρίου 1989 σχετικά με την έδρα των οργάνων και τον κύριο τόπο εργασίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Το Κοινοβούλιο, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 20 Μαρτίου 1989 σύμφωνα με το άρθρο 91 του Κανονισμού Διαδικασίας, υπέβαλα ένσταση απαραδέκτου κατά της δεύτερης προσφυγής.

Το Δικαστήριο, με απόφαση της 6ηςΙουλίου 1989, αποφάσισε να εξετάσει την ένσταση απαραδέκτου του καθού μαζί με την ουσία της υποθέσεως.

Με Διάταξη της 4ης Ιουλίου 1990, το Δικαστήριο αποφάσισε τη συνεκδίκαση των δύο υποθέσεων προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και έκδοση κοινής αποφάσεως.

Η έγγραφη διαδικασία διεξήχθη κανονικά. Το Δικαστήριο, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. 'Εθεσε ωστόσο γραπτές ερωτήσεις στους διαδίκους.

Το προσφεύγον ζητεί από το Δικαστήριο:

να κηρύξει τις προσφυγές παραδεκτές και βάσιμες

στην υπόθεση C-213/88: να κηρύξει άκυρη και χωρίς έννομο αποτέλεσμα την απόφαση του Προεδρείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 1ης και 2ας Ιουνίου 1988 με τίτλο « Υπηρεσίες πληροφοριών και δημοσίων σχέσεων στις Βρυξέλλες », καθώς και την απόφαση του Προεδρείου του Κοινοβουλίου της 15ης Ιουνίου 1988 με τίτλο « Σημείωμα σχετικά με τις μεσοπρόθεσμες προβλέψεις για τις δραστηριότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στους τρεις συνήθεις τόπους εργασίας »·

στην υπόθεση C-39/89: να ακυρώσει το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18ης Ιανουαρίου 1989 με τίτλο « Σχετικά με την έδρα των οργάνων και τον κύριο τόπο εργασίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου» να λάβει υπόψη ότι το προσφεύγον επιφυλάσσεται να ασκήσει κάθε άλλο δικαίωμα και προσφυγή.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο, τόσο στην υπόθεση C-213/88 όσο και στην υπόθεση C-39/89:

να απορρίψει τις προσφυγές ως απαράδεκτες'

επικουρικώς, να τις απορρίψει ως αβάσιμες'

να καταδικάσει το προσφεύγον στα δικαστικά έξοδα.

III — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

Α — Επί του παραδεκτού

1. Υπόθεση C-213/88

Το Κοινοβούλιο αμφισβητεί το παραδεκτό της προσφυγής όσον αφορά τις αποφάσεις τις αφορώσες αποκλειστικά την εσωτερική οργάνωση του Κοινοβουλίου. Θεωρεί ότι τέτοιες πράξεις δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής, στηριζόμενο στην αυτονομία του κοινοβουλευτικού οργάνου κατά την άσκηση των εξουσιών του εσωτερικής οργανώσεως ( προπαρατεθείσα απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 1988, υποθέσεις 358/85 και 51/86 Διάταξη της 4ης Ιουνίου 1986, υπόθεση 78/85, Ομάδα των Κομμάτων της Ευρωπαϊκής Δεξιάς κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1986, σ. 1753).

Το Μεγάλο Δουκάτο τον Λουξεμβούργου υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο, με τις προπαρατεθείσες αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 1983 και 10ης Απριλίου 1984, απέρριψε τον λόγο αυτό και ότι οι παρατεθείσες από το καθού αποφάσεις αφορούσαν, στη μια περίπτωση, την οργάνωση συζητήσεως επικαιρότητας στο Κοινοβούλιο και, στην άλλη, τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής.

2. Υπόθεση C-39/89

Η ένσταση απαραδέκτου που υπέβαλε το Κοινοβούλιο αφορά 1 ) τη φύση της προσφυγής και 2) επικουρικώς τη φύση της προσβαλλομένης πράξεως.

1) Ως προς την ένσταση που στηρίζεται στη φύση του εισαγωγικού δικογράφου

Το Κοινοβούλιο φρονεί ότι το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 38, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

Κατά την άποψη του δεν αρκεί η επίκληση της αναρμοδιότητας ή παραβιάσεως της Συνθήκης για να αμφισβητηθεί η νομιμότητα πράξεως θεσμικού οργάνου. Ελλείψει ενός ελαχίστου στηρίγματος τέτοιων λόγων, τούτο θα κατέληγε να επιβάλει στο Κοινοβούλιο να αποδείξει ότι η συμπεριφορά του δεν βαίνει πέραν των ορίων της νομιμότητας. Όμως, αν αληθεύει ότι τα κράτη μέλη απολαύουν προνομιούχου θέσεως ως προς το έννομο συμφέρον, το Κοινοβούλιο θεωρεί ότι δεν απαλλάσσονται ωστόσο του βάρους της αποδείξεως.

Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου υποστηρίζει ότι η προσφυγή του πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 38 του Κανονισμού Διαδικασίας και μάλιστα τις υπερκαλύπτει το δικόγραφο προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς, το σύνολο του ψηφίσματος, αλλά ειδικότερα ορισμένα σημεία, και στηρίζει λεπτομερώς τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς, ιδίως όσον αφορά την υπέρβαση εξουσίας του Κοινοβουλίου και την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

Το προσφεύγον κράτος φρονεί ότι η υποβληθείσα ένσταση στερείται ουσιαστικής βάσεως και πηγάζει από νομική πλάνη αναγόμενη στο πεδίο της αποδείξεως. Προβάλλει συναφώς ότι το ζήτημα είναι εντελώς ανεξάρτητο από τη φύση της αποδείξεως, δεδομένου ότι πρόκειται περί θέματος τυπικής κανονικότητας του δικογράφου της προσφυγής και όχι περί ζητήματος πραγματικού και ουσιαστικής βάσεως της αιτήσεως. Συμπληρώνει το αξίωμα που επικαλείται το Κοινοβούλιο « actori incombi! probatio », υπενθυμίζοντας: « reus in excipiendo fit actor ».

To Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου ζητεί ως εκ τούτου από το Δικαστήριο να απορρίψει την ένσταση αυτή χωρίς προφορική διαδικασία, όπως επιτρέπει το άρθρο 91, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

2) Ως προς την ένσταση που στηρίζεται στη φύση της προσβαλλομένης πράξεως

Το Κοινοβούλιο αναφέρεται στην απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1985, υποθέσεις 87/77, 130/77, 22/83, 9/84 και 10/84, Salerno κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 1985, σ. 2523), κατά την οποία «τα ψηφίσματα του Κοινοβουλίου δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα ». Ισχυρίζεται ότι το επίδικο ψήφισμα δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, διότι δεν έχει χαρακτήρα αποφάσεως επιπλέον, ακόμη και αν είχε αναγνωριστεί ότι μπορεί να παραγάγει ορισμένα έννομα αποτελέσματα, το εν λόγω ψήφισμα εντάσσεται στο πλαίσιο της εξουσίας εσωτερικής οργανώσεως του Κοινοβουλίου η οποία διαφεύγει παντός δικαστικού ελέγχου τέλος, προσθέτει ότι η έλλειψη συνοχής της πρωτοβουλίας αποδεικνύει ότι το ψήφισμα στερείται ήδη αποτελέσματος.

Το Μεγάλο Αουκάνο του Λουξεμβούργου υπενθυμίζει ότι η εν λόγω ένσταση έχει ήδη εξεταστεί από το Δικαστήριο που είπε στην προπαρατεθείσα υπόθεση 230/81 ότι «η εκτίμηση του νομικού αποτελέσματος του επιδίκου ψηφίσματος συνδέεται άρρηκτα με τον έλεγχο του περιεχομένου του και της τηρήσεως των κανόνων αρμοδιότητας». Κατά συνέπεια, ζητεί να εξεταστεί η ένσταση μαζί με την ουσία της υποθέσεως.

Επικουρικώς, η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση απορρίπτει, πρώτον, την προβαλλόμενη έλλειψη δεσμευτικού χαρακτήρα του ψηφίσματος στηριζομένη στην προπαρατεθείσα απόφαση της 10ης Απριλίου 1984 και υπογραμμίζουσα ότι, εάν δεν προσέβαλλε το επίδικο ψήφισμα, θα κινδύνευε στη συνέχεια να προσκρούσει σε ένσταση απαραδέκτου σε περίπτωση προσφυγής κατά των ατομικών αποφάσεων που λαμβάνουν οι αρχές του Κοινοβουλίου σύμφωνα με το ψήφισμα.

Δεύτερον, η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση θεωρεί ότι το Δικαστήριο δεν δέχθηκε ποτέ τη διάκριση στην οποία προβαίνει το Κοινοβούλιο μεταξύ των μέτρων που αφορούν την εσωτερική του λειτουργία και άλλων αποφάσεων, από τη στιγμή που τα μέτρα αυτά αφορούν την έδρα ή τους τόπους εργασίας του εν λόγω οργάνου.

Τρίτον, φρονεί ότι, ως προς την υποτιθέμενη έλλειψη συνοχής της πρωτοβουλίας, το ψήφισμα, ειδικώς στο σημείο 10, προσδιορίζει με αρκετή ακρίβεια τις δραστηριότητες του Κοινοβουλίου.

Β — Επί της ουσίας

1. Υπόθεση C-213/88

Το ΚοινοβονΑιο παρατηρεί καταρχάς ότι, λαμβανομένων υπόψη των κανόνων που ρυθμίζουν τις εργασίες του, το προσφεύγον ενήργησε με υπερβολική σπουδή η οποία εμπόδισε τη διάλυση της παρεξηγήσεως. Φρονεί επίσης ότι θα έπρεπε να προσδιορισθεί ακριβώς το περιεχόμενο της προσφυγής, διότι θεωρείται ακατανόητο το ότι οι δύο αποφάσεις και τα παραρτήματα τους προσβάλλονται στο σύνολο τους.

Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου προβάλλει τις δυσκολίες στις οποίες προσέκρουσε για να λάβει τα έγγραφα και να τηρήσει τις προθεσμίες ασκήσεως της προσφυγής. Υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της προσφυγής είναι αρκούντως ακριβές: στηριζόμενη στην αναρμοδιότητα του Κοινοβουλίου και στην παράβαση των Συνθηκών και των κανόνων εφαρμογής, η προσφυγή αφορά τις σχετικές με την εγκατάσταση ή την αναδιοργάνωση του κεντρικού γραφείου τύπου αποφάσεις, την ενίσχυση των υπηρεσιών πληροφοριών στις Βρυξέλλες και τη μεταφορά ορισμένων γλωσσικών τμημάτων της υπηρεσίας των δημοσιεύσεων, καθώς και τις σχετικές αποφάσεις στον τομέα των ακινήτων.

1) Εγκατάσταση ή ενίσχυση του κεντρικού γραφείου τύπου

Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου ανακαλεί το Κοινοβούλιο στον σεβασμό της αρμοδιότητας των κυβερνήσεων των κρατών μελών που ορίζουν την έδρα των θεσμικών οργάνων και προσωρινούς τόπους εργασίας, κατά την άσκηση της εξουσίας εσωτερικής οργανώσεως όπως οριοθετήθηκε από το Δικαστήριο. Συναφώς, θεωρεί ότι η εγκατάσταση « αυτόνομης υπηρεσίας » με την ονομασία κεντρικό γραφείο τύπου διακεκριμένης από το γραφείο πληροφοριών, ενσωματωμένης στη Γενική Γραμματεία, δεν συνιστά την « αναγκαία υποδομή » για την άσκηση στις Βρυξέλλες των καθηκόντων που έχει αναθέσει η Συνθήκη.

Το Κοινοβούλιο απαντά ότι το αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι η εγκατάσταση, αλλά η ενίσχυση του κεντρικού γραφείου τύπου το οποίο δεν θα μπορούσε πλέον να εκπληρώσει την αποστολή πληροφορήσεως τη στιγμή που η κοινοβουλευτική δραστηριότητα έχει γίνει αδιαχώριστη από τους τομείς των ραδιοτηλεοπτικών μέσων που επηρεάζουν τους ψηφοφόρους, με κίνδυνο να περιορίζεται η ακρόαση και, κατά συνέπεια, η αντιπροσω-πευτικότητα του Κοινοβουλίου όμως η διατήρηση όλης της υποδομής πληροφορήσεως τύπου στο Λουξεμβούργο, τη στιγμή που ο διεθνής τύπος και το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητας των πολιτικών ομάδων και των επιτροπών έχουν συγκεντρωθεί στις Βρυξέλλες, καταλήγει να στερεί το Κοινοβούλιο από πραγματική κάλυψη από τα μέσα ενημερώσεως. Η λειτουργία φερέφωνου του διεθνούς τύπου στις Βρυξέλλες δικαιολογεί την αυτονομία του κεντρικού γραφείου τύπου.

Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου αναγνωρίζει ότι η επαφή με τον τύπο πρέπει να είναι εξασφαλισμένη, αλλά φρονεί ότι έξυπνη χρησιμοποίηση των μέσων επικοινωνίας, η κινητικότητα του τύπου θα αρκούσαν προς τούτο, ενώ η συνύπαρξη του γραφείου πληροφοριών για το Βέλγιο, εφοδιασμένου με 13 υπαλλήλους στους 74 που συνιστούν το δίκτυο των γραφείων πληροφοριών μαζί με το κεντρικό γραφείο τύπου, υπερβαίνει το κριτήριο της « αναγκαίας υποδομής ».

Το Κοινοβούλιο απορρίπτει αυτά τα επιχειρήματα που πηγάζουν από πλάνες εκτιμήσεως.

2) Μεταφορές γλωσσικών μονάδων

Το Μεγάλο Αουκάτο νου Λουξεμβούργου θεωρεί ότι η μεταφορά ολοκλήρων γλωσσικών μονάδων της υπηρεσίας δημοσιεύσεων, και εν προκειμένω του πορτογαλικού τομέα, παραβιάζει την αρχή της εγκαταστάσεως στο Λουξεμβούργο των « υπηρεσιών » της Γενικής Γραμματείας που κατοχύρωσε η απόφαση της 8ης Απριλίου 1965, εντάσσεται σε συνολικό σχέδιο και δεν ικανοποιεί το κριτήριο του « αναγκαίου χαρακτήρα » των απαραίτητων για τη λειτουργία του Κοινοβουλίου υποδομών. Όμως, κατά την άποψη του, τόσο η απόφαση του 1965 όσο και η νομολογία απαγορεύουν κάθε μεταφορά ολική ή μερική.

Κατά το Κοινοβούλιο, η εν λόγω παρουσίαση είναι ακατάλληλη και, αντιθέτως προς τις διαβεβαιώσεις του προσφεύγοντος διαδίκου, η τοποθέτηση στο κεντρικό γραφείο τύπου των τεσσάρων υπαλλήλων του πορτογαλικού τομέα δεν προκύπτει από τη συμφωνία των ενδιαφερομένων για τη μεταφορά αυτή, αλλά από την ενίσχυση των δομών πληροφορήσεως. Το γεγονός και μόνον ότι η απαραίτητη για την εύρυθμη λειτουργία του Κοινοβουλίου υποδομή χαρακτηρίζεται ως υπηρεσία δεν παραβιάζει, κατά την εκτίμηση του, τις αρχές που διατυπώνονται στην απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 1983, η οποία απαγορεύει κάθε μεταφορά της « Γενικής Γραμματείας του Κοινοβουλίου ή των υπηρεσιών του » εκτός Λουξεμβούργου, στο μέτρο που αυτό εφαρμόζεται στο σύνολο του διοικητικού μηχανισμού του Κοινοβουλίου, το οποίο λαμβάνεται υπόψη ως ενιαία οντότητα.

Κατά συνέπεια, το Κοινοβούλιο θεωρεί ότι δεν υπερέβη την αρμοδιότητα του να ρυθμίζει την εσωτερική του οργάνωση και ότι δεν εναπόκειται στα κράτη μέλη να εμπλέκονται στις μεθόδους, τρόπους και μέσα που χρησιμοποιούνται, προκειμένου περί των σχέσεων μεταξύ των εκλεγέντων από τους λαούς της Κοινότητας και της κοινής γνώμης.

Ενώ η ερμηνεία που δόθηκε από τον προσφεύγοντα στην έννοια των « υπηρεσιών » καταλήγει να καταστήσει κάθε μεταφορά αδύνατη μετά την απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 1983, το Κοινοβούλιο θεωρεί ότι η έννοια της «αναγκαίας υποδομής» είναι εξόχως εξελικτική και δεν αποκλείει άλλες μεταφορές που πραγματοποιούνται ενόψει των αδηρίτων αναγκών.

3) Εγκατάσταση του Γραφείου των Επίσημων Εκδόσεων της Κοινότητας στο Λουξεμβούργο

Το Μεγάλο Αουκάτο τον Λουξεμβούργου θεωρεί ότι ο σύνδεσμος μεταξύ του κεντρικού γραφείου τύπου και των τομέων της υπηρεσίας δημοσιεύσεων καταλήγει να παραγνωρίζει αυτή την εγκατάσταση.

Το Κοινοβούλιο απαντά ότι καμιά σχετική εκτελεστή απόφαση δεν ελήφθη και ότι, όπως και αν έχει το πράγμα, η « υπηρεσία δημοσιεύσεων » που αναφέρεται στην επίδικη απόφαση είναι μια μονάδα που υπάγεται στη γενική διεύθυνση της μεταφράσεως και των γενικών υπηρεσιών ( DG VII ) είναι υπεύθυνη για την αναπαραγωγή και τη διανομή εγγράφων που προορίζονται για τις πολιτικές ομάδες και τις επιτροπές, ή που έχουν συνταχθεί απ' αυτές. Καταλήγει στο ότι ανταποκρίνεται κατά συνέπεια στον ορισμό της απαραίτητης για τις λειτουργίες του Κοινοβουλίου υποδομής.

4) Επιλογές ως προς τα ακίνητα

Το Μεγάλο Αουκάτο του Λουξεμβούργου διαπιστώνει ότι η απόφαση της 15ης Ιουνίου 1988 δικαιολογείται από την αναζήτηση κτιρίων για τη στέγαση των επιτροπών, αλλά επίσης μιας « μεγάλης επιτροπής », νέου τρόπου λειτουργίας του Κοινοβουλίου, μελλοντικού και υποθετικού, η σύσταση της οποίας δεν εναπόκειται στο Προεδρείο. Φρονεί ότι στην πραγματικότητα τα κτιριακά προγράμματα είναι η επέκταση των μεταφορών των υπηρεσιών και ότι, ως τέτοια, δεν ανταποκρίνονται σε ανάγκες απαραίτητης υποδομής και παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας.

Το Κοινοβούλιο απορρίπτει αυτή την επιχειρηματολογία. Θεωρεί ότι η διατύπωση « μεγάλη επιτροπή » δηλώνει τη διαδικασία του άρθρου 37 του κανονισμού του Κοινοβουλίου, του οποίου η ύπαρξη δεν επικρίθηκε ποτέ ούτε από τα κράτη ούτε από το Συμβούλιο και του οποίου η συχνότερη εφαρμογή θα επέτρεπε να αντιμετωπιστεί η αύξηση των εργασιών των συνόδων της ολομελείας.

Επιμένει στην ανάγκη αίθουσας συνεδριάσεων τουλάχιστον 200 έως 250 θέσεων και περισσοτέρων από 200 γραφείων.

Όπως και αν είναι, φρονεί ότι το Προεδρείο ενεργώντας στο πλαίσιο της εσωτερικής αυτονομίας του Κοινοβουλίου έλαβε απόφαση η οποία δεν θα έπρεπε να υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου και θεωρεί ότι οι αμφισβητούμενες επεκτάσεις δεν έχουν τίποτε το υπερβολικό.

Τέλος, το Μεγάλο Δουκάτο τον Λουξεμβούργου, αναφερόμενο στον προϋπολογισμό του Κοινοβουλίου, μνημονεύει 3405 υπαλλήλους αυτού του οργάνου, από τους οποίους περίπου 800 εργάζονται στις Βρυξέλλες. Αντιθέτως, το Κοινοβούλιο, στο υπόμνημα ανταπαντήσεως, προσκομίζει αριθμητικές διευκρινίσεις ως προς τους υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας που έχουν τοποθετηθεί στους διαφόρους τόπους εργασίας και στα γραφεία πληροφοριών προκύπτει ότι στις 31 Δεκεμβρίου 1988 επί 2756 υπαλλήλων που υπάγονται στη Γενική Γραμματεία, 2340 είχαν εγκατασταθεί στο Λουξεμβούργο, 323 στις Βρυξέλλες και 93 στο Στρασβούργο και στα εξωτερικά γραφεία.

2. Υπόθεση C-39/89

Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου στηρίζει εκ νέου την προσφυγή του στην αναρμοδιότητα του Κοινοβουλίου να λάβει τα μέτρα που περιέχονται στο ψήφισμα της 18ης Ιανουαρίου 1989 και στην παράβαση, με τα εν λόγω μέτρα, των Συνθηκών και των κανόνων εφαρμογής.

Το Κοινοβούλιο απαντά στα εν λόγω επιχειρήματα και αντιτάσσει στο προσφεύγον τις επιταγές της εύρυθμης λειτουργίας του οργάνου μπροστά στην αδράνεια των κρατών μελών.

1) Η αναρμοδιότητα του Κοινοβουλίου και η παράβαση των Συνθηκών και των κανόνων εφαρμογής

Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου φρονεί ότι το ψήφισμα δεν σέβεται τα όρια που έθεσε το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με τις προαναφερθείσες αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 1983 και της 10ης Απριλίου 1984.

Επικρίνει καταρχάς την εγκατάσταση στις Βρυξέλλες του συνόλου του προσωπικού που είναι υπεύθυνο για τις επιτροπές και αντιπροσωπείες από τη στιγμή που υπάρχει ήδη στις Βρυξέλλες το απαιτούμενο για τη σύσταση της αναγκαίας υποδομής προσωπικό το αυτό ισχύει όσον αφορά την πληροφόρηση και τις δημόσιες σχέσεις.

Αμφισβητεί, επιπλέον, τη μεταφορά στις Βρυξέλλες του προσωπικού που είναι υπεύθυνο για δραστηριότητες που χαρακτηρίζονται ως μελέτες και έρευνες: αφενός, ο τόπος εγκαταστάσεως αυτών των υπηρεσιών είναι ανεξάρτητος από την κυρίως κοινοβουλευτική δραστηριότητα· αφετέρου, το ψήφισμα του Κοινοβουλίου αφορά το σύνολο της γενικής διευθύνσεως μελετών, το σύνολο του υπευθύνου για την έρευνα και τη βιβλιοθήκη προσωπικού και όχι το τμήμα του προσωπικού στο οποίο θα μπορούσε να εφαρμοστεί το κριτήριο της αναγκαίας υποδομής. Επιπλέον, η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση σημειώνει ότι αυτές οι σκέψεις ισχύουν για το τμήμα του ψηφίσματος που αφορά τα άλλα « μέλη του προσωπικού » (σημείο 10, τελευταίες περιπτώσεις). Τέλος, φρονεί ότι η αντίθεση προς τις Συνθήκες των εν λόγω αποφάσεων μεταφοράς συνεπάγεται την αντίθεση των μέτρων που ελήφθησαν για τη μίσθωση ή την αγορά νέων ακινήτων και τη λήξη των μισθώσεων ακινήτων που κρίθηκαν ότι δεν είναι πλέον αναγκαίες.

Προς άμυνα του, το ΚοινοβοΜιο επικαλείται διεξοδικώς το ιστορικό και το πραγματικό πλαίσιο του ψηφίσματος και επιμένει κυρίως στη σημαντική αύξηση του φόρτου εργασίας και της δημοκρατικής ευθύνης του Κοινοβουλίου.

Διαπιστώνει ότι οι μεταβολές του ρόλου του κατά την τελευταία δεκαετία και οι επιπτώσεις τους στην εσωτερική λειτουργία του οφείλονται στην αύξηση του αριθμού των βουλευτών και κυρίως στη θέση σε ισχύ της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξεως η οποία άλλαξε εξαιρετικώς τη φύση της κοινοβουλευτικής εξετάσεως των προτάσεων νομικών πράξεων.

Το Κοινοβούλιο προσθέτει ότι η εκτέλεση του προγράμματος που ανακοινώνει το Λευκό Βιβλίο της Επιτροπής συνεπάγεται ιδιαιτέρως λεπτομερειακή ανάλυση τούτο συμβάλλει στο να καταστήσει τις εργασίες των επιτροπών το ισχυρό σημείο της κοινοβουλευτικής δραστηριότητας. Θεωρεί επίσης ότι στην πράξη τα μέλη του Κοινοβουλίου διαμένουν όλο και συχνότερα στις Βρυξέλλες για να διατηρήσουν επαφές με την Επιτροπή και το Συμβούλιο και για να μετέχουν στη ζωή των πολιτικών ομάδων της συνελεύσεως.

Από νομική άποψη, το Κοινοβούλιο φρονεί ότι το επίδικο ψήφισμα είναι σύμφωνο προς τους κανόνες που διέπουν την αρμοδιότητα και προς τους νομικούς κανόνες που ρυθμίζουν το θέμα.

Το Κοινοβούλιο αναγνωρίζει ότι σε μια αρχική φάση είχε τεθεί ζήτημα προβλέψεως της μεταφοράς των γενικών διευθύνσεων φρονεί ωστόσο ότι είναι απαράδεκτη η επιχειρηματολογία περί σχεδίων προπαρασκευαστικού χαρακτήρα.

Δεν δέχεται ούτε τα επιχειρήματα που στηρίζονται στη χρήση της μεριστικής διατυπώσεως « του προσωπικού »· θεωρεί ότι συνάγεται σαφώς από το ψήφισμα ότι το προσωπικό που εργάζεται στις Βρυξέλλες είναι το απαραίτητο για την εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών που απαριθμεί το σημείο 10 του ψηφίσματος, αλλά ότι εν πάση περιπτώσει εναπόκειται στα διευθύνοντα όργανα του Κοινοβουλίου να προσδιορίσουν τους υπαλλήλους των οποίων η τοποθέτηση στις Βρυξέλλες είναι απαραίτητη ή όχι. Αντιθέτως, κατά την άποψη του, εναπόκειται στο προσφεύγον να αποδείξει ότι η υποδομή που έγινε κατά τον τρόπο αυτό δεν είναι αναγκαία και όχι το αντίστροφο.

Όσον αφορά το προσωπικό που ασχολείται με « μελέτες και έρευνα », το Κοινοβούλιο απαντά ότι οι εν λόγω υπηρεσίες εργάζονται άμεσα με τους βουλευτές και ότι δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι δεν έχουν σχέση με τις συνόδους της ολομελείας και τις επιτροπές.

Τέλος, το Κοινοβούλιο θεωρεί αδικαιολόγητη τη σχετική με τα μέτρα που ελήφθησαν για τη μίσθωση και την αγορά νέων ακινήτων αιτίαση· δεν είναι παρά μια παρεπόμενη πλευρά του ζητήματος που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.

Το Μεγάλο Αουκάνο νου Λουξεμβούργου παρατηρεί ότι οι αναλογίες των τοποθετήσεων υπαλλήλων στις Βρυξέλλες και στο Λουξεμβούργο έχουν μεταβληθεί αισθητώςσυναφώς, η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση παραπέμπει στους αριθμούς που έδωσε το ίδιο το Κοινοβούλιο το 1982 και το 1989, σύμφωνα με τους οποίους ο αριθμός των μονίμων και μη μονίμων υπαλλήλων στο Λουξεμβούργο μειώθηκε από 90,4 ή 86,2 ο/ο σε 74,6 ο/ο, ενώ το μερίδιο των Βρυξελλών αυξήθηκε από 9,4 ή 10,8 ο/ο σε 21,1 ο/ο.

Επιπλέον, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου θεωρεί ότι ο συσχετισμός μεταξύ της αυξήσεως του όγκου εργασίας του Κοινοβουλίου και του γεγονότος ότι το όργανο υποφέρει από τη διασπορά σε διαφορετικούς τόπους εργασίας δεν έχει αποδειχθεί. Λυπάται διότι το Κοινοβούλιο δεν δίνει καμιά προσοχή στα μέσα αυξήσεως της ανθρώπινης παραγωγικότητας, με την προσφυγή στα σύγχρονα μέσα της τηλεπικοινωνίας και της πληροφορικής γραφείων. Προτείνει τη συγκέντρωση περισσοτέρων επιτροπών στο Λουξεμβούργο, σε περίπτωση που οι Βρυξέλλες έχουν κορεσθεί.

Εξάλλου, η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση εμμένει στη δική της ερμηνεία της διατυπώσεως του σημείου 10 του ψηφίσματος, το οποίο κρίνει λίαν γενικό υποστηρίζει ότι οι τροποποιήσεις που εισήχθησαν, σε συνεδρίαση της ολομελείας, στο κείμενο που συνέταξε επιτροπή διεύρυναν το περιεχόμενο του και αποκάλυψαν έτσι την πρόθεση του Κοινοβουλίου-παραθέτει ειδικώς την προσθήκη των λέξεων « και έρευνες » στην τρίτη περίπτωση του σημείου 10.

Η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση ζητεί να ληφθούν υπόψη οι δηλώσεις του Κοινοβουλίου που περιέχονται στο υπόμνημα αντικρούσεως, κατά τις οποίες αφενός το ψήφισμα δεν έχει ως αντικείμενο την « πρόβλεψη της μεταφοράς γενικών διευθύνσεων » και αφετέρου τα μέτρα που προβλέπει το σημείο 10 του ψηφίσματος τυγχάνουν εφαρμογής μόνον όσον αφορά τις απαραίτητες για την εύρυθμη λειτουργία των οργάνων δομές. Λυπάται ωστόσο διότι οι δηλώσεις του περιβάλλονται από διατυπώσεις που τους αφαιρούν κάθε αξία.

Προκειμένου περί του βάρους αποδείξεως, η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η άποψη κατά την οποία το αποκλειστικό βάρος αποδείξεως φέρει ο αιτών δεν έχει γενική ισχύ ούτε απόλυτο χαρακτήρα. Αναφέρεται συναφώς στο δημόσιο δίκαιο και στο ιδιωτικό συγκριτικό δίκαιο και προσθέτει ότι, ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η διαδικασία είναι εν μέρει εξεταστική. Επίσης, για να λάβει γνώση των προβλέψεων ενδεχομένων μεταφορών, καθόσον το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν προβαίνει οικειοθελώς στη γνωστοποίηση και δεν δηλώνει ότι, λόγω της προσφυγής που άσκησε το κράτος του Λουξεμβούργου, δεν ελήφθη κανένα μέτρο προβλέψεως ή εκτελέσεως του επιδίκου ψηφίσματος, το προσφεύγον ζητεί από το Δικαστήριο να διατάξει την απόδοση και την κοινοποίηση των εγγράφων που τεκμηριώνουν αυτές τις προβλέψεις μεταφορών.

Στο υπόμνημα ανταπαντήσεως, το Κοινοβούλιο θεωρεί ότι, προκειμένου περί αριθμητικών στοιχείων, οι αναπτύξεις του προσφεύγοντος στηρίζονται σε σύγχυση μεταξύ των δεδομένων που αφορούν τις θέσεις που προβλέπει ο προϋπολογισμός και του συνόλου των προσώπων που υπάγονται στη Γενική Γραμματεία σε μια δεδομένη στιγμή και έχουν τοποθετηθεί στον τάδε ή δείνα τόπο εργασίας. Κατά συνέπεια, αμφισβητεί τους υπολογισμούς περί προσωπικού τους οποίους έχει κάνει το προσφεύγον για να καταλήξει ότι το ποσοστό μονίμων και μη μονίμων υπαλλήλων που είναι εγκατεστημένοι στο Λουξεμβούργο μειώθηκε από 92,21 σε 83,99 ο/ο μεταξύ 31 Δεκεμβρίου 1981 και 31 Δεκεμβρίου 1988, ενώ στις Βρυξέλλες, ανέβηκε από 5,42 σε 12,43 0/0. Δεν επρόκειτο επομένως για αισθητή μεταβολή. Το Κοινοβούλιο παρατηρεί ότι το προσφεύγον, για να ενισχύσει την άποψη του, αναμειγνύει τους μονίμους και μη μονίμους υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας και εκείνους των πολιτικών ομάδων επιθυμεί λοιπόν να γνωστοποιήσει το προσφεύγον αν η προσφυγή του αφορά τους πρώτους ή αν περιλαμβάνει και τους δεύτερους.

Τέλος, το Κοινοβούλιο, απορρίπτοντας την πρόταση μεταφοράς του τόπου εργασίας των επιτροπών στο Λουξεμβούργο, υποστηρίζει ότι αντικειμενικοί λόγοι συνεπάγονται τη συγκέντρωση των συνεδριάσεων των επιτροπών στις Βρυξέλλες και ότι οι προσπάθειες του Κοινοβουλίου στον τομέα των τηλεπικοινωνιών και της πληροφορικής γραφείου δεν μπόρεσαν ποτέ να θεραπεύσουν και ούτε θα θεραπεύσουν ποτέ τις δυσκολίες που προκύπτουν από τη διασπορά των τόπων εργασίας.

Ως προς το περιεχόμενο του ψηφίσματος, το Κοινοβούλιο αντικρούει τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος, αναφερόμενο στις άλλες γλωσσικές αποδόσεις που είναι ακριβέστερες της γαλλικής και διαπιστώνει ότι καμιά τροπολογία με αντικείμενο την τροποποίηση του σημείου 10 του επιδίκου ψηφίσματος δεν διαβιβάστηκε στη συνεδρίαση της ολομελείας.

Το Κοινοβούλιο δέχεται να λαμβάνει το Δικαστήριο υπόψη τις δηλώσεις του τις οποίες παραθέτει το προσφεύγον, εφιστώντας ωστόσο την προσοχή στο γεγονός ότι τα διευθύνοντα όργανα του Κοινοβουλίου θα πρέπει να ορίσουν τους υπαλλήλους των οποίων η τοποθέτηση είναι απαραίτητη και υλικώς δυνατή.

Τέλος, επανερχόμενο στα επιχειρήματα του Λουξεμβούργου περί του βάρους αποδείξεως, το Κοινοβούλιο δεν τα θεωρεί λυσιτελή, ενώ αντιθέτως θεωρεί ότι το προσφεύγον πρέπει να προσκομίσει μια ελάχιστη ουσιαστική θεμελίωση των επιχειρημάτων για να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η αναγκαία υποδομή υπήρχε ήδη σε μεγάλο βαθμό φρονεί ότι τα πρακτικά των κοινοβουλευτικών εργασιών και το ίδιο το ψήφισμα συνιστούν δημοσία τεκμηρίωση σπανίου εύρους.

2) Οι επιτακτικές ανάγκες της εύρυθμης λειτουργίας του οργάνου έναντι της αδρανείας των κρατών μελών να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους

Αναφερόμενο στην απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 1988, το Κοινοβούλιο δηλώνει ότι η έννοια της « εύρυθμης λειτουργίας » είναι εξελικτική η αύξηση των καθηκόντων του Κοινοβουλίου δικαιολογεί τη χορήγηση υλικών μέσων για την εκπλήρωση του σκοπού του, κατά μείζονα δε λόγο τη στιγμή που τα κράτη μέλη δεν ήταν σε θέση να προβλέψουν ένα και μόνο τόπο εργασίας. Θεωρεί αυτή την αδράνεια των κρατών μελών επίψογη ενόψει του άρθρου 5 της Συνθήκης ΕΟΚ προσθέτει ότι η ευθύνη τους επιβαρύνεται από το γεγονός ότι, με τη θέσπιση της Ενιαίας Πράξεως, τα κράτη μέλη ενίσχυσαν ενσυνειδήτως τον ρόλο του Κοινοβουλίου. Επίσης, το τελευταίο εκφράζει την έκπληξη του για ένα έγγραφο που απηύθυνε στις 8 Σεπτεμβρίου 1989 ο Λουξεμβουργιανός Υπουργός Εξωτερικών σε κάθε μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για να δείξει ότι η παρούσα κατάσταση « συνιστά λύση συμβιβασμού και ισορροπίας ».

Χωρίς να αμφισβητεί την αρμοδιότητα των κρατών μελών στο ζήτημα της έδρας, φρονεί ότι, εφόσον τα τελευταία εμμένουν στην αδράνεια, η σφαίρα της εξουσίας εσωτερικής του οργανώσεως όσον αφορά τους τόπους εργασίας πρέπει να ερμηνευθεί όλο και ευρύτερα.

Το ΜεγάΑο Δουκάτο νου Λουξεμβούργου απαντά ότι η προβαλλόμενη παράλειψη των κρατών μελών δεν μπορεί να προσαφθεί σε μια μόνη κυβέρνηση ατομικώς και ότι δεν προκύπτει από την παράλειψη ενισχυμένη εξουσία του Κοινοβουλίου το τελευταίο διαθέτει υπολειμματική αρμοδιότητα. Θεωρεί ότι το περιεχόμενο της διατυπώσεως του Δικαστηρίου περί «της εύρυθμης λειτουργίας» του Κοινοβουλίου μετριάζεται από τα συμφραζόμενα στην απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 1988.

Ως προς την υποχρέωση που βαρύνει τα κράτη μέλη να ασκήσουν την αρμοδιότητα τους, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο αναφέρθηκε στον ορισμό της έδρας των θεσμικών οργάνων και ότι, όσον αφορά τους τόπους εργασίας, το Δικαστήριο δεν εξέφρασε υποχρέωση, αλλά διαπίστωσε ότι τα κράτη μέλη είχαν, κατ' επανάληψη, εκδώσει αποφάσεις (απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 1983 ). Επιπλέον, φρονεί ότι κανένα κείμενο δεν ομιλεί περί « ενιαίας έδρας» εάν αποδεικνυόταν η ισοδυναμία « έδρα = ενιαία έδρα », θα έπρεπε να καταλήξουμε ότι σε ένα υποθετικό μέλλον όλα τα θεσμικά όργανα θα έπρεπε να συγκεντρωθούν σε έναν μόνο τόπο τούτο στερείται πιθανότητας και ρεαλισμού. Προσθέτει ότι το Δικαστήριο δεν θέλησε επίσης να κατοχυρώσει όρο περί του ενιαίου των τόπων εργασίας. Κατά συνέπεια, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως αυτών των εννοιών, ο ενδεχόμενος προσδιορισμός της έδρας ενός οργάνου δεν αποκλείει τη διατήρηση περισσοτέρων τόπων εργασίας εκτός του τόπου της έδρας. Αυτές οι σκέψεις εξηγούν την αναφορά σε «μια λύση συμβιβασμού και ισορροπίας» στο έγγραφο που απηύθυνε στα μέλη του Κοινοβουλίου ο Λουξεμβουργιανός Υπουργός Εξωτερικών.

Τέλος, η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση εκφράζει την πεποίθηση της ότι ο πολυκεντρισμός των οργάνων λαμβάνει υπόψη μια Ευρώπη πολυεθνική και αποκεντρωμένη.

Το Κοινοβούλιο υπενθυμίζει ότι αρύεται επιχείρημα από την αδράνεια των κρατών μελών για να υιοθετήσει τα αναγκαία μέτρα που του επιτρέπουν να αντιμετωπίσει τη συνεχιζόμενη παράλειψη τους, στηρίζοντας τον συλλογισμό του κατ' αναλογία στη σχετική με τη συνέχεια των δημοσίων υπηρεσιών και με τα συντηρητικά μέτρα νομολογία. Το Κοινοβούλιο απορρίπτει την ιδέα ιεραρχίας αρμοδιοτήτων μεταξύ αυτής των κρατών, τα οποία ορίζουν την έδρα των οργάνων δυνάμει του άρθρου 216 της Συνθήκης ΕΟΚ, και αυτής του Κοινοβουλίου, το οποίο, κατά την άσκηση της εξουσίας αυτοοργανώσεώς του, μπορεί να διατηρήσει στις Βρυξέλλες αναγκαίες δομές για την εύρυθμη λειτουργία του.

Το Κοινοβούλιο καταλήγει επομένως ότι σ' αυτό έγκειται να συναγάγει τις νομικές συνέπειες της αδράνειας των κρατών, ότι εναπόκειται στο προσφεύγον να αποδείξει τον ακραίο χαρακτήρα του προσβαλλόμενου ψηφίσματος και, ειδικώς, να αποδείξει ότι αναγκαία υποδομή υπάρχει ήδη σε μεγάλο βαθμό στους διαφόρους τόπους εργασίας για να εγγυάται την αποτελεσματικότητα της κοινοβουλευτικής εργασίας πράγματι, η εξουσία εκτιμήσεως του Κοινοβουλίου ως προς τον τρόπο οργανώσεως του αποτελεί αντικείμενο ελέγχου μόνο σε περίπτωση πρόδηλης πλάνης ή καταχρήσεως εξουσίας.

Όσον αφορά το επιχείρημα που στηρίζει το προσφεύγον στις ανάγκες αποκεντρώσεως της Κοινότητας, το Κοινοβούλιο κρίνει αυτές τις σκέψεις εντελώς άσχετες προς την υπόθεση και αρνείται να αντιλέξει σχετικώς.

IV — Απαντήσεις στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου

Α — Ερώτηση προς το Μεγάλο Δουκάτο του Αουξεμβούργου

« Η προσφυγή στην υπόθεση C-39/89 αφορά αποκλειστικά τους μονίμους και μη μονίμους υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας ή και εκείνους των πολιτικών ομάδων; »

Απάντηση

Η προσφυγή στην υπόθεση C-39/89 αφορά επίσης τους μη μονίμους υπαλλήλους των πολιτικών ομάδων οι οποίοι είναι, παρά την ιδιαίτερη ιεραρχική τους κατάσταση, «υπάλληλοι της Γενικής Γραμματείας », μόνο στον βαθμό που οι εν λόγω υπάλληλοι των πολιτικών ομάδων επηρεάζονται από την προσβαλλομένη απόφαση και ακόμη καθόσον υπάγονται στα « άλλα μέλη του προσωπικού τα οποία καλούνται κυρίως να εργαστούν στις υπηρεσίες του τάδε ή του δείνα βουλευτή » ή ακόμη σ' αυτούς που καλούνται, λόγω του καθήκοντος ελέγχου ή επικουρήσεως, να εργαστούν στον ίδιο τόπο με τις προμνημονευθείσες υπηρεσίες.

Β — Ερωτήσεις προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

« 1)

Το Κοινοβούλιο καλείται να δηλώσει τους λόγους της μεταφοράς του αγγλικού και του πορτογαλικού τομέα της διευθύνσεως δημοσιεύσεων στις Βρυξέλλες.

Προτίθεται να πραγματοποιήσει την ολική ή μερική μεταφορά των άλλων γλωσσικών τομέων;

2)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καλείται να κοινοποιήσει τις προβλέψεις μεταφορών προσωπικού, συνοδεύοντας την απάντηση του με όλα τα χρήσιμα έγγραφα..

3)

Ποιες πρακτικές συνέπειες γνώρισαν οι επίδικες αποφάσεις και το επίδικο ψήφισμα;

4)

α)

Πόσους μονίμους και μη μονίμους υπαλλήλους διέθεταν συνολικά η Γενική Γραμματεία και οι πολιτικές ομάδες (ήτοι συμπεριλαμβανομένων όσων εργάζονταν σε πόλεις διαφορετικές από τους τόπους εργασίας του Κοινοβουλίου);

β)

Πόσοι απ' αυτούς εργάζονταν στους τρεις τόπους εργασίας του Κοινοβουλίου ( προσδιορίζοντας επακριβώς τον αριθμό των εργαζομένων σε καθεμιά από αυτές τις πόλεις )

για τα ακόλουθα έτη:

1958, 1965, 1972, 1977, 1981 έως σήμερα; »

Απάντηση στην ερώτηση 1

Αφού υπενθύμισε τις αρχές που πρυτανεύουν στη μεταφορά υπαλλήλων, όπως προκύπτουν από την έκθεση της ad hoc ομάδας « Information », που προκάλεσε την προσβαλλομένη απόφαση της 1ης Ιουνίου 1988, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διευκρινίζει: εάν αληθεύει ότι η σύσταση αγγλόφωνης ομάδας αποδεικνυόταν πολύ ωφέλιμη λόγω της παρουσίας μεγάλου αριθμού αγγλόφωνων δημοσιογράφων διαπιστευμένων στις Κοινότητες στις Βρυξέλλες, αληθεύει επίσης ότι στο παρόν πλαίσιο, οι γλωσσικοί τομείς δεν υφίστανται πλέον εντός της νέας μονάδας. Καθένας από τους υπαλλήλους της μονάδας συμβάλλει, άνευ διακρίσεως της γλώσσας του, στην επεξεργασία των πληροφοριών. Η αύξηση του όγκου εργασίας κατέστησε αναγκαία την ενίσχυση της ομάδας στις Βρυξέλλες. Για τον λόγο αυτό και όχι για ιδιαίτερους γλωσσικής φύσεως λόγους οι πορτογαλόφωνοι υπάλληλοι τοποθετήθηκαν στις Βρυξέλλες, λαμβανομένου υπόψη ότι, προσληφθέντες εκ νέου κατόπιν της προσχωρήσεως της Πορτογαλίας στις Κοινότητες, οι τελευταίοι ήταν οι μόνοι που δήλωσαν εθελοντές για τοποθέτηση στις Βρυξέλλες, κατά την έννοια της οικείας αποφάσεως.

Προς το παρόν, το Προεδρείο του Κοινοβουλίου δεν προβλέπει καμιά μεταφορά άλλων υπαλλήλων, αλλά από την έκθεση της ad hóe ομάδας συνάγεται ότι τέτοιο ενδεχόμενο δεν αποκλείεται.

Απάντηση στην ερώτηση 2

Προς το παρόν, δεν υπάρχει καμιά συγκεκριμένη πρόβλεψη μεταφοράς υπαλλήλων και ακόμη λιγότερο υπαλληλικών μονάδων. Εν πάση περιπτώσει, ελλείψει διαθεσίμων εγκαταστάσεων στις Βρυξέλλες, καμιά μεταφορά δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί υλικώς.

Λαμβανομένων υπόψη των μακροπροθέσμων προοπτικών στο ζήτημα των εγκαταστάσεων που πρόκειται να κατασκευαστούν, το Κοινοβούλιο καταλήγει ότι για την επόμενη δεκαετία 200 έως 300 υπάλληλοι του Κοινοβουλίου θα μπορούσαν να θιγούν από μέτρο μεταφοράς. Προσθέτει ότι η ύπαρξη διαθεσίμων εγκαταστάσεων στις Βρυξέλλες δεν μπορεί ωστόσο να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται αυτομάτως οποιαδήποτε μεταφορά προσωπικού.

Οι μεταφορές ανταποκρίνονται σε αντικειμενικές επιτακτικές ανάγκες της εύρυθμης λειτουργίας του οργάνου και μπορούν να γίνουν μόνο τηρώντας ακριβώς τα ενδεικνυόμενα κριτήρια.

Απάντηση στην ερώτηση 3

Προκειμένου περί των αποφάσεων που αποτελούν το αντικείμενο της προσφυγής C-213/88, ύστερα από την απόφαση του Προεδρείου, της 1ης Ιουλίου 1988, ελήφθη η διοικητική απόφαση να τοποθετηθούν στις Βρυξέλλες οι τέσσερις ενδιαφερόμενοι υπάλληλοι.

Επίσης, η απόφαση του Προεδρείου της 15ης Ιουνίου 1988 εισήλθε στη φάση εκτελέσεως με την κατασκευή δύο κτιρίων υπό την ονομασία Β3-Β4 και DI.

Το Κοινοβούλιο παρατηρεί επίσης ότι, κατόπιν των συνεδριάσεων του της 10ης και 24ης Μαΐου 1989, το Προεδρείο αποφάσισε να ενισχύσει και να αναδιοργανώσει το κεντρικό γραφείο τύπου περί ου ο λόγος στην προσβαλλομένη απόφαση της 1ης Ιουνίου 1988.

Από τον Σεπτέμβριο του 1989, ένα μέτρο εσωτερικής αναδιοργανώσεως της γενικής διευθύνσεως πληροφοριών και δημοσίων σχέσεων [DG III) υλοποιήθηκε με τη δημιουργία κεντρικής διευθύνσεως τύπου, απόρροια της συγχωνεύσεως του κεντρικού γραφείου τύπου και της διευθύνσεως δημοσιεύσεων. Η εν λόγω αναδόμηση δεν κατέληξε σε καμιά γεωγραφική μεταφορά προσωπικού.

Προκειμένου περί του ψηφίσματος της 18ης Ιανουαρίου 1989 που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής C-329/89, το Προεδρείο του Κοινοβουλίου κάλεσε το σώμα των Κοσμητόρων να του υποβάλει προτάσεις ως προς την κτιριακή πολιτική του οργάνου στους τρεις τόπους εργασίας. Κατόπιν των προτάσεων αυτών, το Προεδρείο του Κοινοβουλίου εξέδωσε απόφαση στις 14 Μαρτίου 1990, την οποία υπέβαλε στην ολομέλεια τον Απρίλιο (EE C 113 της 7.5.1990, σ. 20,21).

Η απόφαση της 14ης Μαρτίου 1990 εγκρίθηκε με ψήφισμα του Κοινοβουλίου της 5ης Απριλίου 1990.

Παραλλήλως, το Κοινοβούλιο αποφάσισε τη σύσταση ομάδας εργασίας για την κτιριακή πολιτική του οργάνου, η δραστηριότητα της οποίας συνεχίζεται μέχρι τώρα.

Απάντηση στην ερώτηση 4

Το Κοινοβούλιο προσκόμισε τους αριθμούς που του ζητήθηκαν υπό μορφή πινάκων οι οποίοι εμφανίζουν το σύνολο των μονίμων και μη μονίμων υπαλλήλων και των υπαλλήλων των πολιτικών ομάδων που είναι τοποθετημένοι στις 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους στο Λουξεμβούργο, στις Βρυξέλλες, στο Στρασβούργο και στα εξωτερικά γραφεία.

Γ — Κοινή ερώτηση προς τους όύο οιαοίκονς

« Μπορούν οι διάδικοι να συμφωνήσουν ως προς τους σχετικούς με το προσωπικό του Κοινοβουλίου αριθμούς στους τρεις τόπους εργασίας; »

Οι εκπρόσωποι των δύο διαδίκων συναντήθηκαν στις 17 Σεπτεμβρίου 1990 για να εξετάσουν τις δυνατότητες απαντήσεως στην ερώτηση. Από αυτή την ανταλλαγή απόψεων προκύπτει ότι τους αριθμούς που αναφέρονται στο υπόμνημα απαντήσεως του Κοινοβουλίου στην υπόθεση C-39/89 δεν αντικρούει το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου.

Η ασυμφωνία δεν αφορά τους αριθμούς αλλά την παρουσίαση τους και τις βάσεις του υπολογισμού.

Ως προς τη διάκριση « θέσεις προβλεπόμενες από τον προϋπολογισμό — κατειλημμένες θέσεις», η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου θεωρεί ότι μόνο οι κατειλημμένες θέσεις πρέπει να ληφθούν υπόψη. Φρονεί ότι αρμόζει να μη ληφθούν περισσότερο υπόψη οι αριθμοί που προκύπτουν από τις θέσεις που προβλέπει ο προϋπολογισμός ούτε και ο αριθμός των 2537 μονίμων υπαλλήλων για το Λουξεμβούργο (την 1η Σεπτεμβρίου 1988) που προτείνει το Κοινοβούλιο στο υπόμνημα αντικρούσεως της 3ης Νοεμβρίου 1988 της υποθέσεως C-213/88, εφόσον ο αριθμός αυτός διαφέρει απ' αυτόν των 2398 υπαλλήλων ( στις 31 Δεκεμβρίου 1988) που αναφέρει το Κοινοβούλιο στην υπόθεση C-39/89, αριθμός επί του οποίου οι διάδικοι συμφώνησαν στις 17 Σεπτεμβρίου 1990.

Ως προς το αν οι υπάλληλοι των πολιτικών ομάδων περιλαμβάνονται στους υπολογισμούς: κατά το Κοινοβούλιο, οι διαφοροποιήσεις οφείλονται στο γεγονός ότι το προσφεύγον δεν διακρίνει μεταξύ των μονίμων και μη μονίμων υπαλλήλων που υπάγονται στην εξουσία του Γενικού Γραμματέα και των υπαλλήλων των πολιτικών ομάδων οι οποίοι υπάγονται στην εξουσία των προέδρων των ομάδων. Το Κοινοβούλιο υπενθυμίζει ότι υπάρχουν θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών προσωπικού και ότι οι επίδικες αποφάσεις και το επίδικο ψήφισμα αφορούν μόνο τη Γενική Γραμματεία και ποτέ τους υπαλλήλους των πολιτικών ομάδων επιβεβαιώνει ως εκ τούτου τους αριθμούς και τα ποσοστά που γνωστοποιήθηκαν με τα διάφορα υπομνήματα του.

Η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση φρονεί ότι, για να μπορέσει να συγκρίνει την ελάχιστη υποδομή, μεταξύ 1982 και 1989, αρμόζει να συμπεριληφθούν στους υπολογισμούς του προσωπικού οι υπάλληλοι των πολιτικών ομάδων.

Επισημαίνει ότι το προσωπικό στις Βρυξέλλες αυξήθηκε κατά θεαματικό τρόπο τόσο χωρίς τους υπαλλήλους των πολιτικών ομάδων όσο και συμπεριλαμβάνοντας τους στους υπολογισμούς: και στις δύο περιπτώσεις διπλασιάστηκε μεταξύ των ετών 1981 και 1988.

Gordon Slynn εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 28ης Νοεμβρίου 1991 ( *1 )

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-213/88 και C-39/89,

Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τον Ronald Mayer και στη συνέχεια από τον Alphonse Berns, διευθυντή των διεθνών οικονομικών σχέσεων στο Υπουργείο Εξωτερικών, επικουρούμενους από τον André Elvinger, δικηγόρο Λουξεμβούργου, με αντίκλητο τον τελευταίο, 1.5, Côte d'Eich,

προσφεύγον,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπουμένου από τον Francesco Pasetti Bombardella και τον Jorge Campinos, jurisconsultes, επικουρούμενους από τον Christian Pennera, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, και τον Michel Waelbroeck, δικηγόρο Βρυξελλών, με τόπο επιδόσεων τη Γενική Γραμματεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Kirchberg,

καθού,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως του Προεδρείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 1ης και της 2ας Ιουνίου 1988, που τιτλοφορείται « Υπηρεσίες πληροφοριών και δημοσίων σχέσεων στις Βρυξέλλες » και της αποφάσεως του Προεδρείου της 15ης Ιουνίου 1988 που τιτλοφορείται « Σημείωμα σχετικά με τις μεσοπρόθεσμες προβλέψεις για τις δραστηριότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στους τρεις συνήθεις τόπους εργασίας », καθώς και του ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 18ης Ιανουαρίου 1989, περί της έδρας των οργάνων και του κυρίου τόπου εργασίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ( ΕΕ C 47, σ. 88 ),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, Sir Gordon Slynn, R. Joliét, β. Α. Schockweiler και Ρ. J. G. Kapteyn, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, J. C. Moitinho de Almeida, G. C. Rodríguez Iglesias και M. Diez de Velasco, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: C. Ο. Lenz

γραμματέας: D. Louterman, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχουντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε την αγόρευση των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 31ης Ιανουαρίου 1991,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 25ης Απριλίου 1991,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με δύο δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την 1η Αυγούστου 1988 και στις 16 Φεβρουαρίου 1989, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου ζήτησε, δυνάμει των άρθρων 31 και 38 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΟΚ και του άρθρου 146 της Συνθήκης ΕΚΑΕ, την ακύρωση, αφενός, της αποφάσεως του Προεδρείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 1ης και 2ας Ιουνίου 1988, που τιτλοφορείται « Υπηρεσίες πληροφοριών και δημοσίων σχέσεων στις Βρυξέλλες » και της αποφάσεως του Προεδρείου της 15ης Ιουνίου 1988 που τιτλοφορείται « Σημείωμα σχετικά με τις μεσοπρόθεσμες προβλέψεις για τις δραστηριότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στους τρεις συνήθεις τόπους εργασίας » ( υπόθεση C-213/88 ) και, αφετέρου, του ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 18ης Ιανουαρίου 1989, περί της έδρας των οργάνων και του κυρίου τόπου εργασίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ( ΕΕ C 47, σ. 88 ) ( υπόθεση C-39/89 ).

Προσφυγή C-231/88

2

Η απόφαση του Προεδρείου του Κοινοβουλίου, της 1ης και 2ας Ιουνίου 1988, ελήφθη βάσει εκθέσεως του Γενικού Γραμματέα του Κοινοβουλίου που εξετάστηκε στις 15 και στις 17 Δεκεμβρίου 1987 και αποσκοπούσε στη θέσπιση, κατόπιν αιτήσεως του Διευ-ρυνθέντος Προεδρείου, των αναγκαίων μέτρων για την ενίσχυση των υπηρεσιών πληροφοριών στις Βρυξέλλες. Περιλαμβάνει πολλά έγγραφα.

3

Από απόσπασμα των πρακτικών της συνεδριάσεως του Προεδρείου του Κοινοβουλίου της 1ης Ιουνίου 1988, που τιτλοφορείται « Υπηρεσίες πληροφοριών και δημοσίων σχέσεων στις Βρυξέλλες » ( έγγραφο ΡΕ 122.508/Bur. ), προκύπτει ότι το Προεδρείο έλαβε γνώση της εκθέσεως της 19ης Μαΐου 1988 της ad hoc ομάδας « Ενημέρωση » με τίτλο « Ενίσχυση των υπηρεσιών πληροφοριών στις Βρυξέλλες » ( ΡΕ 122.503/Bur. ), εξέφρασε τη συμφωνία του επί των γενικών κατευθυντηρίων γραμμών που περιείχε το έγγραφο αυτό και ανέθεσε στον Γενικό Γραμματέα να φροντίσει για τη συγκέντρωση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την εφαρμογή των προτάσεων που έγιναν δεκτές.

4

Από την έκθεση αυτή προκύπτει ότι « το κεντρικό γραφείο τύπου πρέπει να παραμείνει ξεχωριστό από το γραφείο πληροφοριών των Βρυξελλών » και ότι, « για την εκτέλεση των καθηκόντων της, η υπηρεσία αυτή ( δηλαδή το κεντρικό γραφείο τύπου ) μπορεί να βασίζεται στη συμβολή των τομέων της υπηρεσίας των δημοσιεύσεων τα οποία μεταφέρθηκαν στις Βρυξέλλες ». Η ad hoc ομάδα κατέληξε στο συμπέρασμα « ότι συναφής ενίσχυση των δραστηριοτήτων πληροφορήσεως στις Βρυξέλλες απαιτεί, εντός συντόμου προθεσμίας, τη μεταφορά ορισμένου αριθμού υπαλλήλων, εν αναμονή των μεταγενεστέρων εξελίξεων ». Η ad hoc ομάδα θεωρεί, ειδικότερα, ότι, « έστω και σε μεταβατικό στάδιο, θα έπρεπε να μεταφερθούν, σταδιακά, ορισμένοι γλωσσικοί τομείς της υπηρεσίας δημοσιεύσεων, εγκατεστημένα επί του παρόντος στο Λουξεμβούργο, διατηρούμενης της γεωγραφικής ενότητας των ομάδων και χωρίς την εξασθένιση των κανονικών δραστηριοτήτων». Μετά τη μεταφορά του αγγλικού τομέα αυτής της υπηρεσίας, την οποία αποφάσισε το Προεδρείο στις 15 Δεκεμβρίου 1987 και προέβλεψε για την 1η Σεπτεμβρίου 1988, το σχέδιο αυτό αποσκοπεί στη μεταφορά, από την 1η Ιανουαρίου 1989, του πορτογαλικού τομέα, οι τέσσερις υπάλληλοι του οποίου είχαν συμφωνήσει συναφώς. Σχεδιάζεται επίσης η μεταφορά άλλων γλωσσικών τομέων.

5

Κατά την έκθεση της ad hoc ομάδας:

« η μεταφορά των υπαλλήλων στις Βρυξέλλες προσκρούει σε τέσσερις βασικές δυσκολίες:

α)

στη νομική κατάσταση που δημιουργήθηκε από την απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η οποία απαγορεύει τη μεταφορά ολοκλήρων υπηρεσιών

β)

στο κριτήριο της βουλήσεως που απαιτεί τη συμφωνία των οικείων υπαλλήλων

γ)

στις τεχνικές συνθήκες που υπάρχουν στις Βρυξέλλες ( διαθεσιμότητα εγκαταστάσεων, τεχνικός εξοπλισμός )·

δ)

στις λειτουργικές πλευρές (αποτελεσματικότητα των μέτρων, διαφύλαξη των σημαντικών δραστηριοτήτων που ασκούνται από τις υπηρεσίες που πρόκειται να μεταφερθούν, κ.λπ. ) ».

6

Η προαναφερθείσα απόφαση της 15ης Ιουνίου 1988 αποτελείται από το σημείο 4.1 των πρακτικών της συνεδριάσεως του Προεδρείου του Κοινοβουλίου, που τιτλοφορείται « Σημείωμα σχετικά με τις μεσοπρόθεσμες προβλέψεις για τις δραστηριότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στους τρεις συνήθεις τόπους εργασίας ».

7

Με το κείμενο αυτό αποδεικνύεται ότι το Προεδρείο έλαβε καταρχάς γνώση περισσοτέρων υπομνημάτων του Γενικού Γραμματέα και της γενικής διευθύνσεως της διοικήσεως περί των μεσοπρόθεσμων προβλέψεων για τις δραστηριότητες του Κοινοβουλίου στους τρεις τόπους εργασίας, για τον ρυθμό προόδου των υπό κατασκευή ακινήτων στις Βρυξέλλες και στο Στρασβούργο και για τον ρυθμό προόδου των έργων τωνακι-νήτων που προορίζονται για το Κοινοβούλιο και τα όργανα του στους συνήθεις τόπους εργασίας. Έλαβε επίσης γνώση του αποσπάσματος των πρακτικών της συνεδριάσεως του Προεδρείου που εξουσιοδοτεί τον Γενικό Γραμματέα να « αναζητήσει διαθέσιμα επιπλέον γραφεία και αίθουσες συνεδριάσεων στις Βρυξέλλες », καθώς και του εγγράφου του Προέδρου περί της συναντήσεως των προέδρων των κοινοβουλευτικών επιτροπών, ενόψει των αναγκών των διαφόρων επιτροπών στις Βρυξέλλες.

8

Με την ίδια αυτή απόφαση, το Προεδρείο επικύρωσε στη συνέχεια το περιεχόμενο του υπομνήματος του Γενικού Γραμματέα της 6ης Ιουνίου 1988, το οποίο συνιστά « ευρύτερη προσφυγή στο άρθρο 37 του κανονισμού (ήτοι του “ εσωτερικού κανονισμού του Κοινοβουλίου ” ) που θα επέτρεπε τη μεταβίβαση στις επιτροπές της εξουσίας λήψεως αποφάσεων » και προτείνει « την αύξηση του αριθμού των αιθουσών συνεδριάσεων στις Βρυξέλλες και την κατασκευή αίθουσας ικανής να χωρέσει ταυτοχρόνως περισσότερες επιτροπές ή μια μεγάλη επιτροπή εξουσιοδοτημένη να αποφασίσει στη θέση του Κοινοβουλίου το οποίο, ωστόσο θα εκαλείτο να επικυρώσει τις εν λόγω αποφάσεις άνευ συζητήσεως ».

9

Τέλος, αφού άκουσε διάφορες απόψεις, με την ίδια αυτή απόφαση, το Προεδρείο κυρίως:

επέλεξε ορισμένα σχέδια για την κατασκευή ακινήτων στις Βρυξέλλες

εξουσιοδότησε τον Γενικό Γραμματέα να προβεί, σύμφωνα με το υπόμνημα που του υπέβαλε, σε όλα τα αναγκαία διαβήματα για να εξασφαλίσει τις νέες εγκαταστάσεις του Κοινοβουλίου εντός του 1990'

επιδοκίμασε τους προσανατολισμούς του Γενικού Γραμματέα περί του ορθολογισμού των δραστηριοτήτων του Κοινοβουλίου.

Προσφυγή C-39/89

10

Στο προαναφερθέν ψήφισμα της 18ης Ιανουαρίου 1989, το Κοινοβούλιο διαπιστώνει ότι οι κυβερνήσεις των κρατών μελών δεν έχουν ακόμη εκπληρώσει την υποχρέωση καθορισμού της έδρας των οργάνων της Κοινότητας, σύμφωνα με τα άρθρα 77 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, 216 της Συνθήκης ΕΟΚ και 189 της Συνθήκης ΕΚΑΕ. Θεωρεί ότι, ελλείψει εκδόσεως σχετικής αποφάσεως, η εκπλήρωση των προσθέτων καθηκόντων που του αναθέτει η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη και η ταυτόχρονη άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας, της ψηφίσεως του προϋπολογισμού και του ελέγχου που του αναθέτουν οι προηγούμενες Συνθήκες καθιστούν αναγκαία μια αναδιοργάνωση σε μεγάλη κλίμακα και μείωση του υφισταμένου βαθμού διασποράς των δραστηριοτήτων του και του προσωπικού του μεταξύ τριών τόπων εργασίας. Κατά συνέπεια, το Κοινοβούλιο, κυρίως:

«(...)

7.

αποφασίζει (... ) να αναζητήσει ικανοποιητικότερες λύσεις για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που του επιβάλλει η κοινοτική νομοθεσία και το προφανές δικαίωμα ενός Κοινοβουλίου που εκλέγεται με άμεση και καθολική ψηφοφορία

(...)

9.

αναθέτει στο Προεδρείο του να φροντίσει το συντομότερο ώστε το Κοινοβούλιο να διαθέτει όλο το προσωπικό και την υποδομή που χρειάζεται για να εκπληρώνει πλήρως και αποτελεσματικά τα καθήκοντα του στους τόπους όπου διεξάγονται οι συνεδριάσεις της ολομελείας και οι λοιπές κοινοβουλευτικές συνεδριάσεις, λαμβάνοντας υπόψη τα όσα αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3

10.

θεωρεί ιδίως ότι, για την απρόσκοπτη λειτουργία του Κοινοβουλίου, απαιτείται η εγκατάσταση στις Βρυξέλλες του προσωπικού που ασχολείται με τις ακόλουθες δραστηριότητες:

Επιτροπές και Αντιπροσωπείες,

Πληροφορίες και Δημόσιες Σχέσεις,

Μελέτες και Έρευνα,

καθώς και

το προσωπικό του οποίου βασικός ρόλος είναι να παρέχει άμεσα υπηρεσία στους βουλευτές και

εκείνο το προσωπικό το οποίο εξαιτίας της εποπτικής αποστολής ή του ρόλου υποστηρίξεως που διαδραματίζει οφείλει να βρίσκεται στον ίδιο χώρο με τους προαναφερθέντες·

11.

συμπεραίνει, ότι προκειμένου να εκτελεί αποτελεσματικά τα αυξημένα του καθήκοντα, έχει καταστεί απαραίτητο να πραγματοποιεί πρόσθετες και συμπληρωματικές συνόδους ολομέλειας οι οποίες να συμπίπτουν με μία ή περισσότερες από τις εβδομάδες που είναι αφιερωμένες στις συνεδριάσεις των επιτροπών ή των πολιτικών ομάδων

(...)

16.

αναθέτει στον Πρόεδρο του, τον Γενικό Γραμματέα, το Προεδρείο, το Διευρυνθέν Προεδρείο και το Σώμα των Κοσμητόρων να προβούν ταχέως στις απαραίτητες ενέργειες, συμπεριλαμβανομένων και των διαβουλεύσεων με το προσωπικό,προκειμένου να εφαρμοσθούν τα ανωτέρω κυρίως με την ενοικίαση ή την αγορά νέων χώρων καθώς και τη διακοπή της μισθώσεως κτιρίων που δεν χρειάζονται πλέον

17.

τονίζει τον επείγοντα χαρακτήρα της καταστάσεως και την ανάγκη να πραγματοποιηθούν όλες οι αλλαγές που προβλέπουν οι παράγραφοι 9, 10 και 11 μόλις εξασφαλισθούν οι σχετικές εγκαταστάσεις ».

11

Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου ζητεί την ακύρωση του εν λόγω ψηφίσματος στο σύνολο του, αλλά κυρίως στα προπαρατεθέντα σημεία 7, 9,10,16 και 17.

12

Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς το νομικό πλαίσιο και τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά του φακέλου δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο.

Επί του παραδεκτού

Ως προς το παραδεκτό της προσφυγής C-213/88

13

Το Κοινοβούλιο αμφισβητεί το παραδεκτό της εν λόγω προσφυγής, για τον λόγο ότι οι δύο αποφάσεις του Προεδρείου κατά των οποίων στρέφεται, είναι πράξεις εσωτερικής οργανώσεως και κατά πάγια νομολογία τέτοιες πράξεις δεν μπορούν να προσβληθούν με προσφυγή ακυρώσεως. Συναφώς αναφέρεται κυρίως στη Διάταξη της 4ης Ιουνίου 1986, υπόθεση 78/85, Ομάδα των Κομμάτων της Ευρωπαϊκής Δεξιάς κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 1986, σ. 1753), και στην απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 1988, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 358/85 και 51/86, Γαλλία κατά Κοινοβουλίου ( Συλλογή 1988, σ. 4821 ).

14

Το Μεγάλο Δουκάτο ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο απέρριψε ήδη τον λόγο αυτό με τις αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 1983 και της 10ης Απριλίου 1984, υποθέσεις 230/81 και 108/83 αντιστοίχως, Λουξεμβούργο κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 1983, σ. 255, και Συλλογή 1984, σ. 1945 αντιστοίχως), περί των ψηφισμάτων του Κοινοβουλίου για την έδρα και τους τόπους εργασίας. Προσθέτει ότι οι αποφάσεις που αναφέρει το Κοινοβούλιο αφορούν αφενός τη σύσταση ερευνητικής επιτροπής και αφετέρου την οργάνωση συζητήσεως επικαιρότητας και δεν συνιστούν ως εκ τούτου μεταβολή της νομολογίας.

15

Για να καθοριστεί αν μια πράξη μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 173, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης, πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί ότι, κατά παγία νομολογία, πρέπει να εξετασθεί η φύση μάλλον της εν λόγω πράξεως παρά η μορφή της και να διευκρινιστεί αν προορίζεται να παραγάγει έννομα αποτελέσματα (απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, υπόθεση 114/86, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 5289, σκέψη 12 ).

16

Επιβάλλεται εντούτοις η διαπίστωση ότι το ζήτημα αν οι αποφάσεις της 1ης και 2ας Ιουνίου και της 15ης Ιουνίου 1988 αφορούν αποκλειστικά την εσωτερική οργάνωση των υπηρεσιών και εργασιών του Κοινοβουλίου και το αν παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων συνδέεται αρρήκτως με την εξέταση του περιεχομένου τους και με την εξέταση της προσφυγής ως προς την ουσία. Το Δικαστήριο πρέπει επομένως να προχωρήσει στην επί της ουσίας εξέταση της προσφυγής C-213/88.

Ως προς το παραδεκτό της προσφυγής CS9/89

17

Το Κοινοβούλιο υπέβαλε ένσταση απαραδέκτου της εν λόγω προσφυγής η οποία στηρίζεται αφενός στην αοριστία του δικογράφου και αφετέρου στη φύση της προσβαλλομένης πράξεως, ήτοι ψηφίσματος που στερείται κάθε δεσμευτικού αποτελέσματος.

Ο λόγος που στηρίζεται στην αοριστία του δικογράφου

18

Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι το δικόγραφο δεν πληροί τους όρους του άρθρου 38, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Συναφώς, ισχυρίζεται ότι μόνο το γεγονός της επικλήσεως της αναρμοδιότητας του οργάνου ή παραβάσεως εκ μέρους του των διατάξεων της Συνθήκης δεν αρκεί για να αμφισβητηθεί η νομιμότητα πράξεως του ιδίου αυτού οργάνου. Το να θεωρηθεί παραδεκτή μια τέτοια προσφυγή, θα κατέληγε σε πραγματική αντιστροφή του βάρους της αποδείξεως η οποία θα επέβαλε στο καθού να αποδείξει ότι η προσβαλλομένη πράξη δεν εκδόθηκε καθ' υπέρβαση εξουσίας.

19

Κατά τη Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση, το δικόγραφο βαίνει πέραν των τυπικών προϋποθέσεων του άρθρου 38, παράγραφος 1, διότι προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς, που αφορά το ψήφισμα στο σύνολο του, αλλά κυρίως ορισμένα σημεία του και στηρίζει λεπτομερώς τους λόγους που επικαλείται, ήτοι την υπέρβαση εξουσίας του Κοινοβουλίου και την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Το προσφεύγον φρονεί επιπλέον ότι η επιχειρηματολογία του Κοινοβουλίου ξεκινά από νομική πλάνη καθόσον τοποθετείται στο πεδίο της αποδείξεως των ισχυρισμών που διατυπώνονται στο δικόγραφο, το οποίο πεδίο είναι τελείως άσχετο με την από πλευράς τύπου ορθότητα του δικογράφου.

20

Πρέπει να επισημανθεί ότι από το δικόγραφο προκύπτει σαφώς ότι οι όροι που θέτει το άρθρο 38, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας πληρώθηκαν εφόσον αυτό περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο και την κατοικία του προσφεύγοντος, τον προσδιορισμό του καθού, το αντικείμενο της διαφοράς και τη συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών, καθώς και τα αιτήματα της προσφυγής.

21

Επιβάλλεται επίσης η διαπίστωση ότι το προσβαλλόμενο ψήφισμα επισυνάφθηκε στο δικόγραφο της προσφυγής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, και ότι δεν υποχρεούται ο καθού να προτείνει αποδεικτικά μέσα ελλείψει σαφούς αμφισβητήσεως σ' αυτό το στάδιο της διαδικασίας. Κατά συνέπεια, δεν χρειάζεται να εξεταστεί το ζήτημα του βάρους της αποδείξεως που έθεσε το Κοινοβούλιο εφόσον, όπως υπογραμμίζει η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση, αμφισβητείται εν προκειμένω η από πλευράς τύπου ορθότητα της προσφυγής και όχι το βάσιμο της.

22

Ο λόγος αυτός πρέπει επομένως να απορριφθεί.

Ο λόγος που στηρίζεται στη φύση της προσβαλλομένης πράξεως

23

Το Κοινοβούλιο υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο, στην απόφαση της 11ης Ιουλίου 1985, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 87/77, 130/77, 22/83, 9/84 και 10/84, Salerno κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 1985, σ. 2523, σημείο 59), έκρινε ότι τα ψηφίσματα δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα. Κατά την άποψη του, το επίδικο ψήφισμα δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, διότι δεν έχει τον χαρακτήρα αποφάσεως. Ισχυρίζεται ότι, και αν υποτεθεί ότι το ψήφισμα παράγει ορισμένα νομικά αποτελέσματα, ανάγεται στο αυστηρό πλαίσιο της εξουσίας εσωτερικής οργανώσεως που διαφεύγει του δικαστικού ελέγχου. Προσθέτει τέλος ότι το ψήφισμα το οποίο αφορά η παρούσα υπόθεση δεν παράγει νομικό αποτέλεσμα ενόψει της ελλείψεως ακριβείας ως προς τον ακριβή αριθμό των προτάσεων που διατυπώθηκαν.

24

Πρέπει να παρατηρηθεί ότι η εκτίμηση του νομικού αποτελέσματος του επιδίκου ψηφίσματος συνδέεται άρρηκτα με την εξέταση του περιεχομένου του ( προαναφερθείσα απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 1983, υπόθεση 230/81, Συλλογή 1983, σ. 255, σκέψη 30 ).

25

Συναφώς, αρκεί να διαπιστωθεί ότι στην προαναφερθείσα απόφαση Salerno το επίμαχο ψήφισμα εξέφραζε τη γνώμη του Κοινοβουλίου επί προτάσεως ψηφίσματος της Επιτροπής και συνιστούσε μόνο ένα στάδιο της διαδικασίας επεξεργασίας των κοινοΙ - 5698 τικών κανόνων, ενώ το ψήφισμα που αφορά η παρούσα υπόθεση υποδεικνύει τα μέτρα που θεωρούνται απαραίτητα για μείζονα αναδιοργάνωση και μείωση της υφισταμένης διασποράς των δραστηριοτήτων και του προσωπικού του οργάνου αυτού σε τρεις τόπους εργασίας.

26

Ειδικότερα, το ψήφισμα ορίζει, ακριβώς στο σημείο 10, το προσωπικό που είναι επιφορτισμένο με ορισμένες δραστηριότητες και του οποίου η παρουσία είναι, κατά την εκτίμηση του Κοινοβουλίου, αναγκαία στις Βρυξέλλες και αναθέτει, στο σημείο 16, στον Πρόεδρο, τον Γενικό Γραμματέα και τους Κοσμήτορες να λάβουν ταχέως όλα τα απαιτούμενα για την εφαρμογή του ψηφίσματος μέτρα, κυρίως όσον αφορά τα ακίνητα.

27

Διαπιστώνεται επομένως ότι το προσβαλλόμενο ψήφισμα έχει χαρακτήρα αποφάσεως και ότι τα αποτελέσματα του θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να επηρεάσουν τις εγγυήσεις για το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου που πηγάζουν από τα σχετικά με την έδρα και τους τόπους εργασίας του Κοινοβουλίου κείμενα, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο.

28

Επομένως ο λόγος αυτός πρέπει ομοίως να απορριφθεί και, ως εκ τούτου, η ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής στο σύνολο της.

Ως προς την ουσία

29

Πρέπει να υπομνηστεί, πρώτον, ότι το Κοινοβούλιο έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει, δυνάμει της εξουσίας εσωτερικής οργανώσεως που του παρέχουν τα άρθρα 25 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, 142 της Συνθήκης ΕΟΚ και 112 της Συνθήκης ΕΚΑΕ, κατάλληλα μέτρα για την εξασφάλιση της απρόσκοπτης λειτουργίας του και της διεξαγωγής των εργασιών του. Πάντως, βάσει του κανόνα που επιβάλλει στα κράτη μέλη και στα κοινοτικά όργανα αμοιβαία καθήκοντα ειλικρινούς συνεργασίας, που απορρέουν ιδίως από το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΟΚ, οι αποφάσεις του Κοινοβουλίου πρέπει να μη θίγουν την αρμοδιότητα των κυβερνήσεων των κρατών μελών να ορίζουν την έδρα των οργάνων και τις αποφάσεις που εν τω μεταξύ έχουν προσωρινά ληφθεί ( προαναφερθείσα απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 1983, 230/81, σκέψη 38 ).

30

Πρέπει να υπομνηστεί, δεύτερον, ότι το άρθρο 4 της αποφάσεως της 8ης Απριλίου 1965, περί της προσωρινής εγκαταστάσεως ορισμένων οργάνων και ορισμένων υπηρεσιών των Κοινοτήτων ( JO 1965, 152, σ. 18 ), προβλέπει ότι « η Γενική Γραμματεία της Συνελεύσεως και οι υπηρεσίες της παραμένουν στο Λουξεμβούργο ». Πρέπει ομοίως να υπογραμμιστεί ότι το Δικαστήριο, στην προαναφερθείσα απόφαση, διευκρίνισε ότι το Κοινοβούλιο πρέπει να είναι σε θέση να διατηρεί στους διαφόρους τόπους εργασίας, εκτός του τόπου εγκαταστάσεως της Γραμματείας του, την υποδομή που είναι απαραί-- τητη για την εξασφάλιση της εκπληρώσεως, σε όλους αυτούς τους τόπους, των καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί από τις Συνθήκες. Εντός των ορίων αυτών, η εγκατάσταση μιας τέτοιας υποδομής εκτός του τόπου εγκαταστάσεως της Γραμματείας _μπορεί συνεπώς να είναι σύμφωνη προς τις ανωτέρω εκτεθείσες αρχές που διέπουν τις αντίστοιχες αρμοδιότητες των κρατών μελών και του Κοινοβουλίου επί του θέματος (προαναφερθείσα απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 1983, υπόθεση 230/81, σκέψη 54). Το Δικαστήριο προσέθεσε πάντως ότι κάθε απόφαση περί μεταφοράς πλήρους ή μερικής, de jure ή de facto, της Γενικής Γραμματείας του Κοινοβουλίου ή των υπηρεσιών του, θα συνιστούσε παράβαση του άρθρου 4 της αποφάσεως της 8ης Απριλίου 1965 και των εγγυήσεων που η απόφαση αυτή προορίζετο να δώσει στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου (προαναφερθείσα απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 1983, υπόθεση 230/81, σκέψη 55 ).

31

Υπό το πρίσμα των σκέψεων αυτών πρέπει να εξεταστεί αν οι επίδικες αποφάσεις και το επίδικο ψήφισμα σέβονται τα όρια που επιβάλλονται στην εξουσία εσωτερικής οργανώσεως του Κοινοβουλίου.

Ως προς την απόφαση της 1ης και 2ας Ιουνίου 1988

32

Η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η εγκατάσταση αυτόνομης υπηρεσίας στις Βρυξέλλες, υπό την επωνυμία κεντρικό γραφείο τύπου, δεν συνιστά την απαραίτητη υποδομή για την εξασφάλιση, στον τόπο εργασίας των Βρυξελλών, των αποστολών που έχουν ανατεθεί στο Κοινοβούλιο από τη Συνθήκη. Θεωρεί επίσης ότι η μεταφορά του πορτογαλικού γλωσσικού τομέα της υπηρεσίας δημοσιεύσεων συνιστά παράνομη μεταφορά διοικητικής μονάδας κατά παράβαση της προαναφερθείσας αποφάσεως της 8ης Απριλίου 1967, διότι εντάσσεται σε συνολικό σχέδιο και δεν ικανοποιεί το κριτήριο του απαραιτήτου χαρακτήρα των αναγκαίων για τη λειτουργία του Κοινοβουλίου υποδομών. Υπογραμμίζει επιπλέον, ότι ο σύνδεσμος μεταξύ του κεντρικού γραφείου τύπου και των τομέων της υπηρεσίας δημοσιεύσεων καταλήγει να παραγνωρίζει την εγκατάσταση του Γραφείου Εκδόσεων στο Λουξεμβούργο που έχει επικυρώσει το άρθρο 8 της προαναφερθείσας αποφάσεως της 8ης Απριλίου 1965.

33

Το Κοινοβούλιο ισχυρίζεται ότι, παρά την ενδεχόμενη ασάφεια ως προς το σημείο αυτό στην απόφαση της 1ης και 2ας Ιουνίου 1988, το κεντρικό γραφείο τύπου λειτουργεί στις Βρυξέλλες από το 1980, ανεξαρτήτως του γραφείου πληροφοριών που βρίσκεται στην ίδια πόλη. Ως εκ τούτου, κατά την άποψη του καθού, το αντικείμενο της αποφάσεως δεν είναι η εγκατάσταση, αλλά η ενίσχυση του εν λόγω γραφείου το οποίο, ελλείψει αυτής, δεν μπορούσε πλέον να εκπληρώσει την αποστολή πληροφορήσεως ενόψει της εκτάσεως των αρμοδιοτήτων του Κοινοβουλίου και της αναπτύξεως των δραστηριοτήτων του σ' αυτή την πόλη.

34

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι εναπόκειται σε κάθε όργανο να προσδιορίζει τις μεθόδους, τους τρόπους και τα μέσα της πολιτικής πληροφορήσεως που ασκεί, υπό την επιφύλαξη των ορίων που του επιβάλλει το κοινοτικό δίκαιο. Όμως η υποχρέωση πληροφορήσεως της κοινής γνώμης για τις δραστηριότητες ενός οργάνου είναι ακόμη περισσότερο αναγκαία προκειμένου περί Κοινοβουλίου εκλεγμένου με καθολική και άμεση ψηφοφορία, το οποίο συμμετέχει εν ονόματι των ψηφοφόρων του στη νομοθετική διαδικασία.

35

Πρέπει να προστεθεί ότι τα καθήκοντα που ανατίθενται στο κεντρικό γραφείο τύπου, όπως περιγράφονται στην προπαρατεθείσα αναφορά της ad hoc ομάδας, συνδέονται προδήλως με τις πολιτικές δραστηριότητες του Κοινοβουλίου που διεξάγονται στις Βρυξέλλες. Πρόκειται πράγματι:

για εξασφάλιση των επαφών με τον διαπιστευμένο στις Βρυξέλλες ευρωπαϊκό τύπο'

για σύνταξη και διάδοση της καθημερινής ενημερώσεως περί των εργασιών των κοινοβουλευτικών επιτροπών και αντιπροσωπειών

για διαχείριση της υπηρεσίας επικαίρων και του μελλοντικού δικτύου πληροφορικής Epistel, η υλοποίηση του οποίου πρέπει να επιταχυνθεί'

για συνεργασία με τις υπηρεσίες πληροφοριών των πολιτικών ομάδων

για οργάνωση των διευκολύνσεων και των δομών υποδοχής για τους διαπιστευμένους στους διαφόρους τόπους εργασίας του οργάνου δημοσιογράφους και για διαχείριση της αίθουσας τύπου των Βρυξελλών.

36

Κατά συνέπεια και καθόσον σημαντικό μέρος των κοινοβουλευτικών δραστηριοτήτων διεξάγεται στις Βρυξέλλες όπου είναι διαπιστευμένος μεγάλος αριθμός δημοσιογράφων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ενίσχυση της υπηρεσίας τύπου στην ίδια αυτή πόλη, αναγκαία για την εκπλήρωση της αποστολής πληροφορήσεως που αναγνωρίζεται στο Κοινοβούλιο στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εσωτερικής οργανώσεως δεν βαίνει πέραν του περιθωρίου εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται στο Κοινοβούλιο κατά την άσκηση της εξουσίας εσωτερικής οργανώσεως.

37

Έπεται ότι ή τοποθέτηση, στο κεντρικό γραφείο τύπου, των τεσσάρων υπαλλήλων του πορτογαλικού τομέα της υπηρεσίας δημοσιεύσεων πρέπει να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται στην ανάγκη ενισχύσεως του εν λόγω γραφείου.

38

Πρέπει, επιπλέον, να απορριφθεί το επιχείρημα που προβάλλει η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση κατά της μεταφοράς μελών της υπηρεσίας δημοσιεύσεων και το οποίο στηρίζεται στην εγκατάσταση στο Λουξεμβούργο του Γραφείου Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Πράγματι, η δυνατότητα της Γραμματείας του Κοινοβουλίου να έχει στη διάθεση της μέρος των υπηρεσιών αναπαραγωγής και διανομής εγγράφων, προορισμένων για τις επιτροπές και τις πολιτικές ομάδες ή συνταγμένων απ' αυτές, ανταποκρίνεται στην ανάγκη εξασφαλίσεως συναφώς υπηρεσίας απαραίτητης στον τόπο όπου λαμβάνουν χώρα οι συνεδριάσεις των επιτροπών και των πολιτικών ομάδων.

39

Πρέπει επομένως να απορριφθούν τα αιτήματα της προσφυγής που έχουν ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της 1ης και 2ας Ιουνίου 1988.

Ως προς την απόφαση της 15ης Ιουνίου 1988

40

Με την επίδικη απόφαση, το Προεδρείο του Κοινοβουλίου επέλεξε δύο σχέδια για την κατασκευή κτιρίων στις Βρυξέλλες και ενέκρινε έκθεση της 6ης Ιουνίου 1988 της Γενικής Γραμματείας, κατά την οποία το Κοινοβούλιο πρέπει να αναζητήσει στις Βρυξέλλες περίπου τριακόσια μέχρι τριακόσια πενήντα διαθέσιμα επιπλέον γραφεία, δύο ή τρεις αίθουσες συνεδριάσεων τουλάχιστον διακοσίων μέχρι διακοσίων πενήντα θέσεων, που καθιστούν δυνατές τις συνεδριάσεις των μεγάλων πολιτικών ομάδων και, ενδεχομένως, τις συσκέψεις περισσοτέρων κοινοβουλευτικών επιτροπών, που συνεδριάζουν σε κοινή συνεδρίαση, καθώς και χώρους απαραίτητους για τις υπηρεσίες αναπαραγωγής και διανομής. Όμως, τα σχέδια για κατασκευή κτιρίων, που έκανε δεκτά το Προεδρείο, αποσκοπούσαν, κατά την απόφαση αυτή, να καλύψουν αυτές τις ανάγκες.

41

Η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση θεωρεί ότι τα σχέδια για κατασκευή κτιρίων που έκανε δεκτά το Προεδρείο, ακόμη και αν δικαιολογούνται από την ανάγκη να καταστεί δυνατή η στέγαση μιας « μεγάλης επιτροπής », είναι στην πραγματικότητα η προέκταση των αποφάσεων μεταφοράς υπηρεσιών και, ως τέτοια, δεν ανταποκρίνονται σε ανάγκες απαραίτητης υποδομής και παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας. Κατά τη Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση, πράγματι, η σύσταση « μεγάλης επιτροπής » δεν εναπόκειται,^ σε επίπεδο εξουσίας λήψεως αποφάσεων, στο Προεδρείο, αλλά στο ίδιο το Κοινοβούλιο και είναι, ως εκ τούτου, μέλλουσα και υποθετική.

42

Από την έκθεση του Γενικού Γραμματέα και την απόφαση του Προεδρείου προκύπτει ότι σκοπός του Κοινοβουλίου είναι να θέσει στη διάθεση των βουλευτών, των πολιτικών ομάδων και της Γενικής Γραμματείας ικανοποιητικό αριθμό γραφείων και αιθουσών συνεδριάσεων. Ο σκοπός αυτός μπορεί να επιδιωχθεί από το Κοινοβούλιο στο πλαίσιο της εξουσίας εσωτερικής οργανώσεως του.

43

Εξάλλου, όπως παρατήρησε το Κοινοβούλιο, η διατύπωση « μεγάλη επιτροπή » που χρησιμοποιεί το Προεδρείο στην προσβαλλομένη απόφαση και ο Γενικός Γραμματέας εμπίπτει στη διαδικασία του άρθρου 37 του εσωτερικού κανονισμού του Κοινοβουλίου που δεν προκάλεσε ποτέ την παραμικρή κριτική εκ μέρους των κρατών μελών ή του Συμβουλίου. Πράγματι, κατ' εφαρμογή αυτής της διατάξεως, η ολομέλεια του Κοινοβουλίου μπορεί να παραπέμψει αίτηση γνώμης ή γνωμοδότηση στην αρμόδια επιτροπή με εξουσία λήψεως αποφάσεως.

44

Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η συνεδρίαση κατά την οποία αποφασίζει η επιτροπή είναι δημόσια, πράγμα από το οποίο συνάγεται εμμέσως ότι είναι διαθέσιμες για το κοινό και ενδεχομένως για τους εκπροσώπους του τύπου επαρκείς θέσεις Η κοινή συνεδρίαση περισσοτέρων κοινοβουλευτικών επιτροπών καθιστά αναγκαία επίσης τη χρησιμοποίηση αίθουσας με μεγάλη χωρητικότητα Όμως, η προσφυγή σε τέτοιες διαδικασίες εμπίπτει προδήλως στην εσωτερική οργάνωση των εργασιών του Κοινοβουλίου και, ως εκ τούτου, δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο (προαναφερθείσα απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 1988, Γαλλία κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 17 ).

45

Πρέπει επομένως να απορριφθούν τα αιτήματα της προσφυγής που έχουν ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της 15ης Ιουνίου 1988 και, ως εκ τούτου, η προσφυγή που ασκήθηκε στην υπόθεση C-213/88, στο σύνολο της.

Ως προς tro ψήφισμα του Κοινοβουλίου της 18ης Ιανουαρίου 1989

46

Η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση θεωρεί ότι με την υιοθέτηση του επιδίκου ψηφίσματος το Κοινοβούλιο υπερέβη τα όρια της εξουσίας του τα οποία προσδιόρισε το Δικαστήριο με τις προαναφερθείσες αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 1983, υπόθεση 230/81, και της 10ης Απριλίου 1984, υπόθεση 108/83, και έθιξε την αρμοδιότητα των κυβερνήσεων των κρατών μελών να ορίζουν την έδρα και τους προσωρινούς τόπους εργασίας των οργάνων Τούτο πράττοντας, το Κοινοβούλιο παρέβη τις διατάξεις των Συνθηκών και των σχετικών με την εφαρμογή τους κανόνων και ιδίως το άρθρο 4 της προαναφερθείσας αποφάσεως της 8ης Απριλίου 1965. Παραβίασε ταυτοχρόνως την αρχή της αναλογικότητας.

47

Συναφώς, η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η εγκατάσταση στις Βρυξέλλες όλου του προσωπικού που ασχολείται με τις επιτροπές και τις αντιπροσωπίες καθώς και με την ενημέρωση και τις δημόσιες σχέσεις, όπως επίσης και η μεταφορά στις Βρυξέλλες του προσωπικού που ασχολείται με δραστηριότητες που χαρακτηρίζονται μελέτες και έρευνες, δεν ικανοποιεί το κριτήριο της « απαραίτητης υποδομής » που διατύπωσε το Δικαστήριο. Το εν λόγω επιχείρημα ισχύει επίσης για τα άλλα μέλη του προσωπικού που αναφέρονται στις τελευταίες περιπτώσεις του σημείου 10 του ψηφίσματος. Επιπλέον, το ασυμβίβαστο των αποφάσεων μεταφοράς προσωπικού με τις Συνθήκες συνεπάγεται το ασυμβίβαστο των ληφθέντων μέτρων για τη μίσθωση ή την αγορά νέων κτιρίων και για την καταγγελία των μισθώσεων ακινήτων που δεν κρίνονται πλέον αναγκαία.

48

Το Κοινοβούλιο δικαιολογεί τη λήψη των προσβαλλόμενων μέτρων με την αύξηση του φόρτου εργασίας και τη δημοκρατική του ευθύνη κυρίως μετά την έναρξη της ισχύος της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξεως. Διαπιστώνει ότι στην πράξη τα μέλη του Κοινοβουλίου διαμένουν τον περισσότερο καιρό στις Βρυξέλλες για να διατηρούν επαφές με την Επιτροπή και το Συμβούλιο, οπότε το προσωπικό που είναι παρόν ή που μεταφέρθηκε στις Βρυξέλλες είναι απαραίτητο για την απρόσκοπτη λειτουργία των υπηρεσιών που αναφέρονται στο σημείο 10 του ψηφίσματος. Θεωρεί συναφώς ότι εναπόκειται σ' αυτό να ορίσει τους υπαλλήλους των οποίων η τοποθέτηση στις Βρυξέλλες είναι απαραίτητη και ότι εναπόκειται στο προσφεύγον να αποδείξει ότι η υποδομή που σχηματίζεται έτσι δεν είναι απαραίτητη.

49

Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει, επιπλέον, ότι η έννοια της απρόσκοπτης λειτουργίας είναι εξελίξιμη. Χωρίς να αμφισβητεί την αρμοδιότητα των κρατών μελών για τον καθορισμό της έδρας, φρονεί ότι, εφόσον αυτά εμμένουν σε επίψογη αδράνεια ενόψει του άρθρου 5 της Συνθήκης ΕΟΚ, η σφαίρα της εξουσίας εσωτερικής του οργανώσεως ιδίως όσον αφορά τους τόπους εργασίας του πρέπει να ερμηνευτεί κατά το δυνατόν ευρύτερα.

50

Η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση απαντά συναφώς ότι το νομικό σύστημα που καθιέρωσαν οι Συνθήκες δεν προβλέπει προσφυγή κατά υποτιθεμένης παραλείψεως των κρατών μελών η οποία δεν μπορεί επιπλέον να προσαφθεί σε μια μόνο κυβέρνηση. Προσθέτει ότι, εν πάση περιπτώσει, η μερική άσκηση, από τα κράτη μέλη, των αρμοδιοτήτων που τους ανατέθησαν από τις Συνθήκες, όσον αφορά την έδρα των οργάνων, δεν μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των αρμοδιοτήτων του Κοινοβουλίου.

51

Εκ προοιμίου, πρέπει, απαντώντας στα επιχειρήματα του Κοινοβουλίου που στηρίζονται στην παράβαση των κρατών μελών, να υπομνηστεί ότι, στην προαναφερθείσα απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 1983, υπόθεση 230/81, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι κυβερνήσεις των κρατών μελών έλαβαν σε διάφορες περιπτώσεις αποφάσεις που όριζαν τους προσωρινούς τόπους εργασίας των οργάνων βάσει των άρθρων 77 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, 216 της Συνθήκης ΕΟΚ και 189 της Συνθήκης ΕΚΑΕ.

52

Δεν αμφισβητείται ότι οι κυβερνήσεις των κρατών μελών δεν έχουν εκπληρώσει ακόμη την υποχρέωση να αποφασίσουν οριστικά για την έδρα των οργάνων, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις των Συνθηκών. Ωστόσο, όπως δεικνύει εξάλλου η προπα-ρατεθείσα νομολογία, το γεγονός αυτό δεν συνεπάγεται ποσώς διεύρυνση του περιθωρίου εκτιμήσεως του Κοινοβουλίου κατά την άσκηση της εξουσίας εσωτερικής του οργανώσεως. Ως εκ τούτου, το Κοινοβούλιο υποχρεούται να σέβεται την αρμοδιότητα των κυβερνήσεων των κρατών μελών να ορίσουν την έδρα των οργάνων καθώς και προσωρινές αποφάσεις οι οποίες ελήφθησαν ήδη συναφώς.

53

Πρέπει να επισημανθεί ότι το Κοινοβούλιο δέχθηκε ότι το επίδικο ψήφισμα δεν είχε ως αντικείμενο την πρόβλεψη μεταφοράς γενικών διευθύνσεων και ότι τα μέτρα που σχεδίαζε θα εφαρμόζονταν μόνο εφόσον επρόκειτο για δομές απαραίτητες για την εύρυθμη λειτουργία του οργάνου.

54

Όσον αφορά το προσωπικό που ασχολείται με τις επιτροπές και τις αντιπροσωπείες, πρέπει να υπομνηστεί ότι το Δικαστήριο διαπίστωσε με τις προηγούμενες αποφάσεις του ότι η πρακτική του Κοινοβουλίου, να πραγματοποιούνται οι συνεδριάσεις των επιτροπών του και των πολιτικών του ομάδων στις Βρυξέλλες, ουδέποτε τέθηκε υπό αμφισβήτηση από τα κράτη μέλη (προαναφερθείσα απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 1983, υπόθεση 230/81, σκέψη 48). Ως εκ τούτου, το Κοινοβούλιο μπορεί ορθώς να θεωρεί ότι είναι απαραίτητο να διαθέτει στις Βρυξέλλες το αναγκαίο για την πραγματοποίηση αυτών των συνεδριάσεων προσωπικό.

55

Όσον αφορά το προσωπικό που ασχολείται με την ενημέρωση και τις δημόσιες σχέσεις, από τις προηγούμενες σκέψεις περί του κεντρικού γραφείου τύπου συνάγεται ότι δικαιολογημένα οι υπεύθυνες για τις σχέσεις με τον τύπο και γενικότερα με την ενημέρωση υπηρεσίες διαθέτουν το αναγκαίο προσωπικό.

56

Όσον αφορά το υπεύθυνο για τις μελέτες και την έρευνα προσωπικό, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι οι ενδιαφερόμενες υπηρεσίες εργάζονται απευθείας με τους βουλευτές και ότι είναι σημαντικό να μπορούν οι τελευταίοι να διαθέτουν ανά πάσα στιγμή το αναγκαίο επιστημονικό προσωπικό και να έχουν πρόσβαση στη βιβλιοθήκη. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι εναπόκειται στο Κοινοβούλιο να εκτιμήσει, στο πλαίσιο της εξουσίας εσωτερικής οργανώσεως του, την ανάγκη να μεταφέρει στις Βρυξέλλες το προσωπικό που είναι χρήσιμο για την εκπλήρωση των καθηκόντων αυτής της υπηρεσίας.

57

Όσον αφορά τα άλλα μέλη του προσωπικού που αναφέρονται στο σημείο 10 του ψηφίσματος, αρκεί να επισημανθεί ότι πρόκειται, καταρχάς, για πρόσωπα που καλούνται κατά κύριο λόγο να εργαστούν στην άμεση υπηρεσία κάποιου βουλευτή. Πρόκειται στη συνέχεια για πρόσωπα που καλούνται, λόγω του λειτουργήματος ελέγχου ή υποστηρίξεως, να εργαστούν στον ίδιο χώρο με τις άλλες υπηρεσίες που αναφέρονται στο σημείο 10 του ψηφίσματος. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι, στις δύο περιπτώσεις, πρόκειται για περιορισμένο μέρος της κατηγορίας του προσωπικού του Κοινοβουλίου την οποία αφορά.

58

Επομένως διαπιστώνεται ότι οι μεταφορές προσωπικού που προκύπτουν από το επίδικο ψήφισμα δεν βαίνουν πέραν της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει το Κοινοβούλιο στο πλαίσιο της εξουσίας του περί εσωτερικής οργανώσεως. Δεν αποδείχθηκε επομένως ότι οι εν λόγω μεταφορές ελάμβαναν τέτοια έκταση ώστε να προσβάλλουν τις αποφάσεις των κυβερνήσεων των κρατών μελών και ιδίως το άρθρο 4 της προαναφερθείσας αποφάσεως της 8ης Απριλίου 1967.

59

Οι σχετικές με τα κτίρια αποφάσεις που ενδεχομένως συνεπάγεται η εφαρμογή του ψηφίσματος συνιστούν απλώς και μόνο μια πτυχή της διαφοράς, όπως αναγνώρισε ρητά η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση, και δεν είναι, ως εκ τούτου, ικανές να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου ψηφίσματος.

60

Ο λόγος που στηρίζεται στην αναρμοδιότητα του Κοινοβουλίου δεν είναι επομένως βάσιμος και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί.

61

Από το σύνολο των σκέψεων που προηγήθηκαν προκύπτει ότι η προσφυγή που ασκήθηκε στην υπόθεση C-39/89 πρέπει ομοίως να απορριφθεί.

Επί των δικαστικών εξόδων

62

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα. Επειδή το προσφεύγον ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει τις προσφυγές.

 

2)

Καταδικάζει το προσφεύγον στα δικαστικά έξοδα.

 

Due

Slynn

Joliét

Schockweiler

Kapteyn

Mancini

Moitinho de Almeida

Rodríguez Iglesias

Diez de Velasco

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 28 Νοεμβρίου 1991.

Ο Γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Πρόεδρος

Ο. Due


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.