ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-106/89 ( *1 )

Ι — Το νομικό πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης

1.

Σύμφωνα με το άρθρο 395 της Πρά§εως για τους όρους προσχωρήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας και για τις προσαρμογές των Συνθηκών ( 1 ), τα δύο^ αυτά νέα κράτη οφείλουν να θέσουν σε ισχύ αμέσως μετά την προσχώρηση τους τα μέτρα που είναι αναγκαία για τη συμμόρφωση τους προς τις διατάξεις των κοινοτικών οδηγιών.

2.

Η πρώνη οάηγία 68/151/ΕΟΚ του Συμβουλίου, η οποία βασίζεται κυρίως στο άρθρο 54, παράγραφος 3, στοιχείο ζ, της Συνθήκης ΕΟΚ, αποσκοπεί στην εδραίωση της ασφάλειας του δικαίου στις σχέσεις μεταξύ ορισμένων τύπων εταιριών, όπως οι ανώνυμες εταιρίες, και τρίτων καθώς και μεταξύ των εταίρων.

Για το σκοπό αυτό το άρθρο της 11 περιορίζει τις περιπτώσεις ακυρότητας των εταιριών αυτών. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή:

«Η νομοθεσία των κρατών μελών δεν δύναται να ρυθμίζει την ακυρότητα των εταιριών παρά μόνον υπό τους εξής όρους:

1)

η ακυρότης πρέπει να κηρύσσεται με δικαστική απόφαση

2)

οι μόνες περιπτώσεις στις οποίες δύναται να απαγγελθεί η ακυρότης είναι:

α)

η έλλειψη της ιδρυτικής πράξεως ή η μη τήρηση είτε των διατυπώσεων προληπτικού ελέγχου είτε της υποχρεώσεως καταρτίσεως δημοσίου εγγράφου'

β)

ο παράνομος ή αντίθετος προς την δημοσία τάξη χαρακτήρας του σκοπού της εταιρίας·

γ)

η απουσία από την ιδρυτική πράξη ή από το καταστατικό κάθε ενδείξεως σχετικής με την επωνυμία της εταιρίας, τις εισφορές, το ύψος του καλυφθέντος κεφαλαίου, ή τον σκοπό της εταιρίας·

δ)

η μη τήρηση των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας των σχετικών με την ελάχιστη καταβολή του εταιρικού κεφαλαίου·

ε)

η ανικανότης όλων των ιδρυτών εταίρων·

στ)

το γεγονός ότι, αντίθετα προς την εθνική νομοθεσία που διέπει την εταιρία, ο αριθμός των ιδρυτών εταίρων είναι κατώτερος των δύο·

Εξαιρουμένων των εν λόγω περιπτώσεων ακυ-ρότητος οι εταιρίες δεν υπόκεινται σε άλλους λόγους ανυπόστατου, απολύτου ή σχετικής ακυρότητος ή ακυρωσίας. »

3.

Ο ισπανικός νόμος, της 17ης Ιουλίου 1951 ( 2 ), περί του νομικού καθεστώτος των ανωνύμων εταιριών δεν ρυθμίζει ειδικώς τις περιπτώσεις ακυρότητας των εταιριών αυτών. Έτσι, η επιστήμη θεωρεί ότι το ζήτημα αυτό εμπίπτει στους κανόνες του κοινού δικαίου, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα τις δυσχέρειες που θέτει η κατ' αναλογίαν εφαρμογή των κανόνων αυτών ( 3 ).

Τα άρθρα 1261 και 1275 του ισπανικού αστικού κώδικα, τα οποία αναφέρονται στις ουσιώδεις προϋποθέσεις για την εγκυρότητα των συμβάσεων που καταρτίζονται κατά το ισπανικό δίκαιο, ορίζουν, αντίστοιχα:

άρθρο 1261:

«Για να υφίσταται σύμβαση πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:

1)

συμφωνία των συμβαλλομένων,

2)

το αντικείμενο της συμβάσεως να είναι βέβαιο,

3)

να προσδιορίζεται η αιτία της ενοχής.»

άρθρο 1275:

« Οι άνευ αιτίας ή οι έχουσες παράνομη αιτία συμβάσεις δεν παράγουν κανένα αποτέλεσμα. Μια αιτία είναι παράνομη όταν είναι αντίθετη προς τον νόμο ή τα χρηστά ήθη. »

4.

Το Βασίλειο της Ισπανίας κοινοποίησε στην Επιτροπή το κείμενο ενός προσχεδίου νόμου για τη μερική μεταρρύθμιση και προσαρμογή της ισπανικής νομοθεσίας προς τις οδηγίες της ΕΟΚ όσον αφορά το εταιρικό δίκαιο ( 4 ). Στην αιτιολογική έκθεση του προσχεδίου αυτού διευκρινίζεται:

«Σημαντική καινοτομία αποτελεί η προσθήκη δύο διατάξεων σχετικά με την ακυρότητα των εταιριών, διατάξεων οι οποίες, καίτοι τίθενται προς συμμόρφωση προς τις κοινοτικές οδηγίες, πληρούν, ωστόσο, ένα σημαντικό κενό στο ισπανικό περί εταιριών δίκαιο. Αφενός, οι διατάξεις αυτές περιορίζουν ρητώς τους λόγους ακυρότητας μόνο στις προβλεπόμενες από τον νόμο περιπτώσεις, αποκλειόμενης οποιασδήποτε άλλης περιπτώσεως, ενόψει της σοβαρότητας των αποτελεσμάτων της ακυρότητας, την οποία μόνο τα δικαστήρια έχουν την εξουσία να απαγγέλλουν. Αφετέρου, μια ακυρότητα, η οποία συνεπάγεται την εκκαθάριση μιας εταιρίας, δεν μπορεί να ζημιώνει τους δανειστές της, εφόσον η κήρυξη της δεν θίγει την ισχύ των υποχρεώσεων ή των απαιτήσεων της εταιρίας έναντι τρίτων. »

Το άρθρο 32 f « Λόγοι ακυρότητας » του προαναφερθέντος προσχεδίου προβλέπει:

«...

8.

Η ακυρότητα μιας εταιρίας κηρύσσεται με δικαστική απόφαση και αποκλειστικά για τις εξής αιτίες:

1)

λόγω μη συστάσεως μιας εταιρίας διά δημοσίου εγγράφου ή μη καταχωρίσεως του στο εμπορικό μητρώο,

2)

λόγω του παράνομου ή αντίθετου προς τη δημόσια τάξη σκοπού της εταιρίας,

3)

λόγω μη αναγραφής, στην ιδρυτική πράξη ή στο καταστατικό, της επωνυμίας της εταιρίας, των εισφορών των εταίρων, του ποσού του καταβληθέντος κεφαλαίου, του σκοπού της εταιρίας ή, τέλος, μη τηρήσεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 10 υποχρεώσεως καταβολής του ελάχιστου εταιρικού κεφαλαίου,

4)

λόγω ανικανότητας όλων των ιδρυτών εταίρων,

5)

λόγω του γεγονότος ότι η ιδρυτική πράξη δεν εκφράζει την πραγματική βούληση δύο τουλάχιστον ιδρυτών εταίρων, εφόσον αυτοί πρέπει να είναι, σύμφωνα με'το άρθρο 12, παράγραφος 1, του παρόντος νόμου, περισσότεροι του ενός.

9.

Η αναγνώριση μιας εταιρίας είτε ως ανυπόστατης είτε ως ολικώς ή μερικώς άκυρης δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο για κάποια από τις αναφερόμενες στην προηγούμενη παράγραφο περιπτώσεις. »

5.

Στη συνέχεια, το προσχέδιο αυτό κατέστη ο νόμος 19/1989 της 25ης Ιουλίου 1989 ( 5 ). Με το προστεθέν στο τέταρτο τμήμα ( « Περί ακυρότητας των εταιριών») άρθρο 31, επαναλαμβάνονται οι τέσσερις τελευταίες περιπτώσεις ακυρότητας που προβλέπονται με το προαναφερθέν προσχέδιο.

Σύμφωνα με τις τελικές αυτές διατάξεις, ο νόμος ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 1990.

II — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

Η εταιρία Marleasing SA ζήτησε, στις 29 Σεπτεμβρίου 1987, από τον Juzgado de Primera Instancia e Instrucción n° 1 του Oviedo την ακύρωση της εταιρικής συμβάσεως, λόγω εικονικότητας, καθώς και της ιδρυτικής πράξεως της εταιρίας La Comercial Internacional de Alimentación SA λόγω ελλείψεως αιτίας. Επικουρικώς, ζήτησε την ακύρωση των προαναφερθεισών εταιρικής συμβάσεως και ιδρυτικής πράξεως λόγω καταδολιεύσεως των δικαιωμάτων των δανειστών και, όλως επικουρικώς, την ακύρωση της εισφοράς σε είδος στην οποία η εταιρία Barviesa SA προέβη υπέρ της La Comercial Internacional de Alimentación SA προς καταδολίευση των δανειστών.

Το αίτημα αυτό,προς αιτιολόγηση του οποίου προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι η εναγομένη, που συστάθηκε στις 7 Απριλίου 1987, είχε ιδρυθεί από την εμπορική εταιρία Barviesa και δύο « αχυρανθρώπους » με μοναδικό σκοπό τη διάσωση του ενεργητικού της εταιρίας αυτής από την αγωγή που είχαν ασκήσει κατ' αυτής οι δανειστές της, μεταξύ των οποίων και η εταιρία Marleasing SA. Το αίτημα βασιζόταν στις γενικές διατάξεις του ισπανικού αστικού κώδικα, και συγκεκριμένα στο άρθρο 1261, περί των προϋποθέσεων για την ύπαρξη εγκύρου συμβάσεως, και στο άρθρο 1275, περί του ανίσχυρου των άνευ αιτίας καταρτι-σθεισών συμβάσεων.

Η εναγομένη ζήτησε την πλήρη απόρριψη του αιτήματος, επικαλούμενη, κυρίως, το γεγονός ότι στο άρθρο 11 της πρώτης οδηγίας, όπου περιλαμβάνεται περιοριστικός πίνακας των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια εταιρία μπορεί να κηρυχθεί άκυρη, δεν απαριθμείται, μεταξύ των περιπτώσεων αυτών, η έλλειψη αιτίας.

Το εθνικό δικαστήριο επεσήμανε ότι η πρώτη οδηγία δεν έχει τεθεί σε εφαρμογή από το Βασίλειο της Ισπανίας παρά την υποχρέωση που αυτό υπέχει εν προκειμένω, μετά την 1η Ιανουαρίου 1986, από το άρθρο 395 της προαναφερθείσας Πράξεως. Έτσι, το εθνικό δικαστήριο έκρινε ότι η διαφορά έθετε το πρόβλημα του αμέσου αποτελέσματος, στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, των κοινοτικών οδηγιών που δεν τίθενται σε εφαρμογή από τα κράτη μέλη εντός των οριζομένων προθεσμιών. Το άρθρο 11 της πρώτης οδηγίας, με το να απαριθμεί περιοριστικώς τους λόγους ακυρότητας, δεν αφήνει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την επέκταση τους στο εσωτερικό δίκαιο. Εξάλλου, σε περίπτωση άμεσου αποτελέσματος έναντι ιδιωτών, η ακυρότητα μιας ανωνύμου εταιρίας επηρεάζει ένα πλαίσιο πολύ ευρύτερο απ' ό,τι το περιορισμένο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ ιδιωτών, εφόσον η ακυρότητα αυτή αφορά τα συμφέροντα των εταίρων και των τρίτων, των οποίων η προστασία διασφαλίζεται με το άρθρο 54, παράγραφος 3, στοιχείο ζ, της Συνθήκης ΕΟΚ.

Κατόπιν των ανωτέρω, με Διάταξη της 13ης Μαρτίου 1989, το εθνικό δικαστήριο αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, την αναστολή της ενώπιον του διαδικασίας έως ότου το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποφανθεί, μέσω προδικαστικής αποφάσεως, επί του εξής προβλήματος ερμηνείας:

« Τυγχάνει άμεσης εφαρμογής το άρθρο 11 της οδηγίας 68/151/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1968, η οποία δεν έχει μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο, ώστε να μη μπορεί να κηρυχθεί άκυρη ανώνυμη εταιρία για λόγους άλλους εκτός απ' αυτούς που απαριθμούνται στο προαναφερθέν άρθρο; »

Η Διάταξη με την οποία υποβλήθηκε στο Δικαστήριο το προδικαστικό ερώτημα πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 3 Απριλίου 1989.

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου, _ γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εκπροσωπούμενη από τον Α. Caeiro, νομικό της σύμβουλο, και τον D. Calleja, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, καθώς και η εναγομένη της κύριας δίκης εκπροσωπούμενη από τον J. R. Buzón Ferrerò, δικηγόρο Oviedo.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετ' ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 95, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού διαδικασίας, ανέθεσε την υπόθεση, με απόφαση του της 17ης Ιανουαρίου 1990, στο έκτο του τμήμα.

III — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο έχει κατά πάγια νομολογία ( 6 ) αναγνωρίσει ότι είναι δυνατό να γίνεται επίκληση από ιδιώτες των σαφών, ανεπιφύλακτων και αρκούντως ακριβών διατάξεων μιας οδηγίας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων κατά πάσης δημοσίας αρχής του κράτους μέλους που έχει παραβεί την υποχρέωση του να μεταφέρει την εν λόγω οδηγία στην εσωτερική του έννομη τάξη εντός της προβλεπόμενης απ' αυτή προθεσμίας.

Στη συνέχεια, η Επιτροπή θίγει το ζήτημα αν επιτρέπεται σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο να γίνεται επίκληση των διατάξεων μιας οδηγίας από ιδιώτη στο πλαίσιο εννόμου σχέσεως με άλλον ιδιώτη όταν η οδηγία αυτή δεν έχει ακόμα, παρά την εκπνοή της προβλεπόμενης για την εφαρμογή της προθεσμίας, μεταφερθεί στην έννομη τάξη του αποτελούντος τον αποδέκτη της κράτους.

Καθώς φαίνεται, η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι αρνητική. Η Επιτροπή υπενθυμίζει σχετικά ότι, με την απόφαση του Marshall ( 7 ), το Δικαστήριο αναγνώρισε σαφώς ότι:

«...

Κατά το άρθρο 189 της Συνθήκης, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της οδηγίας, στον οποίο στηρίζεται η δυνατότητα επικλήσεως της ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, υφίσταται μόνο έναντι κάθε κράτους μέλους στο οποίο απευθύνεται. Από αυτό έπεται ότι η οδηγία δεν μπορεί, αυτή καθεαυτή, να δημιουργήσει υποχρέωση για τους ιδιώτες και ότι, επομένως, δεν μπορεί να γίνει επίκληση αυτών καθε-αυτών των διατάξεων οδηγίας κατά των προσώπων αυτών. »

Όπως προκύπτει από τα προηγούμενα καθώς και από τη δεσπόζουσα στην επιστήμη άποψη οι κοινοτικές οδηγίες δεν έχουν « οριζόντιο » έννομο αποτέλεσμα και ότι δεν είναι δυνατό να γίνεται επίκληση των διατάξεων τους στο πλαίσιο μιας εννόμου σχέσεως μεταξύ ιδιωτών. Η βασική αντίρρηση στηρίζεται αναμφίβολα στην έλλειψη της ασφαλείας δικαίου που η αντίθετη λύση θα είχε ως αποτέλεσμα στις έννομες σχέσεις μεταξύ των ιδιωτών.

Η Επιτροπή φρονεί ότι το άρθρο 11 της πρώτης οδηγίας, του οποίου απώτερος σκοπός είναι η εδραίωση, στο μέτρο του δυνατού, της ασφάλειας του δικαίου διά του περιορισμού των περιπτώσεων ακυρότητας των εταιριών που διαθέτουν νομική προσωπικότητα, επιβάλλει στα κράτη μέλη που είναι οι αποδέκτες της οδηγίας μια σαφή, ανεπιφύλακτη και αρκούντως ακριβή υποχρέωση για ένα αποτέλεσμα.

Ωστόσο, η νομολογία του Δικαστηρίου δεν επιτρέπει να γίνεται επίκληση μιας τέτοιας διατάξεως οδηγίας, που δεν έχει μεταφερθεί, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, στο εσωτερικό δίκαιο εντός της ορισθείσας προθεσμίας, από ιδιώτη κατά άλλου ιδιώτη ο οποίος δεν αποτελεί, σύμφωνα με το άρθρο 189 της Συνθήκης ΕΟΚ, αποδέκτη της οδηγίας. Και αυτό πρέπει, ιδίως, να συμβαίνει σ' ένα τομέα τόσο ευαίσθητο όπως το δίκαιο των εταιριών στον οποίο το κοινοτικό σύστημα πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο ομοιόμορφο ενόψει της ισορροπίας που επιδιώκεται για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων, των δανειστών και, γενικώς, των τρίτων. Η νομική ανασφάλεια την οποία θα συνεπαγόταν η ευχέρεια επικλήσεως της διατάξεως της κοινοτικής οδηγίας έναντι άλλου ιδιώτη που έχει εμπιστοσύνη στο κύρος του ισχύοντος εθνικού δικαίου είναι προφανής. Αναμφίβολα δεν επιτρέπεται να αντιτάσσεται σ' έναν ιδιώτη μια τέτοια διάταξη κοινοτικής πράξεως της οποίας ούτε η δημοσίευση είναι υποχρεωτική ούτε αποδέκτης της είναι ο εν λόγω ιδιώτης.

Συνεπώς, όπως προκύπτει, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο υποβληθέν από το ισπανικό δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να είναι αρνητική.

Παρ' όλα αυτά, η Επιτροπή θεωρεί ότι η προγενέστερη ισπανική νομοθεσία είχε σε σημαντικό βαθμό υιοθετήσει τις θεμελιώδεις αρχές της πρώτης οδηγίας, έστω και αν αυτό δεν είχε γίνει κατά τρόπο πλήρη. Η κύρια διαφορά μεταξύ της οδηγίας και του προγενέστερου ισπανικού νόμου περί ανωνύμων εταιριών ή, ακριβέστερα, μεταξύ της οδηγίας και της ερμηνείας του νόμου αυτού από την επιστήμη, έγκειτο στο γεγονός ότι η οδηγία δεν δέχεται ως λόγους ακυρότητας παρά μόνο αυτούς που ρητώς απαριθμούνται στο άρθρο 11, παράγραφος 2, ενώ ο προγενέστερος νόμος ουδέν όριζε ως προς το σημείο αυτό.

Το κενό αυτό — που ο ισπανός νομοθέτης ρητώς αναγνωρίζει στο κείμενο της αιτιολογικής εκθέσεως του προαναφερθέντος προσχεδίου νόμου — πληρούται, σύμφωνα με την επιστήμη, διά της προσφυγής στους γενικούς κανόνες που εφαρμόζονται στις συμβάσεις του αστικού δικαίου — στις οποίες προστίθενται οι διαφορές που έχουν ως αιτία τη μη τήρηση των κανόνων του εμπορικού δικαίου όσον αφορά τη σύσταση των ανωνύμων εταιριών (έλλειψη ή ακυρότητα ενός από τα ουσιώδη στοιχεία της σχετικής πράξεως, ατελής καταβολή του εταιρικού κεφαλαίου κλπ. ).

Ενόψει των προηγουμένων θεωρήσεων, η Επιτροπή διερωτάται μήπως το νομικό κενό που υφίστατο όσον αφορά την ακυρότητα των ανωνύμων εταιριών θα μπορούσε να πληρωθεί όχι βάσει των γενικών κανόνων που εφαρμόζονται επί των συμβάσεων του αστικού δικαίου, αλλά διά της προσφυγής στις αρχές και τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου που περιλαμβάνονται στην πρώτη οδηγία.

Βεβαίως, το Βασίλειο της Ισπανίας όφειλε να έχει θεσπίσει, από την 1η Ιανουαρίου 1986, τα μέτρα που ήταν αναγκαία για την προσαρμογή της εθνικής του νομοθεσίας προς το κοινοτικό δίκαιο.

Ωστόσο, η προγενέστερη ισπανική νομοθεσία είχε ήδη κάνει ορισμένα βήματα προς την ίδια κατεύθυνση, επιδιώκοντας στόχους όμοιους με αυτούς της πρώτης οδηγίας σχετικά με το δίκαιο των εταιριών.

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν προκύπτει ότι ελλείψει ρητής διατάξεως της προγενέστερης ισπανικής νομοθεσίας σχετικά με τους λόγους ακυρότητας των εταιριών, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να πληρώσει αυτό το κενό της εσωτερικής του εννόμου τάξεως ερμηνεύοντας το εθνικό του δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς την οδηγία, βάσει του πνεύματος του άρθρου της 11, παράγραφος 2, το οποίο ορίζει ποιες είναι οι μόνες περιπτώσεις κατά τις οποίες μπορεί να κηρυχθεί η ακυρότητα μιας εταιρίας.

Κατά το μέτρο που ένα εθνικό δικαστήριο μπορεί να επιλέξει μεταξύ διαφόρων ερμηνειών του εθνικού του δικαίου, η Επιτροπή φρονεί ότι το εν λόγω δικαστήριο δεν μπορεί να εμποδιστεί από το να επιλέξει ερμηνεία σύμφωνη προς την κοινοτική οδηγία. Επομένως, δεν πρόκειται για την αντικατάσταση του εθνικού δικαίου από μια οδηγία η οποία δεν έχει ακόμη μεταφερθεί στο ισπανικό δίκαιο και της οποίας δεν μπορεί να γίνεται επίκληση κατά ιδιώτη, ούτε, πολλώ μάλλον, για την επιβολή της υποχρεώσεως στα εθνικά δικαστήρια να επιλέγουν ερμηνεία « contra legem » εφαρμόζοντας απευθείας την κοινοτική οδηγία, εφόσον δεν υφίσταται εθνική διάταξη η οποία ρητώς να ισχύει.

Πρέπει απλώς να θεωρηθεί ότι, ελλείψει των προϋποθέσεων βάσει των οποίων μπορεί μια οδηγία να παράγει πλήρως τα αποτελέσματα της στο εσωτερικό δίκαιο, ο μηχανισμός ερμηνείας των διατάξεων του εθνικού δικαίου σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο επιτρέπει τη διασφάλιση των αρχών του κοινοτικού δικαίου. Είναι δυνατό, υπό την επίδραση του μηχανισμού αυτού, η σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνεία του εθνικού δικαίου να υπερισχύει των κανόνων ερμηνείας που είναι γενικώς παραδεκτοί στην εσωτερική έννομη τάξη, αλλά, λόγω ακριβώς της αρχής της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, πρέπει να θεωρηθεί ως απαγορευόμενος κάθε κανόνας ερμηνείας που μπορεί να εμποδίσει το επιδιωχθέν από τους συντάκτες μιας οδηγίας αποτέλεσμα.

Λόγω της προσχωρήσεως της Ισπανίας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, τα ισπανικά- δικαστήρια διαθέτουν μια νέα έννομη τάξη στην οποία μπορούν να στηρίζονται για την ερμηνεία, όσον αφορά ορισμένους τομείς, του εθνικού τους δικαίου. Η έννομη αυτή τάξη αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του εσωτερικού δικαίου εφόσον τα εθνικά δικαστήρια είναι και κοινοτικά δικαστήρια. Δεν είναι δυνατό να στερηθούν τα εθνικά δικαστήρια της δυνατότητας να επιλέγουν τη λύση που επεδίωξε ο κοινοτικός νομοθέτης όταν ερμηνεύουν το εσωτερικό τους δίκαιο το οποίο συμβαίνει να παρουσιάζει κάποιο κενό. Δεν μπορούν να εμποδιστούν τα δικαστήρια αυτά από το να ερμηνεύσουν τον προγενέστερο ισπανικό νόμο επιλέγοντας τη λύση που εφαρμόζεται στα λοιπά κράτη μέλη της Κοινότητας.

Η ενάγουσα της κύριας οίκης θεωρεί ότι η οδηγία δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην υπό κρίση υπόθεση.

Πράγματι, οι οδηγίες, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο του άρθρου 189 της Συνθήκης ΕΟΚ, δεν επιβάλλουν υποχρεώσεις παρά μόνο στα κράτη μέλη και δεν επενεργούν παρά μόνο επί των κρατών μελών που είναι οι αποδέκτες τους, εφόσον το περιεχόμενο τους δεν μπορεί να επιβάλλεται κατά τρόπο άμεσο στους ιδιώτες.

Μια οδηγία αποτελεί εξ ορισμού ατελή κανόνα ο οποίος δεν μπορεί, όπως είνα επόμενο, να παραγάγει κανένα οριζόντιο αποτέλεσμα μεταξύ ιδιωτών. Τους τελευταίους δεν μπορεί να αφορά άμεσα παρά μόνο η εθνική διάταξη που θεσπίζεται προς εκτέλεση της οδηγίας.

Το ίδιο το Δικαστήριο δεν αναγνωρίζει στις οδηγίες που δεν έχουν τεθεί σ' εφαρμογή εντός των ορισθεισών προσθεσμιών άμεσο αποτέλεσμα στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, εφόσον κάτι τέτοιο μπορεί να συνεπάγεται μια ανασφάλεια για τους πολίτες, στο μέτρο που υποχρεώνει τους τελευταίους, προκειμένου να προασπίζονται τα συμφέροντα τους σε διαφορές του εσωτερικού δικαίου, να διαθέτουν εξαιρετικές γνώσεις στον σχετικό τομέα, κυρίως αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η δημοσίευση δεν αποτελεί μια από τις προϋποθέσεις για την έναρξη της ισχύος των οδηγιών.

Κατά γενικό κανόνα, οι οδηγίες δεν γεννούν δικαιώματα που οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται ενώπιον των δικαστηρίων. Ομοίως, δεν μπορεί να προσαφθεί σ' έναν ιδιώτη η μη συμμόρφωση του προς υποχρέωση η οποία δεν τον αφορά άμεσα, εφόσον αυτή βαρύνει κάποιον άλλο, δηλαδή τα κράτη μέλη.

Εν προκειμένω, η διαφορά που χωρίζει τις δύο ισπανικές εμπορικές εταιρίες, οι οποίες και είναι εγκατεστημένες και έχουν την έδρα τους στο ισπανικό έδαφος, αφορά ένα ζήτημα αστικού και εμπορικού δικαίου· κατά συνέπεια, ουδείς λόγος συντρέχει για μια ευρεία ερμηνεία όσον αφορά την εφαρμογή της πρώτης οδηγίας, εφόσον, συγκεκριμένα, η εν λόγω οδηγία δεν περιλαμβάνει καμιά διάταξη που να επιτρέπει να θεωρηθεί — κατ' εξαίρεση — ότι, καίτοι αυτή απευθύνεται μόνο προς τα κράτη μέλη, επενεργεί και επί των ιδιωτών. Ούτε, άλλωστε, συνδέεται άμεσα η οδηγία με κάποιο άρθρο της Συνθήκης ή κάποιο κανονισμό,πράγμα που θα επέτρεπε την υπαγωγή της στο πεδίο των κατ' εξαίρεσιν εφαρμοζομένων διατάξεων.

Η οδηγία διευκρινίζει, τόσο στον τίτλο της όσο και στις αιτιολογικές σκέψεις και το κυρίως κείμενο της ότι έχει θεσπιστεί « για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων ». Ο καλύτερος τρόπος προστασίας των συμφερόντων των τρίτων είναι, προφανώς, η απαγόρευση της συστάσεως, υπό το κάλυμμα ακριβώς μιας ευρείας ερμηνείας μιας οδηγίας, η οποία δεν έχει τίποτα το θεμελιώδες, εταιριών-φαντασμάτων οι οποίες, απορροφώντας την περιουσία άλλων εταιριών που είναι προγενέστερες τους, καθιστούν εντελώς αδύνατη την ικανοποίηση των απαιτήσεων των δανειστών τους και, κατά συνέπεια, εμποδίζουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων και την εκτέλεση των συμβάσεων.

Τ. F. O'Higgins

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.

( 1 ) ΕΕ 1985, L 302, σ. 23.

( 2 ) BOE αριθ. 199 της 18.7.1951 με διόρθωση στο DOE αριθ. 218 της 6.8.1951.

( 3 ) Βλ. Garrigues, J.: Curso de Derecho Mercantil, τόμος 1, Μαδρίτη 1982, σ. 435 επ.

( 4 ) Υπουργείο Δικαιοσύνης: ΙφπΑί/ρψα oro Δελτίο υπ' αριθ. 1469 της 5.10.1987, έτος XLI, Μαδρίτη 1987.

( 5 ) Νόμος 19/1989, της 25ης Ιουλίου 1989, περί μερικής μεταρρυθμίσεως και προσαρμογής της εμπορικής νομοθεσίας στις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας ( ΕΟΚ ) σχετικά με τις εταιρίες.

( 6 ) Βλ., κορίως, την απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1982, Becker (8/81, Συλλογή 1982, σ. 53 ).

( 7 ) Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1986, Marshall ( 152/84, Συλλογή 1986, σ. 723 ).


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟ (έκτο τμήμα)

της 13ης Νοεμβρίου 1990 ( *1 )

Στην υπόθεση C-106/89,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Juzgado de Primera Instancia e Instrucción n° 1 του Oviedo ( Ισπανία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Marleasing SA

και

La Comercial Internacional de Alimentación SA,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 11 της πρώτης οδηγίας 68/151/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1968, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιριών, κατά την έννοια του άρθρου 58, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες (ΕΕειδ. έκδ., 06/001, σ. 80),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους G. F. Mancini, πρόεδρο τμήματος, T. F. O'Higgins, Μ. Diez de Velasco, Κ. Ν. Κακούρη και P. J. G. Kapteyn, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: W. van Gerven

γραμματέας: Η. Α. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν

η Marleasing SA, εκπροσωπούμενη από τον José Ramón Buzón Ferrerò, δικηγόρο Oviedo,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον νομικό της σύμβουλο Antonio Caeiro και από τον Daniel Calleja, μέλος της νομικής της υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 6ης Ιουνίου 1990,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Ιουλίου 1990,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με Διάταξη της 13ης Μαρτίου 1989, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Απριλίου 1989, o Juzgado de la Instancia e Instrucción n° 1 του Oviedo, υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 11 της οδηγίας 68/151/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1968, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη από τις εταιρίες, κατά την έννοια του άρθρου 58, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες ( ΕΕ ειδ. έκδ, 06/001, σ. 80 ).

2

Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Marleasing SA, ενάγουσας της κύριας δίκης, και ορισμένων εναγομένων, μεταξύ των οποίων και η La Comercial Internacional de Alimentación SA (στο εξής: La Comercial). Η τελευταία συστάθηκε υπό μορφή ανώνυμης εταιρίας από τρία πρόσωπα μεταξύ των οποίων και η εταιρία Barviesa, η οποία εισέφερε την εταιρική της περιουσία.

3

Όπως προκύπτει από το σκεπτικό της Διατάξεως περί παραπομπής, η Marleasing ζητεί κυρίως, βάσει των άρθρων 1261 και 1275 του ισπανικού αστικού κώδικα, κατά τα οποία στερούνται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος οι άνευ αιτίας συμβάσεις ή οι συμβάσεις των οποίων η αιτία είναι παράνομη, την ακύρωση της εταιρικής συμβάσεως με την οποία ιδρύθηκε η Comercial για τον λόγο ότι η σύσταση της εταιρίας αυτής στερείται νόμιμης αιτίας, είναι εικονική και καταρτίστηκε προς καταδολίευση των δικαιωμάτων των δανειστών της εταιρίας Barviesa, συνιδρυτρίας με την εναγομένη. Η Comercial ζητεί την πλήρη απόρριψη του ανωτέρω αιτήματος, επικαλούμενη κορίως το γεγονός ότι το άρθρο 11 της προαναφερθείσας οδηγίας 68/151, το οποίο περιλαμβάνει περιοριστικό πίνακα των περιπτώσεων ακυρότητας των ανωνύμων εταιριών, δεν προβλέπει μεταξύ των σχετικών περιπτώσεων την έλλειψη νόμιμης αιτίας.

4

Το εθνικό δικαστήριο υπέμνησε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 395 της Πράξεως για τους όρους προσχωρήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας ( ΕΕ 1985, L 302, σ. 23 ), το Βασίλειο της Ισπανίας ήταν υποχρεωμένο να θέσει σε ισχύ την οδηγία αμέσως μετά την προσχώρηση του, πράγμα που, μέχρι την ημέρα εκδόσεως της Διατάξεως περί παραπομπής, δεν είχε ακόμα γίνει. Επομένως, κρίνοντας ότι η διαφορά έθετε πρόβλημα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου, το εθνικό δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:

« Τυγχάνει άμεσης εφαρμογής το άρθρο 11 της οδηγίας 68/151/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1968, η οποία δεν έχει μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο, ώστε να μη μπορεί να κηρυχθεί άκυρη ανώνυμη εταιρία για λόγους άλλους εκτός απ' αυτούς που απαριθμούνται στο προαναφερθέν άρθρο; »

5

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

6

Επί του ζητήματος αν ένας ιδιώτης μπορεί να επικαλεστεί μια οδηγία κατά εθνικού νόμου, πρέπει να υπομνηστεί η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία η οδηγία δεν μπορεί, αυτή καθαυτή, να δημιουργήσει υποχρέωση για τους ιδιώτες και, επομένως, δεν μπορεί να γίνει επίκληση αυτών καθαυτών των διατάξεων της οδηγίας κατά των προσώπων αυτών ( απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1986, Marshall, 152/84, Συλλογή 1986, σ. 723 ).

7

Ωστόσο, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, το εθνικό δικαστήριο ζητεί, κατ' ουσίαν, να μάθει αν το εθνικό δικαστήριο, ενώπιον του οποίου έχει υποβληθεί διαφορά εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της προαναφερθείσας οδηγίας 68/151, υποχρεούται να ερμηνεύσει το εθνικό του δίκαιο υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας αυτής ώστε να εμποδιστεί η αναγνώριση της ακυρότητας μιας ανώνυμης εταιρίας για λόγους άλλους εκτός απ' αυτούς που απαριθμούνται στο άρθρο της 11.

8

Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό,πρέπει να υπομνηστεί ότι, όπως το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει με την απόφαση του της 10ης Απριλίου 1984, Von Colson και Kamann, σκέψη 26 ( 14/83, Συλλογή 1984, σ. 1891 ) η υποχρέωση των κρατών μελών, η οποία απορρέει από οδηγία, να επιτύχουν το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει, καθώς και το καθήκον που έχουν δυνάμει του άρθρου 5 της Συνθήκης να λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση της υποχρεώσεως αυτής επιβάλλονται σε όλες τις αρχές των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. Από τα ανωτέρω απορρέει ότι, εφαρμόζοντας το εθνικό δίκαιο, είτε πρόκειται για προγενέστερες είτε για μεταγενέστερες της οδηγίας διατάξεις, ένα εθνικό δικαστήριο, που καλείται να το ερμηνεύσει, οφείλει να πράξει τούτο κατά το μέτρο του δυνατού υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που επιδιώκεται από την τελευταία, συμμορφούμενο έτσι προς το άρθρο 189, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης.

9

Εξ αυτού έπεται ότι η επιτακτική υποχρέωση όσον αφορά την ερμηνεία του εθνικού δικαίου κατά τρόπο σύμφωνο προς το άρθρο 11 της προαναφερθείσας οδηγίας 68/151 εμποδίζει να ερμηνεύονται οι διατάξεις του εθνικού δικαίου περί ανωνύμων εταιριών κατά τρόπο ώστε να είναι δυνατή η αναγνώριση της ακυρότητας μιας ανώνυμης εταιρίας για λόγους άλλους εκτός απ' αυτούς που απαριθμούνται περιοριστικώς στο άρθρο 11 της εν λόγω οδηγίας.

10

Όσον αφορά την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στο άρθρο 11 της οδηγίας, και κυρίως στην παράγραφο του 2, στοιχείο β, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διάταξη αυτή απαγορεύει στα κράτη μέλη να προβλέπουν στις νομοθεσίες τους ότι τα δικαστήρια μπορούν να αναγνωρίσουν την ακυρότητας μιας εταιρίας σε περιπτώσεις πλην αυτών που περιοριστικώς απαριθμούνται στην οδηγία, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται ο παράνομος ή αντίθετος προς τη δημόσια τάξη χαρακτήρας του σκοπού μιας εταιρίας.

11

Κατά την Επιτροπή, η έκφραση « σκοπός της εταιρίας » πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αυτή αφορά αποκλειστικά το αντικείμενο της εταιρίας, όπως αυτό περιγράφεται στην ιδρυτική πράξη ή στο καταστατικό. Εξ αυτού απορρέει ότι η αναγνώριση της ακυρότητας μιας εταιρίας δεν μπορεί να στηρίζεται στη δραστηριότητα που αυτή πράγματι επιδιώκει, όπως, π.χ., η καταδολίευση των συμφερόντων των δανειστών των ιδρυτών.

12

Η θέση αυτή πρέπει να γίνει δεκτή. Όπως προκύπτει από το προοίμιο της προαναφερθείσας οδηγίας 68/151, σκοπός της οδηγίας ήταν να περιοριστούν οι περιπτώσεις ακυρότητας καθώς και το αναδρομικό αποτέλεσμα της αναγνωρίσεως της ακυρότητας προκειμένου να εδραιωθεί « η ασφάλεια του δικαίου στις σχέσεις μεταξύ της εταιρίας και των τρίτων όπως και μεταξύ των εταίρων » (έκτη αιτιολογική σκέψη ). Επιπλέον, η προστασία των τρίτων « πρέπει να εξασφαλίζεται με διατάξεις που περιορίζουν, όσο είναι δυνατό, τους λόγους μη ανίσχυρου των υποχρεώσεων οι οποίες αναλαμβάνονται εν ονόματι της εταιρίας ». Κατά συνέπεια, από τα ανωτέρω έπεται ότι κάθε λόγος ακυρότητας που προβλέπεται από το άρθρο 11 της οδηγίας πρέπει να ερμηνεύεται στενώς. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η έκφραση « σκοπός της εταιρίας » πρέπει να νοείται ως αναφερόμενη στο σκοπό της εταιρίας όπως αυτός περιγράφεται στην ιδρυτική πράξη ή το καταστατικό.

13

Επομένως, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων υποβάλλονται διαφορές εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 68/151 οφείλουν να ερμηνεύουν το εθνικό τους δίκαιο υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας αυτής, ώστε να εμποδίζεται η αναγνώριση της ακυρότητας μιας ανώνυμης εταιρίας για λόγους άλλους εκτός απ' αυτούς που απαριθμούνται στο άρθρο 11 της οδηγίας αυτής.

Επί των δικαστικών εξόδων

14

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η οποία κατέθεσα παρατηρήσεις στο Δικαστήριο δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε o Juzgado de la Primera Instancia e Instrucción, με Διάταξη της 13ης Μαρτίου 1989, αποφαίνεται:

 

Τα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων υποβάλλονται διαφορές εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 68/151/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1968, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιριών, κατά την έννοια του άρθρου 58, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες, οφείλουν να ερμηνεύουν το εθνικό τους δίκαιο υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας αυτής, ώστε να εμποδίζεται η αναγνώριση της ακυρότητας μιας ανώνυμης εταιρίας για λόγους άλλους εκτός απ' αυτούς που απαριθμούνται στο άρθρο 11 της οδηγίας αυτής.

 

Mancini

O'Higgins

Diez de Velasco

Κακούρης

Kapteyn

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Νοεμβρίου 1990.

Ο γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο πρόεδρος του έκτου τμήματος

G. F. Mancini


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.