ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-169/84 ( *1 )

Ι — Περιστατικά και διαδικασία

1.

Στις 25 Οκτωβρίου 1983, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ κατόπιν της καταγγελίας διαφόρων γάλλων παραγωγών αζωτούχων λιπασμάτων κατά ενός συστήματος προνομιακών τιμών που εφαρμόζεται στις Κάτω Χώρες υπέρ των ολλανδών παραγωγών αζωτούχων λιπασμάτων για την παροχή φυσικού αερίου που προορίζεται στην παρασκευή αμμωνίας.

2.

Κατά την Επιτροπή, το καθεστώς ενισχύσεως συνίστατο σε ένα σύστημα βάσει του οποίου η ολλανδική κυβέρνηση χορηγούσε, μέσω της Gasunie, ειδικές εκπτώσεις στους ολλανδούς παραγωγούς αμμωνίας χάρις σε μία τιμολογιακή διάρθρωση σε δύο επίπεδα, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους του φυσικού αερίου που χρησιμοποιούνταν ως πρώτη ύλη από τους παραγωγούς αυτούς. Η Επιτροπή θεώρησε ότι αυτή η τιμολογιακή διάρθρωση συνιστούσε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ και δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί από καμία από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3 αυτού του άρθρου.

3.

Με τηλετύπημα της 14ης Απριλίου 1984, η ολλανδική κυβέρνηση γνωστοποίησε στην Επιτροπή ότι η Gasunie είχε καταργήσει, από της 1ης Νοεμβρίου 1983, το προνομιακό τιμολόγιο που ίσχυε με τη μορφή διπλού συστήματος τιμών για τους παραγωγούς αμμωνίας και αζωτούχων λιπασμάτων και ότι είχε προσθέσει, αναδρομικά από 1ης Νοεμβρίου 1983, στο οικείο σύστημα βιομηχανικών τιμών μία νέα τιμή, την καλούμενη « τιμή F » προς χρήση των εγκατεστημένων στις Κάτω Χώρες πολύ μεγάλων βιομηχανικών παραγωγών, εξαιρουμένου του τομέα της ενέργειας, και την οποία μπορεί να λάβει κάθε παραγωγός που πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

καταναλίσκει ετησίως τουλάχιστον 600 εκατ. m3 αερίου, συντρέχει δε ως προς αυτόν παράγων επιβαρύνσεως 90 ο/ο ή περισσότερο·

δέχεται τη γενική ή μερική διακοπή των παραδόσεων κατ' απόλυτη διάκριση της Gasunie και με βραχεία προειδοποίηση ·

δέχεται την παροχή αερίων με διαφορετική θερμική ικανότητα.

Η νέα τιμή F, που ισχύει για τους παραγωγούς οι οποίοι αποδέχονται αυτούς τους όρους, τους χρεώνεται στο επίπεδο της αποκαλούμενης τιμής « Ε » μειωμένη κατά 5 σεντς/m3.

4.

Η Επιτροπή, θεωρώντας ότι το νέο σύστημα τιμών της Gasunie ήταν σύμφωνο με την κοινή αγορά, αποφάσισε, κατά τη συνεδρίαση της της 17ης Απριλίου 1984, να κλείσει τη διαδικασία την οποία είχε κινήσει βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ σχετικά με το σύστημα τιμών της Gasunie. Προς τον σκοπό αυτό απηύθυνε σχετικό έγγραφο στην ολλανδική κυβέρνηση στις 18 Μαΐου 1984. Οι προσφεύγουσες είχαν ήδη πληροφορηθεί την απόφαση της με έγγραφο της24ης Απριλίου 1984. Στην απόφαση της η Επιτροπή τονίζει ότι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η νέα τιμή, η οποία, κατά την άποψη της, αποτελεί μέρος του γενικού συστήματος των ολλανδικών εγχώριων τιμών και δεν εισάγει διακρίσεις σε συγκεκριμένο τομέα, δεν περιέχει στοιχεία κρατικής ενισχύσεως. Κατά τη γνώμη της, για την Gasunie προκύπτουν σημαντικές οικονομίες παροχής από το μέγεθος του παράγοντα επιβαρύνσεως και από τους όρους παροχής των πολύ μεγάλων βιομηχανικών παραγωγών. Δεδομένου ότι το σημερινό επίπεδο της τιμής F δεν καλύπτει, κατ' αυτήν, τη συνολική αξία των οικονομιών παροχής που παρέχουν στην Gasunie οι σχετικές συμβάσεις, η Επιτροπή θεωρεί ότι η τιμή F δικαιολογείται από οικονομικής και εμπορικής απόψεως, αν συγκριθεί με τις τιμές που χρεώνονται σε άλλους μεγάλους καταναλωτές. Κατ' αυτής ακριβώς της αποφάσεως βάλλει η παρούσα προσφυγή.

5.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία προκειμένου να αποφανθεί, με χωριστή απόφαση, επί του παραδεκτού της προσφυγής. Επιπλέον, έθεσε ορισμένες ερωτήσεις και ζήτησε από την Επιτροπή και τις προσφεύγουσες τα στοιχεία που θεωρούσε αναγκαία για τους σκοπούς της δίκης. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

6.

Με απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1986 (169/84, Συλλογή 1986, σ. 391) το Δικαστήριο έκρινε την προσφυγή παραδεκτή.

7.

Με απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 1986, το Δικαστήριο αποφάσισε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και επιφόρτισε με αυτή το δεύτερο τμήμα.

8.

Με Διάταξη της 27ης Φεβρουαρίου 1986, το δεύτερο τμήμα καθόρισε το αντικείμενο της πραγματογνωμοσύνης.

9.

Κατόπιν της υποβολής της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης, στις 23 Δεκεμβρίου 1987, το δεύτερο τμήμα του Δικαστηρίου αποφάσισε, στη συνεδρίαση διοικητικού χαρακτήρα της 20ής Ιανουαρίου 1988: α) να διαβιβάσει στους πραγματογνώμονες ένα μη εμπιστευτικό κείμενο αυτής της εκθέσεως και να τους ζητήσει να διατυπώσουν εγγράφως τη γνώμη τους επί αυτού του κειμένου· β) να κοινοποιήσει την έκθεση στους διαδίκους, αφού οι πραγματογνώμονες θα έχουν διατυπώσει τη γνώμη τους· γ ) να ζητήσει από τους διαδίκους να λάβουν θέση επί των ακόλουθων σημείων: 1 ) τη σκοπιμότητα ακροάσεως των πραγματογνωμόνων, 2 ) την υποχρέωση ορκοδοσίας των πραγματογνωμόνων κατά το άρθρο 49, παράγραφος 6, του κανονισμού διαδικασίας.

10.

Οι πραγματογνώμονες ενέκριναν, στις 10 Φεβρουαρίου 1988, το μη εμπιστευτικό κείμενο της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης. Στις 4 Μαΐου 1988, το κείμενο αυτό διαβιβάστηκε στους διαδίκους οι οποίοι γνωστοποίησαν στο Δικαστήριο, στις 13 Ιουνίου 1988, ότι δεν θεωρούσαν σκόπιμη την ακρόαση των πραγματογνωμόνων. Δεν διατυπώνουν κανένα ειδικό ερώτημα που θα έπρεπε να τους τεθεί ως προς την έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν, επιπλέον, ότι δεν θεωρούν αναγκαία την ορκοδοσία των πραγματογνωμόνων, ενώ η καθής επαφίεται, ως προς το σημείο αυτό, στην κρίση του Δικαστηρίου.

11.

Με απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 1988 η υπόθεση, που είχε αρχικά ανατεθεί για τη διεξαγωγή αποδείξεων στο δεύτερο τμήμα, ανα-πέμφηκε στο τέταρτο τμήμα.

12.

Το τέταρτο τμήμα αποφάσισε, στη συνεδρίαση διοικητικού χαρακτήρα της 22ας Νοεμβρίου 1989, να κηρύξει περατωθείσα την αποδεικτική διαδικασία και να παραπέμψει την απόφαση για τη συνέχιση της διαδικασίας στην ολομέλεια του Δικαστηρίου.

II — Αιτήματα των διαδίκων

13.

Οι διάδικοι άσκησαν στις 2 Ιουλίου 1984 προσφυγή με την οποία ζητούν από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, του περιεχομένου της οποίας έλαβε γνώση η προσφεύγουσα με έγγραφο της 24ης Απριλίου 1984, καθόσον συνιστά παράβαση των άρθρων 92 και 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ·

να καταδικάσει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης.

Στο υπόμνημα της αντικρούσεως, που κατέθεσε στις 9 Αυγούστου 1984, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή·

να καταδικάσει τους διαδίκους στα δικαστικά έξοδα.

III — Αόγοι της προσφυγής και επιχειρήματα των διαδίκων

Α — Γενικές παρατηρήσεις

Τα επιχειρήματα που προβάλλονται ενώπιον του Δικαστηρίου μπορούν να συνοψισθούν ως εξής. Η Επιτροπή, αφού προέβη σε κατά βάθος εξέταση των εθνικών δεδομένων που ελήφθησαν υπόψη για τον καθορισμό της νέας τιμής F, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η τιμή αυτή, η οποία εντάσσεται στη γενική διάρθρωση των εγχωρίων ολλανδικών τιμών, δεν περιέχει στοιχεία κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, καθόσον:

α)

καίτοι είναι πράγματι πλέον επωφελής από την τιμή Ε και προσιτή, οπωσδήποτε, στους παραγωγούς αμμωνίας και αζωτούχων λιπασμάτων, όταν αυτοί αποδέχονται τους σχετικούς όρους, δεν ισχύει αποκλειστικά μόνο γι' αυτή την παραγωγή·

β)

η παρεχόμενη έκπτωση δικαιολογείται από υγιείς και εύλογες σκέψεις οικονομικού χαρακτήρα που συνάγονται από αυτό το ίδιο το συμφέρον της Gasunie συνεπεία σημαντικών οικονομιών στο κόστος υπηρεσιών.

Οι προοφενγονοες υποστηρίζουν αντιθέτως, βάσει της γνωματεύσεως ενός γάλλου εμπειρογνώμονα στον τομέα του φυσικού αερίου, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ελαττωματική λόγω πλάνης και ότι παρελείφθη να ληφθούν υπόψη ουσιώδη στοιχεία για μία ορθή εκτίμηση των περιστατικών, καθόσον με αυτή ελήφθη ως δεδομένο:

α)

ότι η τιμή F αποτελεί μέρος της γενικής διαρθρώσεως των εγχωρίων ολλανδικών τιμών και ότι δεν δημιουργεί διακρίσεις σε συγκεκριμένο τομέα·

β)

ότι η διαφορά τιμής κατά 5 σεντς ανά κυβικό μέτρο μεταξύ της νέας τιμής F και της τιμής Ε δικαιολογείται και αντιστοιχεί προς τη διαφορά του κόστους της παρεχόμενης υπηρεσίας.

Β — Κύριες αιτιάσεις

α) Επί της φύσεως της τιμής F

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η τιμή F δεν εντάσσεται στη γενική διάρθρωση των ολλανδικών τιμών και ότι δημιουργεί διακρίσεις. Πράγματι, αν συγκριθεί η τιμή F με το υπόλοιπο μέρος της τιμολογιακής διαρθρώσεως, διαπιστώνονται, κατ' αυτές, δύο σημαντικές διαφορές:

αφενός, ότι η τιμή F δεν καθορίζει όρια ετήσιας καταναλώσεως μεταξύ των τιμών Ε και F, όπως η γενική και φανερή τιμή μεταξύ κλιμακούμενων τιμών Β έως Ε, αλλά μόνο ένα όριο μέχρι του οποίου εφαρμόζεται η τιμή F (σύμφωνα με τα παρασχεθέντα στοιχεία το όριο αυτό είναι 600 εκατ. m3 ετησίως)· επιπλέον, το όριο αυτό εφαρμόζεται κατά πελάτη και όχι κατά εργοστάσιο, έτσι ώστε να καθίσταται δυνατό σε μία επιχείρηση να συγκεντρώνει την κατανάλωση διάφορων τόπων εκμεταλλεύσεως για την υπέρβαση του προαναφερθέντος ορίου*

αφετέρου, ότι δεν τηρείται ο τρόπος εφαρμογής των τμημάτων της γενικής διαρθρώσεως: δεν υπάρχει κλιμακωτή εφαρμογή των διαφόρων τμημάτων, αλλά εφαρμογή της τιμής F ήδη από το πρώτο κυβικό μέτρο που καταναλίσκεται, εφόσον ο αγοραστής δικαιολογεί ετήσια κατανάλωση τουλάχιστον 600 εκατ. m3. Το οικονομικό αποτέλεσμα αυτού του τρόπου εφαρμογής είναι εξαιρετικά σημαντικό, επειδή, αν είχε τηρηθεί ο κανονικός τρόπος, όλες οι καταναλισκόμενες ποσότητες κάτω των 600 εκατ. m3 ετησίως θα είχαν τιμολογηθεί με τις κλιμακούμενες τιμές Α έως F.

Οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι το γεγονός ότι η τιμή ισχύει για ορισμένο τομέα καταδεικνύεται από το ότι μόνο ένα είδος επιχειρήσεων, οι επιχειρήσεις δηλαδή των ολλανδών παραγωγών αμμωνίας που προορίζεται για την παρασκευή αζωτούχων λιπασμάτων (δεδομένου ότι το φυσικό αέριο αποτελεί πρώτη ύλη της αμμωνίας ), μπορεί να καταναλώσει τουλάχιστον 600 εκατ. m3 αερίου ετησίως και να έχει συγχρόνως τον απαιτούμενο παράγοντα επιβαρύνσεως: 90 ο/ο βάσει 8000 ωρών ετησίως. Εξάλλου, θεωρούν ότι ο ισχυρισμός της Επιτροπής, ότι έχει συναφθεί μία σύμβαση με βάση την τιμή F μεταξύ Gasunie και μιας επιχειρήσεως που δεν παράγει αμμωνία, δεν μεταβάλλει κατά κανένα τρόπο το γεγονός ότι η τιμή αυτή εμπίπτει στο άρθρο 92, καθόσον ευνοεί τους ολλανδούς παραγωγούς αμμωνίας.

Κατά τις προσφεύγουσες, για να μπορεί η τιμή F να θεωρηθεί ότι εντάσσεται στην ολλανδική διάρθρωση τιμών και, εξάλλου, ότι ανταποκρίνεται στον στόχο της διαφάνειας των τιμών θα πρέπει να είναι τουλάχιστον δημοσίως γνωστή. Όμως η τιμή αυτή παραμένει τελείως απόρρητη και η σύμβαση παροχής που περιέχει αυτή την τιμή αποτελεί αντικείμενο απευθείας διαπραγματεύσεων μεταξύ της Gasunie και ορισμένων επιχειρήσεων σε εμπιστευτικό πλαίσιο.

Η Επιτροπή διαπιστώνει, προκαταρκτικά, ότι η γνωμάτευση του γάλλου εμπειρογνώμονα που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες παρουσιάζει αδυναμίες οι οποίες συνίστανται, κατά τη γνώμη της, στην εφαρμοσθείσα μέθοδο, δηλαδή στη χρησιμοποίηση των δεδομένων στη Γαλλία για τη συναγωγή συμπερασμάτων ως προς τις Κάτω Χώρες.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό των προσφευγουσών ότι η τιμή F ορίστηκε ειδικά για τους ολλανδούς παραγωγούς αμμωνίας, η Επιτροπή τονίζει ότι έλαβε γνώση μίας συναφθείσας συμβάσεως, με βάση την τιμή F μεταξύ της Gasunie και μιας επιχειρήσεως που δεν παρασκευάζει αμμωνία. Από τη στιγμή, επομένως, κατά την οποία έχει γενικευθεί η τιμή F δεν υπάρχει πλέον, εν πάση περιπτώσει, ενίσχυση.

Εξάλλου, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι δεν είναι σοβαρό να προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η τιμή αυτή αφορά συγκεκριμένο τομέα και, επομένως, δημιουργεί διακρίσεις με βάση απλώς το γεγονός ότι εφαρμόζεται υπό διαφορετικές συνθήκες απ' ό,τι οι άλλες τιμές. Κατά την Επιτροπή, εδώ πρόκειται αποκλειστικά για το πεδίο της πολιτικής τιμών της Gasunie, η οποία δεν αποτελεί, αυτή καθαυτή, αντικείμενο έρευνας από απόψεως κοινοτικού δικαίου.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό των προσφευγουσών ότι η τιμή F παραμένει τελείως μυστική, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι ο ισχυρισμός είναι ανακριβής, καθόσον, πρώτον, δεν υφίσταται δημοσίευση των τιμών της Gasunie, όποιες και να' ναι αυτές, και, δεύτερον, η τιμή F και οι προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι απολύτως γνωστές στις επαγγελματικές οργανώσεις των Κάτω Χωρών.

β) Επί της διαφοράς των 5 σεντς ανά κυβικό μέτρο μεταξύ της τιμής Ε και της τιμής F

Το πρόβλημα που τίθεται εδώ αφορά το μέγεθος των οικονομιών, αναφορικά με το κόστος της παρεχόμενης υπηρεσίας, που μπορεί να πραγματοποιήσει η Gasunie, όταν παρέχει φυσικό αέριο στις επιχειρήσεις που μπορούν να πληρούν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της τιμής F. Εν προκειμένω, οι διάδικοι έλαβαν θέση με τα υπομνήματα τους επί των ακολούθων σημείων: 1 ) καταναλισκόμενη ποσότητα 2) παράγων επιβαρύνσεως· 3 ) δυνατότητα διακοπής της παροχής· 4) δυνατότητα υποκαταστάσεως.

1. Καταναλισκόμενη ποσότητα

Όσον αφορά την επίπτωση του εξαιρετικά υψηλού επιπέδου καταναλώσεως (600 εκατ. m3 ετησίως ) που απαιτείται για την εφαρμογή της τιμής F σε σχέση με την κατώτερη κατανάλωση για τις άλλες τιμές επί, αφενός, του ενιαίου κόστους μεταφοράς και, αφετέρου, της τιμής στην οποία η Gasunie πωλεί το αέριο στους παραγωγούς, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, πρώτον, ότι η διαφορά του ενιαίου κόστους μεταφοράς μεταξύ της μέσης καταναλώσεως για τις τιμές Ε και F αντιστοίχως είναι, κατ' αυτές, το πολύ 0,26 σεντς/m3 και, δεύτερον, ότι η τιμή αγοράς δεν προκύπτει από έναν προβλεπόμενο συμβατικώς τύπο, εντός του οποίου θα μπορούσε να έχει επίδραση το ύψος της καταναλώσεως, αλλά συνάγεται από την τιμή πωλήσεως μέσω αφαιρέσεως απλώς των εξόδων λειτουργίας της Gasunie, των φόρων και του κέρδους, το οποίο καθορίζεται κατ' αποκοπή σε 80 εκατ. ολλανδικά φιορίνια ( HFL ) από πολλών ετών. Κατά τη γνώμη τους, η τιμής αγοράς είναι επομένως πρακτικά ανεξάρτητη από την πωλούμενη ποσότητα, η δε Gasunie δεν μπορεί να τη μετακυλίει, ως έχει, σε όλους τους πελάτες της.

Όσον αφορά την καταναλισκόμενη ποσότητα, η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο της εκτιμήσεως του κόστους την οποία κάνουν οι προσφεύγουσες. Κατ' αυτήν, η εικόνα ακρίβειας που επιδιώκεται με τη χρησιμοποίηση μαθηματικών τύπων δεν μπορεί να αποκρύψει τις κατά προσέγγιση εκτιμήσεις ως προς τη γνώση της καταστάσεως που θεωρείται ότι εκτίθεται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης, ενώ χωρίς τη γνώση αυτής της καταστάσεως καμία διαπίστωση δεν είναι δυνατή.

Επισημαίνει επίσης ότι, αν η μόνη διαφορά μεταξύ των προσχωρούντων στην τιμή F ήταν η καταναλισκόμενη ποσότητα, η μόνη διαφορά τιμής που θα δικαιολογούνταν θα ήταν η εφαρμογή ποσοτικής εκπτώσεως κατά προέκταση των προηγουμένων δεδομένων. Πάντως, οι προσχωρούντες στην τιμή F δεν είναι απλώς και μόνο πολύ μεγάλοι καταναλωτές, αλλά ιδίως και σημαντικοί χρήστες με τακτικό εφοδιασμό που αποδέχονται τη δυνατότητα διακοπής της παροχής, καθώς και την παροχή αερίου διαφορετικής θερμικής ισχύος. Το σύνολο ακριβώς αυτών των χαρακτηριστικών που συντρέχουν στο πρόσωπο ενός χρήστη τον καθιστούν ικανό να τύχει της τιμής F, διότι παρουσιάζει για την Gasunie σημαντικά πλεονεκτήματα.

2. Παράγων επιβαρύνσεως (νακτικότητα τον εφοδιασμού)

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, καταρχάς, ότι οι τιμές της Gasunie είναι ανεξάρτητες από την τακτικότητα των παραλαβών. Αυτό σημαίνει, κατ' αυτές, ότι, χάρη στην ευλυγισία της εκμεταλλεύσεως του κοιτάσματος του Groningen και στα χαρακτηριστικά του δικτύου μεταφορών ( μικρή έκταση, υπερεπαρκούσα ικανότητα μεταφοράς και κλειστά κυκλώματα), η Gasunie μπορεί να αντιμετωπίζει παραλαβές που γίνονται με άτακτο ρυθμό.

Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν στη συνέχεια τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι « η Gasunie προβλέπει ότι το μέρος του αερίου που δεν προέρχεται από το Groningen, και το οποίο ανέρχεται ήδη σε 35 ο/ο, θα αυξηθεί μέσα σε πέντε χρόνια σε 60 ο/ο. Όμως η Gasunie συνήψε γι' αυτό το αέριο Η συμβάσεις πωλήσεως... που περιέχουν τις αποκαλούμενες « take or pay »« ρήτρες ». Υποστηρίζουν δε ότι, πρώτον, όλο το αέριο που δεν προέρχεται από το Groningen δεν είναι αποκλειστικά αέριο Η και ότι, δεύτερο, κατά την ετήσια έκθεση του 1983 της Gasunie οι προβλέψεις πωλήσεων για το 1983 ανέρχονταν σε 35 εκατ. m3 για τις εγχώριες πωλήσεις και σε 30 εκατ. m3 για την εξαγωγή, ήτοι συνολικά 65 εκατ. m3- αν το μερίδιο του Groningen στην τροφοδότηση της Gasunie μειωνόταν σε 40 ο/ο το 1989, η παραγωγή του Groningen θα κατερχόταν έτσι από 47,2 εκατ. m3 το 1983 σε 26 εκατ. m3, ήτοι μείωση 45 ο/ο. Μία τέτοια μείωση δεν είχε ποτέ αντιμετωπιστεί στα ολλανδικά προγράμματα παραγωγής.

Επιπλέον, οι προσφεύγουσες εξετάζουν κατά πόσο ο παράγων της τακτικότητας του εφοδιασμού μπορεί να επηρεάσει είτε την τιμή κόστους της μεταφοράς είτε την τιμή αγοράς του αερίου από την Gasunie. Καταλήγουν δε στο συμπέρασμα ότι, αφενός, η διαφορά ενιαίου κόστους μεταφοράς μεταξύ της καταναλώσεως της τιμής Ε και της καταναλώσεως της τιμής F βρίσκεται μεταξύ 0,40 και 0,68 σεντς/m3 και ότι, αφετέρου, η τιμή αγοράς της Gasunie είναι ανεξάρτητη από την τακτικότητα των παραλαβών, επομένως της καταναλώσεως των πελατών της.

Λαμβάνοντας υπόψη το κριτήριο της τιμολογιακής αλληλουχίας, οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν, εξάλλου, πώς η τιμή F θα μπορούσε λογικά να καθοριστεί με βάση την κλίμακα των τιμών Β, C, D, Ε ενόψει του όγκου και της τακτικότητας της καταναλώσεως.

Σε μία πρώτη προσέγγιση του προβλήματος εξετάζουν πώς το τιμολόγιο μεταβάλλεται από τη μία τιμή στην επόμενη τιμή συνεπεία ενός νόμου φθίνουσας προόδου: η τήρηση αυτού του ίδιου νόμου για τον καθορισμό της τιμής F δικαιολογεί απόκλιση 0,95 σεντς/m3 μεταξύ της τιμής αυτής και της τιμής Ε.

Σε μία δεύτερη προσέγγιση του προβλήματος οι προσφεύγουσες εξηγούν πώς οι τιμές Β, C, Ε, F μπορούν να θεωρηθούν ως μέσες τιμές κλιμακίων στο πλαίσιο μίας διώνυμης τιμολογήσεως που περιέχει μία σταθερή ετήσια προνομιακή τιμή ανά συνομολογηθέν κυβικό μέτρο ωριαίως και μία κατ' αναλογία τιμή ανά καταναλισκόμενο κυβικό μέτρο. Στο πλαίσιο αυτό, η διαφορά μεταξύ της τιμής Ε και της τιμής F είναι κατά μέσο όρο 1,11 σεντς/m3 με μέγιστο όριο 1,60 σεντς/m3.

Οι προσφεύγουσες βάλλουν επίσης κατά της κρίσεως της Επιτροπής ότι όλοι οι προσχω-ρούντες στην τιμή Ε έχουν έναν παράγοντα επιβαρύνσεως τόσο χαμηλό όσο 4000 ωρών ετησίως. Κατ' αυτές, από την κατανομή των πωλήσεων προς τη βιομηχανία κατά τομείς δραστηριότητας στις Κάτω Χώρες συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο μέσος παράγων επιβαρύνσεως των πελατών της τιμής Ε, σταθμισμένος με τις καταναλισκόμενες ποσότητες αερίου, βρίσκεται μεταξύ 6000 και 6500 ωρών ετησίως.

Λαμβάνοντας ως βάση τις 6000 ώρες ετησίως, οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν τις ακόλουθες διαφορές κόστους:

σε χωριστή προσέγγιση σχετικά με τους παράγοντες « ποσότητα » και « τακτικότητα »:

διαφορά που αποδίδεται στην τακτικότητα: 0,23 σεντς/m3 για μία μεταβολή των δημοσίων διανομών 2500 ωρών ετησίως και 0,245 σεντς/m3 για μία μεταβολή των ίδιων διανομών 3000 ωρών ετησίως,

συνολική διαφορά που αποδίδεται στην καταναλισκόμενη ποσότητα και στην τακτικότητα: 0,23 έως 0,245 + 0,23 έως 0,26 = 0,460 έως 0,505 σεντς/m3·

συνδυασμός των δύο αυτών παραγόντων: 0,5 έως 1,43 σεντς/m3 στο πλαίσιο τιμολογήσεως με σταθερή προτιμησιακή τιμή και με κατ' αναλογία τιμή.

Η Επιτροπή διευκρινίζει γενικώς πώς ένα από τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της καταναλώσεως αερίου συνίσταται στο ότι σημειώνεται έντονη αύξηση κατά τους μήνες του χειμώνα. Η Gasunie οφείλει, όμως, ως δημόσια υπηρεσία, να αντιμετωπίσει τη ζήτηση του οικιακού τομέα ανά πάσα στιγμή.

Υπενθυμίζει δε επίσης πως, ιστορικά, το αέριο που παρέχει η Gasunie ήταν το αέριο του Groningen, καθώς και μία ελάχιστη ποσότητα αερίου υψηλής θερμικής αξίας που μπορούσε να διαλυθεί μέσα στο αέριο του Groningen. Πάντως, η δομή του εφοδιασμού της Gasunie μεταβλήθηκε κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών και η αναλογία του αερίου υψηλής θερμικής αξίας ( του αποκαλούμενου « αερίου Η » σε αντίθεση προς το αέριο του Groningen, το « αέριο Β » ) αυξήθηκε συνολικά στο σύνολο των παραδόσεων. Όμως, τονίζει, η Gasunie συνήψε για το αέριο Η συμβάσεις πωλήσεως που περιέχουν τις αποκαλούμενες « take or pay » ρήτρες, πράγμα που σημαίνει ότι όλες οι προβλεπόμενες από τη σύμβαση ποσότητες πρέπει να πληρώνονται, ακόμη κι αν δεν παραλαμβάνονται.

Υπό τις συνθήκες αυτές καθίσταται σαφές, προσθέτει, το συμφέρον της Gasunie να έχει μεγάλους καταναλωτές ο εφοδιασμός των οποίων κατανέμεται στη διάρκεια όλου του έτους ( 8000 ώρες ετησίως που αντιστοιχεί σε 333ημέρες ).

Τέλος, θεωρεί ότι οι υπολογισμοί που ανέπτυξαν οι προσφεύγουσες δεν είναι ακριβείς για πολλούς λόγους. Έτσι, αφενός μεν, είναι εσφαλμένο, κατά τη γνώμη της, να ληφθεί ως βάση η υποθετική περίπτωση μέσου παράγοντα επιβαρύνσεως 6000 ωρών ετησίως για τους καταναλωτές της τιμής Ε, ενώ ο αριθμός αυτός, σύμφωνα με τα στοιχεία που προέρχονται από τις ολλανδικές αρχές, είναι 4000 ώρες ετησίως, αφετέρου δε, αποτελεί υπέρμετρη απλοποίηση το γεγονός ότι συνυπολογίζεται μόνο η ενέργεια επανασυμπιέσεως του αερίου. Η ενέργεια αυτή ποικίλλει ανάλογα με τις προσμίξεις που πρέπει να γίνουν. Επιπλέον, πρέπει να ληφθούν επίσης υπόψη οι οικονομίες επενδύσεων που πραγματοποιεί η Gasunie χάρη στην τακτικότητα των παραλαβών από τους καταναλωτές F κατά τη διάρκεια του θέρους.

3. Η δυνατότητα διακοπής των παραδόσεων

Κατά τις προσφεύγουσες, υπό τις συνθήκες που υφίστανται στις Κάτω Χώρες ( δεδομένου ότι οι ικανότητες παραγωγής και μεταφοράς που αφθονούν καθιστούν δυνατό στην Gasunie να αντιμετωπίζει χωρίς δυσκολία τις περιόδους έντονης ζητήσεως, το δε κοίτασμα του Groningen χρησιμεύει ως απόθεμα σταθεροποιήσεως), το ενδεχόμενο να βρεθεί η Gasunie στην ανάγκη να διακόψει τις παραδόσεις της δεν ανταποκρίνεται προς την πραγματικότητα, πλην της περιπτώσεως ανωτέρας βίας για την οποία δεν χρειάζεται συμβατική ρήτρα.

Οι προσφεύγουσες υπογραμμίζουν, εν προκειμένω, ότι η ειδική τιμή για τους πελάτες των οποίων οι παραδόσεις μπορούν να διακοπούν και οι οποίοι καταναλίσκουν πλέον των 10 εκατ. m3 ετησίως εισήχθη στη διάρθρωση των ολλανδικών τιμών το 1973, αλλά έχει καταργηθεί ήδη από το 1977. Κατά τη γνώμη της, η κατάργηση αυτή καταδεικνύει ότι οι ρήτρες αυτές δεν ήταν αναγκαίες ούτε και δικαιολογούνταν. Η εκ νέου εισαγωγή της ρήτρας διακοπής μόνο για την τιμή F δεν δικαιολογείται από καμία ανάγκη τεχνικής, οικονομικής ή καν εμπορικής φύσεως. Καλύπτει δε ένα πλεονέκτημα που χορηγείται σε ορισμένους ολλανδούς παραγωγούς. Εν πάση περιπτώσει, προσθέτουν, αν η Gasunie έπρεπε να αναζητήσει δυνατότητες διακοπής, έπρεπε να στραφεί πρώτα στους βιομηχάνους που καταναλίσκουν το αέριο ως καύσιμο. Πράγματι, οι τελευταίοι διαθέτουν συχνά εξοπλισμό που τους επιτρέπει να αντικαθιστούν το αέριο με άλλο καύσιμο· αντιθέτως, οι παραγωγοί αμμωνίας χρησιμοποιούν το αέριο ως πρώτη ύλη και δεν έχουν άλλη διέξοδο από το να σταματήσουν την παραγωγή τους, αν διακοπεί ο εφοδιασμός τους σε αέριο.

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, επομένως, ότι η συμβατική δυνατότητα διακοπής έχει θεωρητικό χαρακτήρα στις Κάτω Χώρες, ότι δεν συνεπάγεται οικονομίες για την Gasunie, ότι δεν αποτελεί το αντικείμενο εκπτώσεως σε άλλους πελάτες που μπορούν να δικαιολογούν μία τέτοια ρήτρα και ότι η χορήγηση εκπτώσεως ειδικά για τον λόγο αυτόν στους ολλανδούς παραγωγούς αμμωνίας δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Κατ' αυτές, ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι εφαρμόστηκε μία μερική διακοπή κατά τη διάρκεια του χειμώνα 1983/1984 σε βάρος ενός παραγωγού αμμωνίας θα είχε σημασία μόνο αν στηριζόταν σε ακριβή στοιχεία. Όμως, είναι αμφίβολη, κατά τις προσφεύγουσες, η αναγκαιότητα αυτής της διακοπής ενόψει του ότι ο χειμώνας αυτός δεν ήταν ιδιαίτερα κρύος και ότι οι παραδόσεις της Gasunie ήταν πολύ κατώτερες απ' ό,τι των προηγουμένων ετών.

Τέλος, όσον αφορά ειδικότερα τις οικονομίες που συνεπάγεται για την Gasunie η δυνατότητα διακοπής, οι προσφεύγουσες θεωρούν, επί των 165 περίπου εκατ. HFL ετησίως που στοιχίζει στην Gasunie η έκπτωση της τιμής F, ότι 30 εκατ. το.πολύ μπορούν να δικαιολογηθούν από τις οικονομίες κόστους που αναφέρονται στην ποσότητα και τον τακτικό ρυθμό της καταναλώσεως, το δε υπόλοιπο, ήτοι 135 εκατ., καθιστά δυνατό στην Gasunie να αγοράζει περίπου 380 εκατ. m3 επιπλέον από τους παραγωγούς αερίου, πράγμα που αντιστοιχεί σε 44ημέρες καταναλώσεως των παραγωγών αμμωνίας. Κατά την άποψη των προσφευγουσών, το ενδεχόμενο διακοπής επί 44ημέρες της παραγωγής των εργοστασίων αμμωνίας είναι τελείως εξωπραγματικό.

Εξάλλου, αν η δυνατότητα διακοπής ανταποκρινόταν σε μία αναγκαιότητα και ήταν οικονομικώς δικαιολογημένη, θα έπρεπε τότε να διευκρινιστεί γιατί η διακοπή αυτή προβλέπεται και πληρώνεται ως προς τους πελάτες της τιμής F και όχι για τους πελάτες της τιμής Ε οι οποίοι αποτελούν δυνάμει παράγοντα διακοπής του ίδιου μεγέθους.

Η Επιτροπή τονίζει, καταρχάς, ότι η δυνατότητα αυτή δεν αποτελεί μία ευχέρεια τελείως θεωρητικού χαρακτήρα, εφόσον ένας παραγωγός αμμωνίας υπέστη μερική διακοπή των παραδόσεων του φυσικού αερίου από την Gasunie. Εξάλλου, η Επιτροπή εκπλήσσεται για το ότι οι προσφεύγουσες αμφισβητούν , αυτή την πληροφορία μέχρι του σημείου να ζητούν στοιχεία που εμπίπτουν στο εμπορικό απόρρητο. Αν είναι αληθές ότι ο χειμώνας 1983/1984 δεν ήταν ιδιαίτερα ψυχρός, αυτό σημαίνει, κατά την Επιτροπή, ότι η ρήτρα διακοπής δεν έχει μόνο θεωρητική αξία, και για άλλους λόγους εκτός από έναν ψυχρόν χειμώνα, και ότι, κατά μείζονα λόγο, θα έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία στην περίπτωση ενός βαρύτερου χειμώνα.

Στη συνέχεια ισχυρίζεται ότι αυτό που είναι σημαντικό για την Gasunie είναι το να γνωρίζει ότι η ρήτρα αυτή μπορεί να εφαρμοστεί σε μεγάλες ποσότητες, ανά πάσα στιγμή και με σύντομη προειδοποίηση, έστω κι αν η υπόθεση αυτή δεν υλοποιηθεί παρά σπανίως. Πράγματι, η Gasunie, ως υπεύθυνη για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας, δεν είναι δυνατό να δεχθεί τη διακοπή αυτής της υπηρεσίας για τους χρήστες που δεν έχουν συνομολογήσει μία ρήτρα που επιτρέπει τη διακοπή των παραδόσεων.

Η δυνατότητα διακοπής της παραδόσεως αερίου περιορίζει την ανάγκη της Gasunie να επενδύει σε συστήματα πρόσθετης ασφάλειας και συνεπάγεται, επομένως, γι' αυτήν οικονομίες. Επομένως, η Gasunie, γνωρίζοντας ότι μπορεί ενδεχομένως να προκαλέσει την εφαρμογή αυτής της ρήτρας, έχει συνολικά μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ, ιδίως ως προς τις εξαγωγές.

Η Επιτροπή επιμένει στο γεγονός ότι η ρήτρα έχει σημασία ιδίως για την Gasunie και δικαιολογεί μία διαφοροποίηση τιμών όταν πρόκειται για πολύ μεγάλους καταναλωτές οι οποίοι καταναλίσκουν μεγαλύτερη ποσότητα αερίου σε μία και μόνο φορά.'Ετσι, με έναν καταναλωτή της τιμής F η Gasunie μπορεί να διαθέσει 75000 κυβικά μέτρα ωριαίως κατ' ελάχιστο όριο ( 600 εκατ. m3 ετησίως, λιγότερο για παράγοντα επιβαρύνσεως 8000 ωρών ), ενώ ένας καταναλωτής της τιμής Ε, που καταναλίσκει μόνο 50 εκατ. m3 ετησίως για μέσο παράγοντα επιβαρύνσεως 4000 ωρών, καταναλίσκει μόνον 12500 m3 ωριαίως, ήτοι 1 προς 6.

4. δυνατότητα υποκαταστάσεως (διαφοροποίηση της θερμικής ισχύος)

Κατά τις προσφεύγουσες, η μετάβαση από ένα αέριο σε άλλο, που αποτελεί προφανές συμφέρον για κάθε διανομέα αερίου που διαθέτει διαφορετικές πηγές εφοδιασμού, δεν μπορεί να εκληφθεί ως δυνατότητα για την Gasunie να παρέχει αδιακρίτως, ανά πάσα στιγμή, αέριο Β ή αέριο Η. Η υποκατάσταση του αερίου, λόγω των μακρών και επακριβών ρυθμίσεων που απαιτεί, είναι πραγματοποιήσιμη μόνο μία φορά ή τουλάχιστον για μία μακρά περίοδο· αλλά, με αυτή την προϋπόθεση, είναι δυνατή για όλους τους βιομηχανικούς τομείς.

Όμως, είναι ασύμφορο για την Gasunie να μετατρέπει το αέριο Η σε αέριο Β, ενώ οι παραγωγοί αμμωνίας είναι σε θέση, είτε ήδη τώρα είτε με ένα μικρό πρόσθετο κόστος, να προσαρμόσουν τα μηχανήματα τους για την κατανάλωση αερίου Η.

Για τα εργοστάσια παραγωγής αμμωνίας η υποκατάσταση αυτή συνεπάγεται απλώς την εγκατάσταση ενός προσθέτου αεροσυμπιεστή η απόσβεση του οποίου επί 10 έτη συνεπάγεται επιβάρυνση 0,017 σεντς/m3 καταναλισκόμενου αερίου, ενώ η προσθήκη αζώτου στο αέριο Η για τη μετατροπή του σε αέριο Β στοιχίζει 1,5 έως 2 σεντς/m3, ήτοι 100 φορές περισσότερο. Υπ' αυτές τις συνθήκες η δυνατότητα υποκαταστάσεως δεν αποτελεί, κατ' αυτές, στοιχείο που μπορεί να δικαιολογεί οικονομία κόστους μεγαλύτερη από 0,017 σεντς/m1. Οι προσφεύγουσες δεν αντιλαμβάνονται, επομένως, γιατί η Gasunie θα χορηγούσε έκπτωση μεγαλύτερη από το κόστος αυτής της προσαρμογής.

Η Επιτροπή, αφού υπενθύμισε την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Gasunie, κατά την διάρκεια των μηνών του καλοκαιριού με μικρότερη κατανάλωση, προ της πλεονάζουσας ποσότητας αερίου Η (ενώ υπάρχει έντονη ζήτηση του κατά τη διάρκεια των μηνών του χειμώνα), διαπιστώνει ότι, καθόσον η δυνατότητα υποκαταστάσεως δεν υφίσταται ούτε για την οικιακή κατανάλωση ούτε για την εξαγωγή και ότι ορισμένη δυνατότητα υποκαταστάσεως είναι αναγκαία στην Gasunie για να μειώσει τις δαπάνες της αποθηκεύσεως, ενόψει του κινδύνου να αναγκαστεί να πληρώσει ποσότητες που δεν αγοράζει, η παροχή σε πολύ μεγάλους καταναλωτές, αυτούς που έχουν προσχωρήσει στην τιμή F, της επιτρέπει να μειώνει τα έξοδα της.

γ) Επί τον ζητήματος αν η τιμή F περιέχει στοιχεία κρατικής ενισχύσεως

Οι προσφεύγουσες τονίζουν καταρχάς ότι η Επιτροπή ανέφερε στο έγγραφο της της 24ης Απριλίου 1984 ότι είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι τιμές που εφαρμόζονται εφεξής δεν περιέχουν στοιχεία κρατικής ενισχύσεως. Υπογραμμίζουν δε ότι το συμπέρασμα αυτό,που αναφέρεται στον νομικό χαρακτηρισμό της τιμής F ενόψει του άρθρου 92 και αποτελεί την κατάληξη των αναλύσεων που είχε διενεργήσει η Επιτροπή στο πλαίσιο των διαδικασιών των άρθρων 93, παράγραφος 2,και 170, στηρίζεται σε δύο διαπιστώσεις: αφενός, ότι η τιμή F αποτελεί μέρος της γενικής διαρθρώσεως των ολλανδικών εγχωρίων τιμών και δεν δημιουργεί διακρίσεις, αφετέρου, ότι η διαφορά τιμής 5 σεντς/m3 μεταξύ των τιμών Ε και F αντιστοιχεί στη διαφορά κόστους της παρεχόμενης υπηρεσίας.

Συνάγεται επομένως ότι η Επιτροπή συνέδεσε στον συλλογισμό της ρητά και αποκλειστικά το συμπέρασμα της ως προς το συμβιβαστό και την έλλειψη στοιχείων κρατικής ενισχύσεως με την ύπαρξη οικονομιών προμηθείας τις οποίες πραγματοποιεί η Gasunie συνεπεία των προϋποθέσεων της τιμής F σε σύγκριση με την τιμή Ε.

Κατά τις προσφεύγουσες, αυτό ακριβώς το σημείο, και μόνο αυτό, αποτελεί το αντικείμενο της αιτιάσεως που διατυπώνουν κατά της Επιτροπής.

Για τον λόγο ακριβώς αυτό οι προσφεύγουσες δεν δέχονται την αντίρρηση της Επιτροπής ότι δεν κατέδειξαν ότι η τιμή F αποτελεί ενίσχυση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, καθόσον δεν απέδειξαν ότι η τιμή αυτή ανταποκρίνεται προς όλα τα κριτήρια του προαναφερθέντος άρθρου.

Οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι μία λεπτομερής ανάπτυξη σχετικά με τα κριτήρια του άρθρου 92 δεν είναι απαραίτητη, καθόσον είναι γνωστές οι απόψεις που υιοθέτησε αυτή η ίδια η Επιτροπή σχετικά με το ολλανδικό τιμολόγιο φυσικού αερίου. Πράγματι, είναι απολύτως σαφές ότι το σύστημα τιμών το οποίο αντικατέστησε η τιμή F αποτέλεσε το αντικείμενο αιτιάσεων από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 92. Κατά συνέπεια, για να εξεταστεί κατά πόσο η τιμή F μπορεί να γίνει δεκτή θα πρέπει να εξεταστεί σε τι συνίσταται η « τροποποίηση » και κατά πόσο μπορεί να δικαιολογήσει διαφορετική εκτίμηση από αυτή που διατυπώθηκε σε σχέση με το προηγούμενο σύστημα.

Κατά την άποψη των προσφευγουσών, είναι βέβαιο ότι η τιμή F δημιουργήθηκε προκειμένου να χορηγηθεί ενίσχυση στους ολλανδούς παραγωγούς αμμωνίας (η τιμή F είναι επομένως μία ειδική τιμή που απλώς προστίθεται χωρίς να εντάσσεται στη γενική διάρθρωση ) και να αποκρυβεί η προηγούμενη ενίσχυση υπό νέο « ένδυμα ». Η ενίσχυση αυτή συνίσταται στη διαφορά μεταξύ της μειώσεως της τιμής σε σχέση με την τιμή Ε η οποία είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη, κατά τις προσφεύγουσες 1,60 σεντς/m3, και της μειώσεως της τιμής που θεωρείται, κακώς, ως αντικειμενικά δικαιολογημένη από την Επιτροπή, δηλαδή 5 σεντς/m3. Η ενίσχυση αυτή ισούται έτσι προς 3,4 σεντς/m3.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι πρέπει καταρχάς να υπενθυμίσει τη διακριτική εξουσία που της αναγνωρίζει το Δικαστήριο στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας, ενήργησε καλόπιστα, όχι συνεπεία αυτού που οι προσφεύγουσες χαρακτηρίζουν ως « ένδυμα » ή « καμουφλάζ με επίφαση νομιμότητας », αλλά επειδή θεώρησε, βάσει των στοιχείων που της παρέσχε η Gasunie και οι ολλανδικές αρχές, ότι μία διαφορά 5 σεντς/m 3 μεταξύ των τιμών Ε και F ήταν δικαιολογημένη για υγιείς και ευνόητους οικονομικούς λόγους που απορρέουν από αυτό το ίδιο το συμφέρον της Gasunie ως εμπορικής επιχειρήσεως η οποία πραγματοποιεί, συνεπεία των όρων που επιβάλλονται στους προσχωρούντες στην τιμή F, σημαντικές οικονομίες κόστους υπηρεσιών. Συνάγει δε κατ' αυτόν τον τρόπο ότι η τιμή F δεν περιέχει στοιχεία κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1.

Επιπλέον, για να συμβιβάζεται μία ενίσχυση με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης, πρέπει, υπογραμμίζει η Επιτροπή, να ανταποκρίνεται στα κριτήρια του άρθρου 92, παράγραφος 1. Όμως, οι προσφεύγουσες, για να αποδείξουν ότι η τιμή F αποτελεί ασυμβίβαστη ενίσχυση κατά την έννοια του προαναφερθέντος άρθρου, στηρίζονται αποκλειστικά σε δύο επιχειρήματα: πρόκειται για τιμή που αφορά έναν τομέα, η δε παρεχόμενη έκπτωση είναι ανώτερη από τις οικονομίες κόστους που πραγματοποιεί η Gasunie. Με άλλα λόγια, οι προσφεύγουσες δεν επικαλούνται ούτε ότι η ενίσχυση επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών ούτε ότι νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό. Πράγματι, συνεχίζει η Επιτροπή, από τη στιγμή κατά την οποία οι προσφεύγουσες έρχονται στη θέση της Επιτροπής για να κρίνουν αν υπάρχει ή όχι ενίσχυση και αν συμβιβάζεται με το άρθρο 92, αυτές οφείλουν να αποδείξουν ότι συντρέχουν τα κριτήρια του άρθρου 92, παράγραφος 1, και ότι, επιπλέον, η Επιτροπή κακώς δέχθηκε ως προς τις ενισχύσεις αυτές μία από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 92, παράγραφος 3.

VI — Απαντήσεις στις ερωτήσεις που έθεσε το Δικαστήριο

Με έγγραφο της 26ης Φεβρουαρίου 1985, το Δικαστήριο κάλεσε την Επιτροπή και τις προσφεύγουσες να αναφέρουν, ιδίως, τα ακόλουθα στοιχεία.

Α — Επιτροπή

1)

Το πλήρες σύστημα τιμών του φυσικού αερίου που αφορά τον βιομηχανικό τομέα στις Κάτω Χώρες (η πλήρη περιγραφή αυτού του συστήματος) κατά του οποίου η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ (ανακοίνωση της 1ης Δεκεμβρίου 1983 ).

Η Επιτροπή τονίζει ότι δεν κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης κατά ολόκληρου του συστήματος τιμών του φυσικού αερίου που αφορά τον βιομηχανικό τομέα στις Κάτω Χώρες, αλλά μόνο κατά της τιμής της οποίας ετύγχαναν οι ολλανδοί παραγωγοί αμμωνίας και αζωτούχων λιπασμάτων. Η εν λόγω τιμή προσφερόταν σε όλους τους παραγωγούς βάσει μίας τυποποιημένης συμβάσεως που συνήφθη την 1η Οκτωβρίου 1981 για διάρκεια 6 ετών. Η σύμβαση αυτή προέβλεπε ένα διπλό σύστημα τιμών:

α)

για τις πωλήσεις αερίου που προορίζεται για την παραγωγή λιπασμάτων που πωλούνται στις ευρωπαϊκές αγορές έπρεπε να πληρώσουν την τιμή Ε, η οποία είναι η τιμή που ισχύει για τους μεγάλους βιομηχανικούς καταναλωτές που παραλαμβάνουν πλέον των 50 εκατ. m3 ετησίως·

β)

για τις πωλήσεις αερίου εκτός Ευρώπης τυγχάνουν μειωμένης τιμής.

Η μειωμένη αυτή τιμή δεν προσφέρεται βάσει της ποσότητας φυσικού αερίου που χρησιμοποιείται στη διαδικασία παρασκευής των λιπασμάτων που πράγματι εξάγονται εκτός Ευρώπης, αλλά βάσει μιας θεωρητικής κατανομής. 'Ομως, το 1982-1983 το ποσοστό των εξαγωγών εκτός Ευρώπης μειώθηκε σημαντικά σε σχέση με το θεωρητικό ποσοστό. Το καθαρό όφελος που προέκυψε από αυτό για τους ολλανδούς παραγωγούς ανήλθε περίπου σε 8 σεντς/m3 επί του συνόλου των αγορών τους αερίου.

2)

Το πλήρες σύστημα τιμών φυσικού αερίου που αφορά τον βιομηχανικό τομέα στις Κάτω Χώρες ( η πλήρης περιγραφή αυτού του συστήματος), όπως ισχύει από την 1η Νοεμβρίου 1983, το οποίο κρίθηκε από την Επιτροπή ότι συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι το σύστημα αυτό συνίσταται σε μία τιμή ανά κλιμάκιο με τιμαριθμική προσαρμογή επί των τιμών του βαρέος fuel-oil. Η τιμή F, η οποία είναι η μόνη η οποία δεν αποτελεί τιμή ανά κλίμακα, εφαρμόζεται από την 1η Νοεμβρίου 1983. Παρέχεται σε όλους τους καταναλωτές που μπορούν να τηρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις παραλαβής αερίων:

α)

παραλαμβάνουν ελάχιστη ποσότητα 600 εκατ. m3 αερίου ετησίως με συντελεστή τακτικότητας 90 ο/ο ή πλέον

β)

δέχονται πλήρη ή μερική διακοπή των παραδόσεων για σύντομο διάστημα και κατ' απόλυτη διάκριση της Gasunie'

γ)

δέχονται αέριο διαφορετικής θερμικής ισχύος.

Η Gasunie, δεδομένου ότι οι όροι αυτοί της επιτρέπουν να πραγματοποιεί σημαντικές οικονομίες στο κόστος της παρεχόμενης υπηρεσίας, καθόρισε τη νέα τιμή F σε κατώτερο επίπεδο κατά 5 σεντς/m3 σε σχέση με την τιμή Ε. Μόνο ο τομέας της ενεργείας δεν μπορεί να επωφεληθεί της τιμής F.

3)

Τους λόγους και, ενδεχομένως, τα έγγραφα βάσει των οποίων η Επιτροπή διαπίστωσε, στην ανακοίνωση της της 1ης Δεκεμβρίου 1983, ότι, στον τομέα του φυσικού αερίου που παρέχεται στους ολλανδούς παραγωγούς αμμωνίας, η ολλανδική κυβέρνηση χορήγησε ειδικές εκπτώσεις μέσω της Gasunie, ενώ η εταιρία αυτή είναι επιχείρηση ιδιωτικού δικαίου. Η Επιτροπή καλείται ειδικότερα να διευκρινίσει πώς η ολλανδική κυβέρνηση μπόρεσε, όσον αφορά τη βιομηχανική τιμή, να επηρεάσει τις εμπορικές αποφάσεις της Gasunie.

Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι το ολλανδικό Δημόσιο κατέχει 50o/ο του κεφαλαίου της Gasunie, 10% του οποίου άμεσα και 40o/ο μέσω της Staats-mijnen (το κεφάλαιο της οποίας κατέχει κατά 100ο/ο το Δημόσιο). Εξάλλου, ο υπουργός των οικονομικών υποθέσεων έχει ευρεία εξουσία, όσον αφορά την πολιτική τιμών της Gasunie. 'Εχει ιδίως το δικαίωμα να εγκρίνει τους όρους και τις τιμές της. Η πολιτική τιμών της Gasunie δεν μπορεί, επομένως, να γίνεται χωρίς την έγκριση της ολλανδικής κυβερνήσεως, οι δε μειώσεις τιμών που παρέχει η Gasunie στον έναν ή στον άλλον από τους πελάτες της συνεπάγονται κατ' ανάγκη μειωμένα έσοδα για το Δημόσαο.

4)

Έναν κατάλογο των επιχειρήσεων που τυγχάνουν ήδη της τιμής F της Gasunie με αναφορά του οικείου τομέα παραγωγής, καθώς και έναν κατάλογο των πέντε μεγαλύτερων χρηστών φυσικού αερίου που τυγχάνουν της τιμής Ε, με αναφορά του οικείου τομέα παραγωγής και των καταναλισκομένων ποσοτήτων.

Ως προς αυτούς οι οποίοι απολαύουν της τιμής F, η Επιτροπή επισημαίνει ότι στις τέσσερις επιχειρήσεις που απολαύουν ήδη της τιμής F τρεις ανήκουν στον τομέα της παραγωγής αμμωνίας και μία στον τομέα του μεθανολίου. Οι ποσότητες αερίου που καταναλίσκονται ετησίως από αυτές τις επιχειρήσεις ποικίλλουν μεταξύ 605 εκατ. και 1700 εκατ. m3.

Όσον αφορά αυτούς που απολαύουν της τιμής Ε, μεταξύ των πέντε μεγαλυτέρων χρηστών τέσσερις ανήκουν στον χημικό τομέα και ένας στον τομέα της βασικής μεταλλουργίας. Οι ετησίως καταναλισκόμενες ποσότητες κυμαίνονται μεταξύ 200 και 500 εκατ. m3.

5)

Πόσο κοστίζει ( κόστιζε ή θα κόστιζε ) το κυβικό μέτρο φυσικού αερίου που χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη από τους ολλανδούς παραγωγούς αμμωνίας που καταναλίσκουν τουλάχιστον 600 εκατ. m3 ετησίως και έχουν παράγοντα επιβαρύνσεως 90 % ή περισσότερο:

α)

κατ' εφαρμογήν:

αα)

του συστήματος τιμών που κρίθηκε από την Επιτροπή ως ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά (σύστημα δύο επιπέδων, όπως ίσχυσε μέχρι την 1η Νοεμβρίου 1983 ),

αβ)

της τιμής F,

αγ)

της τιμής Ε·

β)

κατά την εξαγωγή προς τους παραγωγούς αμμωνίας των άλλων κρατών μελών από την 1η Νοεμβρίου 1983;

Η Επιτροπή διευκρινίζει την τιμή του αερίου στις Κάτω Χώρες κατ' εφαρμογήν:

αα)

του συστήματος διπλής τιμής: το 1983, οι παραγωγοί αμμωνίας κατέβαλαν τιμή ύψους 29-30 σεντς/m3. Σε σύγκριση με το μέσο ύψος της τιμής Ε το 1983, των 38 σεντς /m3, είχαν ένα πλεονέκτημα τιμής 8 σεντς/m3 περίπου επί του συνόλου των παραλαβών τους'

αβ)

της τιμής F:

— τέταρτο τρίμηνο 1983:

34,259,

— πρώτο τρίμηνο 1984:

36,443,

— δεύτερο τρίμηνο 1984:

37,823,

— τρίτο τρίμηνο 1984:

38,923,

— τέταρτο τρίμηνο 1984:

39,522,

— πρώτο τρίμηνο 1985:

40,863

· αγ)

της τιμής Ε:

— τέταρτο τρίμηνο 1983:

39,529,

— πρώτο τρίμηνο 1984:

41,443,

— δεύτερο τρίμηνο 1984:

42,823,

— τρίτο τρίμηνο 1984:

43,923,

— τέταρτο τρίμηνο 1984:

44,522,

— πρώτο τρίμηνο 1985:

45,863.

Ως προς την ερώτηση β ), η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι δεν υφίσταται τιμή ως προς το ολλανδικό αέριο προς εξαγωγή για τους παραγωγούς αμμωνίας των άλλων κρατών μελών. Η τιμή αυτή εξαρτάται από τους τιμολογιακούς όρους που εφαρμόζονται σ' αυτούς από τις εταιρίες μεταφοράς και διανομής αερίου που ασκούν τις δραστηριότητες τους στις αντίστοιχες χώρες τους. Οι όροι αυτοί λαμβάνουν υπόψη το κόστος παροχής του αερίου που προέρχεται από το σύνολο των προμηθευτριών χωρών.

6)

Στο έγγραφο της 24ης Απριλίου 1984, που απευθύνθηκε στο επαγγελματικό συνδικάτο της βιομηχανίας των αζωτούχων λιπασμάτων με υπογραφή M. Caspari, η Επιτροπή υπογράμμισε, στη σελίδα 3, ότι « το υφιστάμενο ύψος της τιμής F δεν καλύπτει τη συνολική αξία των οικονομιών παροχής που συνεπάγονται οι συμβάσεις αυτές για την Gasunie ». Ποια είναι αυτή η μη καλυπτόμενη αξία;

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η συνολική αξία των οικονομιών είναι 5,5 έως 7 σεντς/m3, όπως εκτίθεται αναλυτικά κατωτέρω:

Αντικειμενικοί όροι Οικονομία

 

(σεντς/m3)

Καταναλισκόμενη ποσότητα και τακτικότητα των παραλαβών

 

3

Διακοπή των παραδόσεων

 

1-2

Διαφοροποίηση της ποιότητας του αερίου

 

1,5-2

 

Σύνολο

5,5-7

7)

Τους λόγους για τους οποίους η Gasunie διέκοψε την παροχή της φυσικού αερίου σε έναν παραγωγό αμμωνίας.

Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι κατά τη διάρκεια του χειμώνα 1983/1984 οι κλιματολογικές συνθήκες προκάλεσαν προβλήματα τεχνικής φύσεως ως προς την παραγωγή φυσικού αερίου, πράγμα που μείωσε την παραγωγικότητα των πηγαδιών. Δεδομένου ότι είχε επηρεασθεί προσωρινά η μέγιστη υφιστάμενη ικανότητα παραγωγής, η Gasunie αναγκάστηκε να διακόψει εν μέρει τις παραδόσεις της σε έναν παραγωγό αμμωνίας.

Β — Προσφείγονσες

Οι προσφεύγουσες κλήθηκαν να περιγράψουν την υφιστάμενη διάρθρωση τιμών και την τιμή του φυσικού αερίου της οποίας τυγχάνουν στη Γαλλία. Οι απαντήσεις τους μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως.

Ως προς τη διάρθρωση των τιμών οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι οι συμβάσεις παροχής που απολαύουν είναι του τύπου « παροχή αερίου για βιομηχανική χρήση ». Τα κύρια χαρακτηριστικά της διαρθρώσεως τιμών είναι: ανάληψη ημερησίας υποχρεώσεως που συνίσταται στη μέγιστη ποσότητα που μπορεί να λαμβάνει ο χρήστης, και μία καθορισμένη ετήσια ποσότητα· η Gaz de France δεν υποχρεούται πλέον σε παροχή αυτής της ποσότητας.

Η τιμή που χρεώνεται περιλαμβάνει: α) μία σταθερή προνομιακή τιμή (που αποτελεί συνάρτηση της αναληφθείσας ημερήσιας υποχρεώσεως και της αποστάσεως του χρήστη σε σχέση με τις κύριες αρτηρίες του δικτύου διανομής της Gaz de France)' β) ένα ποσό ανάλογο προς την παρεχόμενη ποσότητα· γ) μία εγγύηση (όταν η σύμβαση είναι του τύπου « παροχή υποκείμενη σε παύση », δηλαδή η παροχή μπορεί να διακοπεί κατά το δοκούν της Gaz de France) δ) δέσμευση του πελάτη να καταβάλλει τουλάχιστον κατά τη διάρκεια του έτους: 0,6 επί την καθορισμένη ετήσια ποσότητα, αν η σύμβαση είναι του τύπου « σταθερή παροχή », 0,8 επί την ποσότητα αυτή, αν η σύμβαση είναι του τύπου « παροχή υποκείμενη σε παύση » · ε ) μία προκαταβολή επί της καταναλώσεως την οποία ο πελάτης καταβάλλει με την έναρξη ισχύος της συμβάσεως· στ) μία ρήτρα τιμαριθμικής αναπροσαρμογής ( που συνδέεται με την τιμή του άνθρακα και την τιμή του πετρελαίου)· ζ) η διάρκεια των συμβάσεων είναι, γενικώς, τρία έτη, η δε θερμική ισχύς του παρεχόμενου αερίου κυμαίνεται μεταξύ 9,3 και 12,8 kW ωριαίος ανά m3.

Όσον αφορά ειδικότερα την τιμή που πληρώνουν οι προσφεύγουσες, οι συμβάσεις που έχουν συναφθεί με αυτές είναι του τύπου « υποκείμενη σε παύση ». Εξάλλου, οι γάλλοι παραγωγοί αζώτου διαπραγματεύτηκαν με την Gaz de France μία προσαρμογή των όρων εφοδιασμού τους που τους καθιστά δυνατό να είναι ανταγωνιστικοί έναντι των ολλανδών παραγωγών αζώτου που απολαύουν της τιμής F. Οι διαπραγματεύσεις αυτές κατέληξαν, στα τέλη του θέρους 1984, στη χορήγηση προσωρινής εκπτώσεως 12 ο/ο η οποία ίσχυε μέχρι την 31η Μαΐου 1985. Η έκπτωση αυτή δεν χορηγείται σωρευτικώς με την ενδεχόμενη έκπτωση που απορρέει από την εγγύηση των τιμών που προκύπτει από τη ρήτρα περί δυνατότητας διακοπής της παροχής.

V — Έκθεση πραγματογνωμοσύνης

Με τη Διάταξη της 27ης Φεβρουαρίου 1986, το Δικαστήριο ( δεύτερο τμήμα ) ζήτησε από τους πραγματογνώμονες να διατυπώσουν τη γνώμη τους επί των ακόλουθων ερωτήσεων:

« α)

Ποιες είναι οι οικονομίες κόστους των παραδόσεων που αποκομίζει η Gasunie από τις συμβάσεις που συνάπτονται με τους όρους της τιμής F σε σχέση με τις συμβάσεις που συνάπτονται με τους όρους της τιμής Ε;

β)

Ποία είναι ( σε HFL ) η αξία:

του συνόλου των εν λόγω οικονομιών

των μεμονωμένων οικονομιών συνεπεία των ακόλουθων παραγόντων:

αα)

της ποσότητας της καταναλώσεως (τουλάχιστον 600 — εξακόσια — εκατ. m3 )

ββ)

της τακτικότητας των παραλαβών αερίου ( παράγων επιβαρύνσεως ),

γγ)

της δυνατότητας διακοπής,

δδ)

της δυνατότητας υποκαταστάσεως ανά κυβικό μέτρο καταναλισκόμενου αερίου (βάση: δεύτερο εξάμηνο 1984);

γ)

Δεδομένου ότι η τιμή F είναι, στο πλαίσιο του συστήματος τιμών της Gasunie, η μόνη που εφαρμόζεται ήδη από το πρώτο κυβικό μέτρο του καναλι-σκόμενου αερίου, ποια είναι η πραγματική διαφορά ( σε HFL ) μεταξύ της τιμής F και της τιμής Ε επί καταναλώσεως αερίου:

αα)

600 ( εξακοσίων ) εκατ. m3,

ββ)

1700 ( χιλίων επτακοσίων ) εκατ. m3 ετησίως ( βάση: δεύτερο εξάμηνο 1984);

δ)

Ποια πρέπει να είναι η τιμή ανά κυβικό μέτρο αερίου κατά το δεύτερο εξάμηνο του 1984 βάσει του συστήματος τιμών της Gasunie που ίσχυε μέχρι την 1η Νοεμβρίου 1983 και βάσει του οποίου, μέσω ενός συστήματος δύο επιπέδων, οι ολλανδοί παραγωγοί αμμωνίας έλαβαν ειδικές εκπτώσεις; »

Πολύ περιληπτικά οι απαντήσεις που έδωσαν οι πραγματογνώμονες έχουν ως εξής.

Α — Ως προς ης ερωτήσεις α) και β) σχετικά με τις οικονομίες — και την αξία αυτών των οικονομιόίν — επί του κόστους παροχής που συνεπάγονται για την Gasunie οι συμβάσεις πον συνάπτονται με τους όρους της τιμής F σε σχέση με τις συμβάσεις που συνάπτονται με τους όρους της τιμής Ε — Επί των οικονομιών που οφείλονται στην ποσότητα των παραδόσεων, οι πραγματογνώμονες υπολόγισαν μία έκπτωση 0,07 έως 0,242 σεντς/m3.

Επί της τακτικότητας των παραλαβών (παράγων επιβαρύνσεως): οι πραγματογνώμονες, λαμβάνοντας ως βάση στοιχεία που αφορούν τις μηνιαίες μεταβολές της καταναλώσεως των ομάδων καταναλωτών της τιμής F και των καταναλωτών της τιμής Ε, προέβησαν σε κατά προσέγγιση αποτίμηση των ενδεχομένων οικονομιών της Gasunie. Η οικονομία που πραγματοποείται για τους πελάτες της τιμής F σε σχέση με τους πελάτες της τιμής Ε

υπολογίζεται σε 0,273. Δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από 0,512 σεντς/m3.

Επί της δυνατότητας διακοπής: οι γενικοί συμβατικοί όροι σχετικά με αυτή τη δυνατότητα για τους πελάτες της τιμής F και τους πελ άτες της τιμής Ε είναι οι ίδιοι. Δεν υπάρχει οικονομικό όφελος που να προκύπτει από τις ειδικές ρήτρες της τιμής F.

Επί της δυνατότητας υποκαταστάσεως: οι γενικοί όροι των συμβάσεων σχετικά με τη δυνατότητα υποκαταστάσεως είναι οι ίδιοι για τους πελάτες της τιμής F και για τους πελάτες της τιμής Ε. Δεν υπάρχει οικονομικό όφελος που να προκύπτει από τις ειδικές ρήτρες της τιμής F.

Όσον αφορά τη συνολική αξία των οικονομιών που προκύπτουν από διάφορους παράγοντες, οι εκτιμήσεις των πραγματογνωμόνων καταλήγουν στο ακόλουθο σχήμα ( σε σεντς/m3):

ως προς την ποσότητα του παρεχόμενου αερίου (ελάχιστο: 600 εκατ. m3 ετησίως): 0,07-0,242·

ως προς την τακτικότητα (παράγων επιβαρύνσεως): 0,273-0,512 (μέγιστο).

Πάντως, προσθέτουν ότι οι συνολικές οικονομίες που αντιστοιχούν στην ποσότητα και τον παράγοντα επιβαρύνσεως πρέπει να είναι μικρότερες από το ύψος των ανωτέρω μεγαλύτερων αξιών συνεπεία της σχέσεως μεταξύ παράγοντα επιβαρύνσεως και ποσότητας για τους πελάτες της τιμής F σε σύγκριση με τους πελάτες της τιμής Ε. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ήταν δύσκολο να εξακριβωθούν οι συνολικές οικονομίες της Gasunie επί αξίας μεγαλύτερης του 0,5 σεντς/m3.

Κατά τους πραγματογνώμονες, οι οικονομίες στα βάρη της Gasunie που οφείλονται στους όρους που αφορούν τους πελάτες της τιμής F σε σχέση με τους όρους που αφορούν τους πελάτες της τιμής Ε είναι πολύ μικρότερης αξίας από τη διαφορά τιμών μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών πελατών. Κατά συνέπεια, οι εκπτώσεις που χορηγούνται στους πελάτες της τιμής F πρέπει να απορρέουν από άλλες εκτιμήσεις.

Οι πραγματογνώμονες προέβησαν, επιπλέον, σε μία οικονομικής φύσεως ερμηνεία των εκπτώσεων, συμπεραίνοντας ότι δεν είχαν τη δυνατότητα να εξακριβώσουν το ακριβές ύψος των οικονομιών που θα μπορούσε να επιτύχει η Gasunie, δεν ανεύραν όμως κανένα στοιχείο από το οποίο να αποδεικνύεται ότι η τιμή F δεν έχει οικονομική αξία για την Gasunie, αν ληφθεί υπόψη η συνολική εμπορική κατάσταση της Gasunie.

Β — Ως προς την ερώτηση γ) που αφορά την πραγματική διαφορά σε HFL μεταξύ της τιμής F και της τιμής Ε βάσει των τιμών τον δεύτερου εξαμήνου 1984

Οι πραγματογνώμονες προβαίνουν στις ακόλουθες εκτιμήσεις (σε εκατομμύρια HFL):

από τον Ιούλιο έως τον Σεπτέμβριο 1984:

για 600 εκατ. m3 ετησίως: 30999,

για 1700 εκατ. m3 ετησίως: 85999'

από τον Οκτώβριο έως τον Δεκέμβριο 1984:

για 600 εκατ. m 3 ετησίως: 31017,

για 1700 εκατ. m 3 ετησίως: 86017.

Γ — Ως προς την ερώτηση Ô) πον αφορά την τιμή τον κυβικού μέτρου αερίου κατά το όεΰ-τερο εξάμηνο τον 1984 σύμφωνα με το σύστημα τιμών πον ίσχυε yta τους παραγωγούς αμμωνίας μέχρι την 1η Νοεμβρίου 1983

Κατά τους πραγματογνώμονες, η τιμή ήταν (σε σεντς/m3):

από τον Ιούλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο 1984: 37421·

από τον Οκτώβριο μέχρι τον Δεκέμβριο 1984: 37833.

M. Diez de Velasco

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (έκτο τμήμα)

της 12ης Ιουλίου 1990 ( *1 )

Στην υπόθεση C- 169/84,

Société CdF Chimie azote et fertilisants SA, εταιρία γαλλικού δικαίου, που είναι εγκατεστημένη στην Τουλούζ ( Γαλλία ),

και

Société chimique de la Grande Paroisse ( SCGP ) SA, εταιρία γαλλικού δικαίου, που είναι εγκατεστημένη στο Παρίσι,

εκπροσωπούμενες από τον Dominique Voillemot, δικηγόρο Παρισιού, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Jacques Loesch, 8, rue Zithe,

προσφεύγουσες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τη Marie-José Jonczy, μέλος της νομικής υπηρεσίας, επικουρούμενης από τη Nicole Coutrelis, δικηγόρο, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Manfred Beschel, μέλος της νομικής υπηρεσίας, Centre Wagner, Kichberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 17ης Απριλίου 1984, η οποία ελήφθη στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ, σχετικά με το σύστημα τιμών που εφαρμόζεται στις Κάτω Χώρες για την παροχή φυσικού αερίου στους ολλανδούς παραγωγούς αμμωνίας, αποφάσεως της οποίας η προσφεύγουσα έλαβε γνώση με έγγραφο της Επιτροπής, της 24ης Απριλίου 1984,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( έκτο τμήμα ),

συγκείμενο από τους Κ. Ν. Κακούρη, πρόεδρο τμήματος, F. Α. Schockweiler, πρόεδρο τμήματος, G. F. Mancini, T. F. O'Higgins και Μ. Diez de Velasco, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

γραμματέας: J. Α. Pompe, βοηθός γραμματέας

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

αφού άκουσε τους εκπροσώπους των διαδίκων που αγόρευσαν κατά τη συνεδρίαση της 29ης Μαρτίου 1990,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Μαΐου 1990,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου, στις 2 Ιουλίου 1984, η Compagnie française de 1' azote ( Cofaz ) SA, η Société CdF Chimie azote et fertilisants SA και η Société chimique de la Grande Paroisse SA ζητούν, δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 17ης Απριλίου 1984, με την οποία η Επιτροπή κήρυξε περαιωμένη τη διαδικασία που είχε κινηθεί βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ, κατά του συστήματος τιμών του φυσικού αερίου στις Κάτω Χώρες με έγγραφο της 4ης Νοεμβρίου 1983 προς την ολλανδική κυβέρνηση.

2

Στις 25 Οκτωβρίου 1983, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ κατόπιν καταγγελίας ορισμένων γάλλων παραγωγών αζωτούχων λιπασμάτων σε σχέση με ένα προνομιακό σύστημα τιμών που εφαρμοζόταν στις Κάτω Χώρες υπέρ των ολλανδών παραγωγών αζωτούχων λιπασμάτων ως προς την παροχή φυσικού αερίου προοριζόμενου για την παρασκευή αμμωνίας.

3

Κατά την Επιτροπή, το εν λόγω σύστημα ενισχύσεων συνίστατο, αρχικά, σε ένα σύστημα βάσει του οποίου η ολλανδική κυβέρνηση, μέσω της επιχειρήσεως Gasunie, την οποία κατείχε κατά 50 o/ο άμεσα ή έμμεσα το ολλανδικό Δημόσιο, είχε χορηγήσει ειδικές εκπτώσεις στους ολλανδούς παραγωγούς αμμωνίας χάρη σε μία διάρθρωση τιμών σε δύο επίπεδα, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους του φυσικού αερίου που χρησιμοποιούνταν ως πρώτη ύλη από τους παραγωγούς αυτούς.

4

Η Επιτροπή, στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, διατύπωσε αιτιολογημένη γνώμη στις 13 Μαρτίου 1984, στην οποία διαπίστωνε ότι αυτή η διάρθρωση τιμών συνιστούσε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ. και δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί από καμία από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου.

5

Με τηλετύπημα της 14ης Απριλίου 1984, η ολλανδική κυβέρνηση γνωστοποίησε στην Επιτροπή ότι η Gasunie είχε καταργήσει την αμφισβητούμενη τιμή και είχε προσθέσει, αναδρομικά από 1ης Νοεμβρίου 1983, μία νέα τιμή στη βιομηχανική της διάρθρωση τιμών, την αποκαλούμενη « τιμή F » ως προς τους πολύ μεγάλους βιομηχανικούς χρήστες που είναι εγκατεστημένοι στις Κάτω Χώρες και οι οποίοι, εξαιρουμένων αυτών του τομέα της ενεργείας, πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

καταναλίσκουν ετησίως τουλάχιστον 600 εκατ. m3 αερίου:

β)

συντρέχει ως προς αυτούς παράγων επιβαρύνσεως 90 o/ο ή περισσότερο·

γ)

δέχονται τη γενική ή μερική διακοπή των παραδόσεων κατ' απόλυτη διάκριση της Gasunie·

δ)

δέχονται την παροχή αερίων με διαφορετική θερμική ικανότητα.

6

Η νέα τιμή F χρεώνεται στο επίπεδο της αποκαλούμενης τιμής « Ε » που εφαρμόζεται στους χρήστες των οποίων η ετήσια κατανάλωση κυμαίνεται μεταξύ 50 εκατομμυρίων και 600 εκατομμυρίων m\μειωμένη κατά 5 ολλανδικά σεντς/m3. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προέκυψε, εντούτοις, ότι το επίπεδο της ελάχιστης απαιτουμένης καταναλώσεως αυτών που απολαύουν της τιμής F ήταν 500 εκατομμύρια m3 ετησίως.

7

Κρίνοντας ότι το νέο σύστημα τιμών-της Gasunie ήταν σύμφωνο με την κοινή αγορά, η Επιτροπή αποφάσισε, κατά τη συνεδρίαση της της 17ης Απριλίου 1984, να κηρύξει περαιωμένη τη διαδικασία που είχε κινήσει κατά της Gasunie βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ. Με έγγραφο της 24ης Απριλίου 1984, η Επιτροπή πληροφόρησε τις προσφεύγουσες ότι, κατόπιν εμπεριστατωμένης εξετάσεως των τεχνικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στη σύνθεση της νέας τιμής, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η τιμή αυτή, η οποία αποτελεί μέρος της γενικής διαρθρώσεως των ολλανδικών εγχωρίων τιμών και η οποία δεν συνεπήγετο δυσμενείς διακρίσεις σε συγκεκριμένο τομέα, δεν περιείχε κανένα στοιχείο κρατικής ενισχύσεως. Θεώρησε ότι η Gasunie επετύγχανε σημαντικές οικονομίες παροχής συνεπεία του μεγέθους του συντελεστή επιβαρύνσεως και των όρων παροχής που αφορούν τους πολύ μεγάλους βιομηχανικούς χρήστες. Κατ' αυτήν, το επίπεδο της τιμής F δεν καλύπτει το συνολικό ύψος των οικονομιών παροχής που συνεπάγονται οι συμβάσεις αυτές για την Gasunie. Η Επιτροπή δήλωσε, τέλος, ότι η τιμή F δικαιολογείται από οικονομικής και εμπορικής απόψεως, συγκρινόμενη με τις τιμές που χρεώνονται σε άλλους σημαντικούς καταναλωτές.

8

Κατ' αυτής ακριβώς της αποφάσεως οι προσφεύγουσες άσκησαν την παρούσα προσφυγή, προβάλλοντας ότι πάσχει-λόγω προφανούς πλάνης κατά την εκτίμηση των ουσιωδών περιστατικών, η πλάνη δε αυτή συνίσταται, ιδίως, στο συμπέρασμα ότι η τιμή F μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί μέρος της γενικής διαρθρώσεως των ολλανδικών εγχωρίων τιμών, ότι η τιμή αυτή δεν επηρεάζει κανένα συγκεκριμένο τομέα, ότι δικαιολογείται από το μέγεθος των οικονομιών παροχής που προκύπτουν για την Gasunie από τους πολύ μεγάλους χρήστες.

9

Με απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1986, Cof az κατά Επιτροπής ( 169/84, Συλλογή 1986, σ. 391 ), το Δικαστήριο κήρυξε την προσφυγή παραδεκτή.

10

Με Διάταξη της 27ης Φεβρουαρίου 1986, το Δικαστήριο ( δεύτερο τμήμα ) διέταξε τη - διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Οι πραγματογνώμονες κατέθεσαν την έκθεση τους στις 23 Δεκεμβρίου 1987 ( εφεξής: έκθεση πραγματογνωμοσύνης ).

11

Με Διάταξη της 16ης Μαρτίου 1988, το Δικαστήριο διέταξε, κατόπιν της παραιτήσεως της Compagnie française de ľ azote (Cofaz) SA, τη διαγραφή του ονόματος της εταιρίας αυτής από τον κατάλογο των προσφευγουσων.

12

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση εκτίθενται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, η εξέλιξη της διαδικασίας, οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων, καθώς και τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Επί της θέσεως που κατέχει η τιμή F στη γενική διάρθρωση των ολλανδικών εγχωρίων τιμών

13

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, αντίθετα απ' ό,τι εκθέτει η Επιτροπή στην απόφαση της, η επίδικη τιμή συνιστά ειδική τιμή, που απλώς προστίθεται αλλά δεν εντάσσεται στη γενική διάρθρωση των ολλανδικών εγχωρίων τιμών.

14

Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους προβάλλουν, αφενός, ότι η τιμή F είναι απολύτως απόρρητη και ότι η σύμβαση παροχής που περιέχει την τιμή αυτή αποτελεί αντικείμενο απευθείας και εμπιστευτικών διαπραγματεύσεων με ορισμένους χρήστες και, αφετέρου, ότι η χορήγηση της τιμής F εξαρτάται από όρους που διαφέρουν τελείως από αυτούς που προβλέπονται για τις άλλες τιμές. Πράγματι, το όριο από το οποίο εφαρμόζεται η τιμή αυτή υπολογίζεται ανά πελάτη και όχι ανά εργοστάσιο, ώστε να καθίσταται δυνατό να συγκεντρώνεται η κατανάλωση διαφόρων τόπων εκμεταλλεύσεως. Επιπλέον, η τιμή αυτή εφαρμόζεται ήδη από το πρώτο κυβικό μέτρο καταναλισκομένου αερίου, ενώ, ως προς τις τιμές Β έως Ε, εφαρμόζονται διαδοχικά τα διαφορετικά κλιμάκια των τιμών Α έως D για τις ποσότητες που προβλέπονται αντιστοίχως για τις τιμές αυτές.

15

Πρέπει να τονιστεί εν προκειμένω, όπως αναφέρεται και στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης, ότι, αντίθετα από τους ισχυρισμούς των προσφευγουσων, η τιμή F είναι πράγματι μία φανερή τιμή, της οποίας οι προϋποθέσεις χορηγήσεως είναι δημοσίως γνωστές και απολύτως διαφανείς, κατ' αντίθεση προς το προηγούμενο σύστημα που απέρρεε από συμβάσεις που είχαν συναφθεί απευθείας μεταξύ της Gasunie και των ολλανδών παραγωγών αμμωνίας. Εξάλλου, όπως και η τιμή Ε, η τιμή F εφαρμόζεται επίσης ανά εργοστάσιο. Τέλος, η τιμή F είναι, όπως και οι τιμές Α έως Ε, προσιτή σε όλους τους πελάτες που πληρούν τις αντικειμενικές προϋποθέσεις εφαρμογής.

16

Όπως υποστήριξαν οι προσφεύγουσες, η τιμή F διακρίνεται από τις άλλες τιμές που εφαρμόζει η Gasunie κατά το ότι ο αγοραστής που πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις εφαρμογής απολαύει αυτής της τιμής ήδη από το πρώτο καταναλισκόμενο κυβικό μέτρο. Εντούτοις, από την απόφαση της Επιτροπής της 17ης Απριλίου 1984 προκύπτει ότι ο ισχυρισμός ότι η τιμή F αποτελεί μέρος της γενικής διαρθρώσεως των ολλανδικών εγχωρίων τιμών δεν αποτελεί ουσιώδες στοιχείο αιτιολογίας αυτής της αποφάσεως. Κατά συνέπεια, η πλάνη στην οποία υπέπεσε εν προκειμένω η Επιτροπή δεν δικαιολογεί την ακύρωση της αποφάσεως της.

17

Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος των προσφευγουσών πρέπει να απορριφθεί.

Επί του ζητήματος της ειδικής εφαρμογής σε συγκεκριμένο τομέα της τιμής F

18

Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η τιμή F καθορίστηκε ενόψει αποκλειστικώς των ολλανδών παραγωγών αμμωνίας και, επομένως, αναφέρεται ειδικά σε συγκεκριμένο τομέα και συνεπάγεται δυσμενείς διακρίσεις.

19

Οι προσφεύγουσες τονίζουν εν προκειμένω ότι οι όροι χορηγήσεως της τιμής F καθορίστηκαν σκοπίμως για να ευνοηθούν οι ολλανδοί παραγωγοί αμμωνίας που προορίζεται για την παρασκευή αζωτούχων λιπασμάτων, επειδή μόνο αυτό το είδος επιχειρήσεων μπορεί να καταναλώσει τουλάχιστον 500 εκατομμύρια m3 αερίου ετησίως και πληροί, επιπλέον, την προϋπόθεση σχετικά με τον απαιτούμενο συντελεστή επιβαρύνσεως, δηλαδή 90 ο/ο.

20

Η Επιτροπή αντικρούει το επιχείρημα αυτό, τονίζοντας ότι υφίσταται σύμβαση, για την εφαρμογή αυτής της τιμής, μεταξύ της Gasunie και μιας επιχειρήσεως που δεν παράγει αμμωνία. 'Ομως, εφόσον η τιμή αυτή είναι γενικής εφαρμογής, δεν υπάρχει, εν πάση περιπτώσει, ενίσχυση.

21

Επ' αυτού πρέπει να υπομνηστεί ότι το άρθρο 92 της Συνθήκης δεν ισχύει για τις ενισχύσεις που χορηγούνται από τα κράτη ή από κρατικούς πόρους υπέρ ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής.

22

Εν προκειμένω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το γεγονός ότι μία επιχείρηση, η οποία δεν ανήκει στον τομέα της παραγωγής αμμωνίας, απολαύει της τιμής F δεν επηρεάζει τη διαπίστωση ότι η τιμή αυτή αφορά κυρίως τον εν λόγω τομέα. Πράγματι, από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης προκύπτει ότι οι ολλανδοί παραγωγοί αμμωνίας, οι οποίοι απέλαυαν του προηγουμένου συστήματος τιμών, εξακολουθούν, στο σύνολο τους, να απολαύουν αυτής της τιμής. Επιπλέον, από την έκθεση αυτή προκύπτει ότι τέσσερις από αυτούς τους παραγωγούς εξακολουθούν να απολαύουν της τιμής F, παρόλο που η κατανάλωση τους είναι κατώτερη από 500 εκατομμύρια m3 αερίου ετησίως. Επιπλέον, πρέπει να προστεθεί ότι, κατά την έκθεση πραγματογνωμοσύνης, η Gasunie είχε αναλάβει την υποχρέωση, με έγγραφο της 23ης Ιουνίου 1986 προς την ολλανδική εταιρία αζώτου ( Nederlandse Stikstof Maatschappij NV ), να επανεξετάσει το ύψος της εκπτώσεως της τιμής F, αν η νέα τιμή αερίου απειλούσε να θίξει την ανταγωνιστικότητα της.

23

Από τις προηγούμενες σκέψεις έπεται ότι ο λόγος των προσφευγουσών, κατά τον οποίο η τιμή F αφορά ειδικά συγκεκριμένο τομέα, καθόσον εφαρμόζεται σε ορισμένες επιχειρήσεις, δηλαδή τους ολλανδούς παραγωγούς αμμωνίας, πρέπει να γίνει δεκτός.

Eni του ύψους των οικονομιών που συνεπάγονται για την Gasunie οι συμβάσεις που συνήφθησαν με την τιμή F

24

Η Επιτροπή, με το από 24 Απριλίου 1984 έγγραφο της, με το οποίο γνωστοποίησε στις προσφεύγουσες την προσβαλλόμενη απόφαση, τόνισε κυρίως ότι η διαφορά των 5 σεντς/m3 μεταξύ των τιμών Ε και F δικαιολογούνταν από τη διαφορά του κόστους της παρεχόμενης υπηρεσίας. Διευκρινίζοντας αυτή τη διαφορά κόστους, η Επιτροπή αναφέρθηκε στις σημαντικές οικονομίες παροχής που απορρέουν για την Gasunie από το σημαντικό μέγεθος του συντελεστή επιβαρύνσεως και των όρων παροχής που αφορούν τους πολύ μεγάλους βιομηχανικούς χρήστες. Κατά την Επιτροπή, το ύψος της τιμής F δεν καλύπτει το μέγεθος των οικονομιών παροχής που συνεπάγονται για την Gasunie οι συμβάσεις αυτές.

25

Με την από 1 Απριλίου 1986 απάντηση της στην ερώτηση του Δικαστηρίου, η Επιτροπή διευκρίνισε τους λόγους για τους οποίους η διαφορά μεταξύ των τιμών Ε και F δεν καλύπτει το συνολικό μέγεθος των οικονομιών που συνεπάγονται οι συμβάσεις αυτές για την Gasunie. Εν προκειμένω διευκρίνισε ότι η μείωση σε σχέση με την τιμή Ε ήταν 5 σεντς/m3, ενώ το συνολικό μέγεθος των οικονομιών ήταν 5,5 έως 7 σεντς/m3, όπως εμφαίνεται αναλυτικά κατωτέρω:

Αντικειμενικοί όροι

Οικονομία (οεντς/m3)

Καταναλισκόμενη ποσότητα και τακτικότητα των παραλαβών

3

Διακοπή των παραδόσεων

1-2

Διαφοροποίηση της ποιότητας του αερίου

1,5-2

 

Σύνολο 5,5-7

26

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, αντιθέτως, βάσει της εκθέσεως που συνέταξε ένας γάλλος εμπειρογνώμονας στον τομέα του φυσικού αερίου, ότι το μέγεθος της διαφοράς που δικαιολογείται αντικειμενικώς μεταξύ της τιμής Ε και της τιμής F πρέπει να είναι 1 σεντ/m3 και δεν μπορεί να είναι ανώτερο του 1,60 σεντ/m3. Η ενίσχυση ανέρχεται, επομένως, σε 4 ή, τουλάχιστον, σε 3,40 σεντς/m3. Υπό τις συνθήκες αυτές, το συμπέρασμα της Επιτροπής, ότι η διαφορά των 5 σεντς/m3 μεταξύ των τιμών Ε και F αντιστοιχεί στη διαφορά κόστους της παρεχόμενης υπηρεσίας, πάσχει λόγω προφανούς πλάνης εκτιμήσεως..

27

Για να εξεταστεί το βάσιμο της επιχειρηματολογίας που εκτίθεται ανωτέρω πρέπει να καθοριστεί το μέγεθος των οικονομιών, εκφραζόμενο στο κόστος των παρεχομένων υπηρεσιών, που μπορεί να πραγματοποιήσει η Gasunie κατά την παροχή φυσικού αερίου στις επιχειρήσεις που μπορούν να πληρούν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη χορήγηση της τιμής F.

28

Ενόψει των διαφορετικών εκτιμήσεων της Επιτροπής και των προσφευγουσών ως προς το μέγεθος των οικονομιών που μπορούν να απορρέουν για την Gasunie από τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη χορήγηση της τιμής F ( καταναλισκόμενη ποσότητα και συντελεστής επιβαρύνσεως, δυνατότητα διακοπής της παροχής και δυνατότητα υποκαταστάσεως ), το Δικαστήριο αποφάσισε να ζητήσει τη γνώμη οικονομικών, ασχέτων προς τους διαδίκους, πραγματογνωμόνων. Επομένως, η επιχειρηματολογία των διαδίκων πρέπει να εκτιμηθεί υπό το φως των συμπερασμάτων της εκθέσεως αυτών των πραγματογνωμόνων.

α) Επί των οικονομιών που προκύπτουν από την καταναλισκόμενη ποσότητα αερίου και από τον συντελεστή επιβαρύνσεως

29

Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι οικονομίες παροχής που συνεπάγονται για την Gasunie οι συμβάσεις που συνήφθησαν για την εφαρμογή της τιμής F σε σχέση με αυτές που αφορούν την εφαρμογή της τιμής Ε βάσει της καταναλισκόμενης ποσότητας αερίου και της τακτικότητας των παραλαβών ( συντελεστής επιβαρύνσεως ) πρέπει να εκτιμηθούν σε 3 σεντς/m3.

30

Οι πραγματογνώμονες υπολόγισαν ότι οι οικονομίες που οφείλονται στην ποσότητα και στον συντελεστή επιβαρύνσεως των καταναλωτών της τιμής F σε σχέση με τις οικονομίες που πραγματοποιούνται από τους καταναλωτές της τιμής Ε είναι του ακολούθου κατά προσέγγιση μεγέθους οικονομιών ( σε σεντς/m3 ):

— ως προς την παρεχόμενη ποσότητα αερίου (κατ' ελάχιστο: 600 Χ ΙΟ6 m3 ετησίως): 0,07-0,242·

— ως προς την τακτικότητα ( συντελεστής επιβαρύνσεως ): 0,273-0,512.

Οι πραγματογνώμονες διευκρινίζουν, επιπλέον, ότι οι συνολικές οικονομίες που αντιστοιχούν στην ποσότητα και στον συντελεστή επιβαρύνσεως πρέπει να είναι κατώτερες του συνόλου των υψηλότερων μεγεθών που αναφέρονται κατωτέρω και είναι 0,754, λαμβανομένης υπόψη της σχέσεως μεταξύ του συντελεστή επιβαρύνσεως και της καταναλισκόμενης ποσότητας από τους πελάτες που υπάγονται στην τιμή F σε σύγκριση με τους πελάτες που υπάγονται στην τιμή Ε.

31

Ενόψει της λεπτομερούς και της πλήρους αιτιολογίας, που βασίζεται σε ακριβή στοιχεία της πραγματογνωμοσύνης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή, υπολογίζοντας τις οικονομίες που απορρέουν από την καταναλισκόμενη ποσότητα και τον συντελεστή επιβαρύνσεως των 3 σεντς/m 3, υπερεκτίμησε αυτές τις οικονομίες κατά πέντε φορές σε σχέση με τον υπολογισμό που περιέχεται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης.

32

Επομένως, η Επιτροπή υπέπεσε εν προκειμένω σε προφανή πλάνη κατά την εκτίμηση των περιστατικών.

β) Επί των οικονομιών που οφ&λονται στη δυνατότητα οιακοπής παροχής αερίου

33

Οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι, υπό τις συνθήκες της αγοράς στις Κάτω Χώρες, η υπόθεση ότι η Gasunie μπορεί να περιέλθει στην ανάγκη να διακόψει την παροχή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, επειδή οι ικανότητες της παραγωγής και παροχής είναι τέτοιες ώστε να της επιτρέπουν να αντιμετωπίζει κάθε εξαιρετική ζήτηση εν προκειμένω.

34

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, επιπλέον, ότι η δυνατότητα διακοπής της παροχής δεν συνεπάγεται την επίτευξη οικονομιών για την Gasunie, δεν δικαιολογεί καμία έκπτωση για τους άλλους πελάτες, η δε χορήγηση εκπτώσεως για τον λόγο αυτό στους ολλανδούς παραγωγούς αμμωνίας γενικώς δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να δικαιολογηθεί.

35

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η δυνατότητα διακοπής των παροχών δεν είναι θεωρητική, εφόσον ένας παραγωγός αμμωνίας στερήθηκε εν μέρει του εφοδιασμού σε αέριο κατά τον χειμώνα του 1983/1984. Υποστηρίζει στη συνέχεια ότι η δυνατότητα αυτή περιορίζει την ανάγκη της Gasunie να προβαίνει σε επενδύσεις σε συμπληρωματικά συστήματα ασφαλείας και, επομένως, αποτελεί γι' αυτήν πραγματική οικονομία. Η Επιτροπή θεωρεί ότι το μέγεθος των οικονομιών που συνεπάγεται για την Gasunie η ρήτρα διακοπής που περιέχεται στις συμβάσεις της τιμής F κυμαίνεται μεταξύ 1 και 2 σεντς/m 3.

36

Από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης προκύπτει ότι οι όροι παροχής αερίου στις Κάτω Χώρες, όπως διευκρινίζονται σε μία γενική σύμβαση, είναι καταρχήν οι ίδιοι για όλους τους βιομηχανικούς καταναλωτές. Υφίστανται πάντως ειδικοί όροι για τους πελάτες που απολαύουν της τιμής F.

37

Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί αν υπάρχουν διαφορές στην άσκηση του δικαιώματος της Gasunie να διακόπτει την τροφοδοσία των δύο αυτών κατηγοριών πελατών.

38

Η γενική σύμβαση, η οποία περιλαμβάνει επίσης την τιμή Ε, προβλέπει εν προκειμένω ότι, « αν αποδεικνύεται αναγκαίο να μειωθεί ή να διακοπεί η κατανάλωση αερίου συνεπεία δυσχερειών παροχής, ο προμηθευτής έχει τη δυνατότητα να δίνει σχετικές οδηγίες και ο πελάτης οφείλει να συμμορφώνεται προς αυτές ». Οι αντίστοιχοι ειδικοί όροι, που περιέχονται στη σύμβαση της τιμής F, έχουν ως εξής: « Με την πρώτη ειδοποίηση της Gasunie ο πελάτης υποχρεούται, αναλόγως της περιπτώσεως, να μειώσει ή να σταματήσει την παραλαβή, σύμφωνα με τις υποδείξεις της Gasunie. Στην περίπτωση κατά την οποία η Gasunie ασκήσει αυτό το δικαίωμα, ο πελάτης δεν μπορεί να αντιταχθεί, επικαλούμενος άνιση μεταχείριση. Η Gasunie οφείλει να προσπαθήσει, καθόσον είναι δυνατόν, να αποστείλει στον πελάτη αυτή την ειδοποίηση για μείωση ή παύση της καταναλώσεως τουλάχιστον 12 ώρες προηγουμένως. Κάθε μη παραλαβή που οφείλεται στην εφαρμογή αυτού του άρθρου θα θεωρείται για τον πελάτη ως περίπτωση ανωτέρας βίας. »

39

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι πελάτες που απολαύουν της τιμής Ε υπέχουν ουσιαστικά τις ίδιες υποχρεώσεις όπως αυτοί που απολαύουν της τιμής F στην περίπτωση κατά την οποία η Gasunie ασκήσει το δικαίωμα της διακοπής παροχής αερίου.

40

Επιπλέον, πρέπει να γίνει δεκτό, όπως επισημαίνουν και οι προσφεύγουσες, ότι, αν η Gasunie αναγκαστεί να προβεί στη διακοπή της παροχής, θα πρέπει να στραφεί κατά προτεραιότητα στους βιομηχάνους που χρησιμοποιούν το αέριο ως καύσιμο. Πράγματι, οι τελευταίοι διαθέτουν, στις περισσότερες των περιπτώσεων, εξοπλισμούς με τους οποίους μπορούν να αντικαταστήσουν το αέριο με άλλο καύσιμο. Αντιθέτως, οι παραγωγοί αμμωνίας χρησιμοποιούν το αέριο ως πρώτη ύλη και δεν έχουν άλλη δυνατότητα από το να σταματήσουν την παραγωγή τους, αν διακοπεί η τροφοδοσία τους με αέριο.

41

Όσον αφορά, εξάλλου, τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η Gasunie διέκοψε εν μέρει την παροχή αερίου σε έναν παραγωγό αμμωνίας, πρέπει να τονιστεί ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε τον ισχυρισμό της αυτό και ότι οι πραγματογνώμονες διαπίστωσαν ότι η Gasunie δεν διέκοψε την παροχή σε κανέναν παραγωγό αμμωνίας, ακόμη και κατά τον ιδιαίτερα βαρύ χειμώνα του 1984/1985.

42

Υπό το φώς αυτών των σκέψεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν υφίστανται για την Gasunie οικονομικά οφέλη προερχόμενα από τις ειδικές ρήτρες διακοπής στο πλαίσιο της τιμής F. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή, θεωρώντας ότι το όφελος αυτό αντιστοιχεί σε 1 έως 2 σεντς/m3, υπέπεσε επίσης σε προφανή πλάνη κατά την εκτίμηση των περιστατικών.

γ) Επί των οικονομιών που οφείλονται στη δυνατότητα υποκαταστάσεως διαφορετικού τύπον αερίου (δυνατότητα διαφοροποιήσεως της θερμικής ισχύος του παρεχομένου αερίου)

43

Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η δυνατότητα υποκαταστάσεως δεν επιτρέπει σημαντική οικονομία κόστους, επειδή, συνεπεία των μακρών και πολύ επακριβών ρυθμίσεων που απαιτεί, η μετάβαση από έναν τύπο αερίου σε άλλο δεν μπορεί να γίνεται παρά μόνο για μία μακρά περίοδο και, επομένως, είναι πραγματοποιήσιμη για όλους τους τομείς της βιομηχανίας.

44

Η Επιτροπή θεωρεί ότι, καθόσον η δυνατότητα υποκαταστάσεως δεν είναι δυνατή ούτε για την εγχώρια κατανάλωση ούτε για την εξαγωγή, ορισμένη δε δυνατότητα υποκαταστάσεως είναι απαραίτητη στην Gasunie για να μειώσει τα έξοδα της αποθηκεύσεως αερίου Η, η παροχή σε πολύ μεγάλους καταναλωτές, δηλαδή αυτούς που έχουν προσχωρήσει στην τιμή F, καθιστά δυνατή τη μείωση του κόστους της. Η Επιτροπή υπολογίζει αυτή την οικονομία κόστους μεταξύ 1,5 και 2 σεντς/m3.

45

Όσον αφορά τη δυνατότητα της Gasunie να επιλέγει ποιότητες αερίου που παρεκκλίνουν από τους ειδικούς όρους που αναφέρονται στη σύμβαση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, αν είναι ακριβές, όπως αναφέρεται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης, ότι η Gasunie οφείλει να διαβουλεύεται με τους πελάτες που υπάγονται στην τιμή Ε διαφορετικά απ' ό,τι για τους πελάτες που υπάγονται στη τιμή F, προκειμένου να επιτευχθεί αμοιβαία συμφωνία για εύλογη λύση, εντούτοις, κατά τους πραγματογνώμονες, ορισμένος αριθμός συνδρομητών που υπάγονται στις τιμές Ε και F τροφοδοτούνται από το ίδιο σημείο τροφοδοσίας και, επομένως, υπόκεινται τους ίδιους όρους, από άποψη δυνατοτήτων υποκαταστάσεως.

46

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχον οι πραγματογνώμονες, οι πελάτες που υπάγονται στην τιμή F δεν μπορούν να τροφοδοτούνται όλοι εναλλακτικά με αέριο G ή αέριο Η, επειδή οι όροι συνδέσεως δεν επιτρέπουν κάτι τέτοιο. Ανέφεραν, ειδικότερα, ένα εργοστάσιο που χρησιμοποιεί ετησίως ποσότητα αερίου που αντιστοιχεί στο 30 % περίπου του συνόλου των παραλαβών με την τιμή F και δεν μπορεί να τροφοδοτηθεί με αέριο Η.

47

Αντιθέτως, οι πραγματογνώμονες διαπίστωσαν ότι ορισμένοι βιομήχανοι που δεν απολαύουν της τιμής F μπορούν να συνδεθούν-με τα δύο δίκτυα Η και G. Βάσει αυτών των εκτιμήσεων έκριναν ότι δεν μπορούσαν να διαπιστώσουν την ύπαρξη οικονομικού οφέλους προερχομένου από τις ειδικές ρήτρες της τιμής F.

48

Βάσει αυτών των δεδομένων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή, υπολογίζοντας μεταξύ 1,5 και 2 σεντς/m' τις οικονομίες παροχής που μπορούν να απορρέουν από τη ρήτρα υποκαταστάσεως, υπέπεσε σε προφανή πλάνη εκτιμήσεως.

δ) Επί τον συνολικού ύψους των οικονομιών που οφείλονται στους οιαφορετικούς όρους

49

Πρέπει να υπομνηστεί εν προκειμένω ότι στη γνωμοδότηση που κατάρτισαν, κατόπιν αιτήσεως του Δικαστηρίου, για το συνολικό ύψος των οικονομιών επί του κόστους παροχής που συνεπάγονται για την Gasunie οι συμβάσεις που συνάπτονται με τους όρους της τιμής F σε σχέση με τις συμβάσεις που συνάπτονται με τους όρους της τιμής Ε, οι πραγματογνώμονες διευκρίνισαν ότι ήταν δύσκολο να διαπιστωθούν σημαντικές οικονομίες πλέον του 0,5 σεντ/m3, λαμβανομένων υπόψη, ιδίως, άλλων παραγόντων, όπως η ευλυγισία της λειτουργίας του κοιτάσματος του Groningen ή τα εξαιρετικά ευνοϊκά χαρακτηριστικά του ολλανδικού δικτύου, ιδίως τα κυκλώματα και η μεγάλη διάμετρος των σωληνώσεων ( μέχρι 48 δάκτυλα ) που καθιστούν δυνατή τη μεταφορά του 45 ο/ο της παροχής προς εξαγωγή, χαρακτηριστικά που εξασφαλίζουν σημαντικές ικανότητες αποθηκεύσεως.

50

Κατά την άποψη των πραγματογνωμόνων, από τις εκτιμήσεις αυτές προκύπτει ότι οι οικονομίες επί των βαρών της Gasunie που πραγματοποιούνται χάρη στους όρους στους οποίους υπόκεινται οι πελάτες της τιμής F σε σχέση με τους όρους στους οποίους υπόκεινται οι πελάτες της τιμής Ε είναι πολύ κατώτερες από τη διαπιστούμενη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών τιμών. Οι πραγματογνώμονες συμπεραίνουν συνεπώς ότι οι χορηγούμενες εκπτώσεις στους πελάτες της τιμής F πρέπει να οφείλονται σε άλλους λόγους.

51

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή, θεωρώντας ότι η διαφορά των 5 σεντς/m3 μεταξύ των τιμών Ε και F αντιστοιχεί στη διαφορά κόστους των παρεχομένων υπηρεσιών, υπέπεσε σε προφανή πλάνη κατά την εκτίμηση των περιστατικών. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο λόγος που προβάλλουν οι προσφεύγουσες επί του σημείου αυτού.

52

Από το σύνολο των προηγουμένων σκέψεων προκύπτει ότι η απόφαση της Επιτροπής, της 17ης Απριλίου 1984, με την οποία κηρύχθηκε περαιωμένη η διαδικασία που είχε κινηθεί βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ κατά του τιμολογιακού συστήματος φυσικού αερίου στις Κάτω Χώρες, απόφαση που γνωστοποιήθηκε στις προσφεύγουσες με έγγραφο της Επιτροπή της 24ης Απριλίου 1984, πρέπει να ακυρωθεί.

Επί των δικαστικών εξόδων

53

Κατά τα άρθρα 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των δύο τρίτων των εξόδων της πραγματογνωμοσύνης που διενεργήθηκε βάσει της Διατάξεως της 27ης Φεβρουαρίου 1986.

54

Πάντως, κατά την παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου, ο παραιτούμενος διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εκτός αν η παραίτηση του δικαιολογείται από τη στάση του αντιδίκου. Η Compagnie française de ľ azote ( Cofaz ) SA παραιτήθηκε από την προσφυγή με έγγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία στις 29 Δεκεμβρίου 1987, δηλαδή μετά την έκδοση της παρεμπίπτουσας απόφασης της 28ης Ιανουαρίου 1986 ( 169/84, προαναφερθείσα ) και μετά την υποβολή της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης ( 23 Δεκεμβρίου 1987 ). Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η παραίτηση αυτή δεν οφείλεται στη στάση της Επιτροπής, αλλά υπαγορεύθηκε αποκλειστικά από λόγους που αφορούν την εταιρία αυτή. Επομένως, η εν λόγω προσφεύγουσα πρέπει να καταδικαστεί στο ένα τρίτο των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή μέχρι την παραίτηση της, συμπεριλαμβανομένου του ενός τρίτου των εξόδων που οφείλονται λόγω της προαναφερθείσας πραγματογνωμοσύνης.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( έκτο τμήμα )

αποφασίζει:

 

1)

Ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής, της 17ης Απριλίου 1984, με την οποία κηρύχθηκε περαιωμένη η διαδικασία που είχε κινηθεί βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ κατά του τιμολογιακού συστήματος φυσικού αερίου στις Κάτω Χώρες, απόφαση που γνωστοποιήθηκε στις προσφεύγουσες με έγγραφο της Επιτροπής, της 24ης Απριλίου 1984.

 

2)

Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των δύο τρίτων των εξόδων της πραγματογνωμοσύνης που διενεργήθηκε βάσει της Διατάξεως της 27ης Φεβρουαρίου 1986.

Καταδικάζει την Compagnie française de ľ azote (Cofaz) SA στο ένα τρίτον των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή μέχρι την παραίτηση της, συμπεριλαμβανομένου του ενός τρίτου των εξόδων που οφείλονται λόγω της προαναφερθείσας πραγματογνωμοσύνης.

 

Κακούρης

Schockweiler

Mancini

O'Higgins

Diez de Velasco

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Ιουλίου 1990.

Ο γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο πρόεδρος του έκτου τμήματος

Κ. Ν. Κακούρης


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.