Στην υπόθεση 117/81,

Jean-Jacques Geist, εκπροσωπούμενος από τον Marcel Slusny, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο Ernest Arendt, Centre Louvigny, 34 Β, rue Philippe-Il,

προσφεύγων,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους νομικούς συμβούλους της Jörn Pipkorn και Hendrik van Lier, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Oreste Montako, μέλος της νομικής υπηρεσίας της, κτίριο Jean Monnet, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 1980, σύμφωνα με την οποία η υποψηφιότητα του προσφεύγοντος για τη θέση αριθ. 120 δεν μπορούσε να γίνει δεκτή, της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στην ανακοίνωση κενής θέσεως αριθ. 120, σύμφωνα με την οποία η εν λόγω θέση προορίζεται για τους υπαλλήλους που αμείβονται από τις πιστώσεις λειτουργίας και όλων των αποφάσεων που ελήφθησαν κατόπιν της δημοσιεύσεως της ανακοινώσεως κενής θέσεως προς πλήρωση της θέσεως αριθ. 120,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

συγκείμενο από τους U. Everling, πρόεδρο τμήματος, Υ. Galmot και Κ. Κακούρη, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Sir Gordon Slynn

γραμματέας: Η. Α. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως

εκδίδει την ακόλουθη

ΑΠΟΦΑΣΗ

Περιστατικά

Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, η εξέλιξη της διαδικασίας, τα αιτήματα, καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων έχουν συνοπτικώς ως εξής:

Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

Ο Geist, γαλλικής ιθαγένειας, προσλήφθηκε την 1η Απριλίου 1962, υπό την ιδιότητα του μηχανικού, ως υπάλληλος του επιστημονικού κλάδου από την Επιτροπή της ΕΚΑΕ και προήχθη στο 6αθμό Α 5 την 1η Ιανουαρίου 1966, μετά από περίοδο αποσπάσεως στις ΗΠΑ.

Απασχολούμενος σε ειδικότητα που κατά τα φαινόμενα ανταποκρινόταν στα ενδιαφέροντα του, ο Geist ήταν τοποθετημένος στο τμήμα υδραυλικών μελετών του Κοινού Κέντρου Ερευνών (στο εξής: Κέντρο) στο Petten.

Κατόπιν αποφάσεως του Συμβουλίου, της 15ης Ιουνίου 1965, περί τροποποιήσεως του δεύτερου προγράμματος ερευνών του 1962, το τμήμα υδραυλικών μελετών του Petten καταργήθηκε, η δε ομάδα που διηύθυνε ο ενδιαφερόμενος διαλύθηκε στις 24 Ιουλίου 1967.

Τότε, χωρίς να κατέχει συγκεκριμένη θέση στην υπηρεσιακή δομή του Κέντρου, ο Geist τοποθετήθηκε, προσωρινά κατά τα φαινόμενα, στη διεύθυνση του Κέντρου και επιδόθηκε σε μελέτες επί των αντιδραστήρων αναπαραγωγής ταχέων νετρονίων που ψύχονται με τετηγμένα άλατα.

Ο νέος επαγγελματικός προσανατολισμός του προκάλεσε στον ενδιαφερόμενο σοβαρές δυσκολίες που οφείλονται κυρίως στο γεγονός ότι, κατά τους ισχυρισμούς του, είχε θιγεί καίρια από την κατάργηση του τομέα ερευνών που υπαγόταν στην ειδικότητα του.

Η διεύθυνση του Κέντρου προσπάθησε επανειλημμένα να βρει λύση. Έτσι, παραδείγματος χάρη, το 1975 κάλεσε τον Geist να ζητήσει θέση επιστημονικού ακολούθου στην αντιπροσωπεία της Κοινότητας στην Ουάσιγκτον. Εντούτοις, η θέση δόθηκε σε άλλον υπάλληλο.

Στις 22 Αυγούστου 1975, το Συμβούλιο των υπουργών επιβεβαίωσε ότι η επιλογή της τεχνολογίας των αντιδραστήρων έπρεπε να αφεθεί στην αποκλειστική πρωτοβουλία των κρατών μελών (JO L 231 της 2. 9. 1975).

Ενώπιον της αδυναμίας να συμπεριληφθεί ο Geist στο πλαίσιο του νέου προγράμματος ερευνών του Petten, όπως καθορίστηκε από το Συμβούλιο, ο γενικός διευθυντής του Κέντρου ζήτησε από τον ενδιαφερόμενο να επιλέξει μία από τις δύο θέσεις που ήταν κενές στο Κέντρο του Ispra στην Ιταλία.

Επειδή ο Geist δεν γνωστοποίησε την επιλογή του, ο γενικός διευθυντής του Κέντρου του Petten αποφάσισε, στις 10 Δεκεμβρίου 1976, να τον τοποθετήσει στο τμήμα «θερμικές και μηχανικές εναλλαγές στα ρευστά» του Κέντρου του Ispra.

Κατά της ανωτέρω αποφάσεως ασκήθηκε προσφυγή ακυρώσεως από τον ενδιαφερόμενο στις 30 Ιουνίου 1976, η οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο με απόφαση της 14ης Ιουλίου 1977 (υπόθεση 61/76, Recueil 1977, σ. 1419).

Για λόγους που αναφέρονται στην οικογενειακή του κατάσταση — τρία τέκνα των οποίων έχει τη συντήρηση και την επιμέλεια στις Κάτω Χώρες — και στην'κατάσταση της υγείας του — η οποία, κατά την άποψη του θεράποντος ιατρού στις Κάτω Χώρες, εμποδίζει τον ενδιαφερόμενο να συνεχίσει τις δραστηριότητες του στο Ispra —, ο Geist ζητεί από τότε από την Επιτροπή να του εξεύρει θέση εκτός του Κέντρου του Ispra, που να ανταποκρίνεται στα προσόντα του, την πείρα του, το βαθμό του και τα επαγγελματικά του ενδιαφέροντα.

Φαίνεται ότι οι λύσεις που πρότεινε προς τούτο η Επιτροπή, ιδίως το 1979, δεν κατέστη δυνατό να γίνουν δεκτές.

Υπό τις συνθήκες αυτές, ο Geist υπέβαλε υποψηφιότητα για τη θέση αριθ. 120, σύμφωνα με ανακοίνωση κενής θέσεως που είχε δημοσιεύσει η Επιτροπή της ΕΚΑΕ στο τεύχος της 13ης Ιουνίου 1980 του Ταχυδρόμου του Προσωπικού, και η οποία ήταν διατυπωμένη ως εξής:

«Θέση αριθ. 120 — Στα πλαίσια του συστήματος περιοδικών μετακινήσεων που εφαρμόζεται για τις αντιπροσωπείες και τα γραφεία πληροφοριών, η γενική διεύθυνση Ι, εξωτερικές σχέσεις, ζητεί για την αντιπροσωπεία της Ουάσιγκτον: υπάλληλο βαθμού από A4 μέχρι Α7, πρώτο γραμματέα επιφορτισμένο με τις επιστημονικές και τεχνολογικές υποθέσεις. Απαιτείται μακροχρόνια πείρα στον τομέα των επιστημονικών και τεχνολογικών προβλημάτων και ειδικότερα στον τομέα της ενέργειας ... Οι προσκλήσεις προς υποβολή υποψηφιότητας απευθύνονται μόνο στους υπαλλήλους της Επιτροπής που αμείβονται από τις πιστώσεις λειτουργίας.»

Με έγγραφο της 14ης Ιουλίου 1980, ο Geist πληροφορήθηκε την απόρριψη της υποψηφιότητας του. Στις 13 Οκτωβρίου 1980 υπέβαλε ένσταση δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων, με την οποία ζητούσε, αφενός, την ανάκληση της αποφάσεως που του κοινοποιήθηκε με έγγραφο της 14ης Ιουλίου 1980, αφετέρου, εφόσον παρίστατο ανάγκη, την ανάκληση της αποφάσεως περί μεταθέσεως ή προαγωγής άλλου υπαλλήλου και, τέλος, την τροποποίηση των όρων της ανακοινώσεως κενής θέσεως αριθ. 120 ώστε να καταστεί η κενή δέση προσιτή επίσης στους υπαλλήλους που αμείβονται από τις πιστώσεις ερευνών και επενδύσεων.

Διαπιστώνοντας στις 14 Φεβρουαρίου 1981 ότι υπήρχε σιωπηρή απόρριψη της ενστάσεως του, ο Geist άσκησε την παρούσα προσφυγή, η οποία πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 14 Μαΐου 1981.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 22 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του. Δικαστηρίου της ΕΚΑΕ και το άρθρο 45 του κανονισμού διαδικασίας, να προβεί στη διεξαγωγή αποδείξεων.

Με έγγραφο της 12ης Μαΐου 1982, ο γραμματέας του Δικαστηρίου κάλεσε την Επιτροπή να απαντήσει στις ακόλουθες ερωτήσεις:

«1.

Ποια είναι η νομική φύση της αποφάσεως της 23ης Ιουλίου 1975; πρόκειται για εσωτερική οδηγία, για μέτρο εσωτερικού χαρακτήρα; ποια είναι τα αποτελέσματα της, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της; εφόσον υποστηρίζει ότι η εν λόγω απόφαση δεν ελήφθη κατ'εφαρμογή του άρθρου 110 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων, ποια διάκριση κάνει η Επιτροπή, όσον αφορά την πολιτική της έναντι του προσωπικού, μεταξύ ενός μέτρου όπως η απόφαση της 23ης Ιουλίου 1975 και των γενικών εκτελεστικών διατάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως;

2.

Υπάρχουν άλλες αποφάσεις του τύπου της αποφάσεως της 23ης Ιουλίου 1975; ποια είναι τα χαρακτηριστικά τους; όταν αφορούν τη διαχείριση του προσωπικού της Επιτροπής γνωστοποιούνται στο προσωπικό;

3.

Η απόφαση της 23ης Ιουλίου 1975 αφορά το προσωπικό του επιστημονικού και του τεχνικού κλάδου που αμείβεται από τις πιστώσεις ερευνών; ποιοι είναι οι λόγοι βάσει των οποίων η Επιτροπή απαντά καταφατικά ή αρνητικά στην ανωτέρω ερώτηση;

4.

Ποια είναι τα κριτήρια στα οποία βασίζεται η διαχείριση του προσωπικού του επιστημονικού και του τεχνικού κλάδου που υπάγεται στις διατάξεις του τίτλου VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, λαμβανομένου υπόψη του πρόσκαιρου χαρακτήρα και του χρονικού περιορισμού των ερευνητικών προγραμμάτων; η Επιτροπή μπορεί να προβεί σε σύνθεση, συνοδευόμενη αν είναι δυνατό από αριθμητικά στοιχεία, των μεθόδων διαχειρίσεως που ακολούθησε;

5.

Ποια είναι η βάση της αποφάσεως της Επιτροπής που περιλαμβάνεται στην ανακοίνωση κενής θέσεως, σύμφωνα με την οποία η προς πλήρωση θέση προορίζεται για τους υπαλλήλους που αμείβονται από τις πιστώσεις λειτουργίας;

βασίζεται στην απόφαση της 23ης Ιουλίου 1975;

βασίζεται σε άλλους λόγους που συνδέονται με το γεγονός ότι, σύμφωνα με τις δηλώσεις της Επιτροπής (υπόμνημα αντικρούσεως, σ. 7), «όσον αφορά τη θέση αριθ. 120, πρόκειται για ειδική τοποθέτηση, δηλαδή εντός της ετήσιας γενικής περιοδικής μετακινήσεως, κατόπιν της επανόδου του Reicliardt στη θέση του, ο οποίος υπηρετούσε προηγουμένως στην Ουάσιγκτον» ;

ποιο ήταν το περιθώριο εκτιμήσεως που διέθετε η Επιτροπή όσον αφορά την προς πλήρωση θέση στην αντιπροσωπεία της Ουάσιγκτον, λαμβανομένων υπόψη των ερευνητικών προγραμμάτων που θέσπισε το Συμβούλιο;

6.

Γιατί η Επιτροπή προέτρεψε το 1975 τον προσφεύγοντα, να υποβάλει υποψηφιότητα για θέση επιστημονικού ακολούθου στην αντιπροσωπεία της Ουάσιγκτον, ενώ, σύμφωνα με τα ίδια τα λεγόμενα της, «τα εξωτερικά γραφεία δεν περιλαμβάνουν υπαλλήλους που εμπίπτουν στον τίτλο VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως» (υπόμνημα αντικρούσεως, σ. 16) και «καμία από τις αρμοδιότητες που ασκούνται από οποιοδήποτε εξωτερικό γραφείο δεν εντάσσεται σε ένα από τα προγράμματα ερευνών» που καθορίστηκαν από το Συμβούλιο (ανταπάντηση, σ. 10);

7.

Ποιοι είναι οι πραγματικοί λόγοι της αποφάσεως που ελήφθη έναντι του προσφεύγοντος; συνδέονται αποκλειστικά με τους όρους της ανακοινώσεως κενής θέσεως; η Επιτροπή προέβη σε σύγκριση των αντίστοιχων προσόντων των υποψηφίων;

8.

Η Επιτροπή όρισε σε άλλες ανακοινώσεις κενής θέσεως ότι η προς πλήρωση θέση προορίζεται για υπαλλήλους του επιστημονικού και του τεχνικού κλάδου που αμείβονται από τις πιστώσεις λειτουργίας;

9.

Η Επιτροπή καλείται να διαβιβάσει το έγγραφο που αναφέρεται στο τέλος της σελίδας 79 του παραρτήματος III του υπομνήματος αντικρούσεως, δηλαδή το έγγραφο COM (75) ρ.ν. 349,2ο μέρος.»

Η Επιτροπή έπρεπε να υποβάλει τις παρατηρήσεις της μέχρι τις 7 Ιουνίου 1982.

Με έγγραφο της 25ης Μαΐου 1982 που απηύθυνε στον πρόεδρο του Δικαστηρίου, η Επιτροπή ζήτησε παράταση της προθεσμίας. Το αίτημα έγινε δεκτό και η προθεσμία παρατάθηκε μέχρι τις 24 Ιουνίου 1982.

Λόγω της μεταβολής που επήλθε στη σύνθεση του, το Δικαστήριο, με διάταξη της 7ης Οκτωβρίου 1982, αποφάσισε να αναθέσει την εκδίκαση της υποθέσεως στο τρίτο τμήμα.

II — Αιτήματα των διαδίκων

Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο:

1.

να κηρύξει άκυρη και χωρίς έννομο αποτέλεσμα την απόφαση που κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα με έγγραφο της 14ης Ιουλίου 1980, σύμφωνα με την οποία η υποψηφιότητα του για τη θέση αριθ. 120 δεν ήταν δυνατό να γίνει δεκτή·

2.

να κηρύξει άκυρη και χωρίς έννομο αποτέλεσμα την απόφαση που ελήφθη από την αντίδικο και διατυπώθηκε στην ανακοίνωση κενής θέσεως, σύμφωνα με την οποία η εν λόγω θέση προορίζεται για τους υπαλλήλους που αμείβονται από τις πιστώσεις λειτουργίας·

3.

να κηρύξει άκυρες και χωρίς έννομο αποτέλεσμα όλες τις αποφάσεις που ελήφθησαν κατόπιν της δημοσιεύσεως της εν λόγω ανακοινώσεως κενής θέσεως για την πλήρωση της θέσεως αριθ. 120, ανεξάρτητα του αν πρόκειται για διορισμό, προαγωγή, μετάθεση ή κάθε άλλο μέτρο τοποθετήσεως·

4.

να καταδικάσει την αντίδικο στα δικαστικά έξοδα.

Η καθής ζητεί από το Δικαστήριο:

1.

να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

2.

να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα·

3.

επιφυλάσσεται κατά τα λοιπά.

III — Λόγοι ακυρώσεως και επιχειρήματα των διαδίκων

Είΐί τον αρώτον Âóyov ακυρώσεως

Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από την αναρμοδιότητα του υπαλλήλου που υπέγραψε το έγγραφο της 14ης Ιουλίου 1980, δεδομένου ότι κανένα στοιχείο του εν λόγω εγγράφου δεν επιτρέπει να διαπιστωθεί αν η απόφαση που κοινοποιήθηκε κατά τον τρόπο αυτόν προέρχεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, όπως αυτή καθορίστηκε με την απόφαση της Επιτροπής της 5ης Οκτωβρίου 1977, η οποία ελήφθη κατ' εφαρμογή του άρδρου 2 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως (Ταχυδρόμος του Προσωπικού της 17. 11. 1977).

Κατά τψ άποψη τον προσφεύγοντος, δεν είναι δυνατό να μην εξεταστεί ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως με το αιτιολογικό ότι, αφενός, ο ενδιαφερόμενος δεν 9α κέρδιζε τίποτε από την ακύρωση λόγω τυπικού ελαττώματος μιας αποφάσεως που πιθανώς 9α παρέμενε αμετάβλητη ως προς την ουσία της και, αφετέρου, ότι το προβαλλόμενο ελάττωμα δεν μπορούσε να του προκαλέσει βλάβη. Ένας τέτοιος ισχυρισμός οδηγεί σε συστηματική παράβαση των διατάξεων του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, κατά το μέτρο που απόκειται σε κά9ε όργανο, του οποίου πράξη προσβλήθηκε, να επανεκδώσει την ακυρωθείσα πράξη, φροντίζοντας να καλύψει το κενό ή να επανορθώσει την πλημμέλεια που διαπιστώθηκε.

Ο προσφεύγων προβάλλει επιπλέον ότι είχε δικαίωμα να ενημερωθεί σχετικά με το διορισμό του υποψήφιου που επελέγη για τη θέση και ότι μπόρεσε στην πραγματικότητα να λάβει γνώση της αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, της 18ης Ιουλίου 1980, περί διορισμού του François Lafontaine, μόνο με την κοινοποίηση των εγγράφων που ήταν συνημμένα στο υπόμνημα αντικρούσεως. Κατά συνέπεια, το επίμαχο έγγραφο που η Επιτροπή του απηύθυνε στις 14 Ιουλίου 1980 δεν περιελάμβανε καμιά χρήσιμη πληροφορία.

Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι το επίμαχο έγγραφο δεν είχε υπογραφεί από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Το γεγονός αυτό, που δεν μπορούσε να προκαλέσει βλάβη στον προσφεύγοντα, δεν είναι εντούτοις ικανό να δικαιολογήσει ακύρωση λόγω τυπικού ελαττώματος.

Από τις αποφάσεις Perinciolo κατά Συμβουλίου (υπόθεση 124/75, Recueil 1976, σ. 1953) και Morello κατά Επιτροπής (υπόθεση 9/76, Recueil 1976, σ. 1415) συνάγεται ότι, αν για λόγο που δεν επιδέχεται αντίρρηση είναι βέβαιο ότι η επίδικη απόφαση θα παρέμενε η ίδια ανεξάρτητα από την ύπαρξη του επικαλούμενου τυπικού ελαττώματος, ο προσφεύγων στερείται εννόμου συμφέροντος να προβάλει την ύπαρξη του εν λόγω ελαττώματος.

Η καθής αναγνωρίζει ότι οι ανωτέρω αποφάσεις εκδόθηκαν επί υποθέσεων που είναι διαφορετικές από την προκειμένη (παράλειψη, εκ μέρους της εξεταστικής επιτροπής, του ονόματος του υποψήφιου σε εσωτερικό διαγωνισμό στην υπόθεση 9/76, Morello, και απουσία μέλους του πειθαρχικού συμβουλίου σε μία από τις συνεδριάσεις του, στην υπόθεση 124/75, Perinciolo). Θεωρεί εντούτοις ότι το συμπέρασμα που συνάγεται από αυτές πρέπει να ισχύσει και στην παρούσα υπόθεση, εφόσον το προβαλλόμενο ελάττωμα της αναρμοδιότητας δεν μπορεί να εξαλείψει το γεγονός ότι η υποψηφιότητα του προσφεύγοντος δεν μπορούσε να γίνει δεκτή διότι ο ενδιαφερόμενος είναι υπάλληλος του επιστημονικού και τεχνικού κλάδου, αμειβόμενος από τις πιστώσεις που προβλέπονται στον προϋπολογισμό ερευνών και επενδύσεων.

Επί τον οεντέρου Åoyov ακνρώσεως

Κατά τψ άποψη τον προσφεύγοντος, υπήρξε παράβαση των διατάξεων του άρθρου 25 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, σύμφωνα με το οποίο «κάθε απόφαση σε βάρος υπαλλήλου πρέπει να είναι αιτιολογημένη», δεδομένου ότι το έγγραφο της 14ης Ιουλίου περιορίζεται στη μνεία της επίδικης αποφάσεως χωρίς να αναφέρει τους λόγους.

Κατά το μέτρο που κρίθηκε ότι η υποψηφιότητα του δεν ήταν δυνατό να γίνει δεκτή για λόγους που συνάγονται από τους ίδιους τους όρους της ανακοινώσεως κενής θέσεως, ο προσφεύγων θεωρεί ότι είχε δικαίωμα να γνωρίσει τη βάση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την πλήρωση της θέσεως αριθ. 120, όπως η βάση αυτή φαίνεται να προκύπτει από την απόφαση της Επιτροπής, της 23ης Ιουλίου 1975, όσον αφορά το σκοπό και τον τρόπο εφαρμογής του συστήματος περιοδικών μετακινήσεων τις αντιπροσωπείες και τα γραφεία που βρίσκονται σε τρίτες χώρες. Ο προσφεύγων υπογραμμίζει ότι η εν λόγω απόφαση ήταν συνημμένη στο υπόμνημα αντικρούσεως της Επιτροπής και δεν γίνονταν καμία μνεία της στο επίμαχο έγγραφο. Η παρατήρηση αυτή επιβεβαιώνει την έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως που κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα στις 14 Ιουλίου 1980.

Η παράθεση των λόγων γενικού χαρακτήρα στους οποίους στηρίζεται η απόφαση περί απορρίψεως υποψηφιότητας επιτρέπει, αφενός, στον αποκλεισθέντα υποψήφιο να ενεργήσει εν γνώσει των πραγμάτων και, αφετέρου, συντελεί στο να αποφευχθεί η εμμονή της διοικήσεως σε μέθοδο ικανή να προκαλέσει βλάβη στον υποψήφιο που επελέγη.

Κατά την άποψη του προσφεύγοντος, η έλλειψη αιτιολογίας δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μέριμνα της καθής να μη προκαλέσει βλάβη στον προσφεύγοντα, κατά το μέτρο που η απόρριψη της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος για τη θέση αριθ. 120 δεν είναι αποτέλεσμα συγκριτικής εξετάσεως των αντίστοιχων προσόντων όλων των υποψηφίων.

Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι το τυπικό ελάττωμα που επικαλέστηκε ο Morello (προαναφερθείσα υπόθεση 9/76) και το οποίο απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, συνίστατο ακριβώς στην έλλειψη αιτιολογίας μιας αποφάσεως περί αποκλεισμού από εσωτερικό διαγωνισμό.

Κατά την άποψη της Επιτροπής, το επίμαχο έγγραφο δεν είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένο κατά το μέτρο που ο προσφεύγων δεν μπορούσε να αγνοεί ότι η θέση αριθ. 120 προοριζόταν, όπως αναφερόταν στην ανακοίνωση κενής θέσεως, στους υπαλλήλους που αμείβονται από τον προϋπολογισμό λειτουργίας. 'Ετσι, όταν πληροφορήθηκε την απόρριψη της υποψηφιότητας του, ο ενδιαφερόμενος γνώριζε αναγκαστικά τους λόγους.

Αν υπετίθετο εντούτοις ότι η θέση αριθ. 120 ήταν προσιτή σε όλους τους υπαλλήλους του επιστημονικού και του τεχνικού κλάδου, τόσο στους αμειβόμενους από τις πιστώσεις λειτουργίας όσο και στους αμειβόμενους από τις πιστώσεις ερευνών, θα έπρεπε ακόμη, κατά την άποψη της Επιτροπής, να ληφθούν υπόψη οι αρχές που εδέχθη το Δικαστήριο σε περίπτωση νέας τοποθετήσεως την οποία ζητεί υπάλληλος.

Από τις αποφάσεις Kuhner κατά Επιτροπής (συνεκδικασθείσες υποθέσεις 33 και 75/79, Recueil 1980, σ. 1677), Grassi κατά Συμβουλίου (υπόθεση 188/73, Recueil 1974, σ. 1099) και ιδίως από την απόφαση Ganzini κατά Επιτροπής (υπόθεση 101/77, Recueil 1978, σ. 915), συνάγεται ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν οφείλει, έναντι του υπαλλήλου τον οποίο δεν επέλεξε, να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους θεώρησε άλλον υποψήφιο ως καταλληλότερο για την άσκηση των προτεινόμενων καθηκόντων, «διότι οι σκέψεις μιας τέτοιας αιτιολογίας είναι δυνατό να προκαλέσουν βλάβη στον υποψήφιο».

Επικαλούμενη την ανωτέρω νομολογία, η καθής προσπαθεί να καταδείξει ότι στην περίπτωση που η υποψηφιότητα του προσφεύγοντος θα ήταν δεκτή και που θα συγκρίνονταν τα αντίστοιχα προσόντα όλων των υποψηφίων, δεν θα ήταν υποχρεωμένη να αιτιολογήσει την απόφαση της.

Επικουρικώς, στην περίπτωση που η απόρριψη της υποψηφιότητας του θα στηρίζονταν στο γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος είναι υπάλληλος του επιστημονικού και τεχνικού κλάδου, αμειβόμενος από τις πιστώσεις που προβλέπονται στον προϋπολογισμό ερευνών και επενδύσεων, ο προσφεύγων προβάλλει τους ακόλουθους ισχυρισμούς:

Επί του νρίτου Αόγου ακυρώσεως

Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η ανακοίνωση κενής θέσεως, βάσει της οποίας ελήφθη η επίδικη απόφαση, βαρύνεται με κατάχρηση εξουσίας. Προορίζοντας την προς πλήρωση θέση μόνο για τους υπαλλήλους που αμείβονται από τις πιστώσεις που προβλέπονται στον προϋπολογισμό λειτουργίας, η ανακοίνωση κενής θέσεως εισάγει διάκριση μεταξύ των υπαλλήλων του επιστημονικού και τεχνικού κλάδου, εις βάρος των υπαλλήλων που αμείβονται από τις πιστώσεις ερευνών. Η διάκριση αυτή δεν ανταποκρίνεται σε καμιά αντικειμενική ανάγκη.

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η διάκριση μεταξύ υπαλλήλων που αμείβονται από τον προϋπολογισμό λειτουργίας και υπαλλήλων που αμείβονται από τον προϋπολογισμό ερευνών, εκτός του ότι πολύ απέχει από το να είνα αυθαίρετη ή υποκειμενική, ορίζεται από τις διατάξεις, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως και του προϋπολογισμού, ο σκοπός των οποίων δεν προσβάλλει καθόλου την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ υπαλλήλων που βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση. Η καθής υπενθυμίζει σχετικά ότι μεταξύ του συνόλου των υπαλλήλων που υπάγονται στον «επιστημονικό και τεχνικό κλάδο», οι υπάλληλοι που αμείβονται από πιστώσεις προβλεπόμενες στον προϋπολογισμό ερευνών και επενδύσεων βρίσκονται σε ιδιαίτερη κατάσταση, η οποία διέπεται ιδίως από το άρθρο 174, παράγραφος 2, της συνθήκης ΕΚΑΕ, το κεφάλαιο 33 του γενικού προϋπολογισμού των Κοινοτήτων, το άρθρο 92, πρώτη παράγραφος, και το σύνολο των διατάξεων του τίτλου VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως. Οι εν λόγω υπάλληλοι συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων των ερευνών που καθορίζονται ειδικά από το Συμβούλιο, ενώ οι υπάλληλοι που αμείβονται από τις πιστώσεις λειτουργίας εκτελούν καθήκοντα που δεν διαφοροποιούνται κατά τον τρόπο αυτόν. Η διάκριση αυτή οφείλεται συγχρόνως σε ανάγκες του προϋπολογισμού και σε ανάγκες που αναφέρονται στην οργάνωση των ερευνών στον τομέα της ατομικής ενέργειας.

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι στις προτάσεις του επί της υποθέσεως Jätisch (υπόθεση 5/76, Recueil 1977, σ. 1828), ο γενικός εισαγγελέας Mayras αναφέρει ότι «αν οι συνθήκες “κανονικής” σταδιοδρομίας αποτελούν το τίμημα της σταθερότητας και της μονιμότητας ... ο αβέβαιος και εξελικτικός χαρακτήρας των προγραμμάτων πυρηνικών ερευνών αντισταθμίζεται από τα πλεονεκτήματα» που απαριθμούνται στον τίτλο VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως και που αποτελούν διατάξεις που παρεκκλίνουν από το κοινό υπαλληλικό δίκαιο. Το ίδιο ισχύει για τα άρθρα 97 μέχρι 100, τα οποία προβλέπουν αντίστοιχα τη χορήγηση συμπληρωματικού κλιμακίου λόγω εξαιρετικών προσόντων, τη μεταβολή της αρχικής κατατάξεως κατά τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, τη χορήγηση έκτακτης παροχής για εξαιρετικές υπηρεσίες και τη χορήγηση αποζημιώσεως για κοπιώδεις εργασίες.

Από τη σκέψη 19 της ανωτέρω αποφάσεως Jänsch συνάγεται ότι η διάκριση την οποία εισάγει έτσι ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως βασίζεται σε «αντικειμενικά κριτήρια, ώστε δεν είναι δυνατό να πρόκειται για παραβίαση ... της αρχής της ισότητας μεταξύ των υπαλλήλων».

Η προσφεύγουσα διευκρινίζει επιπλέον ότι είναι υποχρεωμένη να εκτελέσει τα προγράμματα ερευνών όπως καθορίζονται από το Συμβούλιο, ότι για τις ενέργειες αυτές προβλέπονται ειδικές πιστώσεις σύμφωνα με ιδιαίτερους κανόνες του προϋπολογισμού (ιδίως τα άρθρα 86 μέχρι 95 του δημοσιονομικού κανονισμού της 21ης Δεκεμβρίου 1977, ΕΕ ειδ. έκδ. 01/002, σ. 77, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με το δημοσιονομικό κανονισμό της 16ης Δεκεμβρίου 1980, ΕΕ ειδ. έκδ. 01/003, σ. 8), και ότι δεν μπορεί κατά συνέπεια, χωρίς να γεννάται ευθύνη της, να επιφορτίσει υπάλληλο αμειβόμενο από τις πιστώσεις ερευνών με καθήκοντα που δεν συνδέονται με ένα από τα προγράμματα ερευνών που καθόρισε το Συμβούλιο.

Στις εκτιμήσεις αυτές στηρίζεται η απόφαση της Επιτροπής να προορίσει την κενή θέση στην αντιπροσωπεία της Ουάσιγκτον για υπαλλήλους αμειβόμενους από τις πιστώσεις λειτουργίας. Επίσης, κατά την άποψη της καθής, η κατάχρηση εξουσίας που επικαλείται ο προσφεύγων δεν μπορεί να γίνει δεκτή ως λόγος ακυρώσεως.

Επί νου τεναρνον Αόγου κυρώσεως

Ο προσφεύγων επικαλείται την παράβαση του κανόνα «patere legem quam ipse fecisti» καθόσον ο αποκλεισμός, στην ανακοίνωση κενής θέσεως, των υπαλλήλων που αμείβονται από τις πιστώσεις ερευνών έρχεται σε αντίθεση με την απόφαση της Επιτροπής της 23ης Ιουλίου 1975, περί της λειτουργίας του συστήματος περιοδικών μετακινήσεων (COM (75) PV 349).

Το σύστημα αυτό καθιερώθηκε με σκοπό να αποφευχθεί η σκλήρωση των υπηρεσιών χάρη στην περιοδική μετακίνηση των υπαλλήλων. Η απόφαση της 23ης Ιουλίου 1975, που αποκλείει κάθε διάκριση μεταξύ των διαφόρων επιστημονικών κλάδων, προβλέπει ότι οι υπάλληλοι των «γενικών διευθύνσεων εκτός από εκείνες που υπάγονται στον καθαυτό τομέα των εξωτερικών σχέσεων», οι οποίοι διορίζονται σε εξωτερικές υπηρεσίες, θα τοποθετούνται εκεί με τη θέση που κατέχουν στον προϋπολογισμό.

Αν διαπιστωνόταν ότι στις εξωτερικές υπηρεσίες δεν υπάρχουν υπάλληλοι αμειβόμενοι από τις πιστώσεις ερευνών, αυτό θα αποδείκνυε ότι η καθής δεν τοποθέτησε εκεί τέτοιους υπαλλήλους από τις 23 Ιουλίου 1975, ημερομηνία κατά την οποία έθεσε σε εφαρογή το ανωτέρω σύστημα περιοδικών μετακινήσεων. Η Επιτροπή δεν μπορεί επομένως να δικαιολογήσει διάκριση μεταξύ υπαλλήλων που έγινε το 1980 με σειρά άλλων διακρίσεων που συνέβησαν προηγουμένως.

Ο προσφεύγων παρατηρεί τέλος ότι ικανός αριθμός υπαλλήλων που αμείβονται από τις πιστώσεις ερευνών δεν ασκούν αυστηρώς επιστημονικά καθήκοντα. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει κανένας λόγος να αποκλειστούν οι εν λόγω υπάλληλοι από τις εξωτερικές υπηρεσίες.

Η Επιτροπή, πριν εξετάσει το βάσιμο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, προβάλλει ότι η οργάνωση, η λειτουργία και η κατανομή των διαφόρων μονάδων εργασίας υπάγονται στην εξουσία εκτιμήσεως των κοινοτικών οργάνων. Αν οι υπάλληλοι που ανήκουν σε «διευθύνσεις εκτός από εκείνες που υπάγονται στον καθαυτό τομέα των εξωτερικών σχέσεων» μπορούν πράγματι να τοποθετούνται σε εξωτερικές υπηρεσίες, η καθής υπογραμμίζει ότι αυτό εξαρτάται «από τις ειδικές ανάγκες των ενδιαφερομένων χωρών όπως και από τις εκάστοτε συνθήκες».

Όσον αφορά την απόφαση της 23ης Ιουλίου 1975 περί της λειτουργίας του συστήματος περιοδικών μετακινήσεων, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, πλην παρεκκλίσεως, οι υπάλληλοι που κατέχουν θέσεις στα εξωτερικά γραφεία επανατοποθετούνται στις γενικές διευθύνσεις από τις οποίες προέρχονται οι υποψήφιοι που επελέγησαν για να τους αντικαταστήσουν (σημείο II — 4.1 της αποφάσεως) και ότι, στα πλαίσια αυτής της γενικής μετακινήσεως, οι υπάλληλοι τοποθετούνται πράγματι με τη θέση που κατέχουν στον προϋπολογισμό (σημείο III —1.2 της αποφάσεως).

Το Δικαστήριο εδέχθη την κανονικότητα του συστήματος επανατοποθετήσεως των υπαλλήλων με τη θέση που κατέχουν στον προϋπολογισμό, τόσο γενικά (υπόθεση 60/80, Kindermann κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 1329), όσο και στα πλαίσια της διαδικασίας περιοδικών μετακινήσεων που καθιέρωσε η Επιτροπή (συνεκδικα-σθείσες υποθέσεις 161/80 και 162/80, Carbognani και Coda Zabetta, Συλλογή 1981, σ. 543).

Η καθής υπογραμμίζει ότι αν το σύστημα περιοδικών ματακινήσεων έχει πράγματι ως στόχο να διευκολύνει τη δυνατότητα μετακινήσεως των υπαλλήλων ώστε να αποφευχθεί μια κάποια σκλήρωση στο προσωπικό των εξωτερικών υπηρεσιών, δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την παραβίαση του ιδιαίτερου χαρακτήρα από απόψεως προϋπολογισμού των πιστώσεων ερευνών, επιτρέποντας την τοποθέτηση υπαλλήλου που αμείβεται από τις εν λόγω πιστώσεις σε θέση η οποία δεν υπάγεται σε ένα από τα προγράμματα ερευνών που καθορίστηκαν από το Συμβούλιο.

Η Επιτροπή προβάλλει ότι οι υπάλληλοι που ασχολούνται με την επιστημονική έρευνα, τομέα υψηλής εξειδικεύσεως, δεν προορίζονται κανονικά για τα εξωτερικά γραφεία. Για το λόγο αυτό, κατά το μέτρο ακριβώς που καμία από τις αρμοδιότητες που ασκούνται από ένα οποιοδήποτε εξωτερικό γραφείο δεν εντάσσεται στα προγράμματα ερευνών, κρίθηκε σκόπιμο να οριστεί ότι η πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων για τις θέσεις που καλύπτονται βάσει του συστήματος περιοδικών μετακινήσεων αφορούσε μόνο τους υπαλλήλους που αμείβονται από τον προϋπολογισμό λειτουργίας.

Επίσης, κατά την άποψη της Επιτροπής δεν υπάρχει καμία αντίφαση στο να περιοριστεί έτσι η πρόσβαση στις θέσεις των εξωτερικών υπηρεσιών ενώ το σύστημα περιοδικών μετακινήσεων προβλέπει τη δυνατότητα μετατάξεων των υπαλλήλων με τη θέση που κατέχουν στον προϋπολογισμό.

Η Επιτροπή διευκρινίζει συμπερασματικά στο υπόμνημα αντικρούσεως ότι και αν ακόμη είχε γίνει δεκτή η υποψηφιότητα του προσφεύγοντος και αν είχαν παραβληθεί τα αντίστοιχα προσόντα των υποψηφίων με τα προσόντα του προσφεύγοντος, θα είχε επιλεγεί ο ίδιος υποψήφιος, δηλαδή ο Lafontaine.

Η καθής υποβάλλει στο Δικαστήριο τον προσωπικό φάκελο του Lafontaine, του οποίου η υποδειγματική σταδιοδρομία αρκεί για να αποδείξει ότι ήταν ο καλύτερος υποψήφιος για τη θέση αριθ. 120.

Στην απάντηση του, ο προσφεύγων προβάλλει σχετικά ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι συνέκρινε τα αντίστοιχα προσόντα των Lafontaine και Geist, εφόσον, σύμφωνα με τους ίδιους τους ισχυρισμούς της, η υποψηφιότητα του προσφεύγοντος δεν έγινε καν δεκτή. Η επιχειρηματολογία της καθής δίνει λαβή να υποτεθεί ότι η επιλογή του υποψήφιου ήταν προκαθορισμένη, πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με τη νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως με την απόφαση επί της υποθέσεως Giuffrida κατά Συμβουλίου (υπόθεση 105/75, Recueil 1976, σ. 1395).

Η καθής αντικρούει έντονα τον ανωτέρω ισχυρισμό και διαπιστώνει επιπλέον ότι αυτός δεν στηρίζεται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο.

Επί τον πέμπτου Αόγον ακυρώσεως που προυΑήθηκε επικουρικώς κατά ti¡v έγγραφη διαδικαοία

Ο προσφεύγων υπογραμμίζει ότι στο παράρτημα III του υπομνήματος αντικρούσεως η Επιτροπή επισυνάπτει το σχέδιο των πρακτικών της 349ης συνεδριάσεως της Επιτροπής, της 23ης Ιουλίου 1975, της οποίας αντικείμενο ήταν οι αρχές και η εφαρμογή του συστήματος περιοδικών μετακινήσεων (COM(75) ρ.ν. 349). Κατά την άποψη του προσφεύγοντος, το κείμενο αυτό, που καταρτίσθηκε πιθανώς υπό τη μορφή κανονισμού ή αποφάσεως, παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου 110 κατά το μέτρο που, αφενός, η ληφθείσα απόφαση αποτελεί μέτρο γενικού χαρακτήρα που δεν δημοσιεύτηκε ούτε γνωστοποιήθηκε στο προσωπικό και, αφετέρου, η απόφαση αυτή ελήφθη χωρίς να ληφθεί υπόψη η γνώμη της επιτροπής προσωπικού και της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

Κατά την άποψη της Επιτροπής, πρόκειται για νέο ισχυρισμό που πρέπει να απορριφθεί βάσει του άρθρου 42, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας του Δικαστηρίου. Η Επιτροπή θεωρεί, πάντως, σκόπιμο να διατυπώσει τις ακόλουθες δύο παρατηρήσεις:

αφενός, κατά το μέτρο που ο ισχυρισμός αυτός κατατείνει κατά τρόπο έμμεσο αλλά σαφή στην ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 23ης Ιουλίου 1975, ο προσφεύγων δεν έχει έννομο συμφέρον να τον προβάλει εφόσον η κενή θέση αριθ. 120 οφείλει την ύπαρξη της μόνο στο σύστημα περιοδικών μετακινήσεων·

αφετέρου, και αν αληθεύει ότι η απόφαση της 23ης Ιουλίου 1975 δεν αποτέλεσε αντικείμενο ούτε δημοσιεύσεως, ούτε της διαβουλεύσεως που προβλέπεται στο άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, θα ήταν δυνατό να διαπιστωθεί παράβαση της διατάξεως αυτής μόνον αν η εν λόγω απόφαση αποτελούσε μέτρο γενικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 110 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως. Η καθιέρωση όμως του συστήματος περιοδικών μετακινήσεων δεν στηρίζεται σε μέτρο γενικού χαρακτήρα αλλά, όπως κατά τα φαινόμενα παραδέχθηκε ο προσφεύγων, στο περιθώριο ελευθερίας που απολαύει η Επιτροπή όσον αφορά την καλύτερη οργάνωση των συμφερόντων των υπηρεσιών, τη λειτουργία, την κατανομή και τη διάρθρωση των διαφόρων μονάδων.

Κατά συνέπεια, ο λόγος που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 110 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως δεν είναι δυνατό να γίνει δεκτός.

IV — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν σε απάντηση των ερωτήσεων που έθεσε το Δικαστήριο

Με την πρώτη ερώτηση ζητούνταν από την καθής να παράσχει διευκρινίσεις ως προς τη νομική φύση της αποφάσεως της 23ης Ιουλίου 1975.

Η Επιτροπή απαντά ότι πρόκειται για εσωτερικό μέτρο το οποίο, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Φεβρουαρίου 1981 (Carbognani και Coda Zabetta, προαναφερθείσες υποθέσεις, σκέψη 25) «δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εισήγαγε νέους ουσιαστικούς κανόνες που αφορούν την τοποθέτηση των υπαλλήλων στα εξωτερικά γραφεία, δεδομένου ότι το περιεχόμενο του συνίσταται στην αντικατάσταση ενός συστήματος αποφάσεων κατά περίπτωση από ένα σύστημα ρυθμιζόμενων μεταθέσεων, το οποίο ανταποκρίνεται καλύτερα στις απαιτήσεις προβλεπτικότητας και δικαιοσύνης έναντι των υπαλλήλων τους οποίους αφορά».

Το σύστημα περιοδικών μετακινήσεων, το οποίο εφαρμόζεται μόνο στους υπαλλήλους της Επιτροπής, που είναι τοποθετημένοι στα εξωτερικά γραφεία και στα γραφεία τύπου και πληροφοριών, επιτρέπει στους ενδιαφερόμενους να εναλλάσσονται περιοδικά και με τον τρόπο αυτό τους εξασφαλίζει εξέλιξη σταδιοδρομίας ανάλογη προς εκείνη των υπαλλήλων της έδρας του οργάνου.

Η Επιτροπή, αναφερόμενη στις αποφάσεις της 24ης Φεβρουαρίου 1981 (προαναφερθείσες) και 17ης Δεκεμβρίου 1981 (Démont κατά Επιτροπής, υπόθεση 791/79, Συλλογή σ. 3105), θεωρεί ότι λαμβανομένης υπόψη της φύσεως της αποφάσεως της 23ης Ιουλίου 1975, μόνες οι ατομικές αποφάσεις που βασίζονται σε αυτή παράγουν αποτελέσματα έναντι των υπαλλήλων τους οποίους αφορούν.

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι με την ανωτέρω αναφερθείσα απόφαση Démont, το Δικαστήριο εδέχθη όσον αφορά την απόφαση της 23ης Ιουλίου 1975 ότι «οι διατάξεις αυτές, οι οποίες άλλωστε θεσπίστηκαν εκτός της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, είναι απόρροια της γενικής εξουσίας την οποία διαθέτει κάθε όργανο να οργανώνει τις υπηρεσίες του προς το σκοπό της ορθής λειτουργίας τους» (σκέψη 8).

Κατά την άποψη της Επιτροπής, η απόφαση της 23ης Ιουλίου 1975 διακρίνεται από τις γενικές εκτελεστικές διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, κατά το μέτρο που το σύστημα των περιοδικών μετακινήσεων που εισήχθη με την εν λόγω απόφαση αφορά κυρίως τους υπαλλήλους μόνο της Επιτροπής που υπηρετούν σε εξωτερικές υπηρεσίες, ενώ το άρθρο 110 αναφέρεται σε διατάξεις που ισχύουν για το σύνολο των υπαλλήλων, όποιο και αν είναι το όργανο στο οποίο ανήκουν.

Σε απάντηση στη δεύτερη ερώτηση, η οποία αφορούσε το αν υπάρχουν άλλες αποφάσεις του τύπου της αποφάσεως της 23ης Ιουλίου 1975 και αν γνωστοποιούνται στο προσωπικό, η Επιτροπή αναφέρει ότι με απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1976 καυιέρωσε ένα σύστημα περιοδικών μετακινήσεων, το οποίο είναι ως προς όλα τα σημεία παρόμοιο με εκείνο της 23ης Ιουλίου 1975, για το προσωπικό των γραφείων τύπου και πληροφοριών. Κατά τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, όλοι οι υπάλληλοι που υπηρετούν στα εξωτερικά γραφεία, καθώς και το σύνολο του προσωπικού των γραφείων τύπου και πληροφοριών, τηρήθηκαν ενήμεροι σχετικά με τις λεπτομέρειες των συστημάτων περιοδικών μετακινήσεων, από το πρώτο έτος της εφαρμογής τους και όσες φορές εφαρμόστηκαν. Οι άλλοι υπάλληλοι της Επιτροπής ενημερώθηκαν μέσω των δημοσιεύσεων των ανακοινώσεων κενής θέσεως που αποσκοπούσαν στην αντικατάσταση των επανερχομένων στην έδρα του οργάνου υπαλλήλων, καθεμιά δε από τις εν λόγω ανακοινώσεις κενής θέσεως διευκρίνιζε, όπως ακριβώς και η επίμαχη ανακοίνωση αριθ. 120, ότι επρόκειτο για θέσεις που καλύπτονταν βάσει του συστήματος περιοδικών μετακινήσεων.

Με την τρίτη ερώτηση, η Επιτροπή καλούνταν να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η απόφαση της 23ης Ιουλίου 1975 αφορά ή όχι το προσωπικό του επιστημονικού και του τεχνικού κλάδου που αμείβεται από τις πιστώσεις ερευνών.

Κατά την άποψη της Επιτροπής, η οποία αναφέρεται στο σημείο 10 του υπομνήματος αντικρούσεως και στο σημείο 5 της ανταπαντήσεως, είναι κανόνας να αποκλείονται από το σύστημα περιοδικών μετακινήσεων οι υπάλληλοι του επιστημονικού και του τεχνικού κλάδου οι αμειβόμενοι από τις πιστώσεις ερευνών, στο μέτρο που το εν λόγω προσωπικό προσλαμβάνεται και τοποθετείται με βάση τις ανάγκες, από άποψη προϋπολογισμού και κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, οι οποίες χα-ρακτιρίζουν τον τομέα των ερευνών και, ειδικότερα, με βάση τα διάφορα προγράμματα ερευνών για την εκτέλεση των οποίων είναι υπεύθυνη η Επιτροπή.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι αν ανέθετε σε υπάλληλο, που μετακινείται με τη θέση που κατέχει στον προϋπολογισμό, καθήκοντα που δεν εντάσσονται σε πρόγραμμα ερευνών, αυτό θα συνεπαγόταν, παράβαση των αποφάσεων που έλαβε σχετικά το Συμβούλιο και μη χρησιμοποίηση, από άποψη προϋπολογισμού, των πιστώσεων που προβλέπονται για το σκοπό αυτό. Η Επιτροπή προσθέτει ότι ένας υπάλληλος του επιστημονικού και τεχνικού κλάδου (άρθρο 92 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως) δεν είναι δυνατό να τοποθετηθεί με τη θέση που κατέχει στον προϋπολογισμό σε εξωτερικό γραφείο, λόγος υπάρξεως του οποίου είναι η εκτέλεση των καθηκόντων εκπροσωπήσεως της Κοινότητας στις τρίτες χώρες, εξαιρέσει των καθηκόντων που έχουν άμεση ή έμμεση επίπτωση στην εκτέλεση ερευνητικού προγράμματος που έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο.

Σε απάντηση στην τέταρτη ερώτηση με την οποία ζητούνταν από την Επιτροπή να αναφέρει τα κριτήρια στα οποία βασίζεται η διαχείριση του προσωπικού του επιστημονικού και τεχνικού κλάδου, η Επιτροπή δηλώνει ότι είναι αδύνατη η τυποποίηση των κριτηρίων αυτών, λαμβανομένου υπόψη του πρόσκαιρου χαρακτήρα των ερευνητικών προγραμμάτων.

Για να επεξηγήσει την απάντηση της, η Επιτροπή καταθέτει ένα υπηρεσιακό σημείωμα που απηύθυνε ο Hannaert, προϊστάμενος του τμήματος «Προσωπικού και διοικήσεως» του Ispra, με ημερομηνία 7 Ιουνίου 1982, στον Pipkorn, μέλος της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής επιφορτισμένο με τις υποθέσεις του προσωπικού, σχετικά με τις ερωτήσεις που έθεσε το Δικαστήριο στα πλαίσια της προκειμένης διαφοράς. Στο εν λόγω υπηρεσιακό σημείωμα ο Hannaert αναφέρει ότι από τη δημιουργία του Κέντρου, ένας ορισμένος αριθμός ερευνητικών προγραμμάτων εγκαταλείφθηκε· οι ενδιαφερόμενοι ερευνητές τοποθετήθηκαν στα νέα προγράμματα του Κέντρου, είτε αναλαμβάνοντας νέα καθήκοντα, είτε αποδεχόμενοι μεταθέσεις στις διάφορες υπηρεσίες της Επιτροπής ή των άλλων ιδρυμάτων ερευνών του Κέντρου. Ο Hannaert προσθέτει ότι πριν από την πλήρη εγκατάλειψη ενός ερευνητικού προγράμματος, η μείωση του προσωπικού πραγματοποιείται σταδιακά, η δε ανατοποθέτησή του περνά σχεδόν απαρατήρητη χάρη στην καλή θέληση και στη μέριμνα να γίνει η καλύτερη δυνατή εκμετάλλευση των τεχνικών γνώσεων των ενδιαφερόμενων ερευνητών.

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το άρθρο 98 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, ορίζοντας ότι δεν εφαρμόζονται στους υπαλλήλους του επιστημονικού και του τεχνικού κλάδου οι διατάξεις του άρθρου 45, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, σύμφωνα με το οποίο «η μετάβαση υπαλλήλου από κλάδο ή κατηγορία σε άλλον κλάδο ή ανώτερη κατηγορία δύναται να γίνει μόνο μετά από διαγωνισμό», διευκολύνει τη δυνατότητα μετακινήσεως των εν λόγω υπαλλήλων.

Με την πέμπτη ερώτηση ζητούνταν από την Επιτροπή να υποδείξει τη βάση της αποφάσεως που περιλαμβανόταν στην ανακοίνωση κενής θέσεως, σύμφωνα με την οποία η προς πλήρωση θέση προοριζόταν για τους υπαλλήλους που αμείβονται από τις πιστώσεις λειτουργίας. Η Επιτροπή αναφέρει ότι η εν λόγω απόφαση βασίζεται, αφενός, στα ερευνητικά προγράμματα που ενέκρινε το Συμβούλιο και στις προς τούτο διαθέσιμες πιστώσεις και, αφετέρου, στο γεγονός ότι η κενή θέση δημιουργήθηκε κατόπιν της επανατοποθετήσεως του Reichardt στην έδρα του οργάνου. Από το σημείο II — 4.1 της αποφάσεως της 23ης Ιουλίου 1975 προκύπτει λοιπόν ότι ο Reichardt, ο οποίος δεν ανήκει στον επιστημονικό κλάδο, έπρεπε κατ' ανάγκη να τοποθετηθεί στην υπηρεσία από την οποία προέρχεται ο αντικαταστάτης του.

Με την έκτη ερώτηση η Επιτροπή καλούνταν να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους είχε προτρέψει το 1975 τον προσφεύγοντα να υποβάλει υποψηφιότητα για θέση επιστημονικού ακολούθου στην Ουάσιγκτον, ενώ, σύμφωνα με τα ίδια τα λεγόμενα της, τα εξωτερικά γραφεία δεν περιλαμβάνουν υπαλλήλους που εμπίπτουν στον τίτλο VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων.

Η Επιτροπή αναφέρει ότι το γεγονός ότι τα εξωτερικά γραφεία δεν περιλαμβάνουν υπαλλήλους που εμπίπτουν στον τίτλο VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως δεν εμποδίζει τους υπαλλήλους που αμείβονται από τις πιστώσεις ερευνών να υποβάλλουν υποψηφιότητα για κενή θέση που ανήκει στις πιστώσεις λειτουργίας, για να αναλάβουν την εκτέλεση επιστημονικών εργασιών, εκτός του πεδίου εφαρμογής του τίτλου VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, οι οποίες μπορούν να εντάσσονται στα πλαίσια του καθήκοντος εκπροσωπήσεως των Κοινοτήτων που έχει ανατεθεί στα εξωτερικά γραφεία.

Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η υποψηφιότητα του προσφεύγοντος για τη θέση του επιστημονικού ακόλουθου στην Ουάσιγκτον, η οποία είχε κενωθεί το 1975 ενώ δεν είχε ακόμη τεθεί σε εφαρμογή το σύστημα περιοδικών μετακινήσεων, θα ήταν δυνατό να γίνει δεκτή αν ο προσφεύγων εγκατέλειπε τον επιστημονικό κλάδο (άρθρο 98 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως).

Η Επιτροπή προσθέτει πάντως ότι, όσον αφορά την επίμαχη κενή θέση, δεν επρόκειτο για πλήρωση κενής θέσεως που περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων, αλλά για επανατοποθέτηση υπαλλήλου με τη θέση που κατέχει στον προϋπολογισμό, πράγμα που καθιστούσε αδύνατη την αποδοχή υπαλλήλου ο οποίος εμπίπτει στον τίτλο VIII, ειδάλλως θα υπήρχε παράβαση των κανόνων του προϋπολογισμού.

Σε απάντηση στην έβδομη ερώτηση με την οποία ζητούνταν οι πραγματικοί λόγοι της αποφάσεως που ελήφθη έναντι του προσφεύγοντος, η Επιτροπή δηλώνει ότι δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι εκτός από εκείνους που εκτέθηκαν ανωτέρω. Η Επιτροπή δεν προέβη σε καμιά σύγκριση των προσόντων του προσφεύγοντος και του υποψήφιου που επελέγη.

Σε απάντηση στην όγδοη ερώτηση, η Επιτροπή δηλώνει ότι δυνάμει του άρθρου 92 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως που καθορίζει το πεδίο εφαρμογής, ratione personae, του τίτλου VIII, στον τεχνικό κλάδο ανήκουν μόνο υπάλληλοι που αμείβονται από τις πιστώσεις ερευνών. Οι υπάλληλοι που αμείβονται από τις πιστώσεις λειτουργίας ανήκουν είτε στο διοικητικό, είτε στο γλωσσικό κλάδο (άρθρο 5 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως).

Η Επιτροπή κατέθεσε το μνημονευόμενο στο παράρτημα III του υπομνήματος αντικρούσεως έγγραφο COM(75) ρ.ν. 349, 2ο μέρος, του οποίου τη διαβίβαση είχε ζητήσει το Δικαστήριο.

V — Προφορική διαδικασία

Κατά τη συνεδρίαση της 28ης Απριλίου 1983, ο προσφεύγων, εκπροσωπούμενος από το δικηγόρο Slusny και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον J. Pipkorn και τον Η. Henrichs, εμπειρογνώμονα, ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους.

Ο γενικός εισαγγελέας ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 2ας Ιουνίου 1983.

Σκεπτικό

1

Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 14 Μαΐου 1981, ο Geist, υπάλληλος του επιστημονικού κλάδου τοποθετημένος στο Κοινό Κέντρο Ερευνών (στο εξής: Κέντρο) του Ispra, άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως που κοινοποιήθηκε στον ενδιαφερόμενο στις 14 Ιουλίου 1980, σύμφωνα με την οποία η υποψηφιότητα του για τη θέση αριθ. 120 του πρώτου γραμματέα επί επιστημονικών και τεχνολογικών υποθέσεων στην αντιπροσωπεία των Κοινοτήτων στην Ουάσιγκτον δεν ήταν δυνατό να γίνει δεκτή, της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στην ανακοίνωση κενής θέσεως αριθ. 120, σύμφωνα με την οποία η εν λόγω θέση προορίζεται μόνο για τους υπαλλήλους που αμείβονται από τις πιστώσεις λειτουργίας, καθώς και όλων των αποφάσεων που ελήφθησαν κατόπιν της δημοσιεύσεως της ανακοινώσεως κενής θέσεως προς πλήρωση της θέσεως αριθ. 120.

2

Ο Geist, ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα την 1η Απριλίου 1962 στο Κέντρο του Petten (Κάτω Χώρες) ως «υπεύθυνος υδραυλικών μελετών» και στη συνέχεια διορίστηκε προϊστάμενος της υπηρεσίας «Υδροδυναμικής και μέτρων» το 1963, προήχθη στο 6αθμό Α5 την 1η Ιανουαρίου 1966, μετά από περίοδο αποσπάσεως στις ΗΠΑ. Κατόπιν της τροποποιήσεως των ερευνητικών προγραμμάτων του 1962 που αποφάσισε το Συμβούλιο στις 15 Ιουνίου 1965, στα πλαίσια των οποίων ο Geist εκτελούσε καθήκοντα που ανταποκρίνονταν στην ειδικότητα του, ο προσφεύγων ήταν υποχρεωμένος να αφιερωθεί στην εκτέλεση νέων καθηκόντων που καθόρισε η υπηρεσία. Λόγω της αδυναμίας να χρησιμοποιηθούν τα προσόντα του Geist στα πλαίσια του Κέντρου του Petten μετά τη νέα τροποποίηση των ερευνητικών προγραμμάτων που αποφάσισε το Συμβούλιο στις 22 Αυγούστου 1975, ο γενικός διευθυντής του Κέντρου αποφάσισε στις 10 Δεκεμβρίου 1975 να μεταθέσει τον ενδιαφερόμενο από την 1η Μαρτίου 1976 στο τμήμα «Θερμικές και μηχανικές εναλλαγές στα ρευστά» του Κέντρου του īspra.

3

Επειδή δεν τον ικανοποίησε η τοποθέτηση αυτή, ο Geist, αφού άσκησε προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως μεταθέσεως, η οποία απορρίφθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1977 (υποθ. 61/76, Recueil σ. 1419), ζήτησε από την Επιτροπή να του εξεύρει θέση εκτός του Κέντρου του īspra.

4

Εν αναμονή νέας τοποθετήσεως, ο Geist υπέβαλε υποψηφιότητα για τη θέση αριθ. 120, σύμφωνα με την ανακοίνωση κενής θέσεως που είχε δημοσιευτεί στο τεύχος της 13ης Ιουνίου 1980 του Ταχυδρόμου του Προσωπικού, και η οποία ήταν διατυπωμένη ως εξής:

«Θέση αριθ. 120 — Στα πλαίσια του συστήματος περιοδικών μετακινήσεων που εφαρμόζεται για τις αντιπροσωπείες και τα γραφεία πληροφοριών, η γενική διεύθυνση Ι, εξωτερικές σχέσεις, ζητεί για την αντιπροσωπεία της Ουάσιγκτον: υπάλληλο βαθμού από Α 4 μέχρι Α 7, πρώτο γραμματέα επιφορτισμένο με τις επιστημονικές και τεχνολογικές υποθέσεις. Απαιτείται μακροχρόνια πείρα στον τομέα των επιστημονικών και τεχνολογικών προβλημάτων και ειδικότερα στον τομέα της ενέργειας ... Οι προσκλήσεις προς υποβολή υποψηφιότητας απευθύνονται μόνο στους υπαλλήλους της Επιτροπής που αμείβονται από τις πιστώσεις λειτουργίας.»

5

Με υπηρεσιακό σημείωμα της 14ης Ιουλίου 1980, ο Geist πληροφορήθηκε την απόρριψη της υποψηφιότητας του. Στις 13 Οκτωβρίου 1980 υπέβαλε ένσταση δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων, με την οποία ζητούσε, αφενός, την ανάκληση της αποφάσεως που του κοινοποιήθηκε με έγγραφο της 14ης Ιουλίου 1980, αφετέρου, εφόσον παρίστατο ανάγκη, την ανάκληση της αποφάσεως περί μεταθέσεως ή προαγωγής άλλου υπαλλήλου και, τέλος, την τροποποίηση των όρων της ανακοινώσεως κενής θέσεως αριθ. 120 ώστε να καταστεί η κενή θέση προσιτή επίσης στους υπαλλήλους που αμείβονται από τις πιστώσεις ερευνών και επενδύσεων. Επειδή η διοίκηση απέρριψε σιωπηρά την ένσταση του, ο Geist άσκησε την παρούσα προσφυγή.

Επί των δύο πρώτων λόγων ακυρώσεως

6

Προς υποστήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων επικαλείται καταρχάς δύο λόγους ακυρώσεως που αναφέρονται στην εξωτερική νομιμότητα της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητας του, η οποία του κοινοποιήθηκε στις 14 Ιουλίου 1980. Επικαλείται, αφενός, την αναρμοδιότητα του υπαλλήλου που υπέγραψε το υπηρεσιακό σημείωμα της 14ης Ιουλίου 1980 και, αφετέρου, την έλλειψη κάθε αιτιολογίας της εν λόγω αποφάσεως.

7

Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι έστω και αν γίνει δεκτό ότι η προσβληθείσα απόφαση βαρύνεται με τα δύο προβαλλόμενα τυπικά ελαττώματα, ο προσφεύγων δεν έχει κανένα έννομο συμφέρον να ακυρωθεί λόγω τυπικού ελαττώματος μια απόφαση, στην περίπτωση που η διοίκηση δεν διαθέτει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως και είναι υποχρεωμένη να ενεργήσει όπως έπραξε. Σε παρόμοια περίπτωση, η ακύρωση της προσβληθείσας απόφασης δεν θα μπορούσε πράγματι παρά να προκαλέσει την έκδοση νέας απόφασης, όμοιας επί της ουσίας με την ακυρωθείσα απόφαση.

8

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι αυτό συμβαίνει εν προκειμένω. Η ανακοίνωση κενής θέσεως της επέβαλλε πράγματι να αποκλείσει την υποψηφιότητα του Geist, ο οποίος δεν αμειβόταν από τις πιστώσεις λειτουργίας. Η αξία του επιχειρήματος αυτού εξαρτάται τελικά από το κατά πόσο η ανακοίνωση κενής θέσεως αριθ. 120 μπορούσε νόμιμα να ορίσει ότι η επίμαχη θέση ήταν δυνατό να δοθεί μόνο σε υπάλληλο αμειβόμενο από τις πιστώσεις λειτουργίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, ορθό είναι να επιφυλαχθεί το Δικαστήριο ως προς τους δύο πρώτους λόγους ακυρώσεως και να εξετάσει τους άλλους λόγους της προσφυγής με τους οποίους ο Geist αμφισβητεί τη νομιμότητα της ανακοινώσεως κενής θέσεως αριθ. 120, καθόσον αυτή θέτει τον κανόνα ότι μόνοι οι υπάλληλοι που αμείβονται από τις πιστώσεις λειτουργίας μπορούν να υποβάλουν υποψηφιότητα για την εν λόγω θέση.

Επί του τρίτου και τέταρτου λόγου ακυρώσεως

9

Κατά την άποψη του προσφεύγοντος, ο αποκλεισμός στην ανακοίνωση κενής θέσεως των υπαλλήλων που αμείβονται από τις πιστώσεις ερευνών είναι καταρχάς αντίθετος προς τις διατάξεις της αποφάσεως της 23ης Ιουλίου 1975, η οποία καθόρισε κατά τρόπο ευρύτατο το σύστημα περιοδικών μετακινήσεων των υπαλλήλων που είναι τοποθετημένοι στις αντιπροσωπείες και τα γραφεία των τρίτων χωρών.

10

Πρέπει να σημειωθεί σχετικά ότι αν η απόφαση της 23ης Ιουλίου 1975 ρυθμίζει, τη μετάθεση των υπαλλήλων μεταξύ των γραφείων των τρίτων χωρών και της έδρας της υπηρεσίας χωρίς να προβαίνει ρητά σε διάκριση μεταξύ υπαλλήλων που αμείβονται από τις πιστώσεις λειτουργίας και υπαλλήλων που αμείβονται από τις πιστώσεις ερευνών, δυνάμει του σημείου II — 1. 2 της εν λόγω αποφάσεως οι υπάλληλοι που περιλαμβάνονται στις γενικές περιοδικές μετακινήσεις «τοποθετούνται με τη θέση που κατέχουν στον προϋπολογισμό».

11

Τόσο από τα έγγραφα που κατέθεσε η Επιτροπή όσο και από τις συζητήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου, συνάγεται ότι οι υπάλληλοι που αμείβονται από τις πιστώσεις ερευνών συμβάλλουν στην πραγματοποίηση των ερευνητικών στόχων που καθορίστηκαν ειδικά από το Συμβούλιο. Κατά συνέπεια, υπάλληλος αμειβόμενος από τις πιστώσεις ερευνών δεν είναι δυνατό να τοποθετηθεί με τη θέση που κατέχει στον προϋπολογισμό σε θέση που δεν εντάσσεται στο ερευνητικό πρόγραμμα, χωρίς η πρακτική αυτή να συνιστά παράβαση των αποφάσεων που έλαβε το Συμβούλιο σχετικά με τα ερευνητικά προγράμματα και των κανόνων του προϋπολογισμού όσον αφορά τη διάθεση των πιστώσεων.

12

Είναι βέβαιο ότι στην προκειμένη περίπτωση, η θέση του επιφορτισμένου με τις επιστημονικές και τεχνολογικές υποθέσεις πρώτου γραμματέα στην αντιπροσωπεία της Ουάσιγκτον είχε ως μόνο αντικείμενο την εξασφάλιση της εκπροσωπήσεως των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σε τρίτες χώρες και δεν συνέβαλε κατά κανέναν τρόπο στην εκτέλεση ερευνητικού προγράμματος που είχε εγκρίνει το Συμβούλιο.

13

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι εφόσον κατά το χρόνο των πραγματικών περιστατικών δεν υπήρχε κανένας μηχανισμός που να επιτρέπει τη διενέργεια μεταφοράς υπέρ του προϋπολογισμού ερευνών, η Επιτροπή δεν μπορούσε να τοποθετήσει υπάλληλο αμειβόμενο από τις πιστώσεις ερευνών, με τη θέση που κατέχει στον προϋπολογισμό, στη θέση του πρώτου γραμματέα στην Ουάσιγκτον. Δεν είναι βάσιμος συνεπώς ο ισχυρισμός του Geist ότι, προορίζοντας την εν λόγω θέση για υπαλλήλους που αμείβονται από τις πιστώσεις λειτουργίας, η ανακοίνωση κενής θέσεως αριθ. 120 αγνόησε την απόφαση της 23ης Ιουλίου 1975.

14

Ο προσφεύγων υποστηρίζει, δεύτερον, ότι η ανακοίνωση κενής θέσεως αριθ. 120, αποκλείοντας τους υπαλλήλους που αμείβονται από τις πιστώσεις ερευνών, εισήγαγε διάκριση εις βάρος των υπαλλήλων του επιστημονικού και τεχνικού κλάδου, χωρίς καμιά αντικειμενική δικαιολογία.

15

Πρέπει να υπομνηστεί σχετικά ότι η διάκριση μεταξύ των υπαλλήλων του επιστημονικού ή τεχνικού κλάδου που αμείβονται από τις πιστώσεις ερευνών και επενδύσεων και των υπαλλήλων του διοικητικού και του γλωσσικού κλάδου που αμείβονται από τις πιστώσεις λειτουργίας προκύπτει από τις ίδιες τις διατάξεις του τίτλου VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων, οι οποίες εισάγουν μεταξύ αυτών των δύο κατηγοριών υπαλλήλων διάφορες ανισότητες μεταχειρίσεως βάσει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των καθηκόντων τους.

16

Αν η ανακοίνωση κενής θέσεως αριθ. 120 εισήγαγε πράγματι μεταξύ αυτών των κατηγοριών μια πρόσθετη ανισότητα, από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η ανισότητα αυτή ήταν δικαιολογημένη από την ανάγκη να εξασφαλιστεί η εφαρμογή της αποφάσεως της 23ης Ιουλίου 1975, σύμφωνα με τις αποφάσεις που έλαβε το Συμβούλιο σχετικά με τα ερευνητικά προγράμματα και τους κανόνες του προϋπολογισμού όσον αφορά τη διάθεση των πιστώσεων. Δεν είναι συνεπώς βάσιμος ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος ότι η ανακοίνωση κενής θέσεως αριθ. 120 εισήγαγε παράνομη διάκριση μεταξύ υπαλλήλων της Επιτροπής.

17

Οι τέσσερις πρώτοι λόγοι ακυρώσεως της προσφυγής πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθούν.

Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως

18

Ο προσφεύγων επικαλείται, τέλος, την παρανομία της αποφάσεως της 23ης Ιουλίου 1975 περί του συστήματος περιοδικών μετακινήσεων των υπαλλήλων που είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα, η οποία ελήφθη κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 110 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, ελλείψει γνώμης της επιτροπής προσωπικού και της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, και ελλείψει επαρκών μέτρων δημοσιότητας.

19

Όπως έκρινε ήδη το Δικαστήριο με την απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1981 (Démont κατά Επιτροπής, 791/79, Συλλογή — σ. 3105), η απόφαση της 23ης Ιουλίου 1975 δεν αποτελεί γενική διάταξη για την εκτέλεση του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων κατά την έννοια του άρθρου 110 του εν λόγω κανονισμού, αλλά στηρίζεται στη γενική εξουσία την οποία διαθέτει κάθε όργανο να οργανώνει τις υπηρεσίες του με σκοπό την ορθή λειτουργία τους.

20

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο λόγος που αντλείται από την παράβαση των διατυπώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων είναι αλυσιτελής και πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του παραδεκτού του.

Επί των δικαστικών εξόδων

21

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

22

Ο προσφεύγων ηττήθη.

23

Σύμφωνα όμως με το άρθρο 70 του κανονισμού διαδικασίας, προκειμένου περί προσφυγών υπαλλήλων των Κοινοτήτων, τα όργανα φέρουν τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν.

 

Διά ταύτα

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

κρίνει και αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

ΚάΦε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

 

Everling

Galmot

Κακούρης

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 6 Ιουλίου 1983.

Κατ' εντολή του γραμματέα

Η. Α. Rühi

Κύριος υπάλληλος διοικήσεως

Ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος

U. Everling