61981J0062

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 3ΗΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1982. - ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΑΛΛΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ SECO ΚΑΙ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΑΛΛΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ DESQUENNE & GIRAL ΚΑΤΑ ETABLISSEMENT D'ASSURANCE CONTRE LA VIEILLESSE ET L'INVALIDITE. - (ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ COUR DE CASSATION ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΔΟΥΚΑΤΟΥ ΤΟΥ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟΥ). - ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ. - ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ 62 ΚΑΙ 63/81.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1982 σελίδα 00223
Ισπανική ειδική έκδοση σελίδα 00027
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00299
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα 00311


Περίληψη
Διάδικοι
Αντικείμενο της υπόθεσης
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 . Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Περιορισμοί — Απαγόρευση — Διακρίσεις λόγω ιθαγενείας — Συγκεκαλυμμένες διακρίσεις

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρα 59 καί 60 εδάφιο 3 )

2 . Ελεύθερη παροχή τών υπηρεσιών — Περιορισμοί — Κοινωνική επιβάρυνση επιβαλλομένη στούς εργοδότες χωρίς αντίστοιχο γιά τούς εργαζομένους κοινωνικό όφελος — Δικαιολογία στηριζομένη στό γενικό συμφέρον — Μή δεκτή

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρα 59 καί 60 )

3 . Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Περιορισμοί — Κοινωνική επιβάρυνση επιβαλλομένη στούς εργοδότες πού ειναι εγκατεστημένοι εντός Κράτους μέλους διαφόρου από τό κράτος οπου εκτελείται η εργασία — Δικαιολογία στηριζομένη στήν σχετική μέ τούς κατώτατους μισθούς κανονιστική ρύθμιση — Μή δεκτή

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρα 59 καί 60 )

4 . Ελεύθερη παροχή τών υπηρεσιών — Επιχείρηση Κράτους μέλους πού απασχολεί εργαζομένους , υπηκόους τρίτων χωρών — Εκτέλεση τής εργασίας εντός άλλου Κράτους μέλους — Υποχρέωση καταβολής στό τελευταίο αυτό κράτος τών εργοδοτικών κοινωνικών εισφορών χωρίς αντίστοιχο κοινωνικό πλεονέκτημα υπέρ τών εργαζομένων — Ασυμβίβαστος πρός τήν συνθήκη περιορισμός

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρα 59 καί 60 )

Περίληψη


1 . Τά άρθρα 59 καί 60 εδάφιο 3 τής συνθήκης ΕΟΚ περιλαμβάνουν τήν κατάργηση κάθε διακρίσεως έναντι τού παρέχοντος υπηρεσία λόγω τής ιθαγενείας του ή τού γεγονότος οτι ειναι εγκατεστημένος σέ άλλο Κράτος μέλος καί όχι στό Κράτος μέλος οπου παρέχεται η υπηρεσία . Οι εν λόγω διατάξεις απαγορεύουν , μέ αυτόν τόν τρόπο , όχι μόνο τίς εμφανείς διακρίσεις λόγω τής ιθαγενείας τού παρέχοντος υπηρεσίες , αλλά καί κάθε συγκεκαλυμμένη μορφή διακρίσεων , οι οποίες παρ’ ολο οτι βασίζονται επί κριτηρίων φαινομενικώς ουδετέρων καταλήγουν πράγματι στό ίδιο αποτέλεσμα .

2 . Μία κανονιστική ρύθμιση , η οποία επιβάλλει στούς εργοδότες λόγω τών απασχολουμένων από αυτούς εργαζομένων μία κοινωνική επιβάρυνση , στήν οποία δέν αντιστοιχεί κανένα κοινωνικό ευεργέτημα γιά τούς εργαζομένους αυτούς , δέν δύναται λογικώς νά θεωρηθεί ως δικαιολογημένη από λόγους γενικού συμφέροντος αναγομένου στήν κοινωνική προστασία τών εργαζομένων .

3 . Τό κοινοτικό δίκαιο δέν αντιτίθεται στήν επέκταση από τά Κράτη μέλη τής νομοθεσίας τους ή τών συλλογικών συμβάσεων εργασίας , πού έχουν συναφθεί μεταξύ τών συμβαλλομένων κοινωνικών μερών περί τών κατωτάτων μισθών , σέ κάθε πρόσωπο πού προσφέρει αμειβομένη εργασία , έστω καί προσωρινή , επί τού εδάφους τους , οιαδήποτε καί άν ειναι η χώρα εγκαταστάσεως τού εργοδότου , ακριβώς οπως τό κοινοτικό δίκαιο δέν απαγορεύει στά Κράτη μέλη νά επιβάλλουν τήν τήρηση τών κανόνων αυτών μέ τά κατάλληλα μέσα . Πάντως , δέν δύναται νά χαρακτηρισθεί ως κατάλληλο μέσο μία κανονιστική ρύθμιση ή πρακτική πού επιβάλλει κατά γενικό τρόπο μία κοινωνική ή παρακοινωνική επιβάρυνση , πού περιορίζει τήν ελεύθερη παροχή υπηρεσιών , σέ ολους τούς παρέχοντες υπηρεσίες , οι οποίοι ειναι εγκατεστημένοι σέ άλλο Κράτος μέλος καί χρησιμοποιούν εργαζομένους υπηκόους τρίτων χωρών , ασχέτως εάν έχουν τηρήσει ή όχι τήν κανονιστική ρύθμιση περί κατωτάτου κοινωνικού μισθού τού Κράτους μέλους οπου εκτελείται η παροχή , δεδομένου οτι ενα τέτοιο γενικό μέτρο δέν θά ηταν ως εκ τής φύσεώς του ικανό νά επιτύχει τήν τήρηση τής κανονιστικής αυτής ρυθμίσεως ούτε νά ωφελήσει , κατά οιονδήποτε τρόπο , τό οικείο εργατικό δυναμικό .

4 . Τό κοινοτικό δίκαιο εμποδίζει ενα Κράτος μέλος νά επιβάλλει σέ εργοδότη , εγκατεστημένο σέ άλλο Κράτος μέλος καί εκτελούντα προσωρινώς , μέ εργαζομένους υπηκόους τρίτων χωρών , έργα εντός τού πρώτου κράτους , τήν υποχρέωση νά καταβάλλει τίς εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές γιά τούς εργαζομένους αυτούς , ενώ ο εργοδότης αυτός οφείλει ήδη παρόμοιες εισφορές γιά τούς ίδιους αυτούς εργαζομένους καί γιά τίς ίδιες περιόδους εργασίας δυνάμει τής νομοθεσίας τού κράτους εγκαταστάσεώς του , οι δέ καταβαλλόμενες εισφορές στό κράτος οπου εκτελείται η παροχή αυτή δέν παρέχουν κανένα κοινωνικό ευεργέτημα πρός τούς εργαζομένους αυτούς . Μία τέτοια υποχρέωση δέν θά ηδύνατο νά δικαιολογηθεί ούτε στήν περίπτωση κατά τήν οποία θά ειχε ως σκοπό νά συμψηφίσει τά οικονομικά ευεργετήματα , τά οποία ο εργοδότης θά ηδύνατο νά αντλήσει από τήν μή τήρηση τής κανονιστικής ρυθμίσεως περί κατωτάτου κοινωνικού μισθού τού κράτους οπου εκτελείται η παροχή .

Διάδικοι


Στίς συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 62 καί 63/81 ,

πού έχουν ως αντικείμενο αιτήσεις τού Cour de cassation τού Μεγάλου Δουκάτου τού Λουξεμβούργου , πρός τό Δικαστήριο , κατ’ εφαρμογή τού άρθρου 177 τής συνθήκης ΕΟΚ , μέ τίς οποίες ζητείται , στό πλαίσιο τών διαφορών πού εκκρεμούν ενώπιον τού αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΓΑΛΛΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ SECO

καί

ETABLISSEMENT D’ASSURANCE CONTRE LA VIEILLESSE ET L’INVALIDITE

καί

ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΓΑΛΛΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ DESQUENNE & GIRAL

καί

ETABLISSEMENT D’ASSURANCE CONTRE LA VIEILLESSE ET L’INVALIDITE ,

Αντικείμενο της υπόθεσης


η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως πρός τήν ερμηνεία τών διατάξεων τής συνθήκης ΕΟΚ περί ελευθέρας παροχής υπηρεσιών , ιδίως τού άρθρου 60 τής συνθήκης ΕΟΚ ,

Σκεπτικό της απόφασης


1 Μέ διάταξη τής 26ης Φεβρουαρίου 1981 , πού περιήλθε στό Δικαστήριο στίς 19 Μαρτίου 1981 , τό Cour de cassation τού Μεγάλου Δουκάτου τού Λουξεμβούργου , υπέβαλε , δυνάμει τού άρθρου 177 τής συνθήκης ΕΟΚ , δύο προδικαστικά ερωτήματα ως πρός τήν ερμηνεία τών διατάξεων τής συνθήκης περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών εν σχέσει μέ τήν νομοθεσία τού Λουξεμβούγου , η οποία διέπει τίς ασφαλιστικές εισφορές γήρατος καί αναπηρίας .

2 Τά ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στό πλαίσιο διαφορών , μεταξύ δύο επιχειρήσεων εγκατεστημένων στήν Γαλλία καί ειδικευμένων σέ έργα κατασκευής καί συντηρήσεως τής υποδομής τού σιδηροδρομικού δικτύου , δηλαδή τών ανωνύμων εταιριών Seco καί Desquenne & Giral καί τού Etablissement d’assurance contre la vieillesse et l’invalidite , οργανισμού κοινωνικής ασφαλίσεως τού Λουξεμβούργου . Οι επιχειρήσεις αυτές ειχαν εκτελέσει , αντιστοίχως κατά τά έτη 1977 καί 1974 , διάφορες εργασίες στό Μεγάλο Δουκάτο τού Λουξεμβούργου . Πρός τόν σκοπό αυτό ειχαν αποσπάσει προσωρινώς εργάτες , οι οποίοι δέν ησαν υπήκοοι Κράτους μέλους ούτε χώρας συνδεομένης , κατά τήν εν λόγω περίοδο , μέ τό Λουξεμβούργο μέ διεθνή σύμβαση περί κοινωνικής ασφαλίσεως καί παρέμειναν υποχρεωτικώς ησφαλισμένοι στήν γαλλική κοινωνική ασφάλιση καθ’ ολη τήν διάρκεια τών εργασιών πού εκτελέσθηκαν στό Λουξεμβούργο .

3 Δυνάμει τών διατάξεων τού κώδικα τού Λουξεμβούργου περί κοινωνικών ασφαλίσεων , οι εργαζόμενοι πού απασχολούνται στό Λουξεμβούργο , υπόκεινται κατ’ αρχήν υποχρεωτικώς στό καθεστώς ασφαλίσεως γήρατος καί αναπηρίας . Οι εισφορές βαρύνουν κατά τό ημισυ τούς εργοδότες καί κατά τό ημισυ τούς εργαζομένους . Πάντως , δυνάμει τού άρθρου 174 εδάφιο 2 τού κώδικος αυτού η κυβέρνηση τού Λουξεμβούργου , δύναται νά απαλλάξει τής ασφαλίσεως τούς αλλοδαπούς , οι οποίοι δέν διαμένουν παρά προσωρινώς στό Μεγάλο Δουκάτο . Στήν περίπτωση αυτή , δυνάμει τού άρθρου 174 εδάφιο 3 τού ιδίου κώδικα , ο εργοδότης οφείλει πάντως τό μέρος τής εισφοράς πού τόν βαρύνει προσωπικώς , χωρίς ομως η καταβολή τών εισφορών αυτών νά παρέχει ενα κοινωνικό ευεργέτημα στούς οικείους εργαζομένους .

4 Όπως προκύπτει από τήν δικογραφία , οι προαναφερθείσες διατάξεις εθεσπίσθησαν , αφ’ ενός διότι δέν θά ηταν δίκαιη η είσπραξη εισφορών από εργαζομένους , οι οποίοι δέν διαμένουν παρά προσωρινώς στό έδαφος τού Λουξεμβούργου καί , αφ’ ετέρου , διότι πρέπει νά αποφεύγεται νά παρακινείται ο εργοδότης νά καταφεύγει σέ αλλοδαπό εργατικό δυναμικό πρός τόν σκοπό νά ελαφρύνει τήν δική του κοινωνική επιβάρυνση . Πάντως , στήν πράξη , η καταβολή τής εργοδοτικής εισφοράς δέν ζητείται πλέον από τούς εργοδότες γιά τούς διαμένοντας προσωρινώς στό έδαφος τού Λουξεμβούργου εργαζομένους , οταν οι τελευταίοι ειναι υπήκοοι Κράτους μέλους ή εξομοιούνται πρός τούς υπηκόους αυτούς .

5 Εν προκειμένω , οι επιχειρήσεις Seco καί Desquenne & Giral έτυχαν απαλλαγής γιά τίς εργατικές ασφαλιστικές εισφορές κατ’ εφαρμογή τού άρθρου 174 εδάφιο 2 τού κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως , αλλά ο οργανισμός τού Λουξεμβούργου τίς έκρινε οφειλέτιδες τών εργοδοτικών εισφορών κατ’ εφαρμογή τού άρθρου 174 τού εν λόγω κώδικα . Οι ανωτέρω επιχειρήσεις ήσκησαν προσφυγή κατά τής τελευταίας αυτής αποφάσεως , υποστηρίζοντας οτι η εν λόγω νομοθεσία τού Λουξεμβούργου δέν ειχε εφαρμογή επ’ αυτών ως εισάγουσα διακρίσεις καί ικανή νά παρακωλύσει τήν ελεύθερη παροχή υπηρεσιών εντός τής Κοινότητος .

6 Τό Cour de cassation τού Μεγάλου Δουκάτου τού Λουξεμβούργου , κρίνοντας οτι η εκδοθησομένη απόφαση εξηρτάτο από τό άν η εθνική νομοθεσία γιά τήν οποία πρόκειται συμβιβάζεται πρός τούς κανόνες τού κοινοτικού δικαίου στόν τομέα τής ελεύθερης παροχής υπηρεσιών , υπέβαλε τά ακόλουθα ερωτήματα :

«1 . Οι διατάξεις τού άρθρου 60 τής συνθήκης τής Ρώμης πρέπει νά ερμηνεύονται υπό τήν έννοια οτι Κράτος μέλος τών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δύναται νά απαιτεί , σύμφωνα μέ τόν εθνικό του νόμο , τήν καταβολή τών εργοδοτικών εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως , γήρατος καί αναπηρίας , ακριβώς οπως καί από τούς υπηκόους του , από αλλοδαπό φυσικό ή νομικό πρόσωπο , υπήκοο Κράτους μέλους τών Κοινοτήτων , τό οποίο εκτελεί προσωρινώς εργασίες εντός τού πρώτου κράτους , απασχολώντας εκεί εργάτες , υπηκόους κρατών , τά οποία δέν έχουν κανένα δεσμό μέ τήν Κοινότητα ή μήπως η αξίωση αυτή έρχεται σέ αντίθεση μέ τίς προαναφερθείσες κοινοτικές διατάξεις ή μέ οιεσδήποτε άλλες , ως πρακτική πού εισάγει διακρίσεις καί η οποία δύναται νά βλάψει τήν ελεύθερη κυκλοφορία τών υπηρεσιών , δεδομένου οτι ο κοινοτικός αυτός εργοδότης υποβάλλεται , μία φορά στήν καταβολή , μεταξύ άλλων , τής εργοδοτικής του εισφοράς γιά τούς αλλοδοπούς εργάτες του στήν χώρα καταγωγής καί εγκαταστάσεώς του καί άλλη μία φορά , στήν καταβολή τής εργοδοτικής εισφοράς στό κράτος οπου παρέχει τίς υπηρεσίες του μέσω τών αλλοδαπών εργατών του ;

2.Άν η απάντηση στό πρώτο ερώτημα ειναι οτι η ανωτέρω πρακτική αποτελεί κατ’ αρχήν πρακτική , η οποία ενέχει διάκριση πού απαγορεύεται , η λύση θά ειναι αναγκαστικά η ίδια ή μήπως δύναται νά ειναι διαφορετική στήν περίπτωση πού ο εργοδότης συμψηφίζει πράγματι τό μειονέκτημα τής διπλής καταβολής τής εργοδοτικής εισφοράς , μέ άλλους οικονομικούς συντελεστές , οπως η καταβολή στούς αλλοδαπούς εργάτες του μισθών , οι οποίοι ειναι χαμηλότεροι από τόν κατώτατο κοινωνικό μισθό πού καθορίζεται στήν χώρα οπου παρέχονται οι υπηρεσίες ή από αυτούς , οι οποίοι επιβάλλονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας πού ισχύουν στήν χώρα αυτή;»

7 Μέ τά ερωτήματα αυτά ερωτάται κυρίως άν τό κοινοτικό δίκαιο εμποδίζει Κράτος μέλος νά επιβάλλει σέ εργοδότη , ο οποίος ειναι εγκατεστημένος σέ άλλο Κράτος μέλος καί εκτελεί προσωρινώς έργα εντός τού πρώτου κράτους , χρησι μοποιώντας εργαζομένους υπηκόους τρίτων χωρών , τήν καταβολή τών εργατικών εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως γιά τούς εν λόγω εργαζομένους , ενώ ο εργοδότης αυτός οφείλει ήδη παρόμοιες εισφορές γιά τούς ίδιους εργαζομένους καί γιά τήν ίδια περίοδο εργασίας δυνάμει τής νομοθεσίας τού κράτους εγκαταστάσεώς του , οι δέ καταβαλλόμενες στό κράτος οπου εκτελείται η παροχή εισφορές δέν παρέχουν κανένα κοινωνικό ευεργέτημα πρός τούς εργαζομένους αυτούς . Ερωτάται , ιδίως , άν μία τέτοια υποχρέωση δύναται νά δικαιολογηθεί κατά τό μέτρο πού συμψηφίζει τά οικονομικά ευεργετήματα τού εργοδότου από τήν μή τήρηση τής κανονιστικής ρυθμίσεως περί κατωτάτου κοινωνικού μισθού τού κράτους οπου εκτελείται η παροχή .

8 Κατά τά άρθρα 59 καί 60 εδάφιο 3 τής συνθήκης , εκείνος πού παρέχει υπηρεσία δύναται γιά τήν εκτέλεση αυτής νά ασκήσει προσωρινώς τήν δραστηριότητά του στό κράτος οπου παρέχεται η υπηρεσία μέ τούς ίδιους ορους πού τό κράτος αυτό επιβάλλει στούς δικούς του υπηκόους . Οι διατάξεις αυτές συνεπάγονται , οπως τό ετόνισε επανειλημμένως τό Δικαστήριο , εσχάτως δέ μέ τήν απόφαση τής 17ης Δεκεμβρίου 1981 ( Webb , 279/80 , μή δημοσιευθείσα στήν Συλλογή νομολογίας ), τήν κατάργηση κάθε διακρίσεως έναντι τού παρέχοντος υπηρεσία λόγω τής ιθαγενείας του ή τού γεγονότος οτι ειναι εγκατεστημένος σέ άλλο Κράτος μέλος καί όχι στό Κράτος μέλος οπου παρέχεται η υπηρεσία . Οι εν λόγω διατάξεις απαγορεύουν , μέ αυτό τόν τρόπο , όχι μόνο τίς εμφανείς διακρίσεις λόγω τής ιθαγενείας τού παρέχοντος υπηρεσίες , αλλά καί κάθε συγκεκαλυμμένη μορφή διακρίσεων , οι οποίες παρ’ ολο οτι βασίζονται επί κριτηρίων φαινομενικώς ουδετέρων καταλήγουν πράγματι στό ίδιο αποτέλεσμα .

9 Αυτό συμβαίνει προκειμένου περί εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως οπως η προκειμένη , οταν η υποχρέωση καταβολής τών εργοδοτικών εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως , πού επιβάλλεται σέ εκείνους πού ειναι εγκατεστημένοι στό εθνικό έδαφος επεκτείνεται στούς εργοδότες , οι οποίοι ειναι εγκατεστημένοι σέ άλλο Κράτος μέλος καί οφείλουν ήδη παρόμοιες εισφορές γιά τούς ίδιους εργαζομένους καί γιά τίς ίδιες περιόδους εργασίας δυνάμει τής νομοθεσίας τού κράτους αυτού . Πράγματι , υπό τέτοιες συνθήκες , η κανονιστική ρύθμιση τού κράτους οπου εκτελείται η παροχή αποδεικνύεται οικονομικώς ως συμπληρωματική επιβάρυνση γιά τούς εγκατεστημένους σέ άλλο Κράτος μέλος εργοδότες , οι οποίοι στήν πραγματικότητα υφίστανται βαρύτερες επιβαρύνσεις από τούς παρέχοντες υπηρεσίες πού ειναι εγκατεστημένοι στό εθνικό έδαφος .

10 Εξ άλλου , μία κανονιστική ρύθμιση , η οποία επιβάλλει στούς εργοδότες λόγω τών απασχολουμένων από αυτούς εργαζομένων μία κοινωνική επιβάρυνση , στήν οποία δέν αντιστοιχεί κανένα κοινωνικό ευεργέτημα γιά τούς εργαζομένους αυτούς , οι οποίοι άλλωστε απαλλάσσονται τής ασφαλίσεως τού Κράτους μέλους οπου εκτελείται η παροχή καί παραμένουν , επί πλέον καθ’ ολη τήν περίοδο τών εκτελουμένων έργων , υποχρεωτικώς ησφαλισμένοι στό καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως τού Κράτους μέλους οπου ειναι εγκατεστημένος ο εργοδότης , δέν δύναται λογικώς νά θεωρηθεί ως δικαιολογημένη από λόγους γενικού συμφέροντος αναγομένου στήν κοινωνική προστασία τών εργαζομένων .

11 Τό Etablissement d’assurance contre la vieillesse et l’invalidite υπεστήριξε ως πρός τό θέμα αυτό οτι , εφ’ οσον τά Κράτη μέλη ειναι ελεύθερα νά αρνηθούν γενικώς στούς εργαζομένους υπηκόους τρίτων χωρών , τόσο τήν είσοδο στό έδαφός τους οσο καί τήν άσκηση αμειβομένης δραστηριότητος , δύνανται ακόμη περισσότερο νά προσθέσουν σέ ενδεχομένη άδεια εργασίας , παρεχομένη ελευθέρως , ορους ή περιορισμούς , οπως η υποχρεωτική καταβολή τών εργοδοτικών κοινωνικών εισφορών .

12 Ο συλλογισμός αυτός δέν δύναται νά γίνει δεκτός . Πράγματι , ενα Κράτος μέλος δέν δύναται νά χρησιμοποιήσει τά δικαιώματα ελέγχου πού ασκεί επί τής απασχολήσεως υπηκόων τρίτων χωρών γιά νά επιβάλλει επιβάρυνση πού ενέχει διάκριση εις βάρος επιχειρήσεως άλλου Κράτους μέλους , τό οποίο απολαύει τής ελευθερίας παροχής υπηρεσιών δυνάμει τών άρθρων 59 καί 60 τής συνθήκης .

13 Τό Etablissement d’assurance contre la vieillesse et l’invalidite ισχυρίσθη , επιπροσθέτως , οτι η επέκταση μιάς εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως , οπως η προκειμένη , στούς παρέχοντες υπηρεσίες πού ειναι εγκατεστημένοι σέ άλλο Κράτος μέλος δικαιολογείται εν πάση περιπτώσει κατά τό μέτρο πού συμψηφίζει στήν πράξη τά οικονομικά ευεργετήματα πού ηδυνήθησαν αυτοί νά αντλήσουν από ενδεχομένη μή τήρηση τής κανονιστικής ρυθμίσεως τού κράτους οπου εκτελούνται οι παροχές τους , ιδίως στό θέμα τού κατωτάτου κοινωνικού μισθού . Προέβαλε ως πρός τό θέμα αυτό τίς ειδικές δυσχέρειες πού θά συνήντα τό κράτος οπου εκτελείται η παροχή στήν τήρηση μιάς τέτοιας κανονιστικής ρυθμίσεως από τούς εργοδότες πού ειναι εγκατεστημένοι εκτός τού εθνικού εδάφους .

14 Ειναι δεδομένο οτι τό κοινοτικό δίκαιο δέν αντιτίθεται στήν επέκταση από τά Κράτη μέλη τής νομοθεσίας τους ή τών συλλογικών συμβάσεων εργασίας , πού έχουν συναφθεί μεταξύ τών συμβαλλομένων κοινωνικών μερών περί τών κατωτάτων μισθών , σέ κάθε πρόσωπο πού προσφέρει αμειβομένη εργασία , έστω καί προσωρινή , επί τού εδάφους τους , οιαδήποτε καί άν ειναι η χώρα εγκαταστάσεως τού εργοδότου , ακριβώς οπως τό κοινοτικό δίκαιο δέν απαγορεύει στά Κράτη μέλη νά επιβάλλουν τήν τήρηση τών κανόνων αυτών μέ τά κατάλληλα μέσα . Πάντως , δέν δύναται νά χαρακτηρισθεί ως κατάλληλο μέσο μία κανονιστική ρύθμιση ή πρακτική πού επιβάλλει κατά γενικό τρόπο μία κοινωνική ή παρακοινωνική επιβάρυνση , πού περιορίζει τήν ελεύθερη παροχή υπηρεσιών , σέ ολους τούς παρέχοντες υπηρεσίες , οι οποίοι ειναι εγκατεστημένοι σέ άλλο Κράτος μέλος καί χρησιμοποιούν εργαζομένους υπηκόους τρίτων χωρών , ασχέτως εάν έχουν τηρήσει ή όχι τήν κανονιστική ρύθμιση περί κατωτάτου κοινωνικού μισθού τού Κράτος μέλους οπου εκτελείται η παροχή , δεδομένου οτι ενα τέτοιο γενικό μέτρο δέν θά ηταν ως εκ τής φύσεώς του ικανό νά επιτύχει τήν τήρηση τής κανονιστικής αυτής ρυθμίσεως ούτε νά ωφελήσει , κατά οιονδήποτε τρόπο , τό οικείο εργατικό δυναμικό .

15 Πρέπει , επομένως , νά δοθεί στά υποβληθέντα από τό Cour de Cassation τού Μεγάλου Δουκάτου τού Λουξεμβούργου ερωτήματα η απάντηση οτι τό κοινοτικό δίκαιο εμποδίζει ενα Κράτος μέλος νά επιβάλλει σέ εργοδότη , εγκατεστημένο σέ άλλο Κράτος μέλος καί εκτελούντα προσωρινώς , μέ εργαζομένους υπηκόους τρίτων χωρών , έργα εντός τού πρώτου κράτους , τήν υποχρέωση νά καταβάλλει τίς εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές γιά τούς εργαζομένους αυτούς , ενώ ο εργοδότης αυτός οφείλει ήδη παρόμοιες εισφορές γιά τούς ίδιους αυτούς εργαζομένους καί γιά τίς ίδιες περιόδους εργασίας , δυνάμει τής νομοθεσίας τού κράτους εγκαταστάσεώς του , οι δέ καταβαλλόμενες εισφορές στό κράτος οπου εκτελείται η παροχή αυτή δέν παρέχουν κανένα κοινωνικό ευεργέτημα πρός τούς εργαζομένους αυτούς . Μία τέτοια υποχρέωση δέν θά ηδύνατο νά δικαιολογηθεί ούτε στήν περίπτωση κατά τήν οποία θά ειχε ως σκοπό νά συμψηφίσει τά οικονομικά ευεργετήματα , τά οποία ο εργοδότης θά ηδύνατο νά αντλήσει από τήν μή τήρηση τής κανονιστικής ρυθμίσεως περί κατωτάτου κοινωνικού μισθού τού κράτους οπου εκτελείται η παροχή .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί τών δικαστικών εξόδων

16 Τά έξοδα στά οποία υπεβλήθη η Επιτροπή , πού κατέθεσε προτάσεις στό Δικαστήριο , δέν αποδίδονται . Δεδομένου οτι η παρούσα διαδικασία έχει ως πρός τούς διαδίκους τής κυρίας δίκης τόν χαρακτήρα παρεμπίπτοντος , πού ανέκυψε ενώπιον τού εθνικού δικαστηρίου , σέ αυτό εναπόκειται νά αποφανθεί επί τών δικαστικών εξόδων .

Διατακτικό


Διά ταύτα

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

κρίνοντας επί τών ερωτημάτων πού τού υπέβαλε τό Cour de cassation τού Μεγάλου Δουκάτου τού Λουξεμβούργου μέ διάταξη τής 26ης Φεβρουαρίου 1981 , αποφαίνεται :

Τό κοινοτικό δίκαιο εμποδίζει τήν επιβολή από ενα Κράτος μέλος σέ εργοδότη , εγκατεστημένο σέ ενα άλλο Κράτος μέλος καί εκτελούντα προσωρινώς , μέ εργαζομένους υπηκόους τρίτων χωρών , έργα εντός τού πρώτου κράτους , τής υποχρεώσεως νά καταβάλλει τίς εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές γιά τούς εργαζομένους αυτούς , ενώ ο εν λόγω εργοδότης οφείλει ήδη παρόμοιες εισφορές γιά τούς ίδιους αυτούς εργαζομένους καί γιά τίς ίδιες περιόδους εργασίας , δυνάμει τής νομοθεσίας τού κράτους τής εγκαταστάσεώς του , οι δέ καταβαλλόμενες εισφορές στό κράτος οπου εκτελείται η παροχή αυτή δέν παρέχουν κανένα κοινωνικό ευεργέτημα πρός τούς εργαζομένους αυτούς . Μία τέτοια υποχρέωση δέν θά ηδύνατο νά δικαιολογηθεί ούτε στήν περίπτωση , κατά τήν οποία θά ειχε ως σκοπό νά συμψηφίσει τά οικονομικά ευεργετήματα πού ο εργοδότης θά ηδύνατο νά αντλήσει από τήν μή τήρηση τής κανονιστικής ρυθμίσεως περί κατωτάτου κοινωνικού μισθού τού κράτους οπου εκτελείται η παροχή .