61981J0146

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 6ΗΣ ΜΑΙΟΥ 1982. - BAY WA AG ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΙ ΚΑΤΑ BUNDESANSTALT FUER LANDWIRTSCHAFTLICHE MARKTORDNUNG. - (ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ VERWALTUNGSGERICHT ΤΗΣ ΦΡΑΓΚΦΟΥΡΤΗΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΜΑΙΝ. - ΠΡΙΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΕΤΟΥΣΙΩΣΗ ΑΡΤΟΠΟΙΗΣΙΜΩΝ ΔΗΜΗΤΡΙΑΚΩΝ. - ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ 146, 192 ΚΑΙ 193/81.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1982 σελίδα 01503
Ισπανική ειδική έκδοση σελίδα 00381
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00393
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα 00413


Περίληψη
Διάδικοι
Αντικείμενο της υπόθεσης
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 . Γεωργία — Κοινή οργάνωση αγοράς — Δημητριακά — Πριμοδότηση γιά τήν μετουσίωση αρτοποιησίμων δημητριακών — Προϋποθέσεις χορηγήσεως — Μέθοδοι μετουσιώσεως — Αυστηρή τήρηση τών προβλεπομένων κανόνων

( Κανονισμός τού Συμβουλίου 172/67 άρθρο 4 παράγραφος 2· κανονισμός τής Επιτροπής 1403/69 παράρτημα 1 )

2 . Γεωργία — Κοινή οργάνωση αγοράς — Δημητριακά — Πριμοδότηση γιά τήν μετουσίωση αρτοποιησίμων δημητριακών — Εργασίες μετουσιώσεως — Τρόπος ελέγχου — Εξουσία εκτιμήσεως τών εθνικών διοικητικών αρχών

( Κανονισμός τού Συμβουλίου 172/67 άρθρο 7· κανονισμός τής Επιτροπής 1403/69 άρθρο 4 παράγραφος 3 )

3 . Πράξεις τών οργάνων — Κανονισμοί — Εκτέλεση από τά Κράτη μέλη — Τυπικοί καί διαδικαστικοί κανόνες τού εθνικού δικαίου — Προϋποθέσεις εφαρμογής

4 . Γεωργία — Κοινή γεωργική πολιτική — Χρηματοδότηση από τό ΕΓΤΠΕ — Υποχρέωση τών Κρατών μελών νά αναζητούν τά αχρεωστήτως καί αντικανονικώς χορηγηθέντα ποσά — Εξουσία εκτιμήσεως — Έλλειψη — Ίση μεταχείριση τών επιχειρηματιών — Ομοιόμορφη εφαρμογή τού κοινοτικού δικαίου

( Κανονισμός τού Συμβουλίου 729/70 άρθρο 8 παράγραφος 1 )

Περίληψη


1 . Σέ περίπτωση μετουσιώσεως τών αρτοποιησίμων δημητριακών μέ χρωματισμό , δύναται νά χρησιμοποιηθεί μόνον η μέθοδος αναφοράς πού καθορίζεται στό παράρτημα 1 τού κανονισμού 1403/69 . Πριμοδότηση γιά μετουσίωση χορηγηθείσα βάσει τού άρθρου 4 , παράγραφος 2 τού κανονισμού 172/67 , πρέπει νά θεωρείται ως καταβληθείσα άνευ νομίμου αιτίας , εφ’ οσον δέν ετηρήθησαν οι κανόνες τής εν λόγω μεθόδου .

Σέ περίπτωση μετουσιώσεως μέ μεθόδους άλλες από τόν χρωματισμό , οι οποίες δύνανται νά προβλέπονται από τήν νομοθεσία τών Κρατών μελών , οι κανόνες τών μεθόδων αυτών πρέπει νά τηρούνται επακριβώς , γιά νά γεννά η μετουσίωση δικαίωμα πριμοδοτήσεως .

2 . Τό κοινοτικό δίκαιο , οπως έχει σήμερα , δέν περιορίζει σέ μία συγκεκριμένη μέθοδο τόν έλεγχο , από τίς αρμόδιες αρχές τών Κρατών μελών τής κανονικότητος τών εργασιών μετουσιώσεως πού παρέχουν δικαίωμα πριμοδοτήσεως . Μεταξύ άλλων , ο έλεγχος αυτός δύναται νά λάβει τήν μορφή λογιστικού ελέγχου . Εναπόκειται στίς αρμόδιες εθνικές αρχές , υπό τόν έλεγχο τού εθνικού δικαστού , νά εκτιμούν τήν αποδεκτική αξία πού πρέπει νά προσδίδεται στά αποτελέσματα τών διαφόρων τρόπων ελέγχου , στούς οποίους υποβάλλονται οι εργασίες μετουσιώσεως .

3 . Όταν η θέση σέ εφαρμογή ενός κοινοτικού κανονισμού ανήκει στίς εθνικές αρχές υπό τόν έλεγχο τών εθνικών δικαστηρίων , αυτή η εφαρμογή πρέπει νά ακολουθεί τούς διαδικαστικούς καί τυπικούς κανόνες πού προβλέπονται από τό εθνικό δίκαιο τού Κράτους μέλους . Πάντως , η προσφυγή στούς εθνικούς κανόνες δέν ειναι δυνατή παρά μόνον κατά τό αναγκαίο γιά τήν εκτέλεση τών διατάξεων τού κοινοτικού δικαίου μέτρο καί καθ’ οσον η εφαρμογή τών εν λόγω εθνικών κανόνων δέν θίγει τό πεδίο εφαρμογής καί τήν αποτελεσματικότητα τού κοινοτικού δικαίου .

4 . Τό άρθρο 8 παράγραφος 1 τού κανονισμού 729/70 , πού αφορά τήν αναζήτηση από τά Κράτη μέλη τών απολεσθέντων λόγω αντικανονικών ενεργειών ποσών , επιβάλλει ρητώς τήν υποχρέωση στίς επιφορτισμένες μέ τήν διαχείριση τών κοινοτικών μηχανισμών γεωργικής παρεμβάσεως εθνικές αρχές νά αναζητούν τά αχρεωστήτως ή αντικανονικώς καταβληθέντα ποσά , χωρίς οι αρχές αυτές , οι οποίες ενεργούν γιά λογαριασμό τής Κοινότητος , νά δύνανται στίς περιπτώσεις αυτές νά ασκούν εξουσία εκτιμήσεως ως πρός τήν σκοπιμότητα ή μή τής απαιτήσεως επιστροφής τών αχρεωστήτως ή αντικανονικώς χορηγηθέντων κοινοτικών κεφαλαίων . Η αντίθετη ερμηνεία θά ειχε ως αποτέλεσμα νά θέσει σέ κίνδυνο τήν ίση μεταχείριση τών επιχειρηματιών στά διάφορα Κράτη μέλη καί τήν εφαρμογή τού κοινοτικού δικαίου , η οποία , κατά τό μέτρο τού δυνατού , πρέπει νά ειναι ομοιόμορφη σέ ολη τήν Κοινότητα .

Διάδικοι


Στίς συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 146 , 192 καί 193/81 ,

πού έχουν ως αντικείμενο τρείς αιτήσεις τού Verwaltungsgericht τής Φραγκφούρτης επί τού Μάιν πρός τό Δικαστήριο , δυνάμει τού άρθρου 177 ΕΟΚ , μέ τίς οποίες ζητείται , στό πλαίσιο τών εκκρεμών διαφορών μεταξύ

— BAYWA AG , Μόναχο ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τής Γερμανίας ),

RAIFFEISENBANK UNTERSPIESHEIM UND UMGEBUNG EG , Unterspiesheim ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τής Γερμανίας ),

καί

RAIFFEISENBANK BUETTHARD EG , Buetthard ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τής Γερμανίας ) — υπόθεση 146/81 —

—RAIFFEISEN HAUPTGENOSSENSCHAFT EG , Αννόβερο ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τής Γερμανίας ) — υποθέσεις 192 καί 193/81 —

προσφευγουσών ,

καί

BUNDESANSTALT FUER LANDWIRTSCHAFTLICHE MARKTORDNUNG ( Ομοσπονδιακό Γραφείο Οργανώσεως Γεωργικών Αγορών ), Φραγκφούρτη επί τού Μάιν ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τής Γερμανίας ),

καθ’ ου ,

προσεπικληθείσα στήν σχετική μέ τήν υπόθεση 146/81 κυρία δίκη :

RHENUS AG , Mannheim ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τής Γερμανίας ),

Αντικείμενο της υπόθεσης


η έκδοση προδικαστικών αποφάσεων ως πρός τήν ερμηνεία τών άρθρων 4 , παράγραφος 2 καί 2 , παράγραφος 1 τού κανονισμού ΕΟΚ 172/67 τού Συμβουλίου τής 27ης Ιουνίου 1967 ( ABl . 130 , τής 28ης Ιουνίου 1967 ), τού άρθρου 4 , παράγραφοι 3 καί 5 τού κανονισμού ΕΟΚ 1403/69 τής Επιτροπής , τής 18ης Ιουλίου 1969 ( ABl . 180 τής 22ας Ιουλίου 1969 ), καί τού άρθρου 8 τού κανονισμού ΕΟΚ 729/70 τού Συμβουλίου , τής 21ης Απριλίου 1970 ( ΕΕ ειδ . έκδ . 03/005 , σ . 93 ),

Σκεπτικό της απόφασης


1 Μέ τρείς διατάξεις ομοίου περιεχομένου τής 30ής Απριλίου 1981 , οι οποίες περιήλθαν στό Δικαστήριο στίς 9 καί 25 Ιουνίου 1981 , τό Verwaltungsgericht τής Φραγκφούρτης επί τού Μάιν υπέβαλε , δυνάμει τού άρθρου 177 τής συνθήκης ΕΟΚ , τρία προδικαστικά ερωτήματα ως πρός τήν ερμηνεία τών άρθρων 4 , παράγραφος 2 , καί 2 , παράγραφος 1 , τού κανονισμού 172/67 τού Συμβουλίου , τής 27ης Ιουνίου 1967 , περί τών γενικών κανόνων μετουσιώσεως τού σίτου καί τής αρτοποιησίμου σικάλεως ( ABl . 130 , σ . 2602 ), τού παραρτήματος Ι τού κανονισμού 1403/69 τής Επιτροπής , τής 18ης Ιουλίου 1969 , περί θέσεως σέ εφαρμογή τών διατάξεων περί μετουσιώσεως τού μαλακού σίτου καί τής αρτοποιησίμου σικάλεως ( ABl . L 180 , σ . 3 ), τών άρθρων 4 , παράγραφος 3 , καί 5 τού ανωτέρω κανονισμού καί τού άρθρου 8 τού κανονισμού 729/70 τού Συμβουλίου , τής 21ης Απριλίου 1970 , περί χρηματοδοτήσεως τής κοινής γεωργικής πολιτικής ( ΕΕ ειδ . έκδ . 03/05 , σ . 93 ), στό πλαίσιο προσφυγών πού ησκήθησαν κατά τών αποφάσεων πού έλαβε τό Bundesanstalt fuer landwirtschaftliche Marktordnung ( Ομοσπονδιακό Γραφείο Οργανώσεως Γεωργικών Αγορών , εφ’ εξής : BALM ), μέ τίς οποίες εζητείτο η επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθεισών πριμοδοτήσεων .

2 Κατά τήν διάρκεια τών ετών 1969 εως 1974 , οι προσφεύγουσες στήν κυρία δίκη , τέσσερεις γεωργικές συνεταιριστικές εταιρίες τής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας τής Γερμανίας , προέβησαν οι ίδιες ή μέσω τρίτων στίς προβλεπόμενες στούς κανονισμούς 172/67 καί 1403/69 εργασίες μετουσιώσεως αρτοποιησίμων δημητριακών , παρουσία εντεταλμένων ελεγκτών τού BALM , οι οποίοι παρευρίσκοντο σέ ολες ή σέ ορισμένες από τίς εργασίες αυτές . Οι εν λόγω ελεγκτές δέν διετύπωσαν αντιρρήσεις στίς εκθέσεις τους . Εν τούτοις , μετά από λογιστικό έλεγχο , τό BALM έκρινε οτι οι εργασίες μετουσιώσεως δέν ειχαν εκτελεσθεί σύμφωνα μέ τούς επιβαλλομένους κανόνες , πού εθεώρει οτι ειχαν εν προκειμένω εφαρμογή , εζήτησε δέ τήν επιστροφή τών καταβληθεισών πριμοδοτήσεων . Δεδομένου οτι οι αιτήσεις θεραπείας πού υπέβαλαν κατά τών εν λόγω αποφάσεων περί επιστροφής δέν ευδοκίμησαν , οι ως άνω εταιρίες προσέφυγαν ενώπιον τού Verwaltungsgericht .

3 Στό πλαίσιο τών ανωτέρω διαφορών , τό Verwaltungsgericht υπέβαλε στό Δικαστήριο τά εξής τρία προδικαστικά ερωτήματα :

«α ) Πριμοδότηση γιά μετουσίωση , χορηγηθείσα βάσει τού άρθρου 4 , παράγραφος 2 , τού κανονισμού 172/67 ΕΟΚ τού Συμβουλίου τής 27ης Ιουνίου 1967 ( ABl . 130 τής 28ης Ιουνίου 1967 , σ . 2602 ), έχει καταβληθεί άνευ νομίμου αιτίας μόνον εφ’ οσον δέν έχει επιτευχθεί μέ τήν μετουσίωση ο καθοριζόμενος στό άρθρο 2 , παράγραφος 1 , τού κανονισμού 172/67/ΕΟΚ στόχος ή αρκεί νά μή έχει τηρηθεί η μέθοδος αναφοράς πού ορίζεται στό παράρτημα Ι τού κανονισμού ΕΟΚ 1403/69 τής Επιτροπής , τής 18ης Ιουλίου 1969 ( ABl . L 180 τής 18ης Ιουλίου 1969 , σ . 3 );

β)Δύναται η απαίτηση επιστροφής πριμοδοτήσεως γιά μετουσίωση νά στηριχθεί στό αποτέλεσμα τού ελέγχου τών λογιστικών εγγράφων καί βιβλίων , πού διενεργείται μετά τό πέρας τής μετουσιώσεως ή από τό άρθρο 4 , παράγραφος 3 , καί τό άρθρο 5 τού κανονισμού ΕΟΚ 1403/69 προκύπτει οτι τό αποτέλεσμα τού εκ τών υστέρων λογιστικού ελέγχου δέν πρέπει νά λαμβάνεται υπ’ όψη ; Σέ περίπτωση πού ο εκ τών υστέρων έλεγχος πρέπει νά λαμβάνεται υπ’ όψη , ποιά ειναι η βαρύτητα τού ανωτέρω ελέγχου σέ σχέση μέ τούς ελέγχους πού προβλέπονται στό άρθρο 4 , παράγραφος 3 , τού κανονισμού ΕΟΚ 1403/69 ;

γ)Επιβάλλει τό άρθρο 8 τού κανονισμού ΕΟΚ 729/70 τού Συμβουλίου , τής 21ης Απριλίου 1970 ( ΕΕ ειδ . έκδ . 03/005 σ . 93 ), στά Κράτη μέλη τήν υποχρέωση νά απαιτούν , εν πάση περιπτώσει , τήν επιστροφή τών άνευ νομίμου αιτίας καταβληθεισών πριμοδοτήσεων ή παρέχει ο κανονισμός αυτός στά Κράτη μέλη τήν δυνατότητα νά υπαγάγουν , μέ διατάξεις εθνικού δικαίου , τό ζήτημα τής επιστροφής σέ μία συγκεκριμένη περίπτωση στήν εκτίμηση τής αρμοδίας αρχής;»

4 Στά ανωτέρω ερωτήματα πρέπει νά δοθούν οι ακόλουθες απαντήσεις .

Επί τού πρώτου ερωτήματος

5 Δυνάμει τού άρθρου 4 , παράγραφος 2 , τού κανονισμού 172/67 , η πριμοδότηση χορηγείται κατόπιν αιτήσεως τού ενδιαφερομένου , εφ’ οσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις πού καθορίζονται στόν ίδιο κανονισμό , ιδίως στό άρθρο 2 . Η παράγραφος 1 τού άρθρου 2 τού εν λόγω κανονισμού ορίζει οτι «οι εφαρμοζόμενες μέθοδοι μετουσιώσεως πρέπει νά εξασφαλίζουν οτι ο μετουσιωμένος σίτος καί η μετουσιωμένη σίκαλις δέν δύνανται πλέον νά χρησιμοποιηθούν γιά κατανάλωση από ανθρώπους» , η δέ παράγραφος 2 οτι «οι εν λόγω μέθοδοι πρέπει νά παρέχουν τουλάχιστον τίς αυτές εγγυήσεις μέ τίς εγγυήσεις πού θά παρέχει μία μέθοδος αναφοράς πού θά καθορισθεί» . Η εν λόγω μέθοδος αναφοράς καθορίσθη στό παράρτημα Ι τού κανονισμού 1403/69 τής Επιτροπής , προβλέπει δέ τήν μετουσίωση μέ χρησιμοποίηση τής χρωστικής ουσίας «ειδικό κυανούν V» , τής οποίας καθορίζει τά χαρακτηριστικά καί τόν τρόπο χρήσεως . Τέλος , σύμφωνα μέ τό άρθρο 1 , εδάφιο 2 , τού ίδιου κανονισμού «σέ περίπτωση μετουσιώσεως μέ χρωματισμό δύναται νά χρησιμοποιηθεί μόνον η μέθοδος αναφοράς» .

6 Μέ τό πρώτο ερώτημα , τό Verwaltungsgericht ζητεί από τό Δικαστήριο νά κρίνει άν μία πριμοδότηση γιά μετουσίωση δημητριακών χορηγείται κακώς οταν ο μετουσιωμένος σίτος καί η μετουσιωμένη σίκαλις δύνανται ακόμη νά χρησιμοποιηθούν γιά κατανάλωση από ανθρώπους ή οταν δέν έχουν τηρηθεί οι κανόνες τής μεθόδου αναφοράς πού καθορίσθησαν μέ τό παράρτημα 1 τού κανονισμού 1403/69 .

7 Οι προσφεύγουσες στήν κυρία δίκη ισχυρίζονται οτι , άν καί η μέθοδος αναφοράς δέν ετηρήθη αυστηρώς κατά τήν διάρκεια τών εργασιών μετουσιώσεως πού εξετελέσθησαν γιά λογαριασμό τους , ο σκοπός τής κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως , δηλαδή η μετουσίωση καί η απόσυρση τών μετουσιωμένων δημητριακών από τήν αγορά τών προϊόντων πού καταναλίσκονται από ανθρώπους , επετεύχθη . Ως εκ τούτου , δέν ειναι δυνατόν νά τούς καταλογισθεί καμμία πρόθεση απάτης , οπως πιστοποιεί καί τό θετικό αποτέλεσμα τών ελέγχων , οι οποίοι διενεργήθησαν κατά τήν διάρκεια τών εργασιών . Κατά τίς προσφεύγουσες στήν κυρία δίκη , η αυστηρή τήρηση τής μεθόδου αναφοράς δέν συνιστά προϋπόθεση γενέσεως τού δικαιώματος πριμοδοτήσεως . Η πριμοδότηση πρέπει νά καταβάλλεται , εφ’ οσον τά δημητριακά δέν δύνανται πλέον νά χρησιμοποιηθούν γιά κατανάλωση από ανθρώπους , ανεξαρτήτως τών μεθόδων πού εχρησιμοποιήθησαν πρός επίτευξη τού σκοπού αυτού .

8 Αντιθέτως , η Επιτροπή καί η κυβέρνηση τής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας τής Γερμανίας υποστηρίζουν οτι από τό γράμμα τών κανονισμών 172/67 καί 1403/69 καί τήν απαίτηση ομοιομόρφου εφαρμογής τού κοινοτικού δικαίου προκύπτει οτι η τήρηση τής κοινοτικής μεθόδου αναφοράς ή τών μεθόδων πού δύνανται νά τήν αντικαταστήσουν καί ορίζονται από τό εθνικό δίκαιο υπό τούς ορους πού καθορίζονται στό άρθρο 2 , παράγραφος 2 , τού κανονισμού 172/67 , ειναι υποχρεωτική .

9 Από τήν προαναφερθείσα διατύπωση τού άρθρου 1 , εδάφιο 2 , τού κανονισμού 1403/69 προκύπτει οτι σέ περίπτωση μετουσιώσεως μέ χρωματισμό , δύναται νά χρησιμοποιηθεί μόνο η μέθοδος πού καθορίζεται από τό κοινοτικό δίκαιο .

10 Οι εν λόγω διατάξεις έχουν επιτακτικό χαρακτήρα . Εξ άλλου , ο χαρακτήρας αυτός ειναι σύμφωνος μέ τήν αρχή πού επεσήμανε επανειλημμένως τό Δικαστήριο στήν νομολογία του καί κατά τήν οποία οι διατάξεις τού κοινοτικού δικαίου , καί , ιδίως , οι διατάξεις τών κανονισμών τού Συμβουλίου ή τής Επι τροπής πού γεννούν δικαίωμα πρός παροχές χρηματοδοτούμενες από κοινοτικά κεφάλαια , πρέπει νά ερμηνεύονται αυστηρώς . Επί πλέον , άν δέν ελαμβάνοντο υπ’ όψη οι διατάξεις τού άρθρου 1 , εδάφιο 2 , τού κανονισμού 1403/69 , θά εδημιουργούντο οι εξής δύο κίνδυνοι : αφ’ ενός , θά ηδύνατο νά ποικίλλει , αναλόγως τού Κράτους μέλους καί ακόμη εντός κάθε Κράτους μέλους , η εκτίμηση τού ζητήματος κατά πόσο οι εφαρμοζόμενες γιά τήν μετουσίωση μέθοδοι καθιστούν τόν σίτο ή τήν σίκαλι ακαταλλήλους γιά κατανάλωση από ανθρώπους καί , αφ’ ετέρου , θά διακυβεύετο η ισότης μεταξύ τών επιχειρηματιών , οι οποίοι αξιώνουν πριμοδότηση γιά τήν μετουσίωση από κοινοτικά κεφάλαια τού Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού καί Εγγυήσεων ( ΕΓΤΠΕ ).

11 Υπό τίς ανωτέρω συνθήκες , στό πρώτο ερώτημα τού παραπέμποντος δικαστηρίου προσήκει η απάντηση οτι πριμοδότηση γιά μετουσίωση χορηγηθείσα βάσει τού άρθρου 4 , παράγραφος 2 , τού κανονισμού 172/67 πρέπει , εφ’ οσον επιλέγεται η μέθοδος αναφοράς πού καθορίζεται στό παράρτημα 1 τού κανονισμού 1403/69 τής Επιτροπής , νά θεωρείται ως άνευ νομίμου αιτίας καταβληθείσα , εφ’ οσον δέν ετηρήθησαν οι κανόνες τής εν λόγω μεθόδου .

12 Από τά στοιχεία τής δικογραφίας προκύπτει εμμέσως οτι δέν εφηρμόσθη μόνο η μέθοδος μετουσιώσεως μέ χρωματισμό . Συνεπώς , πρέπει νά διευκρινισθούν οι επιπτώσεις , επί τού δικαιώματος πριμοδοτήσεως , τής χρησιμοποιήσεως άλλων μέσων μετουσιώσεως .

13 Ο κανονισμός 729/70 τού Συμβουλίου , τής 21ης Απριλίου 1970 , περί χρηματοδοτήσεως τής κοινής γεωργικής πολιτικής , ορίζει , στό άρθρο 8 , τίς αρχές βάσει τών οποίων η Κοινότητα καί τά Κράτη μέλη οφείλουν νά ρυθμίζουν τόν τρόπο εφαρμογής τών κοινοτικών αποφάσεων περί τών γεωργικών παρεμβάσεων πού χρηματοδοτούνται από τό ΕΓΤΠΕ , καθώς καί νά λαμβάνουν μέτρα πρός καταπολέμηση τής απάτης καί τών αντικανονικών ενεργειών πού διαπράττονται σέ σχέση μέ τίς ανωτέρω πράξεις . Πρός τούτο , τό άρθρο 8 , παράγραφος 1 , ορίζει οτι : «Τά Κράτη μέλη λαμβάνουν , σύμφωνα μέ τίς νομοθετικές , κανονιστικές καί διοικητικές διατάξεις , τά αναγκαία μέτρα προκειμένου νά εξασφαλίσουν τήν πραγματοποίηση καί τήν κανονικότητα τών χρηματοδοτουμένων από τό ταμείο πράξεων , προλάβουν καί διώξουν ανωμαλίες [αντικανονικές ενέργειες] , ανακτήσουν [αναζητήσουν] τά απολεσθέντα εξ αιτίας ανωμαλιών [αντικανονικών ενεργειών] ή αμελειών ποσά» .

14 Από τίς συνδυασμένες διατάξεις τού εν λόγω κανονισμού 729/70 καί τού άρθρου 2 τού κανονισμού 172/67 προκύπτει οτι τά Κράτη μέλη εξουσιοδοτούνται νά ορίζουν , στό εθνικό τους δίκαιο , μεθόδους μετουσιώσεως διαφορετικές από τήν μέθοδο αναφοράς μέ χρωματισμό υπό τόν ορο οτι , οπως ορίζουν οι διατάξεις τού άρθρου 2 , παράγραφος 2 , τού κανονισμού 172/67 καί τού άρθρου 1 , εδάφιο 3 , τού κανονισμού 1403/69 , τά μέσα πού χρησιμοποιούνται γιά τήν μετουσίωση μέ μέθοδο διαφορετική από τόν χρωματισμό , παρέχουν τουλάχιστον τίς αυτές εγγυήσεις μέ τίς εγγυήσεις πού παρέχει η μέθοδος αναφοράς .

15 Γιά τούς ίδιους τούς λόγους πού ανεφέρθησαν ανωτέρω καί απαιτούν τήν αυστηρή τήρηση , οταν επιλέγεται , τής μεθόδου αναφοράς μέ χρωματισμό , οι κανόνες τών άλλων μεθόδων μετουσιώσεως , οι οποίες δύνανται , εφ’ οσον πληρούν τήν προϋπόθεση πού μόλις ανεφέρθη , νά προβλέπονται από τήν νομοθεσία τών Κρατών μελών , πρέπει , επίσης , οταν χρησιμοποιούνται οι μέθοδοι αυτοί , νά εφαρμόζονται επακριβώς , γιά νά γεννά η μετουσίωση δικαίωμα πριμοδοτήσεως .

Επί τού δευτέρου ερωτήματος

16 Σύμφωνα μέ τό άρθρο 7 τού κανονισμού 172/67 , «γιά τήν γένεση δικαιώματος πριμοδοτήσεως , πρέπει η μετουσίωση νά διενεργείται κατόπιν συμφωνίας μέ τόν οργανισμό παρεμβάσεως καί υπό τόν έλεγχό του» . Γιά τήν εφαρμογή τής ανωτέρω διατάξεως , ο κανονισμός 1403/69 ορίζει στό άρθρο 4 , παράγραφος 3 , οτι «η χορήγηση τής πριμοδοτήσεως γιά τήν μετουσίωση εξαρτάται από τόν διενεργούμενο από τόν οργανισμό παρεμβάσεως έλεγχο τών εργασιών μετουσιώσεως τού μαλακού σίτου ή τής ενσωματώσεώς του , αυτουσίου , στίς σύνθετες ζωοτροφές . . . » Τέλος , στό άρθρο 5 τού κανονισμού 1403/69 διευκρινίζεται οτι «η πριμοδότηση μετουσιώσεως καταβάλλεται μόνο άν πληρούνται οι αναφερόμενες στό άρθρο 4 , παράγραφος 3 , προϋποθέσεις» .

17 Μέ τό δεύτερο ερώτημα , τό Verwaltungsgericht ερωτά τό Δικαστήριο άν οι διατάξεις αυτές παρέχουν τήν δυνατότητα ανακλήσεως τής πριμοδοτήσεως γιά μετουσίωση κατόπιν τού αποτελέσματος λογιστικών ελέγχων διενεργουμένων μετά τίς εργασίες μετουσιώσεως καί , σέ περίπτωση καταφατικής απαντήσεως , ποιά αξία πρέπει νά προσδίδεται στούς ελέγχους αυτούς σέ σχέση μέ τόν έλεγχο πού προβλέπεται από τίς σχετικές διατάξεις τών κανονισμών 172/67 καί 1403/69 .

18 Οι προσφεύγουσες στήν κυρία δίκη παρατηρούν οτι ενας εκ τών υστέρων έλεγχος , διενεργούμενος κατ’ εφαρμογή τών διατάξεων τού εθνικού δικαίου , δέν δύναται νά έχει τήν ίδια βαρύτητα μέ τόν έλεγχο πού διενεργούν επιτοπίως οι εκπρόσωποι τής BALM , ο οποίος , κατ’ αυτές , προβλέπεται καί από τό κοινοτικό δίκαιο . Πράγματι , θεωρούν οτι ο επιτόπιος έλεγχος έχει αποδεικτική αξία μεγαλύτερη από εκείνη ενός αφηρημένου ελέγχου , μεταγενεστέρου τών εργασιών μετουσιώσεως . Επί πλέον , επικαλούνται τήν αρχή τής ίσης μεταχειρίσεως τών επιχειρηματιών γιά νά δικαιολογήσουν τήν υπεροχή τού μοναδικού ελέγχου πού διενεργείται επιτοπίως καί καθιερώθη από τό κοινοτικό δίκαιο .

19 Αντιθέτως , η Επιτροπή καί η κυβέρνηση τής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας τής Γερμανίας φρονούν οτι τό άρθρο 8 , παράγραφος 1 , τού κανονισμού 729/70 τού Συμβουλίου επιτρέπει στά Κράτη μέλη τήν θέσπιση εκ τών υστέρων ελέγχων ως συμπλήρωμα τού ελέγχου πού προβλέπεται στό άρθρο 4 , παράγραφος 3 , τού κανονισμού 1403/69 , χωρίς οι εθνικοί έλεγχοι νά έχουν μικροτέρα αξία από τόν έλεγχο πού καθορίζει τό κοινοτικό δίκαιο .

20 Όπως έχει ήδη δεχθεί τό Δικαστήριο ( απόφαση τής 11ης Ιουλίου 1973 , Hessische Mehlindustrie κατά Einfuhr- und Vorratsstelle fuer Getreide , 3/73 , Slg . σ . 745 ), οι προαναφερθείσες διατάξεις τών κανονισμών 172/67 καί 1403/69 αναφέρουν μόνον οτι ο έλεγχος ειναι απαραίτητος , χωρίς νά διευκρινίζουν μέ ποιό τρόπο καί σύμφωνα μέ ποιά μέθοδο οι εθνικοί οργανισμοί παρεμβάσεως οφείλουν νά εκπληρούν τήν υποχρέωση ελέγχου . Μέ τήν ευκαιρία αυτή τό Δικαστήριο ετόνισε οτι οι διάφορες μέθοδοι ελέγχου , οπως η δειγματοληψία , ο λογιστικός έλεγχος ή η αναγνώριση τών επιχειρήσεων μετουσιώσεως δύνανται , μόνες ή σέ συνδυασμό , νά έχουν τήν αυτή σχεδόν αποτελεσματικότητα , άν καί καμμία από αυτές δέν παρέχει απόλυτη εγγύηση . Τέλος , οπως παρετήρησε τό Δικαστήριο , ο κοινοτικός νομοθέτης δέν εθέσπισε διατάξεις πού ρυθμίζουν λεπτομερώς τήν διαδικασία ελέγχου , αλλά άφησε στά Κράτη μέλη τήν ευχέρεια νά ρυθμίζουν τίς λεπτομέρειες διενεργείας τού ελέγχου , βάσει τής δικής του εννόμου τάξεως καί υπ’ ευθύνη τους μέ τήν επιλογή τής καλύτερης δυνατής λύσεως .

21 Αυτή η κατανομή τών αρμοδιοτήτων , ειναι σύμφωνη μέ τίς γενικές αντιλήψεις πού διαπνέουν τήν κοινή οργάνωση τών γεωργικών αγορών καί σύμφωνα μέ τίς οποίες η χορήγηση τών πριμοδοτήσεων μετουσιώσεως πού προβλέπονται από τούς προαναφερθέντες κανονισμούς υποβάλλεται σέ κοινούς κανόνες , εφαρμο ζομένους ομοιομόρφως στό σύνολο τής Κοινότητος , ενώ η διαχείριση τού εν λόγω μηχανισμού παρεμβάσεως έχει αναληφθεί από τούς εθνικούς οργανισμούς παρεμβάσεως στούς οποίους ανήκει , εφ’ εξής , η διενέργεια ολων τών απαραιτήτων ελέγχων πρός εξασφάλιση τής χορηγήσεως τών πριμοδοτήσεων γιά μετουσίωση μόνον υπό τούς ορους πού προβλέπει τό κοινοτικό δίκαιο καί τής επιβολής τών καταλλήλων κυρώσεων γιά κάθε παράβαση τών κανόνων τού κοινοτικού δικαίου από τούς επιχειρηματίες .

22 Τό κοινοτικό δίκαιο , οπως έχει σήμερα , δέν περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις σχετικές μέ τήν διενέργεια τού εν λόγω ελέγχου από τίς αρμόδιες εθνικές αρχές . Η μόνη απαίτηση , πού πρέπει νά διατυπωθεί σχετικώς , από κοινοτική άποψη , συνίσταται στό οτι οι εθνικές αρχές πρέπει νά ενεργούν , εν προκειμένω , μέ τήν ίδια επιμέλεια πού επιδεικνύουν κατά τήν εφαρμογή τών αντιστοίχων εθνικών νομοθεσιών , ουτως ωστε νά αποφεύγεται κάθε προσβολή τής αποτελεσματικότητος τού κοινοτικού δικαίου .

23 Οι ανωτέρω διαπιστώσεις πού εντάσσονται στό πλαίσιο τής κανονιστικής ρυθμίσεως πού αφορά τίς πριμοδοτήσεις γιά τήν μετουσίωση τών δημητριακών συμφωνούν , εξ άλλου , μέ τίς προαναφερθείσες γενικότερες διατάξεις τού άρθρου 8 , παράγραφος 1 , τού κανονισμού 729/70 τού Συμβουλίου , διατάξεις πού αποτελούν οι ίδιες έκφραση τών υποχρεώσεων πού επιβάλλονται στά Κράτη μέλη μέ τό άρθρο 5 τής συνθήκης .

24 Τό κοινοτικό δίκαιο , τό οποίο , οπως έχει σήμερα , δέν καθορίζει τόν τρόπο διενεργείας τού ελέγχου τής κανονικότητος τών εργασιών μετουσιώσεως τών δημητριακών , δέν προσδιορίζει ούτε τήν σχετική σπουδαιότητα πού πρέπει νά προσδίδεται σέ τρόπο ελέγχου πού καθορίζεται καί εφαρμόζεται από τίς εθνικές αρχές .

25 Συνεπώς , στό δεύτερο ερώτημα τού παραπέμποντος δικαστηρίου προσήκει η απάντηση οτι τό κοινοτικό δίκαιο , οπως έχει σήμερα , δέν περιορίζει σέ μία συγκεκριμένη μέθοδο τόν έλεγχο από τίς αρμόδιες αρχές τών Κρατών μελών , τής κανονικότητος τών εργασιών μετουσιώσεως , πού παρέχει δικαίωμα πριμοδοτήσεως . Μεταξύ άλλων , ο έλεγχος αυτός δύναται νά λάβει τήν μορφή λογιστικού ελέγχου . Εναπόκειται στίς αρμόδιες εθνικές αρχές , υπό τόν έλεγχο τού εθνικού δικαστού , νά εκτιμούν τήν αποδεικτική αξία πού πρέπει νά προσδίδεται στά αποτελέσματα τών διαφόρων τρόπων ελέγχου , στούς οποίους υποβάλλονται οι εργασίες μετουσιώσεως .

Επί τού τρίτου ερωτήματος

26 Δυνάμει τών ήδη αναφερθεισών διατάξεων τού άρθρου 8 , παράγραφος 1 , τού κανονισμού 729/70 τού Συμβουλίου , τά Κράτη μέλη λαμβάνουν , σύμφωνα μέ τίς εθνικές νομοθετικές , κανονιστικές καί διοικητικές διατάξεις , τά αναγκαία μέτρα προκειμένου νά προλάβουν καί νά διώξουν τίς αντικανονικές ενέργειες πού θίγουν τίς δραστηριότητες τού ΕΓΤΠΕ καί προκειμένου νά αναζητήσουν τά απολεσθέντα εξ αιτίας αντικανονικών ενεργειών ή αμελειών ποσά .

27 Μέ τό τρίτο ερώτημα , οπως διευκρινίζεται στό αιτιολογικό τής αποφάσεώς του , τό Verwaltungsgericht ερωτά τό Δικαστήριο άν οι διατάξεις αυτές επιβάλλουν στά Κράτη μέλη τήν υποχρέωση νά απαιτούν , εν πάση περιπτώσει , τήν επιστροφή τών άνευ νομίμου αιτίας καταβληθεισών πριμοδοτήσεων γιά μετουσίωση ή άν τό άρθρο 8 τού κανονισμού 729/70 προσδίδει στήν υποχρέωση αυτή προαιρετικό χαρακτήρα καί επιτρέπει στήν νομοθεσία τών Κρατών μελών νά αναθέτει τήν εκτίμηση κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως στήν αρμοδία εθνική αρχή .

28 Στό ανωτέρω ερώτημα , οι προσφεύγουσες στήν κυρία δίκη απαντούν οτι τό εθνικό δίκαιο δύναται , ενδεχομένως , νά αφήσει στήν αρμοδία αρχή εξουσία εκτιμήσεως ως πρός τό κατά πόσο πρέπει ή όχι νά αξιώσει τήν επιστροφή τών αχρεωστήτως καταβληθεισών πριμοδοτήσεων . Η Επιτροπή καί η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τής Γερμανίας λαμβάνουν θέση αντίθετη πρός αυτή τών τεσσάρων γεωργικών συνεταιριστικών εταιριών .

29 Από τίς ανωτέρω αναφερθείσες διατάξεις τού άρθρου 8 τού κανονισμού 729/70 προκύπτει οτι τά Κράτη μέλη ειναι επιφορτισμένα μέ τίς δικαστικές διώξεις στό πλαίσιο τής διαχειρίσεως τών κοινοτικών μηχανισμών γεωργικής παρεμβάσεως καί , ιδίως , μέ τήν αναζήτηση τών αχρεωστήτως καταβληθεισών πριμοδοτήσεων τού ΕΓΤΠΕ . Σέ μιά τέτοια περίπτωση , οπου η θέση σέ εφαρμογή ενός κοινοτικού κανονισμού ανήκει στίς εθνικές αρχές υπό τόν έλεγχο τών εθνικών δικαστηρίων , αυτή η εφαρμογή πρέπει νά ακολουθεί τούς διαδικαστικούς καί τυπι κούς κανόνες πού προβλέπονται από τό εθνικό δίκαιο τού Κράτους μέλους . Πάντως , οπως έχει ήδη τονίσει τό Δικαστήριο μέ πάγια νομολογία , η προσφυγή στούς εθνικούς κανόνες δέν ειναι δυνατή παρά μόνον κατά τό αναγκαίο γιά τήν εκτέλεση τών διατάξεων τού κοινοτικού δικαίου μέτρο καί καθ’ οσον η εφαρμογή τών εν λόγω εθνικών κανόνων δέν θίγει τό πεδίο εφαρμογής καί τήν αποτελεσματικότητα τού κοινοτικού δικαίου .

30 Θά πρέπει , ιδίως , νά τονισθεί οτι σύμφωνα μέ τήν διατύπωση τού άρθρου 8 , παράγραφος 1 , τού κανονισμού 729/70 , πού αφορά τήν αναζήτηση από τά Κράτη μέλη τών απολεσθέντων λόγω αντικανονικών ενεργειών ποσών , επιβάλλεται ρητώς η υποχρέωση στίς επιφορτισμένες μέ τήν διαχείριση τών κοινοτικών μηχανισμών γεωργικής παρεμβάσεως εθνικές αρχές νά αναζητούν αχρεωστήτως ή αντικανονικώς καταβληθέντα ποσά , χωρίς οι αρχές αυτές , οι οποίες ενεργούν γιά λογαριασμό τής Κοινότητος , νά δύνανται , στίς περιπτώσεις αυτές νά ασκούν εξουσία εκτιμήσεως ως πρός τήν σκοπιμότητα ή μή τής απαιτήσεως επιστροφής τών αχρεωστήτως ή αντικανονικώς χορηγηθέντων κοινοτικών κεφαλαίων . Η αντίθετη ερμηνεία θά ειχε ως αποτέλεσμα νά θέσει σέ κίνδυνο τήν ίση μεταχείριση τών επιχειρηματιών στά διάφορα Κράτη μέλη καί τήν εφαρμογή τού κοινοτικού δικαίου , η οποία , κατά τό μέτρο τού δυνατού , πρέπει νά ειναι ομοιόμορφη σέ ολη τήν Κοινότητα .

31 Συνεπώς , στό τρίτο ερώτημα τού παραπέμποντος δικαστηρίου προσήκει η απάντηση οτι τό άρθρο 8 , παράγραφος 1 , τού κανονισμού 729/70 τού Συμβουλίου επιβάλλει στά Κράτη μέλη τήν υποχρέωση καί όχι απλώς τήν ευχέρεια νά απαιτούν τήν επιστροφή τών κοινοτικών πριμοδοτήσεων γιά μετουσίωση πού εχορηγήθησαν αχρεωστήτως ή αντικανονικώς , χωρίς νά ειναι δυνατόν νά αφεθεί τό ζήτημα τής εν λόγω επιστροφής στήν εκτίμηση κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως από τήν αρμοδία εθνική αρχή .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί τών δικαστικών εξόδων

32 Τά έξοδα στά οποία υπεβλήθησαν η Επιτροπή καί η κυβέρνηση τής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας τής Γερμανίας , οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στό Δικαστήριο , δέν αποδίδονται . Δεδομένου οτι η παρούσα διαδικασία έχει ως πρός τούς διαδίκους τής κυρίας δίκης τόν χαρακτήρα παρεμπίπτοντος , πού ανέκυψε ενώπιον τού εθνικού δικαστηρίου , σ’ αυτό εναπόκειται νά αποφασίσει γιά τά δικαστικά έξοδα .

Διατακτικό


Διά ταύτα

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( δεύτερο τμήμα )

κρίνοντας επί τών ερωτημάτων πού τού υπέβαλε τό Verwaltungsgericht τής Φραγκφούρτης επί τού Μάιν μέ τίς από 30 Απριλίου 1981 διατάξεις , αποφαίνεται :

1 ) Πριμοδότηση γιά μετουσίωση χορηγηθείσα βάσει τού άρθρου 2 τού κανονισμού 172/67 πρέπει , εφ’ οσον επιλέγεται η μέθοδος αναφοράς πού καθορίζεται στό παράρτημα Ι τού κανονισμού 1403/69 τής Επιτροπής , νά θεωρείται ως άνευ νομίμου αιτίας καταβληθείσα , εφ’ οσον δέν ετηρήθησαν οι κανόνες τής εν λόγω μεθόδου .

2)Τό κοινοτικό δίκαιο , οπως έχει σήμερα , δέν περιορίζει σέ μία συγκεκριμένη μέθοδο τόν έλεγχο από τίς αρμόδιες αρχές τών Κρατών μελών , τής κανονικότητος τών εργασιών μετουσιώσεως , πού παρέχει δικαίωμα πριμοδοτήσεως . Μεταξύ άλλων , ο έλεγχος αυτός δύναται νά λάβει τήν μορφή λογιστικού ελέγχου . Εναπόκειται στίς αρμόδιες εθνικές αρχές , υπό τόν έλεγχο τού εθνικού δικαστού , νά εκτιμούν τήν αποδεικτική αξία πού πρέπει νά προσδίδεται στά αποτελέσματα τών διαφόρων τρόπων ελέγχου , στούς οποίους υποβάλλονται οι εργασίες μετουσιώσεως .

3)Τό άρθρο 8 , παράγραφος 1 , τού κανονισμού 729/70 τού Συμβουλίου , επιβάλλει στά Κράτη μέλη τήν υποχρέωση καί όχι απλώς τήν ευχέρεια νά απαιτούν τήν επιστροφή τών κοινοτικών πριμοδοτήσεων μετουσιώσεως πού εχορηγήθησαν αχρεωστήτως ή αντικανονικώς , χωρίς νά ειναι δυνατόν νά αφεθεί τό ζήτημα τής εν λόγω επιστροφής στήν εκτίμηση κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως από τήν αρμοδία εθνική αρχή .