61980J0197

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 17ΗΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1981. - LUDWIGSHAFENER WALZMUEHLE ERLING KG ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΙ ΚΑΤΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - "ΚΟΙΝΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΣΙΤΗΡΩΝ - ΤΙΜΗ ΚΑΤΩΦΛΙΟΥ ΤΟΥ ΣΚΛΗΡΟΥ ΣΙΤΟΥ". - ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ 197 ΕΩΣ 200, 243, 245 ΚΑΙ 247/80.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1981 σελίδα 03211
Ισπανική ειδική έκδοση σελίδα 00867


Περίληψη
Διάδικοι
Αντικείμενο της υπόθεσης
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 . Αγωγή αποζημιώσεως — Αυτοτελής χαρακτήρας — Διαφορά από τήν προσφυγή ακυρσεως

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρα 178 καί 215 παράγραφος 2 )

2 . Αγωγή αποζημιώσεως — Ένσταση απαραδέκτου λόγω μή χρησιμοποιήσεως εθνικών μέσων παροχής εννόμου προστασίας

3 . Εξωσυμβατική ευθύνη — Προϋποθέσεις — Κανονιστική πράξη — Αρκετά σοβαρή παραβίαση ανωτέρου ιεραρχικώς κανόνος δικαίου

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 215 παράγραφος 2 )

4 . Γεωργία — Κοινή οργάνωση αγορών — Καθορισμός τιμών γεωργικών προϊόντων — Διακριτική ευχέρεια τών κοινοτικών οργάνων

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 40 παράγραφος 3 εδάφιο 3 )

5 . Γεωργία — Κοινή γεωργική πολιτική — Στόχοι — Εξισορρόπηση — Υποχρέωση τών κοινοτικών οργάνων

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 39 )

Περίληψη


1 . Η αγωγή αποζημιώσεως τών άρθρων 178 καί 215 παράγραφος 2 τής συνθήκης εθεσπίσθη ως αυτοτελές μέσο παροχής εννόμου προστασίας προκειμένου νά εκπληρώσει μία ιδιαίτερη λειτουργία εντός τού συστήματος τών μέσων παροχής εννόμου προστασίας , η άσκησή της δέ εξαρτάται από προϋποθέσεις πού έχουν προσαρμοσθεί στόν ειδικό σκοπό της . Τό εν λόγω μέσο διαφέρει τής προσφυγής ακυρώσεως , κατά τό οτι δέν αποβλέπει στήν εξαφάνιση ενός συγκεκριμένου μέτρου , αλλά στήν αποκατάσταση τής ζημίας πού προκαλούν τά όργανα κατά τήν άσκηση τών καθηκόντων τους· οι προϋποθέσεις τής ασκή σεως αγωγής αποζημιώσεως ορίζονται σέ συνάρτηση μέ τόν εν λόγω αντικειμενικό σκοπό καί , ως εκ τούτου , διαφέρουν από τίς προϋποθέσεις τής ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως .

Εκ τών ανωτέρω επεται οτι ο διάδικος πού επιλέγει τήν άσκηση αγωγής αποζημιώσεως υποχρεούται , γιά νά ευδοκιμήσει η αγωγή του , νά αποδείξει οτι πληρούνται ολες οι προϋποθέσεις από τίς οποίες εξαρτάται η ευθύνη τής Κοινότητος , δυνάμει τού άρθρου 215 παράγραφος 2 . Τό γεγονός οτι μερικές από τίς προϋποθέσεις αυτές ενδέχεται νά συμπίπτουν μέ εκείνες πού διέπουν τήν προσφυγή ακυρώσεως δέν αποτελεί , επομένως , επαρκή λόγο γιά νά χαρακτηρισθεί ως κατάχρηση διαδικασίας η αγωγή διαδίκου , βάσει τών άρθρων 178 καί 215 παράγραφος 2 .

2 . Δέν δύναται νά θεμελιωθεί ένσταση απαραδέκτου στό γεγονός οτι οι ενάγουσες δέν εχρησιμοποίησαν μέσο παροχής εννόμου προστασίας ενώπιον τών εθνικών δικαστηρίων , αφού δέν ειχαν τέτοια δυνατότητα .

3 . Σύμφωνα μέ τό άρθρο 215 παράγραφος 2 καί μέ τίς γενικές αρχές στίς οποίες παραπέμπει η διάταξη αυτή , η ευθύνη τής Κοινότητος προϋποθέτει τήν σύμπτωση σειράς προϋποθέσεων οσον αφορά τό παράνομο τής συμπεριφοράς πού προσάπτεται στά όργανα , τήν συνδρομή ζημίας καί τήν υπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ αυτής τής συμπεριφοράς καί τής προβαλλομένης ζημίας .

Προκειμένου περί κανονιστικών μέτρων , η Κοινότης δέν υπέχει ευθύνη εκτός άν συντρέχει αρκετά σοβαρή παραβίαση ανωτέρου ιεραρχικώς κανόνος δικαίου πού προστατεύει τά άτομα .

4 . Κατά τήν χάραξη τής πολιτικής τους οσον αφορά τόν καθορισμό τών τιμών τών γεωργικών προϊόντων , τά αρμόδια κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια οσον αφορά όχι μόνον τόν καθορισμό τών πραγματικών βάσεων τής δράσεώς τους , αλλά επίσης τόν προσδιορισμό τών επιδιωκομένων σκοπών , στό πλαίσιο τών διατάξεων τής συνθήκης , καί τήν επιλογή τών καταλλήλων μέσων ενεργείας .

Τό γεγονός οτι τά κοινοτικά όργανα ειχαν ακολουθήσει επί μακρόν μία συγκεκριμένη πολιτική στό θέμα τών τιμών τών γεωργικών προϊόντων δέν δημιουργεί , γιά τούς ενδιαφερομένους παραγωγούς καί τίς επιχειρήσεις μεταποιήσεως , δικαίωμα στήν διατήρηση τών πλεονεκτημάτων πού τούς παρείχε η μέχρι τότε κρατούσα πολιτική· ούτε αυτό αποτελεί γιά τήν Επιτροπή καί τό Συμβούλιο περιορισμό τής εξουσίας τους νά προσαρμόζουν τήν πολιτική τους αναλόγως τής εξελίξεως τών δεδομένων τής αγοράς καί τών επιδιωκομένων σκοπών .

5 . Τά κοινοτικά όργανα οφείλουν νά προβαίνουν στήν εξισορρόπηση τών διαφόρων σκοπών πού θέτει τό άρθρο 39 , τό οποίο δέν επιτρέπει τήν απομόνωση ενός από τούς στόχους αυτούς , οπως η σταθεροποίηση ορισμένων δημιουργηθεισών καταστάσεων , σέ σημείο ωστε νά καθίσταται αδύνατη η πραγματοποίηση άλλων σκοπών , οπως εν προκειμένω η ορθολογική ανάπτυξη τής γεωργικής παραγωγής καί η εξασφάλιση τού εφοδιασμού , δεδομένου οτι πρόκειται γιά ελλειμματικό αγαθό .

Διάδικοι


Στίς συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 197 ως 200 , 243 , 245 καί 247/80 ,

LUDWIGSHAFENER WALZMUEHLE ERLING KG , εδρεύουσα στήν Βρέμη καί εκμεταλλευομένη αλευροποιείο σκληρού σίτου στό Ludwigshafen am Rhein ( υπόθεση 197/80 ),

PARK-MUEHLEN GMBH , εδρεύουσα στό Mannheim , οπου εκμεταλλεύεται αλευροποιείο σκληρού σίτου ( υπόθεση 198/80 ),

MUEHLE RUENINGEN AG , εδρεύουσα στό Rueningen-Braunschweig , οπου εκμεταλλεύεται αλευροποιείο σκληρού σίτου ( υπόθεση 199/80 ),

PFAELZISCHE MUEHLENWERKE GMBH , εδρεύουσα στό Mannheim , οπου εκμεταλλεύεται αλευροποιείο σκληρού σίτου ( υπόθεση 200/80 ),

KURT KAMPFFMEYER MUEHLENVEREINIGUNG KG , εδρεύουσα στό Αμβούργο , μέ υποκαταστήματα εκμεταλλευόμενα αλευροποιεία σκληρού σίτου στό Mannheim καί στό Βερολίνο ( υπόθεση 243/80 ),

WILHELM WERHAHN KG , εδρεύουσα στό Neuss am Rhein , οπου εκμεταλλεύεται αλευροποιείο σκληρού σίτου ( υπόθεση 245/80 ),

SCHWABEN-NUDEL-WERKE B . BIRKEL SOEHNE GMBH & CO ., εδρεύουσα στό Endersbach καί εκμεταλλευομένη εργοστάσια παρασκευής ζυμαρικών , τό κυριότερο τών οποίων ευρίσκεται στό Weisntadt-Endersbach ( υπόθεση 247/80 ),

εκπροσωπούμενες ολες από τούς Fritz Modest καί Juergen Guendisch , δικηγόρους Αμβούργου , μέ αντίκλητο στό Λουξεμβούργο τήν Jeanne Jansen-Housse , δικαστικό επιμελητή , 21 , rue Aldringen ,

προσφεύγουσες ,

SCHWABEN-NUDEL-WERKE B . BIRKEL SOEHNE GMBH & CO . ( υπόθεση 247/80 ) υποστηριζομένη από

ETABLISSEMENTS JOSEPH SOUBRY SA , εδρεύουσα στό Roeselare , οπου εκμεταλλεύεται αλευροποιείο σκληρού σίτου ,

καί

NV BLOEMMOLENS ANT . COPPENS , εδρεύουσα στό Turnhout , οπου εκμεταλλεύεται αλευροποιείο σκληρού σίτου ,

αμφότερες εκπροσωπούμενες από τόν A . F . de Savornin Lohman , δικηγόρο Βρυξελλών , μέ αντίκλητο στό Λουξεμβούργο τόν δικηγόρο Lambert H . Dupong , 14a , rue des Bains ,

παρεμβαίνουσες ,

κατά

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ , εκπροσωπουμένου από τόν Bernhard Schloh , σύμβουλο τής νομικής υπηρεσίας , επικουρούμενο από τόν Arthur Brautigam , υπάλληλο διοικήσεως στήν νομική υπηρεσία , μέ αντίκλητο στό Λουξεμβούργο τόν D . J . Fontein , διευθυντή τής διευθύνσεως νομικών υποθέσεων τής Ευρωπαϊκής Τραπέζης Επενδύσεων , Kirchberg ,

καί

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ , εκπροσωπουμένης από τόν Joern Sack , μέλος τής νομικής υπηρεσίας , επικουρούμενο από τόν Albrecht Stockburger , δικηγόρο Φραγκφούρτης , μέ αντίκλητο στό Λουξεμβούργο τόν Oreste Montalto , μέλος τής νομικής υπηρεσίας , κτίριο Jean Monnet , Kirchberg ,

καθ’ ων ,

υποστηριζομένων από τούς

ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ , εκπροσωπουμένης από τόν Arnaldo Squillant , προϊστάμενο τής υπηρεσίας διπλωματικών δικαστικών διαφορών , συνθηκών καί νομοθετικών υποθέσεων , επικουρούμενο από τόν Guido Fienga , avvocato dello Stato , μέ τόπο επιδόσεων στό Λουξεμβούργο τήν εδρα τής ιταλικής πρεσβείας ,

COMITE FRANCAIS DE LA SEMOULERIE INDUSTRIELLE , επαγγελματικό σωματείο εδρεύον στό Παρίσι ,

SYNDICAT DES INDUSTRIELS FABRICANTS DE PATES ALIMENTAIRES DE FRANCE , επαγγελματικό σωματείο εδρεύον στό Παρίσι ,

ASSOCIATION GENERALE DES PRODUCTEURS DE BLE ET AUTRES CEREALES , νομικό πρόσωπο εδρεύον στό Παρίσι ,

εκπροσωπούμενα καί τά τρία από τήν Lise Funck-Brentano , δικηγόρο Παρισιού , μέ αντικλήτους στό Λουξεμβούργο τούς δικηγόρους Joseph Hansen καί Marlyse Neuen-Kauffmann , 21 , rue Philippe-II ,

παρεμβαίνουσες ,

Αντικείμενο της υπόθεσης


πού έχουν ως αντικείμενο αγωγές αποζημιώσεως βάσει τού άρθρου 215 παράγραφος 2 τής συνθήκης ΕΟΚ ,

Σκεπτικό της απόφασης


1 Μέ δικόγραφα πού κατετέθησαν στήν γραμματεία τού Δικαστηρίου , στίς 7 Οκτωβρίου , 30 Οκτωβρίου , 5 Νοεμβρίου καί 6 Νοεμβρίου 1980 αντιστοίχως , οι εταιρίες Ludwigshafener Walzmuehle Erling KG , Park-Muehlen GmbH , Muehle Rueningen AG , Pfaelzische Muehlenwerke GmbH , Kurt Kampffmeyer Muehlenvereinigung KG καί Wilhelm Werhahn KG , εκμεταλλευόμενες αλευροποιεία σκληρού σίτου , καθώς καί η εταιρία Schwaben-Nudel-Werke B . Birkel Soehne GmbH & Co ., παρασκευαστές ζυμαρικών στήν Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τής Γερμανίας , ήσκησαν αγωγές , βάσει τών άρθρων 178 καί 215 παράγραφος 2 τής συνθήκης ΕΟΚ , μέ τίς οποίες ζητούν τήν επιδίκαση τών κατωτέρω ποσών , εις αποκατάσταση τής ζημίας πού τούς προεκάλεσαν τό Συμβούλιο καί η Επιτροπή , συνεπεία τού καθορισμού τής τιμής κατωφλίου τού εισαχθέντος κατά τό έτος 1979 από τρίτες χώρες σκληρού σίτου , συγκριτικώς μέ τόν καθορισμό τής τιμής τού μαλακού σίτου .

2 Από τόν φάκελλο τής υποθέσεως προκύπτει οτι οι πράξεις πού , σύμφωνα μέ τίς ενάγουσες , απετέλεσαν τήν αιτία τής προβαλλομένης ζημίας , ειναι τέσσερις κανονισμοί περί καθορισμού τής τιμής σιτηρών γιά τά οικονομικά έτη 1978/79 καί 1979/80 , ήτοι :

— ο κανονισμός 1255/78 τού Συμβουλίου , τής 12ης Ιουνίου 1978 ( Abl . L 156 , σ . 2 ),

— ο κανονισμός 1408/78 τής Επιτροπής , τής 26ης Ιουνίου 1978 ( Abl . L 170 , σ . 28 ),

— ο κανονισμός 1548/79 τού Συμβουλίου , τής 24ης Ιουλίου 1979 ( Abl . L 188 , σ . 2 ),

— ο κανονισμός 1594/79 τής Επιτροπής , τής 26ης Ιουλίου 1979 ( Abl . L 189 , σ . 44 ).

Επί τού παραδεκτού

3 Τό Συμβούλιο καί η Επιτροπή , υποστηριζόμενα από τήν ιταλική Κυβέρνηση , αμφισβητούν τό παραδεκτό τών αγωγών γιά διαφόρους λόγους . Προσάπτουν κυρίως στίς ενάγουσες κατάχρηση διαδικασίας , λόγω τού οτι επιχειρούν , αφ’ ενός μέν , νά καταστρατηγήσουν διά τής ασκήσεως αγωγών αποζημιώσεως τούς ισχύοντες επί προσφυγών ιδιωτών περιοριστικούς ορους τούς οποίους επιβάλλει τό άρθρο 173 εδάφιο 2 τής συνθήκης , οσον αφορά τόν έλεγχο τής νομιμότητος τών κανονισμών , αφ’ ετέρου δέ , φέροντας τήν διαφορά απ’ ευθείας ενώπιον τού Δικαστηρίου , παραλείποντας έτσι τίς δυνατότητες πού ειχαν νά προσφύγουν στά εθνικά τους δικαστήρια .

Επί τής εκ τού άρθρου 173 παράγραφος 2 ενστάσεως τής καταχρήσεως διαδικασίας

4 Όσον αφορά τήν ένσταση αυτή , αρκεί νά παρατηρηθεί οτι , κατά παγία νομολογία , τό Δικαστήριο έχει κρίνει οτι η αγωγή αποζημιώσεως τών άρθρων 178 καί 215 παράγραφος 2 τής συνθήκης εθεσπίσθη ως αυτοτελές μέσο παροχής εννόμου προστασίας προκειμένου νά εκπληρώσει μιά ιδιαίτερη λειτουργία εντός τού συστήματος τών μέσων παροχής εννόμου προστασίας , η άσκησή της δέ εξαρτάται από προϋποθέσεις πού έχουν προσαρμοσθεί στόν ειδικό σκοπό της . Τό εν λόγω μέσο διαφέρει τής προσφυγής ακυρώσεως , κατά τό οτι δέν αποβλέπει στήν εξαφάνιση ενός συγκεκριμένου μέτρου , αλλά στήν αποκατάσταση τής ζημίας πού προκαλούν τά όργανα κατά τήν άσκηση τών καθηκόντων τους· οι προϋποθέσεις τής ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως ορίζονται σέ συνάρτηση μέ τόν εν λόγω αντικειμενικό σκοπό καί , ως εκ τούτου , διαφέρουν από τίς προϋποθέσεις τής ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως ( βλ . απόφαση τής 2 . 7 . 1974 , Holtz & Willemsen , 153/73 , Slg . 1974 , σ . 675 , σκέψεις 2 εως 5 ).

5 Εκ τών ανωτέρω επεται οτι ο διάδικος πού επιλέγει τήν άσκηση αγωγής αποζημιώσεως υποχρεούται , γιά νά ευδοκιμήσει η αγωγή του , νά αποδείξει οτι πληρούνται ολες οι προϋποθέσεις από τίς οποίες εξαρτάται η ευθύνη τής Κοινότητος , δυνάμει τού άρθρου 215 παράγραφος 2 . Τό γεγονός οτι μερικές από τίς προϋποθέσεις αυτές ενδέχεται νά συμπίπτουν μέ εκείνες πού διέπουν τήν προσφυγή ακυρώσεως δέν αποτελεί , επομένως , επαρκή λόγο γιά νά χαρακτηρισθεί ως κατάχρηση διαδικασίας η αγωγή διαδίκου , βάσει τών άρθρων 178 καί 215 παράγραφος 2 .

6 Επομένως , η ένσταση αυτή ειναι απορριπτέα .

Επί τής ενστάσεως οτι δέν εχρησιμοποιήθησαν τά ενώπιον τών εθνικών δικαστηρίων μέσα παροχής εννόμου προστασίας

7 Δεύτερον , τά εναγόμενα όργανα εφιστούν τήν προσοχή στό γεγονός οτι οι ενάγουσες ηδύναντο νά αμυνθούν κατά τής προβαλλομένης ζημίας , προσφεύ- γοντας ενώπιον τών αρμοδίων εθνικών δικαστηρίων κατά τών εισφορών πού ειχαν εισπραχθεί γιά τόν σκληρό σίτο , πού εισήγαγαν στήν Κοινότητα . Πράγματι η οικονομική επιβάρυνση , πού οι ενάγουσες προβάλλουν ως ζημία , προ εκλήθη από τήν είσπραξη τών εισφορών αυτών , βάσει τής τιμής κατωφλίου πού καθώρισε η Κοινότης . Μιά τέτοια αγωγή ενώπιον τών εθνικών δικαστηρίων θά ηδύνατο νά οδηγήσει σέ διαδικασία υποβολής προδικαστικού ερωτήματος δυνάμει τού άρθρου 177 καί νά επιτρέψει έτσι στό Δικαστήριο νά εξετάσει τό κύρος τών κανονισμών πού αμφισβητούν οι ενάγουσες .

8 Από τήν εξέταση τής υποθέσεως συνάγεται οτι οι ενάγουσες δέν ειχαν αυτή τήν δυνατότητα προσφυγής ενώπιον τών εθνικών τους δικαστηρίων . Όπως προκύπτει , πράγματι , από τίς μή αμφισβητούμενες δηλώσεις τών εναγουσών , καμμία από αυτές δέν εισήγαγε η ίδια σκληρό σίτο : οι εκμεταλλευόμενες αλευροποιεία ενάγουσες εταιρίες προσέφυγαν σέ εισαγωγείς , οι οποίοι κατέβαλαν τίς εισφορές· οσον αφορά τήν εταιρία Birkel , δέν αμφισβητείται οτι , υπό τήν ιδιότητά της ως παρασκευαστού ζυμαρικών , επρομηθεύθη τήν πρώτη υλη της από τά αλευροποιεία .

9 Υπό τίς περιστάσεις αυτές , οι ενάγουσες δέν ηταν σέ θέση νά προσφύγουν ενώπιον τών εθνικών δικαστηρίων , εν σχέσει πρός τίς εισπραχθείσες εισφορές επί τών εισαγωγών σκληρού σίτου πού προορίζετο γι’ αυτές . Επομένως , δέν δύναται νά θεμελιωθεί ένσταση απαραδέκτου στό γεγονός οτι δέν εχρησιμοποίησαν μέσο παροχής εννόμου προστασίας ενώπιον τών εθνικών δικαστηρίων , αφού δέν ειχαν τέτοια δυνατότητα .

10 Η δεύτερη ένσταση απαραδέκτου ειναι , επομένως , καί αυτή απορριπτέα .

11 Τό Συμβούλιο προβάλλει επίσης απαράδεκτο εκ τού λόγου οτι οι ενάγουσες αξίωσαν ζημία μόνο γιά τό έτος 1979 , δηλώνοντας οτι τά ζητούμενα ποσά αποτελούν μέρος μόνο τής ζημίας πού πράγματι υπέστησαν . Λαμβανομένης υπ’ όψη τής δυνατότητος πού δημιουργούν κατ’ αυτόν τόν τρόπο οι ενάγουσες νά επεκτείνουν εκ τών υστέρων τίς απαιτήσεις τους , ιδίως σέ περιόδους πρό τού 1979 , τό Συμβούλιο θεωρεί οτι οι αγωγές ειναι απαράδεκτες επειδή αφορούν μόνο ενδεχόμενες ζημίες .

12 Η εξέταση τού επιχειρήματος αυτού τού Συμβουλίου , στό πλαίσιο τού απαραδέκτου τών αγωγών , δέν παρίσταται αναγκαία . Στήν πραγματικότητα , οι αντιρρήσεις τού Συμβουλίου αφορούν μία από τίς ουσιαστικές προϋποθέσεις από τίς οποίες εξαρτάται η ευθύνη της Κοινότητος , δηλαδή τήν υπαρξη ζημίας . Θά εξετασθούν , επομένως , μέ τήν ουσία τής υποθέσεως .

Επί τής αμφισβητήσεως πού διετυπώθη σχετικώς μέ έγγραφο πού προσεκόμισαν οι παρεμβαίνουσες Soubry καί Coppens

13 Κατά τήν επ’ ακροατηρίου συζήτηση , η Επιτροπή αμφισβήτησε τήν υπό τών παρεμβαινουσών Soubry καί Coppens προσκόμιση , ως παραρτήματος τού υπομνήματος επί τής παρεμβάσεως , ενός εγγράφου μέ τόν τίτλο : «Έκθεση πρός τό Συμβούλιο επί τού σκληρού σίτου» . Κατά τήν Επιτροπή , πρόκειται περί εσωτερικού εγγράφου πού απεκτήθη αντικανονικά καί επομένως πρέπει νά αποσυρθεί από τόν φάκελλο τής υποθέσεως· στήν πραγματικότητα , τό έγγραφο αυτό αποτελεί απλώς σχέδιο εκθέσεως πού ειχαν συντάξει τότε οι υπηρεσίες τής Επιτροπής , η οποία τελικώς , δέν τό ενέκρινε καί ουδέποτε τό διεβίβασε στό Συμβούλιο .

14 Κατά τίς παρεμβαίνουσες , τό έγγραφο αυτό ειχε διανεμηθεί σέ μία συνεδρίαση τής «συμβουλευτικής επιτροπής γιά τά σιτηρά» , η οποία έχει συσταθεί εντός τής Επιτροπής καί στήν οποία μετέχουν οι αντιπρόσωποι τών διαφόρων ενδιαφερομένων βιομηχανικών καί εμπορικών κλάδων . Οι παρεμβαίνουσες έλαβαν τό εν λόγω έγγραφο μέσω ενός από τούς μετασχόντες στήν ανωτέρω συνεδρίαση .

15 Η Επιτροπή αμφισβήτησε τήν εξήγηση αυτή καί υπεστήριξε οτι , κατά τήν εν λόγω συνεδρίαση , έγινε προφορική εισήγηση επί τού θέματος στούς μετασχόντες τότε , τό επίδικο δέ έγγραφο δέν ειχε ακόμη υποβληθεί στήν Επιτροπή πρός εξέταση καί συνεπώς , δέν ειχε διανεμηθεί . Η Επιτροπή παρατηρεί επίσης οτι στό αντίγραφο πού προσεκομίσθη στό Δικαστήριο δέν υπήρχε τό εξώφυλλο τό οποίο συνήθως φέρει τίς σχετικές μέ τήν προέλευση τού εγγράφου ενδείξεις , τήν ημερομηνία καί τό ειδος τους . Ερωτηθείς από τό Δικαστήριο , ο αντιπρόσωπος τών παρεμβαινουσών δέν ηδυνήθη νά προσδιορίσει τό πρόσωπο , τό οποίο τού παρέδωσε τό έγγραφο , ούτε νά εξηγήσει γιατί ηταν ελλιπές .

16 Τό Δικαστήριο διαπιστώνει οτι υπάρχει , επομένως , αμφιβολία τόσο ως πρός τήν ίδια τήν φύση τού εγγράφου , οσο καί ως πρός τό άν οι παρεμβαίνουσες τό απέκτησαν κατά τρόπο θεμιτό . Υπό τίς περιστάσεις αυτές , τό έγγραφο πρέπει νά αποσυρθεί από τόν φάκελλο καί νά μή ληφθούν υπ’ όψη τά περιληφθέντα στό υπόμνημα επί τής παρεμβάσεως αποσπάσματά του .

Επί τής ουσίας

17 Πρίν εξετασθούν οι ισχυρισμοί τών εναγουσών , ενδείκνυνται νά εκτεθούν οι αρχές πού διέπουν , σύμφωνα μέ τήν νομολογία τού Δικαστηρίου , τήν εξωσυμβατική ευθύνη τής Κοινότητος .

18 Μέ τήν απόφασή του τής 28ης Απριλίου 1971 ( Luetticke , 4/69 , Slg . 1971 , σ . 325 ) η οποία έκτοτε κατ’ επανάληψη επεβεβαιώθη ( βλ . ιδίως τήν προπαρατεθείσα απόφαση τής 2ας Ιουλίου 1974 , Holtz & Willemsen , σκέψη 7 ), τό Δικαστήριο έκρινε οτι , σύμφωνα μέ τό άρθρο 215 παράγραφος 2 καί μέ τίς γενικές αρχές στίς οποίες παραπέμπει η διάταξη αυτή , η ευθύνη τής Κοινότητος προϋποθέτει τήν σύμπτωση σειράς προϋποθέσεων οσον αφορά τό παράνομο τής συμπεριφοράς πού προσάπτεται στά όργανα , τήν συνδρομή ζημίας καί τήν υπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ αυτής τής συμπεριφοράς καί τής προβαλλομένης ζημίας .

19 Οι πράξεις οι οποίες , κατά τίς ενάγουσες , απετέλεσαν τήν αιτία τής προβαλλομένης ζημίας ειναι κανονιστικά μέτρα . Προκειμένου περί τέτοιων μέτρων , σύμφωνα μέ επίσης παγία νομολογία τού Δικαστηρίου , η Κοινότης δέν υπέχει ευθύνη εκτός άν συντρέχει αρκετά σοβαρή παραβίαση ανωτέρου ιεραρχικώς κανόνος δικαίου πού προστατεύει τά άτομα ( απόφαση τής 2ας Δεκεμβρίου 1971 , Zuckerfabrik Schoeppenstedt , 5/71 , Slg . 1971 , σ . 975 ).

20 Οι επιταγές αυτές πρέπει νά ληφθούν υπ’ όψη κατά τήν εξέταση τών αγωγών . Αντιστοίχως , πρέπει νά εξετασθούν χωριστά , αφ’ ενός , τό ζήτημα άν ο καθορισμός , μέ πράξεις τού Συμβουλίου καί τής Επιτροπής , τής τιμής κατωφλίου τού σκληρού σίτου γιά τήν εν λόγω περίοδο πάσχει από απόψεως νομιμότητος σύμφωνα μέ τά προαναφερθέντα κριτήρια καί , αφ’ ετέρου , άν οι ενάγουσες δύνανται νά αποδείξουν ζημία πού νά συνδέεται αιτιωδώς μέ τίς προσβαλλόμενες πράξεις .

Επί τών αιτιάσεων πού διετυπώθησαν ως πρός τόν καθορισμό τής τιμής κατωφλίου τού σκληρού σίτου γιά τό έτος 1979

21 Οι ενάγουσες διατυπώνουν επί τού θέματος αυτού σειρά σκέψεων οικονομικής καί νομικής φύσεως , μέ σκοπό νά αποδείξουν οτι τό Συμβούλιο καί η Επιτροπή παρέβησαν , από διαφόρων απόψεων , τούς κανόνες τού κοινοτικού δικαίου , καθορίζοντας τήν τιμή κατωφλίου τού σκληρού σίτου , κατά τήν υπό κρίση περίοδο , εν συγκρίσει μέ τήν τιμή τού μαλακού σίτου .

22 Οι ενάγουσες παρατηρούν οτι , κατά τό παρελθόν , η τιμή εισαγωγής τού σκληρού σίτου ηταν παραπλήσια τής τιμής τού μαλακού σίτου μέχρι τό 1974 , οπότε η σημαντική αύξηση τών τιμών στήν παγκόσμια αγορά ωδήγησε τό Συμβούλιο στήν αισθητή αύξηση τής τιμής κατωφλίου τού σκληρού σίτου· η σχέση μεταξύ τής τιμής τού μαλακού καί τής τιμής τού σκληρού σίτου ηταν τότε 100 : 151,2 . Παρά τό γεγονός οτι οι τιμές στήν παγκόσμια αγορά έχουν έκτοτε πλησιάσει σέ σημείο ωστε η μεταξύ τους σχέση νά μή υπερβαίνει , κατά προσέγγιση , τήν σχέση 100 : 110 , τό Συμβούλιο μέ μεγάλη μόνο βραδύτητα εμείωσε τήν διαφορά μεταξύ τών δύο τιμών , οι οποίες κατά τήν υπό κρίση περίοδο ευρέθησαν εντός τής Κοινότητος στό επίπεδο 100 : 138,5 . Αυτή η διαφορά τιμών εδημιούργησε , στήν παραγωγή ζυμαρικών , μιά τάση υποκαταστάσεως τού σκληρού από τόν μαλακό σίτο , μέ συνέπεια τήν αισθητή μείωση τής παραγωγής τών αλευροποιείων σκληρού σίτου καί τήν πτώση τής ποιότητος τών ζυμαρικών , πού επέφερε εξασθένηση τής ανταγωνιστικής θέσεως τών γερμανικών παρασκευαστών στήν αγορά . Η τάση αυτή οξύνθη εκ τού γεγονότος οτι οι γερμανοί παρασκευαστές αντιμετώπισαν στήν αγορά τους συνεχώς εντονώτερο ανταγωνισμό εκ μέρους τών παρασκευαστών ζυμαρικών άλλων Κρατών μελών καί ιδίως τών ιταλών παρασκευαστών , τών οποίων τά κέντρα παραγωγής , ευρισκόμενα πλησίον τών περιοχών καλλιεργείας σκληρού σίτου τής Κοινότητος , ειχαν τήν δυνατότητα νά εφοδιάζονται σέ τιμές παραπλήσιες τής τιμής παρεμβάσεως , ενώ οι γερμανοί παρασκευαστές επρομηθεύοντο σιμιγδάλι σκληρού σίτου αποκλειστικώς αμερικανικής καταγωγής πού εισήγετο στήν τιμή κατωφλίου .

23 Από νομικής επόψεως , οι ενάγουσες αναπτύσσουν τέσσερις λόγους , συνισταμένους σέ παράβαση τής πολιτικής τιμών πού εθέσπισε ο βασικός κανονισμός 2727/75 τού Συμβουλίου , τής 29ης Οκτωβρίου 1975 , περί κοινής οργανώσεως αγοράς στόν τομέα τών σιτηρών ( ΕΕ ειδ . έκδ . τόμ . 03/013 , σ . 158 ), παραβίαση τής αρχής τής μή εισαγωγής διακρίσεων πού θέτει τό άρθρο 40 παράγραφος 3 εδάφιο 2 τής συνθήκης , προσβολή τών αρχών τού καθορισμού τών γεωργικών τιμών , οπως τίθενται στό άρθρο 40 παράγραφος 3 εδάφιο 2 καί , τέλος , παραβίαση τής αρχής τής αναλογικότητος .

24 Εν πρώτοις , οι ενάγουσες εφιστούν τήν προσοχή στό γεγονός οτι , μέ τόν βασικό κανονισμό 2727/75 , τό Συμβούλιο ανεγνώρισε , στήν 8η σκέψη τού προοιμίου , τήν ανάγκη νά τηρείται κατά τό δυνατόν , εντός τής Κοινότητος , η σχέση πού υπάρχει κανονικά στήν παγκόσμια αγορά μεταξύ τών τιμών τού σκληρού καί τών τιμών τού μαλακού σίτου , λόγω τών δυνατοτήτων αμοιβαίας υποκαταστάσεως τών δύο αυτών προϊόντων . Η πολιτική αυτή ησκήθη πράγματι επί μακρόν , μόνο δέ μετά τήν συγκυριακή άνοδο τού 1974 , η οποία εν τώ μεταξύ υπεχώρησε στήν παγκόσμια αγορά , τό Συμβούλιο υιοθέτησε νέα πολιτική , συνισταμένη στήν διατήρηση μή φυσιολογικής διαφοράς , μεταξύ τών εν λόγω δύο τιμών , προκαλώντας έτσι ενα αποτέλεσμα υποκαταστάσεως , πού ο κανονισμός εθεώρησε ως μή φυσιολογικό . Οι ενάγουσες θεωρούν οτι τό Συμβούλιο ειχε τήν υποχρέωση νά πράξει τό πάν γιά νά εξαλειφθεί αυτή η μή φυσιολογική διαφορά .

25 Κατά τίς ενάγουσες , τό Δικαστήριο εδέχθη τήν ορθότητα τού συλλογισμού αυτού στήν απόφασή του τής 13ης Νοεμβρίου 1973 ( Werhahn κ.ά ., 63 εως 69/72 , Slg . σ . 1229 ), μέ τήν εξής διατύπωση :

«Επειδή υπάρχει σχέση μεταξύ τών τιμών κόστους τού σκληρού σίτου καί τού μαλακού σίτου η τιμή κόστους δηλαδή τού σκληρού σίτου ειναι γενικώς υψηλότερη κατά 20 % περίπου τής τιμής τού μαλακού σίτου· γιά νά αποφεύγονται δέ ανεπιθύμητες αλληλεπιδράσεις στήν αγορά τών σιτηρών αυτών , πρέπει νά λαμβάνεται υπ’ όψη η σχέση αυτή κατά τόν καθορισμό τών αντιστοίχων τιμών κατωφλίου.»

26 Σύμφωνα μέ ο,τι εδέχθη τό Δικαστήριο , θά πρέπει εν προκειμένω νά ορισθεί η «ορθή» σχέση μεταξύ τής τιμής τού σκληρού σίτου καί μαλακού σίτου· βάσει τών αρχών πού αναγνωρίζονται στίς αιτιολογικές σκέψεις τού βασικού κανονισμού 2727/75 , η σχέση αυτή πρέπει νά καθορίζεται οσο ειναι δυνατόν κατ’ αντιστοιχία πρός τήν σχέση πού υφίσταται στήν παγκόσμια αγορά .

27 Κατά δεύτερο λόγο , οι ενάγουσες παρατηρούν οτι ο καθορισμός τής τιμής κατωφλίου τού σκληρού σίτου σέ υπερβολικό επίπεδο συνιστά παράβαση τού άρθρου 40 παράγραφος 3 εδάφιο 2 τής συνθήκης , κατά τό οποίο η κοινή οργάνωση αγοράς «πρέπει νά αποκλείει κάθε διάκριση μεταξύ παραγωγών ή καταναλωτών τής Κοινότητος» . Κατά τόν καθορισμό τής τιμής κατωφλίου τού σκληρού σίτου σέ πολύ υψηλό επίπεδο , τό Συμβούλιο εδημιούργησε μιά τέτοια διάκριση εις βάρος τών αλευροποιείων καί τών παρασκευαστών ζυμαρικών πού ειναι εγκατεστημένοι στά Κράτη μέλη , τά οποία δέν παράγουν σκληρό σίτο· οι παραγωγοί αυτοί αναγκάστηκαν νά καλύψουν τό σύνολο τών αναγκών τους σέ σκληρό σίτο μέ εισαγωγές από τρίτες χώρες , ενώ τά αλευροποιεία σκληρού σίτου καί οι παρασκευαστές ζυμαρικών τών χωρών παραγωγών , Γαλλίας καί Ιταλίας , ηδύναντο νά αγοράσουν τήν πρώτη υλη τους επί τόπου , σέ τιμή σαφώς χαμηλότερη .

28 Τρίτον , οι ενάγουσες ισχυρίζονται οτι ο καθορισμός τής τιμής κατωφλίου τού σκληρού σίτου σέ πολύ υψηλό επίπεδο αντίκειται στίς αρχές πού διέπουν τόν καθορισμό τών τιμών , οπως ετέθησαν στό άρθρο 40 παράγραφος 3 εδάφιο 3 τής συνθήκης , σύμφωνα μέ τό οποίο η κοινή πολιτική τιμών «πρέπει νά βασίζεται επί κοινών κριτηρίων καί επί ενιαίων μεθόδων υπολογισμού» . Επί πλέον , επικαλούνται σχετικώς τό άρθρο 39 παράγραφος 1 εδάφιο γ ) οπου αναφέρεται οτι η κοινή γεωργική πολιτική έχει ως σκοπό μεταξύ άλλων , «νά σταθεροποιεί τίς αγορές» . Δυνάμει τών διατάξεων αυτών , τό Συμβούλιο ώφειλε νά καθορίσει τίς τιμές σύμφωνα μέ «ορθολογικές απόψεις» καί όχι κατά τρόπο αυθαίρετο βάσει καθαρώς πολιτικών σκέψεων , μέ σκοπό νά ευνοήσει ορισμένες ομάδες παραγωγών εντός τής Κοινότητος εις βάρος άλλων ομάδων , οπως η ομάδα τών εναγουσών .

29 Τέλος , οι ενάγουσες φρονούν οτι τό Συμβούλιο παρεβίασε τήν «αρχή τής αναλογικότητος» , υπό τήν έννοια οτι ηδύνατο αντί νά προσφύγει στόν καθορισμό τεχνητώς υψηλής τιμής κατωφλίου , νά επιτύχει τόν επιδιωκόμενο σκοπό μέ άλλα μέσα , ολιγότερο δυσμενή γιά τίς ενάγουσες οπως π.χ . μέ τήν κατά περιοχές διαφοροποίηση τών τιμών κατωφλίων , ή ακόμη μέ τήν επέκταση τών ενισχύσεων στούς παραγωγούς τής Κοινότητος , γιά νά απαμβλυνθούν έναντι αυτών οι συνέπειες τής μειώσεως τής τιμής κατωφλίου .

30 Τό Συμβούλιο καί η Επιτροπή , υποστηριζόμενες από τήν ιταλική Κυβέρνηση , υπογραμμίζουν γενικώς τήν ευρεία διακριτική ευχέρεια τών οργάνων τής Κοινότητος στόν τομέα τής γεωργικής πολιτικής καί στήν προσαρμογή τής πολιτικής αυτής αναλόγως τών περιστάσεων , λαμβανομένων υπ’ όψη ολων τών στόχων πού θέτει τό άρθρο 39 τής συνθήκης .

31 Σέ απάντηση στόν πρώτο ισχυρισμό τών εναγουσών , τά καθ’ ων όργανα υπογραμμίζουν οτι υπάρχει θεμελιώδης διαφορά μεταξύ τής παγκόσμιας καί τής κοινοτικής αγοράς , υπό τήν έννοια οτι η παγκόσμια αγορά χαρακτηρίζεται από τήν ελεύθερη αλληλεπίδραση τής προσφοράς καί τής ζητήσεως , ενώ στήν κοινοτική αγορά υπάρχει κοινή οργάνωση , προορισμένη νά συγκρατεί τά επίπεδα τιμών αναλόγως τών πολιτικών στόχων πού καθορίζουν τά όργανα τής Κοινότητος στό πλαίσιο τής συνθήκης . Εν προκειμένω , πρέπει νά ληφθεί υπ’ όψη τό γεγονός οτι η κοινοτική αγορά ειναι χρονίως πλεονασματική ως πρός τήν παραγωγή μαλακού σίτου καί ελλειμματική ως πρός τήν παραγωγή σκληρού σίτου . Η πολιτική πού ακολουθούν τά όργανα συνίσταται επομένως στό νά ευνοήσει τήν ανάπτυξη τής παραγωγής σκληρού σίτου μέ τήν κατάλληλη πολιτική τιμών , υποστηρίζοντας συγχρόνως σέ λογικό βαθμό τήν παραγωγή μαλακού σίτου .

32 Όσον αφορά τίς αιτιάσεις περί εισαγωγής διακρίσεων καί παραβάσεως τών κανόνων τών σχετικών μέ τόν καθορισμό τών γεωργικών τιμών , κατά τήν έννοια τού άρθρου 40 παράγραφος 3 εδάφια 2 καί 3 , τά καθ’ ων όργανα επισημαίνουν τό γεγονός οτι ο καθορισμός τών τιμών τών σιτηρών γίνεται μέσα σέ πλαίσιο ελεύθερης κυκλοφορίας τόσο τών πρώτων υλών , οσο καί τών παραγώγων προϊόντων καί οτι , από απόψεως κοινοτικού δικαίου , τίποτα δέν εμποδίζει τούς γερμανούς παραγωγούς νά εφοδιάζονται στά άλλα Κράτη μέλη τής Κοινότητος . Τά καθ’ ων όργανα εφιστούν τήν προσοχή επί τού γεγονότος οτι ούτε η γαλλική ούτε η ιταλική αγορά ειναι αυτάρκεις καί οτι οι παραγωγοί τών κρατών αυτών πρέπει επίσης νά προσφεύγουν σέ σημαντικό βαθμό στόν εισαγόμενο από τρίτες χώρες σκληρό σίτο , πράγμα πού εδημιούργησε στίς χώρες παραγωγούς μιά ροπή τών τιμών τής εγχώριας παραγωγής πρός τήν κατεύθυνση τής τιμής κατωφλίου καί όχι τής τιμής παρεμβάσεως , οπως ισχυρίσθησαν οι ενάγουσες .

33 Ως πρός τήν προβαλλομένη παραβίαση τής «αρχής τής αναλογικότητος» , τά όργανα επισημαίνουν τό γεγονός οτι οι λύσεις πού προτείνουν οι ενάγουσες ειναι ανεφάρμοστες : η κατά περιοχές διαφοροποίηση τών τιμών κατωφλίου αντίκειται ευθέως στήν ενότητα τής κοινής αγοράς , ενώ η επέκταση τού συστήματος τών ενισχύσεων θά επέβαλε στόν κοινοτικό προϋπολογισμό νέες καί αφόρητες επιβαρύνσεις .

34 Τέλος , τά καθ’ ων όργανα παρατηρούν οτι οι νομικοί κανόνες πού επικαλούνται οι ενάγουσες δέν δύνανται σέ καμμία περίπτωση νά χαρακτηρισθούν ως «ανώτεροι ιεραρχικώς κανόνες δικαίου πού προστατεύουν τά άτομα» , προϋπόθεση πού θέτει η νομολογία τού Δικαστηρίου στήν περίπτωση αγωγών αποζημιώσεως , οι οποίες στρέφονται κατά τών νομοθετικών πράξεων τής Κοινότητος .

35 Οι παρεμβαίνουσες πρός υποστήριξη τού Συμβουλίου καί τής Επιτροπής γαλλικές ενώσεις επισημαίνουν ιδίως τό γεγονός οτι τά στοιχεία πού παρέχουν οι ενάγουσες οσον αφορά τίς σχέσεις τών τιμών στήν παγκόσμια αγορά δέν ανταποκρίνονται πρός τά πραγματικά δεδομένα τής αγοράς αυτής , τής οποίας η εξέλιξη επηρεάζεται πράγματι από πληθώρα διαφόρων παραγόντων , δομικού καί συγκυριακού χαρακτήρος . Ιδίως , προσάπτουν στίς ενάγουσες τό οτι επέλεξαν αυθαιρέτως τίς αντιπροσωπευτικές τιμές τού μαλακού καί τού σκληρού σίτου , γιά νά καταλήξουν στήν σχέση 100 : 110 τήν οποία χαρακτηρίζουν ως «δικαιολογημένη» .

36 Τό Δικαστήριο κρίνει οτι τά επιχειρήματα πού ανέπτυξαν οι ενάγουσες δέν ειναι ικανά νά θέσουν εν αμφιβόλω τήν νομιμότητα τών πράξεων τού Συμβουλίου καί τής Επιτροπής , οι οποίες απετέλεσαν τήν αφορμή τών αγωγών .

37 Πρέπει νά σημειωθεί οτι , κατά τήν χάραξη τής επί τού θέματος πολιτικής τους , τά αρμόδια κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια οσον αφορά όχι μόνο τόν καθορισμό τών πραγματικών βάσεων τής δράσεώς τους , αλλά επίσης τόν προσδιορισμό τών επιδιωκομένων σκοπών , στό πλαίσιο τών διατάξεων τής συνθήκης , καί τήν επιλογή τών καταλλήλων μέσων ενεργείας .

38 Επί τού πρώτου ισχυρισμού τών εναγουσών πρέπει νά σημειωθεί οτι οσα ανεπτύχθησαν σχετικά μέ τήν κατάσταση τής παγκόσμιας καί τής κοινοτικής αγοράς δέν επιτρέπουν τήν διάγνωση προδήλου πλάνης κατά τήν υπό τής Επιτροπής καί τού Συμβουλίου εκτίμηση , αφ’ ενός , τών δεδομένων πού κρατούν στήν παγκόσμια αγορά καί , αφ’ ετέρου , τών συνθηκών παραγωγής πού χαρακτηρίζουν τήν κοινοτική αγορά . Συγκεκριμένα , δέν δύναται νά θεωρηθεί ως πάγιο δεδομένο η διαπίστωση τού Δικαστηρίου , στήν απόφασή του τής 13ης Νοεμβρίου 1973 , οσον αφορά τά αντίστοιχα έξοδα παραγωγής τού μαλακού καί τού σκληρού σίτου κατά τήν κρίσιμη περίοδο .

39 Ως πρός τόν οικονομικό σκοπό πού επιδιώκει τό Συμβούλιο , μέ τόν καθορισμό τής διαφοράς μεταξύ τής τιμής κατωφλίου τού σκληρού σίτου καί τής τιμής τού μαλακού σίτου , ούτε στό θέμα αυτό διαπιστούται υπέρβαση τών ορίων πολιτικής εκτιμήσεως τών οργάνων στόν καθορισμό τής διαφοράς τών επιπέδων τιμών , λαμβανομένης υπ’ όψη τής χρονίως πλεονασματικής παραγωγής μαλακού σίτου καί τής ανάγκης τονώσεως τής κοινοτικής παραγωγής σκληρού σίτου . Δεδομένου οτι τό Συμβούλιο προέβη στήν επιλογή αυτή στό πλαίσιο νομίμου ασκήσεως τής διακριτικής του ευχερείας , οι παρασκευαστές τών παραγώγων προϊόντων πρέπει νά δέχονται τίς επιπτώσεις τής οικονομικής αυτής επιλογής , οπως επίσης πρέπει νά τίς δέχονται καί οι διάφορες σχετικές ομάδες παραγωγών .

40 Τό γεγονός οτι πρίν από τίς μεταβολές τών συνθηκών τής παγκόσμιας αγοράς , κατά τό 1974 , τό Συμβούλιο ειχε ακολουθήσει επί μακρόν διαφορετική πολιτική δέν δημιουργεί , γιά τούς ενδιαφερομένους παραγωγούς καί τίς επιχειρήσεις μεταποιήσεως , δικαίωμα στή διατήρηση τών πλεονεκτημάτων πού τούς παρείχε η μέχρι τότε κρατούσα πολιτική· ούτε αυτό αποτελεί γιά τήν Επιτροπή καί τό Συμβούλιο περιορισμό τής εξουσίας τους νά προσαρμόζουν τήν πολιτική τους αναλόγως τής εξελίξεως τών δεδομένων τής αγοράς καί τών επιδιωκομένων σκοπών . Σχετικώς , αρκεί η παραπομπή στίς αποφάσεις τής 13ης Νοεμβρίου 1973 ( προμνημονευθείσα , σκέψη 12 ) καί 2ας Ιουνίου 1976 ( Kampffmeyer κ.ά ., 56 εως 60/74 , Slg . σ . 711 , σκέψη 13 ). Ιδίως , η πρόθεση πού εκφράζεται στήν 8η σκέψη τού προοϊμίου τού κανονισμού 2727/75 δέν δύναται νά θεωρηθεί ως διατύπωση νομικού κανόνος , τόν οποίο τά όργανα οφείλουν οπωσδήποτε νά τηρούν εν συνεχεία .

41 Ως πρός τό επιχείρημα εκ τού άρθρου 39 παράγραφος 1 εδάφιο γ ) τής συνθήκης , πρέπει νά παρατηρηθεί πρώτον οτι , σύμφωνα μέ τήν παγία νομολογία τού Δικαστηρίου , τά όργανα οφείλουν νά προβαίνουν στήν εξισορρόπηση τών διαφόρων σκοπών πού θέτει τό άρθρο 39 , τό οποίο δέν επιτρέπει τήν απομόνωση ενός από τούς στόχους αυτούς , οπως η σταθεροποίηση ορισμένων δημιουργηθεισών καταστάσεων , σέ σημείο ωστε νά καθίσταται αδύνατη η πραγματοποίηση άλλων σκοπών , οπως εν προκειμένω η ορθολογική ανάπτυξη τής γεωργικής παραγωγής καί η εξασφάλιση τού εφοδιασμού , δεδομένου οτι πρόκειται γιά ελλειμματικό αγαθό , οπως ο σκληρός σίτος .

42 Ως πρός τόν δεύτερο καί τόν τρίτο ισχυρισμό περί παραβάσεως τής αρχής τής μή δημιουργίας διακρίσεων καί τών κανόνων περί διαμορφώσεως τών γεωργικών τιμών , τούς οποίους καθιερώνει τό άρθρο 40 παράγραφος 3 , τά επιχειρήματα αυτά δέν δύνανται νά γίνουν δεκτά στό πλαίσιο τής κοινής οργανώσεως αγοράς , η οποία στηρίζεται στήν ελευθερία τών συναλλαγών υπό κοινό καθεστώς τιμών παραγωγής . Η οργάνωση αυτή επιτρέπει σέ ολους εκείνους , οι οποίοι χρησιμοποιούν σκληρό σίτο , νά εφοδιάζονται μέ τίς ίδιες προϋποθέσεις είτε πρόκειται γιά τήν πρώτη υλη είτε γιά παράγωγο προϊόν , οπως τό σιμιγδάλι , υπό τήν επιφύλαξη τής κοινοτικής προτιμήσεως , τήν οποία εκφράζει η διαφορά μεταξύ τής τιμής παρεμβάσεως καί τής τιμής κατωφλίου . Πρέπει νά σημειωθεί οτι τό τελευταίο αυτό ζήτημα δέν ειναι επίδικο εν προκειμένω .

43 Μέ τόν τέταρτο ισχυρισμό , περί παραβάσεως τής λεγομένης αρχής τής «αναλογικότητος» , οι ενάγουσες προβάλλουν τό γεγονός οτι , κατά τόν καθορισμό τών μέσων ρυθμίσεως τής αγοράς , τό Συμβούλιο επέλεξε ενα μέσο αδικαιολογήτως δυσμενές γιά αυτές , δηλαδή τόν καθορισμό τής τιμής σκληρού σίτου στό αναφερθέν υψος .

44 Πρέπει νά σημειωθεί σχετικώς οτι η διαφοροποίηση τών καθ’ εκαστα τιμών πού καθορίζει η Κοινότης παρίσταται ως μέσο ιδιαίτερα καλά προσαρμοσμένο στόν γενικό μηχανισμό τής οργανώσεως τής αγοράς καί στόν επιδιωκόμενο εν προκειμένω σκοπό , δηλαδή τήν ανάπτυξη τής καλλιεργείας σκληρού σίτου πρός επίτευξη καλυτέρας συνολικής δομής τής κοινοτικής παραγωγής . Τά καθ’ ων όργανα ορθώς παρετήρησαν οτι οι λύσεις πού προβάλλουν οι ενάγουσες ειναι απαράδεκτες , διότι η μέν μία — δηλαδή η διαφοροποίηση τής τιμής κατωφλίου στό νότιο καί βόρειο μέρος τής Κοινότητος — δέν συμβιβάζεται πρός τήν ενότητα τής αγοράς η δέ άλλη — δηλαδή η επέκταση τών ενισχύσεων γιά τήν καλλιέργεια τού σκληρού σίτου — αποτελεί αντινομία σ’ ενα σύστημα οικονομίας τής αγοράς καί επί πλέον ειναι υπερβολικά επαχθής γιά τό σύνολο .

45 Πρέπει λοιπόν νά συναχθεί τό συμπέρασμα οτι οι ενάγουσες δέν απέδειξαν ούτε «ιδιαιτέρως σοβαρή παραβίαση ανωτέρου ιεραρχικώς κανόνος δικαίου πού προστατεύει τά άτομα» ούτε οποιαδήποτε παρανομία τού Συμβουλίου καί τής Κοινότητος .

Επί τής ζημίας καί τής αιτιώδους συναφείας

46 Οι ενάγουσες απαιτούν από τήν Κοινότητα τά ακόλουθα ποσά ως αποζημίωση :

1 786 047,50 DM ( υπόθεση 197/80 ), 1 087 692,80 DM ( υπόθεση 198/80 ), 910 850,73 DM ( υπόθεση 199/80 ), 1 020 524 DM ( υπόθεση 200/80 ), 2 204 106,30 DM ( υπόθεση 243/80 ) 260 172,78 DM ( υπόθεση 245/80 ) καί 967 750 DM ( υπόθεση 247/80 ).

47 Υπολογίζουν τήν ζημία πού επικαλούνται , πολλαπλασιάζοντας τίς ποσότητες σιμιγδαλίου πού επώλησαν στούς παρασκευαστές ζυμαρικών μέ τήν διαφορά μεταξύ αυτού πού θεωρούν ως τήν «ορθή τιμή» τού σκληρού σίτου καί τής τιμής εισαγωγής πού προκύπτει από τήν εφαρμογή τών κοινοτικών κανονισμών , κατόπιν αφαιρέσεως τού ποσού πού ισχυρίζονται οτι επέρριψαν επί τών αγοραστών τους . Υπογραμμίζουν οτι ο υπολογισμός αυτός δέν λαμβάνει υπ’ όψη ούτε τό διαφυγόν κέρδος τους ούτε τήν μείωση τής εμπορικής δραστηριότητός τους .

48 Η ενάγουσα Birkel προβαίνει σέ ανάλογο υπολογισμό , επισημαίνοντας επί πλέον τό γεγονός οτι δέν ηδυνήθη νά επιρρίψει τό υπερβάλλον τήν «ορθή τιμή» μέρος τής τιμής επί τών αγοραστών τών προϊόντων της .

49 Τά καθ’ ων όργανα θεωρούν αυτό τόν τρόπο υπολογισμού ανεπίτρεπτο διότι στηρίζεται επί στοιχείου — τήν «ορθή τιμή» τού σκληρού σίτου — τό οποίο οι ενάγουσες επέλεξαν αυθαιρέτως . Επί πλέον , τό σημείο δέ αυτό ανέπτυξαν ιδιαιτέρως οι ενώσεις πού παρενέβησαν πρός υποστήριξή τους , αμφισβητούν τήν υπαρξη αιτιώδους συναφείας μεταξύ τής υποτιθεμένης ζημίας καί τού καθορισμού τών τιμών από τό Συμβούλιο καί από τήν Επιτροπή . Ισχυρίζονται οτι η πραγματική αιτία ενδεχομένων απωλειών τών εναγουσών πρέπει νά αναζητηθεί στό γεγονός οτι , αντίθετα μέ άλλα Κράτη μέλη καί ιδίως τήν Γαλλία καί τήν Ιταλία , τών οποίων η νομοθεσία απαγορεύει τήν χρησιμοποίηση μαλακού σίτου γιά τήν παρασκευή ζυμαρικών ( ο «περί καθαρότητος» αποκαλούμενος νόμος ), στήν Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τής Γερμανίας δέν ισχύει τέτοια απαγόρευση , έτσι ωστε οι γερμανοί παρασκευαστές δύνανται νά αντικαθιστούν κατά βούληση σκληρό μέ μαλακό σίτο γιά τήν παρασκευή ζυμαρικών . Δεδομένου οτι η αντικατάσταση αυτή έχει ως συνέπεια τήν χειροτέρευση τής ποιότητος τών ζυμαρικών , οπως δέχεται καί μία μελέτη τήν οποία προσεκόμισαν οι ίδιες οι ενάγουσες , η έλλειψη νομοθεσίας τού είδους αυτού στήν Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τής Γερμανίας ειχε ως συνέπεια νά μειώσει τίς ανταγωνιστικές δυνατότητες τής γερμανικής βιομηχανίας στόν συναγωνισμό της μέ τά ζυμαρικά πού προέρχονται από χώρες στίς οποίες υφίσταται «νόμος περί καθαρότητος» .

50 Τό Δικαστήριο κρίνει οτι οι ενάγουσες πράγματι δέν προσεκόμισαν αποδεικτικά στοιχεία οσον αφορά τήν ζημία , τήν οποία ισχυρίσθησαν οτι υπέστησαν . Αρκεί νά λεχθεί οτι ο τρόπος υπολογισμού πού εχρησιμοποίησαν ανάγεται σέ στοιχείο — τής «ορθής τιμής» τού σκληρού σίτου — τό οποίο εστήριξαν επί καθαρώς υποκειμενικών οικονομικών σκέψεων , παρά τό γεγονός οτι ενεργούν εντός οικονομικού πλαισίου πού χαρακτηρίζεται από κοινή οργάνωση αγοράς καί όχι εντός τού πλαισίου τής παγκόσμιας αγοράς . Οι υπολογισμοί τούς οποίους έκαναν μέ αφετηρία τό αρχικό αυτό στοιχείο περιλαμβάνουν επί πλέον μεγέθη εξαρτώμενα , γιά κάθε ενάγουσα , από τήν ατομική της διαχείριση , άρα μή δυνάμενα νά ελεγχθούν .

51 Όσον αφορά τήν αιτιότητα , οι ενάγουσες δέν επέτυχαν νά αποδείξουν τήν υπαρξη σχέσεως μεταξύ , αφ’ ενός , τών πράξεων τού Συμβουλίου καί τής Επιτροπής οι οποίες , κατά τήν γνώμη τους , προεκάλεσαν τίς απώλειες πού υπέστησαν καί , αφ’ ετέρου , τής ζημίας , τήν οποία ισχυρίζονται οτι υπέστησαν . Επ’ αυτού πρέπει νά διατυπωθούν δύο παρατηρήσεις .

52 Πρώτον , τά στοιχεία πού παρέχουν οι ίδιες οι ενάγουσες γιά νά αποδείξουν τήν υπαρξη τής ζημίας πού υπέστησαν δείχνουν οτι τό οικονομικό αποτέλεσμα τής δραστηριότητός τους διέπεται από σειρά παραγόντων , οι οποίοι εξαρτώνται από τήν δική τους βιομηχανική καί εμπορική διαχείριση καί οι οποίοι , γιά τόν λόγο αυτό , εκτός τού οτι δέν δύναται νά ελεγχθούν , οπως ήδη ελέχθη , δέν δύνανται ούτε νά καταλογιστούν στήν Κοινότητα .

53 Επί πλέον , οπως προέκυψε από εξηγήσεις πού εδόθησαν σέ απάντηση ερωτή- σεων πού έθεσε τό Δικαστήριο , η πραγματική αιτία τών δυσχερειών τίς οποίες συνήντησαν οι ενάγουσες οφείλεται κατά πρώτο στήν έλλειψη νομοθεσίας πού νά επιβάλλει τήν αποκλειστική χρησιμοποίηση σκληρού σίτου γιά τήν παρασκευή ζυμαρικών στήν Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τής Γερμανίας . Πρέπει νά σημειωθεί οτι , ήδη από τό 1968 , η Επιτροπή ειχε υποβάλει στό Συμβούλιο πρόταση οδηγίας πρός τόν σκοπό αυτό , αλλά οτι στήν πρόταση αυτή δέν εδόθη συνέχεια ( βλ . Abl . C 136 , σ . 16 ).

54 Η θέσπιση κοινού κανόνος τού είδους αυτού απ’ ολα τά Κράτη μέλη θά ειχε αναμφιβόλως ως αποτέλεσμα νά εξασφαλίσει σέ ολους τούς παραγωγούς σιμιγδαλίου σκληρού σίτου σταθερότερη διάθεση τού εμπορεύματός τους . Λόγω τού οτι δέν υπάρχει τέτοια διάταξη στήν Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τής Γερμανίας καί σέ άλλα Κράτη μέλη , η υποκατάσταση στήν παρασκευή ζυμαρικών , ορισμένης αναλογίας σκληρού σίτου μέ μαλακό σίτο μέ συνέπεια τήν μείωση τής δραστηριότητος τών αλευροποιείων σιμιγδαλίου σκληρού σίτου , αποτελεί αναπόφευκτη συνέπεια τής καταστάσεως τής νομοθεσίας στά κράτη αυτά . Η Κοινότης δέν έχει καμμία υποχρέωση , κατά τήν χάραξη τής πολιτικής τιμών πού ασκεί στόν τομέα τών σιτηρών , νά καθορίζει τίς τιμές τού σκληρού καί τού μαλακού σίτου κατά τρόπον ωστε νά προλαμβάνεται η υποκατάσταση αυτή , εκεί οπου επιτρέπεται από τόν νόμο . Μόνο η εναρμόνιση τών εθνικών νομοθεσιών ειναι ικανή νά άρει τήν δυσχέρεια τήν οποία επεσήμαναν οι ενάγουσες .

55 Οι σκέψεις αυτές αρκούν νά δείξουν οτι οι ενάγουσες δέν επέτυχαν νά αποδείξουν τήν υπαρξη σχέσεως αιτίου-αποτελέσματος μεταξύ τής πολιτικής πού ακολουθούν τά κοινοτικά όργανα στόν τομέα τού καθορισμού τών τιμών τού σίτου καί η οποία καθιερώθη από τούς αμφισβητημένους κανονισμούς καί τής χειροτερεύσεως τής θέσεώς τους στήν αγορά τού σκληρού σίτου ή τών ζυμαρικών .

56 Από τήν ανάλυση αυτή προκύπτει οτι οι ενάγουσες δέν απέδειξαν καμμία από τίς προϋποθέσεις , πού εκτίθενται ανωτέρω , από τίς οποίες εξαρτάται η ευθύνη τής Κοινότητος . Επομένως , οι αγωγές ειναι απορριπτέες .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί τών δικαστικών εξόδων

57 Σύμφωνα μέ τό άρθρο 69 παράγραφος 2 τού κανονισμού διαδικασίας , η ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στά δικαστικά έξοδα .

58 Οι ενάγουσες καί οι Soubry καί Coppens , παρεμβαίνουσες υπέρ τής εναγούσης Schwaben-Nudel-Werke B . Birkel Soehne GmbH & Co ., πρέπει , επομένως , νά καταδικασθούν στά δικαστικά έξοδα εις ολόκληρον .

Διατακτικό


Διά ταύτα

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( δεύτερο τμήμα )

κρίνει καί αποφασίζει :

1 ) Απορρίπτει τίς αγωγές .

2)Καταδικάζει τίς ενάγουσες καί τίς παρεμβαίνουσες υπέρ τής εναγούσης στήν υπόθεση 247/80 στά δικαστικά έξοδα εις ολόκληρον , περιλαμβανομένων καί τών δικαστικών εξόδων τών παρεμβαινουσών υπέρ τών καθ’ ων .