61980J0212

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 12ΗΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1981. - AMMINISTRAZIONE DELLE FINANZE DELLO STATO ΚΑΤΑ SRL MERIDIONALE INDUSTRIA SALUMI ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ. - DITTA ITALO ORLANDI E FIGLIO ΚΑΙ DITTA VINCENZO DIVELLA ΚΑΤΑ AMMINISTRAZIONE DELLE FINANZE DELLO STATO. - (ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ CORTE SUPREMA DI CASSAZIONE ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ). - ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΩΝ Η ΕΞΑΓΩΓΙΚΩΝ ΔΑΣΜΩΝ. - ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ 212 ΕΩΣ 217/80.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1981 σελίδα 02735


Περίληψη
Διάδικοι
Αντικείμενο της υπόθεσης
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 . Πράξη τών οργάνων — Διαχρονική εφαρμογή — Διαδικαστικοί κανόνες — Ουσιαστικοί κανόνες — Διάκριση — Αναδρομικότης ουσιαστικού κανόνος — Προϋποθέσεις

2 . Ευρωπαϊκές Κοινότητες — Ίδιοι πόροι — Εκ τών υστέρων είσπραξη εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών — Κανονισμός 1697/79 — Αναδρομικότης — Έλλειψη

( Κανονισμός τού Συμβουλίου 1697/79 )

Περίληψη


1 . Ενώ οι κανόνες διαδικασίας θεωρούνται γενικώς ως εφαρμοζόμενοι εφ’ ολων τών διαφορών πού εκκρεμούν κατά τό χρονικό σημείο πού οι εν λόγω κανόνες τίθενται εν ισχύι , δέν συμβαίνει τό ίδιο μέ τούς ουσιαστικούς κανόνες . Αντιθέτως , οι τελευταίοι ερμηνεύονται συνήθως ως μή αφορώντες διαμορφωθείσες πρό τής ενάρξεως τής ισχύος τους καταστάσεις , παρά μόνο εφ’ οσον από τήν διατύπωσή τους , τόν επιδιωκόμενο σκοπό ή τήν οικονομία τους προκύπτει σαφώς οτι πρέπει νά τούς προσδοθεί ενα τέτοιο αποτέλεσμα . Η ανωτέρω ερμηνεία εξασφαλίζει τήν τήρηση τών αρχών τής ασφαλείας τού δικαίου καί τής θεμιτής εμπιστοσύνης , δυνάμει τών οποίων η κοινοτική νομοθεσία πρέπει νά ειναι σαφής καί νά δύναται νά προβλεφθεί από τούς πολίτες .

2 . Ο κανονισμός 1697/79 τού Συμβουλίου περί τής εκ τών υστέρων εισπράξεων εισαγωγικών καί εξαγωγικών δασμών πού δέν κατέστησαν απαιτητοί από τόν φορολογούμενο , γιά εμπορεύματα πού διεσαφήσθησαν σέ τελωνειακό καθεστώς συνεπαγόμενο τήν υποχρέωση καταβολής τέτοιων δασμών δέν εφαρμόζεται επί καταβολών εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών πού διενεργήθησαν πρό τής ημερομηνίας ενάρξεως ισχύος του , ήτοι τής 1ης Ιουλίου 1980 .

Διάδικοι


Στίς συνεκδικασθείσες υποθέσεις 212 εως 217/80

πού έχουν ως αντικείμενο αιτήσεις τού Corte Suprema di Cassazione τής Ρώμης πρός τό Δικαστήριο , κατ’ εφαρμογή τού άρθρου 177 τής συνθήκης ΕΟΚ , μέ τίς οποίες ζητείται , στό πλαίσιο τών διαφορών πού εκκρεμούν ενώπιον τού αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

AMMINISTRAZIONE DELLE FINANZE DELLO STATO

καί

SRL MERIDIONALE INDUSTRIA SALUMI ,

AMMINISTRAZIONE DELLE FINANZE DELLO STATO

καί

DITTA SALUMIFICIO DI VERONA VASSANELLI ,

AMMINISTRAZIONE DELLE FINANZE DELLO STATO

καί

FRATELLI ULTROCCHI ,

DITTA ITALO ORLANDI & FIGLIO

καί

AMMINISTRAZIONE DELLE FINANZE DELLO STATO ,

AMMINISTRAZIONE DELLE FINANZE DELLO STATO

καί

SAS MOLINO FIGLI DI GINO BORGIOLI ,

DITTA VINCENZO DIVELLA

καί

AMMINISTRAZIONE DELLE FINANZE DELLO STATO

Αντικείμενο της υπόθεσης


η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως πρός τήν ερμηνεία τού κανονισμού 1697/79 τού Συμβουλίου , τής 24ης Ιουλίου 1979 , περί τής «εκ τών υστέρων» εισπράξεως εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών πού δέν κατέστησαν απαιτητοί από τόν φορολογούμενο , γιά εμπορεύματα πού διασαφηνίστηκαν [διεσαφήσθησαν] σέ τελωνειακό καθεστώς συνεπαγόμενο τήν υποχρέωση καταβολής τέτοιων δασμών ( ΕΕ ειδ . έκδ . Ν 197 , τόμ . 02/007 , σ . 254 ),

Σκεπτικό της απόφασης


1 Μέ διατάξεις τής 2ας Ιουλίου 1980 , πού περιήλθαν στό Δικαστήριο στίς 27 Οκτωβρίου 1980 , τό Corte Suprema di Cassazione τής Ρώμης υπέβαλε , δυνάμει τού άρθρου 177 τής συνθήκης ΕΟΚ , τέσσερα ομοίου περιεχομένου καί στίς εξι συνεκδικαζόμενες υποθέσεις προδικαστικά ερωτήματα , ως πρός τήν ερμηνεία τού κανονισμού 1697/79 τού Συμβουλίου , τής 24ης Ιουλίου 1979 , περί τής «εκ τών υστέρων» εισπράξεως εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών πού δέν κατέστησαν απαιτητοί από τόν φορολογούμενο , γιά εμπορεύματα πού διασαφηνίστηκαν [διεσαφήσθησαν] σέ τελωνειακό καθεστώς συνεπαγόμενο τήν υποχρέωση καταβολής τέτοιων δασμών ( ΕΕ ειδ . έκδ . Ν 197 , τόμ . 02/007 , σ . 254 ).

2 Τά εν λόγω ερωτήματα ανέκυψαν στό πλαίσιο διαφορών μεταξύ επιχειρηματιών καί τής Amministrazione delle Finanze dello Stato . Οι επιχειρηματίες προσέφυγαν κατά τών διορθωτικών πράξεων οι οποίες εξεδόθησαν από τήν διοίκηση πρό τής ημερομηνίας ενάρξεως τής ισχύος τού προαναφερθέντος κανονισμού , δηλαδή τήν 1η Ιουλίου 1980 , καί μέ τίς οποίες εντέλλοντο νά καταβάλουν ποσό πού αντιστοιχεί στήν διαφορά μεταξύ τής γεωργικής εισφοράς , η οποία υπελογίσθη βάσει τού εφαρμοστέου τήν ημέρα αποδοχής τής διασαφήσεως εισαγωγής συ ντελεστού καί τής εισφοράς πού υπελογίσθη βάσει τού ευνοϊκότερου συντελεστού , ο οποίος καθωρίσθη στό χρονικό διάστημα μεταξύ τής διασαφήσεως εισαγωγής καί τής διαθέσεως τών εμπορευμάτων στήν κατανάλωση . Η διοίκηση ισχυρίσθη οτι ο ευνοϊκότερος συντελεστής εφηρμόσθη κατά λάθος .

3 Από τήν δικογραφία προκύπτει οτι μέχρι τό 1976 η ιταλική διοίκηση υπελόγιζε κατά τρόπο σταθερό τό ποσό τών εισφορών , εφαρμόζοντας , κατόπιν αιτήσεως τού εισαγωγέως , τόν ευνοϊκότερο συντελεστή . Εν τούτοις , τό Δικαστήριο μέ τήν απόφασή του τής 15ης Ιουνίου 1976 ( Frecassetti , 113/75 , Racc . σ . 983 ), έκρινε οτι ο εν λόγω ευνοϊκότερος συντελεστής δέν ηδύνατο νά εφαρμοσθεί στίς γεωργικές εισφορές επί τών εισαγωγών , πού προήρχοντο από τρίτες χώρες , οι οποίες έπρεπε νά υπολογίζονται βάσει τού συντελεστού εισφοράς πού ίσχυε τήν ημέρα αποδοχής τής διασαφήσεως εισαγωγής τού εμπορεύματος από τίς τελωνειακές υπηρεσίες .

4 Τό Δικαστήριο ανεγνώρισε επίσης , μέ τήν απόφαση τής 27ης Μαρτίου 1980 ( Salumi 66 , 127 καί 128/79 , Racc . σ . 1237 ), οτι , κατά τό μέτρο πού τό κοινοτικό δίκαιο δέν περιλαμβάνει σχετικές διατάξεις , εναπόκειται στήν εσωτερική έννομη τάξη κάθε Κράτους μέλους νά καθορίζει τούς τρόπους καί τούς ορους εισπράξεως τών κοινοτικών οικονομικών επιβαρύνσεων , εξυπακουομένου πάντως οτι οι εν λόγω τρόποι καί οροι δέν δύνανται νά καθιστούν τό σύστημα εισπράξεως τών κοινοτικών φόρων καί εισφορών λιγότερο αποτελεσματικό από εκείνο τών εθνικών φόρων καί εισφορών τού ιδίου τύπου .

5 Δεδομένου οτι η τελευταία απόφαση εξεδόθη μετά τήν ημερομηνία ενάρξεως τής ισχύος τού κανονισμού 1697/79 , τό αντικείμενο τών υπό κρίση υποθέσεων συνίσταται ακριβώς στό άν τό εθνικό δίκαιο ή ο κοινοτικός κανονισμός , πού ετέθη εν τώ μεταξύ εν ισχύι , πρέπει νά εφαρμοσθεί εν προκειμένω . Γι’ αυτό καί τό Corte Suprema di Cassazione υπέβαλε στό Δικαστήριο τά εξής τέσσερα ερωτήματα :

«α ) Αναφέρεται ο κανονισμός ΕΟΚ 1697/79 τού Συμβουλίου , τής 24ης Ιουλίου 1979 καί , ιδίως , τό άρθρο 5 τού εν λόγω κανονισμού στίς καταβολές γεωργικών εισφορών , πού ηταν κατώτερες τών κατά νόμον οφειλομένων καί πού διενεργήθησαν πρό τής 1ης Ιουλίου 1980 , γιά τίς οποίες , έστω καί πρό τής εν λόγω ημερομηνίας εκινήθη διαδικασία τής εισπράξεως , ως πρός τήν από άλλες απόψεις , νομιμότητα οποίας υφίσταται εκκρεμής ενώπιον τού εθνικού δικαστού διαφορά ;

β)Σέ περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στό πρώτο ερώτημα , η διάταξη τού άρθρου 5 καί οι διατάξεις τών δύο παραγράφων αναφέρονται στήν καταβολή γεωργικών εισφορών ποσού κατωτέρου από τό κατά νόμον οφειλόμενο ποσό , η οποία διενεργήθη , αφ’ ενός , κατά τρόπο ουσιαστικώς σύμφωνο μέ τίς κοινοτικές κανονιστικές διατάξεις καί τήν ερμηνεία τους πού ηδύνατο τότε νά συναχθεί από τίς επίσημες πράξεις τών κοινοτικών οργάνων καί ανεγνωρίσθη ως ορθή από τήν νομολογία τών εθνικών δικαστηρίων , αλλά ακολούθως ως μή έγκυρη από τό Δικαστήριο καί , αφ’ ετέρου , κατά τρόπο τυπικώς σύμφωνο μέ τούς εθνικούς κανόνες , ως πρός τούς οποίους ανεγνωρίσθη ακολούθως οτι δέν ειχαν σχέση μέ τό θέμα , αλλά εφηρμόζοντο τότε σταθερά από τίς αρμόδιες εθνικές διοικητικές αρχές , σύμφωνα μέ τίς εγκυκλίους καί τίς οδηγίες τών ηγετικών τους οργάνων ;

γ)Σέ περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στό δεύτερο ερώτημα υπό τήν έννοια τής δυνατότητας εφαρμογής τού άρθρου 5 παράγραφος 2 , η προβλεπομένη από τήν εν λόγω διάταξη ρύθμιση , άν επέφερε ήδη αποτελέσματα λόγω τής θεσπίσεως τών διατάξεων εφαρμογής πού αναφέρονται στό δεύτερο εδάφιο , καθιστά ισχυρές , εν σχέσει πρός τήν κοινοτική έννομη τάξη , τίς εθνικές κανονιστικές διατάξεις πού ειχαν ήδη προγενεστέρως θεσπισθεί καί πού καθώριζαν τόν συντελεστή τών εισπρακτέων εισφορών σέ κατώτερο υψος καί , εν πάση περιπτώσει , διαφορετικό από εκείνο πού προεβλέπετο τότε από τίς κοινοτικές κανονιστικές διατάξεις ;

δ)Σέ περίπτωση αρνητικής απαντήσεως , δύναται νά εφαρμοσθεί καί η διάταξη τού άρθρου 7 τού ιδίου κανονισμού στίς μεταγενέστερες τής ενάρξεως τής ισχύος του εισπράξεις , πού αφορούν «εκ τών υστέρων» εισπράξεις , λόγω τού οτι κατεβλήθησαν ποσά κατώτερα από αυτά πού ωφείλοντο κατά νόμον , υπό τίς περιστάσεις πού ανεφέρθησαν υπό τό στοιχείο β , πρό τής 1ης Ιουλίου 1980;»

6 Μέ τό πρώτο ερώτημα , τό εθνικό δικαστήριο ερωτά κυρίως άν ο κανονισμός 1697/79 εφαρμόζεται στίς καταβολές εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών , οι οποίες διενεργήθησαν πρό τής ημερομηνίας ενάρξεως τής ισχύος τού κανονισμού .

7 Σύμφωνα μέ τό άρθρο 1 , ο κανονισμός 1697/79 έχει ως αντικείμενο τόν καθορισμό τών ορων βάσει τών οποίων διενεργείται η εκ τών υστέρων είσπραξη τών εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών , οι οποίοι δέν κατέστησαν απαιτητοί από τόν φορολογούμενο γιά εμπορεύματα πού διεσαφήσθησαν υπό τελωνειακό καθεστώς πού συνεπάγεται τήν υποχρέωση καταβολής τέτοιων δασμών . Οι αρμόδιες αρχές , οι οποίες διαπιστώνουν οτι δέν κατέστησαν απαιτητοί τέτοιοι δασμοί , υποχρεούνται νά προβούν στήν είσπραξη τών δασμών υπό τήν επιφύλαξη , πάντως , οτι μία τέτοια διαδικασία δέν δύναται πλέον νά κινηθεί μετά τήν παρέλευση προθεσμίας τριών ετών από τής ημερομηνίας βεβαιώσεως τού ποσού πού ειχε αρχικώς καταστεί απαιτητό ή , εφ’ οσον δέν έγινε βεβαίωση χρέους , από τής ημερομηνίας γενέσεως τής σχετικής μέ τό εμπόρευμα τελωνειακής οφειλής ( άρθρο 2 παράγραφος 1 ). Σέ ορισμένες περιπτώσεις , ο κανονισμός απαγορεύει τήν κίνηση διαδικασίας εισπράξεως ( άρθρο 5 παράγραφος 1 ) ή προβλέπει τήν ευχέρεια νά μή διενεργηθεί είσπραξη ( άρθρο 5 παράγραφος 2 ). Ορίζει επίσης οτι , σέ ορισμένες περιπτώσεις , δέν εισπράττονται καθόλου τέλη εκπροθέσμου καταβολής επί τών εισπραττομένων ποσών ( άρθρο 7 ).

8 Εν τούτοις , δεδομένου οτι ο κανονισμός δέν περιλαμβάνει καμμία μεταβατική διάταξη , καί προκειμένου νά καθορισθεί τό διαχρονικό του αποτέλεσμα , πρέπει νά γίνει προσφυγή στίς γενικώς αναγνωρισμένες ερμηνευτικές αρχές , αφού ληφθεί υπ’ όψη τόσο η διατύπωση τού κανονισμού οσον καί ο επιδιωκόμενος σκοπός καί η οικονομία του .

9 Ενώ οι κανόνες διαδικασίας θεωρούνται γενικώς ως εφαρμοζόμενοι επί ολων τών διαφορών πού εκκρεμούν κατά τό χρονικό σημείο πού οι εν λόγω κανόνες τίθενται εν ισχύι , δέν συμβαίνει τό ίδιο μέ τούς ουσιαστικούς κανόνες . Αντιθέτως , οι τελευταίοι ερμηνεύονται συνήθως ως μή αφορώντες διαμορφωθείσες πρό τής ενάρξεως τής ισχύος τους καταστάσεις , παρά μόνο εφ’ οσον από τήν διατύπωσή τους , τόν επιδιωκόμενο σκοπό ή τήν οικονομία τους προκύπτει σαφώς οτι πρέπει νά τούς προσδοθεί ενα τέτοιο αποτέλεσμα .

10 Η ανωτέρω ερμηνεία εξασφαλίζει τήν τήρηση τών αρχών τής ασφαλείας τού δικαίου καί τής θεμιτής εμπιστοσύνης , δυνάμει τών οποίων η κοινοτική νομοθεσία πρέπει νά ειναι σαφής καί νά δύναται νά προβλεφθεί από τούς πολίτες . Τό Δικαστήριο έχει επανειλημμένως τονίσει τήν σημασία τών εν λόγω αρχών , ιδίως μέ τίς αποφάσεις τής 25ης Ιανουαρίου 1979 ( Racke , 98/78 , Racc . σ . 69· Decker , 99/78 , Racc . σ . 101 ), μέ τίς οποίες έκρινε οτι , κατά κανόνα , η αρχή τής ασφαλείας τών εννόμων καταστάσεων αντιτίθεται στό νά καθορίζεται η αφετηρία τής χρονικής ισχύος μιάς κοινοτικής πράξεως σέ προγενέστερη τής δημοσιεύσεώς της ημερομηνία καί οτι δέν δύναται νά συμβαίνει άλλως παρά σέ εξαιρετικές περιπτώσεις , οταν τό απαιτεί ο επιδιωκόμενος σκοπός καί δέν θίγεται η θεμιτή εμπιστοσύνη τών ενδιαφερομένων .

11 Συναφώς πρός τά ανωτέρω , πρέπει πρώτον νά διαπιστωθεί οτι τό εν λόγω κείμενο αναφέρεται σέ γενική ρύθμιση τής εκ τών υστέρων εισπράξεως τών εισαγωγικών καί εξαγωγικών δασμών , οι οποίοι προκύπτουν από τήν εφαρμογή τής κοινής γεωργικής πολιτικής ή τίς διατάξεις τής συνθήκης περί τελωνειακής ενώσεως . Δεδομένου οτι τό εν λόγω κείμενο έχει αντικαταστήσει τίς σχετικές κανονιστικές εθνικές διατάξεις μέ κοινοτικές διατάξεις , περιέχει τόσο διαδικαστικούς , οσο καί ουσιαστικούς κανόνες , οι οποίοι αποτελούν αδιαίρετο σύνολο , οι ειδικές διατάξεις τού οποίου δέν δύνανται νά εξετάζονται μεμονωμένως ως πρός τό διαχρονικό τους αποτέλεσμα .

12 Συνεπώς , δέν δύναται νά αναγνωρισθεί στίς διατάξεις τού κανονισμού αναδρομικό αποτέλεσμα , εκτός άν αρκετά σαφείς ενδείξεις οδηγούν σ’ ενα τέτοιο συμπέρασμα . Πρέπει , πάντως , νά σημειωθεί οτι τόσο η διατύπωση , οσο καί η γενική οικονομία τού κανονισμού πολύ απέχουν από τό νά υποδηλούν αναδρομική ισχύ , ενώ αντιθέτως οδηγούν στό συμπέρασμα οτι ο κανονισμός ορίζει μόνον γιά τό μέλλον .

13 Αυτό προκύπτει , πρώτον , από τήν ίδια τήν διατύπωση τών διατάξεων τού κανονισμού , οι οποίες προβλέπουν είτε τήν υποχρέωση είτε τήν απαγόρευση «αναλήψεως ενεργειών» [κινήσεως διαδικασίας] εισπράξεως καί οι οποίες , συνεπώς , δέν δύνανται νά αφορούν διαδικασίες πού έχουν ήδη κινηθεί κατά τήν ημερομηνία ενάρξεως τής ισχύος τού κανονισμού . Δεύτερον , προκύπτει επίσης από τό χρονικό διάστημα πού εμεσολάβησε μεταξύ τής εκδόσεως τού κανονισμού , τήν 24η Ιουλίου 1979 , καί τής ενάρξεως τής ισχύος του , τήν 1η Ιουλίου 1980 , διάστημα πού δεικνύει οτι τό Συμβούλιο δέν έκρινε ως επείγουσα τήν θέση σέ εφαρμογή τής κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως .

14 Επί πλέον , άν τό πεδίο εφαρμογής τού κανονισμού επεξετείνετο στό σύνολο τών διαφορών πού εκκρεμούσαν ενώπιον τών εθνικών δικαστηρίων κατά τήν ημερομηνία ενάρξεως τής ισχύος του , η εφαρμογή είτε τού εθνικού δικαίου είτε τής κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως θά εξηρτάτο από τήν συμπεριφορά τών εθνικών αρχών καί , ειδικότερα , από τήν ταχύτητα κινήσεως καί περατώσεως μιάς ενδίκου διαδικασίας . Αυτό θά ηδύνατο νά καταλήξει σέ αδικαιολόγητη διαφορά μεταχειρίσεως πράξεων πού διενεργήθησαν υπό παρόμοιες καταστάσεις καί θά ηταν ασυμβίβαστο πρός τίς αρχές τής ισότητος καί τής δικαιοσύνης . Συνεπώς , πρέπει νά ληφθεί υπ’ όψη η ημερομηνία τής αρχικής καταβολής τών δασμών , προκειμένου νά οριοθετηθεί τό πεδίο διαχρονικής εφαρμογής τού κανονισμού .

15 Από τό σύνολο τών ανωτέρω σκέψεων προκύπτει οτι ο κανονισμός αφορά μόνον τίς πράξεις εισαγωγής ή εξαγωγής , γιά τίς οποίες η καταβολή τών δασμών διενεργήθη από 1ης Ιουλίου 1980 .

16 Επομένως , στό πρώτο ερώτημα πού υπέβαλε τό Corte Suprema di Cassazione προσήκει η απάντηση οτι ο κανονισμός 1697/79 τού Συμβουλίου , τής 24ης Ιουλίου 1979 , δέν εφαρμόζεται επί καταβολών εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών πού διενεργήθησαν πρό τής 1ης Ιουλίου 1980 .

17 Κατά συνέπεια , παρέλκει η απάντηση στό δεύτερο

καί τρίτο ερώτημα , τά οποία υπεβλήθησαν μόνο γιά τήν περίπτωση πού θά εδίδετο καταφατική απάντηση στό πρώτο . Η απάντηση στό τέταρτο ερώτημα περιέχεται στήν απάντηση τού πρώτου ερωτήματος .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί τών δικαστικών εξόδων

18 Τά έξοδα στά οποία υπεβλήθησαν η ιταλική κυβέρνηση καί η Επιτροπή , οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στό Δικαστήριο , δέν αποδίδονται . Δεδομένου οτι η παρούσα διαδικασία έχει ως πρός τούς διαδίκους τής κυρίας δίκης τόν χαρακτήρα παρεμπίπτοντος , πού ανέκυψε ενώπιον τού εθνικού δικαστηρίου , σ’ αυτό εναπόκειται νά αποφασίσει γιά τά δικαστικά έξοδα .

Διατακτικό


Διά ταύτα

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( τρίτο τμήμα )

κρίνοντας επί τών ερωτημάτων πού τού υπέβαλε τό Corte Suprema di Cassazione Ρώμης μέ διατάξεις τής 2ας Ιουλίου 1980 , αποφαίνεται :

Ο κανονισμός 1697/79 τού Συμβουλίου , τής 24ης Ιουλίου 1979 , δέν εφαρμόζεται επί τών καταβολών εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών , πού διενεργήθησαν πρό τής 1ης Ιουλίου 1980 .