Στην υπόθεση 158/80

πού ἔχει ὡς ἀντικείμενο αίτηση πρός τό Δικαστήριο τοῦ τετάρτου τμήματος τοῦ Finanzgericht τοῦ 'Αμβούργου, κατ' εφαρμογή τοῦ ἄρθρου 177 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, μέ τήν ὁποία ζητείται στό πλαίσιο τῆς διαφορᾶς πού εκκρεμεί ενώπιον τοῦ αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

1. Rewe-Handelsgesellschaft Nord mbH,

2. Rewe-Markt Steffen, πού ἑδρεύει στό Κίελο,

καί

Hauptzollamt Kiel (Κεντρικό Τελωνείο τοῦ Κιέλου),

ή έκδοση προδικαστικής ἀποφάσεως ὡς πρός τήν ἑρμηνεία τοῦ κανονισμοῦ 1544/69 τοῦ Συμβουλίου τῆς 23ης 'Ιουλίου 1969, περί τῆς δασμολογικής μεταχειρίσεως πού ἐφαρμόζεται σέ εμπορεύματα πού περιέχονται στίς προσωπικές ἀποσκευές τῶν ταξιδιωτών (ΕΕ εἰδ. ἔκδ. 02, τόμος 001, σ. 65 ἑπ.) καί τῆς ὁδηγίας 69/169 τοῦ Συμβουλίου τῆς 28ης Μαΐου 1968, περί εναρμονίσεως τῶν νομοθετικῶν, κανονιστικῶν καί διοικητικών διατάξεων, τῶν σχετικών μέ τίς απαλλαγές ἀπό τους φόρους κύκλου εργασιών καί τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως πού εισπράττονται κατά τήν εισαγωγή στό πλαίσιο τῆς διεθνοῦς κυκλοφορίας ταξιδιωτών (ΕΕ εἰδ. ἔκδ. Ν 09, τόμος 001, σ. 17 ἑπ.) καί ὡς πρός τό κῦρος τοῦ κανονισμοῦ 3023/77 τοῦ Συμβουλίου τῆς 20ης Δεκεμβρίου 1977 περί ὁρισμένων μέτρων πού ἀποβλέπουν στόν τερματισμό τῶν καταχρήσεων πού προκύπτουν ἀπό την πώληση γεωργικῶν προϊόντων ἐπί τῶν πλοίων (ABl. 1977 L 358, σ. 2),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

συγκείμενο ἀπό τόυς J. Mertens de Wilmars, πρόεδρο, Ρ. Pescatore, Mackenzie Stuart και T. Koopmans, προέδρους τμήματος, Α. O'Keeffe, G. Bosco, D. Touffait, O. Due καί Ά. Χλωρό, δικαστές,

γενικός εἰσαγγελεύς: F. Capotorti

γραμματεύς: Α. Van Houtte

εκδίδει τήν ἀκόλουθη

ΑΠΟΦΑΣΗ

Περιστατικά

Τά πραγματικά περιστατικά τῆς υποθέσεως, ἡ εξέλιξη τῆς διαδικασίας καί οἱ παρατηρήσεις πού κατετέθησαν δυνάμει τοῦ ἄρθρου 20 τοῦ πρωτοκόλλου περί τοῦ ὀργανισμοῦ τοῦ Δικαστηρίου έχουν συνοπτικῶς ως έξῆς:

Ι — Πραγματικά περιστατικά καί έγγραφη διαδικασία

Πραγματικά περιστατικά

Ἀπό τά λιμάνια τῶν ἀκτῶν τῆς Βαλτικῆς (Schleswig-Holstein), διάφορες ναυτιλιακές εταιρίες ὀργανώνουν «κρουαζιέρες βουτύρου» (Butterfahrten). 'Ανάλογες εκδρομές πραγματοποιοῦνται ἀπό τήν γερμανική ἀκτή τῆς Βόρειας Θάλασσας. Οἱ κρουαζιέρες διαρκοῦν ὀκτώ ἡ ὀλιγότερες ώρες. Διεξάγονται ἀπό τήν θαλάσσια τελωνειακή ζώνη, στά χωρικά ύδατα ἡ στην ἀνοικτή θάλασσα έκτός τῆς γερμανικής ἐπικρατείας. Μερικές φορές, μετά τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τήν θαλάσσια τελωνειακή ζώνη, γίνεται σύντομη προσέγγιση στά δανικά λιμάνια, ὅπου οἱ επιβάτες έχουν τήν ευκαιρία νά ἀποβιβασθοῦν. Κατά τήν διάρκεια τῆς κρουαζιέρας οι επιβάτες των πλοίων έχουν τήν ευκαιρία νά ἀγοράσουν εμπορεύματα, ὅπως οινοπνευματώδη ποτά, βούτυρο, κρέας, καπνό, προϊόντα ἀρωματοποιίας κλπ. Μέχρις ὁρισμένου ἀνωτάτου ὁρίου κανένας φόρος δέν εισπράττεται κατά τήν εισαγωγή τῶν εμπορευμάτων στά γερμανικά τελωνειακά σύνορα. Ἐπί πλέον, καθώς ὁρισμένα ἐμπορεύματα εγκαταλείπουν τόν γεωγραφικό χώρο τῆς Κοινότητος, επιδοτοῦνται ἀπό τήν τελευταία μέ πόρους τοῦ Γεωργικοῦ Ταμείου Προσανατολισμοῦ καί 'Εγγυήσεως, κατά τό μέτρο κατά τό όποιο χορηγοῦνται επιστροφές κατά τήν ἐξαγωγή καί μία νομισματική ἀντιστάθμιση, πχ., γιά τό βούτυρο καί τό κρέας.

Κατά τήν Ἐπιτροπή τῶν Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οἱ πωλήσεις γεωργικών προϊόντων στά γερμανικά πλοῖα, τό 1977, ἀνῆλθον σέ 14000 τόννους βουτύρου, 4000 τόννους τυριοῦ, 2500 τόννους κρέατος καί 400 τόννους σακχάρεως. 'Εν τούτοις, οι πλοιοκτήτες ἀπό τήν πλευρά τους υπολογίζουν ὅτι τό 1977 διετέθησαν 8160 τόννοι βουτύρου, 2825 τόννοι τυριοῦ καί 1650 τόννοι κρέατος. Τό 1978 καί 1979 διεπιστώθη αισθητή μείωση στίς πωλήσεις ἀγροτικών προϊόντων ἐπί πλοίων, μετά τήν ἔκδοση τοῦ κανονισμοῦ 3023/77 τοῦ Συμβουλίου τῆς 20ῆς Δεκεμβρίου 1977, περί ὁρισμένων μέτρων πού ἀποβλέπουν στον τερματισμό τῶν καταχρήσεων πού προκύπτουν ἀπό τήν πώληση γεωργικῶν προϊόντων ἐπί τῶν πλοίων (ABl. L 358, σ. 2). Σύμφωνα μέ ὁρισμένες πληροφορίες, γερμανικής προελεύσεως, πού διαθέτει ἡ 'Επιτροπή, οἱ ἀκόλουθες ποσότητες ἐπωλήθησαν κατά τά έτη αὐτά:

 

1978

1979

βούτυρο

6 260 τ.

5 985 τ.

τυρί

1 990 τ.

1 645 τ.

κρέας

708 τ.

1 090 τ.

Σύμφωνα μέ τίς πληροφορίες πού διαθέτει ή 'Επιτροπή, στά άλλα Κράτη μέλη οἱ ἀπαλλαγές περιορίζονται ἀποκλειστικά στά ὀχηματαγωγά πλοία (ferry-boats). Σέ περίπτωση «ειδικών εκδρομών» στην ἀνοικτή θάλασσα, τά ἐν λόγω Κράτη μέλη μέλη δέν χορηγούν καμμία ἀπαλλαγή τοῦ είδους αὐτοῦ.

Κατά τίς δηλώσεις τῶν ἐν λόγω κρατών, οἱ ποσότητες πού ἐπωλήθησαν σέ ὀχηματαγωγά πλοία εἶναι οἱ ἀκόλουθες:

 

Βέλγιο

Κάτω Χώρες

'Ιρλανδία

1978

1979

1978

1979

1978

1979

βούτυρο

151 τ.

244 τ.

110 τ.

τυρί

12 τ.

κρέας

34 τ.

Οἱ εφοπλιστές, τά μικρά ναυπηγεία καί μερικές λουτροπόλεις στην ἀκτή ἐπωφελήθησαν ἀπό τήν κατάσταση αυτή. 'Αντιθέτως, καθώς βεβαιώνουν οἱ προσφεύγοντες στην κυρία δίκη, οἱ κρουαζιέρες αυτές εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα νά ἀφαιρέσουν ἀπό τίς τοπικές εμπορικές εταιρίες, χονδρικής καί λιανικής πωλήσεως, σημαντικό μέρος τῆς ἀγοραστικής δυνάμεως τῶν κατοίκων τῆς ἀκτής τῆς Βαλτικής.

Ἡ κοινοτική ρύθμιση

Ὁ κανονισμός 544/69 χορηγεί, ὅσον άφορᾶ ὁρισμένες μονάδες κατά ποσότητα καί κατ' ἀξία, ἀπαλλαγή ἀπό τους τελωνειακούς δασμούς γιά τά εμπορεύματα πού περιέχονται στίς προσωπικές ἀποσκευές ταξιδιωτών προερχομένων ἀπό τρίτες χώρες.

Ή ὁδηγία 69/169, ὁπως συνεπληρώθη ἀπό τήν δευτέρα ὁδηγία τῆς 12ης 'Ιουνίου 1970 (ABl. 1970 L 139, σ. 28) καί ἀπό τήν τρίτη ὁδηγία τῆς 19ης Δεκεμβρίου 1978 (ABl. 1978 L 366, σ. 28), καθορίζει ὅτι οἱ εισαγωγές, οἱ όποιες πραγματοποιοῦνται ἀπό τους προερχομένους ἀπό τρίτες χώρες ταξιδιώτες, ἀπαλλάσσονται ἀπό τους φόρους κύκλου εργασιών καί τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως, βασικώς εντός τῶν ὁρίων τῆς δασμολογικής απαλλαγής (άρθρο 1).

Ὁ κανονισμός 1818/75 τοῦ Συμβουλίου τῆς 10ης 'Ιουλίου 1975 περί τῶν γεωργικῶν εισφορών, τῶν εξισωτικών ποσών καί λοιπῶν επιβαρύνσεων κατά την εισαγωγή, πού εφαρμόζονται ἐπί γεωργικών προϊόντων καί ὁρισμένων εμπορευμάτων πού προκύπτουν ἀπό την μεταποίηση τους καί περιέχονται στίς προσωπικές ἀποσκευές τῶν ταξιδιωτών (ΕΕ 02/002, σ. 95 ἐπ.) ἐπεξέ-τεινε την εφαρμογή τοῦ κανονισμοί) 1544/69 στίς εισφορές καί άλλες επιβαρύνσεις σχετικά μέ τά γεωργικά προϊόντα καί εισήγαγε στό πλαίσιο τῆς κυκλοφορίας μεταξύ δύο Κρατών μελών ἀπαλλαγή ἀπό τά εξισωτικά ποσά καί τίς άλλες επιβαρύνσεις κατά τήν εισαγωγή, ἡ ὁποία ἀντιστοιχούσε, ὅσον άφορᾶ τά ὅρια καί τους ὅρούς εφαρμογῆς στην ἀπαλλαγή, ἡ ὁποία ἐθε-σπίσθη ἀπό τήν ὁδηγία 69/169/ΕΟΚ (άρθρο 2).

Τέλος, ὁ κανονισμός 3023/77 τοῦ Συμβουλίου τῆς 20ῆς Δεκεμβρίου 1977 (ABl. 1977 L 368, σ. 2) εξουσιοδότησε τά Κράτη μέλη νά χορηγούν ἀπαλλαγή ἀπό τους εισαγωγικούς δασμούς γιά ὁρισμένα γεωργικά προϊόντα

«πωλούμενα ἡ διανεμόμενα ἐπί πλοίων πού έχουν ἀποπλεύσει ἀπό κοινοτικό λιμάνι καί ἐπιστρέφουν ἐκ νέου σέ κοινοτικό λιμάνι χωρίς νά έχουν προσεγγίσει σέ λιμάνι ευρισκόμενο ἐκτός τοῦ τελωνειακοῦ εδάφους τῆς Κοινότητος,

τά όποῖα, ἐπ' ευκαιρία τῆς εξαγωγής τους έκτός Κοινότητος, υπεβλήθησαν στην τήρηση τῶν τελωνειακών εξαγωγικών διατυπώσεων πρός τόν σκοπό χορηγήσεως επιστροφών ἤ άλλων ποσών πού ἀποδίδονται κατά τήν εξαγωγή στό πλαίσιο τῆς κοινής ἀγροτικής πολιτικής,

ή

τά όποῖα, ἐπ' ευκαιρία τῆς φορτώσεώς τους σέ πλοῖα δέν ευρίσκονται σέ μία ἀπό τίς δύο καταστάσεις πού προβλέπονται ἀπό τό άρθρο 9 παράγραφος 2 τῆς συνθήκης» (άρθρο 1 πρώτη παράγραφος).

Ὡς «εισαγωγικοί δασμοί» κατά τόν ἀνωτέρω κανονισμό νοούνται οἱ τελωνειακοί δασμοί καί οἱ φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου ἀποτελέσματος, καθώς καί οἱ γεωργικές εισφορές καί άλλες επιβαρύνσεις κατά τήν εἰσαγωγή, πού εφαρμόζονται στό πλαίσιο τῆς κοινής γεργικῆς πολιτικής (άρθρο 2).

Ἡ γερμανική ρύθμιση

Βάση τῆς ἀπαλλαγής πού χορηγείται κατά τήν εἰσαγωγή ἀπό τίς γερμανικές ἀρχές, ἀποτελεί ὁ σχετικός μέ τίς ἀπαλλαγές ἀπό τους εισαγωγικούς δασμούς εμπορευμάτων πού περιέχονται στίς προσωπικές ἀποσκευές τῶν ταξιδιωτών κανονισμός τῆς 3ης Δεκεμβρίου 1974 (BGBl. 1974, Teil Ι, S. 3377), ὅπως ἐτροποποιήθη για τελευταία φορά ἀπό τόν κανονισμό τῆς 12ης Δεκεμβρίου 1979 (BGBl. 1979, Teil Ι, S. 2150).

Τό γερμανικό δίκαιο διακρίνει μεταξύ εισαγωγών ἀπό άλλα Κράτη μέλη, πού ὁρίζονται κατά τόν 'ίδιο τρόπο ὅπως στό κοινοτικό δίκαιο, καί «άλλων εισαγωγών». Ή κατηγορία τῶν «άλλων εισαγωγών» κατά τό γερμανικό δίκαιο εἶναι ευρύτερη ἀπό τήν κατηγορία τῶν εισαγωγών πού προέρχονται ἀπό τρίτη χώρα κατά τό κοινοτικό δίκαιο. Περιλαμβάνει επίσης τήν εἰσαγωγή εμπορευμάτων ποιύ ἀγοράζονται ἀπό τους ταξιδιώτες

στό πλαίσιο τῆς διακοινοτικής ἀεροπορικής κυκλοφορίας ταξιδιωτών στά «καταστήματα ἀφορολογήτων ειδών» τοῦ ἀεροδρομίου ἀναχωρήσεως (σά ἕνα άλλο Κράτος μέλος) ἡ ἐπί τοῦ ἀεροπλάνου κατά τήν διάρκεια πτήσεως, τό σημείο ἀναχωρήσεως τῆς ὁποίας ευρίσκεται σέ άλλο Κράτος μέλος,

στό πλαίσιο τῆς διακοινοτικής θαλασσιας κυκλοφορίας ταξιδιωτών, ἐπί πλοίου, ἐφ' ὅσον τό σημείο ἀναχωρήσεως τοῦ διάπλου εὑρίσκεται

σέ λιμάνι άλλου Κράτους μέλους (συμπεριλαμβανομένης επίσης τῆς διεθνοῦς διακινήσεως μέ ὀχηματαγωγά),

σέ γερμανικό λιμάνι, ἐνῶ τό λιμάνι ἀναχωρήσεως καί ἀφίξεως δύναται νά εἶναι τό ἴδιο.

Καί στίς δύο περιπτώσεις, ὅσον άφορᾶ τά εισαγόμενα εμπορεύματα δύναται νά πρόκειται:

εἴτε γιά εμπορεύματα προερχόμενα ἀπό τρίτη χώρα, τά όποια δέν έχουν ἀκόμα εκτελωνισθεί καί είχαν προηγουμένως ἐναποθηκευθεί σέ τελωνειακή ἀποθήκη ή σέ ελεύθερη λιμενική ζώνη ὑπό τήν εποπτεία τῆς τελωνειακής αρχής,

εἴτε γιά κοινοτικά εμπορεύματα ἀπαλλαγμένα, ἐξ ὁλοκλήρου ἡ ἐν μέρει, ἀπό τους φόρους κύκλου εργασιών ἡ τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως καί γιά γεωργικά προϊόντα σέ ελεύθερη κυκλοφορία, πού έχουν τύχει εξαγωγικών διευκολύνσεων.

Κατά τό άρθρο 2 παράγραφος 1 τοῦ κανονισμοῦ περί τῶν ἀποσκευών τῶν επιβατών, τά εμπορεύματα πού οἱ επιβάτες εισάγουν, ευκαιριακά ἡ ἀποκλειστικά γιά προσωπική τους χρήση ἡ γιά κατανάλωση ἀπό τήν οικογένειά τους ἡ ως δώρα στίς προσωπικές ἀποσκευές τους, εντός ὁρισμένου ὁρίου ποσότητος ἡ ἀξίας ἀπαλλάσσονται ἀπό εισαγωγικούς ἡ άλλους δασμούς. Ό κανονισμός διακρίνει μεταξύ ἀπαλλαγής γιά μεγάλη καί γιά μικρή διαμετακόμιση.

Ή ἀπαλλαγή γιά μεγάλη διαμετακόμιση εξαρτάται ἀπό τό ὅτι τό πλοίο κατά τήν εἴσοδό του στά θαλάσσια τελωνειακά σύνορα έρχεται ἀπό τήν ἀνοικτή θάλασσα καί, ἡ έχει ξεκινήσει ἀπό ἀλλοδαπό λιμάνι, ή έχει ευρεθεί τουλάχιστον γιά ὀκτώ ώρες έκτός τοῦ τελωνειακοί) εδάφους (άρθρο 3 παράγραφος 5).

Ή ἀπαλλαγή γιά μικρή διαμετακόμιση προϋποθέτει απλώς τήν εισαγωγή ἐμπορευμάτων ἀπό τά θαλάσσια τελωνειακά σύνορα, δηλαδή αὐτό πού ἀποκαλείται «Stichfahrten» (θαλάσσιες εκδρομές) πού ἀρχίζουν ἀπό γερμανικά λιμάνια καί γίνονται στά χωρικά ὕδατα. Ή ἀπαλλαγή δέν προϋποθέτει τήν ναυσιπλοΐα στην ἀνοικτή θάλασσα ἡ τήν προσέγγιση σέ ἀλλοδαπό λιμάνι ἡ τήν παραμονή γιά ὀκτώ τουλάχιστον ώρες έξω ἀπό τό τελωνειακό έδαφος. Ἡ ἀπαλλαγή γιά τήν μικρή διαμετακόμιση εἶναι μικρότερη ἀπό τήν ἀπαλλαγή γιά τήν μεγάλη διαμετακόμιση.

Διαδικασία καί προδικαστικά ερωτήματα

Οἱ προσφεύγουσες στην κυρία δίκη, ἀπό τίς όποιες ἡ μία εἶναι επιχείρηση χονδρικοῦ εμπορίου καί ἡ άλλη λιανικού εμπορίου, ἤσκησαν προσφυγή ἐνώπιον τοῦ Finanzgericht 'Αμβούργου, ισχυριζόμενες ὅτι οἱ «κρουαζιέρες βουτύρου» παραβιάζουν τό κοινοτικό δίκαιο.

Μέ διάταξη τῆς 5ης 'Ιουνίου 1980 τό τέταρτο τμήμα τοῦ Finanzgericht τοῦ 'Αμβούργου, ἐζήτησε ἀπό τό Δικαστήριο νά ἀποφανθεί προδικαστικῶς ἐπί τῶν ἀκολούθων ερωτημάτων:

Ι — Ἐπί τον τελωνειακοῦ δασμοῦ

1.

Ό κανονισμός (ΕΟΚ) ἀριθ. 1544/69 τοῦ Συμβουλίου τῆς 23ης 'Ιουλίου 1969, ὅπως ἐτροποποιήθη γιά τελευταία φορά ἀπό τόν κανονισμό (ΕΟΚ) ἀριθ. 3061/78 τοῦ Συμβουλίου τῆς 19ης Δεκεμβρίου 1978, πρέπει νά ερμηνευθεί ὑπό τήν έννοια ὅτι ἡ ἀτέλεια πού προβλέπει δέν εφαρμόζεται παρά μόνο σέ ἐμπορεύματα προερχόμενα ἀπό τό τελωνειακό έδαφος τρίτης χώρας καί τά όποια, ενδεχομένως, εὑρίσκοντο, ἐπί πλέον, ὑπό τό τελωνειακό καθεστώς τῆς ελευθέρας κυκλοφορίας ἡ μήπως ἀρκεί τά εμπορεύματα νά προέρχονται ἀπό Κράτη μέλη καί να εισάγονται ἀπό τά θαλάσσια τελωνειακά σύνορα ἡ ἀπό τά εδαφικά σύνορα κάθε Κράτους μέλους προερχόμενα ἀπό τήν ἀνοικτή θάλασσα;

2.

'Ο κανονισμός (ΕΟΚ) ἀριθ. 1544/69 τοῦ Συμβουλίου, ὅπως ἐτροποποιήθη γιά τελευταία φορά ἀπό τόν κανονισμό (ΕΟΚ) ἀριθ. 3061/78, ενδεχομένως, σέ συνδυασμό μέ τό άρθρο 28 της συνθήκης ΕΟΚ — ὑπό την επιφύλαξη τῶν εμπορευμάτων, στά όποια ἀναφέρεται ὁ κανονισμός 3023/77 τοῦ Συμβουλίου τῆς 20ης Δεκεμβρίου 1977 — περιλαμβάνει εξαντλητική ρύθμιση ὅσον άφορᾶ τήν ἀτέλεια τῶν εμπορευμάτων πού περιέχονται στίς προσωπικές ἀποσκευές τῶν ταξιδιωτῶν ή μήπως τά Κράτη μέλη δύνανται, βαίνοντας πέραν τοῦ πεδίου εφαρμογῆς τοῦ κανονισμοῦ (ΕΟΚ) ἀριθ. 1544/69, νά χορηγοῦν μία ἀτέλεια κατά τρόπο αυτόνομο, ὑπό τήν επιφύλαξη τῶν ἐμπορευμάτων στά όποια ἀναφέρεται ὁ κανονισμός (ΕΟΚ) ἀριθ. 3023/77;

3.

Ή παράβαση ενός κοινοτικοῦ κανονισμού θεμελιώνει δικαιώματα δυνάμενα νά ἀσκηθοῦν ευθέως υπέρ εκείνου, τοῦ ὁποίου τά δικαιώματα θίγονται ἀπό νομοθετικές ἡ κανονιστικές διατάξεις, ή ἀπό τά εκτελεστικά τους μέτρα, πού δέν συμβιβάζονται μέ τό πεδίο εφαρμογῆς τοῦ κανονισμού αὐτοῦ, ὑπό τήν έννοια ὅτι ὁ ἀνωτέρω δύναται νά προσφύγει ενώπιον ἐθνικοῦ δικαιοδοτικοῦ ὀργάνου γιά νά ἀπαγορευθοῦν μέτρα ἀντίθετα πρός τό κοινοτικό δίκαιο ή νά εξασφαλισθεί ἡ τήρηση μέτρων τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου;

4.

Ό κανονισμός (ΕΟΚ) ἀριθ. 3023/77 εἶναι άκυρος επειδή παραβιάζει τό ιεραρχικά ἀνώτερο κοινοτικό δίκαιο (πχ. τήν ἀρχή της ἰσότητος, τήν ἀπαγόρευση διακρίσεων, τήν ισότητα στόν ἀνταγωνισμό, τήν ἀναλογικότητα);

5.

Σέ περίπτωση καταφατικῆς ἀπαντήσεως στό ερώτημα 4: τό πρόσωπο τοῦ ὁποίου θίγονται τά δικαιώματα ἀπό νομοθετική ἡ κανονιστική διάταξη, ἡ εκτελεστικό της μέτρο, πού στηρίζεται στόν κανονισμό (ΕΟΚ) ἀριθ. 3023/77, έχει δικαιώματα δυνάμενα νά ἀσκηθοῦν ευθέως, ὑπό τήν έννοια ὅτι δύναται νά προσφύγει σέ εθνικό δικαιοδοτικό όργανο γιά νά ἀπαγορευθοῦν μέτρα πού εἶναι ἀντίθετα πρός τό κοινοτικό δίκαιο;

II — 'Επί τοῦ φόρου κύκλου εργασιών καί τῶν εἰδικῶν φόρων καταναλώσεως

1.

Ή ὁδηγία 69/169/ΕΟΚ τοῦ Συμβουλίου τῆς 28ης Μαΐου 1969, ὅπως ἐτροποποιήθη γιά τελευταία φορά ἀπό τήν ὁδηγία 78/1032/ΕΟΚ τοῦ Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1978, πρέπει νά ερμηνευθεί μέ τήν έννοια ὅτι ή ἀπαλλαγή ἀπό τους φόρους κύκλου εργασιῶν καί τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως, πού προβλέπει, δέν εφαρμόζεται παρά μόνο στά εμπορεύματα πού περιέχονται στίς προσωπικές ἀποσκευές τῶν ταξιδιωτῶν, πού προέρχονται ἀπό τό τελωνειακό ἔδαφος τρίτης χώρας (άρθρο 1) ή, στήν περίπτωση πού τό εμπόρευμα προέρχεται ἀπό Κράτος μέλος, ἀπό τό τελωνειακό έδαφος τῆς Κοινότητος (άρθρο 2), καί τά όποῖα, ενδεχομένως, ευρίσκονται, ἐπί πλέον, ὑπό τό τελωνειακό καθεστώς τῆς ελευθέρας κυκλοφορίας ἀπό τρίτη χώρα ἡ ἀπό Κράτος μέλος, ἡ ἀρκεῖ μήπως μόνο ὅτι τά εμπορεύματα εισάγονται ἀπό τά θαλάσσια τελωνειακά σύνορα ἡ ἀπό τά εδαφικά σύνορα τοῦ ενδιαφερομένου Κράτους μέλους προερχόμενα ἀπό τήν ἀνοικτή θάλασσα;

2.

Ή ὁδηγία 69/169/ΕΟΚ, όπως ισχύει μετά τήν τελευταία τροποποίησή της, περιέχει ἐξαντλητική ρύθμιση όσον άφορᾶ τήν ἀπαλλαγή ἀπό τόν φόρο κύκλου ἐργασιών καί τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως τῶν εμπορευμάτων, πού περιέχονται στίς προσωπικές ἀποσκευές τῶν ταξιδιωτῶν ἡ μήπως τά Κράτη μέλη δύνανται, βαίνοντας πέραν τοῦ πεδίου ἐφαρμογῆς τῆς ὁδηγίας, νά παρέχουν αυτόνομες ἀπαλλαγές ἀπό τους φόρους κύκλου εργασιών καί τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως γιά εμπορεύματα πού περιέχονται στίς προσωπικές ἀποσκευές τῶν ταξιδιωτών;

3.

Ή ὁδηγία 69/169/ΕΟΚ, ὅπως ἰσχύει μετά την τελευταία τροποποίηση της, θεμελιώνει δικαιώματα δυνάμενα νά ἀσκηθούν ευθέως ὑπέρ ἐκείνου τοῦ ὁποίου τά δικαιώματα θίγονται ἀπό νομοθετική ἡ κανονιστική διάταξη Κράτους μέλους, ἡ ἀπό τό εκτελεστικό της μέτρο, πού δέν συμβιβάζονται μέ τό περιεχόμενο τῆς ἐν λόγω οδηγίας, ὑπό τήν έννοια ὅτι δύναται νά προσφύγει σέ εθνικό δικαιοδοτικό όργανο γιά νά ἀπαγορευθούν εθνικά μέτρα πού εἶναι αντίθετα πρός τό κοινοτικό δίκαιο;

Τό Finanzgericht υποστηρίζει ὅτι ὁ κανονισμός 1544/69 συνδέεται ὅσον άφορᾶ τήν ύλη του μέ τήν διεθνή σύμβαση τῆς 4ης 'Ιουνίου 1954 περί τελωνειακῶν διευκολύνσεων σχετικά μέ τόν τουρισμό (σύμβαση τῆς Νέας Ὑόρκης ἐπί τοῦ τουρισμού). Κατά τήν σύμβαση αυτή, χορηγείται ἀπαλλαγή γιά τίς ἀποσκευές τῶν τουριστών. Ή σύμβαση περιγράφει τόν τουρίστα ὡς κάθε πρόσωπο πού επισκέπτεται τό έδαφος συμβαλλομένου κράτους, στό όποιο δέν έχει την συνήθη κατοικία του (ἄρθρο 1 β). Τό Finanzgericht θεωρεῖ, ἑπομένως, ὅτι δέν υπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ταξιδιώτες, πού έχουν τήν συνήθη διαμονή τους στό τελωνειακό έδαφος τῆς Κοινότητος, οἱ όποιοι πραγματοποιοῦν ταξίδι μέ πλοίο στό τελωνειακό έδαφος τῆς Κοινότητος καί, χωρίς νά προσεγγίσουν στό τελωνειακό έδαφος ή τό έδαφος τρίτης χώρας, επιστρέφουν διερχόμενοι τά εδαφικά σύνορα Κράτους μέλους ἡ τά θαλάσσια τελωνειακά σύνορα, διασχίσαντες μόνο τά χωρικά ύδατα, δέν δύνανται νά ἀπαιτήσουν τήν ἀπαλλαγή τοῦ κανονισμού 1544/69.

Τό Finanzgericht φρονεί ὅτι υπάρχουν ἀμφιβολίες ὅσον άφορᾶ τά εμπορεύματα. Οἱ ἐν λόγω διατάξεις δέν ρυθμίζουν ρητώς τό θέμα ἄν τά εμπορεύματα πού φέρνουν οἱ ταξιδιώτες πρέπει νά προέρχονται επίσης ἀπό τό τελωνειακό έδαφος τῆς τρίτης χώρας καί ενδεχομένως νά εὑρίσκονται ἐκεῖ ὑπό τό τελωνειακό καθεστώς τῆς ελευθέρας κυκλοφορίας.

Κατά τήν γνώμη τοῦ Finanzgericht, ὁ κανονισμός 1544/69 δέν έχει εφαρμογή ούτε στά «Stichfahrten» (θαλάσσιες εκδρομές), πού πραγματοποιούνται ἀπό λιμάνια τῆς γερμανικής ἀκτής τῆς Βαλτικής οὔτε σέ κρουαζιέρες στην ἀνοικτή θάλασσα πού πραγματοποιούνται χωρίς προσέγγιση σέ τρίτη χώρα, ούτε σέ κρουαζιέρες πού δέν περιλαμβάνουν παρά καθαρώς συμβολική προσέγγιση στην Δανία. 'Ερωτάται ἄν, ὑπό τήν επιφύλαξη τῶν εμπορευμάτων, στά όποια ἀναφέρεται ὁ κανονισμός 3023/77, ὁ κανονισμός 1544/69 ἀποτελεί ἐξαντλητική ρύθμιση πού προβλέπει ἀπαλλαγή έκτός δασμολογίου γιά τίς προσωπικές ἀποσκευές τῶν ταξιδιωτών, ἡ ἄν τά Κράτη μέλη εἶναι ελεύθερα νά χορηγούν σέ μεγάλο βαθμό, ἀπαλλαγές γιά τίς προσωπικές ἀποσκευές τῶν επιβατών. Κατά τήν γνώμη τοῦ Finanzgericht, ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ κανονισμός 1544/69 στηρίζεται στην διάταξη τοῦ ἄρθρου 28 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, προκύπτει ὅτι ἡ Κοινότης ἐχειρίσθη τό θέμα τῶν ἀποκαλουμένων ἀπαλλαγών έκτός δασμολογίου ὡς υπόθεση εξαρτώμενη ἀπό τό κοινό δασμολόγιο. Τό Συμβούλιο εἶναι ἁρμόδιο νά ἀποφασίζει γιά τίς τροποποιήσεις ἡ ἀναστολές εφαρμογής τοῦ κοινοῦ δασμολογίου. Συνεπώς, τά Κράτη μέλη δέν δύνανται νά θεσπίσουν δικές τους ρυθμίσεις σχετικά μέ τήν χορήγηση ἀπαλλαγών ἀπό δασμούς έκτός δασμολογίου.

Κατά τήν νομολογία τοῦ Bundesverfassungsgericht (ἀπόφαση τῆς 20ης 'Ιουλίου 1954, BvR 495/52 u. a. — υπόθεση επενδυτικών ενισχύσεων — ἀποφάσεις τοῦ Bundesverfassungsgericht, τόμος 4, σ. 7) καί τοῦ Bundesverwaltungsgericht, (ἀπόφαση της 30ῆς Αυγούστου 1968, VΙΙ C 122/66, ἀποφάσεις τοῦ Bundesverwaltungsgerichts, τόμος 30, σ. 191), νόμοι προσανατολισμού της οικονομίας, πού εκδίδονται γιά τό συμφέρον ὁρισμένων κατηγοριῶν καί οἱ όποιοι μεταβάλλουν τήν οικονομική κατάσταση, παραβιάζουν τήν ἀρχή τῆς ἰσότητος ἐφ' ὅσον δέν επιβάλλονται ἀπό τό κοινό καλό καί ἐφ' ὅσον θίγουν, αὐθαιρέτως, άξια προστασίας συμφέροντα άλλων κατηγοριών. 'Οταν υφίσταται παραβίαση τῆς ἀρχής τῆς ἰσότητος μέ τήν ἔννοια αυτή, ἡ γερμανική νομοθεσία παρέχει στόν ενδιαφερόμενο δικαίωμα ἀγωγής.

Ή διάταξη περί παραπομπής ἐπρωτοκολλήθη στην γραμματεία τοῦ Δικαστηρίου τήν 9η 'Ιουλίου 1980.

Σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 20 τοῦ ὀργανισμού τοῦ Δικαστηρίου τῶν Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις οἱ Rewe-Handelsgesellschaft Nord mbH καί Rewe-Markt Steffen, εκπροσωπούμενες ἀπό τόν Gert Meier, προϊστάμενο νομικό σύμβουλο τῆς Rewe-Zentral AG, ἡ γερμανική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη ἀπό τόν Α. Deringer δικηγόρο παρά τω Oberlandesgericht Κολωνίας, τόν Μ. Seidel, Ministerialrat στό Bundeswirtschaftsministerium [ὁμοσπονδιακό υπουργείο οικονομίας], ἡ κυβέρνηση τοῦ 'Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη ἀπό τόν R. D. Munrow, τοῦ Treasury Solicitor's Departement, ἡ 'Επιτροπή τῶν Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη ἀπό τόν Jörn Sack, μέλος τῆς νομικῆς υπηρεσίας, καί τό Συμβούλιο τῶν Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενο ἀπό τόν Bernhard Schloh, νομικό σύμβουλο.

Κατόπιν εκθέσεως τοῦ εἰσηγητοῦ δικαστοῦ καί μετ' ἀκρόαση τοῦ γενικοῦ εισαγγελέως τό Δικαστήριο ἀπεφάσισε τήν έναρξη τῆς προφορικής διαδικασίας χωρίς προηγουμένη διεξαγωγή ἀποδείξεων.

ΙΙ — Γραπτές παρατηρήσεις πού κατετέθησαν στό Δικαστήριο

Οἱ προσφεύγουσες στην κυρία δίκη ισχυρίζονται ὅτι ὁ κανονισμός 1544/69 πρέπει νά ερμηνευθεί ὑπό τήν ἔννοια ὅτι ἡ προβλεπομένη ἀπό αυτόν ἀπαλλαγή δέν εφαρμόζεται παρά μόνο στά εμπορεύματα, πού προέρχονται ἀπό τό τελωνειακό έδαφος τρίτης χώρας καί τά όποια ευρίσκονται ἐκεῖ ὑπό τό τελωνειακό καθεστώς τῆς ελευθέρας κυκλοφορίας.

Ή νομική βάση τοῦ κανονισμοῦ 1544/69 εἶναι τό άρθρο 28 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, πού ρυθμίζει τίς αὐτόνομες τροποποιήσεις ή ἀναστολές τῶν τελωνειακών δασμών. Οἱ κανονισμοί, πού ἐξεδόθησαν βάσει τοῦ άρθρου 28 τῆς συνθήκης, ἀφοροῦν τήν ἐλεύθερη κυκλοφορία τῶν εμπορευμάτων καί ὄχι τῶν προσώπων, μεταξύ τῆς Κοινότητος καί τῶν Κρατών μελών της, ἀφ' ενός, καί τῶν τρίτων χωρών, ἀφ' έτερου. Συνεπώς, ὁ κανονισμός 1544/69 άφορᾶ τήν εφαρμοστέα δασμολογική μεταχείριση τῶν περιεχομένων στίς προσωπικές ἀποσκευές τῶν ταξιδιωτών εμπορευμάτων, ἀπό κοινοῦ μέ τίς διατάξεις τοῦ κοινοῦ δασμολογίου καί, επομένως, τήν ελεύθερη κυκλοφορία ἐμπορευμάτων μεταξύ τρίτων χωρών καί τῆς Κοινότητος γιά νά καταργήσει τά εμπόδια πού θά ἠδύναντο νά προκύψουν στην κυκλοφορία τῶν ταξιδιωτών ἀπό τήν εφαρμοστέα στά προερχόμενα ἀπό τρίτες χώρες εμπορεύματα δασμολογική μεταχείριση.

Ό ἐν λόγω κανονισμός περιέχει εξαντλητική ρύθμιση ὅσον άφορᾶ τήν ἀπαλλαγή τῶν περιεχομένων στίς προσωπικές ἀποσκευές τῶν ταξιδιωτών εμπορευμάτων. Τήν 1η 'Ιανουαρίου 1976, ἡ νομοθετική ἁρμοδιότης στον τομέα τοῦ κοινοῦ δασμολογίου περιήλθε στην Κοινότητα. Σύμφωνα μέ τό άρθρο 28 τῆς συνθήκης, μόνο τό Συμβούλιο δύναται νά παραχωρεί εξουσιοδοτήσεις γιά τήν χορήγηση ἀπαλλαγής ἀπό τους δασμούς ἀπό τά Κράτη μέλη. Κατά τό μέτρο πού δέν υπάρχουν τέτοιες εξουσιοδοτήσεις τό κοινό δασμολόγιο ἐφαρμόζεται πλήρως καί ὁμοιομόρφως στό σύνολο τῆς Κοινότητος, χωρίς νά ὑπάρχει καμμία δυνατότης χορηγήσεως ἀπαλλαγής ἀπό δασμούς μέ μονομερή εθνικά μέτρα. 'Από αὐτό προκύπτει ὅτι, κατά τό μέτρο πού ὁ σχετικός μέ τίς ἀποσκευές τῶν ταξιδιωτῶν γερμανικός κανονισμός προβλέπει μέτρα ἀπαλλαγής ἀπό δασμούς, μή προβλεπόμενα ἀπό ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου στό πλαίσιο τοῦ κοινοῦ δασμολογίου, τά ἐθνικά αυτά μέτρα εἶναι άκυρα λόγω παραβάσεως τοῦ άρθρου 28 τῆς συνθήκης.

Δεδομένου ὅτι οἱ κοινοτικοί κανονισμοί εφαρμόζονται στόν εθνικό χώρο, τά ἐθνικά δικαιοδοτικά όργανα πρέπει αυτεπαγγέλτως νά λαμβάνουν ὑπ' ὄψη τό ἀνίσχυρο πού ἀπορρέει ἀπό τήν παράβαση ενός τέτοιου κανονισμοί) ἀπό νομοθετικές καί κανονιστικές διατάξεις, οἱ όποιες θεσπίζονται ἀπό τά Κράτη μέλη (ἀπόφαση τῆς 17ης Μαΐου 1972, ὑπόθεση 93/71, Leonesio, Slg. 1972, σ. 287).

Ὁ κανονισμός 3023/77 εἶναι άκυρος γιατί παραβιάζει τά θεμελιώδη δικαιώματα της ελευθέρας ἀσκήσεως ἐπαγγέλματος, τῆς ελευθέρας ἀναπτύξεως τῆς προσωπικότητος καί τῆς ἴσης μεταχειρίσεως. Ή ελευθέρα άσκηση επαγγέλματος ἀποτελεί μέρος τῆς επαγγελματικής ἐλευθερίας πού προστατεύεται ως θεμελιώδες δικαίωμα εντός της Κοινότητος. Όσον άφορᾶ τους έμπορους χονδρικής καί λιανικής πωλήσεως ειδών διατροφής ἡ ἐπαγγελματική ἐλευθερία περιλαμβάνει τήν ἐλευθερία επιλογής τῶν εἰδῶν τῶν εμπορευμάτων καί τῶν τιμών πωλήσεως τους. Ό κανονισμός 3023/77 παραβιάζει τήν ελευθερία αὐτή, πού προστατεύεται ὡς θεμελιώδες δικαίωμα.

Γιά νά δυνηθεί νά ἀνταγωνισθεί τά εμπορεύματα πού πωλοῦνται ἐπί τῶν πλοίων πού λαμβάνουν μέρος στίς «κρουαζιέρες βουτύρου», τό εμπόρευμα θά έπρεπε νά πωληθεί σέ τιμή πολύ κατωτέρα ἀπό τήν τιμή ἀγορᾶς του. Δεδομένου ὅτι δέν δύναται νά ἀπαιτηθεί κάτι τέτοιο, ἡ ἀπαλ-

λαγή τοῦ κανονισμοί) 3023/77 συνεπάγεται ἀναγκαστικά τήν παραίτηση τῆς προσφευγούσης Rewe-Markt Steffen ἀπό τήν πώληση τῶν εμπορευμάτων, πού ἀπαριθμούνται στό άρθρο 1 παράγραφος 2 τοῦ κανονισμοῦ 3023/77. Ἐξ άλλου οι ποσότητες γιά τίς όποιες χορηγείται ἀπαλλαγή εἶναι τόσο μεγάλες ώστε επιφέρουν σημαντικές ζημίες στά ἀποθέματα τῶν ἐμπορευμάτων τῆς προσφευγούσης Rewe-Handelsgesellschaft Nord.

Τό θεμελιώδες δικαίωμα τῆς ελευθέρας ἀναπτύξεως τῆς προσωπικότητος, δηλ. τό δικαίωμα ἀσκήσεως μιᾶς εμπορικής δραστηριότητος χωρίς παρέμβαση τῆς δημοσίας εξουσίας τῆς Κοινότητος, ικανής νά προκαλέσει στρέβλωση τοῦ ἀνταγωνισμοῦ, παραβιάζεται. Ή ἀρχή, πού 'έχει συγκεκριμένα παραβιασθεί, εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ἴσης μεταχειρίσεως τῶν εμπορευμάτων, τά όποια διέρχονται τά τελωνειακά σύνορα τῆς Κοινότητος. Ό κανονισμός 3023/77 δέν παρέχει στα Κράτη μέλη παρά μόνο τήν δυνατότητα νά χορηγούν ἡ νά μή χορηγοῦν ἀπαλλαγή ἀπό τους εισαγωγικούς φόρους. 'Ετσι, ὁ κοινοτικός νομοθέτης δημιουργεί ὁ ίδιος τήν δυνατότητα διαφορετικής μεταχειρίσεως καί, επομένως, ἀνομοιόμόρφου εντός τῶν Κρατών μελών, ὅσον άφορᾶ τά ἐμπορεύματα πού διέρχονται ἀπό τό εξωτερικό τά τελωνειακά σύνορα τῆς Κοινότητος. Ὁ κανονισμός 3023/77 παραβιάζει τό θεμελιώδες δικαίωμα τῆς 'ίσης μεταχειρίσεως δεδομένου ὅτι εὐνοείται ὁρισμένη ὁμάδα εθνικών ἐπιχειρηματιών, οἱ ιδιοκτήτες τῶν πλοίων πού λαμβάνουν μέρος στίς «κρουαζιέρες βουτύρου».

Ή ὁδηγία 69/269 πρέπει νά ἑρμηνευθεί κατά τήν ἔννοια ὅτι ἡ προβλεπομένη ἀπό αυτήν ἀπαλλαγή ἀπό τους φόρους κύκλου εργασιών καί τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως, δέν ἐφαρμόζεται παρά μόνο στά εμπορεύματα πού περιέχονται στίς προσωπικές ἀποσκευές τῶν ταξιδιωτών, οἱ ὁποίοι προέρχονται ἀπό τό τελωνειακό έδαφος τρίτης χώρας ἡ Κράτους μέλους καί τά όποια εὑρίσκονται εκεί ὑπό τό τελωνειακό καθεστώς τῆς ἐλευθέρας κυκλοφορίας.

Ή ὁδηγία 69/169 εφαρμόζεται ἀπ' ευθείας στον εθνικό χώρο καί έχει ὡς ἀποτέλεσμα ὅτι ὅλες οἱ νομοθετικές ἤ κανονιστικές διατάξεις τῶν Κρατών μελών, πού εἶναι ἀντίθετες πρός την περιεχόμενη στην ὁδηγία αύτη ρύθμιση, καθίστανται ἀνίσχυρες. Τά εθνικά δικαιοδοτικά ὄργανα ὀφείλουν νά λαμβάνουν ὑπ᾽ ὄψη αυτεπαγγέλτως τό ἀνίσχυρον αὐτό ὅταν κρίνουν ἐπί ἀγωγής, πού ἠσκήθη ἀπό τόν επιχειρηματία, τοῦ ὁποίου τά δικαιώματα ἐβλάβησαν μέ τόν τρόπο αὐτό.

Ή κυβέρνηση τῆς Ὁμοσπονδιακῆς Δημοκρατίας τῆς Γερμανίας ἀσπάζεται την γνώμη τοῦ Finanzgericht, κατά την ὁποία ή προβλεπομένη ἀπό τόν κανονισμό 1544/69 ἀπαλλαγή ἀπό τους τελωνειακούς δασμούς δέν δύναται νά ἀπαιτηθεί παρά μόνο ἀπό τους ταξιδιώτες, πού προέρχονται ἀπό τρίτες χώρες. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν ὁδηγία 69/169. Στό πλαίσιο τῶν ταξιδιών μέ πλοίο οἱ ταξιδιώτες δέν δύνανται, επομένως, νά επικαλεσθούν οὔτε τήν προβλεπομένη ἀπό τόν κανονισμό 1544/69 ἀπαλλαγή ἀπό τους τελωνειακούς δασμούς, ούτε τήν ἀτέλεια ἀπό τους φόρους κύκλου εργασιών καί τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως, πού προβλέπεται ἀπό τήν ὁδηγία 69/169.

Πάντως, προκειμένου τά εμπορεύματα νά τύχουν ἀτελοῦς εισαγωγής δέν εἶναι ἀναγκαίο νά προέρχονται ἀπό τρίτη χώρα ή καί νά ευρίσκονται ἐκεῖ σέ ελεύθερη κυκλοφορία. Δύνανται, ὅλως ἀντιθέτως, νά προέρχονται επίσης από τό τελωνειακό έδαφος τῆς Κοινότητος, άλλά νά έχουν ἀποκτηθεί σέ κατάστημα ἀφορολογήτων ειδών ἡ κατά τήν διάρκεια ἀεροπορικοῦ ή θαλασσίου ταξιδιου.

Ή κοινοτική ρύθμιση σέ θέματα φορολογικών καί τελωνειακών ἀπαλλαγών δέν 'έχει εξαντλητικό χαρακτήρα καί, γιά τόν λόγο αυτό, τά Κράτη μέλη δύνανται νά θεσπίζουν συμπληρωματικές διατάξεις. Ή νομική βάση τοῦ κανονισμοῦ 1544/69 είναι τό άρθρο 28 τῆς συνθήκης, πού παρέχει στην Κοινότητα ἀρμοδιότητα γιά τήν ρύθμιση ὅλων τῶν ἀφορώντων τήν εφαρμογή τοῦ κοινοῦ δασμολογίου θεμάτων, καθώς καί ἀρμοδιότητα γιά τήν ρύθμιση τῶν ἀπαλλαγών ἀπό τελωνειακούς δασμούς. Κατά τό μέτρο πού ἡ Κοινότης 'έχει υιοθετήσει μία κανονιστική ρύθμιση, τά Κράτη μέλη δέν δύνανται νά θεσπίζουν ιδικά τους μέτρα πού εξέρχονται τῆς κοινοτικής ρυθμίσεως.

Στό πλαίσιο τῆς τελωνειακής νομοθεσίας υπάρχουν ἀκόμα πολυάριθμοι τομείς, πού δέν καλύπτονται ἀπό τό κοινοτικό δίκαιο καί, ἑπομένως, υπόκεινται πάντοτε στην ρύθμιση τῶν Κρατών μελών. Τό καθεστώς τῶν ἀπαλλαγών ἀπό τελωνειακούς δασμούς ἀνήκει στους τομείς αυτούς, διότι δέν ρυθμίζεται ἀκόμα ἀπό τό κοινοτικό δίκαιο, κατά τρόπο εξαντλητικό.

Ή ὁδηγία 69/169 θεμελιώνεται στό άρθρο 99 τῆς συνθήκης, πού προβλέπει τήν προοδευτική εναρμόνιση τῶν σχετικών μέ τους φόρους κύκλου εργασιών, τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως καί λοιπούς έμμεσους φόρους νομοθεσιών τῶν διαφόρων Κρατών μελών, καί καταλείπει, ἑπομένως, στά 'ίδια τά κράτη τήν ρύθμιση ὅλων τῶν τομέων πού δέν καλύπτονται ἀπό τό κοινοτικό δίκαιο. Κατά συνέπεια, τό άρθρο 14 παράγραφος 2 ἐν συνδυασμῶ μέ τό άρθρο 14 παράγραφος 1δ τῆς ἕκτης οδηγίας περί εναρμονίσεως τῶν φόρων κύκλου εργασιών (έκτη ὁδηγία τοῦ Συμβουλίου τῆς 17ης Μαΐου 1977 περί εναρμονίσεως τῶν νομοθεσιών τῶν Κρατών μελών, τῶν σχετικών μέ τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης ἀξίας: ὁμοιόμορφος φορολογική βάση, ΕΕ εἰδ. ἔκδ. Ν 09 τόμ. 001, σ. 59 ἑπ.) προβλέπει ὅτι μέχρι τῆς θέσεως ἐν ἰσχύι τῶν κοινοτικών κανόνων, επιτρέπεται στά Κράτη μέλη νά διατηροῦν τίς ἀπαλλαγές γιά τίς ὁριστικές εισαγωγές ἀγαθών πού ἀπολαύουν ἀπαλλαγής ἀπό τους τελωνειακούς δασμούς, διαφόρου τῆς προβλεπομένης ἀπό τό κοινό δασμολόγιο.

Ό κανονισμός 1818/75 θεμελιώνεται στά άρθρα 43 καί 235 τῆς συνθήκης. Τά δύο αυτά άρθρα δέν παρέχουν στην Κοινότητα ἀποκλειστική ἁρμοδιότητα, άλλά καταλείπουν στά Κράτη μέλη τήν δυνατότητα νά θεσπίζουν συμπληρωματικές ἡ αυτοτελείς κανονιστικές ρυθμίσεις, κατά τό μέτρο πού τό κοινοτικό δίκαιο δέν ἐρρύθμισε τό θέμα κατά τρόπο εξαντλητικό.

Ή κοινοτική κανονιστική ρύθμιση, πού εφαρμόζεται σήμερα στην εισαγωγή ἐμπορευμάτων ἀπαλλαγμένων δασμών, φόρων καί εισφορῶν, τά όποια περιέχονται στίς προσωπικές αποσκευές τῶν ταξιδιωτών, δέν 'έχει εξαντλητικό χαρακτήρα, ἀλλά περιέχει κενά πού τά Κράτη μέλη έχουν τήν ευχέρεια νά συμπληρώνουν. Τόσο ὡς πρός τό φορολογικό ὅσο καί ὡς πρός τό τελωνειακό δίκαιο, ἡ 'Επιτροπή υπέβαλε τό 1972, συνεπώς μετά την θέσπιση τῆς ὁδηγίας 69/169 καί τοῦ κανονισμοῦ 1544/69, προτάσεις γιά την θέσπιση κοινοτικῆς κανονιστικῆς ρυθμίσεως, ἀπό ὅπού προκύπτει ὅτι ἡ ἴδια ἡ 'Επιτροπή θεωρεῖ ὅτι οἱ τομεῖς αυτοί δέν καλύπτονται ἀκόμα ἀπό τό κοινοτικό δίκαιο.

Ή κυβέρνηση τῆς Ὁμοσπονδιακῆς Δημοκρατίας τῆς Γερμανίας υποστηρίζει ὅτι οἱ εισαγωγές πού ἐπραγματοποιήθησαν στό πλαίσιο τῆς διακοινοτικής κυκλοφορίας ταξιδιωτών συνεπάγονται ἁπλῶς τήν χορήγηση αυτών πού ἀποκαλοῦνται «ἀπαλλαγές/τρίτες χώρες», ὅταν ὁ ταξιδιώτης ἤρχισε τό ταξίδι του ἀπό μέρος τοῦ εδάφους άλλου Κράτους μέλους, στό όποιο οἱ φόροι κύκλου εργασιών καί/ἤ οἱ ειδικοί φόροι δέν εφαρμόζονται στά καταναλισκόμενα ἐκεῖ εμπορεύματα, καθώς καί ὅταν δέν δύναται νά δικαιολογήσει ὅτι τά εἴδη πού μεταφέρει στίς ἀποσκευές του ἀπεκτήθησαν σύμφωνα μέ τίς γενικές φορολογικές προϋποθέσεις τῆς εσωτερικής ἀγορᾶς καί δέν έτυχαν καμμιᾶς επιστροφής (άρθρο 2 παράγραφος 4, άρθρο 4 παράγραφος 4 τῆς ὁδηγίας 69/169). Ή ἀρχή αυτή πού ἐφαρμόζεται στην διακοινοτική κυκλοφορία ταξιδιωτών ἀπό Κράτος μέλος σέ άλλο πρέπει επίσης νά εφαρμόζεται — πολλῶ μάλλον — ὅταν οἱ ταξιδιώτες, στό πλαίσιο τῶν «θαλασσίων εκδρομών» ή κρουαζιέρων πού ὁδηγοῦν σέ λιμάνια άλλου Κράτους μέλους, φέρουν εμπορεύματα πού ἀπέκτησαν ἀφορολόγητα ἐπί τοῦ πλοίου κατά τήν διάρκεια τοῦ διάπλου στά διεθνῆ ύδατα ἡ στην ζώνη πού ευρίσκεται μεταξύ τῶν εδαφικών ὁρίων καί τῶν θαλασσίων τελωνειακών συνόρων τοῦ κράτους, ὅπού τελειώνει τό ταξίδι. Ή ζώνη, πού ευρίσκεται μεταξύ τῶν θαλασσίων ὁρίων τοῦ γερμανικού κράτους καί τῶν θαλασσίων τελωνειακών συνόρων, δέν περιλαμβάνεται, σύμφωνα μέ τό γερμανικό δίκαιο, στην ζώνη ὅπου εισπράττεται φόρος κύκλου εργασιών καί ειδικοί φόροι καταναλώσεως καί, συνεπώς, εμπίπτει στόν ὁρισμό τοῦ ἄρθρου 2 παράγραφος 4 δεύτερη περίπτωση καί τοῦ ἄρθρου 4 παράγραφος 4 δεύτερη περίπτωση τῆς ὁδηγίας 69/169.

κυβέρνηση τοῦ 'Ηνωμένου Βασιλείου δέν επιθυμεί νά εκφέρει γνώμη ἐπί τοῦ σημείου ἄν ἡ ὀρθή ερμηνεία καί τό ἀποτέλεσμα ἀπό τήν εφαρμογή τῶν κανονισμών καί τῶν ὁδηγιῶν γιά τίς όποιες πρόκειται στην παρούσα υπόθεση καθιστούν ἀσυμβίβαστες πρός τήν κοινοτική νομοθεσία τίς διάφορες εξαιρέσεις στην εφαρμογή τού κοινού δασμολογίου, πού επιτρέπονται ἀπό τίς τελωνειακές ἀρχές τῆς Ὁμοσπονδιακής Δημοκρατίας τῆς Γερμανίας καί πού ἀποτελοῦν τό ἀντικείμενο τῆς προσφυγής τῶν προσφευγόντων. Τό 'Ηνωμένο Βασίλειο ξεκινάει ἀπό τόν συλλογισμό ὅτι οἱ περιέχοντες τό κοινό δασμολόγιο κανονισμοί καί οἱ εξαιρέσεις ἀπό αυτό, περί τῶν ὁποίων πρόκειται στην παροῦσα ὑπόθεση, έχουν ἀπ' ευθείας εφαρμογή στά Κράτη μέλη καί παρέχουν στά άτομα δικαιώματα, πού τά εθνικά δικαιοδοτικά όργανα ὀφείλουν νά προστατεύουν. Τό πρόβλημα πού ενδιαφέρει τό 'Ηνωμένο Βασίλειο έγκειται στό ἄν οἱ κανονισμοί αὐτοί εἶναι ικανοί νά παρέχουν δικαιώματα σέ άτομα πού ευρίσκονται στην θέση τῶν προσφευγουσῶν, οἱ όποιες διαμαρτύρονται ἁπλῶς διότι άλλοι έχουν επωφεληθεί μιᾶς εξαιρέσεως πέραν τοῦ επιτρεπομένου ἀπό τήν κοινοτική νομοθεσία μέτρου καί ἡ προσφυγή τους ἀποβλέπει μᾶλλον στην εκπλήρωση τῶν υποχρεώσεων τῶν άλλων αυτών ατόμων.

Κατά τό 'Ηνωμένο Βασίλειο, ἡ παράλειψη Κράτους μέλους νά εφαρμόσει προσηκόντως ειδική διάταξη τῆς κοινοτικής νομοθεσίας έναντι άλλων προσώπων, πού υπόκεινται στην δικαιοδοσία του, δύναται σέ ὁρισμένες περιπτώσεις, νά συνιστά παράβαση, ἡ πραγματική θεραπεία τῆς ὁποίας συνίσταται στην κίνηση καταλλήλου διαδικασίας ἐπί κοινοτικού επιπέδου ἀπό τά όργανα τῆς Κοινότητος ἡ ἀπό άλλο Κράτος μέλος. Δέν πρόκειται περί παραβάσεως γιά την ὁποία ἡ κοινοτική νομοθεσία αύτη καθ' ἑαυτή παρέχει στόν ιδιώτη δυνατότητα θεραπείας μέ ἔγερση ἀγωγής ενώπιον τῶν δικαιοδοτικῶν ὀργάνων τῆς χώρας του. Ὁσονδήποτε καί ἄν δύναται νά 'έχει θιγεί ὑλικῶς, κανένα δικαίωμα πού νά τοῦ έχει παρασχεθεί ευθέως ἀπό τήν κοινοτική νομοθεσία, δέν έχει προσβληθεί. Αὐτό δέν σημαίνει, πάντως, ὅτι δέν δύνανται νά υπάρξουν περιπτώσεις κατά τίς όποιες νά διαθέτει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον των δικαιοδοτικῶν ὀργάνων τῆς χώρας του. Δύναται τό ἀνίσχυρο τῆς πράξεως (ή τῆς παραλείψεως) τῶν κρατικών άρχων τῆς χώρας του, πού εἶναι ἀπόρροια τοῦ ἀσυμβιβάστου τῆς πρός τήν κοινοτική νομοθεσία, νά θεμελιώνει, ὅταν πληρούνται ὁρισμένες προϋποθέσεις, δικαίωμα επεμβάσεως του καί νά τόν νομιμοποιεί γιά τήν άσκηση ὁρισμένων προσφυγών. 'Αλλά ἄν έτσι έχουν τά πράγματα, ποῖες εἶναι οἱ προϋποθέσεις αὐτές καί ποῖες δύνανται νά εἶναι αυτές οἱ προσφυγές εἶναι ζητήματα πού πρέπει νά λυθούν ἀπό τό εθνικό δικαιοδοτικό όργανο σύμφωνα μέ τό εθνικό δίκαιο. Στό 'Ηνωμένο Βασίλειο ἡ νομοθεσία ἡ σχετική μέ τό δικαίωμα τοῦ πολίτου νά ἀναγκάσει τίς ἀρχές νά προβούν σέ ενέργεια γιά νά εφαρμοσθεί ὁ νόμος ἡ νά ἐπιτύχει ἀναγνωριστική ἀπόφαση ὡς πρός τήν υποχρέωση ἐφαρμογής του εξαρτάται ἀπό τό ἄν ὁ πολίτης δύναται νά ἀποδείξει τήν ύπαρξη ειδικού ιδιωτικού δικαιώματος πού νά βαίνει, κατά γενικό τρόπο, πέραν τοῦ δημοσίου συμφέροντος.

Ὡς πρός τό δεύτερο μέρος τῆς διατάξεως πού άφορᾶ τόν φόρο κύκλου εργασιών καί τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως, πρόκειται περί ὁδηγίας καί ὄχι περί κανονισμών πού έχουν ἀπ' ευθείας εφαρμογή. 'Εν τούτοις τό Ἡνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ὅτι οἱ σκέψεις πού έχουν ἀναπτυχθεί ἐπί τῶν κανονισμών εφαρμόζονται επίσης ὅταν ἡ πράξη γιά τήν ὁποία πρόκειται εἶναι ὁδηγία.

'Εναπόκειται στά Κράτη μέλη νά προβούν στην εκτέλεση τῶν ὁδηγιών, επιλέγοντας τόν τύπο καί τήν μέθοδο εκτελέσεως. Οἱ ὁδηγίες ἀπευθύνονται στά Κράτη μέλη καί δέν δύνανται προδήλως νά δεσμεύουν ἀπ' ευθείας τά άτομα ούτε a fortiori νά παρέχουν τό δικαίωμα σέ έναν ιδιώτη νά επιτυγχάνει μέ άσκηση ἀγωγής ενώπιον τῶν δικαιοδοτικῶν ὀργάνων ενός Κράτους μέλους τήν εκτέλεση, σχετικά μέ άλλα άτομα, νόμου, ὁ όποιος υποτίθεται ὅτι δέν υφίσταται ἀκόμα.

Ή κυβέρνηση τοῦ 'Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζει ὅτι τό Δικαστήριο ἀνεγνώρισε συχνά ὅτι οἱ οδηγίες, ἄν εἶναι επαρκώς ἀκριβείς, δύνανται νά έχουν ὡς άμεσο ἀποτέλεσμα νά παρέχουν τό δικαίωμα σέ έναν πολίτη νά επικαλείται τίς διατάξεις τους εναντίον Κράτους μέλους πού τίς παραβαίνει προσπαθώντας νά εφαρμόσει εναντίον του ἀσυμβίβαστα εθνικά μέτρα (ἀπόφαση τῆς 5ης 'Απριλίου 1979, υπόθεση 148/78, Pubblico Ministero/Ratti, Rec. 1979, σ. 1629, ἀπόφαση τῆς 23ης Νοεμβρίου 1977, υπόθεση 38/78, Enka BV κατά Inspecteur der Invoerrechten en Accijnzen, Rec. 1977, σ. 2203). 'Αλλά αυτό διαφέρει πολύ ἀπό τήν ἀπόπειρα πού γίνεται μέ μία ἀγωγή νά υποχρεωθεί Κράτος μέλος νά επανορθώσει τήν παράβαση, κατά γενικό τρόπο. Κατά τό 'Ηνωμένο Βασίλειο, μόνο ἡ 'Επιτροπή δύναται νά κάμει χρήση μιᾶς τέτοιας γενικής προσφυγής, δηλαδή προσφυγής ἀσκουμενης δυνάμει τοῦ ἄρθρου 169 της συνθήκης.

'Επιτροπή παρατηρεί ὅτι ὁ κανονισμός 1544/69 δέν ἀναφέρεται στην προέλευση ή στό τελωνειακό καθεστώς τῶν ευνοουμένων εμπορευμάτων καί ὅτι τό άρθρο 1 παράγραφος 1 τοῦ κανονισμού 1544/69, ὅπως ἐτροποποιήθη ἀπό τόν κανονισμό 3061/78, διασαφηνίζει ρητώς ὅτι ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τους τελωνειακούς δασμούς περιορίζεται στους ταξιδιώτες πού προέρχονται ἀπό τρίτο κράτος. Ή άποψη αύτη ενισχύεται ἀπό την έβδόμη αιτιολογική σκέψη τοῦ κανονισμοί) 3061/78. Τέλος, ή δευτέρα αιτιολογική σκέψη τοῦ κανονισμού 3023/69 ὁρίζει ρητῶς ὅτι ὁ κανονισμός 1544/69 δέν εφαρμόζεται στά εμπορεύματα πού εισάγονται ύστερα ἀπό ταξίδι μέ πλοίο ἀπό Κράτος μέλος κατά τήν διάρκεια τοῦ ὁποίου δέν έγινε προσέγγιση στό τελωνειακό έδαφος τρίτου κράτους. Συνεπῶς, τό ἁπλό γεγονός τῆς εγκαταλείψεως τοῦ τελωνειακοί) εδάφους τῆς Κοινότητος, τό όποιο στίς γερμανικές ἀκτές συμπίπτει, τίς περισσότερες φορές, μέ τήν παράκτιο ζώνη, καί ἡ ἐπιστροφή πού επακολουθεί σέ αυτό τό ἴδιο έδαφος δέν δύνανται νά θεωρηθούν ὡς ταξίδια σέ τρίτη χώρα.

Ή 'Επιτροπή θέτει τό ερώτημα ἄν ἀρκεῖ ὅτι έγινε διέλευση ἀπό τό έδαφος τρίτου κράτους διά θαλάσσης καί, συνεπώς, τό πλοῖο μέ τό όποιο έγινε ἡ επιστροφή στό τελωνειακό έδαφος τῆς Κοινότητος, νά διέσχισε τά παράκτια ύδατα ενός κράτους πού δέν είναι μέλος τῆς Κοινότητος. Στην περίπτωση αυτή ἡ 'Επιτροπή φρονεί ὅτι ἀπό θεωρητική άποψη έγινε προσέγγιση σέ ένα τρίτο κράτος κατά τήν διάρκεια τοῦ ταξιδιου, διαπιστώνει ὅμως ὅτι τό νόημα καί ὁ σκοπός τοῦ κανονισμού 1544/69 ἀπαιτούν νά μή εφαρμοσθούν σέ τέτοιες περιστάσεις οἱ ἀπαλλαγές ἀπό τελωνειακούς δασμούς.

'Οταν κατά τήν διάρκεια ἑνός ταξιδιού δέν υφίσταται ἀπό τήν ἀρχή ἡ δυνατότης ἀγορών σέ ξένη χώρα, δέν υπάρχει κανένας λόγος νά χορηγηθοῦν κατά τήν άφιξη οἱ ἀπαλλαγές ἀπό τους τελωνειακούς δασμούς πού προβλέπονται ἀπό τόν κανονισμό 1344/69, διότι, κατά τήν 'Επιτροπή, οἱ ἀπαλλαγές αυτές χορηγούνται ἀκριβώς γιά νά επιτρέψουν στους ταξιδιώτες νά εἰσάγουν ἀπό μία ξένη χώρα μικρές ποσότητες ταξιδιωτικών ενθυμίων ἤ ἐμπορευμάτων, πού προορίζονται νά καταναλωθούν κατά τήν διάρκεια τοῦ ταξιδιού, ἡ μετά ἀπό λίγο, χωρίς νά καταβάλουν φόρους καί χωρίς νά ἀπαιτείται νά υποβάλλονται σέ περίπλοκες διατυπώσεις. Δέν ἀρκεῖ επίσης ὅτι ένα πλοίο κάνει συμβολική προσέγγιση στό λιμάνι τρίτου κράτους κατά τήν διάρκεια τῆς ὁποίας εἶναι ἀδύνατη ἡ ἀποβίβαση γιά τήν πραγματοποίηση ἀγορών. Μιά τέτοια περίπτωση δέν ἀποτελεί ἀντικείμενο τοῦ κανονισμοῦ 1544/69.

Προκειμένου νά υπάρξει ἡ ωφέλεια ἀπαλλαγῆς τοῦ κανονισμοῦ 1544/69, πρέπει νά προηγηθεῖ μιᾶς κάποιας διάρκειας παραμονή σέ τρίτη χώρα, κατά τήν διάρκεια τῆς ὁποίας πρέπει ἡ δυνατότης πραγματοποιήσεως ἀγορών στην χώρα αυτή νά είναι πραγματική. 'Αν υφίσταται ἡ δυνατότης αυτή, ὁ κανονισμός 1544/69 πρέπει νά εφαρμόζεται ἀκόμα κι ὅταν ὁ μοναδικός καί ἀποκλειστικός σκοπός τοῦ ταξιδιού εἶναι ἡ πραγματοποίηση ἀγορών στην τρίτη χώρα.

Ή 'Επιτροπή υποστηρίζει ὅτι ἡ προέλευση καί τό καθεστώς τῶν εμπορευμάτων δέν έχει καμμία σημασία καί ὅτι τό μόνο πού βαρύνει εἶναι μέ ποία ευκαιρία εισήχθησαν. Πράγματι ἀπό πρακτικής ἀπόψεως, εἶναι συχνά δύσκολο νά καθορισθεί ὁ τόπος ὅπου στην πραγματικότητα ἠγοράσθησαν τά εμπορεύματα. Ή ἁπλούστευση τῶν τελωνειακών διαδικασιών γιά μικρές ποσότητες θά ήταν σέ μεγάλο βαθμό μάταιη, ἄν οἱ τελωνειακοί έπρεπε νά ελέγχουν ποῦ καί ὑπό ποίες συνθήκες ἀπεκτήθη ένα εμπόρευμα.

'Εξ άλλου, τό άρθρο 2 πρώτη παράγραφος τῆς ὁδηγίας 69/169, πού διέπει τίς φορολογικές ἀπαλλαγές στην διεθνή κυκλοφορία ταξιδιωτών τῆς Κοινότητος, υπογραμμίζει ρητώς ὅτι πρέπει νά πρόκειται γιά εμπορεύματα σέ ελεύθερη κυκλοφορία τά ὁποῖα πρέπει νά έχουν ἀγορασθεί σύμφωνα μέ τίς γενικές φορολογικές διατάξεις, πού εφαρμόζονται στην εσωτερική ἀγορά ενός Κράτους μέλους. Μέ δεδομένο τόν παραλληλισμό μεταξύ τῶν τελωνειακών καί τῶν φορολογικών ἀπαλλαγών, δύναται νά συναχθεί τό συμπέρασμα ὅτι ὁ κοινοτικός νομοθέτης είχε πλήρη επίγνωση τοῦ προβλήματος τῆς προελεύσεως καί τοῦ καθεστώτος τῶν εμπορευμάτων καί ὅτι δέν εἶχε πρόθεση νά λάβει ἀπόφαση ὡς πρός τήν προέλευση καί τό καθεστώς τῶν ἐμπορευμάτων, ἀλλά μόνο ὡς πρός την προέλευση τῶν επιβατῶν. Θά ήταν παράλογο νά μή επιβαρύνεται μέ κανένα δασμό ένα εμπόρευμα, ὅταν εισάγεται ἀπό την τρίτη χώρα προελεύσεως του καί νά ἀπαιτείται, ὅταν εισάγεται μέσω άλλης τρίτης χώρας, νά 'έχει τεθεί σέ ελεύθερη κυκλοφορία σύμφωνα μέ την ισχύουσα τελωνειακή νομοθεσία.

'Ολα αυτά προτρέπουν τήν Ἐπιτροπή νά ἑρμηνεύσει τόν κανονισμό 1544/69 ὑπό τήν έννοια ὅτι ἡ προβλεπομένη ἀπό αὐτόν ἀπαλλαγή ἀπό τελωνειακούς δασμούς, δέν εφαρμόζεται παρά στους ταξιδιῶτες, πού προέρχονται ἀπό τρίτη χώρα καί οἱ όποιοι ενδεχομένως, ἐπραγματοποίησαν έκεΐ παραμονή πού τους επέτρεψε νά ἀγοράσουν εμπορεύματα. Τό ζήτημα δέν εἶναι ἄν τά εμπορεύματα πού εισήχθησαν κατά τήν είσοδο στην Κοινότητα ἠγοράσθησαν στην χώρα αυτή ἡ ἀκόμα ἄν προέρχονται ἀπό τό καθεστώς τῆς ελευθέρας κυκλοφορίας, πού ισχύει στην τρίτη χώρα γιά τήν ὁποία πρόκειται.

Ό κανονισμός 1544/69 ρυθμίζει μέ εξαντλητικό τρόπο τίς ἀπαλλαγές ἀπό τους δασμούς τῶν εμπορευμάτων, πού εὑρίσκονται στίς προσωπικές αποσκευές τῶν ταξιδιωτών. 'Απαγορεύεται, συνεπώς, στά Κράτη μέλη νά χορηγοῦν ἀπό μόνα τους σέ τέτοιες περιπτώσεις ἀπαλλαγές ἀπό δασμούς πού βαίνουν πέραν τοῦ πεδίου εφαρμογῆς τοῦ κανονισμοῦ αὐτοῦ.

Τό άρθρο 28 τῆς συνθήκης ἀναφέρει ὅτι τό Συμβούλιο ἀποφασίζει γιά κάθε τροποποίηση ἡ αυτόνομο ἀναστολή δασμών τοῦ κοινοί) δασμολογίου. Οἱ ἀπαλλαγές ἀπό δασμούς κατά τήν κυκλοφορία ταξιδιωτών, γιά τίς όποιες γίνεται ἐδῶ λόγος, υπάγονται επίσης στην διάταξη αυτή. Τά Κράτη μέλη δέν έχουν συνεπώς ἁρμοδιότητα στό θέμα αυτό. Όταν πρόκειται περί τροποποιήσεων ἤ ἀναστολών μέσα στό πλαίσιο τῶν συνθηκών πού έχουν συναφθεί μέ τρίτα κράτη, ἡ Κοινότης έχει ὁμοίως ἀποκλειστική ἁρμοδιότητα δυνάμει τοῦ ἄρθρου 113 τῆς συνθήκης. Όσον άφορᾶ τίς ἀπαλλαγές ἀπό γεωργικές εισφορές καί άλλες επιβαρύνσεις, πού προβλέπονται ἀπό τήν γεωργική πολιτική, ἡ Κοινότης έχει ἀποκλειστική ἁρμοδιότητα δυνάμει τοῦ ἄρθρου 43 τῆς συνθήκης, ἐν συνδυασμῶ μέ τίς ὀργανώσεις τῶν γεωργικών ἀγορών. Σέ καμμία περίπτωση δέν δύναται επομένως, νά ὑπάρξουν εθνικές ρυθμίσεις στόν τομέα αὐτό.

'Επί τοῦ τετάρτου ερωτήματος τοῦ Finanzgericht, ἡ 'Επιτροπή φρονεί ὅτι ἄν θεωρηθεί ὁ κανονισμός 3023/77 ὡς οριστική ρύθμιση, ὁρισμένα στοιχεία συνηγορούν υπέρ τοῦ ἀνίσχυρου του. Πράγματι, ὁ κανονισμός αυτός θίγει τόν ὁμοιόμορφο χαρακτήρα τῆς ισχύος τοῦ κοινοῦ δασμολογίου, ὅταν πρόκειται γιά εισαγωγές, πού ἐπραγ-ματοποιήθησαν μέ τήν ευκαιρία ταξιδιών, τά όποια έγιναν μέ διάφορα μεταφορικά μέσα, ἐνῶ κανένας ουσιαστικός λόγος δέν δικαιολογεί τήν μόνιμη αυτή εξαίρεση. Καί οἱ διατάξεις τοῦ κοινοῦ δασμολογίου πρέπει νά ἐφαρμόζονται ὁμοιομόρφως στά εξωτερικά σύνορα τοῦ τελωνειακοῦ εδάφους τῆς Κοινότητος, ἀνεξαρτήτως τοῦ χρησιμοποιηθέντος ἀπό τους ταξιδιώτες μεταφορικοῦ μέσου.

Ό κανονισμός 3023/77 συνιστά διάκριση μεταξύ τῶν καταναλωτών, ἀντίθετη πρός τό άρθρο 40 παράγραφος 3 τῆς συνθήκης, διότι επιτρέπει στους καταναλωτές Κράτους μέλους, πού κατοικοῦν κοντά στην ἀκτή, νά ἀγοράζουν γεωργικά προϊόντα σέ τιμές πού συχνά βασίζονται στίς τιμές της παγκοσμίου ἀγοράς, ἐνῶ ἀπό τους άλλους καταναλωτές ζητείται νά πληρώνουν τίς υψηλότερες τιμές, πού ἀπορρέουν ἀπό τήν κοινή ἀγροτική πολιτική.

Τό Δικαστήριο ἀπεφάνθη ὅτι ἡ γενική ἀρχή τῆς ἴσης μεταχειρίσεως ἀποτελεί ἀναπόσπαστο τμήμα τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου (ἀποφάσεις τῆς 19ης 'Οκτωβρίου 1977 στίς συνεκδικασθεῖσες υποθέσεις 117/76 καί 16/77, Ruckdeschel καί λοιποί κατά HZA Hamburg, Rec. 1977, σ. 1753, καί 124/76 καί 20/77, S.A. Moulins et Huileries καί λοιποί κατά ONIC, Rec. 1977, σ. 1795). Γι' αυτό τόν λόγο ἡ 'Επιτροπή θεωρεί ὅτι θά ἦταν περίεργο νά εὐνοοῦνται ὁρισμένες μορφές πωλήσεως γεωργικῶν προϊόντων (πωλήσεις ἐπί τῶν πλοίων) παρ' ὅλον ὅτι δέν χορηγοῦνται τά 'ίδια ευεργετήματα σέ άλλες μορφές πωλήσεως (λιανικό εμπόριο στην ξηρά).

Ὁ κανονισμός 3023/77 δέν δύναται, πάντως, νά συνιστά παρά μεταβατική λύση καί ἀποτελεί ἕνα πρώτο βῆμα στον δρόμο ὁριστικῆς εξαλείψεως ορισμένων ἀνωμάλων καταστάσεων, πού χρονολογούνται πρίν ἀπό τήν πλήρη θέση ἐν ἰσχύι τοῦ κοινοῦ δασμολογίου, χωρίς ὅμως νά προξενεί οἰκονομική ζημία στά ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Ή 'Επιτροπή τό ὑπεγράμμισε μέ τίς δηλώσεις τῆς στό πρωτόκολλο τοῦ Συμβουλίου μέ τήν εὐκαιρία τῆς θεσπίσεως των κανονισμῶν τοῦ Συμβουλίου. Συνεπώς, ὁ κανονισμός 3023/77 δικαιολογείται ἀκόμη σήμερα ὡς μεταβατική λύση πού επιτρέπει νά μή προξενήθει οἰκονομική ζημία σέ ὁρισμένα πρόσωπα.

Ὡς πρός τό τρίτο ἐρώτημα τοῦ Finanzgericht πού ἀφορᾶ τά δικαιώματα τῶν ιδιωτών, ἡ 'Επιτροπή θεωρεί ὅτι αυτό είναι πολύ γενικού χαρακτῆρος. Τό ἐρώτημα αυτό πρέπει νά περιορισθεί σέ συνάρτηση μέ τήν διαδικασία τῆς κυρίας δίκης, κατά τήν ἕννοια ὅτι ἡ ἀπάντηση δέν εἶναι ἀναγκαία παρά ὅταν πρόκειται γιά ἐνδεχόμενα δικαιώματα, πού ἀπορρέουν γιά τους ιδιώτες ἀπό τό κοινό δασμολόγιο τῆς Κοινότητος. Μέ τό ερώτημα τοῦ Finanzgericht ερωτᾶται στην πραγματικότητα κατά πόσο οἱ διατάξεις τοῦ κοινού δασμολογίου, καί ἰδίως οἱ προβλέπουσες τήν είσπραξη ὁρισμένων δασμών κατά τήν εισαγωγή στην Κοινότητα, θεμελιώνουν γιά τους οικονομικούς επιχειρηματίες, πού ἀναπτύσσουν τήν δραστηριότητά τους κάτω ἀπό τήν προστασία αυτών τῶν δασμών, δικαίωμα δυνάμενο νά ἀντιταχθεί στίς εθνικές ἀρχές καί πού συνίσταται στην πραγματική εφαρμογή τῶν προβλεπομένων εισαγωγικών δασμών καί κατά πόσο, ενδεχομένως, δύνανται νά επικαλεσθούν τό δικαίωμα αὐτό κατά τήν άσκηση προσφυγῆς ενώπιον τῶν εθνικών δικαστηρίων.

Ἡ 'Επιτροπή φρονεί ὅτι εἶναι ἡ πρώτη φορά πού τό Δικαστήριο ἐκδικάζει μία υπόθεση τόσο ἀσυνήθιστη, στην ὁποία οἱ προσφεύγουσες ζητούν ἀπό τίς εθνικές ἀρχές νά εφαρμόσουν φορολογικά μέτρα ἐπί τρίτων, οἱ όποιοι, κατ' αυτές, μέχρι τώρα ηὐνοήθησαν ἀπό τίς εθνικές ἀρχές κατά παράβαση τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου. Ό ιδιαίτερος χαρακτήρας τῆς καταστάσεως γίνεται πιό έντονος ἀκόμα ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ προξενηθεῖσα στίς προσφεύγουσες ζημία δεν ἀπορρέει ἀπό τό γεγονός ὅτι τρίτοι (δηλαδή οἱ ταξιδιώτες) εὐνοοῦνται, άλλά τελείως εμμέσως ἀπό τό γεγονός ὅτι οἱ χορηγούμενες ἀπό ταξιδιώτες ἀπαλλαγές μετατρέπονται σέ ἀνταγωνιστικά ὠφέλη γιά τους ἀνταγωνιστές τῶν προσφευγουσῶν, δηλαδή τους πωλητές ὁρισμένων εμπορευμάτων ἐπί τῶν πλοίων. Πρέπει, επομένως, νά εξετασθεί ἄν οἱ διατάξεις τοῦ κοινοῦ δασμολογίου χορηγοῦν στίς προσφεύγουσες υποκειμενικά δικαιώματα. Ή 'Επιτροπή διαπιστώνει ὅτι, στίς περισσότερες περιπτώσεις, τό Δικαστήριο συνέδεσε τό ζήτημα τῆς υπάρξεως υποκειμενικών δικαιωμάτων τῶν ιδιωτών στό κοινοτικό δίκαιο μέ τό ζήτημα τῶν ἀμεσων ἀποτελεσμάτων του. Ὅταν ένας κανόνας τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου εἶναι επαρκώς σαφής καί ἀκριβής καί ὅταν, κατά συνέπεια, δέν ἀφήνει κανένα περιθώριο ἀποφάσεως οὔτε στά κοινοτικά ὄργανα οὔτε στά Κράτη μέλη, ὁ κανόνας αυτός έχει γιά τό Δικαστήριο άμεσα ἀποτελέσματα στίς ἔννομες τάξεις τῶν Κρατών μελών. Ἀπό τά ἀνωτέρω προκύπτει γενικώς ὅτι οἱ ευνοούμενοι ἀπό τίς διατάξεις αυτές ιδιώτες δύνανται νά ἐπικαλεσθοῦν τήν ρύθμιση αυτή ενώπιον τῶν εθνικών δικαστηρίων γιά νά επιτύχουν τόν σεβασμό τῶν προσωπικών τους δικαιωμάτων, πού ἀπορρέουν ἀπό τόν ἐν λόγω κανόνα (ἀπόφαση τῆς 17ης Μαΐου 1972, υπόθεση 93/71, Leonesio, Rec. 1972, σ. 287, ἀπόφαση τῆς 19ης Δεκεμβρίου 1968, υπόθεση 13/68, Salgoil, Rec. 1968, σ. 679, ἀπόφαση τῆς 17ης Δεκεμβρίου 1969, υπόθεση 33/70 SACE, Rec. 1970, σ. 1213). Πάντως, ὁ ἐν λόγω κανόνας θά ἔπρεπε πράγματι νά 'έχει ὡς σκοπό την προστασία των συμφερόντων τῶν ιδιωτῶν καί τῶν επιχειρήσεων (ἀπόφαση τῆς 22ας 'Ιανουαρίου 1976, υπόθεση 60/75, Russo κατά ΑΙΜΑ, Rec. 1976, σ. 45).

Εἶναι ἀναμφισβήτητο ὅτι οἱ δασμοί τοῦ κοινοῦ δασμολογίου εἶναι επαρκῶς σαφείς καί βέβαιοι καί συνεπώς παράγουν άμεσο ἀποτέλεσμα στίς έννομες τάξεις των Κρατών μελών. 'Αλλά στίς περιπτώσεις τῶν προβλεπομένων ἀπό τό κοινό δασμολόγιο δασμών πρόκειται ἀποκλειστικώς περί προστατευτικών δασμών, πού γενικώς δέν προστατεύουν παρά τήν οικονομία ἡ ὁρισμένους τομείς δραστηριότητος τῆς Κοινότητος καί οἱ όποιοι δέν καθιερώθηκαν γιά νά προστατεύσουν τήν ύπαρξη ιδιαιτέρων επιχειρήσεων. Οἱ οικονομικοί επιχειρηματίες δέν προστατεύονται ἀπό τους δασμούς ὡς άτομα ἡ ὡς ιδιαίτερες επιχειρήσεις.

Γιά νά πεισθεί κανείς περί αὐτοῦ ἡ Επιτροπή θεωρεί ὅτι ἀρκεῖ νά εξετασθούν οἱ συνέπειες, ἐπί τοῦ πεδίου τῆς διαδικασίας τῆς χορηγήσεως ἑνός τέτοιου δικαιώματος στους ιδιώτες. Ή ἀναγνώριση υποκειμενικοί) δικαιώματος ἐπί τῆς εφαρμογῆς τῶν προβλεπομένων δασμών συνεπάγεται ὅτι οἱ ιδιώτες θά ἠδύναντο νά ζητήσουν ἀπό ἕνα εθνικό δικαστήριο νά ἀποφανθεί ἐπί παραβάσεως τῆς συνθήκης ἀπό τά Κράτη μέλη όχι μόνο σέ περιπτώσεις πού τους ενδιαφέρουν ἀμέσως, άλλά καί σέ περιπτώσεις παντελώς γενικοῦ χαρακτῆρος. Όμως τό νομικό σύστημα, πού καθιερώνει ἡ συνθήκη, προβλέπει ὅτι μόνο τό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία ὅσον άφορᾶ παραβάσεις τῆς συνθήκης ἀπό Κράτος μέλος καί ἀποκλειστικώς κατόπιν αιτήσεως τῆς 'Επιτροπής ἡ άλλου Κράτους μέλους. Ή άποψη αυτή ὁδηγεί τήν 'Επιτροπή στό νά ἀρνηθεί νά ἀναγνωρίσει τήν ύπαρξη υποκειμενικοῦ δικαιώματος κατά τήν έννοια τοῦ προδικαστικοῦ ερωτήματος.

'Αλλά αυτό δέν σημαίνει, πάντως, ὅτι σέ τέτοιες περιπτώσεις οἱ ιδιώτες δέν ἀπολαύουν κανενός δικαιώματος. Ή διάταξη περί παραπομπής καταδεικνύει ὅτι τό εθνικό δίκαιο επιτρέπει ἀπολύτως τήν επίκληση προσβολής δικαιωμάτων ἀπό μία μή νόμιμη συμπεριφορά τῶν άρχων πού παραβιάζει τό κοινοτικό δίκαιο ἡ ἀπό μή έγκυρους εθνικούς νόμους. Γιά νά γίνει αυτό, οἱ ιδιώτες δέν έχουν ἀνάγκη ιδιαιτέρου υποκειμενικοῦ δικαιώματος πού νά στηρίζεται στό κοινοτικό δίκαιο. Ὅπως τό έχει ἤδη δεχθεί τό Δικαστήριο, τό κοινοτικό δίκαιο δέν ἀπαιτεί σέ ὅλες τίς περιπτώσεις μία πλήρη εθνική δικαστική προστασία (ἀπόφαση τῆς 6ης Μαΐου 1980, υπόθεση 152/79 Lee κατά υπουργοῦ γεωργίας — δέν έχει ἀκόμα δημοσιευθεί στην Συλλογή). Αυτό πού κυρίως ενδιαφέρει εἶναι νά μή ἀμφισβητείται βασικῶς ἡ ἀποτελεσματικότης τοῦ κοινοτικοί) δικαίου (ἀπόφαση τῆς 21ης 'Ιανουαρίου 1976, υπόθεση 60/75 Russo κατά ΑΙΜΑ, Rec. 1976, σ. 45).

Ὡς πρός τό πέμπτο ερώτημα, κατά τήν νομολογία τοῦ Δικαστηρίου, οἱ εθνικές ἀρχές έχουν τήν υποχρέωση νά εφαρμόζουν μία διάταξη τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου ἐφ' ὅσον δέν έχει κηρυχθεί ἀνίσχυρη ἀπό τό Δικαστήριο (ἀπόφαση τῆς 13ης Φεβρουαρίου 1979, υπόθεση 101/78, Granaria κατά Hoofdproduktschap, Rec. 1979, σ. 623).

Ἡ 'Επιτροπή υποστηρίζει ὅτι, ἐν προκειμένω, δικαιώματα ἀντιτάξιμα έναντι τῶν εθνικών ἀρχων δέν δύνανται νά στηρίζονται σέ θεμελιώδη δικαιώματα πού ἀναγνωρίζονται επίσης ἀπό τό κοινοτικό δίκαιο, τά όποια στηριζόμενα στό κοινοτικό δίκαιο δέν δύνανται προδήλως νά ἀντιταχθοῦν παρά μόνο στα κοινοτικά όργανα καί ὄχι στίς εθνικές ἀρχές, ἀκόμα καί ὅταν αυτές ἐνεργοῦν γιά νά εκτελέσουν καθήκοντα πού τους έχει εμπιστευθεί ή Κοινότης.

Ὡς πρός τό δεύτερο μέρος τῆς παραπομπῆς, πού άφορᾶ τόν φόρο κύκλου εργασιών καί τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως, ή 'Επιτροπή θεωρεί ὅτι προσήκει ἡ ἀπάντηση ὅτι τά άρθρα πρῶτο καί δεύτερο τῆς ὁδηγίας 69/169 πρέπει νά ἑρμηνευθοῦν κατά την έννοια ὅτι ἡ προβλεπομένη ἀπό αὐτά ἀπαλλαγή ἀπό φόρους κύκλου ἐργασιῶν καί εἰδικούς φόρους καταναλώσεως δέν ἐφαρμόζεται παρά στίς προσωπικές ἀποσκευές τῶν ταξιδιωτών, οἱ όποιοι προέρχονται ἀπό τρίτη χώρα ἤ ἀπό άλλο Κράτος μέλος, ενδεχομένως μετά ἀπό διάπλου τῆς ἀνοικτής θαλάσσης, άλλά ὄχι ἁπλώς καί μόνο κατά τήν είσοδο ἀπό τήν ἀνοικτή θάλασσα. Όταν ἡ είσοδος γίνεται ἀπό άλλο Κράτος μέλος, ενδεχομένως μετά ἀπό διάπλου τῆς ἀνοικτής θαλάσσης ἡ τρίτης χώρας, ἀπαιτείται μία ἐπί πλέον προϋπόθεση γιά τήν χορήγηση τῆς ἀπαλλαγής, δηλ. τά εμπορεύματα πρέπει νά ευρίσκονται σέ ελευθέρα κυκλοφορία μέσα στό Κράτος μέλος δυνάμει τῶν άρθρων 9 καί 10 τῆς συνθήκης καί πρέπει νά έχουν ἀποκτηθεί σύμφωνα μέ τίς γενικές φορολογικές διατάξεις, πού εφαρμόζονται στην εσωτερική ἀγορά Κράτους μέλους.

Ἡ 'Επιτροπή υποστηρίζει ὅτι ἡ ὁδηγία 69/169 περιέχει εξαντλητική ρύθμιση ὅσον άφορα τίς ἀπαλλαγές ἀπό φόρους κύκλου εργασιών καί ἀπό εἰδικούς φόρους καταναλώσεως γιά τά ἐμπορεύματα πού μεταφέρονται στίς προσωπικές ἀποσκευές των ταξιδιωτών στό πλαίσιο τῆς διεθνοῦς κυκλοφορίας. Τά Κράτη μέλη δέν έχουν τό δικαίωμα νά χορηγούν άλλες ἀπαλλαγές τοῦ εἴδους αὐτοθ στό πλαίσιο τῆς διεθνοῦς κυκλοφορίας. Ή ὁδηγία 69/169 δέν θεμελιώνει κανένα δικαίωμα τῶν ιδιωτών νά ἀπαιτήσουν ἀπό τίς ἀρχές Κράτους μέλους νά εισπράττουν φόρους στίς περιπτώσεις κατά τίς όποιες ἡ ὁδηγία δέν προβλέπει καμμία ἀτέλεια ἀπό φόρους κύκλου ἐργασιών ἡ ἀπό εἰδικούς φόρους καταναλώσεως. Ὅταν ἕνα Κράτος μέλος δέν ζητεί ἀπό τους ταξιδιώτες, κατά τήν εισαγωγή τῶν εμπορευμάτων στό έδαφός του, νά καταβάλουν τους φόρους πού προβλέπονται κανονικά, δύναται νά προκύπτει παράβαση τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου, ἐφ' ὅσον τό τελευταίο προβλέπει ὅτι ή είσπραξη φόρων εἶναι υποχρεωτική. Καί ή οδηγία 69/169, καθώς καί ἡ έκτη ὁδηγία περί τοῦ φόρου προστιθεμένης ἀξίας, ἐπιβάλλουν τέτοια υποχρέωση στά Κράτη μέλη. Πάντως, στην υποχρέωση αυτή τῶν Κρατών μελών δέν ἀντιστοιχεί κανένα δικαίωμα τῶν ιδιωτών γιά τήν πραγματική είσπραξη τῶν φόρων. Πράγματι, οἱ εθνικές έννομες τάξεις δέν προβλέπουν γιά τους ιδιώτες τό δικαίωμα νά ζητήσουν άλλοι ιδιώτες νά καταβάλλουν τους φόρους τους καί τό κοινοτικό δίκαιο δέν προβλέπει κανένα δικαίωμα τοῦ είδους αὐτοῦ.

Ὡς πρός τόν κανονισμό 1544/69 περί τελωνειακών δασμών, τό Συμβούλιο θεωρεί ὅτι πρέπει νά γίνει διάκριση μεταξύ τῶν προσώπων πού εισάγουν εμπορεύματα καί τῶν εμπορευμάτων πού εισάγονται. Ὅσον άφορᾶ τά πρόσωπα, πρέπει νά εἶναι ταξιδιώτες πού εισέρχονται στην Κοινότητα προερχόμενοι ἀπό τρίτη χώρα. Όσον άφορα τά εισαγόμενα ἀπό τους ταξιδιώτες πού έρχονται ἀπό τρίτη χώρα εμπορεύματα, ὁ κανονισμός 1544/69 δεν ἀπαιτεί νά προέρχονται ἀπό τό τελωνειακό έδαφος τρίτης χώρας ούτε καί νά έχουν τεθεί σέ ελευθέρα κυκλοφορία ἀπό τήν άποψη τοῦ τελωνειακοῦ συστήματος τῆς χώρας αυτής. Τό γεγονός ὅτι τά εμπορεύματα προέρχονται ἀπό Κράτος μέλος ἡ ἀπό τρίτη χώρα εἶναι ἀδιάφορο.

Ὡς πρός τήν δομή καί τό περιεχόμενο τῆς ή οδηγία 69/169 εἶναι κατά μεγάλο μέρος ταυτόσημη μέ τόν κανονισμό 1544/69: καί στίς δύο περιπτώσεις πρόκειται περί ἀπαλλαγών πού ἀφοροῦν τήν διασυνοριακή κυκλοφορία τῶν ταξιδιωτών. Οἱ ἀπόψεις πού διατυπώνει τό Συμβούλιο γιά τόν κανονισμό 1544/69 ισχύουν, επομένως, καί γιά τήν ὁδηγία 69/169.

Στό ερώτημα ἄν ὁ κανονισμός 3023/77 είναι άκυρος διότι παραβιάζει ἱεραρχικῶς ανώτερο κανόνα, τό Συμβούλιο παραπέμπει στην ἀπάντηση πού έδωσε τήν 19η 'Ιουλίου 1978 στην γραπτή ερώτηση 1316/77 τοῦ μέλους τοῦ Κοινοβουλίου, Notenboom, πού μεταξύ άλλων ἐζήτει νά πληροφορηθεί:

«2.

Μέ ποιες πολιτικές, οικονομικές καί νομικές αιτιολογίες τό Συμβούλιο δύναται νά στηρίξει τίς διατάξεις τοῦ κανονισμοί) (ΕΟΚ) 3023/77...;»

Τό Συμβούλιο ἀπήντησε στην ερώτηση αύτη ὡς έξης:

«2.

Τό Συμβούλιο θεωρεί ὅτι, λαμβανομένου ὑπ'ὄψη τοῦ επιδιωκομένου σκοποῦ ἀποφυγῆς καταχρήσεων, μέ τόν κανονισμό (ΕΟΚ) 3023/77, έλαβε ὑπ' ὄψη τήν πολιτική, οικονομική καί νομική πλευρά τῶν προβλημάτων πού ἀνέκυψαν καί έτσι προσεπάθησε, μέ περιορισμένο καί όχι ὁριστικό τρόπο:

νά λάβει ὑπ' ὄψη τίς επιπτώσεις τέτοιων μέτρων στις οἰκονομικές δραστηριότητες καί στην απασχόληση εντός ὁρισμένων περιοχών τῆς Κοινότητος, πού συνορεύουν μέ τρίτες χώρες καί πού ὑφίστανται τόν ἀνταγωνισμό τῶν τελευταίων αυτών στους 'ίδιους τομείς δραστηριότητος,

νά ἀποφύγει ζημιογόνα οικονομικά ἀποτελέσματα τόσο γιά τά κοινοτικά προϊόντα ὅσο καί γιά τά προϊόντα πού εισάγονται ἀπό τρίτες χώρες καί τίθενται σέ ελεύθερη κυκλοφορία εντός τῆς Κοινότητος, καθώς καί κάθε στρέβλωση ἀνταγωνισμοῦ μεταξύ έμπόρων καί κάθε διάκριση μεταξύ καταναλωτών τῆς Κοινότητος, ιδίως ὅταν πρόκειται γιά γεωργικά προϊόντα στά όποια αυτή ἔχει πλεονάσματα,

νά εξασφαλίσει ισότητα στους ὅρούς ἀνταγωνισμοί) τῶν γεωργικῶν κοινοτικών προϊόντων ἐν σχέσει μέ ὁμοειδή προϊόντα προελεύσεως τρίτων χωρών πού πωλοῦνται ἐπί τῶν πλοίων,

νά διαφυλάξει συμφέροντα τοῦ κοινοτικοί) προϋπολογισμοί) μέ τόν περιορισμό τῆς χορηγήσεως τῆς επιτρεπομένης ἀπό τόν κανονισμό ἀπαλλαγής σέ πολύ περιορισμένες ποσότητες καί γιά καθορισμένα προϊόντα, μέ τήν παροχή άλλωστε ἁπλής δυνατότητος στά Κράτη μέλη» (JO 1978 C 199, σ. 16).

Ό κανονισμός 3023/77 δέν παραβιάζει τήν ἀρχή τῆς ἰσότητος καί τῆς ἀπαγορεύσεως διακρίσεων. Ὅσον άφορᾶ, κατ' ἀρχάς, τους καταναλωτές, ὁ καθένας δύναται νά συμμετάσχει στίς ἐν λόγω κρουαζιέρες καί νά επωφεληθεί ἔτσι ἀπό τό καθεστώς εξαιρέσεως, ὅταν ένα Κράτος μέλος έκανε χρήση της ευχερειας χορηγήσεως τοῦ ευεργετήματος τῆς ἀπαλλαγής ἀπό εισαγωγικούς δασμούς, ὁπως στην περίπτωση τῆς 'Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας τῆς Γερμανίας. Ή δυνατότης αυτή συμμετοχής ούτε ἀπό τόν νόμο ούτε de facto επιφυλάσσεται στους κατοίκους τῶν παραθαλασσίων περιοχῶν, ἀπό τίς όποιες ἀποπλέουν τά πλοία. Μεγάλος ἀριθμός συμμετεχόντων έρχονται ἀπό περιοχές ἀπομακρυσμένες ἀπό τήν ἀκτή καί πού ευρίσκονται σέ ὅλη τήν Βόρεια Γερμανία. Προφανῶς ἀποκλείεται καί κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας σέ βάρος υπηκόων άλλων Κρατών μελών (άρθρο 7 τῆς συνθήκης).

Τό Συμβούλιο υποστηρίζει ὅτι οἱ κρουαζιέρες βουτύρου δέν συνιστοῦν παραβίαση τῆς ἰσότητος ἀνταγωνισμοί). Τό 1976, οἱ εφοπλιστές πού ὀργανώνουν ημερήσιες κρουαζιέρες στην θάλασσα τῆς Βαλτικής ἀνέθεσαν στόν καθηγητή Jürgensen τοῦ 'Αμβούργου νά συντάξει μία έκθεση γιά τήν δομή, τίς συνέπειες καί τήν εκτίμηση τῆς κυκλοφορίας αυτής. Ή έκθεση αύτη φέρει ημερομηνία 24 Φεβρουαρίου 1977 καί συ- νετάγη, επομένως, πρό τῆς θεσπίσεως τοῦ κανονισμοί) 3023/77. Ἀπό τήν έκθεση προκύπτει ὅτι, τό 1976, 4,5 % κατά μέσο ὅρο τῶν ταξιδιωτών ήλθαν στό πλοῖο ὁδοιπορικῶς, 20,7 ο/ο μέ αυτοκίνητο, 73,5 % μέ λεωφορείο καί 1,2 ο/ο μέ σιδηρόδρομο. Ή έκθεση ἀποτιμᾶ τήν ἀπώλεια κέρδους πού είχαν οἱ λιανοπωλητές εἰδῶν διατροφῆς «τῶν διοικητικών περιφερειῶν» (Kreise) πού ελήφθησαν ὑπ' ὄψη καί τῶν διοικητικών περιφερειών επιπέδου πόλεως («Kreisfreie Städte») τοῦ Schleswig-Holstein, ἀπό τό Flensburg ως τό Lübeck περνώντας ἀπό τό Kiel, σέ 0,3% τοῦ κύκλου εργασιών τους, τῶν δέ καπνεμπόρων λιανικῆς πωλήσεως σέ 1,1 %. Κατά τήν έκθεση ὁ εμπορικός αυτός κλάδος πρέπει νά δύναται νά ἀντέξει τέτοιες ἀπώλειες.

Κατά τήν γνώμη τοῦ Συμβουλίου, ή επίπτωση στό λιανικό καί χονδρικό εμπόριο τῶν παραθαλασσίων περιοχών ἀπό τίς πωλήσεις ἐπί τῶν πλοίων δέν υφίσταται παρά σέ πολύ μικρή ἀναλογία, συγκρατείται δέ σέ λογικά ὅρια. Πχ. ἄν ἡ πώληση βουτύρου ήταν μικρότερα, ἀντιθέτως ή παράταση τῆς παραθεριστικής περιόδου στά θέρετρα τῆς Βαλτικῆς Θάλασσας, ή ἀγοραστική δύναμη τῶν ναυτικών πού ἀπασχολούνται ἐκεῖ ὅλο τό χρόνο καί τοῦ προσωπικοῦ πού διενεργεί τίς πωλήσεις ἐπί τῶν πλοίων καθώς καί οἱ ἀνάγκες σέ νωπά προϊόντα γιά τά πλοία ἀποτελεί μιά κάποια ἀντιστάθμιση.

Ή ἀρχή τῆς ἀναλογικότητος δέν παρεβιάσθη επίσης. Τό μέσο πού επελέγη εἶναι πρόσφορο σέ σχέση μέ τήν κατάσταση. Τό καθεστώς εξαιρέσεων δέν εφαρμόζεται παρά γιά πολύ περιορισμένες ποσότητες.

'Αλλες ἀπόψεις σχετικά μέ τήν γενική οἰκονομία συνηγορούν γιά τό ἐν λόγω καθεστώς: οἱ ἡμερήσιες εκδρομές συντελοῦν στην παράταση τῆς τουριστικῆς περιόδου, πού άλλωστε εἶναι σχετικά σύντομη, στην γερμανική ἀκτή τῆς Βαλτικῆς.

'Αυτές οἱ εκδρομές εμποδίζουν τήν ἀναχώρηση τῶν εργατών ἀπό αυτές τίς περιοχές οἱ όποιες μειονεκτούν ἐξ αἰτιας τῆς γεωγραφικῆς τους θέσεως, συντελούν δέ στην διατήρηση καί δημιουργία ἀπασχολήσεως. Χωρίς αυτές τίς ημερήσιες εκδρομές τό μεγαλύτερο μέρος τῶν ἐν λόγω πλοίων θά ἀκινητοποιεῖτο, «παροπλισμένο» κατά τήν διάρκεια τῶν έξι μηνών τοῦ χειμώνα. 'Εκτιμάται ὅτι ὁ ἀριθμός τῶν προσώπων πού ἀπασχολούνται ὅλο τόν χρόνο ἐπί τῶν πλοίων ἀνέρχεται σέ 1000. Σ' αὐτό τόν ἀριθμό προστίθενται τά πρόσωπα πού ἀπασχολούνται ἀπό τίς ἑταιρίες λεωφορείων, τίς επιχειρήσεις πού εφοδιάζουν τά πλοία καί τά ναυπηγεία.

Τό Συμβούλιο θεωρεί ὅτι υπάρχουν ἀληθοφανῶς πολλά προβλήματα πού πρέπει νά εξετασθούν συγχρόνως, μεταξύ τῶν ὁποίων τό πρόβλημα τῆς πωλήσεως ἐπί τῶν πλοίων. 'Εννοεί μέ αυτό τά «καταστήματα ἀφορολογήτων εἰδών» τῶν ἀεροδρομίων καί τήν προμήθεια εφοδίων στα πλοία (καί τους διεθνείς σιδηροδρόμους).

Ὅσον άφορα τά «καταστήματα ἀφορολογήτων εἰδῶν» δέν κατέστη δυνατό, παρά τίς πολλές ἀπόπειρες, νά θεσπισθεί κοινοτική ρύθμιση. 'Αρκεί νά σημειωθεί ὅτι τό Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, 'ατά τήν συνεδρίαση του τῆς 18ης 'Απριλίου 1980, μέ τήν γνώμη του ἐπί τῆς προτάσεως τῆς 'Επιτροπῆς στό Συμβούλιο τῆς σχετικής μέ πέμπτη ὁδηγία πού ἀφορούσε τήν εναρμόνιση τῶν νομοθετικών, κανονιστικών καί διοικητικών διατάξεων ἐν σχέσει μέ τό καθεστώς τοῦ φόρου κύκλου εργασιών καί τῶν ειδικών φόρων καταναλώσεως πού εφαρμόζονται στην διεθνή κυκλοφορία τῶν επιβατών:

«ἐκάλεσε τήν 'Επιτροπή νά τοῦ υποβάλει έκθεση ἐπί τῶν προβλημάτων, πού συνδέονται μέ τήν ύπαρξη καταστημάτων ἀφορολογήτων εἰδῶν (Tax-Free-Shοps), καθώς καί ἄν θά έπρεπε νά καταργηθούν τά καταστήματα αυτά προκειμένου περί ταξιδιών μεταξύ τῶν Κρατών μελών.» (Σημείο 8 τοῦ ψηφίσματος πού περιέχεται στην γνώμη, JO 1980 C 117, σ. 83).

Στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται περί «τρίτου» δηλ. περί προσώπου πού δέν ενδιαφέρεται παρά κατά δεύτερο λόγο ἀνάλογα μέ τό ἄν τό Κράτος μέλος εφαρμόζει ή δέν εφαρμόζει τίς κοινοτικές διατάξεις υπέρ τοῦ προσώπου πού ἀφοροῦν ἀμέσως ἀπό τό γεγονός αυτό θά ἠδύναντο νά προκύψουν ἐξ ἀντιδράσεως επιπτώσεις γιά τρίτον, περί τοῦ ὁποίου τό Finanzgericht θέτει τό ερώτημα τῆς δυνατότητος παροχῆς έννόμου προστασίας.

Τό Συμβούλιο συνιστᾶ στό Δικαστήριο νά ἀπαντήσει ἀρνητικά στά ερωτήματα πού ἀφοροῦν την έννομο προστασία. Υπάρχει πληθώρα μέσων γιά έννομο προστασία μέσα στην συνθήκη. Ή δυνατότης υποβολής προδικαστικοῦ ερωτήματος βάσει τοῦ ἄρθρου 177 τῆς συνθήκης ἀρκεῖ ἐν προκειμένω. Ἐξ άλλου ἀπό τίς διατάξεις των άρθρων 173 δεύτερη παράγραφος, 175 τρίτη παράγραφος καί 184 τῆς συνθήκης συνάγεται ὅτι ένας ιδιώτης δέν δύναται νά προσβάλει διατάξεις κοινοτικοῦ δικαίου πού εφαρμόζονται μέ τρόπο γενικό παρά μόνο μέχρις ὁρισμένου σημείου. 'Ολα αυτά δέν συνεπάγονται καμμία μείωση τῆς έννόμου προστασίας, ἀφοῦ τά μέσα πού παρέχουν τά εθνικά δίκαια — ἐν συνδυασμῶ μέ τό άρθρο 177 τῆς συνθήκης — καθώς καί ἡ ἀγωγή ἀποζημιώσεως πού κατέστη δυνατή μέ τό άρθρο 215 δεύτερο εδάφιο παραμένουν πλήρως ὡς μέσα έννομου προστασίας.

III — Προφορική διαδικασία

Οἱ Rewe-Handelsgesellschaft Nord mbH καί Rewe-Markt Steffen, Kiel, εκπροσωπούμενες ἀπό τόν Gert Meier, πρώτο νομικό σύμβουλο τῆς Rewe-Zentral AG, ἡ κυβέρνηση τῆς Ὁμοσπονδιακής Δημοκρατίας τῆς Γερμανίας, εκπροσωπούμενη ἀπό τόν Α. Deringer, δικηγόρο παρά τω Oberlandesgericht τῆς Κολωνίας, ἡ γαλλική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη ἀπό τόν Η. Marty-Gauquié, ἡ Ἐπιτροπή τῶν Ευρωπαϊκῶν Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη ἀπό τόν Jörn Sack, μέλος τῆς νομικής τῆς υπηρεσίας, καί τό Συμβούλιο τῶν Ευρωπαϊκῶν Κοινοτήτων, ἐκπροσωπούμενο ἀπό τόν Bernard Schloh, νομικό σύμβουλο, ἀνέπτυξαν προφορικώς τίς παρατηρήσεις τους κατά τήν συνεδρίαση τῆς 4ης Φεβρουαρίου 1981.

Ὁ γενικός εἰσαγγελεύς ἀνέπτυξε τίς προτάσεις του κατά τήν συνεδρίαση τῆς 18ης Μαρτίου 1981.

Σκεπτικό

1

Μέ διάταξη τῆς 5ης Ἰουνίου 1980, πού περιῆλθε στό Δικαστήριο την 9η 'Ιουλίου 1980, τό Finanzgericht τοῦ Ἀμβούργου υπέβαλε, κατ' εφαρμογή τοῦ ἄρθρου 177 της συνθήκης ΕΟΚ, πλείστα προδικαστικά ερωτήματα ὡς πρός τήν ερμηνεία τοῦ κανονισμοῦ 1544/69 τοῦ Συμβουλίου τῆς 23ης 'Ιουλίου 1969 περί τῆς δασμολογικής μεταχειρίσεως πού εφαρμόζεται σέ εμπορεύματα πού περιέχονται στίς προσωπικές ἀποσκευές τῶν ἐπιβατών (ΕΕ εἰδ. ἔκδ. Ν 02, τόμος 001, σ. 65 ἑπ.) καί τῆς ὁδηγίας 69/169 τοῦ Συμβουλίου τῆς 28ης Μαΐου 1969 περί εναρμονίσεως τῶν νομοθετικών, κανονιστικών καί διοικητικῶν διατάξεων, τῶν σχετικῶν μέ τίς ἀπαλλαγές ἀπό τους φόρους κύκλου εργασιών καί τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως πού εισπράττονται κατά τήν εισαγωγή, στό πλαίσιο τῆς διεθνοῦς κυκλοφορίας τῶν ταξιδιωτών (ΕΕ εἰδ. ἔκο. Ν 09, τόμ. 001, σ. 17 ἑπ.), καθώς καί ὡς πρός τό κῦρος τοῦ κανονισμοῦ 3023/77 τοῦ Συμβουλίου τῆς 20ῆς Δεκεμβρίου 1977 περί ὁρισμένων μέτρων πού ἀποβλέπουν στόν τερματισμό τῶν καταχρήσεων πού προκύπτουν ἀπό τήν πώληση γεωργικών προϊόντων ἐπί τῶν πλοίων (ABl. 1977 L 358, σ. 2).

2

Τά ερωτήματα αυτά ἀνέκυψαν στό πλαίσιο μιᾶς διαφορᾶς πού θέτει ἀντιμέτωπες δύο επιχειρήσεις μία χονδρικοί) εμπορίου καί μία λιανικοί) εμπορίου, εγκατεστημένες στην 'Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας, πρός τό Hauptzollamt Kiel (Κεντρικό Τελωνείο Κιέλου), καί αφορούν τό ζήτημα ἄν οἱ «κρουαζιέρες βουτύρου» πού διοργανώνουν διάφορες ναυτιλιακές εταιρίες ἀπό λιμάνια τῆς ἀκτής τῆς Βαλτικής παραβιάζουν τό κοινοτικό δίκαιο.

3

Οἱ «κρουαζιέρες βουτύρου» διεξάγονται στά χωρικά ὑδατα πέραν τῆς θαλασσιας τελωνειακής ζώνης ἡ στην ἀνοικτή θάλασσα έκτος τοῦ γερμανικού εδάφους. Κατά τήν κρουαζιέρα δίδεται στους επιβάτες τῶν πλοίων ἡ ευκαιρία νά ἀγοράσουν εμπορεύματα ὅπως πχ. οινοπνευματώδη ποτά, βούτυρο, κρέας, καπνό, προϊόντα ἀρωματοποιίας καί άλλα. Μέχρις ὁρισμένου ἀνωτάτου ὁρίου δέν εισπράττονται φόροι κατά τήν εἰσαγωγή τῶν εμπορευμάτων στά γερμανικά σύνορα. Οἱ «κρουαζιέρες βουτύρου» παρουσιάζουν γιά τίς επιχειρήσεις πού τίς διοργανώνουν σημαντικό εμπορικό ενδιαφέρον.

4

Ή πρώτη τῶν προσφευγουσῶν στην κυρία δίκη εἶναι επιχείρηση χονδρικού εμπορίου, τῆς ὁποίας ἡ έδρα ευρίσκεται στά προάστια τοῦ Κιέλου στην Ὁμοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας. Εμπορεύεται, μεταξύ άλλων, τά ἴδια προϊόντα πού πωλούνται κατά τήν διάρκεια τῶν κρουαζιερῶν. Οἱ πελάτες της, μεταξύ τῶν ὁποίων περιλαμβάνεται καί ἡ δεύτερη τῶν προσφευγουσῶν στην κυρία δίκη, εἶναι επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου πού έχουν τήν έδρα τους στην περιοχή τῆς ἀκτῆς τῆς Βαλτικής.

5

Ἀπό τήν διάταξη περί παραπομπής συνάγεται ὅτι οι προσφεύγουσες ὑπεστήριξαν ενώπιον τοῦ Finanzgericht ὅτι οἱ ἀνωτέρω κρουαζιέρες εἶχαν σάν συνέπεια νά ἀφαιρέσουν ἀπό τίς τοπικές, χονδρικές καί λιανικές, εμπορικές επιχειρήσεις σημαντικό μέρος τῆς ἀγοραστικής δυνάμεως τῶν κατοίκων τῆς ἀκτής τῆς Βαλτικής καί νά κατανείμουν τό μέρος αυτό τῆς ἀγοραστικής δυνάμεως μεταξύ τῶν ναυτιλιακών εταιριών πού ὀργανώνουν τίς κρουαζιέρες. Τό γεγονός ὅτι οἱ ἐν λόγω εταιρίες δύνανται νά διαθέτουν ἀφορολόγητα ἡ επιχορηγούμενα εμπορεύματα τους προσέφερε, εἰς βάρος τῶν επιχειρήσεων χονδρικού καί λιανικού εμπορίου, ἕνα σημαντικό συναγωνιστικό πλεονέκτημα πού έχει σάν συνέπεια τήν στρέβλωση τοῦ ἀνταγωνισμού.

6

Οἱ προσφεύγουσες ἀρχικώς ἐζήτησαν ἀπό τό Finanzgericht νά ἀναγνωρίσει ὅτι ὁ καθ' οὗ υποχρεούται νά μή δέχεται τόν εκτελωνισμό ἀτελώς. Ἐζήτησαν ἐν συνεχεία ἀπό τό ἐν λόγω δικαστήριο νά υποχρεώσει τό καθ' οὗ νά παύσει νά χορηγεί τήν ἀτέλεια κατά τήν διέλευση τῶν εμπορευμάτων ἀπό τά τελωνειακά σύνορα στους ταξιδιώτες πού ἀπέκτησαν ἀφορολόγητα ἡ επιχορηγούμενα εμπορεύματα κατά τίς «κρουαζιέρες βουτύρου».

7

Τό Finanzgericht, επιληφθέν τῆς διαφοράς υπέβαλε στό Δικαστήριο τά ἀκόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«Ἐπί τοῦ τελωνειακοῦ δασμοῦ

1.

Ό κανονισμός (ΕΟΚ) ἀριθ. 1544/69 τοῦ Συμβουλίου τῆς 23ης 'Ιουλίου 1969, ὅπως ἐτροποποιήθη γιά τελευταία φορά ἀπό τόν κανονισμό (ΕΟΚ) ἀριθ. 3061/78 τοῦ Συμβουλίου τῆς 19ης Δεκεμβρίου 1978, πρέπει νά ερμηνευθεί ὑπό την ἔννοια ὅτι ἡ ἀτέλεια πού προβλέπει δέν ἐφαρμόζεται παρά μόνο σέ εμπορεύματα προερχόμενα ἀπό τό τελωνειακό έδαφος τρίτης χώρας καί τά όποια, ενδεχομένως, εὑρίσκοντο, ἐπί πλέον, ὑπό τό τελωνειακό καθεστώς τῆς ελευθέρας κυκλοφορίας ἤ μήπως ἀρκεί τά εμπορεύματα νά προέρχονται ἀπό Κράτη μέλη καί νά εισάγονται ἀπό τά θαλάσσια τελωνειακά σύνορα ἡ ἀπό τά εδαφικά σύνορα κάθε Κράτους μέλους προερχόμενα ἀπό την ἀνοικτή θάλασσα;

2.

Ό κανονισμός (ΕΟΚ) ἀριθ. 1544/69 τοῦ Συμβουλίου, ὅπως ἐτροποποιήθη γιά τελευταία φορά ἀπό τόν κανονισμό (ΕΟΚ) ἀριθ. 3061/78, ενδεχομένως σέ συνδυασμό μέ τό άρθρο 28 τῆς συνθήκης ΕΟΚ — ὑπό τήν επιφύλαξη των εμπορευμάτων, στά όποια ἀναφέρεται ὁ κανονισμός 3023/77 τοῦ Συμβουλίου τῆς 20ῆς Δεκεμβρίου 1977 — περιλαμβάνει εξαντλητική ρύθμιση ὅσον άφορᾶ τήν ἀτέλεια τῶν εμπορευμάτων πού περιέχονται στίς προσωπικές ἀποσκευές των ταξιδιωτών ἤ μήπως τά Κράτη μέλη δύνανται, βαίνοντας πέραν τοῦ πεδίου εφαρμογής τοῦ κανονισμοί) (ΕΟΚ) ἀριθ. 1544/69, νά χορηγούν μία ἀτέλεια κατά τρόπο αυτόνομο — ὑπό τήν επιφύλαξη τῶν εμπορευμάτων, στά όποια ἀναφέρεται ὁ κανονισμός (ΕΟΚ) ἀριθ. 3023/77 ;

3.

Ή παράβαση ενός κοινοτικοῦ κανονισμοῦ θεμελιώνει δικαιώματα δυνάμενα νά ἀσκηθοῦν εὐθέως ὑπέρ εκείνου, τοῦ οποίου τά δικαιώματα θίγονται ἀπό νομοθετικές ἤ κανονιστικές διατάξεις, ἡ ἀπό τά εκτελεστικά τους μέτρα, πού δέν συμβιβάζονται μέ τό πεδίο εφαρμογής τοῦ κανονισμοῦ αὐτοῦ, ὑπό τήν ἔννοια ὅτι ὁ ἀνωτέρω δύναται νά προσφύγει ενώπιον ἐθνικοῦ δικαιοδοτικοῦ ὀργάνου γιά νά ἀπαγορευθοῦν μέτρα ἀντίθετα πρός τό κοινοτικό δίκαιο ἡ νά ἐξασφαλισθεί ἡ τήρηση μέτρων τοῦ κοινοτικού δικαίου;

4.

Ό κανονισμός (ΕΟΚ) ἀριθ. 3023/77 εἶναι άκυρος επειδή παραβιάζει τό ιεραρχικά ἀνώτερο κοινοτικό δίκαιο (πχ. τήν ἀρχή τῆς ἰσότητος, τήν ἀπαγόρευση διακρίσεων, τήν Ισότητα στόν ἀνταγωνισμό, τήν ἀναλογικότητα);

5.

Σέ περίπτωση καταφατικής ἀπαντήσεως στό ερώτημα 4: τό πρόσωπο τοῦ ὁποίου θίγονται τά δικαιώματα ἀπό νομοθετική ἡ κανονιστική διάταξη, ἤ εκτελεστικό τῆς μέτρο, πού στηρίζεται στόν κανονισμό (ΕΟΚ) ἀριθ. 3023/77, έχει δικαιώματα δυνάμενα νά ἀσκηθούν ευθέως, ὑπό τήν έννοια ὅτι δύναται νά προσφύγει σέ εθνικό δικαιοδοτικό όργανο γιά νά ἀπαγορευθοῦν μέτρα πού εἶναι ἀντίθετα πρός τό κοινοτικό δίκαιο;

'Επί τοῦ φόρου κύκλου εργασιών καί τῶν ειδικών φόρων καταναλώσεως

6.

Ή ὁδηγία 69/169/ΕΟΚ τοῦ Συμβουλίου τῆς 28ης Μαΐου 1969, ὅπως ἐτροπο-ποιήθη γιά τελευταία φορά ἀπό τήν οδηγία 78/1032/ΕΟΚ τοῦ Συμβουλίου τῆς 19ης Δεκεμβρίου 1978, πρέπει νά ερμηνευθεί μέ την ἔννοια ὅτι ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τους φόρους κύκλου εργασιών καί τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως, πού προβλέπει, δέν εφαρμόζεται παρά μόνο στά εμπορεύματα πού περιέχονται στίς προσωπικές ἀποσκευές τῶν ταξιδιωτών, πού προέρχονται ἀπό τό τελωνειακό έδαφος τρίτης χώρας (άρθρο 1) ἤ, στην περίπτωση πού τό ἐμπόρευμα προέρχεται ἀπό Κράτος μέλος, ἀπό τό τελωνειακό έδαφος τῆς Κοινότητος (άρθρο 2), καί τά όποια, ενδεχομένως, ευρίσκονται, ἐπό πλέον, ὑπό τό τελωνειακό καθεστώς τῆς ελευθέρας κυκλοφορίας ἀπό τρίτη χώρα ἤ ἀπό Κράτος μέλος, ἤ ἀρκεῖ μήπως μόνο ὅτι τά εμπορεύματα εισάγονται ἀπό τά θαλάσσια τελωνειακά σύνορα ἤ ἀπό τά εδαφικά σύνορα τοῦ ενδιαφερομένου Κράτους μέλους προερχόμενα ἀπό τήν ἀνοικτή θάλασσα;

7.

Ή ὁδηγία 69/169/ΕΟΚ, ὅπως ισχύει μετά τήν τελευταία τροποποίηση της, περιέχει εξαντλητική ρύθμιση ὅσον άφορᾶ τήν ἀπαλλαγή ἀπό τόν φόρο κύκλου ἐργασιών καί τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως τῶν εμπορευμάτων, πού περιέχονται στίς προσωπικές ἀποσκευές τῶν ταξιδιωτών ἤ μήπως τά Κράτη μέλη δύνανται, βαίνοντας πέραν τοῦ πεδίου εφαρμογής τῆς ὁδηγίας, νά παρέχουν αυτόνομες ἀπαλλαγές ἀπό τους φόρους κύκλου εργασιών καί τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως γιά εμπορεύματα πού περιέχονται στίς προσωπικές ἀποσκευές τῶν ταξιδιωτών;

8.

Ή ὁδηγία 69/169/ΕΟΚ, ὅπως ισχύει μετά τήν τελευταία τροποποίηση της, θεμελιώνει δικαιώματα δυνάμενα νά ἀσκηθοῦν ευθέως υπέρ εκείνου τοῦ ὁποίου τά δικαιώματα θίγονται ἀπό νομοθετική ἡ κανονιστική διάταξη Κράτους μέλους, ἡ ἀπό τό εκτελεστικό τῆς μέτρο, πού δέν συμβιβάζονται μέ τό περιεχόμενο τῆς ἐν λόγω ὁδηγίας, ὑπό τήν ἔννοια ὅτι δύναται νά προσφύγει σέ εθνικό δικαιοδοτικό όργανο γιά νά ἀπαγορευθοῦν εθνικά μέτρα πού εἶναι ἀντίθετα πρός τό κοινοτικό δίκαιο;»

Ι — Ἐπί τῶν τελωνειακών δασμών

'Επί τοῦ πρώτου ερωτήματος (ερμηνεία κανονισμού 1544/69 — δασμολογικές ἀπαλλαγές)

8

Ό κανονισμός 1544/69, πού ἐτροποποιήθη γιά τελευταία φορά ἀπό τόν κανονισμό 3061/78 (ΕΕ 02 τόμος 007, σ. 7 ἑπ.) καθορίζει τήν δασμολογική μεταχείριση τῶν εμπορευμάτων πού περιέχονται στίς προσωπικές ἀποσκευές τῶν ταξιδιωτών.

9

Σκοπός τοῦ κανονισμοῦ 1544/69 εἶναι, σύμφωνα μέ τίς αιτιολογικές του σκέψεις, νά διευκολύνει τήν εργασία τῶν τελωνειακών ὑπηρεσιών τῶν Κρατών μελών, μέ τήν ἀποφυγή τῶν περίπλόκων προβλημάτων τοῦ εκτελωνισμοῦ πού δημιουργοῦνται ἀπό τόν ὄγκο τῶν εισαγωγών ἀπό τίς τρίτες χώρες στην Κοινότητα καί ἀπό τήν ποικιλία τῶν εμπορευμάτων, πού εισάγονται ἀπό τους ταξιδιώτες. Πρός τόν σκοπό αυτό ὁ κανονισμός ὁρίζει ὅτι περιορισμένη ἀπαλλαγή χορηγείται στά εμπορεύματα πού περιέχονται στίς προσωπικές ἀποσκευές τῶν ταξιδιωτῶν ἐφ' ὅσον πρόκειται γιά εισαγωγές πού στερούνται οιουδήποτε εμπορικοί) χαρακτῆρος.

10

Ό κανονισμός 1544/69, ὅπως ἐτροποποιήθη ἀπό τόν κανονισμό 3061/78, δέν ἀναφέρεται στην προέλευση τῶν εμπορευμάτων γιά τά όποια χορηγείται ἀπαλλαγή ἀπό τους τελωνειακούς δασμούς. Τό άρθρο 1 ὁρίζει ὅτι χορηγεῖται ἀπαλλαγή ὡς πρός τους δασμούς τοῦ κοινοῦ δασμολογίου γιά εμπορεύματα περιεχόμενα στίς προσωπικές ἀποσκευές τῶν ταξιδιωτῶν πού προέρχονται ἀπό τρίτες χώρες ἐφ' ὅσον πρόκειται γιά εισαγωγές πού στερούνται οιουδήποτε εμπορικοῦ χαρακτῆρος. Τό εδάφιο 2 τῆς πρώτης παραγράφου τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ διευκρινίζει ὅτι νοούνται ὡς προσωπικές ἀποσκευές τό σύνολο τῶν ἀποσκευών, τίς ὁποιες ὁ ταξιδιώτης δύναται νά παρουσιάσει στην τελωνειακή υπηρεσία κατά τήν άφιξη του, καθώς επίσης καί εκείνες πού παρουσιάζει ἀργότερα στην ἴδια υπηρεσία, ὑπό τήν επιφύλαξη τῆς ἀποδείξεως ὅτι οἱ αποσκευές αυτές είχαν καταχωρισθεί κατά τόν χρόνο τῆς ἀναχωρήσεως του ὡς συνοδευόμενες ἀποσκευές ἀπό τήν ἑταιρία πού ἀνέλαβε τή μεταφορά του.

11

Ό κανονισμός άφορᾶ μικρές ποσότητες εμπορευμάτων πού ἀντιπροσωπεύουν μικρή δασμολογητέα ἀξία. Ό ἀντικειμενικός σκοπός τοῦ κανονισμοῦ πού συνίσταται στην διευκόλυνση τοῦ εκτελωνισμοί) εμπορευμάτων πού περιέχονται στίς προσωπικές ἀποσκευές τῶν προερχομένων ἀπό τρίτες χώρες ταξιδιωτών δέν θά ἐπετυγχάνετο ἄν οἱ τελωνειακές ἀρχές ήσαν υποχρεωμένες νά προσδιορίζουν, ἐπ' ευκαιρία εισαγωγών, τήν προέλευση τῶν εμπορευμάτων γιά τά όποια ζητείται ἀπαλλαγή ἀπό τους τελωνειακούς δασμούς.

12

Κατά συνέπεια, πρέπει νά διαπιστωθεί ὅτι ὁ κανονισμός 1544/69 εφαρμόζεται στίς ἀποσκευές τῶν προερχομένων ἀπό τρίτες χώρες ταξιδιωτών, οιαδήποτε καί ἄν εἶναι ἡ καταγωγή καί ἡ προέλευση τῶν εμπορευμάτων αυτών καί ἀσχέτως τῶν τελωνειακών καί δημοσιονομικών φόρων πού τους επεβλήθησαν πρό τῆς εισαγωγής τους στό κοινοτικό έδαφος.

13

Είναι σκόπιμο νά παρατηρηθεί ἐξ άλλου ὅτι ἡ έβδόμη αιτιολογική σκέψη τοῦ κανονισμοί) ἀναφέρει ὅτι «πρέπει... νά καθορισθεί σαφώς, γιά νά ἀποφευχθεί κάθε κατάχρηση ερμηνείας, ὅτι ἡ ἀτέλεια ὡς πρός τους δασμούς τοῦ κοινοῦ δασμολογίου δέν εφαρμόζεται παρά μόνο γιά τους ταξιδιώτες πού προέρχονται ἀπό μία τρίτη χώρα». Ή βούληση τοῦ Συμβουλίου νά ἀποφύγει καταχρήσεις διαφαίνεται ευκρινώς ἀπό τήν αιτιολογική αυτή σκέψη. Δέν δύναται, επομένως, νά θεωρηθεί ὡς ταξιδιώτης, προερχόμενος ἀπό τρίτη χώρα, δυνάμενος νά επωφεληθεί τῆς ἀπαλλαγής ἀπό τους δασμούς τοῦ κοινοί) δασμολογίου, ὅποίος κατά τή διάρκεια κρουαζιέρας ἀπό λιμάνι Κράτους μέλους, δέν προσεγγίζει τρίτη χώρα ἤ δέν προσεγγίζει ἐκεῖ παρά κατά τρόπο συμβολικό χωρίς νά πραγματοποιεί ἐκεῖ πραγματική παραμονή, δηλ. παραμονή κατά τήν διάρκεια της ὁποίας θά ἠδύνατο πράγματι νά προβεί σέ ἀγορές.

14

Στό πρώτο ερώτημα προσήκει, επομένως ἡ ἀπάντηση ὅτι ἡ ἀπαλλαγή πού προβλέπεται ἀπό τόν κανονισμό 1544/69, ὅπως ἐτροποποιήθη γιά τελευταία φορά ἀπό τόν κανονισμό 3061/78, δέν εφαρμόζεται παρά στά εμπορεύματα πού περιέχονται στίς προσωπικές ἀποσκευές ταξιδιωτῶν προερχομένων ἀπό τρίτες χώρες. 'Η ἀπαλλαγή αυτή χορηγείται ἀσχέτως καταγωγής καί προελεύσεως τῶν εμπορευμάτων, καθώς καί δημοσιονομικών καί τελωνειακών φόρων πού τά ἐπεβάρυναν προ τῆς εισαγωγής τους στό κοινοτικό έδαφος. Δέν εἶναι πάντως, δυνατό νά θεωρηθεῖ ὡς ταξιδιώτης προερχόμενος ἀπό τρίτη χώρα, κατά τήν έννοια τοῦ κανονισμοῦ, εκείνος ὁ όποιος, κατά τήν διάρκεια κρουαζιέρας, ἀπό λιμάνι Κράτους μέλους, δέν προσεγγίζει τρίτη χώρα ἡ δέν τήν προσεγγίζει παρά κατά τρόπο συμβολικό, χωρίς νά παραμένει ἐκεῖ ἐπί τόσο χρόνο ὥστε νά δύναται πράγματι νά προβαίνει σέ ἀγορές.

Ἐπί τον δευτέρου ἐρωτήματος (ερμηνεία τον κανονισμοῦ 1544/69 — δασμολογικές ἀπαλλαγές)

15

Τό άρθρο 3 (β) τῆς συνθήκης ὁρίζει ὅτι ἡ δράση τῆς Κοινότητος περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τήν θέσπιση κοινοῦ δασμολογίου. Τό άρθρο 9 τῆς συνθήκης διευκρινίζει ὅτι ἡ Κοινότης βασίζεται ἐπί τελωνειακής ενώσεως πού εκτείνεται στό σύνολο τῶν εμπορευματικών συναλλαγών καί περιλαμβάνει τήν ἀπαγόρευση τῶν εισαγωγικών καί εξαγωγικών δασμών καί ὅλων τῶν φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου ἀποτελέσματος μεταξύ τῶν Κρατών μελών, καθώς καί τήν υιοθέτηση κοινοῦ δασμολογίου στίς σχέσεις τους μέ τίς τρίτες χώρες. Τό άρθρο 28 τῆς συνθήκης ὁρίζει ὅτι κάθε αυτόνομη τροποποίηση ἡ ἀναστολή τῶν δασμών τοῦ κοινοῦ δασμολογίου ἀποφασίζεται ἀπό τό Συμβούλιο.

16

Ἀπό τίς διατάξεις αυτές σαφώς διαφαίνεται ὅτι εναπόκειται στό Συμβούλιο, ὑπό τίς ὁριζόμενες στην συνθήκη προϋποθέσεις, νά ἀποφασίζει γιά τίς ἀπαλλαγές τῶν ὁποίων, σέ ορισμένες περιστάσεις, δύνανται νά ἀπολαύουν ὁρισμένα προϊόντα, κατά παρέκκλιση ἀπό τό κοινό δασμολόγιο. Ἀπό αυτό ἕπεται ὅτι ἐν πάση περιπτώσει ἀπό τήν στιγμή κατά τήν ὁποία τό Συμβούλιο θεσπίζει σέ ὁρισμένο τομέα κανόνες ὁμοιομόρφου εφαρμογής στό θέμα τῶν ἀπαλλαγών — ὅπως οἱ κανόνες τοῦ κανονισμοῦ 1544/69 — τά Κράτη μέλη δέν έχουν πλέον ἁρμοδιότητα νά παρέχουν στον τομέα αυτό ἀπαλλαγή πού βαίνει πέραν τῆς καθοριζομένης ἀπό τους κοινοτικούς κανόνες.

17

Στό δεύτερο ἐρώτημα πρέπει, ἑπομένως, νά δοθεί ἡ ἀπάντηση ὅτι ὁ κανονισμός 1544/69 περιέχει εξαντλητική ρύθμιση ὅσον άφορᾶ τήν ἀπαλλαγή τῶν εμπορευμάτων, τά όποια περιέχονται στίς προσωπικές ἀποσκευές τῶν προερχομένων ἀπό τρίτες χώρες ταξιδιωτών, ἡ ὁποία δέν καταλείπει στά Κράτη μέλη καμμία ἁρμοδιότητα χορηγήσεως, στον καλυπτόμενο ἀπό τόν κανονισμό τομέα, ἀπαλλαγής πού θά έβαινε πέραν τῆς προβλεπομένης ἀπό τόν κανονισμό.

Ἐπί τον τετάρτου ερωτήματος (κῦρος τον κανονισμοῦ 3023/77 — ἀτέλειες ὡς πρός τίς γεωργικές εισφορές)

18

Μέ τό τέταρτο ἐρώτημα ερωτᾶται ἄν ὁ κανονισμός 3023/77 τοῦ Συμβουλίου πάσχει ἀπό ἀκυρότητα κατά τό μέρος πού παραβιάζει τό ἱεραρχικῶς ἀνώτερο κοινοτικό δίκαιο (πχ. την ἀρχή τῆς ἰσότητος, την ἀπαγόρευση εισαγωγής διακρίσεων, την ισότητα στόν ἀνταγωνισμό, την ἀναλογικότητα).

19

Πρίν εξετασθούν οἱ λόγοι αυτοί, θά πρέπει νά διευκρινισθεί ἄν ὁ κανονισμός ἀνταποκρίνεται στίς περί αιτιολογίας επιταγές τοῦ ἄρθρου 190 τῆς συνθήκης.

20

Ὁ κανονισμός 1818/75 τοῦ Συμβουλίου τῆς 10ης 'Ιουνίου 1975 (ΕΕ 02 τόμος 002, σ. 45) ἐπεξέτεινε τίς ἀπαλλαγές πού παρέχονται ἀπό τόν κανονισμό 1544/69 στίς γεωργικές εισφορές καί σέ άλλες επιβαρύνσεις κατά τήν εισαγωγή πού προβλέπονται στό πλαίσιο τῆς κοινής γεωργικής πολιτικής ἡ στόν τομέα τῶν ειδικῶν καθεστώτων πού εφαρμόζονται, βάσει τοῦ ἄρθρου 235 τῆς συνθήκης, σέ ὁρισμένα εμπορεύματα πού προέρχονται ἀπό τήν μεταποίηση τῶν γεωργικῶν προϊόντων, ὅταν περιέχονται στίς προσωπικές ἀποσκευές τῶν εισερχομένων στην Κοινότητα ταξιδιωτών.

21

Ἐπειδή διεπίστωσε ὅτι ἡ επέκταση αυτή τῶν ἀπαλλαγών έδιδε λαβή σέ καταχρήσεις, τό Συμβούλιο ἐθέσπισε τήν 20ή Δεκεμβρίου 1977 τόν κανονισμό 3023/77 περί ὁρισμένων μέτρων πού ἀποβλέπουν στόν τερματισμό τῶν καταχρήσεων πού προκύπτουν ἀπό τήν πώληση γεωργικών προϊόντων ἐπί πλοίων. Οἱ αιτιολογικές σκέψεις τοῦ κανονισμοῦ αὐτοῦ υπενθυμίζουν κατ' ἀρχάς ὅτι ὁ κανονισμός 1544/69 (καθαυτό δασμολογικές ἀπαλλαγές) δέν εφαρμόζεται στά εμπορεύματα πού εισάγονται κατόπιν ταξιδιού πραγματοποιηθέντος μέ αφετηρία Κράτος μέλος καί κατά τό όποιο δέν έγινε προσέγγιση τοῦ τελωνειακού εδάφους τρίτης χώρας. Οἱ ἴδιες αυτές αιτιολογικές σκέψεις εκθέτουν ἐν συνεχεία ὅτι ἡ πείρα ἀπέδειξε ὅτι κοινοτικά γεωργικά προϊόντα γιά τά όποια ἐχορηγήθησαν επιστροφές κατά τήν εξαγωγή καί γεωργικά προϊόντα πού προέρχονται ἀπό τρίτες χώρες ἐπωλήθησαν ἡ διετέθησαν ἐπί πλοίων, τά όποια ἀνεχώρησαν ἀπό κοινοτικό λιμάνι καί ἐπανῆλθον ἐκ νέου σέ κοινοτικό λιμάνι, χωρίς νά έχουν προσεγγίσει λιμάνι έκτος τοῦ τελωνειακού εδάφους τῆς Κοινότητος, πρός τόν σκοπό νά εἰσαχθοῦν στην Κοινότητα βάσει τῶν προβλεπομένων ἀπό τους κανονισμούς 1544/69 καί 1818/75 ἀπαλλαγών.

22

Ἀπό τίς ἐν λόγω αιτιολογικές σκέψεις συνάγεται ὅτι τό Συμβούλιο ἐθεώρει ὅτι ή είσοδος στό τελωνειακό έδαφος τῆς Κοινότητος, μέ ἀπαλλαγή ἀπό δασμούς καί γεωργικές εισφορές, εμπορευμάτων πού ἀπεκτήθησαν ἀπό ταξιδιῶτες ὑπό τίς συνθήκες πού ἀναφέρονται στίς αιτιολογικές αυτές σκέψεις, δέν ήταν σύμφωνη μέ τόν σκοπό τῶν προαναφερθέντων κανονισμῶν. Δεδομένου ὅτι σκοπός τῆς χορηγήσεως τῶν επιστροφῶν κατά την εξαγωγή εἶναι νά επιτρέψει στά γεωργικά προϊόντα κοινοτικής καταγωγής νά ἀνταγωνισθούν τά προϊόντα τρίτων χωρών στίς εξωτερικές ἀγορές, θά ήταν ἀσυμβίβαστη πρός τό κοινοτικό σύστημα επιστροφών κατά τήν εξαγωγή ἡ χορήγηση παρομοίων επιστροφών γιά εξαγωγές πού δέν προορίζονται γιά τήν ἀγορά τρίτης χώρας, ἀλλα γιά ἐπανει-σαγωγή στην Κοινότητα μέ ἀπαλλαγή ἀπό εισφορές πού εισπράττονται κανονικά κατά τήν εισαγωγή γεωργικών προϊόντων. Παρόμοια πράξη θά ήταν ικανή νά προκαλέσει μία σοβαρή ζημία στά κεφάλαια τοῦ Ταμείου γεωργικού προσανατολισμοῦ καί εγγυήσεων καί νά νοθεύσει τόν ἀνταγωνισμό στην εσωτερική ἀγορά.

23

Στήν πέμπτη αιτιολογική σκέψη τοῦ κανονισμοῦ 3023/77 τό Συμβούλιο ἀναφέρει πάντως τά ἀκόλουθα:

«εκτιμώντας ὅτι φαίνεται ἀπαραίτητο νά διασαφηνισθεί ἡ νομική κατάσταση ἐπί τοῦ θέματος ὅτι πρός τόν σκοπό αυτό πρέπει νά επιτραπεῖ στά Κράτη μέλη νά χορηγούν, γιά τά προϊόντα πού ἀπαριθμοῦνται στό παράρτημα II της συνθήκης, τά όποια πωλούνται ἤ διατίθενται ἐπί πλοίων, ὑπό τους ὅρους πού μνημονεύονται ἀνωτέρω, ἀπαλλαγές γιά πολύ περιορισμένες ποσότητες, έκτός τῶν ὁποίων τά προϊόντα αυτά δέν δύνανται πλέον νά εἰσαχθοῦν στην Κοινότητα παρά μέ πληρωμή τῶν ἀπαιτητέων κατά τήν εισαγωγή δασμών».

24

Κατά συνέπεια, ὁ κανονισμός επιτρέπει στά Κράτη μέλη νά χορηγούν ἀπαλλαγές ἀπό δασμούς κατά τήν εισαγωγή γιά ὁρισμένες ποσότητες τῶν προϊόντων πού προσδιορίζονται στό άρθρο 1 παράγραφος 2 τοῦ κανονισμού ὑπό τους ὅρους, οἱ όποιοι περιγράφονται στίς αιτιολογικές σκέψεις.

25

Τό άρθρο 190 τῆς συνθήκης ορίζει ὅτι «οἱ κανονισμοί, οἱ ὁδηγίες καί οἱ ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου καί τῆς Ἐπιτροπῆς πρέπει νά αιτιολογοῦνται καί ν' ἀναφέρονται στίς προτάσεις ἤ γνώμες πού ἀπαιτούνται κατά τήν παροῦσα συνθήκη». Τό άρθρο αυτό ἀπαιτεῖ νά περιέχουν οἱ ἀνωτέρω πράξεις έκθεση τῶν λόγων πού ώθησαν τό όργανο στή θέσπιση τους, κατά τρόπο πού νά επιτρέπει στό Δικαστήριο νά ἀσκεῖ τόν έλεγχό του, καθώς καί τόσο στά Κράτη μέλη, ὅσο καί τους ενδιαφερομένους ἀπό τους υπηκόους τους, νά γνωρίζουν τίς προϋποθέσεις ὑπό τίς όποιες τά κοινοτικά όργανα έχουν εφαρμόσει τήν συνθήκη.

26

Ή αιτιολογία τοῦ κανονισμοί) 3023/77 δέν ἀνταποκρίνεται στην υποχρέωση αύτη. Δέν παρέχει πράγματι καμμία εξήγηση ὅσον άφορᾶ τόν λόγο γιά τόν όποιο τό Συμβούλιο, ἀφοῦ εἶχε διαπιστώσει ὅτι ὁ κανονισμός 1544/69, ἀντιθέτως πρός μία πρακτική πού εἶχε ἀκολουθηθεί, δέν έπρεπε νά εφαρμοσθεί ὑπό τίς συνθήκες πού ἐμνημονεύθησαν ἀνωτέρω, ἐθεώρησε ἀπαραίτητο νά θεσπίσει ιδιαίτερο σύστημα ἀπαλλαγῶν, εφαρμοστέο σέ τέτοια κατάσταση. Παρόμοια ἀντίφαση στην αιτιολογία εἶναι ἀκόμη σοβαρότερη ὄσον άφορᾶ διάταξη πού επιτρέπει στά Κράτη μέλη νά χορηγούν ἀπαλλαγές, έστω καί ἀσήμαντες, ἀπό εισαγωγικούς δασμούς, οἱ όποιοι συνιστούν θεμελιῶδες στοιχείο τῆς κοινής γεωργικής πολιτικής. Ὑπό τίς συνθήκες αυτές ἡ αιτιολογία δέν παρέχει κανένα νομικό έρεισμα στίς ἀμφισβητούμενες κανονιστικές διατάξεις, οἱ όποιες δέν εἶναι ἀπαραίτητο πλέον νά εξετασθούν κατ' ουσία γιά νά διαπιστωθεί ἄν συμβιβάζονται μέ τους κανόνες τῆς κοινής ἀγορᾶς.

27

Ἀρκεῖ, συνεπώς, νά διαπιστωθεί ὅτι ὁ κανονισμός 3023/77 δέν εἶναι αιτιολογημένος σύμφωνα μέ τίς επιταγές τοῦ ἄρθρου 190 τῆς συνθήκης καί ὅτι, επομένως, εἶναι ἀνίσχυρος.

ΙΙ — 'Επί τοῦ φόρου κύκλου εργασιών καί τῶν ειδικών φόρων καταναλώσεως

'Επί τοῦ ἕκτον καί ἑοδόμου ερωτήματος (ερμηνεία τῆς ὁδηγίας 69/169 — απαλλαγές ὅσον άφορα τόν ΦΠΑ καί τούς εἰδικούς φόρους καταναλώσεως)

28

Ή ὁδηγία 69/169, ὁπως συνεπληρώθη ἀπό τήν δευτέρα ὁδηγία τοῦ Συμβουλίου τῆς 12ης 'Ιουνίου 1972 (ABl. L 139, σ. 28) καί ἀπό τήν τρίτη ὁδηγία τοῦ Συμβουλίου τῆς 10ης Δεκεμβρίου 1978 (ABl. L 366, σ. 28) περί τῆς εναρμονίσεως τῶν νομοθετικών, κανονιστικών καί διοικητικών διατάξεων περί ἀπαλλαγών ἀπό τους φόρους ἐπί τοῦ κύκλου εργασιών καί τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως πού εφαρμόζονται στην διεθνῆ κυκλοφορία ταξιδιωτών, προβλέπει ὅτι ἀπαλλάσσονται ἀπό τους φόρους αυτούς πού εισπράττονται κατά τῆς Κοινότητος, τά εμπορεύματα πού περιέχονται στίς προσωπικές ἀποσκευές τῶν ταξιδιωτών καί τῶν ὁποίων ἡ ἀξία δέν υπερβαίνει ὁρισμένα ὅρια.

29

Ή αυτή ὁδηγία προβλέπει επίσης ἀπαλλαγή ἀπό τους ἰδίους φόρους πού εισπράττονται κατά τήν εισαγωγή στά εμπορεύματα πού περιέχονται στίς προσωπικές ἀποσκευές τῶν προερχομένων ἀπό Κράτη μέλη τῆς Κοινότητος ταξιδιωτών, εντός ὁρισμένων ὁρίων ὅσον άφορᾶ τήν ἀξία, ὑπό τόν ὅρο ὅτι τά ἐμπορεύματα αυτά ἀνταποκρίνονται στίς προϋποθέσεις τῶν άρθρων 9 καί 10 της συνθήκης καί ὅτι έχουν ἀποκτηθεί ὑπό τίς γενικές φορολογικές προϋποθέσεις πού ἀφορούν τήν ἀγορά ενός Κράτους μέλους.

30

Στό άρθρο τῆς 4 ἡ 'ίδια ὁδηγία ὁρίζει ὅτι, επιφυλασσομένων τῶν εθνικῶν διατάξεων πού εφαρμόζονται ἐπί τοῦ θέματος στους ταξιδιῶτες, οἱ όποιοι διαμένουν έκτός Ευρώπης, κάθε Κράτος μέλος εφαρμόζει, καθ' ὅσον άφορᾶ τήν εισαγωγή μέ ἀπαλλαγή ἀπό τους φόρους κύκλου εργασιών καί τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως ὁρισμένων εμπορευμάτων πού ἀπαριθμοῦνται ἐκεῖ (καπνικά προϊόντα, οινοπνευματώδη ποτά, ἀρώματα καί ύδωρ καλλωπισμοῦ, καφές καί τέϊον) τά ποσοτικά ὅρια πού ἀναφέρονται ἐκεῖ. Τά ὅρια πού ισχύουν στην κυκλοφορία μεταξύ τρίτων χωρών καί τῆς Κοινότητος εἶναι χαμηλότερα ἀπό εκείνα πού ισχύουν στην κυκλοφορία μεταξύ Κρατών μελών.

31

Ή ὁδηγία αυτή παρέχει ἐξ άλλου στά Κράτη μέλη τήν ευχέρεια μειώσεως τῆς άξιας ἡ ποσότητος τῶν εμπορευμάτων γιά τά όποια ισχύει ἡ ἀτέλεια ὅσον άφορᾶ τους μεθοριακούς εργαζομένους καί ὁρισμένα άλλα άτομα.

32

Περιέχει, ἐπί πλέον, διατάξεις πού ρυθμίζουν τήν ἐκ μέρους τῶν κρατών φορολογική ελάφρυνση τῶν εμπορευμάτων πού μεταφέρονται στίς προσωπικές ἀποσκευές τῶν εξερχόμενων ἀπό Κράτος μέλος ταξιδιωτών.

33

Ἀπό τίς αιτιολογικές σκέψεις τῶν δύο ὁδηγιών, οἱ όποιες συμπληρώνουν τήν ὁδηγία 69/169, συνάγεται ὅτι τό Συμβούλιο τίς ἐθέσπισε κατ' εφαρμογή της ἀποφάσεως τοῦ Συμβουλίου καί τῶν ἀντιπροσώπων τῶν κυβερνήσεων τῶν Κρατών μελών τῆς 22ας Μαρτίου 1971 περί προοδευτικής διευρύνσεως τῶν φορολογικών ἀπαλλαγών πού χορηγοῦνται στους ιδιώτες κατά τήν διέλευση ενδοκοινοτικών συνόρων. Σέ πρώτο στάδιο, τό Συμβούλιο ἐθεώρησε σκόπιμο νέ προβλέψει ὁρισμένους κοινούς κανόνες εφαρμοστέους γενικώς ἐπί τῶν ἀτόμων πού έχουν τήν κατοικία τους στην Κοινότητα γιά τήν φορολογική ελάφρυνση στό στάδιο τοῦ λιανικοῦ εμπορίου.

34

Όσον άφορα τήν κυκλοφορία μεταξύ τρίτων χωρών καί τῆς Κοινότητος, ἀπό τό 'ίδιο τό κείμενο τῶν ὁδηγιών εμφαίνεται ὅτι ἡ ἀπαλλαγή δέν χορηγείται παρά μόνο στους ταξιδιώτες πού ἀφικνοῦνται στό τελωνειακό έδαφος τῆς Κοινότητος προερχόμενοι ἀπό τρίτη χώρα, καί ὅτι στην περίπτωση αυτή οἱ προϋποθέσεις, ὑπό τίς όποιες τά εμπορεύματα ἀπεκτήθησαν, εἶναι άνευ σημασίας γιά τήν χορήγηση τῆς ἀπαλλαγής.

35

Καθ' ὅσον άφορᾶ τήν ενδοκοινοτική κυκλοφορία, τό άρθρο 2 παράγραφος 4 τῆς τρίτης ὁδηγίας προσθέτει στην ὁδηγία 69/169 μία διάταξη πού προσδιορίζει ὅτι ὅταν τό ταξίδι ἀπό ένα Κράτος μέλος σέ άλλο πραγματοποιείται μέ διέλευση ἀπό τό έδαφος τρίτης χώρας ἡ μέ ἀφετηρία μέρος τοῦ εδάφους τοῦ άλλου Κράτους μέλους, στό όποιο οἱ φόροι στους ὁποίους ἀναφέρεται ἡ ὁδηγία δέν επιβάλλονται στά εμπορεύματα πού καταναλίσκονται ἐκεῖ, ὁ ταξιδιώτης πρέπει νά δύναται νά ἀποδείξει ότι τά εμπορεύματα πού μεταφέρονται στίς ἀποσκευές του ἀπεκτήθησαν βάσει τῶν γενικών φορολογικών προϋποθέσεων τῆς εσωτερικής ἀγορᾶς ἑνός τῶν Κρατών μελών καί δέν ἀπολαύουν καμμιᾶς επιστροφής φόρων ἐπί τοῦ κύκλου εργασιῶν ἤ ειδικών φόρων καταναλώσεως. 'Αν ὁ ταξιδιώτης δέν δύναται να προσκομίσει την ἀνωτέρω ἀπόδειξη, δέν δύναται νά τύχει παρά μόνο της πλέον περιορισμένης ἀπαλλαγής, πού προβλέπεται γιά την κυκλοφορία ταξιδιωτών μεταξύ τῶν τρίτων χωρών καί τῆς Κοινότητος.

36

Όπως προκύπτει, τόσο ἀπό τίς αιτιολογικές σκέψεις τῶν σχετικών ὁδηγιών, ὅσο καί ἀπό τίς διατάξεις τους, τό Συμβούλιο εἶχε την πρόθεση νά θεσπίσει προοδευτικά ἕνα πλήρες σύστημα ἀπαλλαγών ἀπό τους φόρους κύκλου εργασιών καί τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως γιά τά εμπορεύματα πού περιέχονται στίς προσωπικές ἀποσκευές τῶν ταξιδιωτών καί, κατά συνέπεια, στά Κράτη μέλη δέν ἀπομένει, στόν τομέα αυτό, παρά μόνο ἡ περιορισμένη ἁρμοδιότης, πού τους ἀναγνωρίζεται ἀπό τίς ὁδηγίες, νά χορηγούν ἀπαλλαγές διάφορες ἀπό τίς ἀναφερόμενες στίς ὁδηγίες.

37

Πρέπει, επομένως, νά δοθεί στό έκτο ερώτημα ἡ ἀπάντηση ὅτι:

α)

Όσον άφορᾶ την κυκλοφορία μεταξύ τρίτων χωρών καί τῆς Κοινότητος, ή ἀπαλλαγή πού προβλέπεται ἀπό την ὁδηγία 69/169 δέν χορηγείται παρά μόνο στους ταξιδιώτες πού ἀφικνοῦνται στό τελωνειακό ἔδαφος τῆς Κοινότητος προερχόμενοι ἀπό τρίτη χώρα, στην περίπτωση δέ αύτη οἱ προϋποθέσεις, ὑπό τίς όποιες τά εμπορεύματα ἀπεκτήθησαν, δέν έχουν σημασία γιά την χορήγηση τῆς ἀπαλλαγής.

β)

Όσον άφορᾶ τήν ενδοκοινοτική κυκλοφορία, ὅταν τό ταξίδι ἀπό ἕνα Κράτος μέλος σέ άλλο πραγματοποιείται μέ διέλευση ἀπό τό έδαφος τρίτης χώρας ή μέ ἀφετηρία μέρος τοῦ εδάφους τοῦ άλλου Κράτους μέλους, στό όποιο οἱ φόροι, στους ὁποίους ἀναφέρεται ἡ ὁδηγία, δέν επιβάλλονται γιά τά εμπορεύματα πού καταναλίσκονται ἐκεῖ, ὁ ταξιδιώτης πρέπει νά δύναται νά ἀποδείξει ὅτι τά εμπορεύματα πού μεταφέρονται στίς ἀποσκευές του ἀπεκτήθησαν βάσει τῶν γενικών φορολογικών προϋποθέσεων τῆς εσωτερικής ἀγορᾶς ενός τῶν Κρατών μελών καί δέν ἀπολαύουν καμμιᾶς επιστροφής φόρων ἐπί τοῦ κύκλου εργασιών ἡ ειδικών φόρων καταναλώσεως. 'Αν ὁ ταξιδιώτης δέν δύναται νά προσκομίσει τήν ἀνωτέρω ἀπόδειξη, δέν δύναται νά τύχει παρά μόνο τῆς πλέον περιορισμένης ἀπαλλαγής πού προβλέπεται γιά τήν κυκλοφορία ταξιδιωτών μεταξύ τῶν τρίτων χωρών καί τῆς Κοινότητος.

38

Στό έβδομο ερώτημα προσήκει ἡ ἀπάντηση ὅτι μέ τίς ὁδηγίες τό Συμβούλιο εἶχε τήν πρόθεση νά θεσπίσει προοδευτικώς πλῆρες σύστημα ἀπαλλαγών ἀπό τους φόρους κύκλου εργασιών καί τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως γιά τά εμπορεύματα πού περιέχονται στίς προσωπικές ἀποσκευές τῶν ταξιδιωτών καί ὅτι, συνεπώς, στά Κράτη μέλη δέν ἀπομένει στον τομέα αυτό παρά μόνο ἡ περιορισμένη ἁρμοδιότης, πού τους ἀναγνωρίζεται ἀπό τίς ὁδηγίες νά χορηγούν ἀπαλλαγές διάφορες ἀπό τίς ἀναφερόμενες στίς ὁδηγίες.

'Επί τον τρίτον, πέμπτον καί ὀγδόου ερωτήματος (δικαίωμα ἐγέρσεως ἀγωγῆς πού παρέχεται στά πρόσωπα ἀπό τους σχετικούς κανονισμούς καί ὁδηγίες)

39

Τά τρία αυτά ερωτήματα ἀναφέρονται στην δυνατότητα ενός προσώπου, τοῦ ὁποίου θίγονται τά συμφέροντα, εἴτε ἀπό εθνικές νομοθετικές διατάξεις ἀσυμβίβαστες πρός τό κοινοτικό δίκαιο εἴτε ἀπό τήν εφαρμογή μή νομίμου κοινοτικῆς πράξεως, νά προσφύγει στά εθνικά δικαστήρια πρός τόν σκοπό νά διαταχθεί ή ἀπαγόρευση μέτρων ἀντιθέτων πρός τό κοινοτικό δίκαιο.

40

Στην διάταξη του τό Finanzgericht εκθέτει ὅτι, σύμφωνα μέ τήν νομολογία τόσο τοῦ Bundesverfassungsgericht ὅσο καί τοῦ Bundesverwaltungsgericht, οἱ νόμοι προσανατολισμού τῆς οικονομίας πού θεσπίζονται πρός τό συμφέρον ὁρισμένων κατηγοριών καί τροποποιούν τήν οικονομική κατάσταση παραβιάζουν τήν ἀρχή τῆς ἰσότητος ὅταν δέν εφαρμόζονται γιά τό κοινό συμφέρον καί ὅταν θίγουν αὐθαιρέτως άξια προστασίας συμφέροντα άλλων κατηγοριών. 'Επισημαίνεται ὅτι σέ παρόμοια περίπτωση τό γερμανικό δίκαιο παρέχει σέ κάθε ἐνδιαφερόμενο δικαίωμα ἐγέρσεως ἀγωγής. Τά ερωτήματα πού υπεβλήθησαν ἀπό τό εθνικό δικαστήριο, τοποθετούμενα στό πλαίσιο αυτό ἀποβλέπουν κυρίως στό νά διευκρινισθεί ἄν τό δικαίωμα αὐτό ἐγέρσεως ἀγωγής δύναται νά ἀσκηθεί ὑπό ἀνάλογες προϋποθέσεις μέσα στό πλαίσιο τῆς κοινοτικής έννόμου τάξεως, ὑπό τήν έννοια, ἰδίως, ὅτι ἄν ἕνα πρόσωπο ὑπό τήν ιδιότητα τοῦ υποκειμένου κοινοτικοῦ δικαίου θίγεται οικονομικώς ἀπό τήν μή εφαρμογή μιας κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως ἐπί τρίτων, εἴτε ὑπό Κράτους μέλους εἴτε ὑπό κοινοτικής ἀρχής, δύναται νά προσφύγει στά δικαιοδοτικά όργανα ενός Κράτους μέλους για νά υποχρεωθοῦν οἱ ἐθνικές ἀρχές νά εφαρμόσουν τόν σχετικό κανονισμό ή νά παύσουν νά τόν παραβαίνουν.

41

Πρέπει νά παρατηρηθεί, κατ' ἀρχάς, ὅτι, δυνάμει τοῦ ἄρθρου 189 τῆς συνθήκης, ὁ κανονισμός «είναι δεσμευτικός ὡς πρός ὅλα τά μέρη του καί ισχύει άμεσα σέ κάθε Κράτος μέλος». Ή ὁδηγία «δεσμεύει κάθε Κράτος μέλος στό όποιο ἀπευθύνεται, όσον άφορᾶ τό επιδιωκόμενο ἀποτέλεσμα» άλλά ἀφήνει στίς ἐθνικές ἀρχές τήν ἁρμοδιότητα όσον άφορᾶ τήν ἐπιλογή τοῦ τύπου καί τῶν μέσων. Σύμφωνα μέ τήν νομολογία τοῦ Δικαστηρίου τό δεσμευτικό ἀποτέλεσμα τῆς ὁδηγίας συνεπάγεται ὅτι μία εθνική ἀρχή δέν δύναται ν' ἀντιτάξει σέ ἕναν ιδιώτη μία ἐθνική νομοθετική ἡ διοικητική διάταξη πού δέν εἶναι σύμφωνη μέ μία διάταξη τῆς ὁδηγίας, ἡ ὁποία συγκεντρώνει ὅλα τά χαρακτηριστικά πού εἶναι ἀναγκαία γιά νά δύναται νά εφαρμοσθεί ἀπό τόν δικαστή.

42

Ἀπό τίς σκέψεις αυτές συνάγεται ὅτι ἕνα πρόσωπο δύναται νά επικαλεσθεί ἐνώπιον τῶν εθνικῶν δικαιοδοτικῶν ὀργάνων τά δικαιώματα του πού ἀπορρέουν ἀπό τόν κανονισμό.

43

Κατά τόν 'ίδιο τρόπο, μία ἐθνική ἀρχή δέν δύναται ν' ἀντιτάξει σέ ένα πρόσωπο νομοθετικές ἡ διοικητικές διατάξεις πού δέν εἶναι σύμφωνες μέ μία άνευ ὅρων καί ἀρκούντως σαφή υποχρέωση, επιβαλλομένη ὑπό τῆς ὁδηγίας.

44

Ὅσον άφορα τό δικαίωμα οικονομικού επιχειρηματία νά ἀπαιτήσει μέ τήν δικαστική ὁδό νά ἐπιβάλουν οἱ ἀρχές ἑνός Κράτους μέλους σέ τρίτους τήν τήρηση υποχρεώσεων πού ἀπορρέουν ἀπό τήν κοινοτική κανονιστική ρύθμιση στό πλαίσιο ὁρισμένης έννόμου καταστάσεως, στην ὁποία μέν ὁ επιχειρηματίας αυτός δέν εμπλέκεται ἀλλά θίγεται ἐν τούτοις οικονομικώς ἀπό τήν ἐν λόγω μή τήρηση τοῦ κοινοτικοί) δικαίου, πρέπει πρῶτον, νά παρατηρηθεί ὅτι ἄν καί ή συνθήκη ἐδημιούργησε ὁρισμένο ἀριθμό ἀπ' ευθείας προσφυγών πού δύνανται νά ἀσκηθούν, ἀναλόγως μέ τήν περίπτωση, ἀπό ἰδιώτες ενώπιον τοῦ Δικαστηρίου, δέν εἶχε τήν πρόθεση νά δημιουργήσει ενώπιον τῶν εθνικών δικαιοδοτικῶν ὀργάνων, πρός τόν σκοπό διασφαλίσεως τοῦ κοινοτικοί) δικαίου, άλλα μέσα έννόμου προστασίας έκτός τῶν ὁριζομένων ἀπό τό εθνικό δίκαιο. 'Αντιθέτως, τό σύστημα έννόμου προστασίας πού ἐδημιούργησε ἡ συνθήκη, ὁπως τό εκφράζει ἰδίως τό άρθρο 177, συνεπάγεται ὅτι κάθε τύπος ἀγωγής προβλεπόμενος ἀπό τό ἐθνικό δίκαιο δύναται νά χρησιμοποιείται πρός διασφάλιση της τηρήσεως τῶν κοινοτικών κανόνων πού παράγουν άμεσα ἀποτελέσματα ὑπό τίς 'ίδιες προϋποθέσεις παραδεκτοῦ καί διαδικασίας ὡσάν νά επρόκειτο γιά τήν διασφάλιση τῆς τηρήσεως τοῦ ἐθνικοῦ δικαίου.

45

Όσον άφορᾶ ειδικότερα τόν κανονισμό 3023/77 πρέπει νά παρατηρηθεί ὅτι, ὁ 'ίδιος, δέν ἐχορήγει καμμία ἀπαλλαγή. Παρείχε στίς εθνικές ἀρχές τήν ευχέρεια νά χορηγήσουν περιορισμένη ἀπαλλαγή. Συνέπεια τοῦ ἀνίσχυρου του είναι, συνεπώς, ὅτι τά εθνικά μέτρα πού ελήφθησαν βάσει τοῦ κανονισμού αὐτοῦ δέν εἶναι σύμφωνα μέ τό κοινοτικό δίκαιο.

46

Πρέπει, επομένως, νά δοθεῖ στό τρίτο, πέμπτο καί ὄγδοο ερώτημα ἡ ἀκόλουθη ἀπάντηση :

«Το σύστημα ἐννόμου προστασίας, πού ἐθεσπίσθη ἀπό την συνθήκη, ὅπως εκφράζεται ἰδίως ἀπό τό άρθρο 177, συνεπάγεται ὅτι κάθε τύπος ἀγωγῆς πού προβλέπεται ἀπό τό εθνικό δίκαιο πρέπει νά δύναται νά χρησιμοποιείται ενώπιον τῶν εθνικῶν δικαιοδοτικῶν ὀργάνων γιά τήν διασφάλιση τῆς τηρήσεως των κοινοτικών κανόνων πού παράγουν ἄμεσα ἀποτελέσματα ὑπό τίς ἴδιες προϋποθέσεις παραδεκτοῦ καί διαδικασίας ὡσάν νά επρόκειτο γιά τήν διασφάλιση τῆς τηρήσεως τοῦ ἐθνικοῦ δικαίου».

Ὡς πρός τά δικαστικά έξοδα

47

Τά έξοδα, στά όποια υπεβλήθη ἡ κυβέρνηση τῆς 'Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας τῆς Γερμανίας, ἡ κυβέρνηση τῆς Γαλλικής Δημοκρατίας, ἡ κυβέρνηση τοῦ 'Ηνωμένου Βασιλείου, τό Συμβούλιο τῶν Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καί ἡ 'Επιτροπή τῶν Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, πού κατέθεσαν παρατηρήσεις στό Δικαστήριο, δέν ἀποδίδονται. Δεδομένου ὅτι ἡ διαδικασία έχει ὡς πρός τους διαδίκους τῆς κυρίας δίκης τόν χαρακτήρα παρεμπίπτοντος πού ἀνέκυψε ἐνώπιον τοῦ ἐθνικοῦ δικαστηρίου σέ αυτό εναπόκειται νά ἀποφανθεῖ ἐπί τῶν δικαστικών εξόδων.

 

Διά ταῦτα

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

κρίνοντας ἐπί τῶν ερωτημάτων πού τοῦ υπέβαλε μέ διάταξη τῆς 5ης 'Ιουνίου 1980 τό Finanzgericht 'Αμβούργου ἀποφαίνεται:

 

1)

Ή ἀπαλλαγή πού προβλέπεται ἀπό τόν κανονισμό 1544/69, ὅπως ἐτροπο-ποιήθη γιά τελευταία φορά ἀπό τόν κανονισμό 3061/78, δέν εφαρμόζεται παρά μόνο στά εμπορεύματα, τά όποια περιέχονται στίς προσωπικές ἀποσκευές ταξιδιωτῶν προερχομένων ἀπό τρίτες χώρες. Ή ἀπαλλαγή αυτή χορηγείται ἀσχέτως καταγωγής καί προελεύσεως τῶν εμπορευμάτων καθώς καί δημοσιονομικών καί τελωνειακών φόρων πού τά ἐπεβάρυναν πρό τῆς εισαγωγής τους στό κοινοτικό έδαφος. Δέν εἶναι, πάντως, δυνατό να θεωρηθεί ὡς ταξιδιώτης προερχόμενος ἀπό τρίτη χώρα, κατά τήν έννοια τοῦ κανονισμοῦ, ἐκεῖνος πού, κατά τήν διάρκεια κρουαζιέρας ἀπό λιμάνι Κράτους μέλους, δέν προσεγγίζει τρίτη χώρα ἡ δέν τήν προσεγγίζει παρά κατά τρόπο συμβολικό καί χωρίς νά παραμένει ἐκεῖ ἐπί τόσο χρόνο ώστε νά δύναται πράγματι νά προβαίνει σέ ἀγορές.

 

2)

Ό κανονισμός 1544/69 του Συμβουλίου τῆς 23ης 'Ιουλίου 1969 περιέχει ἐξαντλητική ρύθμιση ὅσον άφορα τήν ἀπαλλαγή τῶν ἐμπορευμάτων, τά όποια περιέχονται στίς προσωπικές άποσκευές προερχομένων ἀπό τρίτες χώρες ταξιδιωτῶν, ἡ ὁποία δέν καταλείπει στά Κράτη μέλη καμμία ἁρμοδιότητα χορηγήσεως, στόν καλυπτόμενο ἀπό τόν κανονισμό τομέα, απαλλαγής πού θά έβαινε πέραν τῆς προβλεπομένης ἀπό τόν κανονισμό.

 

3)

Ό κανονισμός 3(0)23/77 τοῦ Συμβουλίου τῆς 20ής Δεκεμβρίου 1977 περί ὁρισμένων μέτρων πού ἀποβλέπουν στόν τερματισμό τῶν καταχρήσεων πού προκύπτουν ἀπό τήν πώληση γεωργικών προϊόντων ἐπί πλοίων, δέν είναι ἐπαρκώς αιτιολογημένος καί, κατά συνέπεια, εἶναι ἀνίσχυρος.

 

4)

Όσον ἀφορᾶ τήν κυκλοφορία μεταξύ τρίτων χωρών καί τῆς Κοινότητος, ή ἀπαλλαγή, πού προβλέπεται ἀπό τήν ὁδηγία 69/169 του Συμβουλίου τῆς 28ης Μάιου 1969 περί ἐναρμονίσεως τῶν νομοθετικών, κανονιστικών καί διοικητικών διατάξεων περί ἀπαλλαγών ἀπό τόν φόρο κύκλου ἐργασιών καί τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως πού εισπράττονται ἐπί τῶν εἰσαγωγῶν στό πλαίσιο τῆς διεθνούς κυκλοφορίας ταξιδιωτών, δέν χορηγείται παρά μόνο στους ταξιδιώτες πού ἀφικνοῦνται στό τελωνειακό ἔδαφος τῆς Κοινότητος προερχόμενοι ἀπό τρίτη χώρα, στην περίπτωση δέ αύτη οἱ προϋποθέσεις ὑπό τίς όποιες τά εμπορεύματα ἀπεκτήθησαν δέν ἔχουν σημασία γιά τήν χορήγηση τῆς ἀπαλλαγῆς.

 

5)

Όσον άφορα τήν ἐνδοκοινοτική κυκλοφορία, ὅταν τό ταξίδι ἀπό ἕνα σέ άλλο Κράτος μέλος πραγματοποιείται μέ διέλευση ἀπό τό έδαφος τρίτης χώρας ἤ μέ αφετηρία μέρος του ἐδάφους τοῦ άλλου Κράτους μέλους, στό όποιο οἱ φόροι, στους ὁποίους ἀναφέρεται ἡ ὁδηγία, δέν ἐπιβάλλονται γιά τά ἐμπορεύματα πού καταναλίσκονται ἐκεῖ, ὁ ταξιδιώτης πρέπει νά δύναται νά ἀποδείξει ὅτι τά ἐμπορεύματα πού μεταφέρονται στίς ἀποσκευές του ἀπεκτήσαν βάσει τῶν γενικών φορολογικών προϋποθέσεων της εσωτερικής αγορᾶς ἑνός τῶν Κρατών μελών καί ότι δέν ἀπολαύουν καμμιᾶς επιστροφής φόρων ἐπί τοῦ κύκλου ἐργασιών ἡ ειδικών φόρων καταναλώσεως. 'Αν ὁ ταξιδιώτης δέν δύναται νά προσκομίσει τήν ἀνωτέρω ἀπόδειξη, δέν δύναται νά τύχει παρά μόνο τῆς πλέον περιορισμένης ἀπαλλαγής πού προβλέπεται γιά τήν κυκλοφορία ταξιδιωτών μεταξύ τῶν τρίτων χωρών καί τῆς Κοινότητος.

 

6)

Θεσπίζοντας τήν ὁδηγία 69/169 καί τήν δεύτερη καί τρίτη ὁδηγία τῆς 12ης Ιουνίου 1972 καί 10ης Δεκεμβρίου 1978, πού τήν συμπληρώνουν, τό Συμβούλιο ἀπέβλεψε στην προοδευτική θέσπιση πλήρους συστήματος ἀπαλλαγών ἀπό τους φόρους κύκλου ἐργασιών καί τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως γιά τά εμπορεύματα πού περιέχονται στίς προσωπικές ἀποσκευές τῶν ταξιδιωτῶν. Δέν ἀπομένει, κατά συνέπεια, στά Κράτη μέλη, στόν τομέα αυτό, παρά μόνο ἡ περιορισμένη ἁρμοδιότης πού τούς ἀναγνωρίζεται ἀπό τίς ὁδηγίες νά χορηγοῦν ἀπαλλαγές διάφορες ἀπό τίς ἀναφερόμενες στίς οδηγίες.

 

7)

Τό σύστημα ἐννόμου προστασίας, πού ἐθεσπίσθη ἀπό την συνθήκη, ὅπως εκφράζεται ιδίως ἀπό τό ἄρθρο 177, συνεπάγεται ὅτι κάθε τύπος ἀγωγής πού προβλέπεται ἀπό τό εθνικό δίκαιο πρέπει νά δύναται νά χρησιμοποιείται ἐνώπιον τῶν εθνικῶν δικαιοδοτικῶν ὀργάνων γιά τήν διασφάλιση τῆς τηρήσεως τῶν κοινοτικών κανόνων πού παράγουν άμεσα ἀποτελέσματα ὑπό τίς ἴδιες προϋποθέσεις παραδεκτοΰ καί διαδικασίας ωσάν νά επρόκειτο γιά τήν διασφάλιση τῆς τηρήσεως τοῦ ἐθνικοῦ δικαίου».

 

Mertens de Wilmars

Pescatore

Mackenzie Stuart

Koopmans

O'Keeffe

Bosco

Touffait

Due

Χλωρός

Ἐδημοσιεύθη σέ δημοσία συνεδρίαση στό Λουξεμβοῦργο στις 7 'Ιουλίου 1981.

Ὁ γραμματεύς

Α. Van Houtte

Ό πρόεδρος

J. Mertens de Wilmars