61980J0150

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 24ΗΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 1981. - ELEFANTEN SCHUH GMBH ΚΑΤΑ PIERRE JACQMAIN. - (ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ HOF VAN CASSATIE - ΒΕΛΓΙΟ). - ΣΥΜΒΑΣΗ ΒΡΥΞΕΛΛΩΝ - ΠΑΡΕΚΤΑΣΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΟΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 150/80.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1981 σελίδα 01671
Ισπανική ειδική έκδοση σελίδα 00457


Περίληψη
Διάδικοι
Αντικείμενο της υπόθεσης
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 . Σύμβαση περί αρμοδιότητος τών δικαστηρίων καί εκτελέσεως αποφάσεων — Παρέκταση αρμοδιότητος — Παράσταση τού εναγομένου ενώπιον τού επιληφθέντος δικαστηρίου — Συμφωνία περί παρεκτάσεως τής αρμοδιότητος πού ορίζει ως αρμόδιο άλλο δικαστήριο — Συνέπειες

( Σύμβαση τής 27ης Σεπτεμβρίου 1968 άρθρα 17 καί 18 )

2 . Σύμβαση περί αρμοδιότητος τών δικαστηρίων καί εκτελέσεως αποφάσεων — Παρέκταση αρμοδιότητος — Παράσταση τού εναγομένου ενώπιον τού επιληφθέντος δικαστηρίου — Αμφισβήτηση τής αρμοδιότητος καί άμυνα επί τής ουσίας — Παράσταση πού δέν επιφέρει παρέκταση τής αρμοδιότητος — Προϋποθέσεις

( Σύμβαση τής 27ης Σεπτεμβρίου 1968 άρθρο 18 )

3 . Σύμβαση περί αρμοδιότητος τών δικαστηρίων καί εκτελέσεως αποφάσεων — Παρέκταση αρμοδιότητος — Συμφωνίες περί παρεκτάσεως τής αρμοδιότητος — Τυπικές προϋποθέσεις — Σύστημα τής συμβάσεως — Επιβολή καί άλλων προϋποθέσεων από συμβαλλόμενο κράτος — Ανεπίτρεπτο — Εφαρμογή στό ζήτημα τής γλώσσης

( Σύμβαση τής 27ης Σεπτεμβρίου 1968 άρθρο 17 )

Περίληψη


1 . Τό άρθρο 18 τής συμβάσεως τής 27ης Σεπτεμβρίου 1968 περί αρμοδιότητος τών δικαστηρίων καί εκτελέσεως αποφάσεων επί αστικών καί εμπορικών υποθέσεων έχει εφαρμογή καί άν ακόμη οι διάδικοι καθώρισαν συμβατικώς τό αρμόδιο δικαστήριο , σύμφωνα μέ τό άρθρο 17 τής εν λόγω συμβάσεως .

2 . Η έννοια τού άρθρου 18 τής συμβάσεως τής 27ης Σεπτεμβρίου 1968 ειναι οτι ο κανόνας αρμοδιότητος πού θεσπίζει η διάταξη αυτή δέν έχει εφαρμογή οταν ο εναγόμενος όχι μόνο αμφισβητεί τήν αρμοδιότητα , αλλά προβάλλει καί ισχυρισμούς επί τής ουσίας τής διαφοράς , υπό τόν ορο οτι η αμφισβήτηση τής αρμοδιότητος , εφ’ οσον δέν προηγήθη οιασδήποτε πράξεως αμύνης επί τής ουσίας , δέν επεται χρονικώς τής ενεργείας μέ τήν οποία ο εναγόμενος λαμβάνει θέση επί τής υποθέσεως καί η οποία λογίζεται από τό εθνικό δικονομικό δίκαιο ως η πρώτη πράξη αμύνης ενώπιον τού επιληφθέντος δικαστηρίου .

3 . Δεδομένου οτι αυτό τούτο τό άρθρο 17 τής συμβάσεως προβλέπει τίς τυπικές προϋποθέσεις πού πρέπει νά πληρούν οι ρήτρες περί παρεκτάσεως τής αρμοδιότητος , τά συμβαλλόμενα κράτη δέν έχουν τήν ευχέρεια νά ορίζουν άλλες τυπικές προϋποθέσεις από εκείνες πού προβλέπει η σύμβαση . Εφαρμοζομένη επί τού ζητήματος τής γλώσσης πού πρέπει νά χρησιμοποιείται στήν συμφωνία περί παρεκτάσεως τής αρμοδιότητος , η ρύθμιση αυτή συνεπάγεται οτι η νομοθεσία ενός συμβαλλομένου κράτους δέν δύναται νά κλονίσει τό κύρος μιάς τέτοιας συμφωνίας γιά τόν λόγο καί μόνο οτι η γλώσσα πού εχρησιμοποιήθη δέν ειναι εκείνη πού επιτάσσει η εν λόγω νομοθεσία .

Διάδικοι


Στήν υπόθεση 150/80

πού έχει ως αντικείμενο τήν αίτηση τού Hof van Cassatie τού Βελγίου πρός τό Δικαστήριο δυνάμει τού πρωτοκόλλου τής 3ης Ιουνίου 1971 περί ερμηνείας από τό Δικαστήριο τής συμβάσεως τής 27ης Σεπτεμβρίου 1968 περί αρμοδιότητος τών δικαστηρίων καί εκτελέσεως αποφάσεων επί αστικών καί εμπορικών υποθέσεων , μέ τήν οποία ζητείται , στό πλαίσιο τής εκκρεμούς διαφοράς ενώπιον τού δικαστηρίου αυτού μεταξύ

ELEFANTEN SCHUH GMBH , στό Kleve τής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας τής Γερμανίας ,

καί

PIERRE JACQMAIN , στό Schoten Βελγίου ,

Αντικείμενο της υπόθεσης


η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως πρός τήν ερμηνεία τών άρθρων 17 , 18 καί 22 τής συμβάσεως τών Βρυξελλών τής 27ης Σεπτεμβρίου 1968 περί αρμοδιότητος τών δικαστηρίων καί εκτελέσεως αποφάσεων επί αστικών καί εμπορικών υποθέσεων ,

Σκεπτικό της απόφασης


1 Μέ απόφαση τής 9ης Ιουνίου 1980 , πού περιήλθε στό Δικαστήριο στίς 24 Ιουνίου 1980 , τό Hof van Cassatie τού Βελγίου έθεσε , δυνάμει τού πρωτοκόλλου τής 3ης Ιουνίου 1971 περί ερμηνείας από τό Δικαστήριο τής συμβάσεως τής 27ης Σεπτεμβρίου 1968 περί αρμοδιότητος τών δικαστηρίων καί εκτελέσεως αποφάσεων επί αστικών καί εμπορικών υποθέσεων , μία σειρά προδικαστικών ερωτημάτων ως πρός τήν ερμηνεία τών άρθρων 17 , 18 καί 22 τής συμβάσεως αυτής .

2 Τά ερωτήματα αυτά υπεβλήθησαν στό πλαίσιο αναιρέσεως ασκηθείσης κατά αποφάσεως τού Arbeidshof τής Αμβέρσας , μέ τήν οποία η εταιρία γερμανικού δικαίου Elefanten Schuh GmbH καί η εταιρία βελγικού δικαίου NV Elefant υπεχρεώθησαν εις ολόκληρον νά καταβάλουν εντόκως τό ποσό τών 3 120 597 βελγικών φράγκων στόν Pierre Jacqmain , κυρίως διότι τόν απέλυσαν χωρίς προειδοποίηση .

3 Από τόν φάκελλο προκύπτει οτι ο Jacqmain προσελήφθη τό 1970 ως εμπορικός αντιπρόσωπος από τήν γερμανική εταιρία Hoffmann GmbH , η οποία αργότερα μετωνομάσθη σέ Elefanten Schuh GmbH , αλλά οτι , στήν πραγματικότητα , ο ανωτέρω ήσκει τίς δραστηριότητές του στό βελγικό έδαφος , καί ειδικότερα στίς επαρχίες Αμβέρσας , Brabant καί Limbourg , βάσει τών οδηγιών πού ελάμβανε από τήν βελγική θυγατρική τής εταιρίας αυτής , τήν NV Elefant . Η διαφορά τής κυρίας δίκης προέρχεται από δυσχέρειες πού ανέκυψαν τό 1975 μεταξύ τού Jacqmain καί τών δύο εταιριών σχετικά μέ τίς λεπτομέρειες τής μεταβιβάσεως τής εκ τής συμβάσεως εργασίας σχέσεως από τήν γερμανική πρός τήν βελγική εταιρία .

4 Όταν ο Jacqmain ήσκησε αγωγή κατά τών δύο εταιριών ενώπιον τού Arbeidsrechtbank τής Αμβέρσας , οι εναγόμενες ενεφανίσθησαν στό δικαστήριο αυτό καί μέ τίς πρώτες προτάσεις τους ημφισβήτησαν τό βάσιμο τών εναντίον τους προβληθέντων ισχυρισμών . Μέ μεταγενέστερες προτάσεις , πού κατετέθησαν εννέα μήνες αργότερα , η γερμανική εταιρία επεκαλέσθη αναρμοδιότητα τού Arbeidsrechtbank , επειδή η σύμβαση εργασίας περιείχε ρήτρα βάσει τής οποίας κάθε διαφορά σχετική μέ τήν σύμβαση αυτή θά υπήγετο στήν αποκλειστική αρμοδιότητα τού δικαστηρίου τού Kleve τής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας τής Γερμανίας . Τό Arbeidsrechtbank απέρριψε τήν ένσταση αυτή , κρίνοντας οτι μία τέτοια ρήτρα δέν δύναται νά καταργήσει τό άρθρο 627 τού βελγικού κώδικος δικονομίας , ο οποίος υπάγει τίς διαφορές τού είδους αυτού στήν αρμοδιότητα τού δικαστηρίου τού τόπου ασκήσεως τού επαγγέλματος .

5 Τό Arbeidshof τής Αμβέρσας , επιληφθέν εφέσεως κατά τής αποφάσεως τού Arbeidsrechtbank , έκρινε οτι κατ’ εφαρμογή τού άρθρου 17 τής συμβάσεως τών Βρυξελλών τής 27ης Σεπτεμβρίου 1968 , οι συμβαλλόμενοι στήν σύμβαση εργασίας ηδύναντο νά συμφωνήσουν νά καταστεί κατά τόπο αρμόδιο τό δικαστήριο τού Kleve , παρεκκλίνοντας , μέ έγγραφη συμβατική ρήτρα , από τούς κανόνες τής κατά τόπο αρμοδιότητος πού προβλέπει ο βελγικός κώδικας δικονομίας . Εν τούτοις , τό Arbeidshof έκρινε οτι η γερμανική εταιρία δέν ηδύνατο νά επικαλεσθεί τήν ρήτρα παρεκτάσεως , επειδή η σύμβαση εργασίας έπρεπε νά ειχε συνταχθεί σέ ολλανδική γλώσσα δυνάμει τού άρθρου 10 τού διατάγματος τής 19ης Ιουλίου 1973 , πού ρυθμίζει τήν χρήση τών γλωσσών στίς σχέσεις εργοδοτών καί εργαζομένων , καί τό οποίο εθεσπίσθη από τό Cultuurraad van de Nederlandse Cultuurgemeenschap ( Πολιτιστικό Συμβούλιο τής ολλανδικής πολιτιστικής κοινότητος ) ( Belgisch Staatsblad , σ . 10089 ). Τό Arbeidshof εθεώρησε πράγματι οτι τό εν λόγω άρθρο 10 , πού προβλέπει τήν ακυρότητα κάθε πράξεως ή εγγράφου πού δέν έχει συνταχθεί σέ ολλανδική γλώσσα , καλύπτει καί έγγραφα πού κατηρτίσθησαν πρίν από τήν έναρξη ισχύος τού διατάγματος . Κατά συνέπεια , η σύμβαση εργασίας , συντεταγμένη στήν γερμανική , ηταν άκυρη καί η ρήτρα παρεκτάσεως τής αρμοδιότητος πού αποτελούσε μέρος της ανίσχυρη .

6 Η αναίρεση πού ήσκησε η βελγική εταιρία κατά τής αποφάσεως τού Arbeidshof εκρίθη απαράδεκτη από τό Hof van Cassatie . Επειδή η αναίρεση πού ήσκησε η γερμανική εταιρία αφορούσε κυρίως τό κύρος τής ρήτρας παρεκτάσεως εν όψει τού άρθρου 17 τής συμβάσεως τών Βρυξελλών , τό Hof van Cassatie απεφάσισε νά υποβάλει στό Δικαστήριο τρία ερωτήματα .

Επί τού πρώτου ερωτήματος

7 Τό πρώτο ερώτημα έχει ως εξής :

«1 . α ) Έχει εφαρμογή τό άρθρο 18 τής συμβάσεως τής 27ης Σεπτεμβρίου 1968 , περί αρμοδιότητος τών δικαστηρίων καί εκτελέσεως αποφάσεων επί αστικών καί εμπορικών υποθέσεων , οταν οι διάδικοι έχουν συμβατικώς καταστήσει αρμόδιο ενα δικαστήριο σύμφωνα μέ τό άρθρο 17 ;

β)Η ρύθμιση τού άρθρου 18 περί τής αρμοδιότητος έχει εφαρμογή οταν ο εναγόμενος όχι μόνον αμφισβητεί τήν αρμοδιότητα , αλλά επί πλέον προβάλλει ισχυρισμούς καί επί τής ουσίας τής υποθέσεως ;

γ)Σέ περίπτωση καταφατικής απαντήσεως , η αρμοδιότης πρέπει νά αμφισβητηθεί in limine litis;»

8 Τά άρθρα 17 καί 18 αποτελούν τό τμήμα 6 τού τίτλου ΙΙ τής συμβάσεως , τό οποίο αφορά τήν παρέκταση τής αρμοδιότητος· τό μέν άρθρο 17 αφορά τήν συμβατική παρέκταση , τό δέ άρθρο 18 τήν σιωπηρή παρέκταση , πού συντελείται μέ τήν παράσταση τού εναγομένου . Τό πρώτο σκέλος τού ερωτήματος ανάγεται στήν σχέση μεταξύ τών δύο αυτών ειδών παρεκτάσεως .

9 Τό άρθρο 18 τής συμβάσεως μέ τήν πρώτη μέν φράση του θεσπίζει τόν κανόνα οτι τό δικαστήριο ενός συμβαλλομένου κράτους ενώπιον τού οποίου παρίσταται ο εναγόμενος καθίσταται αρμόδιο , μέ τήν δεύτερη δέ φράση του ορίζει οτι ο κανόνας αυτός δέν έχει εφαρμογή άν η παράσταση έχει ως μόνο σκοπό τήν αμφισβήτηση τής αρμοδιότητος ή άν υφίσταται αποκλειστική αρμοδιότης άλλου δικαστηρίου δυνάμει τού άρθρου 16 τής συμβάσεως .

10 Η περίπτωση τού άρθρου 17 δέν συγκαταλέγεται , συνεπώς , στίς εξαιρέσεις πού εισάγει τό άρθρο 18 στόν κανόνα πού θεσπίζει . Εξ άλλου , από τήν ολη οικονομία καί τούς σκοπούς τής συμβάσεως δέν δικαιολογείται η άποψη οτι οι συνομολογούντες ρήτρα περί παρεκτάσεως τής αρμοδιότητος κατά τήν έννοια τού άρθρου 17 κωλύονται νά υπαγάγουν εκουσίως τήν διαφορά τους σέ δικαστήριο άλλο από τό συμφωνηθέν μέ τήν εν λόγω ρήτρα .

11 Επομένως , τό άρθρο 18 τής συμβάσεως έχει εφαρμογή καί άν ακόμη οι συμβαλλόμενοι καθώρισαν συμβατικώς τό αρμόδιο δικαστήριο , σύμφωνα μέ τό άρθρο 17 .

12 Τό δεύτερο καί τό τρίτο σκέλος τού ερωτήματος αφορούν τήν περίπτωση κατά τήν οποία ο εναγόμενος παρέστη μέν ενώπιον δικαστηρίου κατά τήν έννοια τού άρθρου 18 , αλλά αμφισβητεί τήν αρμοδιότητα τού δικαστηρίου αυτού .

13 Τό Hof van Cassatie ερωτά κατά πρώτο άν τό άρθρο 18 εφαρμόζεται οταν ο εναγόμενος προβάλλει ισχυρισμούς όχι μόνο επί τής αρμοδιότητος τού δικαστηρίου , αλλά καί επί τής ουσίας τής διαφοράς .

14 Μολονότι εμφανίζονται διαφορές μεταξύ τών γλωσσικών αποδόσεων τού άρθρου 18 τής συμβάσεως οσον αφορά τό ζήτημα άν ο ενάγομενος , προκειμένου νά αποκλείσει τήν αρμοδιότητα τού επιληφθέντος δικαστηρίου , πρέπει νά περιορισθεί αποκλειστικώς καί μόνο στήν αμφισβήτηση τής αρμοδιότητος ή άν , αντιθέτως , δύναται νά επιτύχει τό ίδιο αποτέλεσμα αμφισβητώντας όχι μόνο τήν αρμοδιότητα τού επιληφθέντος δικαστηρίου αλλά καί τό βάσιμο τής αγωγής , η τελευταία αυτή λύση ειναι περισσότερο σύμφωνη μέ τούς σκοπούς καί τό πνεύμα τής συμβάσεως . Πράγματι , σύμφωνα μέ τό αστικό δικονομικό δίκαιο ωρισμένων συμβαλλομένων κρατών ο εναγόμενος πού θέτει μόνο ζήτημα αρμοδιότητος ενδέχεται νά αποκλεισθεί τής προβολής ισχυρισμών επί τής ουσίας σέ περίπτωση απορρίψεως από τό δικαστήριο τής ενστάσεως αναρμοδιότητος . Μία ερμηνεία τού άρθρου 18 πού θά κατέληγε σέ ενα τέτοιο αποτέλεσμα , θά ηταν αντίθετη πρός τήν προστασία τού δικαιώματος τής υπερασπίσεως στήν αρχική διαδικασία , προστασία πού αποτελεί εναν από τούς σκοπούς τής συμβάσεως .

15 Εν τούτοις , η αμφισβήτηση τής αρμοδιότητος δέν δύναται νά έχει τό αποτέλεσμα πού τής προσδίδει τό άρθρο 18 παρά μόνο άν δοθεί η δυνατότης στόν ενάγοντα καί στό επιληφθέν δικαστήριο νά αντιληφθούν , από τήν πρώτη πράξη αμύνης τού εναγομένου , οτι η άμυνα αυτή αποσκοπεί στήν απόκρουση τής αρμοδιότητος .

16 Τό Hof van Cassatie ερωτά σχετικώς άν η αρμοδιότης πρέπει νά αμφισβητηθεί «in limine litis» . Γιά τήν ερμηνεία τής συμβάσεως , η εφαρμογή τής τελευταίας αυτής εννοίας ειναι δυσχερής , λόγω τών σημαντικών διαφορών πού υφίστανται μεταξύ τών νομοθεσιών τών συμβαλλομένων κρατών οσον αφορά τόν τρόπο μέ τόν οποίο τά δικαστήρια επιλαμβάνονται τών διαφορών , τήν παράσταση τών εναγομένων καί τόν τρόπο μέ τόν οποίο οι διάδικοι πρέπει νά προβάλουν τούς ισχυρισμούς τους . Πάντως , από τό σκοπό πού επιδιώκει τό άρθρο 18 προκύπτει οτι εφ’ οσον η αμφισβήτηση τής αρμοδιότητος δέν προηγήθη οιασδήποτε πράξεως αμύνης επί τής ουσίας , δέν δύναται εν πάση περιπτώσει νά επεται χρονικώς τής ενεργείας μέ τήν οποία ο εναγόμενος λαμβάνει θέση επί τής υποθέσεως καί η οποία λογίζεται από τό εθνικό δικονομικό δίκαιο ως η πρώτη πράξη αμύνης ενώπιον τού επιληφθέντος δικαστηρίου .

17 Συνεπώς , στό δεύτερο καί τρίτο σκέλος τού πρώτου ερωτήματος προσήκει η απάντηση οτι η έννοια τού άρθρου 18 τής συμβάσεως ειναι οτι ο κανόνας αρμοδιότητος πού θεσπίζει η διάταξη αυτή δέν έχει εφαρμογή οταν ο εναγόμενος όχι μόνο αμφισβητεί τήν αρμοδιότητα , αλλά προβάλλει καί ισχυρισμούς επί τής ουσίας τής διαφοράς , υπό τόν ορο οτι η αμφισβήτηση τής αρμοδιότητος , εφ’ οσον δέν προηγήθη οιασδήποτε πράξεως αμύνης επί τής ουσίας , δέν επεται χρονικώς τής ενεργείας μέ τήν οποία ο εναγόμενος λαμβάνει θέση επί τής υποθέσεως καί η οποία λογίζεται από τό εθνικό δικονομικό δίκαιο ως η πρώτη πράξη αμύνης ενώπιον τού επιληφθέντος δικαστηρίου .

Επί τού δευτέρου ερωτήματος

18 Τό δεύτερο ερώτημα έχει ως εξής :

«2 . α ) Συναφείς αγωγές , οι οποίες , άν ασκηθούν χωριστά , θά πρέπει νά εισαχθούν ενώπιον δικαστηρίων διαφορετικών συμβαλλομένων κρατών , δύνανται νά ασκηθούν ταυτοχρόνως , κατ’ εφαρμογή τού άρθρου 22 τής συμβάσεως , ενώπιον ενός από τά δικαστήρια αυτά , υπό τήν προϋπόθεση οτι τό δίκαιο τού εν λόγω δικαστηρίου επιτρέπει τήν συνεκδίκαση συναφών υποθέσεων καί οτι τό δικαστήριο αυτό έχει αρμοδιότητα καί γιά τίς δύο αγωγές ;

β)Ισχύει τό ίδιο καί στήν περίπτωση κατά τήν οποία οι διάδικοι σέ μία από τίς διαφορές από τίς οποίες προέκυψαν οι αγωγές έχουν συμβατικώς καταστήσει αρμόδιο γιά τήν εκδίκαση τής διαφοράς αυτής , σύμφωνα μέ τό άρθρο 17 τής συμβάσεως , δικαστήριο άλλου συμβαλλομένου κράτους;»

19 Τό άρθρο 22 τής συμβάσεως έχει αντικείμενο τήν ρύθμιση τής τύχης συναφών αιτήσεων τών οποίων έχουν επιληφθεί τά δικαστήρια διαφορετικών Κρατών μελών . Δέν απονέμει αρμοδιότητες· ειδικώτερα , δέν καθιερώνει τήν αρμοδιότητα ενός δικαστηρίου συμβαλλομένου κράτους νά αποφανθεί επί αγωγής πού ειναι συναφής μέ άλλη , τής οποίας επελήφθη τό δικαστήριο αυτό κατ’ εφαρμογή τών κανόνων τής συμβάσεως .

20 Κατά συνέπεια , η απάντηση στό δεύτερο ερώτημα πρέπει νά ειναι οτι τό άρθρο 22 τής συμβάσεως έχει εφαρμογή μόνο οταν ασκούνται συναφείς αγωγές ενώπιον τών δικαστηρίων δύο ή περισσοτέρων συμβαλλομένων κρατών .

Επί τού τρίτου ερωτήματος

21 Τό τελευταίο ερώτημα διατυπώνεται ως εξής :

«3 . Αντίκειται στό άρθρο 17 τής συμβάσεως η απόφανση περί ακυρότητος μιάς συμφωνίας περί παρεκτάσεως τής αρμοδιότητος , οταν τό έγγραφο πού τήν περιέχει δέν έχει συνταχθεί στήν γλώσσα πού ορίζεται , επί ποινή ακυρότητος , από τήν νομοθεσία συμβαλλομένου κράτους , καί οταν τό δικαστήριο τού κράτους αυτού , ενώπιον τού οποίου γίνεται επίκληση τής συμφωνίας , ειναι υποχρεωμένο δυνάμει τής νομοθεσίας αυτής νά διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως τήν ακυρότητα τού εγγράφου;»

22 Από τήν διατύπωση αυτή συνάγεται οτι τό Hof van Cassatie περιώρισε τό ερώτημά του στό κύρος μιάς συμφωνίας περί παρεκτάσεως αρμοδιότητος , η οποία , σύμφωνα μέ τό εθνικό δίκαιο τού επιληφθέντος δικαστηρίου , ειναι άκυρη , επειδή έχει διατυπωθεί σέ γλώσσα άλλη από εκείνη πού επιτάσσει τό δίκαιο αυτό .

23 Τό άρθρο 17 ορίζει οτι η ρήτρα περί παρεκτάσεως τής αρμοδιότητος πρέπει νά περιβάλλεται τόν τύπο είτε εγγράφου συμφωνίας είτε προφορικής συμφωνίας επιβεβαιουμένης εγγράφως .

24 Σύμφωνα μέ τήν έκθεση επί τής συμβάσεως , πού υπεβλήθη στά συμβαλλόμενα κράτη συγχρόνως μέ τό σχέδιο τής συμβάσεως , οι τυπικές αυτές προϋποθέσεις ανταποκρίνονται στήν μέριμνα νά μήν τεθούν εμπόδια στά συναλλακτικά ήθη , εξουδετερώνοντας ομως καί τίς συνέπειες ρητρών πού θά υπήρχε κίνδυνος νά παρεισάγονται απαρατήρητες στίς συμβάσεις , οπως οι οροι οι οποίοι περιέ χονται στά έντυπα αλληλογραφίας ή τιμολογίων καί πού δέν έχουν γίνει αποδεκτοί από τόν συμβαλλόμενο έναντι τού οποίου αντιτάσσονται . Γιά τούς λόγους αυτούς , οι ρήτρες περί παρεκτάσεως τής αρμοδιότητος δέν πρέπει νά λαμβάνονται υπ’ όψη παρά μόνο άν αποτελούν τό αντικείμενο συμφωνίας , πράγμα πού προϋποθέτει αμοιβαία συναίνεση τών μερών . Εξ άλλου , οι συντάκτες τού άρθρου 17 έκριναν οτι , προκειμένου νά εξασφαλισθεί η ασφάλεια τού δικαίου , ο τύπος πού πρέπει νά περιβληθεί η σύμβαση περί παρεκτάσεως τής αρμοδιότητος πρέπει νά προβλέπεται ρητώς .

25 Συνεπώς , αυτό τούτο τό άρθρο 17 προβλέπει τίς τυπικές προϋποθέσεις πού πρέπει νά πληρούν οι ρήτρες περί παρεκτάσεως τής αρμοδιότητος καί τούτο γιά νά διασφαλισθεί η ασφάλεια τού δικαίου καί νά εξασφαλισθεί η συναίνεση τών μερών .

26 Τά συμβαλλόμενα κράτη δέν έχουν , συνεπώς , τήν ευχέρεια νά ορίζουν άλλες τυπικές προϋποθέσεις από εκείνες πού προβλέπει η σύμβαση . Τούτο επιβεβαιώνεται από τό γεγονός οτι τό άρθρο 1 δεύτερη παράγραφος τού πρωτοκόλλου πού προσαρτάται στήν σύμβαση προβλέπει ρητώς ειδικές τυπικές προϋποθέσεις γιά τά πρόσωπα πού κατοικούν στό Λουξεμβούργο .

27 Εφαρμοζομένη επί τού ζητήματος τής γλώσσης πού πρέπει νά χρησιμοποιείται στήν συμφωνία περί παρεκτάσεως τής αρμοδιότητος , η ρύθμιση αυτή συνεπάγεται οτι η νομοθεσία ενός συμβαλλομένου κράτους δέν δύναται νά κλονίσει τό κύρος μιάς τέτοιας συμφωνίας γιά τόν λόγο καί μόνο οτι η γλώσσα πού εχρησιμοποιήθη δέν ειναι εκείνη πού επιτάσσει η εν λόγω νομοθεσία .

28 Διαφορετική ερμηνεία , εξ άλλου , θά αντέβαινε πρός τόν σκοπό τού άρθρου 17 τής συμβάσεως , πού αποβλέπει ακριβώς στό νά καταστεί δυνατή η συμβατική εκλογή τού δικαστηρίου ενός συμβαλλομένου κράτους , τό οποίο , χωρίς τήν εκλογή αυτή , δέν θά ηταν κανονικά αρμόδιο . Ο σεβασμός τής εκλογής αυτής επιβάλλεται , συνεπώς , από τά δικαστήρια ολων τών συμβαλλομένων κρατών .

29 Επομένως , στό τρίτο ερώτημα προσήκει η απάντηση οτι η έννοια τού άρθρου 17 τής συμβάσεως ειναι οτι η νομοθεσία ενός συμβαλλομένου κράτους δέν δύναται νά κλονίσει τό κύρος μιάς συμφωνίας περί παρεκτάσεως τής αρμοδιότητος γιά τόν λόγο καί μόνο οτι η γλώσσα πού εχρησιμοποιήθη δέν ειναι εκείνη πού επιτάσσει η εν λόγω νομοθεσία .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί τών δικαστικών εξόδων

30 Τά έξοδα στά οποία υπεβλήθησαν η κυβέρνηση τού Ηνωμένου Βασιλείου καί η Επιτροπή τών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων , οι οποίες υπέβαλαν παρατηρήσεις στό Δικαστήριο , δέν αποδίδονται . Δεδομένου οτι η παρούσα διαδικασία έχει ως πρός τούς διαδίκους τής κυρίας δίκης τόν χαρακτήρα παρεμπίπτοντος ζητήματος πού ανέκυψε ενώπιον τού εθνικού δικαστηρίου , σ’ αυτό εναπόκειται νά αποφασίσει γιά τά δικαστικά έξοδα .

Διατακτικό


Διά ταύτα

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

κρίνοντας επί τών ερωτημάτων πού τού υπεβλήθησαν από τό Hof van Cassatie τού Βελγίου μέ απόφαση τής 9ης Ιουνίου 1980 , αποφαίνεται :

1 ) Τό άρθρο 18 τής συμβάσεως τής 27ης Σεπτεμβρίου 1968 περί αρμοδιότητος τών δικαστηρίων καί εκτελέσεως αποφάσεων επί αστικών καί εμπορικών υποθέσεων έχει εφαρμογή καί άν ακόμη οι διάδικοι καθώρισαν συμβατικώς τό αρμόδιο δικαστήριο , σύμφωνα μέ τό άρθρο 17 τής εν λόγω συμβάσεως .

2)Η έννοια τού άρθρου 18 τής συμβάσεως τής 27ης Σεπτεμβρίου 1968 ειναι οτι ο κανόνας αρμοδιότητος πού θεσπίζει η διάταξη αυτή δέν έχει εφαρμογή οταν ο εναγόμενος όχι μόνο αμφισβητεί τήν αρμοδιότητα , αλλά προβάλλει καί ισχυρισμούς επί τής ουσίας τής διαφοράς , υπό τόν ορο οτι η αμφισβήτηση τής αρμοδιότητος , εφ’ οσον δέν προηγήθη οιασδήποτε πράξεως αμύνης επί τής ουσίας , δέν επεται χρονικώς τής ενεργείας μέ τήν οποία ο εναγόμενος λαμβάνει θέση επί τής υποθέσεως καί η οποία λογίζεται από τό εθνικό δικονομικό δίκαιο ως η πρώτη πράξη αμύνης ενώπιον τού επιληφθέντος δικαστηρίου .

3)Τό άρθρο 22 τής συμβάσεως τής 27ης Σεπτεμβρίου 1968 έχει εφαρμογή μόνο οταν ασκούνται συναφείς αγωγές ενώπιον τών δικαστηρίων δύο ή περισσοτέρων συμβαλλομένων κρατών .

4)Η έννοια τού άρθρου 17 τής συμβάσεως τής 27ης Σεπτεμβρίου 1968 ειναι οτι η νομοθεσία ενός συμβαλλομένου κράτους δέν δύναται νά κλονίσει τό κύρος μιάς συμφωνίας περί παρεκτάσεως τής αρμοδιότητος γιά τόν λόγο καί μόνο οτι η γλώσσα πού εχρησιμοποιήθη δέν ειναι εκείνη πού επιτάσσει η εν λόγω νομοθεσία .