61980J0126

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 16ΗΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 1981. - MARIA SALONIA ΚΑΤΑ GIORGIO POIDOMANI ΚΑΙ FRANCA GIGLIO, ΧΗΡΑΣ BAGLIERI. - (ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ TRIBUNALE CIVILE ΤΗΣ RAGUSA - ΙΤΑΛΙΑ) - ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ : ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΑ ΤΥΠΟΥ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 126/80.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1981 σελίδα 01563
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00129
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα 00133
Ισπανική ειδική έκδοση σελίδα 00385


Περίληψη
Διάδικοι
Αντικείμενο της υπόθεσης
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 . Προδικαστικά ερωτήματα — Αρμοδιότητα τού Δικαστηρίου — Όρια — Εκτίμηση τού προσήκοντος τών υποβληθέντων ερωτημάτων — Προϋποθέσεις

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 177 )

2 . Προδικαστικά ερωτήματα — Παραπομπή στό Δικαστήριο — Ερώτημα πού υποβλήθηκε αυτεπάγγελτα υπό τού εθνικού δικαστηρίου — Επιτρεπτό

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 177 )

3 . Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Απαγόρευση — Προϋποθέσεις — Επίδραση επί τού εμπορίου μεταξύ Κρατών μελών — Προσβολή τού ανταγωνισμού

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 85 παράγραφος 1 )

4 . Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Επίδραση επί τού εμπορίου μεταξύ Κρατών μελών — Συμφωνία αποκλειστικής διανομής πού εκτείνεται στό σύνολο τού εθνικού εδάφους — Συμφωνία πού αφορά μόνο τή διανομή εγχώριων προϊόντων — Αισθητή επίδραση επί τού εμπορίου

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 85 παράγραφος 1 )

5 . Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Επίδραση επί τής αγοράς — Συμφωνία αποκλειστικής διανομής πού εκτείνεται στό σύνολο τού εθνικού χώρου — Συμφωνία πού αφορά μόνο τή διανομή τού εθνικού τύπου — Αισθητή επίδραση επί τής αγοράς — Κριτήρια

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 85 παράγραφος 1 )

6 . Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Δεσπόζουσα θέση — Συμφωνία εκλεκτικής διανομής — Επιτρεπτό — Προϋποθέσεις — Αντικειμενικά καί ομοιόμορφα κριτήρια

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 85 παράγραφος 1 καί άρθρο 86 )

7 . Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Απαγόρευση — Εξαίρεση — Εξαίρεση κατά κατηγορίες — Συμφωνία αποκλειστικής διανομής μεταξύ συνδικαλιστικών ενώσεων — Αποκλείεται η εξαίρεση

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 85 παράγραφος 3· κανονισμός τού Συμβουλίου 19/65 άρθρο 1· κανονισμός τής Επιτροπής 67/67 άρθρο 1 )

Περίληψη


1 . Τό άρθρο 177 τής συνθήκης στηριζόμενο στό σαφή χωρισμό τών λειτουργιών μεταξύ τών εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων καί τού Δικαστηρίου , δέν επιτρέπει στό τελευταίο νά ελέγξει τίς σκέψεις τής διατάξεως περί παραπομπής . Κατά συνέπεια , δέν ειναι δυνατή η απόρριψη αιτήσεως πού υπέβαλε ενα εθνικό δικαστήριο παρά μόνο άν προκύπτει κατά τρόπο προφανή οτι η ερμηνεία τού κοινοτικού δικαίου ή η εξέταση τού κύρους κοινοτικού κανόνα πού ζήτησε τό εν λόγω δικαστήριο , δέν έχουν καμία σχέση μέ τήν πραγματικότητα ή τό αντικείμενο τής κύριας δίκης .

2 . Προβλέποντας τή δυνατότητα νά επιληφθεί προδικαστικώς τό Δικαστήριο οταν «ανακύπτει ενα ζήτημα ενώπιον δικαστηρίου Κράτους μέλους» , τό άρθρο 177 εδάφια 2 καί 3 τής συνθήκης δέ σκοπεί νά περιορίσει τήν εν λόγω δυνατότητα προσφυγής μόνο στίς περιπτώσεις , οπου ο ενας ή ο άλλος διάδικος στήν κύρια δίκη έλαβε τήν πρωτοβουλία νά προβάλει ζήτημα ερμηνείας ή κύρους τού κοινοτικού δικαίου , αλλά καλύπτει εξίσου τίς περιπτώσεις , κατά τίς οποίες ενα ζήτημα προβάλλεται από τό ίδιο τό εθνικό δικαστήριο , τό οποίο κρίνει οτι η απόφαση τού Δικαστηρίου επ’ αυτού τού σημείου ειναι «αναγκαία γιά τήν έκδοση τής δικής του αποφάσεως» .

3 . Εμπίπτει στήν απαγόρευση τού άρθρου 85 παράγραφος 1 τής συνθήκης ΕΟΚ μία συμφωνία , η οποία επιτρέπει , βάσει ενός συνόλου νομικών ή πραγματικών αντι κειμενικών στοιχείων , τήν πρόβλεψη μέ πιθανότητες σέ επαρκή βαθμό οτι δύναται νά ασκήσει άμεση ή έμμεση , ενεστώσα ή δυνητική επιρροή στά ρεύματα τών συναλλαγών μεταξύ Κρατών μελών υπό τήν έννοια οτι δύναται νά βλάψει τήν πραγμάτωση τών στόχων μιάς ενιαίας αγοράς μεταξύ Κρατών μελών καί η οποία έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα νά περιορίσει ή νά νοθεύσει τόν ανταγωνισμό εντός τής κοινής αγοράς .

4 . Μία συμφωνία πού προβλέπει τήν αποκλειστική διανομή στήν Ιταλία εγχώριων προϊόντων καί περιλαμβάνει τήν εφαρμογή ρήτρας εκλεκτικής διανομής , δυνάμει τής οποίας μόνον οι πωλητές πού έχουν γίνει δεκτοί δύνανται νά εφοδιάζονται , δύναται , από τήν ίδια τή φύση της , νά έχει ως αποτέλεσμα τή σταθεροποίηση μιάς στεγανοποιήσεως εθνικού χαρακτήρα , παρεμποδίζοντας τήν οικονομική αλληλοδιείσδυση πού επιδιώκει η συνθήκη καί προστατεύοντας τήν εγχώρια παραγωγή .

Ακόμη καί άν η συμφωνία γιά τήν οποία πρόκειται , έχει ως μοναδικό αντικείμενο τή διανομή εγχώριων προϊόντων καί δέν αφορά τή διανομή παρεμφερών προϊόντων πού προέρχονται από άλλα Κράτη μέλη , ενα σύστημα διανομής μέ κλειστό κύκλωμα , εφαρμοζόμενο στά περισσότερα από τά πρατήρια πωλήσεως τών εγχώριων προϊόντων στό εθνικό έδαφος , δύναται , εφόσον ταυτόχρονα μέσω τών εν λόγω πρατηρίων διοχετεύονται κανονικά τά προϊόντα πού προέρχονται από άλλα Κράτη μέλη , νά έχει επίσης επιπτώσεις επί τής διανομής τών τελευταίων προϊόντων .

Συνεπώς , μία τέτοια συμφωνία ειναι ικανή νά επηρεάσει , οσον αφορά τά εν λόγω προϊόντα , τό εμπόριο μεταξύ Κρατών μελών . Εντούτοις δέν εμπίπτει στήν απαγόρευση τού άρθρου 85 παράγραφος 1 τής συνθήκης ΕΟΚ , οταν δέν επηρεάζει τό εμπόριο μεταξύ Κρατών μελών κατά τρόπο αισθητό .

5 . Στόν τομέα τού τύπου η εκτίμηση τού αισθητού χαρακτήρα τής επιρροής , τήν οποία δύναται νά ασκεί μία συμφωνία διανομής επί τής αγοράς εντύπων πού προέρχονται από άλλα Κράτη μέλη , εντός Κράτους μέλους , ειναι αυστηρότερη από ο,τι ειναι σέ περίπτωση άλλων προϊόντων .

Προκειμένου νά εκτιμηθεί άν μία συμφωνία αποκλειστικής διανομής εγχώριων εντύπων ειναι ικανή νά επηρεάσει κατά τρόπο αισθητό τήν αγορά εντύπων πού προέρχονται από άλλα Κράτη μέλη , πρέπει νά εξετασθεί , αφενός , κατά πόσο η αγορά αυτή δύναται νά χρησιμοποιήσει , γιά τήν πώληση εντός τής προκειμένης εδαφικής ζώνης , άλλους τρόπους διανομής από εκείνους πού ρυθμίζει η συμφωνία καί , αφετέρου , οτι η ζήτηση τών εν λόγω προϊόντων εμφανίζεται ανελαστική , υπό τήν έννοια οτι δέν παρουσιάζει ουσιαστικές διακυμάν σεις λόγω τής ενάρξεως καί τής λήξεως τής ισχύος τής εν λόγω συμφωνίας .

6 . Όρος εκλεκτικής διανομής , ο οποίος περιορίζει τόν εφοδιασμό τών προϊόντων , τά οποία αφορά η εν λόγω συμφωνία , μόνο στούς πωλητές πού έχουν γίνει δεκτοί καί ειναι κάτοχοι επαγγελματικού δελτίου , δέν αντιβαίνει ούτε τό άρθρο 85 παράγραφος 1 ούτε τό άρθρο 86 παράγραφος 1 τής συνθήκης ΕΟΚ , άν ειναι πρόδηλο οτι η επιλογή τών πωλητών πού γίνονται δεκτοί διενεργείται μέ αντικειμενικά κριτήρια πού στηρίζονται στήν ικανότητα τού μεταπωλητή , τού προσωπικού του καί τών εγκαταστάσεών του σέ σχέση μέ τίς ανάγκες τής διανομής τού προϊόντος καί οτι τά κριτήρια αυτά καθορίζονται κατά τρόπο ομοιόμορφο ως πρός ολους τούς πιθανούς μεταπωλητές , εφαρμόζονται δέ κατά τρόπο πού δέ δημιουργεί διάκριση .

7 . Μία συμφωνία αποκλειστικής διανομής , η οποία συνάφθηκε μεταξύ συνδικαλιστικών ενώσεων πού καθεμία από αυτές συγκεντρώνει πολλά μέλη , δέ συνιστά συμφωνία «στήν οποία συμμετέχουν μόνο δύο επιχειρήσεις» κατά τήν έννοια τού άρθρου 1 παράγραφος 1 τού κανονισμού 19/65 καί τού κανονισμού 67/67 καί , συνεπώς , δέν υπάγεται στίς κατηγορίες συμφωνιών , οι οποίες , δυνάμει τών εν λόγω κανονισμών , δύνανται νά εξαιρεθούν τής εφαρμογής τού άρθρου 85 παράγραφος 1 τής συνθήκης ΕΟΚ .

Διάδικοι


Στήν υπόθεση 126/80

πού έχει ως αντικείμενο αίτηση τού Tribunale civile τής Ragusa πρός τό Δικαστήριο , κατ’ εφαρμογή τού άρθρου 177 τής συνθήκης ΕΟΚ , μέ τήν οποία ζητείται στό πλαίσιο τής διαφοράς πού εκκρεμεί ενώπιον τού δικαστηρίου αυτού μεταξύ

MARIA SALONIA , κατοίκου Ragusa ,

καί

GIORGIO POIDOMANI , κατοίκου Ragusa ,

FRANCA GIGLIO , ΧΗΡΑΣ BAGLIERI , κατοίκου Ragusa ,

Αντικείμενο της υπόθεσης


η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως πρός τήν ερμηνεία τών άρθρων 85 καί 86 τής συνθήκης ΕΟΚ ,

Σκεπτικό της απόφασης


Σκεπτικό

1 Μέ διάταξη τής 12ης Μα ΐου 1980 , η οποία περιήλθε στό Δικαστήριο στίς 27 Μα ΐου 1980 , τό Tribunale civile τής Ragusa υπέβαλε , δυνάμει τού άρθρου 177 τής συνθήκης ΕΟΚ , ορισμένα προδικαστικά ερωτήματα ως πρός τήν ερμηνεία τών διατάξεων τής συνθήκης επί τού ανταγωνισμού καί ιδίως τού άρθρου 85 , προκειμένου νά μπορέσει νά εκτιμήσει , άν ορισμένοι οροι πού περιλαμβάνονται στήν «εθνική συμφωνία περί ρυθμίσεως τής μεταπωλήσεως εφημερίδων καί περιοδικών» ( αποκαλούμενη παρακάτω εθνική συμφωνία ), η οποία συνάφθηκε στίς 23 Οκτωβρίου 1974 μεταξύ τής «Federazione Italiana Editori Giornali» καί τής «Federazione Sindacale Unitaria Giornalai» , συμβιβάζονται πρός τίς απαιτήσεις τής συνθήκης .

2 Τά ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στό πλαίσιο διαφοράς μεταξύ δικαιούχου διοικητικής αδείας λιανικής πωλήσεως εφημερίδων καί γενικώς περιοδικών καί τών ιδιοκτητών πρακτορείου τύπου στή Ragusa , διαφορά πού αναφέρεται στήν άρνηση πού οι τελευταίοι αντέταξαν τό 1978 στόν εν λόγω δικαιούχο , νά τού παραδώσουν εφημερίδες καί περιοδικά .

3 Πρός στήριξη τής αρνήσεώς τους , οι ιδιοκτήτες τών πρακτορείων ισχυρίσθηκαν οτι δέν υποχρεούνται νά προμηθεύουν στούς κατόχους διοικητικών αδειών λιανικής πωλήσεως εφημερίδες καί περιοδικά , δεδομένου οτι μιά τέτοια άδεια δέν παρέχει στούς δικαιούχους παρά απλώς τή δυνατότητα νά προμηθεύονται . Υποστήριξαν οτι τό σύστημα διανομής εφημερίδων καί περιοδικών στήν Ιταλία αποτελούσε τότε τό αντικείμενο τής προαναφερθείσας εθνικής συμφωνίας καί οτι η ενάγουσα στήν κύρια δίκη δέ συγκέντρωνε τίς προβλεπόμενες από τό άρθρο 2 τής εν λόγω συμφωνίας προϋποθέσεις . Τόνισαν , σχετικά μέ αυτό , οτι , σύμφωνα μέ τή διάταξη αυτή , στίς κοινότητες οπου ο πληθυσμός ειναι ανώτερος από 2 500 κατοίκους , οι εκδότες δέ δύνανται νά παραχωρούν τίς εκδόσεις τους πρός τό σκοπό πωλήσεως , παρά μόνο στούς κατόχους επαγγελματικού δελτίου πού εκδίδεται από διαπεριφερειακή ίσης εκπροσωπήσεως επιτροπή καί τούς δίδει τό δικαίωμα νά παραλαμβάνουν από τά πρακτορεία τίς εκδόσεις πού προορίζονται γιά πώληση .

4 Τό Tribunale civile di Ragusa , τό οποίο επιλήφθηκε τής διαφοράς πρωτοδίκως , έκρινε , στηριζόμενο στήν απόφαση 2387 τής 4ης Σεπτεμβρίου 1962 τού Corte di Cassazione , οτι η εν λόγω ρύθμιση δέν ηταν αντίθετη πρός τό εσωτερικό ιταλικό δίκαιο , ιδίως πρός τίς διατάξεις τού άρθρου 2598 τού αστικού κώδικα . Εντούτοις , δέν απέκλεισε τήν περίπτωση κατά τήν οποία οι οροι τής εθνικής συμφωνίας , οι οποίοι απαγορεύουν στούς εκδότες εφημερίδων καί περιοδικών νά παραδίδουν τά εν λόγω προϊόντα σέ πωλητές πού δέν ειναι κάτοχοι τού επαγγελματικού δελτίου , θά μπορούσαν νά αποδειχθούν ασυμβίβαστοι πρός τούς κανόνες περί ανταγωνισμού τής συνθήκης ΕΟΚ καί , προκειμένου νά διασαφηνίσει τό σημείο αυτό , υπέβαλε στό Δικαστήριο τά ακόλουθα ερωτήματα :

«1 . Η συμφωνία ( εθνική , τής 23ης Οκτωβρίου 1974 , περί ρυθμίσεως τής μεταπωλήσεως τών εφημερίδων καί τών περιοδικών ) εμφανίζει τό χαρακτήρα εθνικής συμπράξεως γιά τήν προστασία τής αγοράς τής διανομής καί τής πωλήσεως κάθε εθνικού καί ξένου εντύπου , συνιστά παράβαση τής απαγορεύσεως τών συμπράξεων πού προβλέπεται από τό άρθρο 85 τής συνθήκης , προκαλεί δέ στρέβλωση τών ορων τού ανταγωνισμού , ενόψει τής ειδικής ρυθμίσεως πού αφορά τή διάθεση στό εμπόριο τών εφημερίδων , τών απαιτουμένων κατ’ ελάχιστο οριο προϋποθέσεων , τών υποχρεώσεων καί τών κυρώσεων πού επιβάλλονται στούς μεταπωλητές ;

2.Η αναφερόμενη συμφωνία δέν ειναι ασυμβίβαστη καί , συνεπώς , δέν εμπίπτει στήν απαγόρευση τού άρθρου 85 παράγραφος 1 τής συνθήκης κατά τό μέρος πού εισάγει διάκριση σέ βάρος τών μεταπωλητών , παρά τήν κανονική άδεια πωλήσεως εφημερίδων πού τούς έχει χορηγηθεί από τήν αρμόδια διοικητική αρχή από τό γεγονός καί μόνο οτι οι μεταπωλητές αυτοί δέ δέχονται νά εφοδιασθούν μέ τό δελτίο πού τούς επιτρέπει νά ασκούν τή δραστηριότητα τού μεταπωλητή καί η έκδοση τού οποίου έχει αφεθεί , σύμφωνα μέ τίς διατάξεις τής ίδιας τής συμφωνίας , στή διακριτική ευχέρεια τών ίσης εκπροσωπήσεως διαπεριφερειακών επιτροπών ( τώρα δέ τής εθνικής επιτροπής γιά τή διανομή τού ημερήσιου καί περιοδικού τύπου );

3.Η συμφωνία αυτή , καθορίζοντας τόν αριθμό τών πρατηρίων πωλήσεως τύπου , δέ θίγει τόν ελεύθερο ανταγωνισμό μέ τόν οποίο εκφράζεται η επιλογή τών καταναλωτών κατά τόν ίδιο τρόπο οπως καί η ρύθμιση τής αγοράς πού καθιέρωσε η ολλανδική ενωση μεταπωλητών ποδηλάτων καί παρόμοιων ειδών , οι αρχές καί οι περιορισμοί τής οποίας ειναι ανάλογοι μέ εκείνους τής ανωτέρω συμφωνίας τού ημερήσιου τύπου καί η οποία απαγορεύθηκε από τήν εκτελεστική Επιτροπή ( απόφαση τής 2ας Δεκεμβρίου 1977 , GU L 20 τής 25 . 1 . 1978 );

4.Οι οροι περί απαγορεύσεως διαθέσεως πρός τό σκοπό πωλήσεως , πού περιλαμβάνονται στό άρθρο 2 τής εν λόγω συμφωνίας τών ίσης εκπροσωπήσεως επιτροπών δύνανται νά θεωρηθούν οτι ανταποκρίνονται σέ αντικειμενικά κριτήρια , τά οποία επιτρέπουν τόν αποκλεισμό κάθε αυθαιρεσίας ή δύνανται νά εξαιρεθούν δυνάμει τού άρθρου 85 παράγραφος 3 ακόμα καί στήν περίπτωση πού έχουν περιληφθεί μέ τό σκοπό νά συμβάλουν στή βελτίωση τής διανομής ;

5.Τό γεγονός τού αποκλεισμού από τόν εφοδιασμό τών μεταπωλητών πού , οπως η Salonia , δέ διαθέτουν τό δελτίο αδείας πού απαιτείται από τή συμφωνία αυτή καί τής αφαιρέσεως από τήν κατηγορία αυτή προσώπων τής δυνατότητας νά προμηθεύονται μέ άλλον τρόπο τά προϊόντα γιά νά τά πωλήσουν , αποκλείει τή δυνατότητα εφαρμογής τής εξαιρέσεως πού προβλέπεται από τούς κανονισμούς 19 καί 67 καί , άν η εξαίρεση αυτή χορηγηθεί , δέν εμφανίζει τό χαρακτήρα περιπτώσεως ανακλήσεως τού ευεργετήματος ;

6.Η συμπεριφορά πού προβλέπεται καί ρυθμίζεται στήν εν λόγω συμφωνία δέ συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως;»

Επί τής αρμοδιότητας τού δικαστηρίου

5 Οι εναγόμενοι στήν κύρια δίκη ισχυρίζονται οτι τό Δικαστήριο δέν επιλήφθηκε έγκυρα τής προκειμένης υποθέσεως βάσει τού άρθρου 177 τής συνθήκης . Υποστηρίζουν , κατ’ αρχάς , οτι τά ερωτήματα πού υποβλήθηκαν δέν έχουν καμία σχέση μέ τό πραγματικό αντικείμενο τής διαφοράς , δεδομένου οτι ούτε η ενάγουσα ούτε οι εναγόμενοι επικαλέσθηκαν πρός υποστήριξη τών απόψεών τους εναν οποιοδήποτε κανόνα τού κοινοτικού δικαίου . Ισχυρίζονται , επιπλέον , οτι τά ερωτήματα πού υποβλήθηκαν αναφέρονται σέ συμφωνία , στήν οποία δέ συμμετέχει κανείς από τούς διαδίκους . Τέλος , επισημαίνουν οτι η ερμηνεία τής συνθήκης πού ζητήθηκε ειναι αλυσιτελής , εφόσον η εθνική συμφωνία τής 23ης Οκτωβρίου 1974 δέν ίσχυε πλέον κατά τήν εποχή τών επίδικων περιστατικών καί δέ δύναται , συνεπώς , νά αποτελεί τή νομική βάση τής αρνήσεως τών πρακτορείων νά προμηθεύουν τήν ενάγουσα .

6 Όπως έκρινε τό Δικαστήριο μέ τήν απόφασή του τής 19ης Δεκεμβρίου 1968 ( Salgoil , 13/68 Racc . 1968 , σ . 661 ) τό άρθρο 177 τής συνθήκης , στηριζόμενο στό σαφή χωρισμό τών λειτουργιών μεταξύ τών εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων καί τού Δικαστηρίου , δέν επιτρέπει στό τελευταίο νά ελέγξει τίς σκέψεις τής διατάξεως περί παραπομπής . Κατά συνέπεια , δέν ειναι δυνατή η απόρριψη αιτήσεως πού υπέβαλε ενα εθνικό δικαστήριο παρά μόνο άν προκύπτει κατά τρόπο προφανή οτι η ερμηνεία τού κοινοτικού δικαίου ή η εξέταση τού κύρους κοινοτικού κανόνος πού ζήτησε τό εν λόγω δικαστήριο , δέν έχουν καμία σχέση μέ τήν πραγματικότητα ή τό αντικείμενο τής κύριας δίκης .

7 Εν προκειμένω ομως δέ συντρέχει τέτοια περίπτωση . Κατ’ αρχάς , τό γεγονός οτι οι διάδικοι στήν κύρια δίκη δέν επικαλέσθηκαν , ενώπιον τού εθνικού δικαστηρίου , ζήτημα κοινοτικού δικαίου , δέν αποκλείει τήν προσφυγή τού εθνικού δικαιοδοτικού οργάνου στό Δικαστήριο . Προβλέποντας τή δυνατότητα νά επιληφθεί προδικαστικώς τό Δικαστήριο οταν «ανακύπτει ενα ζήτημα ενώπιον δικαστηρίου Κράτους μέλους» , τό άρθρο 177 εδάφια 2 καί 3 τής συνθήκης δέ σκοπεί νά περιορίσει τήν εν λόγω δυνατότητα προσφυγής μόνο στίς περιπτώσεις οπου ο ενας ή ο άλλος διάδικος στήν κύρια δίκη έλαβε τήν πρωτοβουλία νά προβάλει ζήτημα ερμηνείας ή κύρους τού κοινοτικού δικαίου , αλλά καλύπτει εξίσου τίς περιπτώσεις , οπου ενα ζήτημα προβάλλεται από τό ίδιο τό εθνικό δικαστήριο , τό οποίο κρίνει οτι η απόφαση τού Δικαστηρίου επ’ αυτού τού σημείου ειναι «αναγκαία γιά τήν έκδοση τής δικής του αποφάσεως» .

8 Επίσης , τό γεγονός οτι ούτε η ενάγουσα ούτε οι εναγόμενοι στήν κύρια δίκη συμμετείχαν στήν εθνική συμφωνία , εν αναφορά πρός τήν οποία τό εθνικό δικαστήριο παραπέμπει στό Δικαστήριο ερωτήματα ως πρός τήν ερμηνεία τής συνθήκης , δέ θέτει υπό αμφισβήτηση τήν αρμοδιότητα τού Δικαστηρίου , δεδομένου οτι η εφαρμογή τού άρθρου 177 τής συνθήκης συνδέεται αποκλειστικά μέ τήν ανάγκη νά παρασχεθούν στά εθνικά δικαιοδοτικά όργανα ολα τά χρήσιμα στοιχεία τού κοινοτικού δικαίου πού τούς ειναι αναγκαία γιά τήν έκδοση τής αποφάσεώς τους .

9 Τέλος , άν ειναι αληθές οτι ενα από τά συμβαλλόμενα μέρη κατήγγειλε τήν εν λόγω συμφωνία από τίς 31 Μαρτίου 1976 , ουτως ωστε η συμφωνία αυτή νά μήν ισχύει πλέον κατά τήν ημερομηνία τών επίδικων περιστατικών ούτε κατά τήν ημερομηνία ενάρξεως τής διαδικασίας στήν κύρια δίκη , ήτοι στίς 21 καί 22 Σεπτεμβρίου 1978 , ειναι εξίσου αληθές , οτι οι ίδιοι οι εναγόμενοι στήν κύρια δίκη δέν απέκλεισαν , στίς προφορικές τους παρατηρήσεις , τή δυνατότητα τής de facto εφαρμογής ορισμένων ορων τής συμφωνίας από τίς 31 Μαρτίου 1977 . Επιπλέον , οπως προκύπτει από τή διάταξη περί παραπομπής , κατά τή διάρκεια τής διαδικασίας στήν κύρια δίκη οι εναγόμενοι επικαλέσθηκαν τίς διατάξεις τής ανωτέρω εθνικής συμφωνίας καί ειδικότερα εκείνες τού άρθρου 2 , προκειμένου νά επιτύχουν τήν απόρριψη τής αγωγής .

10 Γιά τούς ανωτέρω λόγους , η ένσταση πού προέβαλαν οι εναγόμενοι στήν κύρια δίκη πρέπει νά απορριφθεί .

Επί τής ουσίας

11 Όπως προκύπτει από τό πρώτο καί τρίτο ερώτημα , τό εθνικό δικαστήριο επιθυμεί προεχόντως νά μάθει άν οι οροι μιάς συμφωνίας μέ εθνικό πεδίο εφαρμογής , η οποία περιορίζει τήν παράδοση εφημερίδων καί περιοδικών μόνο στούς πωλητές πού έχουν γίνει δεκτοί από επαγγελματικό οργανισμό , στόν οποίο συμμετέχουν αντιπρόσωποι τών εθνικών οργανώσεων τών εκδοτών εφημερίδων καί τών πωλητών , συνιστά παράβαση τών κανόνων περί ανταγωνισμού πού αναφέρει τό άρθρο 85 τής συνθήκης ΕΟΚ .

12 Σύμφωνα μέ τό άρθρο 85 τής συνθήκης , ειναι ασυμβίβαστη πρός τήν κοινή αγορά καί απαγορεύεται μία συμφωνία πού «δύναται νά επηρεάσει τό εμπόριο μεταξύ Κρατών μελών» καί πού έχει «ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα» νά πλήξει «τόν ανταγωνισμό εντός τής κοινής αγοράς» . Τέτοια ειναι η περίπτωση μιάς συμφωνίας , η οποία , οπως δέχθηκε τό Δικαστήριο μέ τήν απόφασή του τής 6ης Μα ΐου 1971 ( Cadillon 1/71 Racc . 1971 , σ . 351 ), επιτρέπει , βάσει ενός συνόλου νομικών ή πραγματικών αντικειμενικών στοιχείων , τήν πρόβλεψη μέ πιθανότητες σέ επαρκή βαθμό οτι δύναται νά ασκήσει άμεση ή έμμεση , ενεστώσα ή δυνητική επιρροή , στά ρεύματα τών συναλλαγών μεταξύ Κρατών μελών υπό τήν έννοια οτι δύναται νά βλάψει τήν πραγμάτωση τών στόχων μιάς ενιαίας αγοράς μεταξύ Κρατών μελών καί η οποία έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα νά περιορίσει ή νά νοθεύσει τόν ανταγωνισμό εντός τής κοινής αγοράς .

13 Στήν προκειμένη υπόθεση , η συμφωνία , στήν οποία αναφέρεται τό εθνικό δικαστήριο , προβλέπει τήν αποκλειστική διανομή στήν Ιταλία ιταλικών εφημερίδων καί περιοδικών , περιλαμβάνει δέ μεταξύ άλλων στό άρθρο 2 τήν εφαρμογή ρήτρας εκλεκτικής διανομής , δυνάμει τής οποίας μόνον οι πωλητές πού έχουν γίνει δεκτοί δύνανται νά εφοδιάζονται μέ εφημερίδες καί περιοδικά .

14 Μιά παρόμοια συμφωνία , η οποία εκτείνεται σέ ολο τό έδαφος ενός Κράτους μέλους , δύναται από τήν ίδια τή φύση της , νά έχει ως αποτέλεσμα τή σταθεροποίηση μιάς στεγανοποιήσεως εθνικού χαρακτήρα , παρεμποδίζοντας τήν οικονομική αλληλοδιείσδυση πού επιδιώκει η συνθήκη καί προστατεύοντας τήν εθνική παραγωγή .

15 Άν ειναι αληθές οτι στήν προκειμένη υπόθεση η συμφωνία γιά τήν οποία πρόκειται έχει ως μοναδικό αντικείμενο τή διανομή τών εθνικών εφημερίδων καί περιοδικών καί δέν αφορά τή διανομή τών εφημερίδων καί περιοδικών πού προέρχονται από άλλα Κράτη μέλη , ειναι εξίσου αληθές οτι ενα σύστημα διανομής μέ κλειστό κύκλωμα , εφαρμοζόμενο στά περισσότερα από τά πρατήρια πωλήσεως εφημερίδων καί περιοδικών στό εθνικό έδαφος , δύναται νά έχει επίσης επιπτώσεις επί τής διανομής τών εφημερίδων καί περιοδικών πού προέρχονται από τά άλλα Κράτη μέλη .

16 Ενόψει τών ανωτέρω στοιχείων , δέ δύναται , συνεπώς , νά αποκλεισθεί καταρχήν , οτι μιά συμφωνία , οπως η αναφερόμενη από τό εθνικό δικαστήριο , ειναι , λαμβάνοντας υπόψη τό περιεχόμενο καί τό πεδίο εφαρμογής της , ικανή νά επηρεάσει , οσον αφορά τή διανομή τών εφημερίδων καί τών περιοδικών , τό εμπόριο μεταξύ Κρατών μελών , υπό τήν έννοια τού άρθρου 85 παράγραφος 1 τής συνθήκης .

17 Εντούτοις , πρέπει νά υπομνησθεί οτι μία τέτοια συμφωνία δέν εμπίπτει στήν απαγόρευση τού άρθρου 85 , οταν δέν επηρεάζει τό εμπόριο μεταξύ Κρατών μελών κατά τρόπο αισθητό . Άν ειναι αληθές οτι στόν τομέα τού τύπου η εκτίμηση τού αισθητού χαρακτήρα τής επιρροής , τήν οποία δύναται νά ασκεί επί τής αγοράς μιά συμφωνία διανομής , ειναι αυστηρότερη από ο,τι ειναι σέ περίπτωση άλλων προϊόντων , πρέπει , εντούτοις , νά ληφθεί υπόψη , προκειμένου νά εκτιμηθεί άν μιά συμφωνία ειναι ικανή νά επηρεάσει κατά τρόπο αισθητό τό εμπόριο τών εφημερίδων καί περιοδικών πού προέρχονται από άλλα Κράτη μέλη , τό γεγονός , αφενός , οτι η αγορά αυτή δύναται νά χρησιμοποιήσει , γιά τήν πώληση εντός τής προκειμένης εδαφικής ζώνης , άλλους τρόπους διανομής από εκείνους πού ρυθμίζει η συμφωνία καί , αφετέρου , οτι η ζήτηση τών εν λόγω προϊόντων εμφανίζεται ανελαστική , υπό τήν έννοια οτι δέν παρουσιάζει ουσιαστικές διακυμάνσεις από τήν έναρξη καί τήν παύση τής ισχύος τής εν λόγω συμφωνίας .

18 Συναφώς πρός τά ανωτέρω , τό γεγονός , τό οποίο προκύπτει από τά αριθμητικά στοιχεία πού προσκόμισε η Επιτροπή κατά τή διάρκεια τής έγγραφης διαδικασίας καί πού συμπληρώθηκαν κατά τή διάρκεια τής συνεδριάσεως , οτι δηλαδή η ζήτηση εφημερίδων καί περιοδικών πού προέρχονται από άλλα Κράτη μέλη δέ γνώρισε ουσιαστικές διακυμάνσεις κατά τά έτη 1972 ως 1979 , συνιστά ενα από τά στοιχεία εκτιμήσεως .

19 Στό εθνικό δικαστήριο εναπόκειται , βάσει ολων τών πρόσφορων δεδομένων πού δύναται νά έχει στή διάθεσή του , νά προσδιορίσει άν η συμφωνία πληροί , πράγματι , τίς ανωτέρω προϋποθέσεις ωστε νά εμπίπτει στήν απαγόρευση τού άρθρου 85 παράγραφος 1 .

20 Λαμβάνοντας υπόψη τά εν λόγω στοιχεία , πρέπει , συνεπώς , νά δοθεί στό πρώτο καί τρίτο ερώτημα η απάντηση οτι μιά συμφωνία αποκλειστικής διανομής εφημερίδων καί περιοδικών , οπως η αναφερόμενη από τό εθνικό δικαστήριο , δέν εμπίπτει στήν απαγόρευση τού άρθρου 85 παράγραφος 1 τής συνθήκης παρά μόνο άν αποδεικνύεται ικανή νά επηρεάσει κατά τρόπο αισθητό τό εμπόριο μεταξύ τών Κρατών μελών .

Επί τού δεύτερου καί εκτου ερωτήματος

21 Μέ τό δεύτερο ερώτημα , τό εθνικό δικαστήριο ρωτά άν ο ορος τής επίδικης συμφωνίας , σύμφωνα μέ τόν οποίο μόνον οι μεταπωλητές πού ειναι κάτοχοι επαγγελματικού δελτίου , τό οποίο εκδίδεται από τίς διαπεριφερειακές επιτροπές ίσης εκπροσωπήσεως , δύνανται νά γίνουν δεκτοί γιά νά πωλούν ιταλικές εφημερίδες καί περιοδικά , ειναι πηγή διακρίσεων αντίθετων πρός τή συνθήκη .

22 Μέ τό εκτο του ερώτημα ρωτά ακόμα άν μιά τέτοια ρύθμιση δύναται νά συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως , η οποία απαγορεύεται από τό άρθρο 86 παράγραφος 1 τής συνθήκης .

23 Τά εν λόγω δύο ερωτήματα αποβλέπουν ουσιαστικά στό νά διαφωτισθεί τό εθνικό δικαστήριο άν η συμφωνία , στήν οποία αναφέρεται , συμβιβάζεται μέ τίς διατάξεις τής συνθήκης τίς σχετικές μέ τόν ανταγωνισμό κατά τό σημείο πού η συμφωνία αυτή περιλαμβάνει στό άρθρο της 2 εναν ορο , ο οποίος συνεπάγεται τήν εφαρμογή κριτηρίου εκλεκτικής διανομής .

24 Όπως προκύπτει ιδίως από τήν απόφαση τού Δικαστηρίου τής 25ης Οκτωβρίου 1977 ( Metro 25/76 , Racc . 1977 , σ . 1875 ), τά συστήματα εκλεκτικής διανομής συνιστούν στοιχείο ανταγωνισμού σύμφωνο μέ τό άρθρο 85 παράγραφος 1 , υπό τήν προϋπόθεση οτι η επιλογή τών μεταπωλητών διενεργείται μέ αντικειμενικά κριτήρια ποιοτικού χαρακτήρα , σχετικά μέ τήν ικανότητα τού μεταπωλητή , τού προσωπικού του καί τών εγκαταστάσεών του σέ σχέση μέ τίς ανάγκες τής διανομής τού προϊόντος καί οτι τά κριτήρια αυτά καθορίζονται κατά τρόπο ομοιόμορφο ως πρός ολους τούς πιθανούς μεταπωλητές , εφαρμόζονται δέ κατά τρόπο πού δέ δημιουργεί διακρίσεις .

25 Σέ περίπτωση συμφωνίας , οπως η αναφερόμενη από τό εθνικό δικαστήριο , πρέπει νά ληφθούν υπόψη οι διατάξεις τής συμφωνίας πού ορίζουν τά κριτήρια , τά οποία διέπουν τήν επιλογή τών πωλητών πού γίνονται δεκτοί , οπως οι διατά ξεις τού άρθρου 3 εδάφιο 10 καί τού άρθρου 4 τής επίδικης εθνικής συμφωνίας , από τίς οποίες προκύπτει οτι τό επαγγελματικό δελτίο χορηγείται κατά κανόνα στά πρόσωπα «πού ειναι επαγγελματικώς κατάλληλα νά εκτελούν τήν εργασία τού εφημεριδοπώλη» .

26 Στήν προκειμένη υπόθεση , εναπόκειται στό εθνικό δικαστήριο νά εκτιμήσει , ενόψει ολων αυτών τών στοιχείων , τήν υπαρξη τών προϋποθέσεων πού ειναι ικανές νά δικαιολογήσουν τήν εφαρμογή , μέσα στό πλαίσιο τής συμφωνίας τής οποίας επιλήφθηκε , τού επίδικου κριτηρίου τής εκλεκτικής διανομής .

27 Συνεπώς , στό δεύτερο καί εκτο ερώτημα αρμόζει η απάντηση οτι ενας ορος εκλεκτικής διανομής , οπως ο περιλαμβανόμενος στήν αναφερόμενη από τό εθνικό δικαστήριο εθνική συμφωνία , ο οποίος περιορίζει τόν εφοδιασμό τών προϊόντων , τά οποία αφορά η εν λόγω συμφωνία , μόνο στούς πωλητές πού έχουν γίνει δεκτοί καί ειναι κάτοχοι επαγγελματικού δελτίου , δέν αντιβαίνει ούτε στό άρθρο 85 παράγραφος 1 ούτε στό άρθρο 86 παράγραφος 1 τής συνθήκης , άν ειναι πρόδηλο οτι η επιλογή τών πωλητών πού γίνονται δεκτοί διενεργείται μέ αντικειμενικά κριτήρια πού στηρίζονται στήν ικανότητα τού μεταπωλητή , τού προσωπικού του καί τών εγκαταστάσεών του σέ σχέση μέ τίς ανάγκες τής διανομής τού προϊόντος καί οτι τά κριτήρια αυτά καθορίζονται κατά τρόπο ομοιόμορφο ως πρός ολους τούς πιθανούς μεταπωλητές , εφαρμόζονται δέ κατά τρόπο πού δέ δημιουργεί διακρίσεις .

Επί τού τέταρτου ερωτήματος

28 Μέ τό τέταρτο ερώτημά του , τό εθνικό δικαστήριο ρωτά άν οι οροι τής επίδικης εθνικής συμφωνίας καί ιδίως οι περιλαμβανόμενοι στόν κανονισμό περί τής λειτουργίας τών διαπεριφερειακών επιτροπών ίσης εκπροσωπήσεως , δύνανται νά απολαύουν ενδεχομένως τής προβλεπόμενης από τό άρθρο 85 παράγραφος 3 τής συνθήκης εξαιρέσεως , στήν περίπτωση πού θά διαπιστωνόταν οτι έχουν ως αντικείμενο τή συμβολή στή βελτίωση τής διανομής .

29 Τό άρθρο 4 παράγραφος 1 τού κανονισμού 17 τού Συμβουλίου , τής 4ης Φεβρουαρίου 1962 ( ΕΕ ειδ . έκδ ., αριθ . Ν 13 , τόμ . 08/001 , σ . 25 ) προβλέπει οτι «οι συμφωνίες , αποφάσεις καί εναρμονισμένες πρακτικές πού προβλέπονται στό άρθρο 85 παράγραφος 1 τής συνθήκης , οι οποίες προέκυψαν μετά τήν έναρξη τής ισχύος τού παρόντος κανονισμού καί υπέρ τών οποίων οι ενδιαφερόμενοι επιθυμούν νά επικαλεσθούν τήν εφαρμογή τών διατάξεων τού άρθρου 85 παράγραφος 3 , πρέπει νά κοινοποιηθούν στήν Επιτροπή . Μέχρι νά κοινοποιηθούν , δέν ειναι δυνατή η έκδοση αποφάσεως εφαρμογής τού άρθρου 85 παρά- γραφος 3» .

30 Ειναι βέβαιο , οτι η επίδικη συμφωνία , πού καταρτίσθηκε μετά τήν έναρξη τής ισχύος τού εν λόγω κανονισμού , δέν έχει , μέχρι στιγμής , κοινοποιηθεί στήν Επιτροπή . Υπό αυτές τίς προϋποθέσεις , καμία απόφαση εφαρμογής τού άρθρου 85 παράγραφος 3 δέν μπόρεσε νά εκδοθεί ως πρός τή συμφωνία αυτή .

31 Συνεπώς , πρέπει νά συναχθεί τό συμπέρασμα οτι η αναφερομένη από τό εθνικό δικαστήριο συμφωνία δέν μπορούσε , ελλείψει κοινοποιήσεως στήν Επιτροπή , σύμφωνα μέ τό άρθρο 4 παράγραφος 1 τού κανονισμού 17 τού Συμβουλίου τής 6ης Φεβρουαρίου 1962 , νά αποτελέσει αντικείμενο τής δηλώσεως περί ανεφάρμοστου πού προβλέπει τό άρθρο 85 παράγραφος 3 τής συνθήκης .

Επί τού πέμπτου ερωτήματος

32 Τέλος , μέ τό πέμπτο ερώτημα ερωτάται άν δύναται ενδεχομένως η επίδικη συμφωνία νά απολαύει τής εξαιρέσεως κατά κατηγορίες πού προβλέπεται από τόν κανονισμό 19/65 τού Συμβουλίου τής 2ας Μαρτίου 1965 καί τόν κανονισμό 67/67 τής Επιτροπής τής 22ας Μαρτίου 1967 .

33 Ο κανονισμός 19/65 τού Συμβουλίου ( ΕΕ ειδ . έκδ . αριθ . Ν 36 , τόμ . 08/001 , σ . 59 ) προβλέπει στό άρθρο 1 παράγραφος 1 οτι , σύμφωνα μέ τό άρθρο 85 παράγραφος 3 τής συνθήκης , τό άρθρο 85 παράγραφος 1 δέν έχει εφαρμογή επί κατηγοριών συμφωνιών «στίς οποίες συμμετέχουν μόνο δύο επιχειρήσεις» καί οι οποίες εμφανίζουν ορισμένα χαρακτηριστικά .

34 Η ίδια διάταξη επαναλαμβάνεται στό άρθρο 1 παράγραφος 1 τού κανονισμού 67/67 τής Επιτροπής ( ΕΕ ειδ . έκδ ., αριθ . Ν 57 , τόμ . 08/001 , σ . 65 ). Επομένως , από τίς διατάξεις αυτές συνάγεται οτι μία συμφωνία δέ δύναται νά απολαύει τής εξαιρέσεως κατά κατηγορίες πού προβλέπουν οι προαναφερθέντες κανονισμοί 19/65 καί 67/67 , παρά μόνο υπό τήν προϋπόθεση οτι θά πρόκειται γιά συμφωνία «στήν οποία συμμετέχουν μόνο δύο επιχειρήσεις» .

35 Ειναι βέβαιο οτι η εθνική συμφωνία , πού αναφέρει τό παραπέμπον δικαστήριο , συνάφθηκε μεταξύ τής ενώσεως τών ιταλών εκδοτών καί τής ενώσεως τών ιταλών μεταπωλητών εφημερίδων . Δεδομένου οτι τά συμβαλλόμενα μέρη ειναι συνδικαλιστικές ενώσεις πού η καθεμία από αυτές περιλαμβάνει πολλά μέλη , δέ δύνανται νά θεωρηθούν ως «δύο επιχειρήσεις» , κατά τήν έννοια τών προαναφερθέντων κανονισμών 19/65 καί 67/67 , έτσι ωστε δέ φαίνεται νά συντρέχει στήν προκειμένη περίπτωση η προβλεπόμενη από τό άρθρο 1 παράγραφος 1 τών κανονισμών αυτών προϋπόθεση .

36 Συνεπώς , στό πέμπτο ερώτημα πρέπει νά δοθεί η απάντηση οτι η αναφερόμενη από τό εθνικό δικαστήριο συμφωνία επειδή δέν ειναι συμφωνία «στήν οποία συμμετέχουν μόνο δύο επιχειρήσεις» , κατά τήν έννοια τού άρθρου 1 παράγραφος 1 τού κανονισμού 19/65 τού Συμβουλίου τής 2ας Μαρτίου 1965 καί τού κανονισμού 67/67 τής Επιτροπής τής 22ας Μαρτίου 1967 , δέν υπάγεται στίς κατηγορίες συμφωνιών , οι οποίες , δυνάμει τών εν λόγω κανονισμών , δύνανται νά εξαιρεθούν τής εφαρμογής τού άρθρου 85 παράγραφος 1 τής συνθήκης .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί τών δικαστικών εξόδων

37 Τά έξοδα στά οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή τών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων , η οποία υπέβαλε παρατηρήσεις στό Δικαστήριο , δέν αποδίδονται· δεδομένου οτι η παρούσα διαδικασία έχει ως πρός τούς διαδίκους τής κύριας δίκης τό χαρακτήρα παρεμπίπτοντος , πού ανέκυψε ενώπιον τού εθνικού δικαστηρίου , σέ αυτό εναπόκειται νά αποφανθεί επί τών δικαστικών εξόδων .

Διατακτικό


Διά ταύτα

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

κρίνοντας επί τών ερωτημάτων πού τού υπέβαλε τό Tribunale civile τής Ragusa μέ διάταξη τής 27ης Μα ΐου 1980 , αποφαίνεται :

1 ) Συμφωνία αποκλειστικής διανομής εφημερίδων καί περιοδικών , οπως η αναφερόμενη από τό εθνικό δικαστήριο , δέν εμπίπτει στήν απαγόρευση τού άρθρου 85 παράγραφος 1 τής συνθήκης παρά μόνο άν αποδεικνύεται ικανή νά επηρεάσει κατά τρόπο αισθητό τό εμπόριο μεταξύ Κρατών μελών .

2)Όρος εκλεκτικής διανομής , οπως ο περιλαμβανόμενος στήν αναφερόμενη από τό εθνικό δικαστήριο εθνική συμφωνία , ο οποίος περιορίζει τόν εφοδιασμό τών προϊόντων , τά οποία αφορά η εν λόγω συμφωνία , μόνο στούς πωλητές πού έχουν γίνει δεκτοί καί ειναι κάτοχοι επαγγελματικού δελτίου , δέν αντιβαίνει ούτε στό άρθρο 85 παράγραφος 1 ούτε στό άρθρο 86 παράγραφος 1 τής συνθήκης , άν ειναι πρόδηλο οτι η επιλογή τών πωλητών πού γίνονται δεκτοί , διενεργείται μέ αντικειμενικά κριτήρια πού στηρίζονται στήν ικανοτήτα τού μεταπωλητή , τού προσωπικού του καί τών εγκαταστάσεών του σέ σχέση μέ τίς ανάγκες τής διανομής τού προϊόντος καί οτι τά κριτήρια αυτά καθορίζονται κατά τρόπο ομοιόμορφο ως πρός ολους τούς πιθανούς μεταπωλητές , εφαρμόζονται δέ κατά τρόπο πού δέ δημιουργεί διακρίσεις .

3)Η αναφερόμενη από τό εθνικό δικαστήριο συμφωνία δέν μπορούσε , ελλείψει κοινοποιήσεως στήν Επιτροπή σύμφωνα μέ τό άρθρο 4 παράγραφος 1 τού κανονισμού 17 τού Συμβουλίου τής 6ης Φεβρουαρίου 1962 , νά αποτελέσει αντικείμενο τής δηλώσεως περί ανεφάρμοστου πού προβλέπει τό άρθρο 85 παράγραφος 3 τής συνθήκης .

4)Η αναφερομένη από τό εθνικό δικαστήριο συμφωνία , επειδή δέν ειναι συμφωνία «στήν οποία συμμετέχουν μόνο δύο επιχειρήσεις» , κατά τήν έννοια τού άρθρου 1 παράγραφος 1 τού κανονισμού 19/65 τού Συμβουλίου τής 2ας Μαρτίου 1965 καί τού κανονισμού 67/67 τής Επιτροπής τής 22ας Μαρτίου 1967 , δέν υπάγεται στίς κατηγορίες συμφωνιών οι οποίες , δυνάμει τών εν λόγω κανονισμών , δύνανται νά εξαιρεθούν τής εφαρμογής τού άρθρου 85 παράγραφος 1 τής συνθήκης .