ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 26ης Ιουνίου 1980 ( *1 )

Στην υπόθεση 793/79,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Bundessozialgericht προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου μεταξύ

Alastair Menzies, Offenbach-Waldheim,

και

Bundesversicherungsanstalt für Angestellte, Βερολίνο,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 46, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1971 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειες τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73 επ.),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Η. Kutscher, Πρόεδρο, J. Mertens de Wilmars και Mackenzie Stuart, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Reischl

γραμματέας: Η. Α. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

(το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται)

Σκεπτικό

1

Με Διάταξη της 19ης Σεπτεμβρίου 1979, η οποία περιήλθε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 5 Νοεμβρίου 1979, το Bundessozialgericht υπέβαλε στο Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 46, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1971 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειες τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73 επ.).

2

Το υποβληθέν από το Bundessozialgericht προδικαστικό ερώτημα έχει ως εξής:

«Έχουν οι εκφράσεις “περίοδοι ασφαλίσεως που πραγματοποιήθηκαν” και “περίοδοι ασφαλίσεως που πραγματοποιήθηκαν προ της επελεύσεως του κινδύνου”, οι περιλαμβανόμενες στο άρθρο 46, παράγραφος 2, στοιχεία α και β, του κανονισμού 1408/71 του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, την έννοια ότι αφορούν και τις εξομοιούμενες προς ασφαλιστικές περιόδους, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ιη του κανονισμού, οι οποίες δεν μπορούν να αρχίσουν παρά από τη στιγμή της επελεύσεως του κινδύνου, πρέπει όμως να προστίθενται στις περιόδους ασφαλίσεως που συμπληρώθηκαν κατά τη στιγμή επελεύσεως του κινδύνου — όπως είναι η περίπτωση της συμπληρωματικής περιόδου (“Zurechnungszeit”) κατά την έννοια του άρθρου 37 του γερμανικού νόμου AVG — για τη λήψη νέας συντάξεως;»

3

Το εν λόγω ερώτημα υποβάλλεται στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ Βρετανού υπηκόου, κατοίκου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, προσφεύγοντος της κύριας δίκης, και του Bundesversicherungsanstalt für Angestellte (ομοσπονδιακό ταμείο ασφαλίσεως μισθωτών) του Βερολίνου, καθού της κύριας δίκης. Ο προσφεύγων υπήρξε θύμα εργατικού ατυχήματος στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας το Δεκέμβριο 1975, σε εποχή που είχε συμπληρώσει 24 μήνες καταβολής εισφορών στη Γερμανία και 248 μήνες στη Μεγάλη Βρετανία.

4

Για να καθορίσει το ποσό της συντάξεως λόγω επαγγελματικής ανικανότητας την οποία δικαιούτο ο προσφεύγων, το καθού έλαβε υπόψη, για τον υπολογισμό του θεωρητικού ποσού που αφορά το άρθρο 46, παράγραφος 2, εδάφιο α, του κανονισμού 1408/71, όχι μόνο τις περιόδους ασφαλίσεως που είχαν συμπληρωθεί πράγματι από τον προσφεύγοντα στη Γερμανία και στη Μεγάλη Βρετανία, αλλά και συμπληρωματική περίοδο («Zurechnungszeit») 199 μηνών βάσει του άρθρου 37 του νόμου περί ασφαλίσεως των μισθωτών («Angestelltenversicherungsgesetz»). Αυτή η συμπληρωματική περίοδος, η οποία έχει ως αντικείμενο την αξιολόγηση των παροχών που χορηγούνται σε περίπτωση πρόωρης αναπηρίας ή πρόωρου θανάτου του ασφαλισμένου, υπολογίζεται για τους ασφαλισμένους που επλήγησαν από επαγγελματική ανικανότητα πριν συμπληρώσουν το 55 έτος της ηλικίας τους και αντιστοιχεί στην περίοδο που αρχίζει από το μήνα κατά τον οποίο επήλθε ο κίνδυνος μέχρι τον τελευταίο μήνα του 55ου έτους της ηλικίας του ενδιαφερόμενου. Για τον υπολογισμό του πραγματικού ποσού της παροχής, σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 2, εδάφιο β, του κανονισμού 1408/71, το καθού αρνήθηκε, ωστόσο, να λάβει υπόψη την προαναφερθείσα συμπληρωματική περίοδο και, συνεπώς, υπολόγισε τη σχέση prorata temporis των παροχών επί της ακολούθου βάσεως: 24: 24 + 248, ήτοι πραγματικό ποσό αντιστοιχούν σε 8,82% του θεωρητικού ποσού στη Γερμανία.

5

Το καθού ισχυρίστηκε ιδίως ότι αυτή η μέθοδος υπολογισμού είναι σύμφωνη προς την απόφαση 95 της διοικητικής επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων της 24ης Ιανουαρίου 1974 που αφορά την ερμηνεία του άρθρου 46, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 ως προς τον υπολογισμό «prorata temporis» των συντάξεων (Abi C 99, σ. 5). Σύμφωνα με αυτή την απόφαση της διοικητικής επιτροπής, η οποία είναι επιφορτισμένη, δυνάμει του άρθρου 81, εδάφιο α, του κανονισμού να χειρίζεται όλα τα θέματα ερμηνείας που απορρέουν από τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού, με την επιφύλαξη του δικαιώματος των ενδιαφερομένων αρχών, φορέων και προσώπων να προσφεύγουν στα δικαστήρια και σε διαδικασίες που προβλέπονται από τις νομοθεσίες των κρατών μελών, από τον κανονισμό και από τη Συνθήκη, ο αρμόδιος φορέας κράτους μέλους, του οποίου η νομοθεσία προβλέπει ότι το ποσό των παροχών καθορίζεται λαμβανομένων υπόψη πλασματικών περιόδων μεταγενεστέρων της επελεύσεως του κινδύνου, λαμβάνει υπόψη αυτές τις περιόδους αποκλειστικά για τον υπολογισμό του θεωρητικού ποσού που αφορά το άρθρο 46, παράγραφος 2, εδάφιο α, του κανονισμού 1408/71 και όχι για τον υπολογισμό του πραγματικού ποσού το οποίο αφορά το άρθρο 46, παράγραφος 2, εδάφιο β του εν λόγω κανονισμού.

6

Ο προσφεύγων, από την πλευρά του, υποστήριξε ότι η συμπληρωματική εν λόγω περίοδος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και για τον υπολογισμό του πραγματικού ποσού. Άσκησε, συνεπώς, προσφυγή για να του αναγνωριστεί το δικαίωμα επί παροχής υπολογιζόμενης επί της ακολούθου βάσεως: 24 + 199: 24 ♦ 248 + 199, επί πραγματικού ποσού αντιστοιχούντος σε 47,34% του θεωρητικού ποσού στη Γερμανία.

7

Το υποβληθέν από το Bundessozialgericht ερώτημα αποβλέπει στο να καθοριστεί σε ποιο βαθμό μια συμπληρωματική περίοδος, όπως η προβλεπόμενη από το άρθρο 37 του Angestelltenversicherungsgesetz, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των παροχών τις οποίες αφορούν τα εδάφια α και β του άρθρου 46, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 1 ιη του εν λόγω κανονισμού που δίδουν τον ορισμό του όρου «περίοδοι ασφαλίσεως», και κατά τις οποίες «ως περίοδοι ασφαλίσεως νοούνται οι περίοδοι εισφορών, απασχολήσεως, ή μη μισθωτής δραστηριότητας που καθορίζονται ή αναγνωρίζονται ως περίοδοι ασφαλίσεως από τη νομοθεσία υπό την οποία επραγματοποιήθησαν, ή θεωρούνται ότι επραγματοποιήθησαν, καθώς και κάθε εξομοιούμενη προς αυτές περίοδος, κατά το μέτρο που αναγνωρίζεται από τη νομοθεσία αυτή ως ισοδύναμη προς περίοδο ασφαλίσεως».

8

Πρέπει να παρατηρηθεί προκαταρκτικώς ότι η απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να αναζητηθεί καταρχάς υπό το φως των διατάξεων και του σκοπού του άρθρου 46, παράγραφος 2, του προαναφερθέντος κανονισμού, που διέπει τον υπολογισμό των εν λόγω παροχών. Στην περίπτωση που φαίνεται ότι το να ληφθεί υπόψη η συμπληρωματική περίοδος σε ένα στάδιο υπολογισμού, προβλεπόμενο από το άρθρο 46, παράγραφος 2, αντιβαίνει προς το θεσπισθέντα με την εν λόγω διάταξη μηχανισμό, αυτή η περίοδος πρέπει να μη ληφθεί υπόψη χωρίς αυτός ο αποκλεισμός να μπορεί να αμφισβητηθεί με την επίκληση του άρθρου 1 ιη του προαναφερθέντος κανονισμού.

9

Ο υπολογισμός των παροχών που αφορά το άρθρο 46, παράγραφος 2, αναλύεται σε δύο φάσεις. Σε μια πρώτη φάση, την οποία αφορά το εδάφιο α αυτής της διατάξεως, ο αρμόδιος φορέας καθενός από τα κράτη μέλη, στη νομοθεσία των οποίων έχει υπαχθεί ο μισθωτός, οφείλει καταρχάς να υπολογίσει το θεωρητικό ποσό της παροχής, την οποία θα ηδύνατο να διεκδικήσει ο ενδιαφερόμενος αν όλες οι περίοδοι ασφαλίσεως είχαν συμπληρωθεί στο οικείο κράτος και υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζει ο εν λόγω φορέας. Σε μια δεύτερη φάση, την οποία αφορά το εδάφιο β της ιδίας διατάξεως, ο φορέας προσδιορίζει κατόπιν το πραγματικό ποσό της παροχής βάσει του θεωρητικού ποσού που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο, κατ' αναλογία προς τη διάρκεια των περιόδων ασφαλίσεως που συμπληρώθηκαν προ της επελεύσεως του κινδύνου υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζει, σε σχέση με τη συνολική διάρκεια των περιόδων ασφαλίσεως που συμπληρώθηκαν προ της επελεύσεως του κινδύνου υπό τις νομοθεσίες όλων των σχετικών κρατών μελών.

10

Όσον αφορά το θεωρητικό ποσό, όπως προκύπτει από τις ρητές διατάξεις του άρθρου 46, παράγραφος 2, εδάφιο α, αυτό πρέπει να υπολογίζεται ως εάν ο ασφαλισμένος να είχε ασκήσει όλη του την επαγγελματική δραστηριότητα αποκλειστικώς στο οικείο κράτος μέλος. Έπεται ότι, στην περίπτωση κατά την οποία η νομοθεσία κράτους μέλους προβλέπει, προς το σκοπό αξιολογήσεως της χορηγούμενης παροχής σε περίπτωση πρόωρης αναπηρίας, προώρου θανάτου του ασφαλισμένου, ότι η παροχή πρέπει να υπολογίζεται σε συνάρτηση όχι μόνο με τις συμπληρωθείσες από τον ασφαλισμένο περιόδους ασφαλίσεως, αλλά και σε συνάρτηση με συμπληρωματική περίοδο αντιστοιχούσα στο χρονικό διάστημα μεταξύ του έτους της ηλικίας του ασφαλισμένου κατά τη στιγμή επελεύσεως του κινδύνου και του χρονικού σημείου κατά το οποίο θα συμπλήρωνε το 55ο έτος της ηλικίας του, η εν λόγω συμπληρωματική περίοδος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του θεωρητικού ποσού που αφορά το άρθρο 46, παράγραφος 2, εδάφιο α.

11

Μια τέτοια περίοδος, η οποία έχει ως αντικείμενο να διασφαλίσει ότι το επίπεδο των παροχών θα υπολογιστεί ως εάν ο ασφαλισμένος, οποιαδήποτε και αν είναι η ηλικία του, είχε συμπληρώσει τουλάχιστον το 55ο έτος της ηλικίας του κατά τη στιγμή επελεύσεως του κινδύνου, δεν μπορεί, ωστόσο, να λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του πραγματικού ποσού το οποίο αφορά το εδάφιο β. Ενώ ο υπολογισμός που πρέπει να γίνει δυνάμει του εδαφίου α έχει ως αντικείμενο να διασφαλίσει στον εργαζόμενο το ανώτατο θεωρητικό ποσό το οποίο μπορούσε να αξιώσει αν όλες οι περίοδοι ασφαλίσεως είχαν συμπληρωθεί στο οικείο κράτος, το αντικείμενο του υπολογισμού δυνάμει του εδαφίου β είναι διαφορετικό. Αυτή η τελευταία διάταξη αποσκοπεί αποκλειστικά στην κατανομή του αντίστοιχου βάρους των παροχών μεταξύ των ενδιαφερομένων φορέων των κρατών μελών au prorata της διαρκείας των περιόδων ασφαλίσεως που έχουν συμπληρωθεί προ της επελεύσεως του κινδύνου σε καθένα από τα εν λόγω κράτη μέλη. Το να ληφθεί υπόψη, κατά τον υπολογισμό prorata, συμπληρωματικής περιόδου, όπως η προκειμένη, η οποία δεν αντιστοιχεί σε καμία περίοδο ασφαλίσεως ή έστω και πραγματικής κατοικίας στο οικείο κράτος μέλος, συμπληρωθείσα προ της επελεύσεως του κινδύνου, θα είχε ως αποτέλεσμα να διαταράξει, μονομερώς και τεχνητώς, την ισορροπία του βάρους των παροχών μεταξύ κρατών μελών κατά τρόπο ασυμβίβαστο προς το μηχανισμό που θεσπίζει το άρθρο 46, παράγραφος 2.

12

Πρέπει, συνεπώς, να δοθεί στο υποβληθέν ερώτημα η απάντηση ότι η συμπληρωματική περίοδος («Zurechnungszeit»), την οποία η νομοθεσία κράτους μέλους προσθέτει στις συμπληρωθείσες προ της επελεύσεως του κινδύνου περιόδους ασφαλίσεως, για την αξιολόγηση της χορηγούμενης σε περίπτωση πρόωρης αναπηρίας ή πρόωρου θανάτου του ασφαλισμένου παροχής, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του θεωρητικού ποσού που αφορά το άρθρο 46, παράγραφος 2, εδάφιο α, όχι όμως για τον υπολογισμό του πραγματικού ποσού, το οποίο αφορά το άρθρο 46, παράγραφος 2, εδάφιο β, του κανονισμού 1408/71.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

κρίνοντας επί του υποβληθέντος προς το Δικαστήριο από το Bundessozialgericht, με Διάταξη της 19ης Σεπτεμβρίου 1979 ερωτήματος, αποφαίνεται:

 

«Η συμπληρωματική περίοδος (“Zurechnungszeit”), την οποία η νομοθεσία κράτους μέλους προσθέτει στις συμπληρωθείσες προ της επελεύσεως του κινδύνου περιόδους ασφαλίσεως, για την αξιολόγηση της χορηγούμενης σε περίπτωση πρόωρης αναπηρίας ή πρόωρου θανάτου του ασφαλισμένου παροχής, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του θεωρητικού ποσού που αφορά το άρθρο 46, παράγραφος 2, εδάφιο α, όχι όμως για τον υπολογισμό του πραγματικού ποσού, το οποίο αφορά το άρθρο 46, παράγραφος 2, εδάφιο β, του κανονισμού 1408/71.»

 

Kutscher

Mertens de Wilmars

Mackenzie Stuart

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 26 Ιουνίου 1980.

Ο γραμματέας

Α. Van Houtte

Ο Πρόεδρος

Η. Kutscher


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.