INT/1042
Γενικός κανονισμός για την προστασία δεδομένων – Πρόσθετοι διαδικαστικοί κανόνες
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ
Τμήμα «Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση»
Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση πρόσθετων διαδικαστικών κανόνων σχετικά με την επιβολή του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679
[COM(2023) 348 final – 2023/0202 (COD)]
|
Επικοινωνία
|
int@eesc.europa.eu
|
|
Υπάλληλος διοίκησης
|
Marco MANFRONI
|
|
Ημερομηνία του εγγράφου
|
28/11/2023
|
Εισηγήτρια: Katrīna ZARIŅA
|
Αιτήσεις γνωμοδότησης
|
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 13/11/2023
|
|
Νομική βάση
|
Άρθρο 304 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης
|
|
|
|
|
Αρμόδιο τμήμα
|
Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση
|
|
Έγκριση από το τμήμα
|
23/11/2023
|
|
Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας
(υπέρ/κατά/αποχές)
|
37/0/0
|
|
Εγκρίθηκε από την Ολομέλεια
|
ΗΗ/ΜΜ/ΈΕΕΕ
|
|
Σύνοδος ολομέλειας αριθ.
|
...
|
|
Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας
(υπέρ/κατά/αποχές)
|
.../.../...
|
1.Συμπεράσματα και συστάσεις
1.1Κατ’ αρχήν, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή («η ΕΟΚΕ») επικροτεί την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής («η Επιτροπή») («η πρόταση») για τη θέσπιση πρόσθετων διαδικαστικών κανόνων για τη συνεργασία μεταξύ των εποπτικών αρχών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε διασυνοριακές υποθέσεις.
1.2Κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, η πρόταση καταρτίστηκε με την απαραίτητη μέριμνα για την αύξηση της συμμετοχής των ατόμων στη διαδικασία διερεύνησης διασυνοριακών καταγγελιών και αποσαφηνίζει το εύρος των πληροφοριών που πρέπει να παρέχει ένα άτομο κατά την υποβολή καταγγελίας, καθιστώντας έτσι ομαλότερη τη διαδικασία.
Η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι οι κανονιστικές βελτιώσεις που προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι αναγκαίες και θα αποφέρουν θετικά οφέλη σε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Για τους οργανισμούς (επιχειρήσεις και ιδρύματα), οι νέοι κανόνες θα αποσαφηνίσουν το δικαίωμά τους σε δίκαιη διαδικασία, για τα άτομα θα προωθούν το δικαίωμα ακρόασης κατά τη διαδικασία διεκπεραίωσης καταγγελιών, ενώ για τις αρχές προστασίας δεδομένων, οι νέοι κανόνες θα διευκολύνουν τη συνεργασία και θα βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα της επιβολής.
1.3Μετά τις συζητήσεις, η ΕΟΚΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ικανότητα και οι επιδόσεις των αρχών προστασίας δεδομένων (ΑΠΔ) των κρατών μελών διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην επιτυχή και αποτελεσματική διεκπεραίωση των διασυνοριακών υποθέσεων. Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΟΚΕ καλεί τα κράτη μέλη να παρακολουθούν στενά τη χρηματοδότηση των ΑΠΔ τους και να αναπτύξουν τις ικανότητές τους, ώστε τα άτομα και οι επιχειρήσεις να μπορούν να λαμβάνουν τη στήριξη που χρειάζονται.
1.4Κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, η πρόταση αποσκοπεί στην εναρμόνιση της εφαρμογής του άρθρου 60 του ΓΚΠΔ στα κράτη μέλη και στον σαφέστερο καθορισμό των σχετικών διαδικασιών. Για πρώτη φορά, η πρόταση εναρμονίζει σε επίπεδο κρατών μελών τη διεξαγωγή των διαδικαστικών πράξεων που σχετίζονται με την εφαρμογή του ΓΚΠΔ. Η ΕΟΚΕ εκφράζει γενικά την ικανοποίησή της για την πρόοδο που έχει σημειωθεί όσον αφορά την εναρμόνιση της εφαρμογής του ΓΚΠΔ, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τις διαφορές μεταξύ των εθνικών κανόνων των κρατών μελών. Η ΕΟΚΕ συμφωνεί γενικά με την εναρμόνιση των διαδικασιών και καλεί τα ενδιαφερόμενα μέρη να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους και, στο μέτρο του δυνατού, να επεκτείνουν την εναρμόνιση των διαδικαστικών δραστηριοτήτων σε όλα τα διαδικαστικά ζητήματα που σχετίζονται με την εφαρμογή του ΓΚΠΔ.
1.5Η ΕΟΚΕ έχει καταρτίσει σειρά προτάσεων οι οποίες, κατά την άποψή της, θα βελτιώσουν την πρόταση της Επιτροπής και συνιστά στην Επιτροπή να διευκρινίσει και να συμπληρώσει την πρόταση αυτή ως εξής:
1)να ορίσει πιο συγκεκριμένες διαδικαστικές προθεσμίες και μέγιστες προθεσμίες στην πρόταση, όπου αυτό είναι εφικτό και σκόπιμο·
2)να ενημερώσει σαφώς τις ΑΠΔ των κρατών μελών ότι το φάσμα των πληροφοριών που αναφέρονται στο παράρτημα της πρότασης για συμπερίληψη σε καταγγελία είναι οι ελάχιστες πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται από τον καταγγέλλοντα, αλλά ότι η ΑΠΔ έχει το δικαίωμα να τις συμπληρώσει με άλλα μη υποχρεωτικά πεδία πληροφοριών, εάν το κρίνουν αναγκαίο·
3)να επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια των ΑΠΔ των κρατών μελών να αποφασίζουν σχετικά με την καταλληλότερη γλώσσα επικοινωνίας μεταξύ των ΑΠΔ κατά τη διερεύνηση διασυνοριακής καταγγελίας·
4)να αφεθεί στη διακριτική ευχέρεια των ΑΠΔ των κρατών μελών να αποφασίσουν εάν θα ταυτοποιήσουν τον καταγγέλλοντα ζητώντας να επισυναφθεί αντίγραφο εγγράφου ταυτότητας στην καταγγελία·
5)να βελτιώσει το έντυπο καταγγελίας σημειώνοντας το δικαίωμα του καταγγέλλοντος να ζητήσει εμπιστευτική μεταχείριση των υποβαλλόμενων πληροφοριών·
6)να αντικαταστήσει τον κατάλογο των εγγράφων ταυτοποίησης στο έντυπο καταγγελίας με γενικότερο χαρακτηρισμό, όπως «έγγραφο ταυτοποίησης», που καλύπτει όλα τα είδη εγγράφων ταυτοποίησης που θεωρούνται αποδεκτά στο οικείο κράτος μέλος, ή, όσον αφορά τη χρήση άδειας οδήγησης για σκοπούς προσωπικής ταυτοποίησης, να προσθέσει επιφύλαξη ότι αυτό ισχύει μόνο στα κράτη μέλη στα οποία η άδεια οδήγησης θεωρείται έγγραφο ταυτοποίησης·
7)να ζητήσει από τις ΑΠΔ να αντιμετωπίζουν το εύρος των πληροφοριών που απαιτούνται από το έντυπο του παραρτήματος της πρότασης ως επαρκές όχι μόνο στην περίπτωση καταγγελιών σχετικά με διασυνοριακή επεξεργασία αλλά και σε περιπτώσεις όπου η διασυνοριακή επεξεργασία δεν φαίνεται αρχικά να έχει πραγματοποιηθεί·
8)καθορισμός του τρόπου εφαρμογής της πρότασης στις χώρες του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ).
1.6Η ΕΟΚΕ εφιστά την προσοχή στην ανάγκη, κατά την εκπόνηση περαιτέρω διευκρινίσεων και προτάσεων, μεγαλύτερης συμμετοχής των κοινωνικών εταίρων και της κοινωνίας των πολιτών στην προετοιμασία, την αξιολόγηση και την παρακολούθηση των εν λόγω προτάσεων. Η στενή συνεργασία μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών αποτελεί μία από τις αρχές της χρηστής διακυβέρνησης και βελτιώνει συνολικά την ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων και την αποτελεσματικότητα της εφαρμογής.
2.Γενικές παρατηρήσεις
2.1Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκπόνησε νέα πρόταση κανονισμού που προβλέπει τη θέσπιση πρόσθετων διαδικαστικών κανόνων για τη συνεργασία μεταξύ των αρχών ελέγχου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε διασυνοριακές υποθέσεις, η οποία επί του παρόντος διέπεται από το άρθρο 60 του
γενικού κανονισμού για την προστασία δεδομένων
(ΓΚΠΔ). Η Επιτροπή έχει επίσης καταρτίσει ενιαίο μορφότυπο καταγγελίας για διασυνοριακές υποθέσεις ως παράρτημα της πρότασης.
2.2Από την έναρξη ισχύος του το 2018, η εποπτεία σε σχέση με τον ΓΚΠΔ έχει ανατεθεί στις ανεξάρτητες αρχές προστασίας δεδομένων (ΑΠΔ) των κρατών μελών. Στόχος του αποκεντρωμένου συστήματος επιβολής «μίας στάσης» είναι η διασφάλιση συνεπούς ερμηνείας και εφαρμογής του ΓΚΠΔ, διαφυλάσσοντας παράλληλα την αρχή της εγγύτητας, σύμφωνα με την οποία τα φυσικά πρόσωπα έχουν τη δυνατότητα να απευθύνονται στην τοπική ΑΠΔ και να λαμβάνουν απάντηση από αυτήν. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η λεγόμενη «επικεφαλής» ΑΠΔ (η ΑΠΔ της κύριας εγκατάστασης του ερευνώμενου υπευθύνου επεξεργασίας ή εκτελούντος την επεξεργασία) διενεργεί την έρευνα και υποχρεούται να συνεργάζεται με άλλες «ενδιαφερόμενες» ΑΠΔ με σκοπό την επίτευξης συναίνεσης μέσω διαλόγου σε πνεύμα καλόπιστης και αποτελεσματικής συνεργασίας.
2.3Η επικεφαλής ΑΠΔ πρέπει να ασκεί την αρμοδιότητά της σε πλαίσιο στενής συνεργασίας με τις ενδιαφερόμενες ΑΠΔ. Όταν οι ΑΠΔ αδυνατούν να επιτύχουν συναίνεση σε διασυνοριακή υπόθεση, ο ΓΚΠΔ προβλέπει την επίλυση των διαφορών, σε συγκεκριμένα ζητήματα που τίθενται με τις λεγόμενες «σχετικές και αιτιολογημένες ενστάσεις», από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων (στο εξής: ΕΣΠΔ), το οποίο απαρτίζεται από τους προϊσταμένους των ΑΠΔ των κρατών μελών και τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων και στο οποίο συμμετέχει η Επιτροπή.
2.4Η πρόταση συμπληρώνει τον ΓΚΠΔ μέσω του καθορισμού διαδικαστικών κανόνων για βασικά στάδια της διαδικασίας έρευνας που καθορίζονται στον ΓΚΠΔ. Η πρόταση αποσκοπεί στη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής του ΓΚΠΔ στα κράτη μέλη και στην αντιμετώπιση ζητημάτων σε διάφορους τομείς. Η εφαρμογή των διαδικαστικών κανόνων θα οδηγήσει σε αλληλεπίδραση με το εθνικό δικονομικό δίκαιο εντός της αρχής (προστασίας δεδομένων).
2.5Για τα φυσικά πρόσωπα, οι νέοι κανόνες θα αποσαφηνίζουν τις πληροφορίες που απαιτούνται για την υποβολή καταγγελίας και θα διασφαλίζουν τη συμμετοχή του καταγγέλλοντος στη διαδικασία έρευνας. Για τις επιχειρήσεις, οι νέοι κανόνες θα αποσαφηνίσουν το δικαίωμά τους σε δίκαιη διαδικασία, ενώ για τις αρχές προστασίας δεδομένων, οι νέοι κανόνες θα διευκολύνουν τη συνεργασία και θα βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα της επιβολής. Η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι οι εν λόγω κανονιστικές βελτιώσεις είναι απαραίτητες και θα αποφέρουν θετικά οφέλη σε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.
2.6Δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων σε διασυνοριακές υποθέσεις. Επί του παρόντος, ορισμένες ΑΠΔ παρέχουν στους καταγγέλλοντες ίσα δικαιώματα με τα υπό έρευνα μέρη, ενώ άλλες είτε δεν περιλαμβάνουν καταγγέλλοντες είτε εμπλέκουν τους καταγγέλλοντες σε πολύ περιορισμένο βαθμό· Οι διαφορές αυτές σημαίνουν ότι η μεταχείριση των καταγγελιών και η συμμετοχή των καταγγελλόντων διαφέρουν ανάλογα με τον τόπο υποβολής της καταγγελίας ή την επικεφαλής ΑΠΔ σε συγκεκριμένη υπόθεση. Ως εκ τούτου, οι διαφορές αυτές εμποδίζουν την ολοκλήρωση των ερευνών και την εφαρμογή ένδικων μέσων σε διασυνοριακές υποθέσεις. Η πρόταση αποσκοπεί στη μείωση αυτών των διαφορών και στην προώθηση μιας κοινής προσέγγισης για το θέμα αυτό σε όλα τα κράτη μέλη. Η πρόταση προβλέπει νέα δικονομικά δικαιώματα για τον καταγγέλλοντα εξίσου σε όλα τα κράτη μέλη, τα οποία δεν έχουν ακόμη διασφαλιστεί.
2.7Οι ΑΠΔ ερμηνεύουν με διαφορετικούς τρόπους τις απαιτήσεις σχετικά με τη μορφή της καταγγελίας, τη συμμετοχή των καταγγελλόντων στη διαδικασία και την απόρριψη καταγγελιών. καταγγελία η οποία γίνεται δεκτή από ορισμένες ΑΠΔ θα μπορούσε να απορριφθεί από άλλες, με την αιτιολογία ότι δεν περιέχει επαρκείς πληροφορίες· Ως εκ τούτου, εκτός από τα διαδικαστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις, η πρόταση θεσπίζει ενιαίο μορφότυπο καταγγελίας, ο οποίος καθορίζει το πεδίο εφαρμογής των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται κατά την υποβολή καταγγελίας σε οποιαδήποτε από τις ΑΠΔ.
2.8Δικονομικά δικαιώματα των υπό έρευνα μερών Η πρόταση επιφέρει στοχευμένη εναρμόνιση των δικονομικών δικαιωμάτων σε διασυνοριακές υποθέσεις. Με την πρόταση αναγνωρίζεται το δικαίωμα ακρόασης των ερευνώμενων μερών σε βασικά στάδια της διαδικασίας, μεταξύ άλλων κατά τη διάρκεια της επίλυσης διαφορών από το ΕΣΠΔ, και αποσαφηνίζονται το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και τα δικαιώματα πρόσβασης των μερών στον φάκελο. Με τον τρόπο αυτό, η πρόταση ενισχύει τα δικαιώματα άμυνας των μερών και διασφαλίζει συνεπή σεβασμό των εν λόγω δικαιωμάτων ανεξαρτήτως της ΑΔΠ που διενεργεί την έρευνα ως επικεφαλής ΑΔΠ.
2.9Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για το γεγονός ότι η πρόταση παρέχει μεγαλύτερη διαδικαστική ασφάλεια στους οικονομικούς φορείς και επεκτείνει το δικαίωμα ακρόασης στα σημαντικότερα στάδια της διερεύνησης μιας υπόθεσης. Ταυτόχρονα, η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι τα κράτη μέλη έχουν διαφορετικά νομικά συστήματα, γεγονός που ενδέχεται να παρεμποδίσει την επιτυχή εφαρμογή των λύσεων που προτείνει η πρόταση.
2.10Η συνεργασία μεταξύ των ΑΠΔ και η επίλυση διαφορών από το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων στο άρθρο 60 του ΓΚΠΔ περιγράφει τη διαδικασία συνεργασίας των ΑΠΔ μεταξύ τους σε διασυνοριακές υποθέσεις, αλλά δεν περιγράφεται με επαρκείς λεπτομέρειες. Σε διασυνοριακές υποθέσεις, οι ΑΠΔ υποχρεούνται να ανταλλάσσουν κάθε «συναφή πληροφορία» με σκοπό την επίτευξη συναίνεσης. Όταν η επικεφαλής ΑΠΔ υποβάλει σχέδιο απόφασης στην υπόθεση, άλλες ΑΠΔ έχουν τη δυνατότητα να προβάλουν «σχετικές και αιτιολογημένες ενστάσεις». Οι αντιρρήσεις αυτές καθιστούν δυνατή την επίλυση της διαφοράς. Μολονότι η διαδικασία επίλυσης διαφορών του άρθρου 65 του ΓΚΠΔ αποτελεί ουσιώδες στοιχείο για τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής του ΓΚΠΔ, θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις όταν η καλόπιστη συνεργασία των ΑΠΔ δεν κατέληξε σε συναίνεση.
2.11Η πείρα από την επιβολή του ΓΚΠΔ σε διασυνοριακές υποθέσεις δείχνει ότι η συνεργασία των ΑΠΔ πριν από την υποβολή σχεδίου απόφασης από την επικεφαλής ΑΠΔ είναι ανεπαρκής. Ως εκ τούτου, η πρόταση επιφέρει στοχευμένη εναρμόνιση των δικονομικών δικαιωμάτων σε διασυνοριακές υποθέσεις. Με την πρόταση παρέχονται στις ΑΔΠ τα αναγκαία εργαλεία για την επίτευξη συναίνεσης μέσω της ενίσχυσης του ουσιαστικού περιεχομένου της απαίτησης, που προβλέπεται στο άρθρο 60 του ΓΚΠΔ, οι ΑΠΔ να συνεργάζονται και να ανταλλάσσουν μεταξύ τους κάθε «συναφή πληροφορία». Ο παρών κανονισμός θεσπίζει ένα πλαίσιο εντός του οποίου όλες οι ΑΠΔ μπορούν να ασκήσουν ουσιαστική επιρροή σε διασυνοριακή υπόθεση εκθέτοντας τις απόψεις τους σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας έρευνας και κάνοντας χρήση όλων των εργαλείων που προβλέπονται από τον ΓΚΠΔ.
2.12Στην πρόταση περιγράφονται λεπτομερείς απαιτήσεις όσον αφορά τη μορφή και τη διάρθρωση των σχετικών και αιτιολογημένων ενστάσεων που προβάλλουν οι ενδιαφερόμενες ΑΠΔ, διευκολύνοντας με τον τρόπο αυτόν την αποτελεσματική συμμετοχή όλων των ΑΠΔ και τη στοχευμένη και ταχεία επίλυση της υπόθεσης. Στην πρόταση προσδιορίζονται διαδικαστικοί κανόνες για την απόρριψη καταγγελιών σε διασυνοριακές υποθέσεις και αποσαφηνίζονται οι ρόλοι της επικεφαλής ΑΠΔ και της ΑΔΠ στην οποία υποβλήθηκε η καταγγελία σε τέτοιες υποθέσεις. Το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και το δικαίωμα των μερών να έχουν πρόσβαση στον φάκελο έχουν αποσαφηνιστεί. Αναγνωρίζονται η σημασία και η νομιμότητα του φιλικού διακανονισμού υποθέσεων που βασίζονται σε καταγγελία.
3.Ειδικές παρατηρήσεις
3.1Ενώ ένας από τους κύριους στόχους της πρότασης είναι η θέσπιση διαδικαστικών ρυθμίσεων για την επίλυση διαφορών μεταξύ ΑΠΔ στην περίπτωση διασυνοριακής επεξεργασίας δεδομένων, και προβλέπει ορισμένες διαδικαστικές προθεσμίες, σε πολλά σημεία οι προθεσμίες αυτές είναι ασαφείς ή η διάταξη δεν ορίζει μέγιστη προθεσμία (π.χ. άρθρα 8 (1), 12 (2), 14 (4), 17 (2)). Προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της πρότασης για την επίτευξη ταχύτερης και διαφανούς διαδικασίας και να διασφαλιστεί ότι ο καταγγέλλων και ο διάδικος κατά του οποίου στρέφεται η προσφυγή μπορούν να επικαλεστούν τον ΓΚΠΔ και τις διαδικαστικές ρυθμίσεις που προβλέπονται στην πρόταση, η ΕΟΚΕ συνιστά να καθοριστούν προθεσμίες και μέγιστες προθεσμίες στα σχετικά άρθρα της πρότασης, όπου είναι δυνατόν και όταν ο καθορισμός της εν λόγω προθεσμίας θα συνέβαλε στην αποτελεσματικότητα της διαδικασίας.
3.2Το άρθρο 3 παράγραφος 5 της πρότασης προβλέπει ότι ο καταγγέλλων μπορεί να ζητήσει την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που περιέχονται στην καταγγελία, αλλά το παράρτημα της πρότασης (έντυπο καταγγελίας) δεν περιέχει καμία αναφορά σε τέτοιο δικαίωμα. Δεδομένου ότι τα άτομα δεν υποχρεούνται να γνωρίζουν λεπτομερώς όλες τις νομικές διαφοροποιήσεις της νομοθεσίας στον τομέα της προστασίας των δεδομένων, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος, σε κάποιο σημείο, να ζητούν την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών, η ΕΟΚΕ συνιστά να συμπληρωθεί το έντυπο με πληροφορίες σχετικά με το δικαίωμα που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 5 του καταγγέλλοντος να ζητήσει την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που περιέχονται στην καταγγελία.
3.3Τα άρθρα 11-13 της πρότασης προβλέπουν το δικαίωμα ακρόασης του καταγγέλλοντος από τις ΑΠΔ στο πλαίσιο της διαδικασίας διεθνούς συνεργασίας. Λαμβάνοντας υπόψη την κοινή γνωμοδότηση που εξέδωσαν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων (ΕΣΠΔ) και ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων (ΕΕΠΔ) σχετικά με την πρόταση, στο τμήμα 8 της οποίας τα δύο όργανα αναλύουν λεπτομερώς τις ελλείψεις που εντοπίστηκαν στην πρόταση — τις δυνατότητες του καταγγέλλοντος να ασκήσει τα διαδικαστικά δικαιώματά του υπό το πρίσμα των διαφόρων πιθανών σεναρίων στα οποία μπορεί να εξεταστεί μια καταγγελία βάσει του ΓΚΠΔ — και λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορετικές πρακτικές των ΑΠΔ των κρατών μελών όσον αφορά τη συμμετοχή του καταγγέλλοντος στις διαδικασίες, η ΕΟΚΕ συνιστά να αποσαφηνιστούν οι ρυθμίσεις για την εφαρμογή των δικαιωμάτων των καταγγελλόντων που ορίζονται στα προαναφερθέντα άρθρα, ώστε η εφαρμογή τους να συμβάλλει στην αποτελεσματικότητα του χειρισμού των προβλεπόμενων διασυνοριακών καταγγελιών.
3.4Το άρθρο 6 παράγραφος 1 της πρότασης προβλέπει ότι η αρχή που λαμβάνει την καταγγελία είναι υπεύθυνη για τη μετάφραση της καταγγελίας και των απόψεων του καταγγέλλοντος στη γλώσσα που χρησιμοποιείται από την επικεφαλής ΑΠΔ πριν από τη διαβίβασή τους στην επικεφαλής ΑΠΔ, καθώς και για τη μετάφραση των εγγράφων που έλαβε από την επικεφαλής ΑΠΔ σε γλώσσα κατανοητή από τον καταγγέλλοντα. Δεδομένου ότι οι ΑΠΔ επικοινωνούν μεταξύ τους κυρίως στα αγγλικά, αλλά ότι οι περισσότερες ΑΠΔ των κρατών μελών χρησιμοποιούν την επίσημη γλώσσα ή τις επίσημες γλώσσες του εν λόγω κράτους μέλους ως γλώσσα επικοινωνίας τους, είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί αν η μετάφραση εγγράφων και άλλων πληροφοριών που πρέπει να διαβιβάζονται σε μια ΑΠΔ για εσωτερική χρήση πρέπει να γίνεται στη γλώσσα του κράτους μέλους ή εάν οι εποπτικές αρχές μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν την τρέχουσα πρακτική της συμφωνίας μεταξύ τους σχετικά με μια γλώσσα επικοινωνίας κατανοητή από όλες τις εμπλεκόμενες εποπτικές αρχές.
3.5Ταυτόχρονα, η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι η μετάφραση των εγγράφων σε γλώσσα κατανοητή από τον καταγγέλλοντα, δηλαδή στην εθνική γλώσσα του οικείου κράτους μέλους, θα πρέπει να υποστηρίζεται πλήρως προκειμένου να γίνεται σεβαστό το δικαίωμα του καταγγέλλοντος να επικοινωνεί με τις αρχές σε γλώσσα που κατανοεί.
3.6Ταυτόχρονα, η ΕΟΚΕ εκφράζει την ανησυχία της για το γεγονός ότι η υποχρέωση πρόβλεψης για τη μετάφραση των καταγγελιών και όλου του υλικού που λαμβάνεται θα μπορούσε να επιβάλει δυσανάλογο διοικητικό φόρτο στις ΑΠΔ. Ανησυχεί επίσης για το γεγονός ότι η ΑΠΔ που διοργανώνει τη μετάφραση δεν θα είναι σε θέση να ελέγξει την ορθότητά της εάν η μετάφραση δεν γίνει στα αγγλικά. Δεδομένης της συχνά τεχνικής φύσης των όρων που χρησιμοποιούνται στον τομέα της προστασίας των δεδομένων, μια ασαφής και μη επαληθευμένη μετάφραση μπορεί να οδηγήσει σε παρανόηση του τι συνέβη. Αυτό δημιουργεί τον κίνδυνο η επικεφαλής ΑΠΔ να μην είναι επαρκώς αμερόληπτη και πλήρως ενημερωμένη για το περιεχόμενο της υποβληθείσας καταγγελίας και για τα πραγματικά περιστατικά. Λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα πρακτική των ΑΠΔ επί του θέματος, η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι, σε περίπτωση διασυνοριακών παραβάσεων, οι ΑΠΔ των κρατών μελών συχνά συμφωνούν μεταξύ τους σχετικά με τη χρήση της αγγλικής γλώσσας για αμοιβαία επικοινωνία. Από τις πληροφορίες που έλαβε η ΕΟΚΕ προκύπτει ότι οι ΑΠΔ χρησιμοποιούν επί του παρόντος εργαλεία αυτόματης μετάφρασης για τη μετάφραση εγγράφων που ανταλλάσσονται μεταξύ τους κατά τη διάρκεια των ερευνών γρήγορα και με ελάχιστη χρήση πόρων. Ωστόσο, οι τελικές αποφάσεις μεταφράζονται από επαγγελματίες μεταφραστές.
3.7Κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, η υπερβολική απαίτηση μετάφρασης από και προς διάφορες γλώσσες, ώστε οι ΑΠΔ να μπορούν να ανταλλάσσουν έγγραφα μεταξύ τους συνεπάγεται περιττό κόστος για τα θεσμικά όργανα, τις επιχειρήσεις και την κοινωνία. Κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, οι ΑΠΔ θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να συμφωνούν σχετικά με τη χρήση μιας αμοιβαία κατανοητής γλώσσας κατά την αντιμετώπιση διασυνοριακών διαφορών, ενώ οι ευκαιρίες που προσφέρουν οι ψηφιακές τεχνολογίες, η τεχνητή νοημοσύνη και η αυτόματη μετάφραση θα πρέπει να αξιοποιηθούν ενεργά.
3.8Το άρθρο 31 της πρότασης προβλέπει ότι οι νέοι κανόνες θα ισχύουν άμεσα σε όλα τα κράτη μέλη. Δεδομένου ότι ο ΓΚΠΔ εφαρμόζεται επί του παρόντος και στις χώρες του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), θα πρέπει να διευκρινιστεί κατά πόσον η πρόταση θα ισχύει και για τον ΕΟΧ, προκειμένου να διασφαλιστεί μια κοινή προσέγγιση όσον αφορά την εφαρμογή του ΓΚΠΔ και η αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των αρχών προστασίας δεδομένων του ΕΟΧ και των ΑΠΔ της ΕΕ σε διασυνοριακές υποθέσεις χειρισμού καταγγελιών.
3.9Το έντυπο καταγγελίας προβλέπει διαδικασία για την ταυτοποίηση του υποκειμένου των δεδομένων και απαιτεί από το υποκείμενο των δεδομένων να υποβάλει «έντυπο ταυτοποίησης» (πιθανώς έντυπο ή ηλεκτρονικό αντίγραφο αντί του πρωτοτύπου). Επί του παρόντος, υπάρχουν κράτη μέλη στα οποία η διαδικασία καταγγελίας δεν προβλέπει την ταυτοποίηση του προσώπου και η αρχή έχει την πεποίθηση ότι οι πληροφορίες που παρέχουν σχετικά με την ταυτότητά του είναι αληθείς. Οι ΑΠΔ των κρατών μελών εφαρμόζουν διαφορετικές πρακτικές όσον αφορά το κατά πόσον ελέγχουν το έγγραφο ταυτοποίησης του καταγγέλλοντος κατά την παραλαβή της καταγγελίας. Η επιβολή της εν λόγω υποχρέωσης στις ΑΠΔ που δεν το έχουν πράξει μέχρι στιγμής μπορεί να δημιουργήσει πρόσθετο διοικητικό φόρτο και συνεπάγεται επίσης πρόσθετους κινδύνους για την ασφάλεια των πληροφοριών που σχετίζονται με την ασφαλή διαβίβαση και αποθήκευση των δεδομένων των εγγράφων ταυτοποίησης από την ΑΠΔ. Η άποψη αυτή εκφράζεται επίσης στην κοινή γνωμοδότηση του ΕΣΠΔ και του ΕΕΠΔ σχετικά με την πρόταση. Η ΕΟΚΕ συνιστά η απόφαση επί του θέματος να επαφίεται στις ΑΠΔ, επιτρέποντάς τους να επιλέξουν αν θα συνεχίσουν ή όχι την καθιερωμένη πρακτική τους.
3.10Επιπλέον, η υποσημείωση 2 του παραρτήματος προβλέπει ότι το έγγραφο ταυτότητας μπορεί να είναι διαβατήριο, άδεια οδήγησης ή εθνικό δελτίο ταυτότητας. Πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ των κρατών μελών ως προς το κατά πόσον μια άδεια οδήγησης θεωρείται επίσημο έγγραφο ταυτοποίησης. Για παράδειγμα, στη Λετονία δεν θεωρείται έγγραφο ταυτοποίησης. Εάν, ωστόσο, η Επιτροπή αποφασίσει να διατηρήσει την απαίτηση ταυτοποίησης του καταγγέλλοντος, η ΕΟΚΕ συνιστά να αντικατασταθεί ο κατάλογος με έναν γενικότερο όρο, όπως το «έγγραφο ταυτοποίησης», που να καλύπτει όλα τα είδη εγγράφων ταυτοποίησης που θεωρούνται αποδεκτά στο οικείο κράτος μέλος, ή να τροποποιηθεί ο κατάλογος των εγγράφων με το κείμενο «άδεια οδήγησης (μόνο στα κράτη μέλη όπου αυτή θεωρείται έγγραφο ταυτοποίησης)».
3.11Προβλέπεται επίσης ότι το έντυπο που παρατίθεται στο παράρτημα αναφέρει το εύρος των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται από τον καταγγέλλοντα κατά την υποβολή διασυνοριακής καταγγελίας. Ταυτόχρονα, το άρθρο 3 παράγραφος 2 της πρότασης προβλέπει ότι «η εποπτική αρχή στην οποία υποβλήθηκε η καταγγελία εξακριβώνει κατά πόσον η καταγγελία αφορά διασυνοριακή επεξεργασία». Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε καταστάσεις στις οποίες η υποβληθείσα καταγγελία δεν αφορά διασυνοριακή επεξεργασία ή όταν το έντυπο δεν χρησιμοποιήθηκε αλλά πραγματοποιήθηκε διασυνοριακή επεξεργασία, ενώ ο καταγγέλλων δεν γνώριζε ή δεν ήταν σε θέση να το αποδείξει. προκειμένου να αποτραπούν τέτοιες καταστάσεις και αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στη διαδικασία λόγω ανεπαρκών πληροφοριών, θα ήταν σκόπιμο οι ΑΠΔ να αντιμετωπίζουν το εύρος των πληροφοριών που απαιτούνται από το έντυπο στο παράρτημα της πρότασης ως επαρκές όχι μόνο στην περίπτωση καταγγελιών για διασταύρωση -συνοριακή επεξεργασία αλλά και σε περιπτώσεις που αρχικά δεν φαίνεται να έχει γίνει διασυνοριακή επεξεργασία· Υπάρχει επίσης ανάγκη για σαφή κοινοποίηση στις ΑΠΔ των κρατών μελών ότι έχουν το δικαίωμα να ζητούν πληροφορίες που δεν αναφέρονται στο παράρτημα, αλλά εάν ο καταγγέλλων δεν είναι σε θέση να τις παράσχει, αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο για την αποδοχή της καταγγελίας.
Βρυξέλλες, 23 Νοεμβρίου 2023
Sandra PARTHIE
Πρόεδρος του τμήματος «Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση»
_____________