Ανακοίνωση της Επιτροπής
Έγγραφο καθοδήγησης σχετικά με την αυστηρή προστασία των ζωικών ειδών κοινοτικού ενδιαφέροντος βάσει της οδηγίας για τους οικοτόπους
Έγγραφο καθοδήγησης σχετικά με την αυστηρή προστασία των ζωικών ειδών κοινοτικού ενδιαφέροντος βάσει της οδηγίας για τους οικοτόπους
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
4
1. ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
6
2. ΑΡΘΡΟ 12
8
2.1 Γενικά νομικά ζητήματα
9
2.2 Αναγκαία μέτρα για ένα καθεστώς αυστηρής προστασίας
12
2.2.1
Μέτρα για τη θέσπιση και την αποτελεσματική εφαρμογή
ενός καθεστώτος αυστηρής προστασίας
12
2.2.2
Μέτρα για τη διασφάλιση ικανοποιητικής κατάστασης διατήρησης
14
2.2.3
Μέτρα σχετικά με τις περιπτώσεις που περιγράφονται στο άρθρο 12
16
2.2.4
Διατάξεις του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ) σε σχέση με συνεχιζόμενες δραστηριότητες
20
2.3 Ειδικές διατάξεις προστασίας του άρθρου 12
27
2.3.1
Εκ προθέσεως σύλληψη ή θανάτωση ατόμων των ειδών του παραρτήματος IV στοιχείο α)
27
2.3.2
Εκ προθέσεως παρενόχληση των ειδών του παραρτήματος IV στοιχείο α), ιδίως κατά την περίοδο αναπαραγωγής, την περίοδο κατά την οποία τα νεογνά εξαρτώνται από τη μητέρα, τη χειμερία νάρκη και τη μετανάστευση
29
2.3.3
Εκ προθέσεως καταστροφή ή συλλογή των αυγών στο φυσικό περιβάλλον
33
2.3.4
Βλάβη ή καταστροφή των τόπων αναπαραγωγής ή των τόπων ανάπαυσης
33
2.3.5
Κατοχή, μεταφορά, πώληση, ανταλλαγή και προσφορά προς πώληση ή ανταλλαγή ζώων που αιχμαλωτίζονται στο φυσικό περιβάλλον
45
2.3.6
Σύστημα παρακολούθησης για τις τυχαίες συλλήψεις και θανατώσεις ειδών του παραρτήματος IV στοιχείο α)
46
3. ΑΡΘΡΟ 16
50
3.1 Γενικά νομικά ζητήματα
51
3.1.1
Υποχρέωση εξασφάλισης της πλήρους, σαφούς και ακριβούς μεταφοράς του άρθρου 16 στο εθνικό δίκαιο
51
3.1.2
Κατάλληλη συνολική εφαρμογή των παρεκκλίσεων
53
3.2 Ένα προσεκτικά ελεγχόμενο σύστημα για τη χορήγηση παρεκκλίσεων: τα τρία κριτήρια
54
3.2.1
Απόδειξη ενός από τους λόγους του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ε) (κριτήριο 1)
57
3.2.2
Απουσία άλλης αποτελεσματικής λύσης (κριτήριο 2)
69
3.2.3
Επιπτώσεις παρέκκλισης στην κατάσταση διατήρησης (κριτήριο 3)
73
3.3 Πρόσθετες παράμετροι
77
3.3.1
Ο ρόλος των σχεδίων δράσης για τα είδη
77
3.3.2
Εκτίμηση επιπτώσεων για σχέδια/έργα και προστασία των ειδών
78
3.3.3
Ο ρόλος των αντισταθμιστικών μέτρων
80
3.3.4
Παρεκκλίσεις για πολλαπλά είδη
81
3.3.5
Προσωρινός χαρακτήρας: αντιμετώπιση του αποικισμού των υπό ανάπτυξη τόπων από είδη που περιλαμβάνονται στο παράρτημα IV
81
3.4 Παρακολούθηση και υποβολή εκθέσεων σχετικά με τις παρεκκλίσεις
84
3.4.1
Παρακολούθηση των επιπτώσεων των παρεκκλίσεων
84
3.4.2
Υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων βάσει του άρθρου 16 παράγραφοι 2 και 3
85
Παράρτημα I. Παραπομπές σε υποθέσεις του Δικαστηρίου
87
Παράρτημα II. Κατάλογος ζωικών ειδών που καλύπτονται από τα παραρτήματα II, IV και V
90
Παράρτημα III. Εφαρμογή του άρθρου 12 της οδηγίας για τους οικοτόπους – Το παράδειγμα του λύκου
103
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Σε τι χρησιμεύει ένα επικαιροποιημένο έγγραφο καθοδήγησης σχετικά με την αυστηρή προστασία των ζωικών ειδών;
Το πρώτο έγγραφο καθοδήγησης σχετικά με την αυστηρή προστασία των ζωικών ειδών κοινοτικού ενδιαφέροντος βάσει της οδηγίας για τους οικοτόπους
δημοσιεύτηκε το 2007. Στόχος του ήταν να γίνουν καλύτερα κατανοητές οι διατάξεις για την προστασία των ειδών και οι χρησιμοποιούμενοι ειδικοί όροι.
Μετά τον έλεγχο καταλληλότητας των οδηγιών της ΕΕ για τη φύση (2014-2016), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε το σχέδιο δράσης για τη φύση, τον άνθρωπο και την οικονομία
με σκοπό την προώθηση της καλύτερης, εξυπνότερης και οικονομικά αποδοτικότερης εφαρμογής των οδηγιών. Στο πλαίσιο της δράσης 1 του σχεδίου δράσης ζητήθηκε η επικαιροποίηση του εν λόγω εγγράφου καθοδήγησης. Αυτό κρίθηκε αναγκαίο υπό το πρίσμα των τελευταίων αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και προκειμένου να εξασφαλιστεί καλύτερη συνοχή με τους ευρύτερους κοινωνικοοικονομικούς στόχους.
Το παρόν έγγραφο καθοδήγησης είναι το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας αναθεώρησης. Λαμβάνει υπόψη την πρακτική πείρα που αποκτήθηκε από την εφαρμογή των σχετικών με την προστασία των ειδών διατάξεων της οδηγίας για τους οικοτόπους κατά τα έτη που μεσολάβησαν από τη δημοσίευση της πρώτης έκδοσης του εγγράφου καθοδήγησης.
Σκοπός του εγγράφου καθοδήγησης
Το παρόν έγγραφο επικεντρώνεται στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα άρθρα 12 και 16 της οδηγίας για τους οικοτόπους. Τα άρθρα αυτά θεσπίζουν ένα καθεστώς αυστηρής προστασίας των ζωικών ειδών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα IV στοιχείο α) της οδηγίας, επιτρέποντας παράλληλα παρέκκλιση από τις εν λόγω διατάξεις υπό καθορισμένους όρους. Το έγγραφο βασίζεται κυρίως σε σχετικές αποφάσεις του ΔΕΕ και παραδείγματα καθεστώτων προστασίας ειδών που εφαρμόζονται σε διάφορα κράτη μέλη.
Το έγγραφο απευθύνεται σε εθνικές, περιφερειακές και τοπικές αρχές, φορείς διατήρησης και άλλους οργανισμούς που είναι υπεύθυνοι για την εφαρμογή της οδηγίας για τους οικοτόπους ή συμμετέχουν σε αυτήν, καθώς και σε ενδιαφερόμενα μέρη. Στόχος του είναι να βοηθήσει τις εν λόγω αρχές και φορείς να σχεδιάσουν αποτελεσματικούς και πραγματιστικούς τρόπους εφαρμογής των διατάξεων, με πλήρη σεβασμό του νομικού πλαισίου. Ζητήθηκε η γνώμη των κρατών μελών και των βασικών ενδιαφερόμενων μερών σχετικά με διάφορα σχέδια του εγγράφου και ελήφθησαν υπόψη οι παρατηρήσεις τους.
Περιορισμοί του εγγράφου καθοδήγησης
Ο παρών οδηγός περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή κατανοεί τις σχετικές διατάξεις της οδηγίας, αλλά δεν έχει νομοθετικό χαρακτήρα· δεν θεσπίζει νέους κανόνες, αλλά παρέχει καθοδήγηση σχετικά με την εφαρμογή των υφιστάμενων κανόνων. Μόνο το ΔΕΕ είναι αρμόδιο για την έγκυρη ερμηνεία του δικαίου της ΕΕ.
Το έγγραφο καθοδήγησης, το οποίο θα επικαιροποιείται περαιτέρω ανά τακτά χρονικά διαστήματα, θα πρέπει να διαβάζεται υπό το πρίσμα τυχόν αναδυόμενης νομολογίας επί του θέματος, καθώς και με βάση την πείρα που προκύπτει από την εφαρμογή των άρθρων 12 και 16 στα κράτη μέλη.
Δομή του εγγράφου
Το έγγραφο παρουσιάζεται σε τρία κύρια κεφάλαια. Στο κεφάλαιο 1 εξετάζεται η θέση της προστασίας των ειδών στο γενικό σύστημα της οδηγίας για τους οικοτόπους. Στο κεφάλαιο 2 εξετάζονται διεξοδικότερα οι σχετικές νομικές διατάξεις του άρθρου 12 της οδηγίας. Στο κεφάλαιο 3 εξετάζονται οι δυνατότητες παρέκκλισης βάσει του άρθρου 16.
Τα βασικά σημεία που προκύπτουν από τις αναλύσεις συνοψίζονται (με πλάγιους χαρακτήρες) στην αρχή κάθε ενότητας. Πλήρεις παραπομπές στις υποθέσεις του Δικαστηρίου που αναφέρονται σε ολόκληρο το κείμενο παρέχονται στο παράρτημα I. Στο παράρτημα ΙΙ παρατίθεται ο κατάλογος των ζωικών ειδών που καλύπτονται από τις διατάξεις για την προστασία των ειδών. Στο παράρτημα III παρατίθεται παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο μπορεί να εφαρμοστεί το έγγραφο καθοδήγησης —εν προκειμένω στην περίπτωση του λύκου.
1.ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
1.1 Διατήρηση ειδών βάσει της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ
(1-1)
Το άρθρο 2 παράγραφος 1 καθορίζει τον συνολικό στόχο της οδηγίας για τους οικοτόπους, ο οποίος είναι «να συμβάλει στην προστασία της βιολογικής ποικιλομορφίας, μέσω της διατήρησης των φυσικών οικοτόπων, καθώς και της άγριας χλωρίδας και πανίδας στο ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών μελών όπου εφαρμόζεται η συνθήκη».
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2, τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με την οδηγία «αποσκοπούν στη διασφάλιση της διατήρησης ή της αποκατάστασης σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των φυσικών οικοτόπων και των άγριων ειδών χλωρίδας και πανίδας κοινοτικού ενδιαφέροντος». Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3, για τα μέτρα αυτά «λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές απαιτήσεις, καθώς και οι περιφερειακές και τοπικές ιδιομορφίες»
.
Ως εκ τούτου, πρωταρχικός στόχος της οδηγίας για τους οικοτόπους είναι η διατήρηση ή η αποκατάσταση σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης όλων των φυσικών οικοτόπων και ειδών κοινοτικού ενδιαφέροντος. Στο άρθρο 1 στοιχείο θ) της οδηγίας ορίζεται η έννοια της «ικανοποιητικής κατάστασης διατήρησης» για τα είδη
.
(1-2)
Για την επίτευξη του στόχου αυτού, η οδηγία περιλαμβάνει δύο βασικές δέσμες διατάξεων. Η πρώτη δέσμη αφορά τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων ειδών (άρθρα 3-11) ενώ η δεύτερη αφορά την προστασία των ειδών (άρθρα 12-16).
(1-3)
Οι διατάξεις για την προστασία των ειδών (άρθρα 12-16) εφαρμόζονται σε ολόκληρη την περιοχή φυσικής κατανομής των ειδών εντός των κρατών μελών, τόσο εντός όσο και πέραν των τόπων Natura 2000. Οι διατάξεις αυτές είναι συμπληρωματικές εκείνων που διέπουν τους τόπους Natura 2000, οι οποίες επικεντρώνονται στην προστασία των φυσικών οικοτόπων και των βασικών περιοχών οικοτόπων προστατευόμενων ειδών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας.
(1-4)
Μια οδηγία είναι δεσμευτική όσον αφορά το αποτέλεσμα το οποίο πρέπει να επιτευχθεί, αλλά αφήνει στα κράτη μέλη την επιλογή του τύπου και των μέσων για την επίτευξη του αποτελέσματος αυτού. Η πάγια νομολογία διευκρινίζει ότι η μεταφορά στο εθνικό δίκαιο πρέπει να είναι σαφής και ακριβής, πιστή και να έχει αδιαμφισβήτητη δεσμευτική ισχύ (βλ. αποφάσεις ΔΕΕ στις υποθέσεις C-363/85, C-361/88, C-159/99 σκέψη 32, C-415/01 σκέψη 21, C-58/02, C-6/04 σκέψεις 21, 25 και 26, C-508/04 σκέψη 80).
(1-5) Η ερμηνεία και η εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας θα πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη την αρχή της προφύλαξης, όπως ορίζεται στο άρθρο 191 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), η οποία αποσκοπεί στην εξασφάλιση υψηλότερου επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος μέσω της λήψης προληπτικών αποφάσεων σε περίπτωση κινδύνου.
(1-6)
Είναι επίσης σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι η εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας για την προστασία των ειδών απαιτεί προσέγγιση ανά είδος. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη θα πρέπει πάντα να εξετάζουν τις οικείες δράσεις εφαρμογής υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου στόχου, του σχετικού είδους και των περιστάσεων που περιβάλλουν κάθε περίπτωση.
(1-7)
Αυτές οι έννοιες της ευελιξίας και της αναλογικότητας δεν πρέπει να παρερμηνευτούν. Δεν μειώνουν τις υποχρεώσεις των κρατών μελών να ενεργούν αποτελεσματικά, αλλά αντιθέτως παρέχουν στις αρχές επαρκή περιθώρια ελιγμών ώστε να προσαρμόζουν τον τρόπο εφαρμογής τους σε συγκεκριμένες περιστάσεις (από άποψη κατάστασης διατήρησης, αλλά και από κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική άποψη).
(1-8) Σύμφωνα με το Δικαστήριο, «τα άρθρα 12, 13 και 16 της οδηγίας περί οικοτόπων αποτελούν ένα συμφυές σύνολο κανόνων που αποσκοπούν στη διασφάλιση προστασίας των πληθυσμών των οικείων ειδών, ώστε οποιαδήποτε παρέκκλιση που είναι ασυμβίβαστη προς την οδηγία αυτή παραβιάζει τόσο τις απαγορεύσεις των άρθρων 12 ή 13 αυτής όσο και τον κανόνα κατά τον οποίο μπορούν να γίνονται παρεκκλίσεις σύμφωνα με το άρθρο 16 της ίδιας οδηγίας»
. Το Δικαστήριο διευκρίνισε περαιτέρω ότι «τα άρθρα 12 έως 14 και 15, στοιχεία α΄ και β΄ της οδηγίας απαρτίζουν ένα συνεκτικό σύνολο κανόνων οι οποίοι επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση θεσπίσεως αυστηρών συστημάτων προστασίας των οικείων ζωικών και φυτικών ειδών»
. Ανεξάρτητα από την προσέγγιση όσον αφορά την εφαρμογή των διατάξεων αυτών, θα πρέπει να τηρείται ο γενικός στόχος της οδηγίας, δηλαδή η διασφάλιση της βιοποικιλότητας και η διατήρηση ή η αποκατάσταση, σε ικανοποιητική κατάσταση, των φυσικών οικοτόπων και των ειδών κοινοτικού ενδιαφέροντος.
Η περιοχή φυσικής κατανομής των ειδών και των οικοτόπων — μια δυναμική έννοια
(1-9) Η περιοχή φυσικής κατανομής περιγράφει χονδρικά τα χωρικά όρια εντός των οποίων απαντάται ο οικότοπος ή το είδος. Δεν ταυτίζεται με τις ακριβείς τοποθεσίες (την πραγματικά κατειλημμένη περιοχή) ή το έδαφος όπου απαντάται μόνιμα ένας οικότοπος, ένα είδος ή ένα υποείδος. Αυτές οι πραγματικές τοποθεσίες ή εδάφη ενδέχεται να είναι ανομοιογενή ή διάσπαρτα (δηλαδή οι οικότοποι και τα είδη ενδέχεται να μην είναι ομοιόμορφα κατανεμημένα) εντός της περιοχής φυσικής κατανομής τους. Εάν ο λόγος της διάσπασης αποδεικνύεται φυσικός, δηλαδή οφείλεται σε οικολογικούς παράγοντες, οι απομονωμένες τοποθεσίες δεν θα πρέπει να ερμηνεύονται ως συνεχής περιοχή φυσικής κατανομής. Για παράδειγμα, για ένα αλπικό είδος, η περιοχή κατανομής μπορεί να είναι οι Άλπεις και τα Πυρηναία, αλλά όχι οι πεδινές περιοχές μεταξύ τους. Ωστόσο, η περιοχή φυσικής κατανομής περιλαμβάνει περιοχές που δεν χρησιμοποιούνται μόνιμα: για παράδειγμα, για τα αποδημητικά είδη, η περιοχή κατανομής τους περιλαμβάνει όλες τις χερσαίες ή υδάτινες περιοχές στις οποίες ζει ή διαμένει προσωρινά ή τις οποίες διασχίζει ένα αποδημητικό είδος κατά τη διάρκεια της κανονικής μετανάστευσής του
.
(1-10) Μια περιοχή φυσικής κατανομής δεν είναι στατική αλλά δυναμική: μπορεί να μειωθεί και να επεκταθεί. Μια περιοχή φυσικής κατανομής μπορεί να αποτελεί μία πτυχή για την αξιολόγηση των συνθηκών ενός οικοτόπου ή ενός είδους. Εάν το μέγεθος της περιοχής φυσικής κατανομής δεν επαρκεί για τη μακροπρόθεσμη ύπαρξη του συγκεκριμένου οικοτόπου ή είδους, τα κράτη μέλη καλούνται να ορίσουν για μια περιοχή κατανομής τιμή αναφοράς που θα επέτρεπε ευνοϊκές συνθήκες και να εργαστούν προς την κατεύθυνση αυτή, για παράδειγμα προωθώντας την επέκταση της υφιστάμενης περιοχής κατανομής.
(1-11) Όταν ένα είδος ή ένας οικότοπος εξαπλώνεται από μόνο(ς) του σε νέα περιοχή ή έδαφος, ή όταν ένα είδος έχει επανεισαχθεί στην προηγούμενη περιοχή φυσικής κατανομής του (σύμφωνα με τους κανόνες του άρθρου 22 της οδηγίας για τους οικοτόπους), το εν λόγω έδαφος πρέπει να θεωρείται μέρος της περιοχής φυσικής κατανομής. Ομοίως, η αποκατάσταση ή η ανασύσταση ή η διαχείριση οικοτόπων, καθώς και ορισμένες γεωργικές και δασοκομικές πρακτικές, μπορούν να συμβάλουν στην επέκταση της περιοχής φυσικής κατανομής ενός οικοτόπου ή ενός είδους. Ωστόσο, τα άτομα ή οι άγριοι πληθυσμοί ενός είδους ζώου που εισάγονται σκόπιμα ή τυχαία από τον άνθρωπο σε τοποθεσίες όπου δεν έχουν εμφανιστεί ποτέ με φυσικό τρόπο ή στις οποίες δεν θα είχαν εξαπλωθεί με φυσικό τρόπο σε ένα προβλέψιμο μέλλον, θα πρέπει να θεωρείται ότι βρίσκονται εκτός της περιοχής φυσικής κατανομής τους και, κατά συνέπεια, δεν καλύπτονται από την οδηγία.
2. ΑΡΘΡΟ 12
Κείμενο του άρθρου 12
|
Άρθρο 12
1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να θεσπισθεί ένα καθεστώς αυστηρής προστασίας των ζωικών ειδών που αναφέρονται στο σημείο α) του παραρτήματος IV, στην περιοχή φυσικής κατανομής τους, που να απαγορεύει:
α) κάθε μορφή σύλληψης ή θανάτωσης, εκ προθέσεως, δειγμάτων αυτών των ειδών λαμβανομένων στη φύση·
β) να παρενοχλούνται εκ προθέσεως τα εν λόγω είδη, ιδίως κατά την περίοδο αναπαραγωγής, την περίοδο κατά την οποία τα νεογνά εξαρτώνται από τη μητέρα, τη χειμερία νάρκη και τη μετανάστευση·
γ) την εκ προθέσεως καταστροφή ή τη συλλογή των αυγών στο φυσικό περιβάλλον·
δ) τη βλάβη ή καταστροφή των τόπων αναπαραγωγής ή των τόπων ανάπαυσης.
2. Τα κράτη μέλη απαγορεύουν την κατοχή, τη μεταφορά, την πώληση, ή την ανταλλαγή και την προσφορά προς πώληση ή ανταλλαγή των δειγμάτων των ειδών που έχουν συλληφθεί στο φυσικό περιβάλλον, εκτός εκείνων που συλλέγησαν νομίμως πριν από τη θέση σε εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.
3. Οι απαγορεύσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) και στην παράγραφο 2 εφαρμόζονται σε όλα τα στάδια της ζωής των ζώων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.
4. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν ένα σύστημα συνεχούς παρακολούθησης των τυχαίων συλλήψεων ή θανατώσεων των ειδών της πανίδας που απαριθμούνται στο σημείο α) του παραρτήματος IV. Βάσει των πληροφοριών που συγκεντρώνονται, τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν τις απαιτούμενες περαιτέρω έρευνες ή μέτρα διατήρησης ώστε να διασφαλισθεί ότι οι τυχαίες συλλήψεις ή θανατώσεις δεν θα έχουν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στα εν λόγω είδη.
|
(2-1)
Το άρθρο 12 αφορά την προστασία των ειδών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα IV στοιχείο α). Το άρθρο εφαρμόζεται σε ολόκληρη την περιοχή φυσικής κατανομής των ειδών εντός της ΕΕ και αποσκοπεί στην αντιμετώπιση των άμεσων απειλών για αυτά, και όχι των απειλών για τους οικοτόπους τους, με εξαίρεση το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ).
(2-2)
Το παράρτημα IV στοιχείο α) περιλαμβάνει μεγάλη ποικιλία ειδών, από μεγάλα σπονδυλωτά με μεγάλες περιοχές φυσικής κατανομής έως μικρά ασπόνδυλα με πολύ μικρές περιοχές φυσικής κατανομής. Ορισμένα είδη περιλαμβάνονται επίσης στο παράρτημα ΙΙ και, ως εκ τούτου, καλύπτονται επίσης από μέτρα που αποσκοπούν στη διατήρηση των οικοτόπων τους σε ειδικές ζώνες διατήρησης (άρθρα 3 έως 10). Άλλα, ωστόσο, περιλαμβάνονται μόνο στο παράρτημα IV στοιχείο α), πράγμα που σημαίνει ότι για εκείνα το άρθρο 12 (για τα ζωικά είδη) και το άρθρο 13 (για τα φυτικά είδη) παρέχουν τις κύριες διατάξεις για την επίτευξη του στόχου διατήρησης της οδηγίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 2.
(2-3)
Προτού εξεταστούν λεπτομερώς οι διατάξεις του άρθρου 12, αξίζει να υπενθυμιστούν ορισμένα γενικά νομικά ζητήματα που έχουν αναπτυχθεί από το ΔΕΕ.
2.1. Γενικά νομικά ζητήματα
Η μεταφορά του άρθρου 12 στο εθνικό δίκαιο πρέπει να είναι πλήρης, σαφής και ακριβής. Οι εθνικές διατάξεις πρέπει να είναι επαρκώς συγκεκριμένες ώστε να πληρούν τις απαιτήσεις της οδηγίας.
(2-4)
Η αποτελεσματική εφαρμογή του άρθρου 12 της οδηγίας για τους οικοτόπους απαιτεί πλήρη, σαφή και ακριβή μεταφορά από τα κράτη μέλη στο εθνικό τους δίκαιο. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, «οι διατάξεις μιας οδηγίας πρέπει να τίθενται σε εφαρμογή με αναμφισβήτητη δεσμευτική ισχύ, με την απαιτούμενη ιδιαιτερότητα, ακρίβεια και σαφήνεια προκειμένου να πληρούται η επιταγή της νομικής ασφάλειας»
.
(2-5) Σύμφωνα με το Δικαστήριο, «η μεταφορά μιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο δεν απαιτεί, κατ’ ανάγκην, την τυπική και κατά γράμμα επανάληψη του περιεχομένου της σε ρητή και συγκεκριμένη νομική διάταξη, αλλά μπορεί, ανάλογα με το περιεχόμενό της, να αρκείται σε ένα γενικό νομικό πλαίσιο, εφόσον το πλαίσιο αυτό εξασφαλίζει πράγματι την πλήρη εφαρμογή της οδηγίας κατά τρόπο αρκούντως σαφή και ακριβή»
. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για να πληρούται η επιταγή της ασφάλειας δικαίου, οι ιδιώτες πρέπει να απολαύουν μιας σαφούς και επακριβούς νομικής κατάστασης που τους παρέχει τη δυνατότητα να γνωρίζουν το πλήρες περιεχόμενο των δικαιωμάτων τους και, ενδεχομένως, να τα υπερασπίζονται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων
.
Διάφορα είδη περιορισμών μπορούν να κατοχυρώνονται στη νομοθεσία με διάφορες μορφές. Ωστόσο, ανεξάρτητα από τη χρησιμοποιούμενη μορφή, πρέπει να είναι αρκούντως σαφείς, ακριβείς και αυστηροί. Για παράδειγμα, η απαγόρευση της χρήσης φυτοφαρμάκων, όταν ενδέχεται να έχει σοβαρές επιβλαβείς επιπτώσεις στην ισορροπία της φύσης, κρίθηκε ότι δεν εκφράζει, με επαρκώς σαφή, ακριβή και αυστηρό τρόπο, την ανάγκη να απαγορευτεί η βλάβη των τόπων αναπαραγωγής ή των τόπων ανάπαυσης προστατευόμενων ζώων, όπως ορίζεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ)
.
(2-6)
Οποιεσδήποτε διατάξεις θεσπίζουν πλαίσιο αυστηρής προστασίας θα πρέπει να αφορούν συγκεκριμένα τα είδη του παραρτήματος IV και να πληρούν όλες τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 12. Το Δικαστήριο
τόνισε τη σημασία αυτού στην υπόθεση της θαλάσσιας χελώνας Caretta caretta. Όταν της ζητήθηκε από το Δικαστήριο να διευκρινίσει τις ισχύουσες διατάξεις στο νομικό της σύστημα για τις οποίες θεωρούσε ότι ικανοποιούσαν τις απαιτήσεις του άρθρου 12, «η Ελληνική Κυβέρνηση [...] περιορίστηκε στην απαρίθμηση μιας σειράς νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών πράξεων, χωρίς να αναφέρει καμία ειδική διάταξη δυνάμενη να ικανοποιήσει τις εν λόγω απαιτήσεις».
Δεδομένου του ειδικού χαρακτήρα του άρθρου 12, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι νομοθετικές ή διοικητικές διατάξεις γενικού χαρακτήρα, π.χ. απλή επανάληψη της διατύπωσης του άρθρου 12 στην εθνική νομοθεσία, δεν πληρούν πάντοτε τις απαιτήσεις της προστασίας των ειδών ή δεν εγγυώνται την αποτελεσματική εφαρμογή του άρθρου 12. Η επίσημη μεταφορά του άρθρου 12 στην εθνική νομοθεσία δεν αρκεί αφ’ εαυτής για να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητά του. Πρέπει να συμπληρωθεί με περαιτέρω εκτελεστικές διατάξεις για την εξασφάλιση αυστηρής προστασίας βάσει των ιδιαιτεροτήτων και των ειδικών προβλημάτων και απειλών που αντιμετωπίζουν τα είδη ή οι ομάδες ειδών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα IV.
(2-7)
Κατά τη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, τα κράτη μέλη πρέπει να σέβονται το νόημα των όρων και των εννοιών που χρησιμοποιούνται από την οδηγία, ώστε να διασφαλίζεται η ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή της
. Αυτό συνεπάγεται επίσης ότι τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο θα πρέπει να εγγυώνται την πλήρη εφαρμογή της οδηγίας χωρίς τροποποίηση των όρων της, επιλεκτική εφαρμογή των διατάξεών της ή προσθήκη συμπληρωματικών όρων ή παρεκκλίσεων που δεν προβλέπονται στην οδηγία
.
Όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο, «η ακριβής μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο έχει ιδιαίτερη σημασία σε περιπτώσεις όπως η προκείμενη, όπου η διαχείριση της κοινής κληρονομιάς έχει ανατεθεί στα κράτη μέλη όσον αφορά το έδαφος του καθενός [...]. Συνεπώς, στο πλαίσιο της οδηγίας περί οικοτόπων, η οποία θέτει περίπλοκους και τεχνικούς κανόνες στον τομέα του δικαίου του περιβάλλοντος, τα κράτη μέλη υποχρεούνται ειδικώς να μεριμνούν ώστε η νομοθεσία τους που αποσκοπεί στη διασφάλιση της μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο να είναι σαφής και ακριβής [...]»
.
Για παράδειγμα, μεταφορά του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ) στο εθνικό δίκαιο η οποία απαγορεύει μόνο τη βλάβη ή καταστροφή των τόπων αναπαραγωγής και των τόπων ανάπαυσης που είναι «σαφώς αντιληπτή» ή «απολύτως γνωστή και αναγνωρισμένη ως τέτοια», ή απαγορεύει μόνο την εκ προθέσεως βλάβη ή καταστροφή των τόπων αναπαραγωγής ή των τόπων ανάπαυσης
, θεωρείται ότι τροποποιεί την ουσία του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ) και περιορίζει το πεδίο εφαρμογής του. Η διάταξη αυτή απαιτεί από τα κράτη μέλη να απαγορεύουν την καταστροφή όλων των τόπων αναπαραγωγής και των τόπων ανάπαυσης, είτε εκ προθέσεως είτε όχι, και όχι μόνο εκείνων που είναι πολύ γνωστοί. Αποκλείει επίσης την εξαίρεση των νόμιμων πράξεων από την απαγόρευση του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ). Επομένως, αυτού του είδους η μεταφορά στο εθνικό δίκαιο δεν συνάδει με το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ) καθώς δεν απαγορεύει την εκ προθέσεως ή με άλλο τρόπο καταστροφή όλων των τόπων αναπαραγωγής και ανάπαυσης.
(2-8)
Επιπλέον, «μια απλή διοικητική πρακτική, την οποία η διοίκηση μπορεί να μεταβάλλει ως εκ της φύσεώς της κατά βούληση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί ορθή εκπλήρωση της υποχρεώσεως που υπέχουν τα κράτη μέλη στα οποία απευθύνεται μια οδηγία κατά το άρθρο 189 της Συνθήκης»
. Μια άλλη δικαστική υπόθεση ενίσχυσε την απόφαση αυτή
. Η ύπαρξη εθνικής νομολογίας από μόνη της, χωρίς ειδική νομική διάταξη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εκπληρώνει ορθά την υποχρέωση πλήρους μεταφοράς μιας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο. Απεναντίας, «η παράβαση μπορεί να προκύπτει από την ύπαρξη διοικητικής πρακτικής παραβιάζουσας το κοινοτικό δίκαιο, έστω και αν η εφαρμοστέα εθνική ρύθμιση είναι, αυτή καθ’ εαυτή, σύμφωνη με το δίκαιο αυτό»
.
1 — Νομολογία του ΔΕΕ: Η υπόθεση της θαλάσσιας χελώνας Caretta caretta στη Ζάκυνθο
Η υπόθεση Caretta caretta (Επιτροπή κατά Ελλάδας, υπόθεση C-103/00) ήταν η πρώτη απόφαση σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 12 της οδηγίας για τους οικοτόπους για ένα συγκεκριμένο είδος. Το Δικαστήριο δεν είχε προβεί σε ερμηνεία της εφαρμογής και του περιεχομένου του πριν από την έκδοση της εν λόγω απόφασης.
Η θαλάσσια χελώνα Caretta caretta περιλαμβάνεται στα παραρτήματα II και IV της οδηγίας για τους οικοτόπους ως είδος κοινοτικού ενδιαφέροντος που χρήζει αυστηρής προστασίας. Ο κόλπος του Λαγανά στη Ζάκυνθο είναι ο σημαντικότερος τόπος αναπαραγωγής της εν λόγω χελώνας στη Μεσόγειο και είναι επίσης τόπος Natura 2000.
Το 1998 ορισμένες μη κυβερνητικές οργανώσεις αποκάλυψαν τα πολλαπλά προβλήματα που αντιμετώπιζε το είδος στη Ζάκυνθο. Σε αυτά περιλαμβάνονταν η ανεξέλεγκτη χρήση των παραλιών του νησιού και της γύρω θάλασσας για τουριστικές δραστηριότητες, η κατασκευή παράνομων κτιρίων, η χρήση μοτοποδηλάτων σε παραλίες και άλλες δραστηριότητες με δυνητικά αρνητικές επιπτώσεις στις εν λόγω χελώνες.
Η Επιτροπή κάλεσε τις ελληνικές αρχές να παράσχουν πληροφορίες σχετικά με τα ληφθέντα μέτρα για την προστασία του είδους στο συγκεκριμένο νησί. Με βάση τις πληροφορίες αυτές και τα πορίσματα των υπαλλήλων της Επιτροπής από τις επισκέψεις επιθεώρησης, κινήθηκε διαδικασία επί παραβάσει δυνάμει του άρθρου 258 της ΣΛΕΕ με την αιτιολογία ότι η Ελλάδα παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχεία β) και δ) της οδηγίας για τους οικοτόπους. Κατά τη διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, οι ελληνικές αρχές υποστήριξαν ότι είχαν ληφθεί ή επρόκειτο να ληφθούν και να εφαρμοστούν όλα τα κατάλληλα μέτρα για τη διασφάλιση της προστασίας της χελώνας.
Μετά από επικαιροποιημένη αξιολόγηση της κατάστασης από την Επιτροπή το 1999, διαπιστώθηκε και πάλι ανεπάρκεια και η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Δικαστήριο. Ειδικότερα, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η Ελλάδα παρέβη το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχεία β) και δ) της οδηγίας για τους οικοτόπους, αφενός, μη θεσπίζοντας νομικό πλαίσιο για τη διασφάλιση της αυστηρής προστασίας της Caretta caretta από κάθε εκ προθέσεως παρενόχληση κατά την περίοδο αναπαραγωγής της, καθώς και από κάθε βλάβη ή καταστροφή των τόπων αναπαραγωγής της και, αφετέρου, μη λαμβάνοντας συγκεκριμένα και αποτελεσματικά επιτόπια μέτρα για την αποφυγή αυτών των προβλημάτων.
Στις 30 Ιανουαρίου 2002 το Δικαστήριο δέχθηκε τα επιχειρήματα της Επιτροπής και καταδίκασε την Ελλάδα για τη μη θέσπιση και εφαρμογή αποτελεσματικού καθεστώτος αυστηρής προστασίας της θαλάσσιας χελώνας Caretta caretta στη Ζάκυνθο. Ειδικότερα, οι ελληνικές αρχές δεν είχαν λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αποφυγή της παρενόχλησης του είδους κατά την περίοδο αναπαραγωγής του και για την πρόληψη δραστηριοτήτων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν βλάβη ή καταστροφή των τόπων αναπαραγωγής του.
Μετά την δεύτερη απόφαση συστάθηκε νέο διοικητικό συμβούλιο για την εποπτεία των παραλιών φωλεοποίησης και τη διασύνδεση με τις τοπικές αρχές (νομαρχία, δήμοι, αστυνομία, λιμενική αρχή, αρχή δημόσιων γαιών). Επίσης, υπογράφηκαν κώδικες δεοντολογίας με ΜΚΟ, οικονομικούς φορείς και ιδιοκτήτες γης. Μετά την αξιολόγηση των νέων μέτρων που ελήφθησαν για την προστασία του είδους, η Επιτροπή έκρινε ότι η Ελλάδα είχε συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου και στις 27 Ιουνίου 2007 αποφάσισε να περατώσει την υπόθεση.
2.2. Αναγκαία μέτρα για ένα καθεστώς αυστηρής προστασίας
(2-9)
Το άρθρο 12 παράγραφος 1 της οδηγίας για τους οικοτόπους υποχρεώνει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν «τα αναγκαία μέτρα ώστε να θεσπισθεί ένα καθεστώς αυστηρής προστασίας» για τα είδη που περιλαμβάνονται στο παράρτημα IV στην περιοχή φυσικής κατανομής τους. Αυτό εγείρει διάφορα ερωτήματα ως προς τον ορισμό ορισμένων όρων που χρησιμοποιούνται. Παρότι ορίζει σαφώς τις απαγορεύσεις, η οδηγία δεν ορίζει, για παράδειγμα, λεπτομερώς τι σημαίνει «αναγκαία» μέτρα ή «καθεστώς» αυστηρής προστασίας.
(2-10) Είναι σημαντικό να υπενθυμιστεί ότι κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ) θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο στόχος της οδηγίας όπως ορίζεται στο άρθρο 2. Ως εκ τούτου, η οδηγία παρέχει ένα ορισμένο περιθώριο ελιγμών στα κράτη μέλη όσον αφορά τη θέσπιση ενός «καθεστώτος» αυστηρής προστασίας των ειδών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα IV. Ωστόσο, αυτή η διακριτική ευχέρεια υπόκειται σε περιορισμούς και πρέπει να τηρεί ορισμένες ελάχιστες απαιτήσεις, όπως περιγράφεται κατωτέρω.
2.2.1.Μέτρα για τη θέσπιση και την αποτελεσματική εφαρμογή ενός καθεστώτος αυστηρής προστασίας
Για την πλήρη και αποτελεσματική εφαρμογή του άρθρου 12 απαιτούνται τα εξής: 1) η θέσπιση ενός συνεκτικού νομικού πλαισίου για το καθεστώς αυστηρής προστασίας· 2) συγκεκριμένα μέτρα για την αποτελεσματική εφαρμογή του επιτόπου· και 3) η εφαρμογή ενός συνόλου συνεκτικών και συντονισμένων μέτρων προληπτικού χαρακτήρα.
(2-11)
Η πλήρης και αποτελεσματική εφαρμογή του άρθρου 12 απαιτεί, αφενός, τη θέσπιση συνεκτικού νομικού πλαισίου, ήτοι τη λήψη ειδικών νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών μέτρων που θα απαγορεύουν αποτελεσματικά τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 12, και, αφετέρου, την εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων για την επιτόπια επιβολή των εν λόγω διατάξεων για την προστασία των ειδών του παραρτήματος IV. Αυτή η διπλή διασφάλιση είναι θεμελιώδους σημασίας για την εφαρμογή του άρθρου 12.
Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε αυτή την προσέγγιση στις υποθέσεις C-103/00 (σχετικά με την προστασία της θαλάσσιας χελώνας Caretta caretta στη Ζάκυνθο
), C-518/04 (σχετικά με την προστασία της οχιάς Vipera schweizeri στη Μήλο
), C-183/05 (σχετικά με την προστασία διαφόρων ειδών του παραρτήματος IV στην Ιρλανδία
), C-383/09 (σχετικά με την προστασία του είδους Cricetus cricetus στη Γαλλία
) και C-504/14 (σχετικά με την προστασία της θαλάσσιας χελώνας Caretta caretta στην περιοχή της Κυπαρισσίας
).
(2-12) Ως εκ τούτου, το άρθρο 12 παράγραφος 1 απαιτεί τόσο τη θέσπιση όσο και την εφαρμογή ενός καθεστώτος αυστηρής προστασίας το οποίο ουσιαστικά απαγορεύει τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο εν λόγω άρθρο. Συνεπώς, ένα επαρκές καθεστώς αυστηρής προστασίας για τα είδη του παραρτήματος IV απαιτεί επίσης ένα σύνολο συνεκτικών και συντονισμένων μέτρων προληπτικού χαρακτήρα. Αυτό θα πρέπει επίσης να ισχύει, κατά περίπτωση, για τον διασυνοριακό συντονισμό μεταξύ γειτονικών κρατών μελών, όταν αυτά μοιράζονται τον ίδιο πληθυσμό ενός προστατευόμενου είδους.
Στην υπόθεση Cricetus cricetus (C-383/09), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η μεταφορά της διάταξης του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ) στο εθνικό δίκαιο απαιτεί, πέραν της θέσπισης ενός πλήρους νομοθετικού πλαισίου, την εφαρμογή συγκεκριμένων και ειδικών μέτρων προστασίας και τη θέσπιση συνεκτικών και συντονισμένων μέτρων προληπτικού χαρακτήρα
(βλ. επίσης υπόθεση C‑518/04
και C‑183/05
). Επομένως, ένα τέτοιο σύστημα αυστηρής προστασίας πρέπει να καθιστά δυνατή την αποτελεσματική αποφυγή της βλάβης ή της καταστροφής των τόπων αναπαραγωγής ή των τόπων ανάπαυσης των ζωικών ειδών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα IV στοιχείο α) της οδηγίας για τους οικοτόπους (βλ. υπόθεση C‑103/00
).
Στην υπόθεση Skydda Skogen (C‑473/19 και C‑474/19), το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι πράγματι, για την επίτευξη των σκοπών της οδηγίας για τους οικοτόπους, είναι σημαντικό οι αρμόδιες αρχές να είναι σε θέση να προβλέψουν ποιες δραστηριότητες θα είναι επιζήμιες για τα προστατευόμενα από την εν λόγω οδηγία είδη, ανεξαρτήτως του αν το αντικείμενο της επίμαχης δραστηριότητας συνίσταται ή όχι στη θανάτωση ή στην παρενόχληση των ειδών αυτών
.
(2-13) Αυτό προκύπτει άμεσα από τον όρο «καθεστώς αυστηρής προστασίας» και λαμβάνει επίσης υπόψη την ανάγκη σύνδεσης μεταξύ των ληφθέντων μέτρων και των στόχων του άρθρου 12 και της οδηγίας εν γένει. Τα μέτρα αυτά πρέπει να συμβάλλουν στον στόχο της μακροπρόθεσμης διατήρησης του είδους ή της αποκατάστασης του πληθυσμού του στον οικότοπό του και πρέπει να εφαρμόζονται αποτελεσματικά.
Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από τις αιτιολογικές σκέψεις 3
και 15
της οδηγίας, οι οποίες αναφέρονται στην ενθάρρυνση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και στα μέτρα διαχείρισης ως αναγκαία για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση των ειδών σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης. Οι ίδιες οι αιτιολογικές σκέψεις δεν έχουν δεσμευτική νομική ισχύ και δεν μπορούν ποτέ να υπερισχύσουν των ουσιαστικών διατάξεων της οδηγίας, αλλά παρέχουν σαφή ένδειξη πρόθεσης. Επομένως, μολονότι το Δικαστήριο δεν χρησιμοποιεί το προοίμιο για να αιτιολογήσει άμεσα μια απόφαση, αυτό χρησιμοποιείται συχνά ως βοήθημα για την ερμηνεία των ουσιαστικών διατάξεων του παράγωγου δικαίου
.
(2-14) H ανάγκη για συγκεκριμένα, συνεκτικά και συντονισμένα μέτρα προληπτικού χαρακτήρα προκειμένου να εφαρμοστεί η απαίτηση για αυστηρή προστασία των ειδών του παραρτήματος IV δεν συνεπάγεται απαραίτητα τη δημιουργία νέων δομών ή διαδικασιών έγκρισης σε εθνικό επίπεδο. Για παράδειγμα, όσον αφορά έργα που ενδέχεται να επηρεάσουν είδος του παραρτήματος IV, τα κράτη μέλη μπορούν να προσαρμόσουν τις υφιστάμενες διαδικασίες σχεδιασμού ώστε να πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 12. Αυτό σημαίνει ότι η εκτίμηση των επιπτώσεων στα είδη και στους τόπους αναπαραγωγής και ανάπαυσής τους μπορεί να ενσωματωθεί στις υφιστάμενες διαδικασίες λήψης αποφάσεων σε διάφορα επίπεδα σε ένα κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων, για παράδειγμα, αποφάσεων χωροταξικού σχεδιασμού ή διαδικασιών εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων για σχέδια και έργα.
Όσον αφορά τις συνεχιζόμενες δραστηριότητες, τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν διαδικασίες σχεδιασμού, κανονισμούς ή κώδικες βέλτιστων πρακτικών (οι οποίοι πρέπει να είναι επαρκώς λεπτομερείς και σαφείς) ως εργαλεία για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 12. Ωστόσο, όπως εξηγείται στην ενότητα 2.3.4., αυτές οι προσεγγίσεις και τα εργαλεία συμπληρώνουν, αντί να αντικαθιστούν, την επίσημη νομική προστασία.
2 - Παράδειγμα ορθής πρακτικής: Περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων, εκτίμηση επιπτώσεων και αυστηρή προστασία των ειδών στη Γαλλία
Από το 2017, ο γαλλικός κώδικας περιβάλλοντος (άρθρο L181-1) περιλαμβάνει περιβαλλοντική άδεια η οποία πρέπει να χορηγείται για έργα που έχουν επιπτώσεις στο περιβάλλον (η ονοματολογία αναφέρει τα είδη των σχετικών έργων). Στόχος της εν λόγω άδειας είναι να διασφαλιστεί ότι τα έργα συμμορφώνονται με τους σχετικούς περιβαλλοντικούς κανονισμούς (ύδατα, περιβαλλοντικοί κίνδυνοι, βιοποικιλότητα, τοπίο κ.λπ.), συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων για την αυστηρή προστασία των ειδών στο πλαίσιο της οδηγίας για τους οικοτόπους.
Στο πλαίσιο αυτό, απαιτείται εκτίμηση επιπτώσεων, βασισμένη σε οικολογικές μελέτες, η οποία μπορεί με τη σειρά της να συμβάλει στον καθορισμό των μέτρων που απαιτούνται για την αποφυγή και τη μείωση των επιπτώσεων στα προστατευόμενα είδη. Πράγματι, ο πρώτος στόχος είναι η συμμόρφωση με τις απαγορεύσεις που αφορούν τα προστατευόμενα είδη. Εάν αυτό δεν είναι δυνατό και, ως εκ τούτου, απαιτείται παρέκκλιση από το καθεστώς αυστηρής προστασίας, πρέπει να εκπονηθεί εμπεριστατωμένη μελέτη που να αποδεικνύει την τήρηση των προϋποθέσεων για τη χορήγηση παρέκκλισης. Η υπόθεση αξιολογείται από το Εθνικό Συμβούλιο για την Προστασία της Φύσης. Η περιβαλλοντική άδεια μπορεί να χορηγηθεί μόνον εάν το έργο συμμορφώνεται πλήρως με όλους τους σχετικούς περιβαλλοντικούς κανονισμούς.
Μετά την έγκρισή του, το έργο υποβάλλεται σε επιτόπιους και διοικητικούς ελέγχους για να διασφαλιστεί η τήρηση των διατάξεων της άδειας.
2.2.2. Μέτρα για τη διασφάλιση ικανοποιητικής κατάστασης διατήρησης
Τα μέτρα αυστηρής προστασίας που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 12 πρέπει να συμβάλλουν στην επίτευξη του κύριου στόχου της οδηγίας, δηλαδή στη διατήρηση ή την αποκατάσταση ικανοποιητικής κατάστασης διατήρησης.
(2-15)
Η ερμηνεία του άρθρου 12 πρέπει να λαμβάνει υπόψη τον σκοπό της οδηγίας για τους οικοτόπους, όπως εκτίθεται στο άρθρο 2, που εφαρμόζεται αδιακρίτως στους οικοτόπους και στα είδη που περιλαμβάνονται σε όλα τα παραρτήματα. Κατά συνέπεια, τα μέτρα αυστηρής προστασίας που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 12 θα πρέπει να διασφαλίζουν ή να συμβάλλουν στη διατήρηση ή την αποκατάσταση, σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των ειδών κοινοτικού ενδιαφέροντος του παραρτήματος IV.
(2-16)
Επιπλέον, το άρθρο 12 πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του άρθρου 1 στοιχείο θ), το οποίο ορίζει την ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης ενός είδους. Αυτό σημαίνει ότι τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν πρέπει να αποφασίζονται με βάση τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε κατάστασης και λαμβανομένης υπόψη της ιδιαιτερότητας κάθε είδους. Για παράδειγμα, τα χαρακτηριστικά ενός είδους, όπως η κατάσταση διατήρησής του, μπορεί να δικαιολογούν πιο συγκεκριμένα ή εντατικά μέτρα προστασίας.
Στην υπόθεση Cricetus cricetus (C-383/09, σκέψεις 37 και 25), το Δικαστήριο ανάφερε ότι τα μέτρα τα οποία τέθηκαν σε εφαρμογή «δεν επαρκούσαν για την αποτελεσματική αποτροπή της βλάβης ή καταστροφής των τόπων αναπαραγωγής ή των τόπων αναπαύσεως του κρικητού». Το Δικαστήριο έκρινε ότι «παρά την εφαρμογή των μέτρων που περιλήφθηκαν στο πρόγραμμα αποκαταστάσεως του [κρικητού] (2007-2011) και τις αντίστοιχες δεσμεύσεις των ενδιαφερομένων μερών για τη διάσωση του είδους, τα βιολογικά αποτελέσματα που έχουν συλλεγεί έως σήμερα είναι ανεπαρκή για τη διάσωση του είδους αυτού στη Γαλλία». Κατά συνέπεια, «επιβάλλεται το πρόγραμμα υπέρ του κρικητού να βελτιωθεί σταθερά και άμεσα, έτσι ώστε να προκύψουν βραχυπρόθεσμα βιολογικά αποτελέσματα επιβεβαιωτικά της αποκαταστάσεως του είδους». Αυτό σημαίνει ότι το καθεστώς αυστηρής προστασίας πρέπει να προσαρμοστεί στις ανάγκες και στην κατάσταση διατήρησης του είδους.
3 — Περαιτέρω καθοδήγηση: Σχέδια δράσης της ΕΕ για επιλεγμένα είδη
Από το 2008 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει στηρίξει την κατάρτιση διαφόρων σχεδίων δράσης της ΕΕ για επιλεγμένα είδη που περιλαμβάνονται στην οδηγία για τους οικοτόπους. Τα σχέδια προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως εργαλείο για τον προσδιορισμό και την ιεράρχηση μέτρων για την αποκατάσταση των πληθυσμών των ειδών αυτών σε ολόκληρη την περιοχή κατανομής τους εντός της ΕΕ. Παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση, την οικολογία, τις απειλές και τα ισχύοντα μέτρα διατήρησης για κάθε είδος και αναφέρουν τις βασικές δράσεις που απαιτούνται για τη βελτίωση της κατάστασης διατήρησής τους στα κράτη μέλη της ΕΕ και για τη συμμόρφωση με άλλη σχετική νομοθεσία της ΕΕ. Κάθε σχέδιο είναι το αποτέλεσμα εκτενούς διαδικασίας διαβούλευσης με μεμονωμένους εμπειρογνώμονες στην ΕΕ.
– Σχέδιο δράσης για τη διατήρηση του φρύνου Alytes obstetricans στην ΕΕ
– Σχέδιο δράσης για τη διατήρηση της πεταλούδας Colias myrmidone στην ΕΕ
– Σχέδιο δράσης για τη διατήρηση του λαγόγυρου στην ΕΕ
– Σχέδιο δράσης της ΕΕ για τη διατήρηση όλων των ειδών νυχτερίδων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2018-2024)
– Πανευρωπαϊκό σχέδιο δράσης για τον οξύρρυγχο
Σκοπός των σχεδίων είναι να βοηθήσουν τα κράτη μέλη στη διατήρηση αυτών των ειδών, αν και δεν αποτελούν νομικά δεσμευτικά έγγραφα και δεν δεσμεύουν τα κράτη μέλη πέραν των υφιστάμενων νομικών τους δεσμεύσεων δυνάμει της οδηγίας.
Τα σχέδια δράσης που έχουν εκπονηθεί είναι διαθέσιμα στη διεύθυνση: http://ec.europa.eu/environment/nature/conservation/species/action_plans/index_en.htm.
4 — Ορθή πρακτική: Διατήρηση της αρκούδας της Κανταβρίας στην Ισπανία
Στην Ισπανία υπάρχουν τρία μεγάλα σαρκοφάγα: ο ιβηρικός λύγκας (Lynx pardinus), η καφέ αρκούδα (Ursus arctos) και ο λύκος (Canis lupus). Όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, τα δύο τελευταία είδη έχουν κυνηγηθεί ανά τους αιώνες.
Στα μέσα του εικοστού αιώνα, ο πληθυσμός των αρκούδων στην οροσειρά της Κανταβρίας αποτελείτο από μόλις 60-70 άτομα, τα οποία χωρίζονταν σε δύο υποπληθυσμούς. Ένας άλλος μικρός πληθυσμός 20-30 ατόμων υπήρχε στα Πυρηναία. Η ισπανική στρατηγική για τη διατήρηση της αρκούδας της Κανταβρίας εγκρίθηκε το 1999 και επικαιροποιήθηκε το 2019. Το 2007 εγκρίθηκε η στρατηγική για τους πληθυσμούς των αρκούδων στα Πυρηναία (επανεισαγωγή στα γαλλικά Πυρηναία με απελευθέρωση ορισμένων ατόμων και στην ισπανική πλευρά). Μεταξύ άλλων, οι στρατηγικές αυτές περιλαμβάνουν μέτρα για την εφαρμογή του άρθρου 12 της οδηγίας για τους οικοτόπους.
Το 1992 εγκρίθηκε το πρώτο έργο LIFE για την αποκατάσταση των δύο υποπληθυσμών στην οροσειρά της Κανταβρίας. Έκτοτε έχουν υλοποιηθεί 26 έργα που εστιάζουν άμεσα ή έμμεσα στις αρκούδες σε ολόκληρη την περιοχή κατανομής στο βόρειο τμήμα της Ιβηρικής Χερσονήσου. Τα έργα αυτά πραγματοποιήθηκαν κυρίως στην οροσειρά της Κανταβρίας και στη Γαλικία, ενώ ορισμένα πραγματοποιήθηκαν στα Πυρηναία. Οι στόχοι ήταν η βελτίωση του οικοτόπου, ο τερματισμός της λαθροθηρίας, η εξασφάλιση της υποστήριξης και της συμμετοχής των τοπικών πληθυσμών και φορέων μέσω της ευαισθητοποίησης, η βελτίωση της επικοινωνίας μεταξύ των πληθυσμών, η καταπολέμηση της δηλητηρίασης και η προώθηση της αύξησης των πληθυσμών.
Χάρη στη στήριξη των εθνικών και περιφερειακών κυβερνήσεων και ΜΚΟ, τα έργα στην οροσειρά της Κανταβρίας σημείωσαν σημαντική επιτυχία. Η στάση των κατοίκων όσον αφορά την αρκούδα έχει επίσης βελτιωθεί και η λαθροθηρία έχει πλέον εξαφανιστεί σχεδόν πλήρως. Ο σημερινός πληθυσμός εκτιμάται σε 270-310 αρκούδες
και βαίνει αυξανόμενος.
2.2.3. Μέτρα σχετικά με τις περιπτώσεις που περιγράφονται στο άρθρο 12
Τα μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 12 οριοθετούνται από το περιεχόμενο των απαγορεύσεων και άλλων υποχρεώσεων αυτού του άρθρου. Μπορεί να περιλαμβάνεται η θέσπιση και η εφαρμογή προληπτικών μέτρων που προβλέπουν και αντιμετωπίζουν τις απειλές και τους κινδύνους που μπορεί να αντιμετωπίσει ένα είδος.
(2-17)
Το πεδίο εφαρμογής και το είδος των μέτρων που λαμβάνονται για τη θέσπιση ενός καθεστώτος αυστηρής προστασίας οριοθετούνται από τον κατάλογο των απαγορεύσεων και άλλων υποχρεώσεων του άρθρου 12 (βλ. επίσης ενότητα 2.3 κατωτέρω). Κατά συνέπεια, τα μέτρα που λαμβάνονται πρέπει να αφορούν ενέργειες που απειλούν τα ίδια τα είδη [άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχεία α)-γ), άρθρο 12 παράγραφοι 2, 3 και 4] ή καθορισμένα στοιχεία των οικοτόπων τους [άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ)]. Το άρθρο 12 παράγραφος 1 δεν υποχρεώνει, από μόνο του ή σε συνδυασμό με το άρθρο 2, τα κράτη μέλη να λαμβάνουν προδραστικά μέτρα διαχείρισης των οικοτόπων
· απαιτεί απλώς τη λήψη μέτρων για την αποτελεσματική απαγόρευση όλων των δραστηριοτήτων που παρατίθενται στο άρθρο 12 παράγραφος 1. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 4, «τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν τις απαιτούμενες περαιτέρω έρευνες ή μέτρα διατήρησης ώστε να διασφαλισθεί ότι οι τυχαίες συλλήψεις ή θανατώσεις δεν θα έχουν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στα εν λόγω είδη».
(2-18) Μπορεί να απαιτούνται διαφορετικοί τύποι μέτρων για τα διάφορα είδη που παρατίθενται στο παράρτημα IV και για διαφορετικές περιπτώσεις. Αυτά μπορεί να ποικίλλουν ανάλογα με τις διαφορετικές οικολογικές απαιτήσεις των ειδών και τα συγκεκριμένα προβλήματα και απειλές που αντιμετωπίζουν τα είδη ή οι ομάδες ειδών. Εναπόκειται στις εθνικές αρχές να καθορίσουν τα μέτρα που είναι αναγκαία για την αποτελεσματική εφαρμογή των απαγορεύσεων του άρθρου 12 παράγραφος 1 και για τη διασφάλιση της αυστηρής προστασίας των ειδών.
(2-19) Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη υποχρεούνται όχι μόνο να εισαγάγουν μια απαγόρευση στη νομοθεσία (σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1), αλλά και να επιβάλουν και να εφαρμόσουν αποτελεσματικά την απαγόρευση· στο πλαίσιο αυτό περιλαμβάνεται η λήψη προληπτικών μέτρων (όπως πληροφόρηση σχετικά με τις ισχύουσες απαγορεύσεις, παρακολούθηση κ.λπ.). Από το γράμμα του άρθρου 12 και του άρθρου 1 στοιχείο θ), καθώς και από τον σκοπό της «διατήρησης» σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, προκύπτει επίσης ότι τα κράτη μέλη δεσμεύονται από τις υποχρεώσεις που υπέχουν βάσει του άρθρου 12, ακόμη και πριν επιβεβαιωθεί οποιαδήποτε μείωση του αριθμού ατόμων των ειδών ή καταστεί πραγματικός ο κίνδυνος εξαφάνισης ενός προστατευόμενου είδους
. Ακόμη και αν ένα είδος βρίσκεται σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης και είναι πιθανό να διατηρηθεί σε αυτή την κατάσταση στο άμεσο μέλλον, τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα για την προστασία των ειδών από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 12.
Πράγματι, το ΔΕΕ έχει διευκρινίσει ότι «η θέση σε εφαρμογή του καθεστώτος προστασίας που θεσπίζει το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχεία α’ έως γ’, της οδηγίας για τους οικοτόπους δεν απαιτεί να ενέχει ορισμένη δραστηριότητα κίνδυνο αρνητικών συνεπειών για την κατάσταση διατήρησης του οικείου ζωικού είδους» και ότι «η προστασία την οποία παρέχει η εν λόγω διάταξη δεν παύει να εφαρμόζεται στα είδη ως προς τα οποία έχει επιτευχθεί ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης». Επιπλέον, «δεδομένου ότι η εφαρμογή του καθεστώτος προστασίας που προβλέπει το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο δ’, της οδηγίας αυτής δεν εξαρτάται από τον αριθμό των δειγμάτων του συγκεκριμένου είδους, δεν μπορεί να εξαρτάται [...] από τον κίνδυνο αρνητικών συνεπειών στην κατάσταση διατήρησης του εν λόγω είδους».
(2-20)
Η άποψη αυτή ενισχύεται από τις υποθέσεις C-103/00, C-518/04, C-183/05 και C-383/09, στις οποίες το Δικαστήριο τόνισε τη σημασία του προληπτικού χαρακτήρα των λαμβανόμενων μέτρων
. Το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της Ελληνικής Κυβέρνησης ότι η μείωση του αριθμού των φωλιών έπρεπε να αποδειχθεί προκειμένου να καταδειχθεί η έλλειψη αυστηρής προστασίας της θαλάσσιας χελώνας Caretta caretta. Κατά το Δικαστήριο, «[τ]ο γεγονός και μόνον ότι δεν προκύπτει η μείωση του αριθμού των φωλεών του είδους αυτού κατά την τελευταία δεκαπενταετία δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω τη διαπίστωση αυτή», δηλαδή την έλλειψη καθεστώτος αυστηρής προστασίας της Caretta caretta.
Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η μεταφορά του άρθρου 12 στο εσωτερικό δίκαιο επιβάλλει στα κράτη μέλη όχι μόνο την υποχρέωση θέσπισης πλήρους νομοθετικού πλαισίου, αλλά και την εφαρμογή συγκεκριμένων και ειδικών μέτρων προστασίας προς τον σκοπό αυτό και ότι το καθεστώς αυστηρής προστασίας προϋποθέτει τη λήψη συνεκτικών και συντονισμένων μέτρων προληπτικού χαρακτήρα
. Επομένως, ένα τέτοιο καθεστώς αυστηρής προστασίας πρέπει να καθιστά δυνατή την αποτελεσματική αποφυγή της βλάβης ή της καταστροφής των τόπων αναπαραγωγής ή των τόπων ανάπαυσης των ζωικών ειδών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα IV στοιχείο α) της οδηγίας για τους οικοτόπους (βλ. σχετικά υπόθεση C‑103/00, Επιτροπή κατά Ελλάδας, European Court Reports 2002, I‑1147, σκέψη 39).
(2-21)
Η προσέγγιση αυτή εδράζεται επίσης στο άρθρο 191 της ΣΛΕΕ, σύμφωνα με το οποίο «η πολιτική της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος αποβλέπει σε υψηλό επίπεδο προστασίας», και βασίζεται στις αρχές της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης. Τα προληπτικά μέτρα προβλέπουν και αντιμετωπίζουν τις απειλές και τους κινδύνους που μπορεί να αντιμετωπίσει ένα είδος. Συνεπώς, για ορισμένα είδη, τα προληπτικά μέτρα θα πρέπει επίσης να αποτελούν μέρος των «αναγκαίων μέτρων» για τη θέσπιση του καθεστώτος αυστηρής προστασίας.
5 – Περαιτέρω καθοδήγηση: Παραδείγματα προληπτικών μέτρων που υποστηρίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή «επί τόπου» των απαγορεύσεων του άρθρου 12
·Ενημερωτικές εκστρατείες για την ευαισθητοποίηση του ευρέος ή ενός στοχευόμενου κοινού (π.χ. ιδιοκτήτες γης) σχετικά με τις απαιτήσεις προστασίας για ορισμένα είδη και την τοποθεσία τους, καθώς και την τοποθεσία των τόπων αναπαραγωγής και ανάπαυσης.
·Μέτρα για να διασφαλιστεί ότι τα ζητήματα προστασίας των ειδών λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο σχετικών οικονομικών δραστηριοτήτων (π.χ. γεωργία, δασοκομία ή αλιεία) που ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στα είδη του παραρτήματος IV, για την αποφυγή των αρνητικών επιπτώσεων ορισμένων πρακτικών χρήσης της γης ή της θάλασσας. Θα μπορούσαν να περιλαμβάνονται κατάρτιση, κώδικες συμπεριφοράς, έγγραφα καθοδήγησης, η προσαρμογή δασοκομικών ή γεωργικών σχεδίων ή αλιευτικών πρακτικών, και βέλτιστες πρακτικές ή διοικητικές διαδικασίες.
·Ενεργητική πρόληψη πιθανής παρενόχλησης (π.χ. περιορισμός της πρόσβασης σε σπήλαια νυχτερίδων κατά τη διάρκεια ευαίσθητων περιόδων για την αποφυγή παρενόχλησης ή βανδαλισμών, τροποποίηση ή περιορισμός των γεωργικών, δασοκομικών ή αλιευτικών πρακτικών).
·Προσδιορισμός ιδιαίτερα επιβλαβών δραστηριοτήτων που πρέπει να υπόκεινται σε ειδικές άδειες ή σε τοπικό έλεγχο.
·Προσδιορισμός δυνητικά επιβλαβών δραστηριοτήτων που πρέπει να υπόκεινται σε παρακολούθηση.
·Ενσωμάτωση στις διαδικασίες εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων και στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης των απαιτήσεων για την εκτίμηση των επιπτώσεων των έργων και των σχεδίων στα είδη του παραρτήματος IV και στους τόπους αναπαραγωγής και ανάπαυσής τους.
·Επιθεωρήσεις και χρήση δασοφυλάκων για επιτήρηση.
·Κατάρτιση εθνικών σχεδίων διατήρησης, τα οποία θα μπορούσαν να καθορίζουν λεπτομερώς τα προαναφερόμενα μέτρα και να παρέχουν πρακτική καθοδήγηση στις τοπικές/περιφερειακές αρχές, στις θιγόμενες ομάδες συμφερόντων κ.λπ., για την αποτελεσματική εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων για συγκεκριμένα είδη.
6 - Παράδειγμα ορθής πρακτικής: Εθνικό σχέδιο διατήρησης της όρκας στην Ισπανία
Το 2017 η Ισπανία ενέκρινε σχέδιο διατήρησης της όρκας (Orcinus orca) για τα στενά του Γιβραλτάρ και τον κόλπο του Cadiz, δύο τόπους όπου απαντάται το είδος στα ισπανικά ύδατα. Πρόκειται για το πρώτο σχέδιο διατήρησης ενός θαλάσσιου είδους που εγκρίνεται στην Ισπανία. Η κατάσταση των πληθυσμών όρκας στα στενά του Γιβραλτάρ και στον κόλπο του Cadiz περιγράφεται ως «ευάλωτη» στον ισπανικό κατάλογο απειλούμενων ειδών (CEEA), αλλά αξιολογήθηκε ως ικανοποιητική από την Ισπανία στην τελευταία έκθεσή της βάσει του άρθρου 17. Το εν λόγω σχέδιο προβλέπει δράσεις για τη μείωση των απειλών κατά των πληθυσμών όρκας στην περιοχή, με στόχο τη διασφάλιση ικανοποιητικής κατάστασης διατήρησης.
Οι κυριότερες απειλές είναι η μείωση των θηραμάτων λόγω υπεραλίευσης, η αλληλεπίδραση με τα σκάφη και η ακουστική και χημική ρύπανση. Ως εκ τούτου, το σχέδιο περιλαμβάνει μέτρα όπως η απαγόρευση των ερευνών για πετρέλαιο και φυσικό αέριο μέσω σεισμικών ερευνών σε ορισμένες ζώνες, η ρύθμιση της ψυχαγωγικής παρατήρησης φαλαινών, η μείωση της αλιευτικής προσπάθειας για τη διασφάλιση επαρκών πηγών τροφής για τον πληθυσμό των φαλαινών, η μείωση της ρύπανσης στην περιοχή και η παρακολούθηση του πληθυσμού.
Έχουν εκδοθεί και άλλες νομικές πράξεις σχετικά με την προστασία των κητοειδών. Το βασιλικό διάταγμα 1727/2007 θεσπίζει μέτρα προστασίας των κητοειδών, τα οποία καλύπτουν, μεταξύ άλλων, τις δραστηριότητες παρακολούθησης φαλαινών. Το βασιλικό διάταγμα 699/2018 χαρακτηρίζει τον μεταναστευτικό διάδρομο των κητοειδών στη Μεσόγειο ως θαλάσσια προστατευόμενη περιοχή. Εγκρίνει επίσης ένα καθεστώς προληπτικής προστασίας και προτείνει να συμπεριληφθεί ο μεταναστευτικός διάδρομος στον κατάλογο των ειδικά προστατευόμενων περιοχών μεσογειακής σημασίας στο πλαίσιο της Σύμβασης της Βαρκελώνης.
Υπάρχουν επίσης εστιασμένα έργα, όπως το έργο LIFE IP INTEMARES, τα οποία υλοποιούν μέτρα διατήρησης των κητοειδών, όπως η ανάλυση της θαλάσσιας κυκλοφορίας και της κατανομής κητοειδών, με σκοπό τη μείωση της θνησιμότητας των κητοειδών λόγω σύγκρουσης στα ύδατα γύρω από τις Βαλεαρίδες Νήσους και τις Κανάριες Νήσους. Επιπλέον, εφαρμόζονται δράσεις για τον έλεγχο των δραστηριοτήτων αναψυχής που περιλαμβάνουν την προσέγγιση κητοειδών, καθώς και μέτρα για την προώθηση της μείωσης του θορύβου στη θάλασσα
.
7 — Ορθή πρακτική: Προστασία σπηλαίων νυχτερίδων στη Ρουμανία
Τα όρη Pădurea Craiului, Bi-hor και Trascău στη Ρουμανία είναι γεμάτα θεαματικά υπόγεια σπήλαια διαφόρων μεγεθών. Φιλοξενούν σημαντικές αποικίες διαφόρων ειδών νυχτερίδων που προστατεύονται από την οδηγία για τους οικοτόπους. Οι νυχτερίδες είναι πολύ ευάλωτες σε οποιαδήποτε μορφή παρενόχλησης, ιδίως κατά τη διάρκεια των περιόδων κουρνιάσματος και χειμερίας νάρκης.
Προκειμένου να διαφυλαχθούν οι υφιστάμενες κούρνιες από παρενόχληση από τουρίστες, το 2010 δρομολογήθηκε ένα έργο LIFE για το κλείσιμο των εισόδων σε 15 σπήλαια που φιλοξενούν σημαντικές κούρνιες νυχτερίδων (100.000 νυχτερίδες μόνο στο σπήλαιο Huda lui Papară). Αυτό έγινε με την τοποθέτηση ειδικά σχεδιασμένου πλέγματος ή φράκτη στην είσοδο των σπηλαίων με σκοπό να ελέγχεται η πρόσβαση των ανθρώπων και παράλληλα να επιτρέπεται η απρόσκοπτη πρόσβαση των νυχτερίδων.
Ξεναγήσεις σε αυτά τα σπήλαια μπορούν να πραγματοποιούνται σε μικρές ομάδες, αλλά πρέπει να ακολουθούν έναν κώδικα συμπεριφοράς ώστε να αποφεύγεται η παρενόχληση των νυχτερίδων. Επίσης, έχουν τοποθετηθεί πίνακες πληροφοριών στην είσοδο των σπηλαίων οι οποίοι εξηγούν γιατί τα σπήλαια έχουν κλείσει και τι είδους νυχτερίδες προστατεύονται.
2.2.4. Διατάξεις του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ) σε σχέση με συνεχιζόμενες δραστηριότητες
Για συνεχιζόμενες δραστηριότητες όπως η γεωργία, η δασοκομία ή η αλιεία, η πρόκληση συνίσταται στην εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 12 σχετικά με την προστασία των ειδών κατά τρόπο που να προλαμβάνονται εξαρχής τυχόν συγκρούσεις. Η χρήση εργαλείων όπως μέσα σχεδιασμού, κώδικες συμπεριφοράς και πρακτικές πληροφορίες και καθοδήγηση μπορούν δυνητικά να ικανοποιήσουν τις ανάγκες διατήρησης, λαμβανομένων παράλληλα υπόψη των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών απαιτήσεων. Ωστόσο, τα εργαλεία αυτά πρέπει να συνοδεύονται από ένα νομικό πλαίσιο που να διασφαλίζει την ορθή επιβολή από τις ρυθμιστικές αρχές σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Όσον αφορά την αθέλητη παρενόχληση ή την τυχαία θανάτωση μεμονωμένων ατόμων κατά τη διάρκεια συνεχιζόμενων δραστηριοτήτων, αυτή πρέπει να εξεταστεί βάσει του άρθρου 12 παράγραφος 4.
(2-22) Παρότι η εφαρμογή προστατευτικών κανονισμών μπορεί να συνδεθεί σαφώς με τις διαδικασίες έγκρισης έργων (π.χ. για έργα κατασκευής και υποδομής), η εφαρμογή τους σε περίπτωση επαναλαμβανόμενων και εκτεταμένων δραστηριοτήτων, όπως η γεωργία, η δασοκομία ή η αλιεία
, μπορεί να είναι ένα πιο σύνθετο ζήτημα.
Ωστόσο, η οδηγία εφαρμόζεται και σε αυτές τις δραστηριότητες. Πράγματι, το ΔΕΕ έχει διευκρινίσει ότι οι απαγορεύσεις του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως γ) της οδηγίας για τους οικοτόπους μπορούν να εφαρμοστούν σε δραστηριότητες, όπως οι δραστηριότητες δασοκομίας ή χωροταξικής ανάπτυξης, οι οποίες προδήλως δεν έχουν ως αντικείμενο την εκ προθέσεως σύλληψη, θανάτωση ή παρενόχληση ζωικών ειδών ή την εκ προθέσεως καταστροφή ή τη συλλογή αυγών
. Κατ’ αναλογία, το ίδιο ισχύει για την απαγόρευση του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ) της οδηγίας για τους οικοτόπους.
Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά την προστασία των ειδών του παραρτήματος IV και στην περίπτωση συνεχιζόμενων δραστηριοτήτων. Αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι πρέπει να θεσπιστούν νέες δομές ή διαδικασίες έγκρισης σε εθνικό επίπεδο. Τα κράτη μέλη θα διαθέτουν πιθανότατα διαδικασίες σχεδιασμού, κανονισμούς ή κώδικες βέλτιστων πρακτικών που θα μπορούσαν να προσαρμοστούν ώστε να ενσωματωθούν οι διατάξεις του άρθρου 12. Ωστόσο, ανεξάρτητα από την προσέγγιση που επιλέγεται για την εφαρμογή των απαιτήσεων του άρθρου 12 σε συνεχιζόμενες δραστηριότητες (δημιουργία νέου μηχανισμού ή προσαρμογή υφιστάμενων μηχανισμών), τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν τη δέουσα εκπλήρωση των απαιτήσεων αυστηρής προστασίας. Δεδομένου ότι η γεωργία, η δασοκομία και η αλιεία διαφέρουν σημαντικά ως προς το σημείο αυτό, καθεμία εξετάζεται χωριστά κατωτέρω.
(2-23)
Όσον αφορά τη γεωργία
, ορισμένα κράτη μέλη έχουν επιλέξει προληπτικά μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με το άρθρο 12. Σε αυτά μπορεί να περιλαμβάνεται, για παράδειγμα, η κατάρτιση κατευθυντήριων γραμμών και κωδίκων συμπεριφοράς (ακόμη και αν δεν έχουν νομικά δεσμευτικό χαρακτήρα) που είναι επαρκώς λεπτομερείς και σαφείς. Είναι χρήσιμο να σημειωθεί ότι οι βασικοί κανόνες για τις γεωργικές πρακτικές συχνά περιλαμβάνουν την προστασία ορισμένων χαρακτηριστικών του τοπίου —όπως φυτοφράκτες, λίμνες κ.λπ.— που μπορεί να είναι επίσης οικότοποι για είδη που παρατίθενται στο παράρτημα IV. Ωστόσο, το φάσμα των εν λόγω ειδών είναι πολύ ευρύ και, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα κράτη μέλη έκριναν σκόπιμο να παράσχουν λεπτομερέστερες κατευθυντήριες γραμμές ανά είδος.
Ωστόσο, η οδηγία απαιτεί αυτές οι προσεγγίσεις και τα εργαλεία να συμπληρώνουν, αντί να αντικαθιστούν, την επίσημη νομική προστασία, δηλαδή εάν τα εργαλεία αυτά (π.χ. κώδικες συμπεριφοράς, βέλτιστες πρακτικές) παραβλέπονται ή δεν εφαρμόζονται σωστά, πρέπει να υπάρχουν νομικές διαδικασίες για την αποτελεσματική επιβολή του καθεστώτος αυστηρής προστασίας των ειδών δυνάμει του άρθρου 12.
(2-24)
Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να τονιστεί ότι η παρουσία προστατευόμενων ειδών σε γεωργικές εκτάσεις είναι συχνά αποτέλεσμα παραδοσιακών πρακτικών χρήσης γης και γεωργικών πρακτικών, συνήθως εκτεταμένης φύσης. Όταν οι πρακτικές χρήσης γης υποστηρίζουν σαφώς την κατάσταση διατήρησης ενός υπό εξέταση είδους, είναι προφανές ότι θα πρέπει να ενθαρρύνεται η συνέχιση των πρακτικών αυτών. Επιπλέον των απαιτήσεων του άρθρου 12 παράγραφος 1, η τυχαία αιχμαλώτιση («σύλληψη» στην οδηγία) ή θανάτωση προστατευόμενων ζωικών ειδών που συνδέονται με αυτές τις συνεχιζόμενες δραστηριότητες πρέπει να παρακολουθείται και να αξιολογείται σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 4.
(2-25)
Η εφαρμογή του άρθρου 12 στη δασοκομία είναι, από ορισμένες απόψεις, πιο περίπλοκη, υπό την έννοια ότι είναι πιθανότερο τα δένδρα που πρόκειται να συγκομιστούν να αποτελούν επίσης τον οικότοπο (τόπο αναπαραγωγής ή τόπο ανάπαυσης) των οικείων ειδών του παραρτήματος IV. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του τομέα, δηλαδή οι μεγάλοι κύκλοι παραγωγής και, κατά συνέπεια, η ανάγκη μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, επιτείνουν τις ιδιαίτερες προκλήσεις της διατήρησης των ειδών στα δάση.
Στο πλαίσιο της αναζήτησης πρακτικών βιώσιμης διαχείρισης των δασών που συνάδουν με τις απαιτήσεις διατήρησης, έχουν αναπτυχθεί διάφορες προσεγγίσεις σε διάφορα κράτη μέλη για την αντιμετώπιση του ζητήματος. Οι υφιστάμενες προσεγγίσεις ποικίλλουν —από τον λεπτομερή δασικό σχεδιασμό και την εκ των προτέρων έγκριση σχεδίων δασικής διαχείρισης, ή γενικούς κώδικες πρακτικής, έως την εκ των προτέρων κοινοποίηση προτάσεων υλοτόμησης ώστε να μπορούν οι περιβαλλοντικές αρχές να παρεμβαίνουν όταν η υλοτόμηση επηρεάζει γνωστούς πληθυσμούς προστατευόμενων ειδών.
Όπως και στην περίπτωση των γεωργικών πρακτικών, αυτές οι προληπτικές προσεγγίσεις μπορούν να διασφαλίσουν την προστασία των οικείων ειδών, υπό την προϋπόθεση ότι κοινοποιούνται αποτελεσματικά και εφαρμόζονται με καλή θέληση και επαρκείς πόρους. Τα οικονομικά κίνητρα μπορούν να συμβάλουν στην προώθηση της αποδοχής μιας τέτοιας προσέγγισης, όπως στην περίπτωση των συστημάτων δασικής πιστοποίησης, τα οποία ενδέχεται να απαιτούν συμμόρφωση με ορισμένες διατάξεις για την προστασία του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένης της βιοποικιλότητας και της προστασίας των ειδών. Είναι αυτονόητο ότι οι προσεγγίσεις ενδέχεται να πρέπει να προσαρμοστούν ώστε να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις προστασίας των ειδών του παραρτήματος IV. Ωστόσο, οι προσεγγίσεις αυτές δεν παρέχουν απόλυτη εγγύηση, εκτός εάν η πλήρης εκ των προτέρων έγκριση των σχεδίων δασικής διαχείρισης είναι υποχρεωτική, και, ως εκ τούτου, πρέπει (όπως προαναφέρθηκε) να υποστηρίζονται από εκτελεστό νομικό καθεστώς προστασίας.
(2-26) Τα μέτρα δασοκομίας θα συνάδουν επίσης με το άρθρο 12 εάν έχουν σχεδιαστεί κατά τρόπο ώστε να αποφευχθεί εξαρχής οποιαδήποτε από τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 12. Μια κατάλληλη προληπτική προσέγγιση θα μπορούσε να αποφύγει τη σύγκρουση με τις απαγορεύσεις του άρθρου 12 εάν απέκλειε τυχόν επιβλαβείς δασοκομικές πρακτικές όταν το είδος βρίσκεται στην πλέον ευάλωτη κατάσταση, π.χ. κατά την αναπαραγωγή. Εκτός της περιόδου αναπαραγωγής, τα μέτρα που απαιτούνται από το άρθρο 12 θα πρέπει να προσδιορίζονται κατά περίπτωση, με βάση τις οικολογικές ανάγκες του είδους, ιδανικά στο πλαίσιο σχεδίων δασικής διαχείρισης
και με στόχο την αποφυγή της βλάβης ή της καταστροφής των τόπων αναπαραγωγής ή των τόπων ανάπαυσης.
Το ΔΕΕ έχει διευκρινίσει ότι οι δραστηριότητες δασοκομίας θα πρέπει να στηρίζονται σε προληπτική προσέγγιση που λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες διατήρησης των οικείων ειδών και να σχεδιάζονται και να εκτελούνται κατά τρόπον ώστε να μην υφίσταται παραβίαση των απαγορεύσεων που απορρέουν από το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως γ) της οδηγίας για τους οικοτόπους, λαμβανομένων συγχρόνως υπόψη, όπως προκύπτει από το άρθρο 2 παράγραφος 3 της οδηγίας, των οικονομικών, κοινωνικών, πολιτιστικών, περιφερειακών και τοπικών απαιτήσεων
. Κατ’ αναλογία, το ίδιο ισχύει για την απαγόρευση του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ) της οδηγίας για τους οικοτόπους.
8 - Παράδειγμα ορθής πρακτικής: Διατήρηση των νυχτερίδων στα δάση, Γερμανία
Το 2000 η Γερμανική Ένωση για τη Φροντίδα της Γης (μια κεντρική οργάνωση στο πλαίσιο της οποίας συνεργάζονται χρήστες γης όπως γεωργοί και δασοκόμοι, καθώς και όσοι ασχολούνται με τη διατήρηση της φύσης και τοπικοί πολιτικοί) υλοποίησε ένα έργο έρευνας και ανάπτυξης σχετικά με την οικολογία των νυχτερίδων στα δάση, στο οποίο συμμετείχαν 50 εθνικοί εμπειρογνώμονες. Τα πορίσματα του έργου μετατράπηκαν σε μια σειρά συστάσεων για τους διαχειριστές δασών, οι οποίες δημοσιεύτηκαν από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία για τη Διατήρηση της Φύσης. Μία από τις συστάσεις αφορά, για παράδειγμα, την ανάγκη παροχής επαρκούς αριθμού τόπων κουρνιάσματος σε μια φυσική κοινότητα ειδών νυχτερίδας, για τα οποία συνιστάται μια δασοσυστάδα ηλικίας 120 ετών να παρέχει σε μόνιμη βάση 25 έως 30 τρύπες δένδρων ανά εκτάριο κατάλληλης δενδροσυστάδας. Αυτό ισοδυναμεί με μέση πυκνότητα 7 έως 10 δένδρων κουρνιάσματος ανά εκτάριο.
Έκτοτε, αρκετά ομόσπονδα κρατίδια (Βαυαρία, Βερολίνο, Σάαρλαντ, Σλέσβιχ-Χόλσταϊν) έχουν επίσης συστήσει, ως ορθή πρακτική, τη διατήρηση έως και 10 παλαιών δένδρων ανά εκτάριο.
9 - Παράδειγμα ορθής πρακτικής: Προστασία των νυχτερίδων στην Καστίλη και Λεόν στην Ισπανία
Από το 1997 έως το 2000 η περιφερειακή κυβέρνηση της Καστίλης και Λεόν ανέλαβε ένα έργο LIFE για την προστασία διαφόρων ειδών νυχτερίδων (LIFE96 NAT/E/003081). Τα κύρια αποτελέσματα ήταν η καταγραφή και η χαρτογράφηση της κατανομής των νυχτερίδων στην περιοχή, καθώς και η επιτυχής εγκατάσταση 5.000 τεχνητών καταφυγίων για νυχτερίδες των δασών και η ενσωμάτωση της διατήρησης των νυχτερίδων σε άλλες κοινωνικοοικονομικές δραστηριότητες. Σε συνέχεια αυτού του έργου, η περιφερειακή κυβέρνηση κατάρτισε δύο εγχειρίδια: ένα για τη διατήρηση μεμονωμένων ειδών και ένα δεύτερο με τα μέτρα που πρέπει να εφαρμοστούν ώστε η διαχείριση των δασών να είναι συμβατή με τη διατήρηση των πτηνών και των νυχτερίδων που συνδέονται με τα δάση. Το 2011 εγκρίθηκε δεύτερος μεθοδολογικός οδηγός σχετικά με τον δασικό σχεδιασμό στις περιοχές Natura 2000.
Το εγχειρίδιο «συμβατής διαχείρισης» περιλαμβάνει μέτρα όπως τα εξής:
1.Στις δασικές περιοχές που χρησιμοποιούνται ως καταφύγιο από είδη νυχτερίδων των δασών πρέπει να αφήνεται περιβάλλον προστασίας επιφάνειας τουλάχιστον 15 εκταρίων. Πρέπει να περιλαμβάνεται η ομάδα των δένδρων που επιλέγονται από τις νυχτερίδες, τα οποία στη συνέχεια προστατεύονται.
2.Σε περιοχές όπου υπάρχουν ενδείξεις παρουσίας των ειδών αυτών, τα δένδρα που θα μπορούσαν να είναι ή να γίνουν αργότερα καταφύγια νυχτερίδων πρέπει να αναζητούνται, να σημαίνονται και να διατηρούνται.
3.Η παρουσία νυχτερίδων των δασών πρέπει να επαληθεύεται πριν από τις εργασίες σήμανσης.
4.Το μωσαϊκό των δασών και των συναφών οικοτόπων πρέπει να διατηρείται σε κλίμακα τοπίου, δεδομένου ότι τα δάση με κυρίως πλατύφυλλα δένδρα είναι τα πλέον κατάλληλα για τη διατήρηση νυχτερίδων, καθώς και οι ομάδες ώριμων δένδρων έκτασης 10-15 εκταρίων.
Το 2015 εκδόθηκε διάταγμα (ORDER FYM/775/2015) με το οποίο εγκρίθηκαν τα σχέδια διατήρησης για όλους τους τόπους Natura 2000, καθώς και τα σχέδια για τους τύπους οικοτόπων και τα είδη τους, συμπεριλαμβανομένων εξατομικευμένων σχεδίων για κάθε είδος νυχτερίδας
.
10 — Νομολογία του ΔΕΕ: Υπόθεση Skydda Skogen — υλοτόμηση δένδρων
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑473/19 και C‑474/19
Ενώπιον της Εθνικής Διεύθυνσης Δασών υποβλήθηκε μια δήλωση υλοτομήσεως σχετικά με δασική έκταση ευρισκόμενη στον δήμο Härryda στη Σουηδία. Η δασική έκταση την οποία αφορούσε η δήλωση είναι ο φυσικός οικότοπος αρκετών προστατευόμενων ειδών, συμπεριλαμβανομένων διαφόρων πτηνών και του βατράχου των βάλτων, Rana arvalis [είδος του παραρτήματος IV στοιχείο α) της οδηγίας για τους οικοτόπους]. Οι σχεδιαζόμενες δασικές εργασίες στην περιοχή αυτή θα είχαν ως αποτέλεσμα την παρενόχληση ή τη θανάτωση ατόμων του εν λόγω προστατευόμενου είδους.
Η Εθνική Διεύθυνση Δασών έκρινε ότι, υπό την προϋπόθεση ότι θα τηρούνταν οι οδηγίες τις οποίες παρείχε, η δραστηριότητα δεν θα αντέβαινε στις απαγορεύσεις που προβλέπονται στο άρθρο 12 της οδηγίας για τους οικοτόπους, όπως αυτή μεταφέρθηκε στο σουηδικό διάταγμα για την προστασία των ειδών. Τρεις ενώσεις για τη διατήρηση ζήτησαν ανεπιτυχώς από το Περιφερειακό Διοικητικό Συμβούλιο να ενεργήσει σχετικά με τη δήλωση υλοτόμησης και με τη γνωμοδότηση της Εθνικής Διεύθυνσης Δασών και στη συνέχεια άσκησαν προσφυγή ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου.
Το εθνικό δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και ζήτησε από το ΔΕΕ να εκδώσει προδικαστική απόφαση επί ερωτημάτων που αφορούν την ερμηνεία των οδηγιών για τα πτηνά και τους οικοτόπους, ιδίως του άρθρου 12 της οδηγίας για τους οικοτόπους:
·Ένα ερώτημα που τέθηκε ήταν, κατ’ ουσίαν, εάν οι όροι «εκ προθέσεως θανάτωση/παρενόχληση/καταστροφή» στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως γ) της οδηγίας για τους οικοτόπους έχουν την έννοια ότι εφόσον ο σκοπός των μέτρων είναι προδήλως διαφορετικός από τη θανάτωση ή την παρενόχληση των ειδών (όπως συμβαίνει, παραδείγματος χάριν, με τα μέτρα δασοκομίας ή χωροταξικής ανάπτυξης), οι απαγορεύσεις του άρθρου 12 εφαρμόζονται μόνο αν συντρέχει κίνδυνος δυσμενών συνεπειών στην κατάσταση διατήρησης των οικείων ειδών.
·Ένα άλλο ερώτημα ήταν κατ’ ουσίαν εάν ο όρος «βλάβη/καταστροφή» του τόπου αναπαραγωγής των ζώων, στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ), έχει την έννοια ότι η απαγόρευση εφαρμόζεται μόνον εφόσον η κατάσταση διατήρησης του επίμαχου είδους ή η κατάσταση του τοπικού πληγέντος πληθυσμού είναι πιθανό να επιδεινωθεί.
Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο ρώτησε αν η αυστηρή προστασία που προβλέπεται στις οδηγίες παύει να ισχύει για είδη για τα οποία έχει επιτευχθεί ο σκοπός της οδηγίας για τους οικοτόπους (ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης).
Όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 12 της οδηγίας για τους οικοτόπους, το ΔΕΕ απάντησε ότι:
-οι απαγορεύσεις που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως γ) εφαρμόζονται σε όλα τα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των οποίων ο σκοπός είναι προδήλως διαφορετικός από τη θανάτωση ή την παρενόχληση ζωικών ειδών·
-οι απαγορεύσεις αυτές ισχύουν σε επίπεδο μεμονωμένων ατόμων («δείγματα» στην οδηγία για τους οικοτόπους) και δεν απαιτούν να ενέχει ορισμένη δραστηριότητα κίνδυνο αρνητικών συνεπειών για την κατάσταση διατήρησης του οικείου ζωικού είδους·
-η διάταξη του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ) που απαγορεύει τη βλάβη ή την καταστροφή των τόπων αναπαραγωγής εφαρμόζεται ασχέτως του αριθμού των ατόμων του συγκεκριμένου είδους που ζουν στην οικεία ζώνη, και δεν μπορεί να εξαρτάται από τον κίνδυνο αρνητικών συνεπειών στην κατάσταση διατήρησης του εν λόγω είδους·
-η αυστηρή προστασία των ειδών σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως γ) ισχύει για όλα τα είδη του παραρτήματος IV, ανεξάρτητα από το αν έχουν επιτύχει ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης ή όχι.
(2-27) Ένα άλλο παράδειγμα επαναλαμβανόμενων δραστηριοτήτων είναι η συντήρηση των δημόσιων υποδομών. Τα μέτρα συντήρησης μπορούν να σχεδιαστούν κατά τρόπο που να συμβάλλουν στη διατήρηση και τη σύνδεση οικοτόπων για αυστηρά προστατευόμενα είδη, όπως η σαύρα Lacerta agilis σε σιδηροδρομικές γραμμές (π.χ. προσεκτική συντήρηση της βλάστησης κατά μήκος του οδικού δικτύου, του έρματος σιδηροδρομικών γραμμών και της παρόχθιας βλάστησης). Τα κράτη μέλη μπορούν να καταρτίσουν κατευθυντήριες γραμμές ορθής πρακτικής για τα εν λόγω μέτρα συντήρησης, ώστε να συμβάλουν στη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις της οδηγίας για τους οικοτόπους.
(2-28) Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να χρησιμοποιούν οικειοθελή μέτρα, όπως συμβάσεις για δασικές, περιβαλλοντικές και κλιματικές υπηρεσίες και για τη διατήρηση των δασών στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής, προκειμένου να συμβάλουν στην εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 12. Τα μέτρα αυτά έχουν τη δυνατότητα να συνδυάσουν επιτυχώς την προληπτική προσέγγιση με την (οικειοθελή) προδραστική διαχείριση των οικοτόπων. Ωστόσο, τα μέτρα αυτά μπορούν μόνο να συμπληρώσουν, και όχι να αντικαταστήσουν, μια επίσημη νομική προστασία.
(2-29) Η εφαρμογή του άρθρου 12 στην αλιεία απαιτεί τη ρύθμιση των αλιευτικών δραστηριοτήτων για την πρόληψη αρνητικών επιπτώσεων σε αυστηρά προστατευόμενα είδη, όπως η βλάβη των τόπων αναπαραγωγής ή ανάπαυσής τους, η εκ προθέσεως παγίδευση ή θανάτωση των εν λόγω ειδών ή τα παρεμπίπτοντα αλιεύματά τους σε αλιευτικά εργαλεία. Η εφαρμογή των αναγκαίων προληπτικών μέτρων θα μπορούσε να γίνει μέσω εργαλείων σχεδιασμού όπως τα σχέδια διαχείρισης της αλιείας ή μέσω αδειών αλιείας, συμπεριλαμβανομένων ειδικών απαιτήσεων. Για να εξασφαλιστεί επαρκής και αποτελεσματική προστασία, τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει να βασίζονται σε καλή γνώση των κινδύνων που ενέχουν ορισμένα είδη αλιευτικών εργαλείων. Επιπλέον, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή σε περιοχές όπου υπάρχει κίνδυνος αλληλεπίδρασης που οδηγεί σε παρεμπίπτοντα αλιεύματα.
Δεδομένου ότι η διατήρηση των υδρόβιων βιολογικών πόρων αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής, η εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων πρέπει να γίνει μέσω αυτού του πλαισίου πολιτικής. Οι βασικοί κανόνες που εφαρμόζονται καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, ο οποίος εφαρμόζει μια οικοσυστημική προσέγγιση στη διαχείριση της αλιείας με στόχο τον περιορισμό των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και τη διασφάλιση της συνοχής με την περιβαλλοντική νομοθεσία. Διάφορα εργαλεία διαχείρισης της αλιείας μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την εφαρμογή των αναγκαίων προληπτικών μέτρων, όπως αυτά που προβλέπονται στον «κανονισμό τεχνικών μέτρων» [κανονισμός (ΕΕ) 2019/1241
].
Στο πλαίσιο της διαδικασίας περιφερειοποίησης βάσει του εν λόγω κανονισμού, τα κράτη μέλη πρέπει να υποβάλουν κοινές συστάσεις στην Επιτροπή για την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που περιέχουν τα αναγκαία μέτρα. Κατά γενικό κανόνα, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν τους αναγκαίους κανόνες και προληπτικά μέτρα στους αλιευτικούς στόλους που φέρουν τη σημαία τους. Για άλλους στόλους που αλιεύουν στη θαλάσσια επικράτεια των κρατών μελών, τα μέτρα πρέπει να εφαρμοστούν μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων της Επιτροπής. Σύμφωνα με τον κανονισμό 1380/2013, τα κράτη μέλη μπορούν να εγκρίνουν μέτρα έκτακτης ανάγκης που εφαρμόζονται σε όλα τα σκάφη υπό ορισμένες προϋποθέσεις, προκειμένου να μετριαστεί κάποια σοβαρή απειλή για τα είδη. Μπορούν επίσης να λαμβάνουν αμερόληπτα μέτρα εντός 12 ναυτικών μιλίων από τις γραμμές βάσης τους, τα οποία ισχύουν για όλα τα σκάφη υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα αποτελούν μία από τις κυριότερες πιέσεις για τα θαλάσσια προστατευόμενα είδη, ιδίως τα κητοειδή, τις χελώνες και τα θαλάσσια πτηνά σύμφωνα με τις υπάρχουσες γνώσεις, είναι πολύ σημαντικό να θεσπιστούν και να εφαρμοστούν αποτελεσματικά προληπτικά μέτρα για την αντιμετώπιση των σχετικών αλιευτικών δραστηριοτήτων. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν οι διαθέσιμοι μηχανισμοί στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής, και ειδικότερα ο κανονισμός τεχνικών μέτρων [κανονισμός (ΕΕ) 2019/1241]. Τα προληπτικά μέτρα μπορούν, για παράδειγμα, να περιλαμβάνουν τροποποιήσεις ή περιορισμούς ορισμένων τύπων αλιευτικών εργαλείων, χωρική/χρονική ρύθμιση της αλιευτικής δραστηριότητας (π.χ. πλήρης απαγόρευση της χρήσης ορισμένων αλιευτικών εργαλείων εντός μιας περιοχής όπου τα εν λόγω εργαλεία συνιστούν απειλή για την κατάσταση διατήρησης των ειδών στη συγκεκριμένη περιοχή ή απειλή για τους οικοτόπους τους) ή ανάπτυξη εναλλακτικών εργαλείων.
11 — Περαιτέρω καθοδήγηση: κανονισμός 2019/1241
Ο κανονισμός 2019/1241 («κανονισμός τεχνικών μέτρων»), ο οποίος άρχισε να ισχύει το 2019, προβλέπει, μεταξύ άλλων διατάξεων, τη θέσπιση τεχνικών μέτρων για την πρόληψη ή τον μετριασμό των επιπτώσεων των αλιευτικών εργαλείων στα είδη που προστατεύονται δυνάμει της οδηγίας για τους οικοτόπους, καθώς και στους οικοτόπους τους. Ειδικότερα:
- Απαγορεύει ορισμένους τύπους αλιευτικών εργαλείων και χρήσεις, όπως τα παρασυρόμενα δίχτυα μήκους άνω των 2,5 km, τα οποία δεν είναι επιλεκτικά και, ως εκ τούτου, θα μπορούσαν να βλάψουν τη θαλάσσια ζωή.
- Απαγορεύει την αλίευση, διατήρηση επί του σκάφους, μεταφόρτωση ή εκφόρτωση ειδών ιχθύων ή οστρακοειδών του παραρτήματος IV της οδηγίας για τους οικοτόπους, εκτός εάν χορηγούνται παρεκκλίσεις σύμφωνα με το άρθρο 16 της οδηγίας αυτής. Εάν αλιευτεί παρεμπιπτόντως, το δείγμα δεν πρέπει να τραυματιστεί και πρέπει να ελευθερωθεί αμέσως πίσω στη θάλασσα, ει μη μόνον για σκοπούς επιστημονικής έρευνας επί των τυχαίως θανατωθέντων δειγμάτων, υπό τον όρο ότι η δυνατότητα αυτή παρέχεται σύμφωνα με το άρθρο 16 της οδηγίας.
- Απαγορεύει την αλίευση, διατήρηση επί του σκάφους, μεταφόρτωση ή εκφόρτωση θαλάσσιων θηλαστικών ή θαλάσσιων ερπετών που παρατίθενται στα παραρτήματα ΙΙ και IV της οδηγίας για τους οικοτόπους και θαλάσσιων πτηνών που καλύπτονται από την οδηγία για τα πτηνά. Απαγορεύεται να προκαλούνται βλάβες στα δείγματα όταν αλιεύονται και τα δείγματα απελευθερώνονται αμέσως.
Επίσης, βάσει των βέλτιστων διαθέσιμων επιστημονικών συμβουλών, ένα κράτος μέλος μπορεί να λαμβάνει, για σκάφη που φέρουν τη σημαία του, μέτρα μείωσης των επιπτώσεων ή περιορισμούς στη χρήση ορισμένων αλιευτικών εργαλείων. Τα μέτρα αυτά ελαχιστοποιούν και, όπου είναι δυνατόν, εξαλείφουν την αλίευση των προστατευόμενων ειδών της ΕΕ. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν τα άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, για σκοπούς ελέγχου, σχετικά με τις διατάξεις που εγκρίνονται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου. Θέτουν επίσης στη διάθεση του κοινού κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα αυτά.
Στο παράρτημα XIII παρατίθενται τα μέτρα μετριασμού που εφαρμόζονται, στα οποία περιλαμβάνεται η υποχρεωτική χρήση ενεργών ηχητικών αποτρεπτικών συσκευών για σκάφη συνολικού μήκους 12 μέτρων και άνω σε ορισμένους τύπους αλιευτικών εργαλείων σε συγκεκριμένες περιοχές, όπως ορίζονται στο παράρτημα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να παρακολουθούν και να αξιολογούν, μέσω επιστημονικών μελετών ή πιλοτικών προγραμμάτων, τις συν τω χρόνω επιπτώσεις της χρήσης των ηχητικών αποτρεπτικών συσκευών στους οικείους τύπους αλιείας και στις οικείες περιοχές. Τα κράτη μέλη που έχουν άμεσο διαχειριστικό συμφέρον μπορούν να υποβάλλουν κοινές συστάσεις που περιέχουν τα αναγκαία μέτρα για την τροποποίηση, τη συμπλήρωση, την κατάργηση ή την παρέκκλιση από τα μέτρα που παρατίθενται στο παράρτημα XIII, οι οποία εγκρίνονται από την Επιτροπή ως κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις.
Όσον αφορά τους οικοτόπους προστατευόμενων ειδών, σε ορισμένες περιοχές που περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού απαγορεύονται ορισμένοι τύποι αλιείας. Όταν οι βέλτιστες επιστημονικές συμβουλές συνιστούν τροποποίηση του εν λόγω καταλόγου, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στον κανονισμό.
(2-30)
Το γενικό συμπέρασμα που μπορεί να συναχθεί από την παρούσα ενότητα είναι ότι οι συνεχιζόμενες δραστηριότητες θα πρέπει ιδανικά να ασκούνται κατά τρόπο ώστε να αποφεύγεται εξαρχής η σύγκρουση με τις διατάξεις για την προστασία των ειδών. Η προσέγγιση αυτή έχει επίσης το πλεονέκτημα ότι προστατεύει δυνητικά το πρόσωπο που ασκεί μια δραστηριότητα (δηλαδή από την άσκηση δίωξης), εφόσον το πρόσωπο αυτό συμμορφώνεται με τα εν λόγω μέτρα. Για τον σκοπό αυτόν μπορούν να χρησιμοποιηθούν εργαλεία όπως μέσα σχεδιασμού, συστήματα προηγούμενης συγκατάθεσης και πρακτικές πληροφορίες ή καθοδήγηση. Τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει:
1)να αποτελούν μέρος των «αναγκαίων μέτρων» που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 12 για τη «θέσπιση και εφαρμογή αποτελεσματικού καθεστώτος αυστηρής προστασίας»·
2)να ενσωματώνουν τις απαιτήσεις αυστηρής προστασίας·
3)να διασφαλίζουν ότι κάθε επιβλαβής δράση λαμβάνει πλήρως υπόψη τις ανάγκες διατήρησης του συγκεκριμένου είδους ή πληθυσμού και συνοδεύεται από νομικό πλαίσιο αυστηρής προστασίας το οποίο εξασφαλίζει επαρκή επιβολή από τις ρυθμιστικές αρχές σε περίπτωση μη συμμόρφωσης (καλύπτονται οι πτυχές της ασφάλειας δικαίου)· και
4)να συμβάλλουν στον καθορισμό κατάλληλων επιπέδων επιτήρησης (που απαιτούνται βάσει του άρθρου 11 της οδηγίας) και του τρόπου χρηματοδότησής τους.
2.3.Ειδικές διατάξεις προστασίας του άρθρου 12
2.3.1. Εκ προθέσεως σύλληψη ή θανάτωση δειγμάτων ειδών του παραρτήματος IV στοιχείο α)
Το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο α) απαγορεύει κάθε μορφή σύλληψης (αιχμαλώτισης) ή θανάτωσης, εκ προθέσεως, δειγμάτων των ειδών του παραρτήματος IV στοιχείο α) από το φυσικό περιβάλλον. Απαιτεί την εφαρμογή σαφών, αποτελεσματικών και καλά παρακολουθούμενων μέτρων για την πρόληψη της εκ προθέσεως θανάτωσης ή σύλληψης. Η καλή ενημέρωση και καθοδήγηση από τις αρμόδιες αρχές συμβάλλουν στην εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων στην πράξη. Ο όρος «εκ προθέσεως» ερμηνεύεται από το ΔΕΕ ως βαίνων πέραν της «άμεσης πρόθεσης». Ως «εκ προθέσεως» ενέργειες νοούνται οι ενέργειες προσώπου ή φορέα που γνωρίζει ότι η ενέργειά του θα οδηγήσει πιθανότατα σε βλάβη ενός είδους, αλλά προτίθεται να διαπράξει τη βλάβη αυτή ή, τουλάχιστον, αποδέχεται συνειδητά τα προβλέψιμα αποτελέσματα της ενέργειάς του.
(2-31)
Το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο α) απαγορεύει κάθε μορφή εκ προθέσεως σύλληψης (αιχμαλώτισης) ή θανάτωσης
στο φυσικό περιβάλλον δειγμάτων (ατόμων) των ειδών που παρατίθενται στο παράρτημα IV στοιχείο α). Σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 3, η απαγόρευση αυτή ισχύει για όλα τα στάδια της ζωής των ζώων. Σύμφωνα με το άρθρο 1 στοιχείο ιγ), «δείγμα» καλείται οποιοδήποτε ζώο ή φυτό, ζωντανό ή νεκρό, των ειδών που απαριθμούνται στο παράρτημα IV και στο παράρτημα V, οποιοδήποτε μέρος ή προϊόν που προέρχεται από αυτά καθώς και κάθε άλλο εμπόρευμα που αποδεικνύεται ότι είναι μέρος ή προϊόν ζώων ή φυτών αυτών των ειδών βάσει συνοδευτικού εγγράφου, της συσκευασίας, του σήματος, της επισήμανσης ή άλλου στοιχείου».
(2-32)
Στην απόφαση για την υπόθεση C-103/00 Caretta caretta (σκέψη 37), το Δικαστήριο αναφέρθηκε στο στοιχείο της «πρόθεσης», επισημαίνοντας ότι: «η κυκλοφορία μοτοποδηλάτων στις παραλίες αναπαραγωγής απαγορευόταν και ότι είχαν τοποθετηθεί πινακίδες επισημαίνουσες την ύπαρξη φωλεών χελωνών στις παραλίες αυτές. Η θαλάσσια ζώνη του Γέρακα και της Δάφνης είχε χαρακτηριστεί ως περιοχή απόλυτης προστασίας και είχε αποτελέσει αντικείμενο ειδικής σημάνσεως». Σύμφωνα με το Δικαστήριο, το γεγονός ότι, παρά τις πληροφορίες που ήταν διαθέσιμες στο κοινό σχετικά με την ανάγκη προστασίας των περιοχών αυτών, κυκλοφορούσαν μοτοποδήλατα στην παραλία και υπήρχαν θαλάσσια ποδήλατα και μικρά σκάφη στη γύρω θαλάσσια περιοχή
, συνιστούσε εκ προθέσεως παρενόχληση των χελωνών κατά την περίοδο αναπαραγωγής τους για τους σκοπούς του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο β). Έτσι, όσον αφορά τον όρο «εκ προθέσεως», το Δικαστήριο «φαίνεται να τον ερμηνεύει υπό την έννοια συνειδητής αποδοχής των συνεπειών των πράξεων»
.
(2-33)
Στην υπόθεση C-221/04
, το σκεπτικό του Δικαστηρίου ήταν πιο συγκεκριμένο. Στην υπόθεση αυτή, η Επιτροπή άσκησε προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου διότι, λόγω του ότι οι αρχές της Καστίλης και Λεόν επέτρεψαν την τοποθέτηση βρόχων περισφίξεως σε διάφορες ιδιωτικές ζώνες θήρας, η Ισπανία παρέβη το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο α) όσον αφορά την προστασία της ενυδρίδας (Lutra lutra). Το Δικαστήριο υπενθύμισε τις διαπιστώσεις στην υπόθεση Caretta caretta και ανάφερε ότι «[γ]ια να πληρούται η περί προθέσεως προϋπόθεση που προβλέπει το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο α’, της οδηγίας, πρέπει να αποδεικνύεται ότι ο αυτουργός της πράξης θέλησε τη σύλληψη ή τη θανάτωση ενός δείγματος προστατευομένου ζωικού είδους ή τουλάχιστον αποδέχθηκε την πιθανότητα σύλληψης ή θανάτωσης»
.
Αυτό χρησιμοποιήθηκε ως «απαιτούμενο στοιχείο» από το Δικαστήριο, το οποίο, στη συγκεκριμένη υπόθεση, διαπίστωσε ότι η επίδικη έγκριση αφορούσε τη θήρα της αλεπούς και, ως εκ τούτου, η ίδια η έγκριση δεν σκοπούσε να επιτρέψει τη σύλληψη ενυδρίδων. Επιπλέον, το Δικαστήριο τόνισε ότι η ύπαρξη ενυδρίδας στην οικεία ζώνη δεν αποδείχθηκε νομοτύπως, οπότε δεν αποδείχθηκε ούτε ότι οι ισπανικές αρχές, χορηγώντας την επίδικη έγκριση για τη θήρα της αλεπούς, γνώριζαν ότι υπήρχε πιθανότητα να κινδυνεύσει η ενυδρίδα. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν πληρούνταν τα στοιχεία που απαιτούνταν για να διαπιστωθεί η εκ προθέσεως σύλληψη ή η θανάτωση δείγματος που ανήκει σε προστατευόμενο ζωικό είδος
.
Στην υπόθεση C-340/10, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Κύπρος παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 12 παράγραφος 1 ανεχόμενη δραστηριότητες που θέτουν σε σοβαρό κίνδυνο τα οικολογικά χαρακτηριστικά της λίμνης Παραλιμνίου και μη έχοντας λάβει τα αναγκαία μέτρα προστασίας για να διαφυλαχθεί ο πληθυσμός του είδους Natrix natrix cypriaca (νερόφιδο της Κύπρου), καθώς και παραλείποντας να λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε να εγκαθιδρυθεί και να εφαρμοστεί ένα καθεστώς αυστηρής προστασίας του είδους αυτού.
(2-34)
Με βάση την προσέγγιση που υιοθέτησε το Δικαστήριο στις υποθέσεις C-103/00 και C-221/04, ως «εκ προθέσεως» ενέργειες νοούνται οι ενέργειες που πραγματοποιούνται από πρόσωπο το οποίο γνωρίζει ότι οι ενέργειες αυτές θα οδηγήσουν στην αιχμαλώτιση ή τη θανάτωση ενός είδους που περιλαμβάνεται στο παράρτημα IV, ή αποδέχεται συνειδητά το ενδεχόμενο τέτοιας βλάβης.
Με άλλα λόγια, η διάταξη εφαρμόζεται όχι μόνο σε πρόσωπο που προτίθεται πλήρως να αιχμαλωτίσει ή να θανατώσει δείγμα προστατευόμενου είδους, αλλά και σε πρόσωπο που είναι επαρκώς ενημερωμένο και γνωρίζει τις πιθανότατες συνέπειες της ενέργειάς του, αλλά παρ’ όλα αυτά προβαίνει στην ενέργεια, η οποία οδηγεί στην αιχμαλώτιση ή τη θανάτωση δειγμάτων (π.χ. ως ανεπιθύμητη αλλά αποδεκτή παράπλευρη επίπτωση) (υπό όρους πρόθεσης).
Οι εθνικές αρχές θα πρέπει, χρησιμοποιώντας όλα τα κατάλληλα μέσα, να διαδίδουν προορατικά πληροφορίες σχετικά με την εμφάνιση προστατευόμενων ειδών και τυχόν υφιστάμενους κανόνες για την προστασία τους. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις πινακίδες στην παραλία που υποδείκνυαν την παρουσία φωλιών χελώνας στις παραλίες στην υπόθεση Caretta caretta.
(2-35)
Αυτή η ανάγκη πληροφόρησης έχει επίσης μεγάλη σημασία για τα είδη που αλιεύονται παρεμπιπτόντως κατά τη διάρκεια αλιευτικών δραστηριοτήτων που ασκούνται κατά παράβαση των αλιευτικών κανόνων. Η ΕΕ έχει θεσπίσει ορισμένους κανόνες για την προστασία των κητοειδών από την αιχμαλώτιση και τη θανάτωση σε αλιευτικά εργαλεία. Ο κανονισμός 2019/1241 απαγορεύει σε ορισμένα σκάφη να χρησιμοποιούν ορισμένους τύπους αλιευτικών εργαλείων σε συγκεκριμένες περιοχές χωρίς ταυτόχρονη χρήση ενεργών ηχητικών αποτρεπτικών συσκευών, οι οποίες μπορούν να εμποδίσουν την εμπλοκή των φωκαινών σε δίχτυα αλιείας (βλ. επίσης ενότητα 2.3.6). Στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη πρέπει όχι μόνο να διασφαλίζουν ότι η χρήση ηχητικών αποτρεπτικών μέτρων ελέγχεται και επιβάλλεται αποτελεσματικά, αλλά και ότι οι αλιείς ενημερώνονται πλήρως για την υποχρέωση αυτή.
12 - Παράδειγμα ορθής πρακτικής: Συνεργασία με αλιείς για την ανάκαμψη της φώκιας Monachus monachus στην Ελλάδα
Η μεσογειακή φώκια Monachus monachus αποτελεί είδος προτεραιότητας στο πλαίσιο της οδηγίας για τους οικοτόπους και περιλαμβάνεται σε αμφότερα τα παραρτήματα II και IV. Η Ελλάδα εφαρμόζει πρόγραμμα διατήρησης του είδους τις τελευταίες δεκαετίες. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει μέτρα για τη διάσωση και την αποκατάσταση τραυματισμένων ατόμων, τη δημιουργία προστατευόμενων περιοχών και τη διαχείριση, την παρακολούθηση, την ευαισθητοποίηση του κοινού, την περιβαλλοντική εκπαίδευση και τη δημιουργία κατάλληλου νομικού πλαισίου. Βασικό στοιχείο αυτών των προσπαθειών διατήρησης υπήρξε το έργο που επιτελέστηκε με τους αλιείς.
Η Ελληνική Εταιρεία Μελέτης και Προστασίας της Μεσογειακής φώκιας (MOm) έχει θέσει σε εφαρμογή μια σειρά μέτρων που αποσκοπούν στη βελτίωση της συχνά συγκρουσιακής σχέσης μεταξύ αλιέων και μεσογειακής φώκιας. Το 2009 ανέπτυξε σχέδιο δράσης για τη μείωση της αλληλεπίδρασης μεσογειακής φώκιας-αλιείας στην Ελλάδα, το οποίο προσδιορίζει πολυάριθμα νομοθετικά, διαχειριστικά και τεχνικά μέτρα που περιορίζουν τους κινδύνους για το είδος και προστατεύουν την πηγή τροφής του. Πολύ σημαντικό είναι το γεγονός ότι τα μέτρα αυτά περιορίζουν επίσης την οικονομική επιβάρυνση των αλιέων λόγω των ζημιών που προκαλούνται στα αλιευτικά εργαλεία και στα αλιεύματά τους.
Έχει πραγματοποιηθεί εκτενής έρευνα σχετικά με τις διατροφικές προτιμήσεις της μεσογειακής φώκιας, σε συνδυασμό με έρευνα σε προσδιορισθέντα κομβικά σημεία (περιοχές με σημαντική παρουσία μεσογειακής φώκιας) όσον αφορά τη χωρητικότητα και την πυκνότητα των αλιευτικών σκαφών, τη χρήση αλιευτικών εργαλείων και τις επιπτώσεις στην αλιεία. Οι αλιευτικές επιχειρήσεις και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως η λιμενική αστυνομία, τα τμήματα αλιείας και οι ιδιοκτήτες ιχθυοτροφείων, έχουν συμμετάσχει άμεσα σε ερευνητικές δράσεις. Οι αλιείς έχουν επίσης εκπαιδευτεί σχετικά με το πώς πρέπει να ενεργούν σε περίπτωση παγιδευμένης μεσογειακής φώκιας, ενώ έχουν δοκιμαστεί, σε συνεργασία μαζί τους, πειραματικές αλιευτικές μέθοδοι. Μια ειδικά σχεδιασμένη εκστρατεία επικοινωνίας επικεντρώθηκε επίσης στον τομέα της αλιείας
. Όλα τα ανωτέρω οδήγησαν σε σημαντική μείωση του αριθμού των μεσογειακών φωκιών που παγιδεύονται ή θανατώνονται τυχαία από αλιείς και σε σταθερή ανάκαμψη του πληθυσμού της μεσογειακής φώκιας στην Ελλάδα.
2.3.2. Εκ προθέσεως παρενόχληση των ειδών του παραρτήματος IV στοιχείο α), ιδίως κατά την περίοδο αναπαραγωγής, την περίοδο κατά την οποία τα νεογνά εξαρτώνται από τη μητέρα, τη χειμερία νάρκη και τη μετανάστευση
(2-36)
Το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο β) απαγορεύει την εκ προθέσεως παρενόχληση των ειδών του παραρτήματος IV, ιδίως κατά την περίοδο αναπαραγωγής, την περίοδο κατά την οποία τα νεογνά εξαρτώνται από τη μητέρα, τη χειμερία νάρκη και τη μετανάστευση, όταν τα είδη είναι πιο ευάλωτα
. Το άρθρο 12 παράγραφος 3 ορίζει ότι η απαγόρευση αυτή ισχύει σε όλα τα στάδια της ζωής των οικείων ειδών.
2.3.2.α) Εκ προθέσεως παρενόχληση
Κάθε εκ προθέσεως παρενόχληση που μπορεί να επηρεάσει τις πιθανότητες επιβίωσης, την επιτυχία αναπαραγωγής ή την αναπαραγωγική ικανότητα ενός προστατευόμενου είδους, ή που οδηγεί σε μείωση της κατειλημμένης περιοχής ή σε μετεγκατάσταση ή μετατόπιση του είδους, θα πρέπει να θεωρείται «παρενόχληση» σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 12.
(2-37)
Ούτε το άρθρο 12 ούτε το άρθρο 1 της οδηγίας για τους οικοτόπους περιέχουν ορισμό του όρου «παρενόχληση»
. Η διάταξη δεν περιορίζεται ρητά σε «σημαντική» παρενόχληση, όπως στην περίπτωση του άρθρου 6 παράγραφος 2 της οδηγίας, αλλά το πεδίο εφαρμογής της πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του πρωταρχικού σκοπού της οδηγίας.
Όπως προαναφέρθηκε, η εφαρμογή του καθεστώτος προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ) της οδηγίας για τους οικοτόπους «δεν απαιτεί να ενέχει ορισμένη δραστηριότητα κίνδυνο αρνητικών συνεπειών για την κατάσταση διατήρησης του οικείου ζωικού είδους»
και «η προστασία την οποία παρέχει η εν λόγω διάταξη δεν παύει να εφαρμόζεται στα είδη ως προς τα οποία έχει επιτευχθεί ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης»
.
Είναι σαφές ότι κάθε δραστηριότητα η οποία εκ προθέσεως παρενοχλεί ένα είδος σε βαθμό που να μπορεί να επηρεάσει τις πιθανότητες επιβίωσης, επιτυχίας αναπαραγωγής ή αναπαραγωγικής ικανότητάς του ή να οδηγήσει σε μείωση της κατειλημμένης περιοχής ή σε μετεγκατάσταση ή μετατόπιση του είδους, θα πρέπει να θεωρείται «παρενόχληση» κατά την έννοια του άρθρου 12.
(2-38) Λαμβανομένου υπόψη του συγκεκριμένου κύκλου ζωής τους (ιδίως της αναπαραγωγικής στρατηγικής ή της κινητικότητάς τους) και των συχνά πολύπλοκων κοινωνικών αλληλεπιδράσεων ορισμένων ζώων, η παρενόχληση των ατόμων μπορεί συχνά να έχει επιπτώσεις στα επίπεδα του πληθυσμού. Για παράδειγμα, αυτό θα συνέβαινε σε περίπτωση παρενόχλησης ενός κυοφορούντος θηλυκού ή χωρισμού μιας μητέρας από το μικρό της όταν πρόκειται για μεγάλα, μακρόβια και υψηλής κινητικότητας ζώα με χαμηλή γονιμότητα, όπως τα θαλάσσια θηλαστικά.
(2-39) Γενικά, η ένταση, η διάρκεια και η συχνότητα επανάληψης των παρενοχλήσεων αποτελούν σημαντικές παραμέτρους κατά την αξιολόγηση των επιπτώσεών τους σε ένα είδος. Τα διάφορα είδη έχουν διαφορετικές ευαισθησίες ή αντιδράσεις στον ίδιο τύπο διαταραχής, γεγονός που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. Οι παράγοντες που προκαλούν παρενόχληση σε ένα είδος ενδέχεται να μην προκαλούν παρενόχληση σε άλλο. Επίσης, η ευαισθησία ενός μεμονωμένου ατόμου ενός συγκεκριμένου είδους μπορεί να διαφέρει ανάλογα με την εποχή του έτους ή την περίοδο του κύκλου ζωής του ζώου (π.χ. περίοδος αναπαραγωγής).
Το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο β) λαμβάνει υπόψη το ενδεχόμενο αυτό τονίζοντας ότι θα πρέπει να απαγορεύεται η εκ προθέσεως παρενόχληση, ιδίως κατά την ευαίσθητη περίοδο της αναπαραγωγής, την περίοδο κατά την οποία τα νεογνά εξαρτώνται από τη μητέρα, τη χειμερία νάρκη και τη μετανάστευση. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι η παρενόχληση (π.χ. από θόρυβο, πηγές φωτός) δεν επηρεάζουν κατ’ ανάγκη άμεσα τη σωματική ακεραιότητα ενός είδους. Μπορεί επίσης να έχει έμμεσες αρνητικές επιπτώσεις στο είδος (π.χ. εξαναγκάζοντάς το να χρησιμοποιήσει μεγάλες ποσότητες ενέργειας για να διαφύγει: για παράδειγμα, όταν παρενοχλούνται νυχτερίδες κατά τη διάρκεια της χειμερίας νάρκης, αυξάνεται η θερμοκρασία τους και τρέπονται σε φυγή, με αποτέλεσμα να είναι λιγότερο πιθανό να επιβιώσουν τον χειμώνα λόγω της μεγάλης απώλειας ενεργειακών πόρων).
(2-40) Ως εκ τούτου, απαιτείται κατά περίπτωση προσέγγιση. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εξετάζουν προσεκτικά το επίπεδο της παρενόχλησης που πρέπει να θεωρείται επιβλαβές, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου είδους και την κατάσταση, όπως εξηγείται ανωτέρω. Για παράδειγμα, η επανειλημμένη παρενόχληση των κητοειδών από σκάφη παρατήρησης φαλαινών θα μπορούσε να έχει σημαντικές επιπτώσεις σε μεμονωμένα άτομα, με αρνητικές συνέπειες για τον τοπικό πληθυσμό. Από την άλλη πλευρά, οι σποραδικές παρενοχλήσεις χωρίς πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στο μεμονωμένο ζώο ή τον τοπικό πληθυσμό, όπως για παράδειγμα ο εκφοβισμός λύκου ώστε να μην εισέλθει σε μαντρί με πρόβατα και, έτσι, να αποφευχθούν οι ζημιές, δεν θα πρέπει να θεωρούνται παρενόχληση σύμφωνα με το άρθρο 12.
(2-41) Η παρενόχληση πρέπει επίσης να είναι «εκ προθέσεως» προκειμένου να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο β) (για τον ορισμό του «εκ προθέσεως», βλ. ενότητα 2.3.1). Και πάλι, στην υπόθεση C-103/00 Caretta caretta, το Δικαστήριο ανέλυσε καθεμιά από τις διάφορες δραστηριότητες στις παραλίες αναπαραγωγής προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των δραστηριοτήτων αυτών και της παρενόχλησης του είδους. Καταρχάς, διαπίστωσε ότι η κυκλοφορία μοτοποδηλάτων σε παραλία αναπαραγωγής της Caretta caretta μπορούσε να παρενοχλήσει το είδος αυτό, κυρίως λόγω του θορύβου, ιδίως κατά την ωοτοκία, την επώαση και την εκκόλαψη των αβγών, καθώς και κατά τη μετακίνηση των νεαρών χελωνών προς τη θάλασσα. Η παρουσία μικρών σκαφών κοντά στις παραλίες αναπαραγωγής συνιστούσε επίσης απειλή για τη ζωή και την ευημερία των χελωνών. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τούτο αρκούσε για να διαπιστωθεί, για τους σκοπούς του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο β), εκ προθέσεως παρενόχληση του οικείου είδους κατά την περίοδο αναπαραγωγής του.
13 — Νομολογία του ΔΕΕ: Παρενόχληση της θαλάσσιας χελώνας Caretta caretta στην περιοχή της Κυπαρισσίας
Η θαλάσσια χελώνα Caretta caretta περιλαμβάνεται στα παραρτήματα II και IV της οδηγίας για τους οικοτόπους και, ως εκ τούτου, χρήζει αυστηρής προστασίας. Η Μεσόγειος Θάλασσα αποτελεί εκκολαπτήριο νεαρών ατόμων, καθώς και δημοφιλή τόπο για ενήλικα την άνοιξη και το καλοκαίρι. Η Ελλάδα είναι ο δημοφιλέστερος τόπος φωλεοποίησης κατά μήκος της Μεσογείου, με περισσότερες από 3.000 φωλιές ετησίως. Ο κόλπος του Λαγανά στη Ζάκυνθο φιλοξενεί τη μεγαλύτερη περιοχή φωλεοποίησης στη Μεσόγειο και ακολουθεί ο κόλπος της Κυπαρισσίας [τόπος Natura 2000 (GR2550005)], ο οποίος επωφελείται από ένα καλά διατηρημένο σύστημα αμμοθινών και ένα παράκτιο δάσος, αλλά απειλείται από ανεξέλεγκτες εξελίξεις.
Δύο υποθέσεις του Δικαστηρίου (C-103/00 και C-504/14) είχαν ως αντικείμενο την εφαρμογή του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχεία β) και δ) για τη θέσπιση και την εφαρμογή ενός αποτελεσματικού συστήματος αυστηρής προστασίας της θαλάσσιας χελώνας Caretta caretta στις εν λόγω περιοχές. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, μη εφαρμόζοντας κατάλληλα μέτρα για την αποφυγή της παρενόχλησης του είδους κατά την περίοδο αναπαραγωγής του και της βλάβης ή καταστροφής των τόπων αναπαραγωγής του, η Ελλάδα παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει των διατάξεων της οδηγίας.
Ελλείψει ενός πλήρους και συνεκτικού εθνικού νομοθετικού πλαισίου, συμπεριλαμβανομένης της έλλειψης εγκεκριμένου σχεδίου διαχείρισης, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν μπορεί να διασφαλιστεί η αυστηρή προστασία της θαλάσσιας χελώνας Caretta caretta και των τόπων αναπαραγωγής της. Δεν αρκεί ένα σύστημα αυστηρής προστασίας να θεσπίζει ένα αποσπασματικό σύνολο μεμονωμένων μέτρων που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος εν γένει αλλά δεν αποσκοπούν συγκεκριμένα στην αποτροπή κάθε εκ προθέσεως παρενοχλήσεως του επίμαχου είδους, κατά την περίοδο αναπαραγωγής, καθώς και κάθε δραστηριότητας δυνάμενης να προξενήσει τη βλάβη ή την καταστροφή των τόπων αναπαραγωγής του
.
14 — Περαιτέρω καθοδήγηση: Αντιμετώπιση των επιπτώσεων του υποβρύχιου ανθρωπογενούς θορύβου στα κητοειδή
Στις δραστηριότητες που μπορούν να παρενοχλήσουν αυστηρά προστατευόμενα θαλάσσια είδη, όπως τα κητοειδή, περιλαμβάνονται η ναυτιλία ή τα υπεράκτια αιολικά πάρκα λόγω του συνεχούς θορύβου και των εργασιών κατασκευής, οι έρευνες για πετρέλαιο και φυσικό αέριο, ή οι στρατιωτικές δραστηριότητες λόγω του ωστικού θορύβου. Οι συνέπειες για τα κητοειδή εκτείνονται από την παρενόχληση και την κάλυψη του ήχου που χρησιμοποιείται στην επικοινωνία, μέχρι βραχυχρόνια και μακροχρόνια προβλήματα ακοής, σωματικές βλάβες ή ακόμη και θάνατο. Σε συνδυασμό με τις πρόσθετες επιπτώσεις της καταπόνησης, της σύγχυσης και του πανικού, αυτό μπορεί να είναι καταστροφικό για μεμονωμένα ζώα και για ολόκληρους πληθυσμούς.
Όσον αφορά τη ναυτιλία, τα κράτη μέλη μπορούν να εξετάσουν ευρύ φάσμα προληπτικών μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης της ταχύτητας των πλοίων ή της αναδρομολόγησης της κυκλοφορίας. Όσον αφορά τις σεισμικές έρευνες με τη χρήση αεροβόλων ή τις υπεράκτιες κατασκευές με έμπηξη πασσάλων, οι δραστηριότητες αυτές απαιτούν συνήθως άδειες. Ως εκ τούτου, για τέτοιου είδους σχέδια και έργα, τα αναγκαία προληπτικά μέτρα μπορούν να προταθούν στο πλαίσιο των εκτιμήσεων περιβαλλοντικών επιπτώσεων βάσει των οδηγιών για τη στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση και την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
Οι προκλήσεις όσον αφορά τον καθορισμό κατάλληλων μέτρων μετριασμού έχουν αναγνωριστεί σε διεθνές επίπεδο και έχουν εγκριθεί σχετικές μεθοδολογικές κατευθυντήριες γραμμές, για παράδειγμα από τις ACCOBAMS και ASCOBANS, οι οποίες επικεντρώνονται στα κητοειδή, ενώ η σύμβαση για τα αποδημητικά είδη κατάρτισε κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις εκτιμήσεις περιβαλλοντικών επιπτώσεων για δραστηριότητες που παράγουν θόρυβο στη θάλασσα. Τα εν λόγω έγγραφα καθοδήγησης παρέχουν ένα πολύ χρήσιμο πλαίσιο για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τους κανόνες της οδηγίας για τους οικοτόπους. Ωστόσο, η εφαρμογή τους θα πρέπει πάντα να λαμβάνει υπόψη τις πλέον πρόσφατες επιστημονικές και εξειδικευμένες γνώσεις στον τομέα και θα πρέπει να βασίζεται σε λεπτομερείς εκτιμήσεις για κάθε συγκεκριμένη δραστηριότητα και τις επιπτώσεις της σε συγκεκριμένα είδη.
15 — Περαιτέρω καθοδήγηση σχετικά με τη σεισμική εξερεύνηση και τις πιθανές επιπτώσεις της στα θαλάσσια θηλαστικά στην Ιρλανδία
Η Ιρλανδία έχει αναπτύξει ένα ισχυρό κανονιστικό και διαχειριστικό καθεστώς για τη σεισμική εξερεύνηση, προκειμένου να αποφευχθούν δυνητικά σημαντικές επιπτώσεις σε όλα τα θαλάσσια θηλαστικά, τόσο εντός όσο και εκτός των τόπων Natura 2000. Το 2014 το Υπουργείο Τεχνών, Πολιτιστικής κληρονομιάς και Γαελικών περιοχών δημοσίευσε ένα ολοκληρωμένο έγγραφο καθοδήγησης σχετικά με τη «Διαχείριση του κινδύνου για τα θαλάσσια θηλαστικά από τις ανθρωπογενείς ηχητικές πηγές στα ιρλανδικά ύδατα». Στον οδηγό περιγράφονται τα είδη των κινδύνων που μπορεί να προκύψουν (π.χ. από βυθοκόρηση, γεώτρηση, έμπηξη πασσάλων, γεωφυσικές ακουστικές έρευνες, ανατινάξεις) και εξηγείται ο τρόπος διενέργειας εκτίμησης κινδύνου, με τη βοήθεια παραδειγμάτων. Στη συνέχεια περιγράφονται οι ρυθμιστικές απαντήσεις που πρέπει να δίνονται (π.χ. μη συγκατάθεση, συγκατάθεση υπό όρους...).
2.3.2.β)
Περίοδος αναπαραγωγής, περίοδος κατά την οποία τα νεογνά εξαρτώνται από τη μητέρα, χειμερία νάρκη και μετανάστευση
Η περίοδος αναπαραγωγής, η περίοδος κατά την οποία τα νεογνά εξαρτώνται από τη μητέρα, η χειμερία νάρκη και η μετανάστευση θεωρούνται ιδιαίτερα ευαίσθητες περίοδοι σε σχέση με την παρενόχληση. Οι περίοδοι αυτές μπορούν να οριστούν μόνο με βάση μια προσέγγιση ανά είδος, λόγω οικολογικών, βιολογικών και συμπεριφορικών διαφορών μεταξύ των ειδών.
(2-42)
Η περίοδος αναπαραγωγής, η περίοδος κατά την οποία τα νεογνά εξαρτώνται από τη μητέρα (περίοδος ανατροφής), η χειμερία νάρκη και η μετανάστευση θεωρούνται ιδιαίτερα ευαίσθητες περίοδοι για ένα είδος σε σχέση με την παρενόχλησή του. Ωστόσο, δεν υπάρχει ορισμός των εννοιών αυτών στην οδηγία για τους οικοτόπους. Δεδομένου ότι το παράρτημα IV στοιχείο α) της οδηγίας περιλαμβάνει ένα πολύ ευρύ φάσμα ειδών, τα οποία είναι πολύ διαφορετικά από οικολογική, βιολογική και συμπεριφορική άποψη, είναι αναγκαίο να χρησιμοποιηθεί, και πάλι, μια προσέγγιση «ανά είδος» για τον καθορισμό της περιόδου αναπαραγωγής, της περιόδου ανατροφής, της χειμερίας νάρκης και της μετανάστευσης (όπου ισχύουν οι περίοδοι αυτές).
(2-43)
Για τους σκοπούς του άρθρου 12, θα πρέπει να ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
– Περίοδος αναπαραγωγής και περίοδος ανατροφής: Η περίοδος αυτή μπορεί να περιλαμβάνει (κατά περίπτωση) την περίοδο ερωτοτροπίας, ζευγαρώματος, κατασκευής φωλιάς ή επιλογής του τόπου ωοτοκίας ή τοκετού, ή παραγωγής απογόνων όταν η αναπαραγωγή είναι αγενής, ανάπτυξης και εκκόλαψης αυγών, καθώς και ανατροφής των νεογνών.
– Περίοδος χειμερίας νάρκης: Η χειμερία νάρκη είναι μια χρονική περίοδος κατά την οποία ένα ζώο αδρανεί και παραμένει σε κατάσταση ύπνου, λήθαργου ή ανάπαυσης, συνήθως κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Συνήθως, η κατάσταση αυτή συνοδεύεται από μειωμένη θερμοκρασία σώματος και επιβράδυνση του καρδιακού παλμού και της αναπνοής. Η χειμερία νάρκη επιτρέπει σε ένα ζώο να επιβιώσει σε σκληρές συνθήκες χρησιμοποιώντας λιγότερη ενέργεια απ’ ό,τι εάν ήταν δραστήριο (για παράδειγμα, ορισμένες νυχτερίδες, τρωκτικά, αμφίβια ή ερπετά).
– Περίοδος μετανάστευσης: Μετανάστευση είναι η περιοδική μετακίνηση ζώων από μια περιοχή σε άλλη ως φυσικό μέρος του κύκλου ζωής τους, συνήθως λόγω εποχικών αλλαγών ή αλλαγών στη διαθέσιμη τροφή.
2.3.3. Εκ προθέσεως καταστροφή ή συλλογή των αυγών στο φυσικό περιβάλλον
(2-44)
Σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο γ), απαγορεύεται η εκ προθέσεως καταστροφή ή συλλογή των αυγών στο φυσικό περιβάλλον.
2.3.4. Βλάβη ή καταστροφή των τόπων αναπαραγωγής ή των τόπων ανάπαυσης
(2-45)
Το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ) είναι αυτοτελής διάταξη. Σε αντίθεση με τις λοιπές απαγορεύσεις του άρθρου 12, δεν αφορά άμεσα τα ζώα αλλά αποσκοπεί στην προστασία σημαντικών στοιχείων των οικοτόπων τους, καθώς απαγορεύει τη βλάβη ή την καταστροφή τόπων αναπαραγωγής ή τόπων ανάπαυσης. Επιπλέον, ενώ στα στοιχεία α), β) και γ) του άρθρου 12 παράγραφος 1 χρησιμοποιείται ο όρος «εκ προθέσεως», δεν ισχύει το ίδιο για το στοιχείο δ).
2.3.4.α)
Συνέπειες της μη συμπερίληψης του όρου «εκ προθέσεως» στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ)
Το γεγονός ότι ο όρος «εκ προθέσεως» δεν χρησιμοποιείται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ) υπογραμμίζει τη σημασία της προληπτικής δράσης των κρατών μελών για την αποφυγή κάθε πιθανής βλάβης ή καταστροφής των τόπων αναπαραγωγής ή των τόπων ανάπαυσης που προκαλείται από τον άνθρωπο. Οι περιπτώσεις βλάβης ή καταστροφής που οφείλονται σε φυσικά αίτια (δηλαδή δεν αποτελούν άμεση συνέπεια ανθρώπινων δραστηριοτήτων, π.χ. φυσικές καταστροφές) ή που προκαλούνται από απρόβλεπτα γεγονότα δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ).
(2-46)
Σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχεία α)-γ), απαγορεύονται και πρέπει να αποτρέπονται μόνον οι εκ προθέσεως πράξεις, ενώ, σύμφωνα με το στοιχείο δ), ως αναγκαία προϋπόθεση δεν απαιτείται η εκ προθέσεως πράξη
. Το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ) απαιτεί να απαγορεύονται όλες οι πράξεις που έχουν ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την καταστροφή των τόπων αναπαραγωγής ή των τόπων ανάπαυσης, ανεξάρτητα από το αν είναι εκ προθέσεως ή όχι
.
Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε περαιτέρω ότι «[α]πό το γεγονός ότι η απαγόρευση του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο δ’, της οδηγίας δεν περιορίζεται σε ηθελημένες ενέργειες, αντιθέτως προς τα στοιχεία α’ και γ’ του εν λόγω άρθρου, προκύπτει η επιδίωξη του νομοθέτη να εξασφαλίσει στους τόπους αναπαραγωγής ή αναπαύσεως αυξημένη προστασία από τις ενέργειες που τους προκαλούν βλάβη ή καταστροφή. Δεδομένης της σπουδαιότητας των σκοπών προστασίας της βιοποικιλότητας που επιδιώκει η οδηγία, το να μην περιορίζεται η απαγόρευση του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο δ’, της οδηγίας στις ηθελημένες ενέργειες δεν αποτελεί δυσανάλογο μέτρο»
.
(2-47)
Στο ποινικό δίκαιο γίνεται διάκριση μεταξύ εκούσιων ή εκ προθέσεως πράξεων και ακούσιων πράξεων. Ο όρος «εκ προθέσεως» καλύπτει επίσης καταστάσεις στις οποίες το αποτέλεσμα δεν επιδιώκεται άμεσα, αλλά το πρόσωπο θα έπρεπε να έχει λάβει υπόψη τις συνέπειες που θα μπορούσαν να προκύψουν από την ενέργεια. Τούτο καταδεικνύει σαφώς ότι, με την παράλειψη του όρου «εκ προθέσεως» από το στοιχείο δ), σκοπός ήταν να περιληφθούν στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής και οι μη ηθελημένες πράξεις που οδηγούν σε βλάβη ή καταστροφή. Με τον τρόπο αυτό εισάγεται ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στη διάταξη αυτή: κάθε βλάβη ή καταστροφή των τόπων αναπαραγωγής ή των τόπων ανάπαυσης πρέπει να απαγορεύεται αποτελεσματικά, δηλαδή να αποφεύγεται.
(2-48)
Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι απαιτούνται προδραστικά μέτρα διαχείρισης των οικοτόπων βάσει του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ) της οδηγίας (π.χ. για την ενεργό διαχείριση ενός λειμώνα για πεταλούδες). Ωστόσο, προκειμένου να προστατευτούν οι τόποι αναπαραγωγής ή οι τόποι ανάπαυσης από βλάβη ή καταστροφή, μια απλή απαγόρευση σε ένα νομικό κείμενο δεν αρκεί και πρέπει να υποστηρίζεται από κατάλληλο μηχανισμό επιβολής, συμπεριλαμβανομένων προληπτικών μέτρων. Στο πλαίσιο ενός συστήματος αυστηρής προστασίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέπουν τις απειλές που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν οι τόποι λόγω ανθρώπινων ενεργειών και να λαμβάνουν μέτρα για να διασφαλίσουν ότι όσοι ενδέχεται να διαπράξουν αδίκημα (εκ προθέσεως ή μη) γνωρίζουν την ισχύουσα απαγόρευση και ενεργούν αναλόγως.
(2-49) Στην πρώτη υπόθεση για τη χελώνα Caretta caretta
, το Δικαστήριο έκρινε ότι η παρουσία κατασκευών σε παραλία χρησιμοποιούμενη από το είδος για αναπαραγωγή μπορούσε να οδηγήσει σε βλάβη ή καταστροφή του τόπου αναπαραγωγής κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ) της οδηγίας
. Είναι σημαντικό ότι το Δικαστήριο δεν έθεσε ως προϋπόθεση να είναι αυτές οι κατασκευές «παράνομες». Το βασικό επιχείρημα του Δικαστηρίου στηρίχθηκε στο γεγονός και μόνον ότι είχαν αναγερθεί εκεί κατασκευές οι οποίες μπορούσαν να προκαλέσουν βλάβη και καταστροφή. Ως εκ τούτου, η κατασκευή κτιρίων σε παραλία που έχει χαρακτηριστεί «περιοχή απόλυτης προστασίας», ιδίως όταν επιπλέον έχει «αποτελέσει αντικείμενο ειδικής σημάνσεως» αρκεί για να στοιχειοθετηθεί παράβαση του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ).
(2-50) Το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης στην υπόθεση C-441/17 (σχετικά με την προστασία ορισμένων ειδών σαπροξυλικών κανθάρων του παραρτήματος IV —Buprestis splendens, Cucujus cinnaberinus, Phryganophilus ruficollis και Pytho kolwensis— στο δάσος Białowieża στην Πολωνία)
ότι οι απαγορεύσεις του άρθρου 12 της οδηγίας για τους οικοτόπους εφαρμόζονται ανεξάρτητα από τον αριθμό των ατόμων των ειδών που καλύπτονται από την αυστηρή προστασία. Πιο πρόσφατα, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι «η εφαρμογή του καθεστώτος προστασίας που προβλέπει το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο δ’, της οδηγίας αυτής δεν εξαρτάται από τον αριθμό των ατόμων του συγκεκριμένου είδους»
. Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι ένα είδος μπορεί να έχει ισχυρή παρουσία σε μια δεδομένη τοποθεσία και ότι δεν απειλείται η επιβίωσή του στην περιοχή δεν μειώνει τις υποχρεώσεις αυστηρής προστασίας των ειδών. Τα στοιχεία αυτά θα πρέπει, αντιθέτως, να λαμβάνονται υπόψη στη διαδικασία παρέκκλισης. Το αντίθετο σενάριο ισχύει επίσης, δηλαδή το γεγονός ότι μια περιοχή αποτελεί τόπο αναπαραγωγής ή τόπο ανάπαυσης μόνο για ένα ή λίγα άτομα ενός είδους που περιλαμβάνεται στο παράρτημα IV στοιχείο α) δεν μειώνει την υποχρέωση προστασίας της περιοχής αυτής από ενέργειες που ενδέχεται να οδηγήσουν σε βλάβη ή καταστροφή της.
(2-51)
Από την άλλη πλευρά, θα υπάρξουν περιπτώσεις κατά τις οποίες η βλάβη των φυσικών οικοτόπων λαμβάνει χώρα με φυσικό τρόπο (συμπεριλαμβανομένης της φυσικής διαδοχής μετά την παύση ορισμένων χρήσεων γης όπως η γεωργία) ή προκαλείται από απρόβλεπτα γεγονότα, με αποτέλεσμα ο οικότοπος να μην είναι πλέον κατάλληλος τόπος αναπαραγωγής ή τόπος ανάπαυσης για ορισμένα είδη. Στην περίπτωση αυτή, όταν δεν έχει διαπραχθεί καμία πράξη με σκοπό την πρόκληση βλάβης ή καταστροφής των τόπων αναπαραγωγής ή των τόπων ανάπαυσης, αλλά όταν αυτό οφείλεται σε φυσικά αίτια, το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ) δεν εφαρμόζεται
.
16 — Νομολογία του ΔΕΕ: Μη εξασφάλιση της αυστηρής προστασίας ορισμένων σαπροξυλικών κανθάρων
Ο τόπος Natura 2000 Puszcza Białowieska (δάσος Białowieża PLC 200004) περιλαμβάνει το εθνικό πάρκο Białowieża και δάση διαχείρισης τριών δασικών περιοχών (Białowieża, Browsk και Hajnówka). Είναι ένα από τα καλύτερα διατηρημένα φυσικά φυλλοβόλα και μεικτά δάση στην Ευρώπη και χαρακτηρίζεται από μεγάλες ποσότητες παλαιών δένδρων και μεγάλο όγκο νεκρών ξύλων. Αποτελεί μοναδική εστία βιοποικιλότητας και σημαντική πηγή επιστημονικών γνώσεων, ιδίως για τις οικολογικές διεργασίες.
Λόγω της συνεχιζόμενης εξάπλωσης του βόστρυχου του χαράκτη (που οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην αλλαγή των κλιματικών συνθηκών), ο Πολωνός Υπουργός Περιβάλλοντος ενέκρινε το 2016 τροποποίηση του σχεδίου διαχείρισης δασών του 2012. Αυτό επέτρεψε σχεδόν τον τριπλασιασμό της υλοτόμησης ξυλείας για την περίοδο 2012-2021 μόνο στη δασική έκταση Białowieża, καθώς και την άσκηση ορισμένων δασικών δραστηριοτήτων σε περιοχές όπου δεν επιτρέπονται οικονομικές δραστηριότητες, όπως η εξυγιαντική υλοτομία ή η τεχνητή αναγέννηση. Στη συνέχεια, το 2017, ο γενικός διευθυντής της κρατικής δασικής υπηρεσίας εξέδωσε, για τις τρεις δασικές εκτάσεις Białowieża, Browsk και Hajnówka, απόφαση σχετικά με την υλοτόμηση και την απομάκρυνση δένδρων που έχουν προσβληθεί από τον βόστρυχο τον χαράκτη για λόγους δημόσιας ασφάλειας και για τη μείωση του κινδύνου πυρκαγιάς σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες του δάσους. Έτσι άρχισαν εργασίες για την απομάκρυνση των ξηρών δένδρων και των δένδρων που είχαν αποικιστεί από τον βόστρυχο τον χαράκτη από αυτές τις τρεις δασικές εκτάσεις σε επιφάνεια περίπου 34.000 εκταρίων, ενώ στον τόπο Natura 2000 Puszcza Białowieska η έκταση αυτή υπερέβαινε τα 63.147 εκτάρια.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκρινε ότι οι πολωνικές αρχές δεν είχαν βεβαιωθεί ότι τα συγκεκριμένα μέτρα δασικής διαχείρισης δεν θα επηρέαζαν αρνητικά την ακεραιότητα του τόπου Natura 2000 Puszcza Białowieska. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή άσκησε, τον Ιούλιο του 2017, προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου ζητώντας να αναγνωριστεί ότι η Πολωνία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 3 και του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχεία α) και δ) της οδηγίας για τους οικοτόπους. Στην απόφασή του της 17ης Απριλίου 2018
, το ΔΕΕ έκρινε ότι δεν είχε διενεργηθεί «δέουσα εκτίμηση» και ότι η κυβέρνηση της Πολωνίας παρέβη τις υποχρεώσεις της όσον αφορά την προστασία του δάσους Białowieża. Το Δικαστήριο τόνισε επίσης ότι υπάρχει επιστημονική διαφωνία όσον αφορά τα καταλληλότερα μέτρα για την ανάσχεση της εξάπλωσης του βόστρυχου του χαράκτη. Κατά συνέπεια, οι πολωνικές αρχές δεν θα έπρεπε να είχαν αυξήσει την υλοτομία, δεδομένου ότι δεν υπήρχε επιστημονική βεβαιότητα ότι οι δραστηριότητες ενεργού δασικής διαχείρισης δεν θα είχαν μακροχρόνιες αρνητικές επιπτώσεις στην ακεραιότητα του δάσους Białowieża και στα προστατευόμενα είδη (μεταξύ άλλων στους σαπροξυλικούς κανθάρους).
Το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι οι απαγορεύσεις του άρθρου 12 της οδηγίας για τους οικοτόπους εφαρμόζονται ανεξάρτητα από τον αριθμό των ειδών που καλύπτονται από το καθεστώς αυστηρής προστασίας. Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι ένα είδος μπορεί να έχει ισχυρή παρουσία σε μια δεδομένη τοποθεσία και ότι δεν απειλείται η επιβίωσή του στην περιοχή δεν αίρει τις υποχρεώσεις αυστηρής προστασίας των ειδών. Αυτό θα πρέπει, αντιθέτως, να λαμβάνεται υπόψη στη διαδικασία παρέκκλισης.
17 – Παράδειγμα ορθής πρακτικής: Χάρτης ευαισθησίας σε αιολικά πάρκα για τα πτηνά και τις νυχτερίδες στη Φλάνδρα (Βέλγιο)
Οι χάρτες ευαίσθητων περιοχών με άγρια ζώα αναγνωρίζονται ως αποτελεσματικό εργαλείο για τον προσδιορισμό περιοχών όπου η ανάπτυξη ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενδέχεται να επηρεάσει ευαίσθητες κοινότητες άγριων φυτών και ζώων και, συνεπώς, θα πρέπει να αποφεύγεται. Στο πλαίσιο της διαδικασίας σχεδιασμού, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον έγκαιρο προσδιορισμό περιοχών που περιλαμβάνουν οικολογικές κοινότητες ευαίσθητες στα έργα αιολικής ενέργειας. Οι χάρτες ευαίσθητων περιοχών με άγρια ζώα συνήθως αποτελούν οδηγό για τη λήψη αποφάσεων στρατηγικού σχεδιασμού κατά τη διάρκεια της αρχικής φάσης επιλογής τόπου της διαδικασίας ανάπτυξης και, συνεπώς, προορίζονται να λειτουργούν σε κλίμακα τοπίου, συχνά με περιφερειακή, εθνική ή πολυεθνική κάλυψη.
Στόχος του χάρτη ευαισθησίας σε αιολικά πάρκα για τα πτηνά και τις νυχτερίδες στη Φλάνδρα είναι η υπόδειξη των περιοχών όπου η εγκατάσταση ανεμογεννητριών ενδέχεται να ενέχει κίνδυνο για τα πτηνά ή τις νυχτερίδες. Στόχος του είναι η παροχή πληροφοριών και καθοδήγησης για περισσότερες εκτιμήσεις και διαδικασίες στρατηγικού σχεδιασμού σε επίπεδο τόπου. Πρόκειται για ένα παράδειγμα χάρτη ευαίσθητων περιοχών με πολλαπλά είδη, ο οποίος καταδεικνύει πώς ανόμοιες ομάδες μπορούν να αξιολογηθούν με ένα μόνο εργαλείο.
Χωρίζει την περιοχή σε τέσσερις κατηγορίες υψηλού, μέτριου και πιθανού κινδύνου, καθώς και χαμηλού κινδύνου / απουσίας δεδομένων. Περιλαμβάνει έναν χάρτη τρωτότητας βάσει GIS για τα πτηνά, ο οποίος αποτελείται από χάρτες διαφόρων συνιστωσών, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών για σημαντικές περιοχές πτηνών και μεταναστευτικές διαδρομές. Οι χάρτες ευαίσθητων περιοχών και οι συνοδευτικές κατευθυντήριες γραμμές χρησιμοποιούνται συχνά για τη λήψη αποφάσεων χωροθέτησης στη Φλάνδρα. Οι υπεύθυνοι ανάπτυξης έργων και οι εταιρείες παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών τούς χρησιμοποιούν για τον στρατηγικό σχεδιασμό, καθώς και ως «σημείο εκκίνησης» για πιο λεπτομερείς αξιολογήσεις έργων σε επίπεδο τόπου. Οι τοπικές και περιφερειακές αρχές τούς εφαρμόζουν για τον ίδιο σκοπό, καθώς και για να ελέγχουν εάν οι υπεύθυνοι ανάπτυξης έργων και οι εταιρείες παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών ενήργησαν σωστά.
Ο χάρτης περιλαμβάνει επίσης πληροφορίες για τις νυχτερίδες, αλλά διαφέρει από τους θεματικούς χάρτες για τα πτηνά, καθώς βασίζεται στον προσδιορισμό κατάλληλου οικοτόπου (με τη χρήση αεροφωτογραφιών και καταλόγου εδαφικής κάλυψης), ο οποίος χρησιμοποιήθηκε ως παράγοντας πρόβλεψης της παρουσίας νυχτερίδων. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το επίπεδο των διαθέσιμων δεδομένων για τις νυχτερίδες είναι πολύ χαμηλότερο σε σύγκριση με τα πτηνά. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να επιδεικνύεται μεγαλύτερη προσοχή κατά την ερμηνεία των προβλέψεων ευαισθησίας για τις νυχτερίδες.
Πηγή: Εγχειρίδιο για την ευαισθησία της άγριας πανίδας
https://ec.europa.eu/environment/nature/natura2000/management/docs/wildlife%20manual%20final.pdf
2.3.4.β)
Προσδιορισμός των «τόπων αναπαραγωγής και των τόπων ανάπαυσης»
Οι τόποι αναπαραγωγής και οι τόποι ανάπαυσης πρέπει να προστατεύονται αυστηρά, διότι είναι ζωτικής σημασίας για τον κύκλο ζωής των ζώων και αποτελούν ζωτικά στοιχεία ολόκληρου του οικοτόπου ενός είδους. Ως εκ τούτου, το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ) θα πρέπει να θεωρηθεί ότι αποσκοπεί στη διαφύλαξη της διαρκούς οικολογικής λειτουργικότητας των εν λόγω τόπων, διασφαλίζοντας ότι εξακολουθούν να παρέχουν όλα τα στοιχεία που χρειάζεται το ζώο για ανάπαυση ή επιτυχή αναπαραγωγή. Η προστασία ισχύει καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους εάν οι εν λόγω τόποι χρησιμοποιούνται σε τακτική βάση.
(2-52)
Υπό το πρίσμα των στόχων της οδηγίας, οι τόποι αναπαραγωγής και οι τόποι ανάπαυσης απαιτούν αυστηρή προστασία, διότι είναι ζωτικής σημασίας για τον κύκλο ζωής των ζώων και αποτελούν πολύ σημαντικά στοιχεία ολόκληρου του οικοτόπου ενός είδους
, τα οποία είναι απαραίτητα για τη διασφάλιση της επιβίωσής του. Η προστασία τους συνδέεται άμεσα με την κατάσταση διατήρησης ενός είδους. Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ) θα πρέπει να θεωρηθεί ότι αποσκοπεί στη διασφάλιση της οικολογικής λειτουργικότητας των τόπων αναπαραγωγής και των τόπων ανάπαυσης. Ως εκ τούτου, το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ) ορίζει ότι οι τόποι αυτοί δεν πρέπει να υφίστανται βλάβη ούτε να καταστρέφονται από ανθρώπινες δραστηριότητες, ώστε να μπορούν να συνεχίσουν να παρέχουν όλα τα αναγκαία για την ανάπαυση ή την επιτυχή αναπαραγωγή ενός συγκεκριμένου ζώου.
(2-53) Στην υπόθεση C-383/09, η γενική εισαγγελέας J. Kokott ερμήνευσε τον όρο «τόποι αναπαραγωγής και τόποι ανάπαυσης» υπό την έννοια ότι καλύπτει όχι μόνο τα υπόγεια ενδιαιτήματα, αλλά και τους περιβάλλοντες οικοτόπους. Το Δικαστήριο έκρινε ότι όχι μόνο η άμεση καταστροφή των υπόγειων ενδιαιτημάτων αλλά και οι διαδικασίες πολεοδόμησης και οι αλλαγές στη διάρθρωση των καλλιεργειών σε ευρύτερες περιοχές συνιστούν μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ)
.
(2-54) Επομένως, από το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ) προκύπτει ότι οι εν λόγω τόποι αναπαραγωγής και τόποι ανάπαυσης πρέπει επίσης να προστατεύονται όταν χρησιμοποιούνται μόνο περιστασιακά ή ακόμη και όταν έχουν εγκαταλειφθεί
, αλλά υπάρχει ευλόγως μεγάλη πιθανότητα τα οικεία είδη να επιστρέψουν σε αυτούς τους τόπους. Εάν, για παράδειγμα, ένα συγκεκριμένο σπήλαιο χρησιμοποιείται κάθε χρόνο από ορισμένες νυχτερίδες για χειμερία νάρκη (επειδή το είδος έχει τη συνήθεια να επιστρέφει στον ίδιο τόπο χειμερινού κουρνιάσματος κάθε χρόνο), η λειτουργία αυτού του σπηλαίου ως τόπου χειμερίας νάρκης θα πρέπει να προστατεύεται το καλοκαίρι, ώστε οι νυχτερίδες να μπορούν να τον ξαναχρησιμοποιήσουν τον χειμώνα.
(2-55)
Ο προσδιορισμός των γενικών κριτηρίων για τους τόπους αναπαραγωγής και τους τόπους ανάπαυσης είναι δύσκολος, διότι το παράρτημα IV στοιχείο α) περιλαμβάνει είδη από πολλές ταξινομικές βαθμίδες με πολλές διαφορετικές στρατηγικές κύκλου ζωής. Δεν είναι δυνατόν να δοθεί ένας άκαμπτος ορισμός των «τόπων αναπαραγωγής» και «τόπων ανάπαυσης» που θα ισχύει για όλες τις ταξινομικές βαθμίδες. Επομένως, οποιαδήποτε ερμηνεία των όρων «τόποι αναπαραγωγής» και «τόποι ανάπαυσης» πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ποικιλία αυτή και να αντικατοπτρίζει τις διαφορετικές συνθήκες που επικρατούν. Οι ακόλουθοι γενικοί ορισμοί αποσκοπούν στην παροχή ορισμένων κατευθύνσεων ως προς το θέμα αυτό και βασίζονται στην υπόθεση ότι οι επίμαχοι τόποι μπορούν να ταυτοποιηθούν και να οριοθετηθούν ευλόγως. Προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως κατάλογος ελέγχου των στοιχείων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, δεδομένου ότι δεν θα ισχύουν όλα αυτά τα στοιχεία για όλα τα είδη. Εν προκειμένω εντοπίζονται επίσης κενά γνώσεων για τα είδη. Οι δύο ορισμοί που ακολουθούν αναλύονται σε χωριστά τμήματα, αν και στην πράξη συχνά αλληλοσυνδέονται και αλληλεπικαλύπτονται και, ως εκ τούτου, θα μπορούσαν να εξεταστούν από κοινού.
(2-56)
Για τους σκοπούς του άρθρου 12, θα πρέπει να ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί.
·Τόποι αναπαραγωγής
Ως αναπαραγωγή ορίζεται στο παρόν έγγραφο το ζευγάρωμα, η γέννηση (συμπεριλαμβανομένης της ωοτοκίας) ή η παραγωγή απογόνων όταν η αναπαραγωγή είναι αγενής. Ως τόπος αναπαραγωγής ορίζονται στο παρόν έγγραφο οι εκτάσεις που απαιτούνται για το ζευγάρωμα και τη γέννηση, και καλύπτεται επίσης η γειτνίαση με τον τόπο φωλεοποίησης ή τοκετού, όταν οι απόγονοι εξαρτώνται από τέτοιους τόπους. Για ορισμένα είδη, ένας τόπος αναπαραγωγής περιλαμβάνει επίσης τις σχετικές δομές που απαιτούνται για τον εδαφικό ορισμό και την άμυνα. Για τα είδη που αναπαράγονται αγενώς, ως τόπος αναπαραγωγής ορίζεται η έκταση που απαιτείται για την παραγωγή των απογόνων. Οι τόποι αναπαραγωγής που χρησιμοποιούνται τακτικά, είτε εντός είτε μεταξύ των ετών, πρέπει να προστατεύονται ακόμη και όταν δεν κατοικούν σε αυτούς τα είδη.
Ως εκ τούτου, ο τόπος αναπαραγωγής μπορεί να περιλαμβάνει εκτάσεις που απαιτούνται για:
1.ερωτοτροπία·
2.ζευγάρωμα·
3.κατασκευή φωλιάς ή επιλογή τόπου ωοτοκίας ή τοκετού·
4.τοκετό ή ωοτοκία ή παραγωγή απογόνων, όταν η αναπαραγωγή είναι αγενής·
5.ανάπτυξη και εκκόλαψη αυγών·
6.φωλιές ή τόπους τοκετού όταν καταλαμβάνονται από νεαρά εξαρτώμενα άτομα στον συγκεκριμένο τόπο· και
7.ευρύτερους οικοτόπους που βοηθούν στην επιτυχία της αναπαραγωγής, συμπεριλαμβανομένων των τόπων σίτισης.
·Τόποι ανάπαυσης
Ως τόποι ανάπαυσης ορίζονται στο παρόν έγγραφο οι εκτάσεις που είναι απαραίτητες για την υποστήριξη ενός ζώου ή μιας ομάδας ζώων όταν δεν είναι δραστήρια. Για τα είδη που διέρχονται από στάδιο μη μετακίνησης, ως τόπος ανάπαυσης ορίζεται ο τόπος προσκόλλησης. Οι τόποι ανάπαυσης περιλαμβάνουν δομές που δημιουργούν τα ζώα ώστε να λειτουργούν ως σημεία ανάπαυσης, όπως κούρνιες, λαγούμια ή κρυψώνες. Οι τόποι ανάπαυσης που χρησιμοποιούνται τακτικά, είτε εντός ενός έτους είτε επί πολλών ετών, πρέπει να προστατεύονται ακόμη και όταν είναι κενοί.
Οι τόποι ανάπαυσης που είναι απαραίτητοι για την επιβίωση μπορεί να περιλαμβάνουν μία ή περισσότερες δομές και χαρακτηριστικά οικοτόπων που απαιτούνται για:
1.θερμορυθμιστική συμπεριφορά, π.χ. σαύρα Lacerta agilis·
2.ανάπαυση, ύπνο ή ανάρρωση, π.χ. κούρνιες της νυχτερίδας Nyctalus leisleri·
3.κάλυψη, προστασία ή καταφύγιο, π.χ. λαγούμια της αράχνης Macrothele calpeiana· και
4.χειμερία νάρκη, π.χ. χώροι χειμερίας νάρκης νυχτερίδων, και κρυψώνες του ποντικού Muscardinus avellanarius.
(2-57)
Η ορθή εφαρμογή του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ) προϋποθέτει καλή γνώση της οικολογίας (βιολογία, οικότοποι, μέγεθος πληθυσμού, κατανομή και δυναμική) και της συμπεριφοράς των ειδών (κύκλος ζωής, οργάνωση, αλληλεπίδραση εντός και μεταξύ των ειδών).
Παραδείγματα τόπων αναπαραγωγής και τόπων ανάπαυσης
|
Τόπος αναπαραγωγής
|
Τόπος ανάπαυσης
|
Triturus cristatus
(χτενοτρίτωνας)
|
Η λίμνη που χρησιμοποιείται για το ζευγάρωμα έχει επιμέρους εδάφη αρσενικών εντός των οποίων πραγματοποιούνται η ερωτοτροπία και το ζευγάρωμα. Τα αυγά αφήνονται σε επιφανειακά φυτά και ωριμάζουν σε διάστημα 12-18 ημερών. Οι νεαρές προνύμφες ξεπροβάλλουν και κολυμπούν ελεύθερα.
Ως εκ τούτου, η λίμνη είναι ο τόπος αναπαραγωγής.
|
Κατά τη χερσαία φάση της ζωής του, ο T. cristatus χρησιμοποιεί καταφύγια όπως πέτρες, κούρνιες δένδρων και κορμούς για να κρύβεται κατά τη διάρκεια της ημέρας. Παρόμοια καταφύγια χρησιμοποιούνται για περιόδους χειμερίας νάρκης (σε ψυχρές περιοχές) ή θερινής νάρκης (σε θερμές περιοχές). Κατά την υδάτινη φάση της ζωής τους, ενήλικα άτομα και προνύμφες χρησιμοποιούν υποβρύχια και επιφανειακή βλάστηση ως καταφύγιο.
Ο T. cristatus εξαπλώνεται σε παρακείμενες λίμνες. Υγιείς πληθυσμοί του T. cristatus χρησιμοποιούν μια σειρά λιμνών και μετακινούνται μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να εξαπλώνονται σε έναν κατάλληλο διασυνδεδεμένο χερσαίο οικότοπο. Τα άτομα μπορούν να μετακινηθούν περίπου 1 km από τη λίμνη όπου γεννήθηκαν.
Ως εκ τούτου, οι τόποι ανάπαυσης του T. cristatus είναι οι λίμνες όπου κατοικεί και ο παρακείμενος χερσαίος οικότοπος που τον στηρίζει κατά τη χερσαία φάση του κύκλου ζωής του.
|
Nyctalus
Leisleri
(μικρονυκτοβάτης)
|
Τα αρσενικά ζουν χωριστά από τα θηλυκά κατά την περίοδο αναπαραγωγής. Τα αρσενικά δημιουργούν περιοχές ζευγαρώματος σε τρύπες δέντρων το φθινόπωρο. Το ζευγάρωμα πραγματοποιείται στα τέλη του φθινοπώρου και τα θηλυκά καθυστερούν τη γονιμοποίηση μέχρι την άνοιξη. Τα νεογνά γεννιούνται σε κούρνια τοκετού και εξαρτώνται από τη μητέρα τους μέχρι τον απογαλακτισμό τους το καλοκαίρι.
Ως εκ τούτου, τα εδάφη αναπαραγωγής και οι κούρνιες τοκετού είναι τόποι αναπαραγωγής. Αυτή η αυστηρή εφαρμογή του ορισμού παραλείπει τις κούρνιες χειμερίας νάρκης, οι οποίες καλύπτονται από τους «τόπους ανάπαυσης» του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ).
|
Για χειμερία νάρκη
Ο N. leisleri είναι κυρίως δενδρόβιο είδος που πέφτει σε χειμερία νάρκη τον χειμώνα. Τον χειμώνα, κουρνιάζει σε τρύπες δέντρων, κτίρια και, περιστασιακά, σε σπήλαια και σήραγγες που παρέχουν κατάλληλο μικροκλίμα. Χρησιμοποιεί επίσης τεχνητά κουτιά κουρνιάσματος. Κούρνιες σε δένδρα έχουν βρεθεί σε πάρκα και αστικές περιοχές, καθώς και σε φυλλοβόλα και κωνοφόρα δάση. Αυτές οι κούρνιες πρέπει να βρίσκονται σε θέση όπου δεν υπάρχουν οχλήσεις, καθώς οι νυχτερίδες που ξυπνούν από τον λήθαργό τους καταναλώνουν πολύτιμα αποθέματα ενέργειας που δεν μπορούν να αντικατασταθούν τον χειμώνα.
Οι ημερήσιες κούρνιες κατά τη διάρκεια της περιόδου δραστηριότητάς τους (την άνοιξη) είναι επίσης απαραίτητες για όλα τα είδη νυχτερίδων. Απαιτείται μια τοποθεσία χωρίς οχλήσεις από την ανατολή έως τη δύση του ηλίου, και πάλι σε ρωγμές και σχισμές παλαιών δένδρων και κτιρίων. Ανάλογα με την τοποθεσία της, μια αποικία μπορεί να χρησιμοποιεί περισσότερες θερινές κούρνιες εναλλάξ, η μεγαλύτερη από τις οποίες μπορεί να χρησιμοποιείται ως κούρνια τοκετού, ενώ τα αρσενικά ζουν μόνα τους ή σε μικρές ομάδες.
Κατά τη μετανάστευση
Ο N. leisleri είναι γνωστό ότι μεταναστεύει σε ορισμένα μέρη της περιοχής κατανομής του στην Ευρώπη: άτομα στα οποία τοποθετήθηκε δακτύλιος στη Γερμανία εντοπίστηκαν τον χειμώνα στη Γαλλία και την Ελβετία (εθνική έκθεση 2003
). Τα ακριβή μεταναστευτικά πρότυπα δεν είναι γνωστά. Ωστόσο, άλλοι πληθυσμοί φαίνεται να είναι πιο καθιστικοί, καθώς τόσο οι κούρνιες τοκετού όσο και οι κούρνιες χειμερίας νάρκης βρίσκονται στην ίδια τοποθεσία. Οι κούρνιες που χρησιμοποιεί ο Ν. leisleri για ανάπαυση κατά τη διάρκεια της ημέρας καθώς και για χειμερία νάρκη αποτελούν τόπους ανάπαυσης.
|
|
Τόπος αναπαραγωγής
|
Τόπος ανάπαυσης
|
Maculinea arion
(μεγάλη μπλε πεταλούδα)
|
Η M. arion χρειάζεται έναν τόπο όπου υπάρχει το εδώδιμο φυτό για προνύμφες (είδη Thymus) και ο ξενιστής και πηγή τροφής για προνύμφες (φωλιές μυρμηγκιών Myrmica) προκειμένου να ολοκληρωθεί η ανάπτυξή της. Τα αυγά τοποθετούνται στο μπουμπούκι ενός άνθους Thymus όπου τρέφονται και αναπτύσσονται. Σε κάποιο στάδιο, η προνύμφη πέφτει από το φυτό και προσελκύει ένα μυρμήγκι που θα τη σηκώσει και θα τη μεταφέρει στη φωλιά των μυρμηγκιών. Η προνύμφη συνεχίζει την ανάπτυξή της εντός της φωλιάς, τρεφόμενη με προνύμφες μυρμηγκιών. Η νυμφοποίηση συντελείται μέσα στη φωλιά και τα ενήλικα άτομα ξεπροβάλλουν στις αρχές του καλοκαιριού.
Ο τόπος αναπαραγωγής της M. arion είναι ένας τόπος με φυτά ειδών Thymus κοντά στον τόπο εμφάνισης των ενήλικων ατόμων και τη φωλιά μυρμηγκιών Myrmica όπου αναπτύσσονται οι προνύμφες και οι νύμφες.
|
Το είδος αυτό δεν έχει σαφώς καθορισμένους τόπους ανάπαυσης εκτός από εκείνους που απαιτούνται για την ανάπτυξη των προνυμφών και τη νυμφοποίηση. Αυτά τα στάδια της ζωής καλύπτονται από τον ορισμό του τόπου αναπαραγωγής στα αριστερά.
|
Osmoderma eremita
(κάνθαρος ερημίτης)
|
Ο τόπος ανάπαυσης και ο τόπος αναπαραγωγής είναι στην πραγματικότητα συνώνυμοι για το O. eremita.
Αυτό το σαπροξυλικό είδος ζει για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του εντός κοιλοτήτων ώριμων φυλλοβόλων δένδρων, συνήθως των ειδών Quercus. Μεγάλο ποσοστό ατόμων δεν εγκαταλείπουν το δένδρο όπου γεννιούνται. Το ζευγάρωμα πραγματοποιείται στο εσωτερικό του υποστρώματος και τα αυγά εναποτίθενται βαθιά μέσα στο υπόστρωμα. Η ανάπτυξη από αυγό σε κάνθαρο διαρκεί αρκετά χρόνια. Οι νύμφες αναπτύσσονται το φθινόπωρο· τα ενήλικα άτομα ξεπροβάλλουν στα τέλη της άνοιξης ή στις αρχές του καλοκαιριού.
Διάφορα ώριμα φυλλοβόλα δένδρα με αρκετές κοιλότητες, συνήθως των ειδών Quercus, με σήψη στον κορμό, που χρησιμοποιούνται από το είδος είναι ο τόπος ανάπαυσης του O. eremita.
|
(2-58)
Το παράδειγμα του είδους Triturus cristatus (βλέπε πλαίσιο ανωτέρω) δείχνει ότι για ορισμένα είδη με μικρές περιοχές φυσικής κατανομής, οι τόποι αναπαραγωγής και οι τόποι ανάπαυσης μπορεί να αλληλεπικαλύπτονται. Στις περιπτώσεις αυτές, είναι σημαντικό να προστατευτεί μια λειτουργικά βιώσιμη και συνεκτική περιοχή για το εκάστοτε είδος, η οποία περιλαμβάνει τόσο τους τόπους ανάπαυσης και αναπαραγωγής του όσο και άλλες περιοχές που θεωρούνται απαραίτητες για τη διατήρηση της οικολογικής λειτουργικότητας του τόπου αναπαραγωγής και/ή ανάπαυσης. Ο ορισμός του «τοπικού» πληθυσμού ενός τέτοιου είδους θα μπορούσε να είναι χρήσιμος για τον καθορισμό μιας τέτοιας περιοχής.
(2-59)
Είναι επίσης αναγκαίο να εξεταστεί ο τρόπος χειρισμού ειδών με ευρεία περιοχή κατανομής στο πλαίσιο του άρθρου 12. Το ιδιαίτερο πρόβλημα που θέτουν τα είδη με ευρεία περιοχή κατανομής αναγνωρίζεται ήδη στο άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας. Εν προκειμένω, μπορεί να είναι σκόπιμο να περιοριστεί ο ορισμός του τόπου αναπαραγωγής και ανάπαυσης σε μια τοποθεσία η οποία μπορεί να οριοθετηθεί σαφώς: π.χ. οι κούρνιες για τις νυχτερίδες, οι φωλιές χειμερίας νάρκης για τις αρκούδες ή η φωλιά μιας ενυδρίδας, ή άλλες περιοχές που μπορούν να αναγνωριστούν σαφώς ως σημαντικές για σκοπούς αναπαραγωγής ή ανάπαυσης.
(2-60)
Στην υπόθεση Caretta caretta το Δικαστήριο δεν έδωσε κανέναν ορισμό των τόπων αναπαραγωγής και των τόπων ανάπαυσης των ειδών και ακολούθησε μια προσέγγιση κατά περίπτωση / ανά είδος. Στην εν λόγω υπόθεση, το Δικαστήριο υπογράμμισε τη σημασία του κόλπου του Λαγανά ως «σημαντική περιοχή για την αναπαραγωγή του προστατευομένου είδους Caretta caretta»
. Η περιοχή αυτή διέθετε τους φυσικούς και βιολογικούς παράγοντες που είναι απαραίτητοι για την αναπαραγωγή του είδους (θαλάσσια περιοχή και παραλίες φωλεοποίησης). Είναι δύσκολο να καθοριστεί ένας γενικός ορισμός των «τόπων αναπαραγωγής» και των «τόπων ανάπαυσης» λόγω του ευρέος φάσματος διαφορών στα οικολογικά χαρακτηριστικά των ειδών. Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι επικαιροποιημένες γνώσεις σχετικά με την οικολογία και τη συμπεριφορά των ειδών.
2.3.4.γ) Έννοια της «βλάβης»
Η βλάβη μπορεί να οριστεί ως φυσική βλάβη που επηρεάζει έναν τόπο αναπαραγωγής ή έναν τόπο ανάπαυσης. Σε αντίθεση με την καταστροφή, η βλάβη αυτή μπορεί επίσης να επέλθει αργά και σταδιακά και, ως εκ τούτου, να μειώσει τη λειτουργικότητα του τόπου. Το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ) εφαρμόζεται εάν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί σαφής σχέση αιτίου-αιτιατού μεταξύ μίας ή περισσότερων ανθρωπογενών δραστηριοτήτων και της βλάβης ενός τόπου αναπαραγωγής ή ενός τόπου ανάπαυσης.
(2-61)
Ούτε το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ) ούτε το άρθρο 1 της οδηγίας για τους οικοτόπους περιέχουν ορισμό της έννοιας της «βλάβης», παρότι ο όρος αυτός απαντά και σε άλλες διατάξεις της οδηγίας (π.χ. άρθρο 6 παράγραφος 2).
(2-62)
Γενικά, η βλάβη μπορεί να οριστεί ως η φυσική υποβάθμιση ενός οικοτόπου (στην προκειμένη περίπτωση, ενός τόπου αναπαραγωγής ή ενός τόπου ανάπαυσης). Σε αντίθεση με την καταστροφή, η βλάβη μπορεί να επέλθει αργά και σταδιακά και να μειώσει τη λειτουργικότητα του τόπου. Ως εκ τούτου, η βλάβη μπορεί να μην οδηγήσει αμέσως σε απώλεια της λειτουργικότητας ενός τόπου. Ωστόσο, θα επηρέαζε αρνητικά τη λειτουργικότητα όσον αφορά την ποιότητα ή την ποσότητα των υφιστάμενων οικολογικών στοιχείων και θα μπορούσε, συν τω χρόνω, να οδηγήσει σε πλήρη απώλειά της. Λόγω της μεγάλης ποικιλίας ειδών που παρατίθενται στο παράρτημα IV στοιχείο α), η εκτίμηση της βλάβης ενός συγκεκριμένου τόπου αναπαραγωγής ή τόπου ανάπαυσης πρέπει να διενεργείται κατά περίπτωση.
(2-63)
Κατά την προσπάθεια εντοπισμού και αποφυγής των αιτίων που οδηγούν σε βλάβη ή ακόμη και σε απώλεια της λειτουργίας αναπαραγωγής ή ανάπαυσης, είναι σημαντικό να θεμελιώνεται σαφής σχέση αιτίου-αιτιατού μεταξύ μίας ή περισσότερων ανθρωπογενών δραστηριοτήτων και της φθοράς ή καταστροφής ενός τόπου αναπαραγωγής ή ενός τόπου ανάπαυσης. Είναι προφανές ότι τα αίτια της βλάβης μπορούν να εντοπιστούν εντός ή εκτός του εξεταζόμενου τόπου αναπαραγωγής ή ανάπαυσης, ενδεχομένως ακόμη και σε κάποια απόσταση από αυτόν. Στη συνέχεια, αυτά τα αίτια και οι δραστηριότητες πρέπει να ελέγχονται κατά τρόπο ώστε να αποφεύγονται η βλάβη και η καταστροφή. Μόνο μια σαφής εικόνα των αιτίων επιτρέπει στις αρχές να ενεργήσουν αναλόγως και να αποφύγουν την περαιτέρω ή μελλοντική βλάβη ή καταστροφή.
(2-64) Ως εκ τούτου, η ανοχή δραστηριοτήτων που προκαλούν βλάβη ή καταστρέφουν, άμεσα ή έμμεσα, τον οικότοπο των προστατευόμενων ειδών μπορεί να συνιστά παράβαση του άρθρου 12 παράγραφος 1, όπως αναγνωρίστηκε από το Δικαστήριο στην υπόθεση C-340/10. Στην εν λόγω υπόθεση, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υπεράντληση υδάτων και άλλες επιβλαβείς δραστηριότητες πλησίον της λίμνης Παραλιμνίου μπορούσαν να έχουν σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στον οικότοπο του νερόφιδου της Κύπρου και στη διατήρηση του είδους αυτού, ιδίως κατά τα έτη ξηρασίας. Η Κυπριακή Δημοκρατία, ανεχόμενη αυτό το είδος δραστηριοτήτων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 12 παράγραφος 1.
(2-65)
Προκειμένου να καθοριστούν τα όρια του τι μπορεί να θεωρηθεί «βλάβη», είναι απαραίτητη η ανάλυση του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ) στο σύνολό του. Σκοπός του άρθρου 12 είναι η θέσπιση ενός συστήματος αυστηρής προστασίας για τα είδη του παραρτήματος IV στοιχείο α). Η ρητή προστασία των τόπων αναπαραγωγής και των τόπων ανάπαυσης επιπλέον της προστασίας των ίδιων των ειδών, χωρίς τον χαρακτηρισμό «εκ προθέσεως», καταδεικνύει τη σημασία που αποδίδει η οδηγία στους τόπους αυτούς. Η ειδική αυτή προστασία από τη βλάβη ή καταστροφή των τόπων αναπαραγωγής και των τόπων ανάπαυσης συνδέεται προφανώς με την ουσιώδη λειτουργία των τόπων αυτών, οι οποίοι πρέπει να συνεχίσουν να παρέχουν όλα τα στοιχεία που χρειάζεται ένα συγκεκριμένο ζώο (ή ομάδα ζώων) για την αναπαραγωγή ή την ανάπαυσή του.
(2-66)
Παραδείγματα δραστηριοτήτων που ενδέχεται να οδηγήσουν σε βλάβη σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ):
-Πλήρωση τμημάτων των τόπων ωοτοκίας του χτενοτρίτωνα (Triturus cristatus) ή άλλων αυστηρά προστατευόμενων αμφιβίων, με αποτέλεσμα τη (συνολική) μείωση της λειτουργίας τους ως τόπου αναπαραγωγής.
-Υποβάθμιση της λειτουργίας τμημάτων ενός λαγουμιού κρικητού ως τόπου αναπαραγωγής και τόπου ανάπαυσης λόγω βαθιάς άροσης.
-Τεχνικά έργα κατά μήκος τμήματος ποταμού που αποτελεί τόπο ανάπαυσης και αναπαραγωγής για τον οξύρρυγχο των ευρωπαϊκών θαλασσών (Acipenser sturio) ή άλλα αυστηρά προστατευόμενα είδη ιχθύων.
-Αποστράγγιση γαιών ή άλλες δραστηριότητες που προκαλούν αλλαγές στην υδρολογία, οι οποίες θέτουν σε σοβαρό κίνδυνο τα οικολογικά χαρακτηριστικά του οικοτόπου και επηρεάζουν τον πληθυσμό του Natrix natrix cypriaca (νερόφιδο της Κύπρου, βλ. ενότητα 2.33).
-Υλοτόμηση/απομάκρυνση νεκρών δένδρων ή δένδρων που πεθαίνουν τα οποία αποτελούν σημαντικούς οικοτόπους για ορισμένα αυστηρά προστατευόμενα είδη σαπροξυλικού κανθάρου του παραρτήματος IV
(Buprestis splendens, Cucujus cinnaberinus, Phryganophilus ruficollis και Pytho kolwensis).
-Κατασκευή κατοικιών, θερέτρων, οδών και άλλων υποδομών, καθώς και φωτορύπανση ή αλιευτικές δραστηριότητες, εντός ή πλησίον των τόπων αναπαραγωγής της θαλάσσιας χελώνας Caretta caretta
.
18 - Παράδειγμα ορθής πρακτικής: Στρατηγικό πρόγραμμα για τον οξύρρυγχο στον Δούναβη
Ο οξύρρυγχος αποτελεί σημαντικό στοιχείο της φυσικής κληρονομιάς της λεκάνης απορροής του Δούναβη και του Εύξεινου Πόντου. Ο οξύρρυγχος είναι εξαιρετικός δείκτης της καλής ποιότητας των υδάτων και των οικοτόπων. Σήμερα, τέσσερα από τα έξι είδη είναι κρισίμως απειλούμενα, ένα είναι ευάλωτο και ένα έχει εκλείψει. Τα εν λόγω είδη προστατεύονται πλέον βάσει της οδηγίας της ΕΕ για τους οικοτόπους.
Τον Ιούνιο του 2011, η στρατηγική της ΕΕ για την περιοχή του Δούναβη έθεσε ως στόχο της (στόχος PA6) την «εξασφάλιση της βιωσιμότητας των πληθυσμών του οξύρρυγχου του Δούναβη και άλλων αυτόχθονων ειδών έως το 2020». Ένα έτος αργότερα, τον Ιανουάριο του 2012, δημιουργήθηκε ομάδα εργασίας για τον οξύρρυγχο του Δούναβη προκειμένου να προσδιορίσει τον τρόπο συνεργασίας για την επίτευξη του εν λόγω στόχου. Στην ομάδα συμμετείχαν εμπειρογνώμονες για τον οξύρρυγχο, εκπρόσωποι ΜΚΟ και εκπρόσωποι της Διεθνούς Επιτροπής για την Προστασία του Δούναβη, της πρωτοβουλίας της στρατηγικής για τον Δούναβη και των εθνικών κυβερνήσεων.
Μία από τις πρώτες ενέργειες της ομάδας εργασίας ήταν να καταρτίσει ένα πρόγραμμα «Οξύρρυγχος 2020», ως πλαίσιο για συντονισμένη δράση. Η υλοποίηση του προγράμματος απαιτούσε δέσμευση και σύνθετη συνεργασία μεταξύ κυβερνήσεων, φορέων λήψης αποφάσεων, τοπικών κοινοτήτων, ενδιαφερόμενων μερών, επιστημόνων και ΜΚΟ.
Ένα προφανές μέσο για την προώθηση των μέτρων που προτείνονται στο πρόγραμμα «Οξύρρυγχος 2020» είναι το σχέδιο διαχείρισης της λεκάνης απορροής του Δούναβη (DRBMP) και το σχετικό κοινό πρόγραμμα μέτρων. Ένα από τα οράματα και τους στόχους διαχείρισης που καθορίζονται στο 2ο προκαταρκτικό σχέδιο DRBMP, το οποίο επικαιροποιήθηκε το 2015, είναι «οι ανθρωπογενείς τεχνητοί φραγμοί και τα ελλείμματα των οικοτόπων να σταματήσουν πλέον να αποτελούν εμπόδιο για τη μετανάστευση και την ωοτοκία των ιχθύων, και να μπορούν τα είδη οξύρρυγχου και άλλα καθοριζόμενα μεταναστευτικά είδη να αποκτούν πρόσβαση στον ποταμό Δούναβη και τους σχετικούς παραποτάμους. Τα είδη οξύρρυγχου και άλλα καθοριζόμενα μεταναστευτικά είδη αντιπροσωπεύονται με τους αυτοσυντηρούμενους πληθυσμούς στη λεκάνη απορροής του Δούναβη (DRBD) με βάση την ιστορική κατανομή τους».
Στη συνέχεια παρατίθενται ορισμένα προσδιορισθέντα μέτρα προς εφαρμογή με σκοπό την επίτευξη του εν λόγω στόχου διαχείρισης:
·Προσδιορισμός του αριθμού και της τοποθεσίας των μέσων υποβοήθησης της μετανάστευσης ιχθύων και άλλα μέτρα για την επίτευξη/βελτίωση της συνέχειας του ποταμού, τα οποία θα εφαρμοστούν από την κάθε χώρα μέχρι το 2021.
·Προσδιορισμός της τοποθεσίας και της έκτασης των μέτρων για τη βελτίωση της μορφολογίας του ποταμού μέσω αποκατάστασης, διατήρησης και βελτιώσεων, που θα εφαρμοστούν από την κάθε χώρα μέχρι το 2021.
·Αποφυγή νέων τεχνητών φραγμών για τη μετανάστευση των ιχθύων που επιβάλλονται από νέα έργα υποδομών· για τους αναπόφευκτους νέους τεχνητούς φραγμούς πρέπει να προβλέπονται τα απαραίτητα μέτρα μετριασμού, όπως μέσα υποβοήθησης της μετανάστευσης των ιχθύων ή άλλα κατάλληλα μέτρα που ήδη περιλαμβάνονται στον σχεδιασμό του έργου.
·Κάλυψη των κενών στις γνώσεις που σχετίζονται με τη δυνατότητα του οξύρρυγχου και άλλων καθοριζόμενων μεταναστευτικών ειδών να μεταναστεύουν ανάντη ή κατάντη μέσω των φραγμάτων Iron Gate I & II, συμπεριλαμβανομένης της διενέργειας ερευνών σχετικά με οικοτόπους.
·Σε περίπτωση που τα αποτελέσματα των εν λόγω ερευνών είναι θετικά, θα πρέπει να εφαρμοστούν τα κατάλληλα μέτρα και να εκπονηθεί μελέτη σκοπιμότητας για το φράγμα Gabčíkovo και το άνω τμήμα του Δούναβη.
Σύμφωνα με το DRBMP, μέχρι το 2021 στη λεκάνη απορροής θα κατασκευαστούν 140 μέσα υποβοήθησης της μετανάστευσης ιχθύων (120 έχουν ήδη κατασκευαστεί από την κατάρτιση του πρώτου DRBMP). Τα εν λόγω μέσα αναμένεται να διασφαλίζουν τη δυνατότητα μετανάστευσης όλων των ειδών ιχθύων, συμπεριλαμβανομένου του οξύρρυγχου, και ηλικιακών κατηγοριών με χρήση των καλύτερων διαθέσιμων τεχνικών. Μετά το 2021 έχει σχεδιαστεί η εφαρμογή περίπου 330 επιπλέον μέτρων για την αποκατάσταση της συνέχειας του ποταμού στα σημεία όπου υπάρχουν τεχνητοί φραγμοί (άρθρο 4 παράγραφος 4 της οδηγίας πλαίσιο για τα ύδατα). http://www.dstf.eu
2.3.4.δ) Μέτρα για τη διασφάλιση της διαρκούς οικολογικής λειτουργικότητας των τόπων αναπαραγωγής ή των τόπων ανάπαυσης
Τα μέτρα που διασφαλίζουν τη διαρκή οικολογική λειτουργικότητα ενός τόπου αναπαραγωγής ή ενός τόπου ανάπαυσης στην περίπτωση έργων και δραστηριοτήτων με πιθανές επιπτώσεις στους εν λόγω τόπους πρέπει να έχουν τον χαρακτήρα μέτρων μετριασμού (δηλαδή μέτρα που ελαχιστοποιούν ή ακόμη και εξαλείφουν τις αρνητικές επιπτώσεις). Μπορούν επίσης να περιλαμβάνουν μέτρα που βελτιώνουν ή διαχειρίζονται ενεργά έναν ορισμένο τόπο αναπαραγωγής ή τόπο ανάπαυσης κατά τρόπο ώστε να μην υφίσταται —ουδέποτε— μείωση ή απώλεια της οικολογικής λειτουργικότητας. Εφόσον πληρούται αυτή η προϋπόθεση και οι διαδικασίες αυτές ελέγχονται και παρακολουθούνται από τις αρμόδιες αρχές, δεν υπάρχει ανάγκη προσφυγής στο άρθρο 16.
(2-67) Τα μέτρα που χρησιμοποιούνται για τη διασφάλιση της διαρκούς οικολογικής λειτουργικότητας (στο εξής: μέτρα ΔΟΛ) είναι προληπτικά μέτρα που αποσκοπούν στην ελαχιστοποίηση ή ακόμη και στην εξάλειψη των αρνητικών επιπτώσεων μιας δραστηριότητας στους τόπους αναπαραγωγής ή τόπους ανάπαυσης προστατευόμενων ειδών. Ωστόσο, μπορούν επίσης να βαίνουν πέραν των ανωτέρω και να περιλαμβάνουν δράσεις που βελτιώνουν ενεργά έναν συγκεκριμένο τόπο αναπαραγωγής ή τόπο ανάπαυσης, ώστε να μην υφίσταται —ουδέποτε— μείωση ή απώλεια της οικολογικής λειτουργικότητας. Θα μπορούσε να περιλαμβάνεται, για παράδειγμα, η διεύρυνση του τόπου ή η δημιουργία νέων οικοτόπων σε τόπο αναπαραγωγής ή ανάπαυσης, ή σε άμεση λειτουργική σχέση με αυτόν, προκειμένου να διατηρηθεί η λειτουργικότητά του. Ασφαλώς, η διατήρηση ή η βελτίωση της οικολογικής λειτουργικότητας που συνδέεται με τέτοια μέτρα για τα εν λόγω είδη θα πρέπει να αποδεικνύεται σαφώς.
(2-68)
Τα μέτρα αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο σε περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται καθεστώς αδειοδότησης ή σχεδιασμού με επίσημες διαδικασίες και όταν οι αρμόδιες αρχές είναι σε θέση να αξιολογήσουν αν τα μέτρα που λαμβάνονται για τη διατήρηση της λειτουργίας «αναπαραγωγής» ή «ανάπαυσης» ενός τόπου είναι επαρκή. Τα μέτρα ΔΟΛ αποτελούν κατάλληλη επιλογή όταν μια δραστηριότητα ενδέχεται να επηρεάσει τμήματα ενός τόπου αναπαραγωγής ή ενός τόπου ανάπαυσης μόνο. Εάν τα μέτρα ΔΟΛ θα διατηρήσουν (ή θα αυξήσουν) το μέγεθος του τόπου αναπαραγωγής ή ανάπαυσης και θα διατηρήσουν (ή θα βελτιώσουν) την ποιότητά του για τα επίμαχα είδη, τότε δεν θα σημειωθεί υποβάθμιση της λειτουργικότητας, της ποιότητας ή της ακεραιότητας του τόπου. Είναι ζωτικής σημασίας η διατήρηση ή η βελτίωση της διαρκούς οικολογικής λειτουργικότητας του τόπου. Ως εκ τούτου, η παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων ΔΟΛ είναι σημαντική.
(2-69)
Σύμφωνα με την αρχή της προφύλαξης, εάν τα προτεινόμενα μέτρα (π.χ. από τον υπεύθυνο ανάπτυξης έργου στο πλαίσιο ενός έργου) δεν διασφαλίζουν τη διαρκή οικολογική λειτουργικότητα ενός τόπου, δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι συνάδουν με το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ). Για την τήρηση των διατάξεων του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ), πρέπει να υπάρχει υψηλός βαθμός βεβαιότητας ότι τα μέτρα είναι επαρκή για την αποφυγή οποιασδήποτε βλάβης ή καταστροφής και τα μέτρα θα πρέπει να εφαρμόζονται αποτελεσματικά σε κατάλληλο χρόνο και μορφή, ώστε να αποφεύγεται κάθε βλάβη ή καταστροφή. Η αξιολόγηση της πιθανότητας επιτυχίας πρέπει να γίνεται βάσει αντικειμενικών πληροφοριών και λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών και των συγκεκριμένων περιβαλλοντικών συνθηκών του οικείου τόπου.
(2-70) Κατάλληλα μέτρα ΔΟΛ, τα οποία διασφαλίζουν ότι δεν θα υπάρξει υποβάθμιση της λειτουργίας, της ποιότητας ή της ακεραιότητας του τόπου, θα έχουν συνολικά θετικό αντίκτυπο όσον αφορά την προστασία των οικείων ειδών.
(2-71)
Τα μέτρα ΔΟΛ θα μπορούσαν να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των προδιαγραφών μιας δραστηριότητας ή ενός έργου· θα μπορούσαν επίσης να αποτελούν μέρος προληπτικών μέτρων στο πλαίσιο ενός καθεστώτος αυστηρής προστασίας για τη συμμόρφωση με το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ).
(2-72)
Βάσει του ορισμού των τόπων αναπαραγωγής και των τόπων ανάπαυσης (βλ. ενότητα 2.3.4.β), η προσέγγιση που περιγράφεται ανωτέρω φαίνεται ότι είναι ιδιαίτερα χρήσιμη όταν πρόκειται για ζώα με μικρή περιοχή φυσικής κατανομής, όπου οι τόποι αναπαραγωγής ή οι τόποι ανάπαυσης οριοθετούνται ως «λειτουργικές μονάδες» (δηλαδή χρησιμοποιείται η ευρύτερη προσέγγιση). Εν προκειμένω, θα πρέπει να τονιστεί ότι ένα κράτος μέλος πρέπει να επιδεικνύει συνέπεια όσον αφορά τον ορισμό των τόπων αναπαραγωγής και των τόπων ανάπαυσης για ένα δεδομένο είδος και, κατά συνέπεια, να μεριμνά για την προστασία του σε ολόκληρη την επικράτειά του.
(2-73)
Τα μέτρα ΔΟΛ διαφέρουν από τα αντισταθμιστικά μέτρα υπό τη στενή έννοια (συμπεριλαμβανομένων των αντισταθμιστικών μέτρων βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 4 της οδηγίας για τους οικοτόπους). Τα αντισταθμιστικά μέτρα αποσκοπούν στην αντιστάθμιση συγκεκριμένων αρνητικών επιπτώσεων σε ένα είδος και, ως εκ τούτου, συνεπάγονται ότι υπάρχει ή υπήρξε βλάβη ή καταστροφή ενός τόπου αναπαραγωγής ή ενός τόπου ανάπαυσης. Αυτό δεν ισχύει για τα μέτρα ΔΟΛ, τα οποία διασφαλίζουν ότι η διαρκής οικολογική λειτουργικότητα του τόπου αναπαραγωγής ή του τόπου ανάπαυσης παραμένει ακέραιη (από ποσοτική και ποιοτική άποψη) μετά την πραγματοποίηση της δραστηριότητας. Σε περίπτωση βλάβης ή καταστροφής ενός τόπου αναπαραγωγής ή ενός τόπου ανάπαυσης, απαιτείται πάντοτε παρέκκλιση βάσει του άρθρου 16 όποτε πληρούνται οι όροι που καθορίζονται σε αυτό. Η ενότητα 3.2.3.β) αφορά τη χρήση αντισταθμιστικών μέτρων βάσει του άρθρου 16.
2.3.5.Κατοχή, μεταφορά, πώληση, ανταλλαγή και προσφορά προς πώληση ή ανταλλαγή ζώων που αιχμαλωτίζονται στο φυσικό περιβάλλον
Οι απαγορεύσεις του άρθρου 12 παράγραφος 2 εφαρμόζονται σε όλα τα στάδια της ζωής των ειδών του παραρτήματος IV στοιχείο α).
(2-74)
Για τα είδη του παραρτήματος IV στοιχείο α), το άρθρο 12 παράγραφος 2 ορίζει τα εξής: «Τα κράτη μέλη απαγορεύουν την κατοχή, τη μεταφορά, την πώληση, ή την ανταλλαγή και την προσφορά προς πώληση ή ανταλλαγή των δειγμάτων των ειδών που έχουν συλληφθεί στο φυσικό περιβάλλον, εκτός εκείνων που συλλέγησαν νομίμως πριν από τη θέση σε εφαρμογή της παρούσας οδηγίας». Το άρθρο 12 παράγραφος 3 ορίζει ότι οι απαγορεύσεις του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) και του άρθρου 12 παράγραφος 2 εφαρμόζονται σε όλα τα στάδια της ζωής των ειδών του παραρτήματος IV στοιχείο α).
2.3.6.Σύστημα παρακολούθησης για τις τυχαίες συλλήψεις και θανατώσεις ειδών του παραρτήματος IV στοιχείο α)
Το άρθρο 12 παράγραφος 4 επιβάλλει στα κράτη μέλη να θεσπίσουν σύστημα παρακολούθησης των τυχαίων συλλήψεων και θανατώσεων και να λάβουν περαιτέρω μέτρα έρευνας ή διατήρησης, όπως απαιτείται, ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι τυχαίες συλλήψεις και θανατώσεις δεν έχουν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στα οικεία είδη.
(2-75) Το άρθρο 12 παράγραφος 4 επιβάλλει τη θέσπιση συστήματος συνεχούς παρακολούθησης των τυχαίων συλλήψεων ή θανατώσεων των ειδών της πανίδας που απαριθμούνται στο παράρτημα IV στοιχείο α). Το σύστημα παρακολούθησης πρέπει να είναι αρκετά ισχυρό ώστε να συγκεντρώνει αξιόπιστα δεδομένα σχετικά με τον αντίκτυπο όλων των δραστηριοτήτων που ενδέχεται να ενέχουν κίνδυνο τυχαίων συλλήψεων και θανατώσεων των οικείων ειδών. Οι συλλεγόμενες πληροφορίες πρέπει να μπορούν να παρέχουν αξιόπιστη εκτίμηση των τυχαίων συλλήψεων και θανατώσεων, η οποία, σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα της επιτήρησης της κατάστασης διατήρησής τους, μπορεί να οδηγήσει σε τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με το αν απαιτούνται μέτρα διατήρησης για να διασφαλιστεί ότι δεν υπάρχουν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στο οικείο είδος.
Παραδείγματα είναι η παρακολούθηση της παρεμπίπτουσας αλίευσης κητοειδών ή θαλάσσιων χελωνών σε αλιευτικά εργαλεία, ή της θανάτωσής τους λόγω προσκρούσεων σε πλοία, η παρακολούθηση των θανάτων νυχτερίδων γύρω από ανεμογεννήτριες ή η παρακολούθηση των ζώων που σκοτώνονται από διερχόμενα οχήματα (π.χ. αμφίβια κατά τις εαρινές μεταναστεύσεις). Στην υπόθεση C-308/08, το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα της εφαρμογής του άρθρο 12 παράγραφος 4 σε σχέση με τον ιβηρικό λύγκα (Lynx pardinus) στην Ανδαλουσία και επισήμανε την ύπαρξη συστήματος παρακολούθησης της τυχαίας θανάτωσης ζώων του εν λόγω είδους σε σχέση με την οδική κυκλοφορία (βλ. πλαίσιο κατωτέρω).
19 – Παράδειγμα ορθής πρακτικής: Αναβάθμιση οδού κατά μήκος του εδάφους του ιβηρικού λύγκα
Ο ιβηρικός λύγκας (Lynx pardinus) είναι το πλέον απειλούμενο είδος αιλουροειδών παγκοσμίως. Τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά με κουνέλια, γεγονός που καθιστά το είδος ακόμη πιο ευάλωτο λόγω των στενών οικολογικών του απαιτήσεων. Ο ιβηρικός λύγκας κινδυνεύει λόγω ενός συνδυασμού απειλών: μείωση της διατροφικής βάσης (επιδημίες, όπως η μυξωμάτωση και η αιμορραγική νόσος, έπληξαν τους πληθυσμούς των κουνελιών κατά τη διάρκεια των ετών), συγκρούσεις με οχήματα (λόγω κατακερματισμού του οικοτόπου τους από οδούς πολλών χωρών), απώλεια και υποβάθμιση του οικοτόπου (περαιτέρω ανάπτυξη υποδομών όπως οδοί, φράγματα, σιδηρόδρομοι, και άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες) και παράνομη θανάτωση (το είδος θεωρείτο παραδοσιακά ελκυστικό κυνηγετικό τρόπαιο και επιβλαβές ζώο). Στις αρχές του 21ου αιώνα ο ιβηρικός λύγκας βρισκόταν στα πρόθυρα της εξαφάνισης, με μόλις 100 άτομα σε δύο απομονωμένους υποπληθυσμούς στην Ανδαλουσία (Ισπανία), καθώς και σε τμήματα της Πορτογαλίας. Έως το 2019 ο αριθμός αυτός είχε αυξηθεί σε περισσότερα από 600 ώριμα άτομα σε οκτώ υποπληθυσμούς και με αυξανόμενη επικοινωνία μεταξύ τους.
Στο πλαίσιο του προγράμματος LIFE, η Ευρωπαϊκή Ένωση υποστήριξε σε μεγάλο βαθμό την αποκατάσταση αυτού του είδους, του οποίου ο πληθυσμός έχει βελτιωθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία. Στο πλαίσιο του έργου LIFE Iberlince
, οι ισπανικές αρχές ανέπτυξαν σειρά δράσεων με στόχο τη βελτίωση της επικοινωνίας μεταξύ των διαφόρων πυρήνων του πληθυσμού και τη μείωση κατά 30 % της θνησιμότητας του ιβηρικού λύγκα που σχετίζεται με συγκρούσεις με οχήματα. Οι δράσεις που υλοποιήθηκαν στο πλαίσιο αυτό περιλάμβαναν την κατασκευή και την προσαρμογή των διόδων της πανίδας, στοχευμένη περίφραξη, σήμανση και θέσπιση ορίων ταχύτητας. Το ισπανικό Υπουργείο Δημοσίων Έργων και Μεταφορών, το οποίο είναι η αρμόδια αρχή για την οδική ασφάλεια, έγινε συνδικαιούχος του εν λόγω έργου LIFE για την προώθηση της υλοποίησης δράσεων για τη μείωση των κινδύνων σύγκρουσης. Ενδέχεται να απαιτηθούν περαιτέρω προσπάθειες και μέτρα για να εξασφαλιστεί ότι αντιμετωπίζονται δεόντως οι τυχαίες θανατώσεις που προκαλούνται από οδικές συγκρούσεις και άλλες αιτίες θνησιμότητας από μη φυσικά αίτια και ότι αποφεύγονται σημαντικές επιπτώσεις στον πληθυσμό του ιβηρικού λύγκα.
20 - Παράδειγμα ορθής πρακτικής: το έργο LIFE SAFE Crossing — Πρόληψη συγκρούσεων οχημάτων-ζώων
Το έργο LIFE SAFE-CROSSING αποσκοπεί στην υλοποίηση δράσεων για τη μείωση του αντίκτυπου των οδών σε ορισμένα είδη προτεραιότητας σε τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες: καφέ αρκούδα των Απεννίνων (Ursus arctos marsicanus) και λύκος (Canis lupus) στην Ιταλία, ιβηρικός λύγκας (Lynx pardinus) στην Ισπανία και καφέ αρκούδα (Ursus arctos) στην Ελλάδα και τη Ρουμανία.
Τα είδη αυτά απειλούνται σοβαρά από τις οδικές υποδομές, τόσο λόγω των θανάτων από συγκρούσεις όσο και λόγω των φραγμών που δημιουργούν οι δρόμοι. Για να μετριάσουμε αυτές τις επιπτώσεις, θα βασιστούμε στην πείρα που αποκτήθηκε στο προηγούμενο έργο LIFE (LIFE STRADE), στο πλαίσιο του οποίου εγκαταστάθηκε επιτυχώς ένα καινοτόμο εργαλείο για την πρόληψη των συγκρούσεων μεταξύ ζώων και οχημάτων σε 17 τοποθεσίες στην κεντρική Ιταλία. Διαπιστώθηκε επίσης ότι μία από τις κύριες αιτίες των θανάτων ζώων από διερχόμενα οχήματα είναι το χαμηλό επίπεδο ευαισθητοποίησης και προσοχής των οδηγών όσον αφορά τον κίνδυνο συγκρούσεων με άγρια ζώα.
Ως εκ τούτου, το έργο LIFE SAFE-CROSSING έχει τους ακόλουθους στόχους:
·Επίδειξη της χρήσης των καινοτόμων συστημάτων πρόληψης των
συγκρούσεων οχημάτων-ζώων
(AVC PS)·
·Μείωση του κινδύνου συγκρούσεων με το είδος-στόχο·
·Βελτίωση της επικοινωνίας και διευκόλυνση των μετακινήσεων για τους στοχευόμενους πληθυσμούς·
·Αύξηση της προσοχής των οδηγών στους τομείς του έργου που αφορούν τον κίνδυνο συγκρούσεων με τα είδη-στόχους.
Στο σχέδιο συμμετέχουν 13 εταίροι: ΜΚΟ, ιδιωτικές εταιρείες και δημόσιοι φορείς. Η συμμετοχή της επαρχίας Terni θα εξασφαλίσει τη μεταφορά εμπειρογνωσίας από το έργο LIFE STRADE στους νέους τομείς. Η περιοχή του έργου SAFE-CROSSING περιλαμβάνει 29 τόπους Natura 2000 (ΤΚΣ). Με τη μείωση της άμεσης θνησιμότητας και του κατακερματισμού από τους δρόμους, το έργο θα συμβάλει στη βελτίωση της βιοποικιλότητας εντός των τόπων Natura 2000, καθώς και στην επικοινωνία μεταξύ των τόπων. Η τυποποίηση των μεθόδων και των πρακτικών και οι δραστηριότητες διάδοσης θα προωθήσουν την αναπαραγωγή των βέλτιστων πρακτικών σε άλλους τομείς. Τέλος, η εντατική προσπάθεια ευαισθητοποίησης κατά τη διάρκεια του έργου θα αυξήσει επίσης τις γνώσεις των τοπικών κοινοτήτων και των τουριστών σχετικά με το δίκτυο Natura 2000.
https://life.safe-crossing.eu/
(
http://www.lifestrade.it/index.php/en/
) (LIFE11BIO/IT/072)
(2-76) Η συστηματική παρακολούθηση και συλλογή αξιόπιστων δεδομένων σχετικά με τις τυχαίες αιχμαλωτίσεις και θανατώσεις αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή αποτελεσματικών μέτρων διατήρησης. Για παράδειγμα, όσον αφορά τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα σε αλιευτικά εργαλεία, ένα σύστημα παρακολούθησης μπορεί να βασίζεται στα δεδομένα που συλλέγονται από τα κράτη μέλη βάσει του πλαισίου συλλογής αλιευτικών δεδομένων
. Ο κανονισμός 2017/1004 θεσπίζει κανόνες για τη συλλογή, τη διαχείριση και τη χρήση βιολογικών, περιβαλλοντικών, τεχνικών και κοινωνικοοικονομικών δεδομένων που αφορούν τον τομέα της αλιείας, συμβάλλοντας στην επίτευξη των στόχων της κοινής αλιευτικής πολιτικής και της περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Οι σύγχρονες τεχνολογίες ελέγχου, όπως τα εργαλεία ηλεκτρονικής παρακολούθησης εξ αποστάσεως (REM) που περιλαμβάνουν τηλεόραση κλειστού κυκλώματος και αισθητήρες, παρουσιάζουν πολλές δυνατότητες. Οι πρόσφατες εξελίξεις στην τεχνητή νοημοσύνη μπορούν να διευκολύνουν την αυτόματη επανεξέταση μεγάλων όγκων δεδομένων REM. Τα εν λόγω εργαλεία ελέγχου παρέχουν στις αρχές ένα οικονομικά αποδοτικό και βιώσιμο μέσο για την παρακολούθηση και τη λογοδοσία όσον αφορά την τυχαία αλίευση ευαίσθητων ειδών. Αυτά τα εργαλεία REM χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο σε ολόκληρο τον κόσμο ως λύση σε διάφορα ζητήματα ελέγχου της αλιείας, σε σενάρια όπου απαιτείται οικονομικά αποδοτική συνεχής παρακολούθηση για τη συλλογή δεδομένων και για σκοπούς ελέγχου και επιβολής.
Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να καταρτίζουν εθνικά προγράμματα εργασίας σύμφωνα με το πολυετές πρόγραμμα της ΕΕ για τη συλλογή δεδομένων. Το πρόγραμμα αυτό για την περίοδο 2020-2021 εγκρίθηκε με την κατ’ εξουσιοδότηση απόφαση (ΕΕ) 2019/910 της Επιτροπής και με την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2019/909 της Επιτροπής. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει την υποχρέωση συλλογής δεδομένων σχετικά με την τυχαία αιχμαλώτιση ή αλίευση όλων των πτηνών, θηλαστικών, ερπετών και ιχθύων που προστατεύονται βάσει της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και διεθνών συμφωνιών. Πρέπει να συλλέγονται δεδομένα για όλους τους τύπους αλιείας και σκαφών, κατά τη διάρκεια ταξιδιών παρουσία επιστημονικών παρατηρητών σε αλιευτικά σκάφη ή από τους ίδιους τους αλιείς μέσω ημερολογίων πλοίου.
Όταν τα δεδομένα που συλλέγονται κατά τη διάρκεια ταξιδιών παρουσία παρατηρητών δεν παρέχουν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα για τις ανάγκες των τελικών χρηστών, τα κράτη μέλη πρέπει να εφαρμόζουν άλλες μεθοδολογίες, για παράδειγμα τη χρήση ηλεκτρονικής παρακολούθησης εξ αποστάσεως (REM) από κάμερες σε σκάφη που καταγράφουν την ανάσυρση εργαλείων και τα αλιεύματα. Οι μέθοδοι συλλογής δεδομένων και η ποιότητα πρέπει να είναι κατάλληλες για τους επιδιωκόμενους σκοπούς και θα πρέπει να ακολουθούν τις βέλτιστες πρακτικές και τις σχετικές μεθοδολογίες που συνιστούν σχετικοί επιστημονικοί φορείς. Θα πρέπει να καλύπτουν επαρκές ποσοστό του στόλου ώστε να παρέχουν αξιόπιστη εκτίμηση των παρεμπιπτόντων αλιευμάτων. Η συλλογή δεδομένων σχετικά με τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα προστατευόμενων και ευαίσθητων ειδών δυνάμει των σχετικών κανονισμών και οδηγιών, καθώς και η εφαρμογή κατάλληλων μέτρων διατήρησης απαιτούν στενή διατομεακή και διοργανική συνεργασία, επιβολή των κανόνων και επαρκή στήριξη για και από τους αλιείς.
(2-77) Για τα είδη με μεγάλη περιοχή φυσικής κατανομής, όπως τα κητοειδή που διασχίζουν τα ύδατα των κρατών μελών, η συνεργασία με άλλες χώρες στην περιοχή φυσικής κατανομής των ειδών είναι απαραίτητη, διότι η παρακολούθηση και τα μέτρα αφορούν αλιευτικά σκάφη από διαφορετικές χώρες. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να τονιστεί ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 12 αποτελούν κοινή ευθύνη των κρατών μελών. Υπέρ της άποψης αυτής συνηγορεί η διατύπωση των προαναφερθεισών διατάξεων και ο υπερεθνικός σκοπός της οδηγίας, ο οποίος συνίσταται στην προστασία των ειδών και των οικοτόπων κοινοτικού ενδιαφέροντος σε ολόκληρη την περιοχή της φυσικής κατανομής τους, καθώς και το καθήκον καλόπιστης συνεργασίας που απορρέει από τη Συνθήκη. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν η πρωταρχική ευθύνη για την εφαρμογή του άρθρου 12 ανήκει στο κράτος μέλος που φιλοξενεί το είδος, και τα άλλα κράτη μέλη πρέπει να συνεργάζονται εάν η συνεργασία αυτή είναι αναγκαία για τη συμμόρφωση με τα νομικά τους καθήκοντα. Αυτό ισχύει τόσο για την παρακολούθηση όσο και για την εφαρμογή των μέτρων διατήρησης.
(2-78) Βάσει των πληροφοριών που συγκεντρώνονται μέσω του συστήματος παρακολούθησης, τα κράτη μέλη πρέπει να αναλαμβάνουν τις απαιτούμενες περαιτέρω έρευνες ή μέτρα διατήρησης ώστε να διασφαλιστεί ότι οι τυχαίες αιχμαλωτίσεις και θανατώσεις δεν θα έχουν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στα οικεία είδη. Ως εκ τούτου, είναι επίσης σημαντικό να υπάρχουν αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με τον πληθυσμό, την περιοχή κατανομής και την κατάσταση διατήρησης του είδους, κάτι που προϋποθέτει την πλήρη εφαρμογή της εποπτείας που απαιτείται από το άρθρο 11 της οδηγίας.
(2-79) Μολονότι το άρθρο 12 παράγραφος 4 δεν ορίζει τις «σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις»
, μπορεί να εννοηθεί ότι αυτό συνεπάγεται λεπτομερή εξέταση των επιπτώσεων των τυχαίων αιχμαλωτίσεων και θανατώσεων στην κατάσταση των υποπληθυσμών και των πληθυσμών του είδους και, τέλος, στην επίτευξη ή διατήρηση της ικανοποιητικής κατάστασης διατήρησής του. Η σημασία των επιπτώσεων θα πρέπει να αξιολογείται κατά περίπτωση, λαμβανομένου υπόψη του κύκλου ζωής του είδους, του μεγέθους και της διάρκειας των αρνητικών επιπτώσεων, καθώς και της κατάστασης διατήρησης και της τάσης αύξησης ή μείωσης του συγκεκριμένου είδους. Για παράδειγμα, οι επιπτώσεις μπορούν να θεωρηθούν σημαντικές εάν ένα είδος βρίσκεται σε μη ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης και υπάρχει περαιτέρω μείωση του αριθμού λόγω τυχαίων αιχμαλωτίσεων και θανατώσεων, ιδίως εάν επηρεάζονται οι μελλοντικές προοπτικές αποκατάστασής του. Οι επιπτώσεις θα πρέπει επίσης να αξιολογούνται ως σημαντικές σε περίπτωση τυχαίων αιχμαλωτίσεων και θανατώσεων μεγάλου αριθμού ζώων σε τακτική βάση, κάτι που θα μπορούσε να επηρεάσει έναν υποπληθυσμό ή τοπικό πληθυσμό του συγκεκριμένου είδους. Σε περίπτωση έλλειψης δεδομένων σχετικά με την κατάσταση διατήρησης και/ή το πραγματικό επίπεδο τυχαίων αιχμαλωτίσεων και θανατώσεων, θα πρέπει να εφαρμόζεται η αρχή της προφύλαξης.
(2-80) Μια άλλη δραστηριότητα που μπορεί να προκαλέσει τυχαία θανάτωση αυστηρά προστατευόμενων θαλάσσιων ειδών είναι η θαλάσσια κυκλοφορία, ιδίως μέσω συγκρούσεων ζώων με πλοία (προσκρούσεις σε πλοία). Τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να εξετάσουν ευρύ φάσμα προληπτικών μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης της ταχύτητας των πλοίων ή της αναδρομολόγησης της κυκλοφορίας. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει συνήθως να εφαρμόζονται σύμφωνα με τους κανόνες του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΔΝΟ). Ανάλογα με το πεδίο εφαρμογής των προτεινόμενων μέτρων και τον αντίκτυπό τους στην κανονική θαλάσσια κυκλοφορία, και σύμφωνα με την οδηγία 2002/59/ΕΚ, αυτό ενδέχεται να χρειαστεί να γίνει με εισήγηση της ΕΕ στον ΔΝΟ.
(2-81) Ορισμένες στρατιωτικές δραστηριότητες, ιδίως η χρήση ενεργών ηχοεντοπιστών στο θαλάσσιο περιβάλλον ή η απόρριψη ή η καταστροφή μη εκραγέντων πυρομαχικών, θα μπορούσαν να προκαλέσουν τη θανάτωση ευαίσθητων ειδών όπως τα κητοειδή. Οι στρατιωτικές δραστηριότητες δεν εξαιρούνται από τις διατάξεις του άρθρου 12 και, ως εκ τούτου, οι ναυτικές δυνάμεις διαφόρων κρατών μελών έχουν αναπτύξει πρωτοβουλίες πολιτικής για τη χρήση στρατιωτικού ηχοεντοπισμού, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη ελαχιστοποίησης των πιθανών περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Για παράδειγμα, μπορούν να οριστούν ζώνες προφύλαξης στις οποίες η χρήση αυτών των δραστηριοτήτων ηχοεντοπισμού είναι περιορισμένη. Αυτό θα πρέπει να γίνει με σεβασμό της ισχύουσας διεθνούς νομοθεσίας, η οποία ρυθμίζεται κυρίως στο πλαίσιο της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, συμπεριλαμβανομένων ειδικών διατάξεων σχετικά με συγκεκριμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις των πολεμικών πλοίων.
3. ΑΡΘΡΟ 16
Κείμενο του άρθρου 16
|
1. Τα κράτη μέλη, υπό τον όρο ότι δεν υπάρχει άλλη αποτελεσματική λύση και ότι η παρέκκλιση δεν παραβλάπτει τη διατήρηση, σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των πληθυσμών των συγκεκριμένων ειδών στην περιοχή της φυσικής του κατανομής, μπορούν να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις των άρθρων 12, 13, 14 και 15 στοιχεία α) και β):
α) για να προστατεύσουν την άγρια πανίδα και χλωρίδα και να διατηρήσουν τους φυσικούς οικοτόπους·
β) για να προλάβουν σοβαρές ζημίες, ιδίως των καλλιεργειών, της κτηνοτροφίας, των δασών, των πληθυσμών ιχθύων και των υδάτων και ιδιοκτησιών άλλης μορφής·
γ) για λόγους δημόσιας υγείας και ασφαλείας ή για άλλους επιτακτικούς λόγους προέχοντος δημοσίου συμφέροντος, συμπεριλαμβανομένων τυχόν λόγων κοινωνικού ή οικονομικού χαρακτήρα και ευεργετικών συνεπειών πρωταρχικής σημασίας για το περιβάλλον·
δ) για εκπαιδευτικούς και ερευνητικούς λόγους, για λόγους αποκατάστασης πληθυσμών και επανεισαγωγής των εν λόγω ειδών και για επιχειρήσεις αναπαραγωγής που απαιτούνται για τους σκοπούς αυτούς, συμπεριλαμβανομένης της τεχνητής αναπαραγωγής των φυτών·
ε) για να επιτρέψουν, υπό όρους αυστηρά ελεγχόμενους, την επιλεκτική και ποσοτικά περιορισμένη σύλληψη ή κράτηση περιορισμένου αριθμού, προσδιορισμένου από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, μερικών δειγμάτων των ειδών που αναφέρει το παράρτημα IV.
2. Τα κράτη μέλη αποστέλλουν στην Επιτροπή κάθε δύο χρόνια μια έκθεση, συντεταγμένη σύμφωνα με το υπόδειγμα που καταρτίζει η επιτροπή, για τις παρεκκλίσεις που παραχωρήθηκαν δυνάμει της παραγράφου 1. Η Επιτροπή ανακοινώνει τη γνώμη της για αυτές τις παρεκκλίσεις μέσα σε δώδεκα μήνες το πολύ από την παραλαβή των εκθέσεων και ενημερώνει την επιτροπή.
3. Οι πληροφορίες πρέπει να περιλαμβάνουν: α) τα είδη τα οποία αφορούν οι παρεκκλίσεις και τους λόγους της παρέκκλισης, περιλαμβανομένης της φύσεως του κινδύνου, ενδεχομένως δε και τις εναλλακτικές λύσεις που δεν έγιναν δεκτές και τα επιστημονικά δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν· β) τα μέσα, τα συστήματα ή τις μεθόδους σύλληψης ή θανάτωσης ζωικών ειδών που επετράπησαν και τους λόγους της χρησιμοποίησής τους· γ) το χρόνο και τον τόπο παροχής αυτών των παρεκκλίσεων· δ) την αρχή την αρμόδια να δηλώνει και να ελέγχει ότι οι απαιτούμενοι όροι τηρούνται και να αποφασίζει ποια μέσα, δομές και μέθοδοι επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν, μέσα σε ποια όρια και από ποιες υπηρεσίες και ποιοι είναι οι επιφορτισμένοι με την εκτέλεση· ε) τα χρησιμοποιούμενα μέτρα ελέγχου και τα αποτελέσματά τους.
|
(3-1)
Το άρθρο 16 της οδηγίας προβλέπει τη δυνατότητα παρεκκλίσεων, μεταξύ άλλων από το καθεστώς αυστηρής προστασίας των ζωικών ειδών που προβλέπεται στο άρθρο 12.
(3-2)
Βάσει του άρθρου 16, η δυνατότητα παρέκκλισης από τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις του άρθρου 12 είναι περιορισμένη. Οι παρεκκλίσεις δεν πρέπει μόνο να δικαιολογούνται σε σχέση με τον γενικό στόχο της οδηγίας, αλλά και να υπόκεινται σε τρεις ειδικές προϋποθέσεις (βλ. 3.2).
(3-3)
Αν δεν ισχύει οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις αυτές, η παρέκκλιση καθίσταται άκυρη. Συνεπώς, οι αρχές των κρατών μελών πρέπει να εξετάζουν προσεκτικά όλες τις γενικές και ειδικές απαιτήσεις πριν από τη χορήγηση παρέκκλισης.
3.1. Γενικά νομικά ζητήματα
3.1.1. Υποχρέωση εξασφάλισης της πλήρους, σαφούς και ακριβούς μεταφοράς του άρθρου 16 στο εθνικό δίκαιο
Το άρθρο 16 πρέπει να έχει μεταφερθεί πλήρως και επισήμως στο εθνικό δίκαιο με αναμφισβήτητη δεσμευτική ισχύ. Τα κριτήρια που πρέπει να πληρούνται πριν από τη χορήγηση παρέκκλισης πρέπει να περιλαμβάνονται σε ειδικές εθνικές διατάξεις. Τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο πρέπει να εγγυώνται την πλήρη εφαρμογή του άρθρου 16, χωρίς τροποποίηση των όρων του, επιλεκτική εφαρμογή των διατάξεών του ή προσθήκη ειδών παρεκκλίσεων που δεν προβλέπονται από την οδηγία. Οι διοικητικές διατάξεις δεν αρκούν από μόνες τους.
(3-4)
Η μεταφορά του άρθρου 16 στο εθνικό δίκαιο πρέπει να εγγυάται την εφαρμογή των διατάξεων περί παρεκκλίσεων από τις αρμόδιες αρχές. Επισημαίνεται ότι η οδηγία είναι δεσμευτική όσον αφορά το αποτέλεσμα το οποίο πρέπει να επιτευχθεί, αλλά αφήνει στα κράτη μέλη την επιλογή του τύπου και των μέσων για την επίτευξη του αποτελέσματος αυτού. Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει θέσει όρια σε αυτό το περιθώριο ελιγμών. Ως εκ τούτου, η μεταφορά του συστήματος παρέκκλισης του άρθρου 16 στο εθνικό δίκαιο πρέπει να συμμορφώνεται με όλες τις βασικές νομικές αρχές του δικαίου της ΕΕ και σε ορισμένες απαιτήσεις, όπως εξηγείται κατωτέρω.
(3-5)
Σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ, «η μεταφορά μιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο δεν απαιτεί κατ’ ανάγκη την τυπική και κατά γράμμα επανάληψη των διατάξεων της με ρητή και ειδική διάταξη, ενδέχεται δε η υλοποίηση της να είναι δυνατή με ένα γενικό νομικό πλαίσιο, εφόσον το πλαίσιο αυτό εξασφαλίζει πράγματι την πλήρη εφαρμογή της οδηγίας κατά τρόπο αρκετά ορισμένο και σαφή». Μεμονωμένες διοικητικές διατάξεις, οι οποίες από τη φύση τους μπορούν να τροποποιηθούν κατά βούληση των αρχών και στερούνται προσήκουσας δημοσιότητας, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως συνιστώσες έγκυρη εκτέλεση των υποχρεώσεων ενός κράτους μέλους που απορρέουν από τη ΣΛΕΕ και την οδηγία
.
(3-6) Κατά συνέπεια, η εφαρμογή των απαιτήσεων του άρθρου 16 στην πράξη δεν αποτελεί υποκατάστατο της επίσημης μεταφοράς. Στην υπόθεση C-46/11 το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η ορθή εφαρμογή των διατάξεων μιας οδηγίας δεν μπορεί, από μόνη της, να παράσχει τη σαφήνεια και την ακρίβεια που απαιτούνται για την τήρηση της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Επιπλέον, οι διοικητικές πρακτικές δεν μπορούν από μόνες τους να θεωρηθούν ως εφαρμογή της υποχρέωσης των κρατών μελών να μεταφέρουν την οδηγία
στο εσωτερικό δίκαιο.
(3-7)
Επιπλέον, οι διατάξεις μιας οδηγίας πρέπει να τίθενται σε εφαρμογή με αναμφισβήτητη δεσμευτική ισχύ, με την απαιτούμενη ιδιαιτερότητα, ακρίβεια και σαφήνεια προκειμένου να πληρούται η επιταγή της νομικής ασφάλειας
. Η κρίση του Δικαστηρίου ήταν πιο ρητή στην υπόθεση C-339/87, όπου αποφάνθηκε ότι «τα κριτήρια βάσει των οποίων τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από τις απαγορεύσεις που θέτει η οδηγία πρέπει να επαναλαμβάνονται σε σαφείς εθνικές διατάξεις, δεδομένου ότι η ακρίβεια της μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο έχει ιδιαίτερη σημασία σε μία περίπτωση όπως αυτή κατά την οποία η διαχείριση της κοινής κληρονομιάς έχει ανατεθεί, για τα εδάφη τους αντιστοίχως, στα κράτη μέλη». Στην απόφασή του της 20ής Οκτωβρίου 2005, το Δικαστήριο εφάρμοσε αυτή τη νομολογία στην οδηγία για τους οικοτόπους και παρατήρησε ότι «στο πλαίσιο της οδηγίας περί οικοτόπων, η οποία θέτει περίπλοκους και τεχνικούς κανόνες στον τομέα του δικαίου του περιβάλλοντος, τα κράτη μέλη υποχρεούνται ειδικώς να μεριμνούν ώστε η νομοθεσία τους που αποσκοπεί στη διασφάλιση της μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο να είναι σαφής και ακριβής»
.
(3-8)
Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, όσον αφορά το άρθρο 16 της οδηγίας για τους οικοτόπους, τα κριτήρια βάσει των οποίων τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από τις απαγορεύσεις που επιβάλλει η οδηγία πρέπει να αναπαράγονται με σαφήνεια στις διατάξεις του εθνικού δικαίου. Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 16 της οδηγίας για τους οικοτόπους πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά, δεδομένου ότι ορίζει με ακρίβεια τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από τα άρθρα 12 έως 15 της οδηγίας
. Το Δικαστήριο επανέλαβε τη θέση αυτή στην υπόθεση C-46/11
.
(3-9) Κατά τη μεταφορά του άρθρου 16 στο εθνικό δίκαιο, τα κράτη μέλη πρέπει να ακολουθούν το νόημα των όρων και των εννοιών που χρησιμοποιούνται από την οδηγία, με στόχο τη διασφάλιση της ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής
. Αυτό συνεπάγεται επίσης ότι τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο πρέπει να διασφαλίζουν την πλήρη εφαρμογή της οδηγίας χωρίς τροποποίηση των όρων της και χωρίς προσθήκη συμπληρωματικών όρων ή παρεκκλίσεων που δεν προβλέπονται στην οδηγία
. Για παράδειγμα, στην υπόθεση C-6/04
, το Δικαστήριο έκρινε ότι παρέκκλιση η οποία επιτρέπει πράξεις που οδηγούν στη θανάτωση προστατευόμενων ειδών και στη βλάβη ή στην καταστροφή των τόπων αναπαραγωγής και ανάπαυσής τους, υπό την προϋπόθεση ότι οι πράξεις αυτές είναι νόμιμες και δεν μπορούν εύλογα να αποφευχθούν, «είναι αντίθετη τόσο προς το πνεύμα και τον σκοπό της οδηγίας περί οικοτόπων όσο και προς το γράμμα του άρθρου 16 αυτής».
Στην υπόθεση C-183/05
, το Δικαστήριο έκρινε ότι το καθεστώς παρεκκλίσεων βάσει της ιρλανδικής νομοθεσίας [άρθρο 23 παράγραφος 7 στοιχείο β) του Wildlife Act] ήταν ασυμβίβαστο με τα άρθρα 12 και 16 της οδηγίας. Σύμφωνα με την ιρλανδική νομοθεσία, οι πράξεις που αθέλητα διαταράσσουν ή καταστρέφουν τους τόπους αναπαραγωγής ή τους τόπους ανάπαυσης άγριων ειδών δεν συνιστούν παράβαση. Κατά το Δικαστήριο, η διάταξη αυτή όχι μόνον δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ) της οδηγίας, το οποίο απαγορεύει τέτοιες πράξεις, ανεξαρτήτως του αν είναι εκ προθέσεως ή όχι, αλλά βαίνει πέραν των προβλεπομένων στο άρθρο 16 της οδηγίας, δεδομένου ότι η οδηγία καθορίζει κατά τρόπο εξαντλητικό τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούν να χορηγηθούν παρεκκλίσεις.
(3-10)
Οι εθνικές διατάξεις πρέπει να διασφαλίζουν την αυστηρή και επιμελή μεταφορά όλων των προϋποθέσεων του άρθρου 16 στο εθνικό δίκαιο, χωρίς να εφαρμόζονται επιλεκτικά μόνο ορισμένες διατάξεις. Στην υπόθεση C-98/03
, το Δικαστήριο έκρινε ότι το γερμανικό δίκαιο (άρθρο 43 παράγραφος 4 του ομοσπονδιακού νόμου για την προστασία της φύσης) δεν ήταν συμβατό με το άρθρο 16, δεδομένου ότι δεν εξαρτούσε τη χορήγηση παρεκκλίσεων από το σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο.
Στην υπόθεση C-508/04
, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, οι οποίες εξαρτούν την χορήγηση παρεκκλίσεων από τις απαγορεύσεις των άρθρων 12 έως 14 και 15, στοιχεία α’ και β’, της οδηγίας όχι από το σύνολο των κριτηρίων και προϋποθέσεων που προβλέπει το άρθρο 16 αυτής, αλλά, ελλιπώς, από ορισμένα στοιχεία αυτών, δεν συνιστ[ούν] σύστημα σύμφωνο προς το εν λόγω άρθρο». Στην υπόθεση C-46/11, το Δικαστήριο έκρινε ότι το πολωνικό δίκαιο δεν ήταν συμβατό με το άρθρο 16, διότι δεν εξαρτούσε τη χορήγηση παρεκκλίσεων από όλα τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο.
3.1.2. Κατάλληλη συνολική εφαρμογή των παρεκκλίσεων
Οι παρεκκλίσεις του άρθρου 16 πρέπει να αποτελούν έσχατη λύση. Οι διατάξεις περί παρεκκλίσεων πρέπει να ερμηνεύονται στενά: πρέπει να καλύπτουν συγκεκριμένες ανάγκες και ειδικές καταστάσεις. Εναπόκειται στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι το συνδυασμένο αποτέλεσμα όλων των παρεκκλίσεων που χορηγούνται στο έδαφός τους δεν παράγει αποτελέσματα αντίθετα προς τους στόχους της οδηγίας.
(3-11) Η χορήγηση παρεκκλίσεων βάσει του άρθρου 16 πρέπει να αποτελεί έσχατη λύση
. Οι εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για τη χορήγηση παρεκκλίσεων πρέπει να λαμβάνουν υπόψη ότι οι παρεκκλίσεις πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται περιοριστικά, ώστε να μην υπονομεύονται ο γενικός στόχος και οι βασικές διατάξεις της οδηγίας
. Στην υπόθεση C-6/04, το Δικαστήριο κατέστησε σαφές ότι η αρχή αυτή ισχύει και στο πλαίσιο του άρθρου 16
. Στην υπόθεση C-674/17, το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι «παρέκκλιση βάσει του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας μπορεί να αφορά μόνο μια συγκεκριμένη ρύθμιση καθορισμένων περιπτώσεων για να αντιμετωπιστούν συγκεκριμένες ανάγκες και ειδικές καταστάσεις»
.
(3-12)
Όσον αφορά τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται βάσει του άρθρου 12 της οδηγίας για τους οικοτόπους, υπογραμμίστηκε η ανάγκη εφαρμογής κατάλληλων και αποτελεσματικών μέτρων με επαρκή και επαληθεύσιμο τρόπο. Η ίδια προσέγγιση μπορεί να ακολουθηθεί και για το καθεστώς παρεκκλίσεων. Εάν χρησιμοποιηθεί σωστά, εξασφαλίζεται ότι η χορήγηση παρεκκλίσεων δεν αντιβαίνει στον στόχο της οδηγίας
. Στην υπόθεση C-6/04 το Δικαστήριο παρατήρησε ότι «τα άρθρα 12, 13 και 16 της οδηγίας περί οικοτόπων αποτελούν ένα συμφυές σύνολο κανόνων που αποσκοπούν στη διασφάλιση προστασίας των πληθυσμών των οικείων ειδών, ώστε οποιαδήποτε παρέκκλιση που είναι ασυμβίβαστη προς την οδηγία αυτή παραβιάζει τόσο τις απαγορεύσεις των άρθρων 12 ή 13 αυτής όσο και τον κανόνα κατά τον οποίο μπορούν να γίνονται παρεκκλίσεις σύμφωνα με το άρθρο 16 της ίδιας οδηγίας».
Κατά γενικό κανόνα, η αυστηρότητα οποιασδήποτε προϋπόθεσης ή οποιουδήποτε «κριτηρίου» θα αυξάνεται ανάλογα με τη σοβαρότητα των πιθανών επιπτώσεων μιας παρέκκλισης σε ένα είδος ή σε έναν πληθυσμό.
(3-13)
Η χορήγηση παρέκκλισης προϋποθέτει ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές έχουν διασφαλίσει ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 16. Τα κράτη μέλη πρέπει επίσης να διασφαλίζουν ότι οι σωρευτικές επιπτώσεις των παρεκκλίσεων δεν παράγουν αποτελέσματα που αντιβαίνουν στους στόχους του άρθρου 12 και της οδηγίας στο σύνολό της.
(3-14) Κατά συνέπεια, για βέλτιστη διαχείριση της χρήσης των παρεκκλίσεων απαιτείται συχνά ένα εθνικό πλαίσιο διατήρησης, ώστε να διασφαλίζεται ότι, συνολικά, οι σωρευτικές επιπτώσεις των παρεκκλίσεων για ένα συγκεκριμένο είδος δεν είναι επιζήμιες για τη διατήρηση του είδους σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης σε εθνικό και/ή βιογεωγραφικό επίπεδο εντός ενός κράτους μέλους. Σε κάθε περίπτωση, τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν μια γενική εικόνα και να εποπτεύουν τη χρήση των παρεκκλίσεων σε εθνικό επίπεδο (και, εάν χρειάζεται, εικόνα πέραν των συνόρων για τους διασυνοριακούς πληθυσμούς). Αυτό μπορεί να απαιτεί, ανάλογα με την οργανωτική δομή ενός κράτους μέλους, να εξετάζουν οι περιφερειακές ή τοπικές αρχές τις επιπτώσεις των παρεκκλίσεων πέραν της επικράτειάς τους.
Παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η εθνική αρχή μπορεί να πλαισιώσει τη χρήση των παρεκκλίσεων που χορηγούνται εντός της επικράτειάς της αποτελεί η υπόθεση C-342/05. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι «[τ]ο γεγονός ότι οι αποφάσεις χορηγήσεως αδειών θήρας του λύκου υπόκεινται επίσης σε ένα περιφερειακό ανώτατο όριο θήρας σε κάθε αρμόδια για τη θήρα περιφέρεια δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντίκειται στο άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας για τους οικοτόπους. Πράγματι, το όριο αυτό, που καθορίζεται σε σχέση με την ποσότητα των δυναμένων να εξαλειφθούν ζώων, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο το εν λόγω είδος, αποτελεί [...] μόνον το πλαίσιο εντός του οποίου οι περιφέρειες προστασίας του θηράματος μπορούν να χορηγούν άδειες θήρας, εφόσον πληρούνται, εξάλλου, οι προϋποθέσεις του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας για τους οικοτόπους».
Με άλλα λόγια, είναι δυνατό να καθοριστεί ένα μέγιστο όριο ζώων που μπορούν να θανατωθούν (ώστε να αποφευχθούν οι αρνητικές επιπτώσεις στην κατάσταση διατήρησης), αλλά αυτό δεν αίρει την ανάγκη να πληροί κάθε παρέκκλιση όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 16 παράγραφος 1.
3.2. Ένα προσεκτικά ελεγχόμενο σύστημα για τη χορήγηση παρεκκλίσεων: τα τρία κριτήρια
(3-15) Το άρθρο 16 καθορίζει τρία κριτήρια, τα οποία πρέπει να πληρούνται στο σύνολό τους πριν από τη χορήγηση παρέκκλισης:
1) απόδειξη ύπαρξης ενός ή περισσότερων από τους λόγους που παρατίθενται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ) ή προκειμένου να επιτραπεί, υπό όρους αυστηρά ελεγχόμενους, η επιλεκτική και ποσοτικά περιορισμένη σύλληψη ή κράτηση περιορισμένου αριθμού, προσδιορισμένου από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, μερικών δειγμάτων των ειδών που αναφέρει το παράρτημα IV [στοιχείο ε)],
2) απουσία ικανοποιητικής εναλλακτικής λύσης, και
3) διασφάλιση ότι η παρέκκλιση δεν είναι επιζήμια για την παραμονή των πληθυσμών σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης.
Το τρίτο κριτήριο αντικατοπτρίζει τον πρωταρχικό στόχο της οδηγίας για τους οικοτόπους, ο οποίος συνίσταται στη συμβολή στη βιοποικιλότητα μέσω της διατήρησης των φυσικών οικοτόπων και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (άρθρο 2 παράγραφος 1). Τα μέτρα που λαμβάνονται πρέπει να αποσκοπούν στην παραμονή ή την επαναφορά των προστατευόμενων φυσικών οικοτόπων και ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης. Πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές απαιτήσεις και τα περιφερειακά και τοπικά χαρακτηριστικά (άρθρο 2 παράγραφοι 2 και 3).
Για να εξεταστούν το δεύτερο και το τρίτο κριτήριο, η αίτηση πρέπει να πληροί το πρώτο κριτήριο. Στην πράξη, δεν έχει νόημα να εξεταστεί το ζήτημα των ικανοποιητικών εναλλακτικών λύσεων και των επιπτώσεων στην κατάσταση διατήρησης εάν η δράση δεν πληροί το άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ε).
(3-16)
Ωστόσο, τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι πληρούνται και τα τρία κριτήρια. Το βάρος της απόδειξης φέρουν οι αρμόδιες αρχές, οι οποίες πρέπει να αποδείξουν ότι κάθε παρέκκλιση πληροί όλα τα κριτήρια, όπως εξήγησε το Δικαστήριο στην υπόθεση C-342/05: «Επειδή η τελευταία αυτή διάταξη προβλέπει καθεστώς εξαιρέσεως το οποίο πρέπει να εφαρμόζεται στενά και να προβλέπει ότι το βάρος αποδείξεως της συνδρομής των απαιτούμενων προϋποθέσεων για κάθε εξαίρεση φέρει η αρχή που λαμβάνει τη σχετική απόφαση, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διασφαλίζουν ότι οποιαδήποτε επέμβαση που θίγει τα προστατευόμενα είδη επιτρέπεται μόνο βάσει αποφάσεων που περιέχουν ακριβή και επαρκή αιτιολογία, μνημονεύουσα τους λόγους, τις προϋποθέσεις και τις υποχρεώσεις του άρθρου 16 της οδηγίας για τους οικοτόπους»
.
Διάγραμμα ροής για τη χορήγηση παρέκκλισης βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 1
Είναι η παρέκκλιση αναγκαία για την αποτελεσματική επίτευξη ενός από τους ακόλουθους στόχους;
Αποτελέσματα παρακολούθησης και σωρευτικές επιπτώσεις
Υπάρχει κίνδυνος η παρέκκλιση να είναι επιζήμια για την παραμονή ή την επαναφορά του είδους σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης στην περιοχή φυσικής κατανομής του;
Μπορεί να χορηγηθεί παρέκκλιση
ε) αιχμαλώτιση ή κράτηση περιορισμένου αριθμού, προσδιορισμένου από την αρμόδια αρχή, ζώων των σχετικών ειδών
Θα αφορά η παρέκκλιση περιορισμένο αριθμό ζώων του οικείου είδους;
Διασφαλίζονται αυστηρά ελεγχόμενοι όροι;
Θα αφορά η παρέκκλιση ζώα σε επιλεκτική βάση;
Δεν πρέπει να χορηγηθεί παρέκκλιση
δ) έρευνα και εκπαίδευση, επανεισαγωγή ειδών
β) πρόληψη σοβαρών ζημιών
γ) συμφέροντα δημόσιας υγείας/ασφάλειας, άλλοι επιτακτικοί λόγοι προέχοντος δημοσίου συμφέροντος
α) προστασία άγριας πανίδας και χλωρίδας, διατήρηση φυσικών οικοτόπων
Υπάρχει ικανοποιητική εναλλακτική;
(δηλ. μπορεί το συγκεκριμένο πρόβλημα να επιλυθεί χωρίς τη χρήση παρέκκλισης;)
3.2.1.ΚΡΙΤΗΡΙΟ 1: Απόδειξη ενός από τους λόγους του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ) ή προκειμένου να επιτραπεί, υπό όρους αυστηρά ελεγχόμενους, η επιλεκτική και ποσοτικά περιορισμένη σύλληψη ή κράτηση περιορισμένου αριθμού, προσδιορισμένου από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, μερικών δειγμάτων των ειδών που αναφέρει το παράρτημα IV [άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο ε)]
Κατά την αξιολόγηση της σκοπιμότητας παρέκκλισης, οι εθνικές αρχές θα πρέπει να εξετάζουν κατά πόσον δικαιολογείται από έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ) ή ε). Το είδος και η βαρύτητα του λόγου πρέπει επίσης να εξετάζονται σε σχέση με το συμφέρον του προστατευόμενου είδους υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, προκειμένου να εξακριβωθεί αν η παρέκκλιση είναι κατάλληλη.
(3-17) Παρεκκλίσεις χορηγούνται λόγω συγκεκριμένου προβλήματος ή κατάστασης που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Οι παρεκκλίσεις πρέπει να βασίζονται σε τουλάχιστον μία από τις επιλογές που αναφέρονται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχεία α), β), γ), δ) και ε). Ειδικές παρεκκλίσεις που δεν δικαιολογούνται από κανέναν από αυτούς τους λόγους/τις επιλογές είναι αντίθετες τόσο προς το πνεύμα και τον σκοπό της οδηγίας για τους οικοτόπους όσο και προς τη διατύπωση του άρθρου 16
.
Στην υπόθεση C-508/04
, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αυστριακή νομοθεσία δεν ήταν σύμφωνη με το άρθρο 16 παράγραφος 1 της οδηγίας, εν μέρει επειδή οι λόγοι παρέκκλισης που προβλέπει η αυστριακή νομοθεσία (δηλαδή εμπορική εκμετάλλευση γεωργικής ή δασοπονικής φύσεως, παραγωγή ποτών και κατασκευή εγκαταστάσεων) δεν ενέπιπταν σε κανέναν από τους λόγους/τις επιλογές που απαριθμούνται εξαντλητικά στο άρθρο 16 παράγραφος 1 της οδηγίας.
(3-18)
Κατά τη χορήγηση παρέκκλισης, ο επιδιωκόμενος σκοπός πρέπει να τεκμηριώνεται κατά τρόπο σαφή και ακριβή και η εθνική αρχή πρέπει να αποδεικνύει, ενόψει συγκεκριμένων επιστημονικών στοιχείων, ότι οι παρεκκλίσεις είναι κατάλληλες για την επίτευξη του σκοπού αυτού, πρέπει να αιτιολογεί την επιλογή ενός λόγους/μιας επιλογής βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ε) και να εξακριβώνει την εκπλήρωση των συγκεκριμένων προϋποθέσεων
.
α) Για να προστατεύεται η άγρια πανίδα και χλωρίδα και να διατηρούνται οι φυσικοί οικότοποι
(3-19) Ο πρώτος λόγος για τη χορήγηση παρέκκλισης είναι η προστασία της άγριας χλωρίδας και πανίδας και η διατήρηση των φυσικών οικοτόπων. Το άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο α) δεν προσδιορίζει ούτε το είδος της πανίδας, της χλωρίδας ή των φυσικών οικοτόπων που καλύπτονται ούτε το είδος των απειλών. Δεδομένου του γενικού στόχου της οδηγίας, τα ευάλωτα, σπάνια, απειλούμενα ή ενδημικά είδη και οι φυσικοί οικότοποι (για παράδειγμα, εκείνα που παρατίθενται στα παραρτήματα της οδηγίας για τους οικοτόπους) είναι πιθανότερο να καλύπτονται από αυτόν τον λόγο, ο οποίος θα αποσκοπούσε ουσιαστικά στη μείωση των αρνητικών επιπτώσεων ενός συγκεκριμένου είδους σε αυτά. Θα ήταν ασυνήθιστο να δοθεί προτεραιότητα στα συμφέροντα ενός είδους που είναι κοινό και ακμάζον έναντι των συμφερόντων ενός είδους που πληροί τα κριτήρια του άρθρου 1 στοιχείο ζ) της οδηγίας.
(3-20)
Η αρμόδια αρχή θα πρέπει να εξετάζει ενδελεχώς κατά πόσον τα συμφέροντα της προστασίας ενός οικοτόπου ή ενός είδους κοινοτικού ενδιαφέροντος μπορούν να δικαιολογήσουν το να πληγεί ένα άλλο είδος κοινοτικού ενδιαφέροντος, για παράδειγμα όταν ένα είδος θήραμα θα μπορούσε να απειληθεί τοπικά από ένα σαρκοφάγο είδος
, κατά περίπτωση. Προτού εξετάσει το ενδεχόμενο χορήγησης παρέκκλισης για την προστασία ενός είδους θηράματος, θα πρέπει να αξιολογεί και να αντιμετωπίζει όλες τις άλλες πιθανές απειλές (π.χ. υποβάθμιση των οικοτόπων, υπερβολική θήρα, ενόχληση, ανταγωνισμός από οικόσιτα είδη). Η αξιολόγηση θα πρέπει να καλύπτει την κατάσταση διατήρησης του είδους που καλύπτεται από την πιθανή παρέκκλιση σε σχέση με την κατάσταση διατήρησης «της πανίδας, της χλωρίδας και των οικοτόπων», τον μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στον πληττόμενο πληθυσμό ή πληθυσμούς, τη μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητα όσον αφορά τη μείωση της απειλής κ.λπ. Η αξιολόγηση θα πρέπει να ακολουθεί την αρχή της αναλογικότητας: Η ζημία που προκαλείται πρέπει να τελεί σε αναλογία προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.
β) Για να προλαμβάνονται σοβαρές ζημίες, ιδίως των καλλιεργειών, της κτηνοτροφίας, των δασών, των πληθυσμών ιχθύων και των υδάτων και ιδιοκτησιών άλλης μορφής
(3-21) Ο δεύτερος λόγος για τη χορήγηση παρέκκλισης είναι η πρόληψη σοβαρών ζημιών, ιδίως των καλλιεργειών, της κτηνοτροφίας, των δασών, των πληθυσμών ιχθύων, των υδάτων και ιδιοκτησιών άλλης μορφής. Η παρέκκλιση αυτή λαμβάνει υπόψη τα οικονομικά συμφέροντα και, όπως προαναφέρθηκε, οι ζημίες που πρέπει να προληφθούν πρέπει να είναι σοβαρές. Ωστόσο, ο κατάλογος δεν είναι εξαντλητικός· μπορεί να καλύπτει και ιδιοκτησίες άλλης μορφής. Οι σοβαρές ζημίες αφορούν συγκεκριμένα συμφέροντα, δηλαδή οδηγούν ή θα μπορούσαν να οδηγήσουν, μεταξύ άλλων, σε άμεση ή έμμεση οικονομική και/ή δημοσιονομική απώλεια, απώλεια της αξίας περιουσιακών στοιχείων ή απώλεια υλικού παραγωγής.
(3-22)
Ωστόσο, όπως επισήμανε το Δικαστήριο στην απόφασή του στην υπόθεση C-46/11, το άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο β) δεν επιτρέπει στις αρχές να παρεκκλίνουν από τις απαγορεύσεις που προβλέπονται στο άρθρο 12 απλώς και μόνο επειδή η συμμόρφωση με τις απαγορεύσεις αυτές επιβάλλει αλλαγή των δραστηριοτήτων γεωργίας, δασοκομίας και ιχθυοκαλλιέργειας. Στην υπόθεση C-46/11, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο β) δεν επιτρέπει παρέκκλιση από τις απαγορεύσεις του άρθρου 12 με την αιτιολογία ότι η τήρηση των εν λόγω απαγορεύσεων δεν θα επέτρεπε τη χρήση τεχνολογιών που χρησιμοποιούνται συνήθως στη γεωργία, τη δασοκομία ή την ιχθυοκαλλιέργεια
.
(3-23)
Αποφαινόμενο επί της παρεμφερούς διαδικασίας παρεκκλίσεως του άρθρου 9 της οδηγίας 2009/147/ΕΚ για τα πτηνά, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η οδηγία δεν αποσκοπεί στην πρόληψη ζημιών μικρής σημασίας, αλλά μόνο σοβαρών ζημιών, δηλαδή των οποίων η σοβαρότητα υπερβαίνει κάποιον βαθμό
. Επομένως, η απλή όχληση και οι συνήθεις επιχειρηματικοί κίνδυνοι δεν μπορούν να συνιστούν θεμιτούς λόγους για τη χορήγηση παρεκκλίσεων. Το τι θεωρείται σοβαρές ζημίες θα πρέπει να αξιολογείται κατά περίπτωση όταν ανακύπτει το ζήτημα.
(3-24)
Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας για τους οικοτόπους δεν απαιτεί την επέλευση σημαντικών ζημιών ως προϋπόθεση για τη λήψη μέτρων παρεκκλίσεως»
. Δεδομένου ότι η διάταξη αυτή αποσκοπεί στην αποτροπή σοβαρών ζημιών, δεν είναι απαραίτητο να έχουν ήδη επέλθει οι σοβαρές ζημίες· αρκεί η πιθανότητα πρόκλησης σοβαρών ζημιών. Ωστόσο, απλώς και μόνο η πιθανότητα επέλευσης ζημιών δεν αρκεί· η πιθανότητα επέλευσης ζημιών πρέπει να είναι υψηλή, όπως και η έκτασή τους. Η υψηλή πιθανότητα πρόκλησης σοβαρών ζημιών πρέπει να αποδεικνύεται με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία. Πρέπει επίσης να υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ο κίνδυνος σοβαρών ζημιών μπορεί να αποδοθεί σε μεγάλο βαθμό στο είδος το οποίο αφορά η παρέκκλιση και ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να προκληθούν σοβαρές ζημίες εάν δεν αναληφθεί δράση. Η εμπειρία του παρελθόντος θα πρέπει να καταδεικνύει ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα πρόκλησης ζημιών.
(3-25)
Κατά τη χορήγηση παρεκκλίσεων, τα κράτη μέλη πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξουν ότι οποιαδήποτε μέθοδος ελέγχου που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο της παρέκκλισης είναι αποτελεσματική και διαρκής όσον αφορά την πρόληψη ή τον περιορισμό των σοβαρών ζημιών, π.χ. ειδικά στοχευμένη στον τόπο και τον χρόνο επέλευσης ή πιθανής επέλευσης των ζημιών και στοχευμένη στα άτομα που προκαλούν τις ζημιές κ.λπ. Στην υπόθεση C-342/05
, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Φινλανδία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 12 παράγραφος 1 και του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας για τους οικοτόπους, επιτρέποντας τη θήρα λύκου προληπτικά, χωρίς να έχει αποδειχθεί ότι η θήρα θα απέτρεπε σοβαρές ζημίες κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχείο β). Ως εκ τούτου, οι παρεκκλίσεις θα πρέπει να στοχεύουν στην αναγκαία κλίμακα, ακόμη και σε κλίμακα ενός μεμονωμένου ατόμου (π.χ. μία αρκούδα που προκαλεί προβλήματα).
(3-26)
Παρεκκλίσεις για την πρόληψη σοβαρών ζημιών χορηγούνται κυρίως για είδη που έχουν σημαντικό αντίκτυπο σε διάφορους τομείς, όπως τα μεγάλα σαρκοφάγα, ο Castor fiber και, σε μικρότερο βαθμό, η Lutra lutra. Πρόκειται για τοπικά παραδείγματα ειδών των οποίων η παρουσία και η εξάπλωση μπορούν να οδηγήσουν σε ορισμένες συγκρούσεις με τα ανθρώπινα συμφέροντα σε διάφορα κράτη μέλη. Ο μετριασμός αυτών των συγκρούσεων μπορεί να απαιτεί την ανάπτυξη ολοκληρωμένων στρατηγικών διατήρησης και την προσαρμογή, όπου είναι δυνατόν, των ανθρώπινων πρακτικών που προκαλούν συγκρούσεις προκειμένου να αναπτυχθεί μια νοοτροπία συνύπαρξης. Μπορεί επίσης να απαιτείται η ανάπτυξη σχεδίων προσαρμοσμένων σε τοπικό επίπεδο στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του είδους και των δραστηριοτήτων που επηρεάζονται, τα οποία μπορεί να περιλαμβάνουν παρεκκλίσεις σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο β).
(3.27) Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει στηρίξει πολλά έργα και πρωτοβουλίες του προγράμματος LIFE στο πλαίσιο των οποίων έχουν καταρτιστεί κατευθυντήριες γραμμές ορθής πρακτικής για τη διαχείριση συγκρούσεων που αφορούν προστατευόμενα είδη (π.χ. πλατφόρμα της ΕΕ για τη συνύπαρξη ανθρώπων και μεγάλων σαρκοφάγων
που περιγράφεται στο πλαίσιο κατωτέρω). Σε αρκετά κράτη μέλη έχουν εκπονηθεί ειδικές ανά είδος κατευθυντήριες γραμμές σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο
. Όταν το σχέδιο είναι να επιδιωχθεί παρέκκλιση, είναι σκόπιμο να διερευνηθούν τα μέτρα, οι πρακτικές και τα μέσα που προτείνονται στις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές ή έχουν χρησιμοποιηθεί αλλού, προκειμένου να βρεθούν οι καλύτερες τοπικά προσαρμοσμένες λύσεις για τη μείωση των ζημιών και των συγκρούσεων, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας.
21 – Παράδειγμα ορθής πρακτικής: η πλατφόρμα της ΕΕ για τη συνύπαρξη ανθρώπων και μεγάλων σαρκοφάγων
Τέσσερα μεγάλα σαρκοφάγα είδη, η καφέ αρκούδα Ursus arctos, ο λύκος Canis lupus, ο ευρασιατικός λύγκας Lynx lynx και ο αδηφάγος Gulo gulo, συγκαταλέγονται μεταξύ των πιο απαιτητικών ομάδων ειδών όσον αφορά τη διατήρηση σε επίπεδο ΕΕ. Αυτό συμβαίνει διότι έχουν μεγάλες περιοχές κατανομής που υπερβαίνουν τα περιφερειακά και εθνικά σύνορα και ενδέχεται να έρχονται σε σύγκρουση με ανθρώπινες οικονομικές δραστηριότητες, όπως η γεωργία. Το ζήτημα περιπλέκεται περαιτέρω από το γεγονός ότι οι διάφοροι πληθυσμοί έχουν διαφορετική κατάσταση διατήρησης, διαφορετικά καθεστώτα προστασίας και διαχείρισης και διαφορετικά κοινωνικοοικονομικά πλαίσια.
Η πλατφόρμα της ΕΕ για τη συνύπαρξη ανθρώπων και μεγάλων σαρκοφάγων, η οποία υποστηρίζεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή από την έναρξή της το 2014, είναι μια ομάδα οργανώσεων που εκπροσωπούν διάφορες ομάδες συμφερόντων και έχουν συμφωνήσει στην εξής κοινή αποστολή της πλατφόρμας: «να προωθήσει τρόπους και μέσα για την ελαχιστοποίηση και, όταν είναι δυνατόν, την εξεύρεση λύσης στις περιπτώσεις όπου τα ανθρώπινα συμφέροντα έρχονται σε σύγκρουση με την παρουσία μεγάλων σαρκοφάγων ειδών, μέσα από την ανταλλαγή γνώσεων και τη συνεργασία με ανοιχτό, εποικοδομητικό τρόπο και αμοιβαίο σεβασμό». Στις συνεδριάσεις συμμετέχουν εκπρόσωποι διαφόρων ομάδων συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένων κυνηγών, ιδιοκτητών γης, βοσκών ταράνδων και ΜΚΟ για την προστασία της φύσης.
Η πλατφόρμα συγκεντρώνει πληροφορίες και ορθές πρακτικές από διάφορα κράτη μέλη και προωθεί τα πορίσματα στον ιστότοπό της και μέσω των διαύλων ενημέρωσής της. Η προώθηση και η υποστήριξη της θέσπισης μέτρων πρόληψης των ζημιών μέσω της χρηματοδότησης της ΕΕ για την αγροτική ανάπτυξη και η συλλογή και η αξιολόγηση περιπτωσιολογικών μελετών αποτελούν μακροχρόνια σκέλη των εργασιών της πλατφόρμας.
Το σχέδιο επικοινωνίας της πλατφόρμας περιγράφει τα διδάγματα που έχουν αντληθεί μέχρι σήμερα. Οι κοινές δραστηριότητες είναι πιο επιτυχείς, καθώς είναι ευκολότερο να υπάρξει συνεργασία με διάφορους ενδιαφερόμενους φορείς εάν αισθάνονται ότι εκπροσωπούνται τα συμφέροντά τους. Η παρουσία διεθνών εκπροσώπων από την πλατφόρμα και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις περιφερειακές εκδηλώσεις βοηθά όσον αφορά τόσο τα θέματα που καλύπτονται όσο και το γεγονός ότι οι συμμετέχοντες αισθάνονται ότι οι ανησυχίες τους ακούγονται από μια ευρύτερη ομάδα. Μετά τις εκδηλώσεις συμφωνούνται κατά κανόνα κοινές δηλώσεις, οι οποίες θέτουν τη βάση για μελλοντικές εκδηλώσεις και παρέχουν τη δυνατότητα αξιοποίησης προηγούμενων δραστηριοτήτων
.
22 – Παράδειγμα ορθής πρακτικής: Διαχείριση του ευρωπαϊκού κάστορα στη Γαλλία
Στη Γαλλία, ο ευρωπαϊκός κάστορας είναι αυστηρά προστατευόμενο είδος και η κατάσταση διατήρησής του βελτιώνεται. Ωστόσο, σε ορισμένες περιοχές, οι κάστορες προκαλούν ζημιές στη δασοκομία, καθώς μασούν δασοσυστάδες και δημιουργούν πλημμύρες σε δασικές εκτάσεις με τις δραστηριότητες κατασκευής φραγμάτων.
Κατόπιν της κατ’ επανάληψη εμφάνισης τέτοιου είδους ζημιών, τα θιγόμενα άτομα και οργανώσεις ζήτησαν από τις εθνικές αρχές να χορηγήσουν παρεκκλίσεις από την αυστηρή προστασία του είδους. Η συνέχιση της σύγκρουσης θα μπορούσε να οδηγήσει σε παράνομη θανάτωση ατόμων ή ανεξέλεγκτες επεμβάσεις στους οικοτόπους του είδους (καταστροφή φραγμάτων) που επηρεάζουν τη διατήρηση των πληθυσμών σε ορισμένες περιοχές. Για την εξεύρεση ικανοποιητικής λύσης που να συνάδει με την κατάσταση διατήρησης του είδους και τη συμβολική της σημασία, έχουν χορηγηθεί παρεκκλίσεις για τη μετακίνηση ζώων σε άλλες περιοχές, όταν ήταν αναγκαίο και σε περίπτωση που αποδείχθηκαν ανεπαρκή άλλα μέτρα τα οποία ελήφθησαν για την προώθηση της συνύπαρξης με το είδος. Ωστόσο, η εκτέλεση αυτής της εργασίας δεν είναι εύκολη και απαιτεί την αποδοχή των ενδιαφερόμενων μερών στη νέα περιοχή, τα οποία ενδέχεται επίσης να φοβούνται τις μελλοντικές επιπτώσεις του είδους.
Αντιμέτωπη με την κατάσταση αυτή, η εθνική υπηρεσία για το κυνήγι και την άγρια πανίδα (ONCFS — Office national de la chasse et de la faune sauvage) έχει δημιουργήσει ένα τεχνικό δίκτυο για τους κάστορες, στο οποίο συμμετέχουν εμπειρογνώμονες, με σκοπό την απόκτηση γνώσεων σχετικά με το είδος και την παροχή επιτόπιας βοήθειας σε άτομα που πλήττονται από ζημίες που προκαλούνται από κάστορες. Βάσει της αποκτηθείσας πείρας καταρτίζεται επί του παρόντος καθοδήγηση ορθών πρακτικών για την πρόληψη ζημιών σε φυτείες δένδρων και τη συμφιλίωση της διατήρησης της οικολογικής λειτουργικότητας των οικοτόπων του είδους με την πρόληψη των πλημμυρών.
Σταδιακά, αναπτύσσονται μέτρα που αποσκοπούν στη μείωση των συγκρούσεων και, ως εκ τούτου, η αποτελεσματικότητά τους πρέπει να αξιολογηθεί μακροπρόθεσμα. Τα μέτρα αυτά είναι ποικίλα και περιλαμβάνουν τεχνικές λύσεις όπως η εγκατάσταση συστημάτων που αποτρέπουν την εκσκαφή από κάστορες, οι αγωγοί για κάστορες, οι διατάξεις ελέγχου ροής για κάστορες, η μηχανική προστασία των δένδρων και των καλλιεργειών με τη χρήση περιβλημάτων, ξύλινων φρακτών ή ηλεκτρικών φρακτών, καθώς και η χρήση παρεκκλίσεων για την αφαίρεση, τη μετατόπιση ή το ροκάνισμα φραγμάτων κ.λπ. Τα μέτρα αυτά λαμβάνονται κατά περίπτωση.
Σε ευρύτερη κλίμακα, καταρτίζονται τοπικά σχέδια διαχείρισης με διαφοροποιημένους τομείς δράσης ανάλογα με τον κίνδυνο και συναφή μέτρα πρόληψης, μετριασμού και αντιστάθμισης. Μπορεί να περιλαμβάνεται η δημιουργία φυσικών περιοχών όπου η αποκατάσταση των οικοτόπων καστόρων και τα φράγματα καστόρων μπορούν να δημιουργήσουν υγροτόπους. Τα μέτρα διαχείρισης περιλαμβάνουν επίσης την παρακολούθηση του είδους και των επιπτώσεών του, καθώς και δραστηριότητες επικοινωνίας και ενημέρωσης.
γ) Για λόγους δημόσιας υγείας και ασφαλείας ή για άλλους επιτακτικούς λόγους προέχοντος δημοσίου συμφέροντος, συμπεριλαμβανομένων τυχόν λόγων κοινωνικού ή οικονομικού χαρακτήρα και ευεργετικών συνεπειών πρωταρχικής σημασίας για το περιβάλλον
(3-28) Ο τρίτος πιθανός λόγος για τη χορήγηση παρέκκλισης είναι «επιτακτικοί λόγοι προέχοντος δημοσίου συμφέροντος». Η έννοια αυτή δεν ορίζεται στην οδηγία, αλλά στην παράγραφο αναφέρονται λόγοι δημόσιου συμφέροντος, όπως η δημόσια υγεία και η δημόσια ασφάλεια. Καλύπτονται επίσης άλλοι μη προσδιοριζόμενοι λόγοι, όπως λόγοι κοινωνικού ή οικονομικού χαρακτήρα, λόγοι που έχουν ευεργετικές συνέπειες πρωταρχικής σημασίας για το περιβάλλον κ.λπ. (ο κατάλογος δεν είναι εξαντλητικός).
(3-29) Σε άλλους τομείς του δικαίου της ΕΕ όπου εμφανίζονται παρόμοιες έννοιες, όπως η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αποφανθεί ότι επιτακτικοί λόγοι ή δημόσιο συμφέρον δικαιολογούν εθνικά μέτρα που περιορίζουν την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας. Στο πλαίσιο αυτό, έχει αναγνωρίσει τη δημόσια υγεία, την προστασία του περιβάλλοντος και την επιδίωξη θεμιτών στόχων οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής ως τέτοιους επιτακτικούς λόγους.
(3-30)
Η ίδια έννοια περιλαμβάνεται και στο άρθρο 6 παράγραφος 4 της οδηγίας. Μέχρι στιγμής, το Δικαστήριο δεν έχει εκδώσει νομολογία σχετικά με τον τρόπο ερμηνείας της συγκεκριμένης έννοιας, αλλά μπορεί να θεωρηθεί ότι η απόδειξη των επιτακτικών λόγων για ένα σχέδιο ή έργο θα πρέπει να ισχύει εξίσου για τις παρεκκλίσεις. Η ανάλυση της Επιτροπής στο έγγραφο καθοδήγησης για το άρθρο 6
είναι χρήσιμη για την επεξήγηση αυτής της έννοιας.
(3-31)
Πρώτον, από τη διατύπωση προκύπτει σαφώς ότι μόνο τα δημόσια συμφέροντα, τα οποία προωθούνται είτε από δημόσιους είτε από ιδιωτικούς φορείς, μπορούν να σταθμιστούν με τους στόχους διατήρησης της οδηγίας. Ως εκ τούτου, τα έργα που είναι εξ ολοκλήρου προς το συμφέρον εταιρειών ή ιδιωτών δεν θεωρούνται κατά κανόνα ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον.
(3-32)
Δεύτερον, πρέπει να υπογραμμιστεί ο «επιτακτικός» χαρακτήρας αυτού του δημόσιου συμφέροντος. Αυτό σημαίνει ότι δεν αρκεί ένα οποιοδήποτε δημόσιο συμφέρον κοινωνικού ή οικονομικού χαρακτήρα, ιδίως όταν εξετάζεται σε αντιδιαστολή με τη βαρύτητα των συμφερόντων που προστατεύει η οδηγία. Εν προκειμένω απαιτείται προσεκτική εξισορρόπηση των συμφερόντων. Είναι επίσης εύλογο να υποτεθεί ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, το δημόσιο συμφέρον πιθανότατα θα προέχει μόνο εάν πρόκειται για μακροπρόθεσμο συμφέρον: τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα που αποφέρουν μόνο βραχυπρόθεσμα οφέλη δεν θα επαρκούσαν για να αντισταθμίσουν το μακροπρόθεσμο συμφέρον της διατήρησης των ειδών.
(3-33)
Η αρμόδια αρχή πρέπει να εξετάζει διεξοδικά τον «επιτακτικό» χαρακτήρα του δημόσιου συμφέροντος κατά περίπτωση και να επιτυγχάνει κατάλληλη ισορροπία με το γενικό δημόσιο συμφέρον για την επίτευξη των στόχων της οδηγίας. Φαίνεται εύλογο να θεωρηθεί, όπως και για το άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο β), ότι η χρήση παρεκκλίσεων βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχείο γ) δεν απαιτεί την πρόκληση ζημιών στην ανθρώπινη υγεία ή ασφάλεια του ανθρώπου πριν από τη λήψη μέτρων παρέκκλισης. Ωστόσο, όταν κάνουν χρήση αυτής της παρέκκλισης, τα κράτη μέλη πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξουν, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, την ύπαρξη σχέσης μεταξύ της παρέκκλισης και των προαναφερθέντων στόχων προέχοντος δημόσιου συμφέροντος.
(3-34) Ενδέχεται να απαιτούνται παρεκκλίσεις για είδη για λόγους προέχοντος δημόσιου συμφέροντος όσον αφορά σχέδια ή έργα που επηρεάζουν τόπους Natura 2000, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων του άρθρου 6 παράγραφοι 3-4. Συνεπώς, τα μέτρα πρόληψης, μετριασμού και αντιστάθμισης που προβλέπονται στο άρθρο 6 θα πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη τα είδη τα οποία αφορούν οι παρεκκλίσεις. Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέπεια και ο εξορθολογισμός των διαδικασιών του άρθρου 16 με τις αξιολογήσεις του άρθρου 6, είναι σκόπιμο να εξορθολογιστεί επίσης, κατά περίπτωση, η επαλήθευση των προϋποθέσεων παρέκκλισης (έλλειψη ικανοποιητικών εναλλακτικών λύσεων και δυσμενών επιπτώσεων στο είδος) στο πλαίσιο της δέουσας εκτίμησης, κατά περίπτωση.
23 – Ορθές πρακτικές που εφαρμόζονται κατά τη χορήγηση παρεκκλίσεων βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχείο γ)
Σύμφωνα με μια επισκόπηση των εκθέσεων παρεκκλίσεων των κρατών μελών, το άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο γ) («για άλλους επιτακτικούς λόγους προέχοντος δημοσίου συμφέροντος») είναι ένας από τους πιο συχνούς λόγους για τη χορήγηση παρέκκλισης σε πολλές χώρες. Οι παρεκκλίσεις αυτές συνδέονται συνήθως με κατασκευαστικά έργα, συχνά στο πλαίσιο αναπτυξιακών έργων ή σχεδίων. Οι επιτρεπόμενες δραστηριότητες συχνά οδηγούν σε ενόχληση των ειδών, σε βλάβη ή καταστροφή των τόπων ανάπαυσης ή αναπαραγωγής και ενίοτε στη θανάτωση ζώων. Οι παρεκκλίσεις αυτές αφορούν στις περισσότερες περιπτώσεις πολλαπλά είδη και συχνά επηρεάζουν νυχτερίδες, αμφίβια και ερπετά, καθώς και έντομα και άλλα θηλαστικά.
Τα κράτη μέλη έχουν καθορίσει διάφορα μέτρα που πρέπει να εφαρμόζονται πριν από τη χορήγηση αυτών των παρεκκλίσεων, καθώς και κατά τη διάρκεια και μετά την εφαρμογή τους. Τα μέτρα περιλαμβάνουν:
–μελέτη σκοπιμότητας για όλες τις εναλλακτικές επιλογές, σταθμίζοντας τον αντίκτυπο σε άλλα είδη ή οικοτόπους, καθώς και άλλες οικολογικές/κοινωνικές/οικονομικές πτυχές·
–αξιολόγηση των επιπτώσεων της δραστηριότητας στο είδος, τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά το πέρας των εργασιών·
–ρυθμίσεις για την ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιπτώσεων (χρόνος εργασίας, επίβλεψη από οικολόγους κ.λπ.)·
–μέτρα για την αύξηση της ελκυστικότητας και της προσβασιμότητας του τόπου για το είδος μετά τις εργασίες·
–παροχή προσωρινών καταφυγίων σε περίπτωση που ο οικότοπος δεν είναι διαθέσιμος·
–αντισταθμιστικά μέτρα, όπως ένας χώρος αντικατάστασης κοντά στην περιοχή του έργου πριν από την έναρξη των εργασιών ή εντός του νέου έργου μετά την ολοκλήρωσή του·
–παρακολούθηση των αλλαγών στη χρήση του τόπου και της ανταπόκρισης του πληγέντος πληθυσμού στα ληφθέντα μέτρα·
–σύστημα ελέγχου για την παρακολούθηση της εφαρμογής της παρέκκλισης, ώστε να εξασφαλίζεται ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις·
–μελέτη σχετικά με την κατάσταση διατήρησης των ειδών που επηρεάζονται στην περιοχή φυσικής κατανομής τους·
–εφαρμογή διαδικασιών που προβλέπονται σε ειδικές κατευθυντήριες γραμμές για την εκτέλεση των εργασιών.
Ορισμένα από τα μέτρα αυτά είναι αναγκαία για να εξασφαλιστεί ότι οι παρεκκλίσεις δεν είναι επιζήμιες για την κατάσταση διατήρησης των πληθυσμών των οικείων ειδών. Άλλα υπερβαίνουν τις απαιτήσεις, δεδομένου ότι μπορούν επίσης να βελτιώσουν ενεργά τις αρχικές συνθήκες του τόπου ή να δημιουργήσουν νέους, ευρύτερους ή καταλληλότερους οικοτόπους.
Τα μέτρα αυτά είναι παρόμοια με εκείνα που προβλέπονται στις διαδικασίες αξιολόγησης βάσει του άρθρου 6 παράγραφοι 3 και 4. Όταν οι παρεκκλίσεις του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχείο γ) συνδέονται με έργα ή σχέδια που υπόκεινται στο άρθρο 6 (για παράδειγμα, για την καταστροφή οικοτόπων ειδών του παραρτήματος II/IV εντός τόπου Natura 2000), είναι δυνατή η διενέργεια αξιολόγησης με βάση τα κριτήρια του άρθρου 16 και ο καθορισμός περαιτέρω μέτρων στο πλαίσιο της δέουσας αξιολόγησης. Η προσέγγιση αυτή εξοικονομεί χρόνο και αποφεύγει το κόστος της διπλής αξιολόγησης, διασφαλίζοντας παράλληλα τη συνοχή όσον αφορά την εκπλήρωση των απαιτήσεων των άρθρων 6 και 16 και παράγοντας ένα πιο ολοκληρωμένο αποτέλεσμα όσον αφορά την επίτευξη των στόχων διατήρησης.
δ) Για εκπαιδευτικούς και ερευνητικούς λόγους, για λόγους αποκατάστασης πληθυσμών και επανεισαγωγής των εν λόγω ειδών και για επιχειρήσεις αναπαραγωγής που απαιτούνται για τους σκοπούς αυτούς, συμπεριλαμβανομένης της τεχνητής αναπαραγωγής των φυτών
(3-35)
Οι εν λόγω παρεκκλίσεις μπορούν, για παράδειγμα, να αφορούν τη σήμανση μερικών ατόμων ενός είδους για ερευνητικούς σκοπούς (π.χ. ραδιοκολάρα) με σκοπό την καλύτερη κατανόηση της συμπεριφοράς τους ή στο πλαίσιο έργων διατήρησης που αποσκοπούν στην επανεισαγωγή ειδών. Για ερευνητικά έργα θα πρέπει, προφανώς, να εξετάζεται η χρήση εναλλακτικών μεθόδων. Για παράδειγμα, σε περίπτωση που η έρευνα περιλαμβάνει τη θανάτωση ενός ζώου, θα πρέπει να ενθαρρύνεται η χρήση σφαγίων ή δειγμάτων από ζώα που θανατώνονται για άλλους λόγους
. Επίσης, είναι απαραίτητο να καταδεικνύεται ότι ο σκοπός της εν λόγω έρευνας υπερτερεί των συμφερόντων αυστηρής προστασίας του είδους.
(3-36) Η συλλογή αυγών, η αιχμαλώτιση και η αναπαραγωγή υπό συνθήκες αιχμαλωσίας, η μετατόπιση κ.λπ. είναι δυνατόν να επιτρέπονται για σκοπούς επανεμπλουτισμού μειωμένων πληθυσμών, την αύξηση της γενετικής ποικιλότητας ή την επανεισαγωγή ενός είδους. Ωστόσο, παρότι ο σκοπός των εν λόγω παρεκκλίσεων είναι η διατήρηση του είδους, μπορεί να έχουν διάφορες πιθανές αρνητικές επιπτώσεις, π.χ. σε οικολογικές, κοινωνικές και οικονομικές πτυχές και παραμέτρους που σχετίζονται με την καλή διαβίωση των ζώων. Ως εκ τούτου, όσον αφορά τη χορήγηση αυτού του είδους των παρεκκλίσεων, συνιστάται να χρησιμοποιούνται τα βέλτιστα διαθέσιμα στοιχεία, μηχανισμοί, εργαλεία (IUCN Guidelines for Reintroductions and Other Conservation Translocations
) καθώς και η σχετική εμπειρία με συγκεκριμένα είδη, ώστε να αυξάνεται η πιθανότητα επιτυχίας και να προλαμβάνονται οι πιθανοί κίνδυνοι για τα επανεισαχθέντα ή άλλα είδη.
Όταν το είδος του οποίου ο πληθυσμός πρόκειται να αποκατασταθεί ή το οποίο πρόκειται να επανεισαχθεί περιλαμβάνεται τόσο στο παράρτημα IV όσο και στο παράρτημα II της οδηγίας για τους οικοτόπους, και οι περιοχές προορισμού βρίσκονται έξω από τις περιοχές Natura 2000, οι αρχές θα πρέπει να αξιολογούν επίσης τη δυνατότητα/ανάγκη να ορίζουν τις βασικές περιοχές αναπαραγωγής και σίτισης του αποκαθιστώμενου ή του επανεισαγόμενου πληθυσμού είδους ως Natura 2000, ιδίως για τα είδη προτεραιότητας. Επιπλέον, οι πιθανές εναλλακτικές λύσεις ως προς την επανεισαγωγή ή τη μετατόπιση πρέπει να έχουν προηγουμένως κριθεί λιγότερο αποτελεσματικές ή πρέπει να έχει προηγουμένως καταδειχθεί ότι δεν αποτελούν εφικτές λύσεις για την επίτευξη των συγκεκριμένων και σαφώς καθορισμένων στόχων διατήρησης στο πλαίσιο της επανεισαγωγής ή της μετατόπισης.
ε) Για να επιτρέπεται, υπό όρους αυστηρά ελεγχόμενους, η επιλεκτική και ποσοτικά περιορισμένη αιχμαλώτιση ή κράτηση περιορισμένου αριθμού, προσδιορισμένου από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, ατόμων των ειδών που απαριθμούνται στο παράρτημα IV
(3-37) Ο πέμπτος και τελευταίος λόγος για την έκδοση παρέκκλισης είναι η επιλεκτική και ποσοτικά περιορισμένη αιχμαλώτιση ή η κράτηση μερικών ατόμων των ειδών που απαριθμούνται στο παράρτημα IV, υπό όρους αυστηρά ελεγχόμενους.
(3-38) Σε αντίθεση με τις διατάξεις του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ), το άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο ε) δεν ορίζει έναν στόχο προς επίτευξη κατά τη χρήση της εν λόγω παρέκκλισης. Ωστόσο, όταν γίνεται επίκληση του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχείο ε) πρέπει επίσης να παρέχεται ένας σκοπός, ο οποίος πρέπει να δικαιολογείται πλήρως. Ο στόχος πρέπει επίσης να συνάδει με τους συνολικούς στόχους της οδηγίας. Το ΔΕΕ διευκρίνισε στην υπόθεση C-674/17 ότι «οι σκοποί των οποίων γίνεται επίκληση προς στήριξη παρεκκλίσεως πρέπει να ορίζονται κατά τρόπο σαφή και ακριβή στην απόφαση περί παρεκκλίσεως». Το Δικαστήριο θεωρεί εξάλλου ότι παρέκκλιση βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας για τους οικοτόπους «αφορά επομένως μόνο μια συγκεκριμένη ρύθμιση καθορισμένων περιπτώσεων για να αντιμετωπιστούν συγκεκριμένες ανάγκες και ειδικές καταστάσεις»
. Ως εκ τούτου, είναι σαφές ότι πρέπει να υπάρχει συγκεκριμένος σκοπός για τη θέσπιση παρέκκλισης.
(3-39) Στην υπόθεση C-674/17
, το ΔΕΕ έκρινε ότι «ο σκοπός μιας παρεκκλίσεως που στηρίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο ε), της οδηγίας περί οικοτόπων δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να συγχέεται με τους σκοπούς των παρεκκλίσεων που στηρίζονται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ) της οδηγίας, οπότε η πρώτη διάταξη μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για τη θέσπιση παρεκκλίσεως μόνον όταν δεν χωρεί εφαρμογή των λοιπών διατάξεων» και ότι «το άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο ε), της οδηγίας περί οικοτόπων δεν μπορεί να αποτελέσει γενική νομική βάση για να επιτραπούν παρεκκλίσεις από το άρθρο 12 παράγραφος 1 της οδηγίας, διότι θα καθιστούσε τις λοιπές περιπτώσεις του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας και το εν λόγω αυστηρό καθεστώς προστασίας άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας».
Ως εκ τούτου, το άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο ε) δεν αποτελεί γενική νομική βάση για τη χορήγηση παρεκκλίσεων, αλλά μπορεί να εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση που οι σκοποί που επιδιώκονται με την παρέκκλιση δεν εμπίπτουν στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ). Διαφορετικά, οι διατάξεις του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ) και το αυστηρό καθεστώς προστασίας θα καθίσταντο άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το ΔΕΕ αντιμετώπισε ρητώς το πρόβλημα της λαθροθηρίας ενός προστατευόμενου είδους, το οποίο αναγνωρίζει ως σημαντικό πρόβλημα όσον αφορά τη διατήρηση των απειλούμενων ειδών. Το δικαστήριο αναγνώρισε ότι, κατ’ αρχήν, η καταπολέμηση της λαθροθηρίας μπορεί να προβληθεί ως μέθοδος που συμβάλλει στη διατήρηση ή την αποκατάσταση σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως του συγκεκριμένου είδους και, επομένως, ως σκοπός που καλύπτεται από το άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της οδηγίας περί οικοτόπων
.
(3-40) Από την απόφαση στην υπόθεση C-674/17 προκύπτει ότι το άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο ε) δεν περιορίζει το εύρος των σκοπών που μπορούν να επιδιώκονται νομίμως με μια παρέκκλιση. Πέραν της καταπολέμησης της λαθροθηρίας, άλλοι λόγοι μπορούν επίσης να δικαιολογήσουν τη χρήση του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχείο ε), υπό την προϋπόθεση ότι ο σκοπός της παρέκκλισης συνάδει με τον συνολικό στόχο της οδηγίας σε ό,τι αφορά τη διατήρηση και την αποκατάσταση της ικανοποιητικής κατάστασης διατηρήσεως του συγκεκριμένου είδους.
Ωστόσο, στην υπόθεση C-674/17, το ΔΕΕ έκρινε επίσης ότι «εναπόκειται στην εθνική αρχή να τεκμηριώσει, βάσει αυστηρώς επιστημονικών στοιχείων, περιλαμβανομένων, ενδεχομένως, συγκριτικών στοιχείων σχετικά με τις συνέπειες της θήρας διαχειρίσεως επί της καταστάσεως διατηρήσεως των λύκων, την εικασία ότι η χορήγηση αδειών θήρας διαχειρίσεως μπορεί πράγματι να οδηγήσει σε μείωση της παράνομης θήρας, και τούτο σε τέτοιο βαθμό ώστε να έχει θετικό αποτέλεσμα στην κατάσταση διατηρήσεως του πληθυσμού των λύκων, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τον αριθμό των προβλεπομένων κατά παρέκκλιση αδειών και των πλέον πρόσφατων εκτιμήσεων του αριθμού των παρανόμων συλλήψεων»
.
Το ΔΕΕ υπογράμμισε επίσης ότι «πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ύπαρξη απλώς και μόνον παράνομης δραστηριότητας όπως η λαθροθηρία ή οι δυσκολίες στις οποίες προσκρούει στην πράξη ο έλεγχός της δεν αρκούν για την απαλλαγή ενός κράτους μέλους από την υποχρέωσή του να διασφαλίζει την προστασία των προστατευόμενων δυνάμει του παραρτήματος IV της οδηγίας περί οικοτόπων ειδών». Σε μια τέτοια περίπτωση, οφείλει, αντιθέτως, να ευνοήσει τον αυστηρό και αποτελεσματικό έλεγχο της παράνομης αυτής δραστηριότητας, αφενός, και την εφαρμογή μέσων που δεν συνεπάγονται τη μη τήρηση των απαγορεύσεων που προβλέπονται στα άρθρα 12 έως 14, καθώς και στο άρθρο 15 στοιχεία α) και β) της οδηγίας, αφετέρου».
(3-41) Ακόμη και αν έχει καταδειχθεί ότι μια παρέκκλιση στηρίζεται σε νόμιμο σκοπό που πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις, μπορεί να χορηγείται μόνον εφόσον πληροί επίσης σειρά άλλων κριτηρίων, δηλαδή πρέπει να αφορά μόνο περιορισμένο αριθμό ατόμων του είδους, πρέπει να εφαρμόζεται σε επιλεκτική και ποσοτικά περιορισμένη βάση και υπό όρους αυστηρά ελεγχόμενους
. Στη συνέχεια διερευνάται καθένα από τα εν λόγω κριτήρια.
·Περιορισμένος αριθμός
(3-42)
Αυτό είναι ένα σχετικό κριτήριο το οποίο πρέπει να συγκρίνεται με το επίπεδο του πληθυσμού ενός είδους, την ετήσια αναπαραγωγή και θνησιμότητά του και συνδέεται άμεσα με την κατάσταση διατηρήσεώς του
. Συνεπώς, είναι απολύτως απαραίτητο να καθοριστεί ένα όριο για τον αριθμό των ατόμων που μπορούν να αιχμαλωτίζονται/κρατούνται. Στην υπόθεση C-674/17, το ΔΕΕ διευκρίνισε ότι ο αριθμός αυτός εξαρτάται από το επίπεδο του πληθυσμού (αριθμό ατόμων), την κατάσταση διατηρήσεώς του και τα βιολογικά χαρακτηριστικά του. Ο «περιορισμένος αριθμός» θα πρέπει να προσδιορίζεται, με ευθύνη της αρμόδιας εθνικής αρχής, με βάση αυστηρά επιστημονικά γεωγραφικά, κλιματικά, περιβαλλοντικά και βιολογικά δεδομένα και λαμβανομένων υπόψη των ρυθμών αναπαραγωγής και της συνολικής ετήσιας θνησιμότητας από φυσικά αίτια αλλά και απώλειες λόγω άλλων αιτίων όπως ατυχήματα, άλλες παρεκκλίσεις [π.χ. βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχείο β)] και άτομα, τα οποία «λείπουν».
Πρέπει επίσης να διασφαλίζεται ότι ο αριθμός των αιχμαλωτιζόμενων ζώων δεν συνεπάγεται κίνδυνο σημαντικών αρνητικών επιπτώσεων στη δομή του εν λόγω πληθυσμού, ακόμη και αν δεν είναι καθαυτός επιζήμιος για τη διαφύλαξη της ικανοποιητικής κατάστασης διατηρήσεως των πληθυσμών του οικείου είδους στην περιοχή της φυσικής τους κατανομής
. Ο «περιορισμένος αριθμός» πρέπει να αναφέρεται σαφώς στις αποφάσεις παρεκκλίσεων
. Το εν λόγω όριο θα πρέπει να προσδιορίζεται σε επίπεδο πληθυσμού· για αυτόν τον σκοπό, απαιτείται ο συντονισμός όλων των οικείων μονάδων διαχείρισης. Όσον αφορά σπονδυλωτά με μεγάλη περιοχή κατανομής και διασυνοριακούς πληθυσμούς, όπως τα μεγάλα σαρκοφάγα, τα κράτη μέλη με κοινό πληθυσμό πρέπει να συντονίζονται ώστε να διαμορφώνουν κοινή θέση σχετικά με το ποιος μπορεί να θεωρείται περιορισμένος αριθμός για τους σκοπούς της χορήγησης παρεκκλίσεων.
(3-43) Δεν θα πρέπει να χορηγούνται παρεκκλίσεις σε περίπτωση που υπάρχει κίνδυνος η παρέκκλιση να έχει σημαντικές αρνητικές συνέπειες στη διατήρηση του οικείου τοπικού πληθυσμού από ποσοτική ή ποιοτική (π.χ. στη δομή του πληθυσμού) άποψη (βλ. επίσης κεφάλαιο 3.2.3). Δεδομένου ότι όλες οι παρεκκλίσεις πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να πληρούν τον ακριβή όρο του άρθρου 16 παράγραφος 1 «να μην παραβλάπτουν τη διατήρηση, σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως, των πληθυσμών των συγκεκριμένων ειδών στην περιοχή της φυσικής τους κατανομής», η ρητή αναφορά στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο ε) σε «περιορισμένο αριθμό» υποδηλώνει ότι ο νομοθέτης αποσκοπούσε σε υψηλότερο επίπεδο περιορισμού.
(3-44)
Η έννοια του «περιορισμένου αριθμού» για αυστηρά προστατευόμενα είδη είναι πολύ πιο περιοριστική απ’ ό,τι η «μέγιστη βιώσιμη ποσόστωση» ή η «βέλτιστη βιώσιμη απόδοση» για είδη που υπόκεινται σε διαχείριση της θήρευσης και απαριθμούνται στο παράρτημα V της οδηγίας. Ο όρος περί «περιορισμένου αριθμού» συνάδει με τον βαθμό προστασίας στον οποίο αποσκοπεί η οδηγία για τα μη εκμεταλλεύσιμα είδη. Ο όρος είναι πιο περιοριστικός σε σχέση με τον γενικό όρο παρέκκλισης περί διασφάλισης της παραμονής των πληθυσμών των οικείων ειδών σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως. Ως εκ τούτου, είναι πιο περιοριστικός σε σχέση με τη «βιώσιμη» χρήση που απαιτείται για τα είδη του παραρτήματος V βάσει του άρθρου 14, γεγονός που διασφαλίζει ότι η εκμετάλλευσή τους συνάδει με την παραμονή του είδους σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως
.
(3-45)
Το όριο του «περιορισμένου αριθμού» θα πρέπει να καθοριστεί βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων για κάθε είδος, καθότι εξαρτάται από τις οικολογικές απαιτήσεις του κάθε είδους. Τα εν λόγω κριτήρια μπορεί να είναι, μεταξύ άλλων, η χωρική κλίμακα κατανομής, ο κατακερματισμός του οικοτόπου και του τοπίου, η διαθεσιμότητα θηραμάτων, η κοινωνική οργάνωση του είδους, οι μορφές και τα επίπεδα των απειλών, συμπεριλαμβανομένων των ασθενειών, της ρύπανσης και των ρύπων, της παράνομης και ακούσιας θανάτωσης και της κλιματικής αλλαγής. Σε κάθε περίπτωση, το ανώτατο όριο του «περιορισμένου αριθμού» «πρέπει να καθορίζεται βάσει συγκεκριμένων επιστημονικών στοιχείων»
.
·Υπό όρους αυστηρά ελεγχόμενους, επιλεκτικά και ποσοτικά περιορισμένη
(3-46) Αυτή η προϋπόθεση καταδεικνύει σαφώς ότι ο νομοθέτης της ΕΕ σκόπευε να θέσει σημαντικούς περιορισμούς. Η αρχή των αυστηρά ελεγχόμενων όρων υποδηλώνει επίσης ότι οποιαδήποτε χρήση αυτού του είδους της παρέκκλισης πρέπει να προϋποθέτει σαφείς άδειες οι οποίες πρέπει να σχετίζονται με συγκεκριμένα άτομα ή ομάδες ατόμων, περιοχές, χρονικές στιγμές και ποσότητες. Ο όρος «ποσοτικά περιορισμένη» υποστηρίζει αυτή την ερμηνεία. Επίσης, υποδηλώνει την ανάγκη αυστηρών εδαφικών, χρονικών και προσωπικών ελέγχων για την επιβολή των παρεκκλίσεων και τη διασφάλιση της συμμόρφωσης.
(3-47)
Ακολούθως, η αρχή της επιλεκτικότητας σημαίνει ότι η υπό εξέταση δραστηριότητα πρέπει να έχει πολύ συγκεκριμένα αποτελέσματα, δηλαδή να στοχεύει μερικά άτομα ενός είδους ή ακόμη και ένα φύλο ή ηλικία του εν λόγω είδους (π.χ. μόνο ώριμα αρσενικά), αποκλείοντας όλα τα υπόλοιπα. Η εν λόγω προσέγγιση υποστηρίζεται από το ότι στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο ε) ορίζεται ότι η σύλληψη ή η κράτηση πρέπει να περιορίζεται σε «μερικά δείγματα». Υποδηλώνει επίσης ότι ορισμένες τεχνικές πτυχές της χρησιμοποιούμενης μεθόδου θα πρέπει να καταδεικνύουν κατά τρόπο επαληθεύσιμο την ύπαρξη επιλεκτικότητας.
Στην υπόθεση, το ΔΕΕ υπογράμμισε την εν λόγω πτυχή: «Όσον αφορά, εν συνεχεία, τις προϋποθέσεις επιλεκτικότητας και περιορισμού της συλλήψεως ή της κρατήσεως ορισμένων δειγμάτων ειδών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι επιβάλλουν να ορίζεται, στο πλαίσιο της παρεκκλίσεως, ο πλέον περιορισμένος, συγκεκριμένος και πρόσφορος αριθμός δειγμάτων, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού που επιδιώκεται με την εν λόγω παρέκκλιση. Επομένως, μπορεί να είναι αναγκαίο, λαμβανομένου υπόψη του επιπέδου του πληθυσμού του οικείου είδους, της καταστάσεως της διατηρήσεώς του και των βιολογικών χαρακτηριστικών του, η παρέκκλιση να περιορίζεται όχι μόνο στο οικείο είδος ή στους τύπους ή στις ομάδες των δειγμάτων του, αλλά και στα ατομικώς προσδιοριζόμενα δείγματα»
.
Στην ίδια απόφαση διευκρινιζόταν ότι ο όρος «υπό όρους αυστηρά ελεγχόμενους» συνεπάγεται ότι «… ιδίως, ότι οι προϋποθέσεις αυτές καθώς και ο τρόπος με τον οποίο διασφαλίζεται η τήρησή τους καθιστούν δυνατό να διασφαλιστεί ο επιλεκτικός και περιορισμένος χαρακτήρας των συλλήψεων ή της κρατήσεως των δειγμάτων των οικείων ειδών. Ως εκ τούτου, για κάθε παρέκκλιση δυνάμει της διατάξεως αυτής, η αρμόδια εθνική αρχή πρέπει, πριν την επιτρέψει, να βεβαιώνεται για την τήρηση των προβλεπομένων σε αυτήν προϋποθέσεων και να παρακολουθεί τις συνέπειές της a posteriori. Πράγματι, η εθνική νομοθεσία πρέπει να διασφαλίζει ότι η νομιμότητα των αποφάσεων με τις οποίες επιτρέπονται παρεκκλίσεις βάσει της διατάξεως αυτής και ο τρόπος με τον οποίον οι εν λόγω αποφάσεις εφαρμόζονται, περιλαμβανομένης της τηρήσεως των προϋποθέσεων που αφορούν μεταξύ άλλων τις περιοχές, τις ημερομηνίες, τις ποσότητες και τα είδη των δειγμάτων που αφορούν, από τις οποίες εξαρτώνται, υπόκεινται σε αποτελεσματικό και έγκαιρο έλεγχο»
.
(3-48)
Ο όρος «επιλεκτικά» απηχεί την απαγόρευση βάσει του άρθρου 15 στοιχείο α) σχετικά με τη χρήση των μη επιλεκτικών μέσων σύλληψης και κρατήσεως που απαριθμούνται στο παράρτημα VI στοιχείο α) για τη λήψη δειγμάτων, την κράτηση ή τη θανάτωση, βάσει παρεκκλίσεων, των ειδών που απαριθμούνται στο παράρτημα IV στοιχείο α). Η χρησιμοποιούμενη μέθοδος για τη σύλληψη ή την παγίδευση πρέπει να είναι επιλεκτική όταν εφαρμόζονται οι παρεκκλίσεις βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχείο ε).
24 – Νομολογία του ΔΕΕ: Υπόθεση Tapiola. Η χρήση παρεκκλίσεων για τη θήρευση λύκων για λόγους διαχείρισης πληθυσμού - Υπόθεση C-674/17
Ιστορικό:
Το 2015 το φινλανδικό Υπουργείο Γεωργίας και Δασών εξέδωσε νέο εθνικό σχέδιο διαχείρισης του πληθυσμού των λύκων στην Φινλανδία, το οποίο αποσκοπούσε στον προσδιορισμό και τη διατήρηση του πληθυσμού των λύκων σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης. Στο σχέδιο περιγράφονταν στοιχεία που καταδείκνυαν αυξανόμενη κοινωνική αποδοχή της παράνομης θήρας λύκων σε ορισμένες περιστάσεις και υποδεικνυόταν η πιθανή σχέση μεταξύ της λαθροθηρίας και σημαντικών διακυμάνσεων στους πρόσφατους αριθμούς των λύκων.
Με βάση τα παραπάνω, επισημαινόταν ότι οι στόχοι του σχεδίου δεν θα επιτυγχάνονταν παρά μόνο εάν λαμβάνονταν υπόψη οι ανάγκες των ανθρώπων που ζουν και εργάζονται στις περιοχές των λύκων και υποστηριζόταν η χρήση κατά παρέκκλιση αδειών κατά των επιβλαβών ζώων, ώστε να αποτραπεί η παράνομη θανάτωση λύκων. Οι εν λόγω κατά παρέκκλιση άδειες έπρεπε να αφορούν περιοχές που φιλοξενούν μεγάλους αριθμούς λύκων και δεν επιτρεπόταν να υπερβαίνουν έναν μέγιστο αριθμό ζώων, τον οποίο οι αρχές καθόρισαν σε (53 άτομα ετησίως για την περίοδο 2016-2018, εκτός της περιοχής διαχείρισης ταράνδων).
Τον Δεκέμβριο του 2015 η φινλανδική υπηρεσία για την άγρια ζωή χορήγησε δύο κατά παρέκκλιση άδειες για τη θανάτωση έως επτά λύκων στην περιφέρεια Pohjois-Savo, με τη σύσταση προς τους αποδέκτες των εν λόγω αδειών να εστιάσουν τη θήρα σε νεαρά άτομα και άτομα που προκαλούν ζημίες, αντί για κυρίαρχα αρσενικά. Η Tapiola, φινλανδική ένωση προστασίας του περιβάλλοντος, προσέβαλε την απόφαση και άσκησε προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου της Φινλανδίας. Το εν λόγω δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να ζητήσει από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) καθοδήγηση για την ερμηνεία του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχείο ε).
Ερώτημα 1: Είναι δυνατόν να χορηγηθούν, βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 1, στοιχείο ε), τοπικά περιορισμένες άδειες θήρας κατά παρέκκλιση για τους σκοπούς της λεγόμενης θήρας διαχειρίσεως πληθυσμού, κατόπιν αιτήσεων μεμονωμένων κυνηγών;
Το ΔΕΕ υπενθυμίζει ότι η χρήση του άρθρου 16 παράγραφος 1 αποτελεί εξαίρεση από το καθεστώς προστασίας των ειδών που προβλέπει η οδηγία και, ως εκ τούτου, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς. Οι παρεκκλίσεις μπορούν να γίνουν δεκτές μόνον εφόσον έχει αποδειχθεί ότι δεν υπάρχει άλλη αποτελεσματική λύση και ότι η παρέκκλιση δεν παραβλάπτει την παραμονή των πληθυσμών των ειδών σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως στην περιοχή της φυσικής τους κατανομής.
Το άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο ε) μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο στην περίπτωση που δεν μπορεί να εκδοθεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ). Συναφώς, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι από το περιεχόμενο των αποφάσεων περί παρεκκλίσεως και το σχέδιο διαχειρίσεως των λύκων προκύπτει ότι η λαθροθηρία συνιστούσε σημαντικό πρόβλημα για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως του λύκου στην περιοχή της φυσικής του κατανομής. Συνεπώς, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, καταρχήν, εφόσον μπορεί να αποδειχθεί ότι οι εν λόγω παρεκκλίσεις μπορούν πράγματι να συμβάλουν στην καταπολέμηση της λαθροθηρίας, αυτό μπορεί να θεωρηθεί συναφής στόχος που καλύπτεται από το άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο ε).
Ωστόσο, προτού επιτρέψει παρέκκλιση βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχείο ε), η εθνική αρχή πρέπει να μπορεί να αποδείξει, βάσει συγκεκριμένων επιστημονικών στοιχείων, ότι οι παρεκκλίσεις αυτές μπορούν πράγματι να οδηγήσουν σε μείωση της παράνομης θανάτωσης σε τέτοιο βαθμό ώστε να έχουν θετικό αποτέλεσμα στην κατάσταση διατηρήσεως του πληθυσμού των λύκων. Εν προκειμένω, δεν υποβλήθηκαν τα εν λόγω επιστημονικά στοιχεία.
Επιπλέον, οι αρμόδιες εθνικές αρχές πρέπει να αποδείξουν, λαμβανομένων υπόψη των βέλτιστων συναφών επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, καθώς και υπό το πρίσμα των περιστάσεων που αφορούν την επίμαχη ειδική περίπτωση, δεν υφίσταται καμία άλλη αποτελεσματική λύση προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Η φινλανδική υπηρεσία για την άγρια ζωή δεν το είχε αποδείξει.
Τέλος, το ΔΕΕ υπογράμμισε επίσης ότι η ύπαρξη απλώς και μόνον παράνομης δραστηριότητας όπως η λαθροθηρία ή οι δυσκολίες στις οποίες προσκρούει στην πράξη ο έλεγχός της δεν αρκούν για την απαλλαγή ενός κράτους μέλους από την υποχρέωσή του να διασφαλίζει την προστασία των ειδών. Σε μια τέτοια περίπτωση, το κράτος μέλος οφείλει, αντιθέτως, να ευνοήσει τον αυστηρό και αποτελεσματικό έλεγχο της παράνομης αυτής δραστηριότητας, αφενός, και την εφαρμογή μέσων που συνεπάγονται την τήρηση των απαγορεύσεων που προβλέπονται στα άρθρα 12 έως 14, αφετέρου.
Ερώτημα 2: Πώς πρέπει να αξιολογείται, κατά την χορήγηση τοπικά περιορισμένων κατά παρέκκλιση αδειών, η προϋπόθεση που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 και αφορά την κατάσταση διατηρήσεως των πληθυσμών των ειδών;
Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι αξιολόγηση των συνεπειών μιας παρεκκλίσεως στο επίπεδο του εδάφους μιας τοπικής αγέλης αποδεικνύεται εν γένει αναγκαία, προκειμένου να καθοριστούν οι συνέπειές της επί της καταστάσεως διατηρήσεως του συγκεκριμένου πληθυσμού σε μεγαλύτερη κλίμακα. Εξάλλου, η κατάσταση διατηρήσεως του πληθυσμού σε εθνική ή βιογεωγραφική κλίμακα εξαρτάται επίσης από τα σωρευτικά αποτελέσματα των διαφόρων παρεκκλίσεων που επηρεάζουν τοπικές περιοχές. Ως εκ τούτου, η παρέκκλιση δεν μπορεί να γίνει δεκτή χωρίς να έχει αξιολογηθεί η κατάσταση διατηρήσεως των πληθυσμών του οικείου είδους καθώς και οι συνέπειες που η σχεδιαζόμενη παρέκκλιση μπορεί να έχει επ’ αυτής σε τοπικό επίπεδο, καθώς και στο επίπεδο του εδάφους αυτού του κράτους μέλους ή, ενδεχομένως, στο επίπεδο της βιογεωγραφικής περιοχής την οποία αφορά η παρέκκλιση, και, κατά το μέτρο του δυνατού, σε διασυνοριακό επίπεδο.
Καταρχήν, ένα σχέδιο διαχειρίσεως που καθορίζει τον μέγιστο αριθμό ατόμων που μπορούν να θανατώνονται κατά τη διάρκεια ενός ορισμένου κυνηγετικού έτους στο εθνικό έδαφος μπορεί να διασφαλίσει ότι το ετήσιο σωρευτικό αποτέλεσμα των ατομικών κατά παρέκκλιση αδειών δεν θίγει τη διατήρηση ή την αποκατάσταση των πληθυσμών του οικείου είδους σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως. Ωστόσο, αν ο αριθμός αυτός είναι υπερβολικά υψηλός, είναι σαφές ότι η εν λόγω προϋπόθεση δεν θα τηρηθεί.
Εν προκειμένω, κατά το κυνηγετικό έτος 2015-2016, πάνω από το 14% του συνολικού πληθυσμού των λύκων στη Φινλανδία (43 ή 44 από έναν αριθμό μεταξύ 275 και 310 λύκων), μεταξύ των οποίων πολλά άτομα σε ηλικία αναπαραγωγής, θανατώθηκε βάσει κατά παρέκκλιση αδειών. Επιπλέον, οι εν λόγω αριθμοί προστέθηκαν στους περίπου 30 λύκους που θανατώνονται παρανόμως κάθε έτος (σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του σχεδίου διαχειρίσεως). Τέλος, φαίνεται ότι οι παρεκκλίσεις οδήγησαν σε αύξηση των συνολικών θανατώσεων λύκων, με αρνητικό καθαρό αποτέλεσμα επί του πληθυσμού των λύκων.
Όσον αφορά τις συνέπειες της δυσμενούς καταστάσεως διατηρήσεως ενός είδους επί της δυνατότητας χορηγήσεως κατά παρέκκλιση αδειών βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 1, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η χορήγηση κατά παρέκκλιση αδειών εξακολουθεί να είναι δυνατή μόνον κατ’ εξαίρεση, όταν έχει δεόντως αποδειχθεί ότι δεν είναι ικανές να επιδεινώσουν την κατάσταση διατηρήσεως των εν λόγω πληθυσμών ή να εμποδίσουν την αποκατάστασή τους σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως. Οι παρεκκλίσεις θα ήταν, επομένως, ουδέτερες για το συγκεκριμένο είδος. (Επιτροπή κατά Φινλανδίας, C‑342/05, EU:C:2007:341, σκέψη 29).
Ωστόσο, όπως επισήμανε το Δικαστήριο, σύμφωνα με την αρχή της προφυλάξεως, αν από την εξέταση των βέλτιστων διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων εξακολουθεί να υφίσταται αβεβαιότητα ως προς το αν μια παρέκκλιση θα έθιγε ή όχι τη διατήρηση ή την αποκατάσταση των πληθυσμών ενός απειλούμενου με εξαφάνιση είδους σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως, το κράτος μέλος οφείλει να απόσχει από την υιοθέτηση ή την εφαρμογή της παρεκκλίσεως.
3.2.2. ΚΡΙΤΗΡΙΟ 2: Απουσία άλλης αποτελεσματικής λύσης
Το δεύτερο ζήτημα είναι κατά πόσον υφίσταται άλλη αποτελεσματική λύση ως προς την παρέκκλιση, δηλαδή κατά πόσον το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η αρχή μπορεί να επιλυθεί κατά τρόπον ώστε να μη χορηγηθεί παρέκκλιση.
(3-49)
Βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 1, προτού επιτρέψουν παρέκκλιση, τα κράτη μέλη πρέπει να βεβαιώνονται ότι δεν υφίσταται άλλη αποτελεσματική λύση. Αυτός είναι ένας γενικός όρος που ισχύει για όλες τις παρεκκλίσεις. Εναπόκειται στις αρμόδιες εθνικές αρχές να προβαίνουν στις αναγκαίες συγκρίσεις και να αξιολογούν εναλλακτικές λύσεις. Ωστόσο, η εν λόγω διακριτική ευχέρεια υπόκειται σε αρκετούς περιορισμούς.
(3-50) Βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με τη συγκρίσιμη διάταξη του άρθρου 9 της οδηγίας για τα πτηνά 79/409/ΕΟΚ
, ιδίως στην υπόθεση C-10/96, η ανάλυση του κατά πόσον δεν «υπάρχει άλλη αποτελεσματική λύση» μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει τρία μέρη: Ποιο είναι το πρόβλημα ή η συγκεκριμένη κατάσταση που πρέπει να αντιμετωπιστεί; Υπάρχουν άλλες λύσεις; Εάν ναι, θα αντιμετωπίσουν αυτές το πρόβλημα ή τη συγκεκριμένη κατάσταση για την οποία ζητείται παρέκκλιση; Οι ακόλουθες παρατηρήσεις βασίζονται στη νομολογία του ΔΕΕ σχετικά με τη συγκρίσιμη διάταξη περί παρέκκλισης του άρθρου 9 της οδηγίας για τα πτηνά και μπορούν να εφαρμοστούν κατ’ αναλογία του άρθρου 16.
(3-51)
Η ανάλυση του κατά πόσον «δεν υπάρχει άλλη αποτελεσματική λύση» βασίζεται στην παραδοχή ότι υπάρχει συγκεκριμένο πρόβλημα ή κατάσταση που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές καλούνται να αντιμετωπίσουν το εν λόγω πρόβλημα ή την κατάσταση επιλέγοντας, μεταξύ των πιθανών εναλλακτικών λύσεων, την καταλληλότερη, η οποία θα διασφαλίζει τη βέλτιστη προστασία του είδους και, παράλληλα, θα αντιμετωπίζει το πρόβλημα/κατάσταση. Για να διασφαλιστεί η αυστηρή προστασία του είδους, οι εναλλακτικές λύσεις πρέπει να αξιολογούνται με βάση τις απαγορεύσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 12. Για παράδειγμα, ενδέχεται να αφορούν εναλλακτικές τοποθεσίες έργων, διαφορετικές κλίμακες ή σχέδια ανάπτυξης ή εναλλακτικές δραστηριότητες, διαδικασίες ή μεθόδους.
Για παράδειγμα, κατά την αξιολόγηση της ύπαρξης «άλλων αποτελεσματικών λύσεων» έναντι των μέτρων που προβλέπονται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο β), οι οποίες αποσκοπούν στην πρόληψη σοβαρών ζημιών στις καλλιέργειες, την κτηνοτροφία, τα δάση, τους πληθυσμούς ιχθύων και τα ύδατα ή ιδιοκτησίες άλλης μορφής, πρέπει πρώτα να εφαρμόζονται ή, τουλάχιστον, να εξετάζεται σοβαρά το ενδεχόμενο να εφαρμοστούν προληπτικά μη θανατηφόρα μέτρα που συνάδουν με το άρθρο 12. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η εφαρμογή προληπτικών μέτρων για την πρόληψη της ζημίας στις καλλιέργειες ή την κτηνοτροφία (όπως η χρήση κατάλληλων φραχτών, αποτρεπτικών συσκευών της άγριας πανίδας, ποιμενικών σκύλων, η φύλαξη από βοσκό ή οι αλλαγές στις πρακτικές διαχείρισης ζώων, καθώς και η προώθηση της βελτίωσης των συνθηκών οικοτόπου ή των πληθυσμών θηραμάτων του οικείου είδους) μπορεί να αποτελέσει αποτελεσματική εναλλακτική λύση έναντι της χρήσης παρεκκλίσεων βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχείο β). Άλλα προληπτικά μέτρα, όπως η διάδοση επιστημονικά τεκμηριωμένων πληροφοριών με σκοπό τη μείωση των συγκρούσεων (για παράδειγμα μέθοδοι εκτροφής ή ανθρώπινη συμπεριφορά) μπορούν να αποτελούν μέρος των αποτελεσματικών εναλλακτικών λύσεων έναντι της χρήσης ελέγχου μέσω θανάτωσης, βάσει των παρεκκλίσεων του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως γ).
(3-52)
Κατά την εξέταση του κατά πόσον υφίσταται άλλη αποτελεσματική λύση για συγκεκριμένη κατάσταση, θα πρέπει να εξετάζονται όλα τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα από οικολογική, οικονομική και κοινωνική άποψη, προκειμένου να προσδιοριστεί η βέλτιστη εναλλακτική λύση για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Στο πλαίσιο της εν λόγω ανάλυσης των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων θα πρέπει να εξετάζονται οι πιθανές αρνητικές συνέπειες των δυνητικών λύσεων καθώς και οι επιλογές και τα εργαλεία για την εξάλειψη ή την ελαχιστοποίηση τυχόν αρνητικών συνεπειών. Στη συνέχεια, το καθαρό αποτέλεσμα, από την άποψη της επίλυσης και, ταυτόχρονα, της αποφυγής ή της ελαχιστοποίησης των δευτερογενών συνεπειών, θα πρέπει να σταθμίζεται έναντι των συνεπειών μιας παρέκκλισης, λαμβανομένου υπόψη του γενικού σκοπού της οδηγίας.
(3-53) Παρομοίως, κατά τη χορήγηση παρεκκλίσεων, οι αρμόδιες εθνικές αρχές πρέπει να βεβαιώνονται για την απουσία άλλων λύσεων που να οδηγούν στον επιδιωκόμενο σκοπό, λαμβάνοντας υπόψη τις βέλτιστες συναφείς επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, καθώς και υπό το πρίσμα των περιστάσεων που αφορούν την επίμαχη ειδική περίπτωση, και σε συμμόρφωση με τις απαγορεύσεις που προβλέπονται στην οδηγία για τα πτηνά.
(3-54) Στην υπόθεση C-674/17, για παράδειγμα, το ΔΕΕ έκρινε ότι η ύπαρξη απλώς και μόνον παράνομης δραστηριότητας όπως η λαθροθηρία ή οι δυσκολίες στις οποίες προσκρούει στην πράξη ο έλεγχός της δεν αρκούν για την απαλλαγή ενός κράτους μέλους από την υποχρέωσή του να διασφαλίζει την προστασία των ειδών δυνάμει του παραρτήματος IV της οδηγίας περί οικοτόπων. Σε μια τέτοια περίπτωση, οφείλει να ευνοήσει τον αυστηρό και αποτελεσματικό έλεγχο της παράνομης αυτής δραστηριότητας, αφενός, και την εφαρμογή μέσων που συνάδουν με τις απαγορεύσεις που προβλέπονται στα άρθρα 12 έως 14, καθώς και στο άρθρο 15 στοιχεία α) και β) της οδηγίας, αφετέρου.
(3-55) Η χρήση παρέκκλισης δικαιολογείται μόνον όταν αποδεικνύεται επαρκώς ότι οι πιθανές εναλλακτικές λύσεις δεν είναι αποτελεσματικές, είτε διότι δεν μπορούν να επιλύσουν το συγκεκριμένο πρόβλημα είτε διότι δεν είναι τεχνικά εφικτές, καθώς και όταν εκπληρώνονται οι υπόλοιποι όροι.
Ωστόσο, σε περίπτωση που ένα μέτρο είναι μερικώς αποτελεσματικό, ακόμη και αν, παρότι δεν αντιμετωπίζει επαρκώς το πρόβλημα, μπορεί, ωστόσο, να το μειώνει ή να το μετριάζει, θα πρέπει να εφαρμόζεται κατά προτεραιότητα. Οι παρεκκλίσεις όσον αφορά τις θανατώσεις δικαιολογούνται μόνο για το εναπομένον πρόβλημα, εφόσον δεν είναι εφικτή η χρήση άλλων μεθόδων, αλλά πρέπει να είναι αναλογικές του εναπομένοντος προβλήματος, μετά την εφαρμογή μη θανατηφόρων μέτρων.
(3-56)
Η διαδικασία διαπίστωσης του κατά πόσον μια άλλη εναλλακτική λύση είναι αναποτελεσματική θα πρέπει να βασίζεται σε καλά τεκμηριωμένη αξιολόγηση όλων των πιθανών διαθέσιμων επιλογών, μεταξύ άλλων, ως προς την αποτελεσματικότητά τους, με βάση τα βέλτιστα διαθέσιμα πραγματικά περιστατικά και στοιχεία. Η αξιολόγηση εναλλακτικών λύσεων πρέπει να σταθμίζεται υπό το πρίσμα του γενικού σκοπού της διατήρησης ή της αποκατάστασης της ικανοποιητικής κατάστασης διατηρήσεως του οικείου είδους κοινοτικού ενδιαφέροντος (ως εκ τούτου, κατά την αξιολόγηση πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση διατηρήσεως, οι επιπτώσεις της πρόσθετης τυχαίας ή παράνομης αφαίρεσης ατόμων και οι προοπτικές του οικείου πληθυσμού). Κατά την αξιολόγηση πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η αναλογικότητα από την άποψη του κόστους. Ωστόσο, το οικονομικό κόστος δεν μπορεί να αποτελεί τον αποκλειστικό καθοριστικό παράγοντα κατά την ανάλυση εναλλακτικών λύσεων. Ειδικότερα, οι αποτελεσματικές εναλλακτικές λύσεις δεν μπορούν να απορρίπτονται εξ αρχής λόγω υπερβολικά υψηλού κόστους
.
(3-57)
Σε κάθε περίπτωση, η χορήγηση παρέκκλισης βάσει του άρθρου 16 πρέπει να αποτελεί έσχατη λύση
. Το κρίσιμο κοινό χαρακτηριστικό οποιουδήποτε συστήματος παρεκκλίσεων είναι ότι πρέπει να είναι υποδεέστερο των άλλων απαιτήσεων υπέρ της διατηρήσεως που προβλέπονται στην οδηγία.
(3-58)
Η ίδια προσέγγιση ισχύει για την ερμηνεία του όρου «αποτελεσματική». Δεδομένου του έκτακτου χαρακτήρα του καθεστώτος παρεκκλίσεων και του καθήκοντος των κρατών μελών βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 3) ΣΕΕ να υποστηρίζουν την ΕΕ στην εκπλήρωση των καθηκόντων της, μια παρέκκλιση δικαιολογείται μόνο εφόσον αποδεικνύεται αντικειμενικά ότι δεν υφίσταται άλλη αποτελεσματική λύση
.
(3-59)
Ο γενικός εισαγγελέας στην υπόθεση C-342/05 διευκρίνισε ότι η αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με την οποία
«ένα μέτρο δεν πρέπει να εκτελεστεί εάν ο σκοπός του μπορεί να επιτευχθεί με λιγότερο ριζικά μέσα, δηλαδή με άλλη αποτελεσματική λύση κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας». «Αποτελεσματική είναι μια άλλη λύση όχι μόνον όταν δι’ αυτής θα επιτυγχάνονταν εξίσου καλά οι σκοποί της εξαιρέσεως, άλλα και όταν τα προξενούμενα μειονεκτήματα της εξαιρέσεως θα ήταν δυσανάλογα προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς και η άλλη λύση θα εξασφάλιζε σχέση σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας».
(3-60)
Ο προσδιορισμός του κατά πόσον μια εναλλακτική λύση είναι αποτελεσματική σε μια δεδομένη πραγματική κατάσταση πρέπει να ερείδεται σε αντικειμενικά επαληθεύσιμους παράγοντες, όπως επιστημονικά και τεχνικά δεδομένα. Δεδομένου του έκτακτου χαρακτήρα του καθεστώτος παρεκκλίσεων, η παρέκκλιση δικαιολογείται μόνον εφόσον αποδεικνύονται αντικειμενικά οι λόγοι για τους οποίους δεν είναι εφικτή η υιοθέτηση άλλων εκ πρώτης όψεως αποτελεσματικών λύσεων
. Είναι προφανές ότι η απαίτηση να εξετάζονται σοβαρά άλλες εναλλακτικές λύσεις είναι πρωταρχικής σημασίας. Η διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών είναι περιορισμένη και, εφόσον υφίσταται άλλη λύση, τυχόν επιχειρήματα περί της αναποτελεσματικότητας αυτής πρέπει να είναι πειστικά. Στην απόφαση στην υπόθεση C-182/02 αποτυπώνεται η αυστηρή προσέγγιση του Δικαστηρίου όσον αφορά τις παρεκκλίσεις βάσει της οδηγίας για τα πτηνά. Προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον υφίστατο αποτελεσματική λύση, το Δικαστήριο αξιολόγησε τόσο την «ανάγκη» όσο και τον «σκοπό» της παρέκκλισης
.
Στην εν λόγω απόφαση επιβεβαιώνεται η σημασία του να αποδεικνύεται ότι υφίστανται επιτακτικοί λόγοι που δικαιολογούν μια παρέκκλιση
. Μια άλλη λύση δεν μπορεί να θεωρηθεί αναποτελεσματική απλώς και μόνον επειδή θα προκαλέσει μεγαλύτερη ενόχληση ή θα προκαλέσει αλλαγή στη συμπεριφορά των δικαιούχων της παρέκκλισης. Από αυτή την άποψη, τα επιχειρήματα που βασίζονται στη «βαθιά ριζωμένη παράδοση» ή στην «ιστορική και πολιτιστική παράδοση» των πρακτικών θήρας διαπιστώθηκε ότι ήταν ανεπαρκή ώστε να δικαιολογήσουν την ανάγκη παρέκκλισης από την οδηγία για τα πτηνά
. Η ίδια λογική ισχύει για τις παρεκκλίσεις βάσει της οδηγίας για τους οικοτόπους.
(3-61)
Επιπλέον, η λύση που επιλέγεται τελικά, ακόμη και αν περιλαμβάνει παρέκκλιση, πρέπει να περιορίζεται κατά τρόπο που να μην υπερβαίνει το αντικειμενικά αναγκαίο όριο προκειμένου να αντιμετωπιστεί το συγκεκριμένο πρόβλημα ή κατάσταση
. Αυτό συνεπάγεται ότι οι παρεκκλίσεις πρέπει να είναι περιορισμένες από την άποψη του χρόνου, των τόπων και των αριθμών των ζώων, των συγκεκριμένων ζώων, των εξουσιοδοτημένων προσώπων, κ.λπ. Η ανάγκη περιορισμού μιας παρέκκλισης κατά τρόπο που να μην υπερβαίνει το αναγκαίο όριο για την αντιμετώπιση του προβλήματος επιβεβαιώθηκε εκ νέου στην υπόθεση C-10/96 σχετικά με τη συγκρίσιμη διάταξη του άρθρου 9 της οδηγίας για τα πτηνά
. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, ο αριθμός των δειγμάτων που αφορά η παρέκκλιση πρέπει «να καθορίζεται κατά τρόπο που να μην υπερβαίνει το αντικειμενικά αναγκαίο όριο, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα μειονεκτήματα αυτά». Το εν λόγω όριο διαφέρει από τον «περιορισμένο αριθμό» του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχείο ε), το οποίο αποτελεί γενικό «ανώτατο όριο» κατά την εφαρμογή της συγκεκριμένης παρέκκλισης
.
3.2.3.ΚΡΙΤΗΡΙΟ 3: Επιπτώσεις παρέκκλισης στην κατάσταση διατήρησης
Σύμφωνα με το εναρμονισμένο πλαίσιο υποβολής εκθέσεων που συμφωνήθηκε για το άρθρο 17 της οδηγίας, η συνολική κατάσταση διατηρήσεως ενός είδους σε ένα κράτος μέλος αξιολογείται σε βιογεωγραφικό επίπεδο σε κάθε κράτος μέλος. Ωστόσο, προκειμένου να είναι χρήσιμη στο ειδικό πλαίσιο της παρέκκλισης, η αξιολόγηση των επιπτώσεων μιας συγκεκριμένης παρέκκλισης θα πρέπει να διενεργείται σε χαμηλότερο επίπεδο (π.χ. επίπεδο τόπου, πληθυσμού).
(3-62)
Σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 1, οι παρεκκλίσεις δεν πρέπει να «παραβλάπτουν τη διατήρηση, σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των πληθυσμών των συγκεκριμένων ειδών στην περιοχή της φυσικής τους κατανομής». Κατά την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης θα πρέπει να διενεργείται αξιολόγηση σε δύο στάδια: πρώτον, αξιολογείται η κατάσταση διατηρήσεως των συγκεκριμένων πληθυσμών ενός είδους στην περιοχή της φυσικής του κατανομής εντός του συγκεκριμένου κράτους μέλους (και πιθανώς πέραν των εθνικών συνόρων, σε περίπτωση που οι πληθυσμοί βρίσκονται και σε γειτονικές χώρες) και, δεύτερον, αξιολογούνται οι επιπτώσεις της παρέκκλισης στην κατάσταση διατηρήσεως του συγκεκριμένου πληθυσμού ή πληθυσμών. Για λόγους σαφήνειας, ως «πληθυσμός» νοείται εδώ μια ομάδα ατόμων του ίδιου είδους που ζουν ταυτόχρονα σε καθορισμένη γεωγραφική περιοχή και (πιθανώς) διασταυρώνονται (δηλαδή μοιράζονται κοινή γονιδιακή δεξαμενή)
.
3.2.3.α) Κλίμακα της αξιολόγησης
(3-63)
Στη συνέχεια, εγείρεται το ερώτημα ως προς το επίπεδο που πρέπει να επιλέγεται για την αξιολόγηση του κατά πόσον οι επιπτώσεις μιας παρέκκλισης παραβλάπτουν, είναι ουδέτερες ή μπορούν να είναι θετικές για την κατάσταση διατηρήσεως ενός είδους. Η κατάσταση διατηρήσεως ενός είδους πρέπει, εν τέλει, να εξετάζεται στο σύνολο της περιοχής της φυσικής του κατανομής, σύμφωνα με το άρθρο 1 στοιχείο θ). Στο πλαίσιο συζητήσεων με την επιτροπή οικοτόπων, συμφωνήθηκε ότι, για τους σκοπούς της υποβολής εκθέσεων βάσει του άρθρου 17 (σε συνδυασμό με το άρθρο 11), η κατάσταση διατηρήσεως θα πρέπει να αξιολογείται σε βιογεωγραφικό επίπεδο σε κάθε κράτος μέλος. Με τον τρόπο αυτό, θα καταστεί εν τέλει εφικτή η συγκέντρωση πληροφοριών για το σύνολο των βιογεωγραφικών περιοχών σε όλη την ΕΕ. Ως εκ τούτου, η κατάσταση διατηρήσεως ενός είδους εντός της συγκεκριμένης βιογεωγραφικής περιοχής σε ένα κράτος μέλος συνιστά ιδιαίτερα χρήσιμη πληροφορία κατά την εξέταση παρέκκλισης.
(3-64)
Ωστόσο, η αξιολόγηση των επιπτώσεων μιας συγκεκριμένης παρέκκλισης θα πρέπει να διενεργείται ως επί το πλείστον σε χαμηλότερο επίπεδο από το επίπεδο της βιογεωγραφικής περιοχής προκειμένου η αξιολόγηση να είναι χρήσιμη από οικολογική άποψη. Ένα χρήσιμο επίπεδο μπορεί να είναι ο (τοπικός) πληθυσμός. Η διατύπωση του άρθρου 16, στο οποίο αναφέρεται η φράση «των πληθυσμών των συγκεκριμένων ειδών», επιβεβαιώνει την εν λόγω ερμηνεία.
Φυσικά, η προσέγγιση πρέπει να προσαρμόζεται στο εκάστοτε είδος: τα σωρευτικά αποτελέσματα της θανάτωσης ατόμων ενός μεγάλου σαρκοβόρου ευρείας περιοχής κατανομής θα πρέπει να αξιολογηθούν σε επίπεδο πληθυσμού (διασυνοριακά, κατά περίπτωση
), ενώ οι επιπτώσεις της καταστροφής ενός τόπου αναπαραγωγής εντός ενός μάλλον κατακερματισμένου οικοτόπου αμφίβιων μπορεί να αξιολογηθεί καλύτερα σε επίπεδο επιμέρους τόπου ή μετα-πληθυσμού
.
Σύμφωνα με πάγια νομολογία, οι παρεκκλίσεις αφορούν μόνο μια συγκεκριμένη ρύθμιση καθορισμένων περιπτώσεων για να αντιμετωπιστούν συγκεκριμένες ανάγκες και ειδικές καταστάσεις
. Ως εκ τούτου, συνήθως χρειάζονται αξιολογήσεις σε χαμηλότερα επίπεδα, δεδομένου ότι οι παρεκκλίσεις πρέπει να αφορούν ειδικά προβλήματα και να παρέχουν κατάλληλες λύσεις. Συνεπώς, οι παρεκκλίσεις πρέπει να χορηγούνται για συγκεκριμένο τόπο, δεδομένου ότι οι κύριες επιπτώσεις τους αφορούν το τοπικό επίπεδο. Η αξιολόγηση σε χαμηλότερο επίπεδο θα πρέπει, στη συνέχεια, να αξιολογείται σε σύγκριση με την κατάσταση σε μεγαλύτερη κλίμακα (π.χ. βιογεωγραφική, διασυνοριακή ή εθνική), ώστε να διαμορφώνεται μια ολοκληρωμένη εικόνα της κατάστασης.
Στην απόφαση για την υπόθεση C-674/17 σχετικά με παρεκκλίσεις για λύκους, το ΔΕΕ ακολουθεί το εν λόγω σκεπτικό αναφέροντας ότι, πριν από τη χορήγηση παρεκκλίσεων, οι εθνικές αρχές πρέπει να αξιολογούν την κατάσταση διατηρήσεως του συγκεκριμένου πληθυσμού και τις επιπτώσεις των προβλεπόμενων παρεκκλίσεων σε τοπικό επίπεδο και στο επίπεδο του εδάφους του κράτους μέλους ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, στο επίπεδο της οικείας βιογεωγραφικής περιοχής, εάν τα σύνορα του κράτους μέλους καλύπτουν πολλές βιογεωγραφικές περιοχές ή σε περίπτωση που το απαιτεί η περιοχή φυσικής κατανομής του είδους και, κατά το μέτρου του δυνατού, σε διασυνοριακό επίπεδο. Το ΔΕΕ διευκρίνισε ότι: «η αξιολόγηση των συνεπειών μιας παρεκκλίσεως στο επίπεδο του εδάφους μιας τοπικής αγέλης αποδεικνύεται εν γένει αναγκαία, προκειμένου να καθοριστούν οι συνέπειές της επί της καταστάσεως διατηρήσεως του συγκεκριμένου πληθυσμού σε μεγαλύτερη κλίμακα. (…) οι συνέπειες της παρεκκλίσεως θα γίνονται εν γένει αντιληπτές πιο άμεσα στην τοπική περιοχή την οποία αφορά η εν λόγω παρέκκλιση. Εξάλλου, η κατάσταση διατηρήσεως του πληθυσμού σε εθνική ή βιογεωγραφική κλίμακα εξαρτάται επίσης από τα σωρευτικά αποτελέσματα των διαφόρων παρεκκλίσεων που επηρεάζουν τοπικές περιοχές.»
. «Ως εκ τούτου, η παρέκκλιση δεν μπορεί να γίνει δεκτή χωρίς να έχει αξιολογηθεί η κατάσταση διατηρήσεως των πληθυσμών του οικείου είδους καθώς και οι συνέπειες που η σχεδιαζόμενη παρέκκλιση μπορεί να έχει επ’ αυτής σε τοπικό επίπεδο, καθώς και στο επίπεδο του εδάφους αυτού του κράτους μέλους ή, ενδεχομένως, στο επίπεδο της βιογεωγραφικής περιοχής την οποία αφορά η παρέκκλιση, όταν τα σύνορα του εν λόγω κράτους μέλους καλύπτουν περισσότερες βιογεωγραφικές περιοχές ή ακόμη αν το απαιτεί η περιοχή της φυσικής κατανομής του είδους και, κατά το μέτρο του δυνατού, σε διασυνοριακό επίπεδο»
. Ωστόσο, «δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, για τους σκοπούς της αξιολογήσεως, το τμήμα της περιοχής της φυσικής κατανομής του οικείου πληθυσμού που εκτείνεται σε ορισμένα τμήματα του εδάφους τρίτου κράτους, το οποίο δεν δεσμεύεται από τις υποχρεώσεις αυστηρής προστασίας των ειδών ενδιαφέροντος για την Ένωση»
.
(3-65) Σε περίπτωση που η αρμοδιότητα χορήγησης παρεκκλίσεων ανατίθεται σε υποεθνικά επίπεδα (π.χ. στην περιφερειακή διοίκηση), είναι απαραίτητο να διασφαλίζεται ο συντονισμός καθώς και η επισκόπηση και εποπτεία της χορήγησης παρεκκλίσεων σε επίπεδο κρατών μελών (καθώς και πέραν των εθνικών συνόρων σε περίπτωση διασυνοριακών πληθυσμών), ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος το σύνολο των παρεκκλίσεων να παραβλάπτει την κατάσταση διατηρήσεως του συγκεκριμένου είδους στην (εθνική) περιοχή της φυσικής του κατανομής (βλ. επίσης 3.1.2).
3.2.3.β)
Παρεκκλίσεις και οι επιπτώσεις τους επί της κατάστασης διατηρήσεως
Το καθαρό αποτέλεσμα μιας παρέκκλισης θα πρέπει να είναι ουδέτερο ή θετικό για την κατάσταση διατηρήσεως ενός είδους. Υπό ορισμένες περιστάσεις, μπορούν να χρησιμοποιούνται αντισταθμιστικά μέτρα προκειμένου να αντισταθμίζονται π.χ. οι επιπτώσεις μιας παρέκκλισης στους τόπους αναπαραγωγής και τους τόπους ανάπαυσης, χωρίς, ωστόσο, να αντικαθιστούν ή να μειώνουν την ανάγκη συμμόρφωσης με οποιοδήποτε από τα τρία κριτήρια. Τα σχέδια διατηρήσεως ειδών δεν είναι υποχρεωτικά αλλά συνιστώνται καθώς συμβάλλουν στο να διασφαλίζεται ότι η χορήγηση των παρεκκλίσεων συνάδει με τους σκοπούς της οδηγίας.
(3-66) Όπως επισημαίνεται στην ισχύουσα νομολογία του ΔΕΕ
, «[τ]ο άρθρο, όμως, 16 παράγραφος 1, της οδηγίας θέτει ως αναγκαία και προηγούμενη προϋπόθεση για τη χορήγηση των κατά παρέκκλιση αδειών που προβλέπει την ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως των οικείων πληθυσμών στη φυσική περιοχή που διαβιούν». Στην οδηγία δεν προβλέπεται ρητώς ούτε η χορήγηση παρεκκλίσεων για είδη σε δυσμενή κατάσταση διατηρήσεως ούτε η χρήση αντισταθμιστικών μέτρων. Ωστόσο, διά της ερμηνείας και εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 16 παράγραφος 1 κατά τρόπο ώστε να δίνεται έμφαση στην επίτευξη του γενικού σκοπού της ικανοποιητικής κατάστασης διατηρήσεως, και οι δύο έννοιες μπορούν να ενσωματωθούν στην ερμηνεία, υπό τον όρο ότι δεν υπονομεύεται καθ' οιονδήποτε τρόπο η επίτευξη του εν λόγω σκοπού.
(3-67)
Η ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως των πληθυσμών του οικείου είδους στην περιοχή της φυσικής τους κατανομής αποτελεί, καταρχήν, αναγκαία και προηγούμενη προϋπόθεση χορήγησης παρέκκλισης
. Ωστόσο, στην υπόθεση C-342/05, αφού απέδειξε ότι η κατάσταση διατηρήσεως του λύκου στην Φινλανδία δεν ήταν ικανοποιητική, το Δικαστήριο έκρινε
ότι η χορήγηση παρεκκλίσεων για τη θανάτωση λύκων εξακολουθεί να είναι δυνατή μόνον «κατ’ εξαίρεση» και «όταν αποδεικνύεται δεόντως ότι οι παρεκκλίσεις αυτές δεν μπορούν να επιδεινώσουν τη μη ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως των εν λόγω πληθυσμών ή να εμποδίσουν την αποκατάσταση των πληθυσμών αυτών σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης». Η θανάτωση περιορισμένου αριθμού ζώων ενδέχεται να έχει αμελητέα επίδραση στον σκοπό που προβλέπεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 της οδηγίας για τους οικοτόπους, δηλαδή στη διατήρηση ή την αποκατάσταση του λύκου σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως στην περιοχή της φυσικής του κατανομής. Η εν λόγω παρέκκλιση θα μπορούσε να είναι, επομένως, ουδέτερη για το συγκεκριμένο είδος. Συνεπώς, σε περίπτωση που η κατάσταση διατηρήσεως του συγκεκριμένου είδους δεν είναι ικανοποιητική, παρέκκλιση μπορεί να χορηγηθεί μόνο εάν δικαιολογείται λόγω έκτακτων περιστάσεων και μόνο εάν δεν επιδεινώνεται η κατάσταση διατηρήσεως και δεν παρεμποδίζεται η αποκατάστασή του σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως (ουδέτερο αποτέλεσμα) και υπό τον όρο ότι ικανοποιούνται όλες οι υπόλοιπες απαιτήσεις βάσει του άρθρου 16. Στην υπόθεση C-342/05, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, στην πραγματικότητα, οι αρμόδιες εθνικές αρχές είχαν χορηγήσει παρεκκλίσεις «χωρίς όμως να στηρίζονται σε εκτίμηση της κατάστασης της διατήρησης του είδους, χωρίς να προσκομιστεί συγκεκριμένη και πρόσφορη αιτιολογία όσον αφορά την έλλειψη άλλης ικανοποιητικής λύσης και χωρίς να προσδιοριστούν επακριβώς όσοι από τους λύκους προκαλούν σημαντικές ζημίες οι οποίοι μπορούν να θανατωθούν». Επιπλέον, το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι παρεκκλίσεις αυτές, «οι οποίες, αφενός, δεν στηρίζονται σε εκτίμηση των επιπτώσεων της επιτρεπομένης θανατώσεως των λύκων, στη συνέχιση ικανοποιητικής κατάστασης διατήρησης του πληθυσμού του είδους αυτού στον τόπο της φυσικής του κατανομής και οι οποίες, αφετέρου, δεν περιλαμβάνουν καμία συγκεκριμένη και πρόσφορη αιτιολογία όσον αφορά την έλλειψη άλλης ικανοποιητικής λύσης, αντίκεινται στο άρθρο 16 παράγραφος 1, της οδηγίας για τους οικοτόπους»
. Στην υπόθεση C-674/17, το ΔΕΕ υπογράμμισε ότι η προαναφερθείσα εκτίμηση των επιπτώσεων των σχεδιαζόμενων παρεκκλίσεων πρέπει να διενεργείται υπό το πρίσμα της αρχής της προφυλάξεως.
Με άλλα λόγια, «αν από την εξέταση των βέλτιστων διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων εξακολουθεί να υφίσταται αβεβαιότητα ως προς το αν μια παρέκκλιση θα έθιγε ή όχι τη διατήρηση ή την αποκατάσταση των πληθυσμών ενός απειλούμενου με εξαφάνιση είδους σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως, το κράτος μέλος οφείλει να απόσχει από την υιοθέτηση ή την εφαρμογή της παρεκκλίσεως»
.
Παρόμοια προσέγγιση θα πρέπει να υιοθετείται σε περίπτωση που δεν είναι γνωστή η κατάσταση διατηρήσεως του συγκεκριμένου είδους. Σε αυτή την περίπτωση, δεν θα είναι εφικτή η εξακρίβωση των επιπτώσεων της παρέκκλισης επί της κατάστασης διατηρήσεως και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να χορηγηθεί παρέκκλιση.
(3-68)
Είναι προφανές ότι όσο λιγότερο ικανοποιητική είναι η κατάσταση διατήρησης και οι τάσεις αύξησης ή μείωσης, τόσο λιγότερο πιθανό είναι να μπορεί να δικαιολογηθεί η παρέκκλιση, εκτός εάν ισχύουν απολύτως έκτακτες περιστάσεις.
Επίσης, είναι σαφές ότι το βέλτιστο πλαίσιο για την υιοθέτηση της εν λόγω προσέγγισης ως προς τις παρεκκλίσεις είναι ένα σαφές και καλά ανεπτυγμένο πλαίσιο μέτρων διατήρησης ειδών. Όπως και σε ό,τι αφορά τα μέτρα προστασίας, η κατάσταση διατηρήσεως ενός είδους είναι η βασική παράμετρος που πρέπει να εξετάζεται κατά την αξιολόγηση και αιτιολόγηση της χρήσης παρεκκλίσεων. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να εξετάζεται όχι μόνο η υφιστάμενη κατάσταση διατηρήσεως αλλά και η εξέλιξή της.
(3-69) Όσον αφορά την υφιστάμενη κατάσταση διατηρήσεως του επηρεαζόμενου είδους, οι συνθήκες και η κατάσταση του τοπικού πληθυσμού ενός είδους σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή ενδέχεται να είναι διαφορετική σε σχέση με τη συνολική κατάσταση διατηρήσεως των πληθυσμών στη βιογεωγραφική περιοχή του κράτους μέλους (ή ακόμη και στην περιοχή της φυσικής τους κατανομής). Ως εκ τούτου, πριν από τη λήψη απόφασης χορήγησης παρέκκλισης, θα πρέπει να διαπιστώνεται και να αξιολογείται δεόντως η κατάσταση διατηρήσεως σε όλα τα επίπεδα.
(3-70) Δεν μπορεί να γίνει δεκτή παρέκκλιση σε περίπτωση που παραβλάπτει, σε οποιοδήποτε επίπεδο, την κατάσταση διατηρήσεως ή την επίτευξη ικανοποιητικής κατάστασης διατηρήσεως ενός είδους. Με άλλα λόγια, εάν μια παρέκκλιση είναι πιθανό να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στον συγκεκριμένο πληθυσμό (ή στις προοπτικές του εν λόγω πληθυσμού) ή ακόμη και σε τοπικό πληθυσμό σε ένα κράτος μέλος, η αρμόδια αρχή δεν θα πρέπει να τη χορηγεί. Το καθαρό αποτέλεσμα μιας παρέκκλισης θα πρέπει να είναι ουδέτερο ή θετικό για τους σχετικούς πληθυσμούς του είδους.
(3-71) Όταν δεν υπάρχουν επαρκώς ισχυρά και αξιόπιστα στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η κατάσταση διατηρήσεως είναι ικανοποιητική και/ή που να διασφαλίζουν ότι η παρέκκλιση δεν επηρεάζει δυσμενώς την κατάσταση διατηρήσεως, θα πρέπει να εφαρμόζεται η αρχή της προφυλάξεως (βάσει της οποίας απαιτείται σε περίπτωση αβεβαιότητας να υπερτερούν οι στόχοι διατηρήσεως) και να μη χορηγούνται παρεκκλίσεις. Ωστόσο, όπως επισήμανε το ΔΕΕ στην υπόθεση C-674/17 «πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι, σύμφωνα με την αρχή της προφυλάξεως που καθιερώνεται στο άρθρο 191 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ, αν από την εξέταση των βέλτιστων διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων εξακολουθεί να υφίσταται αβεβαιότητα ως προς το αν μια παρέκκλιση θα έθιγε ή όχι τη διατήρηση ή την αποκατάσταση των πληθυσμών ενός απειλούμενου με εξαφάνιση είδους σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως, το κράτος μέλος οφείλει να απόσχει από την υιοθέτηση ή την εφαρμογή της παρεκκλίσεως».
(3-72) Σε περίπτωση που οι συνθήκες και η κατάσταση του είδους είναι διαφορετικές στα διαφορετικά γεωγραφικά επίπεδα, κατά την αξιολόγηση θα πρέπει να εξετάζεται πρώτα το επίπεδο του τοπικού πληθυσμού και, στη συνέχεια, οι επιπτώσεις της παρέκκλισης επί του πληθυσμού στη βιογεωγραφική περιοχή, ενώ θα πρέπει να λαμβάνονται επίσης υπόψη τα σωρευτικά αποτελέσματα άλλων παρεκκλίσεων για το ίδιο είδος στην εν λόγω βιογεωγραφική περιοχή.
3.3.Πρόσθετες παράμετροι
(3-73)
Κατά την αξιολόγηση του κατά πόσον μια παρέκκλιση μπορεί να παραβλάπτει τη διατήρηση των πληθυσμών του είδους σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως, θα πρέπει να εξετάζονται επίσης και τα ακόλουθα στοιχεία:
α) αν έχουν καθοριστεί, εφαρμόζονται και επιβάλλονται αποτελεσματικά τα απαιτούμενα (κατάλληλα, αποτελεσματικά και επαληθεύσιμα) μέτρα για ένα είδος σε ένα κράτος μέλος προκειμένου να διασφαλιστεί η αυστηρή προστασία του και η επίτευξη ικανοποιητικής κατάστασης διατηρήσεώς του,
β) ότι η παρέκκλιση δεν αντιβαίνει, δεν καθιστά αναποτελεσματικά ούτε ακυρώνει τα απαιτούμενα μέτρα,
γ) οι επιπτώσεις (συμπεριλαμβανομένων των σωρευτικών αποτελεσμάτων) των παρεκκλίσεων παρακολουθούνται στενά και αντλούνται διδάγματα για το μέλλον.
3.3.1.Ο ρόλος των σχεδίων δράσης για τα είδη
(3-74) Ένας τρόπος να διασφαλιστεί η κατάλληλη χρήση των παρεκκλίσεων, στο πλαίσιο ενός αυστηρού συστήματος προστασίας, είναι η κατάρτιση και υλοποίηση ολοκληρωμένων σχεδίων δράσης ή σχεδίων διατήρησης/διαχείρισης για τα είδη, παρότι δεν υπάρχει σχετική πρόβλεψη βάσει της οδηγίας. Τα εν λόγω σχέδια αποσκοπούν στην προστασία των ειδών και στην παραμονή ή την επάνοδό τους σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως. Θα πρέπει να περιλαμβάνουν όχι μόνο τα απαιτούμενα βάσει του άρθρου 12 μέτρα αλλά και μέτρα στήριξης ή αποκατάστασης της βιωσιμότητας του πληθυσμού, της περιοχής φυσικής κατανομής του και των οικοτόπων του είδους. Επακολούθως, τα σχέδια μπορούν να αποτελέσουν μια χρήσιμη βάση, και ένα καθοδηγητικό πλαίσιο, για τη χορήγηση παρεκκλίσεων, υπό την προϋπόθεση ότι οι παρεκκλίσεις εξακολουθούν να χορηγούνται κατά περίπτωση, ότι εκπληρώνονται όλοι οι άλλοι όροι του άρθρου 16 και ότι έχει αποδειχτεί ότι η παρέκκλιση δεν παραβλάπτει την παραμονή των πληθυσμών του είδους σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως.
(3-75) Για παράδειγμα, παρεκκλίσεις για την πρόληψη σοβαρών ζημιών στις καλλιέργειες ή σε ιδιοκτησίες μπορεί να είναι λιγότερο αποτελεσματικές ως προς τη μακροπρόθεσμη επίλυση του προβλήματος σε περίπτωση που χορηγούνται ανεξάρτητα από τυχόν άλλα μέτρα για τα είδη. Ωστόσο, εάν συνοδεύονται από σειρά άλλων μέτρων (μη θανατηφόρες ρυθμίσεις, προληπτικά μέτρα, κίνητρα, αντισταθμίσεις κ.λπ.), στο πλαίσιο σχεδίου διατηρήσεως/διαχείρισης ενός είδους, ως μέρος αυστηρού σχεδίου προστασίας, οι παρεκκλίσεις μπορούν να καταστούν πολύ πιο αποτελεσματικές. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ένα σχέδιο διατηρήσεως/διαχείρισης ενός είδους, εφόσον υλοποιηθεί δεόντως, μπορεί να αποτελέσει το κατάλληλο πλαίσιο για τη χορήγηση παρεκκλίσεων σύμφωνα με τους σκοπούς της οδηγίας. Τα εν λόγω σχέδια θα πρέπει, φυσικά, να επικαιροποιούνται τακτικά ώστε να αποτυπώνεται η βελτίωση των γνώσεων και τα αποτελέσματα της παρακολούθησης.
(3-76)
Για τη διαμόρφωση του κατάλληλου πλαισίου χορήγησης παρεκκλίσεων, τα σχέδια διατηρήσεως/διαχείρισης ειδών θα πρέπει να βασίζονται σε αξιόπιστα και επικαιροποιημένα επιστημονικά στοιχεία σχετικά με την κατάσταση και τις τάσεις μεταβολής των πληθυσμών των ειδών και να αποσκοπούν κυρίως στη διατήρηση ή την αποκατάσταση ικανοποιητικής κατάστασης διατηρήσεως του είδους (και θα πρέπει να προσδιορίζουν τις προϋποθέσεις για την επίτευξη του εν λόγω στόχου). Τα σχέδια θα πρέπει να περιλαμβάνουν αξιόπιστη και ολοκληρωμένη αξιολόγηση του συνόλου των συναφών απειλών και πιέσεων που υφίσταται το είδος, καθώς και ανάλυση των υφιστάμενων επιπέδων θνησιμότητας, είτε από φυσικές αιτίες είτε από ανθρωπογενείς παράγοντες, όπως η παράνομη θανάτωση (λαθροθηρία) ή η τυχαία αιχμαλώτιση και θανάτωση.
(3-77) Στη συνέχεια, με βάση τις βέλτιστες διαθέσιμες πληροφορίες και αξιόπιστες επιστημονικές αξιολογήσεις και συστήματα παρακολούθησης, τα σχέδια διατηρήσεως/διαχείρισης ειδών θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν μια συνεκτική σειρά μέτρων προς υλοποίηση και παρακολούθηση προκειμένου ο οικείος πληθυσμός να φθάσει ή να παραμείνει σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως. Μόνον εφόσον διασφαλίζονται οι εν λόγω συνθήκες μπορούν τα σχέδια διατηρήσεως/διαχείρισης ειδών να αποτελέσουν το κατάλληλο πλαίσιο για τη χορήγηση παρεκκλίσεων, το οποίο μπορεί, στη συνέχεια, να συμβάλει στην απλούστευση της διαδικασίας χορήγησης κάθε ειδικής παρέκκλισης, υπό την προϋπόθεση ότι εκπληρώνονται και όλοι οι απαιτούμενοι βάσει του άρθρου 16 όροι.
3.3.2.Εκτίμηση επιπτώσεων για σχέδια/έργα και προστασία των ειδών
(3-78) Οι ειδικές διατάξεις και διαδικασίες βάσει του άρθρου 16 πρέπει να τηρούνται και στην περίπτωση σχεδίου ή έργου το οποίο μπορεί να επηρεάζει ένα προστατευόμενο στην ΕΕ είδος και το οποίο υπόκειται στις διαδικασίες εκτίμησης των επιπτώσεων βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 3 της οδηγίας για τους οικοτόπους ή βάσει των οδηγιών για την εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΕΠΕ) ή τη στρατηγική εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΣΕΠΕ). Εν προκειμένω, οι διαδικασίες εκτίμησης των επιπτώσεων που εφαρμόζονται για σχέδια και έργα μπορούν να αξιοποιηθούν για την εκτίμηση των επιπτώσεων όσον αφορά τις απαιτήσεις βάσει του άρθρου 12 και την επαλήθευση του κατά πόσον εκπληρώνονται οι όροι παρέκκλισης βάσει του άρθρου 16.
Η εν λόγω εκτίμηση μπορεί, για παράδειγμα, να είναι χρήσιμη όταν η κατασκευή και/ή η λειτουργία ενός έργου είναι πιθανό να προκαλέσει την υποβάθμιση ή την καταστροφή τόπων αναπαραγωγής ή ανάπαυσης ή να διαταράξει οποιοδήποτε από τα είδη που απαριθμούνται στο παράρτημα IV(α) και απαντά στην περιοχή του έργου.
Στις εν λόγω περιστάσεις, πρέπει να αξιολογούνται τα ακόλουθα:
-
αν στην περιοχή του έργου απαντά κάποιο από τα είδη που απαριθμούνται στο παράρτημα IV(α) της οδηγίας για τους οικοτόπους,
-
αν στην περιοχή του έργου απαντά κάποιος από τους τόπους αναπαραγωγής ή ανάπαυσης των ειδών που απαριθμούνται στο παράρτημα IV(α) της οδηγίας για τους οικοτόπους,
-
αν θα «επηρεαστεί» (θανατωθεί, διαταραχθεί, υποστεί βλάβη, κ.λπ.) κάποιο από τα εν λόγω είδη και/ή οι τόπους αναπαραγωγής ή ανάπαυσής του και, αν ναι,
-
αν εκπληρώνονται οι όροι που καθορίζονται στο άρθρο 36.
(3-79) Μια παρέκκλιση βάσει του άρθρου 16 μπορεί να χορηγείται και το έργο να εκτελείται νομίμως (αφού αδειοδοτηθεί) μόνο εφόσον διενεργηθούν οι ανωτέρω έλεγχοι. Εάν, για παράδειγμα, υπάρχει τόπος αναπαραγωγής είδους που περιλαμβάνεται στο παράρτημα IV(α) ο οποίος θα καταστραφεί εξαιτίας της κατασκευής ή της λειτουργίας του έργου, η χορήγηση άδειας εκτέλεσης του έργου θα αποτελέσει παραβίαση του άρθρου 12, εκτός εάν γίνει δεκτή παρέκκλιση βάσει του άρθρου 16 και εκπληρώνονται οι όροι χορήγησης παρέκκλισης.
(3-80) Σε περίπτωση έργων που είναι πιθανό να έχουν σημαντικές επιπτώσεις σε τόπους Natura 2000, είτε καθαυτά είτε σε συνδυασμό με άλλα σχέδια ή έργα, υπόκεινται στη δέουσα εκτίμηση βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 3 της οδηγίας, στο πλαίσιο της οποίας θα διενεργηθούν επίσης οι έλεγχοι που περιλαμβάνονται στον προαναφερθέντα κατάλογο και θα αναληφθούν οι δέουσες ενέργειες παρακολούθησης.
Όσον αφορά έργα που δεν υπόκεινται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 λόγω του ότι δεν είναι πιθανό να έχουν σημαντικές επιπτώσεις σε τόπους Natura 2000, είτε καθαυτά είτε σε συνδυασμό με άλλα σχέδια ή έργα, τα κράτη μέλη μπορούν να προσαρμόζουν τις υφιστάμενες διαδικασίες ώστε να ικανοποιούνται οι απαιτήσεις των άρθρων 12 και 16. Αυτό συνεπάγεται ότι οι έλεγχοι μπορούν να ενσωματωθούν στις εκτιμήσεις που αποτελούν μέρος των διαδικασιών λήψης αποφάσεων σε διάφορα επίπεδα σε ένα κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων χωροταξικού σχεδιασμού ή των διαδικασιών εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων για προγράμματα, σχέδια και έργα.
Ο σκοπός είναι ο ορθός και έγκαιρος προσδιορισμός των επιπτώσεων ενός έργου, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων επί των προστατευόμενων ειδών που απαριθμούνται στο παράρτημα IV(α) της οδηγίας για τους οικοτόπους και επί των οικοτόπων τους, πριν από την εκτέλεση του έργου. Πιθανό μέσο για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού είναι η διαδικασία ΕΠΕ.
(3-81) Ο συντονισμός των νομικών διαδικασιών μπορεί να αποτρέψει τις νομικές περιπλοκές. Ιδανικά, μετά τη λήψη του αιτήματος για άδεια έργου που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ΕΠΕ, ξεκινά η διενέργεια ΕΠΕ (τουλάχιστον το στάδιο προελέγχου) ώστε να είναι εφικτός ο προσδιορισμός όλων των δυνητικών επιπτώσεων. Ως εκ τούτου, η ανάγκη παρέκκλισης μπορεί να προσδιοριστεί χωρίς καθυστέρηση και μπορεί να εκτιμηθεί το κατά πόσον είναι εφικτή η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του άρθρου 16 της οδηγίας για τους οικοτόπους. Σε αυτή την περίπτωση, η άδεια έργου μπορεί να χορηγηθεί μαζί με την παρέκκλιση. Εάν απαιτείται η τροποποίηση του έργου λόγω των πορισμάτων της ΕΠΕ, η παρέκκλιση μπορεί να βασιστεί στο τροποποιηθέν έργο.
Ιδανικά, η ΕΠΕ που διενεργείται μετά την υποβολή αίτησης για την ενιαία άδεια θα καλύπτει όλες τις συναφείς επιπτώσεις επί του περιβάλλοντος [συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων επί των ειδών που απαριθμούνται στο παράρτημα IV(α) της οδηγίας για τους οικοτόπους και τους τόπους αναπαραγωγής ή ανάπαυσης] που μπορούν να αντιμετωπιστούν με τη χορήγηση της άδειας. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί, για παράδειγμα, διά του καθορισμού όρων για τον μετριασμό των αρνητικών επιπτώσεων και/ή διά της χορήγησης παρεκκλίσεων ως προς ορισμένες απαγορεύσεις βάσει της νομοθεσίας, εφόσον εκπληρώνουν τους όρους για τις παρεκκλίσεις.
(3-82) Παρότι βάσει των άρθρων 12 και 16 της οδηγίας για τους οικοτόπους δεν είναι υποχρεωτική η διενέργεια των προαναφερθέντων ελέγχων στο πλαίσιο κατάλληλης εκτίμησης επιπτώσεων βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 3 της οδηγίας για τους οικοτόπους ή στο πλαίσιο της διαδικασίας ΕΠΕ, αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος να διασφαλιστεί η συμμόρφωση με τα άρθρα 12 και 16 της οδηγίας για τους οικοτόπους. Με τη διαδικασία ΕΠΕ μπορούν να προσδιοριστούν οι επιπτώσεις επί των ειδών που απαριθμούνται στο παράρτημα IV της οδηγίας για τους οικοτόπους, οι οποίες συνδέονται με ένα έργο, καθώς και οι πιθανές συνέπειες του έργου από την άποψη της παραβίασης οποιασδήποτε από τις απαγορεύσεις του άρθρου 12 της οδηγίας για τους οικοτόπους. Ο βέλτιστος τρόπος εφαρμογής της εν λόγω διαδικασίας είναι η διενέργεια της εκτίμησης επιπτώσεων, συμπεριλαμβανομένων των πολλαπλών διαβουλεύσεων που απαιτούνται πριν από τη χορήγηση παρέκκλισης και την έκδοση άδειας, καθώς διευκολύνει τον συντονισμό κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων.
3.3.3.Ο ρόλος των αντισταθμιστικών μέτρων [παρεκκλίσεις από το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ)]
(3-83)
Αντισταθμιστικά μέτρα μπορούν να προβλέπονται για αιτιολογημένες παρεκκλίσεις, δηλαδή για παρεκκλίσεις από το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ), ήτοι σε περιπτώσεις υποβάθμισης ή καταστροφής τόπων αναπαραγωγής και τόπων ανάπαυσης. Ανάλογα με τη βιολογία, την οικολογία και τη συμπεριφορά των ειδών, τα εν λόγω μέτρα ενδέχεται να είναι αποτελεσματικά για ορισμένα είδη αλλά αναποτελεσματικά για άλλα είδη.
Σε αντίθεση με τα μέτρα μετριασμού, τα αντισταθμιστικά μέτρα δεν εξαρτώνται από τη δραστηριότητα που προκαλεί την επιδείνωση ή την καταστροφή ενός τόπου αναπαραγωγής ή ενός τόπου ανάπαυσης. Τα αντισταθμιστικά μέτρα αποσκοπούν να αντισταθμίσουν συγκεκριμένες αρνητικές επιπτώσεις επί ενός τόπου αναπαραγωγής ή τόπου ανάπαυσης και σε καμία περίπτωση δεν παραβλάπτουν την κατάσταση διατηρήσεως του οικείου είδους. Ιδανικά, τα αντισταθμιστικά μέτρα θα πρέπει να είναι αντίστοιχα των αρνητικών επιπτώσεων επί του τόπου αναπαραγωγής ή του τόπου ανάπαυσης, ενώ θα πρέπει να εφαρμόζονται πριν από την εμφάνιση της αρνητικής επίπτωσης.
(3-84)
Στο άρθρο 16 δεν προβλέπονται αντισταθμιστικά μέτρα και, ως εκ τούτου, δεν είναι υποχρεωτικά. Επίσης, τα εν λόγω μέτρα δεν μπορούν να δικαιολογήσουν ούτε να αντισταθμίσουν παραβίαση του άρθρου 12 αλλά μπορούν να αποτελέσουν ένα στοιχείο που θα συμβάλει στη συμμόρφωση με την απαίτηση του άρθρου 16 παράγραφος 1 σχετικά με το ότι δεν πρέπει να παραβλάπτεται η κατάσταση διατηρήσεως του οικείου είδους.
Ιδανικά, τα αντισταθμιστικά μέτρα:
I)θα αντισταθμίζουν τις αρνητικές επιπτώσεις της δραστηριότητας επί των τόπων αναπαραγωγής και των τόπων ανάπαυσης του είδους, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες (σε επίπεδο τοπικού πληθυσμού),
II)θα έχουν αρκετές πιθανότητες επιτυχίας και θα βασίζονται στις βέλτιστες πρακτικές,
III)θα βελτιώνουν τις προοπτικές ενός είδους ως προς την επίτευξη κατάσταση ικανοποιητικής διατηρήσεως,
IV)θα εφαρμόζονται πριν ή το αργότερο κατά τη χρονική στιγμή έναρξης της υποβάθμισης ή της καταστροφής ενός τόπου αναπαραγωγής ή τόπου ανάπαυσης.
(3-85)
Εφόσον εφαρμόζονται με αυτόν τον τρόπο, τα αντισταθμιστικά μέτρα μπορούν να διασφαλίσουν την αποτροπή συνολικών δυσμενών επιπτώσεων επί των τόπων αναπαραγωγής και των τόπων ανάπαυσης του είδους, είτε στο επίπεδο του πληθυσμού είτε στο βιογεωγραφικό επίπεδο. Ωστόσο, τα αντισταθμιστικά μέτρα δεν αντικαθιστούν ούτε μειώνουν την ανάγκη παρεκκλίσεων βάσει του άρθρου 16 με σκοπό τη συμμόρφωση με τα τρία κριτήρια που αναφέρονται ανωτέρω. Αυτό συνεπάγεται ότι η υιοθέτηση συστήματος αντισταθμίσεων δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για να παρακάμπτεται η ανάγκη παρέκκλισης και η ανάγκη συμμόρφωσης με τα τρία κριτήρια που περιγράφονται στο κεφάλαιο 3.2.
3.3.4.Παρεκκλίσεις για πολλαπλά είδη
(3-86)
Ορισμένα έργα (π.χ. μεγάλα έργα υποδομών δημοσίου συμφέροντος, όπως δίκτυα μεταφορών) μπορούν να επηρεάσουν σειρά ειδών του παραρτήματος IV. Σε αυτές τις περιπτώσεις, θα πρέπει να εκτιμώνται οι επιπτώσεις σε καθένα από τα επηρεαζόμενα είδη και, με βάση τις εν λόγω πληροφορίες, θα πρέπει να διαμορφώνεται μια επισκόπηση των συνολικών επιπτώσεων προκειμένου να επιλεχθούν οι βέλτιστες λύσεις. Οι λύσεις θα πρέπει επίσης να πληρούν και τα τρία κριτήρια. Δεν αρκεί να απαριθμείται απλώς ο αριθμός των ειδών που επηρεάζονται δυνητικά, εάν δεν εφαρμόζεται το επόμενο στάδιο, δηλαδή η εκτίμηση του βαθμού των προβλημάτων και η εξεύρεση τρόπων αποφυγής τους.
3.3.5.Προσωρινός χαρακτήρας: αντιμετώπιση του αποικισμού των υπό ανάπτυξη τόπων από είδη που περιλαμβάνονται στο παράρτημα IV
(3-87) Θα υπάρξουν περιπτώσεις κατά τις οποίες ήδη αδειοδοτηθείσες δραστηριότητες χωροταξικής ανάπτυξης (για παράδειγμα, η κατασκευή νέων υποδομών όπως δρόμοι, κατοικίες, κ.λπ. ή εν εξελίξει λατομικές δραστηριότητες) έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ευνοϊκών νέων οικοτόπων που αποικίζονται από είδη που απαριθμούνται στο παράρτημα IV της οδηγίας. Τέτοια τυπικά φυσικά χαρακτηριστικά, για παράδειγμα σε χώρους εξόρυξης, μπορεί να είναι νέες τεχνητές λίμνες (που ωφελούν τα αμφίβια και τις λιβελούλες), ελεύθεροι χώροι, αμμώδεις εκτάσεις και εκτάσεις με χαλίκι (που προσελκύουν έντομα και πτηνά), πρωτογενείς λειμώνες (που προσελκύουν έντομα και πτηνά), χαλαροί βράχοι (που ωφελούν τα πτηνά και τις μονήρεις μέλισσες), και η δημιουργία χώρων που παρέχουν καταφύγιο (για ερπετά, αμφίβια και έντομα).
Δεδομένου ότι στο αυστηρό καθεστώς προστασίας βάσει του άρθρου 12 δεν γίνεται διάκριση μεταξύ προσωρινών (π.χ. έως 5-10 έτη) και μόνιμων, ή τεχνητών και φυσικών περιβαλλόντων, πρέπει να θεωρείται ότι τα προστατευόμενα είδη ζώων ή φυτών που απαριθμούνται στο παράρτημα IV και τα οποία αρχίζουν να καταλαμβάνουν έναν νέο τόπο λόγω της διεξαγωγής αδειοδοτηθεισών δραστηριοτήτων χωροταξικής ανάπτυξης καλύπτονται επίσης πλήρως από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων προστασίας του άρθρου 12.
(3-88) Η εφαρμογή του καθεστώτος αυστηρής προστασίας βάσει του άρθρου 12 στις εν λόγω περιπτώσεις ενδέχεται να δημιουργήσει σημαντικό πρόβλημα για τους φορείς ανάπτυξης έργων και τους ιδιοκτήτες γης οι οποίοι, εκ της φύσεως της εργασίας, μπορεί να χρειαστεί να μετακινήσουν τους εν λόγω «προσωρινούς» οικοτόπους προκειμένου να συνεχίσουν την εργασία τους, βάσει της άδειας. Για την απομάκρυνση των οικοτόπων κατά το στάδιο προπαρασκευής, λειτουργίας ή παροπλισμού ενός έργου απαιτείται παρέκκλιση βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 1, εφόσον εκπληρώνονται οι όροι (βλ. κατωτέρω).
Χωρίς ασφάλεια δικαίου σχετικά με το ότι ο οικείος χώρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί νομίμως για τον προβλεπόμενο σκοπό για τον οποίο εκδόθηκε άδεια, οι ιδιοκτήτες γης ή οι φορείς ανάπτυξης έργων ενδέχεται να επιθυμούν να παρεμποδίσουν την εισβολή προστατευόμενων ειδών (για παράδειγμα, με χρήση φυτοφαρμάκων ή άροσης) στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, όταν δεν πραγματοποιούνται εργασίες χωροταξικής ανάπτυξης, προκειμένου να αποφύγουν πρόσθετες υποχρεώσεις, απαγορεύσεις ή περιορισμούς που συνδέονται με την παρουσία προστατευόμενων ειδών τα οποία δεν ήταν εξ αρχής παρόντα στις εκτάσεις τους. Η περίπτωση αυτή μπορεί να είναι μια χαμένη ευκαιρία, δεδομένου ότι τυχόν πρόσθετοι οικότοποι, οι οποίοι, σε διαφορετική περίπτωση, δεν θα αναπτύσσονταν στην οικεία περιοχή μπορούν, υπό ορισμένες συνθήκες, να συμβάλουν θετικά στην επίτευξη των σκοπών της οδηγίας.
(3-89) Για τη διασφάλιση της εν λόγω ασφάλειας δικαίου και, ως εκ τούτου, ενός κινήτρου για τη δημιουργία ή τη διατήρηση προσωρινών φυσικών τόπων, οι φορείς ανάπτυξης μπορούν να υποβάλλουν αίτηση παρέκκλισης βάσει του άρθρου 16 σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας σχεδιασμού, όταν τα προστατευόμενα είδη δεν έχουν ακόμη αποικίσει τον τόπο αλλά ο εν λόγω αποικισμός αναμένεται με κάποια βεβαιότητα (αυτό μπορεί να ισχύει, για παράδειγμα, όταν το είδος απαντά ήδη στις γύρω περιοχές). Η μορφή αυτή εκ των προτέρων παρέκκλισης θα επιτρέπει την επακόλουθη απομάκρυνση των προσωρινών φυσικών χαρακτηριστικών με βάση τις αναπτυξιακές ανάγκες του έργου. Ωστόσο, τα νομικά πρότυπα για τις εν λόγω παρεκκλίσεις δεν μπορούν να υπολείπονται των αντίστοιχων προτύπων για τις παρεκκλίσεις όσον αφορά ήδη απαντώμενα προστατευόμενα είδη και τους οικοτόπους τους, και πρέπει επίσης να εκπληρώνουν τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 16. Μεταξύ άλλων ζητημάτων, αυτό συνεπάγεται ότι στις παρεκκλίσεις που χορηγούνται πριν από την εγκατάσταση του «πρωτοπόρου είδους» ή του οικοτόπου του πρέπει να προσδιορίζονται με σαφή και ακριβή τρόπο οι σκοποί που επιδιώκονται μέσω της παρέκκλισης
.
(3-90) Ως εκ τούτου, θα είναι σημαντικό πριν από την υποβολή αιτήσεων παρέκκλισης βάσει του άρθρου 16 να προηγείται πλήρης επιτόπια απογραφή για τον εντοπισμό του συνόλου των προστατευόμενων ειδών, όχι μόνο εντός του χώρου του έργου αλλά και στις γύρω περιοχές. Με τον τρόπο αυτό θα διασφαλίζεται ο εντοπισμός όλων των «προβλέψιμων» ειδών του παραρτήματος IV και θα προσδιορίζεται η αφθονία τους και η πιθανότητα να αποικίσουν τον χώρο του έργου. Στη συνέχεια, η απόφαση βάσει του άρθρου 16 μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον καθορισμό των όρων διατήρησης της συνεχούς οικολογικής λειτουργίας του οικοτόπου του είδους σε περίπτωση που ο νέος αποικισθείς οικότοπος εντός του χώρου του έργου πρέπει να απομακρυνθεί για τους σκοπούς του αδειοδοτηθέντος έργου/δραστηριότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, για παράδειγμα, θα μπορούσαν να δημιουργηθούν και να τεθούν υπό προστασία παρόμοιοι οικότοποι εκτός του χώρου του έργου και να μεταφερθεί το είδος που βρίσκεται εντός του χώρου του έργου στους εν λόγω οικοτόπους, με την υποστήριξη μακροπρόθεσμης παρακολούθησης. Όπως ισχύει για όλες τις παρεκκλίσεις, η ορθή εφαρμογή πρέπει επίσης να επαληθεύεται και να καταγράφεται.
(3-91) Οι παρεκκλίσεις που αφορούν προσωρινές φυσικές καταστάσεις, όπως περιγράφονται ανωτέρω, απαιτείται να δικαιολογούνται με βάση έναν από τους λόγους που καθορίζονται στο άρθρο 16 παράγραφος 1. Μια δυνατότητα είναι η παρέκκλιση να βασίζεται στον λόγο που καθορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο α), βάσει του οποίου μια παρέκκλιση μπορεί να γίνει δεκτή «για να προστατεύσει την άγρια πανίδα και χλωρίδα και να διατηρήσει τους φυσικούς οικοτόπους». Η διατύπωση της διάταξης δεν περιορίζεται σε παρεκκλίσεις που χορηγούνται για την προστασία ενός είδους φυτών ή ζώων από άλλα ανταγωνιστικά προστατευόμενα είδη. Η φράση μπορεί να ερμηνευτεί ως επιτρέπουσα επίσης παρέκκλιση από το καθεστώς αυστηρής προστασίας ενός προστατευόμενου είδους με σκοπό να ωφεληθεί το ίδιο. Η φράση «για να προστατεύσει» στη διάταξη υποδεικνύει ότι η παρέκκλιση πρέπει να παρέχει προστιθέμενη αξία για το οικείο είδος. Αυτό συνεπάγεται ότι το άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο α) εφαρμόζεται εφόσον μπορεί να αποδειχθεί ότι υπάρχει καθαρό όφελος για το οικείο είδος, το οποίο κατέστη εφικτό αποκλειστικά και μόνο λόγω της αρχικής χορήγησης της παρέκκλισης.
(3-92) Το άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο γ) προβλέπει τη δυνατότητα χορήγησης παρέκκλισης «για (...) επιτακτικούς λόγους προέχοντος δημοσίου συμφέροντος, συμπεριλαμβανομένων τυχόν λόγων κοινωνικού ή οικονομικού χαρακτήρα και ευεργετικών συνεπειών πρωταρχικής σημασίας για το περιβάλλον». Η αναφορά στην «πρωταρχική σημασία για το περιβάλλον» μπορεί να ερμηνευτεί παρομοίως με την ανωτέρω ερμηνεία της φράσης «για να προστατεύσει την άγρια πανίδα και χλωρίδα και να διατηρήσει τους φυσικούς οικοτόπους», που περιλαμβάνεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο α), δηλαδή ότι δηλώνει ότι επιτρέπεται παρέκκλιση από το καθεστώς αυστηρής προστασίας ενός είδους και για λόγους ωφέλειας του ιδίου του είδους. Ωστόσο, η προστιθέμενη αξία θα πρέπει να είναι «πρωταρχικής σημασίας» και, ως εκ τούτου, εν προκειμένω, τίθεται υψηλότερο όριο σε σχέση με το όριο βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχείο α).
(3-93) Η δυνατότητα χρήσης παρεκκλίσεων για προσωρινούς φυσικούς τόπους θα πρέπει να εξετάζεται προσεκτικά κατά το στάδιο του σχεδιασμού του έργου και θα πρέπει να περιλαμβάνει λεπτομερή επιστημονική αξιολόγηση των σημείων στα οποία το προστατευόμενο είδος μπορεί να εγκατασταθεί κατά τα διάφορα στάδια του έργου. Το στάδιο του σχεδιασμού θα πρέπει να περιλαμβάνει αξιολόγηση του τρόπου με τον οποίο μπορεί να διατηρηθεί το είδος που έχει αποικίσει τους προσωρινούς οικοτόπους κατά τη διάρκεια και μετά την περάτωση του έργου, στο μέτρο που είναι δυνατό, π.χ. με την εφαρμογή κατάλληλων μέτρων μετριασμού και την υποστήριξη της μεταφοράς.
(3-94) Η απόφαση περί παρέκκλισης πρέπει, ωστόσο, να εξακολουθεί να πληροί τα άλλα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 16 (απουσία εναλλακτικών λύσεων, δεν παραβλάπτει την κατάσταση διατηρήσεως) και θα πρέπει να ορίζει εκ των προτέρων τις δεσμεύσεις επιτήρησης και παρακολούθησης
. Τα εν λόγω κριτήρια θα διασφαλίσουν ότι η ανάπτυξη του προσωρινού τόπου αντιστοιχεί στην προβλεπόμενη έκτακτη ανάγκη/παρουσία του προστατευόμενου είδους στον τόπο. Οι εν λόγω εργασίες παρακολούθησης θα παράσχουν επίσης τα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται για την υποβολή αίτησης πρόσθετης παρέκκλισης ώστε να αντιμετωπιστούν τυχόν νέες παρουσίες, οι οποίες δεν ήταν αναμενόμενες αρχικά.
25 – Παράδειγμα ορθής πρακτικής: Το έργο «LIFE in quarries» στο Βέλγιο: δυναμική διαχείριση της βιοποικιλότητας στο πλαίσιο εν λειτουργία λατομείων
Στόχος του έργου «LIFE in quarries» [LIFE14 NAT/BE/000364] είναι η ανάπτυξη μεθόδων για τη βελτιστοποίηση του δυναμικού βιοποικιλότητας τόπων εξόρυξης ορυκτών. Στο πλαίσιο των σχεδίων διαχείρισης βιοποικιλότητας των λατομείων, το έργο διερεύνησε επιστημονικές και νομικές προσεγγίσεις με σκοπό την υποστήριξη προσωρινών οικοτόπων (προσωρινές τεχνητές λίμνες ή αμμοσύρτεις) που δημιουργούνται και εξαρτώνται από τις δραστηριότητες λατομείων, οι οποίοι μπορούν να φιλοξενήσουν προστατευόμενα είδη (π.χ. οχθοχελίδονο, σαύρες, τοιχογουστέρες, φρύνοι ή φύκη που απαντώνται συνήθως σε υποβαθμισμένα περιβάλλοντα). Η εν λόγω δυναμική διαχείριση της βιοποικιλότητας που ευνοεί τα υπάρχοντα και/ή νέα είδη που είναι εναρμονισμένα με τις δραστηριότητες λατομείων (τόσο τις υφιστάμενες όσο και τις πρόσθετες προσωρινές δραστηριότητες) μπορεί να συνδυαστεί με τα προβλεπόμενα μέτρα αποκατάστασης των μόνιμων οικοτόπων κατά τη διάρκεια και μετά την περίοδο εξόρυξης ώστε να μεγιστοποιηθούν τα σταθερά και πλούσια σε βιοποικιλότητα οικοσυστήματα μετά την περάτωση του έργου (πρόσθετοι μόνιμοι φυσικοί τόποι)
.
3.4.Παρακολούθηση και υποβολή εκθέσεων σχετικά με τις παρεκκλίσεις
Οι αρμόδιες εθνικές αρχές πρέπει να διασφαλίζουν όχι μόνο την εκπλήρωση όλων των όρων του συστήματος παρεκκλίσεων πριν από τη χορήγηση παρέκκλισης (δηλαδή την εκπλήρωση και των τριών κριτηρίων), αλλά πρέπει επίσης να παρακολουθούν τις επιπτώσεις της παρέκκλισης (και την αποτελεσματικότητα τυχόν αντισταθμιστικών μέτρων) μετά την εφαρμογή της. Οι εκθέσεις σχετικά με τις παρεκκλίσεις θα πρέπει να είναι πλήρεις και να περιλαμβάνουν πληροφορίες που επιτρέπουν στην Επιτροπή να αξιολογεί την ορθή εφαρμογή του συστήματος παρεκκλίσεων βάσει του άρθρου 16.
3.4.1.Παρακολούθηση των επιπτώσεων των παρεκκλίσεων
(3-95) Οι αρμόδιες εθνικές αρχές πρέπει να διασφαλίζουν όχι μόνο την εκπλήρωση όλων των όρων του συστήματος παρεκκλίσεων πριν από τη χορήγηση παρέκκλισης, αλλά πρέπει επίσης να παρακολουθούν τις επιπτώσεις των παρεκκλίσεων (και την αποτελεσματικότητα τυχόν αντισταθμιστικών μέτρων) μετά την εφαρμογή τους
. Βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 3 στοιχείο ε) απαιτείται στις εκθέσεις των κρατών μελών για τις παρεκκλίσεις να προσδιορίζονται τα «τα χρησιμοποιούμενα μέτρα ελέγχου και τα αποτελέσματά τους». Αυτό συνεπάγεται ότι πρέπει να ελέγχουν και να παρακολουθούν την εφαρμογή των χορηγούμενων παρεκκλίσεων.
Επίσης, είναι απαραίτητη η παρακολούθηση των επιπτώσεων των παρεκκλίσεων ώστε να επαληθεύεται η ορθή εφαρμογή τους και το κατά πόσον έχουν επιτύχει τον σκοπό τους, με βάση επιστημονικά στοιχεία, και, εφόσον χρειάζεται, να λαμβάνονται διορθωτικά μέτρα. Με τον τρόπο αυτόν αναμένεται ότι θα διασφαλίζεται ο εντοπισμός τυχόν ακούσιου κινδύνου ή βλάβης στα είδη εξαιτίας της εφαρμογής της παρέκκλισης. Για την αρμόζουσα χρήση του συστήματος παρεκκλίσεων απαιτείται να υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες πλαισίου ώστε να διασφαλίζεται ότι η προσέγγιση δεν παράγει ανεπιθύμητα αποτελέσματα. Στοιχείο καίριας σημασίας για την επίτευξη του εν λόγω στόχου είναι η παρακολούθηση.
(3-96) Αφού εφαρμόσουν τις παρεκκλίσεις, οι εθνικές αρχές πρέπει επίσης να παρακολουθούν τα σωρευτικά αποτελέσματα όλων των παρεκκλίσεων που χορηγούνται στο εθνικό έδαφος για κάθε είδος που καλύπτεται από τις παρεκκλίσεις, ανεξάρτητα από τους λόγους για τους οποίους χορηγήθηκαν, και να επιβεβαιώνουν την αρχική εκτίμηση ότι οι παρεκκλίσεις δεν παραβλάπτουν την παραμονή των πληθυσμών των ειδών σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως. Τα αποτελέσματα της εν λόγω παρακολούθησης θα πρέπει, προφανώς, να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο μελλοντικών αποφάσεων χορήγησης παρεκκλίσεων.
(3-97) Η παρακολούθηση μπορεί επίσης να βασίζεται στη γενική υποχρέωση ελέγχου βάσει του άρθρου 11 της οδηγίας. Είναι εύλογο ο εν λόγω έλεγχος να δίνει έμφαση στις επιπτώσεις (συμπεριλαμβανομένων των σωρευτικών αποτελεσμάτων και των επιπτώσεων των αντισταθμιστικών μέτρων) των παρεκκλίσεων που εφαρμόζονται για είδη σε σχέση με τα οποία χορηγούνται επανειλημμένως παρεκκλίσεις ή τα οποία τελούν σε δυσμενή κατάσταση διατηρήσεως (και αποτελούν, ωστόσο, σε εξαιρετικές περιστάσεις, αντικείμενο παρεκκλίσεων). Είναι επίσης εύλογο ο εν λόγω έλεγχος να περιλαμβάνει την παρακολούθηση άλλων παραγόντων που ενδέχεται να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην κατάσταση διατηρήσεως ενός είδους (όπως η παράνομη θανάτωση). Τα εν λόγω στοιχεία μπορούν να χρησιμοποιούνται κατά την αξιολόγηση της κατάστασης διατηρήσεως του είδους.
3.4.2.Υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων βάσει του άρθρου 16 παράγραφοι 2 και 3
(3-98) Οι παρεκκλίσεις πρέπει επίσης να εκπληρώνουν τους τυπικούς όρους που προβλέπονται το άρθρο 16 παράγραφοι 2 και 3. Σύμφωνα με τη διατύπωση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-118/94 (υπόθεση που σχετίζεται με την οδηγία για τα πτηνά), οι εν λόγω τυπικοί όροι «έχουν ως στόχο να περιορίζουν τις παρεκκλίσεις στα απολύτως αναγκαία και να διασφαλίζουν τη δυνατότητα επιτηρήσεως εκ μέρους της Επιτροπής».
(3-99) Τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να ζητούν τη γνώμη της Επιτροπής προκειμένου να υποβάλουν αιτήσεις για παρεκκλίσεις αλλά υποχρεούνται να υποβάλλουν έκθεση κάθε δύο έτη στην Επιτροπή σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 16. Το άρθρο 16 παράγραφος 2 δεν προσδιορίζει το ακριβές περιεχόμενο των εν λόγω εκθέσεων. Ωστόσο, είναι σαφές ότι οι πληροφορίες πρέπει να είναι πλήρεις, εμπεριστατωμένες και να καλύπτουν όλες τις λεπτομέρειες που καθορίζονται στο άρθρο 16 παράγραφος 3. Με βάση τις πληροφορίες που παρέχονται στις εκθέσεις παρεκκλίσεων, η Επιτροπή πρέπει να είναι σε θέση να ελέγχει την εφαρμογή του άρθρου 16 εντός των κρατών μελών καθώς και το αν είναι συμβατή με την οδηγία. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η χρήση παρεκκλίσεων παραβιάζει τις απαιτήσεις της οδηγίας, έχει το δικαίωμα να κινεί διαδικασία επί παραβάσει κατά του οικείου κράτους μέλους.
(3-100) Ο ισχύων μορφότυπος υποβολής εκθέσεων παρεκκλίσεων καλύπτει επίσης όλες τις υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων βάσει του άρθρου 9 της σύμβασης για τη διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης (Σύμβαση της Βέρνης)
και αποσκοπεί στο να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα και τη χρηστικότητα της υποβολής εκθέσεων σε όλα τα επίπεδα (περιφερειακό, εθνικό, ενωσιακό). Ο νέος μορφότυπος υποβολής εκθέσεων και ένα νέο εργαλείο ΤΠ, το οποίο αποκαλείται «Σύστημα παρεκκλίσεων βάσει των οδηγιών για τους οικοτόπους και πτηνά+» (HaBiDeS+), χρησιμοποιείται επί του παρόντος από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη
.
(3-101) Ο νέος μορφότυπος περιλαμβάνει τους τυπικούς όρους που καθορίζονται στο άρθρο 16 παράγραφος 3 και οι οποίοι πρέπει να εκπληρώνονται και να προσδιορίζονται σε κάθε χορηγούμενη παρέκκλιση, καθώς και πρόσθετες πληροφορίες (π.χ. λεπτομέρειες που χρησιμεύουν για την περαιτέρω κατανόηση των λόγω, των μέσων και των μεθόδων, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τις απαιτήσεις του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχείο ε), αναφορές σε απορριφθείσες εναλλακτικές λύσεις, αποδεικτικά στοιχεία περί του ότι η παρέκκλιση δεν παραβλάπτει την κατάσταση διατηρήσεως του πληθυσμού) που επιτρέπουν την κατανόηση του σκεπτικού των αρμόδιων αρχών κατά την εφαρμογή του συστήματος παρεκκλίσεων βάσει του άρθρου 16.
Παραρτήματα:
Παράρτημα I:
Παραπομπές σε υποθέσεις του Δικαστηρίου
Παράρτημα II:
Κατάλογος ειδών που καλύπτονται από τα παραρτήματα II, IV και V
Παράρτημα III:
Εφαρμογή του άρθρου 12 της οδηγίας για τους οικοτόπους - Το παράδειγμα του λύκου
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I
Παραπομπές σε υποθέσεις του Δικαστηρίου
Διατάξεις της οδηγίας για τους οικοτόπους για την προστασία των ειδών
12 Νοεμβρίου 1969, Stauder κατά Stadt Ulm, υπόθεση C-29/69, ECLI:EU:C:1969:57
27 Οκτωβρίου 1977, Regina κατά Bouchereau, υπόθεση C-30/77, ECLI:EU:C:1977:172
12 Ιουλίου 1979, Koschniske κατά Raad van Arbeid, υπόθεση C-9/79, ECLI:EU:C:1979:201
23 Μαΐου 1985, Επιτροπή κατά Γερμανίας, υπόθεση C-29/84, ECLI:EU:C:1985:229
9 Απριλίου 1987, Επιτροπή κατά Ιταλίας, υπόθεση C-363/85, ECLI:EU:C:1987:196
8 Ιουλίου 1987, Επιτροπή κατά Βελγίου, υπόθεση C-247/85, ECLI:EU:C:1987:339
8 Ιουλίου 1987, Επιτροπή κατά Ιταλίας, υπόθεση C-262/85, ECLI:EU:C:1987:340
23 Φεβρουαρίου 1988, Επιτροπή κατά Ιταλίας, υπόθεση C-429/85, ECLI:EU:C:1988:83
27 Απριλίου 1988, Επιτροπή κατά Γαλλίας, υπόθεση C-252/85, ECLI:EU:C:1988:202
7 Ιουλίου 1988, Moksel κατά BALM, υπόθεση C-55/87, ECLI:EU:C:1988:377
15 Μαρτίου 1990, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, υπόθεση C-339/87, ECLI:EU:C:1990:119
28 Μαρτίου 1990, ποινικές δίκες κατά G. Vessoso και G. Zanetti, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-206 και 207/88, ECLI:EU:C:1990:145
17 Ιανουαρίου 1991, Επιτροπή κατά Ιταλίας, υπόθεση C-157/89, ECLI:EU:C:1991:22
28 Φεβρουαρίου 1991, Επιτροπή κατά Γερμανίας, υπόθεση C-57/89, ECLI:EU:C:1991:89
28 Φεβρουαρίου 1991, Επιτροπή κατά Γερμανίας, υπόθεση C-131/88, ECLI:EU:C:1991:87
30 Μαΐου 1991, Επιτροπή κατά Γερμανίας, υπόθεση C-59/89, ECLI:EU:C:1991:225
2 Αυγούστου 1993, Επιτροπή/Ισπανία, υπόθεση C-355/90, ECLI:EU:C:1993:331
7 Μαρτίου 1996, WWF Italy κατά Regione Veneto, υπόθεση C-118/94, ECLI:EU:C:1996:86
19 Σεπτεμβρίου 1996, Επιτροπή κατά Ελλάδας, υπόθεση C-236/95, ECLI:EU:C:1996:341
12 Δεκεμβρίου 1996, Ligue royale belge pour la protection des oiseaux και Société d’études ornithologiques κατά Περιφέρειας Βαλωνίας, υπόθεση C-10/96, ECLI:EU:C:1996:504
19 Μαΐου 1999, Επιτροπή κατά Γαλλίας, υπόθεση C-225/97, ECLI:EU:C:1999:252
11 Νοεμβρίου 1999, Επιτροπή κατά Ιταλίας, υπόθεση C-315/98, ECLI:EU:C:1999:551
7 Νοεμβρίου 2000, First Cooperate Shipping. Υπόθεση C-371/98, ECLI:EU:C:2000:600.
10 Μαΐου 2001, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, υπόθεση C-144/99, ECLI:EU:C:2001:257
17 Μαΐου 2001, Επιτροπή κατά Ιταλίας, υπόθεση C-159/99, ECLI:EU:C:2001:278
30 Ιανουαρίου 2002, Επιτροπή κατά Ελλάδας, υπόθεση C-103/00, ECLI:EU:C:2002:60
13 Φεβρουαρίου 2003, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, υπόθεση C-75/01, ECLI:EU:C:2003:95
16 Οκτωβρίου 2003, Ligue pour la protection des oiseaux κ.λπ. κατά Premier ministre και Ministre de l'Aménagement du territoire et de l'Environnement, υπόθεση C-182/02, ECR σ.12105
6 Νοεμβρίου 2003, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, υπόθεση C-434/01, ECLI:EU:C:2003:601
20 Οκτωβρίου 2005, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, υπόθεση C-6/04, ECLI:EU:C:2005:626
15 Δεκεμβρίου 2005, Επιτροπή κατά Φινλανδίας, υπόθεση C-344/03, ECLI:EU:C:2005:770
10 Ιανουαρίου 2006, Επιτροπή κατά Γερμανίας, υπόθεση C-98/03, ECLI:EU:C:2006:3
16 Μαρτίου 2006, Επιτροπή κατά Ελλάδας, υπόθεση C-518/04, ECLI:EU:C:2006:183
18 Μαΐου 2006, Επιτροπή κατά Ισπανίας, υπόθεση C-221/04, ECLI:EU:C:2006:329
8 Ιουνίου 2006, Επιτροπή/Ιταλία, υπόθεση C-60/05, ECLI:EU:C:2006:378
19 Δεκεμβρίου 2006, Επιτροπή κατά Ιταλίας, υπόθεση C-503/06, ECLI:EU:C:2008:279
11 Ιανουαρίου 2007, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, υπόθεση C-183/05, ECLI:EU:C:2007:14
10 Μαΐου 2007, Επιτροπή κατά Αυστρίας, υπόθεση C-508/04, ECLI:EU:C:2007:274
14 Ιουνίου 2007, Επιτροπή κατά Φινλανδίας, υπόθεση C-342/05, ECLI:EU:C:2007:341
20 Μαΐου 2010, Επιτροπή κατά Ισπανίας, υπόθεση C-308/08, ECLI:EU:C:2010:281
9 Ιουνίου 2011, Επιτροπή κατά Γαλλίας, υπόθεση C-383/09, ECLI:EU:C:2011:369
26 Ιανουαρίου 2012, Επιτροπή κατά Πολωνίας, υπόθεση C-192/11, ECLI:EU:C:2012:44
15 Μαρτίου 2012, Επιτροπή κατά Κύπρου, υπόθεση C-340/10, ECLI:EU:C:2012:143
15 Μαρτίου 2012, Επιτροπή κατά Πολωνίας, υπόθεση C-46/11, ECLI:EU:C:2012:146
10 Νοεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Ελλάδας, υπόθεση C-504/14, ECLI:EU:C:2016:847
17 Απριλίου 2018, Επιτροπή κατά Πολωνίας, υπόθεση C-441/17, ECLI:EU:C:2018:255
10 Οκτωβρίου 2019, προδικαστική απόφαση στην υπόθεση C-674/17, ECLI:EU:C:2019:851
11 Ιουνίου 2020, προδικαστική απόφαση στην υπόθεση C‑88/19, ECLI:EU:C:2020:458
4 Μαρτίου 2021, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-473/19 και C-474/19 — Föreningen Skydda Skogen, ECLI:EU:C:2021:166
Εκκρεμής υπόθεση C-477/19 – Magistrat Stadt Wien
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ
Κατάλογος ζωικών ειδών που καλύπτονται από τα παραρτήματα II, IV και V της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ για τους οικοτόπους
Δήλωση αποποίησης ευθύνης: Ο ακόλουθος πίνακας είναι ένας ενοποιημένος πίνακας της ΓΔ Περιβάλλοντος. Προορίζεται αποκλειστικά για χρήση ως πίνακας επισκόπησης. Δεν αποδεχόμαστε οποιαδήποτε ευθύνη για το περιεχόμενό του. Οι νομικά δεσμευτικές εκδόσεις των παραρτημάτων είναι εκείνες που δημοσιεύονται επίσημα στις οικείες νομικές πράξεις. Η τελευταία έκδοση των εν λόγω παραρτημάτων επί της οποίας βασίζεται ο πίνακας έχει δημοσιευτεί στην οδηγία 2013/17/ΕΕ του Συμβουλίου, της 13ης Μαΐου 2013, για την προσαρμογή ορισμένων οδηγιών στον τομέα του περιβάλλοντος, λόγω της προσχώρησης της Δημοκρατίας της Κροατίας
Τα είδη που περιλαμβάνονται στο παρόν παράρτημα αναφέρονται:
Øμε το όνομα του είδους ή του υποείδους (με έντονη και πλάγια γραμματοσειρά), ή
Øμε το σύνολο των ειδών που ανήκουν σε μια ανώτερη συστηματική ομάδα ή σε καθορισμένο τμήμα της εν λόγω ομάδας. Η συντομογραφία «spp.» μετά την ονομασία μιας οικογένειας ή ενός γένους δηλώνει όλα τα είδη που ανήκουν στην εν λόγω οικογένεια ή γένος.
Ένας αστερίσκος (*) μπροστά από το όνομα είδους δηλώνει ότι το εν λόγω είδος είναι είδος προτεραιότητας του παραρτήματος ΙΙ (στα παραρτήματα VΙ και V δεν γίνεται διάκριση μεταξύ ειδών προτεραιότητας και άλλων ειδών).
Τα παραρτήματα που ενοποιούνται στον παρόντα πίνακα είναι τα εξής:
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II: ΕΙΔΗ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ Η ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ ΤΟΝ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΕΙΔΙΚΩΝ ΖΩΝΩΝ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV: ΕΙΔΗ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΥ ΧΡΗΖΟΥΝ ΑΥΣΤΗΡΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V: ΕΙΔΗ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΣΤΗ ΦΥΣΗ ΚΑΙ Η ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΥΠΟΚΕΙΝΤΑΙ, ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΩΣ, ΣΕ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ
Όνομα είδους
|
|
Γεωγραφικοί περιορισμοί
|
|
II
|
IV
|
V
|
|
ΖΩΑ
|
ΣΠΟΝΔΥΛΩΤΑ
|
|
|
|
|
ΘΗΛΑΣΤΙΚΑ
|
|
|
|
|
INSECTIVORA
|
|
|
|
|
Erinaceidae
|
|
|
|
|
Erinaceus algirus
|
|
X
|
|
|
Soricidae
|
|
|
|
|
Crocidura canariensis
|
|
X
|
|
|
Crocidura sicula
|
|
X
|
|
|
Talpidae
|
|
|
|
|
Galemys pyrenaicus
|
X
|
X
|
|
|
|
|
|
|
|
CHIROPTERA
|
|
|
|
|
Microchiroptera
|
|
|
|
|
Rhinolophidae
|
|
|
|
|
Rhinolophus blasii
|
X
|
X
|
|
|
Rhinolophus euryale
|
X
|
X
|
|
|
Rhinolophus ferrumequinum
|
X
|
X
|
|
|
Rhinolophus hipposideros
|
X
|
X
|
|
|
Rhinolophus mehelyi
|
X
|
X
|
|
|
Vespertilionidae
|
|
|
|
|
Barbastella barbastellus
|
X
|
X
|
|
|
Miniopterus schreibersi
|
X
|
X
|
|
|
Myotis bechsteini
|
X
|
X
|
|
|
Myotis blythii
|
X
|
X
|
|
|
Myotis capaccinii
|
X
|
X
|
|
|
Myotis dasycneme
|
X
|
X
|
|
|
Myotis emarginatus
|
X
|
X
|
|
|
Myotis myotis
|
X
|
X
|
|
|
Όλα τα υπόλοιπα Microchiroptera
|
|
X
|
|
|
Megachiroptera
|
|
|
|
|
Pteropodidae
|
|
|
|
|
Rousettus aegiptiacus
|
X
|
X
|
|
|
|
|
|
|
|
RODENTIA
|
|
|
|
|
Gliridae
|
|
|
|
|
Όλα τα είδη εκτός των Glis glis και Eliomys quercinus
|
|
X
|
|
|
Myomimus roachi
|
X
|
X
|
|
|
Sciuridae
|
|
|
|
|
* Marmota marmota latirostris
|
X
|
X
|
|
|
* Pteromys volans (Sciuropterus russicus)
|
X
|
X
|
|
|
Spermophilus citellus (Citellus citellus)
|
X
|
X
|
|
|
* Spermophilus suslicus (Citellus suslicus)
|
X
|
X
|
|
|
Sciurus anomalus
|
|
X
|
|
|
Castoridae
|
|
|
|
|
Castor fiber
|
X
|
X
|
X
|
Παράρτημα II: εκτός των εσθονικών, λετονικών, λιθουανικών, φινλανδικών και σουηδικών πληθυσμών
Παράρτημα IV: εκτός των εσθονικών, λετονικών, λιθουανικών, πολωνικών, φινλανδικών και σουηδικών πληθυσμών
Παράρτημα V: φινλανδικοί, σουηδικοί, λετονικοί, λιθουανικοί, εσθονικοί και πολωνικοί πληθυσμοί
|
Cricetidae
|
|
|
|
|
Cricetus cricetus
|
|
X
|
X
|
Παράρτημα IV: εκτός των ουγγρικών πληθυσμών
Παράρτημα V: ουγγρικοί πληθυσμοί
|
Mesocricetus newtoni
|
X
|
X
|
|
|
Microtidae
|
|
|
|
|
Dinaromys bogdanovi
|
X
|
X
|
|
|
Microtus cabrerae
|
X
|
X
|
|
|
* Microtus oeconomus arenicola
|
X
|
X
|
|
|
* Microtus oeconomus mehelyi
|
X
|
X
|
|
|
Microtus tatricus
|
X
|
X
|
|
|
Zapodidae
|
|
|
|
|
Sicista betulina
|
|
X
|
|
|
Sicista subtilis
|
X
|
X
|
|
|
Hystricidae
|
|
|
|
|
Hystrix cristata
|
|
X
|
|
|
|
|
|
|
|
CARNIVORA
|
|
|
|
|
Canidae
|
|
|
|
|
* Alopex lagopus
|
X
|
X
|
|
|
Canis aureus
|
|
|
X
|
|
* Canis lupus
|
X
|
X
|
X
|
Παράρτημα II: εκτός του εσθονικού πληθυσμού· ελληνικοί πληθυσμοί: μόνο αυτοί νοτίως του 39ου παραλλήλου· ισπανικοί πληθυσμοί: μόνο αυτοί νοτίως του Duero· οι λετονικοί, λιθουανικοί και φινλανδικοί πληθυσμοί εξαιρούνται
Παράρτημα IV: εκτός των ελληνικών πληθυσμών βορείως του 39ου παραλλήλου· των εσθονικών πληθυσμών, των ισπανικών πληθυσμών βορείως του Duero· των λετονικών, των λιθουανικών, των πολωνικών, των σλοβακικών, των βουλγαρικών και των φινλανδικών πληθυσμών μέσα στην περιοχή διαχείρισης ταράνδων σύμφωνα με το άρθρο 2 του σχετικού φινλανδικού νόμου αριθ. 848/90 της 14ης Σεπτεμβρίου 1990
Παράρτημα V: ισπανικοί πληθυσμοί βορείως του Duero, ελληνικοί πληθυσμοί βορείως του 39ου παραλλήλου, φινλανδικοί πληθυσμοί μέσα στην περιοχή διαχείρισης ταράνδων σύμφωνα με το άρθρο 2 του σχετικού φινλανδικού νόμου αριθ. 848/90 της 14ης Σεπτεμβρίου 1990, βουλγαρικοί, λετονικοί, λιθουανικοί, εσθονικοί, πολωνικοί και σλοβακικοί πληθυσμοί
|
Ursidae
|
|
|
|
|
* Ursus arctos
|
X
|
X
|
|
Παράρτημα II: εκτός των εσθονικών, φινλανδικών και σουηδικών πληθυσμών
|
Mustelidae
|
|
|
|
|
* Gulo gulo
|
X
|
|
|
|
Lutra lutra
|
X
|
X
|
|
|
Martes martes
|
|
|
X
|
|
Mustela eversmanii
|
X
|
X
|
|
|
Mustela putorius
|
|
|
X
|
|
* Mustela lutreola
|
X
|
X
|
|
|
Vormela peregusna
|
X
|
X
|
|
|
Felidae
|
|
|
|
|
Felis silvestris
|
|
X
|
|
|
Lynx lynx
|
X
|
X
|
X
|
Παράρτημα II: εκτός των εσθονικών, λετονικών και φινλανδικών πληθυσμών
Παράρτημα IV: εκτός του εσθονικού πληθυσμού
Παράρτημα V: εσθονικός πληθυσμός
|
* Lynx pardinus
|
X
|
X
|
|
|
Phocidae
|
|
|
|
|
Halichoerus grypus
|
X
|
|
X
|
|
* Monachus monachus
|
X
|
X
|
|
|
Phoca hispida bottnica
|
X
|
|
X
|
|
* Phoca hispida saimensis
|
X
|
X
|
|
|
Phoca vitulina
|
X
|
|
X
|
|
Όλα τα υπόλοιπα Phocidae
|
|
|
X
|
|
Viverridae
|
|
|
|
|
Genetta genetta
|
|
|
X
|
|
Herpestes ichneumon
|
|
|
X
|
|
|
|
|
|
|
DUPLICIDENTATA
|
|
|
|
|
Leporidae
|
|
|
|
|
Lepus timidus
|
|
|
X
|
|
|
|
|
|
|
ARTIODACTYLA
|
|
|
|
|
Cervidae
|
|
|
|
|
* Cervus elaphus corsicanus
|
X
|
X
|
|
|
Rangifer tarandus fennicus
|
X
|
|
|
|
Βοvidae
|
|
|
|
|
* Bison bonasus
|
X
|
X
|
|
|
Capra aegagrus (φυσικοί πληθυσμοί)
|
X
|
X
|
|
|
Capra ibex
|
|
|
X
|
|
Capra pyrenaica (εκτός από το Capra pyrenaica pyrenaica)
|
|
|
X
|
|
* Capra pyrenaica pyrenaica
|
X
|
X
|
|
|
Ovis gmelini musimon(Ovis ammon musimon) (φυσικοί πληθυσμοί – Κορσική και Σαρδηνία)
|
X
|
X
|
|
|
Ovis orientalis ophion (Ovis gmelini ophion)
|
X
|
X
|
|
|
* Rupicapra pyrenaica ornata (Rupicapra rupicapra ornata)
|
X
|
X
|
|
|
Rupicapra rupicapra (εκτός από το Rupicapra rupicapra balcanica, το Rupicapra rupicapra ornata και το Rupicapra rupicapra tatrica)
|
|
|
X
|
|
Rupicapra rupicapra balcanica
|
X
|
X
|
|
|
* Rupicapra rupicapra tatrica
|
X
|
X
|
|
|
|
|
|
|
|
CETACEA
|
|
|
|
|
Phocoena phocoena
|
X
|
X
|
|
|
Tursiops truncates
|
X
|
X
|
|
|
Όλα τα υπόλοιπα Cetacea
|
|
X
|
|
|
|
|
|
|
|
ΕΡΠΕΤΑ
|
|
|
|
|
CHELONIA (TESTUDINES)
|
|
|
|
|
Testudinidae
|
|
|
|
|
Testudo graeca
|
X
|
X
|
|
|
Testudo hermanni
|
X
|
X
|
|
|
Testudo marginata
|
X
|
X
|
|
|
Cheloniidae
|
|
|
|
|
* Caretta caretta
|
X
|
X
|
|
|
* Chelonia mydas
|
X
|
X
|
|
|
Lepidochelys kempii
|
|
X
|
|
|
Eretmochelys imbricata
|
|
X
|
|
|
Dermochelyidae
|
|
|
|
|
Dermochelys coriacea
|
|
X
|
|
|
Emydidae
|
|
|
|
|
Emys orbicularis
|
X
|
X
|
|
|
Mauremys caspica
|
X
|
X
|
|
|
Mauremys leprosa
|
X
|
X
|
|
|
|
|
|
|
|
SAURIA
|
|
|
|
|
Lacertidae
|
|
|
|
|
Algyroides fitzingeri
|
|
X
|
|
|
Algyroides marchi
|
|
X
|
|
|
Algyroides moreoticus
|
|
X
|
|
|
Algyroides nigropunctatus
|
|
X
|
|
|
Dalmatolacertaoxycephala
|
|
X
|
|
|
Dinarolacerta mosorensis
|
X
|
X
|
|
|
Gallotia atlantica
|
|
X
|
|
|
Gallotia galloti
|
|
X
|
|
|
Gallotia galloti insulanagae
|
X
|
X
|
|
|
* Gallotia simonyi
|
X
|
X
|
|
|
Gallotia stehlini
|
|
X
|
|
|
Lacerta agilis
|
|
X
|
|
|
Lacerta bedriagae
|
|
X
|
|
|
Lacerta bonnali (Lacerta monticola)
|
X
|
X
|
|
|
Lacerta monticola
|
X
|
X
|
|
|
Lacerta danfordi
|
|
X
|
|
|
Lacerta dugesi
|
|
X
|
|
|
Lacerta graeca
|
|
X
|
|
|
Lacerta horvathi
|
|
X
|
|
|
Lacerta schreiberi
|
X
|
X
|
|
|
Lacerta trilineata
|
|
X
|
|
|
Lacerta viridis
|
|
X
|
|
|
Lacerta vivipara pannonica
|
|
X
|
|
|
Ophisops elegans
|
|
X
|
|
|
Podarcis erhardii
|
|
X
|
|
|
Podarcis fifolensis
|
|
X
|
|
|
Podarcis hispanica atrata
|
|
X
|
|
|
Podarcis lilfordi
|
X
|
X
|
|
|
Podarcis melisellensis
|
|
X
|
|
|
Podarcis milensis
|
|
X
|
|
|
Podarcis muralis
|
|
X
|
|
|
Podarcis peloponnesiaca
|
|
X
|
|
|
Podarcis pityusensis
|
X
|
X
|
|
|
Podarcis sicula
|
|
X
|
|
|
Podarcis taurica
|
|
X
|
|
|
Podarcis tiliguerta
|
|
X
|
|
|
Podarcis wagleriana
|
|
X
|
|
|
Scincidae
|
|
|
|
|
Ablepharus kitaibelli
|
|
X
|
|
|
Chalcides bedriagai
|
|
X
|
|
|
Chalcides ocellatus
|
|
X
|
|
|
Chalcides sexlineatus
|
|
X
|
|
|
Chalcides simonyi (Chalcides occidentalis)
|
X
|
X
|
|
|
Chalcides viridianus
|
|
X
|
|
|
Ophiomorus punctatissimus
|
|
X
|
|
|
Gekkonidae
|
|
|
|
|
Cyrtopodion kotschyi
|
|
X
|
|
|
Phyllodactylus europaeus
|
X
|
X
|
|
|
Tarentola angustimentalis
|
|
X
|
|
|
Tarentola boettgeri
|
|
X
|
|
|
Tarentola delalandii
|
|
X
|
|
|
Tarentola gomerensis
|
|
X
|
|
|
Agamidae
|
|
|
|
|
Stellio stellio
|
|
X
|
|
|
Chamaeleontidae
|
|
|
|
|
Chamaeleo chamaeleon
|
|
X
|
|
|
Anguidae
|
|
|
|
|
Ophisaurus apodus
|
|
X
|
|
|
|
|
|
|
|
OPHIDIA (SERPENTES)
|
|
|
|
|
Colubridae
|
|
|
|
|
Coluber caspius
|
|
X
|
|
|
* Coluber cypriensis
|
X
|
X
|
|
|
Coluber hippocrepis
|
|
X
|
|
|
Coluber jugularis
|
|
X
|
|
|
Coluber laurenti
|
|
X
|
|
|
Coluber najadum
|
|
X
|
|
|
Coluber nummifer
|
|
X
|
|
|
Coluber viridiflavus
|
|
X
|
|
|
Coronella austriaca
|
|
X
|
|
|
Eirenis modesta
|
|
X
|
|
|
Elaphe longissima
|
|
X
|
|
|
Elaphe quatuorlineata
|
X
|
X
|
|
|
Elaphe situla
|
X
|
X
|
|
|
Natrix natrix cetti
|
|
X
|
|
|
Natrix natrix corsa
|
|
X
|
|
|
* Natrix natrix cypriaca
|
X
|
X
|
|
|
Natrix tessellata
|
|
X
|
|
|
Telescopus falax
|
|
X
|
|
|
Viperidae
|
|
|
|
|
Vipera ammodytes
|
|
X
|
|
|
* Macrovipera schweizeri (Vipera lebetina schweizeri)
|
X
|
X
|
|
|
Vipera seoanni
|
|
X
|
|
Παράρτημα IV: εκτός των ισπανικών πληθυσμών
|
Vipera ursinii (εκτός από το Vipera ursinii rakosiensis και το Vipera ursinii macrops)
|
X
|
X
|
|
|
* Vipera ursinii macrops
|
X
|
X
|
|
|
* Vipera ursinii rakosiensis
|
X
|
X
|
|
|
Vipera xanthina
|
|
X
|
|
|
Βοidae
|
|
|
|
|
Eryx jaculus
|
|
X
|
|
|
|
|
|
|
|
ΑΜΦΙΒΙΑ
|
|
|
|
|
CAUDATA
|
|
|
|
|
Salamandridae
|
|
|
|
|
Chioglossa lusitanica
|
X
|
X
|
|
|
Euproctus asper
|
|
X
|
|
|
Euproctus montanus
|
|
X
|
|
|
Euproctus platycephalus
|
|
X
|
|
|
Mertensiella luschani (Salamandra luschani)
|
X
|
X
|
|
|
Salamandra atra
|
|
X
|
|
|
* Salamandra aurorae (Salamandra atra aurorae)
|
X
|
X
|
|
|
Salamandra lanzai
|
|
X
|
|
|
Salamandrina terdigitata
|
X
|
X
|
|
|
Triturus carnifex (Triturus cristatus carnifex)
|
X
|
X
|
|
|
Triturus cristatus (Triturus cristatus cristatus)
|
X
|
X
|
|
|
Triturus dobrogicus (Triturus cristatus dobrogicus)
|
X
|
|
|
|
Triturus italicus
|
|
X
|
|
|
Triturus karelinii (Triturus cristatus karelinii)
|
X
|
X
|
|
|
Triturus marmoratus
|
|
X
|
|
|
Triturus montandoni
|
X
|
X
|
|
|
Triturus vulgaris ampelensis
|
X
|
X
|
|
|
Proteidae
|
|
|
|
|
* Proteus anguinus
|
X
|
X
|
|
|
Plethodontidae
|
|
|
|
|
Hydromantes (Speleomantes) ambrosii
|
X
|
X
|
|
|
Hydromantes (Speleomantes) flavus
|
X
|
X
|
|
|
Hydromantes (Speleomantes) genei
|
X
|
X
|
|
|
Hydromantes (Speleomantes) imperialis
|
X
|
X
|
|
|
Hydromantes (Speleomantes) strinatii
|
X
|
X
|
|
|
Hydromantes (Speleomantes) supramontis
|
X
|
X
|
|
|
|
|
|
|
|
ANURA
|
|
|
|
|
Discoglossidae
|
|
|
|
|
Alytes cisternasii
|
|
X
|
|
|
* Alytes muletensis
|
X
|
X
|
|
|
Alytes obstetricans
|
|
X
|
|
|
Bombina bombina
|
X
|
X
|
|
|
Bombina variegata
|
X
|
X
|
|
|
Discoglossus galganoi (συμπεριλαμβανομένου του Discoglossus «jeanneae»)
|
X
|
X
|
|
|
Discoglossus montalentii
|
X
|
X
|
|
|
Discoglossus pictus
|
|
X
|
|
|
Discoglossus sardus
|
X
|
X
|
|
|
Ranidae
|
|
|
|
|
Rana arvalis
|
|
X
|
|
|
Rana dalmatina
|
|
X
|
|
|
Rana esculenta
|
|
|
X
|
|
Rana graeca
|
|
X
|
|
|
Rana iberica
|
|
X
|
|
|
Rana italica
|
|
X
|
|
|
Rana latastei
|
X
|
X
|
|
|
Rana lessonae
|
|
X
|
|
|
Rana perezi
|
|
|
X
|
|
Rana ridibunda
|
|
|
X
|
|
Rana temporaria
|
|
|
X
|
|
Pelobatidae
|
|
|
|
|
Pelobates cultripes
|
|
X
|
|
|
Pelobates fuscus
|
|
X
|
|
|
* Pelobates fuscus insubricus
|
X
|
X
|
|
|
Pelobates syriacus
|
|
X
|
|
|
Bufonidae
|
|
|
|
|
Bufo calamita
|
|
X
|
|
|
Bufo viridis
|
|
X
|
|
|
Hylidae
|
|
|
|
|
Hyla arborea
|
|
X
|
|
|
Hyla meridionalis
|
|
X
|
|
|
Hyla sarda
|
|
X
|
|
|
|
|
|
|
|
ΙΧΘΥΕΣ
|
|
|
|
|
PETROMYZONIFORMES
|
|
|
|
|
Petromyzonidae
|
|
|
|
|
Eudontomyzon spp.
|
X
|
|
|
|
Lampetra fluviatilis
|
X
|
|
X
|
Παράρτημα II: εκτός των φινλανδικών και σουηδικών πληθυσμών
|
Lampetra planeri
|
X
|
|
|
Παράρτημα II: εκτός των εσθονικών, φινλανδικών και σουηδικών πληθυσμών
|
Lethenteron zanandreai
|
X
|
|
X
|
|
Petromyzon marinus
|
X
|
|
|
Παράρτημα II: εκτός των σουηδικών πληθυσμών
|
|
|
|
|
|
ACIPENSERIFORMES
|
|
|
|
|
Acipenseridae
|
|
|
|
|
* Acipenser naccarii
|
X
|
X
|
|
|
* Acipenser sturio
|
X
|
X
|
|
|
Όλα τα υπόλοιπα είδη Acipenseridae
|
|
|
X
|
|
|
|
|
|
|
CLUPEIFORMES
|
|
|
|
|
Clupeidae
|
|
|
|
|
Alosa spp.
|
X
|
|
X
|
|
|
|
|
|
|
SALMONIFORMES
|
|
|
|
|
Salmonidae / Coregonidae
|
|
|
|
|
Coregonus spp. (εκτός από το Coregonus oxyrhynchus -ανάδρομοι πληθυσμοί σε ορισμένους τομείς της Βόρειας Θάλασσας)
|
|
|
X
|
|
* Coregonus oxyrhynchus (ανάδρομοι πληθυσμοί σε ορισμένους τομείς της Βόρειας Θάλασσας)
|
X
|
X
|
|
|
Hucho hucho (φυσικοί πληθυσμοί)
|
X
|
|
X
|
|
Salmo macrostigma
|
X
|
|
|
|
Salmo marmoratus
|
X
|
|
|
|
Salmo salar (μόνον στα γλυκά ύδατα)
|
X
|
|
X
|
Παράρτημα II: εκτός των φινλανδικών πληθυσμών
|
Salmothymus obtusirostris
|
X
|
|
|
|
Thymallus thymallus
|
|
|
X
|
|
Umbridae
|
|
|
|
|
Umbra krameri
|
X
|
|
|
|
|
|
|
|
|
CYPRINIFORMES
|
|
|
|
|
Cyprinidae
|
|
|
|
|
Alburnus albidus (Alburnus vulturius)
|
X
|
|
|
|
Anaecypris hispanica
|
X
|
X
|
|
|
Aspius aspius
|
X
|
|
X
|
Παράρτημα II: εκτός των φινλανδικών πληθυσμών
|
Aulopyge huegelii
|
X
|
|
|
|
Barbus spp.
|
|
|
X
|
|
Barbus comiza
|
X
|
|
X
|
|
Barbus meridionalis
|
X
|
|
X
|
|
Barbus plebejus
|
X
|
|
X
|
|
Chalcalburnus chalcoides
|
X
|
|
|
|
Chondrostoma genei
|
X
|
|
|
|
Chondrostoma knerii
|
X
|
|
|
|
Chondrostoma lusitanicum
|
X
|
|
|
|
Chondrostoma phoxinus
|
X
|
|
|
|
Chondrostoma polylepis (συμπεριλαμβανομένου του C. willkommi)
|
X
|
|
|
|
Chondrostoma soetta
|
X
|
|
|
|
Chondrostoma toxostoma
|
X
|
|
|
|
Gobio albipinnatus
|
X
|
|
|
|
Gobio kessleri
|
X
|
|
|
|
Gobio uranoscopus
|
X
|
|
|
|
Iberocypris palaciosi
|
X
|
|
|
|
* Ladigesocypris ghigii
|
X
|
|
|
|
Leuciscus lucumonis
|
X
|
|
|
|
Leuciscus souffia
|
X
|
|
|
|
Pelecus cultratus
|
X
|
|
X
|
|
Phoxinellus spp.
|
X
|
|
|
|
* Phoxinus percnurus
|
X
|
X
|
|
|
Rhodeus sericeus amarus
|
X
|
|
|
|
Rutilus alburnoides
|
X
|
|
|
|
Rutilus arcasii
|
X
|
|
|
|
Rutilus frisii meidingeri
|
X
|
|
X
|
|
Rutilus lemmingii
|
X
|
|
|
|
Rutilus pigus
|
X
|
|
X
|
|
Rutilus rubilio
|
X
|
|
|
|
Rutilus macrolepidotus
|
X
|
|
|
|
Scardinius graecus
|
X
|
|
|
|
Squalius microlepis
|
X
|
|
|
|
Squalius svallize
|
X
|
|
|
|
Cobitidae
|
|
|
|
|
Cobitis elongata
|
X
|
|
|
|
Cobitis taenia
|
X
|
|
|
Παράρτημα II: εκτός των φινλανδικών πληθυσμών
|
Cobitis trichonica
|
X
|
|
|
|
Misgurnus fossilis
|
X
|
|
|
|
Sabanejewia aurata
|
X
|
|
|
|
Sabanejewia larvata (Cobitis larvata και Cobitis conspersa)
|
X
|
|
|
|
|
|
|
|
|
SILURIFORMES
|
|
|
|
|
Siluridae
|
|
|
|
|
Silurus aristotelis
|
X
|
|
X
|
|
|
|
|
|
|
ATHERINIFORMES
|
|
|
|
|
Cyprinodontidae
|
|
|
|
|
Aphanius iberus
|
X
|
|
|
|
Aphanius fasciatus
|
X
|
|
|
|
* Valencia hispanica
|
X
|
X
|
|
|
* Valencia letourneuxi (Valencia hispanica)
|
X
|
|
|
|
|
|
|
|
|
PERCIFORMES
|
|
|
|
|
Percidae
|
|
|
|
|
Gymnocephalus baloni
|
X
|
X
|
|
|
Gymnocephalus schraetzer
|
X
|
|
X
|
|
* Romanichthys valsanicola
|
X
|
X
|
|
|
Zingel spp. (εκτός από το Zingel asper και το Zingel zingel)
|
X
|
|
|
|
Zingel asper
|
X
|
X
|
|
|
Zingel zingel
|
X
|
|
X
|
|
Gobiidae
|
|
|
|
|
Knipowitschia croatica
|
X
|
|
|
|
Knipowitschia (Padogobius) panizzae
|
X
|
|
|
|
Padogobius nigricans
|
X
|
|
|
|
Pomatoschistus canestrini
|
X
|
|
|
|
|
|
|
|
|
SCORPAENIFORMES
|
|
|
|
|
Cottidae
|
|
|
|
|
Cottus gobio
|
X
|
|
|
Παράρτημα II: εκτός των φινλανδικών πληθυσμών
|
Cottus petiti
|
X
|
|
|
|
ΑΣΠΟΝΔΥΛΑ
|
|
|
|
|
ΔΑΚΤΥΛΙΟΣΚΩΛΗΚΕΣ
|
|
|
|
HIRUDINOIDEA – ARHYNCHOBDELLAE
|
|
|
|
Hirudinidae
|
|
|
|
Hirudo medicinalis
|
|
|
X
|
|
|
|
|
ΑΡΘΡΟΠΟΔΑ
|
|
|
|
CRUSTACEA
|
|
|
|
Decapoda
|
|
|
|
Astacus astacus
|
|
|
X
|
Austropotamobius pallipes
|
X
|
|
X
|
* Austropotamobius torrentium
|
X
|
|
X
|
Scyllarides latus
|
|
|
X
|
Isopoda
|
|
|
|
* Armadillidium ghardalamensis
|
X
|
X
|
|
|
|
|
|
INSECTA
|
|
|
|
Coleoptera
|
|
|
|
Agathidium pulchellum
|
X
|
|
|
Bolbelasmus unicornis
|
X
|
X
|
|
Boros schneideri
|
X
|
|
|
Buprestis splendens
|
X
|
X
|
|
Carabus hampei
|
X
|
X
|
|
Carabus hungaricus
|
X
|
X
|
|
* Carabus menetriesi pacholei
|
X
|
|
|
* Carabus olympiae
|
X
|
X
|
|
Carabus variolosus
|
X
|
X
|
|
Carabus zawadszkii
|
X
|
X
|
|
Cerambyx cerdo
|
X
|
X
|
|
Corticaria planula
|
X
|
|
|
Cucujus cinnaberinus
|
X
|
X
|
|
Dorcadion fulvum cervae
|
X
|
X
|
|
Duvalius gebhardti
|
X
|
X
|
|
Duvalius hungaricus
|
X
|
X
|
|
Dytiscus latissimus
|
X
|
X
|
|
Graphoderus bilineatus
|
X
|
X
|
|
Leptodirus hochenwarti
|
X
|
X
|
|
Limoniscus violaceus
|
X
|
|
|
Lucanus cervus
|
X
|
|
|
Macroplea pubipennis
|
X
|
|
|
Mesosa myops
|
X
|
|
|
Morimus funereus
|
X
|
|
|
* Osmoderma eremita
|
X
|
X
|
|
Oxyporus mannerheimii
|
X
|
|
|
Pilemia tigrina
|
X
|
X
|
|
* Phryganophilus ruficollis
|
X
|
X
|
|
Probaticus subrugosus
|
X
|
X
|
|
Propomacrus cypriacus
|
X
|
X
|
|
* Pseudogaurotina excellens
|
X
|
X
|
|
Pseudoseriscius cameroni
|
X
|
X
|
|
Pytho kolwensis
|
X
|
X
|
|
Rhysodes sulcatus
|
X
|
|
|
* Rosalia alpina
|
X
|
X
|
|
Stephanopachys linearis
|
X
|
|
|
Stephanopachys substriatus
|
X
|
|
|
Xyletinus tremulicola
|
X
|
|
|
Hemiptera
|
|
|
|
Aradus angularis
|
X
|
|
|
Lepidoptera
|
|
|
|
Agriades glandon aquilo
|
X
|
|
|
Apatura metis
|
|
X
|
|
Arytrura musculus
|
X
|
X
|
|
* Callimorpha (Euplagia, Panaxia) quadripunctaria
|
X
|
|
|
Catopta thrips
|
X
|
X
|
|
Chondrosoma fiduciarium
|
X
|
X
|
|
Clossiana improba
|
X
|
|
|
Coenonympha hero
|
|
X
|
|
Coenonympha oedippus
|
X
|
X
|
|
Colias myrmidone
|
X
|
X
|
|
Cucullia mixta
|
X
|
X
|
|
Dioszeghyana schmidtii
|
X
|
X
|
|
Erannis ankeraria
|
X
|
X
|
|
Erebia calcaria
|
X
|
X
|
|
Erebia christi
|
X
|
X
|
|
Erebia medusa polaris
|
X
|
|
|
Erebia sudetica
|
|
X
|
|
Eriogaster catax
|
X
|
X
|
|
Euphydryas (Eurodryas, Hypodryas) aurinia
|
X
|
|
|
Fabriciana elisa
|
|
X
|
|
Glyphipterix loricatella
|
X
|
X
|
|
Gortyna borelii lunata
|
X
|
X
|
|
Graellsia isabellae
|
X
|
|
X
|
Hesperia comma catena
|
X
|
|
|
Hypodryas maturna
|
X
|
X
|
|
Hyles hippophaes
|
|
X
|
|
Leptidea morsei
|
X
|
X
|
|
Lignyoptera fumidaria
|
X
|
X
|
|
Lopinga achine
|
|
X
|
|
Lycaena dispar
|
X
|
X
|
|
Lycaena helle
|
X
|
X
|
|
Maculinea arion
|
|
X
|
|
Maculinea nausithous
|
X
|
X
|
|
Maculinea teleius
|
X
|
X
|
|
Melanargia arge
|
X
|
X
|
|
* Nymphalis vaualbum
|
X
|
X
|
|
Papilio alexanor
|
|
X
|
|
Palilio hospiton
|
X
|
X
|
|
Parnassius apollo
|
|
X
|
|
Parnassius mnemosyne
|
|
X
|
|
Phyllometra culminaria
|
X
|
X
|
|
Plebicula golgus
|
X
|
X
|
|
Polymixis rufocincta isolata
|
X
|
X
|
|
Polyommatus eroides
|
X
|
X
|
|
Proterebia afra dalmata
|
X
|
X
|
|
Proserpinus proserpina
|
|
X
|
|
Pseudophilotes bavius
|
X
|
X
|
|
Xestia borealis
|
X
|
|
|
Xestia brunneopicta
|
X
|
|
|
* Xylomoia strix
|
X
|
X
|
|
Zerynthia polyxena
|
|
X
|
|
Mantodea
|
|
|
|
Apteromantis aptera
|
X
|
X
|
|
Odonata
|
|
|
|
Aeshna viridis
|
|
X
|
|
Coenagrion hylas
|
X
|
|
|
Coenagrion mercuriale
|
X
|
|
|
Coenagrion ornatum
|
X
|
|
|
Cordulegaster heros
|
X
|
X
|
|
Cordulegaster trinacriae
|
X
|
X
|
|
Gomphus graslinii
|
X
|
X
|
|
Leucorrhina albifrons
|
|
X
|
|
Leucorrhina caudalis
|
|
X
|
|
Leucorrhinia pectoralis
|
X
|
X
|
|
Lindenia tetraphylla
|
X
|
X
|
|
Macromia splendens
|
X
|
X
|
|
Ophiogomphus cecilia
|
X
|
X
|
|
Oxygastra curtisii
|
X
|
X
|
|
Stylurus flavipes
|
|
X
|
|
Sympecma braueri
|
|
X
|
|
Orthoptera
|
|
|
|
Baetica ustulata
|
X
|
X
|
|
Brachytrupes megacephalus
|
X
|
X
|
|
Isophya costata
|
X
|
X
|
|
Isophya harzi
|
X
|
X
|
|
Isophya stysi
|
X
|
X
|
|
Myrmecophilus baronii
|
X
|
X
|
|
Odontopodisma rubripes
|
X
|
X
|
|
Paracaloptenus caloptenoides
|
X
|
X
|
|
Pholidoptera transsylvanica
|
X
|
X
|
|
Saga pedo
|
|
X
|
|
Stenobothrus (Stenobothrodes) eurasius
|
X
|
X
|
|
|
|
|
|
ARACHNIDA
|
|
|
|
Araneae
|
|
|
|
Macrothele calpeiana
|
|
X
|
|
Pseudoscorpiones
|
|
|
|
Anthrenochernes stellae
|
X
|
|
|
|
|
|
|
ΚΟΙΛΕΝΤΕΡΩΤΑ
|
|
|
|
Cnidaria
|
|
|
|
Corallium rubrum
|
|
|
X
|
|
|
|
|
ΜΑΛΑΚΙΑ
|
|
|
|
GASTROPODA
|
|
|
|
Anisus vorticulus
|
X
|
X
|
|
Caseolus calculus
|
X
|
X
|
|
Caseolus commixta
|
X
|
X
|
|
Caseolus sphaerula
|
X
|
X
|
|
Chilostoma banaticum
|
X
|
X
|
|
Discula leacockiana
|
X
|
X
|
|
Discula tabellata
|
X
|
X
|
|
Discula testudinalis
|
|
X
|
|
Discula turricula
|
|
X
|
|
Discus defloratus
|
|
X
|
|
Discus guerinianus
|
X
|
X
|
|
Elona quimperiana
|
X
|
X
|
|
Geomalacus maculosus
|
X
|
X
|
|
Geomitra moniziana
|
X
|
X
|
|
Gibbula nivosa
|
X
|
X
|
|
* Helicopsis striata austriaca
|
X
|
|
|
Helix pomatia
|
|
|
X
|
Hygromia kovacsi
|
X
|
X
|
|
Idiomela (Helix) subplicata
|
X
|
X
|
|
Lampedusa imitatrix
|
X
|
X
|
|
* Lampedusa melitensis
|
X
|
X
|
|
Leiostyla abbreviata
|
X
|
X
|
|
Leiostyla cassida
|
X
|
X
|
|
Leiostyla corneocostata
|
X
|
X
|
|
Leiostyla gibba
|
X
|
X
|
|
Leiostyla lamellosa
|
X
|
X
|
|
* Paladilhia hungarica
|
X
|
X
|
|
Patella feruginea
|
|
X
|
|
Sadleriana pannonica
|
X
|
X
|
|
Theodoxus prevostianus
|
|
X
|
|
Theodoxus transversalis
|
X
|
X
|
|
Vertigo angustior
|
X
|
|
|
Vertigo genesii
|
X
|
|
|
Vertigo geyeri
|
X
|
|
|
Vertigo moulinsiana
|
X
|
|
|
|
|
|
|
BIVALVIA
|
|
|
|
Anisomyaria
|
|
|
|
Lithophaga lithophaga
|
|
X
|
|
Pinna nobilis
|
|
X
|
|
Unionoida
|
|
|
|
Margaritifera auricularia
|
|
X
|
|
Margaritifera durrovensis (Margaritifera margaritifera)
|
X
|
|
X
|
Margaritifera margaritifera
|
X
|
|
X
|
Microcondylaea compressa
|
|
|
X
|
Unio crassus
|
X
|
X
|
|
Unio elongatulus
|
|
|
X
|
Dreissenidae
|
|
|
|
Congeria kusceri
|
X
|
X
|
|
|
|
|
|
ΕΧΙΝΟΔΕΡΜΑ
|
|
|
|
Holothurioidea
|
|
|
|
Centrostephanus longispinus
|
|
X
|
|
|
|
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III
Εφαρμογή του άρθρου 12 της οδηγίας για τους οικοτόπους:
Το παράδειγμα του λύκου
1. Ιστορικό - Εισαγωγή
Ο λύκος ανήκει στην ευρωπαϊκή αυτόχθονη πανίδα και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της βιοποικιλότητας και της φυσικής κληρονομιάς μας. Ως κορυφαίος θηρευτής, διαδραματίζει σημαντικό οικολογικό ρόλο, συμβάλλοντας στην υγεία και τη λειτουργία των οικοσυστημάτων. Ειδικότερα, συμβάλλει στη ρύθμιση της πυκνότητας των ειδών που αποτελούν θηράματά του
(συνήθως άγρια οπληφόρα όπως το ζαρκάδι, το ελάφι και ο αγριόχοιρος, αλλά και το πλατώνι και η άλκη, ανάλογα με την περιοχή) και βελτιώνει την υγεία τους μέσω επιλεκτικής θήρας. Ο λύκος απαντούσε σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ευρώπη, αλλά είχε εξαλειφθεί από τις περισσότερες περιοχές και χώρες έως το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα.
Στην έκθεση του 2020 για την κατάσταση της φύσης
, που βασίζεται σε στοιχεία των κρατών μελών, επιβεβαιώνεται το γεγονός ότι οι πληθυσμοί των λύκων ανακάμπτουν γενικά (είναι σταθεροί ή αυξάνονται) στην ΕΕ και αποικίζουν εκ νέου τμήματα της ιστορικής περιοχής κατανομής τους, αν και έχουν φθάσει σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως σε ορισμένα μόνο κράτη μέλη
. Η επιστροφή του λύκου αποτελεί σημαντική επιτυχία διατηρήσεως
, η οποία κατέστη εφικτή μέσω της νομικής προστασίας, της ανάπτυξης πιο ευνοϊκών στάσεων του κοινού, και της ανάκαμψης των ειδών που αποτελούν τα θηράματά του (π.χ. ελάφι και αγριόχοιρος) και της δασικής κάλυψης (μετά την εγκατάλειψη της γεωργικής γης).
Ταυτόχρονα, η επιστροφή του λύκου σε περιοχές από τις οποίες απουσίαζε για δεκαετίες ή ακόμα περισσότερο αποτελεί σημαντική πρόκληση για τα κράτη μέλη, καθώς το εν λόγω είδος σχετίζεται συχνά με διάφορα είδη συγκρούσεων και μπορεί να προκαλέσει ισχυρή κοινωνική διαμαρτυρία και αντίδραση στις εμπλεκόμενες αγροτικές κοινότητες.
Όπως τα άλλα μεγάλα σαρκοφάγα, οι λύκοι χρειάζονται πολύ μεγάλες εκτάσεις, καθώς η περιοχή διαβίωσης ενός ατόμου ή μιας αγέλης μπορεί να καλύπτει χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα. Ως εκ τούτου, απαντούν σε πολύ μικρή πυκνότητα και οι πληθυσμοί τους τείνουν να διασπείρονται σε πολύ μεγάλες περιοχές, που συνήθως εκτείνονται σε πολλές διοικητικές μονάδες, τόσο εντός της ίδιας χώρας όσο και μεταξύ διαφορετικών χωρών. Συνεπώς, από βιολογική άποψη, συνιστάται να διασφαλίζεται όσο το δυνατόν μεγαλύτερος συντονισμός και συνοχή των μέτρων διατήρησης και διαχείρισης. Τα παραπάνω αναδεικνύουν την ανάγκη διασυνοριακής συνεργασίας, για παράδειγμα, μέσω της εφαρμογής συνεκτικών και συντονισμένων προσεγγίσεων στο επίπεδο του πληθυσμού των λύκων. Περαιτέρω καθοδήγηση παρέχεται στο έγγραφο Guidelines for population-level management plans of large carnivores in Europe, που συντάχθηκε για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Linnell et al, 2008)
.
Ο λύκος περιλαμβάνεται στο παράρτημα IV της οδηγίας για τους οικοτόπους για τα περισσότερα κράτη μέλη και περιοχές και, ως εκ τούτου, υπόκειται στις διατάξεις αυστηρής προστασίας του άρθρου 12 της οδηγίας για τους οικοτόπους, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης όλων των μορφών σκόπιμης σύλληψης ή θανάτωσης ατόμων στη φύση.
Για ορισμένα κράτη μέλη και περιοχές, ο λύκος περιλαμβάνεται στο παράρτημα V ως είδος του οποίου «η σύλληψη στη φύση και η εκμετάλλευση υπόκεινται, ενδεχομένως, σε διαχειριστικά μέτρα». Για τα περισσότερα κράτη μέλη και περιοχές, ο λύκος συμπεριλαμβάνεται επίσης στο παράρτημα II, ως είδος προτεραιότητας για το οποίο απαιτείται ο ορισμός ειδικών ζωνών διατήρησης (στο εξής: ΕΖΔ) και κατάλληλα μέτρα διατήρησης. Στον πίνακα 1 εμφαίνονται οι πληθυσμοί που περιλαμβάνονται στην οδηγία για τους οικοτόπους και τα παραρτήματα στα οποία συμπεριλαμβάνονται.
ΠΙΝΑΚΑΣ 1. Αναφορά του λύκου στα παραρτήματα της οδηγίας για τους οικοτόπους
Παράρτημα II (ανάγκη ορισμού ΕΖΔ): «* Canis lupus (εκτός των εσθονικών, λετονικών, λιθουανικών και φινλανδικών πληθυσμών, των ελληνικών πληθυσμών βορείως του 39ου παραλλήλου και των ισπανικών πληθυσμών βορείως του Duero)»
Παράρτημα IV (αυστηρή προστασία): «Canis lupus (εκτός των εσθονικών, βουλγαρικών, λετονικών, λιθουανικών, πολωνικών και σλοβακικών πληθυσμών, των ελληνικών πληθυσμών βορείως του 39ου παραλλήλου, των ισπανικών πληθυσμών βορείως του Duero και των φινλανδικών πληθυσμών μέσα στην περιοχή διαχείρισης ταράνδων σύμφωνα με το άρθρο 2 του σχετικού φινλανδικού νόμου 848/90 της 14ης Σεπτεμβρίου 1990)»
Παράρτημα V (επιτρέπεται η διαχείριση ειδών): «Canis lupus (ισπανικοί πληθυσμοί βορείως του Duero, ελληνικοί πληθυσμοί βορείως του 39ου παραλλήλου, φινλανδικοί πληθυσμοί μέσα στην περιοχή διαχείρισης ταράνδων σύμφωνα με το άρθρο 2 του σχετικού φινλανδικού νόμου αριθ. 848/90 της 14ης Σεπτεμβρίου 1990, βουλγαρικοί, λετονικοί, λιθουανικοί, εσθονικοί, πολωνικοί και σλοβακικοί πληθυσμοί)».
Όπως αναφέρεται ανωτέρω, ο λύκος δεν έχει φθάσει ακόμη σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως σε πολλά κράτη μέλη και περιοχές
.
Στο πλαίσιο μελέτης που διενεργήθηκε το 2018 για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
εκτιμήθηκε ο κίνδυνος εξαφάνισης για τους μεμονωμένους πληθυσμούς λύκων βάσει των κριτηρίων του κόκκινου καταλόγου της Διεθνούς Ένωσης για τη Διατήρηση της Φύσης. Από τους εννέα (ως επί το πλείστον διασυνοριακούς) πληθυσμούς λύκων, τρεις χαρακτηρίστηκαν «περιορισμένης ανησυχίας», τρεις «σχεδόν απειλούμενοι» και τρεις «ευάλωτοι». Ένας πληθυσμός λύκων (ο ιβηρικός πληθυσμός, ισπανική Σιέρα Μορένα) έχει εξαφανιστεί. Οι συντάκτες της μελέτης τόνισαν επίσης τις δυσκολίες εναρμόνισης των αποτελεσμάτων των στοιχείων παρακολούθησης λόγω των διαφορών ως προς τις τεχνικές και τις προσεγγίσεις παρακολούθησης (διαφορετικοί τρόποι ή περίοδοι μέτρησης), μέσοι πληθυσμοί έναντι μέγιστου και ελάχιστου πληθυσμού, παράλειψη υποβολής εκθέσεων από ορισμένες χώρες παρά την παρουσία του είδους, αποκλίσεις στην ποιότητα των στοιχείων, κ.λπ.
.
Παρότι φαίνεται ότι αρκετοί πληθυσμοί λύκων ανακάμπτουν και εξαπλώνονται σε όλη την Ευρώπη, το είδος εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ποικίλες απειλές και προβλήματα διατήρησης, ιδίως τη λαθροθηρία (η οποία συχνά δεν εντοπίζεται αλλά είναι πιθανό να αντιστοιχεί σε πολύ μεγάλο ποσοστό της συνολικής θνησιμότητας). Οι συγκεκριμένες απειλές και τα πιθανά μέτρα για την αντιμετώπισή τους περιγράφονται για κάθε πληθυσμό λύκων στη χρηματοδοτηθείσα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκθεση Key actions for Large Carnivore populations in Europe (Boitani et al, 2015).
2. Νομικές απαιτήσεις για την προστασία μεμονωμένων λύκων
Ο λύκος, όπου μνημονεύεται στο παράρτημα IV της οδηγίας για τους οικοτόπους, προστατεύεται αυστηρά, δεδομένου ότι σκοπός της οδηγίας είναι η επίτευξη ικανοποιητικής κατάστασης διατηρήσεως για τα απαριθμούμενα είδη. Η προστασία που παρέχει το άρθρο 12 της οδηγίας για τους οικοτόπους στους πληθυσμούς των ειδών που απαριθμούνται στο εν λόγω παράρτημα έχει προληπτικό χαρακτήρα και απαιτεί από τα κράτη μέλη να προλαμβάνουν τις καταστάσεις που μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά τα είδη.
Η επίσημη μεταφορά του άρθρου 12 στην εθνική νομοθεσία πρέπει να συμπληρωθεί από περαιτέρω εκτελεστικά μέτρα ώστε να διασφαλιστεί η αυστηρή προστασία βάσει των συγκεκριμένων προβλημάτων και απειλών που αντιμετωπίζει ο λύκος σε ένα δεδομένο πλαίσιο. Όχι μόνο πρέπει να απαγορευτούν οι δράσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 12, αλλά οι αρχές πρέπει επίσης να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίζουν την τήρηση των απαγορεύσεων στην πράξη. Αυτό συνεπάγεται ότι, για παράδειγμα, οι αρχές οφείλουν να λαμβάνουν όλα τα μέτρα που είναι αναγκαία για την πρόληψη της (παράνομης) θανάτωσης λύκων και για την προστασία των περιοχών που χρησιμεύουν ως τόποι ανάπαυσης ή αναπαραγωγής, όπως οι φωλιές και οι «τόποι συνάντησής τους».
Σύμφωνα με το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το άρθρο 12 παράγραφος 1 της οδηγίας για τους οικοτόπους «συνεπάγεται υποχρέωση των κρατών μελών όχι μόνο να θεσπίσουν ένα πλήρες νομικό πλαίσιο, αλλά και να εφαρμόσουν συγκεκριμένα και ειδικά μέτρα προστασίας», ενώ η διάταξη προϋποθέτει «τη θέσπιση συνεκτικών και συντονισμένων μέτρων προληπτικού χαρακτήρα» (υπόθεση του ΔΔΕ στην υπόθεση C-183/05 της 11ης Ιανουαρίου 2007, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιρλανδίας). Η εν λόγω προσέγγιση επιβεβαιώθηκε με την απόφαση του ΔΕΕ της 10ης Οκτωβρίου 2019 (προδικαστική απόφαση στην υπόθεση C-674/17): «Η τήρηση της διατάξεως αυτής από τα κράτη μέλη συνεπάγεται την υποχρέωσή τους όχι μόνο να θεσπίσουν πλήρες νομοθετικό πλαίσιο, αλλά και να εφαρμόσουν συγκεκριμένα και ειδικά μέτρα προστασίας. Ομοίως, το αυστηρό σύστημα προστασίας προϋποθέτει τη λήψη συνεκτικών και συντονισμένων μέτρων προληπτικού χαρακτήρα. Επομένως, το σύστημα αυστηρής προστασίας πρέπει να μπορεί να αποτρέπει αποτελεσματικά τη σύλληψη ή την εκ προθέσεως θανάτωση στη φύση καθώς και τη βλάβη ή την καταστροφή των τόπων αναπαραγωγής ή των τόπων αναπαύσεως των ζωικών ειδών που μνημονεύονται στο παράρτημα IV στοιχείο α), της οδηγίας περί οικοτόπων».
Ένα παράδειγμα μέτρου μέσω του οποίου επιβάλλεται αποτελεσματικά η εφαρμογή των διατάξεων προστασίας του είδους είναι η σύσταση αποτελεσματικών ομάδων κατά της λαθροθηρίας που διαθέτουν σκύλους για την ανίχνευση δηλητηριασμένων δολωμάτων. Η λαθροθηρία, οι θηλιές σύλληψης και τα δηλητηριασμένα δολώματα αποτελούν πράγματι σημαντική απειλή για τους λύκους σε πολλούς τόπους. Η δηλητηρίαση αποτελεί ένα ιδιαίτερα σοβαρό πρόβλημα διότι επηρεάζει και άλλα είδη, και ιδίως τα αρπακτικά πτηνά. Για την αντιμετώπιση του εν λόγω προβλήματος, διάφορα έργα στη νότια και ανατολική Ευρώπη (Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία, Ελλάδα, Βουλγαρία και Ρουμανία) που χρηματοδοτούνται από το πρόγραμμα LIFE
έχουν συμβάλει στη θέσπιση ειδικών μέτρων που υποστηρίζουν αποτελεσματικά το καθεστώς αυστηρής προστασίας των ειδών, π.χ. μέσω της σύστασης ομάδων με σκύλους για την ανίχνευση δηλητηριασμένων δολωμάτων, της εκπαίδευσης προσωπικού (φύλακες πάρκων, δασοφύλακες, αγροφύλακες, κτηνίατροι), την ανάπτυξη ικανοτήτων στους δημόσιους φορείς, και δραστηριοτήτων ευαισθητοποίησης που απευθύνονται στους κτηνοτρόφους, τους κυνηγούς, τους τουριστικούς πράκτορες, τους μαθητές σχολείων και το ευρύ κοινό.
Τα σχέδια διατήρησης/διαχείρισης του λύκου, εφόσον καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 12 και υλοποιούνται δεόντως, μπορούν να αποτελέσουν ένα αποτελεσματικό πλαίσιο για την εφαρμογή των διατάξεων αυστηρής προστασίας των πληθυσμών του λύκου του παραρτήματος IV, διαμορφώνοντας ένα ολοκληρωμένο σύστημα συνύπαρξης που αποσκοπεί στη διασφάλιση ικανοποιητικής κατάστασης διατηρήσεως και, παράλληλα, αντιμετωπίζει τις συγκρούσεις που δημιουργούνται σε σχέση με τις ανθρώπινες δραστηριότητες.
Τα εν λόγω σχέδια μπορούν να περιλαμβάνουν δράσεις όπως οι ακόλουθες: i) στήριξη για τη λήψη προληπτικών μέτρων (μέσω επενδυτικών ενισχύσεων, ενημέρωσης, εκπαίδευσης και τεχνικής συνδρομής)· ii) αποκατάσταση των οικονομικών ζημιών που προκαλούν οι λύκοι· iii) βελτίωση της παρακολούθησης και της βάσης γνώσεων σχετικά με τον οικείο πληθυσμό λύκων· iv) παρακολούθηση, αξιολόγηση και βελτίωση της αποτελεσματικότητας των μέτρων προστασίας της κτηνοτροφίας· v) προώθηση της συμμετοχής των ενδιαφερόμενων μερών και της διεξαγωγής διαλόγου μεταξύ τους (π.χ. μέσω ειδικών πλατφορμών)· vi) βελτίωση των προσπαθειών εφαρμογής της νομοθεσίας για την καταπολέμηση της παράνομης θανάτωσης λύκων· vii) προστασία οικοτόπων και βελτίωση των συνθηκών σίτισης (π.χ. εάν χρειάζεται, μέσω της αποκατάστασης των πληθυσμών άγριων θηραμάτων)· viii) ανάπτυξη ευκαιριών οικοτουρισμού που σχετίζονται με τους λύκους· ix) προώθηση/εμπορική προώθηση γεωργικών προϊόντων από περιοχές που διαβιούν λύκοι· και x) πληροφόρηση, εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση. Τα σχέδια μπορούν επίσης να δίνουν στις αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα να επιτρέπουν την περιορισμένη χρήση ελέγχου μέσω θανάτωσης για την απομάκρυνση λύκων, μέσω της εφαρμογής παρεκκλίσεων σύμφωνα με τους όρους που ορίζονται στην οδηγία. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι τα σχέδια που υιοθετούν μια προσαρμοστική διαχείριση των θηραμάτων (όπως τα σχέδια για τα θηρεύσιμα είδη του παραρτήματος V της οδηγίας για τους οικοτόπους) δεν θα συνάδουν με τις διατάξεις αυστηρής προστασίας που ισχύουν για τα είδη του παραρτήματος IV.
Τα εν λόγω σχέδια θα πρέπει να καταρτίζονται με βάση τα βέλτιστα διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με την κατάσταση διατήρησης και τις τάσεις αύξησης ή μείωσης των ειδών, καθώς και σχετικά με όλες τις σχετικές απειλές και πιέσεις. Η συμμετοχή ή η διαβούλευση με όλα τα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη, ιδίως δε με εκείνα που επηρεάζονται από τα είδη ή από τα προβλεπόμενα μέτρα διατήρησης, είναι καίριας σημασίας για την ενσωμάτωση όλων των σχετικών πτυχών των σχεδίων και την ενθάρρυνση της ευρείας κοινωνικής αποδοχής.
Παράδειγμα συμμετοχής ενδιαφερόμενων μερών σε σχέδιο διαχείρισης
Το σχέδιο διαχείρισης λύκου της Κροατίας για την περίοδο 2010-2015 (Υπουργείο Πολιτισμού της Κροατίας, 2010) ήταν το αποτέλεσμα διετούς διαδικασίας, στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι όλων των ενδιαφερόμενων ομάδων (αρμόδια υπουργεία, μέλη της επιτροπής παρακολούθησης των πληθυσμών μεγάλων σαρκοφάγων, επιστήμονες, δασοκόμοι, μη κυβερνητικές ενώσεις κ.λπ.). Στο αναλυτικό σχέδιο δράσης περιγράφονται τα μέτρα που θα πρέπει να εφαρμόσει η Κροατία ώστε να διασφαλίσει τη διατήρηση του πληθυσμού των λύκων και παράλληλα την πλέον αρμονική συνύπαρξη, στο μέτρου του δυνατού, με τον άνθρωπο.
|
Ως εκ τούτου, τα σχέδια διατήρησης και διαχείρισης του λύκου μπορούν να αποτελέσουν το κατάλληλο πλαίσιο για την αξιολόγηση και αντιμετώπιση όλων των σχετικών προβλημάτων και συγκρούσεων που απειλούν τους πληθυσμούς των λύκων, με σκοπό την επίτευξη ικανοποιητικής κατάστασης διατηρήσεως.
Επομένως, μπορούν να καλύπτουν επίσης ζητήματα όπως η υβριδοποίηση των λύκων με σκύλους, όπως έχει αναφερθεί και για τους εννέα ευρωπαϊκούς πληθυσμούς λύκων σε 21 ευρωπαϊκές χώρες
. Σε ορισμένους τόπους, το συγκεκριμένο ζήτημα αποτελεί σημαντική απειλή για τη διατήρηση του λύκου
και ενδέχεται να απαιτούνται ειδικά προληπτικά μέτρα, προδραστικά μέτρα και μέτρα αντίδρασης για την αντιμετώπισή του, όπως αναφέρεται στη σύσταση αριθ. 173 (2014) που εκδόθηκε βάσει της Σύμβασης της Βέρνης (Συμβούλιο της Ευρώπης, 2014). Ωστόσο, δεδομένου ότι η υβριδοποίηση λύκου-σκύλου αποτελεί σύνθετο ζήτημα, συνιστάται θερμά να καταρτιστεί ένα επαρκώς προσδιορισμένο σχέδιο διαχείρισης σε εθνικό επίπεδο και σε επίπεδο πληθυσμών με χρήση των πλέον επικαιροποιημένων και αξιόπιστων εργαστηριακών μεθόδων, στατιστικών διαδικασιών και διαδικασιών πεδίου (βλ. πλαίσιο).
Υβρίδια λύκου-σκύλου
Η διασταύρωση μεταξύ λύκων και οικόσιτων σκύλων έχει πιθανώς συμβεί επανειλημμένα στην ιστορία της εξημέρωσης του σκύλου και εξακολουθεί να συμβαίνει με κυμαινόμενη ένταση σε αρκετά μέρη της περιοχής κατανομής του λύκου. Επειδή αποτελεί ανθρωπογενή μορφή υβριδοποίησης, η υβριδοποίηση λύκου-σκύλου δεν αποτελεί φυσική εξελικτική διαδικασία κατά την οποία τα υβρίδια θα έπρεπε να υπόκεινται σε μέτρα διατήρησης. Αντιθέτως, ως απειλή για τη γονιδιακή ακεραιότητα των πληθυσμών του λύκου, η υβριδοποίηση λύκου-σκύλου αποτελεί ζήτημα που προκαλεί μεγάλη ανησυχία όσον αφορά τη διατήρηση και το οποίο θα πρέπει να αντιμετωπιστεί μέσω των κατάλληλων σχεδίων και εργαλείων διαχείρισης.
Στην Ευρώπη, υβριδοποίηση έχει εντοπιστεί σε διάφορες χώρες, π.χ. στη Νορβηγία, τη Λετονία, την Εσθονία, τη Βουλγαρία, την Ιταλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, τη Γερμανία, την Ελλάδα, τη Σλοβενία και τη Σερβία. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι οι εκτιμήσεις σχετικά με τη διείσδυση γονιδίων του σκύλου στον άγριο πληθυσμό του λύκου βασίζονται σε ποικίλες προσεγγίσεις και σχετικά πειραματικά πρωτόκολλα. Ενώ σε αρκετές περιπτώσεις η διασταύρωση μεταξύ ειδών είχε ως αποτέλεσμα τη γέννηση ενός ή λίγων υβριδίων σε περιορισμένες περιοχές, σε άλλες περιπτώσεις διαπιστώθηκε διείσδυση γονιδίων σκύλου στον άγριο πληθυσμό λύκων σε μεγάλες εκτάσεις, αν και σε διαφορετικό βαθμό (από 5,6 % στη Γαλικία της Ισπανίας μέχρι πάνω από 60 % στην επαρχία του Γκροσέτο της Ιταλίας). Παρομοίως, υψηλά ποσοστά διείσδυσης διαπιστώθηκαν στα βόρεια Απέννινα Όρη, ενώ στον αλπικό πληθυσμό λύκων διαπιστώθηκαν σπάνιες μόνο περιπτώσεις υβριδίων (από τη Γαλλία μέχρι τις κεντροανατολικές Άλπεις). Ωστόσο, το αναφερόμενο ποσοστό υβριδοποίησης κυμαίνεται σε περίπου 5-10% (Leonard et al., 2011). Υβριδοποίηση συμβαίνει κυρίως μεταξύ αρσενικών σκύλων και θηλυκών λύκων. Σε σπάνιες περιπτώσεις, μπορεί να συμβεί και το αντίθετο. Ο υψηλός αριθμός ελεύθερα περιφερόμενων σκύλων από διάφορες περιοχές, ιδίως στις μεσογειακές περιοχές, δημιουργεί πολλές ευκαιρίες συναντήσεων λύκου-σκύλου. Δεν υπάρχουν γνώσεις σχετικά με την οικολογία των υβριδίων άγριου λύκου-σκύλου, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι τα υβρίδια έχουν μειωμένη φυσική κατάσταση, διασπορά, αναπαραγωγική επιτυχία, συμπεριφορική διαφοροποίηση ή βιωσιμότητα των πληθυσμών.
Η διαχείριση της υβριδοποίησης λύκου-σκύλου παρουσιάζει σημαντικές δυσκολίες για τις κρατικές αρχές, καθώς θέτει αρκετές σοβαρές προκλήσεις.
1)Η ταξινομική κατάταξη ενός υβριδίου
Οι σκύλοι προήλθαν από τους λύκους μέσω της εξημέρωσης, ενώ και τα δύο είδη ανήκουν στην ίδια ταξινομική οντότητα, δηλαδή το είδος Canis lupus. Οι σκύλοι προσδιορίζονται ενίοτε με την ονομασία του υποείδους Canis lupus familiaris. Δεν υπάρχει σημαντική αμφιβολία ότι τα υβρίδια πρέπει να διατηρήσουν την ονομασία Canis lupus.
2)Η νομική κατάταξη των υβριδίων
Σε αντίθεση με τους σκύλους, η επιβίωση των οποίων εξαρτάται συνήθως από τη φροντίδα και τους πόρους που τους παρέχει ο άνθρωπος, τα υβρίδια διάγουν ανεξάρτητη και βιώσιμη ζωή ως άγρια ζώα. Ως εκ τούτου θα θεωρούνταν άγρια πανίδα από πολλές εθνικές νομοθεσίες και η διαχείρισή τους θα υπόκειτο στους ίδιους κανόνες. Εάν τα υβρίδια θεωρούνταν αντίστοιχα των σκύλων, θα υπάγονταν στις εθνικές νομοθεσίες για τα οικόσιτα ζώα. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται σκόπιμο να αναγνωριστεί στα υβρίδια λύκου-σκύλου «το ίδιο νομικό καθεστώς με τους λύκους από τους κυνηγούς και το ευρύ κοινό προκειμένου να αποκλειστεί η πιθανότητα να υπάρχει το περιθώριο παράνομης θανάτωσης λύκων» (Δήλωση στήριξης πολιτικής σχετικά με την υβριδοποίηση, που συνέταξε η πρωτοβουλία «Large Carnivore Initiative for Europe» και η οποία επισυνάπτεται στο έγγραφο Guidelines for population-level management plans of large carnivores (Linnell et al., 2008)). Πράγματι, εάν τα υβρίδια θεωρούνταν νομικώς μη καλυπτόμενα από τις εθνικές νομοθεσίες, αυτό θα οδηγούσε σε αύξηση της τυχαίας θανάτωσης λύκων, δεδομένης της δυσκολίας διάκρισης των υβριδίων από τους γονιδιακά «αμιγείς» λύκους αποκλειστικά με βάση τα μορφολογικά χαρακτηριστικά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ενδέχεται να παρατηρούνταν όχι μόνο τυχαία αλλά και σκόπιμη θανάτωση, δεδομένου ότι η απουσία προστασίας των υβριδίων μπορεί να χρησιμοποιούνταν ως πρόσχημα για τη θανάτωση πραγματικών λύκων. Οι αρχές διαχείρισης ενθαρρύνονται να διασφαλίζουν ότι τα υβρίδια καλύπτονται σαφώς και κατηγορηματικά από τις εθνικές νομοθεσίες τους είτε ως άγρια πανίδα είτε ως οικόσιτα ζώα.
3)Επιλογές για προσεγγίσης διαχείρισης
Η καταλληλότερη προσέγγιση διαχείρισης θα εξαρτηθεί από το συνολικό εκτιμώμενο επίπεδο της διείσδυσης και από το εάν η διείσδυση περιορίζεται σε περιορισμένες περιοχές και λίγες αγέλες ή παρουσιάζει ευρεία διασπορά σε μεγάλες περιοχές και/ή στις περισσότερες αγέλες. Για παράδειγμα, η περιορισμένη διείσδυση ενδέχεται να μη συνιστά σοβαρή απειλή εάν παραμένει σταθερή μεταξύ των γενεών. Η σημαντική και ευρέως διαδεδομένη υβριδοποίηση (υβριδικό σμήνος) μπορεί να είναι δύσκολη στη διαχείριση, παρότι μπορεί να εξακολουθεί να είναι επιθυμητή η μείωση της εν εξελίξει και της μελλοντικής εισροής οικόσιτων γονιδίων στον πληθυσμό των λύκων. Ο υψηλός αλλά χωρικά εντοπισμένος επιπολασμός εξακολουθεί να μπορεί να αντιμετωπιστεί με στοχευμένα μέτρα για την εξάλειψη της αναπαραγωγής υβριδίων (είτε μέσω απομάκρυνσης είτε μέσω στείρωσης). Παρότι διατυπώθηκαν διάφορες επιφυλάξεις σχετικά με τη δυσκολία και την αποτελεσματικότητα της απομάκρυνσης υβριδίων με σκοπό τον έλεγχο των χαμηλών επιπέδων διαδεδομένης διείσδυσης, η εν λόγω παρέμβαση είναι δυνητικά χρήσιμη όταν η υβριδοποίηση δεν είναι ευρέως διαδεδομένη και η εφαρμογή της υποστηρίζεται από εφαρμοσμένη έρευνα, παρακολούθηση και ένα προσαρμοστικό πλαίσιο διαχείρισης.
Το φάσμα των εργαλείων διαχείρισης είναι ευρύ και η χρησιμότητα κάθε εργαλείου εξαρτάται από τους σκοπούς. Συνιστάται θερμά η υβριδοποίηση να αντιμετωπίζεται μέσω ενός ειδικού σχεδίου σε εθνικό επίπεδο, ή πιθανώς σε επίπεδο πληθυσμού, στο οποίο θα περιγράφονται και θα αιτιολογούνται πλήρως οι σκοποί, τα πρωτόκολλα και τα κριτήρια. Θα πρέπει να προσδιοριστεί και να περιγραφεί σειρά προληπτικών μέτρων, προδραστικών μέτρων και μέτρων αντίδρασης. Το σχέδιο θα περιλαμβάνει πιθανότατα διατάξεις ως προς τα ακόλουθα:
1)Έναρξη διεθνούς συνεργατικής προσπάθειας με τη συμμετοχή όλων των εργαστηρίων γενετικής, με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας ως προς την υιοθέτηση κοινής προσέγγισης για τον καθορισμό ορίων και διαδικασιών για την αναγνώριση των υβριδίων και την ανταλλαγή αλληλικών συχνοτήτων πληθυσμών αναφοράς.
2)Έγκριση συνόλου κατευθυντήριων γραμμών πολιτικής για τη μελέτη και παρακολούθηση της εξάπλωσης και του επιπολασμού της υβριδοποίησης και της γονιδιακής διείσδυσης του σκύλου στον πληθυσμό των λύκων.
3)Καθορισμός περιοχών στις οποίες αρμόζει η χρήση διαφορετικών εργαλείων διαχείρισης, ανάλογα με τα επίπεδα και τις μορφές επιπολασμού των υβριδίων, από την απουσία παρέμβασης μέχρι την ενεργητική απομάκρυνση ατόμων υβριδίων. Τέλος, το κοινωνικό πλαίσιο μπορεί να διαδραματίζει έναν ρόλο στις περιοχές διαχείρισης και τα μέτρα που επιλέγονται.
4)Σύσταση ομάδων (και διαδικασιών) έκτακτης ανάγκης οι οποίες θα είναι υπεύθυνες, όπου και όταν απαιτείται, για την απομάκρυνση των υβριδίων λύκου-σκύλου από το φυσικό τους περιβάλλον ή για την αιχμαλώτιση/στείρωση/απελευθέρωσή τους. Στη σύσταση αριθ. 173 (2014) της Σύμβασης της Βέρνης, την οποία υποστηρίζει πλήρως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι: «είναι υπέρ της αποτελεσματικής διατήρησης του λύκου να εξασφαλιστεί ότι η απομάκρυνση τυχόν εντοπιζόμενων υβριδίων λύκου-σκύλου διενεργείται αποκλειστικά και μόνο υπό τον έλεγχο του κράτους». Φαίνεται ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο διά της απαγόρευσης της θανάτωσης υβριδίων βάσει της εθνικής νομοθεσίας, με μόνη εξαίρεση τις κρατικές υπηρεσίες ή τους εντεταλμένους υπαλλήλους τους. Η σύσταση καλεί τα μέρη: «Να διασφαλίσουν ότι η υπό κρατικό έλεγχο απομάκρυνση υβριδίων λύκου-σκύλου πραγματοποιείται αφού οι εντεταλμένοι προς τούτο από τις κρατικές αρχές κρατικοί υπάλληλοι και/ή φορείς έχουν βεβαιωθεί ότι πρόκειται για υβρίδια βάσει γενετικών και/ή μορφολογικών χαρακτηριστικών. Η απομάκρυνση θα πρέπει να πραγματοποιείται μόνο από εντεταλμένους από τις αρμόδιες αρχές με την λόγω αρμοδιότητα φορείς, εξασφαλίζοντας, παράλληλα, ότι η εν λόγω απομάκρυνση δεν υπονομεύει την κατάσταση διατηρήσεως των λύκων». «Να θεσπίσουν τα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη της σκόπιμης ή εσφαλμένης θανάτωσης λύκων λόγω σύγχυσης με υβρίδια λύκου-σκύλου. Τα παραπάνω ισχύουν χωρίς να θίγεται η προσεκτική και υπό κρατικό έλεγχο απομάκρυνση των εντοπισθέντων υβριδίων λύκου-σκύλου από το φυσικό τους περιβάλλον από εντεταλμένους από τις αρμόδιες αρχές με την εν λόγω αρμοδιότητα φορείς».
5)Έγκριση εθνικού σχεδίου για τον έλεγχο των ελεύθερα περιφερόμενων σκύλων (άγριων, αδέσποτων ή με ιδιοκτήτες οι οποίοι τους αφήνουν να περιφέρονται ελεύθερα) και την απαγόρευση της διατήρησης λύκων και υβριδίων λύκου-σκύλου ως ζώων συντροφιάς. Ανάληψη εκστρατειών ευαισθητοποίησης με σκοπό τη στήριξη του ελέγχου των άγριων και ελεύθερα περιφερόμενων σκύλων σε περιοχές κατανομής λύκων.
|
3. Συγκρούσεις που σχετίζονται με τον λύκο
Ο λύκος συνδέεται ιστορικά με διάφορα είδη κοινωνικοοικονομικών συγκρούσεων στη σχέση του με τον άνθρωπο. Κατά το παρελθόν, οι εν λόγω συγκρούσεις οδήγησαν στην εξολόθρευση ή τη σημαντική μείωση των πληθυσμών λύκων σε μεγάλο μέρος της περιοχής κατανομής τους στην Ευρώπη. Η εν λόγω καταδίωξη, σε συνδυασμό με τα υψηλά ποσοστά λαθροθηρίας, εξακολουθεί να υφίσταται και σήμερα σε πολλές περιοχές. Σήμερα, οι κύριες συγκρούσεις είναι οι ακόλουθες:
·Διαρπαγή εκτρεφόμενων ζώων. Οι διαρπαγές εκτρεφόμενων ζώων αφορούν κυρίως πρόβατα. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των Linnell & Cretois (2018), κατά την περίοδο 2012-2016 οι λύκοι θανάτωναν κατά μέσο όρο 19.500 πρόβατα ετησίως στην ΕΕ (επισημαίνεται ότι δεν υπάρχουν στοιχεία για την Πολωνία, τη Ρουμανία, την Ισπανία, τη Βουλγαρία, την Αυστρία και τμήματα της Ιταλίας). Το εν λόγω αριθμητικό στοιχείο είναι, επί του παρόντος, ο καλύτερος αντιπροσωπευτικός δείκτης για τις επιπτώσεις της θηρευτικής δραστηριότητας στην ΕΕ.
Παρότι τα πρόβατα είναι τα κύρια θύματα των επιθέσεων λύκων, άλλα είδη εκτρεφόμενων ζώων (αιγοειδή, βοοειδή, άλογα) και ημιεξημερωμένοι τάρανδοι αποτελούν επίσης θηράματα, αν και σε μικρότερο βαθμό. Η διαρπαγή ποικίλλει σημαντικά και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το είδος του συστήματος κτηνοτροφίας, το είδος της διαχείρισης και τον βαθμό επιτήρησης, δηλαδή το αν τα εκτρεφόμενα ζώα βρίσκονται εντός κλειστού περιβάλλοντος, ιδίως στη διάρκεια της νύχτας, ή φυλάσσονται από βοσκό. Για παράδειγμα, στη Γαλλία (80 αγέλες λύκων), το 2019 θηρεύτηκαν και δόθηκε αποζημίωση για περίπου 11.000 πρόβατα, βοοειδή και αιγοειδή (Dreal 2019), ενώ στη Γερμανία (128 αγέλες λύκων) ο αριθμός αυτός δεν υπερβαίνει τις 3.000 για το 2019 (DBBW 2019) και στη Σουηδία (31 αγέλες λύκων) θηρεύτηκαν μόνο 161 πρόβατα το 2018 (Viltskadestatistik 2018, SLU
).
Οι Linnell & Cretois (2018) τονίζουν τις δυσκολίες της συγκέντρωσης συνεκτικών και αξιόπιστων στοιχείων από όλη την Ευρώπη σχετικά με τη διαρπαγή εκτρεφόμενων ζώων από λύκους. Ο θάνατος ή η απώλεια εκτρεφόμενων ζώων μπορεί να οφείλεται σε διάφορους λόγους και δεν είναι πάντοτε εφικτό να αποδοθούν οι θάνατοί τους σε μεγάλα σαρκοφάγα. Η ποιότητα της υποβολής στοιχείων από τους γεωργούς και τους διαχειριστές εκτρεφόμενων ζώων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το σύστημα αποζημιώσεων: για παράδειγμα, από το επίπεδο της (πλήρους ή μερικής) αποζημίωσης, τη διάρκεια και τις δυσκολίες της σχετικής διοικητικής διαδικασίας και από το εάν διενεργούνται επιτόπιοι έλεγχοι προκειμένου να επαληθεύεται αν η διαρπαγή οφειλόταν σε μεγάλα σαρκοφάγα. Οι λύκοι ενδέχεται επίσης περιστασιακά να επιτίθενται και να θανατώνουν σκύλους — για παράδειγμα, στη Σουηδία ή τη Φινλανδία, κατά το κυνήγι άλκης με ελεύθερους σκύλους σε εδάφη λύκων. Η απώλεια εκτρεφόμενων ζώων και σκύλων έχει σαφώς σημαντικό συναισθηματικό αντίκτυπο, πέραν από την άμεση και έμμεση οικονομική ζημία. Ενώ ο συνολικός αντίκτυπος της θηρευτικής δραστηριότητας του λύκου στην κτηνοτροφία είναι αμελητέος στην ΕΕ, η εν λόγω δραστηριότητα όσον αφορά απροστάτευτα πρόβατα που βόσκουν μπορεί να είναι σημαντική σε επίπεδο ατομικής γεωργικής εκμετάλλευσης και αποτελεί μια πρόσθετη πίεση και βάρος για τους οικείους φορείς εκμετάλλευσης σε έναν τομέα ο οποίος ήδη υφίσταται αρκετές κοινωνικοοικονομικές πιέσεις.
·Εκτιμώμενος κίνδυνος για τον άνθρωπο. Οι λύκοι δεν βλέπουν τον άνθρωπο ως πιθανό θήραμα αλλά μάλλον ως απειλή που πρέπει να αποφεύγουν. Παρότι κατά το παρελθόν έχουν αναφερθεί θανάσιμες επιθέσεις λύκων σε ανθρώπους (οι οποίες συνδέονταν συχνά με λύσσα ή με λύκους τους οποίους οι άνθρωποι τάιζαν, προκαλούσαν, τραυμάτιζαν ή παγίδευαν), ο πραγματικός κίνδυνος επιθέσεων λύκου σε ανθρώπους, στις παρούσες περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνθήκες στην Ευρώπη, θεωρείται εξαιρετικά χαμηλός. (Linnell et al, 2002· Linnell and Alleau, 2016· KORA, 2016· Linnell et al, 2021). Εντούτοις, πολλοί άνθρωποι εξακολουθούν να φοβούνται τους λύκους, ιδίως στις χώρες και τις περιοχές που αποικίστηκαν πρόσφατα από το είδος ή σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι αυξανόμενοι αριθμοί λύκων τους καθιστούν περισσότερο ορατούς σε περιοχές στις οποίες δεν απαντώνταν συνήθως κατά το παρελθόν. Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις λύκων που προσέγγισαν ανθρώπους επιδεικνύοντας ασυνήθη συμπεριφορά («τολμηροί» ή «ατρόμητοι» λύκοι). Τα εν λόγω περιστατικά συμβαίνουν κυρίως όταν οι λύκοι αποκτούν τροφική εξάρτηση ή όταν υπάρχουν σκύλοι (Reinhardt 2018). Παρότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι τα υβρίδια λύκου-σκύλου είναι πιο τολμηρά ή πιο επικίνδυνα από τους λύκους, ο φόβος απέναντί τους αποτελεί επίσης ειδικό ζήτημα σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης. Οι εν λόγω αντιλήψεις και στάσεις πρέπει να λαμβάνονται προσεκτικά υπόψη και να αντιμετωπίζονται δεόντως. Συχνά είναι χρήσιμο, αλλά όχι επαρκές, να στηρίζονται εκπαιδευτικές δραστηριότητες, να παρέχεται ορθή ενημέρωση και να αποκαλύπτονται οι ψευδείς ειδήσεις μέσω ελέγχου των πραγματικών περιστατικών (όπως πράττουν ορισμένες τοπικές ή περιφερειακές αρχές ή στο πλαίσιο έργων του προγράμματος LIFE). Επιπλέον, πρέπει να καθίσταται σαφές ότι, στην απίθανη περίπτωση αντικειμενικού κινδύνου, που οφείλεται, για παράδειγμα, σε λύσσα ή σε επιθετικό λύκο ή σε λύκο που έχει αποκτήσει τροφική εξάρτηση ή εξοικείωση, η στοχευμένη απομάκρυνση του λύκου είναι απολύτως νόμιμη βάσει της οδηγίας για τους οικοτόπους (βλ. παράγραφο σχετικά με τις παρεκκλίσεις του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κεφαλαίου 6 κατωτέρω).
·Επιπτώσεις στα είδη οπληφόρων εκτρεφόμενων θηραμάτων. Οι λύκοι και οι κυνηγοί μπορεί ενίοτε να κυνηγούν το ίδιο θήραμα, δηλαδή τα άγρια οπληφόρα. Όταν τα μεγάλα σαρκοφάγα επιστρέφουν, οι κυνηγοί συχνά φοβούνται ότι ο ανταγωνισμός θα επηρεάσει τις δραστηριότητές τους, γεγονός που ενδέχεται να οδηγήσει σε σημαντική σύγκρουση. Οι επιπτώσεις της θηρευτικής δραστηριότητας των λύκων τόσο στους αριθμούς όσο και στη συμπεριφορά των άγριων οπληφόρων είναι αρκετά ποικιλόμορφες και σύνθετες, ανάλογα με το είδος και τα χαρακτηριστικά της περιοχής. Γενικά, οι λύκοι θανατώνουν μικρό μόνο ποσοστό των άγριων οπληφόρων κάθε έτος, πολύ μικρότερο απ' ό,τι οι κυνηγοί, και δεν φαίνεται να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στις σημερινές (γενικά αυξητικές) τάσεις των πληθυσμών οπληφόρων στην Ευρώπη
(Bassi, E. et al 2020· Gtowaciflski, Z. and Profus, P. 1997). Σε κάθε περίπτωση, σε αντίθεση με τη θήρα οικόσιτων εκτρεφόμενων ζώων, η θήρα άγριων οπληφόρων από άγρια αυτόχθονα σαρκοφάγα δεν μπορεί να αποτραπεί ή να μετριαστεί, καθότι αποτελεί μέρος των φυσικών διεργασιών τις οποίες η πολιτική για τη βιοποικιλότητα αποσκοπεί να αποκαταστήσει και να διατηρήσει. Το γεγονός αυτό αποτελεί σημαντικό πρόβλημα για τους Ευρωπαίους κυνηγούς, καθώς η επιστροφή των μεγάλων σαρκοφάγων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον προγραμματισμό των κυνηγετικών δραστηριοτήτων και τον καθορισμό ποσοστώσεων για τα άγρια οπληφόρα. Τέλος, πρέπει να αναγνωριστεί η συμβολή των λύκων στη ρύθμιση της πυκνότητας των οπληφόρων (Ripple, W.J. and Beschta, R.L., 2012), λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά οφέλη, όπως η μείωση των ζημιών στη δασοκομία και τις γεωργικές καλλιέργειες
.
·Συγκρούσεις σχετικά με τις αξίες (ανταγωνιστικά οράματα σχετικά με τα ευρωπαϊκά τοπία). Οι συγκρούσεις που σχετίζονται με τους λύκους δεν αφορούν πάντα τις άμεσες οικονομικές επιπτώσεις σε ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη του γεωργικού τομέα. Οι λύκοι είναι ιδιαίτερα συμβολικό είδος για σειρά ευρύτερων ζητημάτων και οι συγκρούσεις αντικατοπτρίζουν συχνά βαθύτερες κοινωνικές διαιρέσεις (π.χ μεταξύ αγροτικών και αστικών περιοχών, μεταξύ σύγχρονων και παραδοσιακών αξιών ή μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών και οικονομικών τάξεων) (Linnell, 2013). Οι λύκοι συχνά αποτελούν αφορμή για μια γενικότερη συζήτηση για τη μελλοντική κατεύθυνση των ευρωπαϊκών τοπίων (Linnell, 2014) μεταξύ διαφόρων τμημάτων της κοινωνίας με αντιτιθέμενες απόψεις και οράματα σχετικά με τον τρόπο διατήρησης, χρήσης ή διαχείρισης της άγριας ζωής και των τοπίων
. Έτσι εξηγείται το ότι σπανίως υφίσταται σαφής σχέση μεταξύ του βαθμού των οικονομικών επιπτώσεων των μεγάλων σαρκοφάγων και του βαθμού των κοινωνικών συγκρούσεων που οφείλονται σε αυτές (Linnell and Cretois, 2018).
4. Μέτρα για τη βελτίωση της συνύπαρξης ανθρώπων και λύκων
Από την έκδοση της οδηγίας για τους οικοτόπους κι έπειτα, η Επιτροπή προωθεί την προσέγγιση της συνύπαρξης, που αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ικανοποιητικής κατάστασης διατηρήσεως των πληθυσμών των μεγάλων σαρκοφάγων και, παράλληλα, στην αντιμετώπιση και μείωση των συγκρούσεων με τις νόμιμες δραστηριότητες του ανθρώπου, με σκοπό την κοινή χρήση πολυλειτουργικών τοπίων. Το πρόγραμμα LIFE έχει χρηματοδοτήσει πάνω από 40 έργα που συνδέονται με τη διατήρηση και συνύπαρξη με τους λύκους, τα οποία έχουν συμβάλει στην εξεύρεση και τον έλεγχο ορθών πρακτικών για την επίτευξη των εν λόγω σκοπών
.
Πολλά παραδείγματα και περιπτωσιολογικές μελέτες συνύπαρξης έχουν προέλθει από την Πλατφόρμα της ΕΕ για τη συνύπαρξη του ανθρώπου με τα μεγάλα σαρκοφάγα, μια ομάδα οργανισμών η οποία αντιπροσωπεύει διαφορετικές ομάδες συμφερόντων που έχουν συμφωνήσει επί μιας κοινής αποστολής για την προώθηση λύσεων συνύπαρξης
. Οι εν λόγω περιπτωσιολογικές μελέτες κατατάσσονται σε πέντε κατηγορίες: 1) παροχή συμβουλών/ευαισθητοποίηση· 2) παροχή πρακτικής στήριξης· 3) κατανόηση των διαφόρων απόψεων· 4) καινοτόμος χρηματοδότηση· και 5) παρακολούθηση
(πλατφόρμα της ΕΕ για τα μεγάλα σαρκοφάγα, 2019).
Σε μελέτη του 2018 που ζητήθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
παρουσιάστηκαν συστάσεις και παραδείγματα πρακτικών μέτρων συνύπαρξης σε αρκετά κράτη μέλη για τους λύκους και άλλα μεγάλα σαρκοφάγα.
Συνεπώς, σε ευρωπαϊκό επίπεδο υφίσταται ευρεία βάση ανταλλαγής γνώσεων και πολύτιμων εμπειριών. Παρακάτω περιγράφονται οι συνηθέστερες προσεγγίσεις για τη μείωση των συγκρούσεων.
·Αντισταθμιστικές πληρωμές
Μια συχνή προσέγγιση για τη μείωση των οικονομικών επιπτώσεων των ζημιών που προκαλούν οι λύκοι και την ενίσχυση της ανεκτικότητας για τα προστατευόμενα είδη είναι οι αντισταθμιστικές πληρωμές, οι οποίες χρησιμοποιούνται σε πολλές χώρες της ΕΕ. Οι αντισταθμιστικές πληρωμές μπορούν συχνά να αποτελέσουν το κατάλληλο μέτρο, αλλά οι κανόνες επιλεξιμότητας θα πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένοι και να εξετάζονται διάφοροι παράγοντες. Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να εξετάζεται το εάν οι απώλειες εκτρεφόμενων ζώων οφείλονται πράγματι στη διαρπαγή από λύκους και να διασφαλίζεται ότι η αποζημίωση είναι δίκαιη και καταβάλλεται εγκαίρως στον επιλέξιμο αποδέκτη.
Σε πολλές χώρες, οι γεωργοί διαμαρτύρονται για την περίπλοκη και δαπανηρή διαδικασία είσπραξης της αποζημίωσης ή για το ότι οι πληρωμές πραγματοποιούνται καθυστερημένα ή είναι ανεπαρκείς. Οι αντισταθμιστικές πληρωμές χρηματοδοτούνται συνήθως από το κράτος ή την τοπική αυτοδιοίκηση σύμφωνα με τους ενωσιακούς κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις
(βάσει των οποίων επιτρέπεται η αποζημίωση των άμεσων και έμμεσων δαπανών σε ποσοστό 100%). Οι αντισταθμιστικές πληρωμές για ζημίες δεν είναι πάντοτε επαρκείς για την αντιμετώπιση των προβλημάτων συνύπαρξης, καθώς δεν μειώνουν τις διαρπαγές ή άλλες συγκρούσεις. Επιπλέον, οι αντισταθμιστικές πληρωμές συχνά δεν είναι βιώσιμες μακροπρόθεσμα, εκτός εάν συνδυάζονται κατάλληλα με άλλα μέτρα.
·Προληπτικά μέτρα και τεχνική βοήθεια
Τα προληπτικά μέτρα αποτελούν βασική συνιστώσα ενός ολοκληρωμένου συστήματος συνύπαρξης. Η αποκτηθείσα πείρα (π.χ. από έργα LIFE και τα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης) καταδεικνύει τη σημασία και την αποτελεσματικότητα των διαφόρων μέτρων προστασίας της κτηνοτροφίας, όπως τα διάφορα είδη περίφραξης, η φύλαξη από βοσκό, οι ποιμενικοί σκύλοι, η συγκέντρωση των εκτρεφόμενων ζώων τη νύχτα και οι οπτικοακουστικές αποτρεπτικές συσκευές [Fernández-Gil, et al 2018, βλ. επίσης Carnivore Damage Prevention News (CDP news, 2018)]. Ιδιαίτερα η παρουσία βοσκών μπορεί να καταστήσει τα μέτρα προστασίας των εκτρεφόμενων ζώων πολύ πιο αποτελεσματικά και αποτελεί η ίδια μέσο αποτροπής της διαρπαγής. Σε έκθεση που εκπονήθηκε από την πλατφόρμα της ΕΕ για τα μεγάλα σαρκοφάγα παρουσιάζονται επιτυχείς εμπειρίες και ορθές πρακτικές (Hovardas et al, 2017). Τα προληπτικά μέτρα πρέπει να είναι διαμορφωμένα και προσαρμοσμένα στα ειδικά χαρακτηριστικά των περιοχών (συμπεριλαμβανομένου του είδους των εκτρεφόμενων ζώων, του μεγέθους των κοπαδιών, του αναγλύφου κ.λπ.).
Η αποτελεσματικότητα των εν λόγω μέτρων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ορθή εφαρμογή τους από τους σχετικούς φορείς εκμετάλλευσης, καθώς και από τη διαθεσιμότητα επαρκών πόρων και τεχνικών συμβουλών για την υποστήριξη της εφαρμογής τους επί του πεδίου (π.χ. van Eeden et al. 2018). Κανένα μεμονωμένο μέτρο δεν μπορεί να είναι 100% επιτυχημένο, αλλά οι επαρκείς τεχνικές λύσεις (οι οποίες συχνά χρησιμοποιούνται συνδυαστικά) μπορούν να μειώσουν σημαντικά τις απώλειες από τα αρπακτικά ζώα. Οι αρμόδιες αρχές και τα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να σχεδιάζουν προσεκτικά τα προληπτικά μέτρα προκειμένου να είναι κατάλληλα για διαφορετικές προσεγγίσεις. Πρέπει επίσης να τα εφαρμόζουν δεόντως (συμπεριλαμβανομένης της συντήρησης), να παρακολουθούν την αποτελεσματικότητά τους και να προβαίνουν στις απαραίτητες προσαρμογές. Η κατάρτιση, η ενημέρωση, οι ενέργειες παρακολούθησης και η τεχνική βοήθεια προς τους φορείς εκμετάλλευσης είναι καίριας σημασίας και θα πρέπει να στηρίζονται επαρκώς από το κράτος, συμπεριλαμβανομένης της συντήρησης των συστημάτων πρόληψης και της διαχείρισης του πρόσθετου φόρτου εργασίας.
·Ενημέρωση, συμβουλές και ευαισθητοποίηση
Η παροχή εμπεριστατωμένων πληροφοριών για τους λύκους και τον τρόπο ελαχιστοποίησης των επιπτώσεων μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο μέτρο μετριασμού των συγκρούσεων (πλατφόρμα της ΕΕ για τα μεγάλα σαρκοφάγα, 2019). Για παράδειγμα, το ενημερωτικό δελτίο «Carnivore Damage Prevention News» (Νέα σχετικά με την αποτροπή των ζημιών από τα σαρκοφάγα)
, το οποίο στηρίζεται μέσω διαφόρων έργων LIFE, συμβάλλει στη διάδοση πληροφοριών για την προστασία των εκτρεφόμενων ζώων στην ΕΕ και διεθνώς. Στον ιταλικό δικτυακό τόπο «Προστάτευσε τα εκτρεφόμενα ζώα σου» (Proteggi il tuo bestiame, 2019) παρέχονται λεπτομερείς συμβουλές σχετικά με μέτρα για την προστασία των εκτρεφόμενων ζώων καθώς και τα διάφορα χρηματοδοτικά προγράμματα που διατίθενται στις περιφέρειες της Ιταλίας. Στον δικτυακό τόπο του ισπανικού Υπουργείου Οικολογικής Μετάβασης παρέχεται κατάλογος ορθών προληπτικών μέτρων που μπορούν να αποτρέψουν ή να ελαχιστοποιήσουν τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ προστατευόμενων ειδών και γεωργικών και κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων
.
Ένα ακόμη παράδειγμα της εν λόγω προσέγγισης, που απευθύνεται ειδικά στην κοινότητα των κυνηγών, αποτελεί το έργο LIFE Wolfalps, οι δραστηριότητες του οποίου περιλαμβάνουν την ανταλλαγή δεδομένων και πληροφοριών σχετικά με τη δυναμική των πληθυσμών των ειδών άγριων οπληφόρων στις Άλπεις και σχετικά με τις συνέπειες της επιστροφής του λύκου στα θηράματά του και στις κυνηγετικές δραστηριότητες
. Μια ευρύτερη προσέγγιση παρέχεται από το γραφείο επικοινωνίας «Λύκοι στη Σαξονία» (Kontaktbüro Wölfe in Sachsen, 2019) και το Κέντρο Ενημέρωσης για τους Λύκους στη Σαξονία-Άνχαλτ, με προσωπικό που προσφέρει εκπαιδευτικό υλικό, διοργανώνει εκδρομές και απαντά στα ερωτήματα και τις ανησυχίες των πολιτών.
·Παρακολούθηση
Η παρακολούθηση των πληθυσμών των μεγάλων σαρκοφάγων είναι κρίσιμης σημασίας για τη συγκέντρωση ορθών πληροφοριών, την κατανόηση της δυναμικής των πληθυσμών που απαιτείται για να διασφαλιστεί η επιβίωσή τους, την προσαρμογή των πρακτικών διαχείρισης στις μεταβαλλόμενες καταστάσεις και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων βάσει της οδηγίας για τους οικοτόπους. Πρόκειται, επίσης, για ιδιαίτερα απαιτητική διαδικασία, καθώς διεξάγεται σε πολύ μεγάλη γεωγραφική περιοχή, συχνά πέραν των εθνικών συνόρων, καθώς και λόγω της χαμηλής πυκνότητας και των συμπεριφορών αποφυγής που ακολουθούν τα μεγάλα σαρκοφάγα (Δήλωση στήριξης πολιτικής LCIE, στο παράρτημα του εγγράφου των Linnell et al. 2008). Όλες οι αποφάσεις διαχείρισης (συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων σχετικά με παρεκκλίσεις) θα πρέπει να βασίζονται σε αξιόπιστα στοιχεία σχετικά με τον εκάστοτε πληθυσμό λύκων. Η παρακολούθηση θα πρέπει να καλύπτει επίσης την εφαρμογή όλων των προληπτικών μέτρων (την υιοθέτηση, τα αποτελέσματα και την αποδοτικότητά τους), καθώς και την αναγνώριση των ζώων που θηρεύουν εκτρεφόμενα ζώα, ώστε να διακρίνονται οι λύκοι από τους σκύλους (π.χ. Echegaray and Vilà, 2010· Sundqvist et al., 2008) και να κρίνεται κατά πόσον απαιτούνται προσαρμογές ή βελτιώσεις στο σύστημα.
Δεδομένου ότι μια ιδιαίτερα συνήθης σύγκρουση στην Ευρώπη είναι η διαφωνία σχετικά με το μέγεθος και την κατάσταση των πληθυσμών σαρκοφάγων, η συμμετοχή των ενδιαφερόμενων μερών, συμπεριλαμβανομένων των κυνηγών, στις δραστηριότητες παρακολούθησης μπορεί να αποφέρει οφέλη όχι μόνο ως προς την αύξηση του αριθμού των ατόμων που συλλέγουν δεδομένα αλλά και ως προς τη βελτίωση των σχέσεων των ενδιαφερόμενων μερών και τη μείωση των συγκρούσεων.
Τα αξιόπιστα δεδομένα παρακολούθησης είναι απαραίτητα για τη λήψη των κατάλληλων αποφάσεων σχετικά με τη διατήρηση και διαχείριση του λύκου. Ως εκ τούτου, η επένδυση σε ένα επαρκές σύστημα παρακολούθησης που μπορεί να διασφαλίσει την απόκτηση ορθών και επικαιροποιημένων γνώσεων σχετικά με τον πληθυσμό των λύκων στην εκάστοτε περιοχή είναι καίριας σημασίας. Καλό παράδειγμα μπορεί να θεωρηθεί το γαλλικό σύστημα παρακολούθησης
.
Παραδείγματα συμμετοχής ενδιαφερόμενων μερών στην παρακολούθηση:
Σε μια υποστηριζόμενη από την Επιτροπή πιλοτική δράση στη Σλοβακία συμμετείχε ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερόμενων μερών (περιβαλλοντολόγοι, δασοκόμοι, προσωπικό προστατευόμενων περιοχών και κυνηγοί) στο πλαίσιο διενέργειας επιστημονικά τεκμηριωμένης απογραφής των λύκων. Οι συμμετέχοντες είχαν επιφορτιστεί με τη συλλογή δειγμάτων κοπράνων και ούρων λύκων από μια περιοχή μελέτης. Η συμμετοχή τους, σε συνδυασμό με τη χρήση ανάλυσης υψηλής τεχνολογίας, είχε ως αποτέλεσμα τη βελτίωση του βαθμού συμφωνίας όσον αφορά το μέγεθος του τοπικού πληθυσμού λύκων (Rigg et al, 2014).
Ένα ακόμη παράδειγμα είναι το Δίκτυο παρατηρητών μεγάλων σαρκοφάγων στη Φινλανδία, μια ομάδα περίπου 2100 ενεργών εθελοντών που ορίστηκαν από τις τοπικές ενώσεις διαχείρισης θηραμάτων. Το εν λόγω δίκτυο εκπαιδευμένων παρατηρητών, κυρίως ντόπιων κυνηγών, είναι επιφορτισμένο με την ευθύνη της επαλήθευσης των παρατηρήσεων των ιχνών μεγάλων σαρκοφάγων και άλλων σημαδιών, που αναφέρονται από το ευρύ κοινό. Οι εθελοντές αυτοί θα καταγράφουν τα παρατηρησιακά δεδομένα στην εθνική βάση δεδομένων «TASSU» («πόδι τετράποδου ζώου» στα φινλανδικά), που διατηρεί το Luke (Ινστιτούτο Φυσικών Πόρων της Φινλανδίας). Η εν λόγω βάση δεδομένων χρησιμοποιείται, για παράδειγμα, για τη διενέργεια εκτιμήσεων των πληθυσμών των μεγάλων σαρκοφάγων σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο και χρησιμοποιείται από τους υπαλλήλους διαχείρισης θηραμάτων και τους θηροφύλακες. Το δίκτυο, η βάση δεδομένων και η διακυβέρνησή τους αναπτύσσονται και προσαρμόζονται διαρκώς ώστε να συμβάλλουν στην οικοδόμηση ενός κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης και συνεργασίας μεταξύ των διαφόρων ιδρυμάτων και των ομάδων ενδιαφερόμενων μερών όσον αφορά την ανταλλαγή, τη χρήση και την πρόσβαση στα δεδομένα για τα εν λόγω ευαίσθητα είδη. Για παράδειγμα, το έργο LIFE BOREALWOLF που υλοποιείται από το 2019 έως το 2025 αποσκοπεί στην ενίσχυση του Δικτύου παρατηρητών μεγάλων σαρκοφάγων, μέσω της παροχής περαιτέρω εκπαίδευσης στους υφιστάμενους εθελοντές του και της προσέλκυσης νέων εθελοντών που δεν είναι κυνηγοί.
Παρομοίως, στη Σουηδία και τη Νορβηγία δημιουργήθηκε το Skandobs, το σκανδιναβικό σύστημα ιχνηλάτησης μεγάλων σαρκοφάγων για τον λύγκα, τον αδηφάγο, την καφέ αρκούδα και τον λύκο. Σε αυτή τη βάση δεδομένων, ο κάθε πολίτης μπορεί να καταχωρίζει τις παρατηρήσεις του σχετικά με ίχνη, σημάδια ή εμφανίσεις μεγάλων σαρκοφάγων στη Σκανδιναβία. Η αυξημένη υποβολή παρατηρήσεων θα συμβάλει στην αύξηση των γνώσεων σχετικά με την παρουσία και την κατανομή των εν λόγω ειδών. Οι παρατηρήσεις που καταχωρίζονται στη βάση δεδομένων είναι διαθέσιμες σε όλους τους χρήστες του συστήματος. Οι παρατηρήσεις μπορούν επίσης να κοινοποιούνται με χρήση της εφαρμογής Skandobs App (οι χρήστες μπορούν να μεταφορτώσουν την εφαρμογή Skandobs-Touch από το App Store ή το Google Play προκειμένου να αναφέρουν την παρουσία αρπακτικών ή ιχνών ενώ βρίσκονται στην ύπαιθρο). Η βάση δεδομένων επικαιροποιείται κάθε 15 λεπτά. Τη βάση δεδομένων διαχειρίζεται το Rovdata, ένα ανεξάρτητο μέλος του Νορβηγικού Ινστιτούτου Έρευνας της Φύσης (NINA).
|
·Διάλογος με τα ενδιαφερόμενα μέρη και συμμετοχή τους
Καθώς αναγνωρίζεται η πολιτιστική και κοινωνική φύση της σύγκρουσης σχετικά με τους λύκους, οι συμμετοχικές διαδικασίες θεωρείται ότι παρέχουν σημαντικές δυνατότητες μετριασμού της σύγκρουσης, ιδίως μέσω της καλλιέργειας της εμπιστοσύνης μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών (Young et al. 2016). Η Πλατφόρμα της ΕΕ για τη συνύπαρξη του ανθρώπου με τα μεγάλα σαρκοφάγα αποτελεί παράδειγμα μιας τέτοιας προσέγγισης (βλ. περιπτωσιολογική μελέτη 9 στο παράρτημα IV των κατευθυντήριων γραμμών). Οι εν λόγω προσεγγίσεις χρησιμοποιούνται επίσης σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Πολλά κράτη μέλη έχουν δημιουργήσει εθνικές πλατφόρμες. Τα θεσμικά όργανα της ΕΕ υποστηρίζουν επίσης, μέσω ενός πιλοτικού έργου, τη δημιουργία περιφερειακών πλατφορμών στην Ιταλία, τη Ρουμανία, την Ισπανία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και τη Σουηδία (περιφερειακές πλατφόρμες για τα μεγάλα σαρκοφάγα, 2019). Το έργο LIFE EUROLARGECARNIVORES (2019) υποστηρίζει επίσης τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των σημαντικών κέντρων για τα σαρκοφάγα στην Ευρώπη.
Ένα άλλο παράδειγμα συμμετοχής ενδιαφερόμενων μερών είναι το Grupo Campo Grande (GCG). Πρόκειται για ισπανική δεξαμενή σκέψης σε εθνικό επίπεδο που απαρτίζεται από άτομα με διαφορετική κοινωνική και πολιτισμική προέλευση και οργανισμούς που εμπλέκονται στη σύγκρουση μεταξύ της εκτατικής εκτροφής ζωικού κεφαλαίου και του ιβηρικού λύκου. Η ομάδα δημιουργήθηκε από το Fundación Entretantos το 2016, στο πλαίσιο πρωτοβουλίας κοινωνικής διαμεσολάβησης με επίκεντρο την αντιμετώπιση της σύγκρουσης σχετικά με τη συνύπαρξη των ιβηρικών λύκων και της εκτατικής εκτροφής ζωικού κεφαλαίου. Οι συμμετέχοντες έχουν υπογράψει κοινή δήλωση και συνεργάζονται για να ενθαρρύνουν και άλλα μέρη να υιοθετήσουν την προσέγγισή τους (GCG, 2018).
·Έλεγχος μέσω θανάτωσης / εξόντωση των λύκων
Ιστορικά, ο έλεγχος μέσω θανάτωσης και η εξόντωση των λύκων χρησιμοποιούνταν εκτενώς για την απαλλαγή από λύκους και τις συγκρούσεις που δημιουργούν. Οι πρακτικές αυτές προκάλεσαν την εξάλειψη των λύκων από το μεγαλύτερο μέρος της αρχικής περιοχής κατανομής τους στην Ευρώπη. Σήμερα, ορισμένες μέθοδοι και επίπεδα ελέγχου μέσω θανάτωσης εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται από αρκετές ευρωπαϊκές χώρες που ισχυρίζονται ότι αποβλέπουν στην αποτροπή ή τη μείωση των απωλειών εκτρεφόμενων ζώων και στην ανάπτυξη της ανεκτικότητας του ανθρώπου έναντι του λύκου, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων κρατών μελών σε σχέση με τα οποία το είδος απαριθμείται στο παράρτημα IV της οδηγίας (καθεστώς αυστηρής προστασίας).
Ωστόσο, στο πλαίσιο της ισχύουσας πολιτικής και της σχετικής νομοθεσίας, οι συγκρούσεις που σχετίζονται με τη διατήρηση των λύκων και άλλων προστατευόμενων μεγάλων σαρκοφάγων στα πολυλειτουργικά τοπία της Ευρώπης δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν αποκλειστικά ή κυρίως διά της εξόντωσης ή του ελέγχου μέσω θανάτωσης. Η χρήση παρεκκλίσεων για την έγκριση του ελέγχου μέσω θανάτωσης είναι ένα πιθανό και νόμιμο εργαλείο και τα κράτη μέλη μπορούν να εξετάζουν το ενδεχόμενο να το χρησιμοποιούν συμπληρωματικά στα υπόλοιπα μέτρα διαχείρισης συγκρούσεων που αναφέρονται ανωτέρω, τηρώντας όλους τους όρους που απαριθμνται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 της οδηγίας για τους οικοτόπους (βλ. παράγραφο 5).
Δεν φαίνεται να υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία που να αποδεικνύουν την αποτελεσματικότητα του ελέγχου μέσω θανάτωσης για τη μείωση της διαρπαγής εκτρεφόμενων ζώων. Σύμφωνα με ορισμένες μελέτες, ο έλεγχος μέσω θανάτωσης και η εξόντωση φαίνεται ότι είναι λιγότερο αποτελεσματικά από τα μέτρα προστασίας των εκτρεφόμενων ζώων (van Eeden et al, 2018, Santiago-Avila et al, 2018), ενώ, στην πραγματικότητα, ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα αύξηση της διαρπαγής εκτρεφόμενων ζώων και των συγκρούσεων (Wielgus and Peebles, 2014· Fernández-Gil et al., 2016), πιθανώς λόγω της διατάραξης των δομών των αγελών λύκων που οφείλεται στη θανάτωση.
Επιπλέον, η χρήση ελέγχου μέσω θανάτωσης ή εξόντωσης για ένα προστατευόμενο είδος, σε αντίθεση με τα προαναφερθέντα μη θανατηφόρα μέτρα, αποτελεί αμφιλεγόμενο εργαλείο για τους επαγγελματίες διατήρησης (Lute et al 2018) και τίθεται εν αμφιβόλω ολοένα και περισσότερο από μεγάλα τμήματα της κοινωνίας
. Με βάση τα παραπάνω, και με βάση εμπειρικά στοιχεία, δεν είναι σαφές κατά πόσον η θανάτωση λύκων οδηγεί σε αύξηση ή μείωση της κοινωνικής σύγκρουσης.
Συμπερασματικά, τα μη θανατηφόρα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης εκτρεφόμενων ζώων και των μέτρων προστασίας, φαίνεται να είναι πιο αποτελεσματικά και πιο βιώσιμα, είναι λιγότερο πιθανό να προσβληθούν ενώπιον δικαστηρίων και είναι περισσότερο αποδεκτά (από την πλειονότητα των πολιτών) για τη μείωση των κινδύνων διαρπαγής εκτρεφόμενων ζώων και των συγκρούσεων.
Οι αρμόδιες αρχές στα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν όλα τα εν λόγω στοιχεία υπόψη στο πλαίσιο της λήψης αποφάσεων σχετικά με μέτρα διαχείρισης και της εφαρμογής τους.
Ολοκληρωμένα σχέδια διατήρησης/διαχείρισης του λύκου
Η βέλτιστη προσέγγιση για τα κράτη μέλη θα είναι να συνδυάζουν διάφορα από τα προαναφερθέντα μέτρα για να συμβάλλουν στον σωστό βαθμό συνύπαρξης και να τα προσαρμόζουν στην κατάσταση σε τοπικό επίπεδο. Στο πλαίσιο των ολοκληρωμένων και συνεκτικών σχεδίων διατήρησης και διαχείρισης του λύκου θα πρέπει επίσης να αξιοποιείται το σύνολο των διαθέσιμων εργαλείων και των χρηματοδοτικών πόρων. Τα εν λόγω σχέδια [ιδανικά, διασυνοριακά σχέδια για όσα γειτνιάζοντα κράτη μέλη μοιράζονται τον ίδιο πληθυσμό λύκων (Linnell et al., 2008)] θα αντιμετωπίζουν όλες τις σχετικές απειλές, συγκρούσεις, ευκαιρίες και ανάγκες που σχετίζονται με τον λύκο στο οικείο κράτος μέλος. Αυτός θα ήταν ο βέλτιστος τρόπος επίτευξης και διατήρησης ικανοποιητικής κατάστασης διατηρήσεως για τον λύκο στην περιοχή της φυσικής του κατανομής, ενώ, παράλληλα, θα παρείχε την αναγκαία ευελιξία όσον αφορά τη διαχείριση, εντός των ορίων που θέτει η οδηγία, και θα συντηρούσε ή θα βελτίωνε τη δημόσια αποδοχή του λύκου (η «κοινωνική φέρουσα ικανότητα»).
5. Χρηματοδότηση των μέτρων συνύπαρξης
Η στήριξη με σκοπό τη συμβολή στην επίλυση των συγκρούσεων που σχετίζονται με τη διατήρηση του λύκου μπορεί να παρέχεται από ενωσιακά κονδύλια, και πιο συγκεκριμένα το πρόγραμμα LIFE και το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ), καθώς και από εθνικά κονδύλια (κρατικές ενισχύσεις).
·Το πρόγραμμα LIFE, με βάση ετήσιες ανταγωνιστικές προσκλήσεις υποβολής προτάσεων, μπορεί να χρηματοδοτήσει δραστηριότητες επίδειξης και τη διενέργεια δοκιμών καινοτόμων λύσεων για: μέτρα προστασίας ζωικού κεφαλαίου· εκτίμηση του κινδύνου διαρπαγής· εφαρμογή συστημάτων αποζημίωσης ζημιών· και εκπαίδευση τοπικών φυλάκων και κτηνιάτρων σχετικά με μεθοδολογίες εκτίμησης της ζημίας ζωικού κεφαλαίου. Το πρόγραμμα LIFE μπορεί επίσης να χρηματοδοτήσει δραστηριότητες επικοινωνίας και ενημέρωσης που αποσκοπούν στην επίλυση των συγκρούσεων ανθρώπου–λύκου. Επισημαίνεται ότι το πρόγραμμα LIFE δεν χρηματοδοτεί επαναλαμβανόμενες διαχειριστικές δράσεις.
·Το ΕΓΤΑΑ, μπορεί να στηρίξει προληπτικά μέτρα, όπως η αγορά προστατευτικών περιφράξεων ή ποιμενικών σκύλων (τα οποία, λόγω του ότι αποτελούν μη παραγωγικές επενδύσεις, μπορούν να χρηματοδοτηθούν σε ποσοστό 100%). Το πρόσθετο κόστος εργασίας των γεωργών για τον έλεγχο και τη συντήρηση ή τη μετακίνηση της προστατευτικής περίφραξης, και οι δαπάνες ζωοτροφών και οι κτηνιατρικές δαπάνες για τους ποιμενικούς σκύλους μπορούν να καλυφθούν από γεωργοπεριβαλλοντικές και κλιματικές ενισχύσεις. Το ΕΓΤΑΑ χρησιμοποιείται σε διάφορα κράτη μέλη (π.χ. Ελλάδα, Βουλγαρία, Σλοβενία, Ιταλία και Γαλλία) για τη χρηματοδότηση μέτρων προστασίας ζωικού κεφαλαίου, όπως πρόσθετες δαπάνες για βοσκούς, περίφραξη και ποιμενικούς σκύλους. Η Πλατφόρμα της ΕΕ για τη συνύπαρξη του ανθρώπου με τα μεγάλα σαρκοφάγα (βλ. κατωτέρω) εκπόνησε επισκόπηση σχετικά με τις περιοχές όπου χρησιμοποιούνται επί του παρόντος προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης (ΠΑΑ) και τις περιοχές όπου θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στο μέλλον (Marsden et al. 2016)
. Η μελλοντική κοινή γεωργική πολιτική θα μπορούσε επίσης να στηρίξει προληπτικά μέτρα και συστήματα φύλαξης από βοσκό μέσω νέων οικολογικών προγραμμάτων
.
·Το μέσο Interreg του ΕΤΠΑ μπορεί να στηρίξει έργα που αποσκοπούν στη βελτίωση της διασυνοριακής συνεργασίας σχετικά με τη διατήρηση και τη διαχείριση μεγάλων σαρκοφάγων, για παράδειγμα σε σχέση με την επικοινωνία μεταξύ οικοτόπων, τη μεταφορά γνώσης, την πρόληψη ζημίας στο ζωικό κεφάλαιο και άλλα μέτρα συνύπαρξης.
·Η εθνική χρηματοδότηση (κρατικές ενισχύσεις) μπορεί να παράσχει στήριξη, σε ποσοστό έως 100%, για προληπτικά μέτρα· για την αποκατάσταση απωλεσθεισών δυνατοτήτων γεωργικής παραγωγής, όπως η αντικατάσταση ζωικού κεφαλαίου που θανατώθηκε από λύκους· για αποζημίωση ζημιών που οφείλονται σε λύκους, όπως θανατωθέντα ζώα και υλικές ζημίες στα περιουσιακά στοιχεία της γεωργικής εκμετάλλευσης ή κτηνιατρικές δαπάνες και έξοδα που σχετίζονται με την αναζήτηση απωλεσθέντων ζώων
.
Απαιτείται η υιοθέτηση μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης της χρηματοδότησης και των μέτρων στήριξης για τη μείωση των συγκρούσεων που σχετίζονται με τον λύκο σε ένα κράτος μέλος (και, ιδανικά, και στις δύο πλευρές των συνόρων κρατών μελών που μοιράζονται τον ίδιο πληθυσμό λύκων).
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αποτυπώσουν τα κύρια ζητήματα διατήρησης και σύγκρουσης σε σχέση με τους λύκους στα πλαίσια δράσης προτεραιότητας (στο εξής: ΠΔΠ), προσδιορίζοντας τις σχετικές προτεραιότητες και τις χρηματοδοτικές ανάγκες και παρουσιάζοντας τον τρόπο με τον οποίο σκοπεύουν να τις καλύψουν. Ο επικαιροποιημένος μορφότυπος ΠΔΠ
περιλαμβάνει ειδική ενότητα (E.3.2.) για τα μέτρα προτεραιότητας και το σχετικό κόστος, για την πρόληψη, τον μετριασμό ή την αποζημίωση ζημιών που οφείλονται στα είδη που προστατεύονται βάσει της οδηγίας για τους οικοτόπους.
Επιπλέον, σε όλη την Ευρώπη χρησιμοποιούνται αρκετοί πιο καινοτόμοι τρόποι χρηματοδότησης και στήριξης της συνύπαρξης.
Παραδείγματα καινοτόμου χρηματοδότησης
Ένα πρωτότυπο και επιτυχημένο παράδειγμα καινοτόμου χρηματοδότησης για τη συνύπαρξη είναι η σουηδική πρωτοβουλία «ενισχύσεις επιδόσεων διατήρησης» για τον αδηφάγο. Προβλέπει ενισχύσεις που συνδέονται με την επιτυχημένη αναπαραγωγή του αδηφάγου αντί για αποζημίωση για την απώλεια ταράνδων. Οι ενισχύσεις εξαρτώνται από τον αριθμό των αποδεδειγμένων αναπαραγωγών του αδηφάγου στην αντίστοιχη περιφέρεια, ανεξάρτητα από τα επίπεδα διαρπαγής. Πέντε έτη μετά την έναρξη υλοποίησης του προγράμματος, παρατηρήθηκε αύξηση του πληθυσμού του αδηφάγου. Ο αριθμός των καταγεγραμμένων αναπαραγωγών αυξήθηκε από 57 το 2002 σε 125 το 2012, ενώ ο πληθυσμός επεκτάθηκε σε περιοχές στις οποίες δεν απαντώνταν προηγουμένως (Persson, 2015).
Ένα άλλο επιτυχημένο σύστημα καινοτόμου χρηματοδότησης είναι το σύστημα χρηματοδότησης για τον χρυσαετό, βάσει του οποίου ανταμείβεται η κοινότητα Sami, εκτροφείς ταράνδων στη φινλανδική Λαπωνία, για την επιτυχή δημιουργία φωλεών και εδαφών χρυσαετού (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2017). Από τότε που η φινλανδική κυβέρνηση εισήγαγε το σύστημα το 1998, αναφέρεται ότι η στάση των εκτροφέων απέναντι στους χρυσαετούς άλλαξε άρδην, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν πλέον το είδος περισσότερο ως πόρο παρά ως επιβλαβές ζώο.
Τα έσοδα και οι ευκαιρίες απασχόλησης που δημιουργεί ο οικοτουρισμός που βασίζεται στη φύση μπορούν επίσης να συμβάλουν στη βελτίωση της αποδοχής των λύκων και τη συνύπαρξή τους με τις αγροτικές κοινότητες που εκφράζουν ανησυχία. Στην Ισπανία, η περιοχή βορειοδυτικά της Zamora (Sierra de la Culebra) έχει καταστεί σημαντική περιοχή τουρισμού παρατήρησης του λύκου, ο οποίος αποτελεί σημαντικό οικονομικό πόρο, καθώς προσελκύει χιλιάδες επισκεπτών κάθε έτος. Όσον αφορά τις εν λόγω τουριστικές πρωτοβουλίες, πρέπει να διασφαλίζεται ότι δεν παρακωλύεται η διατήρηση του λύκου (π.χ. μέσω της αποφυγής της ενόχλησης και των τόπων φωλεοποίησης). Θα πρέπει επίσης να εξετάζεται ο αντίκτυπος σε άλλες ομάδες ενδιαφερόμενων μερών (π.χ. δεν πρέπει να προσελκύονται μεγάλα σαρκοφάγα σε περιοχές με εκτρεφόμενα ζώα ούτε να δημιουργείται κατάσταση κατά την οποία τα μεγάλα σαρκοφάγα συσχετίζουν τους ανθρώπους με την τροφή).
Μια ευκαιρία διαφορετικού είδους αναπτύχθηκε στο Piedmont της Ιταλίας (στο πλαίσιο του έργου LIFE WOLFALPS). Δημιουργήθηκε ένα τοπικό σήμα («Terre di lupi» = «Γη των λύκων») και ανελήφθησαν διάφορες πρωτοβουλίες για την προώθηση του τυριού και άλλων προϊόντων που παράγουν κτηνοτρόφοι οι οποίοι ανησυχούν για την παρουσία των λύκων και εφαρμόζουν προληπτικά μέτρα για να διασφαλίσουν τη συνύπαρξη.
Το έργο στο οποίο απονεμήθηκε το βραβείο Natura 2000 το 2020 στην κατηγορία «κοινωνικοοικονομικά οφέλη» ήταν το «Pro-Biodiversidad: shepherds as biodiversity conservators in Natura 2000» (Οι βοσκοί ως φορείς διατήρησης της βιοποικιλότητας στο δίκτυο Natura 2000). Το έργο κατέδειξε ότι οι γεωργοί και οι υπέρμαχοι της διατήρησης μπορούν να συνεργαστούν ώστε η διατήρηση της φύσης να παράγει πόρους και οφέλη και όχι προβλήματα για τις τοπικές κοινότητες. Μεγάλο μέρος της οροσειράς Picos de Europa αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες λόγω της εγκατάλειψης της υπαίθρου, της απώλειας βοσκοτόπων, της απώλειας διατροφικών πόρων για τα νεκροφάγα είδη και του κινδύνου πυρκαγιών. Το Fundación para la Conservación del Quebrantahuesos αποφάσισε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα δημιουργώντας μια ειδική εμπορική επωνυμία πιστοποίησης, την Pro-Biodiversidad (υπέρ της βιοποικιλότητας), για να στηρίξει τον τομέα εκτατικής εκτροφής προβάτων, να ανασχέσει την εγκατάλειψη της υπαίθρου και να βελτιώσει τις συνθήκες για τη βιοποικιλότητα. Μέσω του εν λόγω συστήματος, το κρέας προβάτου που παράγεται από κτηνοτρόφους που συνυπάρχουν με λύκους πωλείται σε υψηλότερη τιμή.
|
6. Άρθρο 16: παρεκκλίσεις από την αυστηρή προστασία των πληθυσμών λύκων του παραρτήματος IV
Κατά κανόνα, όλοι οι πληθυσμοί λύκων που απαριθμούνται στο παράρτημα IV της οδηγίας για τους οικοτόπους προστατεύονται αυστηρά και τα άτομα αυτών απαγορεύεται να αιχμαλωτίζονται, να θανατώνονται η να ενοχλούνται στην περιοχή της φυσικής τους κατανομής. Επιπλέον, δεν επιτρέπεται η υποβάθμιση ή η καταστροφή των τόπων αναπαραγωγής και ανάπαυσης. Η προστασία αυτή εφαρμόζεται και εντός και εκτός των τόπων Natura 2000.
Ωστόσο, σε ορισμένες έκτακτες συνθήκες, μπορεί να αιτιολογείται η σύλληψη ή θανάτωση μερικών ατόμων λύκου. Για παράδειγμα, για την πρόληψη σημαντικής διαρπαγής ζωικού κεφαλαίου ή για την τοποθέτηση ραδιοκολάρων σε λύκους για σκοπούς έρευνας, παρακολούθησης και διαχείρισης ή για την απομάκρυνση ατόμων που έχουν αποκτήσει τροφική εξάρτηση ή είναι τολμηρά και δυνητικά επικίνδυνα.
Το άρθρο 16 της οδηγίας για τους οικοτόπους εξασφαλίζει την απαραίτητη ευελιξία για την αντιμετώπιση των ανωτέρω καταστάσεων, επιτρέποντας στα κράτη μέλη να εγκρίνουν παρεκκλίσεις σε σχέση με τις γενικές διατάξεις αυστηρής προστασίας και να διεξάγουν τις προαναφερθείσες δραστηριότητες (οι ακόλουθες παράγραφοι θα πρέπει να αναγνωστούν από κοινού με το μέρος III του εγγράφου).
Προϋποθέσεις χορήγησης παρέκκλισης
Το άρθρο 16 καθορίζει τρεις προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να πληρούνται στο σύνολό τους πριν από τη χορήγηση παρέκκλισης. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές πρέπει να αποδεικνύουν:
-την ύπαρξη ενός ή περισσότερων από τους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ε), βάσει επαρκών αποδεικτικών στοιχείων,
-την απουσία αποτελεσματικής εναλλακτικής λύσης (δηλαδή το κατά πόσον το πρόβλημα μπορεί να επιλυθεί χωρίς να χρησιμοποιηθεί παρέκκλιση, δηλαδή με χρήση μη θανατηφόρων εργαλείων),
-την απουσία επιβλαβών συνεπειών της παρέκκλισης στην παραμονή των πληθυσμών του συγκεκριμένου είδους σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως στην περιοχή της φυσικής τους κατανομής.
Η ικανοποίηση των εν λόγω απαιτήσεων παρουσιάζεται εδώ για την περίπτωση του λύκου. Είναι σημαντικό να υπενθυμίσουμε ότι εναπόκειται στις αρμόδιες εθνικές αρχές να εφαρμόζουν τις εν λόγω διατάξεις αιτιολογώντας και αποδεικνύοντας δεόντως ότι εκπληρώνονται όλοι οι όροι βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 1. Παρομοίως, εναπόκειται κυρίως στις εθνικές δικαστικές αρχές να επαληθεύουν και να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο και σε ειδικές περιπτώσεις.
1)Απόδειξη της ύπαρξης ενός ή περισσότερων από τους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ε)
Οι εν λόγω λόγοι που απαριθμούνται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 είναι οι εξής:
α) «για να προστατεύσουν την άγρια πανίδα και χλωρίδα και να διατηρήσουν τους φυσικούς οικοτόπους».
β) «για να προλάβουν σοβαρές ζημίες, ιδίως των καλλιεργειών, της κτηνοτροφίας, των δασών, των πληθυσμών ιχθύων και των υδάτων και ιδιοκτησιών άλλης μορφής».
γ) «για λόγους δημόσιας υγείας και ασφαλείας ή για άλλους επιτακτικούς λόγους προέχοντος δημοσίου συμφέροντος, συμπεριλαμβανομένων τυχόν λόγων κοινωνικού ή οικονομικού χαρακτήρα και ευεργετικών συνεπειών πρωταρχικής σημασίας για το περιβάλλον».
δ) «για εκπαιδευτικούς και ερευνητικούς λόγους, για λόγους αποκατάστασης πληθυσμών και επανεισαγωγής των εν λόγω ειδών και για επιχειρήσεις αναπαραγωγής που απαιτούνται για τους σκοπούς αυτούς, συμπεριλαμβανομένης της τεχνητής αναπαραγωγής των φυτών».
ε) «για να επιτρέψουν, υπό όρους αυστηρά ελεγχόμενους, την επιλεκτική και ποσοτικά περιορισμένη σύλληψη ή κράτηση περιορισμένου αριθμού, προσδιορισμένου από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, μερικών δειγμάτων των ειδών που αναφέρει το παράρτημα IV».
Παραδείγματα αιτιολογήσεων παρεκκλίσεων για τους λύκους:
·Η αιτιολόγηση α) δεν είναι πιθανό να χρησιμοποιείται συχνά. Μπορεί να προβληθεί σε περίπτωση κατά την οποία, για παράδειγμα, ένα απειλούμενο είδος άγριας ζωής το οποίο είναι θήραμα απειλείται από διαρπαγή από λύκους. Ωστόσο, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η διαρπαγή τοπικού είδους από άλλο τοπικό είδος αποτελεί φυσική διαδικασία και αναπόσπαστο μέρος της λειτουργίας του οικοσυστήματος. Επιπλέον, προτού εξεταστεί το ενδεχόμενο χορήγησης παρέκκλισης, θα πρέπει να προσδιορίζονται και να αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά οι υπόλοιπες απειλές ή περιοριστικοί παράγοντες για το είδος-θήραμα (π.χ. υποβάθμιση οικοτόπων, ενόχληση από τον άνθρωπο, υπερβολική θήρα, ανταγωνισμός από εγχώρια είδη κ.λπ.).
·Αιτιολόγηση β): Στην περίπτωση των λύκων, οι χρησιμοποιούμενες από τα κράτη μέλη παρεκκλίσεις αποσκοπούν συχνά στην πρόληψη σοβαρής ζημίας στο ζωικό κεφάλαιο. Δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη αποσκοπεί στην αποφυγή των σοβαρών ζημιών, δεν απαιτείται να έχει ήδη επισυμβεί η ζημία. Ωστόσο, η πιθανότητα σοβαρής ζημίας, πέραν του συνήθους επιχειρηματικού κινδύνου, πρέπει να αποδεικνύεται και, επίσης, πρέπει να υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν ότι η χρησιμοποιούμενη μέθοδος ελέγχου μέσω θανάτωσης βάσει της παρέκκλισης είναι αποτελεσματική, αναλογική και βιώσιμη όσον αφορά την αποτροπή ή τον περιορισμό της σοβαρής ζημίας. Η εν λόγω αιτιολόγηση μπορεί να χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση των λύκων που είναι πιθανό να προκαλέσουν υψηλά επίπεδα διαρπαγής ζωικού κεφαλαίου, παρά την επαρκή εφαρμογή κατάλληλων μέτρων διαχείρισης (όπως ηλεκτρικές περιφράξεις για λύκους και ποιμενικοί σκύλοι).
·Σύμφωνα με την αιτιολόγηση γ) για λόγους δημόσιας υγείας και ασφάλειας ή άλλους επιτακτικούς λόγους προέχοντος δημοσίου συμφέροντος, συμπεριλαμβανομένων των λόγων κοινωνικής ή οικονομικής φύσεως και των ευεργετικών συνεπειών πρωταρχικής σημασίας για το περιβάλλον, μπορεί, για παράδειγμα, να δικαιολογείται η χρήση μεθόδων αρνητικής ενίσχυσης με σκοπό την παρενόχληση ή την απομάκρυνση λύκων που έχουν αποκτήσει τροφική εξάρτηση, εξοικειωμένων ή τολμηρών λύκων που προσεγγίζουν μονίμως τους ανθρώπους ή άλλων ατόμων ή αγελών λύκων που επιδεικνύουν ανεπιθύμητη και επικίνδυνη συμπεριφορά.
Παραδείγματα μέτρων υπέρ της δημόσιας υγείας και ασφάλειας:
Το γερμανικό Dokumentations und Beratungsstelle des Bundes zum Thema Wolf (DBBW) έχει εγκρίνει κατευθυντήριες γραμμές με σκοπό να συνδράμει τις δημόσιες αρχές διαχείρισης στην αντιμετώπιση τολμηρών λύκων ή λύκων που επιδεικνύουν ασυνήθη συμπεριφορά (Reinhardt et al, 2018). Σε ένα πρώτο στάδιο, οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές βοηθούν τις αρχές να κατανοήσουν κατά πόσον η συμπεριφορά ενός λύκου είναι πράγματι ασυνήθης. Στη συνέχεια, εάν ένας λύκος φαίνεται να προσελκύεται από τους ανθρώπους ή τους σκύλους, συνιστάται η υιοθέτηση σταδιακής προσέγγισης, ανάλογα με τη σοβαρότητα των καταγεγραμμένων περιστατικών, ξεκινώντας από την απομάκρυνση των παραγόντων που προσελκύουν τους λύκους (π.χ. τρόφιμα) και την αρνητική ενίσχυση, και κλιμακώνοντας έως την (διά θανάτωσης ή όχι) απομάκρυνση του λύκου στις πιο σοβαρές περιπτώσεις.
Οι ειδικοί επιστήμονες της LCIE (Large Carnivore Initiative for Europe: μια ομάδα ειδικών της Επιτροπής Επιβίωσης των Ειδών της IUCN) έχουν εκπονήσει δήλωση πολιτικής σχετικά με τη διαχείριση των τολμηρών λύκων με παρόμοιο περιεχόμενο στην οποία περιγράφονται τα συνιστώμενα μέτρα για διάφορα είδη συμπεριφοράς των λύκων, καθώς και ερευνητικές προτεραιότητες (LCIE, 2019).
Αξιολόγηση της συμπεριφοράς των λύκων και του κινδύνου που μπορεί να ενέχει για την ασφάλεια του ανθρώπου με συστάσεις για ανάληψη δράσης (LCIE, 2019)
|
Συμπεριφορά
|
Αξιολόγηση
|
Σύσταση για δράση
|
Ο λύκος διέρχεται κοντά από οικισμούς τη νύχτα.
|
Μη επικίνδυνη.
|
Δεν υπάρχει ανάγκη ανάληψης δράσης.
|
Ο λύκος κινείται σε απόσταση ορατότητας από οικισμούς/αραιές οικίες στη διάρκεια της ημέρας.
|
Μη επικίνδυνη.
|
Δεν υπάρχει ανάγκη ανάληψης δράσης.
|
Ο λύκος δεν απομακρύνεται αμέσως όταν βλέπει οχήματα ή ανθρώπους. Σταματά και παρατηρεί.
|
Μη επικίνδυνη.
|
Δεν υπάρχει ανάγκη ανάληψης δράσης.
|
Ο λύκος κάνει την εμφάνισή του επί αρκετές ημέρες <30 μέτρα από ακατοίκητες οικίες (πολλαπλά περιστατικά για μεγάλο χρονικό διάστημα).
|
Απαιτείται προσοχή.
Πιθανό πρόβλημα ισχυρής εξοικείωσης ή θετικής ενίσχυσης.
|
Ανάλυση της κατάστασης.
Αναζήτηση των παραγόντων προσέλκυσης και απομάκρυνσή τους, εφόσον εντοπιστούν.
Εξέταση του ενδεχομένου αρνητικής ενίσχυσης.
|
Ο λύκος επιτρέπει επανειλημμένως σε ανθρώπους να τον πλησιάσουν σε απόσταση 30 μέτρων.
|
Απαιτείται προσοχή.
Υποδηλώνει ισχυρή εξοικείωση.
Πιθανό πρόβλημα θετικής ενίσχυσης.
|
Ανάλυση της κατάστασης.
Εξέταση του ενδεχομένου αρνητικής ενίσχυσης.
|
Ο λύκος προσεγγίζει επανειλημμένως ανθρώπους αυτοβούλως σε απόσταση μικρότερη των 30 μέτρων. Δείχνει ενδιαφέρον για τους ανθρώπους.
|
Απαιτείται προσοχή/κρίσιμη κατάσταση.
Η θετική ενίσχυση και η ισχυρή εξοικείωση ενδέχεται να οδηγήσουν σε αυξανόμενα τολμηρή συμπεριφορά.
Κίνδυνος τραυματισμού.
|
Εξέταση του ενδεχομένου αρνητικής ενίσχυσης.
Απομάκρυνση του λύκου εφόσον η κατάλληλη αρνητική ενίσχυση δεν είναι επιτυχής ή πρακτικά εφικτή.
|
Ο λύκος επιτίθεται ή τραυματίζει άνθρωπο χωρίς να προκληθεί.
|
Επικίνδυνη.
|
Απομάκρυνση.
|
·Η αιτιολόγηση δ) που σχετίζεται με την έρευνα, την εκπαίδευση, την αποκατάσταση πληθυσμών και την επανεισαγωγή μπορεί να χρησιμοποιείται, για παράδειγμα, με σκοπό να επιτρέπεται η προσωρινή αιχμαλώτιση λύκων για την τοποθέτηση ραδιοκολάρων για ερευνητικούς σκοπούς ή σκοπούς παρακολούθησης ή για σκοπούς μετατόπισης για διατήρηση.
Παράδειγμα παγίδευσης λύκου για έρευνα και παρακολούθηση
Το 2018, μέσω ανταλλαγής επιστολών, η Επιτροπή συμφώνησε με τις γερμανικές αρχές ότι ο κανονισμός 3254/91 για τις παγίδες με σιαγόνες μπορεί, υπό ορισμένες συνθήκες, να ερμηνευτεί με τρόπο που αποκλείει τις παγίδες με μαλακές σιαγόνες από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού. Οι εν λόγω παγίδες με μαλακές σιαγόνες διαθέτουν σιαγόνες με επικάλυψη καουτσούκ (αντί χαλύβδινων δοντιών) ώστε να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος τραυματισμού των ζώων κατά την παγίδευσή τους. Θεωρούνται το βέλτιστο διαθέσιμο μέσο για την αιχμαλώτιση λύκων για λόγους παρακολούθησης και έρευνας διότι έχουν μεγαλύτερο ποσοστό επιτυχίας και μικρότερη πιθανότητα τραυματισμού.
Η Επιτροπή θεωρεί ότι, εάν διαπιστωθεί ότι οι παγίδες με μαλακές σιαγόνες είναι απαραίτητες για την επιστημονική έρευνα και παρακολούθηση που αποσκοπούν στη βελτίωση της κατάστασης διατηρήσεως του οικείου είδους, η συμπερίληψη των εν λόγω παγίδων στο πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης του κανονισμού θα αντέβαινε στον σκοπό διατήρησης του κανονισμού 3254/91. Κατά συνέπεια, η χρήση παγίδων με μαλακές σιαγόνες μπορεί να εξετάζεται μόνο για σκοπούς διατήρησης, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: i) δεν υπάρχει αποτελεσματική εναλλακτική λύση· ii) δεν υπάρχουν αρνητικές επιπτώσεις επί της ικανοποιητικής κατάστασης διατηρήσεως του είδους· και iii) λαμβάνονται όλες οι προφυλάξεις για την αποφυγή τραυματισμού του ζώου και για τη μείωση της καταπόνησής του στο ελάχιστο.
Πρακτικά, οι εν λόγω παγίδες με μαλακές σιαγόνες θα πρέπει να διαθέτουν πομπό μέσω του οποίου ενημερώνονται οι αρμόδιες αρχές αμέσως σε περίπτωση σύλληψης ενός ζώου. Αφού ενημερωθούν, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να παρεμβαίνουν εντός 30 λεπτών ώστε η καταπόνηση του ζώου να μειώνεται όσο το δυνατόν περισσότερο και να αποφεύγεται ο αυτοτραυματισμός. Το ζώο πρέπει να αναισθητοποιείται από επαγγελματία κτηνίατρο, να του τοποθετείται πομπός και, στη συνέχεια, να απελευθερώνεται αμέσως στη φύση.
Οι παρεκκλίσεις βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχείο ε), όπως διευκρινίζεται στο κεφάλαιο 3.2.1, μπορούν να χρησιμοποιούνται κατ’ εξαίρεση προκειμένου να επιτρέπεται η σύλληψη ή η κράτηση ορισμένων λύκων, εφόσον ισχύουν αρκετές πρόσθετες προϋποθέσεις. Το ΔΕΕ επιβεβαίωσε, στην υπόθεση C-674/17, ότι ως «σύλληψη» πρέπει να νοείται τόσο η σύλληψη όσο και η θανάτωση δειγμάτων
.
Ο σκοπός μιας παρέκκλισης βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχείο ε) δεν μπορεί, καταρχήν, να συγχέεται με τον σκοπό μιας παρέκκλισης βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ) της οδηγίας, υπό την έννοια ότι το πρώτο μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για τη χορήγηση παρέκκλισης μόνον όταν δεν χωρεί εφαρμογή του δεύτερου
. Εάν ο σκοπός της παρέκκλισης εμπίπτει σε οποιοδήποτε από τα στοιχεία α) έως δ) του άρθρου 16, οι παρεκκλίσεις πρέπει να βασίζονται σε ένα (ή περισσότερα) από τα εν λόγω στοιχεία. Θα πρέπει να διασφαλίζεται η διαφάνεια των παρεκκλίσεων και η αιτιολόγηση της χρήσης τους. Για παράδειγμα, εάν ο κύριος σκοπός είναι η πρόληψη σοβαρής ζημίας σε ζωικό κεφάλαιο/περιουσιακό στοιχείο, τότε θα πρέπει να χρησιμοποιείται το στοιχείο β). Σε περίπτωση που ένας εξοικειωμένος λύκος συμπεριφέρεται επικίνδυνα, πρέπει να χρησιμοποιείται το στοιχείο γ). Ως εκ τούτου, το στοιχείο ε) δεν αποτελεί διάταξη που περιλαμβάνει τα πάντα και η οποία πρέπει να χρησιμοποιείται για οποιοδήποτε είδος θανάτωσης.
Όπως και με κάθε παρέκκλιση βάσει του άρθρου 16, εθνικές αποφάσεις που επιτρέπουν τη θανάτωση βάσει του στοιχείου ε) θα πρέπει να λαμβάνονται μόνο για έκτακτους, ειδικούς και σαφείς σκοπούς, οι οποίοι συνάδουν με τους σκοπούς της οδηγίας (άρθρο 2) και είναι επαρκώς αιτιολογημένοι.
Στην υπόθεση C-674/17, το ΔΕΕ δέχτηκε ότι η καταπολέμηση της παράνομης θήρας (λαθροθηρίας) λύκων μπορεί, καταρχήν, να επιδιώκεται μέσω παρέκκλισης βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχείο ε), υπό την προϋπόθεση ότι συμβάλλει στη διατήρηση ή την αποκατάσταση του οικείου είδους σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως στην περιοχή της φυσικής του κατανομής. Εν προκειμένω, η εθνική αρχή χορήγησης πρέπει να αιτιολογεί την παρέκκλιση βάσει αυστηρών επιστημονικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένου βάσει συγκριτικών στοιχείων σχετικά με τις συνέπειες της εν λόγω παρέκκλισης επί της κατάστασης διατηρήσεως του είδους. Εάν σκοπός της παρέκκλισης είναι η καταπολέμηση της λαθροθηρίας, η αρχή πρέπει να λαμβάνει επίσης υπόψη τις πλέον πρόσφατες εκτιμήσεις σχετικά με το επίπεδο της λαθροθηρίας και τη θνησιμότητα με βάση όλες τις χορηγηθείσες παρεκκλίσεις. Επομένως, οι εν λόγω παρεκκλίσεις που χορηγούνται για την καταπολέμηση της λαθροθηρίας θα πρέπει να μπορούν να μειώσουν τη θνησιμότητα του οικείου πληθυσμού λόγω λαθροθηρίας σε τέτοιο βαθμό ώστε να διασφαλίζεται συνολικό καθαρό θετικό αποτέλεσμα επί του μεγέθους του πληθυσμού των λύκων.
Επιπλέον, οι παρεκκλίσεις που βασίζονται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο ε), σε σύγκριση με τις παρεκκλίσεις που αναφέρονται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ), πρέπει να πληρούν πρόσθετους περιοριστικούς όρους. Η χρήση της εν λόγω παρέκκλισης επιτρέπεται υπό όρους αυστηρά ελεγχόμενους, με σαφείς άδειες σχετικά με τους τόπους, το χρονοδιάγραμμα και τις ποσότητες και βάσει των οποίων απαιτούνται αυστηροί εδαφικοί, χρονικοί και προσωπικοί έλεγχοι ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική επιβολή. Επιπλέον, πρέπει να πραγματοποιείται επιλεκτικά, σε περιορισμένο βαθμό και θα πρέπει να αφορά περιορισμένους αριθμούς δειγμάτων.
Σε ό,τι αφορά την επιλεκτικότητα, η παρέκκλιση πρέπει να αφορά άτομα τα οποία έχουν προσδιοριστεί με τον πλέον συγκεκριμένο και κατάλληλο τρόπο, υπό το πρίσμα του επιδιωκώμενου από την παρέκκλιση σκοπού. Συνεπώς, όπως υπογράμμισε το ΔΕΕ στην υπόθεση C-674/17, μπορεί να είναι αναγκαίο η παρέκκλιση να περιορίζεται όχι μόνο στο οικείο είδος ή στους τύπους ή στις ομάδες των δειγμάτων του, αλλά και στα ατομικώς προσδιοριζόμενα δείγματα
.
Όσον αφορά τον «περιορισμένο αριθμό», αυτός θα εξαρτάται σε κάθε περίπτωση από το επίπεδο του πληθυσμού (αριθμό ατόμων), την κατάσταση διατηρήσεώς του και τα βιολογικά χαρακτηριστικά του. Ο «περιορισμένος αριθμός» θα πρέπει να προσδιορίζεται βάσει αυστηρών επιστημονικών στοιχείων που αφορούν γεωγραφικούς, κλιματικούς, περιβαλλοντικούς και βιολογικούς παράγοντες καθώς και στοιχείων για τους ρυθμούς αναπαραγωγής και τη συνολική ετήσια θνησιμότητα από φυσικά αίτια. Ο αριθμός πρέπει να αναφέρεται σαφώς στις αποφάσεις παρεκκλίσεων.
2)Απουσία άλλης αποτελεσματικής λύσης
Η δεύτερη προϋπόθεση συνίσταται στο ότι «δεν υπάρχει άλλη αποτελεσματική λύση». Αυτό συνεπάγεται ότι οι προληπτικές και μη θανατηφόρες μέθοδοι θα πρέπει πάντοτε να θεωρούνται πρώτη επιλογή (η παρέκκλιση είναι η έσχατη λύση). Οι εναλλακτικές λύσεις θα εξαρτώνται από το πλαίσιο και τους συγκεκριμένους σκοπούς της υπό εξέταση παρέκκλισης και θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις βέλτιστες γνώσεις και την πείρα που είναι διαθέσιμα για κάθε κατάσταση.
Για παράδειγμα, στην περίπτωση ζημιών στο ζωικό κεφάλαιο, προτού χορηγηθούν παρεκκλίσεις θα πρέπει να εξετάζονται κατά προτεραιότητα μη θανατηφόρες εναλλακτικές λύσεις και να εφαρμόζονται ορθά κατάλληλα και εύλογα προληπτικά μέτρα για τη μείωση των κινδύνων διαρπαγής, όπως η επιτήρηση από βοσκούς, η χρήση ποιμενικών σκύλων, η προστασία των εκτρεφόμενων ζώων με περίφραξη ή εναλλακτική διαχείριση των εκτρεφόμενων ζώων (π.χ. έλεγχος τοκετών). Μόνο όταν οι εν λόγω εναλλακτικές λύσεις έχουν εφαρμοστεί και αποδειχθεί αναποτελεσματικές ή εν μέρει μόνο αποτελεσματικές, ή όταν αυτού του είδους οι εναλλακτικές λύσεις δεν μπορούν να εφαρμοστούν στη συγκεκριμένη περίπτωση, μπορούν να χορηγούνται οι παρεκκλίσεις με σκοπό την επίλυση του (εναπομείναντος) προβλήματος.
Σε περίπτωση τολμηρών λύκων και/ή λύκων με ασυνήθη συμπεριφορά, ή λύκων με τροφική εξάρτηση, η εξάλειψη των συγκεκριμένων αιτίων (π.χ. τρόφιμα που προσελκύουν τους λύκους λόγω κακής διαχείρισης αποβλήτων) και η αρνητική ενίσχυση θα πρέπει να είναι οι πρώτες αντιδράσεις που θα πρέπει να εξετάζονται, με σκοπό τον εκφοβισμό τους και την προσπάθεια αλλαγής της συμπεριφοράς τους, αποθαρρύνοντάς τους από το να προσεγγίζουν ανθρώπους (μέσω π.χ. διαφόρων ειδών αποτρεπτικών μέσων και μη θανατηφόρων εργαλείων) (Reinhardt et al, 2018). Σε περίπτωση που οι εν λόγω εναλλακτικές λύσεις έχουν εξεταστεί και έχει διαπιστωθεί ότι δεν είναι αποτελεσματικές, ή σκόπιμες στη συγκεκριμένη περίπτωση, μπορεί να χορηγείται παρέκκλιση.
Σε ό,τι αφορά τις προαναφερθείσες παρεκκλίσεις που αποσκοπούν στη μείωση της λαθροθηρίας, το ΔΕΕ (στην υπόθεση C-674/17, σκέψεις 48, 49, 50) διευκρίνισε ότι η ύπαρξη απλώς και μόνον παράνομης δραστηριότητας όπως η λαθροθηρία ή οι δυσκολίες στις οποίες προσκρούει στην πράξη ο έλεγχός της δεν αρκούν για την απαλλαγή ενός κράτους μέλους από την υποχρέωσή του να διασφαλίζει την προστασία των προστατευόμενων δυνάμει του παραρτήματος IV της οδηγίας περί οικοτόπων ειδών. Σε μια τέτοια περίπτωση, ένα κράτος μέλος οφείλει, αντιθέτως, να ευνοήσει τον αυστηρό και αποτελεσματικό έλεγχο της παράνομης αυτής δραστηριότητας, αφενός, και την εφαρμογή μέσων που συνάδουν με τις απαγορεύσεις που προβλέπονται στα άρθρα 12 έως 14, καθώς και στο άρθρο 15 στοιχεία α) και β) της οδηγίας, αφετέρου. Για να υποστηρίξει τη χορήγηση παρέκκλισης, ένα κράτος μέλος θα πρέπει να υποβάλει σαφή και επαρκή δήλωση των λόγων της απουσίας άλλης αποτελεσματικής λύσης για την επίτευξη των σκοπών, αναφέροντας την απουσία άλλης αποτελεσματικής λύσης ή παραπέμποντας σε σχετικές τεχνικές, νομικές και επιστημονικές εκθέσεις.
3)Διατήρηση του πληθυσμού σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως
Η τρίτη προϋπόθεση συνίσταται στο να διασφαλιστεί «ότι η παρέκκλιση δεν παραβλάπτει τη διατήρηση, σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των πληθυσμών των συγκεκριμένων ειδών στην περιοχή της φυσικής τους κατανομής».
Σύμφωνα με το άρθρο 1 στοιχείο θ) της οδηγίας για τους οικοτόπους, «κατάσταση διατήρησης ενός είδους» είναι το αποτέλεσμα του συνόλου των παραγόντων που, επιδρώντας στο οικείο είδος, είναι δυνατόν να αλλοιώσουν μακροπρόθεσμα την κατανομή και το μέγεθος των πληθυσμών του στο έδαφος των κρατών μελών. Η κατάσταση διατηρήσεως ενός είδους είναι ικανοποιητική όταν i) ο πληθυσμός «εξακολουθεί και μπορεί να εξακολουθεί μακροπρόθεσμα να αποτελεί ένα ζωτικό στοιχείο των φυσικών οικοτόπων στους οποίους ανήκει», ii) «η περιοχή της φυσικής κατανομής του είδους αυτού δεν φθίνει ούτε υπάρχει κίνδυνος να μειωθεί κατά το προβλεπτό μέλλον» και iii) «υπάρχει και θα συνεχίσει πιθανόν να υπάρχει ένας οικότοπος σε επαρκή έκταση ώστε οι πληθυσμοί του να διατηρηθούν μακροπρόθεσμα». Περισσότερες πληροφορίες διατίθενται στις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την υποβολή εκθέσεων βάσει του άρθρου 17 της οδηγίας για τους οικοτόπους.
Για την εκπλήρωση αυτού του όρου (δηλαδή ότι η παρέκκλιση δεν παραβλάπτει τη διατήρηση, σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των πληθυσμών των συγκεκριμένων ειδών στην περιοχή της φυσικής τους κατανομής) απαιτείται εκτίμηση των πιθανών επιπτώσεων της παρέκκλισης στην κατάσταση διατηρήσεως τόσο του οικείου πληθυσμού όσο και του είδους εντός του εδάφους του κράτους μέλους.
Οι αποφάσεις σχετικά με τη χρήση παρεκκλίσεων και η εκτίμηση των πιθανών επιπτώσεων των παρεκκλίσεων στην κατάσταση διατηρήσεως του οικείου πληθυσμού πρέπει να βασίζονται σε ακριβή γνώση του οικείου πληθυσμού λύκων και της εξέλιξής του. Θα πρέπει επίσης να εκτιμώνται δεόντως τα πρόσθετα και σωρευτικά αποτελέσματα των παρεκκλίσεων, λαμβανομένων υπόψη τυχόν άλλων άμεσων ή έμμεσων αρνητικών επιπτώσεων από ανθρώπινες δραστηριότητες (συμπεριλαμβανομένης της τυχαίας και της παράνομης θανάτωσης). Αυτό είναι απαραίτητο προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η απόφαση δεν παραβλάπτει την κατάσταση διατηρήσεως του πληθυσμού.
Στην υπόθεση C-674/17 (σκέψεις 57-61), το ΔΕΕ υπογράμμισε ότι παρέκκλιση βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 1 πρέπει να στηρίζεται σε καθορισμένα κριτήρια κατά τρόπο που να διασφαλίζεται η μακροπρόθεσμη διατήρηση της δυναμικής και της κοινωνικής σταθερότητας του συγκεκριμένου είδους. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να εκτιμώνται δεόντως οι σωρευτικές δημογραφικές και γεωγραφικές συνέπειες από το σύνολο των παρεκκλίσεων επί του οικείου πληθυσμού, σε συνδυασμό με τυχόν άλλη φυσική ή ανθρωπογενή θνησιμότητα.
Η εκτίμηση θα πρέπει να διενεργείται «σε τοπικό επίπεδο, καθώς και στο επίπεδο του εδάφους αυτού του κράτους μέλους ή, ενδεχομένως, στο επίπεδο της βιογεωγραφικής περιοχής την οποία αφορά η παρέκκλιση, όταν τα σύνορα του εν λόγω κράτους μέλους καλύπτουν περισσότερες βιογεωγραφικές περιοχές ή ακόμη αν το απαιτεί η περιοχή της φυσικής κατανομής του είδους και, κατά το μέτρο του δυνατού, σε διασυνοριακό επίπεδο». Ωστόσο, δεν θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη «το τμήμα της περιοχής της φυσικής κατανομής του οικείου πληθυσμού που εκτείνεται σε ορισμένα τμήματα του εδάφους τρίτου κράτους, το οποίο δεν δεσμεύεται από τις υποχρεώσεις αυστηρής προστασίας των ειδών ενδιαφέροντος για την Ευρωπαϊκή Ένωση».
Στην υπόθεση C-342/05, το ΔΕΕ έκρινε ότι οι παρεκκλίσεις που επηρεάζουν πληθυσμούς των οποίων η κατάσταση διατηρήσεως δεν είναι ικανοποιητική μπορεί να επιτρέπεται μόνο «κατ’ εξαίρεση» σε περιπτώσεις «κατά τις οποίες αποδεικνύεται δεόντως ότι οι παρεκκλίσεις αυτές δεν μπορούν να επιδεινώσουν τη μη ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως των εν λόγω πληθυσμών ή να εμποδίσουν την αποκατάσταση των πληθυσμών αυτών σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης». Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «η θανάτωση περιορισμένου αριθμού δειγμάτων ενδέχεται να μην επηρεάζει τον σκοπό του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας για τους οικοτόπους, ο οποίος συνίσταται στη διατήρηση, σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως, του πληθυσμού των λύκων στην περιοχή της φυσικής κατανομής του. Η εν λόγω παρέκκλιση θα μπορούσε να είναι, επομένως, ουδέτερη για το συγκεκριμένο είδος».
Η εν λόγω προσέγγιση επιβεβαιώθηκε από το ΔΕΕ στην υπόθεση C-674/17 (σκέψεις 66-69), με πρόσθετη αναφορά στην αρχή της προφύλαξης: «όσον αφορά τις συνέπειες της δυσμενούς καταστάσεως διατηρήσεως ενός είδους επί της δυνατότητας χορηγήσεως κατά παρέκκλιση αδειών βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας για τους οικοτόπους, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι η χορήγηση κατά παρέκκλιση αδειών εξακολουθεί να είναι δυνατή μόνον κατ’ εξαίρεση, όταν έχει δεόντως αποδειχθεί ότι δεν είναι ικανές να επιδεινώσουν την κατάσταση διατηρήσεως των εν λόγω πληθυσμών ή να εμποδίσουν την αποκατάστασή τους σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως». Ωστόσο, «αν από την εξέταση των βέλτιστων διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων εξακολουθεί να υφίσταται σημαντικός βαθμός αβεβαιότητας ως προς το αν μια παρέκκλιση θα έθιγε ή όχι τη διατήρηση ή την αποκατάσταση των πληθυσμών ενός απειλούμενου με εξαφάνιση είδους σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως, το κράτος μέλος οφείλει να απόσχει από την υιοθέτηση ή την εφαρμογή της παρεκκλίσεως».
Ως εκ τούτου, είναι δυνατή η χορήγηση παρεκκλίσεων για τη θανάτωση πολύ μικρού αριθμού ατόμων κατά περίπτωση, ακόμη και αν η κατάσταση διατηρήσεως του είδους δεν είναι (ακόμη) ικανοποιητική, υπό τον όρο ότι η παρέκκλιση είναι ουδέτερη ως προς την κατάσταση διατηρήσεως του είδους, δηλαδή δεν υπονομεύει την επίτευξη του σκοπού της αποκατάστασης και διατήρησης του πληθυσμού των λύκων σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως στην περιοχή της φυσικής του κατανομής. Συνεπώς, μια παρέκκλιση δεν μπορεί να έχει συνολικές αρνητικές καθαρές επιπτώσεις στη δυναμική του πληθυσμού, την περιοχή της φυσικής του κατανομής, τη δομή και την υγεία του πληθυσμού (συμπεριλαμβανομένων των γενετικών πτυχών) ή στις ανάγκες επικοινωνίας του εκάστοτε πληθυσμού λύκων.
Κατά συνέπεια, όσο λιγότερο ικανοποιητική είναι η κατάσταση διατηρήσεως και η εξέλιξη του πληθυσμού, τόσο λιγότερο πιθανό είναι να μπορεί να εκπληρωθεί η συγκεκριμένη τρίτη προϋπόθεση και να δικαιολογηθεί χορήγηση παρεκκλίσεων, εκτός εάν πρόκειται για απολύτως έκτακτες περιστάσεις. Συνεπώς, η κατάσταση διατήρησης και η εξέλιξη του είδους (σε βιογεωγραφική επίπεδο και σε επίπεδο πληθυσμού), με βάση ακριβείς γνώσεις και δεδομένα, αποτελεί πτυχή καίριας σημασίας ως προς την αξιολόγηση της εκπλήρωσης της τρίτης προϋπόθεσης.
Παρεκκλίσεις και ο ρόλος των σχεδίων ικανοποιητικής κατάστασης διατηρήσεως και ειδών
Ένα κατάλληλο και ολοκληρωμένο σχέδιο διατήρησης και διαχείρισης για τον λύκο μπορεί να αποτελέσει το κατάλληλο γενικό πλαίσιο για την εφαρμογή όλων των απαραίτητων εργαλείων και μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής χρήσης παρεκκλίσεων. Εφόσον τα εν λόγω σχέδια εφαρμόζονται δεόντως, με αποδεδειγμένα αποτελέσματα ως προς την ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, το άρθρο 16 της οδηγίας για τους οικοτόπους παρέχει την απαιτούμενη ευελιξία μέσω της χρήσης παρεκκλίσεων.
Μια παρέκκλιση από την αυστηρή προστασία των λύκων μπορεί να αιτιολογηθεί καλύτερα όταν διαμορφώνεται και εφαρμόζεται δεόντως ένα ολοκληρωμένο σύνολο κατάλληλων, αποτελεσματικών και επαληθεύσιμων μέτρων σε ένα κράτος μέλος, με σκοπό να διασφαλιστεί η αποτελεσματική προστασία και να επιτευχθεί ή να διατηρηθεί η ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως του είδους.
Αυτό ισχύει εφόσον εκπληρώνονται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
-Υπάρχει κατάλληλο σχέδιο διατήρησης και αποκατάστασης για τον λύκο, το οποίο εφαρμόζεται πλήρως και με ορθό τρόπο και παρακολουθείται επαρκώς, και το οποίο αποσκοπεί στη διασφάλιση της ικανοποιητικής κατάστασης διατηρήσεως και την αντιμετώπιση των κοινωνικοοικονομικών συγκρούσεων.
-Το σχέδιο βασίζεται στα βέλτιστα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα και σε ένα αξιόπιστο σύστημα παρακολούθησης του πληθυσμού των λύκων.
-Εφαρμόζονται όλα τα αναγκαία προληπτικά και αντισταθμιστικά μέτρα.
-Εφαρμόζονται κατάλληλα μέτρα για την αποτελεσματική καταπολέμηση της λαθροθηρίας (όπως η ποινικοποίηση, η επιβολή και η ευαισθητοποίηση) και την αντιμετώπιση τυχόν άλλων ανθρωπογενών παραγόντων θνησιμότητας (όπως θάνατοι από τροχοφόρα).
-Αντιμετωπίζονται με επιτυχία όλες οι άλλες απειλές για τη διατήρηση του λύκου στην οικεία περιοχή (π.χ. υβριδοποίηση).
-Αντιμετωπίζονται δεόντως οι υπόλοιπες αιτίες θνησιμότητας εκτρεφόμενων ζώων που βόσκουν (π.χ. σκύλοι που περιφέρονται ελεύθερα).
-Οι σκοποί και οι όροι των παρεκκλίσεων έχουν προσδιοριστεί σαφώς και αιτιολογούνται βάσει επαρκών επιστημονικών στοιχείων. Έχει αποδειχθεί ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμες άλλες αποτελεσματικές λύσεις και ότι η μέθοδος της θανάτωσης που χρησιμοποιείται στην παρέκκλιση είναι ο μόνος τρόπος πρόληψης ή περιορισμού της σοβαρής ζημίας ή επίτευξης των υπόλοιπων σκοπών της παρέκκλισης, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία. Οι παρεκκλίσεις αξιολογούνται και οι σχετικές αποφάσεις λαμβάνονται κατά περίπτωση.
-Η προβλεπόμενη παρέκκλιση δεν παραβλάπτει την κατάσταση διατηρήσεως του πληθυσμού τόσο σε επίπεδο τοπικού πληθυσμού όσο και σε όλη την περιοχή της φυσικής κατανομής του είδους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Andersen, R., Linnell, J. D. C. and Solberg, E. J. (2006). The future role of large carnivores on terrestrial trophic interactions: the northern temperate view. Large herbivore ecology, ecosystem dynamics and conservation: 413-448. Danell, K., Bergström, R., Duncan, P. and Pastor, J. (Eds.). Cambridge: Cambridge University Press.
Barkham, P. Denmark Gets Its First Wild Wolf Pack in 200 Years, THE GUARDIAN, 4 May 2017.
http://www.theguardian.com/environment/2017/may/04/denmark-gets-its-first-wild-wolf-pack-in-200-years
Bassi, E., Gazzola, A., Bongi, P., Scandura, M., Apollonio, M. (2020). Relative impact of human harvest and wolf predation on two ungulate species in Central Italy. In Ecological Research Volume 35, Issue 4.
https://esj-journals.onlinelibrary.wiley.com/doi/full/10.1111/1440-1703.12130
Bath, A. J. and Majic, A. (2001). Human dimensions in wolf management in Croatia: understanding attitudes and beliefs of residents in Gorski kotar, Lika and Dalmatia towards wolves and wolf management. Large Carnivore Initiative for Europe. www.lcie.org
Boffey, D. Pioneering Wolf Becomes First Sighted in Belgium for a Century, THE GUARDIAN, 22 January 2018, http://www.theguardian.com/environment/2018/jan/22/pioneering-female-becomes-first-wolf-in-belgium-in-a-century
Boitani, L. (2003). Wolf conservation and recovery. Wolves: behavior, ecology, and conservation: 317-340. Mech, L. D. and Boitani, L. (Eds.). Chicago: University of Chicago Press.
Boitani, L. et al (2015). Key actions for Large Carnivore populations in Europe. Institute of Applied Ecology (Rome, Italy). Report to DG Environment, European Commission, Bruxelles.
https://ec.europa.eu/environment/nature/conservation/species/carnivores/pdf/key_actions_large_carnivores_2015.pdf
Breitenmoser, U., Breitenmoser-Würsten, C., Carbyn, L. N. and Funk, S. M. (2001). Assessment of carnivore reintroductions. Carnivore conservation: 241-281. Gittleman, J. L., Funk, S. M., Macdonald, D. W. and Wayne, R. K. (Eds.). Cambridge: Cambridge University Press.
Breitenmoser, U. (1998). Large predators in the Alps: the fall and rise of man's competitors. Biological Conservation 83(3): 279-289.
Carpio, Antonio & Acevedo, Pelayo & Apollonio, Marco. (2020). Wild ungulate overabundance in Europe: contexts, causes, monitoring and management recommendations. Mammal Review. 51. 10.1111/mam.12221.
https://onlinelibrary.wiley.com/doi/epdf/10.1111/mam.12221
CDP News (2018) Carnivore Damage Prevention News:
http://www.medwolf.eu/index.php/cdpnews.html
;
http://www.protectiondestroupeaux.ch/en/cdpnews/
Chapron, G., P. Kaczensky, J. Linnell, M. von Arx et al. (2014). Recovery of large carnivores in Europe’s modern human-dominated landscapes, Science 19 Dec 2014: Τόμος 346, Τεύχος 6216, σ. 1517-1519.
Council of Europe (2014) Recommendation no 173 (2014) on hybridisation between wild grey wolves (Canis lupus) and Domestic dogs (Canis lupus familiaris).
https://rm.coe.int/0900001680746351
Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2007). Υπόθεση C-342/05. Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 14ης Ιουνίου 2007. Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Δημοκρατίας της Φινλανδίας. Παράβαση κράτους - Οδηγία 92/43/ΕΟΚ - Διατήρηση των φυσικών οικοτόπων - Άγρια πανίδα και χλωρίδα - Θήρα του λύκου.
Croatian Ministery of Culture (2010) Wolf Management Plan in the Republic of Croatia for the period 2010–2015. http://www.life-vuk.hr/eng/wolf-management-plan/wolf-management-plan-in-croatia/wolf-management-plan-in-the-republic-of-croatia-for-the-period-2010%E2%80%932015-837.html
Decker, D. J., Brown, T. L. and Siemer, W. F. (2001). Human dimensions of wildlife management in North America. Bethesda, Maryland, USA: The Wildlife Society.
DREAL (2018). Direction regionale de l’Environnement, de l’Amènagement et du Logement Website : Données surs les dommages. http://www.auvergne-rhone-alpes.developpement-durable.gouv.fr/protocole-dommages-a3854.html
DBBW (2018). Website of the die Dokumentations- und Beratungsstelle des Bundes zum Thema Wolf (DBBW).
https://www.dbb-wolf.de/
Decker, D. J., Brown, T. L. and Siemer, W. F. (2001). Human dimensions of wildlife management in North America. Bethesda, Maryland, USA: The Wildlife Society.
Echegaray, J. and Vila, C. (2010). Noninvasive monitoring of wolves at the edge of their distribution and the cost of their conservation. Animal Conservation, 13 (2): 157-161-.
European Commission (2017) Golden Eagle conservation scheme – Finland, Farming for Biodiversity - The results-based agri-environment schemes, European Commission website.
http://ec.europa.eu/environment/nature/rbaps/fiche/golden-eagle-conservation-scheme-finland_en.htm
EU LC Platform (2019) EU Platform on Coexistence between people and large carnivores, case studies.
http://ec.europa.eu/environment/nature/conservation/species/carnivores/case_studies.htm
Fernández-Gil A, Naves J, Ordiz A, Quevedo M, Revilla E, Delibes M (2016) Conflict Misleads Large Carnivore Management and Conservation: Brown Bears and Wolves in Spain. PLoS ONE 11(3): e0151541.
https://doi.org/10.1371/journal.pone.0151541
Fernández-Gil, S. Cadete da Rocha Pereira, S Dias Ferreira Pinto, I. Di Silvestre (2018) Large Carnivore Management Plans of Protection: Best Practices in EU Member States.
http://www.europarl.europa.eu/thinktank/en/document.html?reference=IPOL_STU(2018)596844
GCG (2018) Grupo Campo Grande para la coexistencia del lobo y la ganaderia extensiva: Declaration of the Campo Grande Group toward the coexistence of the iberian wolf and extensive stock-raising.
http://www.entretantos.org/wp-content/uploads/2018/08/DeclaracionGCG_v3_eng.pdf
Gtowaciflski, Z. & Profus, P. (1997). Potential impact of wolves Canis lupus on prey populations in Eastern Poland. In Biological Conservation 80 (1997) 99-106.
Hovardas, T., K. Marsden, S. Psaroudas, Y. Mertzanis, K. Brandt (2017) Case studies for coexistence: examples of good practice in sup-porting coexistence between people and large carnivores. http://ec.europa.eu/environment/nature/conservation/species/carnivores/pdf/144_case%20studies%20analysis%20report.pdf
Kojola, I., P. Helle, S. Heikkinen (2011) Susikannan viimeaikaiset muutokset Suomessa eri aineistojen valossa, Suomen Riista 65:
http://jukuri.luke.fi/handle/10024/530616
Kojola, I., Huitu, O., Toppinen, K., Heikura, K., Heikkinen, S. και Ronkainen, S. (2004). Predation on European forest reindeer (Rangifer tarandus) by wolves (Canis lupus) in Finland. Journal of Zoology, Λονδίνο 263(3): 229-236.
KORA (2016) Wolves living in proximity to humans.
https://www.kora.ch/fileadmin/file_sharing/5_Bibliothek/52_KORA_Publikationen/520_KORA_Berichte/KORA_Bericht_76_Wolves_living_in_proximity_to_humans.pdf
Kontaktbüro Wölfe in Sachsen (2019) Kontaktbüro Wölfe in Sachsen website.
https://www.wolf-sachsen.de/en/wolfsregion/the-contact-office
LCIE (2018) Large Carnivore Initiative for Europe website.
http://www.lcie.org/Large-carnivores/Wolf-
LCIE (2019) policy support statements of the Large Carnivore Initiative for Europe (LCIE): Management of bold wolves.
https://lciepub.nina.no/pdf/636870453845842163_PPS_bold%20wolves.pdf
Leonard, J. A., Echegaray, J., Randi, E. & Vilà, C. (2014). Impact of hybridization on the conservation of wild canids. Pp: 170-184. En: Gompper, M.E. (Ed). Free ranging dogs and wildlife conservation. Oxford University Press, Oxford, UK. 312 pp.
Liberg, O, G. Chapron, P. Wabakken, H. Pedersen, N. Hobbs, H. Sand (2011) Shoot, shovel and shut up. Proceedings of the Royal Society B: Volume 279, Issue 1730.
https://doi.org/10.1098/rspb.2011.1275
LIFE DINALP BEAR (2016) Non-consumptive use of brown bears in tourism: guidelines for responsible practices.
http://dinalpbear.eu/wp-content/uploads/Odgovorno-opazovanje-medvedov-v-severnih-Dinaridih_EN_web.pdf
LIFE EUROLARGECARNIVORES (2019) LIFE EUROLARGECARNIVORES: Improving coexistence with large carnivores.
https://www.eurolargecarnivores.eu/en/
Linnell and Alleau (2016) Predators That Kill Humans: Myth, Reality, Context and the Politics of Wolf Attacks on People. Problematic Wildlife, DOI: 10.1007/978-3-319-22246-2_17:
https://www.researchgate.net/publication/301267098_Predators_That_Kill_Humans_Myth_Reality_Context_and_the_Politics_of_Wolf_Attacks_on_People
Linnell, J. et al. (2002). The fear of wolves: A review of wolf attacks on humans. NINA Oppdragsmelding 731:1-65 Trondheim, January 2002.
https://mobil.wwf.de/fileadmin/fm-wwf/Publikationen-PDF/2002.Review.wolf.attacks.pdf
Linnell, J. D. C., Brøseth, H., Solberg, E. J. and Brainerd, S. M. (2005). The origins of the southern Scandinavian wolf population: potential for natural immigration in relation to dispersal distances, geography and Baltic ice. Wildlife Biology 11: 383-391.
Linnell, J. D. C., Nilsen, E. B., Lande, U. S., Herfindal, I., Odden, J., Skogen, K., Andersen, R. and Breitenmoser, U. (2005). Zoning as a means of mitigating conflicts with large carnivores: principles and reality. In People & Wildlife: conflict or co-existence? pp 162- 175. Woodroffe, R., Thirgood, S. and Rabinowitz, a. (Eds.). Cambridge: Cambridge University Press.
Linnell, J.D.C., Odeen J., Smith, M.E:e. Aanes, r. and Swenson, J.E. (1999) Large carnivores that kill livestock: do. ‘problem individuals’ really exist? Wildlife Society Bulletin 1999, 27(3):698-705.
Linnell, J. D. C., Promberger, C., Boitani, L., Swenson, J. E., Breitenmoser, U. and Andersen, R. (2005). The linkage between conservation strategies for large carnivores and biodiversity: the view from the ‘half-full’ forests of Europe. In Carnivorous animals and biodiversity: does conserving one save the other?: pp 381-398. Ray, J. C., Redford, K. H., Steneck, R. S. and Berger, J. (Eds.). Washington: Island Press.
Linnell J., V. Salvatori & L. Boitani (2008). Guidelines for population level management plans for large carnivores in Europe. A Large Carnivore Initiative for Europe report prepared for the European Commission (contract 070501/2005/424162/MAR/B2).
http://ec.europa.eu/environment/nature/conservation/species/carnivores/pdf/guidelines_for_population_level_management.pdf
Linnell, J. (2013). From conflict to coexistence: insights from multi-disciplinary research into the relationships between people, large carnivores and institutions (contract N°070307/2012/629085/SER/B3). John D. C. Linnell Norwegian Institute for Nature Research (NINA), PO Box 5685 Sluppen, NO-7485 Trondheim, NORWAY. 2013.
http://ec.europa.eu/environment/nature/conservation/species/carnivores/pdf/task_4_conflict_coexistence.pdf
Linnell, J. (2014) The symbolic wolf: Competing visions of the European landscapes. LCIE blog:
http://www.lcie.org/Blog/ArtMID/6987/ArticleID/65/The-symbolic-wolf-Competing-visions-of-the-European-landscapes
Linnell, J (2016). First wolf reproduction in Austria since 19th century. http://www.lcie.org/Blog/ArtMID/6987/ArticleID/87/First-wolf-reproduction-in-Austria-since-19th-century
Linnell, J. D. C. & Cretois, B. (2018). Research for AGRI Committee – The revival of wolves and other large predators and its impact on farmers and their livelihood in rural regions of Europe, European Parliament, Policy Department for Structural and Cohesion Policies, Brussels.
http://www.europarl.europa.eu/thinktank/en/document.html?reference=IPOL_STU%282018%29617488
Linnell, J. D. C., Kovtun, E. & Rouart, I. (2021). Wolf attacks on humans: an update for 2002–2020. NINA Report 1944 Norwegian Institute for Nature Research.
https://brage.nina.no/nina-xmlui/bitstream/handle/11250/2729772/ninarapport1944.pdf?sequence=1&isAllowed=y
Lute, M.L., Carter N.H., López-Bao J.V., Linnell, J.D.C. (2018). Conservation professionals agree on challenges to coexisting with large carnivores but not on solutions. Biological Conservation, Volume 218, 2018, Pages 223-232.
https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S0006320717316166
Marsden, K. Hovardas, T. Spyros Psaroudas, S. Mertzanis, Y. Callisto, Baatz, U. (2016). EU Platform on Large Carnivores: Supporting good practice for coexistence – presentation of examples and analysis of support through the EAFRD. Platform Secretariat to DG Environment of the European Commission, Service Contract No. 07.0202/2015/713809/SER/ENV/B.3.
http://ec.europa.eu/environment/nature/conservation/species/carnivores/pdf/160906_LC%20Platform-case%20studies%20and%20RD.pdf
Marucco F, Boitani L.(2012). Wolf population monitoring and livestock depredation preventive measures in Europe. Hystrix 23(1): 1-4. doi:10.4404/hystrix-23.1-6364.
MTES, MAA (2018) French National action plan 2018-2023 on the wolf and stock-rearing. http://www.auvergne-rhone-alpes.developpement-durable.gouv.fr/IMG/pdf/nap_wolf_and_stock-rearing_activities_2018-2023.pdf
Mykrä, S., M. Pohja-Mykrä, T. Vuorisalo (2017) Hunters’ attitudes matter: diverging bear and wolf population trajectories in Finland in the late nineteenth century and today. European Journal of Wildlife Research.
https://link.springer.com/article/10.1007/s10344-017-1134-1
Odden, J., Linnell, J. D. C., Moa, P. F., Herfindal, I., Kvam, T. and Andersen, R. (2002). Lynx depredation on domestic sheep in Norway. Journal of Wildlife Management 66(1): 98- 105.
Persson, J., Geir R. Rauset Guillaume Chapron. Paying for an Endangered Predator Leads to Population Recovery. Conservation Letters 8(5) First published: 30 March 2015.
https://doi.org/10.1111/conl.12171
Pohja-Mykrä, M. (2016) Felony or act of justice? – Illegal killing of large carnivores as defiance of authorities. Journal of Rural Studies, 44, 46-54.
https://doi.org/10.1016/j.jrurstud.2016.01.003
Proteggi il tuo bestiame (2019) Proteggi il tuo bestiame website.
http://www.protezionebestiame.it/
Regional LC Platforms (2019) Regional platforms on people and large carnivores website.
http://ec.europa.eu/environment/nature/conservation/species/carnivores/regional_platforms.htm
Reinhardt et al. (2018). Konzept im Umgang mit Wölfen, die sich Menschen gegenüber auffällig verhalten – Empfehlungen der DBBW –BfN Skript 502. https://www.bfn.de/fileadmin/BfN/service/Dokumente/skripten/Skript502.pdf
Υποβολή εκθέσεων βάσει του άρθρου 17 της οδηγίας για τους οικοτόπους. Επεξηγηματικές σημειώσεις και κατευθυντήριες γραμμές για την περίοδο 2013-2018. Τελική έκδοση — Μάιος 2017. European Environment Agency (EEA) and European Topic Centre on Biological Diversity (ETC/BD).
http://cdr.eionet.europa.eu/help/habitats_art17
. Rigg R, Find’o S, Wechselberger M, Gorman M, Sillero-Zubiri C, MacDonald D. (2011).Mitigating carnivore-livestock conflict in Europe: lessons from Slovakia 2011. Oryx, 45(2): 272–280. doi: 10.1017/S0030605310000074.
Rigg, R., T. Skrbinšek, J. Linnell (2014) Engaging stakeholders in wildlife monitoring a pilot study of wolves in Slovakia using non-invasive genetic sampling.
http://ec.europa.eu/environment/nature/conservation/species/carnivores/pdf/pa_slovakia_finalreport.pdf
Ripple, W.J. and Beschta, R.L., (2012). Large predators limit herbivore densities in northern forest ecosystems. European Journal of Wildlife Research volume 58, pages 733–742(2012).
https://link.springer.com/article/10.1007/s10344-012-0623-5
Salvatori, V., Ed. (2012). Large carnivore conservation and Management in Europe: the contribution of EC co-funded LIFE projects. Istituto di Ecologia Applicata, Via B. Eustachio 10. 00161 Rome, ITALY. 2013. http://ec.europa.eu/environment/nature/conservation/species/carnivores/pdf/task_2_life_and_lc.pdf
Salvatori, V., Godinho, R., Braschi, C., Boitani, L., Ciucci P., (2019). High levels of recent wolf x dog introgressive hybridization in agricultural landscapes of central Italy. European Journal of Wildlife Research, 65, 73–87. doi.org/10.1007/s10344-019-1313-3.
Santiago-Avila FJ, Cornman AM, Treves A (2018) Killing wolves to prevent predation on livestock may protect one farm but harm neighbours. PLoS ONE 13(1): e0189729.
https://doi.org/10.1371/journal.pone.0189729
Skogen, K., Haaland, H., Brainerd, S. and Hustad, H. (2003). Local views on large carnivores and their management: a study in four municipalities [Lokale syn på rovvilt og rovviltforvaltning. En undersøkelse i fire kommuner: Aurskog-Høland, Lesja, Lierne og Porsanger]. Norwegian Institute for Nature Research Fagrapport 070: 1-30.
Skogen, K. and Krange, O. (2003). A wolf at the gate: The anti-carnivore alliance and the symbolic construction of community. Sociologia Ruralis 43(3): 309-325.
Sundqvist, A.K., Ellegren, H. & Vilà, C. (2008). Wolf or dog? Genetic identification of predator from saliva collected around bite wounds on prey. Conservation Genetics, 9 (5): 1275-1279.
Tasch, B. (2017). First Official Proof of Wolf in Luxembourg Since 1893, LUXEMBOURG TIMES, 1 September 2017. http://luxtimes.lu/archives/1112-first-official-proof-of-wolf-in-luxembourg-since-1893
Trouwborst, A. & F.M. Fleurke (2018). Killing Wolves Legally – Exploring the Scope for Lethal Wolf Management under European Nature Conservation Law. Journal of International Wildlife Law and Policy, in press.
van Eeden LM, Eklund A, Miller JRB, López-Bao JV, Chapron G, Cejtin MR, Crowther MS, Dickman CR, Frank J, Krofel M, Macdonald DW, McManus J, Meyer TK, Middleton AD, Newsome TM, Ripple WJ, Ritchie EG, Schmitz OJ, Stoner KJ, Tourani M, Treves A. (2018) Carnivore conservation needs evidence-based livestock protection. PLoS Biol. Sep 18;16(9):e2005577. doi. 10.1371/journal.pbio.2005577.
Wielgus RB, Peebles KA (2014) Effects of Wolf Mortality on Livestock Depredations. PLoS ONE 9(12): e113505.
https://doi.org/10.1371/journal.pone.0113505
Young, J. C., Searle, K., Butler, A., Simmons, P., Watt A. D., Jordan, A. (2016). The role of trust in the resolution of conservation conflicts, Biological Conservation, Volume 195, 196-202.
Πλατφόρμα της ΕΕ για τα μεγάλα σαρκοφάγα:
http://ec.europa.eu/environment/nature/conservation/species/carnivores/coexistence_platform.htm