ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 198

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

63ό έτος
22 Ιουνίου 2020


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2020/851 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2020, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 862/2007 περί κοινοτικών στατιστικών για τη μετανάστευση και τη διεθνή προστασία ( 1 )

1

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2020/852 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2020, σχετικά με τη θέσπιση πλαισίου για τη διευκόλυνση των βιώσιμων επενδύσεων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2088 ( 1 )

13

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2020/853 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2020, για την εξουσιοδότηση της Γερμανίας να τροποποιήσει τη διμερή συμφωνία οδικών μεταφορών με την Ελβετία με σκοπό να επιτραπούν οι υπηρεσίες ενδομεταφορών στο πλαίσιο της εκτέλεσης διεθνών οδικών επιβατικών μεταφορών με πούλμαν και λεωφορεία στις παραμεθόριες περιοχές μεταξύ των δύο χωρών

44

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2020/854 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2020, για την εξουσιοδότηση της Ιταλίας να διαπραγματευθεί και να συνάψει συμφωνία με την Ελβετία με την οποία να επιτρέπονται οι υπηρεσίες ενδομεταφορών στο πλαίσιο της εκτέλεσης οδικών διεθνών επιβατικών μεταφορών με πούλμαν και λεωφορεία στις παραμεθόριες περιοχές μεταξύ των δύο χωρών

47

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

22.6.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 198/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2020/851 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 18ης Ιουνίου 2020

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 862/2007 περί κοινοτικών στατιστικών για τη μετανάστευση και τη διεθνή προστασία

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 338 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 862/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2) καθιερώνει ένα κοινό και συγκρίσιμο νομικό πλαίσιο για τις ευρωπαϊκές στατιστικές σχετικά με τη μετανάστευση και τη διεθνή προστασία.

(2)

Λαμβανομένων υπόψη των νέων αναγκών στην Ένωση για στατιστικές σχετικά με τη μετανάστευση και τη διεθνή προστασία, καθώς και του γεγονότος ότι τα χαρακτηριστικά της μετανάστευσης μεταβάλλονται ταχέως, χρειάζεται ένα πλαίσιο που θα επιτρέπει την ταχεία προσαρμογή της κατάρτισης στατιστικών για τη μετανάστευση και τη διεθνή προστασία στις μεταβαλλόμενες αυτές ανάγκες.

(3)

Για τη στήριξη της Ένωσης ώστε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις προκλήσεις που θέτει η μετανάστευση και να αναπτύξει πολιτικές βασισμένες στα ανθρώπινα δικαιώματα, είναι αναγκαία η συλλογή δεδομένων για τη μετανάστευση και τη διεθνή προστασία με συχνότητα μικρότερη του έτους.

(4)

Οι στατιστικές για τη μετανάστευση και τη διεθνή προστασία έχουν θεμελιώδη σημασία για τη μελέτη, τη διατύπωση και την αξιολόγηση ευρέος φάσματος πολιτικών, ιδίως όσον αφορά την αντιμετώπιση της άφιξης ατόμων που ζητούν προστασία στην Ευρώπη, με στόχο να καθορίζονται και να εφαρμόζονται οι βέλτιστες πολιτικές.

(5)

Οι στατιστικές για τη μετανάστευση και τη διεθνή προστασία είναι ουσιώδους σημασίας για την απόκτηση σφαιρικής εικόνας των μεταναστευτικών ρευμάτων εντός της Ένωσης και για την ορθή εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας από τα κράτη μέλη σε πλαίσιο σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως αυτά ορίζονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ο Χάρτης») και στη σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.

(6)

Για να εξασφαλιστεί η ποιότητα και, ιδίως, η συγκρισιμότητα, των δεδομένων που παρέχουν τα κράτη μέλη, και για να υπάρξουν αξιόπιστες επισκοπήσεις σε ενωσιακό επίπεδο, τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται θα πρέπει να βασίζονται στις ίδιες έννοιες και να αναφέρονται στην ίδια ημερομηνία ή περίοδο αναφοράς.

(7)

Τα δεδομένα που παρέχονται για τη μετανάστευση και τη διεθνή προστασία θα πρέπει να συνάδουν με τα στατιστικά στοιχεία που συλλέγονται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 862/2007.

(8)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) παρέχει ένα πλαίσιο αναφοράς για τις ευρωπαϊκές στατιστικές σχετικά με τη μετανάστευση και τη διεθνή προστασία. Ειδικότερα, απαιτεί τη συμμόρφωση των κρατών μελών με τις αρχές της επαγγελματικής ανεξαρτησίας, της αμεροληψίας, της αντικειμενικότητας, της αξιοπιστίας, του στατιστικού απορρήτου και της σχέσης κόστους-αποτελεσματικότητας, καθώς και με τα κριτήρια ποιότητας που καθορίζονται σε αυτόν.

(9)

Οι εκθέσεις ποιότητας είναι ουσιώδεις για την αξιολόγηση, τη βελτίωση και την επικοινωνιακή προβολή της ποιότητας των ευρωπαϊκών στατιστικών. Η Επιτροπή Ευρωπαϊκού Στατιστικού Συστήματος έχει εγκρίνει ένα πρότυπο του Ευρωπαϊκού Στατιστικού Συστήματος (ΕΣΣ) για τη δομή των εκθέσεων ποιότητας, σύμφωνα με τη διάταξη σχετικά με την ποιότητα των στατιστικών που καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 223/2009. Το πρότυπο ΕΣΣ θα συμβάλει στην εναρμόνιση της υποβολής εκθέσεων ποιότητας δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 862/2007.

(10)

Προκειμένου να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της στατιστικής παραγωγής, οι εθνικές στατιστικές αρχές να έχουν δικαίωμα άμεσης και δωρεάν πρόσβασης και χρήσης όλων των διοικητικών μητρώων του οικείου δημόσιου διοικητικού συστήματος. και να ενσωματώνουν τα εν λόγω διοικητικά μητρώα στα στατιστικά στοιχεία, στον βαθμό που απαιτείται για την ανάπτυξη, την παραγωγή και τη διάδοση των ευρωπαϊκών στατιστικών, σύμφωνα με τις διατάξεις που αφορούν την πρόσβαση, τη χρήση και την ενσωμάτωση των διοικητικών μητρώων που καθορίζονται στο άρθρο 17α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 223/2009.

(11)

Κατά την ανάπτυξη, παραγωγή και διάδοση των ευρωπαϊκών στατιστικών, οι εθνικές και ευρωπαϊκές στατιστικές αρχές, και κατά περίπτωση, άλλες αρμόδιες αρχές, θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τις αρχές που θεσπίζονται στον κώδικα ορθής πρακτικής για τις ευρωπαϊκές στατιστικές, όπως αναθεωρήθηκε και επικαιροποιήθηκε από την επιτροπή του ευρωπαϊκού στατιστικού συστήματος στις 16 Νοεμβρίου 2017.

(12)

Στις πιλοτικές μελέτες θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ενωσιακή προστιθέμενη αξία, να καθορίζονται οι όροι για την εισαγωγή νέων συλλογών δεδομένων στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 862/2007, και να εκτιμάται η σκοπιμότητα και η ποιότητα των στατιστικών, συμπεριλαμβανομένης της συγκρισιμότητας μεταξύ των χωρών, καθώς και το κόστος των σχετικών συλλογών δεδομένων. Πριν από την κατάρτιση κάθε συγκεκριμένης πιλοτικής μελέτης, η Επιτροπή (Eurostat) θα πρέπει να επανεξετάζει τις σχετικές διοικητικές πηγές σε επίπεδο Ένωσης και να διερευνά κατά πόσον οι απαιτούμενες στατιστικές θα μπορούσαν να βασιστούν σε αυτές τις πηγές. Θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην εξέταση του αριθμού των αιτήσεων και του αριθμού των απορριφθεισών αιτήσεων για χορήγηση πρώτης άδειας διαμονής. Η Επιτροπή (Eurostat) θα πρέπει, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, να αξιολογεί τα αποτελέσματα των εν λόγω πιλοτικών μελετών και δημοσιεύει τα πορίσματα. Η εισαγωγή νέων συλλογών δεδομένων στα κράτη μέλη θα πρέπει να εξετάζεται μόνο εάν η αξιολόγηση των πιλοτικών μελετών είναι θετική. Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να διαβουλεύεται με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σύμφωνα με τους όρους για τη νομοθετική διαβούλευση που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4).

(13)

Είναι σημαντικό να βελτιστοποιηθεί η χρήση των υφιστάμενων πληροφοριών και των δεδομένων που έχουν ήδη συλλεχθεί εντός του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 862/2007. Προς τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να διερευνηθούν οι υφιστάμενες πηγές δεδομένων σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο, καθώς και οι τρόποι αξιοποίησης των πλαισίων διαλειτουργικότητας που θεσπίστηκε από τους κανονισμούς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) 2019/817 (5) και (ΕΕ) 2019/818 (6), προκειμένου να αξιολογηθεί η χρήση τους για τις επίσημες στατιστικές. Η αξιολόγηση αυτή θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει την εφαρμογή της έννοιας της διαλειτουργικότητας σε ενωσιακό επίπεδο, ώστε να επιτρέπεται σε πολλαπλούς οργανισμούς να χρησιμοποιούν τα ίδια δεδομένα, ο καθένας ανάλογα με τις ανάγκες και τις άδειες που έχει.

(14)

Στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 862/2007, η Επιτροπή (Eurostat) θα πρέπει να μεριμνά για τη διασφάλιση του συντονισμού των συλλογών δεδομένων που χρησιμοποιούνται από τους διαφόρους οργανισμούς της Ένωσης και θα πρέπει, προς τον σκοπό αυτό, να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας με τους εν λόγω οργανισμούς στο πλαίσιο της αντίστοιχης αρμοδιότητάς τους.

(15)

Προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 862/2007, θα πρέπει να διατεθούν επαρκείς οικονομικοί πόροι για τη συλλογή, ανάλυση και διάδοση ευρωπαϊκών και εθνικών στατιστικών υψηλής ποιότητας για τη μετανάστευση και τη διεθνή προστασία.

(16)

Όταν η εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 862/2007απαιτεί από το εθνικό στατιστικό σύστημα κράτους μέλους να αναπτύξει και να εφαρμόσει νέες μεθοδολογίες και νέες συλλογές δεδομένων για τις στατιστικές δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής του εν λόγω κράτους μέλους σε πιλοτικές μελέτες και στην αναβάθμιση των πηγών δεδομένων και των συστημάτων ΤΠ, θα πρέπει να παρέχεται στις σχετικές εθνικές αρχές του εν λόγω κράτους μέλους χρηματοδοτική συνδρομή υπό μορφή επιχορήγησης σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

(17)

Ο παρών κανονισμός τηρεί το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και της οικογενειακής ζωής, το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την αποφυγή των διακρίσεων, όπως ορίζονται στον Χάρτη. Ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8) και ο κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 εφαρμόζονται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 862/2007.

(18)

Προκειμένου να διασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 862/2007, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή όσον αφορά τον καθορισμό των πρακτικών ρυθμίσεων και το περιεχόμενο των εκθέσεων ποιότητας· τον ορισμό των κατάλληλων μορφότυπων για τη διαβίβαση των δεδομένων· την περαιτέρω ανάλυση των στοιχείων· και τον καθορισμό, βάσει της αξιολόγησης των αποτελεσμάτων των πιλοτικών μελετών, νέων συλλογών δεδομένων και αναλύσεων. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9).

(19)

Εάν για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 862/2007 απαιτηθούν σημαντικές προσαρμογές στο εθνικό στατιστικό σύστημα των κρατών μελών, η Επιτροπή θα πρέπει να είναι σε θέση, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις και για περιορισμένη χρονική περίοδο, να χορηγήσει μέσω εκτελεστικών πράξεων, παρέκκλιση στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Αυτές οι σημαντικές προσαρμογές μπορούν να προκύπτουν ιδίως από την ανάγκη να βελτιωθεί ο επίκαιρος χαρακτήρας, να προσαρμοστεί ο σχεδιασμός των μεθόδων συλλογής των δεδομένων, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε διοικητικές πηγές, ή να αναπτυχθούν νέα εργαλεία για την παραγωγή δεδομένων.

(20)

Η αποτελεσματική παρακολούθηση της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 862/2007 απαιτεί την αξιολόγησή της σε τακτά διαστήματα. Η Επιτροπή θα πρέπει να προβαίνει σε ενδελεχή αξιολόγηση των στατιστικών στοιχείων που συλλέγονται δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, την ποιότητά τους και την έγκαιρη παροχή τους, με σκοπό την υποβολή εκθέσεων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Η Επιτροπή (Eurostat) θα πρέπει να πραγματοποιεί εκ του σύνεγγυς διαβουλεύσεις με όλους τους φορείς που συμμετέχουν στη συλλογή δεδομένων σχετικά με τη μετανάστευση και τη διεθνή προστασία και με τους κύριους χρήστες των εν λόγω στατιστικών.

(21)

Εφόσον ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η αναθεώρηση και η συμπλήρωση των υφιστάμενων κοινών κανόνων για τη συλλογή στοιχείων και την κατάρτιση ευρωπαϊκών στατιστικών για τη μετανάστευση και τη διεθνή προστασία, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, αλλά αντιθέτως, για λόγους εναρμόνισης και συγκρισιμότητας, μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας που διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(22)

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 862/2007 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(23)

Ζητήθηκε η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10).

(24)

Ζητήθηκε η γνώμη της επιτροπής του ευρωπαϊκού στατιστικού συστήματος,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 862/2007

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 862/2007 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 1, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

τις διοικητικές και νομικές διαδικασίες στα κράτη μέλη που αφορούν τη μετανάστευση, τη χορήγηση άδειας παραμονής, υπηκοότητας, ασύλου και άλλων μορφών διεθνούς προστασίας, την παράνομη είσοδο και διαμονή, και τις επιστροφές.».

2)

Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

τα στοιχεία ι) έως ιγ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«ι)

“αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας” είναι η αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο η) της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (*1)·

ια)

“καθεστώς πρόσφυγα” είναι το καθεστώς πρόσφυγα όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο ε) της οδηγίας 2011/95/ΕΕ·

ιβ)

“καθεστώς επικουρικής προστασίας” είναι το καθεστώς επικουρικής προστασίας όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο ζ) της οδηγίας 2011/95/ΕΕ·

ιγ)

“μέλη της οικογένειας”: τα μέλη της οικογένειας, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 στοιχείο ζ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (*2)·

(*1)  ΕΕ L 337 της 20.12.2011, σ. 9."

(*2)  ΕΕ L 180 της 29.6.2013, σ. 31.»·"

ii)

τα στοιχεία ιε) έως ιζ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ιε)

“ασυνόδευτος ανήλικος” ο ασυνόδευτος ανήλικος όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο ιβ) της οδηγίας 2011/95/ΕΕ·

ιστ)

“εξωτερικά σύνορα” είναι τα εξωτερικά σύνορα όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/399 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, περί κώδικα της Ένωσης σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) (*3)·

ιζ)

“υπήκοοι τρίτων χωρών στους οποίους απαγορεύθηκε η είσοδος” είναι οι υπήκοοι τρίτων χωρών στους οποίους απαγορεύθηκε η είσοδος στα εξωτερικά σύνορα διότι δεν πληρούν όλους τους όρους εισόδου που ορίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/399 και δεν ανήκουν σε κάποια από τις κατηγορίες προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 5 του εν λόγω κανονισμού·

(*3)  ΕΕ L 77 της 23.3.2016, σ. 1.»·"

β)

η παράγραφος 3 διαγράφεται.

3)

Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο γ) του πρώτου εδαφίου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

των αιτήσεων διεθνούς προστασίας που έχουν αποσυρθεί κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, με ανάλυση κατά ρητή και σιωπηρή ανάκληση κατά τα αναφερόμενα στα άρθρα 27 και 28 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*4)·

(*4)  Οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ L 180 της 29.6.2013, σ. 60).»·"

ii)

στο πρώτο εδάφιο προστίθενται τα εξής στοιχεία:

«δ)

των προσώπων που έχουν υποβάλει αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας ή έχουν συμπεριληφθεί σε τέτοιου είδους αίτηση ως μέλη οικογένειας κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς και υποβάλλουν αίτηση για διεθνή προστασία για πρώτη φορά·

ε)

των προσώπων που έχουν υποβάλει αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας ή έχουν συμπεριληφθεί σε τέτοιου είδους αίτηση ως μέλη οικογένειας κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς και των οποίων οι αιτήσεις διεκπεραιώθηκαν με την ταχεία διαδικασία στα σύνορα που προβλέπεται στο άρθρο 31 παράγραφος 8 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ·

στ)

των προσώπων που έχουν υποβάλει μεταγενέστερη αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 40 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ ή έχουν συμπεριληφθεί σε τέτοια αίτηση ως μέλη οικογένειας κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς·

ζ)

των προσώπων που έχουν υποβάλει αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας ή έχουν συμπεριληφθεί σε τέτοια αίτηση ως μέλη οικογένειας και τα οποία έχουν επωφεληθεί από υλικές συνθήκες υποδοχής που παρέχουν επαρκές βιοτικό επίπεδο για τους αιτούντες, σύμφωνα με το άρθρο 17 της οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*5), στο τέλος της περιόδου αναφοράς·

(*5)  Οδηγία 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2013 σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό την εποχιακή εργασία (ΕΕ L 180 της 28.3.2014, σ. 96).»·"

iii)

το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα στατιστικά στοιχεία που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως στ) αναλύονται περαιτέρω κατά ηλικία και φύλο, κατά υπηκοότητα των συγκεκριμένων προσώπων και κατά ασυνόδευτους ανηλίκους. Έχουν περιόδους αναφοράς έναν ημερολογιακό μήνα και παρέχονται στην Επιτροπή (Eurostat) εντός δύο μηνών από το τέλος του μηνός αναφοράς. Πρώτος μήνας αναφοράς είναι ο Ιανουάριος του 2021.

Οι στατιστικές του στοιχείου ζ) έχουν περιόδους αναφοράς ένα ημερολογιακό έτος και παρέχονται στην Επιτροπή (Eurostat) εντός έξι μηνών από το τέλος του έτους αναφοράς. Το πρώτο έτος αναφοράς είναι το 2021.»·

β)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

τα στοιχεία β) και γ) του πρώτου εδαφίου από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

των προσώπων που καλύπτονται από πρωτοβάθμιες αποφάσεις, για τη χορήγηση, την ανάκληση, τον τερματισμό ή την άρνηση ανανέωσης του καθεστώτος του πρόσφυγα, που ελήφθησαν από διοικητικά ή δικαστικά όργανα κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς·

γ)

των προσώπων που καλύπτονται από πρωτοβάθμιες αποφάσεις για τη χορήγηση, την ανάκληση, τον τερματισμό ή την άρνηση ανανέωσης του καθεστώτος επικουρικής προστασίας, που ελήφθησαν από διοικητικά ή δικαστικά όργανα κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς.»·

ii)

το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα στατιστικά αυτά στοιχεία αναλύονται κατά ηλικία και φύλο, κατά υπηκοότητα των συγκεκριμένων προσώπων και κατά ασυνόδευτους ανηλίκους. Έχουν περίοδο αναφοράς τρεις ημερολογιακούς μήνες και παρέχονται στην Επιτροπή (Eurostat) εντός δύο μηνών από το τέλος της περιόδου αναφοράς. Η πρώτη περίοδος αναφοράς εκτείνεται από τον Ιανουάριο έως τον Μάρτιο του 2021.»·

γ)

η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

i)

τα στοιχεία γ) και δ) του πρώτου εδαφίου αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

των προσώπων που καλύπτονται από τελεσίδικες αποφάσεις για τη χορήγηση, την ανάκληση, τον τερματισμό ή την άρνηση ανανέωσης του καθεστώτος του πρόσφυγα, που ελήφθησαν από διοικητικά ή δικαστικά όργανα κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς·

δ)

των προσώπων που καλύπτονται από τελεσίδικες αποφάσεις για τη χορήγηση, την ανάκληση, τον τερματισμό ή την άρνηση ανανέωσης του καθεστώτος επικουρικής προστασίας, που ελήφθησαν από διοικητικά ή δικαστικά όργανα κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς·»

ii)

το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Αυτά τα στατιστικά στοιχεία αναλύονται περαιτέρω κατά ηλικία και φύλο, κατά υπηκοότητα των συγκεκριμένων προσώπων, και, με την εξαίρεση του στοιχείου α), κατά ασυνόδευτους ανηλίκους. Επιπλέον, τα στατιστικά στοιχεία του στοιχείου ζ) αναλύονται περαιτέρω κατά χώρα διαμονής και κατά είδος απόφασης περί ασύλου.

Τα στατιστικά στοιχεία που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο έχουν περίοδο αναφοράς ένα ημερολογιακό έτος και παρέχονται στην Επιτροπή (Eurostat) εντός τριών μηνών από το τέλος του έτους αναφοράς. Το πρώτο έτος αναφοράς είναι το 2021.»·

δ)

η παράγραφος 4 τροποποιείται ως εξής:

i)

στο πρώτο εδάφιο προστίθενται τα εξής στοιχεία:

«στ)

τον αριθμό αιτήσεων επανεξέτασης για την αναδοχή ή την ανάληψη αιτούντων άσυλο·

ζ)

τις διατάξεις επί των οποίων βασίζονται οι αιτήσεις υπό στοιχείο στ)·

η)

τις αποφάσεις που ελήφθησαν επί των αιτήσεων υπό στοιχείο στ)·

θ)

τον αριθμό μεταφορών στις οποίες οδήγησαν οι αποφάσεις υπό το στοιχείο η).»·

ii)

το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα στατιστικά αυτά στοιχεία αναλύονται κατά φύλο και κατά συνοδευόμενους και ασυνόδευτους ανηλίκους. Έχουν περίοδο αναφοράς ένα ημερολογιακό έτος και παρέχονται στην Επιτροπή (Eurostat) εντός τριών μηνών από το τέλος του έτους αναφοράς. Το πρώτο έτος αναφοράς είναι το 2021.».

4)

Το άρθρο 5 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα στατιστικά στοιχεία του στοιχείου α) αναλύονται σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) 2016/399.»·

β)

το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα στατιστικά στοιχεία του στοιχείου β) αναλύονται κατά ηλικία και φύλο, κατά υπηκοότητα των συγκεκριμένων προσώπων, κατά τους λόγους της σύλληψής τους και κατά τον τόπο της σύλληψής τους.».

5)

Το άρθρο 6 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.

Τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή (Eurostat) στατιστικά στοιχεία σχετικά με τον αριθμό των:

α)

αδειών παραμονής που εκδίδονται για υπηκόους τρίτων χωρών κατά:

i)

άδειες που εκδόθηκαν στη διάρκεια της περιόδου αναφοράς κατά την οποία χορηγήθηκε στον υπήκοο τρίτης χώρας άδεια παραμονής για πρώτη φορά, κατά υπηκοότητα, αιτιολογία έκδοσης της άδειας, διάρκεια ισχύος της άδειας, ηλικία και φύλο·

ii)

άδειες που εκδόθηκαν στη διάρκεια της περιόδου αναφοράς κατά την οποία ένας υπήκοος τρίτης χώρας άλλαξε καθεστώς μετανάστη ή αιτία παραμονής, κατά υπηκοότητα, αιτιολογία έκδοσης της άδειας, διάρκεια ισχύος της άδειας, ηλικία και φύλο·

iii)

έγκυρες άδειες στο τέλος της περιόδου αναφοράς (αριθμός αδειών που εκδόθηκαν, δεν ανεστάλησαν και δεν έληξαν) κατά υπηκοότητα, αιτιολογία έκδοσης της άδειας, διάρκεια ισχύος της άδειας, ηλικία και φύλο·

β)

επί μακρόν διαμενόντων στο τέλος της περιόδου αναφοράς, κατά υπηκοότητα, είδος καθεστώτος επί μακρόν διαμονής, κατά ηλικία και φύλο·

γ)

υπηκόων τρίτων χωρών που έχουν αποκτήσει άδεια διαμονής μακράς διάρκειας κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς, κατά ηλικία και κατά φύλο.»·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.

Οι στατιστικές της παραγράφου 1 έχουν περίοδο αναφοράς ένα ημερολογιακό έτος και παρέχονται στην Επιτροπή (Eurostat) εντός έξι μηνών από το τέλος του έτους αναφοράς. Το πρώτο έτος αναφοράς είναι το 2021.».

6)

Το άρθρο 7 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

τον αριθμό των υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι εγκατέλειψαν πράγματι την επικράτεια του κράτους μέλους, ύστερα από διοικητική ή δικαστική απόφαση ή πράξη, όπως αναφέρεται στο στοιχείο α), κατά υπηκοότητα των ατόμων που επιστρέφουν, τύπο επιστροφής και λαμβανόμενης βοήθειας, καθώς και κατά χώρα προορισμού.»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.

Οι στατιστικές της παραγράφου 1 αναλύονται κατά ηλικία και φύλο των συγκεκριμένων προσώπων και κατά ασυνόδευτους ανηλίκους. Έχουν περίοδο αναφοράς τρεις ημερολογιακούς μήνες και παρέχονται στην Επιτροπή (Eurostat) εντός δύο μηνών από το τέλος της περιόδου αναφοράς. Η πρώτη περίοδος αναφοράς εκτείνεται από τον Ιανουάριο έως τον Μάρτιο του 2021.».

7)

Το άρθρο 8 απαλείφεται.

8)

Το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:

α)

παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«1α.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την εξασφάλιση της ποιότητας των διαβιβαζόμενων δεδομένων και μεταδεδομένων δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

1β.

Ισχύουν τα κριτήρια που παρατίθενται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*6) για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

(*6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με τις ευρωπαϊκές στατιστικές και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1101/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διαβίβαση στη Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πληροφοριών που καλύπτονται από το στατιστικό απόρρητο, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 322/97 του Συμβουλίου σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές και της απόφασης 89/382/ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου για τη σύσταση επιτροπής του στατιστικού προγράμματος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 87 της 31.3.2009, σ. 164).»·"

β)

οι παράγραφοι 2 έως 5 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.

Τα κράτη μέλη υποβάλλουν έκθεση στην Επιτροπή (Eurostat) υπό τη μορφή εκθέσεων ποιότητας, σχετικά με τις πηγές δεδομένων που χρησιμοποίησαν, τους λόγους για τους οποίους επέλεξαν τις εν λόγω πηγές, τις συνέπειες των πηγών αυτών στην ποιότητα των στατιστικών, τα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα που τέθηκαν σε εφαρμογή για τη διασφάλιση της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τις μεθόδους εκτίμησης που χρησιμοποιήθηκαν, και ενημερώνουν την Επιτροπή (Eurostat) για τυχόν αλλαγές.

3.

Αν ζητηθεί από την Επιτροπή (Eurostat), τα κράτη μέλη παρέχουν τις πρόσθετες διευκρινίσεις που είναι απαραίτητες για την αξιολόγηση της ποιότητας της στατιστικής πληροφόρησης.

4.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή (Eurostat) χωρίς καθυστέρηση σχετικά με τυχόν αναθεωρήσεις ή διορθώσεις των στατιστικών που παρέχουν σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό καθώς και για οποιαδήποτε αλλαγή στις μεθόδους και στις πηγές δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν, καθώς και για κάθε σχετική πληροφορία ή αλλαγή όσον αφορά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει την ποιότητα των διαβιβαζόμενων δεδομένων.

5.

Η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει εκτελεστικές πράξεις:

α)

που καθορίζουν τις πρακτικές ρυθμίσεις και το περιεχόμενο των εκθέσεων ποιότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου·

β)

σχετικά με τα μέτρα για τον ορισμό κατάλληλων μορφότυπων για τη διαβίβαση των δεδομένων δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Οι εκτελεστικές πράξεις του στοιχείου α) δεν πρέπει να επιβάλουν στα κράτη μέλη σημαντικά πρόσθετα έξοδα ή επιβαρύνσεις.

Οι εκτελεστικές πράξεις της παρούσης παραγράφου εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 11 παράγραφος 2.».

9)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 9α

Πιλοτικές μελέτες

1.   Σύμφωνα με τους στόχους του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή (Eurostat) θεσπίζει πιλοτικές μελέτες που εκπονούν σε εθελοντική βάση τα κράτη μέλη, με σκοπό τη σκοπιμότητα νέων στοιχείων ή δεδομένων στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένης της διαθεσιμότητας κατάλληλων πηγών δεδομένων και τεχνικών παραγωγής, της στατιστικής ποιότητας και συγκρισιμότητας όπως και του κόστους και της επιβάρυνσης που συνεπάγονται. Τα κράτη μέλη, από κοινού με την Επιτροπή (Eurostat), εξασφαλίζουν την αντιπροσωπευτικότητα αυτών των μελετών σε επίπεδο Ένωσης.

2.   Πριν από την κατάρτιση κάθε συγκεκριμένης πιλοτικής μελέτης, η Επιτροπή (Eurostat) εξετάζει εάν τα νέα στατιστικά στοιχεία μπορούν να βασιστούν σε διαθέσιμες πληροφορίες από τις σχετικές διοικητικές πηγές σε επίπεδο Ένωσης, προκειμένου να εναρμονιστούν οι χρησιμοποιούμενες έννοιες, όπου αυτό είναι δυνατό, και να ελαχιστοποιηθούν οι πρόσθετες επιβαρύνσεις για τις εθνικές στατιστικές υπηρεσίες και άλλες εθνικές αρχές και να ενισχυθεί η χρήση των υφιστάμενων δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 17α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 223/2009. Η Επιτροπή (Eurostat) λαμβάνει επίσης υπόψη την επιβάρυνση που επιφέρουν άλλες εν εξελίξει πιλοτικές μελέτες, ούτως ώστε να περιοριστεί ο αριθμός των παράλληλων πιλοτικών μελετών κατά τη διάρκεια της ίδιας χρονικής περιόδου.

3.   Οι πιλοτικές μελέτες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο αφορούν τα ακόλουθα θέματα:

α)

τις στατιστικές που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 4 στο σύνολό του, αναλύσεις κατά μήνα υποβολής της αίτησης διεθνούς προστασίας·

β)

τις στατιστικές που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 1:

i)

τον αριθμό των προσώπων που έχουν υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας ή έχουν περιληφθεί σε τέτοια αίτηση ως μέλη της οικογενείας, και τα οποία:

έχουν εξαιρεθεί από μία ταχεία διαδικασία ή μία διαδικασία στα σύνορα, ή των οποίων η αίτηση διεθνούς προστασίας έχει διεκπεραιωθεί βάσει τέτοιας διαδικασίας στα σύνορα,

δεν έχουν καταχωριστεί στο Eurodac,

έχουν επιδείξει αποδεικτικά έγγραφα που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην ταυτοποίησή τους,

τελούσαν υπό κράτηση, με ανάλυση κατά διάρκεια κράτησης και κατά λόγους κράτησης, ή υπόκειντο σε διοικητική ή δικαστική απόφαση ή πράξη με την οποία διατασσόταν η κράτησή τους ή εναλλακτικά μέτρα αντί κράτησης, με ανάλυση κατά είδος εναλλακτικού μέτρου και κατά μήνα έκδοσης της εν λόγω απόφασης ή πράξης,

έχουν τύχει δωρεάν νομικής συνδρομής,

έχουν λάβει τις υλικές παροχές υποδοχής κατά το στοιχείο ζ) του άρθρου 4 παράγραφος 1 με ανάλυση κατά ηλικία, φύλο, υπηκοότητα και κατά ασυνόδευτους ανηλίκους, καθώς και ως προς τη δυνατότητα οι εν λόγω στατιστικές να έχουν περιόδους αναφοράς ενός μηνός,

ήταν ασυνόδευτοι ανήλικοι και έχει οριστεί για αυτούς εκπρόσωπος, ήταν ασυνόδευτοι ανήλικοι που έχουν λάβει πρόσβαση στο εκπαιδευτικό σύστημα ή ήταν ασυνόδευτοι ανήλικοι που τοποθετήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 3 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ,

έχουν υποβληθεί σε εκτίμηση ηλικίας, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων των εν λόγω εκτιμήσεων,

ii)

τον μέσο αριθμό ασυνόδευτων ανηλίκων που έχουν υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας ανά εκπρόσωπο·

γ)

για τις στατιστικές που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφοι 2 και 3:

i)

για πρόσωπα καλυπτόμενα από το στοιχείο α) ή το στοιχείο β) του άρθρου 4 παράγραφος 3, αναλύσεις ανά απόφαση που απορρίπτει αίτηση διεθνούς προστασίας:

μη παραδεκτές, με περαιτέρω ανάλυση κατά λόγο απαραδέκτου,

ως αβάσιμες,

ως προδήλως αβάσιμες σύμφωνα με τη συνήθη διαδικασία, κατά λόγο απόρριψης,

ως προδήλως αβάσιμες σύμφωνα με την ταχεία διαδικασία, κατά λόγο απόρριψης και επιτάχυνσης,

λόγω του γεγονότος ότι ο αιτών δικαιούται προστασία στη χώρα καταγωγής του,

ii)

για πρόσωπα καλυπτόμενα από το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχεία β) και γ) και του άρθρου 4 παράγραφος 3 στοιχεία γ) και δ), οι αποφάσεις παύσης ή αποκλεισμού αναλύονται περαιτέρω κατά τον λόγο παύσης ή αποκλεισμού·

iii)

τον αριθμό των προσώπων για τα οποία εκδόθηκαν αποφάσεις ύστερα από προσωπική συνέντευξη·

iv)

τον αριθμό των προσώπων για τα οποία έχουν εκδοθεί πρωτοβάθμιες αποφάσεις ή τελεσίδικες αποφάσεις οι οποίες μειώνουν ή αναστέλλουν υλικές συνθήκες υποδοχής·

δ)

για στατιστικές απαιτούμενες δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 3, τη διάρκεια των προσφυγών·

ε)

για τις στατιστικές που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 4, ανάλυση κατά ηλικία και κατά υπηκοότητα·

στ)

για τις στατιστικές που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 6, ο αριθμός των:

i)

αιτήσεων και των απορριφθεισών αιτήσεων για χορήγηση πρώτης άδειας διαμονής που υποβλήθηκαν από υπηκόους τρίτων χωρών, κατά υπηκοότητα, κατά λόγο αίτησης της άδειας, κατά ηλικία και κατά φύλο·

ii)

απορριφθεισών αιτήσεων για χορήγηση άδειας διαμονής υπηκόου τρίτης χώρας που αλλάζει καθεστώς μετανάστη ή αιτία παραμονής·

iii)

αδειών που εκδίδονται για οικογενειακούς λόγους, με ανάλυση κατά τον λόγο έκδοσης της άδειας και κατά καθεστώς του συντηρούντος τον υπήκοο τρίτης χώρας·

ζ)

για τις στατιστικές που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 7, αναλύσεις κατά:

i)

τους λόγους των αποφάσεων ή των πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) του εν λόγω άρθρου·

ii)

τον αριθμό των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) του εν λόγω άρθρου και υπόκεινται σε απαγόρευση εισόδου·

iii)

τον αριθμό των προσώπων σε διαδικασίες επιστροφής που υπόκεινται σε διοικητική ή δικαστική απόφαση ή πράξη που διατάσσει την κράτησή τους, με ανάλυση κατά διάρκεια κράτησης, ή σε διαταγή μέτρου εναλλακτικού της κράτησης, με ανάλυση κατά τύπο εναλλακτικού μέτρου και έως τον μήνα έκδοσης της εν λόγω απόφασης·

iv)

τον αριθμό των προσώπων που επιστρέφουν, με ανάλυση ανά χώρα προορισμού και ανά είδος απόφασης ή πράξης ως εξής:

με βάση επίσημη συμφωνία επανεισδοχής της Ένωσης,

με βάση άτυπη συμφωνία επανεισδοχής της Ένωσης,

με βάση εθνική συμφωνία επανεισδοχής.

4.   Η Επιτροπή (Eurostat) αξιολογεί τα αποτελέσματα των πιλοτικών μελετών σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη και τα δημοσιοποιεί. Η αξιολόγηση περιλαμβάνει εκτίμηση της προστιθέμενης αξίας των νέων συλλογών δεδομένων από τις πιλοτικές μελέτες σε ενωσιακό επίπεδο και ανάλυση σχέσης κόστους-αποτελεσματικότητας, συμπεριλαμβανομένης της εκτίμησης της επιβάρυνσης για τους ερωτώμενους και του κόστους παραγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 223/2009.

5.   Λαμβάνοντας υπόψη κάθε θετική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των πιλοτικών μελετών, η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει εκτελεστικές πράξεις σχετικά με τα θέματα της παραγράφου 3. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφος 2.

6.   Προκειμένου να διευκολυνθεί η διεξαγωγή των πιλοτικών μελετών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, η Επιτροπή (Eurostat) παρέχει την κατάλληλη χρηματοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 9β στα κράτη μέλη που διεξάγουν τις εν λόγω πιλοτικές μελέτες.

7.   Έως τις 13 Ιουλίου 2022 και ανά διετία στη συνέχεια, η Επιτροπή (Eurostat) υποβάλλει έκθεση σχετικά με τη συνολική πρόοδο που σημειώθηκε όσον αφορά τα θέματα της παραγράφου 3. Η έκθεση δημοσιοποιείται.

Άρθρο 9β

Χρηματοδότηση

1.   Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, παρέχεται χρηματοδοτική συνεισφορά από τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης στις εθνικές στατιστικές υπηρεσίες και άλλες σχετικές εθνικές αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 223/2009, για:

α)

την ανάπτυξη νέων μεθοδολογιών για τις στατιστικές σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής των κρατών μελών στις πιλοτικές μελέτες όπως αναφέρονται στο άρθρο 9α·

β)

την ανάπτυξη ή εφαρμογή νέων συλλογών δεδομένων και αναλύσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένης της αναβάθμισης των πηγών δεδομένων και των συστημάτων ΤΠ, για περίοδο έως πέντε έτη.

2.   Η χρηματοδοτική υποστήριξη της Ένωσης όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου παρέχεται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*7).

(*7)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ L 193 της 30.7.2018, σ. 1).»."

10)   Το άρθρο 10 τροποποιείται ως εξής:

«Άρθρο 10

Εκτελεστικές πράξεις για την ανάλυση των στοιχείων

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις με σκοπό την περαιτέρω ανάλυση των στοιχείων σύμφωνα με τα άρθρα 4 έως 7. Κατά την έγκριση των εν λόγω εκτελεστικών πράξεων, η Επιτροπή αιτιολογεί την ανάγκη της περαιτέρω ανάλυσης στοιχείων για τους σκοπούς της ανάπτυξης και της παρακολούθησης των πολιτικών της Ένωσης για τη μετανάστευση και το άσυλο και διασφαλίζει ότι οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις δεν συνεπάγονται σημαντικό πρόσθετο κόστος ή επιβάρυνση για τα κράτη μέλη.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφος 2, το αργότερο 18 μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου αναφοράς, όπου τα δεδομένα αναφέρονται σε ένα ημερολογιακό έτος, και το αργότερο έξι μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου αναφοράς, όπου τα δεδομένα αναφέρονται σε περίοδο μικρότερη του έτους.».

11)   Το άρθρο 11 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 11

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή του ευρωπαϊκού στατιστικού συστήματος που συγκροτήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 223/2009. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*8).

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

12)   Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 11α

Παρεκκλίσεις

1.   Εάν η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, ή των εκτελεστικών πράξεων που εκδίδονται βάσει αυτού, απαιτεί σημαντικές αναπροσαρμογές στο εθνικό στατιστικό σύστημα ενός κράτους μέλους, η Επιτροπή δύναται να επιτρέψει, με εκτελεστικές πράξεις, παρεκκλίσεις για το μια περίοδο που θα ζητηθεί από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω περίοδος δεν θα ξεπερνά τα τρία έτη. Κατά τη χορήγηση της παρέκκλισης η Επιτροπή διασφαλίζει τη συγκρισιμότητα των δεδομένων των κρατών μελών και τον έγκαιρο υπολογισμό των απαιτούμενων αντιπροσωπευτικών και αξιόπιστων ευρωπαϊκών συγκεντρωτικών στοιχείων, και λαμβάνει υπόψη την επιβάρυνση των κρατών μελών και των ερωτωμένων.

2.   Όταν η παρέκκλιση δυνάμει της παραγράφου 1 εξακολουθεί να είναι αιτιολογημένη βάσει επαρκούς τεκμηρίωσης κατά τη λήξη της περιόδου για την οποία επιτράπηκε, η Επιτροπή μπορεί να παραχωρήσει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, παρέκκλιση για επιπλέον χρονική περίοδο που θα ζητηθεί από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω περίοδος δεν θα ξεπερνά τα δύο έτη.

3.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2, ένα κράτος μέλος υποβάλλει δεόντως αιτιολογημένη αίτηση στην Επιτροπή έως τις 13 Οκτωβρίου 2020 ή εντός τριών μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της σχετικής εκτελεστικής πράξης, ή έξι μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου για την οποία χορηγήθηκε η ισχύουσα παρέκκλιση, όπου αρμόζει.

4.   Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφος 2.».

Άρθρο 2

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το σημείο 3 στοιχεία α) και β) και το σημείο 6 του άρθρου 1 εφαρμόζονται από την 1η Μαρτίου 2021.

Το σημείο 3 στοιχεία γ) και δ) και το σημείο 5 του άρθρου 1 εφαρμόζονται από την 1η Ιουλίου 2021.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 18 Ιουνίου 2020.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

D. M. SASSOLI

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

N. BRNJAC


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2019 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση της 20ής Μαρτίου 2020 (ΕΕ C 139 της 28.4.2020, σ. 1). Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 17ης Ιουνίου 2020 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 862/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, περί κοινοτικών στατιστικών για τη μετανάστευση και τη διεθνή προστασία και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 311/76 του Συμβουλίου περί τηρήσεως στατιστικών για τους αλλοδαπούς εργαζόμενους (ΕΕ L 199 της 31.7.2007, σ. 23).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με τις ευρωπαϊκές στατιστικές και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1101/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διαβίβαση στη Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πληροφοριών που καλύπτονται από το στατιστικό απόρρητο, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 322/97 του Συμβουλίου σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές και της απόφασης 89/382/ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου για τη σύσταση επιτροπής του στατιστικού προγράμματος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 87 της 31.3.2009, σ. 164).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/817 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για τη θέσπιση πλαισίου διαλειτουργικότητας μεταξύ των συστημάτων πληροφοριών της ΕΕ στον τομέα των συνόρων και θεωρήσεων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 767/2008, (ΕΕ) 2016/399, (ΕΕ) 2017/2226, (ΕΕ) 2018/1240, (ΕΕ) 2018/1726 και (ΕΕ) 2018/1861 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και των αποφάσεων 2004/512/ΕΚ και 2008/633/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 135 της 22.5.2019, σ. 27).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/818 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για τη θέσπιση πλαισίου διαλειτουργικότητας μεταξύ των συστημάτων πληροφοριών της ΕΕ στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας, του ασύλου και της μετανάστευσης και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) 2018/1726, (ΕΕ) 2018/1862 και (ΕΕ) 2019/816 (ΕΕ L 135 της 22.5.2019, σ. 85).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ L 193 της 30.7.2018, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(10)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).


22.6.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 198/13


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2020/852 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 18ης Ιουνίου 2020

σχετικά με τη θέσπιση πλαισίου για τη διευκόλυνση των βιώσιμων επενδύσεων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2088

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στόχος του άρθρου 3 παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η εγκαθίδρυση μιας εσωτερικής αγοράς η οποία ευνοεί τη βιώσιμη ανάπτυξη της Ευρώπης έχοντας ως βάση, μεταξύ άλλων, την ισορροπημένη οικονομική ανάπτυξη και το υψηλό επίπεδο προστασίας και βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος.

(2)

Στις 25 Σεπτεμβρίου 2015, εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ένα νέο παγκόσμιο πλαίσιο για τη βιώσιμη ανάπτυξη: η Ατζέντα του 2030 για τη βιώσιμη ανάπτυξη (η «Ατζέντα του 2030»). Η Ατζέντα του 2030 έχει στον πυρήνα της τους στόχους για τη βιώσιμη ανάπτυξη (ΣΒΑ) και καλύπτει τις τρεις διαστάσεις βιωσιμότητας: την οικονομική, την κοινωνική και την περιβαλλοντική. Η ανακοίνωση της Επιτροπής της 22ας Νοεμβρίου 2016 με θέμα τα επόμενα βήματα για ένα βιώσιμο ευρωπαϊκό μέλλον συνδέει τους ΣΒΑ με το ενωσιακό πλαίσιο πολιτικής με στόχο να εξασφαλιστεί η συμπερίληψη των ΣΒΑ εξαρχής σε όλες τις δράσεις και τις πρωτοβουλίες πολιτικής της Ένωσης, τόσο εντός της Ένωσης όσο και παγκοσμίως. Στα συμπεράσματά του της 20ής Ιουνίου 2017, το Συμβούλιο επιβεβαίωσε τη δέσμευση της Ένωσης και των κρατών μελών της να υλοποιήσουν την Ατζέντα του 2030 με πλήρη, συνεκτικό, συνολικό, ολοκληρωμένο και αποτελεσματικό τρόπο, σε στενή συνεργασία με τους εταίρους τους και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη. Στις 11 Δεκεμβρίου 2019, η Επιτροπή δημοσίευσε την ανακοίνωσή της για την «Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία».

(3)

Η συμφωνία του Παρισιού που εγκρίθηκε στο πλαίσιο της σύμβασης-πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή («συμφωνία του Παρισιού») κυρώθηκε από την Ένωση στις 5 Οκτωβρίου 2016 (3). Το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της συμφωνίας του Παρισιού έχει ως στόχο να ενισχύσει την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, καθιστώντας τις χρηματοδοτικές ροές συμβατές με την κατεύθυνση της ανάπτυξης χαμηλών εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου και την ανθεκτικότητα στην κλιματική αλλαγή, μεταξύ άλλων. Εν προκειμένω, στις 12 Δεκεμβρίου 2019, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε συμπεράσματα για την κλιματική αλλαγή. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, ο παρών κανονισμός είναι ένα σημαντικό βήμα για να επιτευχθεί ο στόχος μιας κλιματικά ουδέτερης Ένωσης ως το 2050.

(4)

Η βιωσιμότητα και η μετάβαση σε μια κυκλική οικονομία ασφαλή, κλιματικά ουδέτερη, με ανθεκτικότητα στις κλιματικές μεταβολές και μεγαλύτερη αποδοτικότητα ως προς τη χρήση των πόρων είναι ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της Ένωσης. Η βιωσιμότητα ανέκαθεν αποτελούσε κεντρικό στοιχείο του ενωσιακού οικοδομήματος και η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) αποτυπώνουν τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές της διαστάσεις.

(5)

Τον Δεκέμβριο του 2016, η Επιτροπή ανέθεσε σε μια ομάδα εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου να αναπτύξει μια γενική και ολοκληρωμένη ενωσιακή στρατηγική για τη βιώσιμη χρηματοδότηση. Η έκθεση της ομάδας εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου που δημοσιεύτηκε στις 31 Ιανουαρίου 2018 συνιστά τη δημιουργία ενός τεχνικά εύρωστου συστήματος ταξινόμησης σε ενωσιακό επίπεδο έτσι ώστε να είναι σαφές ποιες δραστηριότητες θεωρούνται «πράσινες» ή «βιώσιμες», αρχής γενομένης από τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής.

(6)

Στην ανακοίνωσή της τής 8ης Μαρτίου 2018, η Επιτροπή δημοσίευσε το «σχέδιο δράσης για τη χρηματοδότηση της αειφόρου ανάπτυξης», για την έναρξη μιας φιλόδοξης και ολοκληρωμένης στρατηγικής για τη βιώσιμη χρηματοδότηση. Ένας από τους στόχους που καθορίζονται στο εν λόγω σχέδιο δράσης είναι ο αναπροσανατολισμός των ροών κεφαλαίων προς βιώσιμες επενδύσεις προκειμένου να επιτευχθεί βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη. Η καθιέρωση ενιαίου συστήματος ταξινόμησης για βιώσιμες δραστηριότητες αποτελεί τη σημαντικότερη και επιτακτικότερη ενέργεια που προβλέπεται στο σχέδιο δράσης. Στο σχέδιο δράσης αναγνωρίζεται ότι η μετατόπιση των ροών κεφαλαίων προς περισσότερο βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες θα πρέπει να βασίζεται σε μια κοινή, ολιστική κατανόηση της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας των δραστηριοτήτων και των επενδύσεων. Η σαφής καθοδήγηση όσον αφορά τις δραστηριότητες που θεωρείται ότι συμβάλλουν στην επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων θα συνεισφέρει, σε πρώτο στάδιο, στην ενημέρωση των επενδυτών σχετικά με τις επενδύσεις που χρηματοδοτούν περιβαλλοντικά βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες. Σε μεταγενέστερο στάδιο ενδέχεται να αναπτυχθεί περαιτέρω καθοδήγηση για δραστηριότητες που συμβάλλουν στην επίτευξη και άλλων στόχων βιωσιμότητας, όπως οι κοινωνικοί στόχοι.

(7)

Δεδομένης της συστημικής φύσης των παγκόσμιων περιβαλλοντικών προκλήσεων, απαιτείται μια συστημική και μακρόπνοη προσέγγιση της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας, η οποία να αντιμετωπίζει τις αυξανόμενες αρνητικές τάσεις, όπως η αλλαγή του κλίματος, η απώλεια της βιοποικιλότητας, η παγκόσμια υπερκατανάλωση πόρων, η έλλειψη τροφής, η καταστροφή της στιβάδας του όζοντος, η οξίνιση των ωκεανών, η επιδείνωση του συστήματος γλυκού νερού και η αλλαγή του συστήματος εγγείου ιδιοκτησίας καθώς και η εμφάνιση νέων απειλών συμπεριλαμβανομένων των επικίνδυνων χημικών και των συνδυασμένων επιπτώσεών τους.

(8)

Η απόφαση αριθ. 1386/2013/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) ζητά να αυξηθεί η ιδιωτική χρηματοδότηση των δαπανών για το περιβάλλον και το κλίμα, ιδίως με την παροχή κινήτρων και την εφαρμογή μεθόδων που θα προτρέπουν τις επιχειρήσεις να μετρούν το περιβαλλοντικό κόστος των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων και τα κέρδη που αποκομίζουν από τη χρήση περιβαλλοντικών υπηρεσιών.

(9)

Η επίτευξη των ΣΒΑ στην Ένωση απαιτεί τη διοχέτευση ροών κεφαλαίων σε βιώσιμες επενδύσεις. Η πλήρης αξιοποίηση του δυναμικού της εσωτερικής αγοράς είναι σημαντική για να επιτευχθούν οι εν λόγω στόχοι. Στο πλαίσιο αυτό, είναι καίριας σημασίας να αρθούν τα εμπόδια στην αποτελεσματική κίνηση των κεφαλαίων προς βιώσιμες επενδύσεις στην εσωτερική αγορά και να αποτραπεί η εμφάνιση νέων εμποδίων.

(10)

Ενόψει της κλίμακας της πρόκλησης και του κόστους που συνδέεται με την αδράνεια ή την καθυστερημένη δράση, το χρηματοπιστωτικό σύστημα θα πρέπει να προσαρμοστεί σταδιακά ώστε να στηρίζει τη βιώσιμη λειτουργία της οικονομίας. Για τον σκοπό αυτό, πρέπει η βιώσιμη χρηματοδότηση να γίνει κυρίαρχη πρακτική και να ληφθεί υπόψη ο αντίκτυπος που τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες έχουν στη βιωσιμότητα.

(11)

Η διάθεση χρηματοπιστωτικών προϊόντων που επιδιώκουν περιβαλλοντικά βιώσιμους στόχους αποτελεί αποτελεσματικό τρόπο διοχέτευσης ιδιωτικών επενδύσεων σε βιώσιμες δραστηριότητες. Οι απαιτήσεις για την εμπορία χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή εταιρικών ομολόγων ως περιβαλλοντικά βιώσιμων επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων απαιτήσεων που τίθενται από τα κράτη μέλη και την Ένωση για να επιτραπεί στους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές ή τους εκδότες να χρησιμοποιούν εθνικά σήματα, αποσκοπούν στην τόνωση της εμπιστοσύνης των επενδυτών και της ευαισθητοποίησης ως προς τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των εν λόγω χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή εταιρικών ομολόγων, στην ενίσχυση της προβολής και στην αντιμετώπιση των προβληματισμών σχετικά με την «προβολή ψευδοοικολογικής ταυτότητας». Στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, η προβολή ψευδοοικολογικής ταυτότητας αναφέρεται στην πρακτική της απόκτησης αθέμιτου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος με την εμπορία χρηματοπιστωτικών προϊόντων ως φιλικών προς το περιβάλλον, ενώ στην πραγματικότητα δεν πληρούνται βασικά περιβαλλοντικά πρότυπα. Επί του παρόντος, λίγα κράτη μέλη εφαρμόζουν συστήματα επισήμανσης. Αυτά τα υπάρχοντα συστήματα βασίζονται σε διαφορετικά συστήματα για την κατάταξη των περιβαλλοντικά βιώσιμων οικονομικών δραστηριοτήτων. Δεδομένων των πολιτικών δεσμεύσεων στο πλαίσιο της συμφωνίας του Παρισιού και σε επίπεδο Ένωσης, είναι πιθανόν να καθιερωθούν από ολοένα και περισσότερα κράτη μέλη συστήματα επισήμανσης ή να επιβληθούν άλλες απαιτήσεις για τους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές ή τους εκδότες σε σχέση με την προώθηση χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή εταιρικών ομολόγων ως περιβαλλοντικά βιώσιμων. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα κράτη μέλη θα χρησιμοποιούσαν τα δικά τους εθνικά συστήματα κατάταξης για να προσδιορίζουν ποιες επενδύσεις χαρακτηρίζονται ως βιώσιμες. Αν τα εν λόγω εθνικά συστήματα επισήμανσης ή απαιτήσεις χρησιμοποιούσαν διαφορετικά κριτήρια για να προσδιορίζεται ποιες οικονομικές δραστηριότητες χαρακτηρίζονται ως περιβαλλοντικά βιώσιμες, τότε θα αποθαρρύνονταν οι διασυνοριακές επενδύσεις, καθώς θα είναι δύσκολη η σύγκριση των διαφορετικών επενδυτικών ευκαιριών. Επιπλέον, οι οικονομικοί φορείς που επιθυμούν να προσελκύσουν επενδύσεις από ολόκληρη την Ένωση θα πρέπει να πληρούν διαφορετικά κριτήρια στα διάφορα κράτη μέλη, προκειμένου οι δραστηριότητές τους να χαρακτηρίζονται ως περιβαλλοντικά βιώσιμες. Συνεπώς, η απουσία ομοιόμορφων κριτηρίων ενδέχεται να αυξήσει το κόστος και να αποθαρρύνει σημαντικά τους οικονομικούς φορείς στην πρόσβασή τους στις διασυνοριακές κεφαλαιαγορές για τους σκοπούς βιώσιμων επενδύσεων.

(12)

Τα κριτήρια βάσει των οποίων προσδιορίζεται κατά πόσον μια οικονομική δραστηριότητα χαρακτηρίζεται ως περιβαλλοντικά βιώσιμη θα πρέπει να εναρμονιστούν σε ενωσιακό επίπεδο έτσι ώστε να αρθούν οι φραγμοί στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς όσον αφορά τη συγκέντρωση κεφαλαίων για έργα βιωσιμότητας και για να αποτραπεί η μελλοντική εμφάνιση φραγμών σε τέτοια έργα. Με την εναρμόνιση αυτή, θα ήταν ευκολότερο για τους οικονομικούς φορείς να αντλούν διασυνοριακή χρηματοδότηση για τις περιβαλλοντικά βιώσιμες δραστηριότητές τους, καθώς οι οικονομικές δραστηριότητές τους θα μπορούσαν να συγκριθούν βάσει ομοιόμορφων κριτηρίων, με σκοπό να επιλεγούν ως υποκείμενα περιουσιακά στοιχεία για περιβαλλοντικά βιώσιμες επενδύσεις. Μια τέτοια εναρμόνιση θα διευκόλυνε συνεπώς τις διασυνοριακές βιώσιμες επενδύσεις εντός της Ένωσης.

(13)

Αν οι συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές δεν παρέχουν εξηγήσεις στους επενδυτές σχετικά με πώς οι δραστηριότητες στις οποίες επενδύουν συμβάλλουν στην επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων ή εάν οι συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές βασίζονται σε διαφορετικές έννοιες για να εξηγήσουν ποια οικονομική δραστηριότητα είναι «περιβαλλοντικά βιώσιμη», τότε οι επενδυτές θα επιβαρύνονται δυσανάλογα προκειμένου να ελέγχουν και να συγκρίνουν τα διάφορα χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Έχει διαπιστωθεί ότι η εν λόγω πρακτική αποθαρρύνει τις επενδύσεις σε περιβαλλοντικά βιώσιμα χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Επιπλέον, η έλλειψη εμπιστοσύνης των επενδυτών έχει μείζονα επιζήμια επίπτωση στην αγορά βιώσιμων επενδύσεων. Έχει επίσης αποδειχτεί ότι η θέσπιση εθνικών κανόνων και η λήψη πρωτοβουλιών που βασίζονται στην αγορά για να αντιμετωπιστεί το εν λόγω ζήτημα εντός των εθνικών συνόρων οδηγεί στον κατακερματισμό της εσωτερικής αγοράς. Εάν οι συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές δημοσιοποιούν τον τρόπο και τον βαθμό στον οποίον τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα που διατίθενται ως περιβαλλοντικά βιώσιμα επενδύουν σε δραστηριότητες που πληρούν τα κριτήρια του παρόντος κανονισμού για τις περιβαλλοντικά βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες, και εάν οι συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές χρησιμοποιούν κοινά κριτήρια για τις εν λόγω δημοσιοποιήσεις σε ολόκληρη την Ένωση, αυτό θα διευκόλυνε τους επενδυτές να συγκρίνουν τις επενδυτικές ευκαιρίες σε διασυνοριακό επίπεδο και θα έδινε κίνητρα στις εταιρείες στις οποίες γίνονται επενδύσεις για να αυξήσουν την περιβαλλοντική βιωσιμότητα των επιχειρηματικών τους μοντέλων. Επιπλέον, οι επενδυτές θα πρέπει να επενδύουν με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη σε περιβαλλοντικά βιώσιμα χρηματοπιστωτικά προϊόντα σε ολόκληρη την Ένωση, βελτιώνοντας έτσι τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(14)

Για να αντιμετωπιστούν τα υφιστάμενα εμπόδια στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να αποτραπεί η εμφάνιση τέτοιων εμποδίων στο μέλλον, τα κράτη μέλη και η Ένωση θα πρέπει να υποχρεούνται να βασίζονται σε μια κοινή έννοια για τον ορισμό των περιβαλλοντικά βιώσιμων επενδύσεων όταν εισάγουν απαιτήσεις σε εθνικό ή ενωσιακό επίπεδο σχετικά με τους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές ή τους εκδότες όσον αφορά την επισήμανση χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή εταιρικών ομολόγων που διατίθενται στο εμπόριο ως περιβαλλοντικά βιώσιμα. Προκειμένου να αποτρέπεται ο κατακερματισμός της αγοράς και να μην θίγονται τα συμφέροντα των καταναλωτών και των επενδυτών ως αποτέλεσμα των διαφορετικών εννοιών των περιβαλλοντικά βιώσιμων οικονομικών δραστηριοτήτων, θα πρέπει οι εθνικές απαιτήσεις προς τις οποίες οφείλουν να συμμορφώνονται οι συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές ή οι εκδότες, ώστε να διαθέσουν στο εμπόριο χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή εταιρικά ομόλογα ως «περιβαλλοντικά βιώσιμα», να βασίζονται σε ομοιόμορφα κριτήρια για τις περιβαλλοντικά βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες. Στους εν λόγω συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές και εκδότες συγκαταλέγονται συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές που διαθέτουν περιβαλλοντικά βιώσιμα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες που εκδίδουν περιβαλλοντικά βιώσιμα εταιρικά ομόλογα.

(15)

Η θέσπιση κριτηρίων για τις περιβαλλοντικά βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες ενδέχεται να ενθαρρύνει τους οικονομικούς φορείς που δεν καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, σε οικειοθελή βάση, να δημοσιεύουν και να δημοσιοποιούν στοιχεία στους ιστότοπούς τους σχετικά με τις περιβαλλοντικά βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες που ασκούν. Οι εν λόγω πληροφορίες δεν θα βοηθούν μόνο τους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές και άλλους σχετικούς παράγοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές να προσδιορίζουν εύκολα τους οικονομικούς φορείς που ασκούν περιβαλλοντικά βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες, αλλά θα διευκολύνουν επίσης τους εν λόγω οικονομικούς φορείς να αντλούν χρηματοδότηση για τις περιβαλλοντικά βιώσιμες δραστηριότητές τους.

(16)

Η ταξινόμηση των περιβαλλοντικά βιώσιμων οικονομικών δραστηριοτήτων σε ενωσιακό επίπεδο θα καθιστούσε εφικτή την ανάπτυξη μελλοντικών ενωσιακών πολιτικών που θα προάγουν τη βιώσιμη χρηματοδότηση, περιλαμβανομένων ενωσιακών προτύπων για περιβαλλοντικά βιώσιμα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και την ενδεχόμενη καθιέρωση σημάτων με τα οποία θα αναγνωρίζεται επίσημα η συμμόρφωση προς τα εν λόγω πρότυπα σε ολόκληρη την Ένωση. Θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει βάση για άλλα οικονομικά και κανονιστικά μέτρα. Οι ομοιόμορφες νομικές απαιτήσεις για τον καθορισμό του βαθμού περιβαλλοντικής βιωσιμότητας των επενδύσεων, με βάση ομοιόμορφα κριτήρια για τις περιβαλλοντικά βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες, είναι απαραίτητες ως σημείο αναφοράς για τη μελλοντική ενωσιακή νομοθεσία που θα διευκολύνει τη μετατόπιση των επενδύσεων προς περιβαλλοντικά βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες.

(17)

Στο πλαίσιο της επίτευξης των ΣΒΑ στην Ένωση, ορισμένες επιλογές πολιτικής, όπως η δημιουργία Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων, έχουν συνεισφέρει αποτελεσματικά στη διοχέτευση ιδιωτικών επενδύσεων σε βιώσιμες επενδύσεις παράλληλα με τις δημόσιες δαπάνες. Ο κανονισμός (ΕΕ) 2015/1017 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) προσδιορίζει στόχο επενδύσεων για το κλίμα ύψους 40 % για έργα υποδομών και καινοτομίας στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων. Στα κοινά κριτήρια για τον καθορισμό του εάν οι οικονομικές δραστηριότητες χαρακτηρίζονται ως βιώσιμες, συμπεριλαμβανομένου του αντίκτυπού τους στο περιβάλλον, θα μπορούσαν να στηριχθούν παρόμοιες μελλοντικές πρωτοβουλίες της Ένωσης για την κινητοποίηση επενδύσεων που επιδιώκουν στόχους σχετιζόμενους με το κλίμα ή άλλους περιβαλλοντικούς στόχους.

(18)

Προκειμένου να μην θίγονται τα συμφέροντα των επενδυτών, οι διαχειριστές κεφαλαίων και οι θεσμικοί επενδυτές που διαθέτουν χρηματοπιστωτικά προϊόντα θα πρέπει να δημοσιοποιούν τον τρόπο και τον βαθμό στον οποίο χρησιμοποιούν τα κριτήρια για τις περιβαλλοντικά βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες για τον καθορισμό της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας των επενδύσεών τους. Οι πληροφορίες που δημοσιοποιούνται θα πρέπει να δίνουν στους επενδυτές τη δυνατότητα να κατανοούν την αναλογία των υποκείμενων επενδύσεων του χρηματοπιστωτικού προϊόντος προς περιβαλλοντικά βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες ως ποσοστό επί του συνόλου των υποκείμενων επενδύσεων του εν λόγω χρηματοπιστωτικού προϊόντος, επιτρέποντας στους επενδυτές να κατανοήσουν τον βαθμό περιβαλλοντικής βιωσιμότητας της επένδυσης. Όταν οι υποκείμενες επενδύσεις ενός χρηματοπιστωτικού προϊόντος αφορούν σε οικονομικές δραστηριότητες οι οποίες συμβάλλουν σε περιβαλλοντικό στόχο, οι προς δημοσιοποίηση πληροφορίες θα πρέπει να προσδιορίζουν τον ή τους περιβαλλοντικούς στόχους στους οποίους συμβάλλει η υποκείμενη επένδυση του χρηματοπιστωτικού προϊόντος, καθώς και τον τρόπο και τον βαθμό στον οποίον οι υποκείμενες επενδύσεις του χρηματοπιστωτικού προϊόντος χρηματοδοτούν περιβαλλοντικά βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες, και θα πρέπει να περιλαμβάνει λεπτομέρειες για τα αντίστοιχα ποσοστά «ευνοϊκών» δραστηριοτήτων και μεταβατικών δραστηριοτήτων. Η Επιτροπή θα πρέπει να διευκρινίζει τις πληροφορίες που πρέπει να δημοσιοποιούνται σχετικά. Οι εν λόγω πληροφορίες θα πρέπει να δίνουν στις εθνικές αρχές τη δυνατότητα να εξακριβώνουν εύκολα τη συμμόρφωση προς την εν λόγω υποχρέωση δημοσιοποίησης και να επιβάλλουν τη συμμόρφωση αυτή σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο. Όταν οι συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές δεν λαμβάνουν υπόψη τα κριτήρια για περιβαλλοντικά βιώσιμες επενδύσεις, θα πρέπει να υποβάλλουν σχετική δήλωση. Προκειμένου να αποφεύγεται η καταστρατήγηση της υποχρέωσης δημοσιοποίησης, η συγκεκριμένη υποχρέωση θα πρέπει επίσης να εφαρμόζεται στην περίπτωση χρηματοπιστωτικών προϊόντων που διατίθενται στο εμπόριο ως προωθούντα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοπιστωτικών προϊόντων που έχουν ως στόχο την προστασία του περιβάλλοντος υπό την ευρεία έννοια.

(19)

Οι υποχρεώσεις δημοσιοποίησης που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό συμπληρώνουν τους κανόνες δημοσιοποίησης σχετικά με τη βιωσιμότητα που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2088 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6). Προκειμένου να ενισχυθεί η διαφάνεια και να παρασχεθεί αντικειμενικό σημείο σύγκρισης από τους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές στους τελικούς επενδυτές σχετικά με την αναλογία των επενδύσεων που χρηματοδοτούν περιβαλλοντικά βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες, ο παρών κανονισμός συμπληρώνει τους κανόνες διαφάνειας σε προσυμβατικές γνωστοποιήσεις και περιοδικές εκθέσεις που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2088. Ο ορισμός «αειφόρες επενδύσεις» στον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2088 περιλαμβάνει επενδύσεις σε οικονομικές δραστηριότητες που συμβάλλουν σε έναν περιβαλλοντικό στόχο ο οποίος, μεταξύ άλλων, θα πρέπει να περιλαμβάνει επενδύσεις σε «περιβαλλοντικά βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες» κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού. Επιπλέον, ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/2088 θεωρεί μια επένδυση ως αειφόρο μόνον όταν αυτή δεν βλάπτει σοβαρά κανέναν από τους περιβαλλοντικούς ή κοινωνικούς στόχους όπως ορίζονται στον εν λόγω κανονισμό.

(20)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η αξιοπιστία, η συνέπεια και η συγκρισιμότητα των γνωστοποιήσεων αειφορίας στον τομέα των χρηματοπιστωτικών αγορών, οι γνωστοποιήσεις δυνάμει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να χρησιμοποιούν τους υφιστάμενους δείκτες βιωσιμότητας, στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό, όπως προτάθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο ψήφισμά του της 29ης Μαΐου 2018 σχετικά με τη βιώσιμη χρηματοδότηση (7). Στο εν λόγω πλαίσιο, τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου θα πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να βασίζονται στους δείκτες αειφορίας που παρατίθενται στον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2088.

(21)

Όσον αφορά τις οικονομικές δραστηριότητες που ασκούνται από επιχειρήσεις που δεν υποχρεούνται να δημοσιοποιούν πληροφορίες βάσει του παρόντος κανονισμού, θα υπάρχουν ενδεχομένως εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες οι συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές δεν μπορούν δικαιολογημένα να αποκτήσουν τις σχετικές πληροφορίες για να διαπιστώσουν με αξιοπιστία την ευθυγράμμιση προς τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Σε τέτοιες εξαιρετικές περιπτώσεις, και μόνο για τις οικονομικές δραστηριότητες για τις οποίες δεν μπορούν να εξασφαλιστούν πλήρεις, αξιόπιστες και επίκαιρες πληροφορίες, θα πρέπει να επιτρέπεται στους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές να προβαίνουν σε συμπληρωματικές αξιολογήσεις και εκτιμήσεις βάσει πληροφοριών από άλλες πηγές. Οι εν λόγω αξιολογήσεις και εκτιμήσεις θα πρέπει να αναπληρώνουν μόνο περιορισμένα και συγκεκριμένα τμήματα των ζητούμενων στοιχείων δεδομένων και να καταλήγουν σε συνετά αποτελέσματα. Προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η δημοσιοποίηση στους επενδυτές είναι σαφής και μη παραπλανητική, οι συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές θα πρέπει να διευκρινίζουν σαφώς πού βασίζουν τα συμπεράσματά τους καθώς και τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να προβούν σε τέτοιες συμπληρωματικές αξιολογήσεις και εκτιμήσεις για τους σκοπούς της δημοσιοποίησης στους τελικούς επενδυτές.

(22)

Στην ανακοίνωσή της τής 20ης Ιουνίου 2019 για «Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την υποβολή εκθέσεων μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών: Συμπλήρωμα σχετικά με την υποβολή πληροφοριών που αφορούν το κλίμα», η Επιτροπή συνιστά σε ορισμένες μεγάλες επιχειρήσεις να αναφέρουν ορισμένους βασικούς δείκτες επιδόσεων σχετικά με το κλίμα (ΒΔΕ), οι οποίοι βασίζονται στο πλαίσιο που θεσπίζει ο παρών κανονισμός. Πιο συγκεκριμένα, πληροφορίες σχετικά με το ποσοστό του κύκλου εργασιών, κεφαλαιουχικών δαπανών ή λειτουργικών δαπανών τέτοιων μεγάλων μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, που συνδέονται με περιβαλλοντικά βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες, καθώς και ΒΔΕ που είναι προσαρμοσμένοι για μεγάλες χρηματοπιστωτικές εταιρείες, είναι χρήσιμες στους επενδυτές οι οποίοι ενδιαφέρονται για εταιρείες των οποίων τα προϊόντα και οι υπηρεσίες συμβάλλουν σημαντικά σε οποιονδήποτε από τους περιβαλλοντικούς στόχους που ορίζει ο παρών κανονισμός. Είναι σκόπιμο συνεπώς να απαιτείται η ετήσια δημοσίευση αυτών των ΒΔΕ από τέτοιες μεγάλες εταιρείες καθώς και να οριστεί περαιτέρω η εν λόγω απαίτηση σε κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, ιδίως όσον αφορά τις μεγάλες χρηματοπιστωτικές εταιρείες. Μολονότι θα ήταν δυσανάλογα επαχθές να επεκταθεί η απαίτηση αυτή σε μικρότερες επιχειρήσεις, αυτές μπορούν να αποφασίσουν οικειοθελώς να δημοσιεύσουν τέτοιες πληροφορίες.

(23)

Προκειμένου να προσδιορίζεται η περιβαλλοντική βιωσιμότητα μιας συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας, θα πρέπει να καταρτιστεί εξαντλητικός κατάλογος περιβαλλοντικών στόχων. Οι έξι περιβαλλοντικοί στόχοι που θα πρέπει να καλύπτει ο παρών κανονισμός είναι: ο μετριασμός της κλιματικής αλλαγής· η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή· η βιώσιμη χρήση και προστασία των υδάτινων και των θαλάσσιων πόρων· η μετάβαση σε μια κυκλική οικονομία· η πρόληψη και ο έλεγχος της ρύπανσης και η προστασία και αποκατάσταση της βιοποικιλότητας και των οικοσυστημάτων.

(24)

Μια οικονομική δραστηριότητα που έχει ως περιβαλλοντικό στόχο τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής θα πρέπει να συμβάλλει σημαντικά στη σταθεροποίηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου είτε μέσω της αποφυγής ή μείωσής τους είτε μέσω της ενίσχυσης των απορροφήσεων των αερίων του θερμοκηπίου. Η οικονομική δραστηριότητα θα πρέπει να είναι συνεπής προς τον μακροπρόθεσμο στόχο περί θερμοκρασίας της συμφωνίας του Παρισιού. Ο εν λόγω περιβαλλοντικός στόχος θα πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της οδηγίας 2009/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8).

(25)

Μια οικονομική δραστηριότητα που έχει ως περιβαλλοντικό στόχο την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή θα πρέπει να συμβάλλει σημαντικά ώστε να μειώνεται ή να προλαμβάνεται ο αρνητικός αντίκτυπος σημερινών ή αναμενόμενων μελλοντικών κλιματικών συνθηκών, ή το ενδεχόμενο πρόκλησης τέτοιου αρνητικού αντικτύπου είτε στην ίδια τη δραστηριότητα είτε σε ανθρώπους, φυσικούς πόρους ή περιουσιακά στοιχεία. Ο εν λόγω περιβαλλοντικός στόχος θα πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης και το πλαίσιο Σεντάι για τη μείωση του κινδύνου καταστροφών 2015-2030.

(26)

Ο περιβαλλοντικός στόχος της βιώσιμης χρήσης και προστασίας των υδάτινων και των θαλάσσιων πόρων θα πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης, μεταξύ άλλων τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) και τις οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2000/60/ΕΚ (10), 2006/7/ΕΚ (11), 2006/118/ΕΚ (12), 2008/56/ΕΚ (13) και 2008/105/ΕΚ (14), τις οδηγίες του Συμβουλίου 91/271/ΕΟΚ (15), 91/676/ΕΟΚ (16) και 98/83/ΕΚ (17) και την απόφαση (ΕΕ) 2017/848 της Επιτροπής (18), και με τις ανακοινώσεις της Επιτροπής της 18ης Ιουλίου 2007 σχετικά με την «Αντιμετώπιση του προβλήματος της λειψυδρίας και της ξηρασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση», της 14ης Νοεμβρίου 2012 σχετικά με το «Προσχέδιο για τη διαφύλαξη των υδατικών πόρων της Ευρώπης» και της 11ης Μαρτίου 2019 σχετικά με τη «Στρατηγική προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τα φάρμακα στο περιβάλλον».

(27)

Ο περιβαλλοντικός στόχος της μετάβασης σε μια κυκλική οικονομία θα πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης στους τομείς της κυκλικής οικονομίας, των αποβλήτων και των χημικών, μεταξύ άλλων τους κανονισμούς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 (19), (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 (20) και (ΕΕ) 2019/1021 (21) και τις οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 94/62/ΕΚ (22), 2000/53/ΕΚ (23), 2006/66/ΕΚ (24), 2008/98/ΕΚ (25), 2010/75/ΕΕ (26), 2011/65/ΕΕ (27), 2012/19/ΕΕ (28), (ΕΕ) 2019/883 (29) και (ΕΕ) 2019/904 (30), την οδηγία2008/98/ΕΚ 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου (31), τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1357/2014 της Επιτροπής (32) και τις αποφάσεις της Επιτροπής 2000/532/ΕΚ (33) και 2014/955/ΕΕ (34), και με τις ανακοινώσεις της Επιτροπής της 2ας Δεκεμβρίου 2015 σχετικά με «Το κλείσιμο του κύκλου - Ένα σχέδιο δράσης της ΕΕ για την κυκλική οικονομία» και της 16ης Ιανουαρίου 2018 σχετικά με την «Ευρωπαϊκή στρατηγική για τις πλαστικές ύλες σε μια κυκλική οικονομία».

(28)

Μια οικονομική δραστηριότητα μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στον περιβαλλοντικό στόχο της μετάβασης σε μια κυκλική οικονομία με διάφορους τρόπους. Μπορεί, για παράδειγμα, να αυξήσει την ανθεκτικότητα, τη δυνατότητα επισκευής, αναβάθμισης και επαναχρησιμοποίησης των προϊόντων, ή μπορεί να μειώσει τη χρήση πόρων μέσω του σχεδιασμού και της επιλογής υλικών, διευκολύνοντας τη μετασκευή, την αποσυναρμολόγηση και την αποδόμηση στον κλάδο των κτιρίων και οικοδομών, ιδίως ώστε να μειώνεται η χρήση οικοδομικών υλικών και να προωθείται η επαναχρησιμοποίηση οικοδομικών υλικών. Μπορεί επίσης να συμβάλλει σημαντικά στον περιβαλλοντικό στόχο της μετάβασης στην κυκλική οικονομία αναπτύσσοντας επιχειρηματικά μοντέλα για τη διάθεση «προϊόντων ως υπηρεσίες» και κυκλικές αξιακές αλυσίδες, με σκοπό τη διατήρηση στο έπακρο της χρηστικότητας και της αξίας των προϊόντων, των συστατικών και των υλικών για όσο περισσότερο χρόνο γίνεται. Οποιαδήποτε μείωση της περιεκτικότητας των υλικών και των προϊόντων σε επικίνδυνες ουσίες καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής, συμπεριλαμβανομένης της αντικατάστασής τους με ασφαλέστερες εναλλακτικές λύσεις, θα πρέπει τουλάχιστον να συνάδει με τις απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου. Μια οικονομική δραστηριότητα μπορεί επίσης να συμβάλλει σημαντικά στον περιβαλλοντικό στόχο της μετάβασης σε μια κυκλική οικονομία μειώνοντας τα απόβλητα τροφίμων κατά την παραγωγή, την επεξεργασία, τη μεταποίηση ή τη διανομή φαγητού.

(29)

Οι περιβαλλοντικοί στόχοι της πρόληψης και του ελέγχου της ρύπανσης θα πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης, μεταξύ άλλων τις οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2000/60/ΕΚ, 2004/35/ΕΚ (35), 2004/107/ΕΚ (36), 2006/118/ΕΚ, 2008/50/ΕΚ (37), 2008/105/ΕΚ, 2010/75/ΕΕ, (ΕΕ) 2016/802 (38) και (ΕΕ) 2016/2284 (39).

(30)

Οι περιβαλλοντικοί στόχοι της προστασίας και αποκατάστασης της βιοποικιλότητας και των οικοσυστημάτων θα πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης, μεταξύ άλλων τους κανονισμούς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 995/2010 (40), (ΕΕ) αριθ. 511/2014 (41), (ΕΕ) αριθ. 1143/2014 (42), την οδηγία 2009/147/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (43), τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 338/97 του Συμβουλίου (44), τις οδηγίες του Συμβουλίου 91/676/ΕΟΚ και 92/43/ΕΟΚ (45) και με τις ανακοινώσεις της Επιτροπής της 21ης Μαΐου 2003 σχετικά με την «Επιβολή της δασικής νομοθεσίας, η διακυβέρνηση και το εμπόριο (FLEGT)», της 3ης Μαΐου 2011 σχετικά με την «Ασφάλεια ζωής μας, το φυσικό μας κεφάλαιο: στρατηγική της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2020», της 6ης Μαΐου 2013 σχετικά με την «Πράσινη Υποδομή (ΠΥ) – Ενίσχυση του φυσικού κεφαλαίου της Ευρώπης», της 26ης Φεβρουαρίου 2016 σχετικά με το «Σχέδιο δράσης της ΕΕ για την καταπολέμηση της παράνομης εμπορίας άγριων ειδών» και της 23ης Ιουλίου 2019 σχετικά με την «Εντατικοποίηση της δράσης της ΕΕ για την προστασία και την αποκατάσταση των δασών του πλανήτη».

(31)

Μια οικονομική δραστηριότητα μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στον περιβαλλοντικό στόχο της προστασίας και αποκατάστασης της βιοποικιλότητας και των οικοσυστημάτων με διάφορους τρόπους, μεταξύ άλλων με την προστασία, τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της βιοποικιλότητας και των οικοσυστημάτων και, επομένως, την ενίσχυση των υπηρεσιών οικοσυστημάτων. Οι εν λόγω υπηρεσίες κατατάσσονται σε τέσσερις κατηγορίες και συγκεκριμένα στις τροφοδοτικές υπηρεσίες, όπως η παροχή τροφής και νερού· στις ρυθμιστικές υπηρεσίες, όπως ο έλεγχος των κλιματικών συνθηκών και των ασθενειών· στις υποστηρικτικές υπηρεσίες, όπως οι κύκλοι των θρεπτικών ουσιών και η παραγωγή οξυγόνου· και στις πολιτιστικές υπηρεσίες, όπως οι πνευματικές και ψυχαγωγικές παροχές.

(32)

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ο όρος «βιώσιμη διαχείριση των δασών» θα πρέπει να ερμηνεύεται λαμβάνοντας υπόψη τις πρακτικές και χρήσεις δασών και δασικών εκτάσεων που συμβάλλουν στη βελτίωση της βιοποικιλότητας ή στην αναχαίτιση ή την πρόληψη της υποβάθμισης των οικοσυστημάτων, της αποψίλωσης και της απώλειας οικότοπων, λαμβάνοντας υπόψη τη διαχείριση και τη χρήση των δασών και των δασικών εκτάσεων με τρόπο και με ρυθμούς που επιτρέπουν να διατηρείται η βιοποικιλότητά τους, η παραγωγικότητά τους, η ικανότητα αναγέννησής τους, η ζωτικότητά τους, καθώς και η ικανότητά τους να επιτελούν, τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον, τις σχετικές οικολογικές, οικονομικές και κοινωνικές λειτουργίες, σε τοπικό, εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο, χωρίς να προκαλείται βλάβη σε άλλα οικοσυστήματα, όπως ορίζεται στο Ψήφισμα H1 της δεύτερης υπουργικής διάσκεψης για την προστασία των δασών στην Ευρώπη στις 16-17 Ιουνίου 1993 στο Ελσίνκι σχετικά με τις γενικές κατευθυντήριες γραμμές για τη βιώσιμη διαχείριση των δασών στην Ευρώπη καθώς και λαμβάνοντας υπόψη τους κανονισμούς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 995/2010 και (ΕΕ) 2018/841 (46), την οδηγία (ΕΕ) 2018/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (47) και την ανακοίνωση της Επιτροπής της 20ής Σεπτεμβρίου 2013 σχετικά με την «Νέα δασική στρατηγική της ΕΕ: για τα δάση και τον δασικό τομέα».

(33)

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ο όρος «ενεργειακή απόδοση» χρησιμοποιείται με ευρεία έννοια και θα πρέπει να ερμηνεύεται λαμβάνοντας υπόψη τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1369 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (48) και των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2012/27/ΕΕ (49) και (ΕΕ) 2018/844 (50), καθώς και των εκτελεστικών μέτρων που θεσπίζονται δυνάμει της οδηγίας 2009/125/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (51).

(34)

Για κάθε περιβαλλοντικό στόχο θα πρέπει να θεσπιστούν ομοιόμορφα κριτήρια βάσει των οποίων να καθορίζεται εάν οι οικονομικές δραστηριότητες συμβάλλουν σημαντικά στην επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου. Ένα στοιχείο των ομοιόμορφων κριτηρίων θα πρέπει να είναι η προϋπόθεση να αποφεύγεται η σημαντική επιβάρυνση οποιουδήποτε από τους περιβαλλοντικούς στόχους που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Τούτο προκειμένου να αποφεύγεται το φαινόμενο επενδύσεις να χαρακτηρίζονται περιβαλλοντικά βιώσιμες σε περιπτώσεις όπου οι οικονομικές δραστηριότητες που ευνοούνται από τις εν λόγω επενδύσεις είναι επιζήμιες για το περιβάλλον σε βαθμό που υπερτερεί της συμβολής τους σε έναν περιβαλλοντικό στόχο. Τα κριτήρια αυτά θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τον κύκλο ζωής των προϊόντων και υπηρεσιών που παρέχονται από την εν λόγω οικονομική δραστηριότητα επιπροσθέτως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της ίδιας της οικονομικής δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένης της θεώρησης στοιχείων από τις υφιστάμενες αξιολογήσεις του κύκλου ζωής, ιδίως εξετάζοντας την παραγωγή, τη χρήση και τον κύκλο ζωής τους.

(35)

Με βάση την κοινή δέσμευση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής να εφαρμόζουν τις αρχές που κατοχυρώνονται στον ευρωπαϊκό πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων για την υποστήριξη της βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης, καθώς και με βάση τη σημασία των διεθνών ελάχιστων ανθρώπινων και εργασιακών δικαιωμάτων και προτύπων, θα πρέπει οι οικονομικές δραστηριότητες να συμμορφώνονται προς ελάχιστες διασφαλίσεις προκειμένου να χαρακτηριστούν ως περιβαλλοντικά βιώσιμες. Για τον λόγο αυτό, οι οικονομικές δραστηριότητες θα πρέπει να χαρακτηρίζονται ως περιβαλλοντικά βιώσιμες μόνον εφόσον διενεργούνται σε ευθυγράμμιση προς τις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις και προς τις κατευθυντήριες αρχές του ΟΗΕ για τις επιχειρήσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων της διακήρυξης της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ) σχετικά με τις θεμελιώδεις αρχές και τα δικαιώματα εργασίας, των οκτώ θεμελιωδών συμβάσεων της ΔΟΕ και του Διεθνούς Χάρτη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Οι θεμελιώδεις συμβάσεις της ΔΟΕ καθορίζουν τα ανθρώπινα και εργασιακά δικαιώματα που θα πρέπει να σέβονται οι επιχειρήσεις. Αρκετά από τα εν λόγω διεθνή πρότυπα κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως η απαγόρευση της δουλείας και της αναγκαστικής εργασίας και η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων. Οι ελάχιστες αυτές διασφαλίσεις δεν θίγουν την εφαρμογή αυστηρότερων απαιτήσεων σχετικά με το περιβάλλον, την υγεία, την ασφάλεια και την κοινωνική βιωσιμότητα που κατά περίπτωση καθορίζονται στο ενωσιακό δίκαιο. Κατά τη συμμόρφωση με τις εν λόγω ελάχιστες διασφαλίσεις, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να τηρούν την απαίτηση «εφόσον δεν βλάπτουν σοβαρά» όπως αναφέρεται στον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2088, και να λαμβάνουν υπόψη τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα τα οποία διευκρινίζουν περαιτέρω την εν λόγω αρχή.

(36)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ του παρόντος κανονισμού και του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2088, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να τροποποιήσει τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2088 ώστε να εξουσιοδοτήσει τις Ευρωπαϊκές Εποπτικές αρχές που συστάθηκαν από τους κανονισμούς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (52), (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 (53) και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (54) (από κοινού «ΕΕΑ») να καταρτίσουν από κοινού ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για να διευκρινιστούν περαιτέρω οι λεπτομέρειες και το περιεχόμενο της παρουσίασης των πληροφοριών όσον αφορά την αρχή «εφόσον δεν βλάπτουν σοβαρά». Τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα θα πρέπει να συνάδουν με το περιεχόμενο, τις μεθοδολογίες και την παρουσίαση των δεικτών βιωσιμότητας όσον αφορά τις δυσμενείς επιπτώσεις που αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2088. Θα πρέπει επίσης να συνάδουν με τις αρχές που κατοχυρώνονται στον ευρωπαϊκό πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων, τις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, τις κατευθυντήριες αρχές του ΟΗΕ για τις επιχειρήσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων της διακήρυξης της ΔΟΕ σχετικά με τις θεμελιώδεις αρχές και τα δικαιώματα εργασίας, των οκτώ θεμελιωδών συμβάσεων της ΔΟΕ και του Διεθνούς Χάρτη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

(37)

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/2088 θα πρέπει να τροποποιηθεί περαιτέρω για να εξουσιοδοτήσει τις ΕΕΑ να καταρτίσουν, μέσω της μεικτής επιτροπής, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να συμπληρώσουν τους κανόνες διαφάνειας στην προώθηση των περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών και των περιβαλλοντικά βιώσιμων επενδύσεων σε προσυμβατικές γνωστοποιήσεις και περιοδικές εκθέσεις.

(38)

Δεδομένων των ειδικών τεχνικών λεπτομερειών που είναι αναγκαίες για να εκτιμηθούν οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις μιας οικονομικής δραστηριότητας και δεδομένης της ραγδαία μεταβαλλόμενης φύσης τόσο της επιστήμης όσο και της τεχνολογίας, θα πρέπει τα κριτήρια για τις περιβαλλοντικά βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες να προσαρμόζονται τακτικά για να ανταποκρίνονται σε τέτοιες μεταβολές. Προκειμένου τα κριτήρια να διατηρούνται επίκαιρα, με βάση τα επιστημονικά στοιχεία και τις πληροφορίες που προέρχονται από εμπειρογνώμονες και συναφή ενδιαφερόμενα μέρη, οι προϋποθέσεις της «σημαντικής συμβολής» και της μη «πρόκλησης σημαντικής επιβάρυνσης» που ισχύουν για τις διάφορες οικονομικές δραστηριότητες θα πρέπει να διευκρινιστούν αναλυτικότερα και να επικαιροποιούνται σε τακτική βάση. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή θα πρέπει να θεσπίσει αναλυτικά και βαθμονομημένα τεχνικά κριτήρια ελέγχου για τις διάφορες οικονομικές δραστηριότητες, βάσει των τεχνικών πληροφοριών που θα συνεισφέρει μια πολυσυλλεκτική πλατφόρμα για τη βιώσιμη χρηματοδότηση.

(39)

Ορισμένες οικονομικές δραστηριότητες έχουν αρνητικό αντίκτυπο στο περιβάλλον, και με τη μείωση αυτού του αρνητικού αντικτύπου μπορεί να επιτευχθεί σημαντική συμβολή στην επίτευξη ενός ή περισσότερων περιβαλλοντικών στόχων. Για τις εν λόγω οικονομικές δραστηριότητες, κρίνεται σκόπιμο να θεσπιστούν τεχνικά κριτήρια ελέγχου τα οποία θα απαιτούν σημαντική βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων σε σχέση, μεταξύ άλλων, με τον μέσο όρο της βιομηχανίας, αποφεύγοντας ταυτόχρονα τα περιβαλλοντικά επιβλαβή φαινόμενα εγκλωβισμού, συμπεριλαμβανομένου του εγκλωβισμού σε διαδικασίες υψηλής έντασης άνθρακα, κατά τη διάρκεια της οικονομικής ζωής της χρηματοδοτούμενης οικονομικής δραστηριότητας. Τα εν λόγω κριτήρια θα πρέπει να εξετάζουν επίσης τον μακροπρόθεσμο αντίκτυπο μιας συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας.

(40)

Μια οικονομική δραστηριότητα δεν θα πρέπει να χαρακτηρίζεται περιβαλλοντικά βιώσιμη αν επιβαρύνει το περιβάλλον περισσότερο από ό,τι το ωφελεί. Τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου θα πρέπει να προσδιορίζουν τις ελάχιστες απαιτήσεις που είναι αναγκαίες προκειμένου να μην επιβαρύνονται σημαντικά άλλοι στόχοι, μεταξύ άλλων με βάση τυχόν ελάχιστες απαιτήσεις που έχουν θεσπιστεί δυνάμει του ενωσιακού δικαίου. Κατά τη θέσπιση και την επικαιροποίηση των τεχνικών κριτηρίων ελέγχου, η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίζει ότι τα εν λόγω κριτήρια βασίζονται στα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία, καταρτίζονται λαμβανομένων υπόψη εκτιμήσεων αναφορικά με τον κύκλο ζωής, συμπεριλαμβανομένων υφιστάμενων αξιολογήσεων του κύκλου ζωής, και επικαιροποιούνται τακτικά. Όταν η επιστημονική αξιολόγηση δεν καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό ενός κινδύνου με επαρκή βεβαιότητα, τότε θα πρέπει να ισχύει η αρχή της προφύλαξης, σύμφωνα με το άρθρο 191 ΣΛΕΕ.

(41)

Κατά τον καθορισμό και επικαιροποίηση των τεχνικών κριτηρίων ελέγχου για τον περιβαλλοντικό στόχο του μετριασμού της κλιματικής αλλαγής, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη και να παρέχει κίνητρα για τη συνεχιζόμενη και αναγκαία μετάβαση προς μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού. Εκτός από τη χρήση κλιματικά ουδέτερης ενέργειας και από περισσότερες επενδύσεις σε οικονομικές δραστηριότητες και τομείς που είναι ήδη χαμηλών εκπομπών άνθρακα, η μετάβαση απαιτεί σημαντικές μειώσεις των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου σε άλλες οικονομικές δραστηριότητες και τομείς για τους οποίους δεν υπάρχουν τεχνολογικά και οικονομικά εφικτές εναλλακτικές λύσεις χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών. Οι εν λόγω μεταβατικές οικονομικές δραστηριότητες θα πρέπει να χαρακτηρίζονται ως συμβάλλουσες σημαντικά στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, εάν οι εκπομπές τους αερίων του θερμοκηπίου είναι σημαντικά χαμηλότερες από τον μέσο όρο του κλάδου ή της βιομηχανίας, δεν παρεμποδίζουν την εξέλιξη και την ανάπτυξη εναλλακτικών λύσεων χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών και δεν οδηγούν σε εγκλωβισμό περιουσιακών στοιχείων μη συμβατό με τον στόχο της κλιματικής ουδετερότητας, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής ζωής των στοιχείων αυτών. Τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου για τις εν λόγω μεταβατικές οικονομικές δραστηριότητες θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι εν λόγω μεταβατικές δραστηριότητες διαγράφουν αξιόπιστη πορεία προς την κατεύθυνση της κλιματικής ουδετερότητας, και θα πρέπει να προσαρμόζονται αναλόγως ανά τακτά διαστήματα.

(42)

Μια οικονομική δραστηριότητα θα χαρακτηρίζεται ως συμβάλλουσα σημαντικά σε έναν ή περισσότερους από τους περιβαλλοντικούς στόχους που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, όταν αυτή διαμορφώνει με άμεσο τρόπο ευνοϊκές συνθήκες ώστε άλλες δραστηριότητες να μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά σε έναν ή περισσότερους από αυτούς τους στόχους. Οι ευνοϊκές δραστηριότητες αυτές δεν θα πρέπει να οδηγούν σε εγκλωβισμό σε περιουσιακά στοιχεία που υπονομεύουν τους μακροπρόθεσμους περιβαλλοντικούς στόχους, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής ζωής των στοιχείων αυτών, και θα πρέπει να έχουν σημαντικό θετικό περιβαλλοντικό αντίκτυπο βάσει εκτιμήσεων αναφορικά με τον κύκλο ζωής.

(43)

Κατά τη θέσπιση και την επικαιροποίηση των τεχνικών κριτηρίων ελέγχου, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη συναφή νομοθεσία της Ένωσης, περιλαμβανομένων των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1221/2009 (55) και (ΕΚ) αριθ. 66/2010 (56), καθώς και τη σύσταση 2013/179/ΕΕ της Επιτροπής (57) και την ανακοίνωση της Επιτροπής της 16ης Ιουλίου 2018 σχετικά με τις «Δημόσιες συμβάσεις στην υπηρεσία του περιβάλλοντος». Προς αποφυγή περιττών ασυνεπειών προς τις ταξινομήσεις των οικονομικών δραστηριοτήτων που ήδη υφίστανται για άλλους σκοπούς, η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη τις στατιστικές ταξινομήσεις που σχετίζονται με τον τομέα των περιβαλλοντικών αγαθών και υπηρεσιών, συγκεκριμένα την ταξινόμηση των δραστηριοτήτων περιβαλλοντικής προστασίας (CEPA) και την ταξινόμηση των δραστηριοτήτων διαχείρισης των πόρων (CReMA) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 538/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (58). Κατά τη θέσπιση και την επικαιροποίηση των τεχνικών κριτηρίων ελέγχου, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους υφιστάμενους περιβαλλοντικούς δείκτες και πλαίσια υποβολής εκθέσεων, που έχουν αναπτυχθεί, μεταξύ άλλων, από την Επιτροπή και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος, και τα υφιστάμενα διεθνή πρότυπα, όπως αυτά που έχουν αναπτυχθεί, μεταξύ άλλων, από τον ΟΟΣΑ.

(44)

Κατά τη θέσπιση και την επικαιροποίηση των τεχνικών κριτηρίων ελέγχου, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει επίσης υπόψη τις ιδιαιτερότητες του τομέα των υποδομών, καθώς και να λαμβάνει υπόψη τους περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς εξωτερικούς παράγοντες στο πλαίσιο ανάλυσης κόστους-οφέλους. Από την άποψη αυτή, η Επιτροπή θα πρέπει να λάβει υπόψη τη συναφή νομοθεσία της Ένωσης, περιλαμβανομένων των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2001/42/ΕΚ (59), 2011/92/ΕΕ (60), 2014/23/ΕΕ (61), 2014/24/ΕΕ (62) και 2014/25/ΕΕ (63), τα πρότυπα και την τρέχουσα μεθοδολογία, καθώς και τις εργασίες διεθνών οργανισμών όπως ο ΟΟΣΑ. Στο πλαίσιο αυτό, τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου θα πρέπει να προάγουν το κατάλληλο πλαίσιο διακυβέρνησης και να ενσωματώνουν περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και σχετικούς με τη διακυβέρνηση παράγοντες όπως αναφέρονται στις υποστηριζόμενες από τον ΟΗΕ αρχές για υπεύθυνες επενδύσεις σε όλα τα στάδια του κύκλου ζωής ενός έργου.

(45)

Τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι συναφείς οικονομικές δραστηριότητες στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου τομέα μπορούν να χαρακτηρίζονται ως περιβαλλοντικά βιώσιμες και ότι αντιμετωπίζονται ισότιμα, εφόσον συμβάλλουν ισότιμα στην επίτευξη ενός ή περισσότερων από τους περιβαλλοντικούς στόχους που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Η δυνητική ικανότητα συμβολής στην επίτευξη των εν λόγω περιβαλλοντικών στόχων μπορεί να ποικίλλει μεταξύ των τομέων, γεγονός που θα πρέπει να αποτυπώνεται στα εν λόγω κριτήρια. Εντούτοις, στο πλαίσιο εκάστου τομέα, τα εν λόγω κριτήρια δεν θα πρέπει να λειτουργούν αδίκως εις βάρος ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων έναντι άλλων αν οι πρώτες συμβάλλουν στην επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων στον ίδιο βαθμό με τις δεύτερες.

(46)

Κατά τη θέσπιση και επικαιροποίηση τεχνικών κριτηρίων ελέγχου για περιβαλλοντικά βιώσιμες δραστηριότητες, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογεί κατά πόσο η θέσπιση των εν λόγω κριτηρίων θα επέφερε αύξηση των μη αξιοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων ή θα οδηγούσε σε μη συνεκτικά κίνητρα ή θα είχε οποιονδήποτε άλλο αρνητικό αντίκτυπο στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

(47)

Προκειμένου να αποφεύγεται το υπερβολικά επαχθές κόστος συμμόρφωσης για τους οικονομικούς φορείς, η Επιτροπή θα πρέπει να θεσπίσει τεχνικά κριτήρια ελέγχου τα οποία παρέχουν επαρκή νομική σαφήνεια, είναι εφικτά και εύκολα στην εφαρμογή, και τα οποία καθιστούν δυνατό τον έλεγχο της συμμόρφωσης με εύλογο κόστος, αποφεύγοντας με αυτόν τον τρόπο τον περιττό διοικητικό φόρτο. Τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου θα μπορούσαν να απαιτούν αξιολόγηση του κύκλου ζωής, όπου αυτό είναι επαρκώς εφικτό και αναγκαίο.

(48)

Προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι επενδύσεις διοχετεύονται σε οικονομικές δραστηριότητες που έχουν τον μέγιστο θετικό αντίκτυπο στους περιβαλλοντικούς στόχους, η Επιτροπή θα πρέπει να δώσει προτεραιότητα στη θέσπιση τεχνικών κριτηρίων ελέγχου για τις οικονομικές δραστηριότητες που δυνητικά συμβάλλουν περισσότερο στην επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων.

(49)

Θα πρέπει να καθοριστούν κατάλληλα τεχνικά κριτήρια ελέγχου για τον τομέα των μεταφορών, περιλαμβανομένων των κινητών περιουσιακών στοιχείων. Τα εν λόγω κριτήρια ελέγχου θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι ο τομέας των μεταφορών, περιλαμβανομένης της διεθνούς ναυτιλίας, αντιπροσωπεύει σχεδόν το 26 % του συνόλου των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην Ένωση. Όπως αναφέρεται στο σχέδιο δράσης για τη χρηματοδότηση της αειφόρου ανάπτυξης, στον τομέα των μεταφορών αντιστοιχεί περίπου το 30 % των επιπρόσθετων ετήσιων επενδύσεων που είναι αναγκαίες για τη βιώσιμη ανάπτυξη στην Ένωση, όπως η αύξηση της ηλεκτροκίνησης ή η υποστήριξη της μετάβαση σε πιο καθαρά μέσα μεταφοράς με προαγωγή της αλλαγής του τρόπου εκτέλεσης των μεταφορών και της καλύτερης διαχείρισης της κυκλοφορίας.

(50)

Κατά την ανάπτυξη των τεχνικών κριτηρίων ελέγχου, είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διενεργεί τις κατάλληλες διαβουλεύσεις σύμφωνα με το θεματολόγιο για τη βελτίωση της νομοθεσίας. Στη διαδικασία καθορισμού και επικαιροποίησης των τεχνικών κριτηρίων ελέγχου θα πρέπει να συμμετέχουν τα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη και η διαδικασία αυτή θα πρέπει να βασίζεται στις συμβουλές εμπειρογνωμόνων που έχουν τεκμηριωμένη γνώση και πείρα στους συναφείς τομείς. Για τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή θα πρέπει να δημιουργήσει μια πλατφόρμα για τη βιώσιμη χρηματοδότηση (η «πλατφόρμα»). Η πλατφόρμα θα πρέπει να συγκροτείται από εμπειρογνώμονες που εκπροσωπούν τόσο τον δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό τομέα. Στους εμπειρογνώμονες του δημόσιου τομέα θα πρέπει να περιλαμβάνονται εκπρόσωποι από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος, τις ΕΕΑ, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και τον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στους εμπειρογνώμονες του ιδιωτικού τομέα θα πρέπει να περιλαμβάνονται εκπρόσωποι των συμμετεχόντων των χρηματοπιστωτικών και μη χρηματοπιστωτικών αγορών και των επιχειρηματικών τομέων, που εκπροσωπούν τους σχετικούς κλάδους, καθώς και πρόσωπα που διαθέτουν εμπειρογνωσία στον τομέα της λογιστικής και της υποβολής εκθέσεων. Στην πλατφόρμα θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνονται εμπειρογνώμονες που εκπροσωπούν την κοινωνία των πολιτών, συμπεριλαμβανομένων εμπειρογνωμόνων σε περιβαλλοντικά, κοινωνικά και εργασιακά θέματα καθώς και στο πεδίο της διακυβέρνησης. Οι συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές θα πρέπει να ενθαρρύνονται να ενημερώνουν την Επιτροπή αν θεωρούν ότι μια οικονομική δραστηριότητα η οποία δεν πληροί τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου ή, για την οποία δεν έχουν θεσπιστεί ακόμη τέτοια κριτήρια, θα πρέπει να χαρακτηρίζεται περιβαλλοντικά βιώσιμη, ώστε να βοηθούν την Επιτροπή στην αξιολόγηση της σκοπιμότητας της συμπλήρωσης ή επικαιροποίησης των τεχνικών κριτηρίων ελέγχου.

(51)

Η πλατφόρμα θα πρέπει να συγκροτείται σύμφωνα με τους ισχύοντες οριζόντιους κανόνες για τη δημιουργία και τη λειτουργία των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής, μεταξύ άλλων όσον αφορά τη διαδικασία επιλογής. Η διαδικασία επιλογής θα πρέπει να αποσκοπεί στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου εμπειρογνωσίας, γεωγραφικής ισορροπίας και ισόρροπης εκπροσώπησης των φύλων, καθώς και σε ισορροπημένη εκπροσώπηση της σχετικής τεχνογνωσίας, λαμβάνοντας υπόψη τα ειδικά καθήκοντα της πλατφόρμας. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επιλογής, η Επιτροπή θα πρέπει να διενεργεί αξιολόγηση σύμφωνα με τους οριζόντιους κανόνες που να καθορίζει αν υπάρχουν δυνητικές συγκρούσεις συμφερόντων και να λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για την επίλυση τυχόν τέτοιων συγκρούσεων.

(52)

Η πλατφόρμα θα πρέπει να παρέχει συμβουλές στην Επιτροπή σχετικά με την ανάπτυξη, την ανάλυση και την επανεξέταση των τεχνικών κριτηρίων ελέγχου, περιλαμβανομένου του δυνητικού αντικτύπου των κριτηρίων αυτών στην αποτίμηση περιουσιακών στοιχείων που χαρακτηρίζονται περιβαλλοντικά βιώσιμα περιουσιακά στοιχεία βάσει των υφιστάμενων πρακτικών της αγοράς. Η πλατφόρμα θα πρέπει επίσης να συμβουλεύει την Επιτροπή σχετικά με το κατά πόσον τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου είναι κατάλληλα για χρήση σε μελλοντικές πρωτοβουλίες πολιτικής της Ένωσης που αποσκοπούν στη διευκόλυνση των βιώσιμων επενδύσεων και σχετικά με τον πιθανό ρόλο των λογιστικών προτύπων βιωσιμότητας και των προτύπων βιωσιμότητας όσον αφορά την υποβολή εκθέσεων κατά την υποστήριξη της εφαρμογής των τεχνικών κριτηρίων ελέγχου. Η πλατφόρμα θα πρέπει να παρέχει συμβουλές στην Επιτροπή σχετικά με την ανάπτυξη περαιτέρω μέτρων για τη βελτίωση της διαθεσιμότητας και της ποιότητας των δεδομένων, λαμβάνοντας υπόψη τον στόχο της αποφυγής περιττού διοικητικού φόρτου, της αντιμετώπισης άλλων στόχων βιωσιμότητας, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών στόχων, και της λειτουργίας των ελάχιστων διασφαλίσεων και της ενδεχόμενης ανάγκης συμπλήρωσής τους.

(53)

Η Επιτροπή θα πρέπει να διατηρήσει την υφιστάμενη ομάδα εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών για τη βιώσιμη χρηματοδότηση και να της χορηγήσει επίσημο καθεστώς. Τα καθήκοντα της εν λόγω ομάδας εμπειρογνωμόνων θα συνίστανται, μεταξύ άλλων, στην παροχή συμβουλών στην Επιτροπή σχετικά με την καταλληλότητα των τεχνικών κριτηρίων ελέγχου και την προσέγγιση της πλατφόρμας σε σχέση με την ανάπτυξη των εν λόγω κριτηρίων. Για τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή θα πρέπει να ενημερώνει τα κράτη μέλη με τακτικές συνεδριάσεις της ομάδας εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών για τη βιώσιμη χρηματοδότηση.

(54)

Προκειμένου να διευκρινιστούν οι απαιτήσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, και ιδίως να καθοριστούν και να επικαιροποιούνται για διάφορες οικονομικές δραστηριότητες αναλυτικά και βαθμονομημένα τεχνικά κριτήρια ελέγχου ως προς το τι συνιστά «σημαντική συμβολή» και «σημαντική επιβάρυνση» για τους περιβαλλοντικούς στόχους, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ όσον αφορά τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τη συμμόρφωση προς την υποχρέωση δημοσιοποίησης δυνάμει του παρόντος κανονισμού και όσον αφορά τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, όπως μέσω της πλατφόρμας και της ομάδας εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών για τη βιώσιμη χρηματοδότηση, και οι διαβουλεύσεις αυτές να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (64). Ειδικότερα, προκειμένου να διασφαλίζεται η ισότιμη συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονες τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

(55)

Ο παρών κανονισμός συμπληρώνει τις απαιτήσεις ως προς τη γνωστοποίηση που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2088. Για να διασφαλιστεί η ομαλή και αποτελεσματική παρακολούθηση της συμμόρφωσης των συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές με τον παρόντα κανονισμό, τα κράτη μέλη θα πρέπει να βασίζονται στις αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2088. Για την επιβολή της συμμόρφωσης, τα κράτη μέλη θα πρέπει επιπλέον να καθορίσουν κανόνες για τα μέτρα και τις κυρώσεις, που θα έχουν αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα. Οι εθνικές αρμόδιες αρχές και οι ΕΕΑ θα πρέπει να ασκούν τις εξουσίες παρέμβασης για τα προϊόντα που καθορίζονται στους κανονισμούς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 600/2014 (65), (ΕΕ) αριθ. 1286/2014 (66) και (ΕΕ) 2019/1238 (67) επίσης όσον αφορά τις πρακτικές καταχρηστικών πωλήσεων ή τις παραπλανητικές γνωστοποιήσεις των σχετικών με τη βιωσιμότητα πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων πληροφόρησης που απαιτούνται δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

(56)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική και βιώσιμη οργάνωση των πρακτικών για τις εργασίες και τις συνεδριάσεις τόσο της πλατφόρμας όσο και της ομάδας εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών για τη βιώσιμη χρηματοδότηση και για να καταστεί δυνατή η ευρεία συμμετοχή και αποτελεσματική αλληλεπίδραση μεταξύ των ομάδων, των επιμέρους ομάδων τους, της Επιτροπής και των ενδιαφερομένων μερών, θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο αυξημένης χρήσης ψηφιακών, συμπεριλαμβανομένων των εικονικών τεχνολογιών, όπου αρμόζει.

(57)

Προκειμένου να δοθεί αρκετός χρόνος στους συναφείς παράγοντες ώστε να εξοικειωθούν με τα κριτήρια για τον χαρακτηρισμό ως περιβαλλοντικά βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και να προετοιμαστούν για την εφαρμογή τους, οι υποχρεώσεις που ορίζει ο παρών κανονισμός θα πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή, για κάθε περιβαλλοντικό στόχο, δώδεκα μήνες μετά τη θέσπιση των συναφών τεχνικών κριτηρίων ελέγχου.

(58)

Η διάταξη του παρόντος κανονισμού που αναφέρεται σε καθεστώτα φορολογικών κινήτρων βάσει πιστοποιητικών που υφίστανται πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, δεν θίγει τις αντίστοιχες αρμοδιότητες της Ένωσης και των κρατών μελών όσον αφορά τις φορολογικές διατάξεις, όπως ορίζεται στις Συνθήκες.

(59)

Η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να επανεξετάζεται τακτικά προκειμένου να αξιολογούνται, μεταξύ άλλων: η πρόοδος σχετικά όσον αφορά την ανάπτυξη τεχνικών κριτηρίων ελέγχου για περιβαλλοντικά βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες· η ενδεχόμενη αναγκαιότητα αναθεώρησης και συμπλήρωσης των εν λόγω κριτηρίων, βάσει των οποίων μια οικονομική δραστηριότητα χαρακτηρίζεται περιβαλλοντικά βιώσιμη· η αποτελεσματικότητα του συστήματος ταξινόμησης περιβαλλοντικά βιώσιμων οικονομικών δραστηριοτήτων στη διοχέτευση ιδιωτικών επενδύσεων σε τέτοιες δραστηριότητες και ιδίως όσον αφορά τη ροή κεφαλαίων σε ιδιωτικές επιχειρήσεις και άλλες νομικές οντότητες· και η περαιτέρω ανάπτυξη του συστήματος ταξινόμησης, μεταξύ άλλων με την επέκταση του πεδίου εφαρμογής της πέραν των περιβαλλοντικά βιώσιμων οικονομικών δραστηριοτήτων, προκειμένου να καλυφθούν δραστηριότητες που βλάπτουν σημαντικά το περιβάλλον, καθώς και άλλοι στόχοι βιωσιμότητας, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών στόχων.

(60)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού δεν μπορούν να επιτευχθούν ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω της ανάγκης για την καθιέρωση ομοιόμορφων κριτηρίων σε επίπεδο Ένωσης για τις περιβαλλοντικά βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των στόχων αυτών,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει τα κριτήρια με τα οποία προσδιορίζεται αν μια οικονομική δραστηριότητα χαρακτηρίζεται περιβαλλοντικά βιώσιμη, προκειμένου να προσδιοριστεί ο βαθμός στον οποίο μία επένδυση είναι περιβαλλοντικά βιώσιμη.

2.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται:

α)

στα μέτρα που θεσπίζουν τα κράτη μέλη ή η Ένωση τα οποία επιβάλλουν απαιτήσεις για τους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές ή στους εκδότες όσον αφορά χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή εταιρικά ομόλογα τα οποία διατίθενται ως περιβαλλοντικά βιώσιμα·

β)

σε συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές οι οποίοι διαθέτουν χρηματοπιστωτικά προϊόντα·

γ)

σε επιχειρήσεις που υπόκεινται στην υποχρέωση δημοσίευσης μη χρηματοοικονομικής κατάστασης ή ενοποιημένης μη χρηματοοικονομικής κατάστασης σύμφωνα με το άρθρο 19α ή το άρθρο 29α της οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (68), αντίστοιχα.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«περιβαλλοντικά βιώσιμη επένδυση»: επένδυση σε μία ή περισσότερες οικονομικές δραστηριότητες οι οποίες χαρακτηρίζονται περιβαλλοντικά βιώσιμες, δυνάμει του παρόντος κανονισμού·

2)

«συμμετέχων στις χρηματοπιστωτικές αγορές»: συμμετέχων στις χρηματοπιστωτικές αγορές όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2088 και περιλαμβάνει τον κατασκευαστή ενός συνταξιοδοτικού προϊόντος στο οποίο ένα κράτος μέλος έχει αποφασίσει να εφαρμόσει τον εν λόγω κανονισμό σύμφωνα με το άρθρο 16 του εν λόγω κανονισμού·

3)

«χρηματοπιστωτικό προϊόν»: χρηματοπιστωτικό προϊόν όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 12 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2088·

4)

«εκδότης»: εκδότης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο η) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1129 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (69)·

5)

«μετριασμός της κλιματικής αλλαγής»: η διαδικασία συγκράτησης της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη πολύ κάτω από τους 2 °C και καταβολής προσπαθειών για τον περιορισμό της σε 1,5 °C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, κατά τα προβλεπόμενα στη συμφωνία του Παρισιού·

6)

«προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή»: η διαδικασία προσαρμογής στην πραγματική και αναμενόμενη κλιματική αλλαγή και στις επιπτώσεις της·

7)

«αέριο του θερμοκηπίου»: αέριο του θερμοκηπίου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 525/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (70)·

8)

«ιεράρχηση των αποβλήτων»: η ιεράρχηση των αποβλήτων όπως ορίζεται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ·

9)

«κυκλική οικονομία»: οικονομικό σύστημα στο οποίο διατηρείται η αξία των προϊόντων, των υλικών και άλλων πόρων στην οικονομία για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα με την ενίσχυση της αποτελεσματικής χρήσης τους στην παραγωγή και κατανάλωση, μειώνοντας με αυτόν τον τρόπο τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο της χρήσης τους, και με την ελαχιστοποίηση των αποβλήτων και της αποδέσμευσης επικίνδυνων ουσιών σε όλα τα στάδια του κύκλου ζωής τους, μεταξύ άλλων μέσω της εφαρμογής της ιεράρχησης των αποβλήτων·

10)

«ρύπος»: ουσία, κραδασμός, θερμότητα, θόρυβος, φως ή άλλη πρόσμειξη που βρίσκεται στην ατμόσφαιρα, τα ύδατα ή το έδαφος που ενδέχεται να βλάψει την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον, να οδηγήσει σε υποβάθμιση υλικών αγαθών, να παραβλάψει ή να εμποδίσει τις λειτουργίες αναψυχής και άλλες νόμιμες χρήσεις του περιβάλλοντος·

11)

«έδαφος»: το ανώτερο στρώμα του στερεού φλοιού της Γης, μεταξύ του γεωλογικού υποβάθρου και της επιφάνειας, που αποτελείται από ανόργανα και οργανικά συστατικά, νερό, αέρα και έμβιους οργανισμούς·

12)

«ρύπανση»:

α)

η άμεση ή έμμεση εισαγωγή ρύπων στην ατμόσφαιρα, τα ύδατα ή το έδαφος ως αποτέλεσμα ανθρώπινης δραστηριότητας·

β)

στο πλαίσιο του θαλάσσιου περιβάλλοντος, η ρύπανση όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 8 της οδηγίας 2008/56/ΕΚ·

γ)

στο πλαίσιο του υδάτινου περιβάλλοντος, η ρύπανση όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 33 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ·

13)

«οικοσύστημα»: δυναμικό συγκρότημα κοινοτήτων φυτών, ζώων και μικροοργανισμών και του αβιοτικού περιβάλλοντός τους που αλληλοεπιδρούν ως λειτουργική μονάδα·

14)

«υπηρεσίες οικοσυστημάτων»: οι άμεσες και έμμεσες συνεισφορές των οικοσυστημάτων στα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτιστικά και άλλα οφέλη που αποκομίζει ο άνθρωπος από τα εν λόγω οικοσυστήματα·

15)

«βιοποικιλότητα»: η ποικιλομορφία των ζώντων οργανισμών προερχόμενη από όλες τις πηγές στις οποίες συμπεριλαμβάνονται τα χερσαία, τα θαλάσσια και άλλα υδάτινα οικοσυστήματα και τα οικολογικά συμπλέγματα των οποίων αποτελούν τμήμα και συμπεριλαμβάνει την ποικιλομορφία εντός και μεταξύ των ειδών και την ποικιλομορφία των οικοσυστημάτων·

16)

«καλή κατάσταση» σε σχέση με ένα οικοσύστημα: ένα οικοσύστημα που είναι σε καλή φυσική, χημική και βιολογική κατάσταση ή έχει καλή φυσική, χημική και βιολογική ποιότητα και που διαθέτει ικανότητα αυτοαναπαραγωγής ή αυτοαποκατάστασης της ισορροπίας, στο οποίο δεν θίγονται η σύνθεση των ειδών, η δομή των οικοσυστημάτων και οι οικολογικές λειτουργίες·

17)

«ενεργειακή απόδοση»: η αποτελεσματικότερη χρήση της ενέργειας σε όλα τα στάδια της ενεργειακής αλυσίδας από την παραγωγή έως την τελική κατανάλωση·

18)

«θαλάσσια ύδατα»: τα θαλάσσια ύδατα όπως ορίζονται στο άρθρο 3 σημείο 1 της οδηγίας 2008/56/ΕΚ·

19)

«επιφανειακά ύδατα»: τα επιφανειακά ύδατα όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 1 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ·

20)

«υπόγεια ύδατα»: τα υπόγεια ύδατα όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 2 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ·

21)

«καλή περιβαλλοντική κατάσταση»: η καλή περιβαλλοντική κατάσταση όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 5 της οδηγίας 2008/56/ΕΚ·

22)

«καλή κατάσταση»:

α)

στην περίπτωση των επιφανειακών υδάτων, τόσο «καλή οικολογική κατάσταση» όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 22 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ όσο και «καλή χημική κατάσταση» όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 24 της εν λόγω οδηγίας·

β)

στην περίπτωση των υπόγειων υδάτων, τόσο «καλή χημική κατάσταση» όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 25 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ όσο και «καλή ποσοτική κατάσταση» όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 28 της εν λόγω οδηγίας·

23)

«καλό οικολογικό δυναμικό»: καλό οικολογικό δυναμικό όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 23 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ ΒΙΩΣΙΜΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

Άρθρο 3

Κριτήρια των περιβαλλοντικά βιώσιμων οικονομικών δραστηριοτήτων

Προκειμένου να προσδιοριστεί ο βαθμός στον οποίο μία επένδυση είναι περιβαλλοντικά βιώσιμη, μια οικονομική δραστηριότητα χαρακτηρίζεται περιβαλλοντικά βιώσιμη όταν η εν λόγω οικονομική δραστηριότητα:

α)

συμβάλλει σημαντικά στην επίτευξη ενός ή περισσοτέρων από τους περιβαλλοντικούς στόχους που καθορίζονται στο άρθρο 9 σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 16·

β)

σύμφωνα με το άρθρο 17, δεν επιβαρύνει σημαντικά κανέναν από τους περιβαλλοντικούς στόχους που καθορίζονται στο άρθρο 9·

γ)

ασκείται σύμφωνα με τις ελάχιστες διασφαλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 18, και

δ)

συμμορφώνεται προς τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου που θεσπίζει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 3, το άρθρο 11 παράγραφος 3, το άρθρο 12 παράγραφος 2, το άρθρο 13 παράγραφος 2, το άρθρο 14 παράγραφος 2 ή το άρθρο 15 παράγραφος 2.

Άρθρο 4

Χρήση κριτηρίων των περιβαλλοντικά βιώσιμων οικονομικών δραστηριοτήτων σε δημόσια μέτρα, σε πρότυπα και σε σήματα

Τα κράτη μέλη και η Ένωση εφαρμόζουν τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 3 για τον προσδιορισμό εάν μια οικονομική δραστηριότητα μπορεί να χαρακτηριστεί ως περιβαλλοντικά βιώσιμη, για τους σκοπούς οποιωνδήποτε μέτρων προβλέπουν απαιτήσεις για τους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές ή τους εκδότες αναφορικά με χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή εταιρικά ομόλογα τα οποία διατίθενται ως «περιβαλλοντικά βιώσιμα».

Άρθρο 5

Διαφάνεια των περιβαλλοντικά βιώσιμων επενδύσεων σε προσυμβατικές γνωστοποιήσεις και σε περιοδικές εκθέσεις

Όταν χρηματοπιστωτικό προϊόν όπως αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1, 2 ή 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2088 επενδύει σε οικονομική δραστηριότητα που συμβάλλει σε περιβαλλοντικό στόχο κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 17 του εν λόγω κανονισμού, οι πληροφορίες που πρέπει να γνωστοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3 και με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α)

τις πληροφορίες σχετικά με τον περιβαλλοντικό στόχο ή τους περιβαλλοντικούς στόχους όπως ορίζονται στο άρθρο 9 του παρόντος κανονισμού στους οποίους συμβάλλει η υποκείμενη επένδυση του χρηματοπιστωτικού προϊόντος, και

β)

περιγραφή του τρόπου και του βαθμού στον οποίο οι υποκείμενες επενδύσεις του χρηματοπιστωτικού προϊόντος αποτελούν οικονομικές δραστηριότητες οι οποίες χαρακτηρίζονται ως περιβαλλοντικά βιώσιμες δυνάμει του άρθρου 3 του παρόντος κανονισμού.

Η περιγραφή που αναφέρεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου του παρόντος άρθρου προσδιορίζει την αναλογία των επενδύσεων σε περιβαλλοντικά βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες που επιλέγονται για το χρηματοπιστωτικό προϊόν, συμπεριλαμβανομένων λεπτομερειών σχετικά με τα ποσοστά ευνοϊκών δραστηριοτήτων και δραστηριοτήτων μετάβασης που αναφέρονται στο άρθρο 16 και στο άρθρο 10 παράγραφος 2, αντίστοιχα, ως ποσοστό επί του συνόλου των επενδύσεων που έχουν επιλεγεί για το χρηματοπιστωτικό προϊόν.

Άρθρο 6

Διαφάνεια των χρηματοπιστωτικών προϊόντων που προωθούν τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά σε προσυμβατικές γνωστοποιήσεις και σε περιοδικές εκθέσεις

Όταν ένα χρηματοπιστωτικό προϊόν όπως αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2088 προωθεί περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, εφαρμόζεται κατ’ αναλογία το άρθρο 5 του παρόντος κανονισμού.

Οι πληροφορίες που πρέπει να γνωστοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3 και με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2088 συνοδεύονται από την ακόλουθη δήλωση:

«Η απαίτηση “εφόσον δεν βλάπτουν σοβαρά” εφαρμόζεται μόνο σε εκείνες τις υποκείμενες επενδύσεις του χρηματοπιστωτικού προϊόντος οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τα κριτήρια της ΕΕ για περιβαλλοντικά βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες.

Οι υποκείμενες επενδύσεις του εναπομένοντος τμήματος του παρόντος χρηματοπιστωτικού προϊόντος δεν λαμβάνουν υπόψη τα κριτήρια της ΕΕ για περιβαλλοντικά βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες.».

Άρθρο 7

Διαφάνεια άλλων χρηματοπιστωτικών προϊόντων σε προσυμβατικές γνωστοποιήσεις και σε περιοδικές εκθέσεις

Όταν ένα χρηματοπιστωτικό προϊόν δεν υπόκειται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 ή στο άρθρο 9 παράγραφος 1, 2 ή 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2088, οι πληροφορίες που πρέπει να γνωστοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της τομεακής νομοθεσίας που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 και στο άρθρο 11 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού συνοδεύονται από την ακόλουθη δήλωση:

«Οι υποκείμενες επενδύσεις του παρόντος χρηματοπιστωτικού προϊόντος δεν λαμβάνουν υπόψη τα κριτήρια της ΕΕ για περιβαλλοντικά βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες.».

Άρθρο 8

Διαφάνεια μη οικονομικών καταστάσεων των επιχειρήσεων

1.   Κάθε επιχείρηση που υπόκειται σε υποχρέωση δημοσίευσης μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 19α ή με το άρθρο 29α της οδηγίας 2013/34/ΕΕ περιλαμβάνει στη μη χρηματοοικονομική κατάσταση της ή στην ενοποιημένη μη χρηματοοικονομική κατάσταση πληροφορίες για τον τρόπο και τον βαθμό στον οποίο οι δραστηριότητες της επιχείρησης συνδέονται με οικονομικές δραστηριότητες που χαρακτηρίζονται ως περιβαλλοντικά βιώσιμες, δυνάμει των άρθρων 3 και 9 του παρόντος κανονισμού.

2.   Ειδικότερα, οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις γνωστοποιούν τα ακόλουθα:

α)

το ποσοστό του κύκλου εργασιών τους από προϊόντα ή υπηρεσίες που συνδέονται με οικονομικές δραστηριότητες που χαρακτηρίζονται ως περιβαλλοντικά βιώσιμες βάσει των άρθρων 3 και 9, και

β)

το ποσοστό των κεφαλαιουχικών δαπανών τους και η αναλογία των λειτουργικών δαπανών τους που σχετίζονται με περιουσιακά στοιχεία ή διαδικασίες που συνδέονται με οικονομικές δραστηριότητες που χαρακτηρίζονται ως περιβαλλοντικά βιώσιμες βάσει των άρθρων 3 και 9.

3.   Εάν μια επιχείρηση δημοσιεύει μη χρηματοοικονομικές πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 19α ή με το άρθρο 29α της οδηγίας 2013/34/ΕΕ σε χωριστή έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 19α παράγραφος 4 ή το άρθρο 29α παράγραφος 4 της εν λόγω οδηγίας, οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου δημοσιεύονται στην εν λόγω χωριστή έκθεση.

4.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 23 για να συμπληρώσει τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου προκειμένου να διευκρινίσει το περιεχόμενο και την παρουσίαση των πληροφοριών που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με τις εν λόγω παραγράφους, συμπεριλαμβανομένης της μεθοδολογίας που χρησιμοποιείται ώστε να συμμορφωθεί με αυτές, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες τόσο των χρηματοπιστωτικών όσο και των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, καθώς και τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου που θεσπίστηκαν δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Η Επιτροπή εκδίδει την εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξη έως την 1η Ιουνίου 2021.

Άρθρο 9

Περιβαλλοντικοί στόχοι

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, οι περιβαλλοντικοί στόχοι είναι οι εξής:

α)

ο μετριασμός της κλιματικής αλλαγής·

β)

η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή·

γ)

η βιώσιμη χρήση και προστασία των υδάτινων και των θαλάσσιων πόρων·

δ)

η μετάβαση σε μια κυκλική οικονομία·

ε)

η πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης·

στ)

η προστασία και αποκατάσταση της βιοποικιλότητας και των οικοσυστημάτων.

Άρθρο 10

Σημαντική συμβολή στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής

1.   Μια οικονομική δραστηριότητα χαρακτηρίζεται ως συμβάλλουσα σημαντικά στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής όταν η δραστηριότητα αυτή συμβάλλει σημαντικά στη σταθεροποίηση των συγκεντρώσεων αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα σε επίπεδο που να εμποδίζει την επικίνδυνη ανθρωπογενή παρέμβαση στο κλιματικό σύστημα σύμφωνα με τον μακροπρόθεσμο στόχο της συμφωνίας του Παρισιού σχετικά με τη θερμοκρασία μέσω της αποφυγής ή της μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου ή της αύξησης της απορρόφησης των αερίων του θερμοκηπίου, μεταξύ άλλων μέσω καινοτομιών στις διαδικασίες ή καινοτομιών στα προϊόντα, όπως:

α)

παραγωγή, μεταφορά, αποθήκευση, διανομή ή χρήση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2018/2001, μεταξύ άλλων με χρήση καινοτόμου τεχνολογίας με δυνατότητα σημαντικής εξοικονόμησης στο μέλλον ή μέσω σημαντικής ενίσχυσης ή επέκτασης του δικτύου·

β)

βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, με εξαίρεση τις δραστηριότητες παραγωγής ενέργειας που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 3·

γ)

ενίσχυση της καθαρής ή κλιματικά ουδέτερης κινητικότητας·

δ)

μετάβαση στη χρήση ανανεώσιμων υλικών που προέρχονται από βιώσιμες πηγές·

ε)

ενίσχυση της χρήσης περιβαλλοντικά ασφαλών τεχνολογιών δέσμευσης και χρήσης διοξειδίου του άνθρακα (CCU) και δέσμευσης και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα (CCS) που πετυχαίνουν καθαρή μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου·

στ)

ενίσχυση των καταβοθρών άνθρακα, μεταξύ άλλων μέσω της αποφυγής της αποψίλωσης και της υποβάθμισης των δασών, της αποκατάστασης των δασών, της βιώσιμης διαχείρισης και της αποκατάστασης των καλλιεργήσιμων εκτάσεων, των λειμώνων και των υγροβιότοπων, της δάσωσης και της αναγέννησης της γεωργίας·

ζ)

δημιουργία των ενεργειακών υποδομών που είναι απαραίτητες προκειμένου να καταστεί εφικτή η απεξάρτηση των ενεργειακών συστημάτων από τον άνθρακα·

η)

παραγωγή καθαρών και αποδοτικών καυσίμων από ανανεώσιμες πηγές ή πηγές με ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα, ή

θ)

καθιστώντας δυνατή οποιαδήποτε εκ των ανωτέρω ενεργειών που παρατίθενται στα στοιχεία α) έως η) της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με το άρθρο 16.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, μια οικονομική δραστηριότητα για την οποία δεν υπάρχει τεχνολογικά και οικονομικά εφικτή εναλλακτική λύση χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών, χαρακτηρίζεται ως συμβάλλουσα σημαντικά στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, όπου στηρίζει τη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία που συνάδει με την πορεία για τον περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας σε 1,5 °C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, συμπεριλαμβανομένης της σταδιακής εξάλειψης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, ιδίως των εκπομπών από στερεά ορυκτά καύσιμα, και εφόσον η εν λόγω δραστηριότητα:

α)

διαθέτει επίπεδα εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που αντιστοιχούν στις καλύτερες επιδόσεις στον τομέα ή στον κλάδο·

β)

δεν παρεμποδίζει την εξέλιξη και την ανάπτυξη εναλλακτικών λύσεων χαμηλών εκπομπών άνθρακα, και

γ)

δεν οδηγεί σε εγκλωβισμό περιουσιακών στοιχείων υψηλής έντασης άνθρακα, λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική ζωή των στοιχείων αυτών.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου και για τη θέσπιση τεχνικών κριτηρίων ελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 19, η Επιτροπή αξιολογεί τη δυνητική συμβολή και σκοπιμότητα όλων των σχετικών υφιστάμενων τεχνολογιών.

3.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 23 με σκοπό:

α)

να συμπληρώνει τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου με τη θέσπιση τεχνικών κριτηρίων ελέγχου για τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες μια συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα θεωρείται ότι συμβάλλει σημαντικά στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, και

β)

να συμπληρώνει το άρθρο 17 με τη θέσπιση, για κάθε σχετικό περιβαλλοντικό στόχο, τεχνικών κριτηρίων ελέγχου προκειμένου να προσδιορίζεται κατά πόσο μια οικονομική δραστηριότητα, ανάλογα με τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου που έχουν καθοριστεί σύμφωνα με το στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου, επιβαρύνει σημαντικά έναν ή περισσότερους από τους εν λόγω στόχους.

4.   Πριν από την έκδοση της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή συμβουλεύεται την πλατφόρμα που αναφέρεται στο άρθρο 20 σχετικά με τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

5.   Η Επιτροπή καθορίζει τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου σε μία κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις του άρθρου 19.

6.   Η Επιτροπή εκδίδει την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 3 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020, ώστε να εξασφαλιστεί η εφαρμογή της από την 1η Ιανουαρίου 2022.

Άρθρο 11

Σημαντική συμβολή στην προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή

1.   Μια οικονομική δραστηριότητα χαρακτηρίζεται ως συμβάλλουσα σημαντικά στην προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή όταν η εν λόγω δραστηριότητα:

α)

περιλαμβάνει λύσεις προσαρμογής που είτε μειώνουν σημαντικά τον κίνδυνο του αρνητικού αντικτύπου των υφιστάμενων και αναμενόμενων μελλοντικών κλιματικών συνθηκών στην ίδια την οικονομική δραστηριότητα είτε μειώνουν σημαντικά τον εν λόγω αρνητικό αντίκτυπο, χωρίς να αυξάνουν τον κίνδυνο αρνητικού αντικτύπου σε ανθρώπους, φυσικούς πόρους ή περιουσιακά στοιχεία, ή

β)

παρέχει λύσεις προσαρμογής οι οποίες, επιπλέον της ικανοποίησης των όρων που ορίζονται στο άρθρο 16, συμβάλλουν σημαντικά στην πρόληψη ή τη μείωση του κινδύνου αρνητικού αντικτύπου των υφιστάμενων και αναμενόμενων μελλοντικών κλιματικών συνθηκών σε ανθρώπους, φυσικούς πόρους ή περιουσιακά στοιχεία, χωρίς να αυξάνεται ο κίνδυνος αρνητικού αντικτύπου σε ανθρώπους, φυσικούς πόρους ή περιουσιακά στοιχεία.

2.   Οι λύσεις προσαρμογής που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) αξιολογούνται και ιεραρχούνται με χρήση των βέλτιστων διαθέσιμων προβλέψεων για το κλίμα και, κατ’ ελάχιστον, αποτρέπουν ή περιορίζουν:

α)

τον αρνητικό αντίκτυπο της κλιματικής αλλαγής στην οικονομική δραστηριότητα για συγκεκριμένη τοποθεσία και συγκεκριμένο πλαίσιο, ή

β)

τον πιθανό αρνητικό αντίκτυπο της κλιματικής αλλαγής στο περιβάλλον στο πλαίσιο του οποίου ασκείται η οικονομική δραστηριότητα.

3.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 23 με σκοπό:

α)

να συμπληρώνει τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου θεσπίζοντας τεχνικά κριτήρια ελέγχου για τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες μια συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα θεωρείται ότι συμβάλλει σημαντικά στην προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, και

β)

να συμπληρώνει το άρθρο 17 θεσπίζοντας, για κάθε σχετικό περιβαλλοντικό στόχο, τεχνικά κριτήρια ελέγχου προκειμένου να προσδιορίζεται κατά πόσο μια οικονομική δραστηριότητα, για την οποία έχουν θεσπιστεί τεχνικά κριτήρια ελέγχου δυνάμει του στοιχείου α) της παρούσας παραγράφου, επιβαρύνει σημαντικά έναν ή περισσότερους από τους εν λόγω στόχους.

4.   Πριν από την έκδοση της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή συμβουλεύεται την πλατφόρμα που αναφέρεται στο άρθρο 20 σχετικά με τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

5.   Η Επιτροπή καθορίζει τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου σε μία κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις του άρθρου 19.

6.   Η Επιτροπή εκδίδει την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 3 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020, ώστε να εξασφαλιστεί η εφαρμογή της από την 1η Ιανουαρίου 2022.

Άρθρο 12

Σημαντική συμβολή στη βιώσιμη χρήση και στην προστασία των υδάτων και των θαλάσσιων πόρων

1.   Μια οικονομική δραστηριότητα χαρακτηρίζεται ως συμβάλλουσα σημαντικά στη βιώσιμη χρήση και στην προστασία των υδάτινων και των θαλάσσιων πόρων όταν η εν λόγω δραστηριότητα είτε συμβάλλει σημαντικά στην επίτευξη της καλής κατάστασης των υδατικών συστημάτων, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων επιφανειακών και υπόγειων υδάτων, ή στην πρόληψη της επιδείνωσης των υδατικών συστημάτων που βρίσκονται ήδη σε καλή κατάσταση, ή συμβάλλει σημαντικά στην επίτευξη της καλής περιβαλλοντικής κατάστασης των θαλάσσιων υδάτων, ή στην πρόληψη της επιδείνωσης των θαλάσσιων υδάτων που βρίσκονται ήδη σε καλή περιβαλλοντική κατάσταση, μέσω:

α)

της προστασίας του περιβάλλοντος από τις δυσμενείς επιπτώσεις της απόρριψης αστικών και βιομηχανικών λυμάτων, μεταξύ άλλων και από ρυπαντές που προκαλούν μεγάλη ανησυχία, όπως τα φαρμακευτικά προϊόντα και τα μικροπλαστικά, για παράδειγμα διασφαλίζοντας την κατάλληλη συλλογή, επεξεργασία και απόρριψη αστικών και βιομηχανικών λυμάτων·

β)

της προστασίας της ανθρώπινης υγείας από τον αρνητικό αντίκτυπο τυχόν μόλυνσης του νερού που προορίζεται για ανθρώπινη κατανάλωση διασφαλίζοντας ότι δεν περιέχει μικροοργανισμούς, παράσιτα και ουσίες που συνιστούν δυνητικό κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία και ενισχύει την πρόσβαση των πολιτών σε καθαρό πόσιμο νερό·

γ)

της βελτίωσης της διαχείρισης και της αποδοτικότητας των υδάτων, μεταξύ άλλων μέσω της προστασίας και της ενίσχυσης της κατάστασης των υδάτινων οικοσυστημάτων, μέσω της προώθησης της βιώσιμης χρήσης των υδάτων βάσει της μακροπρόθεσμης προστασίας των διαθέσιμων υδάτινων πόρων μεταξύ άλλων βάσει μέτρων όπως η επαναχρησιμοποίηση των υδάτων, μέσω της διασφάλισης της σταδιακής μείωσης των εκπομπών ρύπων στα επιφανειακά και τα υπόγεια ύδατα, μέσω της συμβολής στον μετριασμό των επιπτώσεων φαινομένων πλημμύρας ή ξηρασίας, ή βάσει οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας που προστατεύει ή βελτιώνει την ποιοτική και ποσοτική κατάσταση των υδατικών συστημάτων·

δ)

της διασφάλισης της βιώσιμης χρήσης των υπηρεσιών θαλάσσιων οικοσυστημάτων ή της συμβολής στην καλή περιβαλλοντική κατάσταση των θαλάσσιων υδάτων, μεταξύ άλλων με την προστασία, τη διατήρηση ή την αποκατάσταση του θαλάσσιου περιβάλλοντος και με την πρόληψη και τον περιορισμό των εισροών στο θαλάσσιο περιβάλλον, ή

ε)

καθιστώντας δυνατή οποιαδήποτε εκ των ενεργειών που παρατίθενται στα στοιχεία α) έως δ) της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με το άρθρο 16.

2.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 23 με σκοπό:

α)

να συμπληρώνει την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου θεσπίζοντας τεχνικά κριτήρια ελέγχου για τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες μια συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα θεωρείται ότι συμβάλλει σημαντικά στη βιώσιμη χρήση και προστασία των υδάτινων και των θαλάσσιων πόρων, και

β)

να συμπληρώνει το άρθρο 17 θεσπίζοντας, για κάθε σχετικό περιβαλλοντικό στόχο, τεχνικά κριτήρια ελέγχου προκειμένου να προσδιορίζεται κατά πόσο μια οικονομική δραστηριότητα, για την οποία έχουν θεσπιστεί τεχνικά κριτήρια ελέγχου δυνάμει του στοιχείου α) της παρούσας παραγράφου, επιβαρύνει σημαντικά έναν ή περισσότερους από τους εν λόγω στόχους.

3.   Πριν από την έκδοση της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή συμβουλεύεται την πλατφόρμα που αναφέρεται στο άρθρο 20 σχετικά με τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

4.   Η Επιτροπή καθορίζει τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις του άρθρου 19.

5.   Η Επιτροπή εκδίδει την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021, ώστε να εξασφαλιστεί η εφαρμογή της από την 1η Ιανουαρίου 2023.

Άρθρο 13

Σημαντική συμβολή στη μετάβαση προς την κυκλική οικονομία

1.   Μια οικονομική δραστηριότητα χαρακτηρίζεται ως συμβάλλουσα σημαντικά στη μετάβαση σε μια κυκλική οικονομία, συμπεριλαμβανομένης της πρόληψης δημιουργίας αποβλήτων, της επαναχρησιμοποίησης και της ανακύκλωσης, όταν η εν λόγω δραστηριότητα:

α)

της χρησιμοποιεί τους φυσικούς πόρους, συμπεριλαμβανομένων των βιολογικών πρώτων υλών που προέρχονται από βιώσιμες πηγές και άλλων πρώτων υλών, στην παραγωγή πιο αποδοτικά, μεταξύ άλλων:

i)

μειώνοντας τη χρήση πρωτογενών πρώτων υλών ή αυξάνοντας τη χρήση υποπροϊόντων και δευτερογενών πρώτων υλών, ή

ii)

λαμβάνοντας μέτρα για τους πόρους και την ενεργειακή απόδοση·

β)

ενισχύει την ανθεκτικότητα, τη δυνατότητα επισκευής, αναβάθμισης ή επαναχρησιμοποίησης των προϊόντων, ιδίως στο πλαίσιο σχεδιαστικών και μεταποιητικών δραστηριοτήτων·

γ)

ενισχύει την ανακυκλωσιμότητα των προϊόντων, περιλαμβανομένων μεμονωμένων υλικών που περιέχονται στα εν λόγω προϊόντα, μεταξύ άλλων μέσα από την υποκατάσταση ή τη μειωμένη χρήση προϊόντων και υλικών τα οποία δεν είναι ανακυκλώσιμα, ιδίως στο πλαίσιο σχεδιαστικών και μεταποιητικών δραστηριοτήτων·

δ)

μειώνει σημαντικά την περιεκτικότητα των υλικών και προϊόντων σε επικίνδυνες ουσίες και υποκαθιστώντας τις ουσίες πολύ υψηλού κινδύνου σε ολόκληρο τον κύκλο ζωής τους, σύμφωνα με τους στόχους που καθορίζονται στο δίκαιο της Ένωσης, μεταξύ άλλων αντικαθιστώντας τις ουσίες αυτές με ασφαλέστερες εναλλακτικές λύσεις και διασφαλίζοντας την ιχνηλασιμότητα·

ε)

παρατείνει τη χρήση των προϊόντων, μεταξύ άλλων με την επαναχρησιμοποίηση, τον σχεδιασμό για μεγάλη διάρκεια ζωής, τη μετασκευή, την αποσυναρμολόγηση, την ανακατασκευή, την αναβάθμιση και την επισκευή, και την κοινή χρήση των προϊόντων·

στ)

ενισχύει τη χρήση δευτερογενών πρώτων υλών και την ποιότητά τους, μεταξύ άλλων μέσω υψηλής ποιότητας ανακύκλωσης των αποβλήτων·

ζ)

αποτρέπει ή περιορίζει την παραγωγή αποβλήτων μεταξύ άλλων της παραγωγής αποβλήτων από την εξόρυξη ορυκτών και αποβλήτων από την ανέγερση και κατεδάφιση κτιρίων·

η)

ενισχύει την προετοιμασία για την επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση των αποβλήτων·

θ)

αυξάνει την ανάπτυξη της υποδομής για τη διαχείριση αποβλήτων η οποία χρειάζεται για την πρόληψη, για την προετοιμασία της επαναχρησιμοποίησης και ανακύκλωσης, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι τα ανακτώμενα υλικά ανακυκλώνονται ως εισροή υψηλής ποιότητας δευτερογενών πρώτων υλών στην παραγωγή, αποφεύγοντας με αυτόν τον τρόπο την υποβαθμιστική ανακύκλωση·

ι)

ελαχιστοποιεί την αποτέφρωση των αποβλήτων και αποφεύγει τη διάθεση των αποβλήτων, συμπεριλαμβανομένης της υγειονομικής ταφής, σύμφωνα με τις αρχές της ιεράρχησης των αποβλήτων·

ια)

αποφεύγει και μειώνει τη δημιουργίας απορριμμάτων, ή

ιβ)

καθιστά δυνατή οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που παρατίθενται στα στοιχεία α) έως ια) της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με το άρθρο 16.

2.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 23 με σκοπό:

α)

να συμπληρώνει την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου θεσπίζοντας τεχνικά κριτήρια ελέγχου για τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες μια συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα θεωρείται ότι συμβάλλει σημαντικά στη μετάβαση σε μια κυκλική οικονομία, και

β)

να συμπληρώνει το άρθρο 17 θεσπίζοντας, για κάθε σχετικό περιβαλλοντικό στόχο τεχνικά κριτήρια ελέγχου προκειμένου να προσδιορίζεται κατά πόσο μια οικονομική δραστηριότητα, για την οποία έχουν θεσπιστεί τεχνικά κριτήρια ελέγχου δυνάμει του στοιχείου α) της παρούσας παραγράφου, επιβαρύνει σημαντικά έναν ή περισσότερους από τους εν λόγω στόχους.

3.   Πριν από την έκδοση της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή συμβουλεύεται την πλατφόρμα που αναφέρεται στο άρθρο 20 σχετικά με τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

4.   Η Επιτροπή καθορίζει τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου σε μία κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις του άρθρου 19.

5.   Η Επιτροπή εκδίδει την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 2 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021, ώστε να εξασφαλιστεί η έναρξη εφαρμογής της από την 1η Ιανουαρίου 2023.

Άρθρο 14

Σημαντική συμβολή στην πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης

1.   Μια οικονομική δραστηριότητα χαρακτηρίζεται ως συμβάλλουσα σημαντικά στην πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης όταν η εν λόγω δραστηριότητα συμβάλλει σημαντικά στην προστασία του περιβάλλοντος από τη ρύπανση με οποιονδήποτε μέσω:

α)

της αποτροπής ή, όπου αυτό δεν είναι εφικτό, της μείωσης των εκπομπών ρύπων στην ατμόσφαιρα, τα ύδατα ή το έδαφος, άλλων από τα αέρια του θερμοκηπίου·

β)

της βελτίωσης των επιπέδων της ποιότητας της ατμόσφαιρας, των υδάτων και του εδάφους σε τομείς στους οποίους λαμβάνει χώρα η οικονομική δραστηριότητα, ενώ παράλληλα ελαχιστοποιεί κάθε αρνητική συνέπεια για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον ή τον κίνδυνο αυτών·

γ)

της αποτροπής ή της ελαχιστοποίησης οποιωνδήποτε δυσμενών επιπτώσεων της παραγωγής, χρήσης και διάθεσης χημικών ουσιών στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον·

δ)

της απομάκρυνσης των απορριμμάτων και άλλων μορφών ρύπανσης, ή

ε)

καθιστώντας δυνατή οποιαδήποτε εκ των ανωτέρω ενεργειών που παρατίθενται στα στοιχεία α) έως δ) της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με το άρθρο 16.

2.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 23 με σκοπό:

α)

να συμπληρώνει την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου θεσπίζοντας τεχνικά κριτήρια ελέγχου για τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες μια συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα θεωρείται ότι συμβάλλει σημαντικά στην πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης, και

β)

να συμπληρώνει το άρθρο 17 θεσπίζοντας τεχνικά κριτήρια ελέγχου για κάθε σχετικό περιβαλλοντικό στόχο προκειμένου να προσδιορίζεται κατά πόσο μια οικονομική δραστηριότητα, για την οποία έχουν θεσπιστεί τεχνικά κριτήρια ελέγχου δυνάμει του στοιχείου α) της παρούσας παραγράφου, επιβαρύνει σημαντικά έναν ή περισσότερους από τους εν λόγω στόχους.

3.   Πριν από την έκδοση της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή συμβουλεύεται την πλατφόρμα που αναφέρεται στο άρθρο 20 σχετικά με τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

4.   Η Επιτροπή καθορίζει τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου σε μία κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις του άρθρου 19.

5.   Η Επιτροπή εκδίδει την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 2 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021, ώστε να εξασφαλιστεί η έναρξη εφαρμογής της από την 1η Ιανουαρίου 2023.

Άρθρο 15

Σημαντική συμβολή στην προστασία και την αποκατάσταση της βιοποικιλότητας και των οικοσυστημάτων

1.   Μια οικονομική δραστηριότητα χαρακτηρίζεται ως συμβάλλουσα σημαντικά στην προστασία και την αποκατάσταση της βιοποικιλότητας και των οικοσυστημάτων όταν η εν λόγω δραστηριότητα συμβάλλει σημαντικά στην προστασία, τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της βιοποικιλότητας ή στην επίτευξη της καλής κατάστασης των οικοσυστημάτων, ή στην προστασία των οικοσυστημάτων που βρίσκονται ήδη σε καλή κατάσταση, μέσω:

α)

της διατήρησης της φύσης και της βιοποικιλότητας, συμπεριλαμβανομένης της επίτευξης ικανοποιητικής κατάστασης διατήρησης των φυσικών και ημιφυσικών οικότοπων και ειδών ή της πρόληψης της υποβάθμισής τους όταν βρίσκονται ήδη σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, και της προστασίας και αποκατάστασης χερσαίων, θαλάσσιων και άλλων υδάτινων οικοσυστημάτων ώστε να βελτιωθεί η κατάστασή τους και να ενισχυθεί η ικανότητά τους να παρέχουν υπηρεσίες οικοσυστημάτων·

β)

της βιώσιμης χρήσης και διαχείρισης της γης, περιλαμβανομένης επαρκούς προστασίας της βιοποικιλότητας του εδάφους, μηδενικής υποβάθμισης της γης και αποκατάστασης μολυσμένων χώρων·

γ)

των βιώσιμων γεωργικών πρακτικών, περιλαμβανομένων εκείνων που συμβάλλουν στη βελτίωση της βιοποικιλότητας ή στην αναχαίτιση ή την πρόληψη της υποβάθμισης των εδαφών και άλλων οικοσυστημάτων, της αποψίλωσης και της απώλειας οικότοπων·

δ)

της βιώσιμης διαχείρισης των δασών συμπεριλαμβανομένων πρακτικών και χρήσεων δασών και δασικών εκτάσεων, που συμβάλλουν στη βελτίωση της βιοποικιλότητας ή στην αναχαίτιση ή την πρόληψη της υποβάθμισης των οικοσυστημάτων, της αποψίλωσης ή της απώλειας οικότοπων, ή

ε)

καθιστώντας δυνατή οποιαδήποτε εκ των ανωτέρω ενεργειών που παρατίθενται στα στοιχεία α) έως δ) της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με το άρθρο 16.

2.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 23 με σκοπό:

α)

να συμπληρώνει την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου θεσπίζοντας τεχνικά κριτήρια ελέγχου για τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες μια συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα θεωρείται ότι συμβάλλει σημαντικά στην προστασία και την αποκατάσταση της βιοποικιλότητας και των οικοσυστημάτων, και

β)

να συμπληρώνει το άρθρο 17 θεσπίζοντας για κάθε σχετικό περιβαλλοντικό στόχο τεχνικά κριτήρια ελέγχου προκειμένου να προσδιορίζεται κατά πόσο μια οικονομική δραστηριότητα, για την οποία έχουν θεσπιστεί τεχνικά κριτήρια ελέγχου δυνάμει του στοιχείου α) της παρούσας παραγράφου, επιβαρύνει σημαντικά έναν ή περισσότερους από τους εν λόγω στόχους.

3.   Πριν από την έκδοση της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή συμβουλεύεται την πλατφόρμα που αναφέρεται στο άρθρο 20 σχετικά με τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

4.   Η Επιτροπή καθορίζει τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου σε μία κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις του άρθρου 19.

5.   Η Επιτροπή εκδίδει την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 2 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021, ώστε να εξασφαλιστεί η έναρξη εφαρμογής της από την 1η Ιανουαρίου 2023.

Άρθρο 16

Ευνοϊκές δραστηριότητες

Μια οικονομική δραστηριότητα χαρακτηρίζεται ως συμβάλλουσα σημαντικά σε έναν ή περισσότερους από τους περιβαλλοντικούς στόχους που ορίζονται στο άρθρο 9 όταν διαμορφώνει με άμεσο τρόπο ευνοϊκές συνθήκες ώστε άλλες δραστηριότητες να μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά σε έναν ή περισσότερους από τους εν λόγω στόχους υπό την προϋπόθεση ότι η οικονομική δραστηριότητα αυτή:

α)

δεν οδηγεί σε εγκλωβισμό περιουσιακών στοιχείων που υπονομεύουν μακροπρόθεσμους περιβαλλοντικούς στόχους, λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική ζωή των στοιχείων αυτών, και

β)

έχει σημαντικό θετικό περιβαλλοντικό αντίκτυπο, βάσει εκτιμήσεων αναφορικά με τον κύκλο ζωής.

Άρθρο 17

Σημαντική επιβάρυνση για τους περιβαλλοντικούς στόχους

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 3 στοιχείο β), λαμβάνοντας υπόψη τον κύκλο ζωής των προϊόντων και υπηρεσιών που παρέχονται από μια οικονομική δραστηριότητα, μεταξύ άλλων στοιχεία από τις υφιστάμενες αξιολογήσεις του κύκλου ζωής, η εν λόγω οικονομική δραστηριότητα θεωρείται ότι επιβαρύνει σημαντικά:

α)

τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, όταν η εν λόγω δραστηριότητα οδηγεί σε σημαντικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου·

β)

την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, όταν η εν λόγω δραστηριότητα οδηγεί σε αυξημένο αρνητικό αντίκτυπο των πραγματικών και των αναμενόμενων κλιματικών συνθηκών στην ίδια τη δραστηριότητα ή σε ανθρώπους, φυσικούς πόρους ή περιουσιακά στοιχεία·

γ)

τη βιώσιμη χρήση και προστασία των υδάτινων και των θαλάσσιων πόρων, όταν η εν λόγω δραστηριότητα είναι επιβαρυντική:

i)

για την καλή κατάσταση ή για το καλό οικολογικό δυναμικό των υδατικών συστημάτων, συμπεριλαμβανομένων των επιφανειακών και των υπόγειων υδάτων, ή

ii)

για την καλή περιβαλλοντική κατάσταση των θαλάσσιων υδάτων·

δ)

την κυκλική οικονομία, συμπεριλαμβανομένης της πρόληψης δημιουργίας αποβλήτων και της ανακύκλωσης, όταν:

i)

η εν λόγω δραστηριότητα οδηγεί σε σημαντικές ανεπάρκειες ως προς τη χρήση υλικών ή στην άμεση ή έμμεση χρήση φυσικών πόρων όπως μη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, πρώτων υλών, ύδατος και εδάφους σε ένα ή περισσότερα στάδια του κύκλου ζωής των προϊόντων, μεταξύ άλλων από άποψη ανθεκτικότητας, δυνατότητας επισκευής, αναβάθμισης, επαναχρησιμοποίησης ή ανακύκλωσης των προϊόντων·

ii)

η εν λόγω δραστηριότητα οδηγεί σε σημαντική αύξηση της παραγωγής, της αποτέφρωσης ή της διάθεσης αποβλήτων, με εξαίρεση την αποτέφρωση μη ανακυκλώσιμων επικίνδυνων αποβλήτων, ή

iii)

η μακροπρόθεσμη διάθεση αποβλήτων ενδέχεται να προκαλέσει σημαντική και μακροπρόθεσμη βλάβη στο περιβάλλον·

ε)

την πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης, όταν η εν λόγω δραστηριότητα οδηγεί σε σημαντική αύξηση των εκπομπών ρύπων στην ατμόσφαιρα, στα ύδατα ή στο έδαφος, σε σύγκριση με την κατάσταση πριν από την έναρξη της δραστηριότητας· ή

στ)

την προστασία και την αποκατάσταση της βιοποικιλότητας και των οικοσυστημάτων, όταν η εν λόγω δραστηριότητα:

i)

είναι σε σημαντικό βαθμό επιβαρυντική για την καλή κατάσταση και την ανθεκτικότητα των οικοσυστημάτων, ή

ii)

είναι επιβαρυντική για την κατάσταση διατήρησης οικότοπων και ειδών, συμπεριλαμβανομένων όσων είναι ενωσιακού ενδιαφέροντος.

2.   Κατά την αξιολόγηση μιας οικονομικής δραστηριότητας βάσει των κριτηρίων που παρατίθενται στην παράγραφο 1, λαμβάνονται υπόψη οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις τόσο της ίδιας της δραστηριότητας όσο και οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις των προϊόντων και υπηρεσιών που προκύπτουν από αυτήν τη δραστηριότητα για ολόκληρο τον κύκλο ζωής τους, ιδίως εξετάζοντας την παραγωγή, τη χρήση και το τέλος του κύκλου ζωής των εν λόγω προϊόντων και υπηρεσιών.

Άρθρο 18

Ελάχιστες διασφαλίσεις

1.   Οι ελάχιστες διασφαλίσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 στοιχείο γ) είναι διαδικασίες τις οποίες εφαρμόζει μία επιχείρηση που ασκεί οικονομική δραστηριότητα προκειμένου να διασφαλίζει την ευθυγράμμιση με τις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις και τις κατευθυντήριες αρχές των Ηνωμένων Εθνών για τις επιχειρήσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων των αρχών και των δικαιωμάτων που καθορίζονται στις οχτώ θεμελιώδεις συμβάσεις που προσδιορίζονται στη διακήρυξη της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για τις θεμελιώδεις αρχές και τα δικαιώματα εργασίας και στον Διεθνή Χάρτη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

2.   Κατά την εφαρμογή των διαδικασιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, οι επιχειρήσεις τηρούν την απαίτηση «εφόσον δεν βλάπτουν σοβαρά» που αναφέρεται στο άρθρο 2 σημείο 17 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2088.

Άρθρο 19

Απαιτήσεις σχετικά με τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου

1.   Τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 3, το άρθρο 11 παράγραφος 3, το άρθρο 12 παράγραφος 2, το άρθρο 13 παράγραφος 2, το άρθρο 14 παράγραφος 2 και το άρθρο 15 παράγραφος 2:

α)

προσδιορίζουν τις πλέον συναφείς δυνητικές συνεισφορές στον δεδομένο περιβαλλοντικό στόχο, τηρώντας παράλληλα την αρχή της τεχνολογικής ουδετερότητας, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις βραχυπρόθεσμες όσο και τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις μιας συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας·

β)

προσδιορίζουν τις ελάχιστες απαιτήσεις που πρέπει να ικανοποιούνται προκειμένου να αποτρέπεται σημαντική επιβάρυνση όλων των συναφών περιβαλλοντικών στόχων, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις βραχυπρόθεσμες όσο και τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις μιας συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας·

γ)

είναι ποσοτικά και περιλαμβάνουν κατώτατα όρια στο βαθμό που είναι δυνατόν, διαφορετικά είναι ποιοτικά·

δ)

εφόσον συντρέχει περίπτωση, βασίζονται στα ενωσιακά συστήματα επισήμανσης και πιστοποίησης, στις ενωσιακές μεθοδολογίες για την αξιολόγηση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος και στα ενωσιακά συστήματα στατιστικής ταξινόμησης, λαμβάνουν δε υπόψη οποιαδήποτε συναφή ισχύουσα ενωσιακή νομοθεσία·

ε)

στο μέτρο του δυνατού, χρησιμοποιούν δείκτες βιωσιμότητας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2088·

στ)

βασίζονται σε αδιάσειστα επιστημονικά στοιχεία και στην αρχή της προφύλαξης που προβλέπεται στο άρθρο 191 ΣΛΕΕ·

ζ)

λαμβάνουν υπόψη τον κύκλο ζωής, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων από τις υφιστάμενες αξιολογήσεις του κύκλου ζωής, εξετάζοντας τόσο τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της ίδιας της οικονομικής δραστηριότητας, όσο και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των προϊόντων και υπηρεσιών που αυτή η δραστηριότητα παρέχει, ιδίως εξετάζοντας την παραγωγή, τη χρήση και το τέλος του κύκλου ζωής των εν λόγω προϊόντων και υπηρεσιών·

η)

λαμβάνουν υπόψη τη φύση και την κλίμακα της οικονομικής δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένων των εξής στοιχείων:

i)

εάν είναι ευνοϊκή δραστηριότητα όπως αναφέρεται στο άρθρο 16, ή

ii)

εάν είναι δραστηριότητα που συμβάλλει στη μετάβαση όπως αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 2·

θ)

λαμβάνουν υπόψη τον δυνητικό αντίκτυπο στην αγορά από τη μετάβαση σε μια πιο βιώσιμη οικονομία, συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου ορισμένα περιουσιακά στοιχεία να καταστούν εξ αυτού μη αξιοποιήσιμα σε μια τέτοια μετάβαση, καθώς και του κινδύνου δημιουργίας μη συνεκτικών κινήτρων για τις βιώσιμες επενδύσεις·

ι)

καλύπτουν όλες τις συναφείς οικονομικές δραστηριότητες στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου τομέα και διασφαλίζουν ότι αυτές οι δραστηριότητες αντιμετωπίζονται ισότιμα εφόσον συμβάλλουν ισότιμα στους περιβαλλοντικούς στόχους που καθορίζονται στο άρθρο 9 του παρόντος κανονισμού, ώστε να αποφεύγεται η στρέβλωση του ανταγωνισμού στην αγορά, και

ια)

είναι εύκολα στη χρήση και ορίζονται κατά τρόπο ώστε να διευκολύνουν τον έλεγχο της συμμόρφωσής τους.

Τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου επισημαίνουν σαφώς, όπου αρμόζει, εάν η οικονομική δραστηριότητα ανήκει σε μία από τις κατηγορίες που αναφέρονται στο στοιχείο η).

2.   Τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν επίσης κριτήρια για δραστηριότητες που σχετίζονται με τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια και που συνάδουν με την πορεία για τον περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας σε 1,5 °C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, ειδικότερα την ενεργειακή απόδοση και την ανανεώσιμη ενέργεια, στον βαθμό που οι εν λόγω δραστηριότητες συμβάλλουν σημαντικά σε οποιονδήποτε από τους περιβαλλοντικούς στόχους.

3.   Τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διασφαλίζουν ότι οι δραστηριότητες παραγωγής ενέργειας που χρησιμοποιούν στερεά ορυκτά καύσιμα δεν χαρακτηρίζονται ως περιβαλλοντικά βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες.

4.   Τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν επίσης κριτήρια για δραστηριότητες που σχετίζονται με τη μετάβαση στην καθαρή ή κλιματικά ουδέτερη κινητικότητα, μεταξύ άλλων με την αλλαγή του τρόπου εκτέλεσης των μεταφορών, με μέτρα αποδοτικότητας και εναλλακτικά καύσιμα, στον βαθμό που συμβάλλουν σημαντικά σε οποιονδήποτε από τους περιβαλλοντικούς στόχους.

5.   Η Επιτροπή επανεξετάζει τακτικά τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, τροποποιεί τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται βάσει του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με τις επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις.

Στο πλαίσιο αυτό, πριν από την τροποποίηση ή αντικατάσταση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή αξιολογεί την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών λαμβάνοντας υπόψη το αποτέλεσμα της εφαρμογής τους από τους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές και τον αντίκτυπό τους στις κεφαλαιαγορές, συμπεριλαμβανομένης της διοχέτευσης επενδύσεων σε περιβαλλοντικά βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες.

Προκειμένου να διασφαλισθεί ότι οι οικονομικές δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 2 βρίσκονται σε αξιόπιστη πορεία μετάβασης που συνάδει με μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία, η Επιτροπή αναθεωρεί τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου για τις δραστηριότητες αυτές τουλάχιστον ανά τριετία και, όπου αρμόζει, τροποποιεί την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 3 σύμφωνα με τις επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις.

Άρθρο 20

Πλατφόρμα για τη βιώσιμη χρηματοδότηση

1.   Η Επιτροπή συγκροτεί πλατφόρμα για τη βιώσιμη χρηματοδότηση (η «πλατφόρμα»). Την πλατφόρμα απαρτίζουν, με ισορροπημένο τρόπο, οι ακόλουθες ομάδες:

α)

εκπρόσωποι:

i)

του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος·

ii)

των ΕΕΑ·

iii)

της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων· και

iv)

του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

β)

εμπειρογνώμονες που εκπροσωπούν συναφείς ιδιώτες ενδιαφερομένους, συμπεριλαμβανομένων των συμμετεχόντων των χρηματοπιστωτικών και μη χρηματοπιστωτικών αγορών, και των επιχειρηματικών τομέων, που εκπροσωπούν συναφείς κλάδους, καθώς και πρόσωπα με εμπειρογνωσία στον τομέα της λογιστικής και της υποβολής εκθέσεων·

γ)

εμπειρογνώμονες που εκπροσωπούν την κοινωνία των πολιτών, συμπεριλαμβανομένων προσώπων με εμπειρογνωσία σε περιβαλλοντικά, κοινωνικά και εργασιακά θέματα καθώς και στο πεδίο της διακυβέρνησης·

δ)

εμπειρογνώμονες που ορίζονται υπό την προσωπική τους ιδιότητα, οι οποίοι έχουν αποδεδειγμένη γνώση και πείρα σε τομείς που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό·

ε)

εμπειρογνώμονες που εκπροσωπούν την ακαδημαϊκή κοινότητα, συμπεριλαμβανομένων των πανεπιστημίων, των ερευνητικών ιδρυμάτων και άλλων επιστημονικών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένων προσώπων με παγκόσμια εμπειρογνωσία.

2.   Η πλατφόρμα:

α)

συμβουλεύει την Επιτροπή σχετικά με τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου που αναφέρονται στο άρθρο 19 καθώς και σχετικά με την ενδεχόμενη αναγκαιότητα επικαιροποίησης των εν λόγω κριτηρίων·

β)

αναλύει τον αντίκτυπο των τεχνικών κριτηρίων ελέγχου όσον αφορά το δυνητικό κόστος και τα οφέλη της εφαρμογής τους·

γ)

επικουρεί την Επιτροπή στην ανάλυση των αιτημάτων που υποβάλλουν τα ενδιαφερόμενα μέρη για την ανάπτυξη ή επανεξέταση των τεχνικών κριτηρίων ελέγχου για μια δεδομένη οικονομική δραστηριότητα·

δ)

συμβουλεύει την Επιτροπή, όπου αρμόζει, για τον πιθανό ρόλο των λογιστικών προτύπων βιωσιμότητας και των προτύπων βιωσιμότητας όσον αφορά την υποβολή εκθέσεων για τη στήριξη της εφαρμογής των τεχνικών κριτηρίων ελέγχου·

ε)

παρακολουθεί και υποβάλλει τακτικά εκθέσεις στην Επιτροπή για τις τάσεις σε ενωσιακό επίπεδο και σε επίπεδο κρατών μελών σχετικά με τη ροή κεφαλαίων προς βιώσιμες επενδύσεις·

στ)

συμβουλεύει την Επιτροπή σχετικά με την ενδεχόμενη αναγκαιότητα ανάπτυξης περαιτέρω μέτρων για τη βελτίωση της διαθεσιμότητας και της ποιότητας των δεδομένων·

ζ)

συμβουλεύει την Επιτροπή σχετικά με τη χρηστικότητα των τεχνικών κριτηρίων ελέγχου, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να αποφεύγεται ο περιττός διοικητικός φόρτος·

η)

συμβουλεύει την Επιτροπή σχετικά με την ενδεχόμενη αναγκαιότητα τροποποίησης του παρόντος κανονισμού·

θ)

συμβουλεύει την Επιτροπή σχετικά με την αξιολόγηση και ανάπτυξη βιώσιμων πολιτικών χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένων ζητημάτων συνοχής μεταξύ πολιτικών·

ι)

συμβουλεύει την Επιτροπή σχετικά με την αντιμετώπιση άλλων στόχων βιωσιμότητας, συμπεριλαμβανομένων κοινωνικών στόχων·

ια)

συμβουλεύει την Επιτροπή σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 18 και την πιθανή ανάγκη να συμπληρωθούν οι απαιτήσεις του.

3.   Η πλατφόρμα λαμβάνει υπόψη τις απόψεις ενός ευρέος φάσματος ενδιαφερομένων.

4.   Η Επιτροπή προεδρεύει της πλατφόρμας, η οποία συγκροτείται σύμφωνα με τους οριζόντιους κανόνες για τη δημιουργία και τη λειτουργία των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής. Στο πλαίσιο αυτό η Επιτροπή δύναται να καλέσει εμπειρογνώμονες με συγκεκριμένη εμπειρογνωσία σε ad hoc βάση.

5.   Η πλατφόρμα εκτελεί τα καθήκοντά της σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας. Η Επιτροπή δημοσιεύει τα πρακτικά των συνεδριάσεων της πλατφόρμας, και άλλα σχετικά έγγραφα στον ιστότοπο της Επιτροπής.

6.   Όταν οι συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές θεωρούν ότι μια οικονομική δραστηριότητα η οποία δεν συμμορφώνεται προς τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, ή για την οποία δεν έχουν ακόμη θεσπιστεί τέτοια τεχνικά κριτήρια ελέγχου, θα πρέπει να χαρακτηρίζεται ως περιβαλλοντικά βιώσιμη, μπορούν να ενημερώνουν σχετικά την πλατφόρμα.

Άρθρο 21

Αρμόδιες αρχές

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 14 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2088 παρακολουθούν τη συμμόρφωση των συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές με τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 5, 6 και 7 του παρόντος κανονισμού. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές τους διαθέτουν όλες τις αναγκαίες εξουσίες εποπτείας και έρευνας για την άσκηση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους και ανταλλάσσουν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, πληροφορίες όπως κρίνεται σκόπιμο για τον σκοπό της εκπλήρωσης των καθηκόντων τους στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 22

Μέτρα και κυρώσεις

Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες για τα μέτρα και τις κυρώσεις που επιβάλλονται στις παραβιάσεις των άρθρων 5, 6 και 7. Τα μέτρα και οι κυρώσεις που προβλέπονται είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.

Άρθρο 23

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 8 παράγραφος 4, στο άρθρο 10 παράγραφος 3, στο άρθρο 11 παράγραφος 3, στο άρθρο 12 παράγραφος 2, στο άρθρο 13 παράγραφος 2, στο άρθρο 14 παράγραφος 2 και στο άρθρο 15 παράγραφος 2 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα από τις 12 Ιουλίου 2020.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 4, στο άρθρο 10 παράγραφος 3, στο άρθρο 11 παράγραφος 3, στο άρθρο 12 παράγραφος 2, στο άρθρο 13 παράγραφος 2, στο άρθρο 14 παράγραφος 2 και στο άρθρο 15 παράγραφος 2 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Η Επιτροπή συγκεντρώνει όλη την απαραίτητη εμπειρογνωσία, πριν από την έγκριση και κατά τη διάρκεια της κατάρτισης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, μεταξύ άλλων μέσω της διαβούλευσης με τους εμπειρογνώμονες της ομάδας εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών για τη βιώσιμη χρηματοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 24. Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή ενεργεί σύμφωνα με τις αρχές και τις διαδικασίες της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 4, του άρθρου 10 παράγραφος 3, του άρθρου 11 παράγραφος 3, του άρθρου 12 παράγραφος 2, του άρθρου 13 παράγραφος 2, του άρθρου 14 παράγραφος 2 ή του άρθρου 15 παράγραφος 2 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός τεσσάρων μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 24

Ομάδα εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών για τη βιώσιμη χρηματοδότηση

1.   Η ομάδα εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών για τη βιώσιμη χρηματοδότηση (η «ομάδα εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών») συμβουλεύει την Επιτροπή σχετικά με την καταλληλότητα των τεχνικών κριτηρίων ελέγχου και της προσέγγισης που ακολουθεί η πλατφόρμα όσον αφορά την ανάπτυξη των εν λόγω κριτηρίων σύμφωνα με το άρθρο 19.

2.   Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη μέσω συνεδριάσεων της ομάδας εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών για να διευκολύνει την έγκαιρη ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής, ιδίως όσον αφορά τα βασικά αποτελέσματα της πλατφόρμας, όπως νέα τεχνικά κριτήρια ελέγχου ή ουσιαστικές επικαιροποιήσεις αυτών, ή σχέδια εκθέσεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 25

Τροποποιήσεις του κανονισμού (EE) 2019/2088

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/2088 τροποποιείται ως εξής:

1)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

« Άρθρο 2α

Αρχή της μη πρόκλησης σημαντικής ζημίας

1.   Οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές που θεσπίστηκαν από τους κανονισμούς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (από κοινού οι «ΕΕΑ») καταρτίζουν, μέσω της μεικτής επιτροπής, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων όπου διευκρινίζονται οι λεπτομέρειες του περιεχομένου και της παρουσίασης των πληροφοριών που αφορούν την απαίτηση «εφόσον δεν βλάπτουν σοβαρά» που αναφέρεται στο άρθρο 2 σημείο 17 του παρόντος κανονισμού και συνάδουν με το περιεχόμενο, τις μεθοδολογίες και την παρουσίαση των δεικτών βιωσιμότητας όσον αφορά τις δυσμενείς επιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 6 και 7 του άρθρου 4 του παρόντος κανονισμού.

2.   Οι ΕΕΑ υποβάλλουν στην Επιτροπή τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 έως την 30ή Δεκεμβρίου 2020.

3.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»·

2)

το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

α)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Όταν οι συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές καθιστούν διαθέσιμο χρηματοπιστωτικό προϊόν όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2020/852 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1), περιλαμβάνουν στις πληροφορίες προς γνωστοποίηση δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφοι 1 και 3 του παρόντος κανονισμού πληροφορίες που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2020/852.

(*1)  Κανονισμός (ΕΕ) 2020/852 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της, της 18ης Ιουνίου 2020, σχετικά με τη θέσπιση πλαισίου για τη διευκόλυνση των βιώσιμων επενδύσεων, και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2088 (ΕΕ L 198 της 22.6.2020, σ. 13).»·"

β)

στην παράγραφο 3, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Οι ΕΕΑ καταρτίζουν, μέσω της μεικτής επιτροπής, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων όπου διευκρινίζονται οι λεπτομέρειες του περιεχομένου και της παρουσίασης των πληροφοριών προς γνωστοποίηση δυνάμει των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου.»·

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Οι ΕΕΑ καταρτίζουν, μέσω της μεικτής επιτροπής, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων όπου διευκρινίζονται οι λεπτομέρειες του περιεχομένου και της παρουσίασης των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 2α του παρόντος άρθρου.

Κατά την κατάρτιση των σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, οι ΕΕΑ λαμβάνουν υπόψη τα διάφορα είδη χρηματοπιστωτικών προϊόντων, τα χαρακτηριστικά τους και τις μεταξύ τους διαφορές, καθώς και τον στόχο οι γνωστοποιήσεις να είναι ακριβείς, καλόπιστες, σαφείς, μη παραπλανητικές, απλές και συνοπτικές και, όπου είναι αναγκαίο να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, καταρτίζουν σχέδια τροποποίησης των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου. Τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων λαμβάνουν υπόψη τις αντίστοιχες ημερομηνίες εφαρμογής που καθορίζονται στο άρθρο 27 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β) του κανονισμού (ΕΕ) 2020/852 όσον αφορά τους περιβαλλοντικούς στόχους που καθορίζονται στο άρθρο 9 του εν λόγω κανονισμού.

Οι ΕΕΑ υποβάλλουν στην Επιτροπή τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο:

α)

όσον αφορά τους περιβαλλοντικούς στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 9 στοιχεία α) και β) του κανονισμού (ΕΕ) 2020/852 ως την 1η Ιουνίου 2021, και

β)

όσον αφορά τους περιβαλλοντικούς στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 9 στοιχεία γ) έως στ) του κανονισμού (ΕΕ) 2020/852, ως την 1η Ιουνίου 2022.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

3)

Το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:

α)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4α.   Οι συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές περιλαμβάνουν στις πληροφορίες προς γνωστοποίηση δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφοι 1 και 3 του παρόντος κανονισμού τις πληροφορίες που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2020/852.»·

β)

στην παράγραφο 5, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Οι ΕΕΑ καταρτίζουν, μέσω της μεικτής επιτροπής, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων όπου διευκρινίζονται οι λεπτομέρειες του περιεχομένου και της παρουσίασης των πληροφοριών προς γνωστοποίηση δυνάμει των παραγράφων 1 έως 4 του παρόντος άρθρου.»·

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«6.   Οι ΕΕΑ καταρτίζουν, μέσω της μεικτής επιτροπής, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων όπου διευκρινίζονται οι λεπτομέρειες του περιεχομένου και της παρουσίασης των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 4α του παρόντος άρθρου.

Κατά την κατάρτιση των σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, οι ΕΕΑ λαμβάνουν υπόψη τα διάφορα είδη χρηματοπιστωτικών προϊόντων, τους στόχους τους όπως αναφέρονται στην παράγραφο 4α του παρόντος άρθρου και τις μεταξύ τους διαφορές, καθώς και τον στόχο οι γνωστοποιήσεις να είναι ακριβείς, καλόπιστες, σαφείς, μη παραπλανητικές, απλές και συνοπτικές και, όπου είναι αναγκαίο να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, καταρτίζουν σχέδια τροποποίησης στα, ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου. Τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων λαμβάνουν υπόψη τις αντίστοιχες ημερομηνίες εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 27 στοιχεία α) και β) του κανονισμού (ΕΕ) 2020/852 όσον αφορά τους περιβαλλοντικούς στόχους που καθορίζονται στο άρθρο 9 του εν λόγω κανονισμού.

Οι ΕΕΑ υποβάλλουν στην Επιτροπή τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο:

α)

όσον αφορά τους περιβαλλοντικούς στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 9 στοιχεία α) και β) του κανονισμού (ΕΕ) 2020/852 , έως την 1η Ιουνίου 2021, και

β)

όσον αφορά τους περιβαλλοντικούς στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 9 στοιχεία γ) έως στ) του κανονισμού (ΕΕ) 2020/852, έως την 1η Ιουνίου 2022.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

4)

Το άρθρο 11 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«γ)

για ένα χρηματοπιστωτικό προϊόν που υπόκειται στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2020/852, τις πληροφορίες που απαιτούνται δυνάμει του εν λόγω άρθρου·

δ)

για ένα χρηματοπιστωτικό προϊόν που υπόκειται στο άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2020/852, τις πληροφορίες που απαιτούνται δυνάμει του εν λόγω άρθρου.»·

β)

στην παράγραφο 4, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Οι ΕΕΑ καταρτίζουν, μέσω της μεικτής επιτροπής, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων όπου διευκρινίζονται οι λεπτομέρειες του περιεχομένου και της παρουσίασης των πληροφοριών που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 1.»·

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5.   Οι ΕΕΑ καταρτίζουν, μέσω της μεικτής επιτροπής, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων όπου διευκρινίζονται οι λεπτομέρειες του περιεχομένου και της παρουσίασης των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία γ) και δ).

Κατά την κατάρτιση των σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, οι ΕΕΑ λαμβάνουν υπόψη τα διάφορα είδη χρηματοπιστωτικών προϊόντων, τα χαρακτηριστικά τους και τους στόχους τους και τις μεταξύ τους διαφορές και, όπου αρμόζει καταρτίζουν σχέδια τροποποίησης των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου. Τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων λαμβάνουν υπόψη τις αντίστοιχες ημερομηνίες εφαρμογής που καθορίζονται στο άρθρο 27 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β) του κανονισμού (ΕΕ) 2020/852 όσον αφορά τους περιβαλλοντικούς στόχους που καθορίζονται στο άρθρο 9 του εν λόγω κανονισμού. Οι ΕΕΑ επικαιροποιούν τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα υπό το φως των ρυθμιστικών και τεχνολογικών εξελίξεων.

Οι ΕΕΑ υποβάλλουν στην Επιτροπή τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο:

α)

όσον αφορά τους περιβαλλοντικούς στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 9 στοιχεία α) και β) του κανονισμού (ΕΕ) 2020/852 , έως την 1η Ιουνίου 2021, και

β)

όσον αφορά τους περιβαλλοντικούς στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 9 στοιχεία γ) έως στ) του κανονισμού (ΕΕ) 2020/852, έως την 1η Ιουνίου 2022.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»·

5)

Στο άρθρο 20, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου:

α)

Το άρθρο 4 παράγραφος 6 και παράγραφος 7, το άρθρο 8 παράγραφος 3, το άρθρο 9 παράγραφος 5, το άρθρο 10 παράγραφος 2, το άρθρο 11 παράγραφος 4 και το άρθρο 13 παράγραφος 2 εφαρμόζονται από την 29η Δεκεμβρίου 2019·

β)

Το άρθρο 2α, το άρθρο 8 παράγραφος 4, το άρθρο 9 παράγραφος 6 και το άρθρο 11 παράγραφος 5 εφαρμόζονται από τις 12 Ιουλίου 2020·

γ)

το άρθρο 8 παράγραφος 2α και το άρθρο 9 παράγραφος 4α εφαρμόζονται:

i)

όσον αφορά τους περιβαλλοντικούς στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 9 στοιχεία α) και β) του κανονισμού (ΕΕ) 2020/852 (71), από την 1η Ιανουαρίου 2022, και

ii)

όσον αφορά τους περιβαλλοντικούς στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 9 στοιχεία γ) έως στ) του κανονισμού (ΕΕ) 2020/852, από την 1η Ιανουαρίου 2023:

δ)

Το άρθρο 11 παράγραφοι 1, 2 και 3 εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 2022.».

Άρθρο 26

Επανεξέταση

1.   Έως τις 13 Ιουλίου 2022 και στη συνέχεια ανά τριετία, η Επιτροπή δημοσιεύει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Η εν λόγω έκθεση αξιολογεί τα ακόλουθα:

α)

την πρόοδο σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού όσον αφορά την ανάπτυξη τεχνικών κριτηρίων ελέγχου για περιβαλλοντικά βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες·

β)

την ενδεχόμενη αναγκαιότητα αναθεώρησης και συμπλήρωσης των κριτηρίων που ορίζονται στο άρθρο 3, βάσει των οποίων μια οικονομική δραστηριότητα χαρακτηρίζεται ως περιβαλλοντικά βιώσιμη·

γ)

τη χρήση του ορισμού των περιβαλλοντικά βιώσιμων επενδύσεων στο ενωσιακό δίκαιο, και σε επίπεδο κρατών μελών, περιλαμβανομένων των διατάξεων που απαιτούνται για τη δημιουργία μηχανισμών ελέγχου της συμμόρφωσης προς τα κριτήρια που καθορίζει ο παρών κανονισμός·

δ)

την αποτελεσματικότητα της εφαρμογής των τεχνικών κριτηρίων ελέγχου που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού στη διοχέτευση ιδιωτικών επενδύσεων σε περιβαλλοντικά βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες και ιδίως όσον αφορά τις ροές κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένων των μετοχικών κεφαλαίων, σε ιδιωτικές επιχειρήσεις και άλλες νομικές οντότητες, τόσο μέσω χρηματοπιστωτικών προϊόντων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό όσο και άλλων χρηματοπιστωτικών προϊόντων·

ε)

την πρόσβαση των συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές οι οποίοι καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό και των επενδυτών σε αξιόπιστες, έγκαιρες και επαληθεύσιμες πληροφορίες και δεδομένα σχετικά με ιδιωτικές επιχειρήσεις και άλλες νομικές οντότητες συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων στις οποίες γίνονται επενδύσεις εντός και εκτός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και, στις δύο περιπτώσεις, σχετικά με τα μετοχικά και τα δανειακά κεφάλαια, λαμβάνοντας υπόψη τον σχετικό διοικητικό φόρτο, καθώς και τις διαδικασίες επαλήθευσης των δεδομένων, οι οποίες είναι αναγκαίες για τον προσδιορισμό του βαθμού ευθυγράμμισης με τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου και την εξασφάλιση της συμμόρφωσης με τις εν λόγω διαδικασίες·

στ)

την εφαρμογή των άρθρων 21 και 22.

2.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021 η Επιτροπή δημοσιεύει έκθεση που περιγράφει τις διατάξεις που θα απαιτούνταν για την επέκταση του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού πέραν των περιβαλλοντικά βιώσιμων οικονομικών δραστηριοτήτων και που περιγράφει τις διατάξεις που απαιτούνται προκειμένου να καλυφθούν:

α)

οικονομικές δραστηριότητες που δεν έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην περιβαλλοντική βιωσιμότητα και οικονομικές δραστηριότητες που βλάπτουν σημαντικά την περιβαλλοντική βιωσιμότητα, καθώς και να επανεξετάσει την καταλληλότητα συγκεκριμένων απαιτήσεων όσον αφορά τη γνωστοποίηση σχετικά με δραστηριότητες μετάβασης και ευνοϊκές δραστηριότητες, και

β)

άλλοι στόχοι βιωσιμότητας, όπως κοινωνικοί στόχοι.

3.   Έως τις 13 Ιουλίου 2022 η Επιτροπή αξιολογεί την αποτελεσματικότητα των συμβουλευτικών διαδικασιών για την ανάπτυξη των τεχνικών κριτηρίων ελέγχου που ορίζει ο παρών κανονισμός.

Άρθρο 27

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Τα άρθρα 4, 5, 6, και 7 και το άρθρο 8 παράγραφοι 1, 2, και 3 εφαρμόζονται:

α)

σε ό,τι αφορά τους περιβαλλοντικούς στόχους που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του άρθρου 9 από την 1η Ιανουαρίου 2022, και

β)

σε ό,τι αφορά τους περιβαλλοντικούς στόχους που αναφέρονται στα στοιχεία γ) έως στ) του άρθρου 9 από την 1η Ιανουαρίου 2023.

3.   Το άρθρο 4 δεν εφαρμόζεται σε καθεστώτα φορολογικών κινήτρων βάσει πιστοποιητικών που υφίστανται πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού και καθορίζουν τις απαιτήσεις για χρηματοπιστωτικά προϊόντα που αποσκοπούν στη χρηματοδότηση βιώσιμων έργων.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός στο σύνολό του και ισχύει άμεσα σε όλα τα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 18 Ιουνίου 2020.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

D. M. SASSOLI

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

N. BRNJAC


(1)  ΕΕ C 62 της 15.2.2019, σ. 103.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 28ης Μαρτίου 2019 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση της 15ης Απριλίου 2020 (ΕΕ C 184 της 3.6.2020, σ. 1). Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 17ης Ιουνίου 2020 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  Απόφαση (ΕΕ) 2016/1841 του Συμβουλίου, της 5ης Οκτωβρίου 2016, για τη σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της συμφωνίας του Παρισιού που εγκρίθηκε στο πλαίσιο της σύμβασης-πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή (ΕΕ L 282 της 19.10.2016, σ. 1).

(4)  Απόφαση αριθ. 1386/2013/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2013, σχετικά με γενικό ενωσιακό πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον έως το 2020 «Ευημερία εντός των ορίων του πλανήτη μας» (ΕΕ L 354 της 28.12.2013, σ. 171).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1017 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2015, για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων, τον Ευρωπαϊκό Κόμβο Επενδυτικών Συμβουλών και την Ευρωπαϊκή Πύλη Επενδυτικών Έργων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1291/2013 και (ΕΕ) αριθ. 1316/2013 – το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων (ΕΕ L 169 της 1.7.2015, σ. 1).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2088 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, περί γνωστοποιήσεων αειφορίας στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (ΕΕ L 317 της 9.12.2019, σ. 1).

(7)  ΕΕ C 76 της 9.3.2020, σ. 23.

(8)  Οδηγία 2009/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με την αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα σε γεωλογικούς σχηματισμούς και για την τροποποίηση της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2000/60/ΕΚ, 2001/80/ΕΚ, 2004/35/ΕΚ, 2006/12/ΕΚ και 2008/1/ΕΚ, και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 (ΕΕ L 140 της 5.6.2009, σ. 114).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με την κοινή αλιευτική πολιτική, την τροποποίηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1954/2003 και (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 και (ΕΚ) αριθ. 639/2004 και της απόφασης 2004/585/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 354 της 28.12.2013, σ. 22).

(10)  Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (ΕΕ L 327 της 22.12.2000, σ. 1).

(11)  Οδηγία 2006/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2006, σχετικά με τη διαχείριση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης και την κατάργηση της οδηγίας 76/160/ΕΟΚ (ΕΕ L 64 της 4.3.2006, σ. 37).

(12)  Οδηγία 2006/118/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με την προστασία των υπόγειων υδάτων από τη ρύπανση και την υποβάθμιση (ΕΕ L 372 της 27.12.2006, σ. 19).

(13)  Οδηγία 2008/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, περί πλαισίου κοινοτικής δράσης στο πεδίο της πολιτικής για το θαλάσσιο περιβάλλον (οδηγία-πλαίσιο για τη θαλάσσια στρατηγική) (ΕΕ L 164 της 25.6.2008, σ. 19).

(14)  Οδηγία 2008/105/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος στον τομέα της πολιτικής των υδάτων καθώς και σχετικά με την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών του Συμβουλίου 82/176/ΕΟΚ, 83/513/ΕΟΚ, 84/156/ΕΟΚ, 84/491/ΕΟΚ και 86/280/ΕΟΚ και την τροποποίηση της οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 348 της 24.12.2008, σ. 84).

(15)  Οδηγία 91/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1991, για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων (ΕΕ L 135 της 30.5.1991, σ. 40).

(16)  Οδηγία 91/676/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1991, για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορύπανση γεωργικής προέλευσης (ΕΕ L 375 της 31.12.1991, σ. 1).

(17)  Οδηγία 98/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με την ποιότητα του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης (ΕΕ L 330 της 5.12.1998, σ. 32).

(18)  Απόφαση (ΕΕ) 2017/848 της Επιτροπής, της 17ης Μαΐου 2017, για τη θέσπιση κριτηρίων και μεθοδολογικών προτύπων για την καλή περιβαλλοντική κατάσταση των θαλάσσιων υδάτων καθώς και προδιαγραφών και τυποποιημένων μεθόδων για την παρακολούθηση και την αξιολόγηση, και για την κατάργηση της απόφασης 2010/477/ΕΕ (ΕΕ L 125 της 18.5.2017, σ. 43).

(19)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για τις μεταφορές αποβλήτων (ΕΕ L 190 της 12.7.2006, σ. 1).

(20)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ L 396 της 30.12.2006, σ. 1).

(21)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1021 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για τους έμμονους οργανικούς ρύπους (ΕΕ L 169 της 25.6.2019, σ. 45).

(22)  Οδηγία 94/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1994, για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας (ΕΕ L 365 της 31.12.1994, σ. 10).

(23)  Οδηγία 2000/53/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Σεπτεμβρίου 2000, για τα οχήματα στο τέλος του κύκλου ζωής τους (ΕΕ L 269 της 21.10.2000, σ. 34).

(24)  Οδηγία 2006/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, σχετικά με τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές και τα απόβλητα ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών και με την κατάργηση της οδηγίας 91/157/ΕΟΚ (ΕΕ L 266 της 26.9.2006, σ. 1).

(25)  Οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών (ΕΕ L 312 της 22.11.2008, σ. 3).

(26)  Οδηγία 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης) (ΕΕ L 334 της 17.12.2010, σ. 17).

(27)  Οδηγία 2011/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, για τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικίνδυνων ουσιών σε ηλεκτρικό και ηλεκτρονικό εξοπλισμό (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 88).

(28)  Οδηγία 2012/19/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, σχετικά με τα απόβλητα ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (ΑΗΗΕ) (ΕΕ L 197 της 24.7.2012, σ. 38).

(29)  Οδηγία (EE) 2019/883 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2019, σχετικά με τις λιμενικές εγκαταστάσεις παραλαβής για την παράδοση αποβλήτων από πλοία, για την τροποποίηση της οδηγίας 2010/65/ΕΕ και την κατάργηση της οδηγίας 2000/59/ΕΚ (ΕΕ L 151 της 7.6.2019, σ. 116).

(30)  Οδηγία (ΕΕ) 2019/904 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 2019, σχετικά με τη μείωση των επιπτώσεων ορισμένων πλαστικών προϊόντων στο περιβάλλον (ΕΕ L 155 της 12.6.2019, σ. 1).

(31)  Οδηγία 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 1999, περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων (ΕΕ L 182 της 16.7.1999, σ. 1).

(32)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1357/2014 της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2014, για την αντικατάσταση του παραρτήματος III της οδηγίας 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών (ΕΕ L 365 της 19.12.2014, σ. 89).

(33)  Απόφαση 2000/532/ΕΚ της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 2000, για αντικατάσταση της απόφασης 94/3/ΕΚ για τη θέσπιση καταλόγου αποβλήτων σύμφωνα με το άρθρο 1 στοιχείο α) της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της απόφασης 94/904/ΕΚ του Συμβουλίου για την κατάρτιση καταλόγου επικίνδυνων αποβλήτων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παράγραφος 4 της οδηγίας 91/689/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τα επικίνδυνα απόβλητα (ΕΕ L 226 της 6.9.2000, σ. 3).

(34)  Απόφαση 2014/955/ΕΕ της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2014, για την τροποποίηση της απόφασης 2000/532/ΕΚ όσον αφορά τον κατάλογο των αποβλήτων σύμφωνα με την οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 370 της 30.12.2014, σ. 44).

(35)  Οδηγία 2004/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά την πρόληψη και την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας (ΕΕ L 143 της 30.4.2004, σ. 56).

(36)  Οδηγία 2004/107/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με το αρσενικό, το κάδμιο, τον υδράργυρο, το νικέλιο και τους πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες στον ατμοσφαιρικό αέρα (ΕΕ L 23 της 26.1.2005, σ. 3).

(37)  Οδηγία 2008/50/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2008, για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα και καθαρότερο αέρα για την Ευρώπη (ΕΕ L 152 της 11.6.2008, σ. 1).

(38)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/802 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, σχετικά με τη μείωση της περιεκτικότητας ορισμένων υγρών καυσίμων σε θείο (ΕΕ L 132 της 21.5.2016, σ. 58).

(39)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/2284 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2016, σχετικά με τη μείωση των εθνικών εκπομπών ορισμένων ατμοσφαιρικών ρύπων, την τροποποίηση της οδηγίας 2003/35/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 2001/81/ΕΚ (ΕΕ L 344 της 17.12.2016, σ. 1).

(40)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 995/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 2010, για τη θέσπιση των υποχρεώσεων των φορέων εκμετάλλευσης που διαθέτουν ξυλεία και προϊόντα ξυλείας στην αγορά (ΕΕ L 295 της 12.11.2010, σ. 23).

(41)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 511/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, σχετικά με τα μέτρα συμμόρφωσης των χρηστών βάσει του πρωτοκόλλου της Ναγκόγια για την πρόσβαση στους γενετικούς πόρους και τον δίκαιο και ισότιμο καταμερισμό των οφελών που απορρέουν από τη χρησιμοποίησή τους στην Ένωση (ΕΕ L 150 της 20.5.2014, σ. 59).

(42)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1143/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2014, για την πρόληψη και διαχείριση της εισαγωγής και εξάπλωσης χωροκατακτητικών ξένων ειδών (ΕΕ L 317 της 4.11.2014, σ. 35).

(43)  Οδηγία 2009/147/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ L 20 της 26.1.2010, σ. 7).

(44)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 338/97 του Συμβουλίου της 9ης Δεκεμβρίου 1996 για την προστασία των ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας με τον έλεγχο του εμπορίου τους (ΕΕ L 61 της 3.3.1997, σ. 1).

(45)  Οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικότοπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ L 206 της 22.7.1992, σ. 7).

(46)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/841 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, σχετικά με τη συμπερίληψη των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και των απορροφήσεων από δραστηριότητες χρήσης γης, αλλαγής χρήσης γης και δασοπονίας στο πλαίσιο για το κλίμα και την ενέργεια έως το 2030, καθώς και για την τροποποίηση του κανονισμού (EE) αριθ. 525/2013 και της απόφασης αριθ. 529/2013/ΕΕ (ΕΕ L 156 της 19.6.2018, σ. 1).

(47)  Οδηγία (ΕΕ) 2018/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (ΕΕ L 328 της 21.12.2018, σ. 82).

(48)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1369 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2017, σχετικά με τον καθορισμό ενός πλαισίου για την ενεργειακή σήμανση και για την κατάργηση της οδηγίας 2010/30/ΕΕ (ΕΕ L 198 της 28.7.2017, σ. 1).

(49)  Οδηγία 2012/27/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, για την ενεργειακή απόδοση, την τροποποίηση των οδηγιών 2009/125/ΕΚ και 2010/30/ΕΕ και την κατάργηση των οδηγιών 2004/8/ΕΚ και 2006/32/ΕΚ (ΕΕ L 315 της 14.11.2012, σ. 1).

(50)  Οδηγία (ΕΕ) 2018/844 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για την τροποποίηση της οδηγίας 2010/31/ΕΕ για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων και της οδηγίας 2012/27/ΕΕ για την ενεργειακή απόδοση (ΕΕ L 156 της 19.6.2018, σ. 75).

(51)  Οδηγία 2009/125/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, για τη θέσπιση πλαισίου για τον καθορισμό απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού όσον αφορά τα συνδεόμενα με την ενέργεια προϊόντα (ΕΕ L 285 της 31.10.2009, σ. 10).

(52)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(53)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48).

(54)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(55)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1221/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, περί της εκούσιας συμμετοχής οργανισμών σε κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου (EMAS) και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 761/2001 και των αποφάσεων της Επιτροπής 2001/681/ΕΚ και 2006/193/ΕΚ (ΕΕ L 342 της 22.12.2009, σ. 1).

(56)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 66/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με το οικολογικό σήμα της ΕΕ (EU Ecolabel) (ΕΕ L 27 της 30.1.2010, σ. 1).

(57)  Σύσταση 2013/179/ΕΕ της Επιτροπής, της 9ης Απριλίου 2013, σχετικά με τη χρήση κοινών μεθόδων για τη μέτρηση και τη γνωστοποίηση των περιβαλλοντικών επιδόσεων κατά τον κύκλο ζωής των προϊόντων και των οργανισμών (ΕΕ L 124 της 4.5.2013, σ. 1).

(58)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 538/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 691/2011 σχετικά με τους ευρωπαϊκούς περιβαλλοντικούς οικονομικούς λογαριασμούς (ΕΕ L 158 της 27.5.2014, σ. 113).

(59)  Οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2001, σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων (ΕΕ L 197 της 21.7.2001, σ. 30).

(60)  Οδηγία 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ L 26 της 28.1.2012, σ. 1).

(61)  Οδηγία 2014/23/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης (ΕΕ L 94 της 28.3.2014, σ. 1).

(62)  Οδηγία 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις δημόσιες προμήθειες και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (ΕΕ L 94 της 28.3.2014, σ. 65).

(63)  Οδηγία 2014/25/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις προμήθειες φορέων που δραστηριοποιούνται στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών και την κατάργηση της οδηγίας 2004/17/ΕΚ (ΕΕ L 94 της 28.3.2014, σ. 243).

(64)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(65)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).

(66)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1286/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2014, σχετικά με τα έγγραφα βασικών πληροφοριών που αφορούν συσκευασμένα επενδυτικά προϊόντα για ιδιώτες επενδυτές και επενδυτικά προϊόντα βασιζόμενα σε ασφάλιση (PRIIP) (ΕΕ L 352 της 9.12.2014, σ. 1).

(67)  Κανονισμός (EE) 2019/1238 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, σχετικά με τη θέσπιση πανευρωπαϊκού ατομικού συνταξιοδοτικού προϊόντος (PEPP) (ΕΕ L 198 της 25.7.2019, σ. 1).

(68)  Οδηγία 2013/34/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).

(69)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1129 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή κατά την εισαγωγή κινητών αξιών προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 2003/71/ΕΚ (ΕΕ L 168 της 30.6.2017, σ. 12).

(70)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 525/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, σχετικά με μηχανισμό παρακολούθησης και υποβολής εκθέσεων σχετικά με τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και άλλων πληροφοριών σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο που αφορούν την αλλαγή του κλίματος και την κατάργηση της απόφασης αριθ. 280/2004/ΕΚ (ΕΕ L 165 της 18.6.2013, σ. 13).

(71)  ΕΕ: Να εισαχθεί ο αριθμός του παρόντος τροποποιητικού κανονισμού.


ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

22.6.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 198/44


ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2020/853 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 18ης Ιουνίου 2020

για την εξουσιοδότηση της Γερμανίας να τροποποιήσει τη διμερή συμφωνία οδικών μεταφορών με την Ελβετία με σκοπό να επιτραπούν οι υπηρεσίες ενδομεταφορών στο πλαίσιο της εκτέλεσης διεθνών οδικών επιβατικών μεταφορών με πούλμαν και λεωφορεία στις παραμεθόριες περιοχές μεταξύ των δύο χωρών

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 91,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 1 της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τις σιδηροδρομικές και τις οδικές μεταφορές εμπορευμάτων και επιβατών (3) («συμφωνία ΕΕ-Ελβετίας»), οι επιβατικές μεταφορές με πούλμαν και λεωφορείο μεταξύ δύο σημείων ευρισκόμενων στο έδαφος ενός των συμβαλλόμενων μερών που εκτελούνται από μεταφορείς εγκατεστημένους στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος, γνωστές και ως ενδομεταφορές («cabotage»), δεν επιτρέπονται.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 2 της συμφωνίας ΕΕ-Ελβετίας, τα υπάρχοντα δικαιώματα ενδομεταφορών βάσει διμερών συμφωνιών που έχουν συναφθεί μεταξύ κρατών μελών και Ελβετίας, οι οποίες ίσχυαν κατά τη σύναψη της συμφωνίας ΕΕ-Ελβετίας, δηλαδή στις 21 Ιουνίου 1999, μπορούν ακόμη να ασκούνται, υπό τον όρο ότι δεν υφίσταται διακριτική μεταχείριση μεταξύ μεταφορέων εγκατεστημένων στην Ένωση και ότι δεν υπάρχουν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Η διμερής συμφωνία οδικών μεταφορών μεταξύ Ελβετίας και Γερμανίας, της 17ης Δεκεμβρίου 1953 (4) («συμφωνία Ελβετίας-Γερμανίας»), δεν επιτρέπει τις ενδομεταφορές κατά την εκτέλεση υπηρεσιών οδικών επιβατικών μεταφορών με πούλμαν και λεωφορεία μεταξύ των δύο χωρών. Επομένως, το δικαίωμα εκτέλεσης των εν λόγω μεταφορών δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των δικαιωμάτων που υπάγονται στο άρθρο 20 παράγραφος 2 της συμφωνίας ΕΕ-Ελβετίας και περιλαμβάνονται στον κατάλογο του παραρτήματος 8 αυτής.

(3)

Διεθνείς δεσμεύσεις που επιτρέπουν σε μεταφορείς εγκατεστημένους στην Ελβετία να εκτελούν ενδομεταφορές εντός της Ένωσης ενδέχεται να επηρεάσουν το άρθρο 20 της συμφωνίας ΕΕ-Ελβετίας, εφόσον το άρθρο αυτό δεν επιτρέπει τις εν λόγω μεταφορές.

(4)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), επιτρέπει να εκτελούνται οι ενδομεταφορές εντός της Ένωσης αποκλειστικά από μεταφορείς που έχουν κοινοτική άδεια, υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Διεθνείς δεσμεύσεις που επιτρέπουν σε μεταφορείς τρίτων χωρών, οι οποίοι δεν διαθέτουν τέτοια άδεια, να εκτελούν μεταφορές αυτού του είδους ενδέχεται να επηρεάσουν τον εν λόγω κανονισμό.

(5)

Κατά συνέπεια, οι εν λόγω διεθνείς δεσμεύσεις εμπίπτουν στην αποκλειστική εξωτερική αρμοδιότητα της Ένωσης. Τα κράτη μέλη δύνανται να διαπραγματεύονται ή να αναλαμβάνουν τέτοιες δεσμεύσεις μόνον εάν έχουν εξουσιοδοτηθεί προς τούτο από την Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

(6)

Οι ενδομεταφορές που εκτελούνται εντός της Ένωσης από μεταφορείς τρίτων χωρών που δεν έχουν κοινοτική άδεια όπως προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1073/2009 επηρεάζουν τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς μεταφορών με πούλμαν και λεωφορεία, όπως θεσπίστηκε από τον νομοθέτη της Ένωσης με τον εν λόγω κανονισμό. Είναι συνεπώς αναγκαίο κάθε εξουσιοδότηση βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ να χορηγείται από τον νομοθέτη της Ένωσης σύμφωνα με τη νομοθετική διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 91 ΣΛΕΕ.

(7)

Με την από 11ης Μαΐου 2017 επιστολή της, η Γερμανία ζήτησε εξουσιοδότηση από την Ένωση να τροποποιήσει τη συμφωνία Ελβετίας-Γερμανίας, με σκοπό να επιτραπούν οι ενδομεταφορές κατά την εκτέλεση οδικών επιβατικών μεταφορών με πούλμαν και λεωφορεία στις παραμεθόριες περιοχές της Γερμανίας και της Ελβετίας.

(8)

Οι ενδομεταφορές καθιστούν δυνατή την αύξηση του συντελεστή φορτίου των οχημάτων, γεγονός που αυξάνει την οικονομική αποδοτικότητα των επιβατικών μεταφορών με πούλμαν και λεωφορεία. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να επιτραπούν οι εν λόγω μεταφορές στην εκτέλεση οδικών επιβατικών μεταφορών με πούλμαν και λεωφορεία μεταξύ Γερμανίας και Ελβετίας στις παραμεθόριες περιοχές των δύο χωρών. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να ενισχύσει περαιτέρω τη στενή σχέση των εν λόγω παραμεθόριων περιοχών.

(9)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι ενδομεταφορές δεν μεταβάλλουν υπέρμετρα τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς των υπηρεσιών μεταφοράς με πούλμαν και λεωφορεία, όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1073/2009, η άδεια για τις ενδομεταφορές θα πρέπει να χορηγείται υπό την προϋπόθεση να μην υφίσταται διακριτική μεταχείριση μεταξύ μεταφορέων εγκατεστημένων στην Ένωση και να μην υπάρχουν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

(10)

Για τον ίδιο λόγο, οι ενδομεταφορές θα πρέπει να γίνουν δεκτές μόνο στις παραμεθόριες περιοχές της Γερμανίας στο πλαίσιο της εκτέλεσης οδικών επιβατικών μεταφορών με πούλμαν και λεωφορεία μεταξύ Γερμανίας και Ελβετίας. Για τον σκοπό αυτό, είναι αναγκαίο να προσδιοριστούν οι παραμεθόριες περιοχές της Γερμανίας για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης με τρόπο που να λαμβάνεται δεόντως υπόψη η λειτουργία του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/2009, και να καταστεί παράλληλα δυνατό να αυξηθεί η αποδοτικότητα των σχετικών μεταφορών,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η Γερμανία εξουσιοδοτείται να τροποποιήσει τη διμερή της συμφωνία οδικών μεταφορών με την Ελβετία της 17ης Δεκεμβρίου 1953 (συμφωνία Ελβετίας-Γερμανίας), με σκοπό να επιτραπούν οι ενδομεταφορές στις παραμεθόριες περιοχές της Γερμανίας και της Ελβετίας στο πλαίσιο της εκτέλεσης οδικών επιβατικών μεταφορών με πούλμαν και λεωφορεία μεταξύ των δύο χωρών, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υφίσταται διακριτική μεταχείριση μεταξύ μεταφορέων εγκατεστημένων στην Ένωση και ότι δεν υπάρχουν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

Οι διοικητικές περιφέρειες Freiburg και Tübingen στη Βάδη-Βιρτεμβέργη και η διοικητική περιφέρεια της Σουηβίας στη Βαυαρία θεωρούνται παραμεθόριες περιοχές της Γερμανίας, κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου.

Άρθρο 2

Η Γερμανία ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με την τροποποίηση της συμφωνίας Ελβετίας-Γερμανίας σύμφωνα με το άρθρο 1 της παρούσας απόφασης και κοινοποιεί στην Επιτροπή το κείμενο της εν λόγω τροποποίησης.

Η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Βρυξέλλες, 18 Ιουνίου 2020.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

D. M. SASSOLI

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

N. BRNJAC


(1)  ΕΕ C 14 της 15.1.2020, σ. 118.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Μαΐου 2020 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 3ης Ιουνίου 2020.

(3)  ΕΕ L 114 της 30.4.2002, σ. 91.

(4)  Κωδικοποιημένη ομοσπονδιακή νομοθεσία της Ελβετίας, αριθ. 0.741.619.136.

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, για τη θέσπιση κοινών κανόνων πρόσβασης στη διεθνή αγορά μεταφορών με πούλμαν και λεωφορεία και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 561/2006 (ΕΕ L 300 της 14.11.2009, σ. 88).


22.6.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 198/47


ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2020/854 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 18ης Ιουνίου 2020

για την εξουσιοδότηση της Ιταλίας να διαπραγματευθεί και να συνάψει συμφωνία με την Ελβετία με την οποία να επιτρέπονται οι υπηρεσίες ενδομεταφορών στο πλαίσιο της εκτέλεσης οδικών διεθνών επιβατικών μεταφορών με πούλμαν και λεωφορεία στις παραμεθόριες περιοχές μεταξύ των δύο χωρών

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 91,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 1 της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τις σιδηροδρομικές και τις οδικές μεταφορές εμπορευμάτων και επιβατών (3) («συμφωνία ΕΕ-Ελβετίας»), οι επιβατικές μεταφορές με πούλμαν και λεωφορείο μεταξύ δύο σημείων ευρισκόμενων στο έδαφος ενός των συμβαλλόμενων μερών που εκτελούνται από μεταφορείς εγκατεστημένους στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος, γνωστές και ως ενδομεταφορές («cabotage»), δεν επιτρέπονται.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 2 της συμφωνίας ΕΕ-Ελβετίας, τα υπάρχοντα δικαιώματα ενδομεταφορών βάσει διμερών συμφωνιών που έχουν συναφθεί μεταξύ κρατών μελών και Ελβετίας, οι οποίες ίσχυαν κατά τη σύναψη της συμφωνίας ΕΕ‐Ελβετίας, δηλαδή στις 21 Ιουνίου 1999, μπορούν ακόμη να ασκούνται, υπό τον όρο ότι δεν υφίσταται διακριτική μεταχείριση μεταξύ μεταφορέων εγκατεστημένων στην Ένωση και ότι δεν υπάρχουν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Η Ιταλία δεν έχει συνάψει διμερή συμφωνία με την Ελβετία η οποία να επιτρέπει τις ενδομεταφορές κατά την εκτέλεση οδικών επιβατικών μεταφορών με πούλμαν και λεωφορεία μεταξύ των δύο χωρών. Επομένως, το δικαίωμα εκτέλεσης των εν λόγω μεταφορών δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των δικαιωμάτων που υπάγονται στο άρθρο 20 παράγραφος 2 της συμφωνίας ΕΕ-Ελβετίας και περιλαμβάνονται στον κατάλογο του παραρτήματος 8 αυτής.

(3)

Διεθνείς δεσμεύσεις που επιτρέπουν σε μεταφορείς εγκατεστημένους στην Ελβετία να εκτελούν ενδομεταφορές εντός της Ένωσης ενδέχεται να επηρεάσουν το άρθρο 20 της συμφωνίας ΕΕ-Ελβετίας, εφόσον το άρθρο αυτό δεν επιτρέπει τις εν λόγω μεταφορές.

(4)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), επιτρέπει να εκτελούνται οι ενδομεταφορές εντός της Ένωσης αποκλειστικά από μεταφορείς που έχουν κοινοτική άδεια, υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Διεθνείς δεσμεύσεις που επιτρέπουν σε μεταφορείς τρίτων χωρών, οι οποίοι δεν διαθέτουν τέτοια άδεια, να εκτελούν μεταφορές αυτού του είδους ενδέχεται να επηρεάσουν τον εν λόγω κανονισμό.

(5)

Κατά συνέπεια, οι εν λόγω διεθνείς δεσμεύσεις εμπίπτουν στην αποκλειστική εξωτερική αρμοδιότητα της Ένωσης. Τα κράτη μέλη δύνανται να διαπραγματεύονται ή να αναλαμβάνουν τέτοιες δεσμεύσεις μόνον εάν έχουν εξουσιοδοτηθεί προς τούτο από την Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

(6)

Οι ενδομεταφορές που εκτελούνται εντός της Ένωσης από μεταφορείς τρίτων χωρών που δεν έχουν κοινοτική άδεια όπως προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1073/2009 επηρεάζουν τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς μεταφορών με πούλμαν και λεωφορεία, όπως θεσπίστηκε από τον νομοθέτη της Ένωσης με τον εν λόγω κανονισμό. Είναι συνεπώς αναγκαίο κάθε εξουσιοδότηση βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ να χορηγείται από τον νομοθέτη της Ένωσης, σύμφωνα με τη νομοθετική διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 91 ΣΛΕΕ.

(7)

Με την από 7ης Φεβρουαρίου 2018 επιστολή της, η Ιταλία ζήτησε εξουσιοδότηση από την Ένωση να συνάψει συμφωνία με την Ελβετία, με σκοπό να επιτραπούν οι ενδομεταφορές κατά την εκτέλεση οδικών επιβατικών μεταφορών με πούλμαν και λεωφορεία στις παραμεθόριες περιοχές της Ιταλίας και της Ελβετίας.

(8)

Οι ενδομεταφορές καθιστούν δυνατή την αύξηση του συντελεστή φορτίου των οχημάτων, γεγονός που αυξάνει την οικονομική αποδοτικότητα των επιβατικών μεταφορών με πούλμαν και λεωφορεία. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να επιτραπούν οι εν λόγω μεταφορές κατά την εκτέλεση οδικών επιβατικών μεταφορών με πούλμαν και λεωφορεία μεταξύ Ιταλίας και Ελβετίας, στις παραμεθόριες περιοχές των δύο χωρών. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να ενισχύσει περαιτέρω τη στενή σχέση των εν λόγω παραμεθόριων περιοχών.

(9)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι ενδομεταφορές δεν μεταβάλλουν υπέρμετρα τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς των υπηρεσιών μεταφοράς με πούλμαν και λεωφορεία, όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1073/2009, η άδεια για τις ενδομεταφορές θα πρέπει να χορηγείται υπό την προϋπόθεση να μην υφίσταται διακριτική μεταχείριση μεταξύ μεταφορέων εγκατεστημένων στην Ένωση και να μην υπάρχουν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

(10)

Για τον ίδιο λόγο, οι ενδομεταφορές θα πρέπει να γίνουν δεκτές μόνο στις παραμεθόριες περιοχές της Ιταλίας στο πλαίσιο της εκτέλεσης οδικών επιβατικών μεταφορών με πούλμαν και λεωφορεία μεταξύ της Ιταλίας και της Ελβετίας. Για τον σκοπό αυτό, είναι αναγκαίο να προσδιοριστούν οι παραμεθόριες περιοχές της Ιταλίας για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης με τρόπο που να λαμβάνεται δεόντως υπόψη η λειτουργία του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/2009, και να καταστεί παράλληλα δυνατό να αυξηθεί η αποδοτικότητα των σχετικών μεταφορών,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η Ιταλία εξουσιοδοτείται να διαπραγματευθεί και να συνάψει συμφωνία με την Ελβετία με την οποία να επιτρέπονται οι ενδομεταφορές στις παραμεθόριες περιοχές της Ιταλίας και της Ελβετίας στο πλαίσιο της εκτέλεσης οδικών επιβατικών μεταφορών με πούλμαν και λεωφορεία μεταξύ των δύο χωρών, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υφίσταται διακριτική μεταχείριση μεταξύ μεταφορέων εγκατεστημένων στην Ένωση και ότι δεν υπάρχουν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

Οι περιφέρειες Πιεμόντε και Λομβαρδία και οι αυτόνομες περιφέρειες Valle d’Aosta και Trentino-Alto Adige θεωρούνται παραμεθόριες περιοχές της Ιταλίας, κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου.

Άρθρο 2

Η Ιταλία ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας δυνάμει του άρθρου 1 της παρούσας απόφασης και κοινοποιεί στην Επιτροπή το κείμενο της εν λόγω συμφωνίας.

Η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ιταλική Δημοκρατία.

Βρυξέλλες, 18 Ιουνίου 2020.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

D. M. SASSOLI

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

N. BRNJAC


(1)  ΕΕ C 14 της 15.1.2020, σ. 118.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Μαΐου 2020 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 3ης Ιουνίου 2020.

(3)  ΕΕ L 114 της 30.4.2002, σ. 91.

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, για τη θέσπιση κοινών κανόνων πρόσβασης στη διεθνή αγορά μεταφορών με πούλμαν και λεωφορεία και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 561/2006 (ΕΕ L 300 της 14.11.2009, σ. 88).