ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 314

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

62ό έτος
5 Δεκεμβρίου 2019


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2019 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 575/2013, (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και (ΕΕ) αριθ. 806/2014 ( 1 )

1

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Oδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2019 σχετικά με την προληπτική εποπτεία επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/87/ΕΚ,Y 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ ( 1 )

64

 

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2019/2035 της Επιτροπής της 28ης Ιουνίου 2019 για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τους κανόνες που διέπουν τις εγκαταστάσεις στις οποίες διατηρούνται χερσαία ζώα και τα εκκολαπτήρια, καθώς και την ιχνηλασιμότητα ορισμένων δεσποζόμενων χερσαίων ζώων και αυγών για επώαση ( 1 )

115

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2019/2036 του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2019 σχετικά με τη θέση που πρέπει να ληφθεί εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο του Συμβουλίου του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας όσον αφορά την τροποποίηση 17 του παραρτήματος 17 (Ασφάλεια) της σύμβασης για τη Διεθνή Πολιτική Αεροπορία

170

 

 

Διορθωτικά

 

*

Διορθωτικό στην απόφαση (ΕΕ) 2019/1875 του Συμβουλίου, της 8ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με τη σύναψη εξ ονόματης της Ευρωπαϊκής Ένωσης της συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης ( EE L 294 της 14.11.2019 )

173

 

*

Διορθωτικό στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2019/1982 της Επιτροπής, της 28ης Νοεμβρίου 2019, για την υποβολή σε καταγραφή ορισμένων εισαγωγών κοχλιωτών χυτών εξαρτημάτων σωληνώσεων, από ελατό χυτοσίδηρο και χυτοσίδηρο σφαιροειδούς γραφίτη, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, μετά την επανέναρξη της έρευνας με σκοπό την εφαρμογή της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, στην υπόθεση T-650/17, σχετικά με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2017/1146 για την εκ νέου επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές κοχλιωτών χυτών εξαρτημάτων σωληνώσεων, από ελατό χυτοσίδηρο και χυτοσίδηρο σφαιροειδούς γραφίτη, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, που κατασκευάστηκαν από την εταιρεία Jinan Meide Castings Co., Ltd ( EE L 308 της 29.11.2019 )

174

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ.

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

5.12.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 314/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/2033 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 27ης Νοεμβρίου 2019

σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 575/2013, (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και (ΕΕ) αριθ. 806/2014

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι αυστηρές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του κανονιστικού περιβάλλοντος εντός του οποίου τα χρηματοδοτικά ιδρύματα παρέχουν υπηρεσίες εντός της Ένωσης. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων υπόκεινται, από κοινού με τα πιστωτικά ιδρύματα, στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) όσον αφορά την προληπτική μεταχείριση και εποπτεία τους, ενώ οι απαιτήσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας και άλλες οργανωτικές απαιτήσεις και κανόνες δεοντολογίας ορίζονται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6).

(2)

Τα υφιστάμενα καθεστώτα προληπτικής εποπτείας βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ βασίζονται, σε μεγάλο βαθμό, σε διαδοχικές επαναλήψεις των διεθνών ρυθμιστικών προτύπων που έχουν καθοριστεί για μεγάλους τραπεζικούς ομίλους από την Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία και αντιμετωπίζουν μόνο εν μέρει τους ειδικούς κινδύνους που είναι εγγενείς στις ποικίλες δραστηριότητες μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων επενδύσεων. Ως εκ τούτου, τα ιδιαίτερα τρωτά σημεία και οι κίνδυνοι που χαρακτηρίζουν τις εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να αντιμετωπιστούν συγκεκριμένα μέσω κατάλληλων και αναλογικών ρυθμίσεων προληπτικής εποπτείας σε επίπεδο Ένωσης.

(3)

Οι κίνδυνοι τους οποίους διατρέχουν οι ίδιες οι επιχειρήσεις επενδύσεων και στους οποίους εκτίθενται οι πελάτες τους, καθώς και οι ευρύτερες αγορές στις οποίες δραστηριοποιούνται, εξαρτώνται από τη φύση και τον όγκο των δραστηριοτήτων τους, μεταξύ άλλων από το αν οι επιχειρήσεις επενδύσεων ενεργούν ως αντιπρόσωποι των πελατών τους και δεν είναι οι ίδιες συμβαλλόμενα μέρη στις επακόλουθες συναλλαγές ή αν ενεργούν για ίδιο λογαριασμό στο πλαίσιο των συναλλαγών.

(4)

Οι ορθές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων διοικούνται με μεθοδικό τρόπο και με σκοπό τη βέλτιστη εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πελατών τους. Θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, αφενός, το ενδεχόμενο υπερβολικής ανάληψης κινδύνων από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους πελάτες τους και, αφετέρου, τους διάφορους βαθμούς κινδύνου που αναλαμβάνουν και ενέχουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων. Ομοίως, οι εν λόγω απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας θα πρέπει να αποσκοπούν στην αποφυγή επιβολής αδικαιολόγητου διοικητικού φόρτου στις επιχειρήσεις επενδύσεων.

(5)

Πολλές από τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που απορρέουν από το πλαίσιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ αποσκοπούν στην αντιμετώπιση των κοινών κινδύνων που διατρέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα. Συνεπώς, οι υφιστάμενες απαιτήσεις έχουν διαμορφωθεί, σε μεγάλο βαθμό, με γνώμονα τη διατήρηση της δανειοδοτικής ικανότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων στη διάρκεια των οικονομικών κύκλων και την προστασία καταθετών και φορολογουμένων από ενδεχόμενη πτώχευση και δεν έχουν σχεδιαστεί για την αντιμετώπιση όλων των διαφορετικών προφίλ κινδύνου των επιχειρήσεων επενδύσεων. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν διατηρούν μεγάλα χαρτοφυλάκια δανείων λιανικής και επιχειρηματικών δανείων και δεν δέχονται καταθέσεις. Η πιθανότητα να έχει η πτώχευσή τους αρνητική επίπτωση στη γενικότερη χρηματοοικονομική σταθερότητα είναι μικρότερη σε σχέση με την περίπτωση των πιστωτικών ιδρυμάτων. Επομένως, οι κίνδυνοι που διατρέχουν και ενέχουν οι περισσότερες επιχειρήσεις επενδύσεων διαφέρουν ουσιωδώς από τους κινδύνους που διατρέχουν και ενέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα και η διαφορά αυτή θα πρέπει να αποτυπώνεται σαφώς στο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας της Ένωσης.

(6)

Οι απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας στις οποίες υπόκεινται οι επιχειρήσεις επενδύσεων δυνάμει του κανονισμού (EΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/EΕ βασίζονται στις απαιτήσεις που ισχύουν για τα πιστωτικά ιδρύματα. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων για τις οποίες το πεδίο εφαρμογής της άδειας λειτουργίας τους περιορίζεται σε συγκεκριμένες επενδυτικές υπηρεσίες οι οποίες δεν αποτελούν αντικείμενο του ισχύοντος πλαισίου προληπτικής εποπτείας υπόκεινται σε πολυάριθμες εξαιρέσεις από τις εν λόγω απαιτήσεις. Οι εν λόγω εξαιρέσεις αναγνωρίζουν ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων δεν εκτίθενται σε κινδύνους ίδιας φύσης με εκείνους στους οποίους εκτίθενται τα πιστωτικά ιδρύματα. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που ασκούν δραστηριότητες οι οποίες αποτελούν αντικείμενο του ισχύοντος πλαισίου προληπτικής εποπτείας και αφορούν συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα σε περιορισμένη βάση υπόκεινται στις αντίστοιχες απαιτήσεις του πλαισίου όσον αφορά το κεφάλαιο, αλλά είναι επιλέξιμες για εξαιρέσεις σε άλλους τομείς, όπως η ρευστότητα, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα και η μόχλευση. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων για τις οποίες το πεδίο εφαρμογής της άδειας λειτουργίας τους δεν υπόκειται στους εν λόγω περιορισμούς υπόκεινται στις ίδιες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας με τα πιστωτικά ιδρύματα.

(7)

Οι συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα, είτε για σκοπούς διαχείρισης κινδύνου, αντιστάθμισης ή διαχείρισης ρευστότητας, είτε για τοποθετήσεις θέσεων μιας κατεύθυνσης επί της διαχρονικής αξίας των μέσων, αποτελούν δραστηριότητα την οποία μπορούν να ασκούν τόσο τα πιστωτικά ιδρύματα όσο και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια να διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό και η οποία καλύπτεται ήδη από το πλαίσιο προληπτικής εποπτείας του κανονισμού (EΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/EΕ. Προκειμένου να αποφευχθούν άνισοι όροι ανταγωνισμού οι οποίοι θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ρυθμιστικό αρμπιτράζ μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων στον τομέα αυτό, οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που προκύπτουν από τους εν λόγω κανόνες που αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο θα πρέπει, ως εκ τούτου, να συνεχίσουν επίσης να εφαρμόζονται στις εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων. Τα ανοίγματα των εν λόγω επιχειρήσεων επενδύσεων στους αντισυμβαλλομένους τους σε συγκεκριμένες συναλλαγές και οι αντίστοιχες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων καλύπτονται επίσης από τους κανόνες και, για τον λόγο αυτό, θα πρέπει επίσης να συνεχίσουν να εφαρμόζονται σε επιχειρήσεις επενδύσεων με απλουστευμένο τρόπο. Τέλος, οι κανόνες σχετικά με τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα στο ισχύον πλαίσιο προληπτικής εποπτείας αρμόζουν επίσης και όταν τα ανοίγματα συναλλαγών των εν λόγω επιχειρήσεων επενδύσεων σε συγκεκριμένους αντισυμβαλλομένους είναι ιδιαίτερα μεγάλα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται υπερβολική συγκέντρωση κινδύνου για μια επιχείρηση επενδύσεων σε περίπτωση αθέτησης του αντισυμβαλλομένου. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω κανόνες θα πρέπει να συνεχίσουν να εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις επενδύσεων με απλουστευμένο τρόπο.

(8)

Οι διαφορές στην εφαρμογή του υφιστάμενου πλαισίου προληπτικής εποπτείας στα διάφορα κράτη μέλη συνιστούν απειλή για τους ισότιμους όρους ανταγωνισμού των επιχειρήσεων επενδύσεων εντός της Ένωσης. Οι εν λόγω διαφορές προκύπτουν από τη συνολική πολυπλοκότητα της εφαρμογής του πλαισίου στις διάφορες επιχειρήσεις επενδύσεων με βάση τις υπηρεσίες που παρέχουν, ενώ ορισμένες εθνικές αρχές προβαίνουν σε προσαρμογή ή εξορθολογισμό της εν λόγω εφαρμογής στο εθνικό δίκαιο ή πρακτική. Δεδομένου ότι το υφιστάμενο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας δεν αντιμετωπίζει το σύνολο των κινδύνων που διατρέχουν και ενέχουν κάποια είδη επιχειρήσεων επενδύσεων, σε κάποια κράτη μέλη επιβάλλονται μεγάλες κεφαλαιακές προσαυξήσεις σε ορισμένες επιχειρήσεις επενδύσεων. Θα πρέπει να θεσπιστούν ενιαίες διατάξεις που αντιμετωπίζουν τους εν λόγω κινδύνους, προκειμένου να διασφαλιστεί εναρμονισμένη προληπτική εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων σε ολόκληρη την Ένωση.

(9)

Ως εκ τούτου, απαιτείται ένα ειδικό καθεστώς προληπτικής εποπτείας για επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες, λόγω του μεγέθους και της διασύνδεσής τους με άλλους χρηματοοικονομικούς και οικονομικούς παράγοντες, δεν είναι συστημικές. Ωστόσο, οι συστημικές επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να εξακολουθήσουν να υπόκεινται στο υφιστάμενο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Οι εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων αποτελούν υποσύνολο των επιχειρήσεων επενδύσεων στις οποίες εφαρμόζεται επί του παρόντος το πλαίσιο που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ και οι οποίες δεν τυγχάνουν ειδικών εξαιρέσεων από καμία από τις βασικές τους απαιτήσεις. Οι μεγαλύτερες και περισσότερο διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων διαθέτουν επιχειρηματικά μοντέλα και προφίλ κινδύνου τα οποία είναι παρόμοια με εκείνα σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων. Παρέχουν «τραπεζικού τύπου» υπηρεσίες και αναλαμβάνουν κινδύνους σε σημαντική κλίμακα. Επιπλέον, οι συστημικές επιχειρήσεις επενδύσεων είναι αρκετά μεγάλες ώστε να συνιστούν απειλή για τη σταθερή και εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών και διαθέτουν επιχειρηματικά μοντέλα και προφίλ κινδύνου που συνιστούν τέτοια απειλή, όπως ακριβώς και τα μεγάλα πιστωτικά ιδρύματα. Επομένως, είναι σκόπιμο να συνεχίσουν οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις επενδύσεων να υπόκεινται στους κανόνες που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ.

(10)

Το ειδικό καθεστώς προληπτικής εποπτείας για επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες, λόγω του μεγέθους και της διασύνδεσής τους με άλλους χρηματοοικονομικούς και οικονομικούς παράγοντες, δεν θεωρούνται συστημικές, θα πρέπει να καλύπτει τις συγκεκριμένες επιχειρηματικές πρακτικές των διαφόρων ειδών επιχειρήσεων επενδύσεων. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρουσιάζουν τις περισσότερες πιθανότητες δημιουργίας κινδύνων για τους πελάτες, τις αγορές ή την εύρυθμη λειτουργία των ίδιων των επιχειρήσεων επενδύσεων θα πρέπει, ειδικότερα, να υπόκεινται σε σαφείς και αποτελεσματικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας προσαρμοσμένες στους συγκεκριμένους αυτούς κινδύνους. Οι εν λόγω απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας θα πρέπει να διαμορφώνονται κατά τρόπο ανάλογο με το είδος της επιχείρησης επενδύσεων, το βέλτιστο συμφέρον των πελατών του συγκεκριμένου είδους επιχείρησης επενδύσεων και την προαγωγή της ομαλής και εύρυθμης λειτουργίας των αγορών στις οποίες δραστηριοποιείται η επιχείρηση επενδύσεων αυτού του είδους. Θα πρέπει να περιορίζουν τους εντοπισθέντες τομείς κινδύνου και να συμβάλλουν στο να διασφαλιστεί ότι, σε περίπτωση πτώχευσης μιας επιχείρησης επενδύσεων, η επιχείρηση αυτή μπορεί να εκκαθαριστεί με εύρυθμο τρόπο επιφέροντας ελάχιστη διαταραχή στη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών.

(11)

Το καθεστώς που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό δεν θα πρέπει να θίγει τις υποχρεώσεις ορισθέντων ειδικών διαπραγματευτών σε τόπους διαπραγμάτευσης δυνάμει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ να παρέχουν προσφορές και να είναι παρόντες στην αγορά σε συνεχή βάση.

(12)

Το καθεστώς προληπτικής εποπτείας για επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες, λόγω του μεγέθους και της διασύνδεσής τους με άλλους χρηματοοικονομικούς και οικονομικούς παράγοντες, δεν θεωρούνται συστημικές, θα πρέπει να εφαρμόζεται σε κάθε επιχείρηση επενδύσεων σε ατομική βάση. Ωστόσο, προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων στην Ένωση που ανήκουν σε τραπεζικούς ομίλους, για να αποφευχθεί η διατάραξη ορισμένων επιχειρηματικών μοντέλων των οποίων οι κίνδυνοι καλύπτονται ήδη από την εφαρμογή των κανόνων προληπτικής εποπτείας, οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ κατά περίπτωση, με την επιφύλαξη της έγκρισης των αρμόδιων αρχών, εφόσον η απόφασή τους δεν λαμβάνεται για σκοπούς ρυθμιστικού αρμπιτράζ. Επιπλέον, δεδομένου ότι οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθενται οι μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων είναι ως επί το πλείστον περιορισμένοι, θα πρέπει να επιτρέπεται στις εν λόγω επιχειρήσεις να τυγχάνουν εξαίρεσης από τις ειδικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για επιχειρήσεις επενδύσεων όταν ανήκουν σε τραπεζικό όμιλο ή σε όμιλο επιχειρήσεων επενδύσεων που εδρεύει και υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή βάσει του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), κατά περίπτωση, στο ίδιο κράτος μέλος, καθώς τα εν λόγω πλαίσια προληπτικής εποπτείας θα πρέπει να καλύπτουν επαρκώς τους εν λόγω κινδύνους στις περιπτώσεις αυτές. Προκειμένου να αντικατοπτρίζεται η υφιστάμενη μεταχείριση των ομίλων επιχειρήσεων επενδύσεων βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, στην περίπτωση ομίλων που απαρτίζονται αποκλειστικά από επιχειρήσεις επενδύσεων ή στις περιπτώσεις που δεν εφαρμόζεται ενοποίηση σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, θα πρέπει να απαιτείται από τη μητρική επιχείρηση τέτοιων ομίλων να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού βάσει της κατάστασης ενοποίησης του ομίλου. Εναλλακτικά, αντί για εποπτική ενοποίηση, όταν οι εν λόγω όμιλοι επιχειρήσεων επενδύσεων ακολουθούν απλούστερες δομές και προφίλ κινδύνου, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στη μητρική επιχείρηση του ομίλου να διαθέτει επαρκή κεφάλαια για τη στήριξη της λογιστικής αξίας των συμμετοχών της στις θυγατρικές. Όταν αποτελούν μέρος ενός ασφαλιστικού ομίλου, οι μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να επωφελούνται από εξαίρεση από τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης.

(13)

Προκειμένου οι επιχειρήσεις επενδύσεων να μπορούν να συνεχίσουν να βασίζονται στα υφιστάμενα ίδια κεφάλαια για την εκπλήρωση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων τους βάσει του πλαισίου προληπτικής εποπτείας που ισχύει ειδικά για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, ο ορισμός και η σύνθεση των ιδίων κεφαλαίων θα πρέπει να ευθυγραμμιστεί με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Στο πλαίσιο αυτό περιλαμβάνονται πλήρεις αφαιρέσεις λογαριασμών του ισολογισμού από τα ίδια κεφάλαια σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όπως οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις και οι τοποθετήσεις σε κεφαλαιακά μέσα άλλων οντοτήτων του χρηματοοικονομικού τομέα. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να είναι σε θέση να εξαιρούν από τις αφαιρέσεις μη σημαντικές τοποθετήσεις σε κεφαλαιακά μέσα οντοτήτων του χρηματοοικονομικού τομέα, εάν διακρατούνται για διαπραγμάτευση με σκοπό τη στήριξη της ειδικής διαπραγμάτευσης σε αυτά τα μέσα. Για την ευθυγράμμιση της σύνθεσης των ιδίων κεφαλαίων με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αντίστοιχες αναλογίες των τύπων ιδίων κεφαλαίων μεταφέρθηκαν αυτούσιες στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι απαιτήσεις είναι ανάλογες με τη φύση, το πεδίο και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων επενδύσεων και ότι είναι ευχερώς προσβάσιμες από τις επιχειρήσεων επενδύσεων εντός του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει τη σκοπιμότητα της συνέχισης της ευθυγράμμισης του ορισμού και της σύνθεσης των ιδίων κεφαλαίων με εκείνα του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(14)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων λειτουργούν πάντοτε με βάση το επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που απαιτείται για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας τους, όλες οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει, ανά πάσα στιγμή, να πληρούν μια μόνιμη ελάχιστη κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το αρχικό κεφάλαιο που απαιτείται για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας για την παροχή των σχετικών επενδυτικών υπηρεσιών το οποίο καθορίζεται σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2019/2034.

(15)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η απλή εφαρμογή της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων για τις μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων, οι εν λόγω επιχειρήσεις θα πρέπει να διαθέτουν ίδιο κεφάλαιο ίσο προς το υψηλότερο ποσό μεταξύ της μόνιμης ελάχιστης κεφαλαιακής τους απαίτησης ή του ενός τετάρτου των παγίων εξόδων τους μετρούμενων με βάση τη δραστηριότητά τους κατά το προηγούμενο έτος. Οι μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων που προτιμούν να επιδεικνύουν ακόμη μεγαλύτερη προσοχή και να αποφύγουν φαινόμενα κατακρήμνισης σε περίπτωση ανακατάταξης δεν θα πρέπει να εμποδίζονται να διατηρούν ίδια κεφάλαια που υπερβαίνουν αυτά που απαιτούνται από τον παρόντα κανονισμό ή να εφαρμόζουν μέτρα αυστηρότερα από τα προβλεπόμενα στον παρόντα κανονισμό.

(16)

Για την κάλυψη των υψηλότερων κινδύνων των επιχειρήσεων επενδύσεων που δεν είναι μικρές και μη διασυνδεδεμένες, η ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τις επιχειρήσεις αυτές θα πρέπει να ισούται με το υψηλότερο ποσό μεταξύ της μόνιμης ελάχιστης κεφαλαιακής απαίτησης, του ενός τετάρτου των παγίων εξόδων τους κατά το προηγούμενο έτος ή του αθροίσματος των απαιτήσεών τους βάσει του συνόλου παραγόντων κινδύνου που είναι προσαρμοσμένοι στις επιχειρήσεις επενδύσεων («παράγοντες Κ»), το οποίο καθορίζει το κεφάλαιο σε σχέση με τους κινδύνους σε συγκεκριμένους επιχειρηματικούς τομείς των επιχειρήσεων επενδύσεων.

(17)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να θεωρούνται μικρές και μη διασυνδεδεμένες για τους σκοπούς των ειδικών απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων όταν οι επιχειρήσεις αυτές δεν παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες οι οποίες ενέχουν υψηλό κίνδυνο για τους πελάτες, τις αγορές ή τις ίδιες τις επιχειρήσεις και όταν, λόγω του μεγέθους τους, είναι λιγότερο πιθανό να προκαλέσουν ευρείες αρνητικές επιπτώσεις για τους πελάτες και τις αγορές αν επέλθουν κίνδυνοι που είναι εγγενείς των δραστηριοτήτων τους ή αν πτωχεύσουν. Αντίστοιχα, ως μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να ορίζονται οι επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό ούτε εκτίθενται σε κίνδυνο από τη διενέργεια συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα, δεν κατέχουν περιουσιακά στοιχεία ή χρήματα πελατών, τηρούν περιουσιακά στοιχεία τόσο υπό διακριτική διαχείριση χαρτοφυλακίου όσο και υπό μη διακριτικές (συμβουλευτικές) ρυθμίσεις των οποίων η αξία είναι κατώτερη του 1,2 δισεκατομμυρίου EUR, εκτελούν εντολές πελατών αξίας λιγότερης των 100 εκατομμυρίων EUR ημερησίως σε συναλλαγές τοις μετρητοίς ή εντολές πελατών αξίας λιγότερης του 1 δισεκατομμυρίου EUR ημερησίως σε παράγωγα και διαθέτουν ισολογισμό ύψους κατώτερου των 100 εκατομμυρίων EUR, συμπεριλαμβανομένων των εκτός ισολογισμού στοιχείων, και σύνολο ακαθάριστων ετήσιων εσόδων από την παροχή των επενδυτικών τους υπηρεσιών ύψους κατώτερου των 30 εκατομμυρίων EUR.

(18)

Προκειμένου να αποφευχθεί το ρυθμιστικό αρμπιτράζ και να περιοριστούν τα κίνητρα για τις επιχειρήσεις επενδύσεων να αναδιαρθρώνουν τις δραστηριότητές τους κατά τρόπο ώστε να παραμένουν εντός των ορίων πάνω από τα οποία δεν θα πληρούσαν τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρίζονται μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων, τα όρια για τα υπό διαχείριση περιουσιακά στοιχεία, τις εκτελούμενες εντολές πελατών, το μέγεθος του ισολογισμού και το σύνολο των ακαθάριστων ετήσιων εσόδων θα πρέπει να εφαρμόζονται σε συνδυαστική βάση για όλες τις επιχειρήσεις επενδύσεων που ανήκουν στον ίδιο όμιλο. Οι άλλες προϋποθέσεις, συγκεκριμένα το αν μια επιχείρηση επενδύσεων κατέχει χρήματα πελατών, διαχειρίζεται ή φυλάσσει περιουσιακά στοιχεία πελατών ή διενεργεί συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα και εκτίθεται σε κίνδυνο αγοράς ή κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, είναι δυαδικές και δεν αφήνουν περιθώριο για τέτοιου είδους αναδιάρθρωση και, για τον λόγο αυτό, θα πρέπει να αξιολογούνται σε ατομική βάση. Προκειμένου να αποτυπώνουν τα εξελισσόμενα επιχειρηματικά μοντέλα και τους κινδύνους που αυτά θέτουν σε συνεχή βάση, οι εν λόγω προϋποθέσεις και όρια θα πρέπει να αξιολογούνται στο τέλος της ημέρας με εξαίρεση την κατοχή χρημάτων πελατών, η οποία θα πρέπει να αξιολογείται εντός της ημέρας, καθώς και το μέγεθος του ισολογισμού και το σύνολο ακαθάριστων ετήσιων εσόδων που θα πρέπει να αξιολογούνται με βάση την κατάσταση της επιχείρησης επενδύσεων στο τέλος του προηγούμενου οικονομικού έτους.

(19)

Επιχείρηση επενδύσεων η οποία υπερβαίνει τα κανονιστικά όρια ή δεν πληροί τις άλλες προϋποθέσεις δεν θα πρέπει να θεωρείται μικρή και μη διασυνδεδεμένη και θα πρέπει να υπόκειται στις απαιτήσεις που ισχύουν για τις άλλες επιχειρήσεις επενδύσεων, με την επιφύλαξη των ειδικών μεταβατικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού. Με τον τρόπο αυτό θα ενθαρρυνθούν οι επιχειρήσεις επενδύσεων να σχεδιάζουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες κατά τρόπο ώστε να μπορούν σαφώς να χαρακτηρίζονται μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων. Για μια επιχείρηση επενδύσεων η οποία δεν πληροί τις απαιτήσεις για να θεωρηθεί μικρή και μη διασυνδεδεμένη ώστε να μπορεί να τύχει της μεταχείρισης αυτής, θα πρέπει να προβλέπεται στάδιο παρακολούθησης βάσει του οποίου η εν λόγω επιχείρηση επενδύσεων θα πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις και να μην υπερβαίνει τα σχετικά όρια για τουλάχιστον έξι συναπτούς μήνες.

(20)

Όλες οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να υπολογίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων τους με αναφορά σε ένα σύνολο παραγόντων Κ οι οποίοι αποτυπώνουν τον κίνδυνο για τον πελάτη («RtC»), τον κίνδυνο για την αγορά («RtM») και τον κίνδυνο για την επιχείρηση («RtF»). Οι παράγοντες Κ στο πλαίσιο του RtC αποτυπώνουν τα υπό διαχείριση περιουσιακά στοιχεία των πελατών και τη διαρκή παροχή συμβουλών (K-AUM), τα χρήματα πελατών υπό κατοχή (K-CMH), τα περιουσιακά στοιχεία υπό φύλαξη και διαχείριση (K-ASA) και τις εκτελούμενες εντολές πελατών (K-COH).

(21)

Ο παράγοντας Κ στο πλαίσιο του RtM αποτυπώνει τον κίνδυνο καθαρής θέσης (K-NPR) σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σχετικά με τον κίνδυνο αγοράς ή, εφόσον επιτρέπεται από την αρμόδια αρχή για συγκεκριμένες κατηγορίες επιχειρήσεων επενδύσεων οι οποίες διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό μέσω εκκαθαριστικών μελών, με βάση τα συνολικά περιθώρια που απαιτούνται από το εκκαθαριστικό μέλος μιας επιχείρησης επενδύσεων (K-CMG). Επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να έχουν την επιλογή να εφαρμόζουν ταυτόχρονα τους παράγοντες Κ-NPR και Κ-CMG στη βάση του χαρτοφυλακίου.

(22)

Οι παράγοντες Κ στο πλαίσιο του RtF αποτυπώνουν την έκθεση μιας επιχείρησης επενδύσεων στην αθέτηση των αντισυμβαλλομένων της (K-TCD) σύμφωνα με τις απλουστευμένες διατάξεις σχετικά με τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, στον κίνδυνο συγκέντρωσης όσον αφορά μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα μιας επιχείρησης επενδύσεων έναντι συγκεκριμένων αντισυμβαλλομένων βάσει των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού που εφαρμόζονται στα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών (K-CON) και στους λειτουργικούς κινδύνους που προκύπτουν από την ημερήσια ροή συναλλαγών μιας επιχείρησης επενδύσεων (K-DTF).

(23)

Η συνολική απαίτηση ιδίων κεφαλαίων βάσει των παραγόντων Κ είναι το άθροισμα των απαιτήσεων των παραγόντων Κ στο πλαίσιο των RtC, RtM και RtF. Οι παράγοντες K-AUM, K-ASA, K-CMH, K-COH και K-DTF σχετίζονται με τον όγκο της δραστηριότητας στον οποίο αναφέρεται κάθε παράγοντας Κ. Οι όγκοι για τους παράγοντες K-CMH, K-ASA και K-DTF υπολογίζονται με βάση έναν κυλιόμενο μέσο όρο των προηγούμενων εννέα μηνών. Ο όγκος για τον παράγοντα K-COH υπολογίζεται με βάση έναν κυλιόμενο μέσο όρο των προηγούμενων έξι μηνών, ενώ ο όγκος για τον παράγοντα K-AUM βασίζεται στους προηγούμενους 15 μήνες. Οι όγκοι πολλαπλασιάζονται επί τους αντίστοιχους συντελεστές που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό προκειμένου να προσδιοριστεί η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων. Οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον παράγοντα K-NPR προκύπτουν από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ενώ για τον προσδιορισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τους παράγοντες K-CON και K-TCD γίνεται απλουστευμένη εφαρμογή των αντίστοιχων απαιτήσεων βάσει του εν λόγω κανονισμού όσον αφορά, αντίστοιχα, τη μεταχείριση των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου. Το ποσό ενός παράγοντα Κ είναι μηδενικό εάν μια επιχείρηση επενδύσεων δεν εκτελεί τη σχετική δραστηριότητα.

(24)

Οι παράγοντες Κ στο πλαίσιο του RtC αποτελούν προσεγγιστικά δεδομένα που καλύπτουν επιχειρηματικούς τομείς των επιχειρήσεων επενδύσεων από τους οποίους ενδέχεται να προκληθεί ζημία για τους πελάτες σε περίπτωση προβλημάτων. Ο παράγοντας Κ-AUM αποτυπώνει τον κίνδυνο ζημίας για τους πελάτες λόγω εσφαλμένης διακριτικής διαχείρισης των χαρτοφυλακίων πελατών ή κακής εκτέλεσης και παρέχει διαβεβαιώσεις και οφέλη για τους πελάτες όσον αφορά τη συνέχεια της υπηρεσίας διαρκούς διαχείρισης χαρτοφυλακίου και παροχής επενδυτικών συμβουλών. Ο παράγοντας Κ-ASA αποτυπώνει τον κίνδυνο φύλαξης και διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων πελατών και διασφαλίζει ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων διατηρούν κεφάλαια ανάλογα προς τα συγκεκριμένα υπόλοιπα, ανεξάρτητα από το αν τηρούνται στον δικό τους ισολογισμό ή σε λογαριασμούς τρίτων. Ο παράγοντας K-CMH αποτυπώνει τον κίνδυνο ενδεχόμενης ζημίας όταν μια επιχείρηση επενδύσεων κατέχει χρήματα των πελατών της, λαμβάνοντας υπόψη αν τηρούνται στον δικό της ισολογισμό ή σε λογαριασμούς τρίτων και αν οι ρυθμίσεις βάσει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου προβλέπουν ότι τα χρήματα των πελατών διασφαλίζονται σε περίπτωση πτώχευσης, αφερεγγυότητας, λύσης ή εκκαθάρισης της επιχείρησης επενδύσεων. Ο παράγοντας K-CMH εξαιρεί τα χρήματα των πελατών που είναι κατατεθειμένα σε τραπεζικό λογαριασμό (θεματοφυλακής) στο όνομα του ίδιου του πελάτη, όταν η επιχείρηση επενδύσεων έχει πρόσβαση στα χρήματα των πελατών μέσω εντολής τρίτου. Ο παράγοντας K-COH αποτυπώνει τον ενδεχόμενο κίνδυνο που ενέχει για τους πελάτες μια επιχείρηση επενδύσεων η οποία εκτελεί εντολές (στο όνομα του πελάτη, και όχι στο όνομα της ίδιας της επιχείρησης επενδύσεων), για παράδειγμα στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών αποκλειστικής εκτέλεσης σε πελάτες ή όταν μια επιχείρηση επενδύσεων αποτελεί μέρος μιας αλυσίδας για εντολές πελατών.

(25)

Ο παράγοντας Κ σχετικά με τον RtM για επιχειρήσεις επενδύσεων που διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό βασίζεται στους κανόνες σχετικά με τον κίνδυνο αγοράς για θέσεις σε χρηματοπιστωτικά μέσα, συνάλλαγμα και βασικά εμπορεύματα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Με τον τρόπο αυτό, οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν να επιλέξουν να εφαρμόσουν την τυποποιημένη προσέγγιση ή την εναλλακτική τυποποιημένη προσέγγιση βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή να επιλέξουν να χρησιμοποιήσουν εσωτερικά υποδείγματα, όταν οι δύο προαναφερόμενες προσεγγίσεις καθίστανται εφαρμοστέες σε πιστωτικά ιδρύματα όχι μόνο για σκοπούς υποβολής αναφορών, αλλά και για σκοπούς απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων. Εν τω μεταξύ, και τουλάχιστον κατά τη διάρκεια των πέντε ετών μετά την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να εφαρμόζουν το πλαίσιο κινδύνου αγοράς (τυποποιημένη προσέγγιση ή, κατά περίπτωση, εσωτερικά υποδείγματα) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 για τον υπολογισμό του οικείου K-NPR. Εάν οι διατάξεις που παρατίθενται στο τρίτο μέρος τίτλος IV κεφάλαια 1α και 1β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/876 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8) δεν καταστούν εφαρμοστέες στα πιστωτικά ιδρύματα για σκοπούς απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν τις απαιτήσεις του τρίτου μέρους τίτλος IV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 για τον υπολογισμό του παράγοντα K-NPR. Εναλλακτικά, η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για επιχειρήσεις επενδύσεων που διενεργούν συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα με θέσεις που υπόκεινται σε εκκαθάριση είναι δυνατόν, με την επιφύλαξη της έγκρισης από την αρμόδια αρχή και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να ισούται με το ποσό των συνολικών περιθωρίων που απαιτούνται από το εκκαθαριστικό τους μέλος, πολλαπλασιαζόμενο με ένα σταθερό πολλαπλασιαστή. Η χρήση του παράγοντα K-CMG θα πρέπει να υπαγορεύεται κατά κύριο λόγο από το εάν η δραστηριότητα διαπραγμάτευσης μιας επιχείρησης επενδύσεων εμπίπτει εξ ολοκλήρου ή σε μεγάλο βαθμό σε αυτήν την προσέγγιση. Ωστόσο, η αρμόδια αρχή της επιχείρησης επενδύσεων μπορεί επίσης να επιτρέψει στην επιχείρηση επενδύσεων να κάνει μερική χρήση της προσέγγισης του παράγοντα Κ-CMG, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η προσέγγιση περιθωρίου χρησιμοποιείται για όλες τις θέσεις που υπόκεινται σε εκκαθάριση ή εγγυοδοσία περιθωρίου και μία από τις τρεις εναλλακτικές μεθόδους για τον παράγοντα K-NPR εφαρμόζεται για χαρτοφυλάκια που δεν υπόκεινται σε εκκαθάριση. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι απαιτήσεις είναι ανάλογες με τη φύση, το πεδίο και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων επενδύσεων και ότι είναι ευχερώς προσβάσιμες από τις επιχειρήσεις επενδύσεων εντός του παρόντος κανονισμού, κάθε επανεξέταση που πραγματοποιείται μεταγενέστερα όσον αφορά την εφαρμογή των μεθόδων για τον υπολογισμό των παραγόντων Κ θα πρέπει να περιλαμβάνει τη σκοπιμότητα συνέχισης της ευθυγράμμισης του υπολογισμού του KNPR με τους κανόνες για τον κίνδυνο αγοράς όσον αφορά τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών σε χρηματοοικονομικά μέσα, σε συνάλλαγμα και σε βασικά εμπορεύματα, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(26)

Όσον αφορά επιχειρήσεις επενδύσεων που διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, οι παράγοντες Κ για τον K-TCD και τον K-CON στο πλαίσιο του RtF αποτελούν απλουστευμένη εφαρμογή των κανόνων που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σχετικά με τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου και τον κίνδυνο μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, αντιστοίχως. Ο παράγοντας K-TCD αποτυπώνει τον κίνδυνο που ενέχουν για μια επιχείρηση επενδύσεων αντισυμβαλλόμενοι σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, πράξεις επαναγοράς, συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων, συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού, συναλλαγές δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης, οποιεσδήποτε άλλες συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων, καθώς και λήπτες δανείων που χορηγούνται από την επιχείρηση επενδύσεων σε επικουρική βάση ως μέρος μιας επενδυτικής υπηρεσίας οι οποίοι δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, με πολλαπλασιασμό της αξίας των ανοιγμάτων, με βάση το κόστος αντικατάστασης και μια προσαύξηση για ενδεχόμενο μελλοντικό άνοιγμα, επί τους παράγοντες κινδύνου βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, συνεκτιμώντας τον περιορισμό του κινδύνου που επιτυγχάνεται με τον αποτελεσματικό συμψηφισμό και την ανταλλαγή εξασφαλίσεων. Προκειμένου να εναρμονιστεί περαιτέρω η μεταχείριση του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, θα πρέπει να προστίθεται επίσης ένας σταθερός πολλαπλασιαστής 1,2 και ένας πολλαπλασιαστής για την προσαρμογή της πιστωτικής αποτίμησης (CVA), ώστε να αντικατοπτρίζεται η τρέχουσα αγοραία αξία του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου για την επιχείρηση επενδύσεων σε συγκεκριμένες συναλλαγές. Ο παράγοντας K-CON αποτυπώνει τον κίνδυνο συγκέντρωσης σε σχέση με μεμονωμένους ή άκρως διασυνδεδεμένους αντισυμβαλλομένους του ιδιωτικού τομέα έναντι των οποίων οι επιχειρήσεις έχουν ανοίγματα που υπερβαίνουν το 25 % του ίδιου κεφαλαίου τους ή ειδικά εναλλακτικά όρια σε σχέση με πιστωτικά ιδρύματα ή άλλες επιχειρήσεις επενδύσεων, επιβάλλοντας κεφαλαιακή προσαύξηση σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 για ανοίγματα που υπερβαίνουν τα εν λόγω όρια. Τέλος, ο παράγοντας K-DTF αποτυπώνει τους λειτουργικούς κινδύνους που ενέχουν για μια επιχείρηση επενδύσεων οι μεγάλοι όγκοι συναλλαγών που διενεργούνται για ίδιο λογαριασμό ή για πελάτες στο όνομά της εντός μίας ημέρας, οι οποίοι θα μπορούσαν να οφείλονται στην ανεπάρκεια ή την αποτυχία εσωτερικών διαδικασιών, ατόμων και συστημάτων ή σε εξωτερικά γεγονότα, με βάση την ονομαστική αξία των ημερήσιων συναλλαγών, κατόπιν προσαρμογής για τον χρόνο λήξης των παραγώγων επί επιτοκίων, προκειμένου να περιοριστούν οι αυξήσεις των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, ιδίως για βραχυπρόθεσμες συμβάσεις όπου οι αντιληπτοί λειτουργικοί κίνδυνοι είναι χαμηλότεροι.

(27)

Όλες οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να παρακολουθούν και να ελέγχουν τον κίνδυνο συγκέντρωσής τους, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τους πελάτες τους. Ωστόσο, μόνο οι επιχειρήσεις επενδύσεων που υπόκεινται σε ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων βάσει των παραγόντων Κ θα πρέπει να υποβάλλουν αναφορά στις αρμόδιες αρχές σχετικά με τους κινδύνους συγκέντρωσής τους. Όσον αφορά επιχειρήσεις επενδύσεων που ειδικεύονται σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή σε δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα επί αυτών, με μεγάλα συγκεντρωμένα ανοίγματα έναντι μη χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων, η υπέρβαση των ορίων για τον κίνδυνο συγκέντρωσης είναι δυνατή χωρίς πρόσθετο κεφάλαιο βάσει του K-CON εφόσον εξυπηρετούν σκοπούς εμπορικούς, χρηματοδοτικούς ή διαχείρισης κινδύνων.

(28)

Όλες οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να διαθέτουν εσωτερικές διαδικασίες για την παρακολούθηση και τη διαχείριση των απαιτήσεων ρευστότητάς τους. Οι εν λόγω διαδικασίες προορίζονται να συμβάλλουν στη διασφάλιση της δυνατότητας διαχρονικά εύρυθμης λειτουργίας των επιχειρήσεων επενδύσεων, χωρίς την ανάγκη δημιουργίας ρευστότητας ειδικά για περιόδους ακραίων συνθηκών. Για τον σκοπό αυτό, όλες οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει ανά πάσα στιγμή να διατηρούν τουλάχιστον το ένα τρίτο της απαίτησης παγίων εξόδων τους σε ρευστά στοιχεία ενεργητικού. Ωστόσο, θα πρέπει να επιτρέπεται στις αρμόδιες αρχές να εξαιρούν μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων από την εν λόγω απαίτηση. Τα εν λόγω ρευστά στοιχεία ενεργητικού θα πρέπει να είναι υψηλής ποιότητας και να ευθυγραμμίζονται με εκείνα που παρατίθενται στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2015/61 της Επιτροπής (9), καθώς και με τις περικοπές που εφαρμόζονται στα εν λόγω στοιχεία βάσει του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού. Για την κάλυψη της διαφοράς των προφίλ ρευστότητας των επιχειρήσεων επενδύσεων σε σύγκριση με τα πιστωτικά ιδρύματα, ο κατάλογος των κατάλληλων ρευστών στοιχείων ενεργητικού θα πρέπει να συμπληρωθεί με τα μη βεβαρημένα μετρητά και τις βραχυπρόθεσμες καταθέσεις που ανήκουν στην επιχείρηση επενδύσεων (στα οποία δεν θα πρέπει να περιλαμβάνονται χρήματα πελατών ή χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν σε πελάτες) και με ορισμένα χρηματοπιστωτικά μέσα για τα οποία υπάρχει ρευστή αγορά. Εάν δεν απαλλάσσονται από απαιτήσεις ρευστότητας, οι μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων καθώς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν έχουν άδεια άσκησης δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης ή αναδοχής, θα μπορούσαν επίσης να περιλαμβάνουν στα ρευστά στοιχεία ενεργητικού τους στοιχεία που σχετίζονται με απαιτήσεις από εμπορικούς οφειλέτες και αμοιβές ή προμήθειες που είναι εισπρακτέες εντός 30 ημερών, υπό την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία αυτά δεν υπερβαίνουν το ένα τρίτο της ελάχιστης απαίτησης ρευστότητας, δεν συνυπολογίζονται σε πρόσθετες απαιτήσεις ρευστότητας που επιβάλλονται από την αρμόδια αρχή και υπόκεινται σε περικοπή της τάξης του 50 %. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, θα πρέπει να επιτρέπεται σε επιχειρήσεις επενδύσεων να μην τηρούν το απαιτούμενο όριο μέσω ρευστοποίησης των ρευστών στοιχείων ενεργητικού για την κάλυψη απαιτήσεων ρευστότητας, υπό την προϋπόθεση της άμεσης ενημέρωσης της αρμόδιας αρχής. Όλες οι χρηματοοικονομικές εγγυήσεις που παρέχονται σε πελάτες, οι οποίες σε περίπτωση ενεργοποίησής τους μπορεί να οδηγήσουν σε αυξημένες ανάγκες ρευστότητας, θα πρέπει να μειώνουν το ποσό των διαθέσιμων ρευστών στοιχείων ενεργητικού κατά τουλάχιστον 1,6 % της συνολικής αξίας αυτών των εγγυήσεων. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι απαιτήσεις είναι ανάλογες με τη φύση, το πεδίο και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων επενδύσεων και ότι είναι ευχερώς προσβάσιμες από τις επιχειρήσεις επενδύσεων στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να επακολουθήσει επανεξέταση όσον αφορά την καταλληλότητα των ρευστών στοιχείων ενεργητικού που είναι επιλέξιμα για την εκπλήρωση της ελάχιστης απαίτησης ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένης της συνεχιζόμενης ευθυγράμμισης με εκείνα που παρατίθενται στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2015/61, σε συνδυασμό με τις περικοπές που ισχύουν για τα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού δυνάμει του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού.

(29)

Σε συνδυασμό με το νέο καθεστώς προληπτικής εποπτείας, θα πρέπει να αναπτυχθεί ανάλογο αντίστοιχο κανονιστικό πλαίσιο υποβολής αναφορών, το οποίο θα πρέπει να είναι προσεκτικά προσαρμοσμένο στη δραστηριότητα των επιχειρήσεων επενδύσεων και στις απαιτήσεις του πλαισίου προληπτικής εποπτείας. Οι απαιτήσεις υποβολής αναφορών για τις επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να αφορούν το επίπεδο και τη σύνθεση των ιδίων κεφαλαίων τους, τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων τους, τη βάση υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων τους, το προφίλ και το μέγεθος των δραστηριοτήτων τους σε σχέση με τις παραμέτρους που επιτρέπουν τον χαρακτηρισμό επιχειρήσεων επενδύσεων ως μικρών και μη διασυνδεδεμένων, τις απαιτήσεις ρευστότητάς τους και τη συμμόρφωσή τους με τις διατάξεις σχετικά με τον κίνδυνο συγκέντρωσης. Οι μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να εξαιρούνται από την υποχρέωση υποβολής αναφορών σχετικά με τον κίνδυνο συγκέντρωσης και να υποχρεούνται να υποβάλλουν αναφορές σχετικά με τις απαιτήσεις ρευστότητας μόνο όταν οι εν λόγω απαιτήσεις εφαρμόζονται σε αυτές. Στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), που συγκροτήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10) (ΕΑΤ), θα πρέπει να ανατεθεί η εκπόνηση σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον περαιτέρω προσδιορισμό των λεπτομερών υποδειγμάτων και ρυθμίσεων για τη συγκεκριμένη υποχρέωση υποβολής κανονιστικών αναφορών και για τον προσδιορισμό των υποδειγμάτων δημοσιοποίησης ιδίων κεφαλαίων. Τα εν λόγω πρότυπα θα πρέπει να είναι ανάλογα προς την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των διάφορων επιχειρήσεων επενδύσεων και θα πρέπει, ιδίως, να λαμβάνουν υπόψη κατά πόσον οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεωρούνται μικρές και μη διασυνδεδεμένες.

(30)

Για την παροχή διαφάνειας στους επενδυτές τους και τις ευρύτερες αγορές, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν θεωρούνται μικρές και μη διασυνδεδεμένες θα πρέπει να δημοσιοποιούν τα επίπεδα ιδίων κεφαλαίων τους, τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων τους, τις ρυθμίσεις διακυβέρνησής τους και τις πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που εφαρμόζουν. Οι μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων δεν θα πρέπει να υπόκεινται σε απαιτήσεις δημοσιοποίησης, εκτός εάν εκδίδουν πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 με σκοπό την παροχή διαφάνειας σε όσους επενδύουν στα εν λόγω μέσα.

(31)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να εφαρμόζουν πολιτικές αποδοχών ουδέτερες ως προς το φύλο, σύμφωνα με την αρχή που ορίζεται στο άρθρο 157 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Θα πρέπει να δοθούν ορισμένες διευκρινίσεις ως προς τις δημοσιοποιήσεις που αφορούν τις αποδοχές. Οι απαιτήσεις δημοσιοποίησης σχετικά με τις αποδοχές, όπως ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να είναι συμβατές με τους σκοπούς των κανόνων για τις αποδοχές, συγκεκριμένα όσον αφορά την κατάρτιση και διατήρηση, για κατηγορίες προσωπικού του οποίου οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στα χαρακτηριστικά κινδύνου των επιχειρήσεων επενδύσεων, πολιτικών και πρακτικών αποδοχών που συνάδουν προς τις αρχές της αποτελεσματικής διαχείρισης κινδύνων. Επιπλέον, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που επωφελούνται από την παρέκκλιση από ορισμένους κανόνες που αφορούν τις αποδοχές θα πρέπει να υποχρεούνται να δημοσιοποιούν στοιχεία σχετικά με την εν λόγω παρέκκλιση.

(32)

Προκειμένου να διευκολυνθεί η ομαλή μετάβαση για τις επιχειρήσεις επενδύσεων από τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034, είναι σκόπιμο να προβλεφθούν ενδεδειγμένα μεταβατικά μέτρα. Ιδίως, για περίοδο πέντε ετών από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, οι επιχειρήσεις επενδύσεων για τις οποίες οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων βάσει του παρόντος κανονισμού θα υπερδιπλασιαστούν σε σύγκριση με την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων τους βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ θα πρέπει να είναι σε θέση να αμβλύνουν τις συνέπειες των πιθανών αυξήσεων, περιορίζοντας την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων στο διπλάσιο της σχετικής απαίτησης ιδίων κεφαλαίων τους βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

(33)

Προκειμένου να μην τεθούν σε μειονεκτική θέση οι νέες επιχειρήσεις επενδύσεων με παρόμοια χαρακτηριστικά προς υφιστάμενες επιχειρήσεις επενδύσεων, οι επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες ουδέποτε υπόκεινταν σε απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ θα πρέπει να είναι σε θέση να περιορίσουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού στο διπλάσιο της απαίτησης πάγιων εξόδων τους κατά τη διάρκεια περιόδου πέντε ετών από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(34)

Ομοίως, οι επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες υπόκεινταν μόνο σε απαίτηση για αρχικό κεφάλαιο βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και για τις οποίες οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων βάσει του παρόντος κανονισμού θα υπερδιπλασιαστούν σε σύγκριση με την κατάστασή τους βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ θα πρέπει να μπορούν να περιορίσουν την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού στο διπλάσιο της απαίτησης αρχικού κεφαλαίου βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ κατά τη διάρκεια περιόδου πέντε ετών από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, με εξαίρεση τις τοπικές επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/876, οι οποίες θα πρέπει να υπόκεινται σε ειδική μεταβατική απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που θα αντικατοπτρίζει το υψηλότερο επίπεδο κινδύνου τους. Για λόγους αναλογικότητας, θα πρέπει επίσης να προβλεφθούν ειδικές μεταβατικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τις μικρότερες επιχειρήσεις επενδύσεων και εκείνες που παρέχουν περιορισμένο φάσμα επενδυτικών υπηρεσιών, στις περιπτώσεις στις οποίες αυτές δεν θα επωφελούνταν από περιορισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων δυνάμει του παρόντος κανονισμού στο διπλάσιο των απαιτήσεων αρχικού κεφαλαίου τους δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/630 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11), και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2019/878 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12), η δεσμευτική απαίτηση ιδίων κεφαλαίων των οποίων όμως βάσει του παρόντος κανονισμού θα αυξανόταν σε σύγκριση με την κατάστασή τους βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/630.

(35)

Τα εν λόγω μεταβατικά μέτρα θα πρέπει, κατά περίπτωση, να είναι διαθέσιμα και σε επιχειρήσεις επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 498 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το οποίο απαλλάσσει τις εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, ενώ οι απαιτήσεις για αρχικό κεφάλαιο σε σχέση με τις εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων εξαρτώνται από τις επενδυτικές υπηρεσίες ή τις δραστηριότητες που παρέχουν. Για περίοδο πέντε ετών από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων τους βάσει των μεταβατικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να υπολογίζονται με βάση τα εν λόγω ισχύοντα επίπεδα.

(36)

Για περίοδο πέντε ετών από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού ή έως την ημερομηνία εφαρμογής των αλλαγών που εγκρίθηκαν στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και την οδηγία 2013/36/ΕΕ σχετικά με τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για κίνδυνο αγοράς σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος IV κεφάλαια 1α και 1β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2019/876, όποια ημερομηνία είναι μεταγενέστερη, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που υπόκεινται στις αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να εξακολουθήσουν να υπολογίζουν την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων τους για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/630.

(37)

Τα επιχειρηματικά μοντέλα και τα προφίλ κινδύνου των μεγαλύτερων επιχειρήσεων επενδύσεων οι οποίες παρέχουν βασικές εμπορικές υπηρεσίες χονδρικής και υπηρεσίες επενδυτικής τραπεζικής (προβαίνοντας σε συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα για ίδιο λογαριασμό ή σε αναδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων ή σε τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης) είναι παρόμοια με εκείνα σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων. Οι δραστηριότητές τους τις εκθέτουν σε πιστωτικό κίνδυνο, ο οποίος λαμβάνει κυρίως τη μορφή πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου, καθώς και σε κίνδυνο αγοράς για τοποθετήσεις στις οποίες προβαίνουν για ίδιο λογαριασμό, είτε σχετίζονται με πελάτες είτε όχι. Ως εκ τούτου, συνιστούν κίνδυνο για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα, δεδομένου του μεγέθους τους και της συστημικής τους σημασίας.

(38)

Οι εν λόγω μεγάλες επιχειρήσεις επενδύσεων συνιστούν πρόσθετη πρόκληση όσον αφορά την αποτελεσματική προληπτική εποπτεία τους από τις εθνικές αρμόδιες αρχές. Παρότι οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν διασυνοριακές υπηρεσίες επενδυτικής τραπεζικής σε σημαντική κλίμακα, ως επιχειρήσεις επενδύσεων υπόκεινται σε προληπτική εποπτεία από αρχές που ορίζονται βάσει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, οι οποίες δεν είναι απαραιτήτως οι ίδιες αρμόδιες αρχές με αυτές που ορίζονται βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε άνισους όρους ανταγωνισμού κατά την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ εντός της Ένωσης και εμποδίζει τις εποπτικές αρχές να σχηματίσουν μια συνολική άποψη σε επίπεδο προληπτικής εποπτείας, η οποία είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των κινδύνων που συνδέονται με τις μεγάλες διασυνοριακές επιχειρήσεις επενδύσεων. Κατά συνέπεια, η προληπτική εποπτεία μπορεί να καταστεί λιγότερο αποτελεσματική και, παράλληλα, να οδηγήσει σε στρέβλωση του ανταγωνισμού στο εσωτερικό της Ένωσης. Ως εκ τούτου, στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να αναγνωριστεί καθεστώς πιστωτικού ιδρύματος προκειμένου να δημιουργηθούν συνέργειες όσον αφορά την εποπτεία των διασυνοριακών δραστηριοτήτων παροχής εμπορικών υπηρεσιών χονδρικής σε ομάδα ομοτίμων, την προώθηση ισότιμων όρων ανταγωνισμού και τη διευκόλυνση της συνεκτικής εποπτείας μεταξύ ομίλων.

(39)

Οι εν λόγω εταιρείες επενδύσεων, καθιστάμενες πιστωτικά ιδρύματα, θα πρέπει, επομένως, να εξακολουθήσουν να υπόκεινται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και την οδηγία 2013/36/ΕΕ και σε εποπτεία από αρμόδιες αρχές, μεταξύ άλλων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο πλαίσιο του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού, υπεύθυνες για τα πιστωτικά ιδρύματα. Αυτό θα διασφαλίσει ότι η προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων εφαρμόζεται με συνεκτικό και αποτελεσματικό τρόπο και ότι το ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο σε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα με δεδομένη τη συστημική τους σημασία. Προκειμένου να αποφευχθεί το ρυθμιστικό αρμπιτράζ και να μειωθούν οι κίνδυνοι καταστρατήγησης, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να προσπαθούν να αποφεύγουν καταστάσεις όπου δυνητικά συστημικοί όμιλοι θα διαρθρώνουν τις δραστηριότητές τους κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην υπερβαίνουν τα κατώτατα όρια που καθορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και να καταστρατηγούν την υποχρέωση να ζητήσουν άδεια λειτουργίας ως πιστωτικά ιδρύματα σύμφωνα με το άρθρο 8α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

(40)

Οι μεγάλες επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν μετατραπεί σε πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να μπορούν να δέχονται καταθέσεις ή άλλα επιστρεπτέα κεφάλαια από το κοινό και να χορηγούν πιστώσεις για ίδιο λογαριασμό μόνο αφού λάβουν άδεια για τις εν λόγω δραστηριότητες σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ. Η διενέργεια όλων αυτών των δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό και της χορήγησης πιστώσεων για ίδιο λογαριασμό, δεν θα πρέπει να αποτελεί αναγκαία απαίτηση προκειμένου μια επιχείρηση να θεωρείται πιστωτικό ίδρυμα. Η αλλαγή στον ορισμό του πιστωτικού ιδρύματος που εισάγεται με τον παρόντα κανονισμό θα πρέπει ως εκ τούτου να ισχύει με την επιφύλαξη των εθνικών καθεστώτων χορήγησης αδειών λειτουργίας που εφαρμόζονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις οδηγίες 2013/36/ΕΕ και (ΕΕ) 2019/2034, συμπεριλαμβανομένων τυχόν διατάξεων που τα κράτη μέλη μπορεί να κρίνουν σκόπιμες προκειμένου να διευκρινίσουν τις δραστηριότητες τις οποίες επιτρέπεται να αναλαμβάνουν οι μεγάλες επιχειρήσεις επενδύσεων που εμπίπτουν στον τροποποιημένο ορισμό των πιστωτικών ιδρυμάτων.

(41)

Επιπλέον, η εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση στοχεύει να διασφαλίσει, μεταξύ άλλων, τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος και, για να είναι αποτελεσματική, θα πρέπει να εφαρμοστεί σε όλους τους ομίλους, μεταξύ άλλων και σε αυτούς όπου οι μητρικές επιχειρήσεις δεν είναι πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων. Ως εκ τούτου, όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είχαν προηγουμένως το καθεστώς των επιχειρήσεων επενδύσεων, θα πρέπει να υπόκεινται σε κανόνες για την ατομική και ενοποιημένη εποπτεία της μητρικής επιχείρησης από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τον τίτλο VII κεφάλαιο 3 τμήμα Ι της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

(42)

Επιπλέον, τα επιχειρηματικά μοντέλα και τα προφίλ κινδύνου των μεγάλων επιχειρήσεων επενδύσεων οι οποίες δεν είναι συστημικής σημασίας αλλά προβαίνουν σε συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, σε αναδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων ή σε τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης είναι πιθανό να είναι παρόμοια με εκείνα άλλων συστημικών ιδρυμάτων. Δεδομένου του μεγέθους και των δραστηριοτήτων τους, είναι πιθανό οι εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων να ενέχουν ορισμένους κινδύνους για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και, παρά το γεγονός ότι η μετατροπή τους σε πιστωτικά ιδρύματα δεν κρίνεται σκόπιμη λόγω της φύσης και της πολυπλοκότητάς τους, θα πρέπει να εξακολουθήσουν να υπόκεινται στην ίδια προληπτική μεταχείριση με τα πιστωτικά ιδρύματα. Προκειμένου να αποφευχθεί το ρυθμιστικό αρμπιτράζ και να μειωθούν οι κίνδυνοι καταστρατήγησης, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει επίσης να καταβάλλουν προσπάθειες ώστε να αποτρέπουν καταστάσεις στις οποίες οι επιχειρήσεις επενδύσεων διαρθρώνουν τις δραστηριότητές τους κατά τρόπο ώστε να μην υπερβαίνουν το κατώτατο όριο των 15 δισεκατομμυρίων EUR σχετικά με τη συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού σε επίπεδο επιχείρησης ή ομίλου ή να μην περιορίζουν αδικαιολόγητα τη διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων αρχών να υπάγουν τις επιχειρήσεις επενδύσεων στις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που καθορίζονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ, σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034.

(43)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13) εισήγαγε ένα εναρμονισμένο καθεστώς στην Ένωση για την παροχή πρόσβασης στις επιχειρήσεις τρίτων χωρών που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες σε επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους και σε επαγγελματίες πελάτες που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση. Η πρόσβαση στην εσωτερική αγορά εξαρτάται από την έγκριση από την Επιτροπή απόφασης ισοδυναμίας και την καταχώριση από την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), που συγκροτήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14) (ΕΑΚΑΑ), της επιχείρησης τρίτης χώρας. Είναι σημαντικό η αξιολόγηση της ισοδυναμίας να πραγματοποιείται με βάση το σχετικό ισχύον ενωσιακό δίκαιο και να υφίστανται αποτελεσματικά μέσα για την εξακρίβωση ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες έχει χορηγηθεί ισοδυναμία. Για τους λόγους αυτούς, οι καταχωρισμένες επιχειρήσεις τρίτων χωρών θα πρέπει να υποχρεούνται να υποβάλουν ετησίως στην ΕΑΚΑΑ στοιχεία όσον αφορά την κλίμακα και το φάσμα των παρεχόμενων στην Ένωση υπηρεσιών και των δραστηριοτήτων που διεξάγονται στην Ένωση. Θα πρέπει επίσης να βελτιωθεί η εποπτική συνεργασία σε σχέση με την παρακολούθηση, την εφαρμογή της νομοθεσίας και την εκπλήρωση των προϋποθέσεων ισοδυναμίας.

(44)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού και να προωθηθεί η διαφάνεια της ενωσιακής αγοράς, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 θα πρέπει να τροποποιηθεί, ώστε οι προσφορές των συστημικών εσωτερικοποιητών, οι βελτιώσεις τιμών και οι τιμές εκτέλεσης να υπάγονται στο καθεστώς βήματος τιμής κατά τις συναλλαγές όλων των μεγεθών. Κατά συνέπεια, τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που εφαρμόζονται επί του παρόντος όσον αφορά το καθεστώς βήματος τιμής θα πρέπει να ισχύουν και για το διευρυμένο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

(45)

Για τη διασφάλιση της προστασίας των επενδυτών και της ακεραιότητας και της σταθερότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών στην Ένωση, η Επιτροπή, κατά την έκδοση της απόφασης ισοδυναμίας, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους πιθανούς κινδύνους από τις υπηρεσίες και τις δραστηριότητες που οι επιχειρήσεις από την εν λόγω τρίτη χώρα θα μπορούν να ασκούν κατόπιν της αποφάσεως αυτής στην Ένωση. Η συστημική σημασία τους θα πρέπει να εξετάζεται με βάση κριτήρια όπως η πιθανή κλίμακα και το εύρος της παροχής υπηρεσιών και η άσκηση δραστηριοτήτων από επιχειρήσεις από την υπό εξέταση τρίτη χώρα. Για τον ίδιο σκοπό, η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί να λαμβάνει υπόψη κατά πόσον η τρίτη χώρα χαρακτηρίζεται ως μη συνεργάσιμη περιοχή δικαιοδοσίας για φορολογικούς σκοπούς, σύμφωνα με τη σχετική πολιτική της Ένωσης, ή ως τρίτη χώρα υψηλού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15). Η Επιτροπή θα πρέπει να εκλαμβάνει ως ισοδύναμες συγκεκριμένες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, οργάνωσης ή επιχειρηματικής συμπεριφοράς μόνο όταν επιτυγχάνεται το ίδιο αποτέλεσμα. Επιπλέον, η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί, κατά περίπτωση, να εκδίδει αποφάσεις ισοδυναμίας που περιορίζονται σε συγκεκριμένες υπηρεσίες και δραστηριότητες ή κατηγορίες υπηρεσιών και δραστηριοτήτων που απαριθμούνται στο τμήμα Α του παραρτήματος Ι της οδηγία 2014/65/ΕΕ.

(46)

Η ΕΑΤ, με τη συμμετοχή της ΕΑΚΑΑ, έχει εκδώσει έκθεση, βασισμένη σε διεξοδική ανάλυση του πλαισίου, συλλογή στοιχείων και διαβούλευση, σχετικά με την καθιέρωση ειδικού καθεστώτος προληπτικής εποπτείας για όλες τις μη συστημικές επιχειρήσεις επενδύσεων, το οποίο αποτελεί τη βάση για το αναθεωρημένο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων.

(47)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η εναρμονισμένη εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθεί στην ΕΑΤ η κατάρτιση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό του πεδίου εφαρμογής και των μεθόδων εποπτικής ενοποίησης ενός ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων, για τον προσδιορισμό του υπολογισμού των πάγιων εξόδων, για τη μέτρηση των παραγόντων Κ, για τη διευκρίνιση της έννοιας των διαχωρισμένων λογαριασμών σχετικά με τα χρήματα των πελατών, για την προσαρμογή των συντελεστών της K-DTF σε περιπτώσεις ακραίων συνθηκών της αγοράς, για τον προσδιορισμό του υπολογισμού που αφορά τον καθορισμό απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων ίσων με το συνολικό περιθώριο που απαιτείται από τα εκκαθαριστικά μέλη, για τον προσδιορισμό των υποδειγμάτων για τις δημοσιοποιήσεις, μεταξύ άλλων όσον αφορά την επενδυτική πολιτική των επιχειρήσεων επενδύσεων, και για την υποβολή κανονιστικών αναφορών που απαιτούνται βάσει του παρόντος κανονισμού και για τη συμπλήρωση των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στις αρμόδιες αρχές σχετικά με τα όρια που απαιτούνται για τη χορήγηση άδειας ως πιστωτικό ίδρυμα. Θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία συμπλήρωσης του παρόντος κανονισμού εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που καταρτίζει η ΕΑΤ μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων δυνάμει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η Επιτροπή και η ΕΑΤ θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα μπορούν να εφαρμόζονται από όλες τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις επενδύσεων κατά τρόπο ανάλογο προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εν λόγω επιχειρήσεων επενδύσεων και των δραστηριοτήτων τους.

(48)

Θα πρέπει επίσης να ανατεθεί στην Επιτροπή η αρμοδιότητα έκδοσης των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που καταρτίζουν η ΕΑΤ και η ΕΑΚΑΑ μέσω εκτελεστικών πράξεων δυνάμει του άρθρου 291 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

(49)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ενιαία εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού με την περαιτέρω αποσαφήνιση των ορισμών που περιλαμβάνονται στον παρόντα κανονισμό. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διενεργήσει η Επιτροπή, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιηθούν σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (16). Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να διασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

(50)

Για να διασφαλιστεί ασφάλεια δικαίου και να αποφευχθούν οι αλληλεπικαλύψεις μεταξύ του υφιστάμενου πλαισίου προληπτικής εποπτείας, που ισχύει τόσο για τα πιστωτικά ιδρύματα όσο και για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, και του παρόντος κανονισμού, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η οδηγία 2013/36/ΕΕ θα πρέπει να τροποποιηθούν, ώστε να αφαιρεθούν οι επιχειρήσεις επενδύσεων από το πεδίο εφαρμογής τους. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που είναι μέλη τραπεζικού ομίλου θα πρέπει να εξακολουθήσουν να υπόκεινται στις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ οι οποίες είναι σχετικές για τον τραπεζικό όμιλο, όπως οι διατάξεις για την ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση που αναφέρεται στο άρθρο 21β της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, και στους κανόνες περί εποπτικής ενοποίησης που καθορίζονται στο πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(51)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η καθιέρωση αποτελεσματικού και αναλογικού πλαισίου προληπτικής εποπτείας, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας εντός της Ένωσης λειτουργούν σε στέρεη οικονομική βάση και διοικούνται με μεθοδικό τρόπο, μεταξύ άλλων, όποτε συντρέχει λόγος, για τη βέλτιστη εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πελατών τους, δεν μπορεί να επιτευχθεί ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων του, να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του στόχου αυτού,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΤΙΤΛΟΣ I

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει ενιαίες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που ισχύουν για τις επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύονται σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ και εποπτεύονται όσον αφορά τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034 σε σχέση με τα ακόλουθα:

α)

απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που αφορούν ποσοτικοποιήσιμα, ενιαία και τυποποιημένα στοιχεία κινδύνου για την επιχείρηση, κινδύνου για τους πελάτες και κινδύνου για την αγορά,

β)

απαιτήσεις που περιορίζουν τον κίνδυνο συγκέντρωσης,

γ)

απαιτήσεις ρευστότητας που αφορούν ποσοτικοποιήσιμα, ενιαία και τυποποιημένα στοιχεία κινδύνου ρευστότητας,

δ)

απαιτήσεις υποβολής αναφορών σχετικά με τα στοιχεία α), β) και γ),

ε)

απαιτήσεις δημοσιοποίησης.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, μια επιχείρηση επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύεται σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ και η οποία ασκεί οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημεία 3) και 6) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ εφαρμόζει τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όταν η επιχείρηση δεν είναι διαπραγματευτής βασικών εμπορευμάτων και δικαιωμάτων εκπομπής, οργανισμός συλλογικών επενδύσεων ή ασφαλιστική επιχείρηση, εφόσον ισχύει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η συνολική αξία των ενοποιημένων στοιχείων ενεργητικού της επιχείρησης επενδύσεων είναι ίση με 15 δισεκατομμύρια EUR ή τα υπερβαίνει, υπολογιζόμενη ως μέσος όρος των προηγούμενων 12 μηνών, εξαιρουμένης της αξίας των επιμέρους στοιχείων ενεργητικού τυχόν θυγατρικών εγκατεστημένων εκτός της Ένωσης που διεξάγουν οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο,

β)

η συνολική αξία των ενοποιημένων στοιχείων ενεργητικού της επιχείρησης επενδύσεων είναι μικρότερη από 15 δισεκατομμύρια EUR και η επιχείρηση επενδύσεων αποτελεί μέρος ομίλου στον οποίο η συνολική αξία των ενοποιημένων στοιχείων ενεργητικού όλων των επιχειρήσεων εντός του ομίλου οι οποίες μεμονωμένα διαθέτουν στοιχεία ενεργητικού συνολικής αξίας κάτω των 15 δισεκατομμυρίων EUR και ασκούν οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημεία 3) και 6) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ είναι ίση με 15 δισεκατομμύρια EUR ή τα υπερβαίνει, όλες υπολογιζόμενες ως μέσος όρος των προηγούμενων 12 μηνών, εξαιρουμένης της αξίας των επιμέρους στοιχείων ενεργητικού τυχόν θυγατρικών εγκατεστημένων εκτός της Ένωσης που διεξάγουν οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο ή

γ)

η επιχείρηση επενδύσεων υπόκειται σε απόφαση λαμβανόμενη από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο υπόκεινται σε εποπτεία όσον αφορά τη συμμόρφωσή τους προς τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας δυνάμει των τίτλων VII και VIII της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, μεταξύ άλλων για τον προσδιορισμό της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, όταν οι εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων ανήκουν σε όμιλο επιχειρήσεων επενδύσεων όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 25) του παρόντος κανονισμού.

3.   Η παρέκκλιση που προβλέπεται στην παράγραφο 2 δεν εφαρμόζεται όταν μια επιχείρηση επενδύσεων δεν πληροί πλέον κανένα από τα όρια που ορίζονται στην εν λόγω παράγραφο, υπολογιζόμενα για περίοδο 12 συναπτών μηνών, ή όταν μια αρμόδια αρχή το αποφασίσει σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034. Η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει την αρμόδια αρχή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση για οποιαδήποτε παραβίαση ορίου κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου.

4.   Επιχειρήσεις επενδύσεων που πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 εξακολουθούν να υπόκεινται στις απαιτήσεις των άρθρων 55 και 59.

5.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε μια επιχείρηση επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύεται σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ και η οποία ασκεί οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημεία 3) και 6) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ να εφαρμόζει τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η επιχείρηση επενδύσεων είναι θυγατρική και περιλαμβάνεται στην πραγματοποιούμενη σε ενοποιημένη βάση εποπτεία ενός πιστωτικού ιδρύματος, μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μιας μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, σύμφωνα με τις διατάξεις του πρώτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

β)

η επιχείρηση επενδύσεων ειδοποιεί την αρμόδια αρχή βάσει του παρόντος κανονισμού και, κατά περίπτωση, την αρχή ενοποιημένης εποπτείας,

γ)

η αρμόδια αρχή έχει πεισθεί ότι η εφαρμογή των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ατομική βάση στην επιχείρηση επενδύσεων και σε ενοποιημένη βάση στον όμιλο, κατά περίπτωση, είναι ορθή από την άποψη της προληπτικής εποπτείας, δεν οδηγεί σε μείωση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων της επιχείρησης επενδύσεων δυνάμει του παρόντος κανονισμού και δεν αναλαμβάνεται με σκοπό το ρυθμιστικό αρμπιτράζ.

Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την επιχείρηση επενδύσεων σχετικά με τυχόν απόφαση να επιτραπεί η εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο εντός δύο μηνών από τη λήψη της ειδοποίησης που αναφέρεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου και ενημερώνουν σχετικά την ΕΑΤ. Στις περιπτώσεις που μια αρμόδια αρχή αρνείται να επιτρέψει την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, παρέχει πλήρη αιτιολόγηση.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο υπόκεινται σε εποπτεία όσον αφορά τη συμμόρφωσή τους προς τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας δυνάμει των τίτλων VII και VIII της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, μεταξύ άλλων για τον προσδιορισμό της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, όταν οι εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων ανήκουν σε όμιλο επιχειρήσεων επενδύσεων όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 25) του παρόντος κανονισμού.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Άρθρο 2

Εποπτικές εξουσίες

Για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό, οι αρμόδιες αρχές έχουν τις εξουσίες και ακολουθούν τις διαδικασίες που ορίζονται στην οδηγία (ΕΕ) 2019/2034.

Άρθρο 3

Εφαρμογή αυστηρότερων απαιτήσεων από τις επιχειρήσεις επενδύσεων

Ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει τις επιχειρήσεις επενδύσεων να διατηρούν ίδια κεφάλαια και συνιστώσες τους και ρευστά στοιχεία ενεργητικού καθ’ υπέρβαση αυτών που απαιτούνται από τον παρόντα κανονισμό ή να εφαρμόζουν μέτρα αυστηρότερα από τα προβλεπόμενα στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 4

Ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών»: η επιχείρηση της οποίας η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην κατοχή ή διαχείριση περιουσίας, στη διαχείριση υπηρεσιών επεξεργασίας δεδομένων ή σε παρεμφερή δραστηριότητα επικουρικής φύσης ως προς την κύρια δραστηριότητα μίας ή περισσότερων επιχειρήσεων επενδύσεων,

2)

«εταιρεία διαχείρισης»: εταιρεία διαχείρισης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 19) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

3)

«εκκαθαριστικό μέλος»: επιχείρηση εγκατεστημένη σε κράτος μέλος η οποία εμπίπτει στον ορισμό του άρθρου 2 σημείο 14) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17),

4)

«πελάτης»: πελάτης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 9) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, με εξαίρεση ότι, για τους σκοπούς του τέταρτου μέρους του παρόντος κανονισμού, ως «πελάτης» νοείται κάθε αντισυμβαλλόμενος της επιχείρησης επενδύσεων,

5)

«διαπραγματευτής βασικών εμπορευμάτων και δικαιωμάτων εκπομπής»: διαπραγματευτής βασικών εμπορευμάτων και δικαιωμάτων εκπομπής όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 150) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

6)

«παράγωγα επί εμπορευμάτων»: παράγωγα επί εμπορευμάτων όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 30) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014,

7)

«αρμόδια αρχή»: αρμόδια αρχή όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 5) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034,

8)

«πιστωτικό ίδρυμα»: πιστωτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

9)

«διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό»: η διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 6) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ,

10)

«παράγωγα»: παράγωγα όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 29) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014,

11)

«κατάσταση ενοποίησης»: η κατάσταση που προκύπτει από την εφαρμογή των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 7 σε μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην Ένωση, μητρική επενδυτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση, ως εάν η εν λόγω επιχείρηση αποτελούσε, μαζί με όλες τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τα χρηματοδοτικά ιδρύματα, τις επιχειρήσεις παροχής επικουρικών υπηρεσιών και τους συνδεδεμένους αντιπροσώπους στον όμιλο επιχειρήσεων επενδύσεων, μία ενιαία επιχείρηση επενδύσεων· για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, οι όροι «επιχείρηση επενδύσεων», «χρηματοδοτικό ίδρυμα», «επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών» και «συνδεδεμένος αντιπρόσωπος» ισχύουν επίσης για επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες, οι οποίες, εάν ήταν εγκατεστημένες στην Ένωση, θα ενέπιπταν στους ορισμούς των όρων αυτών,

12)

«ενοποιημένη βάση»: στη βάση της κατάστασης ενοποίησης,

13)

«εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών»: η εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 5) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ,

14)

«χρηματοδοτικό ίδρυμα»: μια επιχείρηση πλην πιστωτικού ιδρύματος ή επιχείρησης επενδύσεων και πλην αμιγώς βιομηχανικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, η κύρια δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην απόκτηση συμμετοχών ή στην άσκηση μίας ή περισσότερων από τις δραστηριότητες που παρατίθενται στο παράρτημα Ι σημεία 2) έως 12) και στο παράρτημα Ι σημείο 15) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, περιλαμβανομένων των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών, των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, των επενδυτικών εταιρειών συμμετοχών, των ιδρυμάτων πληρωμών κατά την έννοια της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18) και των εταιρειών διαχείρισης, αλλά αποκλειομένων των ασφαλιστικών εταιρειών χαρτοφυλακίου και των ασφαλιστικών εταιρειών χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας όπως ορίζονται στο άρθρο 212 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19),

15)

«χρηματοπιστωτικό μέσο»: χρηματοπιστωτικό μέσο όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 15) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ,

16)

«χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών»: χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

17)

«οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα»: οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 27) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

18)

«αρχικό κεφάλαιο»: αρχικό κεφάλαιο όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 18) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034,

19)

«ομάδα συνδεδεμένων πελατών»: ομάδα συνδεδεμένων πελατών όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 39) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

20)

«επενδυτική συμβουλή»: επενδυτική συμβουλή όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 4) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ,

21)

«επενδυτική συμβουλή διαρκούς χαρακτήρα»: η επαναλαμβανόμενη παροχή επενδυτικής συμβουλής, καθώς και η συνεχής ή περιοδική αξιολόγηση και παρακολούθηση ή επανεξέταση του χαρτοφυλακίου χρηματοπιστωτικών μέσων του πελάτη, συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων που πραγματοποιούνται από τον πελάτη βάσει συμβατικής ρύθμισης,

22)

«επιχείρηση επενδύσεων»: επιχείρηση επενδύσεων όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ,

23)

«επενδυτική εταιρεία συμμετοχών»: χρηματοδοτικό ίδρυμα του οποίου οι θυγατρικές είναι αποκλειστικά ή κυρίως επιχειρήσεις επενδύσεων ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, ενώ τουλάχιστον μία από τις εν λόγω θυγατρικές είναι επιχείρηση επενδύσεων, και το οποίο δεν είναι χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

24)

«επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες»: επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ,

25)

«όμιλος επιχειρήσεων επενδύσεων»: όμιλος επιχειρήσεων που αποτελείται από μητρική επιχείρηση και τις θυγατρικές της ή από επιχειρήσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 22 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20), εκ των οποίων τουλάχιστον μία είναι επιχείρηση επενδύσεων και στις οποίες δεν περιλαμβάνεται πιστωτικό ίδρυμα,

26)

«παράγοντες Κ»: οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ για κινδύνους τους οποίους ενέχει μια επιχείρηση επενδύσεων για τους πελάτες, τις αγορές και την ίδια,

27)

«περιουσιακά στοιχεία υπό διαχείριση» ή «AUM» (εκ του «assets under management»): η αξία των περιουσιακών στοιχείων που διαχειρίζεται μια επιχείρηση επενδύσεων για τους πελάτες της στο πλαίσιο είτε διακριτικής διαχείρισης χαρτοφυλακίου είτε μη διακριτικών ρυθμίσεων που συνιστούν επενδυτικές συμβουλές διαρκούς χαρακτήρα,

28)

«χρήματα πελατών υπό κατοχή» ή «CMH» (εκ του «client money held»): το ποσό των χρημάτων πελατών που μια επιχείρηση επενδύσεων κατέχει, λαμβανομένων υπόψη τυχόν νομικών ρυθμίσεων σχετικών με τον διαχωρισμό των περιουσιακών στοιχείων και του εθνικού λογιστικού καθεστώτος το οποίο εφαρμόζεται σε χρήματα πελατών που κατέχονται από την επιχείρηση επενδύσεων,

29)

«περιουσιακά στοιχεία υπό φύλαξη και διαχείριση» ή «ASA» (εκ του «assets safeguarded and administered»): η αξία των περιουσιακών στοιχείων τα οποία φυλάσσει και διαχειρίζεται μια επιχείρηση επενδύσεων για πελάτες, ανεξαρτήτως του αν τα περιουσιακά στοιχεία εμφανίζονται στον ισολογισμό της επιχείρησης επενδύσεων ή σε λογαριασμούς τρίτων,

30)

«εκτελούμενες εντολές πελατών» ή «COH» (εκ του «client orders handled»): η αξία των εντολών τις οποίες μια επιχείρηση επενδύσεων χειρίζεται για πελάτες, μέσω της λήψης και της διαβίβασης εντολών πελατών και μέσω της εκτέλεσης εντολών για λογαριασμό πελατών,

31)

«κίνδυνος συγκέντρωσης» ή «CON» (εκ του ή «concentration risk»): τα χρηματοδοτικά ανοίγματα στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών μιας επιχείρησης επενδύσεων έναντι ενός πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών, η αξία των οποίων υπερβαίνει τα όρια που προβλέπονται στο άρθρο 37 παράγραφος 1,

32)

«παρεχόμενο περιθώριο εκκαθάρισης» ή «CMG» (εκ του «clearing margin given»): το ποσό του συνολικού περιθωρίου που απαιτείται από εκκαθαριστικό μέλος ή από αναγνωρισμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, όταν η εκτέλεση και ο διακανονισμός των συναλλαγών μιας επιχείρησης επενδύσεων που διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό πραγματοποιούνται υπό την ευθύνη εκκαθαριστικού μέλους ή αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου,

33)

«ημερήσια ροή συναλλαγών» ή «DTF» (εκ του «daily trading flow»): η ημερήσια αξία των συναλλαγών τις οποίες διενεργεί μια επιχείρηση επενδύσεων για ίδιο λογαριασμό ή στο πλαίσιο της εκτέλεσης εντολών για λογαριασμό πελατών στο όνομά της, με εξαίρεση την αξία των εντολών τις οποίες μια επιχείρηση επενδύσεων χειρίζεται για πελάτες μέσω της λήψης και της διαβίβασης εντολών πελατών και μέσω της εκτέλεσης εντολών για λογαριασμό πελατών, η οποία λαμβάνεται ήδη υπόψη στο πεδίο εφαρμογής των εκτελούμενων εντολών πελατών,

34)

«κίνδυνος καθαρής θέσης» ή «NPR» (εκ του «net position risk»): η αξία των συναλλαγών που καταχωρίζονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών μιας επιχείρησης επενδύσεων,

35)

«αθέτηση αντισυμβαλλομένου» ή «TCD» (εκ του «trading counterparty default»): τα ανοίγματα στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών μιας επιχείρησης επενδύσεων σε μέσα και συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 25 και δημιουργούν κίνδυνο αθέτησης αντισυμβαλλομένου,

36)

«τρέχουσα αγοραία αξία» ή «CMV» (εκ του «current market value»): η καθαρή αγοραία αξία του χαρτοφυλακίου των συναλλαγών ή των σκελών που είναι τίτλοι, υποκείμενων σε συμψηφισμό σύμφωνα με το άρθρο 31, όπου κατά τον υπολογισμό της CMV χρησιμοποιούνται τόσο θετικές όσο και αρνητικές αγοραίες αξίες,

37)

«συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού»: συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού όπως ορίζονται στο άρθρο 272 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

38)

«συναλλαγή δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης»: συναλλαγές δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης όπως ορίζονται στο άρθρο 3 σημείο 10) του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21),

39)

«διοικητικό όργανο»: διοικητικό όργανο όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 36) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ,

40)

«μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών»: μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 15) της οδηγίας 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22),

41)

«εκτός ισολογισμού στοιχείο»: οποιοδήποτε από τα στοιχεία που αναφέρονται στο παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

42)

«μητρική επιχείρηση»: μητρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 9) και του άρθρου 22 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ,

43)

«συμμετοχή»: συμμετοχή όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 35) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

44)

«κέρδος»: κέρδος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 121) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

45)

«αναγνωρισμένος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος»: αναγνωρισμένος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 88) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

46)

«διαχείριση χαρτοφυλακίου»: διαχείριση χαρτοφυλακίου όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 8) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ,

47)

«ειδική συμμετοχή»: ειδική συμμετοχή όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 36) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

48)

«συναλλαγή χρηματοδότησης τίτλων» ή «ΣΧΤ»: ΣΧΤ όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 11) του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365,

49)

«διαχωρισμένοι λογαριασμοί»: για τους σκοπούς του πίνακα 1 στο άρθρο 15 παράγραφος 2, λογαριασμοί οι οποίοι έχουν ανοιχθεί σε οντότητες και στους οποίους κατατίθενται τα χρήματα πελατών που λαμβάνει επιχείρηση επενδύσεων σύμφωνα με το άρθρο 4 της κατ’ εξουσιοδότηση οδηγίας (ΕΕ) 2017/593 της Επιτροπής (23) και για τους οποίους, κατά περίπτωση, το εθνικό δίκαιο προβλέπει ότι, σε περίπτωση αφερεγγυότητας, λύσης ή θέσης υπό εκκαθάριση της επιχείρησης επενδύσεων, τα χρήματα των πελατών δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την εξόφληση απαιτήσεων έναντι της επιχείρησης επενδύσεων που δεν είναι απαιτήσεις του πελάτη,

50)

«πράξη επαναγοράς»: πράξη επαναγοράς όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 9) του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365,

51)

«θυγατρική επιχείρηση»: θυγατρική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 10) και κατά την έννοια του άρθρου 22 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ, περιλαμβανομένης τυχόν θυγατρικής μιας θυγατρικής επιχείρησης της επικεφαλής μητρικής επιχείρησης,

52)

«συνδεδεμένος αντιπρόσωπος»: συνδεδεμένος αντιπρόσωπος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 29) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ,

53)

«σύνολο ακαθάριστων εσόδων»: τα ετήσια λειτουργικά έσοδα μιας επιχείρησης επενδύσεων, που συνδέονται με τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες της επιχείρησης επενδύσεων για τις οποίες η εν λόγω επιχείρηση επενδύσεων έχει λάβει σχετική άδεια, συμπεριλαμβανομένων των εσόδων που προκύπτουν από εισπρακτέους τόκους, μετοχές και άλλους τίτλους σταθερής ή μεταβλητής απόδοσης, προμήθειες και αμοιβές, τυχόν κέρδη και ζημίες της επιχείρησης επενδύσεων επί του κυκλοφορούντος ενεργητικού, επί στοιχείων ενεργητικού στην εύλογη αξία ή από δραστηριότητες αντιστάθμισης κινδύνου, αλλά εξαιρουμένων τυχόν εσόδων που δεν συνδέονται με τις παρεχόμενες επενδυτικές υπηρεσίες και τις ασκούμενες επενδυτικές δραστηριότητες,

54)

«χαρτοφυλάκιο συναλλαγών»: το σύνολο των θέσεων μιας επιχείρησης επενδύσεων σε χρηματοπιστωτικά μέσα και βασικά εμπορεύματα, οι οποίες κατέχονται είτε με σκοπό τη συναλλαγή, είτε με σκοπό την αντιστάθμιση θέσεων που κατέχονται με σκοπό τη διαπραγμάτευση,

55)

«θέσεις που κατέχονται με σκοπό τη διαπραγμάτευση»: οποιεσδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

οι για ίδιο λογαριασμό κατεχόμενες θέσεις και οι θέσεις που προκύπτουν από εξυπηρέτηση πελατών και δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης,

β)

οι θέσεις που πρόκειται να επαναπωληθούν βραχυπρόθεσμα,

γ)

οι θέσεις που έχουν στόχο την αποκόμιση κέρδους από πραγματικές ή αναμενόμενες βραχυπρόθεσμες αποκλίσεις μεταξύ των τιμών αγοράς και των τιμών πώλησης ή από άλλου είδους διακυμάνσεις των τιμών ή των επιτοκίων,

56)

«μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην Ένωση»: μια επιχείρηση επενδύσεων εντός κράτους μέλους η οποία είναι μέρος ενός ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων και η οποία διαθέτει θυγατρική επιχείρηση επενδύσεων ή θυγατρικό χρηματοδοτικό ίδρυμα ή η οποία κατέχει συμμετοχή σε μια τέτοια επιχείρηση επενδύσεων ή χρηματοδοτικό ίδρυμα και η οποία δεν αποτελεί η ίδια θυγατρική άλλης επιχείρησης επενδύσεων με άδεια λειτουργίας σε οποιοδήποτε κράτος μέλος ή επενδυτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που έχει ιδρυθεί σε οποιοδήποτε κράτος μέλος,

57)

«μητρική επενδυτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση»: μια επενδυτική εταιρεία συμμετοχών εντός κράτους μέλους η οποία είναι μέρος ενός ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων και η οποία δεν αποτελεί θυγατρική επιχείρησης επενδύσεων με άδεια λειτουργίας σε οποιοδήποτε κράτος μέλος ή άλλης επενδυτικής εταιρείας συμμετοχών σε οποιοδήποτε κράτος μέλος,

58)

«μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση»: μια μητρική επιχείρηση ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων η οποία είναι εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 15) της οδηγίας 2002/87/ΕΚ.

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 56 να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό για την αποσαφήνιση των ορισμών που παρατίθενται στην παράγραφο 1, προκειμένου:

α)

να διασφαλίζεται η ενιαία εφαρμογή του παρόντος κανονισμού,

β)

να λαμβάνονται υπόψη, κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Εφαρμογή των απαιτήσεων σε ατομική βάση

Άρθρο 5

Γενική αρχή

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο δεύτερο έως το έβδομο μέρος σε ατομική βάση.

Άρθρο 6

Εξαιρέσεις

1.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να εξαιρούν μια επιχείρηση επενδύσεων από την εφαρμογή του άρθρου 5 ως προς το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο, το έκτο και το έβδομο μέρος, εφόσον ισχύουν όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η επιχείρηση επενδύσεων πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως μικρή και μη διασυνδεδεμένη επιχείρηση επενδύσεων, όπως ορίζεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1,

β)

πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

η επιχείρηση επενδύσεων είναι θυγατρική και περιλαμβάνεται στην πραγματοποιούμενη σε ενοποιημένη βάση εποπτεία ενός πιστωτικού ιδρύματος, μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μιας μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, σύμφωνα με τις διατάξεις του πρώτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

ii)

η επιχείρηση επενδύσεων είναι θυγατρική και περιλαμβάνεται σε όμιλο επιχειρήσεων επενδύσεων που εποπτεύεται σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το άρθρο 7,

γ)

τόσο η επιχείρηση επενδύσεων όσο και η μητρική επιχείρηση υπόκεινται στην υποχρέωση απόκτησης άδειας λειτουργίας και στην εποπτεία του ίδιου κράτους μέλους,

δ)

οι αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή σύμφωνα με το άρθρο 7 του παρόντος κανονισμού συμφωνούν με αυτήν την εξαίρεση,

ε)

τα ίδια κεφάλαια κατανέμονται επαρκώς μεταξύ της μητρικής επιχείρησης και της επιχείρησης επενδύσεων και πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

i)

δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταφορά κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων από τη μητρική επιχείρηση,

ii)

κατόπιν προηγούμενης έγκρισης της αρμόδιας αρχής, η μητρική επιχείρηση δηλώνει ότι εγγυάται τις υποχρεώσεις τις οποίες έχει αναλάβει η επιχείρηση επενδύσεων ή ότι οι κίνδυνοι της επιχείρησης επενδύσεων είναι αμελητέοι,

iii)

οι διαδικασίες της μητρικής επιχείρησης όσον αφορά την αξιολόγηση, τη μέτρηση και τον έλεγχο των κινδύνων περιλαμβάνουν την επιχείρηση επενδύσεων και

iv)

η μητρική επιχείρηση κατέχει περισσότερο από το 50 % των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με μετοχές στο κεφάλαιο της επιχείρησης επενδύσεων ή έχει δικαίωμα να διορίζει ή να απολύει την πλειονότητα των μελών του διοικητικού οργάνου της επιχείρησης επενδύσεων.

2.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να εξαιρούν τις επιχειρήσεις επενδύσεων από την εφαρμογή του άρθρου 5 ως προς το έκτο μέρος εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η επιχείρηση επενδύσεων πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως μικρή και μη διασυνδεδεμένη επιχείρηση επενδύσεων, όπως ορίζεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1,

β)

η επιχείρηση επενδύσεων είναι θυγατρική και περιλαμβάνεται στην πραγματοποιούμενη σε ενοποιημένη βάση εποπτεία μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σύμφωνα με το άρθρο 228 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ,

γ)

τόσο η επιχείρηση επενδύσεων όσο και η μητρική επιχείρηση υπόκεινται στην υποχρέωση απόκτησης άδειας λειτουργίας και στην εποπτεία του ίδιου κράτους μέλους,

δ)

οι αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με την οδηγία 2009/138/ΕΚ συμφωνούν με αυτήν την εξαίρεση,

ε)

τα ίδια κεφάλαια κατανέμονται επαρκώς μεταξύ της μητρικής επιχείρησης και της επιχείρησης επενδύσεων και πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

i)

δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταφορά κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων από τη μητρική επιχείρηση,

ii)

κατόπιν προηγούμενης έγκρισης της αρμόδιας αρχής, η μητρική επιχείρηση δηλώνει ότι εγγυάται τις υποχρεώσεις τις οποίες έχει αναλάβει η επιχείρηση επενδύσεων ή ότι οι κίνδυνοι της επιχείρησης επενδύσεων είναι αμελητέοι,

iii)

οι διαδικασίες της μητρικής επιχείρησης όσον αφορά την αξιολόγηση, τη μέτρηση και τον έλεγχο των κινδύνων περιλαμβάνουν την επιχείρηση επενδύσεων και

iv)

η μητρική επιχείρηση κατέχει περισσότερο από το 50 % των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με μετοχές στο κεφάλαιο της επιχείρησης επενδύσεων ή έχει δικαίωμα να διορίζει ή να απολύει την πλειονότητα των μελών του διοικητικού οργάνου της επιχείρησης επενδύσεων.

3.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να εξαιρούν τις επιχειρήσεις επενδύσεων από την εφαρμογή του άρθρου 5 ως προς το πέμπτο μέρος εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η επιχείρηση επενδύσεων περιλαμβάνεται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή περιλαμβάνεται σε όμιλο επιχειρήσεων επενδύσεων για τον οποίο ισχύει το άρθρο 7 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού και δεν εφαρμόζεται η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 4,

β)

η μητρική επιχείρηση, σε ενοποιημένη βάση, παρακολουθεί και επιβλέπει ανά πάσα στιγμή τις θέσεις ρευστότητας όλων των ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων εντός του ομίλου ή της αυτόνομης οντότητας που υπόκεινται σε απαλλαγή και εξασφαλίζει επαρκές επίπεδο ρευστότητας για τα εν λόγω ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων,

γ)

η μητρική επιχείρηση και η επιχείρηση επενδύσεων έχουν συνάψει συμβάσεις οι οποίες, προς ικανοποίηση των αρμόδιων αρχών, προβλέπουν την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων μεταξύ της μητρικής επιχείρησης και της επιχείρησης επενδύσεων και τους επιτρέπουν να πληρούν τις μεμονωμένες υποχρεώσεις τους και τις κοινές υποχρεώσεις τους όταν καθίστανται ληξιπρόθεσμες,

δ)

δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες, πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την εκτέλεση των συμβάσεων που αναφέρονται στο στοιχείο γ),

ε)

οι αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή σύμφωνα με το άρθρο 7 του παρόντος κανονισμού συμφωνούν με αυτήν την εξαίρεση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Εποπτική ενοποίηση και εξαιρέσεις για όμιλο επιχειρήσεων επενδύσεων

Άρθρο 7

Εποπτική ενοποίηση

1.   Μητρικές επιχειρήσεις επενδύσεων εγκατεστημένες στην Ένωση, μητρικές επενδυτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ένωση και μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ένωση συμμορφώνονται προς τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο δεύτερο, στο τέταρτο, στο έκτο και στο έβδομο μέρος με βάση την ενοποιημένη κατάστασή τους. Η μητρική επιχείρηση και οι θυγατρικές της που υπάγονται στον παρόντα κανονισμό διαμορφώνουν την κατάλληλη οργανωτική διάρθρωση και τους κατάλληλους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι τα απαιτούμενα στοιχεία ενοποίησης υποβάλλονται στη δέουσα επεξεργασία και διαβιβάζονται. Ιδιαίτερα, η μητρική επιχείρηση διασφαλίζει ότι οι θυγατρικές που δεν υπόκεινται στον παρόντα κανονισμό εφαρμόζουν ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς που διασφαλίζουν την κατάλληλη ενοποίηση.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, κατά την εφαρμογή του δεύτερου μέρους σε ενοποιημένη βάση, οι κανόνες του δεύτερου μέρους τίτλος II του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 εφαρμόζονται και στις επιχειρήσεις επενδύσεων.

Για τον σκοπό αυτόν, κατά την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 84 παράγραφος 1, του άρθρου 85 παράγραφος 1 και του άρθρου 87 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ισχύουν μόνο οι αναφορές στο άρθρο 92 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, ως εκ τούτου, θεωρείται ότι αναφέρονται στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων των αντίστοιχων διατάξεων του παρόντος κανονισμού.

3.   Μητρικές επιχειρήσεις επενδύσεων εγκατεστημένες στην Ένωση, μητρικές επενδυτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ένωση και μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ένωση συμμορφώνονται προς τις υποχρεώσεις του πέμπτου μέρους βάσει των ενοποιημένων καταστάσεών τους.

4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να εξαιρούν τη μητρική επιχείρηση από τη συμμόρφωση προς την εν λόγω παράγραφο, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα του ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων.

5.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει τις λεπτομέρειες του πεδίου εφαρμογής και των μεθόδων εποπτικής ενοποίησης ενός ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων, ιδίως για τον υπολογισμό της απαίτησης πάγιων εξόδων, της μόνιμης ελάχιστης κεφαλαιακής απαίτησης, της απαίτησης του παράγοντα Κ βάσει της ενοποιημένης κατάστασης του ομίλου εταιρειών επενδύσεων, καθώς και τη μέθοδο και τις αναγκαίες λεπτομέρειες για την ορθή εφαρμογή της παραγράφου 2.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 26 Δεκεμβρίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 8

Η δοκιμή κεφαλαίων ομίλου

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 7, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν την εφαρμογή του παρόντος άρθρου στην περίπτωση δομών ομίλων που κρίνονται επαρκώς απλές, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι για τους πελάτες ή για την αγορά που προέρχονται από τον όμιλο επιχειρήσεων επενδύσεων ως σύνολο ως συνέπεια των οποίων θα απαιτούταν, σε διαφορετική περίπτωση, εποπτεία σε ενοποιημένη βάση. Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΤ όποτε επιτρέπουν την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν τα ακόλουθα:

α)

«μέσα ιδίων κεφαλαίων»: τα ίδια κεφάλαια όπως ορίζονται στο άρθρο 9 του παρόντος κανονισμού, χωρίς εφαρμογή των αφαιρέσεων του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο θ), του άρθρου 56 στοιχείο δ) και του άρθρου 66 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

β)

οι όροι «επιχείρηση επενδύσεων», «χρηματοδοτικό ίδρυμα», «επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών» και «συνδεδεμένος αντιπρόσωπος» ισχύουν επίσης για επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες, οι οποίες, εάν ήταν εγκατεστημένες στην Ένωση, θα ενέπιπταν στους ορισμούς των όρων αυτών στο άρθρο 4.

3.   Οι μητρικές επιχειρήσεις επενδύσεων εγκατεστημένες στην Ένωση, οι μητρικές επενδυτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ένωση, οι μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ένωση και οποιεσδήποτε άλλες μητρικές επιχειρήσεις που είναι επιχειρήσεις επενδύσεων, τα χρηματοδοτικά ιδρύματα, οι επιχειρήσεις παροχής επικουρικών υπηρεσιών ή οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι εντός του ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων διαθέτουν τουλάχιστον επαρκή μέσα ιδίων κεφαλαίων ώστε να καλύπτεται το άθροισμα των εξής:

α)

του αθροίσματος της πλήρους λογιστικής αξίας όλων των οικείων συμμετοχών, απαιτήσεων μειωμένης εξασφάλισης και μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο θ), στο άρθρο 56 στοιχείο δ) και στο άρθρο 66 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε επιχειρήσεις επενδύσεων, χρηματοδοτικά ιδρύματα, επιχειρήσεις παροχής επικουρικών υπηρεσιών και συνδεδεμένους αντιπροσώπους στον όμιλο επιχειρήσεων επενδύσεων και

β)

του συνολικού ποσού όλων των ενδεχόμενων υποχρεώσεών τους προς όφελος επιχειρήσεων επενδύσεων, χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, επιχειρήσεων παροχής επικουρικών υπηρεσιών και συνδεδεμένων αντιπροσώπων στον όμιλο επιχειρήσεων επενδύσεων.

4.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε μητρική επενδυτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση ή σε μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση και σε κάθε άλλη μητρική επιχείρηση που είναι επιχείρηση επενδύσεων, χρηματοδοτικό ίδρυμα, επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών ή συνδεδεμένος αντιπρόσωπος εντός του ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων να διαθέτει χαμηλότερο ποσό ιδίων κεφαλαίων από το ποσό που υπολογίζεται δυνάμει της παραγράφου 3, υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό αυτό δεν είναι χαμηλότερο από το άθροισμα των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλονται σε ατομική βάση στις θυγατρικές της επιχειρήσεις επενδύσεων, στα θυγατρικά της χρηματοδοτικά ιδρύματα, στις θυγατρικές της επιχειρήσεις παροχής επικουρικών υπηρεσιών και στους θυγατρικούς της συνδεδεμένους αντιπροσώπους, και από το συνολικό ποσό ενδεχόμενων υποχρεώσεων προς όφελος των εν λόγω οντοτήτων.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για θυγατρικές επιχειρήσεις όπως αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο και οι οποίες είναι εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες αποτελούν ονομαστικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που διασφαλίζουν ικανοποιητικό επίπεδο σύνεσης για την κάλυψη των κινδύνων που απορρέουν από τις εν λόγω θυγατρικές επιχειρήσεις, όπως εγκρίνονται από τις σχετικές αρμόδιες αρχές.

5.   Μητρικές επιχειρήσεις επενδύσεων εγκατεστημένες στην Ένωση, μητρικές επενδυτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ένωση και μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ένωση εφαρμόζουν συστήματα για την παρακολούθηση και τον έλεγχο των πηγών κεφαλαίων και της χρηματοδότησης όλων των επιχειρήσεων επενδύσεων, επενδυτικών εταιρειών συμμετοχών, μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, επιχειρήσεων παροχής επικουρικών υπηρεσιών και συνδεδεμένων αντιπροσώπων εντός του ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

ΙΔΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Άρθρο 9

Σύνθεση των ιδίων κεφαλαίων

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διαθέτουν ίδια κεφάλαια τα οποία απαρτίζονται από το άθροισμα του οικείου κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, του πρόσθετου κεφαλαίου της κατηγορίας 1 και του κεφαλαίου της κατηγορίας 2 και πληρούν ανά πάσα στιγμή όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

Image 1

,

β)

Image 2

,

γ)

Image 3

όπου:

i)

το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ορίζεται σύμφωνα με το δεύτερο μέρος τίτλος Ι κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 ορίζεται σύμφωνα με το δεύτερο μέρος τίτλος Ι κεφάλαιο 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και το κεφάλαιο της κατηγορίας 2 ορίζεται σύμφωνα με το δεύτερο μέρος τίτλος Ι κεφάλαιο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και

ii)

το D ορίζεται στο άρθρο 11.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1:

α)

οι αφαιρέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 εφαρμόζονται πλήρως χωρίς την εφαρμογή των άρθρων 39 και 48 του συγκεκριμένου κανονισμού,

β)

οι αφαιρέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 εφαρμόζονται πλήρως χωρίς την εφαρμογή του άρθρου 41 του συγκεκριμένου κανονισμού,

γ)

οι αφαιρέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο η), στο άρθρο 56 στοιχείο γ) και στο άρθρο 66 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εφόσον σχετίζονται με τοποθετήσεις σε κεφαλαιακά μέσα που δεν περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, εφαρμόζονται πλήρως, χωρίς την εφαρμογή των μηχανισμών των άρθρων 46, 60 και 70 του εν λόγω κανονισμού,

δ)

οι αφαιρέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο θ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 εφαρμόζονται πλήρως, χωρίς την εφαρμογή του άρθρου 48 του συγκεκριμένου κανονισμού,

ε)

οι ακόλουθες διατάξεις δεν εφαρμόζονται για τον καθορισμό των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων:

i)

το άρθρο 49 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

ii)

οι αφαιρέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο η), στο άρθρο 56 στοιχείο γ) και στο άρθρο 66 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στις σχετικές διατάξεις των άρθρων 46, 60 και 70 του εν λόγω κανονισμού, εφόσον οι εν λόγω αφαιρέσεις σχετίζονται με τοποθετήσεις σε κεφαλαιακά μέσα που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών,

iii)

το γεγονός ενεργοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 54 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· αντιθέτως, το γεγονός ενεργοποίησης προσδιορίζεται από την επιχείρηση επενδύσεων υπό τους όρους του πρόσθετου μέσου της κατηγορίας 1 που αναφέρεται στην παράγραφο 1,

iv)

το αθροιστικό ποσό που αναφέρεται στο άρθρο 54 παράγραφος 4 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· το ποσό προς υποτίμηση ή μετατροπή είναι ολόκληρο το βασικό κεφάλαιο του πρόσθετου μέσου της κατηγορίας 1 που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

3.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων εφαρμόζουν τις σχετικές διατάξεις του δεύτερου μέρους τίτλος Ι κεφάλαιο 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 κατά τον καθορισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Κατά την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων, η εποπτική άδεια κατά τα άρθρα 77 και 78 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 θεωρείται ότι έχει χορηγηθεί, εάν πληρούται μία από τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 78 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή στο άρθρο 78 παράγραφος 4 του εν λόγω κανονισμού.

4.   Για τους σκοπούς της εφαρμογής της παραγράφου 1 στοιχείο α), για τις επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες δεν είναι νομικά πρόσωπα ή συμμετοχικές εταιρείες ή που πληρούν τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστούν ως μικρές και μη αλληλένδετες επιχειρήσεις επενδύσεων που καθορίζονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές δύνανται, κατόπιν διαβούλευσης με την ΕΑΤ, να επιτρέπουν σε περαιτέρω μέσα ή κεφάλαια να είναι επιλέξιμα ως ίδια κεφάλαια για τις εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω μέσα ή κεφάλαια πληρούν επίσης τις προϋποθέσεις για να τύχουν της μεταχείρισης του άρθρου 22 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου (24). Βάσει πληροφοριών που λαμβάνει από κάθε αρμόδια αρχή, η ΕΑΤ, από κοινού με την ΕΑΚΑΑ, καταρτίζει, τηρεί και δημοσιεύει κατάλογο όλων των μορφών των μέσων ή των κεφαλαίων σε κάθε κράτος μέλος που είναι αποδεκτά ως ίδια κεφάλαια αυτού του είδους. Ο κατάλογος δημοσιεύεται για πρώτη φορά έως τις 26 Δεκεμβρίου 2020.

5.   Οι συμμετοχές σε μέσα ιδίων κεφαλαίων μιας οντότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα εντός ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων δεν αφαιρούνται για τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων οποιασδήποτε επιχείρησης επενδύσεων εντός του ομίλου σε ατομική βάση, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταφορά κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων από τη μητρική επιχείρηση,

β)

οι διαδικασίες της μητρικής επιχείρησης όσον αφορά την αξιολόγηση, τη μέτρηση και τον έλεγχο των κινδύνων περιλαμβάνουν την οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα,

γ)

η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 8 δεν χρησιμοποιείται από τις αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 10

Ειδικές συμμετοχές εκτός του χρηματοπιστωτικού τομέα

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος μέρους, οι επιχειρήσεις επενδύσεων αφαιρούν ποσά τα οποία υπερβαίνουν τα όρια που προσδιορίζονται στα στοιχεία α) και β) από τον καθορισμό των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που αναφέρονται στο άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013:

α)

μια ειδική συμμετοχή, το ποσό της οποίας υπερβαίνει το 15 % των ιδίων κεφαλαίων της επιχείρησης επενδύσεων υπολογιζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 9 του παρόντος κανονισμού, αλλά χωρίς εφαρμογή της αφαίρεσης που αναφέρεται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημείο i) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σε επιχείρηση που δεν είναι οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα,

β)

το συνολικό ποσό των ειδικών συμμετοχών μιας επιχείρησης επενδύσεων σε επιχειρήσεις πλην οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, το οποίο υπερβαίνει το 60 % των ιδίων κεφαλαίων της υπολογιζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 9 του παρόντος κανονισμού, αλλά χωρίς εφαρμογή της αφαίρεσης που αναφέρεται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημείο i) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

2.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαγορεύσουν σε μια επιχείρηση επενδύσεων να διαθέτει ειδικές συμμετοχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 όταν το ποσό των εν λόγω συμμετοχών υπερβαίνει τα οριζόμενα στην εν λόγω παράγραφο ποσοστά ιδίων κεφαλαίων. Οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν την απόφασή τους κάνοντας άμεση χρήση της εξουσίας αυτής.

3.   Οι μετοχές σε επιχειρήσεις πλην οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα δεν περιλαμβάνονται στον υπολογισμό που προβλέπεται στην παράγραφο 1 εφόσον πληρούται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι εν λόγω μετοχές κατέχονται προσωρινά κατά τη διάρκεια χρηματοδοτικής συνδρομής κατά την έννοια του άρθρου 79 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

β)

η κατοχή των μετοχών αυτών είναι θέση αναδοχής που τηρείται για πέντε εργάσιμες ημέρες ή λιγότερες,

γ)

οι εν λόγω μετοχές τηρούνται στο όνομα της επιχείρησης επενδύσεων και εκ μέρους άλλων.

4.   Οι μετοχές που δεν έχουν τον χαρακτήρα παγίων χρηματοπιστωτικών στοιχείων κατά το άρθρο 35 παράγραφος 2 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ δεν συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

ΤΙΤΛΟΣ Ι

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

Άρθρο 11

Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διαθέτουν ανά πάσα στιγμή ίδια κεφάλαια σύμφωνα με το άρθρο 9, τα οποία ισούνται τουλάχιστον με το D, όπου D ορίζεται ως το μεγαλύτερο από τα ακόλουθα:

α)

η οικεία απαίτηση παγίων εξόδων υπολογιζόμενη κατά το άρθρο 13,

β)

η οικεία μόνιμη ελάχιστη απαίτηση σύμφωνα με το άρθρο 14 ή

γ)

η οικεία απαίτηση του παράγοντα Κ υπολογιζόμενη κατά το άρθρο 15.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, όταν μια επιχείρηση επενδύσεων πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως μικρή και μη αλληλένδετη επιχείρηση επενδύσεων που καθορίζονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1, ως D ορίζεται το μεγαλύτερο από τα ποσά της παραγράφου 1 στοιχεία α) και β).

3.   Εάν οι αρμόδιες αρχές θεωρούν ότι υπήρξε ουσιώδης μεταβολή στις επιχειρηματικές δραστηριότητες μιας επιχείρησης επενδύσεων, μπορούν να απαιτήσουν την υπαγωγή της επιχείρησης επενδύσεων σε διαφορετική απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο παρόν άρθρο, σύμφωνα με τον τίτλο IV κεφάλαιο 2 τμήμα 4 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034.

4.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων ενημερώνουν την αρμόδια αρχή μόλις λάβουν γνώση ότι δεν πληρούν πλέον ή δεν πρόκειται να πληρούν πλέον τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 12

Μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεωρούνται μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού εφόσον πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

τα AUM μετρούμενα σύμφωνα με το άρθρο 17 είναι κατώτερα του ποσού του 1,2 δισεκατομμυρίου EUR,

β)

οι COH μετρούμενες σύμφωνα με το άρθρο 20 είναι κατώτερες είτε:

i)

του ποσού των 100 εκατομμυρίων EUR/ημέρα για συναλλαγές τοις μετρητοίς ή

ii)

του ποσού του 1 δισεκατομμυρίου EUR/ημέρα για παράγωγα,

γ)

τα ASA μετρούμενα σύμφωνα με το άρθρο 19 ισούνται με μηδέν,

δ)

τα CMH μετρούμενα σύμφωνα με το άρθρο 18 ισούνται με μηδέν,

ε)

η DTF μετρούμενη σύμφωνα με το άρθρο 33 ισούται με μηδέν,

στ)

ο NPR ή το CMG μετρούμενα σύμφωνα με τα άρθρα 22 και 23 ισούνται με μηδέν,

ζ)

η TCD μετρούμενη σύμφωνα με το άρθρο 26 ισούται με μηδέν,

η)

το σύνολο εντός και εκτός ισολογισμού της επιχείρησης επενδύσεων είναι κατώτερο του ποσού των 100 εκατομμυρίων EUR,

θ)

το σύνολο των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων από επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες της επιχείρησης επενδύσεων είναι κατώτερο του ποσού των 30 εκατομμυρίων EUR, υπολογιζόμενο ως μέσος όρος με βάση τα ετήσια στοιχεία της διετίας που προηγείται αμέσως του σχετικού οικονομικού έτους.

Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του τίτλου II, για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχεία α), β), γ) και ε), του πρώτου εδαφίου στοιχείο στ), στον βαθμό που το εν λόγω στοιχείο σχετίζεται με τον NPR, και του πρώτου εδαφίου στοιχείο ζ), εφαρμόζονται οι αξίες λήξης της ημέρας.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο στ), στον βαθμό που το εν λόγω στοιχείο σχετίζεται με το CMG, εφαρμόζονται ενδοημερήσιες αξίες.

Για τους σκοπούς του στοιχείου δ) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου και με την επιφύλαξη του άρθρου 16 παράγραφος 9 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και των άρθρων 2 και 4 της κατ’ εξουσιοδότηση οδηγίας (ΕΕ) 2017/593, εφαρμόζονται ενδοημερήσιες αξίες, εκτός από την περίπτωση σφάλματος στην τήρηση αρχείων ή στη συμφωνία λογαριασμών που ανέφερε εσφαλμένα ότι μια επιχείρηση επενδύσεων έχει παραβιάσει το μηδενικό όριο που αναφέρεται στο στοιχείο δ) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου και το οποίο έχει διορθωθεί πριν από τη λήξη της εργάσιμης ημέρας. Η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την αρμόδια αρχή σχετικά με το σφάλμα, τους λόγους εμφάνισής του και τη διόρθωσή του.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχεία η) και θ), εφαρμόζονται τα επίπεδα κατά τη λήξη του περασμένου οικονομικού έτους για το οποίο έχουν οριστικοποιηθεί και έχουν εγκριθεί οι λογαριασμοί από το διοικητικό όργανο. Εφόσον οι λογαριασμοί δεν έχουν οριστικοποιηθεί και εγκριθεί μετά την παρέλευση 6 μηνών από τη λήξη του περασμένου οικονομικού έτους, η επιχείρηση επενδύσεων χρησιμοποιεί προσωρινούς λογαριασμούς.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δύνανται να υπολογίζουν τις αξίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχεία α) και β) χρησιμοποιώντας τις μεθόδους του τίτλου II, με την εξαίρεση ότι η μέτρηση πρέπει να γίνεται επί διαστήματος 12 μηνών, χωρίς να αποκλείονται οι τρεις πλέον πρόσφατες μηνιαίες αξίες. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες επιλέγουν τη συγκεκριμένη μέθοδο υπολογισμού ενημερώνουν σχετικά την αρμόδια αρχή και εφαρμόζουν την επιλεγείσα μέθοδο επί συνεχή περίοδο τουλάχιστον 12 συναπτών μηνών.

2.   Οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α), β), η) και θ) εφαρμόζονται σε συνδυαστική βάση σε όλες τις επιχειρήσεις επενδύσεων που ανήκουν σε όμιλο. Για τη μέτρηση του συνόλου των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο θ), οι εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων δύνανται να αποκλείουν κάθε διπλή μέτρηση που ενδέχεται να προκύψει σε σχέση με τα ακαθάριστα έσοδα που παράγονται εντός του ομίλου.

Οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχεία γ) έως ζ) ισχύουν για κάθε επιχείρηση επενδύσεων σε ατομική βάση.

3.   Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων δεν πληροί πλέον όλες τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1, αμέσως παύει να θεωρείται μικρή και μη συνδεδεμένη επιχείρηση επενδύσεων.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, όταν μια επιχείρηση επενδύσεων δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), β), η) ή θ), αλλά εξακολουθεί να πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στα στοιχεία γ) έως ζ) της εν λόγω παραγράφου, παύει να θεωρείται μικρή και μη διασυνδεδεμένη επιχείρηση επενδύσεων έπειτα από περίοδο τριών μηνών, υπολογιζόμενη από την ημερομηνία υπέρβασης του ορίου. Η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει την αρμόδια αρχή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση για οποιαδήποτε παραβίαση ορίου.

4.   Εάν μια επιχείρηση επενδύσεων, η οποία δεν πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1, στη συνέχεια τις πληροί, θεωρείται μικρή και μη διασυνδεδεμένη επιχείρηση επενδύσεων μόνο μετά την παρέλευση έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχει υπάρξει παραβίαση ορίου κατά το διάστημα αυτό και η επιχείρηση επενδύσεων έχει, χωρίς καθυστέρηση, ενημερώσει σχετικά την αρμόδια αρχή.

Άρθρο 13

Απαίτηση παγίων εξόδων

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο α), η απαίτηση πάγιων εξόδων ισούται τουλάχιστον με το ένα τέταρτο των πάγιων εξόδων του προηγούμενου έτους. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων χρησιμοποιούν τα αριθμητικά στοιχεία που προκύπτουν από το εφαρμοστέο λογιστικό πλαίσιο.

2.   Εάν η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι υπήρξε ουσιώδης μεταβολή στις δραστηριότητες μιας επιχείρησης επενδύσεων, δύναται να αναπροσαρμόσει το ποσό του κεφαλαίου που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

3.   Εφόσον μια επιχείρηση επενδύσεων δεν έχει δραστηριοποιηθεί για ένα έτος από την ημερομηνία που άρχισε να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες, χρησιμοποιεί, για τον υπολογισμό που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τα προβλεπόμενα πάγια έξοδα που περιλαμβάνονται στις προβλέψεις της για τις συναλλαγές του πρώτου δωδεκαμήνου, όπως υποβλήθηκαν με την αίτησή της για τη χορήγηση αδείας λειτουργίας.

4.   Η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, εκπονεί σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τη συμπλήρωση του υπολογισμού της απαίτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ο οποίος περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία προς αφαίρεση:

α)

έκτακτες παροχές και άλλες αμοιβές προς το προσωπικό, στον βαθμό που εξαρτώνται από τα καθαρά κέρδη της επιχείρησης επενδύσεων κατά το αντίστοιχο έτος,

β)

συμμετοχές εργαζομένων, διευθυντών και εταίρων στα κέρδη,

γ)

άλλες διανομές κερδών και άλλες μεταβλητές αποδοχές, στον βαθμό που γίνονται κατά πλήρη διακριτική ευχέρεια,

δ)

επιμερισμένες πληρωτέες προμήθειες και τέλη που σχετίζονται άμεσα με εισπρακτέες προμήθειες και τέλη, τα οποία περιλαμβάνονται στα συνολικά έσοδα, και εφόσον η καταβολή των πληρωτέων προμηθειών και τελών εξαρτάται από την πραγματική είσπραξη των εισπρακτέων προμηθειών και τελών,

ε)

τέλη στους συνδεδεμένους αντιπροσώπους,

στ)

μη επαναλαμβανόμενα έξοδα από μη συνήθεις δραστηριότητες.

Η ΕΑΤ διευκρινίζει επίσης, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, την έννοια της ουσιώδους μεταβολής.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 26 Δεκεμβρίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 14

Μόνιμη ελάχιστη κεφαλαιακή απαίτηση

Για τους σκοπούς του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο β), η μόνιμη ελάχιστη κεφαλαιακή απαίτηση ισούται τουλάχιστον με τα επίπεδα αρχικού κεφαλαίου που ορίζονται στο άρθρο 9 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ

ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑ Κ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Γενικές αρχές

Άρθρο 15

Απαίτηση του παράγοντα Κ και εφαρμοστέοι συντελεστές

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο γ), η απαίτηση του παράγοντα Κ ισούται τουλάχιστον με το άθροισμα των ακολούθων:

α)

παράγοντες Κ κινδύνου για τον πελάτη (RtC) υπολογιζόμενοι σύμφωνα με το κεφάλαιο 2,

β)

παράγοντες Κ κινδύνου για την αγορά (RtM) υπολογιζόμενοι σύμφωνα με το κεφάλαιο 3,

γ)

παράγοντες Κ κινδύνου για την επιχείρηση (RtF) υπολογιζόμενοι σύμφωνα με το κεφάλαιο 4.

2.   Οι ακόλουθοι συντελεστές εφαρμόζονται στους αντίστοιχους παράγοντες Κ:

Πίνακας 1

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ Κ

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ

Υπό διαχείριση περιουσιακά στοιχεία τόσο στο πλαίσιο διακριτικής διαχείρισης χαρτοφυλακίου όσο και μη διακριτικών συμβουλευτικών ρυθμίσεων διαρκούς χαρακτήρα

K-AUM

0,02%

Χρήματα πελατών υπό κατοχή

K-CMH (σε διαχωρισμένους λογαριασμούς)

0,4%

K-CMH (σε μη διαχωρισμένους λογαριασμούς)

0,5%

Περιουσιακά στοιχεία υπό φύλαξη και διαχείριση

K-ASA

0,04%

Εκτελούμενες εντολές πελατών

Συναλλαγές τοις μετρητοίς K-COH

0,1%

 

Παράγωγα K-COH

0,01%

Ημερήσια ροή συναλλαγών

Συναλλαγές τοις μετρητοίς K-DTF

0,1%

 

Παράγωγα K-DTF

0,01%

3.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρακολουθούν την τιμή των οικείων παραγόντων Κ σχετικά με οποιεσδήποτε τάσεις θα μπορούσαν να τις οδηγήσουν σε σημαντικά διαφορετική απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τους σκοπούς του άρθρου 11 για την επόμενη περίοδο αναφοράς δυνάμει του έβδομου μέρους και ενημερώνουν την αρμόδια αρχή τους σχετικά με την εν λόγω ουσιωδώς διαφορετική απαίτηση ιδίων κεφαλαίων.

4.   Εάν οι αρμόδιες αρχές θεωρούν ότι υπήρξε ουσιώδης μεταβολή στις επιχειρηματικές δραστηριότητες μιας επιχείρησης επενδύσεων, η οποία επηρεάζει το ποσό ενός σχετικού παράγοντα Κ, μπορούν να αναπροσαρμόσουν το αντίστοιχο ποσό σύμφωνα με το άρθρο 39 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034.

5.   Προκειμένου να διασφαλισθεί η ενιαία εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, εκπονεί σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για:

α)

να προσδιορισθούν οι μέθοδοι μέτρησης των παραγόντων Κ που προβλέπονται στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ,

β)

τη διευκρίνιση της έννοιας των διαχωρισμένων λογαριασμών για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού για τους όρους που διασφαλίζουν την προστασία των χρημάτων των πελατών σε περίπτωση πτώχευσης μιας επιχείρησης επενδύσεων,

γ)

τον καθορισμό των προσαρμογών των συντελεστών K-DTF που αναφέρονται στον πίνακα 1 της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου σε περίπτωση που, σε καταστάσεις ακραίων συνθηκών της αγοράς όπως αναφέρονται στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/578 της Επιτροπής (25), οι απαιτήσεις K-DTF φαίνονται υπερβολικά περιοριστικές και επιζήμιες για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 26 Δεκεμβρίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Παράγοντες Κ RtC

Άρθρο 16

Απαίτηση παράγοντα Κ RtC

Η απαίτηση του παράγοντα Κ RtC καθορίζεται με βάση τον ακόλουθο τύπο:

K-AUM + K-CMH + K-ASA + K-COH

όπου

ο παράγοντας K-AUM ισούται με τα AUM όπως μετρούνται σύμφωνα με το άρθρο 17, πολλαπλασιαζόμενα επί τον αντίστοιχο συντελεστή που καθορίζεται στο άρθρο 15 παράγραφος 2,

ο παράγοντας K-CMH ισούται με τα CMH όπως μετρούνται σύμφωνα με το άρθρο 18, πολλαπλασιαζόμενα επί τον αντίστοιχο συντελεστή που καθορίζεται στο άρθρο 15 παράγραφος 2,

ο παράγοντας K-ASA ισούται με τα ASA όπως μετρούνται σύμφωνα με το άρθρο 19, πολλαπλασιαζόμενα επί τον αντίστοιχο συντελεστή που καθορίζεται στο άρθρο 15 παράγραφος 2,

ο παράγοντας K-COH ισούται με τις COH όπως μετρούνται σύμφωνα με το άρθρο 20, πολλαπλασιαζόμενες επί τον αντίστοιχο συντελεστή που καθορίζεται στο άρθρο 15 παράγραφος 2.

Άρθρο 17

Μέτρηση των AUM για τον υπολογισμό του παράγοντα K-AUM

1.   Για τον υπολογισμό του παράγοντα K-AUM, τα AUM ισούνται με τον κυλιόμενο μέσο όρο της αξίας του συνόλου των μηνιαίων περιουσιακών στοιχείων υπό διαχείριση, μετρούμενης την τελευταία εργάσιμη ημέρα καθενός από τους προηγούμενους 15 μήνες και μετατρεπόμενης στο νόμισμα λειτουργίας της οντότητας κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, εξαιρουμένων των τριών πλέον πρόσφατων μηνιαίων αξιών.

Τα AUM ισούνται με τον αριθμητικό μέσο των υπόλοιπων 12 μηνιαίων αξιών.

Ο παράγοντας K-AUM υπολογίζεται κατά την πρώτη εργάσιμη ημέρα εκάστου μηνός.

2.   Εάν η επιχείρηση επενδύσεων έχει αναθέσει επισήμως την διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων σε άλλη χρηματοπιστωτική οντότητα, τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνονται στο συνολικό ποσό των AUM υπολογιζόμενο σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Εάν άλλη χρηματοπιστωτική οντότητα έχει αναθέσει επισήμως την διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων στην επιχείρηση επενδύσεων, τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία εξαιρούνται από το συνολικό ποσό των υπό διαχείριση περιουσιακών στοιχείων υπολογιζόμενο σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία για διάστημα μικρότερο των 15 μηνών ή όταν έχει κάνει το ίδιο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ως μικρή και μη διασυνδεδεμένη επιχείρηση επενδύσεων και τώρα υπερβαίνει το όριο για τα AUM, χρησιμοποιεί τα ιστορικά δεδομένα για τα AUM για το χρονικό διάστημα της παραγράφου 1 μόλις τα εν λόγω δεδομένα καταστούν διαθέσιμα για τον υπολογισμό του παράγοντα K-AUM. Η αρμόδια αρχή μπορεί να αντικαθιστά τα ελλείποντα σημεία ιστορικών δεδομένων με κανονιστικές διαπιστώσεις που βασίζονται στις επιχειρηματικές προβλέψεις της επιχείρησης επενδύσεων, οι οποίες υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Άρθρο 18

Μέτρηση των CMH για τον υπολογισμό του παράγοντα K-CMH

1.   Για τον υπολογισμό του παράγοντα K-CMH, τα CMH ισούνται με τον κυλιόμενο μέσο όρο της αξίας του συνόλου των ημερήσιων χρημάτων των πελατών υπό κατοχή, μετρούμενης στο τέλος κάθε εργάσιμης ημέρας κατά τους εννέα προηγούμενους μήνες, εξαιρουμένων των τριών πιο πρόσφατων μηνών.

Τα CMH ισούνται με τον αριθμητικό μέσο των ημερήσιων αξιών από τους υπόλοιπους έξι μήνες.

Ο παράγοντας K-CMH υπολογίζεται κατά την πρώτη εργάσιμη ημέρα εκάστου μηνός.

2.   Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων κατέχει χρήματα πελατών για λιγότερο από εννέα μήνες, χρησιμοποιεί τα ιστορικά δεδομένα για τα CMH για τη χρονική περίοδο της παραγράφου 1 μόλις τα εν λόγω δεδομένα καταστούν διαθέσιμα για τον υπολογισμό του παράγοντα K-CMH.

Η αρμόδια αρχή μπορεί να αντικαθιστά τα ελλείποντα σημεία ιστορικών δεδομένων με κανονιστικές διαπιστώσεις που βασίζονται στις επιχειρηματικές προβλέψεις της επιχείρησης επενδύσεων, οι οποίες υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Άρθρο 19

Μέτρηση των ASA για τον υπολογισμό του παράγοντα K-ASA

1.   Για τον υπολογισμό του παράγοντα K-ASA, τα ASA ισούνται με τον κυλιόμενο μέσο όρο της αξίας του συνόλου των ημερήσιων περιουσιακών στοιχείων υπό φύλαξη και διαχείριση, μετρούμενης στο τέλος κάθε εργάσιμης ημέρας για τους εννέα προηγούμενους μήνες, εξαιρουμένων των τριών πιο πρόσφατων μηνών.

Τα ASA ισούνται με τον αριθμητικό μέσο των ημερήσιων αξιών για τους υπόλοιπους έξι μήνες.

Ο παράγοντας K-ASA υπολογίζεται κατά την πρώτη εργάσιμη ημέρα εκάστου μηνός.

2.   Σε περίπτωση που επιχείρηση επενδύσεων έχει αναθέσει επισήμως τα καθήκοντα φύλαξης και διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων σε άλλη χρηματοπιστωτική οντότητα ή εάν άλλη χρηματοπιστωτική οντότητα έχει αναθέσει επισήμως τα συγκεκριμένα καθήκοντα στην επιχείρηση επενδύσεων, τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνονται στο συνολικό ποσό των ASA, υπολογιζόμενο σύμφωνα με την παράγραφο 1.

3.   Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων φυλάσσει και διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία για λιγότερο από έξι μήνες, χρησιμοποιεί τα ιστορικά δεδομένα για τα ASA για τη χρονική περίοδο της παραγράφου 1 μόλις τα εν λόγω δεδομένα καταστούν διαθέσιμα για τον υπολογισμό του παράγοντα K-ASA. Η αρμόδια αρχή μπορεί να αντικαθιστά τα ελλείποντα σημεία ιστορικών δεδομένων με κανονιστικές διαπιστώσεις που βασίζονται στις επιχειρηματικές προβλέψεις της επιχείρησης επενδύσεων, οι οποίες υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Άρθρο 20

Μέτρηση των COH για τον υπολογισμό του παράγοντα K-COH

1.   Για τον υπολογισμό του παράγοντα K-COH, οι COH ισούνται με τον κυλιόμενο μέσο όρο της αξίας του συνόλου των ημερήσιων εκτελούμενων εντολών πελατών, μετρούμενης καθ’ όλη τη διάρκεια κάθε εργάσιμης ημέρας κατά τους έξι προηγούμενους μήνες, εξαιρουμένων των τριών πιο πρόσφατων μηνών.

Οι COH ισούνται με τον αριθμητικό μέσο των ημερήσιων αξιών από τους υπόλοιπους τρεις μήνες.

Ο παράγοντας K-COH υπολογίζεται κατά την πρώτη εργάσιμη ημέρα εκάστου μηνός.

2.   Οι COH μετρούνται ως το άθροισμα της απόλυτης τιμής των αγορών και της απόλυτης τιμής των πωλήσεων τόσο για συναλλαγές τοις μετρητοίς όσο και για παράγωγα σύμφωνα με τα ακόλουθα:

α)

για συναλλαγές τοις μετρητοίς, η αξία είναι το ποσό που καταβλήθηκε ή εισπράχθηκε σε κάθε συναλλαγή,

β)

για παράγωγα, η αξία της συναλλαγής είναι το ονομαστικό ποσό της σύμβασης.

Το ονομαστικό ποσό των παραγώγων επί επιτοκίων προσαρμόζεται για το χρονικό διάστημα μέχρι τη λήξη (σε έτη) των εν λόγω συμβάσεων. Το ονομαστικό ποσό πολλαπλασιάζεται επί τη διάρκεια που καθορίζεται στον ακόλουθο τύπο:

Διάρκεια = το χρονικό διάστημα μέχρι τη λήξη (σε έτη) / 10

Με την επιφύλαξη του πέμπτου εδαφίου, στις COH περιλαμβάνονται συναλλαγές που εκτελούνται από επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου για λογαριασμό επενδυτικών κεφαλαίων.

Οι COH περιλαμβάνουν συναλλαγές που προκύπτουν από επενδυτικές συμβουλές για τις οποίες η επιχείρηση επενδύσεων δεν υπολογίζει τον παράγοντα K-AUM.

Οι COH εξαιρούν τις συναλλαγές που διαχειρίζεται η επιχείρηση επενδύσεων και οι οποίες προκύπτουν από την εξυπηρέτηση του χαρτοφυλακίου επενδύσεων ενός πελάτη, όταν η επιχείρηση επενδύσεων υπολογίζει ήδη τον παράγοντα K-AUM για τις επενδύσεις του συγκεκριμένου πελάτη ή όταν η εν λόγω δραστηριότητα αφορά την ανάθεση της διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων στην επιχείρηση επενδύσεων που δεν συνεισφέρει στα AUM της εν λόγω επιχείρησης επενδύσεων δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 2.

Στις COH δεν περιλαμβάνονται συναλλαγές που εκτελούνται από την επιχείρηση επενδύσεων στο δικό της όνομα είτε για την ίδια είτε για λογαριασμό πελάτη.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν να εξαιρούν από τη μέτρηση των COH τυχόν εντολές που δεν έχουν εκτελεσθεί, εφόσον η εν λόγω μη εκτέλεση οφείλεται στην έγκαιρη ακύρωση της εντολής από τον πελάτη.

3.   Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων εκτελεί εντολές πελατών για διάστημα μικρότερο των έξι μηνών ή εάν έχει κάνει το ίδιο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ως μικρή και μη διασυνδεδεμένη επιχείρηση επενδύσεων, χρησιμοποιεί τα ιστορικά δεδομένα για τις COH για το χρονικό διάστημα της παραγράφου 1 μόλις τα εν λόγω δεδομένα καταστούν διαθέσιμα για τον υπολογισμό του παράγοντα K-COH. Η αρμόδια αρχή μπορεί να αντικαθιστά τα ελλείποντα σημεία ιστορικών δεδομένων με κανονιστικές διαπιστώσεις που βασίζονται στις επιχειρηματικές προβλέψεις της επιχείρησης επενδύσεων, οι οποίες υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Παράγοντες Κ RtM

Άρθρο 21

Απαίτηση παράγοντα K RtM

1.   Η απαίτηση του παράγοντα Κ RtM για τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών μιας επιχείρησης επενδύσεων που διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, είτε για την ίδια είτε για λογαριασμό πελάτη, ισούται είτε με τον παράγοντα K-NPR, υπολογιζόμενου σύμφωνα με το άρθρο 22, είτε με τον παράγοντα Κ-CMG, υπολογιζόμενου σύμφωνα με το άρθρο 23.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διαχειρίζονται το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών τους σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος Ι κεφάλαιο 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

3.   Η απαίτηση του παράγοντα Κ RtM εφαρμόζεται για όλες τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, οι οποίες περιλαμβάνουν ιδίως θέσεις σε χρεωστικούς τίτλους (συμπεριλαμβανομένων των μέσων τιτλοποίησης), μετοχικούς τίτλους, οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων (ΟΣΕ), συνάλλαγμα και χρυσό και βασικά εμπορεύματα (συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων εκπομπών).

4.   Για τον υπολογισμό της απαίτησης του παράγοντα Κ RtM, η επιχείρηση επενδύσεων περιλαμβάνει άλλες θέσεις από τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, εφόσον αυτές συνεπάγονται κίνδυνο συναλλάγματος ή κίνδυνο βασικού εμπορεύματος.

Άρθρο 22

Υπολογισμός του παράγοντα K-NPR

Για τον υπολογισμό του παράγοντα K-NPR, η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών μιας επιχείρησης επενδύσεων που διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, είτε για την ίδια είτε για λογαριασμό πελάτη, υπολογίζονται χρησιμοποιώντας μία από τις ακόλουθες προσεγγίσεις:

α)

την τυποποιημένη προσέγγιση που προβλέπεται στο τρίτο μέρος τίτλος IV κεφάλαια 2, 3 και 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

β)

την εναλλακτική τυποποιημένη προσέγγιση που προβλέπεται στο τρίτο μέρος τίτλος IV κεφάλαιο 1α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

γ)

την εναλλακτική προσέγγιση εσωτερικού υποδείγματος που προβλέπεται στο τρίτο μέρος τίτλος IV κεφάλαιο 1β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Άρθρο 23

Υπολογισμός του παράγοντα K-CMG

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 21, η αρμόδια αρχή επιτρέπει σε επιχείρηση επενδύσεων να υπολογίζει τον παράγοντα Κ-CMG για όλες τις θέσεις που είναι υπό εκκαθάριση ή σε βάση χαρτοφυλακίου, όταν το σύνολο του χαρτοφυλακίου υπόκειται σε εκκαθάριση ή καθορισμό περιθωρίου, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η επιχείρηση επενδύσεων δεν ανήκει σε όμιλο ο οποίος περιλαμβάνει πιστωτικό ίδρυμα,

β)

η εκκαθάριση και ο διακανονισμός αυτών των συναλλαγών πραγματοποιούνται υπό την ευθύνη εκκαθαριστικού μέλους αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου και το εν λόγω εκκαθαριστικό μέλος είναι πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων του άρθρου 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, οι δε συναλλαγές εκκαθαρίζονται κεντρικά σε αναγνωρισμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ειδάλλως διακανονίζονται βάσει παράδοσης έναντι πληρωμής υπ’ ευθύνη του εν λόγω εκκαθαριστικού μέλους,

γ)

ο υπολογισμός του συνολικού περιθωρίου που απαιτείται από το εκκαθαριστικό μέλος βασίζεται σε μοντέλο περιθωρίου του εκκαθαριστικού μέλους,

δ)

η επιχείρηση επενδύσεων έχει αποδείξει στην αρμόδια αρχή ότι η επιλογή του υπολογισμού του RtM με τον παράγοντα K-CMG δικαιολογείται με ορισμένα κριτήρια, στα οποία μπορεί να περιλαμβάνεται ο χαρακτήρας των κύριων δραστηριοτήτων της επιχείρησης επενδύσεων που ουσιαστικά είναι εμπορικές δραστηριότητες υποκείμενες σε εκκαθάριση και καθορισμό περιθωρίων ασφαλείας υπό την ευθύνη εκκαθαριστικού μέλους, και το γεγονός ότι άλλες δραστηριότητες της επιχείρησης επενδύσεων είναι επουσιώδεις σε σύγκριση με τις εν λόγω κύριες δραστηριότητες και

ε)

η αρμόδια αρχή έχει εκτιμήσει ότι η επιλογή του χαρτοφυλακίου ή των χαρτοφυλακίων που υπόκεινται στον παράγοντα K-CMG δεν έγινε με σκοπό την εμπλοκή σε ρυθμιστικό αρμπιτράζ των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων κατά τρόπο δυσανάλογο ή μη ορθό από άποψη συνετής διαχείρισης.

Για τον σκοπό του πρώτου εδαφίου στοιχείο γ), η αρμόδια αρχή διενεργεί τακτική αξιολόγηση με σκοπό την επιβεβαίωση ότι το μοντέλο περιθωρίου οδηγεί σε απαιτήσεις περιθωρίου που αντικατοπτρίζουν τα χαρακτηριστικά κινδύνου των προϊόντων τα οποία εμπορεύεται η επιχείρηση επενδύσεων και λαμβάνει υπόψη το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της συλλογής των περιθωρίων ασφαλείας, της ρευστότητας της αγοράς και της πιθανότητας μεταβολών κατά τη διάρκεια της συναλλαγής.

Οι απαιτήσεις περιθωρίου ασφάλειας είναι επαρκείς για την κάλυψη των ζημιών που ενδέχεται να προκύψουν από τουλάχιστον 99 % των κινήσεων των ανοιγμάτων εντός κατάλληλου χρονικού ορίζοντα, με περίοδο κατοχής τουλάχιστον δύο εργάσιμων ημερών. Τα υποδείγματα περιθωρίων ασφάλειας που χρησιμοποιούνται από το εν λόγω εκκαθαριστικό μέλος για τον υπολογισμό του περιθωρίου που αναφέρεται στο στοιχείο γ) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου είναι πάντοτε σχεδιασμένα έτσι ώστε να επιτυγχάνουν παρόμοιο επίπεδο σύνεσης με εκείνο που απαιτείται από τις διατάξεις σχετικά με τις απαιτήσεις περιθωρίου ασφάλειας του άρθρου 41 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

2.   Ο παράγοντας K-CMG ισούται με το τρίτο μεγαλύτερο ποσό του συνολικού περιθωρίου που ήταν καθημερινώς απαιτούμενο από το εκκαθαριστικό μέλος της επιχείρησης επενδύσεων κατά το προηγηθέν τρίμηνο, πολλαπλασιαζόμενο επί συντελεστή 1,3.

3.   Η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, εκπονεί σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό του υπολογισμού του ποσού του απαιτούμενου συνολικού περιθωρίου ασφάλειας και της μεθόδου υπολογισμού του παράγοντα Κ-CMG κατά την παράγραφο 2, ιδίως όταν ο παράγοντας K-CMG εφαρμόζεται σε βάση χαρτοφυλακίου, και τους όρους για την τήρηση των διατάξεων της παραγράφου 1 στοιχείο ε).

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 26 Δεκεμβρίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Παράγοντες Κ RtF

Άρθρο 24

Απαίτηση παράγοντα Κ RtF

Η απαίτηση του παράγοντα Κ RtF καθορίζεται με βάση τον ακόλουθο τύπο:

K-TCD +K-DTF + K-CON

όπου:

ο παράγοντας Κ-TCD ισούται με το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 26,

ο παράγοντας Κ-DTF ισούται με την DTF υπολογιζόμενη σύμφωνα με το άρθρο 33, πολλαπλασιαζόμενη επί τον αντίστοιχο συντελεστή που καθορίζεται στο άρθρο 15 παράγραφος 2 και

ο παράγοντας Κ-CON ισούται με το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 39.

Οι παράγοντες Κ-TCD και Κ-CON βασίζονται στις συναλλαγές που καταχωρίζονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών μιας επιχείρησης επενδύσεων που διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, είτε για την ίδια είτε για λογαριασμό πελάτη.

Ο παράγοντας Κ-DTF βασίζεται στις συναλλαγές που καταχωρίζονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών μιας επιχείρησης επενδύσεων που διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, είτε για την ίδια είτε για λογαριασμό πελάτη, και στις συναλλαγές τις οποίες πραγματοποιεί μια επιχείρηση επενδύσεων μέσω της εκτέλεσης εντολών για λογαριασμό πελατών στο όνομά της.

Τμήμα 1

Αθέτηση αντισυμβαλλομένου

Άρθρο 25

Πεδίο εφαρμογής

1.   Το παρόν τμήμα εφαρμόζεται στις ακόλουθες συμβάσεις και συναλλαγές:

α)

συμβάσεις παραγώγων που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εξαιρουμένων των ακολούθων:

i)

συμβάσεις παραγώγων που εκκαθαρίζονται άμεσα ή έμμεσα μέσω κεντρικού αντισυμβαλλομένου εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

οι θέσεις και τα στοιχεία περιουσίας του επιχείρησης επενδύσεων που σχετίζονται με τις εν λόγω συμβάσεις διακρίνονται και διαχωρίζονται, σε επίπεδο τόσο εκκαθαριστικού μέλους όσο και κεντρικού αντισυμβαλλομένου, από τις θέσεις και τα στοιχεία περιουσίας τόσο του εκκαθαριστικού μέλους όσο και των υπολοίπων πελατών του εν λόγω εκκαθαριστικού μέλους και ως αποτέλεσμα αυτής της διάκρισης και αυτού του διαχωρισμού, οι σχετικές θέσεις και τα στοιχεία περιουσίας είναι απομακρυσμένα βάσει του εθνικού δικαίου από τον κίνδυνο πτώχευσης σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης ή αφερεγγυότητας του εκκαθαριστικού μέλους ή ενός ή περισσοτέρων από τους υπόλοιπους πελάτες του εκκαθαριστικού μέλους,

η σχετική νομοθεσία, οι κανονισμοί, οι κανόνες και οι συμβατικές ρυθμίσεις που εφαρμόζονται στο εκκαθαριστικό μέλος ή το δεσμεύουν διευκολύνουν τη μεταφορά των θέσεων του πελάτη που σχετίζονται με τις εν λόγω συμβάσεις και των αντίστοιχων εξασφαλίσεων σε άλλο εκκαθαριστικό μέλος εντός της εφαρμοστέας περιόδου κινδύνου περιθωρίου σε περίπτωση αθέτησης ή αφερεγγυότητας του αρχικού εκκαθαριστικού μέλους,

η επιχείρηση επενδύσεων έχει εξασφαλίσει ανεξάρτητη, γραπτή και αιτιολογημένη νομική γνωμοδότηση από την οποία προκύπτει ότι, σε περίπτωση προσφυγής, η επιχείρηση επενδύσεων δεν θα υφίστατο ζημία λόγω της αφερεγγυότητας του εκκαθαριστικού μέλους της ή οποιωνδήποτε πελατών του εκκαθαριστικού μέλους,

ii)

συμβάσεις χρηματιστηριακών παραγώγων,

iii)

συμβάσεις παραγώγων που διακρατούνται για αντιστάθμιση θέσης της επιχείρησης επενδύσεων που προκύπτει από δραστηριότητα εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών,

β)

συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού,

γ)

συναλλαγές επαναγοράς,

δ)

συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων,

ε)

συναλλαγές δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης,

στ)

οποιοδήποτε άλλο είδος ΣΧΤ,

ζ)

πιστώσεις και δάνεια που αναφέρονται στο παράρτημα Ι τμήμα Β σημείο 2) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, εάν η επιχείρηση επενδύσεων εκτελεί την συναλλαγή επ’ ονόματι του πελάτη ή λαμβάνει και διαβιβάζει την εντολή χωρίς να την εκτελεί.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο α) σημείο i), οι συμβάσεις παραγώγων που εκκαθαρίζονται άμεσα ή έμμεσα μέσω αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου θεωρείται ότι πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο εν λόγω σημείο.

2.   Οι συναλλαγές με τα ακόλουθα είδη αντισυμβαλλομένων αποκλείονται από τον υπολογισμό του παράγοντα K-TCD:

α)

οι κεντρικές κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες, εφόσον τα υποκείμενα ανοίγματα θα λάμβαναν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 0 % κατά το άρθρο 114 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

β)

οι πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης που απαριθμούνται στο άρθρο 117 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

γ)

οι διεθνείς οργανισμοί που απαριθμούνται στο άρθρο 118 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

3.   Με την επιφύλαξη της προηγούμενης έγκρισης από τις αρμόδιες αρχές, μια επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να εξαιρέσει από το πεδίο εφαρμογής του υπολογισμού του παράγοντα K-TCD συναλλαγές με αντισυμβαλλόμενο που είναι η μητρική της επιχείρηση, θυγατρική της επιχείρηση, θυγατρική της μητρικής της επιχείρησης ή επιχείρηση που συνδέεται με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 22 παράγραφος 7 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ. Οι αρμόδιες αρχές χορηγούν έγκριση εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο αντισυμβαλλόμενος είναι πιστωτικό ίδρυμα, επιχείρηση επενδύσεων ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, με την επιφύλαξη των κατάλληλων απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας,

β)

ο αντισυμβαλλόμενος περιλαμβάνεται στην ίδια εποπτική ενοποίηση με την επιχείρηση επενδύσεων σε καθολική βάση σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή το άρθρο 7 του παρόντος κανονισμού ή ο αντισυμβαλλόμενος και η επιχείρηση επενδύσεων εποπτεύονται όσον αφορά τη συμμόρφωση με τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 8 του παρόντος κανονισμού,

γ)

ο αντισυμβαλλόμενος υπόκειται στις ίδιες διαδικασίες αξιολόγησης, μέτρησης και ελέγχου των κινδύνων με την επιχείρηση επενδύσεων,

δ)

ο αντισυμβαλλόμενος είναι εγκατεστημένος στο ίδιο κράτος μέλος με την επιχείρηση επενδύσεων,

ε)

δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων του αντισυμβαλλομένου προς την επιχείρηση επενδύσεων.

4.   Κατά παρέκκλιση από το παρόν τμήμα, μια επιχείρηση επενδύσεων δύναται, με την επιφύλαξη της έγκρισης από την αρμόδια αρχή, να υπολογίσει την αξία ανοίγματος των συμβάσεων παραγώγων που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και για τις συναλλαγές που αναφέρονται στα στοιχεία β) έως στ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου εφαρμόζοντας μία από τις μεθόδους του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 6 τμήμα 3, 4 ή 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, υπολογίζει δε τις σχετικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων πολλαπλασιάζοντας την αξία του ανοίγματος επί τον παράγοντα κινδύνου που ορίζεται ανά είδος αντισυμβαλλομένου όπως καθορίζεται στον πίνακα 2 στο άρθρο 26 του παρόντος κανονισμού.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που περιλαμβάνονται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 μπορούν να υπολογίζουν τη σχετική απαίτηση ιδίων κεφαλαίων πολλαπλασιάζοντας τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοιγμάτων, υπολογιζόμενα σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 2 τμήμα 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, επί 8 %.

5.   Όταν εφαρμόζεται η παρέκκλιση της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, οι επιχειρήσεις επενδύσεων εφαρμόζουν επίσης συντελεστή προσαρμογής πιστωτικής αποτίμησης (CVA) πολλαπλασιάζοντας την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων, υπολογιζόμενη σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, επί την CVA υπολογιζόμενη σύμφωνα με το άρθρο 32.

Αντί να εφαρμόσουν τον πολλαπλασιαστή συντελεστή CVA, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που περιλαμβάνονται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 μπορούν να υπολογίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο προσαρμογής πιστωτικής αποτίμησης σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος VI του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Άρθρο 26

Υπολογισμός του παράγοντα K-TCD

Για τον υπολογισμό του παράγοντα Κ-TCD, η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων καθορίζεται με βάση τον ακόλουθο τύπο:

Απαίτηση ιδίων κεφαλαίων = α • EV • RF • CVA

όπου:

α = 1,2,

EV = η αξία ανοίγματος υπολογισμένη σύμφωνα με το άρθρο 27,

RF = ο παράγοντας κινδύνου ο οποίος καθορίζεται ανά είδος αντισυμβαλλομένου όπως ορίζεται στον πίνακα 2 και

CVA = η προσαρμογή της πιστωτικής αποτίμησης υπολογισμένη σύμφωνα με το άρθρο 32.

Πίνακας 2

Είδος αντισυμβαλλομένου

Παράγοντας κινδύνου

Κεντρικές κυβερνήσεις, κεντρικές τράπεζες και οντότητες του δημόσιου τομέα

1,6%

Πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων

1,6%

Άλλοι αντισυμβαλλόμενοι

8%

Άρθρο 27

Υπολογισμός της αξίας ανοίγματος

Ο υπολογισμός της αξίας ανοίγματος πραγματοποιείται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Αξία ανοίγματος = Max (0, RC + PFE - C)

όπου:

RC = κόστος αντικατάστασης όπως ορίζεται στο άρθρο 28,

PFE = ενδεχόμενο μελλοντικό άνοιγμα όπως ορίζεται στο άρθρο 29 και

C = εξασφάλιση όπως ορίζεται στο άρθρο 30.

Το κόστος αντικατάστασης (RC) και η εξασφάλιση (C) εφαρμόζονται σε όλες τις συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 25.

Το ενδεχόμενο μελλοντικό άνοιγμα (PFE) εφαρμόζεται μόνο σε συμβάσεις παραγώγων.

Μια επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να υπολογίζει μία και μόνη αξία ανοίγματος σε επίπεδο συμψηφιστικού συνόλου για όλες τις συναλλαγές που καλύπτονται από συμφωνία συμβατικού συμψηφισμού, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 31. Σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις, η επιχείρηση επενδύσεων αντιμετωπίζει κάθε συναλλαγή σαν να ήταν το δικό της συμψηφιστικό σύνολο.

Άρθρο 28

Κόστος αντικατάστασης (RC)

Το κόστος αντικατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 27 καθορίζεται ως εξής:

α)

για τις συμβάσεις παραγώγων, το RC καθορίζεται ως η CMV,

β)

για τις συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού, το RC καθορίζεται ως το ποσό του διακανονισμού μετρητών που πρέπει να καταβάλει ή να εισπράξει η επιχείρηση επενδύσεων κατά τον διακανονισμό· οι απαιτήσεις αντιμετωπίζονται ως θετικό ποσό και οι υποχρεώσεις ως αρνητικό ποσό,

γ)

για τις πράξεις επαναγοράς και τις πράξεις δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων, το RC καθορίζεται ως το ποσό των μετρητών που δίνεται ή λαμβάνεται ως δάνειο· τα μετρητά που δίνονται ως δάνειο από την επιχείρηση επενδύσεων αντιμετωπίζονται ως θετικό ποσό και τα μετρητά που δανείζεται η επιχείρηση επενδύσεων αντιμετωπίζονται ως αρνητικό ποσό,

δ)

για τις συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων, όταν αμφότερα τα σκέλη της συναλλαγής είναι τίτλοι, το RC καθορίζεται από την CMV του τίτλου που δίνεται ως δάνειο από την επιχείρηση επενδύσεων· η CMV προσαυξάνεται με την αντίστοιχη προσαρμογή μεταβλητότητας του πίνακα 4 του άρθρου 30,

ε)

για τις συναλλαγές δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης και τις πιστώσεις και τα δάνεια που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 στοιχείο ζ), το RC καθορίζεται από τη λογιστική αξία του στοιχείου ενεργητικού σύμφωνα με το εφαρμοστέο λογιστικό πλαίσιο.

Άρθρο 29

Ενδεχόμενο μελλοντικό άνοιγμα

1.   Το ενδεχόμενο μελλοντικό άνοιγμα (PFE) που αναφέρεται στο άρθρο 27 υπολογίζεται για κάθε παράγωγο ως το γινόμενο:

α)

του πραγματικού ονομαστικού (ΕΝ) ποσού της συναλλαγής που καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 6 του παρόντος άρθρου και

β)

του εποπτικού παράγοντα (SF) που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου.

2.   Το πραγματικό ονομαστικό (ΕΝ) ποσό είναι το γινόμενο του ονομαστικού ποσού υπολογιζόμενου σύμφωνα με την παράγραφο 3, επί τη διάρκεια υπολογιζόμενη σύμφωνα με την παράγραφο 4 και επί τον εποπτικό συντελεστή δέλτα υπολογιζόμενο σύμφωνα με την παράγραφο 6.

3.   Το ονομαστικό ποσό, εκτός εάν δηλώνεται ρητά και καθορίζεται μέχρι τη λήξη, προσδιορίζεται ως εξής:

α)

για συμβάσεις παραγώγων επί συναλλάγματος, το ονομαστικό ποσό ορίζεται ως το ονομαστικό ποσό του συναλλαγματικού σκέλους της σύμβασης, κατόπιν μετατροπής στο εγχώριο νόμισμα· εάν και τα δύο σκέλη ενός παραγώγου συναλλάγματος εκφράζονται σε νομίσματα άλλα από το εγχώριο νόμισμα, το ονομαστικό ποσό κάθε σκέλους μετατρέπεται στο εγχώριο νόμισμα και το σκέλος με τη μεγαλύτερη αξία στο εγχώριο νόμισμα είναι το ονομαστικό ποσό,

β)

για συμβάσεις παραγώγων επί μετοχών και επί εμπορευμάτων, δικαιώματα εκπομπής και παράγωγα αυτών, το ονομαστικό ποσό ορίζεται ως το γινόμενο της τιμής της αγοράς μίας μονάδας του μέσου και των εμπορευμάτων επί τον αριθμό των μονάδων που αναφέρονται στη συναλλαγή,

γ)

για συναλλαγές πολλαπλών αποδόσεων οι οποίες εξαρτώνται από την κατάσταση, συμπεριλαμβανομένων των ψηφιακών δικαιωμάτων προαίρεσης ή των προθεσμιακών συμβάσεων με δυνατότητα πρόωρης λήξης λόγω επίτευξης προκαθορισμένης απόδοσης (target redemption forwards), μια επιχείρηση επενδύσεων υπολογίζει το ονομαστικό ποσό για κάθε κατάσταση και χρησιμοποιεί το υψηλότερο ποσό που προκύπτει από τον υπολογισμό,

δ)

όταν το ονομαστικό ποσό είναι ένας μαθηματικός τύπος αγοραίων αξιών, η επιχείρηση επενδύσεων εισάγει τις CMV για τον προσδιορισμό του ονομαστικού ποσού της συναλλαγής,

ε)

για συμφωνίες ανταλλαγής μεταβλητού ονομαστικού κεφαλαίου, όπως οι συμφωνίες ανταλλαγής μειούμενου και αυξανόμενου κεφαλαίου, οι επιχειρήσεις επενδύσεων χρησιμοποιούν ως ονομαστικό ποσό της συναλλαγής το μέσο ονομαστικό ποσό κατά την εναπομένουσα διάρκεια της συμφωνίας ανταλλαγής,

στ)

οι μοχλευμένες συμφωνίες ανταλλαγής μετατρέπονται στο ονομαστικό ποσό της αντίστοιχης μη μοχλευμένης συμφωνίας ανταλλαγής, έτσι ώστε όταν όλα τα επιτόκια σε μια συμφωνία ανταλλαγής πολλαπλασιάζονται επί ένα συντελεστή, το δηλωμένο ονομαστικό ποσό πολλαπλασιάζεται με τον συντελεστή επί των επιτοκίων για τον καθορισμό του ονομαστικού ποσού,

ζ)

για σύμβαση παραγώγου με πολλαπλές ανταλλαγές κεφαλαίου, το ονομαστικό ποσό πολλαπλασιάζεται επί τον αριθμό των ανταλλαγών κεφαλαίου στη σύμβαση παραγώγου για τον καθορισμό του ονομαστικού ποσού.

4.   Το ονομαστικό ποσό των συμβάσεων παραγώγων επί επιτοκίων και των συμβάσεων πιστωτικών παραγώγων για το χρονικό διάστημα μέχρι τη λήξη (σε έτη) των εν λόγω συμβάσεων προσαρμόζεται ανάλογα με τη διάρκεια που προκύπτει από τον ακόλουθο τύπο:

Διάρκεια = (1 – exp (-0,05· χρονικό διάστημα μέχρι τη λήξη)) / 0,05

Για τις συμβάσεις παραγώγων, εκτός των συμβάσεων παραγώγων επί επιτοκίων και των συμβάσεων πιστωτικών παραγώγων, η διάρκεια είναι 1.

5.   Ως ημερομηνία λήξης της σύμβασης νοείται η τελευταία ημερομηνία κατά την οποία είναι δυνατή η εκτέλεση της σύμβασης.

Εάν το παράγωγο αναφέρεται στην αξία ενός άλλου μέσου επιτοκίου ή πιστωτικού μέσου, το χρονικό διάστημα καθορίζεται με βάση το υποκείμενο μέσο.

Για τα δικαιώματα προαίρεσης, ως ημερομηνία λήξης νοείται η τελευταία συμβατική ημερομηνία άσκησης όπως προσδιορίζεται στη σύμβαση.

Για σύμβαση παραγώγου του οποίου η δομή είναι τέτοια ώστε σε συγκεκριμένες ημερομηνίες να γίνεται διακανονισμός τυχόν εκκρεμών ανοιγμάτων και να επανακαθορίζονται οι όροι προκειμένου η εύλογη αξία της σύμβασης να είναι μηδέν, η εναπομένουσα ληκτότητα είναι ίση με τον χρόνο που απομένει έως την ημερομηνία του επόμενου επανακαθορισμού.

6.   Ο εποπτικός συντελεστής δέλτα δικαιωμάτων προαίρεσης και δικαιωμάτων προαίρεσης επί συμφωνιών ανταλλαγής μπορεί να υπολογίζεται από την ίδια την επιχείρηση επενδύσεων, με χρήση κατάλληλου υποδείγματος που υπόκειται στην έγκριση των αρμόδιων αρχών. Το υπόδειγμα εκτιμά τον ρυθμό μεταβολής της αξίας του δικαιώματος προαίρεσης σε σχέση με μικρές μεταβολές της αγοραίας τιμής του υποκείμενου μέσου. Για συναλλαγές εκτός των δικαιωμάτων προαίρεσης και δικαιωμάτων προαίρεσης επί συμφωνιών ανταλλαγής ή όταν δεν έχει εγκριθεί υπόδειγμα από τις αρμόδιες αρχές, ο συντελεστής δέλτα είναι 1.

7.   Ο εποπτικός παράγοντας (SF) για κάθε κατηγορία στοιχείων ενεργητικού καθορίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:

Πίνακας 3

Κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού

Εποπτικός παράγοντας

Επιτόκιο

0,5 %

Συνάλλαγμα

4 %

Πίστωση

1 %

Μετοχικά προϊόντα μεμονωμένου πιστούχου

32 %

Δείκτης μετοχών

20 %

Βασικά εμπορεύματα και δικαιώματα εκπομπής

18 %

Άλλα

32 %

8.   Το ενδεχόμενο μελλοντικό άνοιγμα ενός συμψηφιστικού συνόλου είναι το άθροισμα του ενδεχόμενου μελλοντικού ανοίγματος όλων των συναλλαγών που περιλαμβάνονται στο συμψηφιστικό σύνολο, πολλαπλασιαζόμενο επί:

α)

0,42, για συμψηφιστικά σύνολα συναλλαγών με χρηματοοικονομικούς και μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους για τα οποία οι εξασφαλίσεις ανταλλάσσονται διμερώς με τον αντισυμβαλλόμενο, εφόσον απαιτείται, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012,

β)

1, για λοιπά συμψηφιστικά σύνολα.

Άρθρο 30

Εξασφαλίσεις

1.   Όλες οι εξασφαλίσεις για αμφότερες τις διμερείς και τις εκκαθαριζόμενες συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 25 υπόκεινται σε προσαρμογές μεταβλητότητας σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:

Πίνακας 4

Κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού

Προσαρμογή μεταβλητότητας πράξεις επαναγοράς

Προσαρμογή μεταβλητότητας λοιπές πράξεις

Χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από κεντρικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες

≤ 1 έτος

0,707 %

1 %

> 1 έτος ≤ 5 έτη

2,121 %

3 %

> 5 έτη

4,243 %

6 %

Χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από άλλες οντότητες

≤ 1 έτος

1,414 %

2 %

> 1 έτος ≤ 5 έτη

4,243 %

6 %

> 5 έτη

8,485 %

12 %

Θέσεις τιτλοποίησης

≤ 1 έτος

2,828 %

4 %

> 1 έτος ≤ 5 έτη

8,485 %

12 %

> 5 έτη

16,970 %

24 %

Εισηγμένες μετοχές και μετατρέψιμα μέσα

14,143 %

20 %

Λοιποί τίτλοι και βασικά εμπορεύματα

17,678 %

25 %

Χρυσός

10,607 %

15 %

Μετρητά

0%

0%

Για τους σκοπούς του πίνακα 4, στις θέσεις τιτλοποίησης δεν περιλαμβάνονται θέσεις επανατιτλοποίησης.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αλλάζουν την προσαρμογή μεταβλητότητας για ορισμένα είδη βασικών εμπορευμάτων για τα οποία υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα μεταβλητότητας των τιμών. Ενημερώνουν την ΕΑΤ για τις αποφάσεις αυτές, καθώς και για τους λόγους των αλλαγών.

2.   Η αξία της εξασφάλισης προσδιορίζεται ως εξής:

α)

για τους σκοπούς του άρθρου 25 παράγραφος 1 στοιχεία α), ε) και ζ), από το ποσό των εξασφαλίσεων που λαμβάνει η επιχείρηση επενδύσεων από τον αντισυμβαλλόμενό της μειωμένο σύμφωνα με τον πίνακα 4, και

β)

για τις συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ), δ) και στ), από το άθροισμα της CMV του σκέλους των τίτλων και του καθαρού ποσού των εξασφαλίσεων που παρέχονται ή λαμβάνονται από την επιχείρηση επενδύσεων.

Για τις συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων, όταν αμφότερα τα σκέλη της συναλλαγής είναι τίτλοι, η εξασφάλιση προσδιορίζεται από την CMV του τίτλου που λαμβάνει ως δάνειο η επιχείρηση επενδύσεων.

Σε περίπτωση που η επιχείρηση επενδύσεων αγοράζει ή έχει δανείσει τον τίτλο, η CMV του τίτλου αντιμετωπίζεται ως αρνητικό ποσό και μειώνεται σε ένα μεγαλύτερο αρνητικό ποσό, χρησιμοποιώντας την προσαρμογή μεταβλητότητας του πίνακα 4. Σε περίπτωση που η επιχείρηση επενδύσεων πωλεί ή έχει δανειστεί τον τίτλο, η CMV του τίτλου αντιμετωπίζεται ως θετικό ποσό και μειώνεται χρησιμοποιώντας την προσαρμογή μεταβλητότητας του πίνακα 4.

Όταν διαφορετικά είδη συναλλαγών καλύπτονται από συμφωνία συμβατικού συμψηφισμού, με την επιφύλαξη των όρων του άρθρου 31, οι εφαρμοστέες προσαρμογές μεταβλητότητας για «λοιπές πράξεις» του πίνακα 4 εφαρμόζονται στα αντίστοιχα ποσά που υπολογίζονται βάσει του πρώτου εδαφίου στοιχεία α) και β) με βάση τον εκδότη εντός κάθε κατηγορίας στοιχείων ενεργητικού.

3.   Σε περίπτωση νομισματικής αναντιστοιχίας μεταξύ της συναλλαγής και της ληφθείσας ή χορηγηθείσας εξασφάλισης, εφαρμόζεται πρόσθετη προσαρμογή μεταβλητότητας λόγω νομισματικής αναντιστοιχίας της τάξης του 8 %.

Άρθρο 31

Συμψηφισμός

Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, μια επιχείρηση επενδύσεων μπορεί, πρώτον, να αντιμετωπίζει τις πλήρως αντιστοιχιζόμενες μεταξύ τους συμβάσεις που περιλαμβάνονται σε συμφωνία συμψηφισμού ως μία σύμβαση με ονομαστικό ποσό ισοδύναμο προς τις καθαρές εισροές, δεύτερον, να συμψηφίζει άλλες συναλλαγές υπό την προϋπόθεση ανανέωσης οφειλής βάσει της οποίας όλες οι υποχρεώσεις μεταξύ της επιχείρησης επενδύσεων και του αντισυμβαλλομένου της συγχωνεύονται αυτομάτως κατά τρόπο ώστε η ανανέωση να υποκαθιστά νομικά ένα ενιαίο καθαρό ποσό για τις προηγούμενες ακαθάριστες υποχρεώσεις και, τρίτον, να συμψηφίζει άλλες συναλλαγές στο πλαίσιο των οποίων η επιχείρηση επενδύσεων διασφαλίζει ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η σύναψη σύμβασης συμψηφισμού με τον αντισυμβαλλόμενο ή άλλης συμφωνίας η οποία γεννά ενιαία νομική υποχρέωση περιέχει το σύνολο των καλυπτόμενων συναλλαγών, ούτως ώστε η επιχείρηση επενδύσεων να έχει δικαίωμα να λάβει ή υποχρέωση να καταβάλει μόνο το καθαρό αλγεβρικό άθροισμα των θετικών και αρνητικών αγοραίων αξιών στις οποίες αποτιμώνται οι καλυπτόμενες επιμέρους συναλλαγές σε περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος δεν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του για οποιονδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

i)

αθέτηση,

ii)

πτώχευση,

iii)

εκκαθάριση ή

iv)

παρόμοιες περιστάσεις,

β)

η σύμβαση συμψηφισμού δεν περιέχει ρήτρα σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση αθέτησης από έναν αντισυμβαλλόμενο επιτρέπεται στον συμβαλλόμενο που εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του να προβαίνει σε περιορισμένες μόνο καταβολές ή σε καμία καταβολή προς την περιουσία του περιελθόντος σε αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του αντισυμβαλλομένου, ακόμα και αν ο τελευταίος είναι καθαρός πιστωτής,

γ)

η επιχείρηση επενδύσεων έχει εξασφαλίσει ανεξάρτητη, γραπτή και αιτιολογημένη νομική γνωμοδότηση από την οποία προκύπτει ότι, σε περίπτωση νομικής αμφισβήτησης της σύμβασης συμψηφισμού, οι απαιτήσεις και οι υποχρεώσεις της επιχείρησης επενδύσεων θα είναι ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στο στοιχείο α) υπό το ακόλουθο νομικό καθεστώς:

i)

το δίκαιο του κράτους στο οποίο έχει συσταθεί ο αντισυμβαλλόμενος,

ii)

στην περίπτωση που συμμετέχει αλλοδαπό υποκατάστημα αντισυμβαλλομένου, το δίκαιο του κράτους στο οποίο βρίσκεται το υποκατάστημα,

iii)

το δίκαιο του κράτους που διέπει τις επιμέρους συναλλαγές που περιλαμβάνονται στη σύμβαση συμψηφισμού ή

iv)

το δίκαιο που διέπει συμβάσεις ή συμφωνίες που απαιτούνται για την πραγματοποίηση του συμψηφισμού.

Άρθρο 32

Προσαρμογή πιστωτικής αποτίμησης

Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, ως CVA νοείται η προσαρμογή της αποτίμησης ενός χαρτοφυλακίου συναλλαγών με έναν αντισυμβαλλόμενο στη μέση αγοραία αξία του η οποία αντικατοπτρίζει την CMV του πιστωτικού κινδύνου του αντισυμβαλλομένου για την επιχείρηση επενδύσεων, αλλά δεν αντικατοπτρίζει την CMV του πιστωτικού κινδύνου της επιχείρησης επενδύσεων για τον αντισυμβαλλόμενο.

Η CVA είναι 1,5 για όλες τις συναλλαγές εκτός από τις ακόλουθες συναλλαγές, για τις οποίες η CVA είναι 1:

α)

συναλλαγές με μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 9) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ή με μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους εγκατεστημένους σε τρίτη χώρα, εφόσον οι εν λόγω συναλλαγές δεν υπερβαίνουν το κατώφλι εκκαθάρισης που καθορίζεται στο άρθρο 10 παράγραφοι 3 και 4 του εν λόγω κανονισμού,

β)

εντός ομίλου συναλλαγές όπως ορίζονται στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012,

γ)

συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού,

δ)

ΣΧΤ, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης, εκτός εάν η αρμόδια αρχή κρίνει ότι τα ανοίγματα σε κίνδυνο CVA της επιχείρησης επενδύσεων που προκύπτουν από τις συναλλαγές αυτές είναι σημαντικά, και

ε)

πιστώσεις και δάνεια που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 στοιχείο ζ).

Τμήμα 2

Ημερήσια ροή συναλλαγών

Άρθρο 33

Μέτρηση της ημερήσιας ροής συναλλαγών (DTF) για τον υπολογισμό του παράγοντα K-DTF

1.   Για τον υπολογισμό του παράγοντα K-DTF, η DTF ισούται με τον κυλιόμενο μέσο όρο της αξίας της συνολικής ημερήσιας ροής συναλλαγών, μετρούμενης καθ’ όλη τη διάρκεια κάθε εργάσιμης ημέρας κατά τους εννέα προηγούμενους μήνες, εξαιρουμένων των τριών πιο πρόσφατων μηνών.

Η DTF ισούται με τον αριθμητικό μέσο των ημερήσιων αξιών από τους υπόλοιπους έξι μήνες.

Ο παράγοντας K-DTF υπολογίζεται την πρώτη εργάσιμη ημέρα κάθε μήνα.

2.   Η DTF μετράται ως το άθροισμα της απόλυτης τιμής των αγορών και της απόλυτης τιμής των πωλήσεων τόσο για συναλλαγές σε μετρητά όσο και για παράγωγα σύμφωνα με τα ακόλουθα:

α)

για συναλλαγές σε μετρητά, η αξία είναι το ποσό που καταβλήθηκε ή εισπράχθηκε σε κάθε συναλλαγή,

β)

για παράγωγα, η αξία της συναλλαγής είναι το ονομαστικό ποσό της σύμβασης.

Το ονομαστικό ποσό των παραγώγων επί επιτοκίων προσαρμόζεται για το χρονικό διάστημα μέχρι τη λήξη (σε έτη) των εν λόγω συμβάσεων. Το ονομαστικό ποσό πολλαπλασιάζεται επί τη διάρκεια που καθορίζεται στον ακόλουθο τύπο:

Διάρκεια = το χρονικό διάστημα μέχρι τη λήξη (σε έτη) / 10

3.   Στην DTF δεν περιλαμβάνονται συναλλαγές που εκτελούνται από μια επιχείρηση επενδύσεων με σκοπό την παροχή υπηρεσιών διαχείρισης χαρτοφυλακίου για λογαριασμό επενδυτικών κεφαλαίων.

Στην DTF περιλαμβάνονται συναλλαγές που εκτελούνται από μια επιχείρηση επενδύσεων στο δικό της όνομα είτε για την ίδια είτε για λογαριασμό πελάτη.

4.   Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων έχει ημερήσια ροή συναλλαγών για λιγότερο από εννέα μήνες, χρησιμοποιεί τα ιστορικά δεδομένα για την DTF για τη χρονική περίοδο της παραγράφου 1, αμέσως μόλις καταστούν διαθέσιμα, για τον υπολογισμό του παράγοντα K-DTF. Η αρμόδια αρχή μπορεί να αντικαθιστά τα ελλείποντα σημεία ιστορικών δεδομένων με κανονιστικές διαπιστώσεις που βασίζονται στις επιχειρηματικές προβλέψεις της επιχείρησης επενδύσεων, οι οποίες υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Περιβαλλοντικοί και κοινωνικοί στόχοι

Άρθρο 34

Προληπτική μεταχείριση στοιχείων ενεργητικού που εκτίθενται σε δραστηριότητες συνδεόμενες με περιβαλλοντικούς ή κοινωνικούς στόχους

1.   Μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, η ΕΑΤ αξιολογεί, με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα και τα πορίσματα της ομάδας εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου για τη βιώσιμη χρηματοδότηση, που έχει συσταθεί από την Επιτροπή, κατά πόσον θα ήταν δικαιολογημένη, από την άποψη της προληπτικής εποπτείας, μια ειδική προληπτική μεταχείριση των στοιχείων ενεργητικού που εκτίθενται σε δραστηριότητες συνδεόμενες ουσιωδώς με περιβαλλοντικούς ή κοινωνικούς στόχους, υπό τη μορφή προσαρμοσμένων παραγόντων Κ ή προσαρμοσμένων συντελεστών Κ. Ειδικότερα, η ΕΑΤ εκτιμά τα ακόλουθα:

α)

μεθοδολογικές επιλογές για την αξιολόγηση των ανοιγμάτων των κατηγοριών στοιχείων ενεργητικού σε δραστηριότητες που συνδέονται ουσιωδώς με περιβαλλοντικούς ή κοινωνικούς στόχους,

β)

ειδικά προφίλ κινδύνου των στοιχείων ενεργητικού που εκτίθενται σε δραστηριότητες συνδεόμενες ουσιωδώς με περιβαλλοντικούς ή κοινωνικούς στόχους,

γ)

κινδύνους που σχετίζονται με την απομείωση στοιχείων ενεργητικού λόγω ρυθμιστικών αλλαγών, όπως ο μετριασμός της κλιματικής αλλαγής,

δ)

την επίδραση που ενδέχεται να έχει στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα η ειδική προληπτική μεταχείριση των στοιχείων ενεργητικού που εκτίθενται σε δραστηριότητες συνδεόμενες ουσιωδώς με περιβαλλοντικούς ή κοινωνικούς στόχους.

2.   Η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση με τα πορίσματά της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή έως τις 26 Δεκεμβρίου 2021.

3.   Βάσει της έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, η Επιτροπή υποβάλλει, εάν κρίνεται σκόπιμο, νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ

ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ

Άρθρο 35

Υποχρέωση παρακολούθησης

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρακολουθούν και ελέγχουν τον κίνδυνο συγκέντρωσής τους σύμφωνα με το παρόν μέρος με τη χρήση ορθών διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών και αξιόπιστων μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος μέρους, οι όροι «πιστωτικό ίδρυμα» και «επιχείρηση επενδύσεων» περιλαμβάνουν ιδιωτικές ή δημόσιες επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων των εν λόγω επιχειρήσεων, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις, εάν ήταν εγκατεστημένες στην Ένωση, θα αποτελούσαν πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων όπως ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα η οποία εφαρμόζει προληπτικές εποπτικές και κανονιστικές απαιτήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που εφαρμόζονται στην Ένωση.

Άρθρο 36

Υπολογισμός της αξίας ανοίγματος

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για να θεωρούνται μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων που ορίζονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 υπολογίζουν την αξία ανοίγματος έναντι πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών για τους σκοπούς του παρόντος μέρους αθροίζοντας τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τη θετική αξία κατά την οποία οι θετικές θέσεις της επιχείρησης επενδύσεων υπερβαίνουν τις αρνητικές θέσεις της σε όλα τα χρηματοοικονομικά μέσα του χαρτοφυλακίου συναλλαγών που εκδίδονται από τον εν λόγω πελάτη, η καθαρή θέση για κάθε μέσο που υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 22 στοιχεία α), β) και γ),

β)

την αξία ανοίγματος των συμβάσεων και των συναλλαγών που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 με τον εν λόγω πελάτη, υπολογιζόμενη με τη μέθοδο που προβλέπεται στο άρθρο 27.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο α), μια επιχείρηση επενδύσεων η οποία, για τους σκοπούς της απαίτησης του παράγοντα Κ RtM, υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών σύμφωνα με την προσέγγιση που ορίζεται στο άρθρο 23, υπολογίζει την καθαρή θέση για τους σκοπούς του κινδύνου συγκέντρωσης των εν λόγω θέσεων σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 22 στοιχείο α).

Για τους σκοπούς του στοιχείου β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, μια επιχείρηση επενδύσεων η οποία, για τους σκοπούς του K-TCD, υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων εφαρμόζοντας τις μεθόδους που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού υπολογίζει την αξία ανοίγματος των συμβάσεων και των συναλλαγών που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζοντας τις μεθόδους που ορίζονται στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 6 τμήμα 3, 4 ή 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

2.   Η αξία ανοίγματος σχετικά με ομάδα συνδεδεμένων πελατών υπολογίζεται αθροίζοντας τα χρηματοδοτικά ανοίγματα έναντι των μεμονωμένων πελατών εντός της ομάδας, τα οποία αντιμετωπίζονται ως ενιαίο άνοιγμα.

3.   Κατά τον υπολογισμό της αξίας ανοίγματος έναντι πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών, μια επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα για τον προσδιορισμό των υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού στις σχετικές συναλλαγές και του αντισυμβαλλομένου των υποκείμενων ανοιγμάτων.

Άρθρο 37

Όρια σχετικά με τον κίνδυνο συγκέντρωσης και υπέρβαση της αξίας ανοίγματος

1.   Για μια επιχείρηση επενδύσεων, το όριο σχετικά με τον κίνδυνο συγκέντρωσης μιας αξίας ανοίγματος έναντι μεμονωμένου πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών είναι το 25 % των ιδίων κεφαλαίων της.

Εφόσον ο εν λόγω μεμονωμένος πελάτης είναι πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων ή εφόσον η ομάδα συνδεδεμένων πελατών περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων, το όριο σχετικά με τον κίνδυνο συγκέντρωσης είναι το 25 % των ιδίων κεφαλαίων της επιχείρησης επενδύσεων ή το ποσό των 150 εκατομμυρίων EUR, όποιο από τα δύο αυτά ποσά είναι μεγαλύτερο, υπό τον όρο ότι, για το άθροισμα των αξιών ανοιγμάτων έναντι όλων των συνδεδεμένων πελατών που δεν είναι πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων, το όριο σχετικά με τον κίνδυνο συγκέντρωσης παραμένει στο 25 % των ιδίων κεφαλαίων της επιχείρησης επενδύσεων.

Εάν το ποσό των 150 εκατομμυρίων EUR είναι υψηλότερο από το 25 % των ιδίων κεφαλαίων της επιχείρησης επενδύσεων, το όριο σχετικά με τον κίνδυνο συγκέντρωσης δεν υπερβαίνει το 100 % των ιδίων κεφαλαίων της επιχείρησης επενδύσεων.

2.   Σε περίπτωση υπέρβασης των ορίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η επιχείρηση επενδύσεων πληροί την υποχρέωση γνωστοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 38 και πληροί την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την υπέρβαση της αξίας ανοίγματος σύμφωνα με το άρθρο 39.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων υπολογίζουν την υπέρβαση της αξίας ανοίγματος σχετικά με μεμονωμένο πελάτη ή ομάδα συνδεδεμένων πελατών σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

υπέρβαση αξίας ανοίγματος = EV– L

όπου:

EV = αξία ανοίγματος υπολογιζόμενη σύμφωνα με την μέθοδο που ορίζεται στο άρθρο 36 και

L = όριο σχετικά με τον κίνδυνο συγκέντρωσης, όπως προσδιορίζεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

3.   Η αξία ανοίγματος σχετικά με μεμονωμένο πελάτη ή ομάδα συνδεδεμένων πελατών δεν υπερβαίνει:

α)

το 500 % των ιδίων κεφαλαίων της επιχείρησης επενδύσεων, σε περίπτωση παρέλευσης 10 το πολύ ημερών από την πραγματοποίηση της υπέρβασης,

β)

συνολικά, το 600 % των ιδίων κεφαλαίων της επιχείρησης επενδύσεων, για κάθε υπέρβαση που διαρκεί περισσότερο από 10 ημέρες.

Άρθρο 38

Υποχρέωση γνωστοποίησης

1.   Σε περίπτωση υπέρβασης των ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 37, μια επιχείρηση επενδύσεων γνωστοποιεί αμελλητί στις αρμόδιες αρχές το ποσό της υπέρβασης, το όνομα του εκάστοτε μεμονωμένου πελάτη και, κατά περίπτωση, το όνομα της εκάστοτε ομάδας συνδεδεμένων πελατών.

2.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να χορηγούν στην επιχείρηση επενδύσεων περιορισμένο χρονικό διάστημα για τη συμμόρφωσή της με το όριο που προβλέπεται στο άρθρο 37.

Άρθρο 39

Υπολογισμός του παράγοντα K-CON

1.   Η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων του παράγοντα Κ-CON ισούται με το συνολικό ποσό της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που υπολογίζεται για κάθε πελάτη ή ομάδα συνδεδεμένων πελατών ως η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων της κατάλληλης σειράς της στήλης 1 του πίνακα 6 η οποία αντιστοιχεί σε μέρος της συνολικής μεμονωμένης υπέρβασης, πολλαπλασιαζόμενης επί:

α)

200 %, εάν η υπέρβαση δεν έχει διαρκέσει περισσότερο από 10 ημέρες,

β)

τον αντίστοιχο συντελεστή της στήλης 2 του πίνακα 6, μετά την παρέλευση της περιόδου των 10 ημερών, η οποία υπολογίζεται από την ημερομηνία πραγματοποίησης της υπέρβασης, καταλογίζοντας κάθε ποσοστό της υπέρβασης στην κατάλληλη σειρά της στήλης 1 του πίνακα 6.

2.   Η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την υπέρβαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Image 4

όπου:

OFRE = απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την υπέρβαση,

OFR = απαίτηση ιδίων κεφαλαίων των ανοιγμάτων έναντι μεμονωμένου πελάτη ή ομάδων συνδεδεμένων πελατών, που υπολογίζεται αθροίζοντας τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων των ανοιγμάτων έναντι των μεμονωμένων πελατών εντός της ομάδας, τα οποία αντιμετωπίζονται ως ενιαίο άνοιγμα,

EV = αξία ανοίγματος υπολογιζόμενη σύμφωνα με τη μέθοδο που προσδιορίζεται στο άρθρο 36,

EVE = υπέρβαση της αξίας ανοίγματος υπολογιζόμενη σύμφωνα με τη μέθοδο που προσδιορίζεται στο άρθρο 37 παράγραφος 2.

Για τον υπολογισμό του παράγοντα K-CON, οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων των ανοιγμάτων που προκύπτουν από τη θετική αξία κατά την οποία οι θετικές θέσεις μιας επιχείρησης επενδύσεων υπερβαίνουν τις αρνητικές θέσεις της σε όλα τα χρηματοοικονομικά μέσα του χαρτοφυλακίου συναλλαγών που εκδίδονται από τον εν λόγω πελάτη, όπου η καθαρή θέση κάθε μέσου υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 22 στοιχεία α), β) και γ), περιλαμβάνουν μόνο απαιτήσεις ειδικού κινδύνου.

Μια επιχείρηση επενδύσεων η οποία, για τους σκοπούς της απαίτησης του παράγοντα Κ RtM, υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών σύμφωνα με την προσέγγιση που ορίζεται στο άρθρο 23 υπολογίζει την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων του ανοίγματος για τους σκοπούς του κινδύνου συγκέντρωσης των εν λόγω θέσεων σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 22 στοιχείο α).

Πίνακας 6

Στήλη 1:

Υπέρβαση της αξίας ανοίγματος ως ποσοστό ιδίων κεφαλαίων

Στήλη 2:

Συντελεστές

Τμήμα έως 40 %

200 %

Από 40 % έως 60 %

300 %

Από 60 % έως 80 %

400 %

Από 80 % έως 100 %

500 %

Από 100 % έως 250 %

600 %

Τμήμα άνω του 250 %

900 %

Άρθρο 40

Διαδικασίες που αποτρέπουν την αποφυγή της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων του παράγοντα K-CON από τις επιχειρήσεις επενδύσεων

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν μεταφέρουν προσωρινά τα ανοίγματα που υπερβαίνουν το όριο του άρθρου 37 παράγραφος 1 σε άλλη εταιρεία, είτε ανήκουσα στον ίδιο όμιλο είτε όχι, ούτε πραγματοποιούν εικονικές συναλλαγές ώστε να καλύψουν τα εν λόγω ανοίγματα κατά την περίοδο των 10 ημερών που προβλέπεται στο άρθρο 39 και να δημιουργήσουν νέα ανοίγματα.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διατηρούν συστήματα με τα οποία διασφαλίζεται η άμεση ενημέρωση των αρμόδιων αρχών για οποιαδήποτε μεταφορά όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 41

Εξαιρέσεις

1.   Τα παρακάτω ανοίγματα εξαιρούνται από τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 37:

α)

ανοίγματα που αφαιρούνται εξ ολοκλήρου από τα ίδια κεφάλαια μιας επιχείρησης επενδύσεων,

β)

ανοίγματα που έχουν προκύψει κατά τη συνήθη διαδικασία διακανονισμού υπηρεσιών πληρωμών, συναλλαγών σε ξένο νόμισμα, συναλλαγών σε τίτλους και παροχής υπηρεσιών μεταβίβασης χρημάτων,

γ)

ανοίγματα που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι:

i)

κεντρικών κυβερνήσεων, κεντρικών τραπεζών, οντοτήτων του δημόσιου τομέα, διεθνών οργανισμών ή πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης και ανοίγματα έναντι ή καλυπτόμενα από την εγγύηση αυτών των οντοτήτων, εφόσον τα εν λόγω ανοίγματα λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 0 % σύμφωνα με τα άρθρα 114 έως 118 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

ii)

των περιφερειακών κυβερνήσεων και των τοπικών αρχών των κρατών που είναι μέλη του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου,

iii)

κεντρικών αντισυμβαλλομένων και εισφορών στο κεφάλαιο εκκαθάρισης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων.

2.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να εξαιρούν, εν όλω ή εν μέρει, από την εφαρμογή του άρθρου 37, τα ακόλουθα ανοίγματα:

α)

καλυμμένα ομόλογα,

β)

ανοίγματα που αναλαμβάνει η επιχείρηση επενδύσεων έναντι της μητρικής της επιχείρησης, των άλλων θυγατρικών της μητρικής επιχείρησης ή των δικών της θυγατρικών, εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές εποπτεύονται σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με το άρθρο 7 του παρόντος κανονισμού ή τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εποπτεύονται όσον αφορά τη συμμόρφωση με τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου, σύμφωνα με το άρθρο 8 του παρόντος κανονισμού, ή εποπτεύονται σύμφωνα με ισοδύναμα πρότυπα που ισχύουν σε τρίτη χώρα και εφόσον ισχύουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταφορά κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων από τη μητρική επιχείρηση και

ii)

οι διαδικασίες της μητρικής επιχείρησης όσον αφορά την αξιολόγηση, τη μέτρηση και τον έλεγχο των κινδύνων περιλαμβάνουν την οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Άρθρο 42

Εξαίρεση για διαπραγματευτές βασικών εμπορευμάτων και δικαιωμάτων εκπομπής

1.   Οι διατάξεις του παρόντος μέρους δεν εφαρμόζονται σε διαπραγματευτές βασικών εμπορευμάτων και δικαιωμάτων εκπομπής όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο άλλος αντισυμβαλλόμενος είναι μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος,

β)

αμφότεροι οι αντισυμβαλλόμενοι υπόκεινται σε διαδικασίες ενδεδειγμένης κεντρικής αξιολόγησης κινδύνων, μέτρησης και ελέγχου,

γ)

η συναλλαγή μπορεί να θεωρηθεί ότι μειώνει τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης του μη χρηματοοικονομικού αντισυμβαλλομένου ή του εν λόγω ομίλου.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων ενημερώνουν την αρμόδια αρχή προτού κάνουν χρήση της απαλλαγής που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ

ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ

Άρθρο 43

Απαίτηση ρευστότητας

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διατηρούν ρευστά στοιχεία ενεργητικού το ποσό των οποίων αντιστοιχεί τουλάχιστον στο ένα τρίτο των απαιτήσεων παγίων εξόδων που υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαλλάσσουν τις επιχειρήσεις επενδύσεων που πληρούν τις προϋποθέσεις να χαρακτηριστούν ως μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων που ορίζονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 από την εφαρμογή του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου και ενημερώνουν δεόντως την ΕΑΤ.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, ως ρευστά στοιχεία ενεργητικού νοούνται οποιαδήποτε από τα ακόλουθα, χωρίς περιορισμούς ως προς τη σύνθεσή τους:

α)

τα στοιχεία ενεργητικού που αναφέρονται στα άρθρα 10 έως 13 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/61, υπό τους ίδιους όρους σχετικά με τα κριτήρια επιλεξιμότητας και τα ίδια εφαρμοστέα ποσοστά περικοπής με εκείνα που προβλέπονται στα εν λόγω άρθρα,

β)

τα στοιχεία ενεργητικού που αναφέρονται στο άρθρο 15 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/61, μέχρι το απόλυτο ποσό των 50 εκατομμυρίων EUR ή το αντίστοιχο ποσό σε εγχώριο νόμισμα, υπό τους ίδιους όρους σχετικά με τα κριτήρια επιλεξιμότητας, με εξαίρεση το κατώτατο όριο των 500 εκατομμυρίων EUR που αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού και τα ίδια εφαρμοστέα ποσοστά περικοπής με εκείνα που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο,

γ)

χρηματοοικονομικά μέσα που δεν καλύπτονται από τα στοιχεία α) και β) του παρόντος εδαφίου και αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης για τα οποία υπάρχει ρευστή αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και στα άρθρα 1 έως 5 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/567 της Επιτροπής (26), με την επιφύλαξη περικοπής 55 %,

δ)

οι μη βεβαρημένες βραχυπρόθεσμες καταθέσεις σε πιστωτικό ίδρυμα.

2.   Μετρητά, βραχυπρόθεσμες καταθέσεις και χρηματοοικονομικά μέσα που ανήκουν σε πελάτες, ακόμη και αν τηρούνται στο όνομα της επιχείρησης επενδύσεων, δεν λογίζονται ως ρευστά στοιχεία ενεργητικού για τους σκοπούς της παραγράφου 1.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που πληρούν τις προϋποθέσεις να χαρακτηριστούν ως μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων που καθορίζονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις να χαρακτηριστούν ως μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων που καθορίζονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού αλλά δεν ασκούν καμία από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημεία 3) και 6) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ μπορούν επίσης να περιλαμβάνουν στα ρευστά στοιχεία ενεργητικού της απαιτήσεις από εμπορικούς οφειλέτες, καθώς και αμοιβές ή προμήθειες που είναι εισπρακτέες εντός 30 ημερών, εφόσον τα εισπρακτέα αυτά ποσά συμμορφώνονται με τους ακόλουθους όρους:

α)

αντιστοιχούν το πολύ στο ένα τρίτο κατ’ ανώτατο όριο των ελάχιστων απαιτήσεων ρευστότητας που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου,

β)

δεν συνυπολογίζονται σε τυχόν πρόσθετες απαιτήσεις ρευστότητας που επιβάλλονται από την αρμόδια αρχή για ειδικούς ανά επιχείρηση κινδύνους σύμφωνα με το άρθρο 39 παράγραφος 2 στοιχείο ια) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034,

γ)

υπόκεινται σε περικοπή της τάξης του 50 %.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 δεύτερο εδάφιο, η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές που προσδιορίζουν περαιτέρω τα κριτήρια τα οποία οι αρμόδιες αρχές μπορούν να λαμβάνουν υπόψη όταν απαλλάσσουν τις επιχειρήσεις επενδύσεων που πληρούν τις προϋποθέσεις να χαρακτηριστούν ως μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων που καθορίζονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 από την απαίτηση ρευστότητας.

Άρθρο 44

Προσωρινή μείωση της απαίτησης ρευστότητας

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν, σε εξαιρετικές περιστάσεις και μετά από έγκριση της αρμόδιας αρχής, να μειώσουν το ποσό των τηρούμενων ρευστών στοιχείων ενεργητικού.

2.   Η συμμόρφωση με την απαίτηση ρευστότητας που προβλέπεται στο άρθρο 43 παράγραφος 1 αποκαθίσταται εντός 30 ημερών από την αρχική μείωση.

Άρθρο 45

Εγγυήσεις προς τους πελάτες

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων αυξάνουν τα ρευστά στοιχεία ενεργητικού τους κατά 1,6 % του συνολικού ποσού των εγγυήσεων που παρέχονται σε πελάτες.

ΕΚΤΟ ΜΕΡΟΣ

ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ

Άρθρο 46

Πεδίο εφαρμογής

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις να χαρακτηριστούν ως μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων που καθορίζονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 δημοσιοποιούν τις πληροφορίες που προσδιορίζονται στο παρόν μέρος την ίδια ημερομηνία κατά την οποία δημοσιεύουν τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις του.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που πληρούν τις προϋποθέσεις να χαρακτηριστούν ως μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων που καθορίζονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 και εκδίδουν πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 δημοσιοποιούν τις πληροφορίες που ορίζονται στα άρθρα 47, 49 και 50 την ίδια ημερομηνία κατά την οποία δημοσιεύουν τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις τους.

3.   Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων δεν πληροί πλέον όλες τις προϋποθέσεις να χαρακτηριστεί ως μικρή και μη διασυνδεδεμένη επιχείρηση επενδύσεων που καθορίζονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1, δημοσιοποιεί τις πληροφορίες που ορίζονται στο παρόν μέρος από το οικονομικό έτος που έπεται του οικονομικού έτους κατά το οποίο παύει να πληροί τις εν λόγω προϋποθέσεις.

4.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν να προσδιορίζουν το κατάλληλο μέσο και τον τόπο για την αποτελεσματική συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις δημοσιοποίησης που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2. Στο μέτρο του δυνατού, όλες οι δημοσιοποιήσεις πραγματοποιούνται με τα ίδια μέσα ή στον ίδιο τόπο. Εάν η ίδια ή παρόμοια πληροφορία δημοσιοποιείται σε δύο ή περισσότερα μέσα, σε καθένα από τα μέσα αυτά περιλαμβάνεται αναφορά στην αντίστοιχη πληροφορία που δημοσιοποιείται στο άλλο μέσο.

Άρθρο 47

Στόχοι και πολιτικές διαχείρισης κινδύνων

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δημοσιοποιούν τους στόχους και τις πολιτικές τους για τη διαχείριση κινδύνων για κάθε χωριστή κατηγορία κινδύνου που αναφέρεται στο τρίτο, τέταρτο και πέμπτο μέρος σύμφωνα με το άρθρο 46, συμπεριλαμβανομένης περίληψης των στρατηγικών και διαδικασιών διαχείρισης των κινδύνων αυτών και συνοπτικής δήλωσης κινδύνου εγκεκριμένης από το διοικητικό όργανο της επιχείρησης επενδύσεων, στην οποία περιγράφεται με συντομία το συνολικό προφίλ κινδύνου της επιχείρησης επενδύσεων που σχετίζεται με την επιχειρηματική στρατηγική.

Άρθρο 48

Διακυβέρνηση

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τις ρυθμίσεις εσωτερικής διακυβέρνησης, σύμφωνα με το άρθρο 46:

α)

τον αριθμό των θέσεων στο ΔΣ που κατέχουν τα μέλη του διοικητικού οργάνου,

β)

την πολιτική πολυμορφίας όσον αφορά την επιλογή των μελών του διοικητικού οργάνου, τους γενικούς και τους ειδικούς στόχους της εν λόγω πολιτικής τους και τον βαθμό στον οποίο έχουν επιτευχθεί οι εν λόγω γενικοί και ειδικοί στόχοι,

γ)

εάν η επιχείρηση επενδύσεων έχει συστήσει χωριστή επιτροπή κινδύνου και πόσες φορές έχει συγκληθεί σε ετήσια βάση η εν λόγω επιτροπή.

Άρθρο 49

Ίδια κεφάλαια

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τα ίδια κεφάλαιά τους, σύμφωνα με το άρθρο 46:

α)

την πλήρη συμφωνία των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, των πρόσθετων στοιχείων της κατηγορίας 1, των στοιχείων της κατηγορίας 2 και των προσαρμογών και αφαιρέσεων που εφαρμόζονται στα ίδια κεφάλαια της επιχείρησης επενδύσεων και στα στοιχεία του ισολογισμού στις ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις της επιχείρησης επενδύσεων,

β)

περιγραφή των κύριων χαρακτηριστικών των μέσων που συνυπολογίζονται στις κοινές μετοχές της κατηγορίας 1 και στα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και στα μέσα της κατηγορίας 2 που εκδίδονται από την επιχείρηση επενδύσεων,

γ)

περιγραφή όλων των περιορισμών που εφαρμόζονται στον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και των μέσων και των αφαιρέσεων στα οποία εφαρμόζονται οι εν λόγω περιορισμοί.

2.   Η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει υποδείγματα δημοσιοποίησης δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχεία α), β) και γ).

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 26 Ιουνίου 2021.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 50

Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωσή τους με τις απαιτήσεις του άρθρου 11 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού και του άρθρου 24 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034, σύμφωνα με το άρθρο 46 του παρόντος κανονισμού:

α)

περίληψη της μεθόδου που εφαρμόζει η επιχείρηση επενδύσεων για την εκτίμηση της επάρκειας του εσωτερικού της κεφαλαίου για τη στήριξη των τρεχουσών και των μελλοντικών δραστηριοτήτων της,

β)

κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής, το αποτέλεσμα της διαδικασίας της επιχείρησης επενδύσεων για την εκτίμηση της επάρκειας του εσωτερικού της κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένης της σύνθεσης των πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων βάσει της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου όπως αναφέρεται στο άρθρο 39 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034,

γ)

τις απαιτήσεις του παράγοντα Κ που υπολογίζονται, σύμφωνα με το άρθρο 15 του παρόντος κανονισμού, σε συγκεντρωτική μορφή για RtM, RtF, και RtC, με βάση το άθροισμα των εφαρμοστέων παραγόντων Κ, και

δ)

την απαίτηση πάγιων εξόδων που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 13 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 51

Πολιτική και πρακτικές αποδοχών

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με την οικεία πολιτική και πρακτικές αποδοχών, συμπεριλαμβανομένων των πτυχών που σχετίζονται με την ουδετερότητα ως προς το φύλο και τη μισθολογική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων, για τις κατηγορίες εκείνες των μελών του προσωπικού των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη επίπτωση στο προφίλ κινδύνου της επιχείρησης επενδύσεων, σύμφωνα με το άρθρο 46:

α)

τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά σχεδιασμού του συστήματος αποδοχών, συμπεριλαμβανομένου του επιπέδου των μεταβλητών αποδοχών και των κριτηρίων χορήγησης μεταβλητών αποδοχών, της πολιτικής πληρωμής σε χρηματοπιστωτικά μέσα, της πολιτικής περί αναβολής και των κριτηρίων κατοχύρωσης των αποδοχών,

β)

τις αναλογίες μεταξύ σταθερών και μεταβλητών αποδοχών που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 2 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034,

γ)

συνολικές ποσοτικές πληροφορίες σχετικά με τις αποδοχές, με ανάλυση ανά ανώτερα διοικητικά στελέχη και ανά μέλη του προσωπικού των οποίων οι ενέργειες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου της επιχείρησης επενδύσεων, στις οποίες περιλαμβάνονται τα ακόλουθα:

i)

τα ποσά αποδοχών που καταβάλλονται εντός του οικονομικού έτους, με διάκριση σε σταθερές αποδοχές, συμπεριλαμβανομένης περιγραφής των σταθερών συνιστωσών, και μεταβλητές αποδοχές, καθώς και τον αριθμό των δικαιούχων,

ii)

τα ποσά και οι μορφές των καταβαλλόμενων μεταβλητών αποδοχών, με διάκριση σε μετρητά, μετοχές, χρηματοπιστωτικά μέσα συνδεδεμένα με μετοχές και άλλες κατηγορίες, χωριστά για το προκαταβαλλόμενο και το αναβαλλόμενο μέρος,

iii)

τα ποσά των αναβαλλόμενων αποδοχών που αποδίδονται για προηγούμενες περιόδους επιδόσεων, με διάκριση στο ποσό που κατοχυρώνεται εντός του οικονομικού έτους και στο ποσό που κατοχυρώνεται σε επόμενα έτη,

iv)

το ποσό των αναβαλλόμενων αποδοχών που κατοχυρώνεται εντός του οικονομικού έτους και καταβάλλεται κατά το οικονομικό έτος και το οποίο μειώνεται μέσω αναπροσαρμογών με βάση την επίδοση,

v)

τις εγγυημένες μεταβλητές αποδοχές που αποδόθηκαν κατά το οικονομικό έτος και τον αριθμό των δικαιούχων,

vi)

τα ποσά των αποζημιώσεων λόγω αποχώρησης που αποδόθηκαν σε προηγούμενες περιόδους και τα οποία καταβλήθηκαν εντός του οικονομικού έτους,

vii)

τα ποσά των αποζημιώσεων λόγω αποχώρησης που αποδόθηκαν κατά το οικονομικό έτος, με διάκριση σε προκαταβληθέντα και αναβληθέντα, τον αριθμό των δικαιούχων των πληρωμών αυτών και το υψηλότερο ποσό που καταβλήθηκε σε ένα μεμονωμένο πρόσωπο,

δ)

πληροφορίες σχετικά με το εάν η επιχείρηση επενδύσεων επωφελείται από παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 32 παράγραφος 4 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο δ), οι επιχειρήσεις επενδύσεων που επωφελούνται από τέτοια παρέκκλιση αναφέρουν εάν η παρέκκλιση έχει χορηγηθεί με βάση το στοιχείο α) ή το στοιχείο β) του άρθρου 32 παράγραφος 4 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034 ή με βάση και τα δύο στοιχεία. Αναφέρουν επίσης για ποια από τις αρχές αποδοχών εφαρμόζουν την παρέκκλιση ή τις παρεκκλίσεις, τον αριθμό των μελών του προσωπικού που επωφελούνται από την παρέκκλιση ή τις παρεκκλίσεις και τις συνολικές αποδοχές τους, με διάκριση σε σταθερές και μεταβλητές αποδοχές.

Το παρόν άρθρο ισχύει με την επιφύλαξη των διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το Συμβουλίου (27).

Άρθρο 52

Πολιτική επενδύσεων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν πληρούν τα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 32 παράγραφος 4 στοιχείο α) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034 δημοσιοποιούν σύμφωνα με το άρθρο 46 του παρόντος κανονισμού τα ακόλουθα:

α)

το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με τις μετοχές που κατέχει άμεσα ή έμμεσα η επιχείρηση επενδύσεων, κατανεμημένο ανά κράτος μέλος και ανά τομέα,

β)

πλήρη περιγραφή της συμπεριφοράς ως προς την ψηφοφορία στις γενικές συνελεύσεις εταιρειών, των οποίων οι μετοχές κατέχονται σύμφωνα με την παράγραφο 2, την αιτιολόγηση ψήφου και την αναλογία προτάσεων που υποβάλλονται από το διοικητικό ή το διαχειριστικό όργανο της εταιρείας τις οποίες έχει εγκρίνει η επιχείρηση επενδύσεων και

γ)

την αιτιολόγηση της προσφυγής σε πληρεξούσιους συμβούλους,

δ)

τις οδηγίες ψηφοφορίας όσον αφορά τις εταιρείες των οποίων οι μετοχές κατέχονται σύμφωνα με την παράγραφο 2.

Η απαίτηση δημοσιοποίησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο β) δεν ισχύει εάν οι συμβατικές ρυθμίσεις όλων των μετόχων που εκπροσωπούνται από την επιχείρηση επενδύσεων στη γενική συνέλευση των μετόχων δεν εξουσιοδοτούν την επιχείρηση επενδύσεων να ψηφίσει για λογαριασμό τους, εκτός εάν οι μέτοχοι δώσουν ρητές εντολές ψήφου αφότου λάβουν την ημερήσια διάταξη της συνέλευσης.

2.   Η επιχείρηση επενδύσεων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 συμμορφώνεται με την εν λόγω παράγραφο μόνο όσον αφορά κάθε εταιρεία της οποίας οι μετοχές έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και μόνο όσον αφορά τις μετοχές με τις οποίες συνδέονται δικαιώματα ψήφου, όταν το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει άμεσα ή έμμεσα η επιχείρηση επενδύσεων υπερβαίνει το κατώτατο όριο του 5 % όλων των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με τις μετοχές που εκδίδονται από την εταιρεία. Τα δικαιώματα ψήφου υπολογίζονται με βάση το σύνολο των μετοχών με τις οποίες συνδέονται δικαιώματα ψήφου, έστω και αν η άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων ψήφου έχει ανασταλεί.

3.   Η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει υποδείγματα δημοσιοποίησης δυνάμει της παραγράφου 1.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 26 Ιουνίου 2021.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 53

Περιβαλλοντικοί, κοινωνικοί και σχετικοί με τη διακυβέρνηση κίνδυνοι

Μετά από τις 26 Δεκεμβρίου 2022, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν πληρούν τα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 32 παράγραφος 4 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034 δημοσιοποιούν πληροφορίες σχετικά με περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και σχετικούς με τη διακυβέρνηση κινδύνους, συμπεριλαμβανομένων των φυσικών κινδύνων και των κινδύνων μετάβασης, όπως ορίζονται στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 35 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034.

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο γνωστοποιούνται μια φορά το πρώτο έτος της γνωστοποίησης και ανά διετία στη συνέχεια.

ΕΒΔΟΜΟ ΜΕΡΟΣ

ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΝΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ

Άρθρο 54

Απαιτήσεις υποβολής αναφορών

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων υποβάλλουν τριμηνιαία αναφορά στις αρμόδιες αρχές στις οποίες περιλαμβάνονται όλες οι ακόλουθες πληροφορίες:

α)

ύψος και σύνθεση ιδίων κεφαλαίων,

β)

απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων,

γ)

υπολογισμοί απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων,

δ)

επίπεδο δραστηριότητας σχετικά με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1, συμπεριλαμβανομένου του ισολογισμού και ανάλυσης των εσόδων ανά επενδυτική υπηρεσία και εφαρμοστέο παράγοντα Κ,

ε)

κίνδυνος συγκέντρωσης,

στ)

απαιτήσεις ρευστότητας.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που πληρούν τις προϋποθέσεις να χαρακτηριστούν ως μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων που καθορίζονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 υποβάλλουν τέτοιες αναφορές σε ετήσια βάση.

2.   Οι πληροφορίες που προσδιορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε) περιλαμβάνουν τα ακόλουθα επίπεδα κινδύνου και αναφέρονται στις αρμόδιες αρχές τουλάχιστον σε ετήσια βάση:

α)

το επίπεδο κινδύνου συγκέντρωσης που συνδέεται με την αθέτηση αντισυμβαλλομένων και με θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, τόσο σε επίπεδο μεμονωμένου αντισυμβαλλομένου όσο και σε συγκεντρωτική βάση,

β)

το επίπεδο κινδύνου συγκέντρωσης σε σχέση με τα πιστωτικά ιδρύματα, τις επιχειρήσεις επενδύσεων και άλλες οντότητες όπου κρατούνται χρήματα πελατών,

γ)

το επίπεδο κινδύνου συγκέντρωσης σε σχέση με τα πιστωτικά ιδρύματα, τις επιχειρήσεις επενδύσεων και άλλες οντότητες όπου είναι κατατεθειμένοι τίτλοι πελατών,

δ)

το επίπεδο κινδύνου συγκέντρωσης σε σχέση με τα πιστωτικά ιδρύματα όπου είναι κατατεθειμένα τα μετρητά της επιχείρησης επενδύσεων,

ε)

το επίπεδο κινδύνου συγκέντρωσης από κέρδη,

στ)

το επίπεδο κινδύνου συγκέντρωσης όπως περιγράφεται στα στοιχεία α) έως ε), το οποίο υπολογίζεται με συνεκτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και των εκτός ισολογισμού στοιχείων που δεν έχουν καταχωριστεί στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, επιπλέον των ανοιγμάτων που προκύπτουν από θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, οι όροι «πιστωτικό ίδρυμα» και «επιχείρηση επενδύσεων» περιλαμβάνουν ιδιωτικές ή δημόσιες επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων των εν λόγω επιχειρήσεων, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις, εάν ήταν εγκατεστημένες στην Ένωση, θα αποτελούσαν πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων όπως ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα η οποία εφαρμόζει προληπτικές εποπτικές και κανονιστικές απαιτήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που εφαρμόζονται στην Ένωση.

Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, μια επιχείρηση επενδύσεων που πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως μικρή και μη διασυνδεδεμένη επιχείρηση επενδύσεων που καθορίζονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 δεν απαιτείται να υποβάλλει τις πληροφορίες που προβλέπονται στο στοιχείο ε) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και, εφόσον έχει χορηγηθεί εξαίρεση βάσει του άρθρου 43 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, στο στοιχείο στ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

3.   Για τους σκοπούς των απαιτήσεων υποβολής αναφορών που ορίζονται στο παρόν άρθρο, η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει:

α)

τους μορφότυπους,

β)

τις ημερομηνίες αναφοράς και τους ορισμούς και συναφείς οδηγίες που περιγράφουν τον τρόπο χρήσης των εν λόγω μορφότυπων.

Τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο είναι συνοπτικά, αναλογικά προς τη φύση, το πεδίο και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων επενδύσεων, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές στον βαθμό λεπτομέρειας των πληροφοριών που υποβάλλονται από μια επιχείρηση επενδύσεων που πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως μικρή και μη διασυνδεδεμένη επιχείρηση επενδύσεων που καθορίζονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1.

Η ΕΑΤ εκπονεί τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο έως τις 26 Δεκεμβρίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 55

Απαιτήσεις υποβολής αναφορών για ορισμένες επιχειρήσεις επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων για τους σκοπούς των ορίων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού και στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Επιχειρήσεις επενδύσεων που ασκούν οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημεία 3) και 6) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ επαληθεύουν την αξία του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού τους σε μηνιαία βάση και υποβάλλουν ανά τρίμηνο τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή, εάν η συνολική αξία των ενοποιημένων στοιχείων ενεργητικού της επιχείρησης επενδύσεων είναι ίση με 5 δισεκατομμύρια EUR ή τα υπερβαίνει, υπολογιζόμενη ως μέσος όρος των 12 προηγούμενων μηνών. Η αρμόδια αρχή ενημερώνει σχετικά την ΕΑΤ.

2.   Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 αποτελεί μέρος ομίλου στον οποίο μία ή περισσότερες άλλες επιχειρήσεις είναι επιχειρήσεις επενδύσεων που ασκούν οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημεία 3) και 6) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, όλες οι εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων στον όμιλο επαληθεύουν την αξία του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού τους σε μηνιαία βάση, εάν η συνολική αξία των ενοποιημένων στοιχείων ενεργητικού του ομίλου είναι ίση με 5 δισεκατομμύρια EUR ή τα υπερβαίνει, υπολογιζόμενη ως μέσος όρος των 12 προηγούμενων μηνών. Οι εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων αλληλοενημερώνονται σε μηνιαία βάση για το σύνολο των στοιχείων ενεργητικού τους και υποβάλλουν αναφορά σχετικά με το ενοποιημένο σύνολο των στοιχείων ενεργητικού τους στις σχετικές αρμόδιες αρχές ανά τρίμηνο. Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν σχετικά την ΕΑΤ.

3.   Όταν ο μέσος όρος, υπολογιζόμενος ως μέσος όρος των 12 προηγούμενων μηνών, των μηνιαίων συνολικών στοιχείων ενεργητικού των επιχειρήσεων επενδύσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ανέλθει σε οποιοδήποτε από τα όρια που καθορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού ή στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η ΕΑΤ ενημερώνει σχετικά τις εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων και τις αρμόδιες αρχές, μεταξύ άλλων τις αρχές που είναι αρμόδιες για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 8α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

4.   Όταν ένας έλεγχος δυνάμει του άρθρου 36 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034 δείχνει ότι μια επιχείρηση επενδύσεων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ενδέχεται να εγκυμονεί συστημικό κίνδυνο, όπως αναφέρεται στο άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση την ΕΑΤ σχετικά με τα αποτελέσματα του εν λόγω ελέγχου.

5.   Η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον περαιτέρω προσδιορισμό της υποχρέωσης παροχής πληροφοριών στις σχετικές αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, προκειμένου να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική παρακολούθηση των ορίων που καθορίζονται στο άρθρο 8α παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 26 Δεκεμβρίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

ΟΓΔΟΟ ΜΕΡΟΣ

ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΠΡΑΞΕΙΣ

Άρθρο 56

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 4 παράγραφος 2 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 25 Δεκεμβρίου 2019.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 2 τίθεται σε ισχύ μόνο εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

ΕΝΑΤΟ ΜΕΡΟΣ

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ, ΕΚΘΕΣΕΙΣ, ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

ΤΙΤΛΟΣ Ι

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 57

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Τα άρθρα 43 έως 51 εφαρμόζονται στους διαπραγματευτές βασικών εμπορευμάτων και δικαιωμάτων εκπομπής από τις 26 Ιουνίου 2026.

2.   Έως τις 26 Ιουνίου 2026 ή την ημερομηνία εφαρμογής σε πιστωτικά ιδρύματα της εναλλακτικής τυποποιημένης προσέγγισης που προβλέπεται στο τρίτο μέρος τίτλος IV κεφάλαιο 1α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της εναλλακτικής προσέγγισης εσωτερικού υποδείγματος που προβλέπεται στο τρίτο μέρος τίτλος IV κεφάλαιο 1β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ανάλογα με το ποια ημερομηνία είναι μεταγενέστερη, μια επιχείρηση επενδύσεων εφαρμόζει τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο τρίτο μέρος τίτλος IV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/630, για τον υπολογισμό του K-NPR.

3.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ), οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν να εφαρμόσουν χαμηλότερες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουνίου 2021, ίσες με:

α)

το διπλάσιο της σχετικής απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που θα ίσχυε, σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος Ι κεφάλαιο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, με την επιφύλαξη του άρθρου 93 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού, με αναφορά σε επίπεδα αρχικού κεφαλαίου που καθορίζονται με τον τίτλο IV της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2019/878, εάν η επιχείρηση επενδύσεων εξακολουθούσε να υπόκειται στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων του εν λόγω κανονισμού όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/630, ή

β)

το διπλάσιο της εφαρμοστέας απαίτησης πάγιων εξόδων που προβλέπεται στο άρθρο 13 του παρόντος κανονισμού, εφόσον η επιχείρηση επενδύσεων δεν υφίστατο την ή πριν από τις 26 Ιουνίου 2021.

4.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο β), οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν να εφαρμόσουν χαμηλότερες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουνίου 2021 ως εξής:

α)

οι επιχειρήσεις επενδύσεων που υπόκειντο μόνο σε απαίτηση αρχικού κεφαλαίου πριν από τις 26 Ιουνίου 2021 μπορούν να περιορίσουν τις οικείες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων στο διπλάσιο της εφαρμοστέας απαίτησης αρχικού κεφαλαίου που προβλέπεται στον τίτλο IV της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2019/878, με εξαίρεση το άρθρο 31 παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ) και το άρθρο 31 παράγραφος 2, αντίστοιχα, της εν λόγω οδηγίας,

β)

επιχειρήσεις επενδύσεων που υφίσταντο πριν από τις 26 Ιουνίου 2021 μπορούν να περιορίσουν τις μόνιμες ελάχιστες κεφαλαιακές τους απαιτήσεις σε εκείνες που προβλέπονται στο άρθρο 93 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/876, με αναφορά σε επίπεδα αρχικού κεφαλαίου που καθορίζονται με τον τίτλο IV της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2019/878, που θα εφαρμόζονταν εάν η επιχείρηση επενδύσεων εξακολουθούσε να υπόκεινται στον εν λόγω κανονισμό, με την επιφύλαξη ετήσιας αύξησης στο ποσό των εν λόγω απαιτήσεων τουλάχιστον 5 000 EUR κατά την πενταετή περίοδο,

γ)

επιχειρήσεις επενδύσεων που υφίσταντο πριν από τις 26 Ιουνίου 2021, που δεν είναι αδειοδοτημένες για να παρέχουν τις επικουρικές υπηρεσίες που αναφέρονται στο παράρτημα Ι τμήμα Β σημείο 1) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, που μόνο παρέχουν μία ή περισσότερες από τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημεία 1, 2, 4 και 5 της εν λόγω οδηγίας, που δεν επιτρέπεται να κρατούν χρήματα πελατών ή τίτλους που ανήκουν στους πελάτες τους και που επομένως δεν μπορούν σε καμία χρονική στιγμή να εμφανίζουν οφειλές έναντι των εν λόγω πελατών μπορούν να περιορίσουν τη μόνιμη ελάχιστη κεφαλαιακή τους απαίτηση σε 50 000 EUR τουλάχιστον, με την επιφύλαξη ετήσιας αύξησης τουλάχιστον 5 000 EUR κατά την πενταετή περίοδο.

5.   Οι παρεκκλίσεις της παραγράφου 4 παύουν να ισχύουν όταν η άδεια της επιχείρησης επενδύσεων παρατείνεται την ή μετά τις 26 Ιουνίου 2021, ώστε να απαιτείται μεγαλύτερο αρχικό κεφάλαιο σύμφωνα με το άρθρο 9 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034.

6.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 11, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που υφίσταντο πριν από τις 25 Δεκεμβρίου 2019 και οι οποίες διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό σε αγορές χρηματοπιστωτικών συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης (financial futures) ή δικαιωμάτων προαίρεσης ή άλλων παράγωγων μέσων και σε αγορές μετρητών με αποκλειστικό σκοπό την αντιστάθμιση θέσεων σε αγορές παραγώγων είτε διενεργούν συναλλαγές για λογαριασμό άλλων μελών των εν λόγω αγορών και καλύπτονται από την εγγύηση εκκαθαριστικών μελών των ίδιων αγορών, όπου η ευθύνη για την εξασφάλιση της εκτέλεσης των συμβάσεων τέτοιων επιχειρήσεων επενδύσεων αναλαμβάνεται από εκκαθαριστικά μέλη των ίδιων αγορών, μπορούν να περιορίσουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων τους για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουνίου 2021 σε τουλάχιστον 250 000 EUR, με την επιφύλαξη ετήσιας αύξησης τουλάχιστον 100 000 EUR κατά την πενταετή περίοδο.

Ανεξάρτητα από το εάν μια επιχείρηση επενδύσεων που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο κάνει χρήση της παρέκκλισης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η παράγραφος 4 στοιχείο α) δεν ισχύει για μια τέτοια επιχείρηση επενδύσεων.

Άρθρο 58

Παρέκκλιση για επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

Επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες κατά την 25η Δεκεμβρίου 2019 πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και δεν έχουν λάβει ακόμη άδεια λειτουργίας ως πιστωτικά ιδρύματα σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ εξακολουθούν να υπόκεινται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ.

Άρθρο 59

Παρέκκλιση για επιχειρήσεις επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2

Μια επιχείρηση επενδύσεων η οποία κατά την 25η Δεκεμβρίου 2019 πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού εξακολουθεί να υπόκειται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ

ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΕΙΣ

Άρθρο 60

Ρήτρα επανεξέτασης

1.   Έως τις 26 Ιουνίου 2024, η Επιτροπή, έπειτα από διαβούλευση με την ΕΑΤ και την ΕΑΚΑΑ, προβαίνει σε επανεξέταση και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, συνοδευόμενη, κατά περίπτωση, από νομοθετική πρόταση, σχετικά με τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

τις προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό επιχειρήσεων επενδύσεων ως μικρών και μη διασυνδεδεμένων σύμφωνα με το άρθρο 12,

β)

τις μεθόδους για τη μέτρηση των παραγόντων Κ που προβλέπονται στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ, συμπεριλαμβανομένης της επενδυτικής συμβουλής σε ό,τι αφορά τα AUM, και στο άρθρο 39,

γ)

τους συντελεστές που αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφος 2,

δ)

τη μέθοδο που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του παράγοντα K-CMG, το επίπεδο απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που απορρέουν από τον παράγοντα K-CMG σε σύγκριση με τον παράγοντα K-NPR, καθώς και τη βαθμονόμηση του παράγοντα πολλαπλασιασμού όπως ορίζεται στο άρθρο 23,

ε)

τις διατάξεις που προβλέπονται στα άρθρα 43, 44 και 45 και ιδίως την επιλεξιμότητα για την απαίτηση ρευστότητας των ρευστών στοιχείων ενεργητικού στο άρθρο 43 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ),

στ)

τις διατάξεις που προβλέπονται στο τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 4 τμήμα 1,

ζ)

την εφαρμογή του τρίτου μέρους στους διαπραγματευτές βασικών εμπορευμάτων και δικαιωμάτων εκπομπής,

η)

την τροποποίηση του ορισμού του πιστωτικού ιδρύματος στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ως αποτέλεσμα του άρθρου 62 παράγραφος 3 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού και πιθανών ακούσιων αρνητικών συνεπειών,

θ)

τις διατάξεις των άρθρων 47 και 48 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και την ευθυγράμμισή τους με ένα συνεκτικό πλαίσιο για την ισοδυναμία στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες,

ι)

τα όρια που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1,

ια)

την εφαρμογή των προτύπων του τρίτου μέρους τίτλος IV κεφάλαια 1α και 1β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

ιβ)

τη μέθοδο για τη μέτρηση της αξίας ενός παραγώγου στο άρθρο 20 παράγραφος 2 στοιχείο β) και στο άρθρο 33 παράγραφος 2 στοιχείο β), καθώς και κατά πόσον είναι σκόπιμο να θεσπιστεί εναλλακτικός δείκτης μέτρησης και/ή βαθμονόμηση,

ιγ)

τις διατάξεις του δεύτερου μέρους, ιδίως σε ό,τι αφορά την άδεια για περαιτέρω μέσα ή κεφάλαια να είναι επιλέξιμα ως ίδια κεφάλαια σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 4 και τη δυνατότητα χορήγησης άδειας σε επιχειρήσεις επενδύσεων που πληρούν τις προϋποθέσεις να χαρακτηριστούν ως μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων που καθορίζονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1,

ιδ)

τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή εκ μέρους των επιχειρήσεων επενδύσεων των απαιτήσεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού,

ιε)

τη διάταξη του άρθρου 1 παράγραφος 5,

ιστ)

το κατά πόσον έχει σημασία η εφαρμογή των απαιτήσεων δημοσιοποίησης που ορίζονται στο άρθρο 52 του παρόντος κανονισμού σε άλλους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφοι 2 και 5 του παρόντος κανονισμού και των πιστωτικών ιδρυμάτων όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

2.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τις ανάγκες σε πόρους που προκύπτουν από την ανάληψη νέων εξουσιών και καθηκόντων από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 64 του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας της ΕΑΚΑΑ να επιβάλει τέλη εγγραφής σε επιχειρήσεις τρίτων χωρών που έχουν εγγραφεί από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, συνοδευόμενη, αν κριθεί σκόπιμο, από νομοθετική πρόταση.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΑΛΛΩΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ

Άρθρο 61

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010

Στο άρθρο 4 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«viii)

όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1) και την οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*2), οι αρμόδιες αρχές όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 5) της εν λόγω οδηγίας.

Άρθρο 62

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 τροποποιείται ως εξής:

1)

Ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012».

2)

Στο άρθρο 2, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5.   Όταν εφαρμόζουν τις διατάξεις του άρθρου 1 παράγραφοι 2 και 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*3) σχετικά με επιχειρήσεις επενδύσεων που αναφέρονται στις εν λόγω παραγράφους, οι αρμόδιες αρχές όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 5) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*4) αντιμετωπίζουν τις εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων σαν να πρόκειται για «ιδρύματα» βάσει του παρόντος κανονισμού.

(*3)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 575/2013, (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και (ΕΕ) αριθ. 806/2014 (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 1)."

(*4)  Οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με την προληπτική εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/87/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 64).»."

3)

Το άρθρο 4 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

το σημείο 1) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1)

ως «πιστωτικό ίδρυμα» νοείται η επιχείρηση της οποίας η δραστηριότητα συνίσταται σε οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

στην αποδοχή από το κοινό καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων και στη χορήγηση πιστώσεων για ίδιο λογαριασμό,

β)

στην άσκηση οποιασδήποτε από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα I τμήμα Α σημεία 3) και 6) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*5), εφόσον ισχύει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα, αλλά η επιχείρηση δεν είναι διαπραγματευτής βασικών εμπορευμάτων και δικαιωμάτων εκπομπής, οργανισμός συλλογικών επενδύσεων ή ασφαλιστική επιχείρηση:

i)

η συνολική αξία των ενοποιημένων στοιχείων ενεργητικού της επιχείρησης είναι ίση με 30 δισεκατομμύρια EUR ή τα υπερβαίνει,

ii)

η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού της επιχείρησης είναι χαμηλότερη από 30 δισεκατομμύρια EUR και η επιχείρηση αποτελεί μέρος ομίλου στον οποίο η συνολική αξία των ενοποιημένων στοιχείων ενεργητικού όλων των επιχειρήσεων εντός του εν λόγω ομίλου, οι οποίες μεμονωμένα διαθέτουν στοιχεία ενεργητικού συνολικής αξίας κάτω των 30 δισεκατομμυρίων EUR και οι οποίες ασκούν οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα I τμήμα Α σημεία 3) και 6) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, είναι ίση με ποσό των 30 δισεκατομμυρίων EUR ή το υπερβαίνει, ή

iii)

η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού της επιχείρησης είναι χαμηλότερη από 30 δισεκατομμύρια EUR και η επιχείρηση αποτελεί μέρος ομίλου στον οποίο η συνολική αξία των ενοποιημένων στοιχείων ενεργητικού όλων των επιχειρήσεων εντός του ομίλου, οι οποίες ασκούν οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα I τμήμα Α σημεία 3) και 6) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ είναι ίση με ποσό των 30 δισεκατομμυρίων EUR ή το υπερβαίνει, όταν η αρχή ενοποιημένης εποπτείας σε διαβούλευση με το σώμα εποπτών το αποφασίσει προκειμένου να αντιμετωπίσει δυνητικούς κινδύνους καταστρατήγησης και δυνητικούς κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης,

για τους σκοπούς του στοιχείου β) σημεία ii) και iii), όταν η επιχείρηση αποτελεί μέρος ομίλου τρίτης χώρας, τα συνολικά στοιχεία ενεργητικού κάθε υποκαταστήματος του ομίλου τρίτης χώρας με άδεια λειτουργίας στην Ένωση περιλαμβάνονται στη συνδυασμένη συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού όλων των επιχειρήσεων του ομίλου,

(*5)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (EE L 173 της 12.6.2014, σ. 349).»·"

β)

το σημείο 2) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2)

ως «επιχείρηση επενδύσεων» νοείται επιχείρηση επενδύσεων όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ η οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, εξαιρουμένου όμως των πιστωτικών ιδρυμάτων,»·

γ)

το σημείο 3) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3)

ως «ίδρυμα» νοείται πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή επιχείρηση όπως αναφέρεται στο άρθρο 8α παράγραφος 3 αυτής,»·

δ)

το σημείο 4) απαλείφεται·

ε)

το σημείο 26) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«26)

ως «χρηματοδοτικό ίδρυμα» νοείται μια επιχείρηση πλην ιδρύματος και πλην αμιγώς βιομηχανικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, η κύρια δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην απόκτηση συμμετοχών ή στην άσκηση μίας ή περισσότερων από τις δραστηριότητες που παρατίθενται στα σημεία 2) έως 12) και στο σημείο 15) του παραρτήματος I της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, περιλαμβανομένων των επιχειρήσεων επενδύσεων, των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών, των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, των επενδυτικών εταιρειών συμμετοχών, των ιδρυμάτων πληρωμών κατά την έννοια της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*6) και των εταιρειών διαχείρισης, αλλά αποκλειομένων των ασφαλιστικών εταιρειών χαρτοφυλακίου και των ασφαλιστικών εταιρειών χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας όπως ορίζονται στο άρθρο 212 παράγραφος 1 στοιχεία στ) και ζ) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ,

(*6)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ (EE L 337 της 23.12.2015, σ. 35).»·"

στ)

το σημείο 29α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«29α)

ως «μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη σε κράτος μέλος» νοείται μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη σε κράτος μέλος που είναι επιχείρηση επενδύσεων,»·

ζ)

το σημείο 29β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«29β)

ως «μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην ΕΕ» νοείται μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη στην ΕΕ που είναι επιχείρηση επενδύσεων,»·

η)

το σημείο 51) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«51)

ως «αρχικό κεφάλαιο» νοείται το ποσό και τα είδη των ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο άρθρο 12 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,»·

θ)

το σημείο 60) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«60)

ως «μέσο εξομοιούμενο με μετρητά» νοείται πιστοποιητικό κατάθεσης, ομόλογο, συμπεριλαμβανομένου του καλυμμένου ομολόγου, ή άλλο μέσο μη μειωμένης εξασφάλισης, το οποίο έχει εκδοθεί από ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων, έχει ήδη καταβληθεί στο σύνολό του στο ίδρυμα ή στην επιχείρηση επενδύσεων και επιστρέφεται άνευ όρων από το ίδρυμα ή την επιχείρηση επενδύσεων στην ονομαστική του αξία,»·

ι)

στο σημείο 72), το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

είναι ρυθμιζόμενες αγορές ή αγορές τρίτης χώρας που θεωρούνται ισοδύναμες με ρυθμιζόμενες αγορές σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 25 παράγραφος 4 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ,»·

ια)

προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«150)

ως «διαπραγματευτής βασικών εμπορευμάτων και δικαιωμάτων εκπομπής» νοείται η επιχείρηση της οποίας η βασική επιχειρηματική δραστηριότητα αφορά αποκλειστικά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή σε συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων που αναφέρονται στα σημεία 5), 6), 7), 9) και 10), παραγώγων επί δικαιωμάτων εκπομπής που αναφέρονται στο σημείο 4) ή δικαιωμάτων εκπομπής που αναφέρονται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημείο 11) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.».

4)

Το άρθρο 6 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Τα ιδρύματα συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο έκτο μέρος και στο άρθρο 430 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του παρόντος κανονισμού σε ατομική βάση.

Τα ακόλουθα ιδρύματα δεν απαιτείται να συμμορφώνονται με το άρθρο 413 παράγραφος 1 και τις σχετιζόμενες απαιτήσεις υποβολής αναφορών σχετικά με τη ρευστότητα που καθορίζονται στο έβδομο Α μέρος του παρόντος κανονισμού:

α)

ιδρύματα που έχουν επίσης λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012,

β)

ιδρύματα που έχουν επίσης λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 16 και το άρθρο 54 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*7), υπό τον όρο ότι δεν πραγματοποιούν καμία σημαντική μετατροπή ληκτότητας και

γ)

ιδρύματα που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014, υπό τον όρο ότι:

i)

οι δραστηριότητές τους περιορίζονται στην προφορά υπηρεσιών τραπεζικού τύπου, όπως αναφέρονται στο τμήμα Γ του παραρτήματος του εν λόγω κανονισμού, σε κεντρικά αποθετήρια τίτλων που έχουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 16 του εν λόγω κανονισμού, και

ii)

δεν πραγματοποιούν καμία σημαντική μετατροπή ληκτότητας.

(*7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 (EE L 257 της 28.8.2014, σ. 1).»·"

β)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Τα ιδρύματα ως προς τα οποία οι αρμόδιες αρχές έχουν ασκήσει το δικαίωμα παρέκκλισης του άρθρου 7 παράγραφος 1 ή 3 του παρόντος κανονισμού και τα ιδρύματα που έχουν επίσης άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 δεν απαιτείται να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο έβδομο μέρος και τις σχετιζόμενες απαιτήσεις υποβολής αναφορών σχετικά με τον δείκτη μόχλευσης που καθορίζονται στο έβδομο Α μέρος σε ατομική βάση.».

5)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο στο πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 τμήμα 1:

«Άρθρο 10α

Εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εξουσίας σε ενοποιημένη βάση όταν οι επιχειρήσεις επενδύσεων είναι μητρικές επιχειρήσεις

Για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος κεφαλαίου, οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεωρούνται μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες σε κράτος μέλος ή μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ένωση όταν οι εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων είναι μητρικές επιχειρήσεις ενός ιδρύματος ή μιας επιχείρησης επενδύσεων που υπόκεινται στον παρόντα κανονισμό και αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.».

6)

Στο άρθρο 11, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Τα εγκατεστημένα στην ΕΕ μητρικά ιδρύματα συμμορφώνονται με το έκτο μέρος και το άρθρο 430 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του παρόντος κανονισμού, βάσει της ενοποιημένης κατάστασής τους, εφόσον ο όμιλος περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν άδεια παροχής των επενδυτικών υπηρεσιών και άσκησης των δραστηριοτήτων που παρατίθενται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημεία 3) και 6) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Σε περίπτωση που έχει χορηγηθεί απαλλαγή δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφοι 1 έως 5, τα ιδρύματα και, κατά περίπτωση, οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που αποτελούν μέρος μιας αυτόνομης οντότητας διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας συμμορφώνονται με το έκτο μέρος και το άρθρο 430 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του παρόντος κανονισμού σε ενοποιημένη βάση ή στην υποενοποιημένη βάση της αυτόνομης οντότητας διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας.».

7)

Τα άρθρα 15, 16 και 17 απαλείφονται.

8)

Στο άρθρο 81 παράγραφος 1, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

η θυγατρική είναι ένας από τους παρακάτω φορείς:

i)

ίδρυμα,

ii)

επιχείρηση που υπόκειται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ δυνάμει του ισχύοντος εθνικού δικαίου,

iii)

ενδιάμεση χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή ενδιάμεση εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που υπόκειται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού σε υποενοποιημένη βάση ή ενδιάμεση επενδυτική εταιρεία συμμετοχών που υπόκειται στις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 σε ενοποιημένη βάση,

iv)

επιχείρηση επενδύσεων,

v)

ενδιάμεση χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω ενδιάμεση χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών υπόκειται σε εξίσου αυστηρές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας με τα πιστωτικά ιδρύματα της εν λόγω τρίτης χώρας και εφόσον η Επιτροπή έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 4 που ορίζει ότι οι εν λόγω απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές του παρόντος κανονισμού,».

9)

Στο άρθρο 82, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

η θυγατρική είναι ένας από τους παρακάτω φορείς:

i)

ίδρυμα,

ii)

επιχείρηση που υπόκειται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ δυνάμει του ισχύοντος εθνικού δικαίου,

iii)

ενδιάμεση χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή ενδιάμεση εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που υπόκειται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού σε υποενοποιημένη βάση ή ενδιάμεση επενδυτική εταιρεία συμμετοχών που υπόκειται στις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 σε ενοποιημένη βάση,

iv)

επιχείρηση επενδύσεων,

v)

ενδιάμεση χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω ενδιάμεση χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών υπόκειται σε εξίσου αυστηρές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας με τα πιστωτικά ιδρύματα της εν λόγω τρίτης χώρας και εφόσον η Επιτροπή έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 4 που ορίζει ότι οι εν λόγω απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές του παρόντος κανονισμού,».

10)

Το άρθρο 84 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό των δικαιωμάτων μειοψηφίας μιας θυγατρικής που συμπεριλαμβάνεται στο ενοποιημένο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 αφαιρώντας από τα δικαιώματα μειοψηφίας της εν λόγω επιχείρησης το γινόμενο του πολλαπλασιασμού του ποσού που αναφέρεται στο στοιχείο α) επί το ποσοστό που αναφέρεται στο στοιχείο β) ως εξής:

α)

το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 της θυγατρικής μείον το χαμηλότερο από τα ακόλουθα ποσά:

i)

το ποσό του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 της εν λόγω θυγατρικής που απαιτείται για να επιτευχθούν τα ακόλουθα:

το άθροισμα της απαίτησης που καθορίζεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού, των απαιτήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 458 και 459 του παρόντος κανονισμού, των ειδικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας που ορίζεται στο άρθρο 128 σημείο 6) της εν λόγω οδηγίας, των απαιτήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 500 του παρόντος κανονισμού, καθώς και οποιωνδήποτε πρόσθετων απαιτήσεων τοπικών εποπτικών κανονισμών σε τρίτες χώρες, εφόσον οι εν λόγω απαιτήσεις καλύπτονται από το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,

αν η θυγατρική είναι επιχείρηση επενδύσεων, το άθροισμα της απαίτησης του άρθρου 11 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, των ειδικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 39 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034, καθώς και οποιωνδήποτε πρόσθετων απαιτήσεων τοπικών εποπτικών κανονισμών σε τρίτες χώρες, εφόσον οι εν λόγω απαιτήσεις καλύπτονται από το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,

ii)

το ποσό του ενοποιημένου κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που αφορά την εν λόγω θυγατρική και που απαιτείται σε ενοποιημένη βάση για να επιτευχθεί το άθροισμα της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού, των απαιτήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 458 και 459 του παρόντος κανονισμού, των ειδικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας που ορίζεται στο άρθρο 128 σημείο 6) της εν λόγω οδηγίας, των απαιτήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 500 του παρόντος κανονισμού, καθώς και οποιωνδήποτε πρόσθετων απαιτήσεων τοπικών εποπτικών κανονισμών σε τρίτες χώρες, εφόσον οι εν λόγω απαιτήσεις καλύπτονται από το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,

β)

τα δικαιώματα μειοψηφίας της θυγατρικής εκπεφρασμένα ως ποσοστό όλων των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 της εν λόγω επιχείρησης προσαυξημένο κατά τη σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, τα σχετικά κέρδη εις νέον και τα λοιπά αποθεματικά.»·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Όταν μια αρμόδια αρχή παρεκκλίνει από την εφαρμογή απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας σε ατομική βάση, όπως ορίζεται στο άρθρο 7 του παρόντος κανονισμού, ή, κατά περίπτωση, όπως ορίζεται στο άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, τα δικαιώματα μειοψηφίας εντός των θυγατρικών στις οποίες εφαρμόζεται η απαλλαγή από την υποχρέωση δεν αναγνωρίζονται ως ίδια κεφάλαια στο υποενοποιημένο ή στο ενοποιημένο επίπεδο, κατά περίπτωση.».

11)

Το άρθρο 85 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό των αποδεκτών κεφαλαίων της κατηγορίας 1 μιας θυγατρικής που συμπεριλαμβάνεται στα ενοποιημένα ίδια κεφάλαια αφαιρώντας από τα αποδεκτά κεφάλαια της κατηγορίας 1 της εν λόγω επιχείρησης το γινόμενο του ποσού που αναφέρεται στο στοιχείο α) επί το ποσοστό που αναφέρεται στο στοιχείο β), ως εξής:

α)

το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 της θυγατρικής μείον το χαμηλότερο από τα ακόλουθα:

i)

το ποσό του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 της θυγατρικής που απαιτείται για να επιτευχθούν τα ακόλουθα:

το άθροισμα της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού, των απαιτήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 458 και 459 του παρόντος κανονισμού, των ειδικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας που ορίζεται στο άρθρο 128 σημείο 6) της εν λόγω οδηγίας, των απαιτήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 500 του παρόντος κανονισμού, καθώς και οποιωνδήποτε πρόσθετων απαιτήσεων τοπικών εποπτικών κανονισμών σε τρίτες χώρες, εφόσον οι εν λόγω απαιτήσεις καλύπτονται από το κεφάλαιο της κατηγορίας 1,

αν η θυγατρική είναι επιχείρηση επενδύσεων, το άθροισμα της απαίτησης του άρθρου 11 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, των ειδικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 39 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034, καθώς και οποιωνδήποτε πρόσθετων απαιτήσεων τοπικών εποπτικών κανονισμών σε τρίτες χώρες, εφόσον οι εν λόγω απαιτήσεις καλύπτονται από το κεφάλαιο της κατηγορίας 1,

ii)

το ποσό του ενοποιημένου κεφαλαίου της κατηγορίας 1 που αφορά τη θυγατρική και που απαιτείται σε ενοποιημένη βάση για να επιτευχθεί το άθροισμα της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού, των απαιτήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 458 και 459 του παρόντος κανονισμού, των ειδικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας που ορίζεται στο άρθρο 128 σημείο 6) της εν λόγω οδηγίας, των απαιτήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 500 του παρόντος κανονισμού, καθώς και οποιωνδήποτε πρόσθετων απαιτήσεων τοπικών εποπτικών κανονισμών σε τρίτες χώρες, εφόσον οι εν λόγω απαιτήσεις καλύπτονται από το κεφάλαιο της κατηγορίας 1,

β)

το αποδεκτό κεφάλαιο της κατηγορίας 1 της θυγατρικής εκπεφρασμένο ως ποσοστό όλων των μέσων της κατηγορίας 1 της εν λόγω επιχείρησης προσαυξημένο κατά τη σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, τα κέρδη εις νέον και τα λοιπά αποθεματικά.»·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Όταν μια αρμόδια αρχή παρεκκλίνει από την εφαρμογή απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας σε ατομική βάση, όπως ορίζεται στο άρθρο 7 του παρόντος κανονισμού, ή, κατά περίπτωση, όπως ορίζεται στο άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, τα μέσα της κατηγορίας 1 εντός των θυγατρικών στις οποίες εφαρμόζεται η απαλλαγή από την υποχρέωση δεν αναγνωρίζονται ως ίδια κεφάλαια στο υποενοποιημένο ή στο ενοποιημένο επίπεδο, κατά περίπτωση.».

12)

Το άρθρο 87 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό των αποδεκτών ιδίων κεφαλαίων μιας θυγατρικής που συμπεριλαμβάνεται στα ενοποιημένα ίδια κεφάλαια αφαιρώντας από τα αποδεκτά ίδια κεφάλαια της εν λόγω επιχείρησης το γινόμενο του πολλαπλασιασμού του ποσού που αναφέρεται στο στοιχείο α) επί το ποσοστό που αναφέρεται στο στοιχείο β), ως εξής:

α)

τα ίδια κεφάλαια της θυγατρικής μείον το χαμηλότερο από τα κατωτέρω ποσά:

i)

το ποσό των ιδίων κεφαλαίων της θυγατρικής που απαιτούνται για να επιτευχθούν τα ακόλουθα:

το άθροισμα της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του παρόντος κανονισμού, των απαιτήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 458 και 459 του παρόντος κανονισμού, των ειδικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας που ορίζεται στο άρθρο 128 σημείο 6) της εν λόγω οδηγίας, των απαιτήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 500 του παρόντος κανονισμού, καθώς και οποιωνδήποτε πρόσθετων απαιτήσεων τοπικών εποπτικών κανονισμών σε τρίτες χώρες,

όταν η θυγατρική είναι επιχείρηση επενδύσεων, το άθροισμα της απαίτησης του άρθρου 11 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, των ειδικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 39 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034, καθώς και οποιωνδήποτε πρόσθετων απαιτήσεων τοπικών εποπτικών κανονισμών σε τρίτες χώρες,

ii)

το ποσό των ιδίων κεφαλαίων που συνδέεται με τη θυγατρική και το οποίο απαιτείται σε ενοποιημένη βάση για να επιτευχθεί το άθροισμα της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του παρόντος κανονισμού, των απαιτήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 458 και 459 του παρόντος κανονισμού, των ειδικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας που ορίζεται στο άρθρο 128 σημείο 6) της εν λόγω οδηγίας, των απαιτήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 500 του παρόντος κανονισμού, καθώς και οποιωνδήποτε πρόσθετων απαιτήσεων τοπικών εποπτικών κανονισμών σε τρίτες χώρες,

β)

τα αποδεκτά ίδια κεφάλαια της θυγατρικής, εκπεφρασμένα ως ποσοστό όλων των μέσων ιδίων κεφαλαίων της θυγατρικής τα οποία περιλαμβάνονται σε στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2 και της σχετικής διαφοράς από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, των κερδών εις νέον και των λοιπών αποθεματικών.»·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Όταν μια αρμόδια αρχή παρεκκλίνει από την εφαρμογή απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας σε ατομική βάση, όπως ορίζεται στο άρθρο 7 του παρόντος κανονισμού, ή, κατά περίπτωση, όπως ορίζεται στο άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, τα μέσα ιδίων κεφαλαίων εντός των θυγατρικών στις οποίες εφαρμόζεται η απαλλαγή από την υποχρέωση δεν αναγνωρίζονται ως ίδια κεφάλαια στο υποενοποιημένο ή στο ενοποιημένο επίπεδο, κατά περίπτωση.».

13)

Το άρθρο 93 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 3 απαλείφεται,

β)

οι παράγραφοι 4, 5 και 6 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Εάν ο έλεγχος ενός ιδρύματος που υπάγεται στην κατηγορία της παραγράφου 2 περιέλθει σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο άλλο από εκείνο που ήλεγχε προηγουμένως το ίδρυμα, το επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων αυτού του ιδρύματος ισούται με το απαιτούμενο αρχικό κεφάλαιο.

5.   Εάν συγχωνευθούν δύο ή περισσότερα ιδρύματα που υπάγονται στην κατηγορία της παραγράφου 2, το επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος που προκύπτει από τη συγχώνευση δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το άθροισμα των ιδίων κεφαλαίων των συγχωνευμένων ιδρυμάτων κατά την ημερομηνία της συγχώνευσης, εφόσον το επίπεδο του απαιτούμενου αρχικού κεφαλαίου δεν έχει επιτευχθεί.

6.   Εάν οι αρμόδιες αρχές θεωρούν απαραίτητο για τη διασφάλιση της φερεγγυότητας ενός ιδρύματος να πληρούται η απαίτηση που ορίζεται στην παράγραφο 1, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2, 4 και 5.».

14)

Στο τρίτο μέρος τίτλος Ι κεφάλαιο 1, το τμήμα 2 (άρθρα 95 έως 98) απαλείφεται από τις 26 Ιουνίου 2026.

15)

Στο άρθρο 119, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Τα ανοίγματα έναντι χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύονται από τις αρμόδιες αρχές και τα οποία υπόκεινται σε απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας συγκρίσιμες με εκείνες που εφαρμόζονται στα ιδρύματα όσον αφορά την ευρωστία αντιμετωπίζονται όπως τα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, οι απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που προσδιορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033 θεωρούνται συγκρίσιμες με εκείνες που εφαρμόζονται στα ιδρύματα όσον αφορά την ευρωστία.».

16)

Στο άρθρο 162 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων που προκύπτουν από τον διακανονισμό υποχρεώσεων ξένου συναλλάγματος,».

17)

Το άρθρο 197 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων και έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από επιλέξιμο ΕΟΠΑ την οποία η ΕΑΤ αντιστοιχίζει με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 3 ή με υψηλότερη βαθμίδα σύμφωνα με τους κανόνες του κεφαλαίου 2 για τη στάθμιση των ανοιγμάτων έναντι ιδρυμάτων·»

β)

στην παράγραφο 4, η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Ένα ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από άλλα ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίοι δεν έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από ΕΟΠΑ ως αποδεκτή εξασφάλιση εφόσον οι εν λόγω τίτλοι πληρούν όλα τα ακόλουθα κριτήρια:».

18)

Στο άρθρο 200, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

μέσα που εκδίδονται από τρίτο ίδρυμα ή από επιχείρηση επενδύσεων και με δυνατότητα επαναγοράς σε πρώτη ζήτηση από το εν λόγω ίδρυμα ή την εν λόγω επιχείρηση επενδύσεων.».

19)

Στο άρθρο 202, η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ένα ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί ιδρύματα, επιχειρήσεις επενδύσεων, ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές εταιρείες και οργανισμούς εξαγωγικών πιστώσεων ως αποδεκτούς παρόχους μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας στους οποίους εφαρμόζεται η αντιμετώπιση που προβλέπεται στο άρθρο 153 παράγραφος 3, εφόσον πληρούν τις κατωτέρω προϋποθέσεις:».

20)

Στο άρθρο 224, η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Για τους μη διαβαθμισμένους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων και πληρούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας του άρθρου 197 παράγραφος 4, οι προσαρμογές μεταβλητότητας είναι ίδιες με εκείνες που εφαρμόζονται στους τίτλους που εκδίδονται από ιδρύματα ή επιχειρήσεις των οποίων η εξωτερική πιστοληπτική αξιολόγηση αντιστοιχίζεται με τις βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας 2 ή 3.».

21)

Στο άρθρο 227 παράγραφος 3, παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:

«βα)

επιχειρήσεις επενδύσεων,».

22)

Στο άρθρο 243 παράγραφος 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Στην περίπτωση των εμπορικών απαιτήσεων, το πρώτο εδάφιο στοιχείο β) δεν εφαρμόζεται όταν ο πιστωτικός κίνδυνος αυτών των εμπορικών απαιτήσεων καλύπτεται πλήρως με αποδεκτή πιστωτική προστασία σύμφωνα με το κεφάλαιο 4, υπό την προϋπόθεση ότι, στην περίπτωση αυτή, ο πάροχος προστασίας είναι ίδρυμα, επιχείρηση επενδύσεων, ασφαλιστική επιχείρηση ή αντασφαλιστική επιχείρηση.».

23)

Στο άρθρο 382 παράγραφος 4, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

εντός ομίλου συναλλαγές όπως προβλέπονται στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, εκτός αν τα κράτη μέλη θεσπίσουν εθνική νομοθεσία που απαιτεί τον διαρθρωτικό διαχωρισμό εντός τραπεζικού ομίλου, οπότε στην περίπτωση αυτή οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ζητούν να υπαχθούν στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων οι εντός του ομίλου συναλλαγές ανάμεσα στις διαρθρωτικά διαχωρισμένες οντότητες,».

24)

Το άρθρο 388 απαλείφεται.

25)

Στο άρθρο 395, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ένα ίδρυμα δεν αναλαμβάνει άνοιγμα έναντι πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών με αξία που υπερβαίνει το 25 % του κεφαλαίου του της κατηγορίας 1, αφού λάβει υπόψη την επίδραση της μείωσης πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 399 έως 403. Εφόσον ο πελάτης είναι ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων ή η ομάδα συνδεδεμένων πελατών περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων, η εν λόγω αξία δεν υπερβαίνει το 25 % του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 του ιδρύματος ή το ποσό των 150 εκατομμυρίων EUR, οποιοδήποτε είναι μεγαλύτερο, υπό τον όρο ότι το άθροισμα της αξίας των ανοιγμάτων, αφού ληφθεί υπόψη η επίδραση της μείωσης πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 399 έως 403, σε όλους τους συνδεδεμένους πελάτες που δεν είναι ιδρύματα δεν υπερβαίνει το 25 % του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 του ιδρύματος.».

26)

Το άρθρο 402 παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

α)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

ο αντισυμβαλλόμενος είναι ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων,»·

β)

το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

το ίδρυμα κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 394, το συνολικό ποσό των ανοιγμάτων έναντι κάθε άλλου ιδρύματος ή επιχείρησης επενδύσεων τα οποία αντιμετωπίζονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.».

27)

Στο άρθρο 412, η παράγραφος 4α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4α.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1 εφαρμόζεται στα ιδρύματα.».

28)

Στο άρθρο 422 παράγραφος 8 στοιχείο α), το σημείο i) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«i)

είναι μητρικό ή θυγατρικό ίδρυμα του ιδρύματος ή μητρική ή θυγατρική επιχείρηση επενδύσεων του ιδρύματος ή άλλη θυγατρική του ίδιου μητρικού ιδρύματος ή της ίδιας μητρικής επιχείρησης επενδύσεων,».

29)

Στο άρθρο 428α, το στοιχείο δ) απαλείφεται.

30)

Στο άρθρο 430β, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Από την ημερομηνία εφαρμογής της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 461α, τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία δεν πληρούν τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 94 παράγραφος 1 ούτε τις κατά το άρθρο 325α παράγραφος 1 προϋποθέσεις, υποβάλλουν αναφορές, για όλες τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους και τις θέσεις εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών που υπόκεινται σε κίνδυνο συναλλάγματος ή βασικών εμπορευμάτων, τα αποτελέσματα των υπολογισμών που έχουν βασιστεί στη χρήση της εναλλακτικής τυποποιημένης προσέγγισης που ορίζεται στο τρίτο μέρος τίτλος IV κεφάλαιο 1α με τον ίδιο τρόπο που τα ιδρύματα αυτά αναφέρουν τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο β) σημείο i) και στο άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο γ).».

31)

Στο άρθρο 456 παράγραφος 1, τα στοιχεία στ) και ζ) απαλείφονται.

32)

Το άρθρο 493 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Μέχρι τις 26 Ιουνίου 2021, οι διατάξεις σχετικά με τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα που θεσπίζονται στα άρθρα 387 έως 403 του παρόντος κανονισμού δεν εφαρμόζονται σε επιχειρήσεις επενδύσεων η βασική επιχειρηματική δραστηριότητα των οποίων αφορά αποκλειστικά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση δραστηριοτήτων σε σχέση με τα χρηματοπιστωτικά μέσα που ορίζονται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημεία 5, 6, 7, 9, 10 και 11 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και για τις οποίες δεν ίσχυε η οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*8) στις 31 Δεκεμβρίου 2006.

(*8)  Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (EE L 145 της 30.4.2004, σ. 1).»·"

β)

η παράγραφος 2 απαλείφεται.

33)

Στο άρθρο 498 παράγραφος 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Μέχρι τις 26 Ιουνίου 2021, οι διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό όσον αφορά τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων δεν εφαρμόζονται σε επιχειρήσεις επενδύσεων η βασική επιχειρηματική δραστηριότητα των οποίων αφορά αποκλειστικά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση δραστηριοτήτων σε σχέση με τα χρηματοπιστωτικά μέσα που ορίζονται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημεία 5, 6, 7, 9, 10 και 11 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και για τις οποίες δεν ίσχυε η οδηγία 2004/39/ΕΚ στις 31 Δεκεμβρίου 2006.».

34)

Στο άρθρο 508, οι παράγραφοι 2 και 3 απαλείφονται.

35)

Στο παράρτημα Ι σημείο 1), το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

οπισθογραφήσεις αξιογράφων που δεν φέρουν την υπογραφή άλλου ιδρύματος ή επιχείρησης επενδύσεων,».

36)

Το παράρτημα III τροποποιείται ως εξής:

α)

στο σημείο 3, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

δεν είναι υποχρέωση ιδρύματος ή επιχείρησης επενδύσεων ή οποιασδήποτε συνδεδεμένης με αυτό οντότητας.»·

β)

στο σημείο 5, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

δεν είναι υποχρέωση ιδρύματος ή επιχείρησης επενδύσεων ή οποιασδήποτε συνδεδεμένης με αυτό οντότητας.»·

γ)

στο σημείο 6, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

δεν αντιπροσωπεύουν απαίτηση από ΟΕΣΤ, ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων ή οποιαδήποτε συνδεδεμένη με αυτό οντότητα,»·

δ)

το σημείο 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.

Κινητές αξίες πλην όσων αναφέρονται στα σημεία 3 έως 6 οι οποίες είναι αποδεκτές για συντελεστή στάθμισης κινδύνου 50 % ή καλύτερο δυνάμει του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 ή έχουν ισοδύναμη πιστωτική ποιότητα βάσει εσωτερικής διαβάθμισης και δεν αντιπροσωπεύουν απαίτηση από ΟΕΣΤ, ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων ή οποιαδήποτε συνδεδεμένη με αυτό οντότητα.»·

ε)

το σημείο 11 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«11.

Εισηγμένες σε χρηματιστήριο και εκκαθαριζόμενες σε κεντρικό επίπεδο κοινές μετοχές οι οποίες συνυπολογίζονται σε μείζονα χρηματιστηριακό δείκτη, είναι εκφρασμένες στο εγχώριο νόμισμα του κράτους μέλους και δεν έχουν εκδοθεί από ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων ή οποιαδήποτε συνδεδεμένη με αυτό οντότητα.».

Άρθρο 63

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 1 παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4α.   Ο τίτλος VII κεφάλαιο 1 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζεται επίσης σε επιχειρήσεις τρίτων χωρών που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες εντός της Ένωσης.».

2)

Στον τίτλο ΙΙΙ, ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟΥΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΠΟΙΗΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΠΟΥ ΣΥΝΑΛΛΑΣΣΟΝΤΑΙ ΕΞΩΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΑ ΚΑΙ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΒΗΜΑΤΟΣ ΤΙΜΗΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟΥΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΠΟΙΗΤΕΣ»

3)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 17α

Βήματα τιμής

Οι προσφορές των συστηματικών εσωτερικοποιητών, οι βελτιώσεις τιμών στις εν λόγω προσφορές και οι τιμές εκτέλεσης συμμορφώνονται προς τα βήματα τιμής που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 49 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Η εφαρμογή των βημάτων τιμής δεν εμποδίζει τους συστηματικούς εσωτερικοποιητές να ταυτίζουν εντολές μεγάλου μεγέθους στο ενδιάμεσο των τρεχουσών τιμών αγοράς και πώλησης.».

4)

Το άρθρο 46 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«δ)

η επιχείρηση έχει θεσπίσει τις αναγκαίες ρυθμίσεις και διαδικασίες για την αναφορά των πληροφοριών που ορίζονται στην παράγραφο 6α.»·

β)

στην παράγραφο 4, το πέμπτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν σε επιχειρήσεις τρίτων χωρών να παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες σε επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους και σε επαγγελματίες πελάτες κατά την έννοια του παραρτήματος II τμήμα Ι της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή να ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες με παρεπόμενες υπηρεσίες για αυτούς στο έδαφός τους σύμφωνα με εθνικά καθεστώτα, εάν δεν έχει εκδοθεί απόφαση της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 47 παράγραφος 1 ή εάν έχει εκδοθεί τέτοια απόφαση αλλά είτε δεν είναι πλέον σε ισχύ είτε δεν καλύπτει τις σχετικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες.»·

γ)

στην παράγραφο 5, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν ένας επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος ή ένας επαγγελματίας πελάτης κατά την έννοια του παραρτήματος II τμήμα Ι της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, που είναι εγκατεστημένος ή βρίσκεται στην Ένωση, δρομολογήσει με δική του αποκλειστικά πρωτοβουλία την παροχή σε αυτόν επενδυτικής υπηρεσίας ή την άσκηση δραστηριότητας από επιχείρηση τρίτης χώρας, το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στην παροχή της εν λόγω υπηρεσίας ή την άσκηση δραστηριότητας εκ μέρους της επιχείρησης τρίτης χώρας προς το εν λόγω πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένης τυχόν υφιστάμενης σχέσης που αφορά την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας ή την άσκηση της δραστηριότητας. Με την επιφύλαξη των σχέσεων εντός του ομίλου, όταν μια επιχείρηση τρίτης χώρας, μεταξύ άλλων μέσω οντότητας που ενεργεί για λογαριασμό της ή που διατηρεί στενούς δεσμούς με αυτή την επιχείρηση τρίτης χώρας ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό αυτής της οντότητας, προσεγγίζει πελάτες ή δυνητικούς πελάτες στην Ένωση, δεν θεωρείται υπηρεσία που παρέχεται με αποκλειστική πρωτοβουλία του πελάτη. Η πρωτοβουλία αυτών των πελατών δεν παρέχει στην επιχείρηση τρίτης χώρας το δικαίωμα εμπορικής προώθησης νέων κατηγοριών επενδυτικών προϊόντων ή υπηρεσιών στο εν λόγω πρόσωπο.»·

δ)

παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«6α.

Οι επιχειρήσεις τρίτων χωρών που παρέχουν υπηρεσίες ή ασκούν δραστηριότητες σύμφωνα με το παρόν άρθρο, σε ετήσια βάση, ενημερώνουν την ΕΑΚΑΑ σχετικά με τα ακόλουθα:

α)

την κλίμακα και το φάσμα των παρεχόμενων υπηρεσιών και των ασκούμενων δραστηριοτήτων από τις επιχειρήσεις στην Ένωση, συμπεριλαμβανομένης της γεωγραφικής κατανομής στα κράτη μέλη,

β)

για επιχειρήσεις που εκτελούν τη δραστηριότητα που αναφέρεται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημείο 3) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, το μηνιαίο τους ελάχιστο, μέσο και μέγιστο άνοιγμα σε αντισυμβαλλόμενους από την ΕΕ,

γ)

για επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες που αναφέρονται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημείο 6) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, τη συνολική αξία των χρηματοπιστωτικών μέσων που προέρχονται από αντισυμβαλλόμενους από την ΕΕ, τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο αναδοχής ή τοποθετήθηκαν με δέσμευση ανάληψης τους προηγούμενους 12 μήνες,

δ)

τον κύκλο εργασιών και τη συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού που αντιστοιχούν στις υπηρεσίες και δραστηριότητες που αναφέρονται στο στοιχείο α),

ε)

εάν έχουν ληφθεί μέτρα για την προστασία των επενδυτών, καθώς και λεπτομερή περιγραφή,

στ)

την πολιτική διαχείρισης κινδύνου, καθώς και τις ρυθμίσεις που εφαρμόζει η επιχείρηση για παροχή των υπηρεσιών και την άσκηση των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο στοιχείο α),

ζ)

τις ρυθμίσεις διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων που κατέχουν καίριες θέσεις για τις δραστηριότητες της επιχείρησης στην Ένωση,

η)

οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες είναι απαραίτητες ώστε η ΕΑΚΑΑ ή οι αρμόδιες αρχές να είναι σε θέση να εκτελούν τα καθήκοντά τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Η ΕΑΚΑΑ κοινοποιεί τις πληροφορίες που λαμβάνει σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών όπου μια επιχείρηση τρίτης χώρας παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Όπου κρίνεται απαραίτητο για την εκτέλεση των καθηκόντων της ΕΑΚΑΑ ή των αρμόδιων αρχών σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΑΚΑΑ μπορεί, μεταξύ άλλων κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής των κρατών μελών όπου μια επιχείρηση τρίτης χώρας παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες σύμφωνα με το παρόν άρθρο, να ζητά από τις επιχειρήσεις τρίτης χώρας που παρέχουν υπηρεσίες ή ασκούν δραστηριότητες σύμφωνα με το παρόν άρθρο να παράσχουν τυχόν πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητές τους.

6β.

Όταν μια επιχείρηση τρίτης χώρας παρέχει υπηρεσίες ή ασκεί δραστηριότητες σύμφωνα με το παρόν άρθρο, διατηρεί, θέτοντας στη διάθεση της ΕΑΚΑΑ, στοιχεία σχετικά με όλες τις εντολές και όλες τις συναλλαγές στην Ένωση σε χρηματοπιστωτικά μέσα τις οποίες πραγματοποίησαν, είτε για ίδιο λογαριασμό είτε για λογαριασμό πελάτη, για περίοδο πέντε ετών.

Ύστερα από αίτημα της αρμόδιας αρχής κράτους μέλους στο οποίο μια επιχείρηση τρίτης χώρας παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η ΕΑΚΑΑ αποκτά πρόσβαση στα σχετικά στοιχεία που είναι στη διάθεσή της σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο και καθιστά διαθέσιμα τα στοιχεία αυτά στην αιτούσα αρμόδια αρχή.

6γ.

Όταν μια τρίτη χώρα δεν συνεργάζεται σε μια έρευνα ή μια επιτόπια επιθεώρηση που πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 47 παράγραφος 2 ή δεν συμμορφώνεται με αίτημα της ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με τη παράγραφο 6α ή 6β του παρόντος άρθρου εγκαίρως και με τον δέοντα τρόπο, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να ανακαλέσει την εγγραφή της ή να απαγορεύσει προσωρινά ή να περιορίσει τις δραστηριότητές της σύμφωνα με το άρθρο 49.»·

ε)

η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.   Η ΕΑΚΑΑ, σε διαβούλευση με την ΕΑΤ, εκπονεί σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με τα οποία προσδιορίζονται οι πληροφορίες που η αιτούσα επιχείρηση τρίτης χώρας πρέπει να υποβάλλει στην αίτηση εγγραφής στο μητρώο σύμφωνα με την παράγραφο 4 και οι πληροφορίες που πρέπει να αναφέρονται σύμφωνα με την παράγραφο 6α.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 26 Σεπτεμβρίου 2021.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»·

στ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«8.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει τον μορφότυπο με τον οποίο πρέπει να υποβάλλεται η αίτηση εγγραφής της παραγράφου 4 και να αναφέρονται οι πληροφορίες τις παραγράφου 6α.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 26 Σεπτεμβρίου 2021.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

5)

Το άρθρο 47 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει απόφαση σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 51 παράγραφος 2 σε σχέση με τρίτη χώρα στην οποία να διαπιστώνεται ότι οι νομικές και εποπτικές ρυθμίσεις της εν λόγω τρίτης χώρας διασφαλίζουν όλα τα ακόλουθα:

α)

ότι οι επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην εν λόγω τρίτη χώρα συμμορφώνονται με νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, οργανωτικές απαιτήσεις και απαιτήσεις επιχειρηματικής συμπεριφοράς οι οποίες έχουν ισοδύναμο αποτέλεσμα με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*9), στην οδηγία 2013/36/ΕΕ, στην οδηγία 2014/65/ΕΕ και στην οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*10), καθώς και στα εκτελεστικά μέτρα που έχουν εγκριθεί βάσει των εν λόγω νομοθετικών πράξεων,

β)

ότι οι επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην εν λόγω τρίτη χώρα υπόκεινται σε αποτελεσματική εποπτεία και πλαίσιο επιβολής που διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τις ισχύουσες νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, οργανωτικές απαιτήσεις και απαιτήσεις επιχειρηματικής συμπεριφοράς και

γ)

ότι το νομικό πλαίσιο της εν λόγω τρίτης χώρας προβλέπει αποτελεσματικό σύστημα ισοδυναμίας για την αναγνώριση επιχειρήσεων επενδύσεων που είναι αδειοδοτημένες δυνάμει νομικών καθεστώτων τρίτων χωρών.

Σε περίπτωση που η κλίμακα και το εύρος των υπηρεσιών που παρέχονται και των δραστηριοτήτων που ασκούνται από επιχειρήσεις τρίτων χωρών στην Ένωση μετά την έκδοση της απόφασης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο ενδέχεται να είναι συστημικής σημασίας για την Ένωση, οι νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, οργανωτικές απαιτήσεις και απαιτήσεις επιχειρηματικής συμπεριφοράς που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο μπορούν να θεωρούνται ότι έχουν ισοδύναμο αποτέλεσμα με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στις πράξεις που αναφέρονται στο εν λόγω εδάφιο μετά από λεπτομερή και αναλυτική αξιολόγηση. Προς τούτο, η Επιτροπή αξιολογεί επίσης και λαμβάνει υπόψη την εποπτική σύγκλιση μεταξύ της συγκεκριμένης τρίτης χώρας και της Ένωσης.

1α.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 50 για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού με την περαιτέρω αποσαφήνιση των περιστάσεων υπό τις οποίες η κλίμακα και το εύρος των υπηρεσιών που παρέχονται και των δραστηριοτήτων που ασκούνται από επιχειρήσεις τρίτων χωρών στην Ένωση μετά την έκδοση απόφασης ισοδυναμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι πιθανό να έχουν συστημική σημασία για την Ένωση.

Όταν η κλίμακα και το εύρος των υπηρεσιών που παρέχονται και των δραστηριοτήτων που ασκούνται από επιχειρήσεις τρίτης χώρας είναι πιθανό να έχουν συστημική σημασία για την Ένωση, η Επιτροπή μπορεί να εξαρτά αποφάσεις ισοδυναμίας από συγκεκριμένους όρους λειτουργίας, ώστε να διασφαλίζεται ότι η ΕΑΚΑΑ και οι εθνικές αρμόδιες αρχές διαθέτουν τα αναγκαία εργαλεία για να αποτρέψουν το ρυθμιστικό αρμπιτράζ και να παρακολουθούν τις δραστηριότητες επιχειρήσεων επενδύσεων τρίτων χωρών που έχουν εγγραφεί σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 2 σε ό,τι αφορά υπηρεσίες που παρέχονται και δραστηριότητες που πραγματοποιούνται στην Ένωση διασφαλίζοντας ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις συμμορφώνονται:

α)

με απαιτήσεις που έχουν ισοδύναμο αποτέλεσμα με τις απαιτήσεις οι οποίες αναφέρονται στα άρθρα 20 και 21,

β)

με απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων που έχουν ισοδύναμο αποτέλεσμα με τις απαιτήσεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 26, όταν οι πληροφορίες αυτές δεν μπορούν να αποκτηθούν απευθείας και σε συνεχή βάση μέσω μνημονίου συνεννόησης με την αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας,

γ)

με απαιτήσεις που έχουν ισοδύναμο αποτέλεσμα με την υποχρέωση διαπραγμάτευσης η οποία αναφέρεται στα άρθρα 23 και 28, κατά περίπτωση.

Κατά την έκδοση της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη κατά πόσον η τρίτη χώρα χαρακτηρίζεται ως μη συνεργάσιμη περιοχή δικαιοδοσίας για φορολογικούς σκοπούς σύμφωνα με τη σχετική πολιτική της Ένωσης ή ως τρίτη χώρα υψηλού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849.

1β.   Το πλαίσιο προληπτικής εποπτείας, το οργανωτικό πλαίσιο και το πλαίσιο επιχειρηματικής συμπεριφοράς μιας τρίτης χώρας μπορεί να θεωρείται ότι έχει ισοδύναμο αποτέλεσμα, όταν το εν λόγω πλαίσιο πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή άσκησης επενδυτικών δραστηριοτήτων στην εν λόγω τρίτη χώρα υπόκεινται σε αδειοδότηση και σε αποτελεσματική εποπτεία και έλεγχο της τήρησης των υποχρεώσεων σε συνεχή βάση,

β)

οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή άσκησης επενδυτικών δραστηριοτήτων στην εν λόγω τρίτη χώρα υπόκεινται σε απαιτήσεις επαρκών κεφαλαίων και, συγκεκριμένα, οι επιχειρήσεις που παρέχουν τις υπηρεσίες ή ασκούν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημείο 3) ή 6) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ υπόκεινται σε συγκρίσιμες κεφαλαιακές απαιτήσεις με αυτές που θα ίσχυαν αν ήταν εγκατεστημένες στην Ένωση,

γ)

οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή άσκησης επενδυτικών δραστηριοτήτων στην εν λόγω τρίτη χώρα υπόκεινται σε κατάλληλες απαιτήσεις για τους μετόχους και τα μέλη του διοικητικού τους οργάνου,

δ)

οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή άσκησης επενδυτικών δραστηριοτήτων υπόκεινται σε επαρκείς απαιτήσεις επιχειρηματικής συμπεριφοράς και οργανωτικές απαιτήσεις,

ε)

η διαφάνεια και η ακεραιότητα της αγοράς διασφαλίζονται με την αποτροπή καταχρηστικών πρακτικών στην αγορά μέσω πράξεων προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και πράξεων χειραγώγησης της αγοράς.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 1α του παρόντος άρθρου, όταν αξιολογεί την ισοδυναμία των κανόνων τρίτης χώρας όσον αφορά την υποχρέωση διαπραγμάτευσης που ορίζεται στα άρθρα 23 και 28, η Επιτροπή αξιολογεί επίσης κατά πόσον το νομικό πλαίσιο της τρίτης χώρας προβλέπει κριτήρια για τον χαρακτηρισμό τόπων διαπραγμάτευσης ως επιλέξιμων για συμμόρφωση με την υποχρέωση διαπραγμάτευσης τα οποία να έχουν παρόμοια αποτέλεσμα με αυτά που ορίζονται βάσει του παρόντος κανονισμού ή της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(*9)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 575/2013, (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και (ΕΕ) αριθ. 806/2014 (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 1)."

(*10)  Οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με την προληπτική εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/87/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 64).»·"

β)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

τον μηχανισμό ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ της ΕΑΚΑΑ και των αρμόδιων αρχών των σχετικών τρίτων χωρών, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε όλες τις πληροφορίες για τις μη ενωσιακές επιχειρήσεις που έχουν άδεια λειτουργίας σε τρίτες χώρες τις οποίες ζητεί η ΕΑΚΑΑ, και, κατά περίπτωση, τις ρυθμίσεις για την περαιτέρω κοινοποίηση των πληροφοριών αυτών στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών εκ μέρους της ΕΑΚΑΑ,»·

ii)

το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

τις διαδικασίες που αφορούν τον συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων συμπεριλαμβανομένων ερευνών και επιτόπιων επιθεωρήσεων τις οποίες μπορεί να πραγματοποιεί η ΕΑΚΑΑ, σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στα οποία η επιχείρηση τρίτης χώρας παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες σύμφωνα με το άρθρο 46, όταν είναι απαραίτητο για την εκτέλεση των καθηκόντων της ΕΑΚΑΑ ή των αρμόδιων αρχών σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, έχοντας ενημερώσει δεόντως την αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας σχετικά.»·

iii)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«δ)

τις διαδικασίες που αφορούν το αίτημα παροχής πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφοι 6α και 6β το οποίο η ΕΑΚΑΑ μπορεί να υποβάλλει σε επιχείρηση τρίτης χώρας που έχει εγγραφεί στο μητρώο σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 2.»·

γ)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«5.   Η ΕΑΚΑΑ παρακολουθεί τις ρυθμιστικές και εποπτικές εξελίξεις, τις πρακτικές εφαρμογής και άλλες σχετικές εξελίξεις στην αγορά σε τρίτες χώρες για τις οποίες έχει εκδοθεί απόφαση ισοδυναμίας από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 1, προκειμένου να επαληθεύεται ότι εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων έχουν ληφθεί αποφάσεις. Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή σε ετήσια βάση εμπιστευτική έκθεση σχετικά με τα πορίσματά της. Η ΕΑΚΑΑ μπορεί, όποτε το κρίνει σκόπιμο, να συμβουλεύεται την ΕΑΤ σχετικά με την έκθεση.

Η έκθεση αποτυπώνει επίσης τις παρατηρούμενες τάσεις με βάση τα στοιχεία που συλλέγονται σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 6α, ιδίως όσον αφορά επιχειρήσεις που παρέχουν τις υπηρεσίες ή ασκούν τις δραστηριότητες του παραρτήματος Ι τμήμα Α σημεία 3) και 6) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

6.   Με βάση την έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 5, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο τουλάχιστον σε ετήσια βάση. Η έκθεση περιλαμβάνει κατάλογο των αποφάσεων ισοδυναμίας που έλαβε ή ανακάλεσε η Επιτροπή το έτος στο οποίο αναφέρεται η έκθεση, καθώς και τα ενδεχόμενα μέτρα που έλαβε η ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 49, εξηγεί δε το σκεπτικό των εν λόγω αποφάσεων και μέτρων.

Η έκθεση της Επιτροπής περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με την παρακολούθηση των ρυθμιστικών και εποπτικών εξελίξεων, των πρακτικών επιβολής της εφαρμογής και άλλων σχετικών εξελίξεων στην αγορά στις τρίτες χώρες για τις οποίες έχουν εκδοθεί αποφάσεις ισοδυναμίας. Προβαίνει επίσης σε απολογισμό του τρόπου με τον οποίο έχει εξελιχθεί η διασυνοριακή παροχή επενδυτικών υπηρεσιών από επιχειρήσεις τρίτων χωρών γενικά και ιδίως όσον αφορά τις υπηρεσίες και τις δραστηριότητες του παραρτήματος Ι τμήμα A σημεία 3) και 6) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Η έκθεση περιλαμβάνει επίσης σε εύθετο χρόνο πληροφορίες σχετικά με τις εν εξελίξει αξιολογήσεις ισοδυναμίας που πραγματοποιεί η Επιτροπή όσον αφορά τρίτη χώρα.».

6)

Το άρθρο 49 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 49

Μέτρα που λαμβάνει η ΕΑΚΑΑ

1.   Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να απαγορεύει προσωρινά ή να περιορίζει την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες από επιχείρηση τρίτης χώρας σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 1, όταν η επιχείρηση τρίτης χώρας δεν συμμορφώνεται με απαγόρευση ή περιορισμό που επιβάλλει η ΕΑΚΑΑ ή η ΕΑΤ σύμφωνα με τα άρθρα 40 και 41 ή η αρμόδια αρχή σύμφωνα με το άρθρο 42, όταν δεν έχει συμμορφωθεί με αίτημα της ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφοι 6α και 6β εγκαίρως και με τον δέοντα τρόπο ή όταν η επιχείρηση τρίτης χώρας δεν συνεργάζεται με έρευνα ή επιτόπια επιθεώρηση που πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 47 παράγραφος 2.

2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, η ΕΑΚΑΑ ανακαλεί την εγγραφή μιας επιχείρησης τρίτης χώρας από το μητρώο που δημιουργείται σύμφωνα με το άρθρο 48, όταν η ΕΑΚΑΑ παρέπεμψε το ζήτημα στην αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας και η εν λόγω αρμόδια αρχή δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών ή την ορθή λειτουργία των αγορών στην Ένωση ή δεν μπόρεσε να τεκμηριώσει ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση τρίτης χώρας συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που ισχύουν για αυτήν στην τρίτη χώρα ή με τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων εκδόθηκε απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 47 παράγραφος 1 και ισχύει ένα από τα ακόλουθα:

α)

η ΕΑΚΑΑ έχει βάσιμους λόγους, στηριζόμενους σε έγγραφα στοιχεία αξιολόγησης, συμπεριλαμβανομένων αλλά όχι αποκλειστικά των ετήσιων πληροφοριών που παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 6α, να πιστεύει ότι, κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων στην Ένωση, η επιχείρηση τρίτης χώρας ενεργεί με τρόπο σαφώς επιζήμιο για τα συμφέροντα των επενδυτών ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών,

β)

η ΕΑΚΑΑ έχει βάσιμους λόγους, στηριζόμενους σε έγγραφα στοιχεία αξιολόγησης, συμπεριλαμβανομένων αλλά όχι αποκλειστικά των ετήσιων πληροφοριών που παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 6α, να πιστεύει ότι, κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων στην Ένωση, η επιχείρηση τρίτης χώρας έχει υποπέσει σε σοβαρές παραβάσεις των διατάξεων που ισχύουν για αυτήν στην τρίτη χώρα και βάσει των οποίων η Επιτροπή έχει εκδώσει την απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 47 παράγραφος 1.

3.   Η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει εγκαίρως την αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας σχετικά με την πρόθεσή της να αναλάβει δράση σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή 2.

Όταν αποφασίζει σχετικά με την ενδεδειγμένη δράση που πρέπει να λάβει δυνάμει του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ συνεκτιμά τη φύση και τη σοβαρότητα του κινδύνου για τους επενδυτές και την εύρυθμη λειτουργία των αγορών στην Ένωση, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

τη διάρκεια και τη συχνότητα του αναδυόμενου κινδύνου,

β)

κατά πόσον ο κίνδυνος αποκάλυψε σοβαρές ή συστημικές αδυναμίες στις διαδικασίες της επιχείρησης τρίτης χώρας,

γ)

αν ένα οικονομικό έγκλημα προκλήθηκε, διευκολύνθηκε ή μπορεί κατ’ άλλον τρόπο να αποδοθεί στον κίνδυνο,

δ)

κατά πόσον ο κίνδυνος εμφανίστηκε εσκεμμένα ή λόγω αμέλειας.

Η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει αμελλητί την Επιτροπή και την επιχείρηση τρίτης χώρας για οποιοδήποτε μέτρο λαμβάνει σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή 2 και δημοσιεύει την απόφασή της στον ιστότοπό της.

Η Επιτροπή εκτιμά κατά πόσον οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων εκδόθηκε απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 47 παράγραφος 1 εξακολουθούν να ισχύουν σε σχέση με τη συγκεκριμένη τρίτη χώρα.».

7)

Στο άρθρο 52, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«13.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020, η ΕΑΚΑΑ προβαίνει σε αποτίμηση των αναγκών σε προσωπικό και πόρους τις οποίες συνεπάγεται η ανάληψη των εξουσιών και καθηκόντων της σύμφωνα με το άρθρο 64 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.».

8)

Στο άρθρο 54, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι επιχειρήσεις τρίτων χωρών μπορούν να εξακολουθήσουν να παρέχουν υπηρεσίες και να ασκούν δραστηριότητες στα κράτη μέλη, σύμφωνα με τα εθνικά καθεστώτα, μέχρι τρία έτη μετά την έκδοση από την Επιτροπή απόφασης που αφορά την εκάστοτε τρίτη χώρα, σύμφωνα με το άρθρο 47. Οι υπηρεσίες και οι δραστηριότητες που δεν καλύπτονται από τέτοια απόφαση μπορούν να συνεχίσουν να παρέχονται σύμφωνα με εθνικό καθεστώς.».

Άρθρο 64

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014

Στο άρθρο 12α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (28), προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Σύμφωνα με το άρθρο 65 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*11), οι παραπομπές στο άρθρο 92 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 στον παρόντα κανονισμό όσον αφορά τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική βάση των επιχειρήσεων επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο γ) του παρόντος κανονισμού και που δεν αποτελούν επιχειρήσεις επενδύσεων του άρθρου 1 παράγραφος 2 ή 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 νοούνται ως εξής:

α)

οι παραπομπές στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά την απαίτηση συνολικού δείκτη κεφαλαίου στον παρόντα κανονισμό αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033,

β)

οι παραπομπές στο άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά το συνολικό ποσό του ανοίγματος σε κίνδυνο στον παρόντα κανονισμό αναφέρονται στην ισχύουσα απαίτηση του άρθρου 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, πολλαπλασιαζόμενο επί 12,5.

Σύμφωνα με το άρθρο 65 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*12), οι παραπομπές στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ στον παρόντα κανονισμό όσον αφορά τις πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο γ) του παρόντος κανονισμού και που δεν είναι επιχειρήσεις επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 νοούνται ως παραπομπές στο άρθρο 40 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034.

ΔΕΚΑΤΟ ΜΕΡΟΣ

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 65

Αναφορές στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε άλλες ενωσιακές νομικές πράξεις

Για τους σκοπούς των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας των επιχειρήσεων επενδύσεων, οι παραπομπές στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 που περιέχονται σε άλλες πράξεις της Ένωσης νοούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 66

Έναρξη ισχύος και ημερομηνία εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Εφαρμόζεται από τις 26 Ιουνίου 2021.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2:

α)

το άρθρο 63 σημεία 2) και 3) εφαρμόζεται από τις 26 Μαρτίου 2020,

β)

το άρθρο 62 σημείο 30) εφαρμόζεται από τις 25 Δεκεμβρίου 2019.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 27 Νοεμβρίου 2019.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

D. M. SASSOLI

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

T. TUPPURAINEN


(1)  ΕΕ C 378 της 19.10.2018, σ. 5.

(2)  ΕΕ C 262 της 25.7.2018, σ. 35.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2019 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσης Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 8ης Νοεμβρίου 2019.

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(5)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(6)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).

(7)  Οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με την προληπτική εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/87/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ (βλέπε σελίδα 64 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/876 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τον δείκτη μόχλευσης, τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης, τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, τον κίνδυνο αγοράς, τα ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων, τα ανοίγματα έναντι οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα και τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών και δημοσιοποίησης, καθώς και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 150 της 7.6.2019, σ. 1).

(9)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/61 της Επιτροπής, της 10ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά την απαίτηση κάλυψης του κινδύνου ρευστότητας για τα πιστωτικά ιδρύματα (ΕΕ L 11 της 17.1.2015, σ. 1).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/630 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2019, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά την ελάχιστη κάλυψη ζημιών για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΕΕ L 111 της 25.4.2019, σ. 4).

(12)  Οδηγία (ΕΕ) 2019/878 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις εξαιρούμενες οντότητες, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τις αποδοχές, τα μέτρα και τις εξουσίες εποπτείας και τα μέτρα διατήρησης κεφαλαίου (ΕΕ L 150 της 7.6.2019, σ. 253).

(13)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).

(14)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(15)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).

(16)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(17)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

(18)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 35).

(19)  Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).

(20)  Οδηγία 2013/34/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/EOK και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).

(21)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2365 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, περί διαφάνειας των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων και επαναχρησιμοποίησης, και περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 1).

(22)  Οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων και για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 73/239/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ 93/6/ΕΟΚ και 93/22/ΕΟΚ και των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 98/78/ΕΚ και 2000/12/ΕΚ (ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1).

(23)  Κατ’ εξουσιοδότηση οδηγία (ΕΕ) 2017/593 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τη διατήρηση των χρηματοπιστωτικών μέσων και κεφαλαίων που ανήκουν στους πελάτες, τις υποχρεώσεις παρακολούθησης των προϊόντων και τους κανόνες που ισχύουν για την παροχή ή λήψη αμοιβών, προμηθειών ή άλλων χρηματικών ή μη χρηματικών οφελών (ΕΕ L 87 της 31.3.2017, σ. 500).

(24)  Οδηγία 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1986, για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και λοιπών άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 372 της 31.12.1986, σ. 1).

(25)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (EE) 2017/578 της Επιτροπής, της 13ης Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προσδιορίζουν τις απαιτήσεις για τις συμφωνίες και τα συστήματα ειδικής διαπραγμάτευσης (ΕΕ L 87 της 31.3.2017, σ. 183).

(26)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/567 της Επιτροπής, της 18ης Μαΐου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τους ορισμούς, τη διαφάνεια, τη συμπίεση χαρτοφυλακίου και τα εποπτικά μέτρα σχετικά με παρεμβάσεις σε προϊόντα και θέσεις (ΕΕ L 87 της 31.3.2017, σ. 90).

(27)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

(28)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 225 της 30.7.2014, σ. 1).


ΟΔΗΓΙΕΣ

5.12.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 314/64


OΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2019/2034 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 27ης Νοεμβρίου 2019

σχετικά με την προληπτική εποπτεία επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/87/ΕΚ,Y 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 53 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η αυστηρή προληπτική εποπτεία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του κανονιστικού περιβάλλοντος εντός του οποίου τα χρηματοδοτικά ιδρύματα παρέχουν υπηρεσίες εντός της Ένωσης. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων υπόκεινται, από κοινού με τα πιστωτικά ιδρύματα, στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) όσον αφορά την προληπτική μεταχείριση και εποπτεία τους, ενώ οι απαιτήσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας και άλλες οργανωτικές απαιτήσεις και απαιτήσεις δεοντολογίας καθορίζονται στην οδηγία 2014/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6).

(2)

Τα υφιστάμενα καθεστώτα προληπτικής εποπτείας βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ βασίζονται, σε μεγάλο βαθμό, σε διαδοχικές επαναλήψεις των διεθνών ρυθμιστικών προτύπων που έχουν καθοριστεί για μεγάλους τραπεζικούς ομίλους από την Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία και αντιμετωπίζουν μόνον εν μέρει τους ειδικούς κινδύνους που είναι εγγενείς στις διάφορες δραστηριότητες μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων επενδύσεων. Ως εκ τούτου, τα ιδιαίτερα τρωτά σημεία και οι κίνδυνοι που χαρακτηρίζουν τις εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να αντιμετωπιστούν περαιτέρω, με αποτελεσματικές, κατάλληλες και αναλογικές ρυθμίσεις προληπτικής εποπτείας σε επίπεδο Ένωσης, οι οποίες συμβάλλουν στην εξασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού σε ολόκληρη την Ένωση, που παρέχουν εχέγγυα για αποτελεσματική προληπτική εποπτεία, διατηρώντας παράλληλα το κόστος συμμόρφωσης υπό έλεγχο, και που εξασφαλίζουν επαρκή κεφάλαια για τους κινδύνους των επιχειρήσεων επενδύσεων.

(3)

Η ορθή προληπτική εποπτεία θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων διοικούνται με μεθοδικό τρόπο και με σκοπό τη βέλτιστη εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πελατών τους. Θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το ενδεχόμενο υπερβολικής ανάληψης κινδύνων από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους πελάτες τους και τους διάφορους βαθμούς κινδύνου που αναλαμβάνουν ή ενέχουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων. Ομοίως, η εν λόγω προληπτική εποπτεία θα πρέπει να αποσκοπεί στην αποφυγή επιβολής δυσανάλογου διοικητικού φόρτου για τις επιχειρήσεις επενδύσεων. Ταυτόχρονα, η εν λόγω προληπτική εποπτεία θα πρέπει να καθιστά δυνατή την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ της κατοχύρωσης της ασφάλειας και της ευρωστίας των επιχειρήσεων επενδύσεων και της αποφυγής του υπερβολικού κόστους, το οποίο θα μπορούσε να υπονομεύσει τη βιωσιμότητα των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων.

(4)

Πολλές από τις απαιτήσεις που απορρέουν από το πλαίσιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ αποσκοπούν στην αντιμετώπιση των κοινών κινδύνων που διατρέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα. Συνεπώς, οι υφιστάμενες απαιτήσεις έχουν διαμορφωθεί, σε μεγάλο βαθμό, με γνώμονα τη διατήρηση της δανειοδοτικής ικανότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων στη διάρκεια των οικονομικών κύκλων και την προστασία καταθετών και φορολογουμένων από ενδεχόμενη πτώχευση, και δεν έχουν σχεδιαστεί για την αντιμετώπιση όλων των διαφορετικών προφίλ κινδύνου των επιχειρήσεων επενδύσεων. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν διατηρούν μεγάλα χαρτοφυλάκια δανείων λιανικής και επιχειρηματικών δανείων και δεν δέχονται καταθέσεις. Η πιθανότητα να έχει η πτώχευσή τους αρνητικές επιπτώσεις στη γενικότερη χρηματοπιστωτική σταθερότητα είναι μικρότερη σε σχέση με την περίπτωση των πιστωτικών ιδρυμάτων, οι επιχειρήσεις επενδύσεων ενέχουν, ωστόσο, κίνδυνο που είναι απαραίτητο να αντιμετωπιστεί με ισχυρό πλαίσιο. Επομένως, οι κίνδυνοι που διατρέχουν και ενέχουν οι περισσότερες επιχειρήσεις επενδύσεων διαφέρουν ουσιωδώς από τους κινδύνους που διατρέχουν και ενέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα και η διαφορά αυτή θα πρέπει να αποτυπώνεται σαφώς στο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας της Ένωσης.

(5)

Οι διαφορές στην εφαρμογή του υφιστάμενου προληπτικού πλαισίου στα διάφορα κράτη μέλη συνιστούν απειλή για τους ισότιμους όρους ανταγωνισμού των επιχειρήσεων επενδύσεων εντός της Ένωσης, καθώς παρεμποδίζουν την πρόσβαση των επενδυτών σε νέες ευκαιρίες και σε καλύτερους τρόπους διαχείρισης των κινδύνων τους. Οι διαφορές αυτές προκύπτουν από τη συνολική πολυπλοκότητα της εφαρμογής του πλαισίου στις διάφορες επιχειρήσεις επενδύσεων με βάση τις υπηρεσίες που παρέχουν, ενώ ορισμένες εθνικές αρχές προβαίνουν σε προσαρμογή ή εξορθολογισμό της εν λόγω εφαρμογής στην εθνική νομοθεσία ή πρακτική. Δεδομένου ότι το υφιστάμενο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας δεν αντιμετωπίζει το σύνολο των κινδύνων που διατρέχουν και ενέχουν κάποια είδη επιχειρήσεων επενδύσεων, σε κάποια κράτη μέλη επιβάλλονται μεγάλες κεφαλαιακές προσαυξήσεις σε ορισμένες επιχειρήσεις επενδύσεων. Θα πρέπει να θεσπιστούν ενιαίες διατάξεις που αντιμετωπίζουν αυτούς τους κινδύνους, προκειμένου να διασφαλιστεί εναρμονισμένη προληπτική εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων σε ολόκληρη την Ένωση.

(6)

Ως εκ τούτου, απαιτείται ένα ειδικό καθεστώς προληπτικής εποπτείας για επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες, λόγω του μεγέθους και της διασύνδεσής τους με άλλους χρηματοπιστωτικούς και οικονομικούς παράγοντες, δεν είναι συστημικές. Ωστόσο, οι συστημικές επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να εξακολουθήσουν να υπόκεινται στο υφιστάμενο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Οι εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων αποτελούν υποσύνολο των επιχειρήσεων επενδύσεων στις οποίες εφαρμόζεται επί του παρόντος το πλαίσιο που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ και δεν τυγχάνουν ειδικών εξαιρέσεων από καμία από τις βασικές τους απαιτήσεις. Οι μεγαλύτερες και πλέον διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων διαθέτουν επιχειρηματικά μοντέλα και προφίλ κινδύνου τα οποία είναι παρόμοια με εκείνα σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων. Παρέχουν υπηρεσίες «τραπεζικού τύπου» και αναλαμβάνουν κινδύνους σε σημαντική κλίμακα. Επιπλέον, οι συστημικές επιχειρήσεις επενδύσεων είναι αρκετά μεγάλες και διαθέτουν επιχειρηματικά μοντέλα και προφίλ κινδύνου που συνιστούν απειλή για τη σταθερή και εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, όπως ακριβώς και τα μεγάλα πιστωτικά ιδρύματα. Επομένως, είναι σκόπιμο να συνεχίσουν οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις επενδύσεων να υπόκεινται στις διατάξεις που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ.

(7)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που ασχολούνται με τη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό, που ασχολούνται με την αναδοχή ή την τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης σε σημαντική κλίμακα ή που αποτελούν εκκαθαριστικά μέλη κεντρικών αντισυμβαλλομένων είναι πιθανόν να διαθέτουν παρόμοια επιχειρηματικά μοντέλα και προφίλ κινδύνου με εκείνα των πιστωτικών ιδρυμάτων. Δεδομένων των δραστηριοτήτων και του μεγέθους τους, οι εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων είναι πιθανόν να παρουσιάζουν κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα οι οποίοι είναι συγκρίσιμοι με εκείνους που παρουσιάζουν τα πιστωτικά ιδρύματα. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να εξακολουθήσουν να υπόκεινται στην ίδια προληπτική μεταχείριση με τα πιστωτικά ιδρύματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και να τηρούν τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

(8)

Ενδέχεται να υπάρχουν κράτη μέλη στα οποία οι αρχές που είναι αρμόδιες για την προληπτική εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων να είναι διαφορετικές από τις αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία της συμπεριφοράς στην αγορά. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να δημιουργηθεί ένας μηχανισμός συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρχών αυτών, προκειμένου να διασφαλιστεί εναρμονισμένη προληπτική εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων σε ολόκληρη την Ένωση η οποία θα λειτουργεί γρήγορα και αποτελεσματικά.

(9)

Μια επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να διενεργεί συναλλαγές μέσω ενός εκκαθαριστικού μέλους σε άλλο κράτος μέλος. Σε τέτοια περίπτωση, θα πρέπει να θεσπιστεί μηχανισμός για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των σχετικών αρμόδιων αρχών στα διάφορα κράτη μέλη. Ο εν λόγω μηχανισμός θα πρέπει να επιτρέπει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της αρμόδιας αρχής για την προληπτική εποπτεία της επιχείρησης επενδύσεων και είτε της αρχής που εποπτεύει το εκκαθαριστικό μέλος είτε της αρχής που εποπτεύει τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, σχετικά με το μοντέλο και τις παραμέτρους που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των απαιτήσεων περιθωρίου ασφαλείας της επιχείρησης επενδύσεων, όταν η εν λόγω μέθοδος υπολογισμού χρησιμοποιείται ως βάση για τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων της εν λόγω επιχείρησης.

(10)

Για να ενισχυθεί η εναρμόνιση των εποπτικών προτύπων και πρακτικών εντός της Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), που συγκροτήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) (ΕΑΤ), θα πρέπει, σε στενή συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), που συγκροτήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8) (ΕΑΚΑΑ), να διατηρήσει την κύρια αρμοδιότητα για τον συντονισμό και τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών στον τομέα της προληπτικής εποπτείας των επιχειρήσεων επενδύσεων εντός του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ).

(11)

Το απαιτούμενο επίπεδο αρχικού κεφαλαίου μιας επιχείρησης επενδύσεων θα πρέπει να βασίζεται στις υπηρεσίες και τις δραστηριότητες που έχει άδεια να παρέχει και να ασκεί, αντίστοιχα, η συγκεκριμένη επιχείρηση επενδύσεων σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ. Η δυνατότητα των κρατών μελών να μειώνουν το απαιτούμενο επίπεδο αρχικού κεφαλαίου σε ειδικές περιπτώσεις, όπως προβλέπεται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ, αφενός, και το φαινόμενο της άνισης εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, αφετέρου, έχουν οδηγήσει σε μια κατάσταση όπου το απαιτούμενο επίπεδο αρχικού κεφαλαίου εμφανίζει αποκλίσεις ανά την Ένωση. Για να δοθεί τέλος σε αυτόν τον κατακερματισμό, το απαιτούμενο επίπεδο αρχικού κεφαλαίου θα πρέπει να εναρμονιστεί για όλες τις επιχειρήσεις επενδύσεων στην Ένωση. Προκειμένου να περιοριστούν τα εμπόδια για την είσοδο στην αγορά που υπάρχουν επί του παρόντος για τους πολυμερείς μηχανισμούς διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ) και τους μηχανισμούς οργανωμένης διαπραγμάτευσης (ΜΟΔ), το αρχικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων επενδύσεων που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ θα πρέπει να καθορίζεται στο επίπεδο που αναφέρεται στην παρούσα οδηγία. Στην περίπτωση που σε επιχείρηση επενδύσεων που διαθέτει άδεια για να διαχειρίζεται ΜΟΔ έχει επίσης επιτραπεί να διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 20 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, το αρχικό της κεφάλαιο θα πρέπει να καθορίζεται στο επίπεδο που αναφέρεται στην παρούσα οδηγία.

(12)

Παρότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν θα πρέπει πλέον να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, ορισμένες έννοιες που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο των εν λόγω νομοθετικών πράξεων θα πρέπει να διατηρούν την καθιερωμένη τους έννοια. Για να καταστεί δυνατή και να διευκολυνθεί η συνεπής ερμηνεία αυτών των εννοιών, όταν χρησιμοποιούνται στις ενωσιακές νομικές πράξεις, οι αναφορές στο αρχικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων επενδύσεων, στις εποπτικές εξουσίες των αρμόδιων αρχών για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, στη διαδικασία αξιολόγησης της επάρκειας του εσωτερικού κεφαλαίου των επιχειρήσεων επενδύσεων, στη διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης από τις αρμόδιες αρχές για τις επιχειρήσεις επενδύσεων και στις διατάξεις περί διακυβέρνησης και αποδοχών που ισχύουν για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, οι οποίες εμπεριέχονται στις εν λόγω πράξεις, θα πρέπει να νοούνται ως αναφορές στις αντίστοιχες διατάξεις της παρούσας οδηγίας.

(13)

Προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς είναι να εναπόκειται η ευθύνη για την προληπτική εποπτεία μιας επιχείρησης επενδύσεων, ιδίως σε σχέση με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική ευρωστία της, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής. Προκειμένου επίσης να επιτευχθεί αποτελεσματική εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων σε άλλα κράτη μέλη, στα οποία παρέχουν υπηρεσίες ή έχουν υποκατάστημα, θα πρέπει να διασφαλίζεται στενή συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές των εν λόγω κρατών μελών.

(14)

Για ενημερωτικούς και εποπτικούς σκοπούς και ιδίως για να διασφαλίζεται η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών καταγωγής θα πρέπει να είναι σε θέση, κατά περίπτωση, να διενεργούν επιτόπιους ελέγχους και να επιθεωρούν τις δραστηριότητες των υποκαταστημάτων των επιχειρήσεων επενδύσεων στο έδαφός τους, καθώς και να απαιτούν πληροφόρηση σχετικά με τις δραστηριότητες των εν λόγω υποκαταστημάτων. Τα εποπτικά μέτρα για τα εν λόγω υποκαταστήματα θα πρέπει, ωστόσο, να παραμείνουν στην αρμοδιότητα του κράτους μέλους καταγωγής.

(15)

Για την προστασία των εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να δεσμεύονται από κανόνες επαγγελματικού απορρήτου κατά την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων τους, καθώς και κατά την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών.

(16)

Για την ενίσχυση της προληπτικής εποπτείας των επιχειρήσεων επενδύσεων, καθώς και για την προστασία των πελατών των επιχειρήσεων επενδύσεων, οι ελεγκτές θα πρέπει να διενεργούν την εξακρίβωση με αμερόληπτο τρόπο και να γνωστοποιούν ταχέως στις αρμόδιες αρχές γεγονότα τα οποία είναι δυνατόν να επηρεάσουν σοβαρά τη χρηματοοικονομική κατάσταση μιας επιχείρησης επενδύσεων ή τη διοικητική και λογιστική οργάνωσή της.

(17)

Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) και τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10). Πιο συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις όπου επιτρέπεται, βάσει της παρούσας οδηγίας, η ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με τρίτες χώρες, θα πρέπει να εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και το κεφάλαιο V του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725.

(18)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το Συμβουλίου (11), τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέπουν διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα που να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά. Για να διασφαλιστεί ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των διοικητικών κυρώσεων, αυτές θα πρέπει να δημοσιεύονται, εκτός από σαφώς καθορισμένες περιπτώσεις. Για να είναι σε θέση οι πελάτες και οι επενδυτές να λαμβάνουν τεκμηριωμένες αποφάσεις όσον αφορά τις επενδυτικές τους επιλογές, θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα που επιβάλλονται σε επιχειρήσεις επενδύσεων.

(19)

Προκειμένου να εντοπίζονται παραβάσεις εθνικών διατάξεων μεταφοράς της παρούσας οδηγίας, καθώς και παραβιάσεις του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διαθέτουν τις αναγκαίες εξουσίες διερεύνησης και θα πρέπει να θεσπίζουν αποτελεσματικούς και ταχείς μηχανισμούς για την καταγγελία πιθανών ή πραγματικών παραβάσεων.

(20)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν θεωρούνται μικρές και μη διασυνδεδεμένες θα πρέπει να έχουν διαθέσιμο εσωτερικό κεφάλαιο το οποίο να επαρκεί, από πλευράς ποσότητας, ποιότητας και κατανομής, για την κάλυψη των ειδικών κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένες ή μπορεί να εκτεθούν. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων διαθέτουν επαρκείς στρατηγικές και διαδικασίες για την εκτίμηση και τη διατήρηση της επάρκειας του εσωτερικού κεφαλαίου τους. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να ζητούν από τις μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων να εφαρμόζουν, κατά περίπτωση, παρόμοιες απαιτήσεις.

(21)

Οι εξουσίες εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης θα πρέπει να εξακολουθήσουν να αποτελούν σημαντικό ρυθμιστικό εργαλείο που παρέχει στις αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα να προβαίνουν σε εκτίμηση των ποιοτικών στοιχείων, όπου συμπεριλαμβάνονται η εσωτερική διακυβέρνηση και οι εσωτερικοί έλεγχοι, οι διεργασίες και διαδικασίες διαχείρισης των κινδύνων και, εφόσον χρειαστεί, να καθορίζουν πρόσθετες απαιτήσεις, ειδικότερα όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και τις απαιτήσεις ρευστότητας, ιδίως για επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν θεωρούνται μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις και, όταν η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι δικαιολογείται και είναι σκόπιμο, επίσης για τις μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων.

(22)

Η αρχή της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία ή για εργασία της αυτής αξίας προβλέπεται στο άρθρο 157 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Η εν λόγω αρχή θα πρέπει να εφαρμόζεται με συνέπεια από τις επιχειρήσεις επενδύσεων. Για την ευθυγράμμιση των αποδοχών με το προφίλ κινδύνου των επιχειρήσεων επενδύσεων και για την κατοχύρωση ισότιμων όρων ανταγωνισμού, οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να υπόκεινται σε σαφείς αρχές σχετικά με τις ρυθμίσεις εταιρικής διακυβέρνησης και σε κανόνες σχετικά με τις αποδοχές, που να είναι ουδέτεροι ως προς το φύλο και να λαμβάνουν υπόψη τις διαφορές μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων. Οι μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει, ωστόσο, να εξαιρεθούν από τους κανόνες αυτούς, διότι οι διατάξεις περί αποδοχών και εταιρικής διακυβέρνησης που παρατίθενται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ είναι επαρκώς λεπτομερείς για αυτές τις κατηγορίες επιχειρήσεων επενδύσεων.

(23)

Ομοίως, η έκθεση της Επιτροπής της 28ης Ιουλίου 2016 για την αξιολόγηση των κανόνων σχετικά με τις αποδοχές που προβλέπουν η οδηγία 2013/36/ΕΕ και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 κατέδειξε ότι οι απαιτήσεις για την αναβολή της καταβολής μέρους των αποδοχών και την καταβολή σε μέσα, που προβλέπονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ, δεν είναι κατάλληλες για μικρές και μη πολύπλοκες επιχειρήσεις επενδύσεων ή για προσωπικό με χαμηλά επίπεδα μεταβλητών αποδοχών. Είναι αναγκαίο να υπάρχουν σαφή, συνεπή και εναρμονισμένα κριτήρια για τον προσδιορισμό επιχειρήσεων επενδύσεων και προσώπων που εξαιρούνται από τις εν λόγω απαιτήσεις, ώστε να διασφαλιστεί εποπτική σύγκλιση και ισότιμοι όροι ανταγωνισμού. Δεδομένου του σημαντικού ρόλου που διαδραματίζουν τα υψηλά αμειβόμενα πρόσωπα στη διεύθυνση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και τις μακροπρόθεσμες επιδόσεις των επιχειρήσεων επενδύσεων, θα πρέπει να διασφαλιστεί αποτελεσματική εποπτεία των πρακτικών και των τάσεων σχετικά με πρόσωπα με υψηλές αποδοχές. Συνεπώς, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να παρακολουθούν τις αποδοχές των υψηλά αμειβόμενων προσώπων.

(24)

Είναι επίσης σκόπιμο να παρέχονται κάποια περιθώρια ευελιξίας στις επιχειρήσεις επενδύσεων όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι επιχειρήσεις επενδύσεων χρησιμοποιούν μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα για την καταβολή μεταβλητών αποδοχών, υπό τον όρο τα εν λόγω μέσα είναι πρόσφορα για την επίτευξη του στόχου της εναρμόνισης των συμφερόντων του προσωπικού με τα συμφέροντα των διαφόρων εμπλεκομένων, όπως των μετόχων και των πιστωτών, και συμβάλλουν στην εναρμόνιση των μεταβλητών αποδοχών με το προφίλ κινδύνου της επιχείρησης επενδύσεων.

(25)

Τα έσοδα των επιχειρήσεων επενδύσεων υπό τη μορφή αμοιβών, προμηθειών και λοιπών εσόδων σε σχέση με την παροχή διαφόρων επενδυτικών υπηρεσιών είναι ιδιαιτέρως ευμετάβλητα. Ο περιορισμός της μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών σε μέρος της σταθερής συνιστώσας των αποδοχών θα επηρέαζε τη δυνατότητα της επιχείρησης επενδύσεων να μειώνει τις αποδοχές, σε περιόδους μειωμένων εσόδων, και ενδεχομένως θα επέφερε αύξηση της βάσης σταθερού κόστους της επιχείρησης επενδύσεων, πράγμα το οποίο με τη σειρά του θα οδηγούσε σε κινδύνους για την ικανότητα της επιχείρησης επενδύσεων να ανταπεξέλθει σε περιόδους οικονομικής ύφεσης ή μειωμένων εσόδων. Για να αποφευχθούν οι εν λόγω κίνδυνοι, δεν θα πρέπει να επιβάλλεται ενιαία μέγιστη αναλογία μεταξύ του μεταβλητού και της σταθερής συνιστώσας των αποδοχών στις μη συστημικές επιχειρήσεις επενδύσεων. Αντιθέτως, οι εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να καθορίζουν οι ίδιες τη δέουσα αναλογία. Ωστόσο, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν μέτρα στο εθνικό δίκαιο που είναι σχεδιασμένα για να επιβάλλουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων αυστηρότερες απαιτήσεις σε σχέση με τη μέγιστη αναλογία μεταξύ του μεταβλητού και της σταθερής συνιστώσας των αποδοχών. Επιπλέον, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη να επιβάλλουν την εν λόγω μέγιστη αναλογία σε όλα τα είδη ή σε συγκεκριμένα είδη επιχειρήσεων επενδύσεων.

(26)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη να υιοθετούν αυστηρότερη προσέγγιση σε ό,τι αφορά τις αποδοχές όταν οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη.

(27)

Στα κράτη μέλη χρησιμοποιούνται διαφορετικές δομές διακυβέρνησης. Τις περισσότερες φορές πρόκειται για ενιαίο ή διπλό διοικητικό συμβούλιο. Στόχος των ορισμών που παρατίθενται στην παρούσα οδηγία είναι να καλύπτουν όλες τις υφιστάμενες δομές χωρίς να εκφράζεται προτίμηση σε κάποια συγκεκριμένη δομή. Είναι καθαρά λειτουργικοί και έχουν ως στόχο τη διατύπωση κανόνων που αποσκοπούν σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα ανεξαρτήτως του εθνικού εταιρικού δικαίου που εφαρμόζεται στα ιδρύματα κάθε κράτους μέλους. Ως εκ τούτου οι ορισμοί δεν θα πρέπει να θίγουν τη γενική κατανομή αρμοδιοτήτων σύμφωνα με το εθνικό εταιρικό δίκαιο.

(28)

Τα διοικητικά όργανα θα πρέπει να θεωρούνται ότι έχουν εκτελεστικές και εποπτικές λειτουργίες. Οι αρμοδιότητες και η δομή των διοικητικών οργάνων διαφέρουν μεταξύ των κρατών μελών. Στα κράτη μέλη στα οποία τα διοικητικά όργανα έχουν δομή μίας βαθμίδας, τα διοικητικά και εποπτικά καθήκοντα ασκούνται συνήθως από ένα και μόνο συμβούλιο. Στα κράτη μέλη με σύστημα δύο βαθμίδων, οι εποπτικές λειτουργίες επιτελούνται από χωριστό εποπτικό συμβούλιο, το οποίο δεν έχει εκτελεστικές λειτουργίες, και οι εκτελεστικές λειτουργίες από χωριστό διοικητικό συμβούλιο, το οποίο είναι υπεύθυνο και λογοδοτεί για την καθημερινή διοίκηση της επιχείρησης. Συνεπώς, στις διαφορετικές οντότητες εντός του διοικητικού οργάνου ανατίθενται χωριστά καθήκοντα.

(29)

Ως απάντηση στη διογκούμενη απαίτηση της κοινής γνώμης για φορολογική διαφάνεια, αλλά και για την προώθηση της εταιρικής ευθύνης των επιχειρήσεων επενδύσεων, είναι σκόπιμο να απαιτείται από τις επιχειρήσεις επενδύσεων, εκτός αν χαρακτηρίζονται ως μικρές και μη διασυνδεδεμένες, να γνωστοποιούν σε ετήσια βάση συγκεκριμένες πληροφορίες όπως, μεταξύ άλλων, πληροφορίες για τα κέρδη που έχουν πραγματοποιηθεί, τους φόρους που έχουν καταβληθεί και τις δημόσιες επιδοτήσεις που έχουν εισπραχθεί.

(30)

Προκειμένου να αντιμετωπίζονται οι κίνδυνοι σε επίπεδο ομίλου που απαρτίζεται αποκλειστικά από επιχειρήσεις επενδύσεων, η μέθοδος εποπτικής ενοποίησης που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033 θα πρέπει, στην περίπτωση ομίλων που απαρτίζονται αποκλειστικά από επιχειρήσεις επενδύσεων, να συνοδεύονται από δοκιμή κεφαλαίων ομίλου για τις απλούστερες δομές ομίλων. Ο προσδιορισμός της αρχής εποπτείας του ομίλου, ωστόσο, θα πρέπει και στις δύο περιπτώσεις να βασίζεται στις ίδιες αρχές που ισχύουν και στην περίπτωση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Για να διασφαλίζεται καλή συνεργασία, τα βασικά στοιχεία των μέτρων συντονισμού, και ιδίως οι απαιτούμενες πληροφορίες σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης ή οι ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας, θα πρέπει να είναι παρόμοια με τα βασικά στοιχεία συντονισμού που ισχύουν στο πλαίσιο του ενιαίου εγχειριδίου κανόνων για τα πιστωτικά ιδρύματα.

(31)

Η Επιτροπή θα πρέπει να είναι σε θέση να υποβάλλει συστάσεις στο Συμβούλιο, στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης συμφωνιών μεταξύ της Ένωσης και τρίτων χωρών, σχετικά με την πρακτική άσκηση εποπτείας της συμμόρφωσης με τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου, για επιχειρήσεις επενδύσεων των οποίων οι μητρικές επιχειρήσεις είναι εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες, καθώς και για επιχειρήσεις επενδύσεων που δραστηριοποιούνται σε τρίτες χώρες των οποίων οι μητρικές επιχειρήσεις είναι εγκατεστημένες στην Ένωση. Επιπλέον, τα κράτη μέλη και η ΕΑΤ θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να καθιερώνουν ρυθμίσεις συνεργασίας με τρίτες χώρες, για την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων τους.

(32)

Για να κατοχυρωθεί ασφάλεια δικαίου και να αποφευχθούν οι αλληλεπικαλύψεις μεταξύ του υφιστάμενου πλαισίου προληπτικής εποπτείας, που ισχύει τόσο για τα πιστωτικά ιδρύματα όσο και για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, και της παρούσας οδηγίας, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η οδηγία 2013/36/ΕΕ θα πρέπει να τροποποιηθούν, ώστε να αφαιρεθούν οι επιχειρήσεις επενδύσεων από το πεδίο εφαρμογής τους. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που είναι μέλη τραπεζικού ομίλου θα πρέπει να εξακολουθήσουν να υπόκεινται στις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ οι οποίες είναι σχετικές με τον τραπεζικό όμιλο, όπως οι κανόνες περί εποπτικής ενοποίησης που καθορίζονται στα άρθρα 11 έως 24 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και οι διατάξεις για την ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση που αναφέρεται στο άρθρο 21β της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

(33)

Είναι αναγκαίο να εξειδικευτούν οι ενέργειες στις οποίες χρειάζεται να προβαίνουν οι επιχειρήσεις για να διαπιστώνουν αν εμπίπτουν στον ορισμό του πιστωτικού ιδρύματος, που παρατίθεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και οφείλουν, ως εκ τούτου, να λάβουν άδεια λειτουργίας ως πιστωτικά ιδρύματα. Επειδή ορισμένες επιχειρήσεις επενδύσεων ασκούν ήδη τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημεία 3) και 6) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, είναι επίσης αναγκαίο να διασφαλιστεί σαφήνεια σχετικά με τη συνέχιση της όποιας άδειας χορηγείται για τις δραστηριότητες αυτές. Ειδικότερα, είναι απαραίτητο οι αρμόδιες αρχές να διασφαλίσουν ότι η μετάβαση από το υφιστάμενο στο νέο πλαίσιο παρέχει επαρκή ασφάλεια δικαίου για τις επιχειρήσεις επενδύσεων.

(34)

Για να διασφαλιστεί αποτελεσματική εποπτεία, είναι σημαντικό οι επιχειρήσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 να υποβάλλουν αίτηση για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ως πιστωτικά ιδρύματα. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει, επομένως, να έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν κυρώσεις σε επιχειρήσεις που δεν υποβάλλουν αίτηση για χορήγηση της εν λόγω άδειας λειτουργίας.

(35)

Η τροποποίηση του ορισμού του «πιστωτικού ιδρύματος» που παρατίθεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033, μπορεί, από την έναρξη ισχύος του τελευταίου, να καλύπτει επιχειρήσεις επενδύσεων που λειτουργούν ήδη βάσει άδειας λειτουργίας που έχει εκδοθεί σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ. Στις εν λόγω επιχειρήσεις θα πρέπει να επιτραπεί να συνεχίσουν να λειτουργούν, βάσει της άδειας λειτουργίας τους, ως επιχειρήσεις επενδύσεων, έως ότου χορηγηθεί σε αυτές άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος. Οι εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να υποβάλλουν αίτηση άδειας λειτουργίας ως πιστωτικά ιδρύματα, το αργότερο όταν ο μέσος όρος του μηνιαίου συνόλου των στοιχείων ενεργητικού τους είναι ίσο με οποιοδήποτε από τα όρια που καθορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή τα υπερβεί, στη διάρκεια περιόδου 12 συναπτών μηνών. Σε περίπτωση που επιχειρήσεις επενδύσεων καλύψουν οποιοδήποτε από τα όρια που καθορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας, ο μέσος όρος του μηνιαίου συνόλου των στοιχείων ενεργητικού τους θα πρέπει να υπολογίζεται λαμβανομένων υπόψη των 12 συναπτών μηνών που προηγούνται της εν λόγω ημερομηνίας. Οι εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να υποβάλουν αίτηση άδειας λειτουργίας ως πιστωτικά ιδρύματα εντός ενός έτους και μίας ημέρας μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(36)

Η τροποποίηση του ορισμού του «πιστωτικού ιδρύματος» που παρατίθεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033, μπορεί επίσης να επηρεάσει επιχειρήσεις που έχουν ήδη υποβάλει αίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας ως επιχειρήσεις επενδύσεων, βάσει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, και για τις οποίες η αίτηση εκκρεμεί ακόμη. Οι εν λόγω αιτήσεις θα πρέπει να διαβιβάζονται στις αρμόδιες αρχές βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και να εξετάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας που παρατίθενται στην εν λόγω οδηγία, εάν τα προβλεπόμενα συνολικά στοιχεία ενεργητικού της επιχείρησης είναι ίσα με οποιοδήποτε από τα όρια που καθορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή τα υπερβαίνει.

(37)

Οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 θα πρέπει επίσης να υπόκεινται στο σύνολο των απαιτήσεων σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων, που καθορίζονται στον τίτλο III της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων περί ανάκλησης αδείας του άρθρου 18 της εν λόγω οδηγίας. Το άρθρο 18 της εν λόγω οδηγίας θα πρέπει, πάντως, να τροποποιηθεί, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι αρμόδιες αρχές δύνανται επίσης να ανακαλούν την άδεια λειτουργίας που έχει χορηγηθεί σε πιστωτικό ίδρυμα, όταν αυτό το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί την άδεια λειτουργίας του για την άσκηση αποκλειστικά και μόνο των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, για μια περίοδο πέντε συναπτών ετών, ο μέσος όρος των συνολικών στοιχείων ενεργητικού του είναι μικρότερος από τα όρια που καθορίζονται στο εν λόγω άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) στοιχείο β).

(38)

Σύμφωνα με το άρθρο 39 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, οι επιχειρήσεις τρίτων χωρών που παρέχουν χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες στην Ένωση υπόκεινται σε εθνικά καθεστώτα βάσει των οποίων ενδέχεται να απαιτείται η εγκατάσταση υποκαταστήματος σε κράτος μέλος. Για να διευκολυνθεί η τακτική παρακολούθηση και αξιολόγηση των δραστηριοτήτων που ασκούνται από επιχειρήσεις τρίτων χωρών μέσω υποκαταστημάτων στην Ένωση, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ενημερώνονται σχετικά με την κλίμακα και το εύρος των υπηρεσιών και των δραστηριοτήτων που ασκούνται μέσω υποκαταστημάτων στο έδαφός τους.

(39)

Οι ειδικές παραπομπές των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2009/65/ΕΚ (12), 2011/61/ΕΕ (13) και 2014/59/ΕΕ (14) στις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, οι οποίες παύουν να εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις επενδύσεων την ημερομηνία εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, θα πρέπει να νοούνται ως αναφορές στις αντίστοιχες διατάξεις στην παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033.

(40)

Η ΕΑΤ, σε συνεργασία με την ΕΑΚΑΑ, έχει εκδώσει έκθεση, βασισμένη σε διεξοδική ανάλυση του πλαισίου, συλλογή στοιχείων και διαβούλευση, σχετικά με την καθιέρωση ειδικού καθεστώτος προληπτικής εποπτείας για όλες τις μη συστημικές επιχειρήσεις επενδύσεων, το οποίο αποτελεί τη βάση για το αναθεωρημένο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων.

(41)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η εναρμονισμένη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, η ΕΑΤ θα πρέπει να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον περαιτέρω προσδιορισμό των κριτηρίων για να εμπίπτουν ορισμένες επιχειρήσεις επενδύσεων στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, για τον προσδιορισμό των πληροφοριών που θα πρέπει να ανταλλάσσουν οι αρμόδιες αρχές των κρατών καταγωγής και υποδοχής στο πλαίσιο της εποπτείας, για τον καθορισμό του τρόπου με τον οποίο οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να εκτιμούν το μέγεθος των δραστηριοτήτων τους για τους σκοπούς των απαιτήσεων εσωτερικής διακυβέρνησης και, κυρίως, αν αποτελούν μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων. Τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα θα πρέπει επίσης να προσδιορίζουν τις κατηγορίες των μελών του προσωπικού των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν σημαντικό αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου των επιχειρήσεων για τους σκοπούς των διατάξεων που αφορούν τις αποδοχές, και να προσδιορίζουν τα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2 που είναι κατάλληλα να χρησιμοποιούνται ως μεταβλητές αποδοχές. Τέλος, τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα θα πρέπει να προσδιορίζουν τα στοιχεία για την αξιολόγηση συγκεκριμένων κινδύνων ρευστότητας, την εφαρμογή απαιτήσεων πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων από τις αρμόδιες αρχές και τη λειτουργία των σωμάτων εποπτών. Η Επιτροπή θα πρέπει να συμπληρώνει την παρούσα οδηγία με την έγκριση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που καταρτίζει η ΕΑΤ μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων δυνάμει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η Επιτροπή και η ΕΑΤ θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα μπορούν να εφαρμόζονται από όλες τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις επενδύσεων κατά τρόπο ανάλογο προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εν λόγω επιχειρήσεων επενδύσεων και των δραστηριοτήτων τους

(42)

Θα πρέπει επίσης να ανατεθεί στην Επιτροπή η αρμοδιότητα έκδοσης των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που καταρτίζει η ΕΑΤ σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και τις απαιτήσεις δημοσίευσης των αρμόδιων αρχών και των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που καταρτίζει η ΕΑΚΑΑ μέσω εκτελεστικών πράξεων δυνάμει του άρθρου 291 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

(43)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ενιαία εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων, σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, όσον αφορά τη συμπλήρωση της παρούσας οδηγίας αποσαφηνίζοντας τους ορισμούς στην παρούσα οδηγία, το εσωτερικό κεφάλαιο και τις εκτιμήσεις κινδύνων των επιχειρήσεων επενδύσεων, καθώς και τις εξουσίες εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης των αρμόδιων αρχών. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διενεργήσει η Επιτροπή, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιηθούν σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (15). Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

(44)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, ήτοι η καθιέρωση αποτελεσματικού και αναλογικού πλαισίου προληπτικής εποπτείας, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας εντός της Ένωσης λειτουργούν σε στέρεη οικονομική βάση και διοικούνται με μεθοδικό τρόπο, μεταξύ άλλων, για τη βέλτιστη εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πελατών τους, δεν μπορεί να επιτευχθεί ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων του, να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(45)

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα, της 28ης Σεπτεμβρίου 2011 (16), τα κράτη μέλη δεσμεύτηκαν να επισυνάπτουν, όταν δικαιολογείται, στην κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και ένα ή περισσότερα έγγραφα που διευκρινίζουν το δεσμό ανάμεσα στα συστατικά στοιχεία μιας οδηγίας και στα αντίστοιχα μέρη των νομικών πράξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης εκτιμά ότι η διαβίβαση τέτοιων εγγράφων είναι δικαιολογημένη,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΤΙΤΛΟΣ Ι

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες σχετικά:

α)

με το αρχικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων επενδύσεων,

β)

με τις εποπτικές εξουσίες και τα εργαλεία για την προληπτική εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων από τις αρμόδιες αρχές,

γ)

με την προληπτική εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων από τις αρμόδιες αρχές κατά τρόπο συμβατό προς τους κανόνες που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033,

δ)

με τις απαιτήσεις δημοσίευσης για τις αρμόδιες αρχές όσον αφορά την προληπτική ρύθμιση και εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύονται βάσει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι τίτλοι IV και V της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφοι 2 και 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, οι οποίες εποπτεύονται όσον αφορά τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει των τίτλων VII και VIII της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.

Άρθρο 3

Ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών»: η επιχείρηση της οποίας η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην κατοχή ή διαχείριση περιουσίας, στη διαχείριση υπηρεσιών επεξεργασίας δεδομένων ή σε παρεμφερή δραστηριότητα επικουρικής φύσης ως προς την κύρια δραστηριότητα μίας ή περισσότερων επιχειρήσεων επενδύσεων,

2)

«άδεια λειτουργίας»: άδεια λειτουργίας επιχείρησης επενδύσεων σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ,

3)

«υποκατάστημα»: υποκατάστημα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 30) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ,

4)

«στενοί δεσμοί»: στενοί δεσμοί όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 35) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ,

5)

«αρμόδια αρχή»: η δημόσια αρχή ή το όργανο κράτους μέλους που έχει αναγνωριστεί επίσημα και έχει εξουσιοδοτηθεί βάσει του εθνικού δικαίου να εποπτεύει επιχειρήσεις επενδύσεων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, ως υπαγόμενες στο σύστημα εποπτείας που εφαρμόζεται στο εν λόγω κράτος μέλος,

6)

«διαπραγματευτής βασικών εμπορευμάτων και δικαιωμάτων εκπομπής»: διαπραγματευτής βασικών εμπορευμάτων και δικαιωμάτων εκπομπής όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 150) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

7)

«έλεγχος»: η σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης, όπως περιγράφεται στο άρθρο 22 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17) ή στα λογιστικά πρότυπα στα οποία υπόκειται επιχείρηση επενδύσεων δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18), ή παρεμφερής σχέση μεταξύ κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου και επιχείρησης,

8)

«συμμόρφωση με τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου»: συμμόρφωση μητρικής επιχείρησης ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων με τις απαιτήσεις του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033,

9)

«πιστωτικό ίδρυμα»: πιστωτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

10)

«παράγωγα»: παράγωγα όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 29) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19),

11)

«χρηματοδοτικό ίδρυμα»: χρηματοδοτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 14) του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033,

12)

«πολιτική αποδοχών ουδέτερη ως προς το φύλο»: πολιτική αποδοχών ουδέτερη ως προς το φύλο όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 65) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20),

13)

«όμιλος»: όμιλος όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 11) της οδηγίας 2013/34/ΕΕ,

14)

«κατάσταση ενοποίησης»: η κατάσταση ενοποίησης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 11) του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033,

15)

«αρχή εποπτείας του ομίλου»: η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της συμμόρφωσης με τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου των μητρικών επιχειρήσεων επενδύσεων εγκατεστημένων στην Ένωση και των επιχειρήσεων επενδύσεων που ελέγχονται από μητρικές επενδυτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ένωση ή μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ένωση,

16)

«κράτος μέλος καταγωγής»: κράτος μέλος καταγωγής (κράτος μέλος προέλευσης) όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 55) στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ,

17)

«κράτος μέλος υποδοχής»: κράτος μέλος υποδοχής όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 56) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ,

18)

«αρχικό κεφάλαιο»: το κεφάλαιο που απαιτείται για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ως επιχείρηση επενδύσεων, το ποσό και το είδος του οποίου προσδιορίζονται στα άρθρα 9 και 11,

19)

«επιχείρηση επενδύσεων»: επιχείρηση επενδύσεων όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ,

20)

«όμιλος επιχειρήσεων επενδύσεων»: όμιλος επιχειρήσεων επενδύσεων όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 25) του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033,

21)

«επενδυτική εταιρεία συμμετοχών»: επενδυτική εταιρεία συμμετοχών όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 23) του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033,

22)

«επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες»: επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ,

23)

«διοικητικό όργανο»: διοικητικό όργανο όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 36) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ,

24)

«διοικητικό όργανο με την εποπτική του λειτουργία»: το διοικητικό όργανο κατά την άσκηση του ρόλου του σχετικά με την επίβλεψη και την παρακολούθηση της λήψης αποφάσεων από τη διοίκηση,

25)

«μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών»: μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών (εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών) όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 15) της οδηγίας 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21),

26)

«μικτή εταιρεία συμμετοχών»: μητρική επιχείρηση, η οποία δεν είναι χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, επενδυτική εταιρεία συμμετοχών, πιστωτικό ίδρυμα, επιχείρηση επενδύσεων ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών κατά την έννοια της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, εφόσον τουλάχιστον μια από τις θυγατρικές της είναι επιχείρηση επενδύσεων,

27)

«ανώτερα διοικητικά στελέχη»: ανώτερα διοικητικά στελέχη (ανώτερα στελέχη) όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 37) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ,

28)

«μητρική επιχείρηση»: μητρική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 32) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ,

29)

«θυγατρική»: θυγατρική (θυγατρική επιχείρηση) όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 33) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ,

30)

«συστημικός κίνδυνος»: συστημικός κίνδυνος όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 10) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,

31)

«μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην Ένωση»: μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην Ένωση όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 56) του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033,

32)

«μητρική επενδυτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση»: μητρική επενδυτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 57) του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033,

33)

«μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση»: μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 58) του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 58 για τη συμπλήρωση της παρούσας οδηγίας αποσαφηνίζοντας τους ορισμούς που παρατίθενται στην παράγραφο 1 προκειμένου:

α)

να διασφαλίζεται η ενιαία εφαρμογή της παρούσας οδηγίας,

β)

να λαμβάνονται υπόψη, κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ

ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ

Άρθρο 4

Ορισμός και εξουσίες των αρμόδιων αρχών

1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν μία ή περισσότερες αρχές που είναι αρμόδιες για την επιτέλεση των λειτουργιών και την άσκηση των καθηκόντων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή, την ΕΑΤ και την ΕΑΚΑΑ σχετικά με τον εν λόγω ορισμό και, σε περίπτωση περισσότερων της μίας αρμόδιων αρχών, σχετικά με τις λειτουργίες και τα καθήκοντα καθεμίας αρμόδιας αρχής.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές εποπτεύουν τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων επενδύσεων και, κατά περίπτωση, των επενδυτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, προκειμένου να εκτιμούν τη συμμόρφωσή τους προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν όλες τις απαραίτητες εξουσίες, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας διεξαγωγής επιτόπιων ελέγχων, σύμφωνα με το άρθρο 14, προκειμένου να λαμβάνουν τις πληροφορίες που χρειάζονται για την εκτίμηση της συμμόρφωσης των επιχειρήσεων επενδύσεων και, κατά περίπτωση, των επενδυτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, και να ερευνούν πιθανές παραβάσεις των εν λόγω απαιτήσεων.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν την εμπειρογνωμοσύνη, τους πόρους, την επιχειρησιακή ικανότητα, τις εξουσίες και την ανεξαρτησία που απαιτούνται για την επιτέλεση των λειτουργιών προληπτικής εποπτείας, έρευνας και επιβολής κυρώσεων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

5.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να παρέχουν στις οικείες αρμόδιες αρχές όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκτίμηση της συμμόρφωσης των επιχειρήσεων επενδύσεων προς τις εθνικές διατάξεις μεταφοράς της παρούσας οδηγίας, και της συμμόρφωσης προς τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033. Οι μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου και οι διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες των επιχειρήσεων επενδύσεων επιτρέπουν, ανά πάσα στιγμή, στις αρμόδιες αρχές τον έλεγχο της συμμόρφωσής τους προς τις εν λόγω διατάξεις.

6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων καταγράφουν όλες τις συναλλαγές τους και καταχωρίζουν τα συστήματα και τις διαδικασίες που διέπονται από την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033, ούτως ώστε οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να ελέγξουν, ανά πάσα στιγμή, τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων επενδύσεων με τις εθνικές διατάξεις μεταφοράς της παρούσας οδηγίας, και τη συμμόρφωση με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033.

Άρθρο 5

Διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων αρχών για την υπαγωγή ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αποφασίσουν να εφαρμόσουν τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δυνάμει του άρθρου 1 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 σε επιχείρηση επενδύσεων που ασκεί οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημεία 3) και 6) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, όταν η συνολική αξία των ενοποιημένων στοιχείων ενεργητικού της επιχείρησης επενδύσεων, υπολογιζόμενη ως μέσος όρος για την περίοδο των 12 προηγούμενων μηνών, είναι ίση με 5 δισεκατομμύρια EUR ή τα υπερβαίνει και ισχύει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

η επιχείρηση επενδύσεων ασκεί τις εν λόγω δραστηριότητες σε τέτοια κλίμακα που η πτώχευση ή η δυσχέρεια της επιχείρησης επενδύσεων θα μπορούσε να αποτελέσει συστημικό κίνδυνο,

β)

η επιχείρηση επενδύσεων είναι εκκαθαριστικό μέλος σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 3) του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033,

γ)

η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι δικαιολογείται με βάση το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της σχετικής επιχείρησης επενδύσεων, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας και σε σχέση με έναν ή περισσότερους από τους εξής παράγοντες:

i)

τη σημασία της επιχείρησης επενδύσεων για την οικονομία της Ένωσης ή του σχετικού κράτους μέλους,

ii)

τη σημασία των διασυνοριακών δραστηριοτήτων της επιχείρησης επενδύσεων,

iii)

τη διασύνδεση της επιχείρησης επενδύσεων με το χρηματοοικονομικό σύστημα.

2.   Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στους διαπραγματευτές βασικών εμπορευμάτων και δικαιωμάτων εκπομπής, στους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων ή στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις.

3.   Όταν μια αρμόδια αρχή αποφασίζει να εφαρμόσει τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε επιχείρηση επενδύσεων σύμφωνα με την παράγραφο 1, η εν λόγω επιχείρηση επενδύσεων εποπτεύεται όσον αφορά τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει των τίτλων VII και VIII της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

4.   Όταν μια αρμόδια αρχή αποφασίζει να ανακαλέσει απόφαση που έχει ληφθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1, ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την επιχείρηση επενδύσεων.

Οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται από αρμόδια αρχή δυνάμει της παραγράφου 1 παύει να εφαρμόζεται στην περίπτωση που μια επιχείρηση επενδύσεων δεν πληροί πλέον το κριτήριο του ορίου που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο, το οποίο υπολογίζεται σε περίοδο 12 συναπτών μηνών.

5.   Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση την ΕΑΤ για κάθε απόφαση που λαμβάνουν δυνάμει των παραγράφων 1, 3 και 4.

6.   Η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει περαιτέρω τα κριτήρια που προβλέπονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) και διασφαλίζει τη συνεπή εφαρμογή τους.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 26 Δεκεμβρίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει την παρούσα οδηγία εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα τα οποία αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 6

Συνεργασία εντός των κρατών μελών

1.   Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά με τις δημόσιες αρχές ή τους φορείς που είναι αρμόδιοι στο οικείο κράτος μέλος για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις εν λόγω αρμόδιες αρχές και τις εν λόγω δημόσιες αρχές ή φορείς να ανταλλάσσουν, χωρίς καθυστέρηση, κάθε πληροφορία ιδιαίτερης σημασίας ή σχετική με την επιτέλεση των λειτουργιών και την άσκηση των καθηκόντων τους.

2.   Οι αρμόδιες αρχές που είναι διαφορετικές από εκείνες που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 67 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ καθιερώνουν μηχανισμό για τη συνεργασία με τις εν λόγω αρχές και την ανταλλαγή όλων των πληροφοριών που είναι σχετικές με την άσκηση των αντίστοιχων λειτουργιών και καθηκόντων τους.

Άρθρο 7

Συνεργασία στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας

1.   Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τη σύγκλιση των εποπτικών εργαλείων και των εποπτικών πρακτικών, κατά την εφαρμογή των νομικών διατάξεων που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι:

α)

οι αρμόδιες αρχές, ως μέρη του ΕΣΧΕ, συνεργάζονται με εμπιστοσύνη και απόλυτο αμοιβαίο σεβασμό, ιδίως προκειμένου να διασφαλίζεται η ανταλλαγή κατάλληλων, αξιόπιστων και διεξοδικών πληροφοριών μεταξύ αυτών και άλλων μερών του ΕΣΧΕ,

β)

οι αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις δραστηριότητες της ΕΑΤ και, κατά περίπτωση, στα σώματα εποπτών που αναφέρονται στο άρθρο 48 της παρούσας οδηγίας και το άρθρο 116 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,

γ)

οι αρμόδιες αρχές καταβάλλουν κάθε προσπάθεια ώστε να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση με τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις που εκδίδονται από την ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, και να ανταποκρίνονται στις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις που εκδίδονται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22),

δ)

οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά με το ΕΣΣΚ,

ε)

οι αρμοδιότητες και οι εξουσίες που ανατίθενται στις αρμόδιες αρχές δεν τις εμποδίζουν να εκτελούν τα καθήκοντά τους ως μέλη της ΕΑΤ ή του ΕΣΣΚ, ή βάσει της παρούσας οδηγίας και βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.

Άρθρο 8

Ενωσιακή διάσταση της εποπτείας

Κατά την άσκηση των γενικών καθηκόντων τους, οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους εκτιμούν δεόντως τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών τους στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος άλλων εμπλεκομένων κρατών μελών, καθώς και στην Ένωση συνολικά, ιδίως σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, βάσει των πληροφοριών που είναι διαθέσιμες τη δεδομένη στιγμή.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΑΡΧΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Άρθρο 9

Αρχικό κεφάλαιο

1.   Το αρχικό κεφάλαιο της επιχείρησης επενδύσεων, που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 15 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας με σκοπό την παροχή οποιωνδήποτε από τις επενδυτικές υπηρεσίες ή την άσκηση οποιωνδήποτε από τις επενδυτικές δραστηριότητες που παρατίθενται στο παράρτημα I τμήμα Α σημεία 3) και 6) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ανέρχεται σε 750 000 EUR.

2.   Το αρχικό κεφάλαιο της επιχείρησης επενδύσεων, που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 15 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας με σκοπό την παροχή οποιωνδήποτε από τις επενδυτικές υπηρεσίες ή την άσκηση οποιωνδήποτε από τις επενδυτικές δραστηριότητες που παρατίθενται στο παράρτημα I τμήμα Α σημεία 1), 2), 4), 5) και 7) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η οποία δεν επιτρέπεται να κατέχει χρήματα ή τίτλους που ανήκουν στους πελάτες της, ανέρχεται σε 75 000 EUR.

3.   Το αρχικό κεφάλαιο της επιχείρησης επενδύσεων, που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 15 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ για τις λοιπές επιχειρήσεις επενδύσεων, πέραν αυτών που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 4 του παρόντος άρθρου, ανέρχεται σε 150 000 EUR.

4.   Το αρχικό κεφάλαιο επιχείρησης επενδύσεων που διαθέτει άδεια για να παρέχει τις επενδυτικές υπηρεσίες ή να ασκεί τις επενδυτικές δραστηριότητες που παρατίθενται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημείο 9) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, όταν η εν λόγω επιχείρηση επενδύσεων διενεργεί ή της επιτρέπεται να διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, ανέρχεται σε 750 000 EUR.

Άρθρο 10

Αναφορές στο αρχικό κεφάλαιο στην οδηγία 2013/36/ΕΕ

Από τις 26 Ιουνίου 2021, θεωρείται ότι οι αναφορές στα επίπεδα αρχικού κεφαλαίου που καθορίζονται στο άρθρο 9 της παρούσας οδηγίας αντικαθιστούν τις αναφορές σε άλλες ενωσιακές νομικές πράξεις στα επίπεδα αρχικού κεφαλαίου που καθορίζονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ, ως εξής:

α)

οι αναφορές στο αρχικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων επενδύσεων που αναφέρεται στο άρθρο 28 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ νοούνται ως αναφορές στο άρθρο 9 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας,

β)

οι αναφορές στο αρχικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων επενδύσεων στα άρθρα 29 και 31 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ νοούνται ως αναφορές στο άρθρο 9 παράγραφος 2, 3 ή 4 της παρούσας οδηγίας, ανάλογα με τα είδη των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων της επιχείρησης επενδύσεων,

γ)

οι αναφορές στο αρχικό κεφάλαιο στο άρθρο 30 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ νοούνται ως αναφορές στο άρθρο 9 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 11

Σύνθεση του αρχικού κεφαλαίου

Το αρχικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων επενδύσεων συστήνεται σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Αρχές της προληπτικής εποπτείας

ΤΜΗΜΑ 1

Αρμοδιότητες και καθήκοντα του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής

Άρθρο 12

Αρμοδιότητα των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους καταγωγής και υποδοχής

Η προληπτική εποπτεία επί των επιχειρήσεων επενδύσεων ασκείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας οδηγίας που αναθέτουν αρμοδιότητα στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.

Άρθρο 13

Συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών διαφορετικών κρατών μελών

1.   Οι αρμόδιες αρχές των διαφόρων κρατών μελών συνεργάζονται στενά για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033 (23), ιδίως μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών, χωρίς καθυστέρηση, σχετικά με τις επιχειρήσεις επενδύσεων, μεταξύ άλλων των ακολούθων:

α)

πληροφοριών σχετικά με τη διοίκηση και το ιδιοκτησιακό καθεστώς της επιχείρησης επενδύσεων,

β)

πληροφοριών σχετικά με τη συμμόρφωση της επιχείρησης επενδύσεων με τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων,

γ)

πληροφοριών σχετικά με τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις για τον κίνδυνο συγκέντρωσης και τις απαιτήσεις για τη ρευστότητα της επιχείρησης επενδύσεων,

δ)

πληροφοριών σχετικά με τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου της επιχείρησης επενδύσεων,

ε)

οποιωνδήποτε άλλων σχετικών παραγόντων που μπορεί να επηρεάσουν τον κίνδυνο που ενέχει η επιχείρηση επενδύσεων.

2.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής κοινοποιούν πάραυτα στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής κάθε πληροφορία ή διαπίστωση σχετικά με ενδεχόμενα προβλήματα και κινδύνους που ενέχει η επιχείρηση επενδύσεων για την προστασία των πελατών ή τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος του κράτους μέλους υποδοχής, που έχουν εντοπίσει στο πλαίσιο της εποπτείας των δραστηριοτήτων της επιχείρησης επενδύσεων.

3.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ανταποκρίνονται στις πληροφορίες που κοινοποιούνται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, με τη λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων για την αποτροπή ή την αντιμετώπιση των ενδεχόμενων προβλημάτων και κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Εφόσον τους ζητηθεί, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής εξηγούν λεπτομερώς στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής με ποιον τρόπο έλαβαν υπόψη τις πληροφορίες και τις διαπιστώσεις που τους κοινοποιήθηκαν από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.

4.   Όταν, μετά την κοινοποίηση των πληροφοριών και διαπιστώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής θεωρούν ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής δεν έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 3, μπορούν, αφού πρώτα ενημερώσουν τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, την ΕΑΤ και την ΕΑΚΑΑ, να λάβουν κατάλληλα μέτρα για την προστασία των πελατών στους οποίους παρέχονται υπηρεσίες ή για την προστασία της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παραπέμπουν στην ΕΑΤ περιπτώσεις στις οποίες ένα αίτημα συνεργασίας και ιδίως ένα αίτημα για ανταλλαγή πληροφοριών έχει απορριφθεί ή δεν έχει διεκπεραιωθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Με την επιφύλαξη του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, όσον αφορά αυτές τις περιπτώσεις, η ΕΑΤ μπορεί να ενεργεί σύμφωνα με τις εξουσίες που της παρέχονται με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΤ μπορεί επίσης να συνδράμει τις αρμόδιες αρχές στην επίτευξη συμφωνίας για την ανταλλαγή πληροφοριών δυνάμει του εν λόγω άρθρου με δική της πρωτοβουλία, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του εν λόγω κανονισμού.

5.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής που διαφωνούν με τα μέτρα των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν να παραπέμψουν το ζήτημα στην ΕΑΤ, η οποία ενεργεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Στις περιπτώσεις που η ΕΑΤ ενεργεί σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός.

6.   Προκειμένου να αξιολογηθεί η προϋπόθεση του άρθρου 23 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής μιας επιχείρησης επενδύσεων μπορεί να ζητήσει από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενός εκκαθαριστικού μέλους την παροχή πληροφοριών σχετικά με το μοντέλο περιθωρίου και τις παραμέτρους που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της απαίτησης περιθωρίου ασφαλείας της σχετικής επιχείρησης επενδύσεων.

7.   Η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό των απαιτήσεων σχετικά με το είδος και τη φύση των πληροφοριών που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει την παρούσα οδηγία εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

8.   Η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για τις απαιτήσεις ανταλλαγής πληροφοριών, με σκοπό τη διευκόλυνση της εποπτείας των επιχειρήσεων επενδύσεων.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

9.   Η ΕΑΤ υποβάλλει τα σχέδια τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στις παραγράφους 7 και 8 στην Επιτροπή, το αργότερο έως τις 26 Ιουνίου 2021.

Άρθρο 14

Επιτόπιος έλεγχος και επιθεώρηση υποκαταστημάτων εγκατεστημένων σε άλλο κράτος μέλος

1.   Τα κράτη μέλη υποδοχής προβλέπουν ότι, όταν μια επιχείρηση επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ασκεί τη δραστηριότητά της μέσω υποκαταστήματος, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής μπορούν, αφού ενημερώσουν προηγουμένως τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, να προβαίνουν οι ίδιες ή μέσω ενδιαμέσων που διορίζουν για τον σκοπό αυτό σε επιτόπιο έλεγχο των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 και να επιθεωρούν τα εν λόγω υποκαταστήματα.

2.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, για σκοπούς εποπτείας και εφόσον το κρίνουν σκόπιμο για λόγους σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο κράτος μέλος υποδοχής, έχουν την εξουσία να διεξάγουν, κατά περίπτωση, επιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις των δραστηριοτήτων που αναπτύσσουν τα υποκαταστήματα επιχειρήσεων επενδύσεων στο έδαφός τους, και να απαιτούν πληροφόρηση από το εκάστοτε υποκατάστημα σχετικά με τις δραστηριότητές του.

Πριν από τη διεξαγωγή των εν λόγω ελέγχων και επιθεωρήσεων, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής πραγματοποιούν, χωρίς καθυστέρηση, διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής.

Το συντομότερο δυνατό μετά την ολοκλήρωση των εν λόγω ελέγχων και επιθεωρήσεων, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής τις πληροφορίες που συλλέχθηκαν και τις διαπιστώσεις που είναι σημαντικές για την εκτίμηση κινδύνου της σχετικής επιχείρησης επενδύσεων.

ΤΜΗΜΑ 2

Επαγγελματικό απόρρητο και υποχρέωση αναφοράς

Άρθρο 15

Επαγγελματικό απόρρητο και ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές και όλα τα πρόσωπα που εργάζονται ή έχουν εργαστεί για τις εν λόγω αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 76 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.

Οι εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες περιέρχονται εις γνώσιν αυτών των αρμοδίων αρχών και προσώπων, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, μπορούν να δημοσιοποιούνται μόνο σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, υπό την προϋπόθεση ότι δεν προκύπτει η ταυτότητα της συγκεκριμένης επιχείρησης επενδύσεων ή συγκεκριμένων προσώπων, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο.

Σε περίπτωση που η επιχείρηση επενδύσεων έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή βρίσκεται υπό αναγκαστική εκκαθάριση, οι εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες δεν αφορούν τρίτους μπορούν να δημοσιοποιηθούν στο πλαίσιο διαδικασιών αστικού ή εμπορικού δικαίου, όπου τέτοια δημοσιοποίηση απαιτείται για τη διεξαγωγή των εν λόγω διαδικασιών.

2.   Οι αρμόδιες αρχές χρησιμοποιούν τις εμπιστευτικές πληροφορίες που συλλέγονται, ανταλλάσσονται ή διαβιβάζονται βάσει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 μόνο για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους και ιδίως για τους ακόλουθους σκοπούς:

α)

την παρακολούθηση των κανόνων προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033,

β)

την επιβολή κυρώσεων,

γ)

στο πλαίσιο διοικητικών προσφυγών κατά αποφάσεων αρμόδιων αρχών,

δ)

στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών που έχουν κινηθεί βάσει του άρθρου 23.

3.   Τα φυσικά και νομικά πρόσωπα και άλλοι φορείς, εκτός των αρμόδιων αρχών, που λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες βάσει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, χρησιμοποιούν τις πληροφορίες αυτές μόνο για τους σκοπούς που προβλέπει ρητά η αρμόδια αρχή ή σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

4.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ανταλλάσσουν εμπιστευτικές πληροφορίες για τους σκοπούς της παραγράφου 2, να ορίζουν ρητά τον τρόπο χειρισμού των εν λόγω πληροφοριών και να περιορίζουν ρητά οποιαδήποτε περαιτέρω διαβίβαση των εν λόγω πληροφοριών.

5.   Η υποχρέωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να διαβιβάζουν εμπιστευτικές πληροφορίες στην Επιτροπή, όταν οι πληροφορίες αυτές είναι αναγκαίες για την άσκηση των εξουσιών της Επιτροπής.

6.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παρέχουν στην ΕΑΤ, στην ΕΑΚΑΑ, στο ΕΣΣΚ, στις κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών, στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα της νομισματικής αρχής, και, όπου είναι αναγκαίο, σε δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού, εμπιστευτικές πληροφορίες, όταν οι πληροφορίες αυτές είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 16

Ρυθμίσεις συνεργασίας με τρίτες χώρες για την ανταλλαγή πληροφοριών

Για την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων τους βάσει της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 και για την ανταλλαγή πληροφοριών, οι αρμόδιες αρχές, η ΕΑΤ και η ΕΑΚΑΑ, σύμφωνα με το άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ή το άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, κατά περίπτωση, μπορούν να προβαίνουν σε ρυθμίσεις συνεργασίας με τις εποπτικές αρχές τρίτης χώρας, καθώς και με αρχές ή φορείς τρίτων χωρών που έχουν επιφορτιστεί με τα ακόλουθα καθήκοντα, υπό τον όρο οι πληροφορίες που παρέχονται καλύπτονται από εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 15 της παρούσας οδηγίας:

α)

την εποπτεία των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων και των χρηματοπιστωτικών αγορών, συμπεριλαμβανομένης της εποπτείας των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που διαθέτουν άδεια για να λειτουργούν ως κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι, όταν οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι έχουν αναγνωριστεί βάσει του άρθρου 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (24),

β)

την εκκαθάριση και την πτώχευση επιχειρήσεων επενδύσεων και παρόμοιες διαδικασίες,

γ)

την εποπτεία των φορέων που υπεισέρχονται στις διαδικασίες εκκαθάρισης και πτώχευσης επιχειρήσεων επενδύσεων και σε παρόμοιες διαδικασίες,

δ)

τη διεξαγωγή των υποχρεωτικών ελέγχων των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων ή των ιδρυμάτων που διαχειρίζονται συστήματα αποζημίωσης,

ε)

την εποπτεία προσώπων τα οποία είναι επιφορτισμένα με τον υποχρεωτικό έλεγχο των λογαριασμών χρηματοδοτικών ιδρυμάτων,

στ)

την εποπτεία προσώπων που δραστηριοποιούνται σε αγορές δικαιωμάτων εκπομπής, με σκοπό την εξασφάλιση ενοποιημένης επισκόπησης των χρηματοπιστωτικών αγορών και των αγορών άμεσης παράδοσης,

ζ)

την εποπτεία προσώπων που δραστηριοποιούνται σε αγορές παραγώγων επί εμπορευμάτων, με σκοπό την εξασφάλιση ενοποιημένης επισκόπησης των χρηματοπιστωτικών αγορών και των αγορών άμεσης παράδοσης.

Άρθρο 17

Υποχρεώσεις των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με τον έλεγχο των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε πρόσωπο στο οποίο έχει χορηγηθεί άδεια σύμφωνα με την οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25) και το οποίο ασκεί σε επιχείρηση επενδύσεων τα καθήκοντα που περιγράφονται στο άρθρο 73 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ ή στο άρθρο 34 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ ή κάθε άλλο νόμιμο καθήκον υποχρεούται να γνωστοποιεί ταχέως στις αρμόδιες αρχές κάθε γεγονός ή απόφαση που αφορά την εν λόγω επιχείρηση επενδύσεων ή αφορά επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με την εν λόγω επιχείρηση επενδύσεων και που:

α)

αποτελεί ουσιαστική παράβαση των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων που θεσπίζονται βάσει της παρούσας οδηγίας,

β)

ενδέχεται να επηρεάσει τη συνέχεια της λειτουργίας της επιχείρησης επενδύσεων ή

γ)

ενδέχεται να οδηγήσει σε άρνηση της έγκρισης των λογαριασμών ή μπορεί να οδηγήσει σε διατύπωση επιφυλάξεων.

ΤΜΗΜΑ 3

Κυρώσεις, εξουσίες διερεύνησης και δικαίωμα προσφυγής

Άρθρο 18

Διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα

1.   Με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών που αναφέρονται στον τίτλο IV κεφάλαιο 2 τμήμα 4 της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών διερεύνησης και των εξουσιών των αρμόδιων αρχών για την επιβολή επανορθωτικών μέτρων, και του δικαιώματος των κρατών μελών να προβλέπουν και να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα και διασφαλίζουν ότι οι οικείες αρμόδιες αρχές τους έχουν την εξουσία να επιβάλλουν τέτοιες κυρώσεις και τέτοια μέτρα όσον αφορά παραβάσεις των εθνικών διατάξεων μεταφοράς της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, μεταξύ άλλων όταν μία επιχείρηση επενδύσεων:

α)

δεν έχει καθιερώσει πλαίσιο εσωτερικής διακυβέρνησης, όπως ορίζεται στο άρθρο 26,

β)

δεν αναφέρει στις αρμόδιες αρχές πληροφορίες ή παρέχει ελλιπείς ή ανακριβείς πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση προς την υποχρέωση τήρησης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που καθορίζονται στο άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, κατά παράβαση του άρθρου 54 παράγραφος 1 στοιχείο β) του εν λόγω κανονισμού,

γ)

δεν αναφέρει στις αρμόδιες αρχές, κατά παράβαση του άρθρου 54 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, πληροφορίες σχετικά με τον κίνδυνο συγκέντρωσης, ή παρέχει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες,

δ)

παρουσιάζει κίνδυνο συγκέντρωσης πέραν των ορίων που τίθενται στο άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, υπό την επιφύλαξη των άρθρων 38 και 39 του εν λόγω κανονισμού,

ε)

κατά τρόπο επαναλαμβανόμενο ή επίμονο, δεν διατηρεί ρευστά στοιχεία ενεργητικού, κατά παράβαση του άρθρου 43 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 44 του εν λόγω κανονισμού,

στ)

δεν παρέχει πληροφορίες ή παρέχει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες, κατά παράβαση των διατάξεων του έκτου μέρους του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033,

ζ)

καταβάλλει πληρωμές σε κατόχους μέσων που περιλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαια της επιχείρησης επενδύσεων, σε περιπτώσεις στις οποίες το άρθρο 28, 52 ή 63 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 απαγορεύουν τις εν λόγω πληρωμές σε κατόχους μέσων που περιλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαια,

η)

κηρύχθηκε υπεύθυνη για σοβαρές παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίστηκαν δυνάμει της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (26),

θ)

επιτρέπει σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα που δεν συμμορφώνονται με το άρθρο 91 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ να καταστούν ή να παραμείνουν μέλη του διοικητικού οργάνου.

Τα κράτη μέλη που δεν θεσπίζουν κανόνες σχετικά με διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις που υπόκεινται στο εθνικό ποινικό δίκαιο κοινοποιούν στην Επιτροπή τους σχετικούς κανόνες της ποινικής νομοθεσίας.

Οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα έχουν αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα.

2.   Οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο περιλαμβάνουν τα εξής:

α)

δημόσια ανακοίνωση στην οποία περιγράφονται το υπεύθυνο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ή η υπεύθυνη επιχείρηση επενδύσεων, επενδυτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών και η φύση της παράβασης,

β)

διαταγή προς το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της παράνομης συμπεριφοράς και αποφυγή της επανάληψής της στο μέλλον,

γ)

προσωρινή απαγόρευση κατά των μελών του διοικητικού οργάνου της επιχείρησης επενδύσεων ή οποιωνδήποτε άλλων υπαίτιων φυσικών προσώπων να ασκούν καθήκοντα σε επιχειρήσεις επενδύσεων,

δ)

σε περίπτωση νομικού προσώπου, διοικητικές χρηματικές κυρώσεις ύψους έως το 10 % του συνολικού ετήσιου καθαρού κύκλου εργασιών, συμπεριλαμβανομένου του ακαθάριστου εισοδήματος που συνίσταται σε τόκους εισπρακτέους και εξομοιούμενα έσοδα, έσοδα από μετοχές και άλλους τίτλους μεταβλητής ή σταθερής απόδοσης, και προμήθειες ή αμοιβές της επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση,

ε)

σε περίπτωση νομικού προσώπου, διοικητικές χρηματικές κυρώσεις μέχρι και το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, όπου τα εν λόγω κέρδη ή ζημίες μπορούν να προσδιοριστούν,

στ)

σε περίπτωση φυσικού προσώπου, διοικητικές χρηματικές κυρώσεις μέχρι και 5 000 000 EUR ή, στα κράτη μέλη όπου το επίσημο νόμισμα δεν είναι το ευρώ, αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα κατά την 25η Δεκεμβρίου 2019.

Σε περίπτωση που επιχείρηση η οποία αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο δ) είναι θυγατρική, το σχετικό ακαθάριστο εισόδημα είναι το ακαθάριστο εισόδημα που προκύπτει από τις ενοποιημένες καταστάσεις της επικεφαλής μητρικής επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση παράβασης των εθνικών διατάξεων μεταφοράς της παρούσας οδηγίας ή παράβασης των διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 από επιχείρηση επενδύσεων, μπορεί να επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις από την αρμόδια αρχή στα μέλη του διοικητικού οργάνου και σε άλλα φυσικά πρόσωπα τα οποία, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, ευθύνονται για την παράβαση.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών κυρώσεων ή των άλλων διοικητικών μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και του ύψους των διοικητικών χρηματικών κυρώσεων, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες, στις οποίες περιλαμβάνονται αναλόγως:

α)

η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης,

β)

ο βαθμός ευθύνης των φυσικών ή νομικών προσώπων που ευθύνονται για την παράβαση,

γ)

η οικονομική ισχύς των φυσικών ή νομικών προσώπων που ευθύνονται για την παράβαση, συμπεριλαμβανομένου του συνολικού κύκλου εργασιών των νομικών προσώπων ή του ετήσιου εισοδήματος των φυσικών προσώπων,

δ)

η σπουδαιότητα των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από τα νομικά πρόσωπα που ευθύνονται για την παράβαση,

ε)

τυχόν ζημίες τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση,

στ)

ο βαθμός συνεργασίας με τις σχετικές αρμόδιες αρχές,

ζ)

προηγούμενες παραβάσεις από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ευθύνονται για την παράβαση,

η)

τυχόν πιθανές συστημικές συνέπειες της παράβασης.

Άρθρο 19

Εξουσίες διερεύνησης

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν όλες τις εξουσίες συγκέντρωσης πληροφοριών και διερεύνησης που είναι αναγκαίες για την άσκηση των λειτουργιών τους, μεταξύ άλλων:

α)

την εξουσία να απαιτούν πληροφορίες από τα ακόλουθα φυσικά ή νομικά πρόσωπα:

i)

επιχειρήσεις επενδύσεων εγκατεστημένες στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος,

ii)

επενδυτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος,

iii)

μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος,

iv)

μικτές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος,

v)

πρόσωπα που ανήκουν στις οντότητες που αναφέρονται στα σημεία i) έως iv),

vi)

τρίτους στους οποίους οι οντότητες που αναφέρονται στα σημεία i) έως iv) έχουν αναθέσει επιχειρησιακές λειτουργίες ή δραστηριότητες,

β)

την εξουσία διεξαγωγής όλων των αναγκαίων διερευνήσεων για οποιοδήποτε πρόσωπο που αναφέρεται στο στοιχείο α), εγκατεστημένο ή ευρισκόμενο στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος:

i)

να απαιτούν την υποβολή εγγράφων από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο στοιχείο α),

ii)

να εξετάζουν τα βιβλία και αρχεία των προσώπων που αναφέρονται στο στοιχείο α) και να δημιουργούν αντίγραφα ή αποσπάσματα από τα εν λόγω βιβλία και αρχεία,

iii)

να λαμβάνουν προφορικές ή γραπτές εξηγήσεις από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο στοιχείο α) ή από τους εκπροσώπους τους ή τα μέλη του προσωπικού τους,

iv)

να προβαίνουν σε συνέντευξη με κάθε άλλο σχετικό πρόσωπο με σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της διερεύνησης,

γ)

την εξουσία διεξαγωγής όλων των αναγκαίων επιθεωρήσεων στις επιχειρηματικές εγκαταστάσεις των νομικών προσώπων που αναφέρονται στο στοιχείο α) και οποιασδήποτε άλλης επιχείρησης που περιλαμβάνεται στην εποπτεία της συμμόρφωσης προς τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου, όταν η αρμόδια αρχή είναι η αρχή εποπτείας του ομίλου, υπό την προϋπόθεση ότι ενημερώνονται προηγουμένως οι άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 20

Δημοσίευση των διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να δημοσιεύουν στον επίσημο δικτυακό τους τόπο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τις διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 18 και κατά των οποίων δεν έχει ασκηθεί ή δεν μπορεί πλέον να ασκηθεί προσφυγή. Η δημοσίευση αυτή περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με το είδος και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση ή κατά του οποίου λαμβάνεται το μέτρο. Οι πληροφορίες δημοσιεύονται μόνο μετά την ενημέρωση του εν λόγω προσώπου σχετικά με τις κυρώσεις και τα μέτρα αυτά και στον βαθμό που η δημοσίευση είναι αναγκαία και αναλογική.

2.   Όταν τα κράτη μέλη επιτρέπουν τη δημοσίευση διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων που έχουν επιβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 18 και κατά των οποίων έχει ασκηθεί προσφυγή, οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν επίσης, στον επίσημο δικτυακό τους τόπο, πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση των προσφυγών και σχετικά με την έκβασή τους.

3.   Οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν τις διοικητικές κυρώσεις ή τα άλλα διοικητικά μέτρα που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 18 ανωνύμως σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

η κύρωση ή το μέτρο επιβάλλεται σε φυσικό πρόσωπο και η δημοσίευση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του εν λόγω προσώπου θεωρείται δυσανάλογη,

β)

η δημοσίευση θα έθετε σε κίνδυνο διεξαγόμενη ποινική έρευνα ή τη σταθερότητα των χρηματοοικονομικών αγορών,

γ)

η δημοσίευση θα προξενούσε δυσανάλογη ζημία στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις επενδύσεων ή τα ενδιαφερόμενα φυσικά πρόσωπα.

4.   Οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που δημοσιεύονται δυνάμει του παρόντος άρθρου παραμένουν στον επίσημο δικτυακό τόπο τους για τουλάχιστον πέντε έτη. Στον επίσημο δικτυακό τόπο της αρμόδιας αρχής μπορούν να διατηρούνται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μόνο εφόσον αυτό επιτρέπεται από τους εφαρμοστέους κανόνες περί προστασίας των δεδομένων.

Άρθρο 21

Αναφορά κυρώσεων στην ΕΑΤ

Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΤ σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 18, καθώς και σχετικά με κάθε προσφυγή κατά των εν λόγω κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων και την έκβασή της. Η ΕΑΤ τηρεί κεντρική βάση δεδομένων με τις διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα που της γνωστοποιούνται, με αποκλειστικό σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών. Αυτή η βάση δεδομένων είναι προσιτή μόνο στις αρμόδιες αρχές και την ΕΑΚΑΑ, ενημερώνεται δε τακτικά και τουλάχιστον ετησίως.

Η ΕΑΤ τηρεί δικτυακό τόπο με συνδέσμους προς τις δημοσιευμένες από κάθε αρμόδια αρχή διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα που έχουν επιβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 18 και αναφέρει το χρονικό διάστημα για το οποίο κάθε κράτος μέλος δημοσιεύει τις διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα.

Άρθρο 22

Καταγγελίες παραβάσεων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές θεσπίζουν αποτελεσματικούς και αξιόπιστους μηχανισμούς για να επιτρέπουν την έγκαιρη καταγγελία δυνητικών ή υπαρχουσών παραβάσεων εθνικών διατάξεων μεταφοράς της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 στις αρμόδιες αρχές.

Στους εν λόγω μηχανισμούς περιλαμβάνονται τα ακόλουθα:

α)

ειδικές διαδικασίες για την παραλαβή, τον χειρισμό και τις ενέργειες σε συνέχεια τέτοιων καταγγελιών, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας ασφαλών διαύλων επικοινωνίας,

β)

κατάλληλη προστασία έναντι αντιποίνων, διακρίσεων ή άλλων μορφών άνισης μεταχείρισης από μέρους της επιχείρησης επενδύσεων για εργαζομένους των επιχειρήσεων επενδύσεων οι οποίοι καταγγέλλουν παραβάσεις που διαπράττονται εντός της επιχείρησης επενδύσεων,

γ)

προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τόσο του προσώπου που καταγγέλλει την παράβαση όσο και του φυσικού προσώπου που φέρεται ότι διέπραξε την εν λόγω παράβαση, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679,

δ)

σαφείς κανόνες ώστε να εξασφαλίζεται η εμπιστευτικότητα σε όλες τις περιπτώσεις σχετικά με το πρόσωπο που καταγγέλλει τις παραβάσεις οι οποίες έχουν διαπραχθεί εντός της επιχείρησης επενδύσεων, εκτός εάν απαιτείται δημοσιοποίηση από το εθνικό δίκαιο στο πλαίσιο περαιτέρω ερευνών ή επακόλουθης διοικητικής ή ποινικής διαδικασίας.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να διαθέτουν κατάλληλες διαδικασίες για να μπορούν οι εργαζόμενοι σε αυτές να καταγγέλλουν παραβάσεις εσωτερικά, μέσω ειδικού ανεξάρτητου διαύλου. Οι διαδικασίες αυτές μπορούν να παρέχονται από τους κοινωνικούς εταίρους, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω διαδικασίες προσφέρουν την ίδια προστασία με εκείνη που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχεία β), γ) και δ).

Άρθρο 23

Δικαίωμα προσφυγής

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι δύναται να ασκηθεί προσφυγή κατά των αποφάσεων και μέτρων που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 ή των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που εκδίδονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Διαδικασία ελέγχου

ΤΜΗΜΑ 1

Διαδικασία για την εκτίμηση της επάρκειας εσωτερικών κεφαλαίων και διαδικασία για την εκτίμηση των εσωτερικών κινδύνων

Άρθρο 24

Εσωτερικά κεφάλαια και ρευστά στοιχεία ενεργητικού

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 για να χαρακτηριστούν ως μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων διαθέτουν αξιόπιστες, αποτελεσματικές και ολοκληρωμένες ρυθμίσεις, στρατηγικές και διαδικασίες για να εκτιμούν και να διατηρούν σε διαρκή βάση τα ποσά, τα είδη και την κατανομή των εσωτερικών κεφαλαίων και των ρευστών στοιχείων ενεργητικού που θεωρούν κατάλληλα για την κάλυψη της φύσης και του επιπέδου των κινδύνων τους οποίους ενδέχεται να ενέχουν για τρίτους και στους οποίους βρίσκονται ή θα μπορούσαν να βρεθούν εκτεθειμένες οι ίδιες οι επιχειρήσεις επενδύσεων.

2.   Οι ρυθμίσεις, οι στρατηγικές και οι διαδικασίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι κατάλληλες και αναλογικές προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της σχετικής επιχείρησης επενδύσεων. Υποβάλλονται σε τακτική εσωτερική επανεξέταση.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ζητούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 για να χαρακτηριστούν ως μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων να εφαρμόζουν τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου στον βαθμό που οι αρμόδιες αρχές το κρίνουν σκόπιμο.

ΤΜΗΜΑ 2

Εσωτερική διακυβέρνηση, διαφάνεια, αντιμετώπιση κινδύνων και αποδοχές

Άρθρο 25

Πεδίο εφαρμογής του παρόντος τμήματος

1.   Το παρόν τμήμα δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση που, βάσει του άρθρου 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, η επιχείρηση επενδύσεων προσδιορίζει ότι πληροί όλες τις προϋποθέσεις που ορίζονται σε αυτό για να χαρακτηριστεί ως μικρή και μη διασυνδεδεμένη επιχείρηση επενδύσεων.

2.   Σε περίπτωση που μια επιχείρηση επενδύσεων που δεν έχει εκπληρώσει όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 εκπληρώσει τις προϋποθέσεις αυτές αργότερα, το παρόν τμήμα παύει να εφαρμόζεται μετά την παρέλευση έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία εκπληρώθηκαν οι εν λόγω προϋποθέσεις. Το παρόν τμήμα παύει να εφαρμόζεται στην επιχείρηση επενδύσεων μετά την παρέλευση του εν λόγω διαστήματος μόνο όταν η επιχείρηση επενδύσεων συνέχισε να πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 αδιαλείπτως κατά τη διάρκεια του εν λόγω διαστήματος και όταν ενημέρωσε σχετικώς την αρμόδια αρχή.

3.   Σε περίπτωση που μια επιχείρηση επενδύσεων προσδιορίσει ότι δεν πληροί πλέον όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, ενημερώνει την αρμόδια αρχή και συμμορφώνεται με το παρόν τμήμα εντός 12 μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία έγινε η εκτίμηση αυτή.

4.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να εφαρμόζουν τις διατάξεις του άρθρου 32 στις αποδοχές που χορηγούνται για παρασχεθείσες υπηρεσίες ή για επιδόσεις κατά το οικονομικό έτος που έπεται του οικονομικού έτους κατά το οποίο έγινε η εκτίμηση της παραγράφου 3.

Στις περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται το παρόν τμήμα και γίνεται εφαρμογή του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, τα κράτη μέλη μεριμνούν για την εφαρμογή του παρόντος τμήματος στις επιχειρήσεις επενδύσεων σε ατομική βάση.

Στις περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται το παρόν τμήμα και γίνεται εφαρμογή εποπτικής ενοποίησης όπως αναφέρεται στο άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, τα κράτη μέλη μεριμνούν για την εφαρμογή του παρόντος τμήματος στις επιχειρήσεις επενδύσεων σε ατομική και ενοποιημένη βάση.

Κατά παρέκκλιση από το τρίτο εδάφιο, το παρόν τμήμα δεν εφαρμόζεται σε θυγατρικές επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται σε κατάσταση ενοποίησης και είναι εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες, εάν η εγκατεστημένη στην Ένωση μητρική επιχείρηση μπορεί να αποδείξει στις αρμόδιες αρχές ότι η εφαρμογή του παρόντος τμήματος είναι παράνομη σύμφωνα με τη νομοθεσία της τρίτης χώρας όπου είναι εγκατεστημένες οι εν λόγω θυγατρικές επιχειρήσεις.

Άρθρο 26

Εσωτερική διακυβέρνηση

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων διαθέτουν άρτιο πλαίσιο διακυβέρνησης, το οποίο περιλαμβάνει όλα τα κατωτέρω:

α)

σαφή οργανωτική διάρθρωση με ευκρινείς, διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης,

β)

αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων στους οποίους βρίσκονται ή θα μπορούσαν να βρεθούν εκτεθειμένες οι επιχειρήσεις επενδύσεων ή των κινδύνων τους οποίους ενέχουν ή θα μπορούσαν να ενέχουν για τρίτους,

γ)

επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων ορθών διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών,

δ)

πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που συνάδουν με την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων και την προωθούν.

Οι πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο δ) είναι ουδέτερες ως προς το φύλο.

2.   Κατά τη διαμόρφωση του πλαισίου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, λαμβάνονται υπόψη τα κριτήρια που προβλέπονται στα άρθρα 28 έως 33.

3.   Το πλαίσιο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι κατάλληλο και αναλογικό προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που ενέχουν το επιχειρηματικό μοντέλο και οι δραστηριότητες της επιχείρησης επενδύσεων.

4.   Η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή του πλαισίου διακυβέρνησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, για ουδέτερες ως προς το φύλο πολιτικές αποδοχών στις επιχειρήσεις επενδύσεων.

Εντός δύο ετών από την ημερομηνία δημοσίευσης των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, η ΕΑΤ εκδίδει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή ουδέτερων ως προς το φύλο πολιτικών αποδοχών από τις επιχειρήσεις επενδύσεων, με βάση τις πληροφορίες που έχουν συλλέξει οι αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 27

Αναφορά στοιχείων ανά χώρα

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που διαθέτουν υποκατάστημα ή θυγατρική η οποία είναι χρηματοδοτικό ίδρυμα, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 26) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα πλην αυτής όπου έχει χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας της επιχείρησης επενδύσεων να δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες ανά κράτος μέλος και ανά τρίτη χώρα σε ετήσια βάση:

α)

την επωνυμία, τη φύση των δραστηριοτήτων και τον τόπο των θυγατρικών και των υποκαταστημάτων,

β)

τον κύκλο εργασιών,

γ)

τον αριθμό υπαλλήλων σε ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης,

δ)

τα αποτελέσματα προ φόρων,

ε)

τους φόρους επί των αποτελεσμάτων,

στ)

τις εισπραττόμενες δημόσιες επιδοτήσεις.

2.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ελέγχονται σύμφωνα με την οδηγία 2006/43/ΕΚ και προσαρτώνται, εφόσον είναι δυνατό, ως παράρτημα στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις ή, όπου συντρέχει περίπτωση, στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της εν λόγω επιχείρησης επενδύσεων.

Άρθρο 28

Ρόλος του διοικητικού οργάνου στη διαχείριση κινδύνων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το διοικητικό όργανο της επιχείρησης επενδύσεων εγκρίνει και επανεξετάζει περιοδικά τις στρατηγικές και τις πολιτικές για τη διάθεση ανάληψης κινδύνων της επιχείρησης επενδύσεων, καθώς και για τη διαχείριση, την παρακολούθηση και τον μετριασμό των κινδύνων στους οποίους βρίσκεται ή μπορεί να βρεθεί εκτεθειμένη η επιχείρηση επενδύσεων, λαμβανομένων υπόψη του μακροοικονομικού περιβάλλοντος και του οικονομικού κύκλου της επιχείρησης επενδύσεων.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν, αφενός, ότι το διοικητικό όργανο αφιερώνει επαρκή χρόνο για την εξασφάλιση της προσήκουσας συνεκτίμησης των θεμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και, αφετέρου, ότι διαθέτει επαρκείς πόρους στη διαχείριση όλων των σημαντικών κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένη η επιχείρηση επενδύσεων.

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων εισάγουν διαύλους αναφοράς στο διοικητικό όργανο για όλους τους σημαντικούς κινδύνους και όλες τις πολιτικές διαχείρισης κινδύνων, καθώς και για κάθε μεταβολή τους.

4.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από όλες τις επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 32 παράγραφος 4 στοιχείο α) να συστήσουν επιτροπή κινδύνου, αποτελούμενη από μέλη του διοικητικού οργάνου που δεν ασκούν εκτελεστικές λειτουργίες στη σχετική επιχείρηση επενδύσεων.

Τα μέλη της επιτροπής κινδύνου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο έχουν κατάλληλες γνώσεις, δεξιότητες και εξειδίκευση ώστε να αντιλαμβάνονται πλήρως, να διαχειρίζονται και να παρακολουθούν τη στρατηγική κινδύνου και τη διάθεση ανάληψης κινδύνων της επιχείρησης επενδύσεων. Διασφαλίζουν ότι η επιτροπή κινδύνου συμβουλεύει το διοικητικό όργανο σχετικά με τη συνολική τρέχουσα και μελλοντική διάθεση ανάληψης κινδύνων και τη στρατηγική κινδύνου της επιχείρησης επενδύσεων, και βοηθά το διοικητικό όργανο στην επίβλεψη της υλοποίησης της εν λόγω στρατηγικής από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη. Το διοικητικό όργανο διατηρεί τη συνολική ευθύνη για τις στρατηγικές και τις πολιτικές κινδύνου της επιχείρησης επενδύσεων.

5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το διοικητικό όργανο με την εποπτική του λειτουργία και η επιτροπή κινδύνου του εν λόγω διοικητικού οργάνου, σε περίπτωση που έχει συσταθεί επιτροπή κινδύνου, έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες ως προς τους κινδύνους στους οποίους βρίσκεται ή μπορεί να βρεθεί εκτεθειμένη η επιχείρηση επενδύσεων.

Άρθρο 29

Αντιμετώπιση κινδύνων

1.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων διαθέτουν άρτιες στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και συστήματα για να εντοπίζουν, να μετρούν, να διαχειρίζονται και να παρακολουθούν τα εξής:

α)

τις σημαντικές πηγές και επιπτώσεις των κινδύνων για τους πελάτες, καθώς και κάθε σημαντικό αντίκτυπο στα ίδια κεφάλαια,

β)

τις σημαντικές πηγές και επιπτώσεις των κινδύνων για την αγορά, καθώς και κάθε σημαντικό αντίκτυπο στα ίδια κεφάλαια,

γ)

τις σημαντικές πηγές και επιπτώσεις του κινδύνου για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, ιδίως όσες μπορούν να εξαντλήσουν το επίπεδο των διαθέσιμων ιδίων κεφαλαίων,

δ)

τον κίνδυνο ρευστότητας για κατάλληλο σύνολο χρονικών οριζόντων, μεταξύ άλλων εντός της ίδιας ημέρας, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η επιχείρηση επενδύσεων διατηρεί επαρκή επίπεδα ρευστών πόρων, μεταξύ άλλων όσον αφορά την αντιμετώπιση των σημαντικών πηγών κινδύνων που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ).

Οι στρατηγικές, οι πολιτικές, οι διαδικασίες και τα συστήματα είναι αναλογικά προς την πολυπλοκότητα, το προφίλ κινδύνου και το πεδίο λειτουργίας της επιχείρησης επενδύσεων, καθώς και το επίπεδο ανοχής κινδύνου που έχει οριστεί από το διοικητικό όργανο, απηχούν δε τη σημασία της επιχείρησης επενδύσεων σε κάθε κράτος μέλος στο οποίο δραστηριοποιείται επιχειρηματικά.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο α) και του δεύτερου εδαφίου, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη το εθνικό δίκαιο που διέπει τον διαχωρισμό που εφαρμόζεται στα υπό κατοχή χρήματα πελατών.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο α), οι επιχειρήσεις επενδύσεων εξετάζουν το ενδεχόμενο λήψης ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης ως αποτελεσματικού εργαλείου για τη διαχείριση των κινδύνων.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο γ), στις σημαντικές πηγές κινδύνου για την ίδια την επιχείρηση επενδύσεων περιλαμβάνονται, κατά περίπτωση, σημαντικές μεταβολές της λογιστικής αξίας των στοιχείων ενεργητικού, συμπεριλαμβανομένων των αξιώσεων επί συνδεδεμένων αντιπροσώπων, της πτώχευσης πελατών ή αντισυμβαλλομένων, των θέσεων σε χρηματοοικονομικά μέσα, ξένα νομίσματα και εμπορεύματα, καθώς και των υποχρεώσεων έναντι συνταξιοδοτικών προγραμμάτων καθορισμένων παροχών.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν δεόντως υπόψη κάθε σημαντικό αντίκτυπο επί των ιδίων κεφαλαίων εφόσον οι κίνδυνοι αυτοί δεν καλύπτονται καταλλήλως από τα ίδια κεφάλαια που υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.

2.   Εάν οι επιχειρήσεις επενδύσεων χρειάζεται να προβούν σε εκκαθάριση ή παύση δραστηριοτήτων, οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να λαμβάνουν δεόντως υπόψη, συνεκτιμώντας τη βιωσιμότητα και τη διατηρησιμότητα των επιχειρηματικών μοντέλων και στρατηγικών τους, τις απαιτήσεις και τους αναγκαίους πόρους που είναι ρεαλιστικοί, ως προς τη χρονική κλίμακα και τη διατήρηση ιδίων κεφαλαίων και ρευστών πόρων, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας εξόδου από την αγορά.

3.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 25, τα στοιχεία α), γ) και δ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις επενδύσεων που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 για να χαρακτηριστούν ως μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων.

4.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 58, για τη συμπλήρωση της παρούσας οδηγίας προκειμένου να εξασφαλίζεται η αρτιότητα των στρατηγικών, πολιτικών, διαδικασιών και συστημάτων των επιχειρήσεων επενδύσεων. Εν προκειμένω, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και ιδίως την εμφάνιση νέων χρηματοπιστωτικών προϊόντων, τις εξελίξεις στα λογιστικά πρότυπα και τις εξελίξεις που διευκολύνουν τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών.

Άρθρο 30

Πολιτικές αποδοχών

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων, κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή των πολιτικών αποδοχών τους για κατηγορίες προσωπικού, συμπεριλαμβανομένων των ανώτερων διοικητικών στελεχών, των προσώπων που αναλαμβάνουν κινδύνους, των μελών του προσωπικού που ασχολούνται με τις λειτουργίες ελέγχου και οποιωνδήποτε εργαζομένων των οποίων οι συνολικές αποδοχές ισούνται τουλάχιστον με τις χαμηλότερες αποδοχές που λαμβάνουν τα ανώτερα διοικητικά στελέχη ή τα πρόσωπα που αναλαμβάνουν κινδύνους, των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου της επιχείρησης επενδύσεων ή των στοιχείων ενεργητικού που διαχειρίζεται, συμμορφώνονται προς τις ακόλουθες αρχές:

α)

η πολιτική αποδοχών είναι σαφώς καταγεγραμμένη και ανάλογη με το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση και τη φύση, καθώς και το πεδίο και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της επιχείρησης επενδύσεων,

β)

η πολιτική αποδοχών είναι ουδέτερη ως προς το φύλο,

γ)

η πολιτική αποδοχών συνάδει με την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων και την προωθεί,

δ)

η πολιτική αποδοχών είναι σύμφωνη με την επιχειρηματική στρατηγική και τους στόχους της επιχείρησης επενδύσεων και λαμβάνει επίσης υπόψη τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα των επενδυτικών αποφάσεων που λαμβάνονται,

ε)

η πολιτική αποδοχών περιλαμβάνει μέτρα για την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων, ενθαρρύνει την υπεύθυνη επιχειρηματική συμπεριφορά και προάγει την επίγνωση των κινδύνων και τη συνετή ανάληψη κινδύνων,

στ)

το διοικητικό όργανο της επιχείρησης επενδύσεων με την εποπτική του λειτουργία υιοθετεί και αναθεωρεί περιοδικά την πολιτική αποδοχών και έχει τη γενική ευθύνη για την επίβλεψη της εφαρμογής της,

ζ)

η εφαρμογή της πολιτικής αποδοχών υπόκειται, τουλάχιστον ετησίως, σε κεντρικό και ανεξάρτητο εσωτερικό έλεγχο από τις λειτουργίες ελέγχου,

η)

τα μέλη του προσωπικού που ασχολούνται με τις λειτουργίες ελέγχου είναι ανεξάρτητα από τις επιχειρηματικές μονάδες τις οποίες εποπτεύουν, έχουν τις κατάλληλες εξουσίες και αμείβονται με βάση την επίτευξη των στόχων που συνδέονται με τις λειτουργίες τους, ανεξαρτήτως των επιδόσεων των επιχειρηματικών τομέων τους οποίους ελέγχουν,

θ)

οι αποδοχές των ανωτέρων στελεχών που ασχολούνται με τις λειτουργίες διαχείρισης κινδύνων και συμμόρφωσης εποπτεύονται άμεσα από την επιτροπή αποδοχών του άρθρου 33 ή, εφόσον δεν έχει συσταθεί τέτοια επιτροπή, από το διοικητικό όργανο με την εποπτική του λειτουργία,

ι)

η πολιτική αποδοχών, λαμβάνοντας υπόψη τους εθνικούς κανόνες καθορισμού των μισθών, κάνει σαφή διάκριση μεταξύ των κριτηρίων που εφαρμόζονται για τον καθορισμό των ακόλουθων:

i)

των σταθερών βασικών αποδοχών, που αντανακλούν κυρίως τη συναφή επαγγελματική πείρα και την οργανωτική ευθύνη όπως ορίζεται στην περιγραφή καθηκόντων του υπαλλήλου ως μέρος των όρων απασχόλησής του,

ii)

των μεταβλητών αποδοχών, που αντανακλούν βιώσιμες και προσαρμοσμένες στον κίνδυνο επιδόσεις του υπαλλήλου, καθώς και επιδόσεις καθ’ υπέρβαση των προβλεπόμενων στην περιγραφή καθηκόντων του υπαλλήλου,

ια)

η σταθερή συνιστώσα αντιπροσωπεύει επαρκώς υψηλό ποσοστό των συνολικών αποδοχών, ώστε να είναι δυνατή η εφαρμογή μιας πλήρως ευέλικτης πολιτικής ως προς τη μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας μη καταβολής της μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο ια), τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων καθορίζουν στις πολιτικές αποδοχών τους τη δέουσα αναλογία μεταξύ της σταθερής και της μεταβλητής συνιστώσας των συνολικών αποδοχών, λαμβάνοντας υπόψη τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της επιχείρησης επενδύσεων και τους συναφείς κινδύνους, καθώς και τον αντίκτυπο που έχουν στο προφίλ κινδύνου της επιχείρησης επενδύσεων οι διάφορες κατηγορίες προσωπικού που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων καθορίζουν και εφαρμόζουν τις αρχές της παραγράφου 1 κατά τρόπο κατάλληλο προς το μέγεθος και την εσωτερική οργάνωσή τους, καθώς και προς τη φύση, το πεδίο και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους.

4.   Η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό των κατάλληλων κριτηρίων εντοπισμού των κατηγοριών προσωπικού του οποίου οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου της επιχείρησης επενδύσεων, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Η ΕΑΤ και η ΕΑΚΑΑ λαμβάνουν δεόντως υπόψη τη σύσταση 2009/384/ΕΚ της Επιτροπής (27), καθώς και τις υφιστάμενες κατευθυντήριες γραμμές για τις αποδοχές βάσει των οδηγιών 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ, επιδιώκουν δε την ελαχιστοποίηση της απόκλισης από τις υφιστάμενες διατάξεις.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 26 Ιουνίου 2021.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει την παρούσα οδηγία εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 31

Επιχειρήσεις επενδύσεων που επωφελούνται από έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν μια επιχείρηση επενδύσεων επωφελείται από έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 28) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ:

α)

η εν λόγω επιχείρηση επενδύσεων δεν καταβάλλει μεταβλητές αποδοχές σε μέλη του διοικητικού οργάνου της,

β)

όταν οι μεταβλητές αποδοχές που καταβάλλονται σε προσωπικό πλην των μελών του διοικητικού οργάνου δεν συμβιβάζονται με τη διατήρηση στέρεης κεφαλαιακής βάσης στην επιχείρηση επενδύσεων και με την έγκαιρη έξοδό της από την έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, οι μεταβλητές αποδοχές περιορίζονται σε μέρος των καθαρών εσόδων.

Άρθρο 32

Μεταβλητές αποδοχές

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι μεταβλητές αποδοχές που χορηγούνται και καταβάλλονται από επιχειρήσεις επενδύσεων σε κατηγορίες προσωπικού αναφερόμενες στο άρθρο 30 παράγραφος 1 να είναι σύμφωνες με όλες τις κατωτέρω απαιτήσεις υπό τους ίδιους όρους με τους τασσόμενους στο άρθρο 30 παράγραφος 3:

α)

στην περίπτωση που οι μεταβλητές αποδοχές συνδέονται με τις επιδόσεις, το συνολικό ποσό των μεταβλητών αποδοχών να βασίζεται σε ένα συνδυασμό εκτίμησης των επιδόσεων του ατόμου, της σχετικής επιχειρηματικής μονάδας και των συνολικών αποτελεσμάτων της επιχείρησης επενδύσεων,

β)

κατά την εκτίμηση των ατομικών επιδόσεων, να λαμβάνονται υπόψη χρηματοοικονομικά και μη κριτήρια,

γ)

η εκτίμηση των επιδόσεων που αναφέρεται στο στοιχείο α) να βασίζεται σε πολυετή περίοδο, που να λαμβάνει υπόψη τον οικονομικό κύκλο της επιχείρησης επενδύσεων και τους επιχειρηματικούς της κινδύνους,

δ)

οι μεταβλητές αποδοχές να μην επηρεάζουν την ικανότητα των επιχειρήσεων επενδύσεων να διασφαλίζουν στέρεη κεφαλαιακή βάση,

ε)

να μην υπάρχουν εγγυημένες μεταβλητές αποδοχές παρά μόνο για το νέο προσωπικό για το πρώτο μόνο έτος απασχόλησής του και εφόσον η επιχείρηση επενδύσεων διαθέτει ισχυρή κεφαλαιακή βάση,

στ)

οι πληρωμές που συνδέονται με την πρόωρη καταγγελία σύμβασης εργασίας να αντικατοπτρίζουν τις επιδόσεις που επιτεύχθηκαν από το εκάστοτε πρόσωπο σε βάθος χρόνου και να μην ανταμείβουν την αποτυχία ή τη διάπραξη παραπτωμάτων,

ζ)

τα πακέτα αποδοχών που αφορούν αποζημίωση ή εξαγορά από συμβάσεις σε προηγούμενη απασχόληση να ευθυγραμμίζονται με το μακροπρόθεσμο συμφέρον της επιχείρησης επενδύσεων,

η)

η μέτρηση των επιδόσεων που χρησιμοποιείται ως βάση για τον υπολογισμό των ομαδοποιημένων συνιστωσών για τις μεταβλητές αποδοχές να λαμβάνει υπόψη κάθε είδους τρέχοντες και μελλοντικούς κινδύνους, καθώς και το κόστος του κεφαλαίου και της ρευστότητας που απαιτούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033,

θ)

η κατανομή της μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών εντός της επιχείρησης επενδύσεων να λαμβάνει υπόψη το πλήρες φάσμα των τρεχόντων και μελλοντικών κινδύνων,

ι)

τουλάχιστον 50 % των μεταβλητών αποδοχών να αποτελείται από οποιοδήποτε από τα ακόλουθα μέσα:

i)

μετοχές ή ισοδύναμα δικαιώματα ιδιοκτησίας, ανάλογα με τη νομική δομή της σχετικής επιχείρησης επενδύσεων,

ii)

μέσα που συνδέονται με μετοχές ή ισοδύναμα μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα, ανάλογα με τη νομική δομή της σχετικής επιχείρησης επενδύσεων,

iii)

πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 ή μέσα της κατηγορίας 2 ή άλλα μέσα τα οποία μπορούν να μετατραπούν πλήρως σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή να απομειωθούν και τα οποία αντανακλούν δεόντως την πιστωτική ποιότητα της επιχείρησης επενδύσεων σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης,

iv)

μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα που αντανακλούν τα μέσα των υπό διαχείριση χαρτοφυλακίων,

ια)

κατά παρέκκλιση από το στοιχείο ι), όταν μια επιχείρηση επενδύσεων δεν εκδίδει κανένα από τα μέσα που αναφέρονται στο εν λόγω σημείο, οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να εγκρίνουν τη χρήση εναλλακτικών ρυθμίσεων που εκπληρώνουν τους ίδιους στόχους,

ιβ)

τουλάχιστον 40 % των μεταβλητών αποδοχών να αναβάλλεται για περίοδο τριών έως πέντε ετών, κατά περίπτωση, ανάλογα με τον οικονομικό κύκλο της επιχείρησης επενδύσεων, τη φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, τους κινδύνους της και τις δραστηριότητες του εν λόγω προσώπου, εκτός από την περίπτωση μεταβλητών αποδοχών ιδιαίτερα υψηλού ποσού, όπου το ποσοστό των μεταβλητών αποδοχών που αναβάλλεται ανέρχεται τουλάχιστον σε 60 %,

ιγ)

ποσοστό έως και 100 % των μεταβλητών αποδοχών να συρρικνώνεται, σε περίπτωση υποτονικών ή αρνητικών χρηματοοικονομικών επιδόσεων της επιχείρησης επενδύσεων, μεταξύ άλλων μέσω ρυθμίσεων malus ή ρυθμίσεων περί επιστροφής αμοιβών βάσει κριτηρίων καθοριζόμενων από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που καλύπτουν ειδικότερα καταστάσεις όπου το εν λόγω πρόσωπο:

i)

συμμετείχε ή ήταν υπεύθυνο για συμπεριφορά η οποία προξένησε σημαντικές ζημίες στην επιχείρηση επενδύσεων,

ii)

δεν θεωρείται πλέον ότι πληροί τις απαιτήσεις ικανότητας και ήθους,

ιδ)

οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές να είναι σύμφωνες με την επιχειρηματική στρατηγική, τους στόχους, τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της επιχείρησης επενδύσεων.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη μεριμνούν για τα ακόλουθα:

α)

τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 1 δεν χρησιμοποιούν προσωπικές στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου ή ασφάλιση συνδεδεμένη με αποδοχές ή ευθύνη, για να καταστρατηγούν τις αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1,

β)

οι μεταβλητές αποδοχές δεν καταβάλλονται μέσω χρηματοδοτικών εταιρειών ειδικού σκοπού ή μεθόδων που διευκολύνουν τη μη συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία ή με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο ι), τα μέσα που αναφέρονται στο εν λόγω στοιχείο υπόκεινται σε ενδεδειγμένη πολιτική διακράτησης, με σκοπό την ευθυγράμμιση των κινήτρων του προσώπου με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της επιχείρησης επενδύσεων, των πιστωτών και των πελατών της. Τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές τους μπορούν να θέτουν περιορισμούς στο είδος και στον σχεδιασμό αυτών των μέσων ή να απαγορεύουν τη χρήση ορισμένων μέσων για τους σκοπούς των μεταβλητών αποδοχών.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο ιβ), η αναβολή των μεταβλητών αποδοχών κατοχυρώνεται το πολύ κατ’ αναλογία του χρόνου.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο ιδ), εάν ο υπάλληλος αποχωρήσει από την επιχείρηση επενδύσεων πριν από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές διατηρούνται από την επιχείρηση επενδύσεων για διάστημα πέντε ετών, με τη μορφή των μέσων που αναφέρονται στο στοιχείο ι). Στην περίπτωση υπαλλήλου που συμπληρώνει την ηλικία συνταξιοδότησης και συνταξιοδοτείται, οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές καταβάλλονται στον υπάλληλο με τη μορφή των μέσων που αναφέρονται στο στοιχείο ι), με την επιφύλαξη πενταετούς περιόδου διακράτησης.

4.   Η παράγραφος 1 στοιχεία ι) και ιβ) και η παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο δεν εφαρμόζονται σε:

α)

επιχείρηση επενδύσεων, όταν η αξία των εντός και εκτός ισολογισμού στοιχείων ενεργητικού της είναι κατά μέσο όρο ίση ή μικρότερη από 100 εκατομμύρια EUR κατά τη διάρκεια της τετραετούς περιόδου που προηγείται άμεσα του δεδομένου οικονομικού έτους,

β)

φυσικό πρόσωπο του οποίου οι ετήσιες μεταβλητές αποδοχές δεν υπερβαίνουν το ποσό των 50 000 EUR και δεν αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ένα τέταρτο των συνολικών ετήσιων αποδοχών του εν λόγω προσώπου.

5.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 4 στοιχείο α), το κράτος μέλος μπορεί να αυξήσει το όριο που αναφέρεται στο εν λόγω στοιχείο υπό την προϋπόθεση ότι η επιχείρηση επενδύσεων πληροί τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

η επιχείρηση επενδύσεων δεν συγκαταλέγεται στις τρεις μεγαλύτερες επιχειρήσεις επενδύσεων στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένη ως προς τη συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού,

β)

η επιχείρηση επενδύσεων δεν υπόκειται σε υποχρεώσεις ή υπόκειται σε απλουστευμένες υποχρεώσεις όσον αφορά τον σχεδιασμό της ανάκαμψης και της εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ,

γ)

ο όγκος των δραστηριοτήτων χαρτοφυλακίου συναλλαγών εντός και εκτός ισολογισμού της επιχείρησης επενδύσεων είναι ίσος ή μικρότερος από 150 εκατομμύρια EUR,

δ)

ο όγκος των δραστηριοτήτων σε παράγωγα εντός και εκτός ισολογισμού της επιχείρησης επενδύσεων είναι ίσος ή μικρότερος από 100 εκατομμύρια EUR,

ε)

το όριο δεν υπερβαίνει τα 300 εκατομμύρια EUR και

στ)

είναι σκόπιμο να αυξηθεί το όριο λαμβανομένων υπόψη της φύσης και του πεδίου των δραστηριοτήτων της επιχείρησης επενδύσεων, της εσωτερικής της οργάνωσης και, κατά περίπτωση, των χαρακτηριστικών του ομίλου στον οποίο ανήκει.

6.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 4 στοιχείο α), το κράτος μέλος μπορεί να μειώσει το όριο που αναφέρεται στο εν λόγω στοιχείο, εφόσον αυτό είναι σκόπιμο, λαμβανομένων υπόψη της φύσης και του πεδίου των δραστηριοτήτων της επιχείρησης επενδύσεων, της εσωτερικής της οργάνωσης και, κατά περίπτωση, των χαρακτηριστικών του ομίλου στον οποίο ανήκει.

7.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 4 στοιχείο β), το κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει ότι τα μέλη του προσωπικού που δικαιούνται ετήσιες μεταβλητές αποδοχές κάτω από το όριο και το μερίδιο που αναφέρονται στο εν λόγω στοιχείο δεν εμπίπτουν στην απαλλαγή που ορίζεται σε αυτό λόγω των ιδιαιτεροτήτων της εθνικής αγοράς όσον αφορά τις πρακτικές αποδοχών ή λόγω της φύσης των αρμοδιοτήτων και της περιγραφής καθηκόντων των εν λόγω μελών του προσωπικού.

8.   Η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό των κατηγοριών των μέσων που πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχείο ι) σημείο iii) και για τον προσδιορισμό πιθανών εναλλακτικών ρυθμίσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 στοιχείο ια).

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 26 Ιουνίου 2021.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει την παρούσα οδηγία εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

9.   Η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για τη διευκόλυνση της εφαρμογής των παραγράφων 4, 5 και 6 και για τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής τους.

Άρθρο 33

Επιτροπή αποδοχών

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 32 παράγραφος 4 στοιχείο α) προβαίνουν στη σύσταση επιτροπής αποδοχών. Η εν λόγω επιτροπή αποδοχών χαρακτηρίζεται από ισόρροπη εκπροσώπηση των φύλων και εκφέρει αρμοδίως και ανεξαρτήτως γνώμη για τις πολιτικές και τις πρακτικές αποδοχών, καθώς και για τα κίνητρα που δημιουργούνται για τη διαχείριση του κινδύνου, του κεφαλαίου και της ρευστότητας. Η επιτροπή αποδοχών μπορεί να συσταθεί σε επίπεδο ομίλου.

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η επιτροπή αποδοχών να είναι υπεύθυνη για την προετοιμασία των αποφάσεων σχετικά με τις αποδοχές, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων που έχουν επιπτώσεις στους κινδύνους και τη διαχείριση των κινδύνων της σχετικής επιχείρησης επενδύσεων και που λαμβάνονται από το διοικητικό όργανο. Ο πρόεδρος και τα μέλη της επιτροπής αποδοχών είναι μέλη του διοικητικού οργάνου που δεν ασκούν εκτελεστικές λειτουργίες στη σχετική επιχείρηση επενδύσεων. Εάν η εθνική νομοθεσία προβλέπει εκπροσώπηση των εργαζομένων στο διοικητικό όργανο, στην επιτροπή αποδοχών συμπεριλαμβάνεται ένας ή περισσότεροι εκπρόσωποι των εργαζομένων.

3.   Κατά την προπαρασκευή των αποφάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η επιτροπή αποδοχών λαμβάνει υπόψη το δημόσιο συμφέρον και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των μετόχων, των επενδυτών και άλλων εμπλεκομένων στην επιχείρηση επενδύσεων.

Άρθρο 34

Επίβλεψη των πολιτικών αποδοχών

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές συγκεντρώνουν τις πληροφορίες που κοινοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 51 πρώτο εδάφιο στοιχεία γ) και δ) του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, καθώς και τις πληροφορίες που παρέχουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων σχετικά με το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των φύλων, και χρησιμοποιούν τις πληροφορίες αυτές για τη συγκριτική αξιολόγηση των τάσεων και των πρακτικών ως προς τις αποδοχές.

Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν αυτές τις πληροφορίες στην ΕΑΤ.

2.   Η ΕΑΤ χρησιμοποιεί τις πληροφορίες που λαμβάνει από τις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 4, για να προβαίνει σε συγκριτική αξιολόγηση των τάσεων και των πρακτικών ως προς τις αποδοχές σε επίπεδο Ένωσης.

3.   Η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή ορθών πολιτικών για τις αποδοχές. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές λαμβάνουν υπόψη τουλάχιστον τις απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 30 έως 33 και τις αρχές περί ορθών πολιτικών αποδοχών που ορίζονται στη σύσταση 2009/384/ΕΚ.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν στις αρμόδιες αρχές πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό των φυσικών προσώπων ανά επιχείρηση επενδύσεων με αποδοχές ύψους 1 εκατομμυρίου EUR και άνω ανά οικονομικό έτος, με ανάλυση σε κλιμάκια αμοιβών 1 εκατομμυρίου EUR, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τις αρμοδιότητες των θέσεων απασχόλησης αυτών, τον σχετικό επιχειρηματικό τομέα και τα βασικά στοιχεία του μισθού, των πρόσθετων αμοιβών, των μακροπρόθεσμων επιβραβεύσεων και των συνταξιοδοτικών εισφορών.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν στις αρμόδιες αρχές, κατόπιν αιτήματος, τα στοιχεία για τις συνολικές αποδοχές κάθε μέλους του διοικητικού οργάνου ή ανώτερου διοικητικού στελέχους.

Οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν τις πληροφορίες του πρώτου και του δεύτερου εδαφίου στην ΕΑΤ, η οποία τις δημοσιεύει σε συγκεντρωτική βάση σε επίπεδο κράτους μέλους καταγωγής με κοινό μορφότυπο αναφοράς. Η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, μπορεί να καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές για να διευκολύνει την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου και να διασφαλίζει τη συνέπεια των πληροφοριών που συγκεντρώνονται.

Άρθρο 35

Έκθεση της ΕΑΤ για τους κινδύνους για το περιβάλλον, την κοινωνία και τη διακυβέρνηση

Η ΕΑΤ καταρτίζει έκθεση για τη θέσπιση τεχνικών κριτηρίων σχετικά με τα ανοίγματα σε δραστηριότητες οι οποίες συνδέονται ουσιωδώς με περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και σχετικούς με τη διακυβέρνηση στόχους (ΠΚΔ) για τη διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης, με σκοπό την εκτίμηση των πιθανών πηγών και επιπτώσεων των κινδύνων σε επιχειρήσεις επενδύσεων, λαμβάνοντας υπόψη ενωσιακές νομικές πράξεις που ισχύουν στο τομέα της ταξινομίας ΠΚΔ.

Η έκθεση της ΕΑΤ η οποία αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

ορισμό των κινδύνων ΠΚΔ, συμπεριλαμβανομένων των φυσικών κινδύνων και των κινδύνων μετάβασης που συνδέονται με τη μετάβαση σε μια πιο βιώσιμη οικονομία και, όσον αφορά τους κινδύνους μετάβασης, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων που σχετίζονται με την απόσβεση στοιχείων ενεργητικού λόγω ρυθμιστικής μεταβολής, των ποσοτικών και ποιοτικών κριτηρίων και δεικτών μέτρησης που αφορούν την εκτίμηση των κινδύνων αυτών, καθώς και της μεθοδολογίας για την εκτίμηση της δυνατότητας να προκύψουν βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα τέτοιοι κίνδυνοι και της δυνατότητας να έχουν οι κίνδυνοι αυτοί σημαντικό οικονομικό αντίκτυπο στην επιχείρηση επενδύσεων,

β)

αξιολόγηση της δυνατότητας να αυξήσουν τους κινδύνους ΠΚΔ, συμπεριλαμβανομένων των φυσικών κινδύνων και των κινδύνων μετάβασης για μια επιχείρηση επενδύσεων, οι σημαντικές συγκεντρώσεις συγκεκριμένων στοιχείων του ενεργητικού,

γ)

περιγραφή των διαδικασιών που μπορεί να χρησιμοποιεί μια επιχείρηση επενδύσεων για τον εντοπισμό, την εκτίμηση και τη διαχείριση κινδύνων ΠΚΔ, συμπεριλαμβανομένων των φυσικών κινδύνων και των κινδύνων μετάβασης,

δ)

τα κριτήρια, τις παραμέτρους και τους δείκτες μέτρησης που μπορούν να χρησιμοποιούν οι εποπτικές αρχές και οι επιχειρήσεις επενδύσεων για να εκτιμούν τον αντίκτυπο των βραχυπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων κινδύνων ΠΚΔ για τους σκοπούς της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης.

Η ΕΑΤ υποβάλλει την έκθεση με τα πορίσματά της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή έως τις 26 Δεκεμβρίου 2021.

Με βάση την εν λόγω έκθεση, η ΕΑΤ δύναται, εφόσον είναι σκόπιμο, να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές με σκοπό τη θέσπιση κριτηρίων σε σχέση με τους κινδύνους ΠΚΔ για τη διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης όπου θα λαμβάνονται υπόψη τα πορίσματα της έκθεσης της ΕΑΤ που αναφέρεται στο παρόν άρθρο.

ΤΜΗΜΑ 3

Διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης

Άρθρο 36

Εποπτικός έλεγχος και αξιολόγηση

1.   Οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν, στον βαθμό που αρμόζει και απαιτείται, λαμβανομένων υπόψη του μεγέθους, του προφίλ κινδύνου και του επιχειρηματικού μοντέλου της επιχείρησης επενδύσεων, τις ρυθμίσεις, τις στρατηγικές, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που εφαρμόζονται από τις επιχειρήσεις επενδύσεων για τη συμμόρφωσή τους με την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033, και αξιολογούν τα κατωτέρω, όπως κρίνεται σκόπιμο και αρμόζει, με σκοπό την εξασφάλιση της ορθής διαχείρισης και κάλυψης των κινδύνων τους:

α)

τους κινδύνους που αναφέρονται στο άρθρο 29,

β)

τη γεωγραφική θέση των ανοιγμάτων της επιχείρησης επενδύσεων,

γ)

το επιχειρηματικό μοντέλο της επιχείρησης επενδύσεων,

δ)

την εκτίμηση του συστημικού κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη τον προσδιορισμό και τη μέτρηση του συστημικού κινδύνου βάσει του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ή των συστάσεων του ΕΣΣΚ,

ε)

τους κινδύνους για την ασφάλεια των συστημάτων δικτύου και πληροφοριών των επιχειρήσεων επενδύσεων με σκοπό την εξασφάλιση της εμπιστευτικότητας, της ακεραιότητας και της διαθεσιμότητας των διαδικασιών, των δεδομένων και των στοιχείων ενεργητικού τους,

στ)

το άνοιγμα των επιχειρήσεων επενδύσεων σε κίνδυνο επιτοκίου που απορρέει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών,

ζ)

το πλαίσιο διακυβέρνησης των επιχειρήσεων επενδύσεων και την ικανότητα των μελών του διοικητικού οργάνου να εκτελούν τα καθήκοντά τους.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν δεόντως υπόψη το κατά πόσον οι επιχειρήσεις επενδύσεων διαθέτουν ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν τη συχνότητα και την ένταση του ελέγχου και της αξιολόγησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1, συνεκτιμώντας το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των σχετικών επιχειρήσεων επενδύσεων και, όπου αρμόζει, τη συστημική σημασία τους, και λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας.

Οι αρμόδιες αρχές αποφασίζουν κατά περίπτωση αν και με ποια μορφή θα διενεργηθούν ο έλεγχος και η αξιολόγηση όσον αφορά επιχειρήσεις επενδύσεων που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 για να χαρακτηριστούν ως μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων μόνον εφόσον το κρίνουν απαραίτητο λόγω του μεγέθους, της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων των εν λόγω επιχειρήσεων επενδύσεων.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, λαμβάνεται υπόψη η εθνική νομοθεσία που διέπει τον διαχωρισμό που εφαρμόζεται στα υπό κατοχή χρήματα πελατών.

3.   Κατά τη διενέργεια του ελέγχου και της αξιολόγησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο ζ), οι αρμόδιες αρχές έχουν πρόσβαση στα θέματα προς συζήτηση, τα πρακτικά και τα δικαιολογητικά έγγραφα των συνεδριάσεων του διοικητικού οργάνου και των επιτροπών αυτού, καθώς και στα αποτελέσματα της εσωτερικής ή εξωτερικής αξιολόγησης των επιδόσεων του διοικητικού οργάνου.

4.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 58, για τη συμπλήρωση της παρούσας οδηγίας προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι ρυθμίσεις, οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί των επιχειρήσεων επενδύσεων εξασφαλίζουν την ορθή διαχείριση και κάλυψη των κινδύνων τους. Εν προκειμένω, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και ιδίως την εμφάνιση νέων χρηματοπιστωτικών προϊόντων, τις εξελίξεις στα λογιστικά πρότυπα και τις εξελίξεις που διευκολύνουν τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών.

Άρθρο 37

Διαρκής εξέταση της άδειας χρήσης εσωτερικών υποδειγμάτων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν τακτικά, και τουλάχιστον κάθε τρία έτη, τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων επενδύσεων προς τις απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας χρήσης εσωτερικών υποδειγμάτων, όπως αναφέρονται στο άρθρο 22 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033. Οι αρμόδιες αρχές δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στις αλλαγές της επιχειρηματικής δραστηριότητας μιας επιχείρησης επενδύσεων και στην εφαρμογή των εν λόγω εσωτερικών υποδειγμάτων σε νέα προϊόντα, και εξετάζουν και εκτιμούν κατά πόσον η επιχείρηση επενδύσεων χρησιμοποιεί άρτια αναπτυγμένες και επικαιροποιημένες τεχνικές και πρακτικές για τα εν λόγω εσωτερικά υποδείγματα. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν τη διόρθωση σημαντικών ελλείψεων εντοπιζόμενων στην κάλυψη κινδύνων από τα εσωτερικά υποδείγματα μιας επιχείρησης επενδύσεων ή λαμβάνουν μέτρα για τον μετριασμό των επιπτώσεών τους, μεταξύ άλλων επιβάλλοντας κεφαλαιακές προσαυξήσεις ή υψηλότερους πολλαπλασιαστικούς συντελεστές.

2.   Εάν, σε εσωτερικά υποδείγματα κινδύνου αγοράς, πληθώρα υπερβάσεων, όπως αναφέρονται στο άρθρο 366 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, δείχνουν ότι τα εσωτερικά υποδείγματα δεν είναι ή δεν είναι πλέον ακριβή, οι αρμόδιες αρχές ανακαλούν την άδεια χρήσης των εσωτερικών υποδειγμάτων ή επιβάλλουν κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι τα εσωτερικά υποδείγματα θα βελτιωθούν ταχέως, εντός ορισμένου χρονικού πλαισίου.

3.   Αν μια επιχείρηση επενδύσεων που έχει λάβει άδεια να χρησιμοποιεί εσωτερικά υποδείγματα δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις για την εφαρμογή των εν λόγω εσωτερικών υποδειγμάτων, οι αρμόδιες αρχές ζητούν από την επιχείρηση επενδύσεων είτε να αποδείξει ότι η μη συμμόρφωση έχει ασήμαντη επίπτωση είτε να υποβάλει σχέδιο και να ορίσει προθεσμία για τη συμμόρφωση προς τις εν λόγω απαιτήσεις. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν να γίνουν βελτιώσεις στο υποβληθέν σχέδιο αν δεν αναμένεται να επιφέρει πλήρη συμμόρφωση ή αν η προθεσμία είναι ακατάλληλη.

Αν η επιχείρηση επενδύσεων δεν αναμένεται να συμμορφωθεί εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας ή δεν έχει αποδείξει ικανοποιητικά ότι η επίπτωση από τη μη συμμόρφωση είναι ασήμαντη, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές ανακαλούν την άδεια χρήσης εσωτερικών υποδειγμάτων ή την περιορίζουν στα συμμορφούμενα τμήματα ή στα τμήματα στα οποία η συμμόρφωση είναι εφικτή εντός κατάλληλης προθεσμίας.

4.   Η ΕΑΤ αναλύει τα εσωτερικά υποδείγματα των διαφόρων επιχειρήσεων επενδύσεων καθώς και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται παρόμοιοι κίνδυνοι ή ανοίγματα από επιχειρήσεις επενδύσεων που χρησιμοποιούν εσωτερικά υποδείγματα. Ενημερώνει σχετικώς την ΕΑΑΚΑ.

Για την προώθηση συνεπών, αποδοτικών και αποτελεσματικών εποπτικών πρακτικών, η ΕΑΤ καταρτίζει, βάσει αυτής της ανάλυσης και σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες περιέχουν συγκριτικά κριτήρια σχετικά με το πώς πρέπει να χρησιμοποιούν οι επιχειρήσεις επενδύσεων τα εσωτερικά υποδείγματα, καθώς και το πώς πρέπει να αντιμετωπίζονται παρόμοιοι κίνδυνοι ή ανοίγματα από τα εν λόγω εσωτερικά υποδείγματα.

Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν τις αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν υπόψη την εν λόγω ανάλυση και τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

ΤΜΗΜΑ 4

Εποπτικά μέτρα και εξουσίες

Άρθρο 38

Εποπτικά μέτρα

Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να λαμβάνουν, σε πρώιμο στάδιο, τα απαραίτητα μέτρα για να αντιμετωπίσουν τα ακόλουθα προβλήματα:

α)

επιχείρηση επενδύσεων δεν πληροί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033,

β)

οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν στοιχεία ότι επιχείρηση επενδύσεων ενδέχεται να παραβεί τις εθνικές διατάξεις μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της παρούσας οδηγίας ή τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 εντός των επόμενων 12 μηνών.

Άρθρο 39

Εποπτικές εξουσίες

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν τις απαραίτητες εποπτικές εξουσίες για να παρεμβαίνουν, κατά την άσκηση των λειτουργιών τους, στις δραστηριότητες των επιχειρήσεων επενδύσεων με αποτελεσματικό και αναλογικό τρόπο.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 36, του άρθρου 37 παράγραφος 3 και του άρθρου 38 καθώς και της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, οι αρμόδιες αρχές έχουν τις ακόλουθες εξουσίες:

α)

να απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να διαθέτουν ίδια κεφάλαια επιπλέον των απαιτήσεων που καθορίζονται στο άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 40 της παρούσας οδηγίας, ή να αναπροσαρμόζουν τα ίδια κεφάλαια και τα ρευστά στοιχεία ενεργητικού που απαιτούνται σε περίπτωση σημαντικής μεταβολής στις επιχειρηματικές δραστηριότητες των εν λόγω επιχειρήσεων επενδύσεων,

β)

να απαιτούν την ενίσχυση των ρυθμίσεων, διαδικασιών, μηχανισμών και στρατηγικών που έχουν τεθεί σε εφαρμογή σύμφωνα με τα άρθρα 24 και 26,

γ)

να απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να καταθέτουν, εντός ενός έτους, σχέδιο αποκατάστασης της συμμόρφωσης προς τις εποπτικές απαιτήσεις βάσει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, να ορίζουν προθεσμία για την εφαρμογή του εν λόγω σχεδίου και να απαιτούν βελτιώσεις του σχεδίου αυτού όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής και την προθεσμία,

δ)

να απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να εφαρμόζουν ειδική πολιτική προβλέψεων ή μεταχείριση των στοιχείων του ενεργητικού από την άποψη των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων,

ε)

να θέτουν περιορισμούς ή όρια στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, τις ενέργειες ή το δίκτυο των επιχειρήσεων επενδύσεων ή να ζητούν την αφαίρεση δραστηριοτήτων που ενέχουν υπερβολικό κίνδυνο για τη χρηματοοικονομική ευρωστία μιας επιχείρησης επενδύσεων,

στ)

να απαιτούν τη μείωση του κινδύνου τον οποίο ενέχουν οι δραστηριότητες, τα προϊόντα και τα συστήματα των επιχειρήσεων επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων που ανατίθενται σε τρίτους,

ζ)

να απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να περιορίζουν τις μεταβλητές αποδοχές ως ποσοστό των καθαρών εσόδων, όταν οι αποδοχές αυτές δεν συνάδουν με τη διατήρηση στέρεης κεφαλαιακής βάσης,

η)

να απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να χρησιμοποιούν τα καθαρά κέρδη για την ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων,

θ)

να περιορίζουν ή να απαγορεύουν τη διανομή κερδών ή την καταβολή τόκων από μια επιχείρηση επενδύσεων στους μετόχους, στα μέλη ή στους κατόχους πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1, εφόσον ο εν λόγω περιορισμός ή η απαγόρευση δεν συνιστά γεγονός αθέτησης υποχρέωσης της επιχείρησης επενδύσεων,

ι)

να επιβάλλουν απαιτήσεις υποβολής πρόσθετων ή συχνότερων αναφορών από αυτές που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033, συμπεριλαμβανομένων των αναφορών για την κεφαλαιακή και την ταμειακή κατάσταση,

ια)

να επιβάλλουν συγκεκριμένες απαιτήσεις ρευστότητας σύμφωνα με το άρθρο 42,

ιβ)

να απαιτούν τη δημοσιοποίηση πρόσθετων πληροφοριών,

ιγ)

να απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να μειώσουν τους κινδύνους για την ασφάλεια των συστημάτων δικτύου και πληροφοριών των επιχειρήσεων επενδύσεων με σκοπό την εξασφάλιση της εμπιστευτικότητας, της ακεραιότητας και της διαθεσιμότητας των διαδικασιών, των δεδομένων και των στοιχείων ενεργητικού τους.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2 στοιχείο ι), οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιβάλλουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων απαιτήσεις υποβολής πρόσθετων ή συχνότερων αναφορών μόνο εφόσον δεν υπάρχει αλληλεπικάλυψη όσον αφορά τις προς αναφορά πληροφορίες και πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ισχύει μία από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 38 στοιχεία α) και β),

β)

η αρμόδια αρχή θεωρεί αναγκαία τη συλλογή των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 38 στοιχείο β),

γ)

οι πρόσθετες πληροφορίες απαιτούνται για τον σκοπό της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης που αναφέρεται στο άρθρο 36.

Αλληλεπικάλυψη των πληροφοριών θεωρείται ότι συντρέχει όταν η αρμόδια αρχή διαθέτει ήδη τις ίδιες ή ουσιαστικά τις ίδιες πληροφορίες, όταν οι πληροφορίες μπορούν να παραχθούν από την αρμόδια αρχή ή όταν μπορούν να αποκτηθούν από την ίδια αρμόδια αρχή με άλλα μέσα εκτός της υποχρέωσης υποβολής τους από την επιχείρηση επενδύσεων. Η αρμόδια αρχή δεν απαιτεί πρόσθετες πληροφορίες, όταν οι πληροφορίες είναι στη διάθεση της αρμόδιας αρχής σε διαφορετικό μορφότυπο ή βαθμό λεπτομέρειας από τις πρόσθετες προς αναφορά πληροφορίες, και ο εν λόγω διαφορετικός μορφότυπος ή βαθμός λεπτομέρειας δεν την εμποδίζει να παραγάγει ουσιαστικά παρόμοιες πληροφορίες.

Άρθρο 40

Απαίτηση πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων

1.   Οι αρμόδιες αρχές επιβάλλουν την απαίτηση πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 39 παράγραφος 2 στοιχείο α) μόνο εάν, βάσει των ελέγχων που διενεργούνται σύμφωνα με τα άρθρα 36 και 37, διαπιστώνουν οποιαδήποτε από τις ακόλουθες καταστάσεις σε σχέση με μια επιχείρηση επενδύσεων:

α)

η επιχείρηση επενδύσεων είναι εκτεθειμένη σε κινδύνους ή στοιχεία κινδύνων ή ενέχει κινδύνους για τρίτους που είναι σημαντικοί και δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς από την κεφαλαιακή απαίτηση και ιδίως τις απαιτήσεις των παραγόντων Κ, όπως καθορίζονται στο τρίτο ή το τέταρτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033,

β)

η επιχείρηση επενδύσεων δεν πληροί τις απαιτήσεις που καθορίζονται στα άρθρα 24 και 26 και η εφαρμογή άλλων εποπτικών μέτρων δεν είναι πιθανό να βελτιώσει επαρκώς, εντός κατάλληλου χρονικού πλαισίου, τις ρυθμίσεις, τις διαδικασίες, τους μηχανισμούς και τις στρατηγικές,

γ)

οι προσαρμογές σε σχέση με τη συνετή αποτίμηση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών δεν επαρκούν για να μπορέσει η επιχείρηση επενδύσεων να πωλήσει ή να αντισταθμίσει τις θέσεις της σε σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς σημαντικές ζημίες, υπό κανονικές συνθήκες αγοράς,

δ)

από την εξέταση που διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 37 προκύπτει ότι η μη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις για την εφαρμογή των επιτρεπόμενων εσωτερικών υποδειγμάτων ενδέχεται να οδηγήσει σε ανεπαρκή επίπεδα κεφαλαίου,

ε)

η επιχείρηση επενδύσεων επανειλημμένως δεν δημιουργεί ή δεν διατηρεί επαρκές επίπεδο πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων, όπως ορίζεται στο άρθρο 41.

2.   Για τους σκοπούς του στοιχείου α) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, οι κίνδυνοι ή τα στοιχεία κινδύνων θεωρείται ότι δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που καθορίζονται στο τρίτο και το τέταρτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 μόνο όταν τα ποσά, τα είδη και η κατανομή των κεφαλαίων που θεωρούνται κατάλληλα από την αρμόδια αρχή, μετά τον εποπτικό έλεγχο της εκτίμησης που διενεργούν οι επιχειρήσεις επενδύσεων σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας, είναι υψηλότερα από την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων της επιχείρησης επενδύσεων που καθορίζεται στο τρίτο ή το τέταρτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, τα κεφάλαια που θεωρούνται κατάλληλα μπορούν να περιλαμβάνουν κινδύνους ή στοιχεία κινδύνων που εξαιρούνται ρητά από την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που καθορίζεται στο τρίτο ή το τέταρτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.

3.   Οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν το επίπεδο των πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται βάσει του άρθρου 39 παράγραφος 2 στοιχείο α) ως τη διαφορά μεταξύ των κεφαλαίων που θεωρούνται κατάλληλα βάσει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που καθορίζεται στο τρίτο ή το τέταρτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.

4.   Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να πληρούν την απαίτηση πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 39 παράγραφος 2 στοιχείο α) με ίδια κεφάλαια, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

τουλάχιστον τα τρία τέταρτα της απαίτησης πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων καλύπτονται με κεφάλαιο της κατηγορίας 1,

β)

τουλάχιστον τα τρία τέταρτα του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 αποτελούνται από κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,

γ)

τα εν λόγω ίδια κεφάλαια δεν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη καμίας από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που καθορίζονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.

5.   Οι αρμόδιες αρχές τεκμηριώνουν εγγράφως την απόφασή τους να επιβάλουν απαίτηση πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 39 παράγραφος 2 στοιχείο α), περιγράφοντας με σαφήνεια την πλήρη εκτίμηση των στοιχείων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 4 του παρόντος άρθρου. Αυτό περιλαμβάνει, στην περίπτωση που προβλέπεται στο στοιχείο δ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, ειδική έκθεση των λόγων για τους οποίους δεν θεωρείται πλέον επαρκές το επίπεδο κεφαλαίου που έχει καθοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφος 1.

6.   Η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό του τρόπου με τον οποίο πρέπει να μετρούνται οι κίνδυνοι και τα στοιχεία των κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, περιλαμβανομένων των κινδύνων ή των στοιχείων κινδύνων που εξαιρούνται ρητώς από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που καθορίζονται στο τρίτο ή το τέταρτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.

Η ΕΑΤ διασφαλίζει ότι τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων περιλαμβάνουν ενδεικτικούς ποιοτικούς δείκτες μέτρησης για τα ποσά των πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 39 παράγραφος 2 στοιχείο α), λαμβανομένου υπόψη του εύρους των διαφορετικών επιχειρηματικών μοντέλων και των νομικών μορφών που μπορούν να έχουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων, και είναι αναλογικά σε συνάρτηση με:

α)

την εφαρμοστική επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τις αρμόδιες αρχές,

β)

την πιθανότητα το υψηλότερο επίπεδο απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που εφαρμόζονται όταν οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν χρησιμοποιούν εσωτερικά υποδείγματα να δικαιολογεί την επιβολή χαμηλότερων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, κατά την εκτίμηση των κινδύνων και των στοιχείων κινδύνων σύμφωνα με την παράγραφο 2.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 26 Ιουνίου 2021.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει την παρούσα οδηγία εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

7.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιβάλλουν απαίτηση πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 6 σε επιχειρήσεις επενδύσεων που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 για να χαρακτηριστούν ως μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων βάσει εκτίμησης κατά περίπτωση και όταν η αρμόδια αρχή το κρίνει δικαιολογημένο.

Άρθρο 41

Καθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια

1.   Λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας και ανάλογα με το μέγεθος, τη συστημική σημασία, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων επενδύσεων που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 για να χαρακτηριστούν ως μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν από τις εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων να έχουν επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που, βάσει του άρθρου 24, είναι επαρκώς υψηλότερο από τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο τρίτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 και στην παρούσα οδηγία, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 39 παράγραφος 2 στοιχείο α), ώστε να διασφαλίζεται ότι οι κυκλικές οικονομικές διακυμάνσεις δεν οδηγούν σε παράβαση των εν λόγω απαιτήσεων ούτε απειλούν την ικανότητα της επιχείρησης επενδύσεων να προχωρήσει σε εκκαθάριση ή παύση δραστηριοτήτων με συντεταγμένο τρόπο.

2.   Οι αρμόδιες αρχές επανεξετάζουν, όπου αρμόζει, το επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που καθορίζεται από κάθε επιχείρηση επενδύσεων που δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 για να χαρακτηριστεί ως μικρή και μη διασυνδεδεμένη επιχείρηση επενδύσεων, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και, κατά περίπτωση, γνωστοποιούν τα αποτελέσματα της εν λόγω επανεξέτασης στη σχετική επιχείρηση επενδύσεων, περιλαμβανομένης κάθε προσδοκίας για την προσαρμογή του επιπέδου των ιδίων κεφαλαίων που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Η γνωστοποίηση αυτή περιλαμβάνει την ημερομηνία έως την οποία η αρμόδια αρχή απαιτεί να ολοκληρωθεί η προσαρμογή.

Άρθρο 42

Συγκεκριμένες απαιτήσεις ρευστότητας

1.   Οι αρμόδιες αρχές επιβάλλουν τις συγκεκριμένες απαιτήσεις ρευστότητας που αναφέρονται στο άρθρο 39 παράγραφος 2 στοιχείο ια) της παρούσας οδηγίας μόνο εφόσον, βάσει των ελέγχουν που διενεργούνται σύμφωνα με τα άρθρα 36 και 37 της παρούσας οδηγίας, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι μια επιχείρηση επενδύσεων που δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 για να χαρακτηριστεί ως μικρή και μη διασυνδεδεμένη επιχείρηση επενδύσεων ή που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 αλλά δεν έχει απαλλαγεί από την απαίτηση ρευστότητας κατά το άρθρο 43 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 βρίσκεται σε μία από τις ακόλουθες καταστάσεις:

α)

η επιχείρηση επενδύσεων είναι εκτεθειμένη σε κίνδυνο ρευστότητας ή σε στοιχεία κινδύνου ρευστότητας που είναι σημαντικά και δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς από την απαίτηση ρευστότητας που καθορίζεται στο πέμπτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033,

β)

η επιχείρηση επενδύσεων δεν πληροί τις απαιτήσεις που καθορίζονται στα άρθρα 24 και 26 της παρούσας οδηγίας και η εφαρμογή άλλων διοικητικών μέτρων δεν είναι πιθανό να βελτιώσει επαρκώς, εντός κατάλληλου χρονικού πλαισίου, τις ρυθμίσεις, τις διαδικασίες, τους μηχανισμούς και τις στρατηγικές.

2.   Για τους σκοπούς του στοιχείου α) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, ο κίνδυνος ρευστότητας ή τα στοιχεία κινδύνου ρευστότητας θεωρείται ότι δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς από την απαίτηση ρευστότητας που καθορίζεται στο πέμπτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 μόνο όταν τα ποσά και τα είδη της ρευστότητας που θεωρούνται κατάλληλα από την αρμόδια αρχή μετά τον εποπτικό έλεγχο της εκτίμησης που διενεργούν οι επιχειρήσεις επενδύσεων σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας είναι υψηλότερα από την απαίτηση ρευστότητας της επιχείρησης επενδύσεων που καθορίζεται στο πέμπτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.

3.   Οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν το επίπεδο της συγκεκριμένης ρευστότητας που απαιτείται βάσει του άρθρου 39 παράγραφος 2 στοιχείο ια) της παρούσας οδηγίας ως τη διαφορά μεταξύ της ρευστότητας που θεωρείται κατάλληλη βάσει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και της απαίτησης ρευστότητας που καθορίζεται στο πέμπτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.

4.   Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να πληρούν την ειδική απαίτηση ρευστότητας που αναφέρεται στο άρθρο 39 παράγραφος 2 στοιχείο ια) της παρούσας οδηγίας με ρευστά στοιχεία ενεργητικού όπως ορίζεται στο άρθρο 43 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.

5.   Οι αρμόδιες αρχές τεκμηριώνουν εγγράφως την απόφασή τους να επιβάλουν συγκεκριμένη απαίτηση ρευστότητας που αναφέρεται στο άρθρο 39 παράγραφος 2 στοιχείο ια), περιγράφοντας με σαφήνεια την πλήρη εκτίμηση των στοιχείων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 3 του παρόντος άρθρου.

6.   Η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με σκοπό να προσδιοριστεί, κατά τρόπο που αρμόζει στο μέγεθος, τη δομή και την εσωτερική οργάνωση των επιχειρήσεων επενδύσεων καθώς και στη φύση, το πεδίο και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους, ο τρόπος μέτρησης του κινδύνου ρευστότητας και των στοιχείων του κινδύνου ρευστότητας που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 26 Ιουνίου 2021.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει την παρούσα οδηγία εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 43

Συνεργασία με τις αρχές εξυγίανσης

Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στις σχετικές αρχές εξυγίανσης οποιαδήποτε απαίτηση πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλεται βάσει του άρθρου 39 παράγραφος 2 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας για επιχείρηση επενδύσεων που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και σχετικά με κάθε προσδοκία για προσαρμογή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 41 παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας, σε σχέση με την εν λόγω επιχείρηση επενδύσεων.

Άρθρο 44

Απαιτήσεις δημοσίευσης

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία:

α)

να απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 για να χαρακτηριστούν ως μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων και από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 46 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 να δημοσιεύουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 46 του εν λόγω κανονισμού συχνότερα από μία φορά ετησίως και να θέτουν προθεσμίες για τη δημοσίευση αυτή,

β)

να απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 για να χαρακτηριστούν ως μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων και τις επιχειρήσεις επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 46 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 να χρησιμοποιούν ειδικά μέσα και τοποθεσίες, ιδίως τους δικτυακούς τόπους των επιχειρήσεων επενδύσεων, για δημοσιεύσεις εκτός των οικονομικών καταστάσεων,

γ)

να απαιτούν από τις μητρικές επιχειρήσεις να δημοσιεύουν σε ετήσια βάση, είτε ως πλήρες κείμενο ή με αναφορές σε αντίστοιχα στοιχεία, μια περιγραφή της νομικής δομής και διακυβέρνησης και της οργανωτικής δομής του ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων, σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας και το άρθρο 10 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Άρθρο 45

Υποχρέωση ενημέρωσης της ΕΑΤ

1.   Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΤ σχετικά με:

α)

τη διαδικασία ελέγχου και αξιολόγησης του άρθρου 36,

β)

τη μεθοδολογία που ακολουθούν για τη λήψη των αποφάσεων που αναφέρονται στα άρθρα 39, 40 και 41,

γ)

το επίπεδο των διοικητικών κυρώσεων που καθορίζουν τα κράτη μέλη και αναφέρεται στο άρθρο 18.

Η ΕΑΤ διαβιβάζει τις πληροφορίες της παρούσας παραγράφου στην ΕΑΚΑΑ.

2.   Η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την EAKAA, προβαίνει σε εκτίμηση των πληροφοριών που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές, για την ανάπτυξη συνέπειας κατά τις διαδικασίες εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης. Για την ολοκλήρωση της εκτίμησής της, η ΕΑΤ, κατόπιν διαβούλευσης με την ΕΑΚΑΑ, δύναται να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες από αρμόδιες αρχές σε αναλογική βάση και σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (EΕ) αριθ. 1093/2010.

Η ΕΑΤ δημοσιεύει στον δικτυακό της τόπο τις συγκεντρωτικές πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο γ).

Η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τον βαθμό σύγκλισης της εφαρμογής του παρόντος κεφαλαίου μεταξύ των κρατών μελών. Η ΕΑΤ διενεργεί αξιολογήσεις από ομότιμους, σύμφωνα με το άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, όποτε απαιτείται. Ενημερώνει την ΕΑΑΚΑ σχετικά με τις εν λόγω αξιολογήσεις από ομότιμους.

Η ΕΑΤ και η EAKAA εκδίδουν κατευθυντήριες γραμμές για τις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, κατά περίπτωση, για την περαιτέρω διευκρίνιση, κατά τρόπο που να αρμόζει στο μέγεθος, στη δομή και στην εσωτερική οργάνωση των επιχειρήσεων επενδύσεων και στη φύση, το πεδίο εφαρμογής και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους, των κοινών διαδικασιών και μεθόδων για τη διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης, που αναφέρεται στην παράγραφο 1, και για την εκτίμηση της αντιμετώπισης των κινδύνων, που αναφέρεται στο άρθρο 29 της παρούσας οδηγίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Εποπτεία του ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων

ΤΜΗΜΑ 1

Εποπτεία του ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων σε ενοποιημένη βάση και εποπτεία της συμμόρφωσης με τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου

Άρθρο 46

Καθορισμός της αρχής εποπτείας του ομίλου

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν επικεφαλής του ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων είναι μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην Ένωση, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ή η εποπτεία της συμμόρφωσης με τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου ασκείται από την αρμόδια αρχή της εν λόγω μητρικής επιχείρησης επενδύσεων εγκατεστημένης στην Ένωση.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν η μητρική επιχείρηση μιας επιχείρησης επενδύσεων είναι μητρική επενδυτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ή η εποπτεία της συμμόρφωσης με τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου ασκείται από την αρμόδια αρχή της εν λόγω επιχείρησης επενδύσεων.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, στην περίπτωση κατά την οποία δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη έχουν την ίδια μητρική επενδυτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση ή την ίδια μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ή η εποπτεία της συμμόρφωσης με τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου ασκείται από την αρμόδια αρχή της επιχείρησης επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη η επενδυτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν πρόκειται για μητρικές επιχειρήσεις δύο ή περισσότερων επιχειρήσεων επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, οι οποίες περιλαμβάνουν περισσότερες της μίας επενδυτικές εταιρείες συμμετοχών ή μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών με κεντρικά γραφεία σε διαφορετικά κράτη μέλη και εφόσον υπάρχει επιχείρηση επενδύσεων σε καθένα από τα εν λόγω κράτη μέλη, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ή η εποπτεία της συμμόρφωσης με τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου ασκείται από την αρμόδια αρχή της επιχείρησης επενδύσεων με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού.

5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν πρόκειται για δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση και έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια επενδυτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση και όταν καμία από τις εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων δεν έχει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος στο οποίο συστάθηκε η επενδυτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ή η εποπτεία της συμμόρφωσης με τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου ασκείται από την αρμόδια αρχή της επιχείρησης επενδύσεων με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού.

6.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται, κοινή συναινέσει, να παρεκκλίνουν από τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους 3, 4 και 5, σε περίπτωση που η εφαρμογή τους δεν ενδείκνυται για την αποτελεσματική εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ή εποπτεία της συμμόρφωσης με τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις επενδύσεων και τη σπουδαιότητα των δραστηριοτήτων τους στα οικεία κράτη μέλη, και να αναθέσουν σε διαφορετική αρμόδια αρχή την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση ή εποπτείας της συμμόρφωσης με τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου. Στις εν λόγω περιπτώσεις, προτού λάβουν οποιαδήποτε τέτοια απόφαση, οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στη μητρική επενδυτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση ή στη μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση ή στην επιχείρηση επενδύσεων με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, κατά περίπτωση, τη δυνατότητα να εκφέρει γνώμη σχετικά με την εν λόγω σκοπούμενη απόφαση. Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην Επιτροπή και την ΕΑΤ κάθε τέτοια απόφαση.

Άρθρο 47

Απαιτούμενες πληροφορίες σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης

Όταν προκύπτει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένης της κατάστασης που περιγράφεται στο άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ή της κατάστασης των αρνητικών εξελίξεων σε χρηματοοικονομικές αγορές, η οποία ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τη ρευστότητα της αγοράς και τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη όπου οντότητες του ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων έχουν λάβει άδεια λειτουργίας, η αρχή εποπτείας του ομίλου, που προσδιορίζεται βάσει του άρθρου 46 της παρούσας οδηγίας, ειδοποιεί, σύμφωνα με το τμήμα 2 του κεφαλαίου 1 του παρόντος τίτλου, το συντομότερο δυνατό, την ΕΑΤ, το ΕΣΣΚ και οποιαδήποτε σχετική αρμόδια αρχή και διαβιβάζει όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των εργασιών τους.

Άρθρο 48

Σώματα εποπτών

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η αρχή εποπτείας του ομίλου που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 46 της παρούσας οδηγίας δύναται, εφόσον ενδείκνυται, να συστήνει σώματα εποπτών, ώστε να διευκολύνεται η άσκηση των καθηκόντων του παρόντος άρθρου και να εξασφαλίζονται ο συντονισμός και η συνεργασία με τις αρμόδιες εποπτικές αρχές τρίτων χωρών, ιδίως όταν αυτό απαιτείται για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 23 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο γ) και του άρθρου 23 παράγραφος 2 του κανονισμού (EΕ) 2019/2033 για την ανταλλαγή και την ενημέρωση των συναφών πληροφοριών σχετικά με το μοντέλο περιθωρίου με τις εποπτικές αρχές των αναγνωρισμένων κεντρικών αντισυμβαλλομένων.

2.   Τα σώματα εποπτών παρέχουν ένα πλαίσιο για την αρχή εποπτείας του ομίλου, την ΕΑΤ και τις άλλες αρμόδιες αρχές, για την εκτέλεση των κάτωθι εργασιών:

α)

τις εργασίες που αναφέρονται στο άρθρο 47,

β)

τον συντονισμό των αιτημάτων παροχής πληροφοριών, όταν αυτό απαιτείται για τη διευκόλυνση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού (EΕ) 2019/2033,

γ)

τον συντονισμό των αιτημάτων παροχής πληροφοριών, όταν διάφορες αρμόδιες αρχές επιχειρήσεων επενδύσεων που ανήκουν στον ίδιο όμιλο πρέπει να ζητούν είτε από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του εκκαθαριστικού μέλους είτε από την αρμόδια αρχή του αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλόμενου πληροφορίες σχετικά με το μοντέλο περιθωρίου και τις παραμέτρους που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της απαίτησης περιθωρίου ασφαλείας των σχετικών επιχειρήσεων επενδύσεων,

δ)

την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ όλων των αρμόδιων αρχών και με την ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, καθώς και με την ΕΑΚΑΑ, σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010,

ε)

την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με την εκούσια ανάθεση εργασιών και αρμοδιοτήτων μεταξύ των αρμόδιων αρχών, κατά περίπτωση,

στ)

την αύξηση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας, με σκοπό την αποφυγή της περιττής επικάλυψης των εποπτικών απαιτήσεων.

3.   Κατά περίπτωση, σώματα εποπτών μπορούν να συστήνονται επίσης όταν οι θυγατρικές ενός ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων με επικεφαλής επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην Ένωση, μητρική επενδυτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση βρίσκονται σε τρίτη χώρα.

4.   Σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η ΕΑΤ συμμετέχει στις συνεδριάσεις των σωμάτων εποπτών.

5.   Οι ακόλουθες αρχές κατέχουν θέση μέλους στο σώμα εποπτών:

α)

οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία θυγατρικών ενός ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων με επικεφαλής επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην Ένωση, μητρική επενδυτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση,

β)

εφόσον συντρέχει λόγος, εποπτικές αρχές τρίτης χώρας, υπό την επιφύλαξη απαιτήσεων εμπιστευτικότητας που, κατά τη γνώμη όλων των αρμόδιων αρχών, είναι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο τμήμα 2 του κεφαλαίου I του παρόντος τίτλου.

6.   Η αρχή εποπτείας του ομίλου, που προσδιορίζεται βάσει του άρθρου 46, προεδρεύει στις συνεδριάσεις του σώματος εποπτών και εκδίδει αποφάσεις. Η εν λόγω αρχή εποπτείας του ομίλου ενημερώνει εκ των προτέρων και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος εποπτών σχετικά με τη διοργάνωση αυτών των συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις δραστηριότητες προς εξέταση. Επίσης, η αρχή εποπτείας του ομίλου ενημερώνει εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος εποπτών σχετικά με τις αποφάσεις που λαμβάνονται σε αυτές τις συνεδριάσεις ή τα μέτρα που εφαρμόζονται.

Κατά τη λήψη αποφάσεων, η αρχή εποπτείας του ομίλου λαμβάνει υπόψη τη σημασία της εποπτικής δραστηριότητας που προγραμματίζεται ή συντονίζεται από τις αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 5.

Η σύσταση και η λειτουργία των σωμάτων εποπτών επισημοποιούνται με γραπτές ρυθμίσεις.

7.   Σε περίπτωση διαφωνίας με απόφαση που λαμβάνει η αρχή εποπτείας του ομίλου σχετικά με τη λειτουργία των σωμάτων εποπτών, οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Η ΕΑΤ μπορεί επίσης να συνδράμει τις αρμόδιες αρχές στην περίπτωση διαφωνίας σχετικά με τη λειτουργία των σωμάτων εποπτών, βάσει του παρόντος άρθρου με δική της πρωτοβουλία, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

8.   Η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον περαιτέρω προσδιορισμό των όρων υπό τους οποίους τα σώματα εποπτών ασκούν τις εργασίες τους που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 26 Ιουνίου 2021.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει την παρούσα οδηγία εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 49

Απαιτήσεις συνεργασίας

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η αρχή εποπτείας του ομίλου και οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 48 παράγραφος 5 ανταλλάσσουν όλες τις σχετικές πληροφορίες που απαιτούνται, μεταξύ άλλων τα εξής:

α)

τον προσδιορισμό της νομικής δομής και της δομής διακυβέρνησης του ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων, περιλαμβανομένης της οργανωτικής δομής του, που καλύπτουν όλες τις ρυθμιζόμενες και μη ρυθμιζόμενες οντότητες, τις μη ρυθμιζόμενες θυγατρικές και τις μητρικές επιχειρήσεις, καθώς και των αρμόδιων αρχών των ρυθμιζόμενων οντοτήτων του ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων,

β)

τις διαδικασίες συλλογής πληροφοριών από τις επιχειρήσεις επενδύσεων ενός ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων, και τις διαδικασίες εξακρίβωσης αυτών των πληροφοριών,

γ)

οποιεσδήποτε αρνητικές εξελίξεις σε επιχειρήσεις επενδύσεων ή άλλες οντότητες ενός ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων που δύνανται να επηρεάσουν σοβαρά τις εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων,

δ)

οποιεσδήποτε σημαντικές κυρώσεις και έκτακτα μέτρα που έλαβαν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις μεταφοράς της παρούσας οδηγίας,

ε)

την επιβολή ειδικής απαίτησης ιδίων κεφαλαίων βάσει του άρθρου 39 της παρούσας οδηγίας.

2.   Οι αρμόδιες αρχές και η αρχή εποπτείας του ομίλου μπορούν να απευθύνονται στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, όταν δεν έχουν διαβιβαστεί οι σχετικές πληροφορίες βάσει της παραγράφου 1 χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση ή όταν ένα αίτημα συνεργασίας, ιδίως για την ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών, έχει απορριφθεί ή δεν έχει απαντηθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

Η ΕΑΤ μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, και με δική της πρωτοβουλία, να συνδράμει τις αρμόδιες αρχές στη διαμόρφωση πρακτικών συνεπούς συνεργασίας.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές, προτού λάβουν απόφαση η οποία μπορεί να είναι σημαντική για τα εποπτικά καθήκοντα άλλων αρμόδιων αρχών, διαβουλεύονται μεταξύ τους όσον αφορά τα ακόλουθα:

α)

μεταβολές στη μετοχική, οργανωτική ή διαχειριστική διάρθρωση των επιχειρήσεων επενδύσεων ενός ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων, που απαιτούν την έγκριση ή την άδεια των αρμόδιων αρχών,

β)

σημαντικές κυρώσεις που επιβάλλουν οι αρμόδιες αρχές στις επιχειρήσεις επενδύσεων ή οποιαδήποτε άλλα έκτακτα μέτρα που λαμβάνουν οι εν λόγω αρχές και

γ)

ειδικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 39.

4.   Όταν πρόκειται να επιβληθούν σημαντικές κυρώσεις ή να ληφθούν άλλα έκτακτα μέτρα από τις αρμόδιες αρχές, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3 στοιχείο β), ζητείται η γνώμη της αρχής εποπτείας του ομίλου.

5.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, μια αρμόδια αρχή δεν υποχρεούται να διαβουλευθεί με άλλες αρμόδιες αρχές, σε επείγουσες περιπτώσεις ή σε περιπτώσεις που μια τέτοια διαβούλευση θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα της απόφασής της· στην περίπτωση αυτή, η αρμόδια αρχή ενημερώνει, αμελλητί, τις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές σχετικά με την εν λόγω απόφαση περί μη διαβούλευσης.

Άρθρο 50

Εξακρίβωση πληροφοριών σχετικά με οντότητες εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν αρμόδια αρχή κράτους μέλους χρειάζεται να εξακριβώσει πληροφορίες σχετικά με επιχειρήσεις επενδύσεων, επενδυτικές εταιρείες συμμετοχών, μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, χρηματοδοτικά ιδρύματα, επιχειρήσεις παροχής επικουρικών υπηρεσιών, μικτές εταιρείες συμμετοχών ή θυγατρικές που είναι εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων θυγατρικών που είναι ασφαλιστικές εταιρείες και υποβάλλει αίτημα προς τούτο, η εξακρίβωση αυτή πραγματοποιείται από τις σχετικές αρμόδιες αρχές του εν λόγω άλλου κράτους μέλους, σύμφωνα με την παράγραφο 2.

2.   Οι αρμόδιες αρχές που λαμβάνουν αίτημα σύμφωνα με την παράγραφο 1 προβαίνουν σε οποιοδήποτε από τα εξής:

α)

διενεργούν οι ίδιες την εξακρίβωση στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους,

β)

επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές που υπέβαλαν το αίτημα να διενεργήσουν εκείνες την εξακρίβωση,

γ)

ζητούν από ελεγκτή ή εμπειρογνώμονα να διενεργήσει την εξακρίβωση αμερόληπτα και να γνωστοποιήσει τα αποτελέσματα ταχέως.

Για τους σκοπούς των στοιχείων α) και γ), οι αρμόδιες αρχές που υπέβαλαν το αίτημα επιτρέπεται να συμμετέχουν στην εξακρίβωση.

ΤΜΗΜΑ 2

Επενδυτικές εταιρείες συμμετοχών, μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών και μικτές εταιρείες συμμετοχών

Άρθρο 51

Ένταξη εταιρειών συμμετοχών στην εποπτεία της συμμόρφωσης με τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επενδυτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών υπάγονται στην εποπτεία της συμμόρφωσης με τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου.

Άρθρο 52

Επάρκεια διευθυντικών στελεχών

Τα κράτη μέλη απαιτούν τα μέλη του διοικητικού οργάνου μιας επενδυτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών να έχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα ήθους και την αναγκαία γνώση, ικανότητες και πείρα, για την αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων τους, λαμβανομένου υπόψη του ειδικού ρόλου μιας επενδυτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.

Άρθρο 53

Μικτές εταιρείες συμμετοχών

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, όταν μητρική επιχείρηση μιας επιχείρησης επενδύσεων είναι μικτή εταιρεία συμμετοχών, οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία της επιχείρησης επενδύσεων δύνανται:

α)

να απαιτούν από τη μικτή εταιρεία συμμετοχών την ανακοίνωση κάθε χρήσιμης πληροφορίας για την εποπτεία της εν λόγω επιχείρησης επενδύσεων,

β)

να ασκούν εποπτεία στις συναλλαγές που πραγματοποιούνται μεταξύ της επιχείρησης επενδύσεων και της μικτής εταιρείας συμμετοχών και των θυγατρικών της τελευταίας και να απαιτούν από την επιχείρηση επενδύσεων να διαθέτει κατάλληλες διαδικασίες για τη διαχείριση των κινδύνων και μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, συμπεριλαμβανόμενων των ορθών διαδικασιών υποβολής στοιχείων και λογιστικής, για τον εντοπισμό, τη μέτρηση, την παρακολούθηση και τον έλεγχο αυτών των συναλλαγών.

2.   Τα κράτη μέλη ορίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές τους μπορούν να προβαίνουν οι ίδιες ή να αναθέτουν σε εξωτερικούς ελεγκτές την επιτόπια επιθεώρηση για την εξακρίβωση των πληροφοριών που απέστειλαν οι μικτές εταιρείες συμμετοχών και οι θυγατρικές τους.

Άρθρο 54

Κυρώσεις

Σύμφωνα με το τμήμα 3 του κεφαλαίου 2 του παρόντος τίτλου, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι διοικητικές κυρώσεις ή άλλα διοικητικά μέτρα, που στοχεύουν στην παύση ή στον περιορισμό παραβάσεων των νόμων, κανονισμών ή διοικητικών διατάξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο του παρόντος κεφαλαίου ή στην αντιμετώπιση των αιτίων τέτοιων παραβάσεων, μπορούν να επιβληθούν σε επενδυτικές εταιρείες συμμετοχών, μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών και μικτές εταιρείες συμμετοχών, ή στα υπεύθυνα διευθυντικά στελέχη τους,.

Άρθρο 55

Εκτίμηση της εποπτείας τρίτης χώρας και άλλες εποπτικές τεχνικές

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις επενδύσεων που είναι θυγατρικές της ίδιας μητρικής επιχείρησης, η οποία εδρεύει σε τρίτη χώρα, δεν υπόκεινται σε αποτελεσματική εποπτεία σε επίπεδο ομίλου, η αρμόδια αρχή εκτιμά κατά πόσον οι επιχειρήσεις επενδύσεων υπόκεινται σε εποπτεία από εποπτική αρχή της τρίτης χώρας, ισοδύναμη προς την εποπτεία που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία και στο πρώτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.

2.   Όταν από την εκτίμηση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου προκύπτει ότι δεν υφίσταται ισοδύναμη εποπτεία, τα κράτη μέλη επιτρέπουν τη διενέργεια των κατάλληλων εποπτικών τεχνικών που επιτυγχάνουν τους εποπτικούς στόχους σύμφωνα με το άρθρο 7 ή 8 του κανονισμού (EΕ) 2019/2033. Οι εν λόγω εποπτικές τεχνικές συμφωνούνται από την αρμόδια αρχή που θα ήταν η αρχή εποπτείας του ομίλου, αν η μητρική επιχείρηση ήταν εγκατεστημένη στην Ένωση, έπειτα από διαβούλευση με τις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές. Οποιαδήποτε μέτρα λαμβάνονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο κοινοποιούνται στις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, την ΕΑΤ και την Επιτροπή.

3.   Η αρμόδια αρχή που θα ήταν η αρχή εποπτείας του ομίλου, αν η μητρική επιχείρηση ήταν εγκατεστημένη στην Ένωση, μπορεί, ιδίως, να απαιτεί τη σύσταση επενδυτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών στην Ένωση και να εφαρμόζει το άρθρο 7 ή 8 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 στην εν λόγω επενδυτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.

Άρθρο 56

Συνεργασία με τις εποπτικές αρχές τρίτης χώρας

Η Επιτροπή μπορεί να υποβάλλει συστάσεις στο Συμβούλιο είτε κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους είτε ιδία πρωτοβουλία για τη διαπραγμάτευση συμφωνιών με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες, όσον αφορά τα μέσα εποπτείας της συμμόρφωσης με τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου από τις ακόλουθες επιχειρήσεις επενδύσεων:

α)

επιχειρήσεις επενδύσεων των οποίων η μητρική επιχείρηση εδρεύει σε τρίτη χώρα,

β)

επιχειρήσεις επενδύσεων που είναι εγκατεστημένες σε τρίτη χώρα και των οποίων οι μητρικές επιχειρήσεις εδρεύουν στην Ένωση.

ΤΙΤΛΟΣ V

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ

Άρθρο 57

Απαιτήσεις δημοσίευσης

1.   Οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν όλες τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τα κείμενα νόμων, κανονισμών, διοικητικών κανόνων και γενικής καθοδήγησης που εκδίδονται στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος βάσει της παρούσας οδηγίας,

β)

τον τρόπο άσκησης των δικαιωμάτων και των διακριτικών ευχερειών που παρέχει η παρούσα οδηγία και ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033,

γ)

τα γενικά κριτήρια και τις μεθόδους που χρησιμοποιούν για τον εποπτικό έλεγχο και την αξιολόγηση που αναφέρονται στο άρθρο 36 της παρούσας οδηγίας,

δ)

συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία περί των βασικών σημείων της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 στο οικείο κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων του αριθμού και της φύσης των εποπτικών μέτρων που λήφθηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 39 παράγραφος 2 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας, και των διοικητικών κυρώσεων που επιβλήθηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 18 της παρούσας οδηγίας.

2.   Οι δημοσιευόμενες πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 1 είναι επαρκώς λεπτομερείς και ακριβείς για την αξιόπιστη σύγκριση της εφαρμογής της παραγράφου 1 στοιχεία β), γ) και δ) από τις αρμόδιες αρχές των διαφόρων κρατών μελών.

3.   Η δημοσίευση πληροφοριών πραγματοποιείται σύμφωνα με κοινό μορφότυπο και ενημερώνονται τακτικά. Το κοινό έχει πρόσβαση σε αυτή μέσω μίας και μόνης ηλεκτρονικής τοποθεσίας.

4.   Η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την EAKAA, καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τον μορφότυπο, τη δομή, τους καταλόγους περιεχομένων και την ημερομηνία ετήσιας δημοσίευσης των πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

5.   Η ΕΑΤ υποβάλλει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 στην Επιτροπή, το αργότερο έως τις 26 Ιουνίου 2021.

ΤΙΤΛΟΣ VI

ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΠΡΑΞΕΙΣ

Άρθρο 58

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 3 παράγραφος 2, στο άρθρο 29 παράγραφος 4 και στο άρθρο 36 παράγραφος 4 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για χρονικό διάστημα πέντε ετών από την 25η Δεκεμβρίου 2019.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2, στο άρθρο 29 παράγραφος 4 και στο άρθρο 36 παράγραφος 4 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης επιφέρει τη λήξη της εξουσιοδότησης που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των τυχόν κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.

5.   Μόλις η Επιτροπή εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 2, του άρθρου 29 παράγραφος 4 και του άρθρου 36 παράγραφος 4 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες, κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

ΤΙΤΛΟΣ VII

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΑΛΛΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ

Άρθρο 59

Τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ

Στο άρθρο 2 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, το σημείο 7) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7)

«τομεακοί κανόνες»: οι νομικές πράξεις της Ένωσης σχετικά με την προληπτική εποπτεία των ρυθμιζόμενων οντοτήτων, ιδίως οι κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (EΕ) αριθ. 575/2013 (*1) και (ΕΕ) 2019/2033 (*2) και οι οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2009/138/EΚ, 2013/36/EΕ (*3), 2014/65/EΕ (*4) και (ΕΕ) 2019/2034 (*5).

Άρθρο 60

Τροποποίηση της οδηγίας 2009/65/ΕΚ

Στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2009/65/ΕΚ, το σημείο iii) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«iii)

ανεξαρτήτως του ποσού των απαιτήσεων αυτών, τα ίδια κεφάλαια της εταιρείας διαχείρισης δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να είναι λιγότερα από το ποσό που προβλέπεται στο άρθρο 13 του κανονισμού (EΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*6).

Άρθρο 61

Τροποποίηση της οδηγίας 2011/61/ΕΕ

Στο άρθρο 9 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Ανεξαρτήτως της παραγράφου 3, τα ίδια κεφάλαια του ΔΟΕΕ δεν είναι ποτέ λιγότερα από το ποσό που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 13 του κανονισμού (EΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*7).

Άρθρο 62

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2013/36/ΕΕ

Η οδηγία 2013/36/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:

1)

Ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ».

2)

Το άρθρο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 1

Αντικείμενο

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες σχετικά:

α)

με την πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων,

β)

με τις εποπτικές εξουσίες και τα εργαλεία για την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων από τις αρμόδιες αρχές,

γ)

με την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων από τις αρμόδιες αρχές κατά τρόπο συμβατό προς τους κανόνες που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

δ)

με τις απαιτήσεις δημοσίευσης για τις αρμόδιες αρχές όσον αφορά την προληπτική ρύθμιση και εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων.».

3)

Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 2 και 3 απαλείφονται·

β)

στην παράγραφο 5, το σημείο 1) απαλείφεται·

γ)

Η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Οι οντότητες που αναφέρονται στα σημεία 3) έως 24) της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου αντιμετωπίζονται ως χρηματοδοτικά ιδρύματα για την εφαρμογή του άρθρου 34 και του τίτλου VII κεφάλαιο 3.».

4)

Στο άρθρο 3 παράγραφος 1, το σημείο 4) απαλείφεται.

5)

Το άρθρο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 5

Συντονισμός εντός των κρατών μελών

Τα κράτη μέλη που διαθέτουν πλείονες αρμόδιες αρχές για την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για τον συντονισμό μεταξύ των εν λόγω αρχών.».

6)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 8α

Ειδικές απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και οι οποίες έχουν ήδη λάβει άδεια λειτουργίας, βάσει του τίτλου II της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, να υποβάλουν αίτηση άδειας λειτουργίας, σύμφωνα με το άρθρο 8, το αργότερο την ημέρα κατά την οποία λαμβάνει χώρα οποιοδήποτε από τα ακόλουθα γεγονότα:

α)

ο μέσος όρος του μηνιαίου συνόλου των στοιχείων ενεργητικού, υπολογιζόμενος σε περίοδο 12 συναπτών μηνών, είναι ίσος με το ποσό των 30 δισεκατομμυρίων EUR ή το υπερβεί ή

β)

ο μέσος όρος του μηνιαίου συνόλου των στοιχείων ενεργητικού, υπολογιζόμενος σε περίοδο 12 συναπτών μηνών, είναι χαμηλότερος από 30 δισεκατομμύρια EUR και η επιχείρηση αποτελεί μέρος ομίλου στον οποίο η συνολική αξία των ενοποιημένων στοιχείων ενεργητικού όλων των επιχειρήσεων εντός του ομίλου, οι οποίες μεμονωμένα διαθέτουν στοιχεία ενεργητικού συνολικής αξίας χαμηλότερης των 30 δισεκατομμυρίων EUR και ασκούν οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημεία 3) και 6) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, είναι ίση με 30 δισεκατομμύρια EUR ή τα υπερβεί, αμφότερα υπολογιζόμενα κατά μέσο όρο σε περίοδο 12 συναπτών μηνών.

2.   Οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου μπορούν να συνεχίσουν να ασκούν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, μέχρι να λάβουν την άδεια λειτουργίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και οι οποίες στις 24 Δεκεμβρίου 2019 ασκούν δραστηριότητες ως επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, υποβάλλουν αίτηση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 8 της παρούσας οδηγίας, έως τις 27 Δεκεμβρίου 2020.

4.   Όταν η αρμόδια αρχή, αφού λάβει τις πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 95α της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, θεωρεί ότι μια επιχείρηση πρέπει να λάβει άδεια λειτουργίας ως πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με το άρθρο 8 της παρούσας οδηγίας, ειδοποιεί την επιχείρηση και την αρμόδια αρχή, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 26) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, και αναλαμβάνει τη διαδικασία χορήγησης άδειας λειτουργίας από την ημερομηνία της εν λόγω ειδοποίησης.

5.   Σε περιπτώσεις χορήγησης νέας άδειας, η αρμόδια αρχή η οποία την χορηγεί εξασφαλίζει ότι η διαδικασία είναι όσο το δυνατόν πιο εξορθολογισμένη και ότι λαμβάνονται υπόψη οι πληροφορίες από τις υφιστάμενες άδειες.

6.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει:

α)

τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται από την επιχείρηση στις αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο της αίτησης για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος δραστηριοτήτων που προβλέπεται στο άρθρο 10,

β)

τη μεθοδολογία υπολογισμού των ορίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει την παρούσα οδηγία εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχεία α) και β), σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 26 Δεκεμβρίου 2020.».

7)

Στο άρθρο 18, παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:

«αα)

χρησιμοποιεί την άδεια λειτουργίας του αποκλειστικά για την άσκηση των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και έχει, για περίοδο πέντε συναπτών ετών, μέσο όρο συνολικών στοιχείων ενεργητικού μικρότερο από τα όρια που καθορίζονται στο εν λόγω άρθρο,».

8)

Το άρθρο 20 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η ΕΑΤ δημοσιεύει στον δικτυακό τόπο της και ενημερώνει τουλάχιστον σε ετήσια βάση κατάλογο με τις επωνυμίες όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας.»·

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3α.   Ο κατάλογος που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου περιλαμβάνει τις επωνυμίες των επιχειρήσεων που εμφαίνονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και προσδιορίζει τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα ως τέτοια. Στον εν λόγω κατάλογο επισημαίνονται επίσης οι αλλαγές σε σύγκριση με την προηγούμενη έκδοση.».

9)

Στο άρθρο 21β, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου:

α)

η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού στην Ένωση του ομίλου τρίτης χώρας είναι το άθροισμα των ακολούθων:

i)

της συνολικής αξίας των στοιχείων του ενεργητικού κάθε ιδρύματος του ομίλου τρίτης χώρας στην Ένωση, όπως αυτό προκύπτει από τον ενοποιημένο ισολογισμό του ή όπως προκύπτει από τους χωριστούς ισολογισμούς τους, όταν ο ισολογισμός του ιδρύματος δεν είναι ενοποιημένος, και

ii)

της συνολικής αξίας των στοιχείων ενεργητικού κάθε υποκαταστήματος του ομίλου τρίτης χώρας που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*8) ή την οδηγία 2014/65/ΕΕ.

β)

ο όρος «ίδρυμα» περιλαμβάνει επίσης τις επιχειρήσεις επενδύσεων.

(*8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).»."

10)

Ο τίτλος IV απαλείφεται.

11)

Στο άρθρο 51 παράγραφος 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν να ζητήσουν από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, στις περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται το άρθρο 112 παράγραφος 1, ή από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, να θεωρηθεί σημαντικό ένα υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος.».

12)

Στο άρθρο 53, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η παράγραφος 1 δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληροφορίες ή να διαβιβάζουν πληροφορίες προς το ΕΣΣΚ, την ΕΑΤ ή την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) («ΕΑΚΑΑ»), που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*9), σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*10), με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, με τα άρθρα 31, 35 και 36 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και με τα άρθρα 31 και 36 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, με την οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*11) και με άλλες οδηγίες που εφαρμόζονται στα πιστωτικά ιδρύματα. Οι εν λόγω πληροφορίες υπόκεινται στις διατάξεις της παραγράφου 1.

(*9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84)."

(*10)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 575/2013, (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και (ΕΕ) αριθ. 806/2014 (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 1)."

(*11)  Οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με την προληπτική εποπτεία επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/87/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 314).»."

13)

Στο άρθρο 66 παράγραφος 1, παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:

«αα)

την άσκηση τουλάχιστον μίας από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 με κάλυψη του ορίου που αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο, χωρίς άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος,».

14)

Στο άρθρο 76 παράγραφος 5, το έκτο εδάφιο απαλείφεται.

15)

Στο άρθρο 86, η παράγραφος 11 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«11.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα έχουν καθιερώσει σχέδια ανάκτησης ρευστότητας, τα οποία καθορίζουν επαρκείς στρατηγικές και κατάλληλα μέτρα εφαρμογής προκειμένου να αντιμετωπίσουν πιθανά ελλείμματα ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων ελλειμμάτων που αφορούν υποκαταστήματα εγκατεστημένα σε άλλα κράτη μέλη. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι αυτά τα σχέδια ελέγχονται από τα ιδρύματα τουλάχιστον ετησίως, ενημερώνονται βάσει του αποτελέσματος των εναλλακτικών σεναρίων που ορίζονται στην παράγραφο 8, υποβάλλονται με τη μορφή έκθεσης στα ανώτερα διοικητικά στελέχη και λαμβάνουν την έγκρισή τους, ώστε οι εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες να μπορούν να προσαρμοστούν ανάλογα. Τα ιδρύματα προβαίνουν στις απαραίτητες λειτουργικές ενέργειες εκ των προτέρων, για να διασφαλίσουν ότι τα σχέδια ανάκτησης ρευστότητας μπορούν να υλοποιηθούν άμεσα. Αυτές οι λειτουργικές ενέργειες περιλαμβάνουν την τήρηση εξασφαλίσεων που είναι άμεσα διαθέσιμες για τη χρηματοδότηση από την κεντρική τράπεζα. Αυτό περιλαμβάνει την τήρηση εξασφαλίσεων στο νόμισμα άλλου κράτους μέλους, όπου απαιτείται, ή στο νόμισμα τρίτης χώρας στο οποίο έχει ανοίγματα το ίδρυμα και, όπου απαιτείται για λειτουργικούς λόγους, εντός της επικράτειας ενός κράτους μέλους υποδοχής ή τρίτης χώρας στο νόμισμα τρίτης χώρας στο οποίο έχει ανοίγματα.».

16)

Στο άρθρο 110, η παράγραφος 2 απαλείφεται.

17)

Το άρθρο 111 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 111

Καθορισμός της αρχής εποπτείας του ομίλου

1.   Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος ή μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή που εποπτεύει το εν λόγω εγκατεστημένο σε κράτος μέλος μητρικό πιστωτικό ίδρυμα ή το εν λόγω εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό πιστωτικό ίδρυμα σε ατομική βάση.

Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην ΕΕ και καμία εκ των θυγατρικών της δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή που εποπτεύει την εν λόγω μητρική επιχείρηση επενδύσεων στο κράτος μέλος ή την εν λόγω μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην ΕΕ σε ατομική βάση.

Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην ΕΕ και τουλάχιστον μία εκ των θυγατρικών της είναι πιστωτικό ίδρυμα, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος ή, όταν υπάρχουν περισσότερα από ένα πιστωτικά ιδρύματα, του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού.

2.   Όταν η μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος ή επιχείρησης επενδύσεων είναι μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή που εποπτεύει το πιστωτικό ίδρυμα ή την επιχείρηση επενδύσεων σε ατομική βάση.

3.   Όταν δύο ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση έχουν την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από:

α)

την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος, όταν ο όμιλος περιλαμβάνει μόνο ένα πιστωτικό ίδρυμα,

β)

την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, όταν ο όμιλος περιλαμβάνει περισσότερα από ένα πιστωτικά ιδρύματα, ή

γ)

την αρμόδια αρχή της επιχείρησης επενδύσεων με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, όταν ο όμιλος δεν περιλαμβάνει κανένα πιστωτικό ίδρυμα.

4.   Όταν απαιτείται ενοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 3 ή 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού ή, όταν ο όμιλος δεν περιλαμβάνει κανένα πιστωτικό ίδρυμα, από την αρμόδια αρχή της επιχείρησης επενδύσεων με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού.

5.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 τρίτο εδάφιο, την παράγραφο 3 στοιχείο β) και την παράγραφο 4, όταν μια αρμόδια αρχή εποπτεύει σε ατομική βάση περισσότερα από ένα πιστωτικά ιδρύματα εντός ομίλου, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι η αρμόδια αρχή που εποπτεύει σε ατομική βάση ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα εντός του ομίλου, όταν το άθροισμα των συνόλων ισολογισμού των εν λόγω εποπτευόμενων πιστωτικών ιδρυμάτων είναι μεγαλύτερο από αυτό των πιστωτικών ιδρυμάτων που εποπτεύονται σε ατομική βάση από οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή.

Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3 στοιχείο γ), όταν μια αρμόδια αρχή εποπτεύει σε ατομική βάση περισσότερες από μία επιχειρήσεις επενδύσεων εντός ομίλου, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι η αρμόδια αρχή που εποπτεύει σε ατομική βάση μία ή περισσότερες επιχειρήσεις επενδύσεων εντός του ομίλου με το υψηλότερο σύνολο ισολογισμού συνολικά.

6.   Σε ειδικές περιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να μην εφαρμόσουν, με κοινή συμφωνία, τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 3 και 4, και να αναθέσουν σε διαφορετική αρμόδια αρχή την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, όταν η εφαρμογή των εν λόγω κριτηρίων δεν θα ήταν εν προκειμένω σκόπιμη, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων πιστωτικών ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων επενδύσεων και της σχετικής σημασίας των δραστηριοτήτων τους στα οικεία κράτη μέλη, ή της ανάγκης να εξασφαλιστεί η συνέχεια της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση από την ίδια αρμόδια αρχή. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό ίδρυμα, η εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, η εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή το πιστωτικό ίδρυμα ή η επιχείρηση επενδύσεων με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, κατά περίπτωση, έχει δικαίωμα ακρόασης πριν από τη λήψη της απόφασης από τις αρμόδιες αρχές.

7.   Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην Επιτροπή και στην ΕΑΤ χωρίς καθυστέρηση τις συμφωνίες που υπάγονται στις διατάξεις της παραγράφου 6.».

18)

Στο άρθρο 114 παράγραφος 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Όταν προκύπτει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένων των καταστάσεων που περιγράφονται στο άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ή κατάσταση με αρνητικές εξελίξεις στις αγορές, η οποία ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τη ρευστότητα της αγοράς και τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη όπου οντότητες του ομίλου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή όπου έχουν ιδρυθεί σημαντικά υποκαταστήματα κατά το άρθρο 51, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, σύμφωνα με τον τίτλο VII κεφάλαιο 1 τμήμα 2 και, κατά περίπτωση, τον τίτλο IV κεφάλαιο 1 τμήμα 2 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034, ειδοποιεί το συντομότερο δυνατόν την ΕΑΤ και τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 58 παράγραφος 4 και στο άρθρο 59 και διαβιβάζει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των εργασιών τους. Αυτές οι υποχρεώσεις ισχύουν για όλες τις αρμόδιες αρχές.».

19)

Το άρθρο 116 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν στα σώματα εποπτών και η ΕΑΤ συνεργάζονται στενά. Οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας, βάσει του τίτλου VII κεφάλαιο 1 τμήμα II της παρούσας οδηγίας και, κατά περίπτωση, του τίτλου IV κεφάλαιο I τμήμα 2 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034, δεν εμποδίζουν την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο σωμάτων εποπτών. Η σύσταση και λειτουργία σωμάτων εποπτών δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των αρμόδιων αρχών δυνάμει της παρούσας οδηγίας και δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.»·

β)

στην παράγραφο 6, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Στα σώματα εποπτών επιτρέπεται να συμμετέχουν οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους υποδοχής όπου έχουν ιδρυθεί σημαντικά υποκαταστήματα, όπως αναφέρονται στο άρθρο 51, οι κεντρικές τράπεζες του ΕΣΣΚ κατά περίπτωση, καθώς και εποπτικές αρχές τρίτης χώρας, εφόσον συντρέχει λόγος και υπό την επιφύλαξη απαιτήσεων εμπιστευτικότητας που, κατά τη γνώμη όλων των αρμόδιων αρχών, είναι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις κατά τον τίτλο VII κεφάλαιο 1 τμήμα II της παρούσας οδηγίας και, όπου συντρέχει περίπτωση, κατά τον τίτλο IV κεφάλαιο 1 τμήμα 2 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034.»·

γ)

στην παράγραφο 9, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«9.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας δυνάμει του τίτλου VII κεφάλαιο 1 τμήμα II της παρούσας οδηγίας και, όπου συντρέχει περίπτωση, του τίτλου IV κεφάλαιο 1 τμήμα 2 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034, ενημερώνει την ΕΑΤ σχετικά με τις δραστηριότητες του σώματος εποπτών, μεταξύ άλλων σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, και διαβιβάζει στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους σκοπούς της εποπτικής σύγκλισης.».

20)

Στο άρθρο 125, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι πληροφορίες που συλλέγονται, στο πλαίσιο της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, και ιδιαίτερα η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία, υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 53 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας για τα πιστωτικά ιδρύματα ή στο άρθρο 15 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034.».

21)

Στο άρθρο 128, το πέμπτο εδάφιο απαλείφεται.

22)

Στο άρθρο 129, οι παράγραφοι 2, 3 και 4 απαλείφονται.

23)

Στο άρθρο 130, οι παράγραφοι 2, 3 και 4 απαλείφονται.

24)

Στο άρθρο 143 παράγραφος 1, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

με την επιφύλαξη των διατάξεων του τίτλου VII κεφάλαιο 1 τμήμα II της παρούσας οδηγίας και, κατά περίπτωση, των διατάξεων του τίτλου IV κεφάλαιο 1 τμήμα 2 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034, συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία για τα καίρια σημεία της υλοποίησης του πλαισίου προληπτικής εποπτείας σε κάθε κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων του αριθμού και της φύσης των εποπτικών μέτρων που έχουν ληφθεί σύμφωνα με το άρθρο 102 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας και των διοικητικών κυρώσεων που έχουν επιβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 65 της παρούσας οδηγίας.».

Άρθρο 63

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2014/59/ΕΕ

Η οδηγία 2014/59/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 2 παράγραφος 1, το σημείο 3) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3)

«επιχείρηση επενδύσεων»: επιχείρηση επενδύσεων, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 22 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*12), η οποία υπόκειται στην απαίτηση αρχικού κεφαλαίου που καθορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*13).

(*12)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 575/2013, (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και (ΕΕ) αριθ. 806/2014 (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 1)."

(*13)  Οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με την προληπτική εποπτεία επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/87/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 64).»."

2)

Στο άρθρο 45, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Σύμφωνα με το άρθρο 65 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, οι παραπομπές της παρούσας οδηγίας στο άρθρο 92 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική βάση των επιχειρήσεων επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 3) της παρούσας οδηγίας και που δεν αποτελούν επιχειρήσεις επενδύσεων του άρθρου 1 παράγραφος 2 ή 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 νοούνται ως εξής:

α)

οι παραπομπές της παρούσας οδηγίας στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά την απαίτηση του συνολικού δείκτη κεφαλαίου αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033·

β)

οι παραπομπές της παρούσας οδηγίας στο άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά το συνολικό ποσό του ανοίγματος σε κίνδυνο αναφέρονται στην ισχύουσα απαίτηση του άρθρου 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 πολλαπλασιαζόμενο επί 12,5.

Σύμφωνα με το άρθρο 65 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034, οι παραπομπές στην παρούσα οδηγία στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 3) της παρούσας οδηγίας και που δεν είναι επιχειρήσεις επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 νοούνται ως παραπομπές στο άρθρο 40 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034.».

Άρθρο 64

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Η οδηγία 2014/65/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 8, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους της χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας, όπως για παράδειγμα η συμμόρφωση με τους όρους που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*14),

(*14)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 575/2013, (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και (ΕΕ) αριθ. 806/2014 (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 1).»·"

2)

Το άρθρο 15 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 15

Αρχικό κεφάλαιο

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές χορηγούν άδεια λειτουργίας μόνον εφόσον η επιχείρηση επενδύσεων έχει επαρκές αρχικό κεφάλαιο, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 9 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*15), λαμβανομένης υπόψη της φύσης της σχετικής επενδυτικής υπηρεσίας ή δραστηριότητας.

(*15)  Οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με την προληπτική εποπτεία επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/87/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 64).»."

3)

Το άρθρο 41 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 41

Χορήγηση της άδειας λειτουργίας

«1.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου η επιχείρηση τρίτης χώρας έχει εγκαταστήσει ή σκοπεύει να εγκαταστήσει το υποκατάστημά της χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνο εφόσον η αρμόδια αρχή έχει πειστεί:

α)

ότι πληρούνται οι όροι του άρθρου 39 και

β)

ότι το υποκατάστημα της επιχείρησης τρίτης χώρας θα μπορεί να συμμορφώνεται με τις διατάξεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3.

Η αρμόδια αρχή ενημερώνει την επιχείρηση τρίτης χώρας, εντός έξι μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης, αν της έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας ή όχι.

2.   Το υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την παράγραφο 1 τηρεί τις υποχρεώσεις που ορίζουν τα άρθρα 16 έως 20, τα άρθρα 23, 24, 25 και 27, το άρθρο 28 παράγραφος 1 και τα άρθρα 30, 31 και 32 της παρούσας οδηγίας, όπως επίσης τα άρθρα 3 έως 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και τα μέτρα που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή τους, και υπόκειται στην εποπτεία της αρμόδιας αρχής στο κράτος μέλος όπου χορηγείται η άδεια λειτουργίας.

Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν επιπρόσθετες απαιτήσεις στην οργάνωση και τη λειτουργία των υποκαταστημάτων για τα θέματα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία και δεν μεταχειρίζονται οποιοδήποτε υποκατάστημα επιχειρήσεων τρίτων χωρών ευνοϊκότερα από τις ενωσιακές επιχειρήσεις.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στην ΕΑΚΑΑ, σε ετήσια βάση, τον κατάλογο των υποκαταστημάτων επιχειρήσεων τρίτων χωρών που δραστηριοποιούνται στο έδαφός τους.

Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει σε ετήσια βάση κατάλογο των υποκαταστημάτων τρίτων χωρών που δραστηριοποιούνται στην Ένωση, συμπεριλαμβανομένης της επωνυμίας της επιχείρησης τρίτης χώρας στην οποία ανήκει το υποκατάστημα.

3.   Το υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την παράγραφο 1 υποβάλλει στην αρμόδια αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 2 τις ακόλουθες πληροφορίες σε ετήσια βάση:

α)

την κλίμακα και το φάσμα των παρεχόμενων υπηρεσιών και των ασκούμενων δραστηριοτήτων από το υποκατάστημα στο εν λόγω κράτος μέλος·

β)

για επιχειρήσεις τρίτης χώρας που εκτελούν τη δραστηριότητα που απαριθμείται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημείο 3), το μηνιαίο ελάχιστο, μέσο και μέγιστο άνοιγμά τους σε αντισυμβαλλόμενους από την ΕΕ,

γ)

για επιχειρήσεις τρίτης χώρας που παρέχουν μία ή αμφότερες τις υπηρεσίες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημείο 6), τη συνολική αξία των χρηματοπιστωτικών μέσων που προέρχονται από αντισυμβαλλόμενους από την ΕΕ, τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο αναδοχής ή τοποθετήθηκαν με δέσμευση ανάληψης τους προηγούμενους 12 μήνες,

δ)

τον κύκλο εργασιών και τη συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού που αντιστοιχούν στις υπηρεσίες και δραστηριότητες που αναφέρονται στο στοιχείο α),

ε)

λεπτομερή περιγραφή των ρυθμίσεων για την προστασία των επενδυτών που διατίθενται στους πελάτες του υποκαταστήματος, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των πελατών αυτών που προκύπτουν από το σύστημα αποζημίωσης επενδυτών, το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 39 παράγραφος 2 στοιχείο στ),

στ)

την πολιτική τους για τη διαχείριση κινδύνων και τις ρυθμίσεις που εφαρμόζονται από το υποκατάστημα για τις υπηρεσίες και τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο στοιχείο α),

ζ)

τις ρυθμίσεις διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων που κατέχουν καίριες θέσεις για τις δραστηριότητες του υποκαταστήματος,

η)

κάθε άλλη πληροφορία που θεωρείται αναγκαία από την αρμόδια αρχή για την ενδελεχή παρακολούθηση των δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος.

4.   Κατόπιν αιτήματος, οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες στην ΕΑΚΑΑ:

α)

όλες τις άδειες λειτουργίας για τα υποκαταστήματα που έχουν λάβει άδεια σύμφωνα με την παράγραφο 1 και κάθε μεταγενέστερη αλλαγή αυτών των αδειών,

β)

την κλίμακα και το φάσμα των υπηρεσιών που παρέχονται και των δραστηριοτήτων που ασκούνται από εξουσιοδοτημένο υποκατάστημα στο κράτος μέλος,

γ)

τον κύκλο εργασιών και τα συνολικά στοιχεία του ενεργητικού που αντιστοιχούν στις υπηρεσίες και δραστηριότητες που αναφέρονται στο στοιχείο β),

δ)

την επωνυμία του ομίλου τρίτης χώρας στον οποίο ανήκει υποκατάστημα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας.

5.   Οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, οι αρμόδιες αρχές των οντοτήτων που αποτελούν μέλη του ίδιου ομίλου στον οποίο ανήκουν τα υποκαταστήματα επιχειρήσεων τρίτων χωρών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ και η ΕΑΤ συνεργάζονται στενά, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι όλες οι δραστηριότητες του εν λόγω ομίλου στην Ένωση υπόκεινται σε πλήρη, συνεπή και αποτελεσματική εποπτεία, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013,τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014, τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033, την οδηγία 2013/36/ΕΕ και την οδηγία (ΕΕ) 2019/2034.

6.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό του μορφότυπου με τον οποίο πρέπει να υποβάλλονται οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 26 Σεπτεμβρίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει την παρούσα οδηγία εγκρίνοντας τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

4)

Το άρθρο 42 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 42

Παροχή υπηρεσιών με αποκλειστική πρωτοβουλία του πελάτη

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν, με αποκλειστική πρωτοβουλία ιδιώτη πελάτη ή επαγγελματία πελάτη κατά την έννοια του τμήματος II του παραρτήματος II εγκατεστημένου ή ευρισκόμενου στην Ένωση, παρέχεται σε αυτόν επενδυτική υπηρεσία ή ασκείται επενδυτική δραστηριότητα από επιχείρηση τρίτης χώρας, η προϋπόθεση της χορήγησης άδειας δυνάμει του άρθρου 39 δεν ισχύει για την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας ή δραστηριότητας από την επιχείρηση της τρίτης χώρας στο πρόσωπο αυτό, συμπεριλαμβανομένης της σχέσης που αφορά ειδικά την παροχή της υπηρεσίας ή την άσκηση της δραστηριότητας.

Με την επιφύλαξη των σχέσεων εντός του ομίλου, όταν μια επιχείρηση τρίτης χώρας, μεταξύ άλλων μέσω οντότητας που ενεργεί για λογαριασμό της ή που διατηρεί στενούς δεσμούς με αυτή την επιχείρηση τρίτης χώρας ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό αυτής της οντότητας, προσεγγίζει πελάτες ή δυνητικούς πελάτες στην Ένωση, δεν θα θεωρείται υπηρεσία που παρέχεται με αποκλειστική πρωτοβουλία του πελάτη.

2.   Η αναφερόμενη στην παράγραφο 1 πρωτοβουλία πελάτη δεν δίδει στην επιχείρηση της τρίτης χώρας το δικαίωμα να διαθέτει στον συγκεκριμένο πελάτη νέες κατηγορίες επενδυτικών προϊόντων ή επενδυτικών υπηρεσιών με άλλον τρόπο πέραν του υποκαταστήματος, στις περιπτώσεις που απαιτείται από το εθνικό δίκαιο να υπάρχει υποκατάστημα.».

5)

Στο άρθρο 49, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ρυθμιζόμενες αγορές να θεσπίσουν καθεστώτα βήματος τιμής σε μετοχές, αποθετήρια έγγραφα, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και λοιπά παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα, καθώς και σε οποιαδήποτε άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα για τα οποία καταρτίζονται ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σύμφωνα με την παράγραφο 4. Η εφαρμογή των βημάτων τιμής δεν εμποδίζει τις ρυθμιζόμενες αγορές να ταυτίζουν εντολές μεγάλου μεγέθους στο ενδιάμεσο των τρεχουσών τιμών αγοράς και πώλησης.».

6)

Στο άρθρο 81 παράγραφος 3, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

για να εξακριβώσουν αν πληρούνται οι όροι ανάληψης της δραστηριότητας επιχείρησης επενδύσεων και για να διευκολύνουν την παρακολούθηση των όρων άσκησης αυτής της δραστηριότητας, της διοικητικής και λογιστικής οργάνωσης και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου,».

7)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 95α

Μεταβατική διάταξη σχετικά με τη χορήγηση άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, σε περίπτωση που τα προβλεπόμενα συνολικά στοιχεία ενεργητικού επιχείρησης, η οποία έχει υποβάλει αίτηση άδειας λειτουργίας βάσει του τίτλου II της παρούσας οδηγίας πριν από την 25η Δεκεμβρίου 2019, με σκοπό την άσκηση των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημεία 3) και 6), ισούνται με το ποσό των 30 δισεκατομμυρίων EUR ή το υπερβαίνουν, και παρέχουν σχετική ενημέρωση στον αιτούντα.».

ΤΙΤΛΟΣ VIII

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 65

Παραπομπές στην οδηγία 2013/36/ΕΕ σε άλλες ενωσιακές νομικές πράξεις

Για τους σκοπούς της προληπτικής εποπτείας και της εξυγίανσης των επιχειρήσεων επενδύσεων, οι παραπομπές στην οδηγία 2013/36/ΕΕ που περιέχονται σε άλλες ενωσιακές πράξεις νοούνται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 66

Επανεξέταση

Έως τις 26 Ιουνίου 2024, η Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με την ΕΑΤ και την ΕΑΚΑΑ, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, μαζί με νομοθετική πρόταση, εάν είναι σκόπιμο, σχετικά με τα ακόλουθα:

α)

τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 που αφορούν τις αποδοχές καθώς και των οδηγιών 2009/65/ΕΚ και 2011/61/ΕΕ, με στόχο την επίτευξη ισότιμων όρων ανταγωνισμού για όλες τις επιχειρήσεις επενδύσεων που δραστηριοποιούνται στην Ένωση, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων,

β)

την καταλληλότητα των απαιτήσεων υποβολής στοιχείων και δημοσιοποίησης στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό (EΕ) 2019/2033, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της αναλογικότητας,

γ)

αξιολόγηση, στην οποία λαμβάνεται υπόψη η έκθεση της ΕΑΤ που αναφέρεται στο άρθρο 35 και η ταξινομία για τη βιώσιμη χρηματοδότηση, σχετικά με το κατά πόσον:

i)

οι κίνδυνοι ΠΚΔ πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την εσωτερική διακυβέρνηση μιας επιχείρησης επενδύσεων,

ii)

οι κίνδυνοι ΠΚΔ πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την πολιτική αποδοχών μιας επιχείρησης επενδύσεων,

iii)

οι κίνδυνοι ΠΚΔ πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την αντιμετώπιση κινδύνων,

iv)

οι κίνδυνοι ΠΚΔ πρέπει να περιλαμβάνονται στη διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης,

δ)

την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων ανταλλαγής πληροφοριών βάσει της παρούσας οδηγίας,

ε)

τη συνεργασία της Ένωσης και των κρατών μελών με τρίτες χώρες κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033,

στ)

την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 στις επιχειρήσεις επενδύσεων βάσει της νομικής δομής τους ή του μοντέλου ιδιοκτησίας τους,

ζ)

το ενδεχόμενο οι επιχειρήσεις επενδύσεων να προκαλούν κίνδυνο διασάλευσης στο χρηματοοικονομικό σύστημα με σοβαρές αρνητικές συνέπειες στο χρηματοοικονομικό σύστημα και στην πραγματική οικονομία και τα κατάλληλα μακροπροληπτικά εργαλεία για την αντιμετώπιση αυτού του κινδύνου και την αντικατάσταση των απαιτήσεων του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο δ) της παρούσας οδηγίας,

η)

τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι αρμόδιες αρχές δύνανται να εφαρμόζουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων, σύμφωνα με το άρθρο 5 της παρούσας οδηγίας, τις απαιτήσεις του κανονισμού (EΕ) αριθ. 575/2013.

Άρθρο 67

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Έως τις 26 Ιουνίου 2021, τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή τα εν λόγω μέτρα.

Εφαρμόζουν τα εν λόγω μέτρα από τις 26 Ιουνίου 2021. Ωστόσο, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με το άρθρο 64 σημείο 5) από τις 26 Μαρτίου 2020.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα εν λόγω μέτρα, αυτά περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος πραγματοποίησης αυτής της παραπομπής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Με την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η Επιτροπή ενημερώνεται έγκαιρα προκειμένου να υποβάλει τα σχόλιά της επί οιωνδήποτε νομοσχεδίων, κανονισμών ή διοικητικών διατάξεων προτίθενται να υιοθετήσουν στο πεδίο που καλύπτει η παρούσα οδηγία.

3.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή και την ΕΑΤ το κείμενο των διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Όταν τα έγγραφα που υποβάλλουν τα κράτη μέλη κατά την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο δεν επαρκούν για την πλήρη εκτίμηση της συμμόρφωσης των διατάξεων μεταφοράς με ορισμένες διατάξεις της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή δύναται, κατόπιν αιτήματος της ΕΑΤ και με σκοπό την εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, ή με δική της πρωτοβουλία, να απαιτήσει από τα κράτη μέλη να παράσχουν λεπτομερέστερα στοιχεία σχετικά με τη μεταφορά και την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων και της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 68

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 69

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 27 Νοεμβρίου 2019.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

D. M. SASSOLI

Για το Συμβούλιο

H Πρόεδρος

T. TUPPURAINEN


(1)  ΕΕ C 378 της 19.10.2018, σ. 5.

(2)  ΕΕ C 262 της 25.7.2018, σ. 35.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2019 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 8ης Νοεμβρίου 2019.

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(5)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(6)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/ 2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 575/2013, (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και (ΕΕ) αριθ. 806/2014 (βλέπε σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(12)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

(13)  Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).

(14)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

(15)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(16)  ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14.

(17)  Οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).

(18)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2002, για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων (ΕΕ L 243 της 11.9.2002, σ. 1).

(19)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).

(20)  Οδηγία (ΕΕ) 2019/878 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις εξαιρούμενες οντότητες, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τις αποδοχές, τα μέτρα και τις εξουσίες εποπτείας και τα μέτρα διατήρησης κεφαλαίου (ΕΕ L 150 της 7.6.2019, σ. 253).

(21)  Οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων και για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 73/239/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ, 93/6/ΕΟΚ και 93/22/ΕΟΚ και των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 98/78/ΕΚ και 2000/12/ΕΚ (ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1).

(22)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 1).

(23)  ΕΕ: Παρακαλούμε εισαγάγετε στο κείμενο τον αριθμό του κανονισμού που περιέχεται στο έγγραφο PE‑CONS 80/19 (2017/0359(COD)).

(24)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

(25)  Οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών, για την τροποποίηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 157 της 9.6.2006, σ. 87).

(26)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).

(27)  Σύσταση 2009/384/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Απριλίου 2009, σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (ΕΕ L 120 της 15.5.2009, σ. 22).


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

5.12.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 314/115


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/2035 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 28ης Ιουνίου 2019

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τους κανόνες που διέπουν τις εγκαταστάσεις στις οποίες διατηρούνται χερσαία ζώα και τα εκκολαπτήρια, καθώς και την ιχνηλασιμότητα ορισμένων δεσποζόμενων χερσαίων ζώων και αυγών για επώαση

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/429 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, σχετικά με τις μεταδοτικές νόσους των ζώων και για την τροποποίηση και την κατάργηση ορισμένων πράξεων στον τομέα της υγείας των ζώων («νόμος για την υγεία των ζώων») (1), και ιδίως το άρθρο 3 παράγραφος 5, το άρθρο 87 παράγραφος 3, το άρθρο 94 παράγραφος 3, το άρθρο 97 παράγραφος 2, το άρθρο 101 παράγραφος 3, το άρθρο 106 παράγραφος 1, το άρθρο 118 παράγραφοι 1 και 2, το άρθρο 119 παράγραφος 1, το άρθρο 122 παράγραφος 2, το άρθρο 271 παράγραφος 2 και το άρθρο 279 παράγραφος 2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/429 θεσπίζει κανόνες για την πρόληψη και τον έλεγχο νόσων που μεταδίδονται σε ζώα ή στον άνθρωπο, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, κανόνων για τις εγκαταστάσεις στις οποίες διατηρούνται χερσαία ζώα και τα εκκολαπτήρια, καθώς και για την ιχνηλασιμότητα ορισμένων δεσποζόμενων χερσαίων ζώων και αυγών για επώαση εντός της Ένωσης. Ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/429 εκχωρεί επίσης στην Επιτροπή την εξουσία να θεσπίζει κανόνες για τη συμπλήρωση ορισμένων μη ουσιωδών στοιχείων του εν λόγω κανονισμού μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων. Είναι, συνεπώς, σκόπιμη η θέσπιση τέτοιων συμπληρωματικών κανόνων προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία του συστήματος στο νέο νομικό πλαίσιο που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/429.

(2)

Ειδικότερα, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεσπίσει κανόνες που συμπληρώνουν εκείνους που προβλέπονται στο μέρος IV τίτλος I κεφάλαια 1 και 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429 σχετικά με την υποχρέωση καταχώρισης των μεταφορέων που ασχολούνται με τη μεταφορά ορισμένων δεσποζόμενων χερσαίων ζώων πλην των οπληφόρων, την έγκριση των εγκαταστάσεων που ενέχουν σημαντικό κίνδυνο για την υγεία των ζώων και στις οποίες διατηρούνται χερσαία ζώα και των εκκολαπτηρίων, τα μητρώα που πρέπει να τηρούνται από τις αρμόδιες αρχές σχετικά με τους μεταφορείς και τις εγκαταστάσεις στις οποίες διατηρούνται χερσαία ζώα και αυγά για επώαση, τις υποχρεώσεις των υπευθύνων επιχειρήσεων να τηρούν αρχείο, και τις απαιτήσεις ιχνηλασιμότητας για τα δεσποζόμενα χερσαία ζώα και τα αυγά για επώαση. Επιπλέον, ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/429 εκχωρεί στην Επιτροπή την εξουσία να θεσπίζει κανόνες για να διασφαλίσει την ορθή εφαρμογή του μέρους IV στις μετακινήσεις ζώων συντροφιάς, πλην των μετακινήσεων για μη εμπορικούς σκοπούς. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να θεσπίσει κανόνες σχετικά με τις εν λόγω μετακινήσεις.

(3)

Τα «αυγά για επώαση» εμπίπτουν στον ορισμό του «ζωικού αναπαραγωγικού υλικού» που παρατίθεται στο σημείο 28 του άρθρου 4 του κανονισμού (EE) 2016/429 και, ως εκ τούτου, διέπονται από τους κανόνες που θεσπίζονται στον εν λόγω κανονισμό για το ζωικό αναπαραγωγικό υλικό. Παράλληλα, οι απαιτήσεις υγείας των ζώων που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό για τα πουλερικά και τα πτηνά σε αιχμαλωσία θα πρέπει επίσης να εφαρμόζονται στα αυγά για επώαση των εν λόγω πτηνών και, ως εκ τούτου, τα αυγά για επώαση και οι εγκαταστάσεις που τα προμηθεύουν θα πρέπει να συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(4)

Οι συμπληρωματικοί κανόνες που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να εφαρμόζονται σε όλα τα δεσποζόμενα χερσαία ζώα, ωστόσο υπάρχουν ορισμένοι πληθυσμοί ίππων που διατηρούνται σε άγρια ή ημιελεύθερη κατάσταση σε καθορισμένες περιοχές της Ένωσης και οι οποίοι δεν εξαρτώνται αποκλειστικά από τον ανθρώπινο έλεγχο για την επιβίωση και την αναπαραγωγή τους και, ως εκ τούτου, οι απαιτήσεις ιχνηλασιμότητας που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό δεν μπορούν να εφαρμοστούν πλήρως στα συγκεκριμένα ζώα. Συνεπώς, στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να διασαφηνιστεί ότι, μολονότι οι κανόνες υγείας των ζώων που θεσπίζονται στο πλαίσιο του κανονισμού (EE) 2016/429 εφαρμόζονται εν γένει σε αυτά τα ζώα των ειδών κατοικίδιων ιπποειδών, απαιτούνται ορισμένες ειδικές παρεκκλίσεις διότι δεν είναι δυνατόν οι απαιτήσεις ταυτοποίησης των δεσποζόμενων χερσαίων ζώων να εφαρμοστούν σε ίππους που ζουν εκτός ανθρώπινου ελέγχου.

(5)

Επιπλέον, οι κανόνες που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να συμπληρώνουν τους κανόνες που θεσπίστηκαν στο μέρος IX του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429 όσον αφορά τα μεταβατικά μέτρα για την προστασία των κεκτημένων δικαιωμάτων και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των ενδιαφερόμενων μερών, τα οποία απορρέουν από προϋπάρχουσες ενωσιακές πράξεις.

(6)

Οι κανόνες που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό συνδέονται ουσιωδώς και εφαρμόζονται στους υπευθύνους επιχειρήσεων που μεταφέρουν ή διατηρούν χερσαία ζώα ή αυγά για επώαση. Συνεπώς, για λόγους συνοχής, απλούστευσης και αποτελεσματικής εφαρμογής και για την αποφυγή αλληλεπικάλυψης, οι εν λόγω κανόνες θα πρέπει να θεσπιστούν με μία μοναδική πράξη και όχι να διασπαρθούν σε διάφορες χωριστές νομικές πράξεις με πολυάριθμες παραπομπές. Η προσέγγιση αυτή συνάδει επίσης με εκείνη των κύριων στόχων του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429, δηλαδή τον εξορθολογισμό των ενωσιακών κανόνων για την υγεία των ζώων ούτως ώστε να καταστούν περισσότερο διαφανείς και εύκολοι στην εφαρμογή.

(7)

Το άρθρο 87 παράγραφος 3 του κανονισμού (EE) 2016/429 εκχωρεί στην Επιτροπή την εξουσία να προσδιορίζει τους τύπους μεταφορέων, πλην εκείνων που ασχολούνται με τη μεταφορά δεσποζόμενων οπληφόρων μεταξύ κρατών μελών ή μεταξύ ενός κράτους μέλους και τρίτης χώρας, των οποίων η μεταφορική δραστηριότητα θέτει σε συγκεκριμένους και σημαντικούς κινδύνους ορισμένα είδη ζώων, και να θεσπίζει τις απαιτήσεις πληροφόρησης που πρέπει να πληρούν οι εν λόγω μεταφορείς για να καταχωριστούν σύμφωνα με το άρθρο 93 του κανονισμού (EE) 2016/429. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να καταρτιστεί στον παρόντα κανονισμό ένας κατάλογος με άλλους τύπους μεταφορέων και να θεσπιστούν κανόνες σχετικά με τις πληροφορίες που αυτοί θα πρέπει να παρέχουν στην αρμόδια αρχή για σκοπούς καταχώρισης, προκειμένου να δοθεί στην αρμόδια αρχή η δυνατότητα να επιτηρεί, να προλαμβάνει, να ελέγχει και να εκριζώνει αποτελεσματικά τις μεταδοτικές νόσους των ζώων.

(8)

Το άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429 προβλέπει ότι τα δεσποζόμενα οπληφόρα επιτρέπεται να μετακινηθούν σε άλλο κράτος μέλος μόνο αν ήταν συγκεντρωμένα σε εγκαταστάσεις που έχουν εγκριθεί από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό. Το άρθρο 94 παράγραφος 3 στοιχείο α) του κανονισμού (EE) 2016/429 εκχωρεί στην Επιτροπή την εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που προβλέπουν παρεκκλίσεις από την απαίτηση να υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή αίτηση έγκρισης για συγκεκριμένους τύπους εγκαταστάσεων, εφόσον οι εν λόγω εγκαταστάσεις παρουσιάζουν αμελητέο κίνδυνο.

(9)

Δεδομένης της ιδιαίτερης περίπτωσης των ιπποειδών, τα οποία δεν διατηρούνται πάντοτε πρωτίστως για σκοπούς παραγωγής τροφίμων αλλά συχνά για σκοπούς αναψυχής και άθλησης, και στις περισσότερες περιπτώσεις συγκεντρώνονται σε μια εγκατάσταση με μόνο σκοπό τη μετακίνησή τους σε άλλο κράτος μέλος για λόγους συμμετοχής σε επιδείξεις ή αθλητικές, πολιτιστικές ή παρόμοιες εκδηλώσεις, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί στον παρόντα κανονισμό παρέκκλιση από τις απαιτήσεις για τους υπευθύνους επιχειρήσεων των συγκεκριμένων εγκαταστάσεων να υποβάλλουν στην αρμόδια αρχή αίτηση έγκρισης εφόσον οι εν λόγω εγκαταστάσεις παρουσιάζουν αμελητέο κίνδυνο για την υγεία των ζώων και δεν εφαρμόζεται καμία περίοδος παραμονής στην περίπτωση καταγεγραμμένων νόσων για τα ιπποειδή.

(10)

Το άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429 προβλέπει ότι τα αυγά για επώαση μπορούν να μετακινηθούν σε άλλο κράτος μέλος μόνο αν προέρχονται από εγκαταστάσεις που έχουν εγκριθεί από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό. Τα αυγά για επώαση που παράγονται από πουλερικά ή άλλα πτηνά σε αιχμαλωσία εμπίπτουν στον ορισμό των αυγών για επώαση που διατυπώνεται στο άρθρο 4 του κανονισμού (EE) 2016/429 και, ως εκ τούτου, οι υπεύθυνοι εγκαταστάσεων στις οποίες παράγονται τέτοια αυγά προς μετακίνηση σε άλλο κράτος μέλος οφείλουν να υποβάλουν αίτηση έγκρισης της εγκατάστασης στην αρμόδια αρχή.

(11)

Ωστόσο, τα εκκολαπτήρια πτηνών σε αιχμαλωσία δεν παρουσιάζουν τον ίδιο υγειονομικό κίνδυνο για εξάπλωση καταγεγραμμένων νόσων με εκείνον των εκκολαπτηρίων πουλερικών. Η σημασία και ο όγκος της παραγωγής νεοσσών και αυγών για επώαση από πτηνά σε αιχμαλωσία είναι πολύ μικρότερα σε σύγκριση με τα πουλερικά για αγροτική παραγωγή. Επιπλέον, τα εμπορικά δίκτυα παραγωγής πουλερικών και πτηνών σε αιχμαλωσία, και ιδίως τα κυκλώματα παραγωγής αυγών για επώαση, είναι χωριστά και οι επαφές μεταξύ τους είναι περιορισμένες. Ως εκ τούτου, ο κίνδυνος εξάπλωσης καταγεγραμμένων νόσων σε πουλερικά μέσω των μετακινήσεων νεοσσών και αυγών για επώαση από πτηνά σε αιχμαλωσία είναι περιορισμένος. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει παρέκκλιση από τις απαιτήσεις υποβολής αίτησης έγκρισης στην αρμόδια αρχή για τους υπευθύνους επιχειρήσεων εκκολαπτηρίων πτηνών σε αιχμαλωσία.

(12)

Το άρθρο 94 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429 προβλέπει ότι τα δεσποζόμενα οπληφόρα, τα πουλερικά και τα αυγά για επώαση μπορούν να μετακινηθούν σε άλλο κράτος μέλος μόνο αν ήταν συγκεντρωμένα ή προέρχονταν από εγκαταστάσεις που έχουν εγκριθεί από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό. Επιπλέον, το άρθρο 95 του κανονισμού (EE) 2016/429 προβλέπει ότι τα χερσαία ζώα που διατηρούνται σε εγκατάσταση υπό καθεστώς περιορισμού επιτρέπεται να μετακινούνται προς και από την εγκατάστασή τους μόνον αφού η εγκατάστασή τους λάβει έγκριση του εν λόγω καθεστώτος από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό. Η αρμόδια αρχή εγκρίνει τις συγκεκριμένες εγκαταστάσεις μόνον εάν συμμορφώνονται με ορισμένες απαιτήσεις που αφορούν την καραντίνα, την απομόνωση και άλλα μέτρα βιοπροφύλαξης, την επιτήρηση, τις δομές και τον εξοπλισμό, το προσωπικό και τους κτηνιάτρους, καθώς και την επίβλεψη της αρμόδιας αρχής. Το άρθρο 97 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων από την Επιτροπή για τη θέσπιση συμπληρωματικών κανόνων σχετικά με την έγκριση εγκαταστάσεων, λαμβανομένων υπόψη των εν λόγω απαιτήσεων.

(13)

Οι απαιτήσεις που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό για την έγκριση των εν λόγω εγκαταστάσεων θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την πείρα που αποκτήθηκε κατά την εφαρμογή των κανόνων που ορίζονται στις οδηγίες 64/432/ΕΟΚ (2), 92/65/ΕΟΚ (3) και 2009/158/ΕΚ (4) του Συμβουλίου. Οι εν λόγω οδηγίες καταργούνται με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/429 από την 21η Απριλίου 2021.

(14)

Το άρθρο 94 παράγραφος 3 στοιχείο β) του κανονισμού (EE) 2016/429 προβλέπει ότι η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις με τις οποίες καθορίζεται ποιοι άλλοι τύποι εγκαταστάσεων δεσποζόμενων χερσαίων ζώων χρειάζονται επίσης έγκριση από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με το άρθρο 94 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού. Ένας αυξανόμενος αριθμός σκύλων, γατών και νυφιτσών που προέρχονται από διαφορετικές εγκαταστάσεις ή πρώην αδέσποτα, ημιάγρια, χαμένα, εγκαταλελειμμένα ή κατασχεθέντα τέτοια ζώα συγκεντρώνονται σε εγκαταστάσεις με σκοπό την ομαδοποίησή τους σε φορτίο προτού μετακινηθούν σε άλλο κράτος μέλος. Στην οδηγία 92/65/ΕΟΚ θεσπίζονται ήδη υγειονομικές απαιτήσεις για τη μετακίνηση των ζώων αυτών σε άλλο κράτος μέλος. Ωστόσο, προκειμένου να διεξάγεται κατάλληλη επιτήρηση και να εφαρμόζονται προληπτικά υγειονομικά μέτρα στο πλαίσιο της συμμόρφωσης με συγκεκριμένες απαιτήσεις που αφορούν το καθεστώς υγείας των ζώων στο κράτος μέλος, ο παρών κανονισμός θα πρέπει αφενός να προβλέπει την υποβολή αίτησης έγκρισης εκ μέρους των εγκαταστάσεων αυτών προς την αρμόδια αρχή και αφετέρου να θεσπίζει απαιτήσεις για τη χορήγηση της εν λόγω έγκρισης.

(15)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1255/97 του Συμβουλίου (5) καθορίζει τις απαιτήσεις υγείας των ζώων με τις οποίες πρέπει να συμμορφώνονται οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων των σημείων ελέγχου που υποβάλλουν αίτηση έγκρισης στην αρμόδια αρχή. Οι εν λόγω απαιτήσεις θα πρέπει να διατηρηθούν αλλά να επικαιροποιηθούν στον παρόντα κανονισμό, δεδομένου ότι έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικές για την πρόληψη της εξάπλωσης νόσων των ζώων εντός της Ένωσης.

(16)

Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι αγριομέλισσες εκτρέφονται σε περιβαλλοντικά απομονωμένες εγκαταστάσεις όπου ισχύουν μέτρα υψηλής βιοπροφύλαξης, υποβάλλονται σε τακτικούς ελέγχους από την αρμόδια αρχή και εξετάζονται για την παρουσία νόσων. Οι εγκαταστάσεις που είναι αναγνωρισμένες και εποπτεύονται από την αρμόδια αρχή είναι απίθανο να πληγούν από μικρό κάνθαρο των κυψελών, σε αντίθεση με τις υπαίθριες αποικίες. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει την έγκριση και την εποπτεία ανάλογων εγκαταστάσεων από την αρμόδια αρχή και να θεσπίσει απαιτήσεις για τη χορήγηση της εν λόγω έγκρισης.

(17)

Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 139/2013 της Επιτροπής (6) καθορίζει τους υγειονομικούς όρους για τις εισαγωγές ορισμένων πτηνών στην Ένωση και τις συνθήκες της καραντίνας για τέτοιες εισαγωγές. Ειδικότερα προβλέπει τις προϋποθέσεις για την έγκριση των δομών και κέντρων απομόνωσης για τέτοια πτηνά από την αρμόδια αρχή. Για να αποφευχθεί η αλληλεπικάλυψη των κανόνων σχετικά με τις εγκαταστάσεις απομόνωσης για διάφορα είδη χερσαίων ζώων, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να διατηρήσει τη βασική ουσία των εν λόγω απαιτήσεων, προσαρμόζοντάς τες ούτως ώστε να μπορούν να εφαρμοστούν σε πολλά είδη χερσαίων ζώων.

(18)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) καθορίζει τους κανόνες για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων σε σχέση με τα ζωικά υποπροϊόντα και τα παράγωγα προϊόντα τους, με σκοπό να αποτρέψει και να ελαχιστοποιήσει τους κινδύνους για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων που προέρχονται από τα προϊόντα αυτά, και ιδίως να προστατεύσει την ασφάλεια της αλυσίδας τροφίμων των ανθρώπων και των ζώων. Ειδικότερα, προβλέπει τους κανόνες για τη συλλογή, τη μεταφορά, την αποθήκευση, τον χειρισμό, τη μεταποίηση και τη χρήση ή την απόρριψη ζωικών υποπροϊόντων, συμπεριλαμβανομένων ζώων τα οποία θανατώθηκαν προκειμένου να εξαλειφθούν επιζωοτικές νόσοι, ώστε να αποφευχθεί η εμφάνιση κινδύνου για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1069/2009, σε συνδυασμό με μια σειρά εκτελεστικών μέτρων που εγκρίθηκαν δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, παρέχουν ένα γενικό πλαίσιο για την απόρριψη των νεκρών ζώων. Κατά την έγκριση εγκαταστάσεων σύμφωνα με τα άρθρα 97 και 99 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να διασφαλίσει ότι οι αιτούντες συμμορφώνονται με τους κανόνες που θεσπίζονται στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1069/2009.

(19)

Το άρθρο 101 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429 προβλέπει αφενός ότι οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να καταρτίζουν και να διατηρούν επικαιροποιημένα μητρώα με τις εγκαταστάσεις και τους υπευθύνους επιχειρήσεων που έχουν καταχωριστεί και εγκριθεί από αυτές, και αφετέρου ότι τα εν λόγω μητρώα τίθενται στη διάθεση της Επιτροπής και των αρμόδιων αρχών των άλλων κρατών μελών. Για λόγους διαφάνειας, τα εν λόγω μητρώα θα πρέπει επίσης να είναι διαθέσιμα στο κοινό.

(20)

Επιπλέον, το άρθρο 101 παράγραφος 3 του κανονισμού (EE) 2016/429 προβλέπει ότι η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σχετικά με τις λεπτομερείς πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στα μητρώα που διατηρεί η αρμόδια αρχή και σχετικά με τη διαθεσιμότητα των μητρώων των εγκεκριμένων εγκαταστάσεων στο κοινό. Ως εκ τούτου, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να καθορίζει τις υποχρεώσεις πληροφόρησης της αρμόδιας αρχής όσον αφορά τα εν λόγω μητρώα.

(21)

Τα άρθρα 102 έως 105 του κανονισμού (EE) 2016/429 καθορίζουν τις απαιτήσεις σχετικά με τις ελάχιστες πληροφορίες που πρέπει να καταγράφονται σε αρχεία από τους υπευθύνους επιχειρήσεων των εγκαταστάσεων και τους μεταφορείς που καταχωρίζονται ή που εγκρίνονται από την αρμόδια αρχή, και το άρθρο 106 του ίδιου κανονισμού προβλέπει ότι η Επιτροπή θεσπίζει κανόνες για τη συμπλήρωση των υποχρεώσεων τήρησης αρχείων. Οι υπεύθυνοι εγκαταστάσεων και οι μεταφορείς διαθέτουν ιδία γνώση των δεσποζόμενων χερσαίων ζώων που έχουν υπό τη φροντίδα τους και, όταν τα ζώα μετακινούνται, οι υπεύθυνοι εγκαταστάσεων και οι μεταφορείς υποχρεούνται να παρέχουν ορισμένες πληροφορίες στην αρμόδια αρχή για σκοπούς πιστοποίησης της υγείας των ζώων ή ιχνηλασιμότητας και, συνεπώς, η αρμόδια αρχή έχει εύκολη πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες. Ως εκ τούτου, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεσπίσει κανόνες για τις πληροφορίες που πρέπει να καταγράφονται από ορισμένους υπεύθυνους εγκαταστάσεων και μεταφορείς πέραν εκείνων που απαιτούνται ήδη δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429.

(22)

Τα άρθρα 112 έως 115 του κανονισμού (EE) 2016/429 απαιτούν από τους υπευθύνους επιχειρήσεων που διατηρούν ζώα που ανήκουν στα βοοειδή, τα αιγοπρόβατα, τα χοιροειδή και τα ιπποειδή να ταυτοποιούν κάθε ζώο ξεχωριστά με μέσο ταυτοποίησης που φέρει στο σώμα του, να διασφαλίζουν ότι τα εν λόγω ζώα συνοδεύονται από έγγραφο ταυτοποίησης ή μετακίνησης όταν μετακινούνται και να διαβιβάζουν πληροφορίες, όπως απαιτείται, προς την ηλεκτρονική βάση δεδομένων που διατηρεί η αρμόδια αρχή. Επιπλέον, το άρθρο 117 του κανονισμού (EE) 2016/429 απαιτεί από τους υπευθύνους επιχειρήσεων που διατηρούν χερσαία ζώα πλην των βοοειδών, των αιγοπροβάτων, των χοιροειδών και των ιπποειδών να ταυτοποιούν κάθε ζώο ξεχωριστά με μέσο ταυτοποίησης που φέρει στο σώμα του, και να διασφαλίζουν ότι τα εν λόγω ζώα συνοδεύονται από έγγραφο ταυτοποίησης ή μετακίνησης όταν εκδοθούν οι σχετικοί κανόνες από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 118 του ίδιου κανονισμού.

(23)

Το άρθρο 118 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429 εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να θεσπίζει λεπτομερείς απαιτήσεις ως προς τα μέσα ταυτοποίησης των δεσποζόμενων χερσαίων ζώων, και τους κανόνες για τα έγγραφα ταυτοποίησης και μετακίνησης των συγκεκριμένων ζώων, καθώς και λεπτομερείς κανόνες για τις ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων που προβλέπονται στον εν λόγω κανονισμό για τα δεσποζόμενα βοοειδή, αιγοπρόβατα, χοιροειδή και ιπποειδή, αλλά και κανόνες για την ανταλλαγή ηλεκτρονικών δεδομένων μεταξύ των ηλεκτρονικών βάσεων δεδομένων των κρατών μελών για τα δεσποζόμενα βοοειδή. Επιπλέον, το άρθρο 118 παράγραφος 2 του κανονισμού (EE) 2016/429 εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να θεσπίζει απαιτήσεις για εναλλακτικά μέσα ταυτοποίησης των δεσποζόμενων χερσαίων ζώων, καθώς και τις εξαιρέσεις και τις ειδικές διατάξεις για ορισμένες κατηγορίες των ζώων αυτών, και ειδικές διατάξεις για τα έγγραφα ταυτοποίησης ή μετακίνησης των εν λόγω ζώων, καθώς και κανόνες για την ταυτοποίηση και καταχώριση των δεσποζόμενων χερσαίων ζώων μετά την είσοδό τους στην Ένωση.

(24)

Επιπλέον, το άρθρο 119 παράγραφος 1 του κανονισμού (EE) 2016/429 εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να θεσπίζει κανόνες σχετικά με την εκχώρηση, σε υπευθύνους επιχειρήσεων, ειδικών παρεκκλίσεων από ορισμένες απαιτήσεις ταυτοποίησης και καταχώρισης που ορίζονται στην εν λόγω πράξη. Το άρθρο 122 παράγραφος 2 του κανονισμού (EE) 2016/429 εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να θεσπίζει απαιτήσεις ιχνηλασιμότητας για το ζωικό αναπαραγωγικό υλικό δεσποζόμενων χερσαίων ζώων που ανήκουν σε άλλα είδη πλην των βοοειδών, των αιγοπροβάτων, των χοιροειδών και των ιπποειδών.

Πριν από την έκδοση του κανονισμού (EE) 2016/429, ενωσιακοί κανόνες για την ταυτοποίηση και την καταγραφή των βοοειδών, των αιγοπροβάτων, των χοιροειδών και των ιπποειδών καθορίζονταν στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 21/2004 του Συμβουλίου (9) και στις οδηγίες 2008/71/ΕΚ (10) και 2009/156/ΕΚ (11) του Συμβουλίου. Ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/429 καταργεί και αντικαθιστά τις τέσσερις αυτές πράξεις από την 21η Απριλίου 2021. Οι τέσσερις αυτές πράξεις θέσπισαν τους κανόνες για τα μέσα ταυτοποίησης, τα έγγραφα ταυτοποίησης ή μετακίνησης και τις ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων. Καθόριζαν επίσης τις χρονικές περιόδους για την εφαρμογή των μέσων ταυτοποίησης στα εν λόγω δεσποζόμενα ζώα από τους υπεύθυνους επιχειρήσεων. Επιπλέον, προέβλεπαν μια σειρά παρεκκλίσεων και εξαιρέσεων όσον αφορά τα έγγραφα ταυτοποίησης και μετακίνησης χωρίς να υπονομεύεται η ιχνηλασιμότητα των δεσποζόμενων ζώων. Οι κανόνες που θεσπίζονταν στις πράξεις αυτές αποδείχθηκαν αποτελεσματικοί για τη διασφάλιση της ιχνηλασιμότητας των δεσποζόμενων βοοειδών, αιγοπροβάτων, χοιροειδών και ιπποειδών. Συνεπώς, η βασική ουσία των εν λόγω κανόνων θα πρέπει να διατηρηθεί αλλά να επικαιροποιηθεί προκειμένου να ληφθεί υπόψη η πρακτική πείρα που αποκτήθηκε από την εφαρμογή τους και η υφιστάμενη τεχνολογική πρόοδος. Οι νέες χρονικές περίοδοι για την τοποθέτηση των μέσων ταυτοποίησης στα δεσποζόμενα χερσαία ζώα από τους υπεύθυνους επιχειρήσεων θα πρέπει να καθοριστούν από την Επιτροπή με εκτελεστική πράξη που θα εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 120 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429.

(25)

Για να εξασφαλιστεί ότι τα ιπποειδή που εισάγονται στην Ένωση ταυτοποιούνται μόνο σύμφωνα με τους ενωσιακούς κανόνες μετά την είσοδό τους στην Ένωση και εφόσον παραμένουν στην Ένωση, είναι απαραίτητο να γίνεται παραπομπή στον παρόντα κανονισμό στις τελωνειακές διαδικασίες που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12).

(26)

Πριν από την έκδοση του κανονισμού (EE) 2016/429, με την οδηγία 92/65/ΕΟΚ είχαν θεσπιστεί ενωσιακοί κανόνες σχετικά με την ιχνηλασιμότητα δεσποζόμενων σκύλων, γατών και νυφιτσών, καθώς και πτηνών σε αιχμαλωσία. Οι κανόνες που θεσπίζονταν στη συγκεκριμένη οδηγία αποδείχθηκαν αποτελεσματικοί για τη διασφάλιση της ιχνηλασιμότητας των ζώων αυτών. Συνεπώς, η βασική ουσία των εν λόγω κανόνων θα πρέπει να διατηρηθεί αλλά να επικαιροποιηθεί προκειμένου να ληφθεί υπόψη η πρακτική πείρα που αποκτήθηκε από την εφαρμογή τους και η υφιστάμενη τεχνολογική πρόοδος.

(27)

Επιπλέον, η οδηγία 92/65/ΕΟΚ προβλέπει ότι οι σκύλοι, οι γάτες και οι νυφίτσες που αποτελούν αντικείμενο εμπορίου θα πρέπει να συνοδεύονται από το ίδιο έγγραφο ταυτοποίησης με εκείνο που χρησιμοποιείται στη μη εμπορικού χαρακτήρα μετακίνηση ζώων συντροφιάς, όπως προβλέπεται στο άρθρο 6 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13). Συνεπώς, ο κανόνας αυτός θα πρέπει να διατηρηθεί στον παρόντα κανονισμό.

(28)

Πριν από την έκδοση του κανονισμού (EE) 2016/429, με την οδηγία 2009/158/ΕΚ είχαν θεσπιστεί ενωσιακοί κανόνες σχετικά με την ιχνηλασιμότητα των αυγών για επώαση. Το ισχύον σύστημα για τη σήμανση των αυγών για επώαση είναι καλώς καθιερωμένο. Συνεπώς, η βασική ουσία των συγκεκριμένων κανόνων θα πρέπει να διατηρηθεί στον παρόντα κανονισμό, ωστόσο θα πρέπει να προσαρμοστεί στο πλαίσιο του κανονισμού (EE) 2016/429.

(29)

Πριν από την έκδοση του κανονισμού (EE) 2016/429, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1739/2005 της Επιτροπής (14) είχαν θεσπιστεί ενωσιακοί κανόνες σχετικά με την ιχνηλασιμότητα των χερσαίων ζώων που συμμετέχουν σε περιοδεύοντα τσίρκα και σε θεάματα με ζώα. Οι κανόνες που θεσπίζονταν στον συγκεκριμένο κανονισμό αποδείχθηκαν αποτελεσματικοί για τη διασφάλιση της ιχνηλασιμότητας των χερσαίων ζώων που συμμετέχουν σε περιοδεύοντα τσίρκα και σε θεάματα με ζώα. Συνεπώς, η βασική ουσία των εν λόγω κανόνων θα πρέπει να διατηρηθεί αλλά να επικαιροποιηθεί προκειμένου να ληφθεί υπόψη η πρακτική πείρα που αποκτήθηκε από την εφαρμογή τους.

(30)

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/429 προβλέπει ότι κανόνες ειδικοί για συγκεκριμένες νόσους, που αποσκοπούν στην πρόληψη και τον έλεγχο των νόσων, εφαρμόζονται στις καταγεγραμμένες νόσους που παρατίθενται στο παράρτημα II του εν λόγω κανονισμού, στο οποίο περιλαμβάνονται η μόλυνση από Brucella abortus, B. melitensis και B. suis και η μόλυνση από το σύμπλεγμα Mycobacterium tuberculosis (M. bovis, M. caprae και M. tuberculosis). Το άρθρο 9 του κανονισμού (EE) 2016/429 προβλέπει κανόνες πρόληψης και ελέγχου νόσων οι οποίοι εφαρμόζονται στις διάφορες κατηγορίες καταγεγραμμένων νόσων. Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2018/1882 της Επιτροπής (15) προβλέπει ότι οι κανόνες πρόληψης και ελέγχου νόσων για τις καταγεγραμμένες νόσους που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429 εφαρμόζονται στις κατηγορίες καταγεγραμμένων νόσων για τα καταγεγραμμένα είδη και ομάδες ειδών που αναφέρονται στο παράρτημα του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού. Τα δεσποζόμενα καμηλοειδή και οι ελαφίδες απαριθμούνται στο παράρτημα του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/1882 ως είδη που είναι ευπαθή στις εν λόγω μολύνσεις. Ως εκ τούτου, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεσπίσει εναρμονισμένους κανόνες για την ιχνηλασιμότητα των ζώων αυτών.

(31)

Δεδομένης της ιδιαίτερης περίπτωσης της εκτροφής ταράνδων, η οποία συνδέεται άρρηκτα με την πολιτιστική κληρονομιά του λαού των Σάμι στη Βόρεια Ευρώπη, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να διατηρούν ειδικά καθεστώτα όσον αφορά τα μέσα ταυτοποίησης που καθορίζονται για τους ταράνδους που εκτρέφονται στην επικράτειά τους. Συνεπώς ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει ειδικό καθεστώς για την ταυτοποίηση των ζώων αυτών.

(32)

Όσον αφορά τα ιπποειδή, το άρθρο 114 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429 προβλέπει ότι οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα ιπποειδή ταυτοποιούνται ατομικά με ένα ορθά συμπληρωμένο ενιαίο ισόβιο έγγραφο ταυτοποίησης. Επιπλέον, το άρθρο 120 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις σχετικά με ορισμένες απαιτήσεις για το εν λόγω έγγραφο. Παρότι οι κανόνες που αφορούν το ενιαίο (μοναδικό) ισόβιο έγγραφο ταυτοποίησης ορίζονται πλέον ως μέρος των κανόνων για την υγεία των ζώων στο νομικό πλαίσιο του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429, χρειάζεται να ληφθούν υπόψη οι απαιτήσεις ταυτοποίησης των ζώων αυτών οι οποίες ορίζονται σε άλλα σημεία του ενωσιακού δικαίου. Ειδικότερα, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η οδηγία 2001/82/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16), ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2015/262 της Επιτροπής (17), ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/1012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18), ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/1940 της Επιτροπής (19) και ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/6 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20), προκειμένου να αποφευχθεί η αλληλεπικάλυψη των κανόνων και των εγγράφων ταυτοποίησης, κάτι που θα συνεπαγόταν περιττή διοικητική και οικονομική επιβάρυνση. Η ανάγκη εξορθολογισμού των ενωσιακών κανόνων είναι ιδιαίτερα σημαντική για τα ιπποειδή, καθώς αυτά χρησιμοποιούνται για μεγάλη ποικιλία σκοπών, συμπεριλαμβανομένων των αθλητικών εκδηλώσεων, της αναπαραγωγής και της παραγωγής τροφίμων. Επιπλέον, η χρήση τους μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το στάδιο της ζωής τους και, ως εκ τούτου, είναι σημαντικό το ενιαίο ισόβιο έγγραφο ταυτοποίησης να ισχύει για διάφορες χρήσεις. Εξάλλου, οι μεταβατικές διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις περιόδους εφαρμογής των εν λόγω πέντε πράξεων προκειμένου να διασφαλίζεται ο συντονισμός των εφαρμοστέων κανόνων της Ένωσης.

(33)

Με την προοπτική της ομοιόμορφης εφαρμογής της ενωσιακής νομοθεσίας για την ιχνηλασιμότητα των δεσποζόμενων χερσαίων ζώων και προκειμένου να διασφαλιστεί η σαφήνεια και η διαφάνειά της, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να καταργήσει τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 509/1999 της Επιτροπής (21), τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2680/99 της Επιτροπής (22), την απόφαση 2000/678/ΕΚ της Επιτροπής (23), την απόφαση 2001/672/ΕΚ της Επιτροπής (24), τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 911/2004 της Επιτροπής (25), την απόφαση 2004/764/ΕΚ της Επιτροπής (26), τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 644/2005 της Επιτροπής (27), τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1739/2005, την απόφαση 2006/28/ΕΚ της Επιτροπής (28), την απόφαση 2006/968/ΕΚ της Επιτροπής (29), την απόφαση 2009/712/ΕΚ της Επιτροπής (30) και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/262. Ωστόσο, για να διασφαλιστεί η ομαλή μετάβαση στο νέο νομικό πλαίσιο που διέπει τους υπευθύνους επιχειρήσεων των περιοδευόντων τσίρκων και των θεαμάτων με ζώα, τα έγγραφα μετακίνησης και ταυτοποίησης σε μορφότυπο που συμμορφώνεται με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1739/2005 θα πρέπει να παραμείνουν σε ισχύ έως την ημερομηνία που θα καθορίσει η Επιτροπή με εκτελεστική πράξη που θα εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 120 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429 σχετικά με τον μορφότυπο των εγγράφων μετακίνησης και ταυτοποίησης για τα δεσποζόμενα χερσαία ζώα σε περιοδεύοντα τσίρκα και σε θεάματα με ζώα.

(34)

Η οδηγία 2001/82/ΕΚ θεσπίζει ειδικούς κανόνες σχετικά με την αγωγή των ιπποειδών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τροφίμων, όσον αφορά τα κτηνιατρικά φάρμακα, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω ιπποειδή ταυτοποιούνται σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία και εφόσον στο έγγραφο ταυτοποίησής τους δηλώνεται ρητά ότι δεν προορίζονται για σφαγή με σκοπό την κατανάλωση από τον άνθρωπο. Οι κανόνες αυτοί καθορίζονται πλέον κατ’ ουσίαν στον κανονισμό (ΕΕ) 2019/6, ο οποίος καταργεί και αντικαθιστά την οδηγία 2001/82/ΕΚ. Ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/6 εφαρμόζεται από τις 28 Ιανουαρίου 2022 και, ως εκ τούτου, μετά την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429. Ωστόσο, οι δύο αυτές πράξεις είναι αλληλένδετες, δεδομένου ότι το άρθρο 109 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/6 προβλέπει ότι η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις για να συμπληρώνει τον εν λόγω κανονισμό όσον αφορά τις πληροφορίες που πρέπει να περιέχονται στο ενιαίο ισόβιο έγγραφο ταυτοποίησης που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΕ) 2016/429, για τους σκοπούς των υποχρεώσεων τήρησης αρχείων που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2019/6. Επιπλέον, ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2015/262 ορίζει κανόνες σχετικά με την ταυτοποίηση των ιπποειδών, συμπεριλαμβανομένων κανόνων σχετικά με τα έγγραφα ταυτοποίησης των ζώων αυτών, και προβλέπει ότι το ενωσιακό σύστημα ταυτοποίησης των ιπποειδών περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ένα ενιαίο ισόβιο έγγραφο. Τέλος, ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/1012 θεσπίζει επίσης κανόνες σχετικά με την ταυτοποίηση των ιπποειδών. Προβλέπει ότι η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις που καθορίζουν τα υποδείγματα εντύπων για το ενιαίο ισόβιο έγγραφο ταυτοποίησης.

(35)

Προκειμένου να αποφευχθεί η περιττή διοικητική και οικονομική επιβάρυνση για τους υπευθύνους δεσποζόμενων ιπποειδών και για τις αρμόδιες αρχές, το ισόβιο έγγραφο ταυτοποίησης των δεσποζόμενων ιπποειδών, που προβλέπεται επί του παρόντος στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/262, θα πρέπει να εξακολουθήσει να ισχύει μέχρι την ημερομηνία που θα καθοριστεί από την Επιτροπή σε εκτελεστική πράξη που θα εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 120 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429 και το άρθρο 109 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/6 όσον αφορά τον μορφότυπο του ενιαίου ισόβιου εγγράφου ταυτοποίησης των δεσποζόμενων ιπποειδών.

(36)

Το άρθρο 271 του κανονισμού (EE) 2016/429 προβλέπει την περίοδο μετάβασης στο νέο νομικό πλαίσιο που καθορίζει η εν λόγω πράξη, για τους υπευθύνους επιχειρήσεων όσον αφορά την ταυτοποίηση των δεσποζόμενων βοοειδών, αιγοπροβάτων και χοιροειδών, και εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να συντομεύσει την εν λόγω περίοδο.

(37)

Για να διασφαλιστεί η ομαλή μετάβαση αφενός στο νέο νομικό πλαίσιο που θεσπίζει ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/429 για τους υπευθύνους επιχειρήσεων που εκτρέφουν χερσαία ζώα όσον αφορά την ταυτοποίηση και καταχώριση των εν λόγω ζώων, και αφετέρου στο νέο νομικό πλαίσιο όσον αφορά τους κανόνες υγείας των ζώων για τη μετακίνηση των ζώων αυτών, οι κανόνες που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να εφαρμοστούν από την ίδια ημερομηνία με εκείνους που θεσπίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2016/429.

(38)

Για να διασφαλιστεί η ομαλή μετάβαση στο νέο νομικό πλαίσιο για τους υπευθύνους επιχειρήσεων που εκτρέφουν χερσαία ζώα σε εγκαταστάσεις καταχωρισμένες ή εγκεκριμένες σύμφωνα με τις οδηγίες 64/432/ΕΟΚ και 92/65/ΕΟΚ, τους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 και (ΕΚ) αριθ. 21/2004, και τις οδηγίες 2008/71/ΕΚ, 2009/156/ΕΚ και 2009/158/ΕΚ, θα πρέπει να θεωρείται ότι οι εν λόγω εγκαταστάσεις έχουν καταχωριστεί ή εγκριθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι εν λόγω υπεύθυνοι επιχειρήσεων συμμορφώνονται με όλους τους κανόνες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

(39)

Για να διασφαλιστεί η ομαλή μετάβαση στο νέο νομικό πλαίσιο, τα βοοειδή, τα προβατοειδή, τα αιγοειδή, τα χοιροειδή, τα ιπποειδή, τα καμηλοειδή και οι ελαφίδες, καθώς και τα ψιττακοειδή που έχουν ταυτοποιηθεί και καταχωριστεί πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να θεωρείται ότι έχουν ταυτοποιηθεί και καταχωριστεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και είναι κατάλληλα για μετακίνηση εντός της Ένωσης.

(40)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται από την 21η Απριλίου 2021 σύμφωνα με την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΜΕΡΟΣ I

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός συμπληρώνει τους κανόνες που θεσπίστηκαν με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/429 σχετικά με:

α)

καταχωρισμένες και εγκεκριμένες εγκαταστάσεις για δεσποζόμενα χερσαία ζώα και αυγά για επώαση·

β)

απαιτήσεις ιχνηλασιμότητας για τα ακόλουθα δεσποζόμενα χερσαία ζώα:

i)

βοοειδή, προβατοειδή, αιγοειδή, χοιροειδή, ιπποειδή, καμηλοειδή και ελαφίδες (οπληφόρα)·

ii)

σκύλους, γάτες και νυφίτσες·

iii)

πτηνά σε αιχμαλωσία·

iv)

αυγά για επώαση·

v)

χερσαία ζώα που διατηρούνται σε περιοδεύοντα τσίρκα και θεάματα με ζώα.

2.   Στο μέρος II τίτλος I κεφάλαιο 1 καθορίζονται οι απαιτήσεις για την καταχώριση των μεταφορέων δεσποζόμενων σκύλων, γατών και νυφιτσών, καθώς και πουλερικών, οι οποίοι ασχολούνται με τη μεταφορά τέτοιων ζώων μεταξύ κρατών μελών ή μεταξύ κράτους μέλος και τρίτης χώρας.

3.   Στο μέρος II τίτλος I κεφάλαιο 2 προβλέπονται παρεκκλίσεις για τους υπευθύνους εγκαταστάσεων για εργασίες συγκέντρωσης ορισμένων ιπποειδών και τους υπευθύνους εκκολαπτηρίων πτηνών σε αιχμαλωσία, από την απαίτηση υποβολής αίτησης έγκρισης προς την αρμόδια αρχή.

Το εν λόγω κεφάλαιο ορίζει επίσης τις απαιτήσεις για την έγκριση των ακόλουθων τύπων εγκαταστάσεων:

α)

εγκαταστάσεις για εργασίες συγκέντρωσης οπληφόρων και πουλερικών, από τις οποίες τα εν λόγω ζώα μετακινούνται σε άλλο κράτος μέλος ή οι οποίες παραλαμβάνουν τα ζώα αυτά από άλλο κράτος μέλος·

β)

εκκολαπτήρια, από τα οποία τα αυγά για επώαση ή οι νεοσσοί μίας ημέρας μετακινούνται σε άλλο κράτος μέλος·

γ)

εγκαταστάσεις εκτροφής πουλερικών, από τις οποίες είτε πουλερικά τα οποία προορίζονται για άλλες χρήσεις πλην της σφαγής είτε αυγά για επώαση μετακινούνται σε άλλο κράτος μέλος.

Οι εν λόγω απαιτήσεις αφορούν την απομόνωση και άλλα μέτρα βιοπροφύλαξης, τα μέτρα επιτήρησης, τις δομές και τον εξοπλισμό, το προσωπικό και την εποπτεία από την αρμόδια αρχή.

4.   Στο μέρος II τίτλος I κεφάλαιο 3 καθορίζονται οι απαιτήσεις για την έγκριση των ακόλουθων τύπων εγκαταστάσεων:

α)

κέντρα συγκέντρωσης σκύλων, γατών και νυφιτσών, από τα οποία τα εν λόγω ζώα μετακινούνται σε άλλο κράτος μέλος·

β)

καταφύγια ζώων για σκύλους, γάτες και νυφίτσες, από τα οποία τα εν λόγω ζώα μετακινούνται σε άλλο κράτος μέλος·

γ)

σημεία ελέγχου·

δ)

περιβαλλοντικά απομονωμένες εγκαταστάσεις παραγωγής για αγριομέλισσες, από τις οποίες τα εν λόγω ζώα μετακινούνται σε άλλο κράτος μέλος·

ε)

εγκαταστάσεις καραντίνας για δεσποζόμενα χερσαία ζώα πλην των πρωτευόντων θηλαστικών, από τις οποίες τα εν λόγω ζώα μετακινούνται στο ίδιο ή σε άλλο κράτος μέλος.

Οι εν λόγω απαιτήσεις αφορούν την καραντίνα, την απομόνωση και άλλα μέτρα βιοπροφύλαξης, τα μέτρα επιτήρησης και ελέγχου, τις δομές και τον εξοπλισμό, καθώς και την επίβλεψη από τον κτηνίατρο.

5.   Στο μέρος II τίτλος I κεφάλαιο 4 καθορίζονται οι απαιτήσεις για την έγκριση εγκαταστάσεων υπό περιορισμό από τις οποίες δεσποζόμενα χερσαία ζώα μετακινούνται εντός του ίδιου κράτους μέλους ή σε άλλο κράτος μέλος, όσον αφορά την καραντίνα, την απομόνωση και άλλα μέτρα βιοπροφύλαξης, τα μέτρα επιτήρησης και ελέγχου, τις δομές και τον εξοπλισμό, καθώς και την επίβλεψη από τον κτηνίατρο.

6.   Στο μέρος II τίτλος II κεφάλαιο 1 καθορίζονται οι υποχρεώσεις πληροφόρησης που υπέχει η αρμόδια αρχή όσον αφορά τα μητρώα που τηρεί για τα κατωτέρω:

α)

εγκαταστάσεις δεσποζόμενων χερσαίων ζώων·

β)

εκκολαπτήρια·

γ)

μεταφορείς δεσποζόμενων οπληφόρων, σκύλων, γατών και νυφιτσών, καθώς και πουλερικών, οι οποίοι ασχολούνται με τη μεταφορά τέτοιων ζώων μεταξύ κρατών μελών ή μεταξύ κράτους μέλος και τρίτης χώρας·

δ)

υπεύθυνους επιχειρήσεων που αναλαμβάνουν εργασίες συγκέντρωσης για δεσποζόμενα οπληφόρα και πουλερικά, ανεξάρτητους από εγκαταστάσεις.

7.   Στο μέρος II τίτλος II κεφάλαιο 2 καθορίζεται η υποχρέωση πληροφόρησης που υπέχει η αρμόδια αρχή όσον αφορά τα μητρώα εγκεκριμένων εγκαταστάσεων που αναφέρονται στο μέρος II τίτλος I κεφάλαια 2, 3 και 4.

8.   Στο μέρος II τίτλος III κεφάλαιο 1 καθορίζονται οι υποχρεώσεις τήρησης αρχείων των υπευθύνων επιχειρήσεων, επιπλέον εκείνων που προβλέπονται στο άρθρο 102 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429, για τους ακόλουθους τύπους καταχωρισμένων ή εγκεκριμένων εγκαταστάσεων:

α)

όλες τις εγκαταστάσεις εκτροφής χερσαίων ζώων·

β)

εγκαταστάσεις εκτροφής:

i)

βοοειδών, αιγοειδών, προβατοειδών και χοιροειδών·

ii)

ιπποειδών·

iii)

πουλερικών και πτηνών σε αιχμαλωσία·

iv)

σκύλων, γατών και νυφιτσών·

v)

μελισσών·

γ)

περιοδεύοντα τσίρκα και θεάματα με ζώα·

δ)

καταφύγια ζώων για σκύλους, γάτες και νυφίτσες·

ε)

σημεία ελέγχου·

στ)

εγκαταστάσεις καραντίνας για δεσποζόμενα χερσαία ζώα πλην των πρωτευόντων θηλαστικών·

ζ)

εγκαταστάσεις υπό περιορισμό.

9.   Στο μέρος II τίτλος III κεφάλαιο 2 καθορίζονται οι υποχρεώσεις τήρησης αρχείων των υπευθύνων καταχωρισμένων ή εγκεκριμένων εκκολαπτηρίων, επιπλέον εκείνων που προβλέπονται στο άρθρο 103 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429.

10.   Στο μέρος II τίτλος III κεφάλαιο 3 καθορίζονται οι υποχρεώσεις τήρησης αρχείων των καταχωρισμένων μεταφορέων, επιπλέον εκείνων που προβλέπονται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429.

11.   Στο μέρος II τίτλος III κεφάλαιο 4 καθορίζονται οι υποχρεώσεις τήρησης αρχείων των υπευθύνων επιχειρήσεων που αναλαμβάνουν εργασίες συγκέντρωσης, επιπλέον εκείνων που προβλέπονται στο άρθρο 105 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429, για

α)

υπευθύνους καταχωρισμένων ή εγκεκριμένων εγκαταστάσεων για εργασίες συγκέντρωσης δεσποζόμενων οπληφόρων και πουλερικών·

β)

υπευθύνους επιχειρήσεων που αναλαμβάνουν εργασίες συγκέντρωσης για δεσποζόμενα οπληφόρα και πουλερικά, ανεξάρτητους από εγκαταστάσεις·

γ)

υπευθύνους κέντρων συγκέντρωσης για σκύλους, γάτες και νυφίτσες, που έχουν καταχωριστεί στην αρμόδια αρχή.

12.   Στο μέρος III τίτλοι I έως IV καθορίζονται οι απαιτήσεις ιχνηλασιμότητας για δεσποζόμενα ζώα που ανήκουν στα βοοειδή, αιγοειδή, προβατοειδή, χοιροειδή και ιπποειδή, συμπεριλαμβανομένων των μέσων ταυτοποίησης, των εγγράφων και των ηλεκτρονικών βάσεων δεδομένων.

13.   Στο μέρος III τίτλος V κεφάλαιο 1 καθορίζονται οι απαιτήσεις ιχνηλασιμότητας για δεσποζόμενους σκύλους, γάτες και νυφίτσες, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων για ζώα συντροφιάς, κατά τη μετακίνησή τους σε άλλο κράτος μέλος για σκοπούς εκτός των μη εμπορικών.

14.   Στο μέρος III τίτλος V κεφάλαιο 2 καθορίζονται οι απαιτήσεις ιχνηλασιμότητας για δεσποζόμενα καμηλοειδή και ελαφίδες.

15.   Στο μέρος III τίτλος V κεφάλαιο 3 καθορίζονται οι απαιτήσεις ιχνηλασιμότητας για δεσποζόμενα πτηνά σε αιχμαλωσία.

16.   Στο μέρος III τίτλος V κεφάλαιο 4 καθορίζονται οι απαιτήσεις ιχνηλασιμότητας για δεσποζόμενα χερσαία ζώα σε περιοδεύοντα τσίρκα και θεάματα με ζώα.

17.   Στο μέρος III τίτλος VI καθορίζονται οι απαιτήσεις ιχνηλασιμότητας για αυγά για επώαση.

18.   Στο μέρος III τίτλος VII καθορίζονται οι απαιτήσεις ιχνηλασιμότητας για δεσποζόμενα βοοειδή, αιγοειδή, προβατοειδή, χοιροειδή, ιπποειδή, καμηλοειδή και ελαφίδες μετά την είσοδό τους στην Ένωση.

19.   Στο μέρος IV καθορίζονται ορισμένα μεταβατικά μέτρα όσον αφορά τις οδηγίες 64/432/ΕΟΚ και 92/65/ΕΟΚ, τους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 1760/2000, (ΕΚ) αριθ. 21/2004 και (ΕΚ) αριθ. 1739/2005, τις οδηγίες 2008/71/ΕΚ, 2009/156/ΕΚ και 2009/158/ΕΚ και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/262, σχετικά με τα ακόλουθα:

α)

την καταχώριση και έγκριση εγκαταστάσεων·

β)

την ταυτοποίηση των δεσποζόμενων χερσαίων ζώων·

γ)

τα έγγραφα μετακίνησης και ταυτοποίησης για τα δεσποζόμενα χερσαία ζώα σε περιοδεύοντα τσίρκα και θεάματα με ζώα·

δ)

το ενιαίο ισόβιο έγγραφο ταυτοποίησης δεσποζόμενων ιπποειδών.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«σκύλος»: δεσποζόμενο ζώο του είδους Canis lupus·

2)

«γάτα»: δεσποζόμενο ζώο του είδους Felis silvestris·

3)

«νυφίτσα»: δεσποζόμενο ζώο του είδους Mustela putorius furo·

4)

«τύπος μεταφοράς»: ο τρόπος διεξαγωγής της μεταφοράς, π.χ. οδικώς, σιδηροδρομικώς, αεροπορικώς ή διά πλωτής οδού·

5)

«μέσο μεταφοράς»: οδικά ή σιδηροδρομικά οχήματα, πλωτά σκάφη ή αεροσκάφη·

6)

«νεοσσοί μίας ημέρας»: όλα τα πουλερικά ηλικίας κάτω των 72 ωρών·

7)

«κέντρο συγκέντρωσης σκύλων, γατών και νυφιτσών»: εγκατάσταση στην οποία συγκεντρώνονται τέτοια ζώα, του ίδιου υγειονομικού καθεστώτος, από περισσότερες της μίας εγκαταστάσεις·

8)

«καταφύγιο ζώων»: εγκατάσταση στην οποία εκτρέφονται πρώην αδέσποτα, ημιάγρια, χαμένα, εγκαταλελειμμένα ή κατασχεθέντα χερσαία ζώα, ενδεχομένως με άγνωστο υγειονομικό καθεστώς κατά την είσοδό τους στην εγκατάσταση·

9)

«σημεία ελέγχου»: τα σημεία ελέγχου στα οποία αναφέρεται ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1255/97·

10)

«περιβαλλοντικά απομονωμένη εγκατάσταση παραγωγής»: μια εγκατάσταση της οποίας τα κτίρια, σε συνδυασμό με τα αυστηρά μέτρα βιοπροφύλαξης, διασφαλίζουν την αποτελεσματική απομόνωση της παραγωγής ζώων από τις συνδεδεμένες δομές και από το περιβάλλον·

11)

«αγριομέλισσα»: ζώο είδους που ανήκει στο γένος Bombus·

12)

«πρωτεύοντα θηλαστικά»: ζώα των ειδών που ανήκουν στην τάξη των πρωτευόντων, εξαιρουμένου του ανθρώπου·

13)

«μέλισσες»: ζώα του είδους Apis mellifera·

14)

«κτηνίατρος εγκατάστασης»: κτηνίατρος υπεύθυνος για τις δραστηριότητες που διεξάγονται στην εγκατάσταση καραντίνας για δεσποζόμενα χερσαία ζώα πλην των πρωτευόντων θηλαστικών ή σε εγκατάσταση υπό περιορισμό, όπως ορίζεται στον παρόντα κανονισμό·

15)

«μοναδικός αριθμός καταχώρισης»: ο αριθμός που αποδίδεται από την αρμόδια αρχή σε μια καταχωρισμένη εγκατάσταση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 93 του κανονισμού (EE) 2016/429·

16)

«μοναδικός αριθμός έγκρισης»: ο αριθμός που αποδίδεται από την αρμόδια αρχή σε μια εγκατάσταση που έχει εγκριθεί από αυτή σύμφωνα με τα άρθρα 97 και 99 του κανονισμού (EE) 2016/429·

17)

«μοναδικός κωδικός»: ο μοναδικός κωδικός με τον οποίο οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων που διατηρούν δεσποζόμενα ιπποειδή υποχρεούνται να εξασφαλίζουν ότι τα εν λόγω ζώα ταυτοποιούνται ατομικά, όπως προβλέπεται στο άρθρο 114 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429, και ο οποίος καταχωρίζεται στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων του κράτους μέλους που προβλέπεται στο άρθρο 109 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού·

18)

«κωδικός ταυτοποίησης του ζώου»: ο ατομικός κωδικός που αναγράφεται στο μέσο ταυτοποίησης που έχει τοποθετηθεί σε ένα ζώο και ο οποίος περιλαμβάνει:

α)

τον κωδικό χώρας του κράτους μέλους στο οποίο έγινε η τοποθέτηση του μέσου ταυτοποίησης στο ζώο·

β)

ακολουθούμενο από τον αριθμητικό ατομικό αριθμό ταυτοποίησης που έχει αποδοθεί στο ζώο και ο οποίος δεν υπερβαίνει τα 12 ψηφία·

19)

«βοοειδές» ή «ζώο που ανήκει σε είδος βοοειδών»: ζώο που ανήκει στα είδη οπληφόρων των γενών Bison, Bos (συμπεριλαμβανομένων των υπογενών Bos, Bibos, Novibos, Poephagus) και Bubalus (συμπεριλαμβανομένου του υπογένους Anoa) και οι απόγονοι των διασταυρώσεων των εν λόγω ειδών·

20)

«προβατοειδές» ή «ζώο που ανήκει σε είδος προβατοειδών»: ζώο που ανήκει στα είδη οπληφόρων του γένους Ovis και οι απόγονοι των διασταυρώσεων των εν λόγω ειδών·

21)

«αιγοειδές» ή «ζώο που ανήκει σε είδος αιγοειδών»: ζώο που ανήκει στα είδη οπληφόρων του γένους Capra και οι απόγονοι των διασταυρώσεων των εν λόγω ειδών·

22)

«χοιροειδές» ή «ζώο που ανήκει σε είδος χοιροειδών»: ζώο που ανήκει στα είδη οπληφόρων της οικογένειας Suidae που απαριθμούνται στο παράρτημα III του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429·

23)

«ηλεκτρονικό αναγνωριστικό ταυτότητας»: δείκτης με δυνατότητα αναγνώρισης μέσω ραδιοσυχνοτήτων («RFID»)·

24)

«ζώο που ανήκει σε είδος ιπποειδών» ή «ιπποειδές»: ζώο που ανήκει στα είδη μονόπλων του γένους Equus (περιλαμβανομένων των αλόγων, των όνων και των ζεβρών) και οι απόγονοι των διασταυρώσεων των εν λόγω ειδών·

25)

«ηλεκτρονική βάση δεδομένων»: μια ηλεκτρονική βάση δεδομένων για τα δεσποζόμενα χερσαία ζώα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 109 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429·

26)

«αλυσίδα εφοδιασμού»: μια ολοκληρωμένη αλυσίδα παραγωγής με κοινό υγειονομικό καθεστώς όσον αφορά τις καταγεγραμμένες νόσους, η οποία αποτελείται από ένα συνεργατικό δίκτυο εξειδικευμένων εγκαταστάσεων που έχουν εγκριθεί από την αρμόδια αρχή για τους σκοπούς του άρθρου 53, μεταξύ των οποίων μετακινούνται τα χοιροειδή για να ολοκληρωθεί ο κύκλος παραγωγής·

27)

«ενιαίο ισόβιο έγγραφο ταυτοποίησης»: το μοναδικό ισόβιο έγγραφο με το οποίο οι οικονομικοί φορείς που διατηρούν δεσποζόμενα ιπποειδή οφείλουν να εξασφαλίζουν ότι τα εν λόγω ζώα ταυτοποιούνται ατομικά, όπως προβλέπεται στο άρθρο 114 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429·

28)

«κοινωνία εκτροφής»: κάθε ένωση εκτροφέων, οργάνωση εκτροφής ή δημόσιος φορέας εξαιρουμένων των αρμόδιων αρχών, που αναγνωρίζεται από την αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1012 για τον σκοπό της διεξαγωγής ενός προγράμματος αναπαραγωγής σε καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής που είναι εγγεγραμμένα στο ή στα βιβλία αναπαραγωγής που τηρεί ή καταρτίζει·

29)

«φορέας αναπαραγωγής»: κάθε ένωση εκτροφέων, οργάνωση εκτροφής, ιδιωτική επιχείρηση, κτηνοτροφική οργάνωση ή επίσημη υπηρεσία σε τρίτη χώρα η οποία, όσον αφορά τα καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής που ανήκουν σε είδη βοοειδών, χοιροειδών, προβατοειδών, αιγοειδών ή ιπποειδών ή τους υβριδικούς χοίρους αναπαραγωγής, έχει γίνει αποδεκτή από την οικεία τρίτη χώρα για την είσοδο ζώων αναπαραγωγής στην Ένωση με σκοπό την αναπαραγωγή·

30)

«καταχωρισμένο ιπποειδές»:

α)

καθαρόαιμο ζώο αναπαραγωγής που ανήκει στο είδος Equus caballus ή Equus asinus και το οποίο έχει εγγραφεί ή είναι κατάλληλο για εγγραφή στο κύριο τμήμα ενός βιβλίου αναπαραγωγής που έχει καταρτιστεί από κοινωνία εκτροφής ή φορέα αναπαραγωγής αναγνωρισμένη/-ο σύμφωνα με το άρθρο 4 ή 34 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1012·

β)

δεσποζόμενο ζώο του είδους Equus caballus το οποίο έχει καταχωριστεί, είτε απευθείας είτε μέσω της οικείας εθνικής ομοσπονδίας η παραρτημάτων αυτής, σε διεθνή ένωση ή οργανισμό η οποία/ο οποίος διαχειρίζεται ίππους για διαγωνισμούς ή ιπποδρομίες («καταχωρισμένος ίππος»)·

31)

«καμηλοειδές»: ζώο που ανήκει στα είδη οπληφόρων της οικογένειας Camelidae τα οποία παρατίθενται στο παράρτημα III του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429·

32)

«ελαφίδας»: ζώο που ανήκει στα είδη οπληφόρων της οικογένειας Cervidae τα οποία παρατίθενται στο παράρτημα III του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429·

33)

«τάρανδος»: οπληφόρο ζώο του είδους Rangifer tarandus που παρατίθεται στο παράρτημα III του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429·

34)

«περιοδεύον τσίρκο»: επίδειξη ή εμποροπανήγυρη που περιλαμβάνει ζώα ή θεάματα με ζώα και προορίζεται για να μετακινείται μεταξύ κρατών μελών·

35)

«θέαμα με ζώα»: κάθε θέαμα στο οποίο συμμετέχουν ζώα που διατηρούνται για σκοπούς επιδείξεων ή εμποροπανήγυρης, ενδεχομένως ως μέρος ενός τσίρκου·

36)

«πουλερικά αναπαραγωγής»: πουλερικά ηλικίας τουλάχιστον 72 ωρών που προορίζονται για παραγωγή αυγών για επώαση·

37)

«σμήνος»: το σύνολο των πουλερικών ή των πτηνών σε αιχμαλωσία με το ίδιο υγειονομικό καθεστώς, τα οποία εκτρέφονται στον ίδιο χώρο ή στον ίδιο περίβολο και αποτελούν μία επιδημιολογική μονάδα· για τα στεγασμένα πουλερικά, ένα σμήνος περιλαμβάνει όλα τα πτηνά που μοιράζονται τον ίδιο εναέριο χώρο.

ΜΕΡΟΣ II

ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ, ΕΓΚΡΙΣΗ, ΜΗΤΡΩΑ ΚΑΙ ΤΗΡΗΣΗ ΑΡΧΕΙΩΝ

ΤΙΤΛΟΣ I

ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΓΚΡΙΣΗ ΜΕΤΑΦΟΡΕΩΝ ΚΑΙ ΥΠΕΥΘΥΝΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΑ ΑΡΧΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Καταχώριση μεταφορέων δεσποζόμενων χερσαίων ζώων πλην των οπληφόρων για μεταφορά μεταξύ κρατών μελών και για μεταφορά σε τρίτες χώρες

Άρθρο 3

Υποχρεώσεις καταχώρισης των μεταφορέων δεσποζόμενων σκύλων, γατών και νυφιτσών, καθώς και πουλερικών

1.   Προκειμένου να καταχωριστούν σύμφωνα με το άρθρο 93 του κανονισμού (EE) 2016/429, οι μεταφορείς που ασχολούνται με τη μεταφορά δεσποζόμενων σκύλων, γατών και νυφιτσών, καθώς και πουλερικών, μεταξύ κρατών μελών ή μεταξύ κράτους μέλους και τρίτης χώρας, προτού ξεκινήσουν τις δραστηριότητες αυτές παρέχουν στην αρμόδια αρχή πληροφορίες σχετικά με τα ακόλουθα:

α)

την ονομασία και τη διεύθυνση του μεταφορέα·

β)

τα είδη ζώων που πρόκειται να μεταφέρονται·

γ)

τον τύπο της μεταφοράς·

δ)

το μέσο μεταφοράς.

2.   Οι μεταφορείς δεσποζόμενων σκύλων, γατών και νυφιτσών, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, ενημερώνουν την αρμόδια αρχή σχετικά με τον αριθμό των ζώων που πρόκειται να μεταφερθούν.

3.   Οι μεταφορείς πουλερικών, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, ενημερώνουν την αρμόδια αρχή σχετικά με τις κατηγορίες πουλερικών που πρόκειται να μεταφερθούν.

4.   Οι μεταφορείς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ενημερώνουν την αρμόδια αρχή για τα ακόλουθα:

α)

τυχόν αλλαγές όσον αφορά τα θέματα που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3·

β)

την παύση της δραστηριότητας μεταφοράς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Έγκριση εγκαταστάσεων για εργασίες συγκέντρωσης οπληφόρων και πουλερικών, έγκριση εκκολαπτηρίων και έγκριση εγκαταστάσεων εκτροφής πουλερικών

Άρθρο 4

Παρεκκλίσεις από την απαίτηση να υποβάλλουν αίτηση για έγκριση στην αρμόδια αρχή οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων εγκαταστάσεων για εργασίες συγκέντρωσης ορισμένων ιπποειδών και οι υπεύθυνοι εκκολαπτηρίων πτηνών σε αιχμαλωσία

Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων των ακόλουθων εγκαταστάσεων δεν υποβάλλουν στην αρμόδια αρχή αίτηση για έγκριση των εγκαταστάσεών τους σύμφωνα με το άρθρο 96 παράγραφος 1 του κανονισμού (EE) 2016/429:

α)

εγκαταστάσεις για εργασίες συγκέντρωσης ιπποειδών στις οποίες τα εν λόγω ζώα συγκεντρώνονται για διαγωνισμούς, ιπποδρομίες, επιδείξεις, εκπαίδευση, συλλογικές δραστηριότητες αναψυχής ή εργασίας ή στο πλαίσιο δραστηριοτήτων αναπαραγωγής·

β)

εκκολαπτήρια πτηνών σε αιχμαλωσία.

Άρθρο 5

Απαιτήσεις για τη χορήγηση έγκρισης σε εγκαταστάσεις για εργασίες συγκέντρωσης οπληφόρων

Κατά τη χορήγηση έγκρισης σε εγκαταστάσεις για εργασίες συγκέντρωσης οπληφόρων, από τις οποίες τέτοια ζώα μετακινούνται σε άλλο κράτος μέλος ή οι οποίες δέχονται τέτοια ζώα από άλλο κράτος μέλος, η αρμόδια αρχή διασφαλίζει ότι οι εν λόγω εγκαταστάσεις συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις που καθορίζονται στο παράρτημα I μέρος 1:

α)

σημείο 1, σχετικά με την απομόνωση και άλλα μέτρα βιοπροφύλαξης·

β)

σημείο 2, σχετικά με τις δομές και τον εξοπλισμό·

γ)

σημείο 3, σχετικά με το προσωπικό·

δ)

σημείο 4, σχετικά με την εποπτεία από την αρμόδια αρχή.

Άρθρο 6

Απαιτήσεις για τη χορήγηση έγκρισης σε εγκαταστάσεις για εργασίες συγκέντρωσης πουλερικών

Κατά τη χορήγηση έγκρισης σε εγκαταστάσεις για εργασίες συγκέντρωσης πουλερικών, από τις οποίες τέτοια ζώα μετακινούνται σε άλλο κράτος μέλος ή οι οποίες δέχονται τέτοια ζώα από άλλο κράτος μέλος, η αρμόδια αρχή διασφαλίζει ότι οι εν λόγω εγκαταστάσεις συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα I μέρος 2:

α)

σημείο 1, σχετικά με την απομόνωση και άλλα μέτρα βιοπροφύλαξης·

β)

σημείο 2, σχετικά με τις δομές και τον εξοπλισμό·

γ)

σημείο 3, σχετικά με το προσωπικό·

δ)

σημείο 4, σχετικά με την εποπτεία από την αρμόδια αρχή.

Άρθρο 7

Απαιτήσεις για τη χορήγηση έγκρισης σε εκκολαπτήρια

Κατά τη χορήγηση έγκρισης σε εκκολαπτήρια από τα οποία αυγά πουλερικών για επώαση ή νεοσσοί μίας ημέρας μετακινούνται σε άλλο κράτος μέλος, η αρμόδια αρχή διασφαλίζει ότι οι εν λόγω εγκαταστάσεις συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις που ορίζονται:

α)

στο παράρτημα I μέρος 3 σημείο 1, σχετικά με τα μέτρα βιοπροφύλαξης·

β)

στο παράρτημα I μέρος 3 σημείο 2 και στο παράρτημα II μέρη 1 και 2, σχετικά με την επιτήρηση·

γ)

στο παράρτημα I μέρος 3 σημείο 3, σχετικά με τις δομές και τον εξοπλισμό·

δ)

στο παράρτημα I μέρος 3 σημείο 4, σχετικά με το προσωπικό·

ε)

στο παράρτημα I μέρος 3 σημείο 5, σχετικά με την εποπτεία από την αρμόδια αρχή.

Άρθρο 8

Απαιτήσεις για τη χορήγηση έγκρισης σε εγκαταστάσεις εκτροφής πουλερικών

Κατά τη χορήγηση έγκρισης σε εγκαταστάσεις εκτροφής πουλερικών από τις οποίες πουλερικά που προορίζονται για άλλες χρήσεις πλην της σφαγής ή αυγά για επώαση μετακινούνται σε άλλο κράτος μέλος, η αρμόδια αρχή διασφαλίζει ότι οι εν λόγω εγκαταστάσεις συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις που ορίζονται:

α)

στο παράρτημα I μέρος 4 σημείο 1, σχετικά με τα μέτρα βιοπροφύλαξης·

β)

στο παράρτημα I μέρος 4 σημείο 2 και στο παράρτημα II μέρος 2, σχετικά με την επιτήρηση·

γ)

στο παράρτημα I μέρος 3 σημείο 4, σχετικά με τις δομές και τον εξοπλισμό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Έγκριση εγκαταστάσεων εκτροφής χερσαίων ζώων

Άρθρο 9

Υποχρέωση των υπευθύνων συγκεκριμένων τύπων εγκαταστάσεων εκτροφής χερσαίων ζώων να υποβάλλουν αίτηση για έγκριση στην αρμόδια αρχή

Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων των ακόλουθων τύπων εγκαταστάσεων υποβάλλουν στην αρμόδια αρχή αίτηση για έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 96 παράγραφος 1 του κανονισμού (EE) 2016/429 και δεν ξεκινούν τις δραστηριότητές τους προτού εγκριθεί η εγκατάστασή τους:

α)

κέντρα συγκέντρωσης σκύλων, γατών και νυφιτσών, από τα οποία τα εν λόγω ζώα μετακινούνται σε άλλο κράτος μέλος·

β)

καταφύγια ζώων για σκύλους, γάτες και νυφίτσες, από τα οποία τα εν λόγω ζώα μετακινούνται σε άλλο κράτος μέλος·

γ)

σημεία ελέγχου·

δ)

περιβαλλοντικά απομονωμένες εγκαταστάσεις παραγωγής για αγριομέλισσες, από τις οποίες τα εν λόγω ζώα μετακινούνται σε άλλο κράτος μέλος·

ε)

εγκαταστάσεις καραντίνας για δεσποζόμενα χερσαία ζώα πλην των πρωτευόντων θηλαστικών, από τις οποίες τα εν λόγω ζώα μετακινούνται στο ίδιο ή σε άλλο κράτος μέλος.

Άρθρο 10

Απαιτήσεις για τη χορήγηση έγκρισης σε κέντρα συγκέντρωσης σκύλων, γατών και νυφιτσών

Κατά τη χορήγηση έγκρισης σε κέντρα συγκέντρωσης σκύλων, γατών και νυφιτσών, από τα οποία τα εν λόγω ζώα μετακινούνται σε άλλο κράτος μέλος, η αρμόδια αρχή διασφαλίζει ότι οι εν λόγω εγκαταστάσεις συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα I μέρος 5:

α)

σημείο 1, σχετικά με την απομόνωση και άλλα μέτρα βιοπροφύλαξης·

β)

σημείο 3, σχετικά με τις δομές και τον εξοπλισμό.

Άρθρο 11

Απαιτήσεις για τη χορήγηση έγκρισης σε καταφύγια σκύλων, γατών και νυφιτσών

Κατά τη χορήγηση έγκρισης σε καταφύγια ζώων από τα οποία σκύλοι, γάτες και νυφίτσες μετακινούνται σε άλλο κράτος μέλος, η αρμόδια αρχή διασφαλίζει ότι οι εν λόγω εγκαταστάσεις συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα I μέρος 5:

α)

σημείο 2, σχετικά με την απομόνωση και άλλα μέτρα βιοπροφύλαξης·

β)

σημείο 3, σχετικά με τις δομές και τον εξοπλισμό.

Άρθρο 12

Απαιτήσεις για τη χορήγηση έγκρισης σε σημεία ελέγχου

Κατά τη χορήγηση έγκρισης σε σημεία ελέγχου, η αρμόδια αρχή διασφαλίζει ότι τα εν λόγω σημεία ελέγχου συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα I μέρος 6:

α)

σημείο 1, σχετικά με την απομόνωση και άλλα μέτρα βιοπροφύλαξης·

β)

σημείο 2, σχετικά με τις δομές και τον εξοπλισμό.

Άρθρο 13

Απαιτήσεις για τη χορήγηση έγκρισης σε περιβαλλοντικά απομονωμένες εγκαταστάσεις παραγωγής αγριομελισσών

Κατά τη χορήγηση έγκρισης σε περιβαλλοντικά απομονωμένες εγκαταστάσεις παραγωγής αγριομελισσών από τις οποίες οι αγριομέλισσες μετακινούνται σε άλλο κράτος μέλος, η αρμόδια αρχή διασφαλίζει ότι οι εν λόγω εγκαταστάσεις συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα I μέρος 7:

α)

σημείο 1, σχετικά με τα μέτρα βιοπροφύλαξης και επιτήρησης·

β)

σημείο 2, σχετικά με τις δομές και τον εξοπλισμό.

Άρθρο 14

Απαιτήσεις για τη χορήγηση έγκρισης σε εγκαταστάσεις καραντίνας για δεσποζόμενα χερσαία ζώα πλην των πρωτευόντων θηλαστικών

Κατά τη χορήγηση έγκρισης σε εγκαταστάσεις καραντίνας για δεσποζόμενα χερσαία ζώα πλην των πρωτευόντων θηλαστικών από τις οποίες τα εν λόγω ζώα μετακινούνται εντός του ίδιου κράτους μέλους ή σε άλλο κράτος μέλος, η αρμόδια αρχή διασφαλίζει ότι οι εν λόγω εγκαταστάσεις συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα I μέρος 8:

α)

σημείο 1, σχετικά με την καραντίνα, την απομόνωση και άλλα μέτρα βιοπροφύλαξης·

β)

σημείο 2, σχετικά με τα μέτρα επιτήρησης και ελέγχου·

γ)

σημείο 3, σχετικά με τις δομές και τον εξοπλισμό.

Άρθρο 15

Υποχρεώσεις των υπευθύνων επιχειρήσεων εγκαταστάσεων καραντίνας για δεσποζόμενα χερσαία ζώα πλην των πρωτευόντων θηλαστικών

Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων εγκαταστάσεων καραντίνας για δεσποζόμενα χερσαία ζώα πλην των πρωτευόντων θηλαστικών που αναφέρονται στο άρθρο 14:

α)

εφαρμόζουν τις αναγκαίες ρυθμίσεις για την πραγματοποίηση μεταθανάτιας επιθεώρησης από κτηνίατρο σε κατάλληλες δομές στην εγκατάσταση ή σε εργαστήριο·

β)

εξασφαλίζουν με σύμβαση ή με άλλο νομικό μέσο τις υπηρεσίες ενός κτηνιάτρου εγκατάστασης, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τα ακόλουθα:

i)

την εποπτεία των δραστηριοτήτων της εγκατάστασης και τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις έγκρισης που προβλέπονται στο άρθρο 14·

ii)

την επανεξέταση του σχεδίου επιτήρησης νόσων που αναφέρεται στο παράρτημα I μέρος 8 σημείο 2 στοιχείο α) όποτε απαιτείται και κατ’ ελάχιστον άπαξ ετησίως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Έγκριση εγκαταστάσεων υπό περιορισμό από τις οποίες χερσαία ζώα μετακινούνται εντός κράτους μέλους ή σε άλλο κράτος μέλος

Άρθρο 16

Απαιτήσεις για τη χορήγηση έγκρισης του καθεστώτος εγκατάστασης υπό περιορισμό για χερσαία ζώα

Κατά τη χορήγηση έγκρισης σε εγκαταστάσεις υπό περιορισμό για χερσαία ζώα που μετακινούνται εντός του ίδιου κράτους μέλους ή σε άλλο κράτος μέλος, η αρμόδια αρχή διασφαλίζει ότι οι εν λόγω εγκαταστάσεις συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα I μέρος 9:

α)

σημείο 1, σχετικά με την καραντίνα, την απομόνωση και άλλα μέτρα βιοπροφύλαξης·

β)

σημείο 2, σχετικά με τα μέτρα επιτήρησης και ελέγχου·

γ)

σημείο 3, σχετικά με τις δομές και τον εξοπλισμό.

Άρθρο 17

Υποχρεώσεις υπευθύνων επιχειρήσεων εγκαταστάσεων υπό περιορισμό για χερσαία ζώα

Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων εγκαταστάσεων υπό περιορισμό για χερσαία ζώα, που αναφέρονται στο άρθρο 16:

α)

εφαρμόζουν τις αναγκαίες ρυθμίσεις για την πραγματοποίηση μεταθανάτιας επιθεώρησης από κτηνίατρο σε κατάλληλες δομές στην εγκατάσταση ή σε εργαστήριο·

β)

εξασφαλίζουν με σύμβαση ή με άλλο νομικό μέσο τις υπηρεσίες ενός κτηνιάτρου εγκατάστασης, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τα ακόλουθα:

i)

την εποπτεία των δραστηριοτήτων της εγκατάστασης και τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις έγκρισης που προβλέπονται στο άρθρο 16·

ii)

την επανεξέταση του σχεδίου επιτήρησης νόσων που αναφέρεται στο παράρτημα I μέρος 9 σημείο 2 στοιχείο α) όποτε απαιτείται και κατ’ ελάχιστον άπαξ ετησίως.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΜΗΤΡΩΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΕΩΝ ΚΑΙ ΥΠΕΥΘΥΝΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΗΡΕΙ Η ΑΡΜΟΔΙΑ ΑΡΧΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Μητρώα εγκαταστάσεων, μεταφορέων και υπευθύνων επιχειρήσεων που έχουν καταχωριστεί στην αρμόδια αρχή

Άρθρο 18

Υποχρέωση πληροφόρησης που υπέχει η αρμόδια αρχή σχετικά με μητρώα εγκαταστάσεων δεσποζόμενων χερσαίων ζώων και εκκολαπτηρίων

Η αρμόδια αρχή περιλαμβάνει στο οικείο μητρώο εγκαταστάσεων δεσποζόμενων χερσαίων ζώων και εκκολαπτηρίων που είναι καταχωρισμένα σε αυτήν τις ακόλουθες πληροφορίες για κάθε εγκατάσταση:

α)

τον μοναδικό αριθμό καταχώρισης που της έχει αποδοθεί·

β)

την ημερομηνία καταχώρισης στην αρμόδια αρχή·

γ)

το όνομα και η διεύθυνση του υπεύθυνου επιχείρησης της εγκατάστασης·

δ)

τη διεύθυνση και τις γεωγραφικές συντεταγμένες (γεωγραφικό πλάτος και γεωγραφικό μήκος) της τοποθεσίας της εγκατάστασης·

ε)

περιγραφή των δομών της·

στ)

τον τύπο της εγκατάστασης·

ζ)

τα είδη, τις κατηγορίες και τον αριθμό των χερσαίων ζώων ή των αυγών για επώαση τα οποία διατηρούνται στην εγκατάσταση·

η)

την περίοδο κατά την οποία τα ζώα ή τα αυγά για επώαση διατηρούνται στην εγκατάσταση εάν η παραμονή δεν είναι συνεχής, συμπεριλαμβανομένης της εποχικής παραμονής ή της παραμονής κατά τη διάρκεια ιδιαίτερων εκδηλώσεων·

θ)

το υγειονομικό καθεστώς της εγκατάστασης, εφόσον έχει αποδοθεί τέτοιο καθεστώς από την αρμόδια αρχή·

ι)

τους περιορισμούς στις μετακινήσεις ζώων, αυγών για επώαση ή προϊόντων προς και από την εγκατάσταση, εφόσον εφαρμόζονται τέτοιοι περιορισμοί από την αρμόδια αρχή·

ια)

την ημερομηνία παύσης της δραστηριότητας όταν ο υπεύθυνος επιχείρησης έχει ενημερώσει σχετικά την αρμόδια αρχή.

Άρθρο 19

Υποχρέωση πληροφόρησης που υπέχει η αρμόδια αρχή σχετικά με μητρώα μεταφορέων δεσποζόμενων οπληφόρων, σκύλων, γατών και νυφιτσών, καθώς και πουλερικών

1.   Η αρμόδια αρχή περιλαμβάνει, στο οικείο μητρώο μεταφορέων που ασχολούνται με τη μεταφορά μεταξύ κρατών μελών ή μεταξύ κράτους μέλος και τρίτης χώρας δεσποζόμενων οπληφόρων, σκύλων, γατών και νυφιτσών, καθώς και πουλερικών, οι οποίοι έχουν καταχωριστεί σε αυτήν, τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με κάθε μεταφορέα:

α)

τον μοναδικό αριθμό καταχώρισης που του έχει αποδοθεί·

β)

την ημερομηνία καταχώρισης στην αρμόδια αρχή·

γ)

το όνομα και τη διεύθυνση του υπευθύνου επιχείρησης·

δ)

τα είδη ζώων που πρόκειται να μεταφέρονται·

ε)

τον τύπο της μεταφοράς·

στ)

το μέσο μεταφοράς·

ζ)

την ημερομηνία παύσης της δραστηριότητας όταν ο υπεύθυνος επιχείρησης έχει ενημερώσει σχετικά την αρμόδια αρχή.

2.   Για κάθε μεταφορέα δεσποζόμενων οπληφόρων, σκύλων, γατών και νυφιτσών, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή περιλαμβάνει στο μητρώο μεταφορέων της πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό των ζώων που πρόκειται να μεταφέρονται.

3.   Για κάθε μεταφορέα πουλερικών, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή περιλαμβάνει στο μητρώο μεταφορέων της πληροφορίες σχετικά με τις κατηγορίες πουλερικών που πρόκειται να μεταφέρονται.

Άρθρο 20

Υποχρέωση πληροφόρησης που υπέχει η αρμόδια αρχή σχετικά με μητρώα υπευθύνων επιχειρήσεων που αναλαμβάνουν εργασίες συγκέντρωσης για δεσποζόμενα οπληφόρα και πουλερικά, ανεξάρτητων από εγκαταστάσεις

Η αρμόδια αρχή περιλαμβάνει στο οικείο μητρώο υπευθύνων επιχειρήσεων που αναλαμβάνουν εργασίες συγκέντρωσης για δεσποζόμενα οπληφόρα και πουλερικά, ανεξάρτητων από εγκαταστάσεις, οι οποίοι έχουν καταχωριστεί σε αυτήν, συμπεριλαμβανομένων όσων αγοράζουν και πωλούν τα εν λόγω ζώα, τις ακόλουθες πληροφορίες για κάθε υπεύθυνο επιχείρησης:

α)

τον μοναδικό αριθμό καταχώρισης που του έχει αποδοθεί·

β)

την ημερομηνία καταχώρισης στην αρμόδια αρχή·

γ)

το όνομα και τη διεύθυνση του υπευθύνου επιχείρησης·

δ)

τα είδη και τις κατηγορίες των δεσποζόμενων οπληφόρων και πουλερικών που συγκεντρώνονται·

ε)

την ημερομηνία παύσης της δραστηριότητας όταν ο υπεύθυνος επιχείρησης έχει ενημερώσει σχετικά την αρμόδια αρχή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Μητρώα εγκαταστάσεων που έχουν εγκριθεί από την αρμόδια αρχή

Άρθρο 21

Υποχρέωση πληροφόρησης που υπέχει η αρμόδια αρχή σχετικά με μητρώα εγκεκριμένων εγκαταστάσεων

Η αρμόδια αρχή περιλαμβάνει στο οικείο μητρώο εγκεκριμένων εγκαταστάσεων που αναφέρονται στο μέρος II τίτλος I κεφάλαια 2, 3 και 4 τις ακόλουθες πληροφορίες για κάθε εγκατάσταση:

α)

τον μοναδικό αριθμό έγκρισης που έχει αποδοθεί από την αρμόδια αρχή·

β)

την ημερομηνία χορήγησης της έγκρισης από την αρμόδια αρχή ή την ημερομηνία τυχόν αναστολής ή ανάκλησης της εν λόγω έγκρισης·

γ)

το όνομα και τη διεύθυνση του υπευθύνου επιχείρησης·

δ)

τη διεύθυνση και τις γεωγραφικές συντεταγμένες (γεωγραφικό πλάτος και γεωγραφικό μήκος) της τοποθεσίας της εγκατάστασης·

ε)

περιγραφή των δομών της·

στ)

τον τύπο της εγκατάστασης·

ζ)

τα είδη, τις κατηγορίες και τον αριθμό των χερσαίων ζώων, των αυγών για επώαση ή των νεοσσών μίας ημέρας τα οποία διατηρούνται στην εγκατάσταση·

η)

την περίοδο κατά την οποία τα ζώα διατηρούνται στην εγκατάσταση εάν η παραμονή δεν είναι συνεχής, συμπεριλαμβανομένης της εποχικής παραμονής ή της παραμονής κατά τη διάρκεια ιδιαίτερων εκδηλώσεων·

θ)

το υγειονομικό καθεστώς της εγκατάστασης, εφόσον έχει αποδοθεί τέτοιο καθεστώς από την αρμόδια αρχή·

ι)

τους περιορισμούς που έχει επιβάλει η αρμόδια αρχή στις μετακινήσεις ζώων ή αναπαραγωγικού υλικού προς και από την εγκατάσταση, όπου έχουν επιβληθεί τέτοιοι περιορισμοί·

ια)

την ημερομηνία παύσης της δραστηριότητας όταν ο υπεύθυνος επιχείρησης έχει ενημερώσει σχετικά την αρμόδια αρχή.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΗΡΗΣΗΣ ΑΡΧΕΙΩΝ ΤΩΝ ΥΠΕΥΘΥΝΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΕΚΕΙΝΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΟΝΤΑΙ ΣΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ (ΕΕ) 2016/429

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Υπεύθυνοι επιχειρήσεων εγκαταστάσεων που έχουν καταχωριστεί ή εγκριθεί από την αρμόδια αρχή

Άρθρο 22

Υποχρεώσεις τήρησης αρχείων των υπευθύνων επιχειρήσεων όλων των εγκαταστάσεων που διατηρούν χερσαία ζώα

Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων όλων των καταχωρισμένων ή εγκεκριμένων εγκαταστάσεων που διατηρούν χερσαία ζώα τηρούν αρχείο με τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τον κωδικό ταυτοποίησης κάθε ταυτοποιούμενου ζώου που διατηρείται στην εγκατάσταση, όπως αναγράφεται στο μέσο ταυτοποίησης, όπου έχει τοποθετηθεί·

β)

τον μοναδικό αριθμό καταχώρισης ή έγκρισης της εγκατάστασης προέλευσης των ζώων, εφόσον προέρχονται από άλλη εγκατάσταση·

γ)

τον μοναδικό αριθμό καταχώρισης ή έγκρισης της εγκατάστασης προορισμού των ζώων, εφόσον προορίζονται για άλλη εγκατάσταση.

Άρθρο 23

Υποχρεώσεις τήρησης αρχείων των υπευθύνων επιχειρήσεων των εγκαταστάσεων στις οποίες διατηρούνται βοοειδή, αιγοειδή, προβατοειδή και χοιροειδή

1.   Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων καταχωρισμένων εγκαταστάσεων στις οποίες διατηρούνται βοοειδή, αιγοειδή, προβατοειδή και χοιροειδή τηρούν αρχείο με τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τα εν λόγω ζώα:

α)

την ημερομηνία γέννησης κάθε ζώου που διατηρείται στην εγκατάσταση·

β)

την ημερομηνία φυσικού θανάτου, σφαγής ή απώλειας κάθε ζώου στην εγκατάσταση·

γ)

τον τύπο του ηλεκτρονικού αναγνωριστικού ταυτότητας ή δερματοστιξίας και τη θέση του/της, εφόσον έχει τοποθετηθεί στο ζώο·

δ)

τον αρχικό κωδικό ταυτοποίησης κάθε ταυτοποιούμενου ζώου, όταν ο εν λόγω κωδικός έχει αλλάξει, καθώς και την αιτία της αλλαγής αυτής.

2.   Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων που διατηρούν αιγοειδή και προβατοειδή τηρούν αρχείο με τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) με τον μορφότυπο του έτους γέννησης κάθε τέτοιου ζώου που διατηρείται στην εγκατάσταση.

3.   Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων εγκαταστάσεων στις οποίες διατηρούνται χοιροειδή απαλλάσσονται από την υποχρέωση τήρησης αρχείων με τις πληροφορίες της παραγράφου 1 στοιχείο α).

4.   Όταν τα αιγοειδή, τα προβατοειδή ή τα χοιροειδή που εκτρέφονται στη εγκατάσταση ταυτοποιούνται μόνο με τον μοναδικό αριθμό ταυτοποίησης της εγκατάστασης στην οποία γεννήθηκαν, οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων εγκαταστάσεων τηρούν αρχείο με τις πληροφορίες της παραγράφου 1 για κάθε ομάδα ζώων με τον ίδιο μοναδικό αριθμό ταυτοποίησης της εγκατάστασης γέννησης, καθώς και τον συνολικό αριθμό ζώων της συγκεκριμένης ομάδας.

5.   Όταν τα χοιροειδή που εκτρέφονται στην εγκατάσταση δεν ταυτοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 53, οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων:

α)

δεν υποχρεούνται να τηρούν αρχείο με τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1·

β)

καταγράφουν για κάθε ομάδα ζώων που μετακινείται από την εγκατάστασή τους, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 102 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429 και τον συνολικό αριθμό ζώων της συγκεκριμένης ομάδας.

Άρθρο 24

Υποχρεώσεις τήρησης αρχείων των υπευθύνων επιχειρήσεων των εγκαταστάσεων εκτροφής ιπποειδών

Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων καταχωρισμένων εγκαταστάσεων εκτροφής ιπποειδών τηρούν αρχείο με τις ακόλουθες πληροφορίες για κάθε δεσποζόμενο ιπποειδές:

α)

τον μοναδικό κωδικό·

β)

την ημερομηνία γέννησης στην εγκατάσταση·

γ)

την ημερομηνία φυσικού θανάτου, απώλειας ή σφαγής στην εγκατάσταση.

Άρθρο 25

Υποχρεώσεις τήρησης αρχείων των υπευθύνων επιχειρήσεων των εγκαταστάσεων στις οποίες διατηρούνται πουλερικά και πτηνά σε αιχμαλωσία

Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων καταχωρισμένων ή εγκεκριμένων εγκαταστάσεων στις οποίες διατηρούνται πουλερικά και οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων εγκαταστάσεων στις οποίες διατηρούνται πτηνά σε αιχμαλωσία διατηρούν αρχεία με τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τις παραγωγικές επιδόσεις για τα πουλερικά·

β)

τη νοσηρότητα των πουλερικών και των πτηνών σε αιχμαλωσία στην εγκατάσταση, μαζί με πληροφορίες για τα αίτια.

Άρθρο 26

Υποχρεώσεις τήρησης αρχείων των υπευθύνων επιχειρήσεων των εγκαταστάσεων στις οποίες διατηρούνται σκύλοι, γάτες και νυφίτσες

Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων καταχωρισμένων εγκαταστάσεων στις οποίες διατηρούνται σκύλοι, γάτες και νυφίτσες τηρούν αρχείο με τις ακόλουθες πληροφορίες για κάθε τέτοιο ζώο:

α)

την ημερομηνία γέννησης·

β)

την ημερομηνία θανάτου ή απώλειας στην εγκατάσταση.

Άρθρο 27

Υποχρεώσεις τήρησης αρχείων των υπευθύνων επιχειρήσεων εγκαταστάσεων στις οποίες διατηρούνται μέλισσες

Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων εγκαταστάσεων στις οποίες διατηρούνται μέλισσες τηρούν για κάθε μελισσοκομική εγκατάσταση αρχείο με τις λεπτομέρειες των προσωρινών εποχιακών μετακινήσεων των διατηρούμενων κυψελών, εφόσον γίνονται, στο οποίο περιλαμβάνονται πληροφορίες που καλύπτουν τουλάχιστον τον τόπο της κάθε εποχιακής μετακίνησης, την ημερομηνία έναρξης και λήξης της, καθώς και τον αριθμό των κυψελών που μετακινήθηκαν.

Άρθρο 28

Υποχρεώσεις τήρησης αρχείων των υπευθύνων επιχειρήσεων περιοδευόντων τσίρκων και θεαμάτων με ζώα

Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων καταχωρισμένων περιοδευόντων τσίρκων και θεαμάτων με ζώα τηρούν αρχείο με τις ακόλουθες πληροφορίες για κάθε ζώο:

α)

την ημερομηνία θανάτου ή απώλειας του ζώου στην εγκατάσταση·

β)

το όνομα και τη διεύθυνση του υπευθύνου επιχείρησης που είναι υπεύθυνος για τα ζώα ή του ιδιοκτήτη των ζώων συντροφιάς·

γ)

λεπτομέρειες σχετικά με τις μετακινήσεις των περιοδευόντων τσίρκων και των θεαμάτων με ζώα.

Άρθρο 29

Υποχρεώσεις τήρησης αρχείων των υπευθύνων επιχειρήσεων καταφυγίων ζώων για σκύλους, γάτες και νυφίτσες

Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων εγκεκριμένων καταφυγίων ζώων για σκύλους, γάτες και νυφίτσες τηρούν αρχείο με τις ακόλουθες πληροφορίες για κάθε τέτοιο ζώο:

α)

την εκτιμώμενη ηλικία και το φύλο, τη φυλή και το χρώμα τριχώματος·

β)

την ημερομηνία τοποθέτησης ή την ημερομηνία ανάγνωσης του ενέσιμου πομποδέκτη·

γ)

τις παρατηρήσεις που έγιναν στα εισερχόμενα ζώα κατά τη διάρκεια της περιόδου απομόνωσης·

δ)

την ημερομηνία θανάτου ή απώλειας στην εγκατάσταση.

Άρθρο 30

Υποχρεώσεις τήρησης αρχείων για τους υπευθύνους επιχειρήσεων σημείων ελέγχου

Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων εγκεκριμένων σημείων ελέγχου τηρούν αρχείο με τον αριθμό της πινακίδας κυκλοφορίας ή τον αριθμό ταξινόμησης των μέσων μεταφοράς που εκφορτώνουν ζώα και τον μοναδικό αριθμό καταχώρισης του μεταφορέα, εφόσον είναι διαθέσιμος.

Άρθρο 31

Υποχρέωση τήρησης αρχείων των υπευθύνων επιχειρήσεων εγκαταστάσεων καραντίνας για δεσποζόμενα χερσαία ζώα πλην των πρωτευόντων θηλαστικών

Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων εγκεκριμένων εγκαταστάσεων καραντίνας για δεσποζόμενα χερσαία ζώα πλην των πρωτευόντων θηλαστικών τηρούν αρχείο με τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

την εκτιμώμενη ηλικία και το φύλο των ζώων που διατηρούνται στην εγκατάσταση·

β)

τον αριθμό της πινακίδας κυκλοφορίας ή τον αριθμό ταξινόμησης των μέσων μεταφοράς που εκφορτώνουν και φορτώνουν ζώα και τον μοναδικό αριθμό καταχώρισης του μεταφορέα, εφόσον είναι διαθέσιμος·

γ)

λεπτομέρειες σχετικά με την εφαρμογή και τα αποτελέσματα του σχεδίου επιτήρησης νόσων που προβλέπεται στο παράρτημα I μέρος 8 σημείο 2 στοιχείο α)·

δ)

τα αποτελέσματα των κλινικών και εργαστηριακών εξετάσεων και των μεταθανάτιων εξετάσεων που προβλέπονται στο παράρτημα I μέρος 8 σημείο 2 στοιχείο β)·

ε)

λεπτομέρειες σχετικά με τον εμβολιασμό και τη θεραπεία ευπαθών ζώων, που προβλέπονται στο παράρτημα I μέρος 8 σημείο 2 στοιχείο γ)·

στ)

τυχόν οδηγίες της αρμόδιας αρχής σχετικά με τις παρατηρήσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια περιόδου απομόνωσης ή καραντίνας.

Άρθρο 32

Υποχρεώσεις τήρησης αρχείων για τους υπευθύνους επιχειρήσεων εγκαταστάσεων υπό περιορισμό

Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων εγκεκριμένων εγκαταστάσεων υπό περιορισμό τηρούν αρχείο με τις ακόλουθες πρόσθετες πληροφορίες:

α)

την εκτιμώμενη ηλικία και το φύλο των ζώων που διατηρούνται στην εγκατάσταση·

β)

τον αριθμό της πινακίδας κυκλοφορίας ή τον αριθμό ταξινόμησης των μέσων μεταφοράς που εκφορτώνουν και φορτώνουν ζώα και τον μοναδικό αριθμό καταχώρισης του μεταφορέα, εφόσον είναι διαθέσιμος·

γ)

λεπτομέρειες σχετικά με την εφαρμογή και τα αποτελέσματα του σχεδίου επιτήρησης νόσων που προβλέπεται στο παράρτημα I μέρος 9 σημείο 2 στοιχείο α)·

δ)

τα αποτελέσματα των κλινικών, εργαστηριακών και μεταθανάτιων εξετάσεων που προβλέπονται στο παράρτημα I μέρος 9 σημείο 2 στοιχείο β)·

ε)

λεπτομέρειες σχετικά με τον εμβολιασμό και τη θεραπεία ευπαθών ζώων, που προβλέπονται στο παράρτημα I μέρος 9 σημείο 2 στοιχείο γ)·

στ)

λεπτομέρειες σχετικά με την απομόνωση ή την καραντίνα εισερχόμενων ζώων, τυχόν οδηγίες της αρμόδιας αρχής σχετικά με την απομόνωση και την καραντίνα και παρατηρήσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια περιόδου απομόνωσης ή καραντίνας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Εκκολαπτήρια

Άρθρο 33

Υποχρεώσεις τήρησης αρχείων για τους υπευθύνους επιχειρήσεων εκκολαπτηρίων

Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων εγκεκριμένων εκκολαπτηρίων τηρούν αρχείο με τις ακόλουθες πληροφορίες για κάθε σμήνος:

α)

το είδος και τον αριθμό των νεοσσών πουλερικών μίας ημέρας ή των νεοσσών άλλων ειδών πτηνών ή των αυγών για επώαση που διατηρούνται στο εκκολαπτήριο·

β)

τις μετακινήσεις των νεοσσών πουλερικών μίας ημέρας, των νεοσσών άλλων ειδών πτηνών και των αυγών για επώαση προς και από τις εγκαταστάσεις τους, δηλώνοντας κατά περίπτωση:

i)

τον τόπο προέλευσης ή τον προβλεπόμενο προορισμό, συμπεριλαμβανομένου του μοναδικού αριθμού καταχώρισης ή έγκρισης της εγκατάστασης, κατά περίπτωση·

ii)

τις ημερομηνίες των εν λόγω μετακινήσεων·

γ)

τον αριθμό των επωασθέντων αυγών που δεν έχουν εκκολαφθεί και τον προβλεπόμενο προορισμό τους, συμπεριλαμβανομένου του μοναδικού αριθμού καταχώρισης ή έγκρισης της εγκατάστασης, κατά περίπτωση·

δ)

το ποσοστό εκκόλαψης·

ε)

λεπτομέρειες για τυχόν προγράμματα εμβολιασμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Μεταφορείς που έχουν καταχωριστεί στην αρμόδια αρχή

Άρθρο 34

Υποχρεώσεις τήρησης αρχείων για καταχωρισμένους μεταφορείς δεσποζόμενων χερσαίων ζώων

Οι καταχωρισμένοι μεταφορείς τηρούν αρχείο με τις ακόλουθες πρόσθετες πληροφορίες για κάθε μέσο μεταφοράς που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά δεσποζόμενων χερσαίων ζώων:

α)

τον αριθμό της πινακίδας κυκλοφορίας ή τον αριθμό ταξινόμησης του οχήματος·

β)

τις ημερομηνίες και ώρες φόρτωσης των ζώων στην εγκατάσταση προέλευσης·

γ)

την ονομασία, τη διεύθυνση και τον μοναδικό αριθμό καταχώρισης ή έγκρισης κάθε εγκατάστασης που έχει επισκεφθεί το όχημα·

δ)

τις ημερομηνίες και ώρες εκφόρτωσης των ζώων στην εγκατάσταση προορισμού·

ε)

τις ημερομηνίες και τους τόπους καθαρισμού, απολύμανσης και απεντόμωσης/μυοκτονίας του μέσου μεταφοράς·

στ)

τους αριθμούς αναφοράς των εγγράφων που συνοδεύουν τα ζώα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Υπεύθυνοι επιχειρήσεων που αναλαμβάνουν εργασίες συγκέντρωσης

Άρθρο 35

Υποχρεώσεις τήρησης αρχείων για τους υπευθύνους επιχειρήσεων εγκαταστάσεων που αναλαμβάνουν εργασίες συγκέντρωσης δεσποζόμενων οπληφόρων και πουλερικών

Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων καταχωρισμένων ή εγκεκριμένων εγκαταστάσεων για εργασίες συγκέντρωσης δεσποζόμενων οπληφόρων και πουλερικών τηρούν αρχείο με τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

την ημερομηνία θανάτου ή απώλειας ζώων στην εγκατάσταση·

β)

τον αριθμό της πινακίδας κυκλοφορίας ή τον αριθμό ταξινόμησης των μέσων μεταφοράς που εκφορτώνουν και φορτώνουν ζώα, καθώς και τον μοναδικό αριθμό καταχώρισης του μεταφορέα των εν λόγω ζώων, εφόσον είναι διαθέσιμος·

γ)

τους αριθμούς αναφοράς των απαιτούμενων εγγράφων που συνοδεύουν τα ζώα.

Άρθρο 36

Υποχρεώσεις τήρησης αρχείων για τους υπευθύνους επιχειρήσεων που αναλαμβάνουν εργασίες συγκέντρωσης για δεσποζόμενα οπληφόρα και πουλερικά, ανεξάρτητους από εγκαταστάσεις

Οι καταχωρισμένοι υπεύθυνοι επιχειρήσεων που αναλαμβάνουν εργασίες συγκέντρωσης για δεσποζόμενα οπληφόρα και πουλερικά, ανεξάρτητοι από εγκαταστάσεις, τηρούν αρχείο με τις ακόλουθες πληροφορίες για κάθε ζώο που αποτελεί αντικείμενο αγοράς:

α)

τον μοναδικό αριθμό έγκρισης ή καταχώρισης της εγκατάστασης για εργασίες συγκέντρωσης από τις οποίες πέρασε το ζώο αφού αναχώρησε από την εγκατάσταση προέλευσης και πριν από την αγορά του, εφόσον διατίθεται·

β)

την ημερομηνία αγοράς·

γ)

το όνομα και τη διεύθυνση του αγοραστή του ζώου·

δ)

τον αριθμό της πινακίδας κυκλοφορίας ή τον αριθμό ταξινόμησης κάθε μεταφορικού μέσου που φορτώνει ή εκφορτώνει ζώα, καθώς και τον μοναδικό αριθμό καταχώρισης του μεταφορέα, εφόσον είναι διαθέσιμος·

ε)

τους αριθμούς αναφοράς των απαιτούμενων εγγράφων που συνοδεύουν τα ζώα.

Άρθρο 37

Υποχρεώσεις τήρησης αρχείων των υπευθύνων επιχειρήσεων κέντρων συγκέντρωσης σκύλων, γατών και νυφιτσών

Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων εγκεκριμένων κέντρων συγκέντρωσης σκύλων, γατών και νυφιτσών τηρούν αρχείο με τον αριθμό της πινακίδας κυκλοφορίας ή τον αριθμό ταξινόμησης των μέσων μεταφοράς που εκφορτώνουν και φορτώνουν ζώα και τον μοναδικό αριθμό καταχώρισης του μεταφορέα, εφόσον είναι διαθέσιμος.

ΜΕΡΟΣ III

ΙΧΝΗΛΑΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΔΕΣΠΟΖΟΜΕΝΩΝ ΧΕΡΣΑΙΩΝ ΖΩΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΥΓΩΝ ΓΙΑ ΕΠΩΑΣΗ

ΤΙΤΛΟΣ I

ΙΧΝΗΛΑΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΔΕΣΠΟΖΟΜΕΝΩΝ ΒΟΟΕΙΔΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Μέσα και μέθοδοι ταυτοποίησης

Άρθρο 38

Υποχρεώσεις υπευθύνων επιχειρήσεων που εκτρέφουν βοοειδή όσον αφορά τα μέσα και τις μεθόδους ταυτοποίησης των δεσποζόμενων βοοειδών και την τοποθέτηση και τη χρήση των μέσων αυτών

1.   Οι υπεύθυνοι επιχείρησης που εκτρέφουν βοοειδή διασφαλίζουν ότι κάθε ζώο ταυτοποιείται ατομικά μέσω συμβατικού ενωτίου, όπως αναφέρεται στο παράρτημα III στοιχείο α), το οποίο πρέπει:

α)

να είναι τοποθετημένο σε κάθε ωτικό πτερύγιο του ζώου, με ευδιάκριτη, ευανάγνωστη και ανεξίτηλη αναγραφή του κωδικού ταυτοποίησης του ζώου επί του μέσου ταυτοποίησης·

β)

να τοποθετείται στα βοοειδή στην εγκατάσταση γέννησης·

γ)

να μην αφαιρείται, να μην τροποποιείται και να μην αντικαθίσταται χωρίς την άδεια της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλος στο οποίο διατηρούνται τα βοοειδή.

2.   Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων που διατηρούν βοοειδή μπορούν να αντικαθιστούν:

α)

ένα από τα συμβατικά ενώτια που αναφέρονται στην παράγραφο 1 με ηλεκτρονικό αναγνωριστικό ταυτότητας εγκεκριμένο από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου διατηρούνται τα βοοειδή·

β)

και τα δύο συμβατικά ενώτια που αναφέρονται στην παράγραφο 1 με ηλεκτρονικό αναγνωριστικό ταυτότητας εγκεκριμένο από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου διατηρούνται τα βοοειδή σύμφωνα με τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 39 παράγραφος 1.

Άρθρο 39

Εξαιρέσεις που χορηγεί η αρμόδια αρχή σε υπευθύνους επιχειρήσεων εγκαταστάσεων υπό περιορισμό και σε υπευθύνους επιχειρήσεων για την ταυτοποίηση βοοειδών που εκτρέφονται για πολιτιστικούς, ιστορικούς, ψυχαγωγικούς, επιστημονικούς ή αθλητικούς σκοπούς

1.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να εξαιρεί τους υπευθύνους επιχειρήσεων εγκαταστάσεων υπό περιορισμό και τους υπευθύνους επιχειρήσεων που εκτρέφουν βοοειδή για πολιτιστικούς, ιστορικούς, ψυχαγωγικούς, επιστημονικούς ή αθλητικούς σκοπούς από τις απαιτήσεις ταυτοποίησης βοοειδών που προβλέπονται στο άρθρο 38 παράγραφος 1 στοιχείο α).

2.   Κατά τη χορήγηση των εξαιρέσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή εξασφαλίζει ότι έχει εγκριθεί τουλάχιστον ένα από τα μέσα ταυτοποίησης που απαριθμούνται στα στοιχεία δ) και ε) του παραρτήματος III για την τοποθέτηση των μέσων ταυτοποίησης των βοοειδών που διατηρούνται από φορείς εκμετάλλευσης οι οποίοι εξαιρούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Η αρμόδια αρχή θεσπίζει διαδικασίες που πρέπει να εφαρμόζουν οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων που αιτούνται τέτοια εξαίρεση, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 40

Ειδικές διατάξεις για την ταυτοποίηση βοοειδών που ανήκουν σε φυλές οι οποίες εκτρέφονται ειδικά για παραδοσιακές πολιτιστικές και αθλητικές εκδηλώσεις

Η αρμόδια αρχή μπορεί να επιτρέπει στους υπευθύνους επιχειρήσεων που διατηρούν βοοειδή που ανήκουν σε φυλές οι οποίες εκτρέφονται ειδικά για παραδοσιακές πολιτιστικές και αθλητικές εκδηλώσεις να ταυτοποιούν κάθε ζώο ατομικά με εναλλακτικό μέσο ταυτοποίησης που έχει εγκριθεί από την αρμόδια αρχή μετά την αφαίρεση του συμβατικού ενωτίου που αναφέρεται στο άρθρο 38 παράγραφος 1 στοιχείο α), υπό την προϋπόθεση ότι διατηρείται αδιαμφισβήτητη σχέση μεταξύ του ταυτοποιούμενου ζώου και του κωδικού ταυτοποίησής του.

Άρθρο 41

Αντικατάσταση του συμβατικού ενωτίου για δεσποζόμενα βοοειδή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 38 παράγραφος 1

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν την αντικατάσταση ενός από τα συμβατικά ενώτια που αναφέρονται στο άρθρο 38 παράγραφος 1 στοιχείο α) με κάποιο από τα μέσα ταυτοποίησης που αναφέρονται στο παράρτημα III στοιχεία γ), δ) και ε) για όλες ή για ειδικές κατηγορίες βοοειδών που διατηρούνται στην επικράτειά τους.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα μέσα ταυτοποίησης που αναφέρονται στα στοιχεία α), γ), δ) και ε) του παραρτήματος III συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

αναγράφουν τον κωδικό ταυτοποίησης του ζώου·

β)

έχουν εγκριθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου διατηρούνται τα βοοειδή.

3.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διαδικασίες για τα ακόλουθα:

α)

υποβολή αίτησης από τους κατασκευαστές για έγκριση των μέσων ταυτοποίησης των βοοειδών που διατηρούνται στο έδαφός τους·

β)

υποβολή αίτησης από τους υπευθύνους επιχειρήσεων που διατηρούν βοοειδή για τα μέσα ταυτοποίησης που θα αποδοθούν στην εγκατάστασή τους.

4.   Το κράτος μέλος καταρτίζει και δημοσιοποιεί τον κατάλογο των φυλών των βοοειδών που εκτρέφονται ειδικά για παραδοσιακές πολιτιστικές και αθλητικές εκδηλώσεις στην επικράτειά του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Ηλεκτρονική βάση δεδομένων

Άρθρο 42

Κανόνες σχετικά με τις πληροφορίες που περιλαμβάνει η ηλεκτρονική βάση δεδομένων των δεσποζόμενων βοοειδών

Η αρμόδια αρχή αποθηκεύει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 109 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (EE) 2016/429 για κάθε δεσποζόμενο βοοειδές σε μια ηλεκτρονική βάση δεδομένων σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:

α)

καταγράφεται ο κωδικός ταυτοποίησης του ζώου·

β)

ο τύπος του ηλεκτρονικού αναγνωριστικού ταυτότητας, εφόσον έχει τοποθετηθεί στο βοοειδές, πρέπει να καταγραφεί, όπως παρατίθεται στα στοιχεία γ), δ) και ε) του παραρτήματος III·

γ)

οι ακόλουθες πληροφορίες πρέπει να καταγράφονται για κάθε εγκατάσταση που διατηρεί βοοειδή:

i)

ο μοναδικός αριθμός καταχώρισης που της έχει αποδοθεί·

ii)

το όνομα και η διεύθυνση του υπεύθυνου επιχείρησης της εγκατάστασης·

δ)

πρέπει να καταγράφονται οι ακόλουθες πληροφορίες για κάθε μετακίνηση βοοειδούς προς και από την εγκατάσταση:

i)

ο μοναδικός αριθμός καταχώρισης των εγκαταστάσεων προέλευσης και προορισμού·

ii)

η ημερομηνία άφιξης·

iii)

η ημερομηνία αναχώρησης·

ε)

πρέπει να καταγράφεται η ημερομηνία φυσικού θανάτου, απώλειας ή σφαγής βοοειδούς στην εγκατάσταση.

Άρθρο 43

Κανόνες σχετικά με την ανταλλαγή ηλεκτρονικών δεδομένων μεταξύ ηλεκτρονικών βάσεων δεδομένων κρατών μελών σχετικά με βοοειδή

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων τους σχετικά με τα βοοειδή συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

προστατεύονται σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο·

β)

περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις επικαιροποιημένες πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 42.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η διαχείριση των ηλεκτρονικών βάσεων δεδομένων τους γίνεται από σύστημα πληροφορικής ικανό να εφαρμόζει και να διαχειρίζεται αναγνωρισμένες ηλεκτρονικές υπογραφές για μηνύματα ανταλλαγής δεδομένων προκειμένου να διασφαλίζεται η αδυναμία αμφισβήτησης των συναλλαγών ως προς τα ακόλουθα:

α)

τη γνησιότητα των μηνυμάτων που ανταλλάσσονται, ώστε να παρέχονται εγγυήσεις για την προέλευση του μηνύματος·

β)

την ακεραιότητα των μηνυμάτων που ανταλλάσσονται, ώστε να παρέχονται εγγυήσεις ότι το μήνυμα δεν έχει τροποποιηθεί ή αλλοιωθεί·

γ)

τις χρονικές πληροφορίες για τα μηνύματα που ανταλλάσσονται, ώστε να παρέχονται εγγυήσεις ότι απεστάλησαν σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

3.   Το κράτος μέλος ενημερώνει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση αλλά σε κάθε περίπτωση εντός 24 ωρών αφού λάβει γνώση, το κράτος μέλος με το οποίο έχει πραγματοποιηθεί ηλεκτρονική ανταλλαγή δεδομένων, σχετικά με οιαδήποτε παραβίαση ασφάλειας ή απώλεια ακεραιότητας η οποία έχει σημαντικό αντίκτυπο στην εγκυρότητα των δεδομένων ή στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τηρεί.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Έγγραφο ταυτοποίησης

Άρθρο 44

Έγγραφο ταυτοποίησης δεσποζόμενων βοοειδών

Το έγγραφο ταυτοποίησης δεσποζόμενων βοοειδών που προβλέπεται στο άρθρο 112 στοιχείο β) του κανονισμού (EE) 2016/429 περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 42 στοιχεία α) έως δ)·

β)

την ημερομηνία γέννησης κάθε ζώου·

γ)

το όνομα της αρμόδιας εκδίδουσας αρχής ή του εκδίδοντος φορέα στον οποίο ανατέθηκε το έργο·

δ)

την ημερομηνία έκδοσης.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΙΧΝΗΛΑΣΙΜΟΤΗΤΑ ΔΕΣΠΟΖΟΜΕΝΩΝ ΑΙΓΟΕΙΔΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΒΑΤΟΕΙΔΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Μέσα και μέθοδοι ταυτοποίησης

Άρθρο 45

Υποχρεώσεις υπευθύνων επιχειρήσεων δεσποζόμενων αιγοειδών και προβατοειδών όσον αφορά τα μέσα και τις μεθόδους ταυτοποίησης των ζώων αυτών και την τοποθέτηση και τη χρήση των μέσων αυτών

1.   Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων που εκτρέφουν αιγοειδή και προβατοειδή που προορίζονται να μετακινηθούν απευθείας σε σφαγείο πριν από την ηλικία των 12 μηνών διασφαλίζουν ότι κάθε ζώο ταυτοποιείται τουλάχιστον με συμβατικό ενώτιο τοποθετημένο σε ωτικό πτερύγιο του ζώου ή με συμβατική ταινία στο μεσοκύνιο, όπως παρατίθεται στο στοιχείο α) ή β) του παραρτήματος III, όπου αναγράφεται με ευδιάκριτο, ευανάγνωστο και ανεξίτηλο τρόπο είτε:

α)

ο μοναδικός αριθμός καταχώρισης της εγκατάστασης γέννησης του ζώου·

είτε

β)

ο κωδικός ταυτοποίησης του ζώου.

2.   Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων αιγοειδών και προβατοειδών που προορίζονται να μετακινηθούν απευθείας σε σφαγείο πριν από την ηλικία των 12 μηνών διασφαλίζουν ότι κάθε ζώο ταυτοποιείται ατομικά ως ακολούθως:

α)

με συμβατικό ενώτιο όπως παρατίθεται στο παράρτημα III στοιχείο α), με ευδιάκριτη, ευανάγνωστη και ανεξίτηλη αναγραφή του κωδικού ταυτοποίησης του ζώου·

και

β)

με ένα από τα μέσα ταυτοποίησης που παρατίθενται στο παράρτημα III στοιχεία γ) έως στ), τα οποία έχουν εγκριθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλος στο οποίο διατηρούνται τα αιγοειδή και τα προβατοειδή, με ευανάγνωστη και ανεξίτηλη αναγραφή του κωδικού ταυτοποίησης του ζώου.

3.   Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων που διατηρούν αιγοειδή και προβατοειδή διασφαλίζουν ότι:

α)

τα μέσα ταυτοποίησης τοποθετούνται στα αιγοειδή και τα προβατοειδή στην εγκατάσταση γέννησής τους·

β)

τα μέσα ταυτοποίησης δεν αφαιρούνται, δεν τροποποιούνται και δεν αντικαθίστανται χωρίς την άδεια της αρμόδιας αρχής.

4.   Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων που διατηρούν αιγοειδή και προβατοειδή μπορούν να αντικαθιστούν:

α)

ένα από τα εγκεκριμένα μέσα ταυτοποίησης που αναφέρονται στην παράγραφο 2 σύμφωνα με τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 46 παράγραφοι 1, 2, 3 και 4·

β)

και τα δύο μέσα ταυτοποίησης που παρατίθενται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου από ένα ηλεκτρονικό αναγνωριστικό ταυτότητας που έχει εγκριθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου διατηρούνται τα αιγοειδή και τα προβατοειδή σύμφωνα με τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 47 παράγραφος 1.

Άρθρο 46

Παρεκκλίσεις από τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 45 όσον αφορά τα μέσα και τις μεθόδους ταυτοποίησης αιγοειδών και προβατοειδών και την εφαρμογή και τη χρήση των μέσων αυτών

1.   Κατά παρέκκλιση από την απαίτηση που ορίζεται στο άρθρο 45 παράγραφος 2 στοιχείο α), οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων που διατηρούν αιγοειδή και προβατοειδή τα οποία ανήκουν σε πληθυσμό ζώων που γεννιούνται με αυτιά υπερβολικά μικρά για την τοποθέτηση συμβατικού ενωτίου όπως αναφέρεται στο παράρτημα III στοιχείο α), διασφαλίζουν ότι τα ζώα αυτά ταυτοποιούνται ατομικά με συμβατική ταινία στο μεσοκύνιο, όπως παρατίθεται στο στοιχείο β) του ίδιου παραρτήματος, στην οποία αναγράφεται με ευδιάκριτο, ευανάγνωστο και ανεξίτηλο τρόπο ο κωδικός ταυτοποίησης του ζώου.

2.   Κατά παρέκκλιση από την απαίτηση που ορίζεται στο άρθρο 45 παράγραφος 2 στοιχείο α), οι υπεύθυνοι επιχείρησης που διατηρούν αιγοειδή και προβατοειδή τα οποία δεν προορίζονται για μετακίνηση σε άλλο κράτος μέλος μπορούν να αντικαταστήσουν ένα συμβατικό ενώτιο που αναφέρεται στο στοιχείο α) του παραρτήματος III με δερματοστιξία, όπως αναφέρεται στο στοιχείο ζ) του ίδιου παραρτήματος, όπου αναγράφεται με ευδιάκριτο, ευανάγνωστο και ανεξίτηλο τρόπο ο κωδικός ταυτοποίησης του ζώου, υπό την προϋπόθεση ότι η αρμόδια αρχή έχει επιτρέψει τη χρήση στομαχικού βώλου, όπως αναφέρεται στο στοιχείο δ) του ίδιου παραρτήματος.

3.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 45 παράγραφος 2 στοιχείο β), οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων που διατηρούν αιγοειδή και προβατοειδή τα οποία δεν προορίζονται να μετακινηθούν σε άλλο κράτος μέλος και οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων που διατηρούν αιγοειδή ή προβατοειδή τα οποία εξαιρούνται από την τοποθέτηση ηλεκτρονικού αναγνωριστικού ταυτότητας σύμφωνα με το άρθρο 48 μπορούν να αντικαταστήσουν το ηλεκτρονικό αναγνωριστικό ταυτότητας με δερματοστιξία, όπως παρατίθεται στο παράρτημα III στοιχείο ζ), στην οποία αναγράφεται με ευδιάκριτο, ευανάγνωστο και ανεξίτηλο τρόπο ο κωδικός ταυτοποίησης του ζώου.

4.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 45 παράγραφος 2, οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων που διατηρούν αιγοειδή και προβατοειδή τα οποία προορίζονται να μεταφερθούν σε σφαγείο είτε κατόπιν εργασίας συγκέντρωσης είτε αφού υποβληθούν σε διαδικασία πάχυνσης σε άλλη εγκατάσταση, μπορούν να ταυτοποιήσουν κάθε ζώο τουλάχιστον τοποθετώντας σε ωτικό πτερύγιο του ζώου ένα ηλεκτρονικό ενώτιο, όπως αναφέρεται στο παράρτημα III στοιχείο γ), στο οποίο αναγράφεται με ευδιάκριτο, ευανάγνωστο και ανεξίτηλο τρόπο ο μοναδικός αριθμός καταχώρισης της εγκατάστασης γέννησης του ζώου και με ευανάγνωστο και ανεξίτηλο τρόπο ο κωδικός ταυτοποίησης του συγκεκριμένου ζώου, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω ζώα:

α)

δεν προορίζονται να μετακινηθούν σε άλλο κράτος μέλος·

και

β)

σφαγιάζονται πριν από την ηλικία των 12 μηνών.

Άρθρο 47

Εξαιρέσεις από τις απαιτήσεις του άρθρου 45 παράγραφος 2 για τους υπευθύνους επιχειρήσεων εγκαταστάσεων υπό περιορισμό και για εκείνους που διατηρούν ζώα για πολιτιστικούς, ψυχαγωγικούς ή επιστημονικούς σκοπούς

1.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να εξαιρέσει τους υπευθύνους επιχειρήσεων εγκαταστάσεων υπό περιορισμό και τους υπευθύνους επιχειρήσεων που διατηρούν ζώα για πολιτιστικούς, ψυχαγωγικούς ή επιστημονικούς σκοπούς από τις απαιτήσεις ταυτοποίησης του άρθρου 45 παράγραφος 2, με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που ορίζονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

2.   Η αρμόδια αρχή διασφαλίζει ότι έχει εγκριθεί η χρήση είτε στομαχικού βώλου, όπως παρατίθεται στο παράρτημα III στοιχείο δ), είτε ενέσιμου πομποδέκτη, όπως παρατίθεται στο παράρτημα III στοιχείο ε), για την ταυτοποίηση των αιγοειδών και των προβατοειδών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, και ότι το εν λόγω εγκεκριμένο μέσο ταυτοποίησης συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του άρθρου 48 παράγραφος 3.

Η αρμόδια αρχή θεσπίζει διαδικασίες που πρέπει να εφαρμόζουν οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων που αιτούνται τέτοια εξαίρεση, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 48

Παρέκκλιση των κρατών μελών από τις απαιτήσεις του άρθρου 45 παράγραφος 2 και υποχρεώσεις των κρατών μελών σχετικά με τα μέσα ταυτοποίησης

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 45 παράγραφος 2 στοιχείο β), τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στους υπευθύνους επιχειρήσεων που διατηρούν αιγοειδή ή προβατοειδή να αντικαταστήσουν τα μέσα ταυτοποίησης που παρατίθενται στο παράρτημα III στοιχείο γ) έως στ) με συμβατικό ενώτιο ή συμβατική ταινία στο μεσοκύνιο, όπως παρατίθεται στα στοιχεία α) ή β) του εν λόγω παραρτήματος, με την επιφύλαξη της συμμόρφωσης με τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο συνολικός αριθμός των αιγοειδών και προβατοειδών που διατηρούνται στην επικράτειά τους δεν υπερβαίνει τις 600 000, όπως έχουν καταγραφεί σε ηλεκτρονική βάση δεδομένων·

και

β)

τα δεσποζόμενα αιγοειδή και προβατοειδή δεν προορίζονται να μετακινηθούν σε άλλο κράτος μέλος.

2.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 45 παράγραφος 2 στοιχείο β), τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στους υπευθύνους επιχειρήσεων που διατηρούν αιγοειδή να αντικαταστήσουν τα μέσα ταυτοποίησης που παρατίθενται στο παράρτημα III στοιχεία γ) έως στ) με συμβατικό ενώτιο ή συμβατική ταινία στο μεσοκύνιο, όπως παρατίθεται στο στοιχείο α) ή β) του εν λόγω παραρτήματος, με την επιφύλαξη της συμμόρφωσης με τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο συνολικός αριθμός των αιγοειδών που διατηρούνται στην επικράτειά τους δεν υπερβαίνει τις 160 000, όπως έχουν καταγραφεί σε ηλεκτρονική βάση δεδομένων·

και

β)

τα δεσποζόμενα αιγοειδή δεν προορίζονται να μετακινηθούν σε άλλο κράτος μέλος.

3.   Το κράτος μέλος διασφαλίζει ότι τα μέσα ταυτοποίησης που παρατίθενται στα στοιχεία α) έως στ) του παραρτήματος III συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

αναγράφουν τον κωδικό ταυτοποίησης του ζώου·

β)

έχουν εγκριθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου διατηρούνται τα αιγοειδή ή τα προβατοειδή.

4.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διαδικασίες υποβολής αίτησης:

α)

από τους κατασκευαστές για έγκριση των μέσων ταυτοποίησης των αιγοειδών και προβατοειδών που διατηρούνται στην επικράτειά τους·

β)

από τους υπευθύνους επιχειρήσεων για τα μέσα ταυτοποίησης αιγοειδών και προβατοειδών που θα αποδοθούν στην εγκατάστασή τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Ηλεκτρονική βάση δεδομένων

Άρθρο 49

Κανόνες σχετικά με τις πληροφορίες που περιλαμβάνει η ηλεκτρονική βάση δεδομένων των δεσποζόμενων αιγοειδών και προβατοειδών

Η αρμόδια αρχή αποθηκεύει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 109 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (EE) 2016/429 σχετικά με τα δεσποζόμενα αιγοειδή και προβατοειδή σε μια ηλεκτρονική βάση δεδομένων σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:

α)

οι ακόλουθες πληροφορίες πρέπει να καταγράφονται για κάθε εγκατάσταση που διατηρεί τέτοια ζώα:

i)

ο μοναδικός αριθμός καταχώρισης που της έχει αποδοθεί·

ii)

το όνομα και η διεύθυνση του υπεύθυνου επιχείρησης της εγκατάστασης·

β)

πρέπει να καταγράφονται οι ακόλουθες πληροφορίες για κάθε μετακίνηση των συγκεκριμένων ζώων προς και από την εγκατάσταση:

i)

ο συνολικός αριθμός των ζώων·

ii)

ο μοναδικός αριθμός καταχώρισης των εγκαταστάσεων προέλευσης και προορισμού τους·

iii)

η ημερομηνία άφιξης·

iv)

η ημερομηνία αναχώρησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Έγγραφο μετακίνησης

Άρθρο 50

Έγγραφο μετακίνησης δεσποζόμενων αιγοειδών και προβατοειδών εντός της επικράτειας κράτους μέλους

Το έγγραφο μετακίνησης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 113 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (EE) 2016/429, για τα δεσποζόμενα αιγοειδή και προβατοειδή που μετακινούνται εντός της επικράτειας ενός μόνο κράτος μέλους περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τον ατομικό κωδικό ταυτοποίησης του ζώου ή τον μοναδικό αριθμό καταχώρισης της εγκατάστασης γέννησης του ζώου, όπως αναγράφεται στο μέσο ταυτοποίησης·

β)

τον τύπο του ηλεκτρονικού αναγνωριστικού ταυτότητας, όπως παρατίθεται στα στοιχεία γ) έως στ) του παραρτήματος III, και τη θέση του, εφόσον έχει τοποθετηθεί στο ζώο·

γ)

τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 49 στοιχείο α) σημείο i) και στο άρθρο 49 στοιχείο β) σημεία i), ii) και iv)·

δ)

τον μοναδικό αριθμό καταχώρισης του μεταφορέα·

ε)

τον αριθμό της πινακίδας κυκλοφορίας ή τον αριθμό ταξινόμησης του μέσου μεταφοράς.

Άρθρο 51

Παρέκκλιση από ορισμένες απαιτήσεις του άρθρου 50 για το έγγραφο μετακίνησης δεσποζόμενων αιγοειδών και προβατοειδών που προορίζονται για συγκέντρωση εντός της επικράτειας κράτους μέλους

Η αρμόδια αρχή μπορεί να εγκρίνει παρεκκλίσεις από τις απαιτήσεις του άρθρου 50 στοιχείο α) για τους υπευθύνους εγκαταστάσεων από τις οποίες δεσποζόμενα αιγοειδή και προβατοειδή μετακινούνται προς εγκατάσταση όπου πρόκειται να συγκεντρωθούν, με την επιφύλαξη της συμμόρφωσης με τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων δεν πρέπει να μεταφέρουν τα δεσποζόμενα αιγοειδή και προβατοειδή με το ίδιο μέσο μεταφοράς με το οποίο μεταφέρονται ζώα προερχόμενα από άλλες εγκαταστάσεις, εκτός εάν οι παρτίδες των εν λόγω ζώων παραμένουν σε χωριστό χώρο στο μέσο μεταφοράς·

β)

οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων των εγκαταστάσεων όπου συγκεντρώνονται τα ζώα καταγράφουν, κατόπιν έγκρισης από την αρμόδια αρχή, τον ατομικό κωδικό ταυτοποίησης κάθε ζώου όπως αναφέρεται στο άρθρο 50 στοιχείο α) εξ ονόματος του υπευθύνου επιχείρησης της εγκατάστασης από την οποία παραλαμβάνονται τα αιγοειδή και προβατοειδή, και ο υπεύθυνος επιχείρησης τηρεί τα σχετικά αρχεία·

γ)

η αρμόδια αρχή πρέπει να έχει χορηγήσει στους υπευθύνους επιχειρήσεων των εγκαταστάσεων όπου εκτελούνται εργασίες συγκέντρωσης αιγοειδών και προβατοειδών, πρόσβαση στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο 49·

δ)

οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων εγκαταστάσεων στις οποίες συγκεντρώνονται τα ζώα πρέπει να εφαρμόζουν διαδικασίες για να διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται στο στοιχείο β) καταγράφονται στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων του άρθρου 49.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΙΧΝΗΛΑΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΔΕΣΠΟΖΟΜΕΝΩΝ ΧΟΙΡΟΕΙΔΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Μέσα και μέθοδοι ταυτοποίησης

Άρθρο 52

Υποχρεώσεις υπευθύνων επιχειρήσεων που εκτρέφουν χοιροειδή όσον αφορά τα μέσα και τις μεθόδους ταυτοποίησης των δεσποζόμενων χοιροειδών και την τοποθέτηση και τη χρήση των μέσων αυτών

1.   Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων εγκαταστάσεων στις οποίες εκτρέφονται χοιροειδή διασφαλίζουν ότι κάθε χοιροειδές ταυτοποιείται με τα ακόλουθα μέσα ταυτοποίησης:

α)

συμβατικό ενώτιο, όπως παρατίθεται στο παράρτημα III στοιχείο α), ή ηλεκτρονικό ενώτιο, όπως παρατίθεται στο παράρτημα III στοιχείο γ), το οποίο τοποθετείται σε ωτικό πτερύγιο του ζώου και αναγράφει με ευδιάκριτο, ευανάγνωστο και ανεξίτηλο τρόπο τον μοναδικό αριθμό καταχώρισης

i)

της εγκατάστασης γέννησης του ζώου·

ή

ii)

της τελευταίας εγκατάστασης στην αλυσίδα εφοδιασμού που αναφέρεται στο άρθρο 53, όταν τα εν λόγω ζώα μετακινούνται προς εγκατάσταση εκτός αυτής της αλυσίδας εφοδιασμού·

ή

β)

δερματοστιξία του ζώου, όπως παρατίθεται στο παράρτημα III στοιχείο ζ), η οποία αναγράφει με ανεξίτηλο τρόπο τον μοναδικό αριθμό καταχώρισης

i)

της εγκατάστασης γέννησης του ζώου·

ή

ii)

της τελευταίας εγκατάστασης στην αλυσίδα εφοδιασμού που αναφέρεται στο άρθρο 53, όταν τα εν λόγω ζώα μετακινούνται προς εγκατάσταση εκτός αυτής της αλυσίδας εφοδιασμού.

2.   Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων που διατηρούν χοιροειδή διασφαλίζουν ότι:

α)

τα μέσα ταυτοποίησης τοποθετούνται στα χοιροειδή:

i)

στην εγκατάσταση γέννησης των ζώων·

ή

ii)

στην τελευταία εγκατάσταση στην αλυσίδα εφοδιασμού που αναφέρεται στο άρθρο 53, όταν τα εν λόγω ζώα μετακινούνται προς εγκατάσταση εκτός αυτής της αλυσίδας εφοδιασμού·

β)

τα μέσα ταυτοποίησης δεν αφαιρούνται, δεν τροποποιούνται και δεν αντικαθίστανται χωρίς την άδεια της αρμόδιας αρχής.

3.   Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων των εγκαταστάσεων που διατηρούν χοιροειδή μπορούν να αντικαταστήσουν τα μέσα ταυτοποίησης που παρατίθενται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου με ένα ηλεκτρονικό αναγνωριστικό ταυτότητας που έχει εγκριθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου διατηρούνται τα χοιροειδή, σύμφωνα με τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 54 παράγραφος 1.

Άρθρο 53

Παρεκκλίσεις από τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 52 όσον αφορά τα μέσα και τις μεθόδους ταυτοποίησης των δεσποζόμενων χοιροειδών της αλυσίδας εφοδιασμού

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 52, η αρμόδια αρχή μπορεί να επιτρέψει στους υπευθύνους επιχειρήσεων εγκαταστάσεων της αλυσίδας εφοδιασμού να παρεκκλίνουν από την υποχρέωση ταυτοποίησης των χοιροειδών όταν τα ζώα αυτά προορίζονται να μετακινηθούν εντός της συγκεκριμένης αλυσίδας εφοδιασμού στην επικράτεια του οικείου κράτους μέλους, υπό την προϋπόθεση ότι η πρακτική εφαρμογή των μέτρων ιχνηλασιμότητας στο κράτος μέλος διασφαλίζει την πλήρη ιχνηλασιμότητα των ζώων αυτών.

Άρθρο 54

Εξαιρέσεις που χορηγεί η αρμόδια αρχή σε υπευθύνους επιχειρήσεων εγκαταστάσεων υπό περιορισμό και σε υπευθύνους επιχειρήσεων για την ταυτοποίηση χοιροειδών που εκτρέφονται για πολιτιστικούς, ψυχαγωγικούς ή επιστημονικούς σκοπούς

1.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να εξαιρεί τους υπευθύνους επιχειρήσεων εγκαταστάσεων υπό περιορισμό και τους υπευθύνους επιχειρήσεων που εκτρέφουν χοιροειδή για πολιτιστικούς, ψυχαγωγικούς ή επιστημονικούς σκοπούς από τις απαιτήσεις ταυτοποίησης χοιροειδών που προβλέπονται στο άρθρο 52 παράγραφος 1.

2.   Κατά τη χορήγηση εξαιρέσεων όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η αρμόδια αρχή διασφαλίζει ότι έχει εγκριθεί η χρήση ενέσιμου πομποδέκτη, όπως παρατίθεται στο στοιχείο ε) του παραρτήματος III, για την ταυτοποίηση των χοιροειδών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, και ότι το εν λόγω εγκεκριμένο μέσο ταυτοποίησης συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του άρθρου 55 παράγραφος 1.

3.   Η αρμόδια αρχή θεσπίζει διαδικασίες που πρέπει να εφαρμόζουν οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων που αιτούνται τέτοια εξαίρεση, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 55

Υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά τα μέσα και τις μεθόδους ταυτοποίησης των δεσποζόμενων χοιροειδών, και την τοποθέτηση και τη χρήση των μέσων αυτών

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα μέσα ταυτοποίησης που παρατίθενται στα στοιχεία α), γ), ε) και ζ) του παραρτήματος III συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

αναγράφουν είτε:

i)

τον μοναδικό αριθμό καταχώρισης της εγκατάστασης γέννησης του ζώου·

είτε

ii)

τον μοναδικό αριθμό καταχώρισης της τελευταίας εγκατάστασης της αλυσίδας εφοδιασμού, στην περίπτωση ζώων που μετακινούνται από την εγκατάσταση μιας αλυσίδας εφοδιασμού, όπως αναφέρεται στο άρθρο 53, σε άλλη εγκατάσταση εκτός της ίδιας αλυσίδας εφοδιασμού·

β)

έχουν εγκριθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου διατηρούνται τα χοιροειδή.

2.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διαδικασίες υποβολής αίτησης:

α)

από τους κατασκευαστές για έγκριση των μέσων ταυτοποίησης των χοιροειδών που διατηρούνται στην επικράτειά τους·

β)

από τους υπευθύνους επιχειρήσεων για τα μέσα ταυτοποίησης χοιροειδών που θα αποδοθούν στην εγκατάστασή τους.

3.   Τα κράτη μέλη καταρτίζουν και δημοσιοποιούν τον κατάλογο των εγκαταστάσεων της αλυσίδας εφοδιασμού που αναφέρεται στο άρθρο 53, οι οποίες βρίσκονται στην επικράτειά τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Ηλεκτρονική βάση δεδομένων

Άρθρο 56

Κανόνες σχετικά με τις πληροφορίες που περιλαμβάνει η ηλεκτρονική βάση δεδομένων των δεσποζόμενων χοιροειδών

Η αρμόδια αρχή αποθηκεύει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 109 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (EE) 2016/429 σχετικά με τα δεσποζόμενα χοιροειδή σε μια ηλεκτρονική βάση δεδομένων σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:

α)

οι ακόλουθες πληροφορίες πρέπει να καταγράφονται για κάθε εγκατάσταση που διατηρεί τέτοια ζώα:

i)

ο μοναδικός αριθμός καταχώρισης που της έχει αποδοθεί·

ii)

το όνομα και η διεύθυνση του υπεύθυνου επιχείρησης της εγκατάστασης·

β)

πρέπει να καταγράφονται οι ακόλουθες πληροφορίες για κάθε μετακίνηση των συγκεκριμένων ζώων προς και από την εγκατάσταση:

i)

ο συνολικός αριθμός των ζώων·

ii)

ο μοναδικός αριθμός καταχώρισης των εγκαταστάσεων προέλευσης και προορισμού τους·

iii)

η ημερομηνία άφιξης·

iv)

η ημερομηνία αναχώρησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Έγγραφο μετακίνησης

Άρθρο 57

Έγγραφα μετακίνησης των δεσποζόμενων χοιροειδών που μετακινούνται εντός της επικράτειας του κράτους μέλους

Τα έγγραφα μετακίνησης που προβλέπονται στο άρθρο 115 στοιχείο β) του κανονισμού (EE) 2016/429 για τα δεσποζόμενα χοιροειδή που μετακινούνται εντός της επικράτειας ενός μόνο κράτος μέλους περιλαμβάνουν τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τις πληροφορίες που διατηρούνται στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 56 στοιχείο α) σημείο i) και στο άρθρο 56 στοιχείο β) σημεία i), ii) και iv)·

β)

τον μοναδικό αριθμό καταχώρισης του μεταφορέα·

γ)

τον αριθμό της πινακίδας κυκλοφορίας ή τον αριθμό ταξινόμησης του μέσου μεταφοράς.

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΙΧΝΗΛΑΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΔΕΣΠΟΖΟΜΕΝΩΝ ΙΠΠΟΕΙΔΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Μέσα και μέθοδοι ταυτοποίησης

Άρθρο 58

Υποχρεώσεις υπευθύνων επιχειρήσεων που εκτρέφουν ιπποειδή όσον αφορά τα μέσα και τις μεθόδους ταυτοποίησης των εν λόγω ζώων, και την τοποθέτηση και τη χρήση των μέσων αυτών

1.   Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων δεσποζόμενων ιπποειδών διασφαλίζουν ότι κάθε ζώο ταυτοποιείται ατομικά με τα ακόλουθα μέσα ταυτοποίησης:

α)

έναν ενέσιμο πομποδέκτη, όπως παρατίθεται στο παράρτημα III στοιχείο ε)·

β)

ένα ενιαίο ισόβιο έγγραφο ταυτοποίησης.

2.   Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων που διατηρούν δεσποζόμενα ιπποειδή διασφαλίζουν ότι:

α)

τα ιπποειδή ταυτοποιούνται εντός των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφοι 1 και (2) του κανονισμού (ΕΕ) 2015/262·

β)

τα μέσα ταυτοποίησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν αφαιρούνται, δεν τροποποιούνται και δεν αντικαθίστανται χωρίς την άδεια της αρμόδιας αρχής της εγκατάστασης στην οποία διατηρούνται συνήθως τα εν λόγω ζώα.

3.   Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων δεσποζόμενων ιπποειδών και, εάν αυτοί δεν είναι ιδιοκτήτες των ζώων, εξ ονόματος και σε συμφωνία με τον ιδιοκτήτη κάθε ζώου, υποβάλλουν αίτηση έκδοσης ενιαίου ισόβιου εγγράφου ταυτοποίησης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 65 ή 66, στην αρμόδια αρχή της εγκατάστασης στην οποία διατηρούνται συνήθως τα ζώα, και παρέχουν στην αρμόδια αρχή τις αναγκαίες πληροφορίες για τη συμπλήρωση του εν λόγω εγγράφου ταυτοποίησης και των αρχείων στη βάση δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο 64.

Άρθρο 59

Υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά τα μέσα και τις μεθόδους ταυτοποίησης των δεσποζόμενων ιπποειδών, και την τοποθέτηση και τη χρήση των μέσων αυτών

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την αντικατάσταση του ενέσιμου πομποδέκτη που αναφέρεται στο άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο α) με τα ακόλουθα:

α)

ένα μοναδικό συμβατικό ενώτιο, όπως παρατίθεται στο παράρτημα III στοιχείο α), το οποίο τοποθετείται σε ιπποειδή που εκτρέφονται για παραγωγή κρέατος, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω ζώα είτε γεννήθηκαν στο οικείο κράτος μέλος είτε εισήχθησαν σε αυτό χωρίς να φέρουν κάποιο μέσο ταυτοποίησης στο σώμα τους πριν από την είσοδό τους στην Ένωση·

β)

μια εναλλακτική μέθοδο που έχει εγκριθεί από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με το άρθρο 62, η οποία εδραιώνει μια αδιαμφισβήτητη σχέση μεταξύ του ιπποειδούς και του ενιαίου ισόβιου εγγράφου ταυτοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο β).

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα μέσα ταυτοποίησης που αναφέρονται στο άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο α) και στην παράγραφο 1 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

αναγράφουν τον κωδικό ταυτοποίησης του ζώου·

β)

έχουν εγκριθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου ταυτοποιούνται τα ιπποειδή, σύμφωνα με το άρθρο 58 παράγραφος 2 στοιχείο α).

3.   Τα κράτη μέλη:

α)

θεσπίζουν διαδικασίες για την υποβολή αίτησης από τους κατασκευαστές για έγκριση των μέσων ταυτοποίησης των δεσποζόμενων ιπποειδών που ταυτοποιούνται στο έδαφός τους·

β)

καθορίζουν προθεσμίες για την υποβολή των αιτήσεων έκδοσης εγγράφου ταυτοποίησης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο β).

Άρθρο 60

Παρεκκλίσεις για την ταυτοποίηση δεσποζόμενων ιπποειδών που ζουν σε ημιελεύθερες συνθήκες

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 58 παράγραφος 2 στοιχείο α), τα κράτη μέλη μπορούν να προσδιορίζουν τους πληθυσμούς δεσποζόμενων ιπποειδών που ζουν σε ημιελεύθερες συνθήκες σε συγκεκριμένες περιοχές της επικράτειάς τους, τα οποία πρέπει να ταυτοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 58 παράγραφος 1 μόνον όταν:

α)

απομακρύνονται από τους εν λόγω πληθυσμούς, εξαιρουμένης της μεταφοράς τους υπό επίσημη εποπτεία από έναν προσδιορισμένο πληθυσμό σε άλλο·

ή

β)

φέρονται σε αιχμαλωσία για χρήση ως κατοικίδια.

2.   Πριν από τη χρήση της παρέκκλισης που προβλέπεται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή τους πληθυσμούς των ιπποειδών και τις περιοχές στις οποίες τα εν λόγω ζώα ζουν σε ημιελεύθερες συνθήκες.

3.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 58 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την τοποθέτηση ενέσιμου πομποδέκτη, όπως παρατίθεται στο παράρτημα III στοιχείο ε), περισσότερους από 12 μήνες πριν από την έκδοση εγγράφου ταυτοποίησης σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, υπό την προϋπόθεση ότι ο κωδικός ταυτοποίησης του ζώου που προβάλλεται από τον ενέσιμο πομποδέκτη καταγράφεται από τον υπεύθυνο επιχείρησης τη στιγμή της εμφύτευσής του και διαβιβάζεται στην αρμόδια αρχή.

Άρθρο 61

Παρεκκλίσεις για την ταυτοποίηση των δεσποζόμενων ιπποειδών που μετακινούνται σε σφαγείο ή συνοδεύονται από προσωρινό έγγραφο ταυτοποίησης

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 58 παράγραφος 2, η αρμόδια αρχή μπορεί να επιτρέπει τη χρήση απλουστευμένης μεθόδου ταυτοποίησης των ιπποειδών που προορίζονται για μετακίνηση σε σφαγείο, για τα οποία δεν έχει εκδοθεί ενιαίο ισόβιο έγγραφο ταυτοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 67 παράγραφος 1, υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

τα ιπποειδή είναι μικρότερα των 12 μηνών·

β)

υπάρχει μια αδιάλειπτη γραμμή ιχνηλασιμότητας των ζώων από την εγκατάσταση γέννησης έως το σφαγείο που βρίσκεται στο ίδιο κράτος μέλος.

Τα ιπποειδή πρέπει να μεταφέρονται απευθείας στο σφαγείο και, κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, κάθε ζώο πρέπει να ταυτοποιείται ατομικά με ενέσιμο πομποδέκτη, συμβατικό ή ηλεκτρονικό ενώτιο, ή συμβατική ή ηλεκτρονική ταινία στο μεσοκύνιο, όπως παρατίθεται στο παράρτημα III στοιχεία α), β), γ), ε) ή στ) αντιστοίχως.

2.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 58 παράγραφος 2 στοιχείο α), η αρμόδια αρχή, κατόπιν αιτήματος του υπευθύνου επιχείρησης του ιπποειδούς, εκδίδει προσωρινό έγγραφο ταυτοποίησης για την περίοδο κατά την οποία το έγγραφο ταυτοποίησης που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 67 παράγραφος 1 έχει παραδοθεί στην εν λόγω αρμόδια αρχή προκειμένου να επικαιροποιηθούν τα στοιχεία ταυτοποίησης που αναγράφονται σε αυτό.

Άρθρο 62

Έγκριση εναλλακτικών μεθόδων ταυτοποίησης δεσποζόμενων ιπποειδών

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να εγκρίνουν κατάλληλες εναλλακτικές μεθόδους ταυτοποίησης δεσποζόμενων ιπποειδών, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής διακριτικών χαρακτηριστικών, οι οποίες διασφαλίζουν την αδιαμφισβήτητη σύνδεση μεταξύ του ιπποειδούς και του ενιαίου ισόβιου εγγράφου ταυτοποίησης και δείχνουν ότι το ιπποειδές έχει υποβληθεί σε διαδικασία ταυτοποίησης.

2.   Τα κράτη μέλη που εγκρίνουν εναλλακτικές μεθόδους ταυτοποίησης όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1 διασφαλίζουν ότι:

α)

οι εναλλακτικές μέθοδοι ταυτοποίησης χρησιμοποιούνται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις για την ταυτοποίηση ιπποειδών που έχουν εγγραφεί σε ειδικά βιβλία αναπαραγωγής ή χρησιμοποιούνται για ειδικούς σκοπούς, ή στην περίπτωση ιπποειδών που δεν μπορούν να ταυτοποιηθούν με ενέσιμο πομποδέκτη για ιατρικούς λόγους ή για λόγους καλής μεταχείρισης των ζώων·

β)

κάθε εγκεκριμένη εναλλακτική μέθοδος ταυτοποίησης ή οποιοσδήποτε συνδυασμός τέτοιων μεθόδων παρέχει τουλάχιστον τις ίδιες εγγυήσεις με εκείνες που παρέχει ο ενέσιμος πομποδέκτης·

γ)

ο μορφότυπος των πληροφοριών στην εναλλακτική μέθοδο ταυτοποίησης που χρησιμοποιείται σε ιπποειδές είναι κατάλληλος για καταχώριση σε βάση δεδομένων με δυνατότητα αναζήτησης.

Άρθρο 63

Υποχρέωση των υπευθύνων επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν εναλλακτικές μεθόδους ταυτοποίησης

1.   Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν εγκεκριμένη εναλλακτική μέθοδο ταυτοποίησης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 62 παράγραφος 1, παρέχουν στην αρμόδια αρχή και, όπου χρειάζεται, σε άλλους υπευθύνους επιχειρήσεων τα μέσα πρόσβασης στις συγκεκριμένες πληροφορίες ταυτοποίησης ή επωμίζονται το βάρος για την επαλήθευση της ταυτότητας του ιπποειδούς από τις εν λόγω αρχές ή τους υπευθύνους επιχειρήσεων.

2.   Όταν οι εναλλακτικές μέθοδοι ταυτοποίησης βασίζονται σε χαρακτηριστικά του ιπποειδούς τα οποία μπορεί να αλλάξουν με την πάροδο του χρόνου, ο υπεύθυνος επιχειρήσεων παρέχει στην αρμόδια αρχή τις πληροφορίες που απαιτούνται για την επικαιροποίηση του εγγράφου ταυτοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 62 και της βάσης δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο 64.

3.   Οι κοινωνίες εκτροφής και οι διεθνείς ενώσεις ή οργανισμοί που διαχειρίζονται ίππους για διαγωνισμούς ή ιπποδρομίες μπορούν να απαιτήσουν τα ιπποειδή που ταυτοποιήθηκαν με τη χρήση εναλλακτικής μεθόδου ταυτοποίησης όπως προβλέπεται στο άρθρο 62 να ταυτοποιηθούν με εμφύτευση ενέσιμου πομποδέκτη για τον σκοπό της εγγραφής ή της καταχώρισης των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής που ανήκουν στα ιπποειδή σε βιβλία αναπαραγωγής ή για τον σκοπό της καταχώρισης ίππων για διαγωνισμούς ή ιπποδρομίες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Ηλεκτρονική βάση δεδομένων

Άρθρο 64

Κανόνες σχετικά με τις πληροφορίες που περιλαμβάνει η ηλεκτρονική βάση δεδομένων των δεσποζόμενων ιπποειδών

Η αρμόδια αρχή αποθηκεύει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 109 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (EE) 2016/429 σχετικά με τα δεσποζόμενα ιπποειδή σε μια ηλεκτρονική βάση δεδομένων σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:

α)

για την εγκατάσταση στην οποία διατηρούνται συνήθως τα εν λόγω ιπποειδή, καταγράφονται τα εξής:

i)

ο μοναδικός αριθμός καταχώρισης που της έχει αποδοθεί·

ii)

το όνομα και τη διεύθυνση του υπεύθυνου επιχείρησης της εγκατάστασης·

β)

για κάθε ιπποειδές που διατηρείται συνήθως στην εγκατάσταση, καταγράφονται τα εξής:

i)

ο μοναδικός κωδικός·

ii)

εφόσον είναι διαθέσιμος, ο κωδικός ταυτοποίησης του ζώου που αναγράφεται σε μέσο ταυτοποίησης που φέρει το ζώο στο σώμα του·

iii)

εάν ο τοποθετημένος πομποδέκτης δεν έχει εγκριθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο έχει ταυτοποιηθεί το ιπποειδές σύμφωνα με το άρθρο 58 παράγραφος 2, το σύστημα ανάγνωσης του τοποθετημένου πομποδέκτη·

iv)

κάθε πληροφορία σχετικά με νέα έγγραφα ταυτοποίησης, αντίγραφα εγγράφων ταυτοποίησης ή έγγραφα ταυτοποίησης προς αντικατάσταση προηγούμενων, τα οποία έχουν εκδοθεί για το ζώο·

v)

το είδος του ζώου·

vi)

το φύλο του ζώου, με δυνατότητα καταχώρισης της ημερομηνίας στείρωσης·

vii)

την ημερομηνία και τη χώρα γέννησης, όπως δηλώθηκε από τον υπεύθυνο επιχείρησης του δεσποζόμενου ιπποειδούς·

viii)

την ημερομηνία φυσικού θανάτου στην εγκατάσταση ή απώλειας, όπως δηλώθηκε από τον υπεύθυνο επιχείρησης του δεσποζόμενου ιπποειδούς, ή την ημερομηνία σφαγής του ζώου·

ix)

το όνομα και τη διεύθυνση της αρμόδιας αρχής, ή του φορέα έκδοσης στον οποίο ανατέθηκε το έργο, η οποία/ο οποίος εξέδωσε το έγγραφο ταυτοποίησης·

x)

την ημερομηνία έκδοσης του εγγράφου ταυτοποίησης·

γ)

για κάθε ιπποειδές που διατηρείται στην εγκατάσταση για περίοδο που υπερβαίνει τις 30 ημέρες, καταγράφεται ο μοναδικός κωδικός, με εξαίρεση τις ακόλουθες περιπτώσεις:

i)

για ιπποειδή που συμμετέχουν σε διαγωνισμούς, ιπποδρομίες, επιδείξεις, προπονήσεις και έλξη φορτίων για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τις 90 ημέρες·

ii)

για αρσενικά ιπποειδή για αναπαραγωγή τα οποία διατηρούνται κατά την περίοδο αναπαραγωγής·

iii)

για θηλυκά ιπποειδή για αναπαραγωγή τα οποία διατηρούνται για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τις 90 ημέρες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Έγγραφο ταυτοποίησης

Άρθρο 65

Ενιαίο ισόβιο έγγραφο ταυτοποίησης δεσποζόμενων ιπποειδών

1.   Το ενιαίο ισόβιο έγγραφο ταυτοποίησης περιέχει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τον κωδικό ταυτοποίησης του ζώου ο οποίος προβάλλεται από τον ενέσιμο πομποδέκτη ή αναγράφεται στο ενώτιο·

β)

τον μοναδικό κωδικό που έχει αποδοθεί ισόβια στο ζώο, ο οποίος περιέχει σε κωδικοποιημένη μορφή

i)

την ηλεκτρονική βάση δεδομένων στην οποία η αρμόδια αρχή ή ο φορέας έκδοσης έχει καταγράψει τις πληροφορίες που απαιτούνται για την έκδοση του πρώτου ενιαίου ισόβιου εγγράφου ταυτοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο α) και, όπου απαιτείται, ενός ενιαίου ισόβιου εγγράφου ταυτοποίησης προς αντικατάσταση προηγούμενου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 69 παράγραφος 2 στοιχείο β)·

ii)

τον αριθμητικό κωδικό ταυτοποίησης του μεμονωμένου ιπποειδούς στην εν λόγω βάση δεδομένων·

γ)

το είδος του ζώου·

δ)

το φύλο του ζώου, με δυνατότητα καταχώρισης της ημερομηνίας στείρωσης·

ε)

την ημερομηνία και τη χώρα γέννησης, όπως δηλώθηκε από τον υπεύθυνο επιχείρησης του δεσποζόμενου ιπποειδούς·

στ)

το όνομα και τη διεύθυνση της αρμόδιας εκδίδουσας αρχής ή του εκδίδοντος φορέα στον οποίο ανατέθηκε το έργο·

ζ)

την ημερομηνία έκδοσης του ενιαίου ισόβιου εγγράφου ταυτοποίησης·

η)

κατά περίπτωση, πληροφορίες σχετικά με την αντικατάσταση του μέσου ταυτοποίησης στο σώμα του ζώου και τον κωδικό ταυτοποίησης του ζώου που αναγράφεται σε αυτό το αντικατασταθέν μέσο ταυτοποίησης·

θ)

κατά περίπτωση:

i)

το σήμα επικύρωσης το οποίο εκδίδεται και περιλαμβάνεται στο ενιαίο ισόβιο έγγραφο ταυτοποίησης από την αρμόδια αρχή, ή από τον φορέα στον οποίο έχει ανατεθεί η δραστηριότητα αυτή, για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα 4 έτη, το οποίο τεκμηριώνει ότι το ζώο διαμένει συνήθως σε εγκατάσταση που έχει αναγνωριστεί από την αρμόδια αρχή ως εγκατάσταση με χαμηλό κίνδυνο για την υγεία των ζώων χάρη στις συχνές επισκέψεις ζωοϋγειονομικού ελέγχου, στους πρόσθετους ελέγχους ταυτότητας και εξετάσεις υγείας και στο γεγονός ότι δεν πραγματοποιείται φυσική αναπαραγωγή στην εγκατάσταση, παρά μόνο σε ειδικούς χωριστούς χώρους, με δυνατότητα ανανέωσης της περιόδου ισχύος του εκδοθέντος σήματος επικύρωσης·

ή

ii)

την άδεια που εκδίδεται και περιλαμβάνεται στο ενιαίο ισόβιο έγγραφο ταυτοποίησης για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα 4 έτη, για συμμετοχή σε ιππικούς αγώνες από την εθνική ομοσπονδία που συμμετέχει στη Federation Equestre Internationale ή για συμμετοχή σε ιπποδρομίες από την αρμόδια αρχή ιπποδρομιών, και η οποία τεκμηριώνει τουλάχιστον δύο επισκέψεις ετησίως από κτηνίατρο, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που απαιτούνται για τον τακτικό εμβολιασμό κατά της γρίπης των ιπποειδών και τις εξετάσεις που απαιτούνται για τη μετακίνηση σε άλλα κράτη μέλη ή τρίτες χώρες, με δυνατότητα ανανέωσης της περιόδου ισχύος της εκδοθείσας άδειας.

2.   Εκτός των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα ενιαία ισόβια έγγραφα ταυτοποίησης για καταχωρισμένα ιπποειδή και για ιπποειδή που ταυτοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 62 περιλαμβάνουν τις ακόλουθες πληροφορίες τουλάχιστον:

α)

εικονογραφημένη και λεκτική περιγραφή του ζώου, με δυνατότητα επικαιροποίησης των εν λόγω πληροφοριών·

β)

κατά περίπτωση, λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με εναλλακτικές μεθόδους ταυτοποίησης·

γ)

κατά περίπτωση, πληροφορίες σχετικά με τη φυλή, σύμφωνα με το παράρτημα του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1940·

δ)

κατά περίπτωση, πληροφορίες αναγκαίες για τη χρήση του ενιαίου ισόβιου εγγράφου ταυτοποίησης για αθλητικούς σκοπούς σύμφωνα με τις απαιτήσεις των αρμόδιων οργανισμών διαχείρισης ίππων για διαγωνισμούς ή ιπποδρομίες, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με εξετάσεις και εμβολιασμούς για την καταπολέμηση καταγεγραμμένων ή μη καταγεγραμμένων νόσων, όπως απαιτείται για την πρόσβαση σε διαγωνισμούς και ιπποδρομίες και για την απόκτηση της άδειας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο θ) σημείο ii).

Άρθρο 66

Υποχρεώσεις των υπευθύνων επιχειρήσεων δεσποζόμενων ιπποειδών όσον αφορά τα ενιαία ισόβια έγγραφα ταυτοποίησης

1.   Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων δεσποζόμενων ιπποειδών διασφαλίζουν ότι τα εν λόγω ζώα συνοδεύονται πάντοτε από το ενιαίο ισόβιο έγγραφο ταυτοποίησής τους.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων δεν χρειάζεται να διασφαλίζουν ότι τα δεσποζόμενα ιπποειδή συνοδεύονται από το ενιαίο ισόβιο έγγραφο ταυτοποίησής τους όταν τα ζώα αυτά:

α)

σταβλίζονται ή βρίσκονται σε βοσκότοπο, και το ενιαίο ισόβιο έγγραφο ταυτοποίησής τους μπορεί να προσκομιστεί χωρίς καθυστέρηση από τον υπεύθυνο επιχείρησης του δεσποζόμενου ιπποειδούς ή από τον υπεύθυνο επιχείρησης της εγκατάστασης στην οποία διατηρείται το ζώο·

β)

ιππεύονται, οδηγούνται, μετακινούνται ή μεταφέρονται προσωρινά είτε:

i)

πλησίον της εγκατάστασης στην οποία διατηρείται το ζώο εντός του κράτους μέλους·

είτε

ii)

κατά την εποχιακή μετακίνηση των ζώων προς και από καταχωρισμένες θερινές εκτάσεις βόσκησης, υπό την προϋπόθεση ότι το ενιαίο ισόβιο έγγραφο ταυτοποίησής τους μπορεί να προσκομιστεί στην εγκατάσταση αναχώρησης·

γ)

είναι μη απογαλακτισμένα ιπποειδή που συνοδεύουν τη φυσική ή θετή μητέρα τους·

δ)

συμμετέχουν σε εκπαίδευση ή δοκιμαστική διοργάνωση για ιπποδρομία, διαγωνισμό ή εκδήλωση, στο πλαίσιο των οποίων απαιτείται να εγκαταλείψουν προσωρινά την εγκατάσταση στην οποία πραγματοποιείται η εκπαίδευση, η ιπποδρομία, ο διαγωνισμός ή η διοργάνωση·

ε)

μετακινούνται ή μεταφέρονται λόγω κατάστασης έκτακτης ανάγκης η οποία αφορά τα ίδια τα ζώα ή την εγκατάσταση στην οποία διατηρούνται.

3.   Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων δεσποζόμενων ιπποειδών δεν μετακινούν στο σφαγείο ιπποειδές που συνοδεύεται από το προσωρινό έγγραφο που αναφέρεται στο άρθρο 61 παράγραφος 2.

4.   Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων δεσποζόμενων ιπποειδών επιστρέφουν το ενιαίο ισόβιο έγγραφο ταυτοποίησης στην εκδίδουσα αρμόδια αρχή ή στον εκδίδοντα φορέα στον οποίο ανατέθηκε το έργο, όπως αυτή/-ός προσδιορίζεται από τον μοναδικό κωδικό, μετά τον θάνατο ή την απώλεια του ιπποειδούς.

Άρθρο 67

Υποχρεώσεις της αρμόδιας αρχής σχετικά με την έκδοση αντίγραφων ενιαίων ισόβιων εγγράφων ταυτοποίησης και ενιαίων ισόβιων εγγράφων ταυτοποίησης προς αντικατάσταση προηγούμενων

1.   Κατόπιν αίτησης που υποβάλλει ο υπεύθυνος επιχείρησης, η αρμόδια αρχή ή ο φορέας έκδοσης στον οποίο ανατέθηκε το έργο εκδίδει αντίγραφο ενιαίου ισόβιου εγγράφου ταυτοποίησης από το οποίο μπορεί να προσδιοριστεί η ταυτότητα του δεσποζόμενου ιπποειδούς, όταν ο υπεύθυνος επιχείρησης είτε

α)

δηλώνει την απώλεια του ενιαίου ισόβιου εγγράφου ταυτοποίησης που εκδόθηκε για το ζώο·

είτε

β)

δεν ταυτοποίησε το ζώο εντός των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 58 παράγραφος 2 στοιχείο α).

2.   Η αρμόδια αρχή εκδίδει, κατόπιν αίτησης που υποβάλλει ο υπεύθυνος επιχείρησης ή με δική της πρωτοβουλία, ενιαίο ισόβιο έγγραφο ταυτοποίησης προς αντικατάσταση προηγούμενου όταν δεν μπορεί να προσδιοριστεί η ταυτότητα του ζώου και ο υπεύθυνος επιχείρησης είτε

α)

δηλώνει την απώλεια του ενιαίου ισόβιου εγγράφου ταυτοποίησης που εκδόθηκε για το ζώο·

είτε

β)

δεν συμμορφώθηκε με τις απαιτήσεις ταυτοποίησης του άρθρου 58 παράγραφος 2 στοιχείο β).

Άρθρο 68

Υποχρεώσεις της αρμόδιας αρχής όσον αφορά την έκδοση νέων ενιαίων ισόβιων εγγράφων για καταχωρισμένα ιπποειδή

Όταν ένα ταυτοποιημένο ιπποειδές καταχωρίζεται, και το ενιαίο ισόβιο έγγραφο ταυτοποίησης που έχει εκδοθεί για το εν λόγω ζώο δεν μπορεί να προσαρμοστεί ώστε να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 65 παράγραφος 2, η αρμόδια αρχή ή ο φορέας έκδοσης στον οποίο έχει ανατεθεί το έργο, κατόπιν αίτησης του υπευθύνου επιχείρησης του ιπποειδούς, εκδίδει νέο ενιαίο ισόβιο έγγραφο ταυτοποίησης προς αντικατάσταση του προηγουμένου, το οποίο περιλαμβάνει τις πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 65 παράγραφοι 1 και 2.

Άρθρο 69

Υποχρεώσεις της αρμόδιας αρχής σχετικά με την έκδοση αντίγραφων εγγράφων ταυτοποίησης, νέων εγγράφων ταυτοποίησης και εγγράφων ταυτοποίησης προς αντικατάσταση προηγούμενων

1.   Η αρμόδια αρχή, ή ο φορέας έκδοσης στον οποίο έχει ανατεθεί το έργο, εισάγει στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων του άρθρου 64 πληροφορίες σχετικά με την έκδοση αντίγραφου εγγράφου ταυτοποίησης ή εγγράφου ταυτοποίησης προς αντικατάσταση προηγούμενου σύμφωνα με το άρθρο 67 ή σχετικά με την έκδοση νέου εγγράφου ταυτοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 68.

2.   Η αρμόδια αρχή, ή ο φορέας έκδοσης στον οποίο έχει ανατεθεί το έργο, συμπληρώνει

α)

στο αντίγραφο του ενιαίου ισόβιου εγγράφου ταυτοποίησης και στο νέο ενιαίο ισόβιο έγγραφο ταυτοποίησης τον μοναδικό κωδικό που έχει αποδοθεί στο ζώο σύμφωνα με το άρθρο 65 παράγραφος 1 στοιχείο β) με την ευκαιρία της έκδοσης του πρώτου ενιαίου ισόβιου εγγράφου ταυτοποίησης·

ή

β)

στο ενιαίο ισόβιο έγγραφο ταυτοποίησης προς αντικατάσταση προηγούμενου, τον μοναδικό κωδικό που έχει αποδοθεί στο ιπποειδές με την ευκαιρία της έκδοσης του εγγράφου.

ΤΙΤΛΟΣ V

ΙΧΝΗΛΑΣΙΜΟΤΗΤΑ ΔΕΣΠΟΖΟΜΕΝΩΝ ΣΚΥΛΩΝ, ΓΑΤΩΝ ΚΑΙ ΝΥΦΙΤΣΩΝ, ΚΑΜΗΛΟΕΙΔΩΝ ΚΑΙ ΕΛΑΦΙΔΩΝ, ΠΤΗΝΩΝ ΣΕ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ ΚΑΙ ΧΕΡΣΑΙΩΝ ΖΩΩΝ ΣΕ ΠΕΡΙΟΔΕΥΟΝΤΑ ΤΣΙΡΚΑ ΚΑΙ ΘΕΑΜΑΤΑ ΜΕ ΖΩΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Ιχνηλασιμότητα δεσποζόμενων σκύλων, γατών και νυφιτσών

Τμήμα 1

Μέσα ταυτοποίησης

Άρθρο 70

Υποχρεώσεις υπευθύνων επιχειρήσεων που διατηρούν σκύλους, γάτες και νυφίτσες όσον αφορά τα μέσα και τις μεθόδους ταυτοποίησης των εν λόγω ζώων, και την τοποθέτηση και τη χρήση των μέσων αυτών

Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων που διατηρούν σκύλους, γάτες και νυφίτσες διασφαλίζουν ότι:

α)

τα εν λόγω ζώα ταυτοποιούνται ατομικά με ενέσιμο πομποδέκτη, όπως παρατίθεται στο παράρτημα III στοιχείο ε), κατά τη μετακίνησή τους σε άλλο κράτος μέλος·

β)

ο ενέσιμος πομποδέκτης που προορίζεται για εμφύτευση στο ζώο έχει εγκριθεί από την αρμόδια αρχή·

γ)

παρέχουν στην αρμόδια αρχή και, εφόσον απαιτείται, σε άλλους υπευθύνους επιχειρήσεων τη συσκευή ανάγνωσης που καθιστά δυνατή ανά πάσα στιγμή την επαλήθευση της ατομικής ταυτότητας του ζώου σε περίπτωση που ο εμφυτευμένος ενέσιμος πομποδέκτης δεν έχει εγκριθεί από την αρμόδια αρχή.

Τμήμα 2

Έγγραφο ταυτοποίησης

Άρθρο 71

Έγγραφο ταυτοποίησης δεσποζόμενων σκύλων, γατών και νυφιτσών

Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων που διατηρούν σκύλους, γάτες και νυφίτσες διασφαλίζουν ότι καθένα από τα εν λόγω ζώα, κατά τη μετακίνησή του σε άλλο κράτος μέλος, συνοδεύεται από το έγγραφο ταυτοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 6 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013, κατάλληλα συμπληρωμένο και εκδοθέν σύμφωνα με το άρθρο 22 του ίδιου κανονισμού.

Τμήμα 3

Ιχνηλασιμότητα ζώων συντροφιάς

Άρθρο 72

Απαιτήσεις ιχνηλασιμότητας για μετακινήσεις ζώων συντροφιάς άλλες πλην των μη εμπορικών

Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων διασφαλίζουν ότι τα ζώα συντροφιάς που μετακινούνται σε άλλο κράτος μέλος για άλλους σκοπούς πλην των μη εμπορικών μετακινήσεων συμμορφώνονται με τους κανόνες που καθορίζονται στα άρθρα 70 και 71.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Ιχνηλασιμότητα δεσποζόμενων καμηλοειδών και ελαφιδών

Άρθρο 73

Υποχρεώσεις υπευθύνων επιχειρήσεων που διατηρούν καμηλοειδή και ελαφίδες όσον αφορά τα μέσα και τις μεθόδους ταυτοποίησης των εν λόγω ζώων, και την τοποθέτηση και τη χρήση των μέσων αυτών

1.   Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων που διατηρούν καμηλοειδή διασφαλίζουν ότι τα εν λόγω ζώα ταυτοποιούνται χωριστά είτε:

α)

με συμβατικό ενώτιο όπως παρατίθεται στο παράρτημα III στοιχείο α), το οποίο τοποθετείται σε κάθε ωτικό πτερύγιο των ζώων, με ευδιάκριτη, ευανάγνωστη και ανεξίτηλη αναγραφή του κωδικού ταυτοποίησης του ζώου·

είτε

β)

με ενέσιμο πομποδέκτη, όπως παρατίθεται στο παράρτημα III στοιχείο ε), με ευανάγνωστη και ανεξίτηλη προβολή του κωδικού ταυτοποίησης του ζώου.

2.   Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων που διατηρούν ελαφίδες διασφαλίζουν ότι τα εν λόγω ζώα ταυτοποιούνται ατομικά με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

α)

με συμβατικό ενώτιο όπως παρατίθεται στο παράρτημα III στοιχείο α), το οποίο τοποθετείται σε κάθε ωτικό πτερύγιο των ζώων, με ευδιάκριτη, ευανάγνωστη και ανεξίτηλη αναγραφή του κωδικού ταυτοποίησης του ζώου·

ή

β)

με ενέσιμο πομποδέκτη, όπως παρατίθεται στο παράρτημα III στοιχείο ε), με ευανάγνωστη και ανεξίτηλη προβολή του κωδικού ταυτοποίησης του ζώου·

ή

γ)

με δερματοστιξία του ζώου, όπως παρατίθεται στο παράρτημα III στοιχείο ζ), η οποία αναγράφει με ανεξίτηλο τρόπο τον κωδικό ταυτοποίησης του ζώου.

3.   Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων που διατηρούν καμηλοειδή και ελαφίδες διασφαλίζουν ότι:

α)

τα μέσα ταυτοποίησης τοποθετούνται στα ζώα στην εγκατάσταση γέννησής τους·

β)

τα μέσα ταυτοποίησης δεν αφαιρούνται, δεν τροποποιούνται και δεν αντικαθίστανται χωρίς την άδεια της αρμόδιας αρχής·

γ)

παρέχουν στην αρμόδια αρχή και, εφόσον απαιτείται, σε άλλους υπευθύνους επιχειρήσεων τη συσκευή ανάγνωσης που καθιστά δυνατή ανά πάσα στιγμή την επαλήθευση της ατομικής ταυτότητας του ζώου σε περίπτωση που ο εμφυτευμένος ενέσιμος πομποδέκτης δεν έχει εγκριθεί από την αρμόδια αρχή.

Άρθρο 74

Εξαίρεση για υπευθύνους επιχειρήσεων που διατηρούν ταράνδους

Κατά παρέκκλιση από τις απαιτήσεις του άρθρου 73 παράγραφος 2, οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων που διατηρούν ταράνδους διασφαλίζουν ότι καθένα από τα ζώα που διατηρούνται στις εγκαταστάσεις τους ταυτοποιείται ατομικά με εναλλακτική μέθοδο η οποία έχει λάβει έγκριση από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλος.

Άρθρο 75

Υποχρεώσεις των κρατών μελών για τα μέσα ταυτοποίησης δεσποζόμενων καμηλοειδών και ελαφιδών

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα μέσα ταυτοποίησης που παρατίθενται στα στοιχεία α), ε) και ζ) του παραρτήματος III συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

αναγράφουν τον κωδικό ταυτοποίησης του ζώου·

β)

έχουν εγκριθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου διατηρούνται τα καμηλοειδή και οι ελαφίδες.

2.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διαδικασίες για τα ακόλουθα:

α)

υποβολή αίτησης από τους κατασκευαστές για έγκριση των μέσων ταυτοποίησης των καμηλοειδών και των ελαφιδών που διατηρούνται στο έδαφός τους·

β)

υποβολή αίτησης από τους υπευθύνους επιχειρήσεων που διατηρούν καμηλοειδή και ελαφίδες για τα μέσα ταυτοποίησης που θα αποδοθούν στην εγκατάστασή τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Ιχνηλασιμότητα πτηνών σε αιχμαλωσία

Άρθρο 76

Υποχρεώσεις υπευθύνων επιχειρήσεων που εκτρέφουν ψιττακοειδή όσον αφορά τα μέσα και τις μεθόδους ταυτοποίησης των εν λόγω ζώων, και την τοποθέτηση και τη χρήση των μέσων αυτών

1.   Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων που διατηρούν ψιττακοειδή διασφαλίζουν ότι τα εν λόγω ζώα ταυτοποιούνται ατομικά κατά τη μετακίνησή τους σε άλλο κράτος μέλος, με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

α)

με ποδοδακτύλιο, όπως παρατίθεται στο παράρτημα III στοιχείο η), τοποθετημένο στο ένα τουλάχιστον πόδι του ζώου, με ευδιάκριτη, ευανάγνωστη και ανεξίτηλη αναγραφή του κωδικού ταυτοποίησης του ζώου·

ή

β)

με ενέσιμο πομποδέκτη, όπως παρατίθεται στο παράρτημα III στοιχείο ε), με ευανάγνωστη και ανεξίτηλη προβολή του κωδικού ταυτοποίησης του ζώου·

ή

γ)

με δερματοστιξία του ζώου, όπως παρατίθεται στο παράρτημα III στοιχείο ζ), η οποία αναγράφει με ανεξίτηλο τρόπο τον κωδικό ταυτοποίησης του ζώου.

2.   Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων που διατηρούν ψιττακοειδή:

α)

διασφαλίζουν ότι το μέσο ταυτοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) έχει εγκριθεί από την αρμόδια αρχή·

β)

παρέχουν στην αρμόδια αρχή και, εφόσον απαιτείται, σε άλλους υπευθύνους επιχειρήσεων τη συσκευή ανάγνωσης που καθιστά δυνατή ανά πάσα στιγμή την επαλήθευση της ατομικής ταυτότητας του ζώου σε περίπτωση που το μέσο ταυτοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) δεν έχει εγκριθεί από την αρμόδια αρχή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Ιχνηλασιμότητα δεσποζόμενων χερσαίων ζώων που διατηρούνται σε περιοδεύοντα τσίρκα και θεάματα με ζώα

Τμήμα 1

Έγγραφα μετακίνησης και ταυτοποίησης για τα δεσποζόμενα χερσαία ζώα σε περιοδεύοντα τσίρκα και θεάματα με ζώα

Άρθρο 77

Υποχρεώσεις της αρμόδιας αρχής όσον αφορά το έγγραφο μετακίνησης δεσποζόμενων χερσαίων ζώων σε περιοδεύοντα τσίρκα και θεάματα με ζώα

1.   Η αρμόδια αρχή εκδίδει έγγραφο μετακίνησης όπως προβλέπεται στο άρθρο 117 στοιχείο β) του κανονισμού (EE) 2016/429 για όλα τα δεσποζόμενα χερσαία ζώα σε περιοδεύοντα τσίρκα ή θεάματα με ζώα τα οποία πρόκειται να μετακινηθούν σε άλλο κράτος μέλος, με εξαίρεση τα λαγόμορφα, τα τρωκτικά, τις μέλισσες και τις αγριομέλισσες.

2.   Η αρμόδια αρχή διασφαλίζει ότι το έγγραφο μετακίνησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

την εμπορική ονομασία του περιοδεύοντος τσίρκου ή του θεάματος με ζώα·

β)

τον μοναδικό αριθμό καταχώρισης που έχει αποδώσει η αρμόδια αρχή στο περιοδεύον τσίρκο ή στο θέαμα με ζώα·

γ)

το όνομα και τη διεύθυνση του υπευθύνου επιχείρησης του περιοδεύοντος τσίρκου ή του θεάματος με ζώα·

δ)

τα είδη ζώων και το πλήθος των ζώων·

ε)

για κάθε ζώο για το οποίο δεν φέρει ευθύνη ο υπεύθυνος επιχείρησης του περιοδεύοντος τσίρκου ή του θεάματος με ζώα, το όνομα και τη διεύθυνση του υπευθύνου επιχείρησης που είναι υπεύθυνος για το ζώο ή του ιδιοκτήτη ζώου συντροφιάς·

στ)

τον κωδικό ταυτοποίησης του ζώου, ο οποίος αναγράφεται σε κάποιο από τα μέσα ταυτοποίησης που προβλέπονται στα άρθρα 38, 39, 45, 47, 52, 54, 58, 70, 73, 74 και 76·

ζ)

τον τύπο του ηλεκτρονικού αναγνωριστικού ταυτότητας και τη θέση του, εφόσον έχει τοποθετηθεί στο ζώο όπως αναφέρεται στο στοιχείο στ)·

η)

το διακριτικό χαρακτηριστικό ταυτοποίησης, το μέσο ταυτοποίησης και τη θέση του, εάν υπάρχει, για άλλα ζώα πλην εκείνων που αναφέρονται στο στοιχείο στ), που έχει τοποθετηθεί από τον υπεύθυνο επιχείρησης·

θ)

την ημερομηνία μετακίνησης κάθε ζώου προς και από το περιοδεύον τσίρκο ή το θέαμα με ζώα·

ι)

το όνομα, τη διεύθυνση και την υπογραφή του επίσημου κτηνιάτρου που εκδίδει το έγγραφο ταυτοποίησης·

ια)

την ημερομηνία έκδοσης του εγγράφου μετακίνησης.

Άρθρο 78

Υποχρεώσεις της αρμόδιας αρχής όσον αφορά το έγγραφο ταυτοποίησης για τα δεσποζόμενα χερσαία ζώα σε περιοδεύοντα τσίρκα και θεάματα με ζώα

1.   Η αρμόδια αρχή εκδίδει έγγραφο ταυτοποίησης όπως προβλέπεται στο άρθρο 117 στοιχείο β) του κανονισμού (EE) 2016/429 για κάθε δεσποζόμενο χερσαίο ζώο σε περιοδεύοντα τσίρκα ή θεάματα με ζώα τα οποία πρόκειται να μετακινηθούν σε άλλο κράτος μέλος, με εξαίρεση τα ιπποειδή, τα πτηνά, τους σκύλους, τις γάτες, τις νυφίτσες, τα λαγόμορφα και τα τρωκτικά.

2.   Η αρμόδια αρχή διασφαλίζει ότι το έγγραφο ταυτοποίησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

το όνομα, τη διεύθυνση και τα στοιχεία επικοινωνίας του υπευθύνου επιχείρησης που είναι υπεύθυνος για το ζώο·

β)

το είδος, το φύλο, το χρώμα και κάθε αξιοσημείωτο ή ευδιάκριτο χαρακτηριστικό ή γνώρισμα του ζώου·

γ)

τον κωδικό ταυτοποίησης του ζώου, ο οποίος αναγράφεται σε κάποιο από τα μέσα ταυτοποίησης που προβλέπονται στα άρθρα 38, 39, 45, 47, 52, 54, 58, 70, 73, 74 και 76·

δ)

τον τύπο του ηλεκτρονικού αναγνωριστικού ταυτότητας και τη θέση του, εφόσον έχει τοποθετηθεί στο ζώο, όπως αναφέρεται στο στοιχείο γ)·

ε)

το διακριτικό χαρακτηριστικό ταυτοποίησης, το μέσο ταυτοποίησης και τη θέση του, εάν υπάρχει, για άλλα ζώα πλην εκείνων που αναφέρονται στο στοιχείο γ), που έχει τοποθετηθεί από τον υπεύθυνο επιχείρησης·

στ)

λεπτομερή στοιχεία για τον εμβολιασμό του ζώου, κατά περίπτωση·

ζ)

λεπτομερή στοιχεία για τις θεραπείες του ζώου, κατά περίπτωση·

η)

λεπτομερή στοιχεία για διαγνωστικές εξετάσεις·

θ)

το όνομα και τη διεύθυνση της αρμόδιας αρχής που εκδίδει το έγγραφο ταυτοποίησης·

ι)

την ημερομηνία έκδοσης του εγγράφου ταυτοποίησης.

Άρθρο 79

Υποχρεώσεις της αρμόδιας αρχής όσον αφορά το έγγραφο ταυτοποίησης για τα δεσποζόμενα πτηνά σε περιοδεύοντα τσίρκα και θεάματα με ζώα

1.   Η αρμόδια αρχή εκδίδει έγγραφο ταυτοποίησης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 117 στοιχείο β) του κανονισμού (EE) 2016/429, για ομάδα δεσποζόμενων πτηνών σε περιοδεύοντα τσίρκα ή θεάματα με ζώα, τα οποία πρόκειται να μετακινηθούν σε άλλο κράτος μέλος.

2.   Η αρμόδια αρχή διασφαλίζει ότι το έγγραφο ταυτοποίησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

το όνομα, τη διεύθυνση και τα στοιχεία επικοινωνίας του υπεύθυνου επιχείρησης που είναι υπεύθυνος για τα πτηνά·

β)

το είδος των πτηνών·

γ)

τον κωδικό ταυτοποίησης, το μέσο ταυτοποίησης και τη θέση του, εάν έχει τοποθετηθεί στα πτηνά·

δ)

λεπτομερή στοιχεία για τον εμβολιασμό των πτηνών, κατά περίπτωση·

ε)

λεπτομερή στοιχεία για τις θεραπείες των πτηνών, κατά περίπτωση·

στ)

λεπτομερή στοιχεία για διαγνωστικές εξετάσεις·

ζ)

το όνομα και τη διεύθυνση της αρμόδιας αρχής που εκδίδει το έγγραφο ταυτοποίησης·

η)

την ημερομηνία έκδοσης του εγγράφου ταυτοποίησης.

ΤΙΤΛΟΣ VI

ΙΧΝΗΛΑΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΥΓΩΝ ΓΙΑ ΕΠΩΑΣΗ

Άρθρο 80

Υποχρέωση των υπευθύνων επιχείρησης όσον αφορά την ιχνηλασιμότητα των αυγών για επώαση

Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων των εγκαταστάσεων στις οποίες διατηρούνται πουλερικά και οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων εκκολαπτηρίων διασφαλίζουν ότι κάθε αυγό για επώαση φέρει τον μοναδικό αριθμό έγκρισης της εγκατάστασης προέλευσης των αυγών για επώαση.

ΤΙΤΛΟΣ VII

ΙΧΝΗΛΑΣΙΜΟΤΗΤΑ ΔΕΣΠΟΖΟΜΕΝΩΝ ΧΕΡΣΑΙΩΝ ΖΩΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΝΩΣΗ

Άρθρο 81

Υποχρεώσεις υπευθύνων επιχειρήσεων όσον αφορά τα μέσα και τις μεθόδους ταυτοποίησης δεσποζόμενων βοοειδών, αιγοειδών, προβατοειδών, χοιροειδών, ελαφιδών ή καμηλοειδών, μετά την είσοδό τους στην Ένωση

1.   Σε περίπτωση που τα μέσα ταυτοποίησης έχουν τοποθετηθεί σε δεσποζόμενα βοοειδή, αιγοειδή, προβατοειδή, χοιροειδή, ελαφίδες ή καμηλοειδή σε τρίτες χώρες ή εδάφη, οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων των εγκαταστάσεων πρώτης άφιξης των εν λόγω ζώων διασφαλίζουν ότι τα ζώα, μετά την είσοδό τους στην Ένωση και εφόσον παραμένουν στην Ένωση, ταυτοποιούνται με τα μέσα ταυτοποίησης που προβλέπονται στα άρθρα 38, 39, 45, 47, 52, 54, 73 και 74, κατά περίπτωση.

2.   Στην περίπτωση δεσποζόμενων βοοειδών, αιγοειδών, προβατοειδών, χοιροειδών, ελαφιδών ή καμηλοειδών που κατάγονται από κράτη μέλη και ταυτοποιούνται σύμφωνα με τους ενωσιακούς κανόνες, οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων των εγκαταστάσεων πρώτης άφιξης των εν λόγω ζώων διασφαλίζουν ότι τα ζώα, μετά την είσοδό τους στην Ένωση από τρίτες χώρες ή εδάφη και εφόσον παραμένουν στην Ένωση, ταυτοποιούνται με τα μέσα ταυτοποίησης που προβλέπονται στα άρθρα 38, 39, 45, 47, 52, 54, 73 και 74, κατά περίπτωση.

3.   Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων δεν εφαρμόζουν τους κανόνες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 σε δεσποζόμενα βοοειδή, αιγοειδή, προβατοειδή, χοιροειδή, ελαφίδες και καμηλοειδή που προορίζονται να μετακινηθούν σε σφαγείο το οποίο βρίσκεται σε κράτος μέλος, υπό την προϋπόθεση ότι τα ζώα σφαγιάζονται εντός 5 ημερών από την είσοδό τους στην Ένωση.

Άρθρο 82

Υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά τα μέσα και τις μεθόδους ταυτοποίησης δεσποζόμενων βοοειδών, αιγοειδών, προβατοειδών, χοιροειδών, ελαφιδών ή καμηλοειδών μετά την είσοδό τους στην Ένωση

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διαδικασίες τις οποίες πρέπει να ακολουθούν οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων εγκαταστάσεων που διατηρούν ζώα που αναφέρονται στο άρθρο 81 παράγραφος 2, όταν υποβάλλουν αίτημα για απόδοση μέσων ταυτοποίησης στην εγκατάστασή τους.

Άρθρο 83

Υποχρεώσεις υπευθύνων επιχειρήσεων όσον αφορά τα μέσα και τις μεθόδους ταυτοποίησης δεσποζόμενων ιπποειδών μετά την είσοδό τους στην Ένωση

Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων δεσποζόμενων ιπποειδών διασφαλίζουν ότι, μετά την είσοδο των ιπποειδών στην Ένωση και εφόσον παραμένουν στην Ένωση, αυτά ταυτοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 58 μετά την ημερομηνία ολοκλήρωσης του τελωνειακού καθεστώτος, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 16 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013.

ΜΕΡΟΣ IV

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 84

Κατάργηση

Οι ακόλουθες πράξεις καταργούνται από την 21η Απριλίου 2021:

κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 509/1999,

κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2680/99,

απόφαση 2000/678/ΕΚ,

απόφαση 2001/672/ΕΚ,

κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 911/2004,

απόφαση 2004/764/ΕΚ,

κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 644/2005,

κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1739/2005,

απόφαση 2006/28/ΕΚ,

απόφαση 2006/968/ΕΚ,

απόφαση 2009/712/ΕΚ,

κανονισμός (ΕΕ) 2015/262.

Οι παραπομπές στις καταργούμενες πράξεις θεωρούνται παραπομπές στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 85

Μεταβατικά μέτρα όσον αφορά την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1739/2005

Παρά τα οριζόμενα στο άρθρο 84 του παρόντος κανονισμού, το άρθρο 5 και το άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1739/2005 σχετικά με το μητρώο ζώων και τα διαβατήρια ζώων, καθώς και τα παραρτήματα I, III και IV του ίδιου κανονισμού παραμένουν σε ισχύ έως την ημερομηνία που θα καθοριστεί από την Επιτροπή με εκτελεστική πράξη που θα εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 120 παράγραφος 2 του κανονισμού (EE) 2016/429.

Άρθρο 86

Μεταβατικά μέτρα όσον αφορά την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) 2015/262

Παρά τα οριζόμενα στο άρθρο 84 του παρόντος κανονισμού:

α)

οι προθεσμίες για την ταυτοποίηση των ιπποειδών που γεννήθηκαν στην Ένωση, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/262, εξακολουθούν να ισχύουν έως την ημερομηνία που θα καθοριστεί από την Επιτροπή με εκτελεστική πράξη που θα εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 120 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429·

β)

οι κανόνες σχετικά με τα ιπποειδή που προορίζονται για σφαγή για ανθρώπινη κατανάλωση και σχετικά με το μητρώο φαρμακευτικής αγωγής, που προβλέπονται στο άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/262, εξακολουθούν να ισχύουν έως την ημερομηνία που θα καθοριστεί από την Επιτροπή με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που θα εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 109 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/6·

γ)

οι κανόνες σχετικά με τον μορφότυπο και το περιεχόμενο των εγγράφων ταυτοποίησης που εκδίδονται για τα ιπποειδή που γεννήθηκαν στην Ένωση, οι οποίοι προβλέπονται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΕ) 2015/262, παραμένουν σε ισχύ έως την ημερομηνία που θα καθοριστεί από την Επιτροπή με εκτελεστική πράξη που θα εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 120 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429.

Άρθρο 87

Μεταβατικά μέτρα σχετικά με την ταυτοποίηση των δεσποζόμενων χερσαίων ζώων

1.   Τα άρθρα 1 έως 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1760/2000, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 21/2004 και η οδηγία 2008/71/ΕΚ, καθώς και οι πράξεις που εκδόθηκαν με βάση αυτά εξακολουθούν να ισχύουν έως την 21η Απριλίου 2021.

2.   Τα δεσποζόμενα βοοειδή, αιγοειδή, προβατοειδή και χοιροειδή που ταυτοποιούνται πριν από την 21η Απριλίου 2021 σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1760/2000, τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 21/2004 και την οδηγία 2008/71/ΕΚ, καθώς και σύμφωνα με τις πράξεις που εκδόθηκαν με βάση αυτά, θεωρείται ότι ταυτοποιούνται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

3.   Τα δεσποζόμενα ιπποειδή που ταυτοποιούνται πριν από την 21η Απριλίου 2021 σύμφωνα με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/262 θεωρείται ότι ταυτοποιούνται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

4.   Τα δεσποζόμενα καμηλοειδή και ελαφίδες που ταυτοποιούνται πριν από την 21η Απριλίου 2021 σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο θεωρείται ότι ταυτοποιούνται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

5.   Τα δεσποζόμενα ψιττακοειδή που ταυτοποιούνται πριν από την 21η Απριλίου 2021 σύμφωνα με την οδηγία 92/65/ΕΟΚ θεωρείται ότι ταυτοποιούνται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 88

Μεταβατικά μέτρα σχετικά με τις πληροφορίες των μητρώων που τηρούν οι αρμόδιες αρχές

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται στα άρθρα 18 έως 21 του παρόντος κανονισμού όσον αφορά τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις και τους υπευθύνους επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 279 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429 έχουν συμπεριληφθεί για κάθε εγκατάσταση και κάθε υπεύθυνο επιχείρησης στα σχετικά μητρώα που τηρούν οι αρμόδιες αρχές έως την 21η Απριλίου 2021.

Άρθρο 89

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 21η Απριλίου 2021.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 28 Ιουνίου 2019.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 84 της 31.3.2016, σ. 1.

(2)  Οδηγία 64/432/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1964, περί προβλημάτων υγειονομικού ελέγχου στον τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών βοοειδών και χοιροειδών (ΕΕ 121 της 29.7.1964, σ. 1977/64).

(3)  Οδηγία 92/65/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 1992, που καθορίζει τους όρους υγειονομικού ελέγχου που διέπουν το εμπόριο και τις εισαγωγές στην Κοινότητα ζώων, σπέρματος, ωαρίων και εμβρύων που δεν υπόκεινται, όσον αφορά τους όρους υγειονομικού ελέγχου, στις ειδικές κοινοτικές ρυθμίσεις που αναφέρονται στο τμήμα I του παραρτήματος Α της οδηγίας 90/425/ΕΟΚ (ΕΕ L 268 της 14.9.1992, σ. 54).

(4)  Οδηγία του Συμβουλίου 2009/158/ΕΚ, της 30ής Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τους όρους υγειονομικού ελέγχου που διέπουν τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές και τις εισαγωγές πουλερικών και αυγών για επώαση από τρίτες χώρες (ΕΕ L 343 της 22.12.2009, σ. 74).

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1255/97 του Συμβουλίου της 25ης Ιουνίου 1997 για τα κοινοτικά κριτήρια που απαιτούνται για τα σημεία στάσης και για την τροποποίηση του σχεδίου δρομολογίου που αναφέρεται στο παράρτημα της οδηγίας 91/628/ΕΟΚ (ΕΕ L 174 της 2.7.1997, σ. 1).

(6)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 139/2013 της Επιτροπής, της 7ης Ιανουαρίου 2013, για τον καθορισμό των υγειονομικών όρων για εισαγωγές ορισμένων πτηνών στην Ένωση και των συνθηκών της περιόδου απομόνωσης (καραντίνας) (ΕΕ L 47 της 20.2.2013, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, περί υγειονομικών κανόνων για ζωικά υποπροϊόντα και παράγωγα προϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 (κανονισμός για τα ζωικά υποπροϊόντα) (ΕΕ L 300 της 14.11.2009, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2000, για τη θέσπιση συστήματος αναγνώρισης και καταγραφής των βοοειδών και την επισήμανση του βοείου κρέατος και των προϊόντων με βάση το βόειο κρέας, καθώς και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 820/97 του Συμβουλίου (ΕΕ L 204 της 11.8.2000, σ. 1).

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 21/2004 του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2003, για τη θέσπιση συστήματος αναγνώρισης και καταγραφής των αιγοπροβάτων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 και των οδηγιών 92/102/ΕΟΚ και 64/432/ΕΟΚ (ΕΕ L 5 της 9.1.2004, σ. 8).

(10)  Οδηγία 2008/71/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2008, για την αναγνώριση και την καταγραφή των χοίρων (ΕΕ L 213 της 8.8.2008, σ. 31).

(11)  Οδηγία 2009/156/ΕΚ του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τους όρους υγειονομικού ελέγχου που διέπουν τη διακίνηση των ιπποειδών και τις εισαγωγές ιπποειδών προέλευσης τρίτων χωρών (ΕΕ L 192 της 23.7.2010, σ. 1).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 269 της 10.10.2013, σ. 1).

(13)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 576/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 998/2003 (ΕΕ L 178 της 28.6.2013, σ. 1).

(14)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1739/2005 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2005, για καθορισμό των όρων υγειονομικού ελέγχου για τη μετακίνηση των ζώων τσίρκου μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ L 279 της 22.10.2005, σ. 47).

(15)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2018/1882 της Επιτροπής, της 3ης Δεκεμβρίου 2018, για την εφαρμογή ορισμένων κανόνων πρόληψης και ελέγχου νόσων σε κατηγορίες καταγεγραμμένων νόσων και για την κατάρτιση καταλόγου ειδών και ομάδων ειδών οργανισμών που συνιστούν σημαντικό κίνδυνο εξάπλωσης των εν λόγω καταγεγραμμένων νόσων (ΕΕ L 308 της 4.12.2018, σ. 21).

(16)  Οδηγία 2001/82/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα κτηνιατρικά φάρμακα (ΕΕ L 311 της 28.11.2001, σ. 1).

(17)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2015/262 της Επιτροπής, της 17ης Φεβρουαρίου 2015, για τη θέσπιση κανόνων σύμφωνα με τις οδηγίες 90/427/ΕΟΚ και 2009/156/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις μεθόδους αναγνώρισης των ιπποειδών (κανονισμός διαβατηρίου ιπποειδών) (ΕΕ L 59 της 3.3.2015, σ. 1).

(18)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, σχετικά με τους ζωοτεχνικούς και γενεαλογικούς όρους για την αναπαραγωγή, το εμπόριο και την είσοδο στην Ένωση καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής, υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού τους και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 652/2014, καθώς και των οδηγιών 89/608/ΕΟΚ και 90/425/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και για την κατάργηση ορισμένων πράξεων στον τομέα της αναπαραγωγής ζώων («κανονισμός για την αναπαραγωγή ζώων») (ΕΕ L 171 της 29.6.2016, σ. 66).

(19)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/1940 της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 2017, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά το περιεχόμενο και τη μορφή των ζωοτεχνικών πιστοποιητικών που εκδίδονται για τα καθαρόαιμα ιπποειδή αναπαραγωγής και περιέχονται σε μοναδικό ισόβιο έγγραφο ταυτοποίησης για τα ιπποειδή (ΕΕ L 275 της 25.10.2017, σ. 1).

(20)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/6 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για τα κτηνιατρικά φάρμακα και για την κατάργηση της οδηγίας 2001/82/ΕΚ (ΕΕ L 4 της 7.1.2019, σ. 43).

(21)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 509/1999 της Επιτροπής, της 8ης Μαρτίου 1999, για την παράταση της μέγιστης περιόδου που ορίζεται για την τοποθέτηση ενωτίων στους βίσονες (είδη Bison bison spp.) (ΕΕ L 60 της 9.3.1999, σ. 53).

(22)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2680/1999 της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 1999, για την έγκριση συστήματος αναγνώρισης ταύρων που προορίζονται για πολιτιστικές και αθλητικές εκδηλώσεις (ΕΕ L 326 της 18.12.1999, σ. 16).

(23)  Απόφαση 2000/678/ΕΚ της Επιτροπής, της 23ης Οκτωβρίου 2000, περί λεπτομερών κανόνων που διέπουν την εγγραφή κτηνοτροφικών μονάδων σε εθνικές βάσεις δεδομένων για ζώα του χοιρείου είδους, όπως προβλέπεται από την οδηγία 64/432/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 281 της 7.11.2000, σ. 16).

(24)  Απόφαση 2001/672/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Αυγούστου 2001, με την οποία θεσπίζονται ειδικοί κανόνες που εφαρμόζονται στα βοοειδή κατά τη μετακίνησή τους για βόσκηση κατά το θέρος σε ορεινές περιοχές (ΕΕ L 235 της 4.9.2001, σ. 23).

(25)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 911/2004 της Επιτροπής, της 29ης Απριλίου 2004, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ενώτια, τα διαβατήρια και τα μητρώα των εκμεταλλεύσεων (ΕΕ L 163 της 30.4.2004, σ. 65).

(26)  Απόφαση 2004/764/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Οκτωβρίου 2004, για την παράταση της προθεσμίας για την τοποθέτηση ενωτίων σε ορισμένα βοοειδή που εκτρέφονται σε φυσικά καταφύγια στις Κάτω Χώρες (ΕΕ L 339 της 16.11.2004, σ. 9).

(27)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 644/2005 της Επιτροπής, της 27ης Απριλίου 2005, που επιτρέπει ειδικό σύστημα αναγνώρισης για τα βοοειδή που εκτρέφονται για πολιτιστικούς και ιστορικούς σκοπούς σε εγκεκριμένες εγκαταστάσεις, όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 107 της 28.4.2005, σ. 18).

(28)  Απόφαση 2006/28/ΕΚ της Επιτροπής, της 18ης Ιανουαρίου 2006, για παράταση της μέγιστης προθεσμίας που ορίζεται για την τοποθέτηση ενωτίων σε ορισμένα βοοειδή (ΕΕ L 19 της 24.1.2006, σ. 32).

(29)  Απόφαση 2006/968/ΕΚ της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2006, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 21/2004 του Συμβουλίου όσον αφορά τις κατευθυντήριες γραμμές και διαδικασίες για την ηλεκτρονική αναγνώριση των αιγοπροβάτων (ΕΕ L 401 της 30.12.2006, σ. 41).

(30)  Απόφαση 2009/712/ΕΚ της Επιτροπής, της 18ης Σεπτεμβρίου 2009, για την εφαρμογή της οδηγίας 2008/73/ΕΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τις σελίδες πληροφοριών στο διαδίκτυο που περιέχουν καταλόγους εγκαταστάσεων και εργαστηρίων που εγκρίθηκαν από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την κοινοτική κτηνιατρική και ζωοτεχνική νομοθεσία (ΕΕ L 247 της 19.9.2009, σ. 13).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΕΓΚΡΙΣΗΣ ΣΕ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΟΠΩΣ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΟ ΜΕΡΟΣ II ΤΙΤΛΟΣ I ΚΕΦΑΛΑΙΑ 2, 3 ΚΑΙ 4

ΜΕΡΟΣ 1

Απαιτήσεις για τη χορήγηση έγκρισης σε εγκαταστάσεις για εργασίες συγκέντρωσης οπληφόρων σύμφωνα με το άρθρο 5

1.

Οι απαιτήσεις όσον αφορά την απομόνωση και τα μέτρα βιοπροφύλαξης των εγκαταστάσεων για εργασίες συγκέντρωσης οπληφόρων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 5, είναι οι ακόλουθες:

α)

πρέπει να διατίθενται κατάλληλες δομές απομόνωσης για οπληφόρα·

β)

ανά πάσα στιγμή, η εγκατάσταση πρέπει να στεγάζει μόνο την ίδια κατηγορία οπληφόρων, του ίδιου είδους και με το ίδιο υγειονομικό καθεστώς·

γ)

πρέπει να λειτουργεί κατάλληλο σύστημα για τη συλλογή των λυμάτων·

δ)

οι χώροι στους οποίους διατηρούνται τα οπληφόρα και οι διάδρομοι, καθώς και τα υλικά και ο εξοπλισμός με τα οποία έρχονται σε επαφή πρέπει να καθαρίζονται και να απολυμαίνονται μετά την απομάκρυνση κάθε παρτίδας οπληφόρων και, εφόσον απαιτείται, πριν από την εισαγωγή νέας παρτίδας οπληφόρων, σύμφωνα με τις καθιερωμένες λειτουργικές διαδικασίες·

ε)

μετά τις εργασίες καθαριότητας και απολύμανσης και πριν από την άφιξη νέας παρτίδας οπληφόρων στις δομές όπου διατηρούνται οπληφόρα, πρέπει να πραγματοποιείται η ενδεδειγμένη διακοπή λειτουργίας των δομών για υγειονομικούς λόγους.

2.

Οι απαιτήσεις όσον αφορά τις δομές και τον εξοπλισμό των εγκαταστάσεων για εργασίες συγκέντρωσης οπληφόρων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 5, είναι οι ακόλουθες:

α)

πρέπει να διατίθενται κατάλληλος εξοπλισμός και δομές για τον σκοπό της φόρτωσης και εκφόρτωσης οπληφόρων·

β)

πρέπει να διατίθεται κατάλληλος χώρος σταβλισμού των οπληφόρων, με διαρρύθμιση τέτοια ώστε να αποφεύγεται η επαφή με ζώα εκτός της εγκατάστασης και η άμεση επικοινωνία με τη μονάδα απομόνωσης, και να καθίσταται εύκολη η επιθεώρηση και η παροχή κάθε αναγκαίας θεραπείας·

γ)

πρέπει να διατίθεται κατάλληλος χώρος για την αποθήκευση των καθαρών και ακάθαρτων υλικών στρωμνής, της χορτονομής και της κοπριάς·

δ)

οι χώροι στους οποίους διατηρούνται τα εν λόγω ζώα και οι διάδρομοι, τα δάπεδα, οι τοίχοι, οι ράμπες πρόσβασης και κάθε άλλο υλικό ή εξοπλισμός που έρχεται σε επαφή με τα ζώα μπορούν να καθαριστούν και να απολυμανθούν εύκολα·

ε)

πρέπει να διατίθεται κατάλληλος εξοπλισμός για τον καθαρισμό και την απολύμανση των δομών, του εξοπλισμού και των μέσων μεταφοράς των οπληφόρων.

3.

Οι απαιτήσεις όσον αφορά το προσωπικό των εγκαταστάσεων για εργασίες συγκέντρωσης οπληφόρων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 5, είναι οι ακόλουθες:

α)

πρέπει να διαθέτει κατάλληλη ικανότητα και γνώσεις, και να έχει λάβει ειδική εκπαίδευση ή να έχει αποκτήσει ισοδύναμη πρακτική εμπειρία στα ακόλουθα:

i)

μεταχείριση και, εφόσον απαιτείται, παροχή κατάλληλης φροντίδας στα οπληφόρα που διατηρούνται στην εγκατάσταση·

ii)

απαιτούμενες τεχνικές απολύμανσης και υγιεινής για την αποφυγή της εξάπλωσης μεταδιδόμενων νόσων.

4.

Οι απαιτήσεις όσον αφορά την εποπτεία των εγκαταστάσεων για εργασίες συγκέντρωσης οπληφόρων από την αρμόδια αρχή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 5, είναι οι ακόλουθες:

α)

ο υπεύθυνος επιχείρησης πρέπει να παρέχει στον επίσημο κτηνίατρο τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί ένα γραφείο για

i)

επιτήρηση των εργασιών συγκέντρωσης οπληφόρων·

ii)

επιθεώρηση της εγκατάστασης ως προς την τήρηση των απαιτήσεων που ορίζονται στα σημεία 1, 2 και 3·

iii)

παροχή πιστοποιητικών υγείας ζώων για τα οπληφόρα·

β)

ο υπεύθυνος επιχείρησης πρέπει να διασφαλίζει ότι παρέχεται βοήθεια, κατόπιν αιτήματος του επίσημου κτηνιάτρου, για την εκτέλεση των καθηκόντων εποπτείας που αναφέρονται στο άρθρο 4 στοιχείο α) σημείο i).

ΜΕΡΟΣ 2

Απαιτήσεις για τη χορήγηση έγκρισης σε εγκαταστάσεις για εργασίες συγκέντρωσης πουλερικών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6

1.

Οι απαιτήσεις όσον αφορά την απομόνωση και άλλα μέτρα βιοπροφύλαξης των εγκαταστάσεων για εργασίες συγκέντρωσης πουλερικών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6, είναι οι ακόλουθες:

α)

πρέπει να διατίθενται κατάλληλες δομές απομόνωσης για πουλερικά·

β)

ανά πάσα στιγμή, η εγκατάσταση πρέπει να στεγάζει μόνο την ίδια κατηγορία πουλερικών, του ίδιου είδους και με το ίδιο υγειονομικό καθεστώς·

γ)

πρέπει να λειτουργεί κατάλληλο σύστημα για τη συλλογή των λυμάτων·

δ)

οι χώροι στους οποίους διατηρούνται τα πουλερικά και οι διάδρομοι, καθώς και τα υλικά και ο εξοπλισμός με τα οποία έρχονται σε επαφή πρέπει να καθαρίζονται και να απολυμαίνονται μετά την απομάκρυνση κάθε παρτίδας πουλερικών και, εφόσον απαιτείται, πριν από την εισαγωγή νέας παρτίδας πουλερικών, σύμφωνα με τις καθιερωμένες λειτουργικές διαδικασίες·

ε)

μετά τις εργασίες καθαριότητας και απολύμανσης και πριν από την άφιξη νέας παρτίδας πουλερικών στις δομές όπου διατηρούνται πουλερικά, πρέπει να πραγματοποιείται η ενδεδειγμένη διακοπή λειτουργίας των δομών για υγειονομικούς λόγους·

στ)

οι επισκέπτες πρέπει να φορούν προστατευτική ενδυμασία, και το προσωπικό πρέπει να φορά κατάλληλες φόρμες εργασίας και να ενεργεί σύμφωνα με τους υγειονομικούς κανόνες που έχει καταρτίσει ο υπεύθυνος επιχείρησης.

2.

Οι απαιτήσεις όσον αφορά τις δομές και τον εξοπλισμό των εγκαταστάσεων για εργασίες συγκέντρωσης πουλερικών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6, είναι οι ακόλουθες:

α)

η εγκατάσταση πρέπει να στεγάζει μόνο πουλερικά·

β)

πρέπει να διατίθεται κατάλληλος χώρος για την αποθήκευση των καθαρών και ακάθαρτων υλικών στρωμνής, των ζωοτροφών και της κοπριάς·

γ)

τα πουλερικά δεν πρέπει να έρχονται σε επαφή με τρωκτικά και με πτηνά που προέρχονται από χώρους εκτός της εγκατάστασης·

δ)

οι χώροι στους οποίους διατηρούνται τα εν λόγω ζώα και οι διάδρομοι, τα δάπεδα, οι τοίχοι, οι ράμπες πρόσβασης και κάθε άλλο υλικό ή εξοπλισμός που έρχονται σε επαφή με τα ζώα πρέπει να καθαρίζονται και να απολυμαίνονται εύκολα·

ε)

πρέπει να διατίθεται κατάλληλος εξοπλισμός για τον καθαρισμό και την απολύμανση των δομών, του εξοπλισμού και των μέσων μεταφοράς των πουλερικών·

στ)

η εγκατάσταση πρέπει να έχει καλές συνθήκες υγιεινής και να επιτρέπει τη διενέργεια υγειονομικού ελέγχου.

3.

Οι απαιτήσεις όσον αφορά το προσωπικό των εγκαταστάσεων για εργασίες συγκέντρωσης πουλερικών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6, είναι οι ακόλουθες:

α)

πρέπει να διαθέτει κατάλληλη ικανότητα και γνώσεις, και να έχει λάβει ειδική εκπαίδευση ή να έχει αποκτήσει ισοδύναμη πρακτική εμπειρία στα ακόλουθα:

i)

μεταχείριση και, εφόσον απαιτείται, παροχή κατάλληλης φροντίδας στα πουλερικά που διατηρούνται στην εγκατάσταση·

ii)

απαιτούμενες τεχνικές απολύμανσης και υγιεινής για την αποφυγή της εξάπλωσης μεταδιδόμενων νόσων.

4.

Οι απαιτήσεις όσον αφορά την εποπτεία των εγκαταστάσεων για εργασίες συγκέντρωσης πουλερικών από την αρμόδια αρχή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6, είναι οι ακόλουθες:

α)

ο υπεύθυνος επιχείρησης πρέπει να παρέχει στον επίσημο κτηνίατρο τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί ένα γραφείο για:

i)

επιτήρηση των εργασιών συγκέντρωσης πουλερικών·

ii)

επιθεώρηση της εγκατάστασης ως προς την τήρηση των απαιτήσεων που ορίζονται στα σημεία 1, 2 και 3·

iii)

παροχή πιστοποιητικών υγείας ζώων για τα πουλερικά·

β)

ο υπεύθυνος επιχείρησης πρέπει να διασφαλίζει ότι παρέχεται βοήθεια, κατόπιν αιτήματος του επίσημου κτηνιάτρου, για την εκτέλεση των καθηκόντων εποπτείας που αναφέρονται στο άρθρο 4 στοιχείο α) σημείο i).

ΜΕΡΟΣ 3

Απαιτήσεις για τη χορήγηση έγκρισης σε εκκολαπτήρια, όπως αναφέρεται στο άρθρο 7

1.

Οι απαιτήσεις όσον αφορά τα μέτρα βιοπροφύλαξης των εκκολαπτηρίων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 7, είναι οι ακόλουθες:

α)

τα αυγά πουλερικών για επώαση πρέπει να προέρχονται είτε από εγκεκριμένες εγκαταστάσεις εκτροφής πουλερικών αναπαραγωγής είτε από άλλο εγκεκριμένο εκκολαπτήριο πουλερικών·

β)

τα αυγά πρέπει να καθαρίζονται και να απολυμαίνονται μεταξύ του χρόνου άφιξής τους στο εκκολαπτήριο και της διαδικασίας επώασης ή κατά τον χρόνο αποστολής τους, εκτός εάν έχουν προηγουμένως απολυμανθεί στην εγκατάσταση προέλευσής τους·

γ)

τα ακόλουθα πρέπει να καθαρίζονται και να απολυμαίνονται:

i)

οι επωαστήρες και ο εξοπλισμός μετά την επώαση·

ii)

τα υλικά συσκευασίας κατόπιν κάθε χρήσης, εκτός εάν είναι μίας χρήσης και καταστρέφονται μετά την πρώτη χρήση·

δ)

πρέπει να λειτουργεί κατάλληλο σύστημα για τη συλλογή των λυμάτων·

ε)

παρέχεται προστατευτική ενδυμασία στους επισκέπτες που εργάζονται·

στ)

πρέπει να παρέχονται στο προσωπικό κατάλληλες φόρμες εργασίας και ο κώδικας ορθής συμπεριφοράς με τους κανόνες υγιεινής.

2.

Οι απαιτήσεις όσον αφορά την επιτήρηση των εκκολαπτηρίων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 7, είναι οι ακόλουθες:

α)

ο υπεύθυνος επιχείρησης πρέπει να εφαρμόζει πρόγραμμα ελέγχου μικροβιακής ποιότητας σύμφωνα με το παράρτημα II μέρος 1·

β)

ο υπεύθυνος επιχείρησης του εκκολαπτηρίου πρέπει να διασφαλίζει ότι έχουν εφαρμοστεί ρυθμίσεις σε συμφωνία με τον υπεύθυνο επιχείρησης της εγκατάστασης στην οποία διατηρούνται τα πουλερικά, απ’ όπου προέρχονται τα αυγά επώασης, ώστε να πραγματοποιείται δειγματοληψία στο εκκολαπτήριο με σκοπό την πραγματοποίηση εξετάσεων για τους νοσογόνους παράγοντες που αναφέρονται στο πρόγραμμα επιτήρησης των νόσων στο παράρτημα II μέρος 2 προκειμένου να ολοκληρωθεί το εν λόγω πρόγραμμα.

3.

Οι απαιτήσεις όσον αφορά τις δομές και τον εξοπλισμό των εκκολαπτηρίων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 7, είναι οι ακόλουθες:

α)

τα εκκολαπτήρια πρέπει να είναι, από υλική και λειτουργική άποψη, διαχωρισμένα από τις δομές διατήρησης πουλερικών ή άλλων πτηνών·

β)

οι ακόλουθες λειτουργικές μονάδες και ο εξοπλισμός πρέπει να διατηρούνται χωριστά:

i)

αποθήκευση και ταξινόμηση των αυγών·

ii)

απολύμανση των αυγών·

iii)

προεπωαστική φάση·

iv)

επώαση για εκκόλαψη·

v)

προσδιορισμός φύλου και εμβολιασμός των νεοσσών μίας ημέρας·

vi)

συσκευασία των αυγών για επώαση και των νεοσσών μίας ημέρας για αποστολή·

γ)

οι νεοσσοί μίας ημέρας ή τα αυγά για επώαση που διατηρούνται στο εκκολαπτήριο δεν πρέπει να έρθουν σε επαφή με τρωκτικά ή με πτηνά εκτός του εκκολαπτηρίου·

δ)

οι εργασίες πρέπει να βασίζονται στην αρχή της κυκλοφορίας των αυγών για επώαση, του κινητού εξοπλισμού και του προσωπικού προς μία κατεύθυνση·

ε)

πρέπει να διατίθεται κατάλληλος φυσικός ή τεχνητός φωτισμός και συστήματα ροής αέρα και θερμοκρασίας·

στ)

πρέπει να είναι εφικτός ο εύκολος καθαρισμός και η απολύμανση των δαπέδων, των τοίχων και όλων των άλλων υλικών και του εξοπλισμού στο εκκολαπτήριο·

ζ)

πρέπει να διατίθεται κατάλληλος εξοπλισμός για τον καθαρισμό και την απολύμανση των δομών, του εξοπλισμού και των μέσων μεταφοράς των νεοσσών μίας ημέρας και των αυγών επώασης.

4.

Οι απαιτήσεις όσον αφορά το προσωπικό που έρχεται σε επαφή με τα αυγά για επώαση και τους νεοσσούς μίας ημέρας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 7, είναι οι ακόλουθες:

α)

το προσωπικό πρέπει να διαθέτει κατάλληλη ικανότητα και γνώσεις και να έχει λάβει ειδική εκπαίδευση για τον σκοπό αυτό, ή να έχει αποκτήσει ισοδύναμη πρακτική εμπειρία στις τεχνικές απολύμανσης και υγιεινής που απαιτούνται για την αποφυγή της εξάπλωσης μεταδιδόμενων νόσων.

5.

Οι απαιτήσεις όσον αφορά την εποπτεία των εκκολαπτηρίων από την αρμόδια αρχή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 7, είναι οι ακόλουθες:

α)

ο υπεύθυνος επιχείρησης πρέπει να παρέχει στον επίσημο κτηνίατρο τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί ένα γραφείο για

i)

επιθεώρηση του εκκολαπτηρίου ως προς την τήρηση των απαιτήσεων που ορίζονται στα σημεία 1 έως 4·

ii)

παροχή πιστοποιητικών υγείας των ζώων για τα αυγά προς επώαση και τους νεοσσούς μίας ημέρας·

β)

ο υπεύθυνος επιχείρησης πρέπει να διασφαλίζει ότι παρέχεται βοήθεια, κατόπιν αιτήματος του επίσημου κτηνιάτρου, για την εκτέλεση των καθηκόντων εποπτείας που αναφέρονται στο άρθρο 5 στοιχείο α) σημείο i).

ΜΕΡΟΣ 4

Απαιτήσεις για τη χορήγηση έγκρισης σε εγκαταστάσεις εκτροφής πουλερικών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 8

1.

Οι απαιτήσεις όσον αφορά τα μέτρα βιοπροφύλαξης των εγκαταστάσεων εκτροφής πουλερικών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 8, είναι οι ακόλουθες:

α)

τα αυγά για επώαση πρέπει:

i)

να συλλέγονται σε τακτά χρονικά διαστήματα, τουλάχιστον σε ημερήσια βάση και όσο το δυνατόν συντομότερα μετά την ωοτοκία·

ii)

να καθαρίζονται και να απολυμαίνονται το συντομότερο δυνατόν, εκτός αν η απολύμανση πραγματοποιείται σε εκκολαπτήριο στο ίδιο κράτος μέλος·

iii)

να τοποθετούνται είτε σε νέο είτε σε καθαρό και απολυμασμένο υλικό συσκευασίας·

β)

εάν μια εγκατάσταση στεγάζει ταυτόχρονα είδη πουλερικών που ανήκουν στις τάξεις Galliformes και Anseriformes, πρέπει να γίνεται σαφής διαχωρισμός μεταξύ τους·

γ)

μετά τις διαδικασίες καθαριότητας και απολύμανσης και πριν από την άφιξη νέου σμήνους πουλερικών στις δομές όπου διατηρούνται πουλερικά, πρέπει να πραγματοποιείται η ενδεδειγμένη διακοπή λειτουργίας των δομών για υγειονομικούς λόγους·

δ)

οι επισκέπτες πρέπει να φορούν προστατευτική ενδυμασία, και το προσωπικό πρέπει να φορά κατάλληλες φόρμες εργασίας και να ενεργεί σύμφωνα με τους κανόνες υγιεινής που έχει καταρτίσει ο υπεύθυνος επιχείρησης·

ε)

πρέπει να λειτουργεί κατάλληλο σύστημα για τη συλλογή των λυμάτων.

2.

Οι απαιτήσεις όσον αφορά την επιτήρηση των εγκαταστάσεων εκτροφής πουλερικών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 8, είναι οι ακόλουθες:

α)

ο υπεύθυνος επιχείρησης πρέπει να εφαρμόζει και να τηρεί το πρόγραμμα επιτήρησης των νόσων στο παράρτημα II μέρος 2·

β)

ο υπεύθυνος επιχείρησης της εγκατάστασης πρέπει να διασφαλίζει ότι έχουν εφαρμοστεί ρυθμίσεις σε συμφωνία με τον υπεύθυνο επιχείρησης του εκκολαπτηρίου για το οποίο προορίζονται τα αυγά επώασης ώστε να πραγματοποιείται δειγματοληψία στο εκκολαπτήριο με σκοπό την πραγματοποίηση εξετάσεων για τους νοσογόνους παράγοντες που αναφέρονται στο πρόγραμμα επιτήρησης των νόσων στο παράρτημα II μέρος 2 προκειμένου να ολοκληρωθεί το εν λόγω πρόγραμμα.

3.

Οι απαιτήσεις όσον αφορά τις δομές και τον εξοπλισμό των εγκαταστάσεων εκτροφής πουλερικών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 8, είναι οι ακόλουθες:

α)

το περιβάλλον και η διαρρύθμιση πρέπει να είναι συμβατά με τον τύπο παραγωγής·

β)

η εγκατάσταση πρέπει να στεγάζει μόνο πουλερικά:

i)

από την ίδια την εγκατάσταση·

ή

ii)

από άλλες εγκεκριμένες εγκαταστάσεις εκτροφής πουλερικών·

ή

iii)

από εγκεκριμένα εκκολαπτήρια πουλερικών·

ή

iv)

τα οποία εισήλθαν στην Ένωση από εξουσιοδοτημένες τρίτες χώρες και επικράτειες·

γ)

πρέπει να αποτρέπεται η επαφή των πουλερικών με τρωκτικά και με πτηνά από εξωτερικούς χώρους·

δ)

οι δομές πρέπει να εξασφαλίζουν καλές συνθήκες υγιεινής και να επιτρέπουν τη διενέργεια υγειονομικού ελέγχου·

ε)

πρέπει να είναι εφικτός ο εύκολος καθαρισμός και η απολύμανση των δαπέδων, των τοίχων και όλων των άλλων υλικών και του εξοπλισμού στην εγκατάσταση·

στ)

η εγκατάσταση πρέπει να διαθέτει κατάλληλο εξοπλισμό, συμβατό με τον τύπο της παραγωγής, για τον καθαρισμό και την απολύμανση των δομών, του εξοπλισμού και των μέσων μεταφοράς στο πλέον κατάλληλο σημείο της εγκατάστασης.

ΜΕΡΟΣ 5

Απαιτήσεις για τη χορήγηση έγκρισης σε κέντρα συγκέντρωσης σκύλων, γατών και νυφιτσών και σε καταφύγια για τα εν λόγω ζώα, όπως αναφέρεται στα άρθρα 10 και 11 αντίστοιχα

1.

Οι απαιτήσεις όσον αφορά την απομόνωση και άλλα μέτρα βιοπροφύλαξης των κέντρων συγκέντρωσης σκύλων, γατών και νυφιτσών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 10, είναι οι ακόλουθες:

α)

πρέπει να δέχονται μόνο σκύλους, γάτες και νυφίτσες που προέρχονται από καταχωρισμένες εγκαταστάσεις όπου διατηρούνται τέτοια ζώα·

β)

πρέπει να διατίθενται κατάλληλες δομές απομόνωσης για σκύλους, γάτες και νυφίτσες·

γ)

μετά τις διαδικασίες καθαριότητας και απολύμανσης και πριν από την άφιξη νέας παρτίδας σκύλων, γατών και νυφιτσών στις δομές όπου διατηρούνται τέτοια ζώα, πρέπει να πραγματοποιείται η ενδεδειγμένη διακοπή λειτουργίας των δομών για υγειονομικούς λόγους·

δ)

πρέπει να λειτουργεί κατάλληλο σύστημα για τη συλλογή των λυμάτων.

2.

Οι απαιτήσεις όσον αφορά την απομόνωση και άλλα μέτρα βιοπροφύλαξης σε καταφύγια για σκύλους, γάτες και νυφίτσες, όπως αναφέρεται στο άρθρο 11, είναι οι ακόλουθες:

α)

πρέπει να διατίθενται κατάλληλες δομές απομόνωσης για σκύλους, γάτες και νυφίτσες·

β)

οι χώροι στους οποίους διατηρούνται οι γάτες, οι σκύλοι και οι νυφίτσες και οι διάδρομοι, καθώς και τα υλικά και ο εξοπλισμός με τα οποία έρχονται σε επαφή πρέπει να καθαρίζονται και να απολυμαίνονται μετά την απομάκρυνση κάθε παρτίδας των εν λόγω ζώων και, εφόσον απαιτείται, πριν από την εισαγωγή νέας παρτίδας των εν λόγω ζώων, σύμφωνα με τις καθιερωμένες λειτουργικές διαδικασίες·

γ)

μετά τις διαδικασίες καθαριότητας και απολύμανσης και πριν από την άφιξη νέας παρτίδας σκύλων, γατών και νυφιτσών στις δομές όπου διατηρούνται τα εν λόγω ζώα, πρέπει να πραγματοποιείται η ενδεδειγμένη διακοπή λειτουργίας των δομών για υγειονομικούς λόγους·

δ)

πρέπει να λειτουργεί κατάλληλο σύστημα για τη συλλογή των λυμάτων.

3.

Οι απαιτήσεις όσον αφορά τις δομές και τον εξοπλισμό των κέντρων συγκέντρωσης σκύλων, γατών και νυφιτσών καθώς και των καταφυγίων για τα εν λόγω ζώα, όπως αναφέρονται στα άρθρα 10 και 11 αντίστοιχα, είναι οι ακόλουθες:

α)

πρέπει να διατίθεται κατάλληλος χώρος σταβλισμού των εν λόγω ζώων και με τέτοια διαρρύθμιση ώστε να αποφεύγεται η επαφή με ζώα εκτός της εγκατάστασης και η άμεση επικοινωνία με τον σταθμό απομόνωσης, και να καθίσταται εύκολη η διενέργεια επιθεωρήσεων και η παροχή κάθε αναγκαίας θεραπείας·

β)

οι χώροι στους οποίους διατηρούνται τα εν λόγω ζώα και τυχόν διάδρομοι, δάπεδα, τοίχοι, ράμπες πρόσβασης και κάθε άλλο υλικό ή εξοπλισμός που έρχονται σε επαφή με τα ζώα μπορούν να καθαριστούν και να απολυμανθούν εύκολα·

γ)

πρέπει να διατίθενται κατάλληλοι χώροι για την αποθήκευση των καθαρών και ακάθαρτων υλικών στρωμνής, της κοπριάς και των ζωοτροφών·

δ)

πρέπει να διατίθεται κατάλληλος εξοπλισμός για τον καθαρισμό και την απολύμανση των δομών, των εργαλείων και των μέσων μεταφοράς.

ΜΕΡΟΣ 6

Απαιτήσεις για τη χορήγηση έγκρισης σε σημεία ελέγχου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 12

1.

Οι απαιτήσεις όσον αφορά την απομόνωση και άλλα μέτρα βιοπροφύλαξης των σημείων ελέγχου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 12, είναι οι ακόλουθες:

α)

η θέση, ο σχεδιασμός, η κατασκευή και η λειτουργία των σημείων ελέγχου πρέπει να διασφαλίζουν επαρκή βιοπροφύλαξη ώστε να αποφεύγεται η εξάπλωση καταγεγραμμένων ή αναδυόμενων νόσων σε άλλες εγκαταστάσεις και μεταξύ διαδοχικών φορτίων ζώων που διέρχονται από τους χώρους αυτούς·

β)

η κατασκευή, ο εξοπλισμός και η λειτουργία των σημείων ελέγχου πρέπει να διασφαλίζει την εύκολη πραγματοποίηση των διαδικασιών καθαρισμού και απολύμανσης· πρέπει να παρέχεται επιτόπια πλύση των μέσων μεταφοράς·

γ)

τα σημεία ελέγχου πρέπει να διαθέτουν κατάλληλες δομές για τη χωριστή απομόνωση των ζώων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι έχουν μολυνθεί από κάποια νόσο των ζώων·

δ)

πρέπει να πραγματοποιείται η ενδεδειγμένη διακοπή λειτουργίας των δομών για υγειονομικούς λόγους μεταξύ δύο διαδοχικών φορτίων ζώων και η διακοπή αυτή πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με το αν τα ζώα προέρχονται από παρόμοια περιφέρεια, ζώνη ή διαμέρισμα με το ίδιο υγειονομικό καθεστώς· ειδικότερα, δεν πρέπει να υπάρχουν ζώα στα σημεία ελέγχου για περίοδο τουλάχιστον 24 ωρών κατόπιν χρήσης μέγιστης διάρκειας 6 ημερών και μετά την ολοκλήρωση των εργασιών καθαρισμού και απολύμανσης, και πριν από την άφιξη νέου φορτίου ζώων·

ε)

πριν από την υποδοχή των ζώων, οι υπεύθυνοι των σημείων ελέγχου πρέπει:

i)

να έχουν ξεκινήσει τις εργασίες καθαρισμού και απολύμανσης εντός 24 ωρών μετά την αναχώρηση όλων των ζώων που διατηρούνταν προηγουμένως εκεί·

ii)

να διασφαλίσουν ότι κανένα ζώο δεν εισέρχεται στα σημεία ελέγχου προτού ολοκληρωθούν οι εργασίες καθαρισμού και απολύμανσης με τρόπο που να ικανοποιεί τον επίσημο κτηνίατρο.

2.

Οι απαιτήσεις όσον αφορά τις δομές και τον εξοπλισμό των σημείων ελέγχου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 12, είναι οι ακόλουθες:

α)

πρέπει να καθαρίζονται και να απολυμαίνονται πριν και μετά από κάθε χρήση, όπως απαιτείται από τον επίσημο κτηνίατρο·

β)

ο εξοπλισμός με τον οποίο έρχονται σε επαφή τα ζώα που βρίσκονται στα σημεία ελέγχου πρέπει να διατίθενται αποκλειστικά και μόνον για τις συγκεκριμένες εγκαταστάσεις, εκτός εάν έχει υποβληθεί σε διαδικασία καθαρισμού και απολύμανσης μετά την επαφή με τα ζώα ή με τα περιττώματα ή τα ούρα τους· ειδικότερα ο υπεύθυνος επιχείρησης του σημείου ελέγχου παρέχει καθαρό εξοπλισμό και προστατευτική ενδυμασία, τα οποία πρέπει να διατίθενται αποκλειστικά προς χρήση των εισερχομένων στο σημείο ελέγχου, και διαθέτει τον κατάλληλο εξοπλισμό καθαρισμού και απολύμανσης των αντικειμένων αυτών·

γ)

το ακάθαρτο υλικό στρωμνής πρέπει να αφαιρείται όταν ένα φορτίο ζώων μετακινείται από έναν περιφραγμένο χώρο, και να αντικαθίσταται από καθαρό υλικό στρωμνής μετά την ολοκλήρωση των εργασιών καθαρισμού και απολύμανσης·

δ)

η χορτονομή, η ακάθαρτη στρωμνή, τα περιττώματα και τα ούρα των ζώων δεν πρέπει να αποκομίζονται από τις συγκεκριμένες εγκαταστάσεις προτού υποβληθούν σε κατάλληλη επεξεργασία ώστε να αποτρέπεται η εξάπλωση νόσων των ζώων·

ε)

πρέπει να διατίθενται κατάλληλες δομές για την παραμονή, την επιθεώρηση και την εξέταση των ζώων, εφόσον απαιτείται·

στ)

πρέπει να διατίθεται κατάλληλος χώρος για την αποθήκευση των καθαρών και ακάθαρτων υλικών στρωμνής, της χορτονομής, των ζωοτροφών και της κοπριάς·

ζ)

πρέπει να λειτουργεί κατάλληλο σύστημα για τη συλλογή των λυμάτων.

ΜΕΡΟΣ 7

Απαιτήσεις για τη χορήγηση έγκρισης σε περιβαλλοντικά απομονωμένες εγκαταστάσεις παραγωγής αγριομελισσών όπως αναφέρεται στο άρθρο 13

1.

Οι απαιτήσεις όσον αφορά τα μέτρα βιοπροφύλαξης και επιτήρησης των περιβαλλοντικά απομονωμένων εγκαταστάσεων παραγωγής αγριομελισσών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 13, είναι οι ακόλουθες:

α)

ο υπεύθυνος επιχείρησης πρέπει να διασφαλίζει, να επαληθεύει και να καταγράφει μέσω εσωτερικών ελέγχων ότι αποτρέπεται η είσοδος μικρού κάνθαρου των κυψελών στην εγκατάσταση και ότι είναι δυνατός ο εντοπισμός της παρουσίας του εντός της εγκατάστασης.

2.

Οι απαιτήσεις όσον αφορά τις δομές και τον εξοπλισμό των περιβαλλοντικά απομονωμένων εγκαταστάσεων παραγωγής αγριομελισσών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 13, είναι οι ακόλουθες:

α)

η παραγωγή αγριομελισσών πρέπει να απομονώνεται από όλες τις συνδεδεμένες δραστηριότητες της εγκατάστασης και να πραγματοποιείται σε δομές απρόσβλητες από ιπτάμενα έντομα·

β)

οι αγριομέλισσες πρέπει να παραμένουν απομονωμένες εντός του κτιρίου καθ’ όλη τη διάρκεια της παραγωγής·

γ)

η αποθήκευση και ο χειρισμός της γύρης εντός των δομών πρέπει να γίνονται σε απομόνωση από τις αγριομέλισσες καθ’ όλη τη διάρκεια της παραγωγής αγριομελισσών, έως ότου τους παρασχεθεί ως τροφή.

ΜΕΡΟΣ 8

Απαιτήσεις για τη χορήγηση έγκρισης σε εγκαταστάσεις καραντίνας για δεσποζόμενα χερσαία ζώα πλην των πρωτευόντων θηλαστικών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 14

1.

Οι απαιτήσεις όσον αφορά την καραντίνα, την απομόνωση και άλλα μέτρα βιοπροφύλαξης των εγκαταστάσεων καραντίνας για δεσποζόμενα χερσαία ζώα πλην των πρωτευόντων θηλαστικών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 14, είναι οι ακόλουθες:

α)

κάθε μονάδα εγκατάστασης καραντίνας πρέπει:

i)

να βρίσκεται σε ασφαλή απόσταση από τις περιβάλλουσες εγκαταστάσεις ή άλλα μέρη όπου διατηρούνται ζώα ώστε να αποφεύγεται η μετάδοση μεταδοτικών νόσων μεταξύ των ζώων που διατηρούνται στη μονάδα και των ζώων που βρίσκονται σε καραντίνα·

ii)

να ξεκινά την απαιτούμενη περίοδο καραντίνας όταν το τελευταίο ζώο της παρτίδας εισαχθεί στην εγκατάσταση καραντίνας·

iii)

να εκκενωθεί από ζώα, να καθαριστεί και να απολυμανθεί στο τέλος της περιόδου καραντίνας για την τελευταία παρτίδα, και στη συνέχεια να μη δεχτεί ζώα τουλάχιστον για περίοδο επτά ημερών προτού εισαχθεί στην εγκατάσταση καραντίνας παρτίδα ζώων που έχει εισέλθει στην Ένωση από τρίτες χώρες και εδάφη·

β)

το ακάθαρτο υλικό στρωμνής πρέπει να αφαιρείται όταν ένα φορτίο ζώων μετακινείται από έναν περιφραγμένο χώρο και να αντικαθίσταται από καθαρό υλικό στρωμνής μετά την ολοκλήρωση των εργασιών καθαρισμού και απολύμανσης·

γ)

η χορτονομή, η ακάθαρτη στρωμνή, τα περιττώματα και τα ούρα των ζώων δεν πρέπει να αποκομίζονται από τις συγκεκριμένες εγκαταστάσεις προτού υποβληθούν σε κατάλληλη επεξεργασία ώστε να αποτρέπεται η εξάπλωση νόσων των ζώων·

δ)

πρέπει να λαμβάνονται προφυλάξεις για την αποφυγή διασταυρούμενης μόλυνσης μεταξύ των εισερχόμενων και των εξερχόμενων φορτίων ζώων·

ε)

τα ζώα που αποδεσμεύονται από την εγκατάσταση καραντίνας πρέπει να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της Ένωσης για τις μετακινήσεις των χερσαίων ζώων μεταξύ των κρατών μελών.

2.

Οι απαιτήσεις όσον αφορά τα μέτρα επιτήρησης και ελέγχου των εγκαταστάσεων καραντίνας για δεσποζόμενα χερσαία ζώα εκτός των πρωτευόντων θηλαστικών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 14, είναι οι ακόλουθες:

α)

το σχέδιο επιτήρησης νόσων πρέπει να περιλαμβάνει κατάλληλο έλεγχο των ζωοανθρωπονόσων στα ζώα και πρέπει να εφαρμόζεται και να επικαιροποιείται ανάλογα με τον αριθμό και το είδος των ζώων που είναι παρόντα στην εγκατάσταση, καθώς και ανάλογα με την επιδημιολογική κατάσταση που επικρατεί εντός και γύρω από την εγκατάσταση όσον αφορά τις καταγεγραμμένες και τις αναδυόμενες νόσους·

β)

τα ζώα για τα οποία υπάρχει υπόνοια ότι έχουν προσβληθεί ή μολυνθεί από καταγεγραμμένους ή αναδυόμενους νοσογόνους παράγοντες πρέπει να υποβάλλονται σε κλινικές, εργαστηριακές ή μεταθανάτιες δοκιμές·

γ)

ο εμβολιασμός και η θεραπεία των ευπαθών ζώων κατά των μεταδοτικών νόσων των ζώων πρέπει να πραγματοποιούνται κατά περίπτωση·

δ)

πρέπει να χρησιμοποιούνται ζώα-δείκτες για τον έγκαιρο εντοπισμό πιθανής νόσου, εφόσον διατάσσεται από την αρμόδια αρχή.

3.

Οι απαιτήσεις όσον αφορά τις δομές και τον εξοπλισμό των εγκαταστάσεων καραντίνας για δεσποζόμενα χερσαία ζώα πλην των πρωτευόντων θηλαστικών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 14, είναι οι ακόλουθες:

α)

οι εγκαταστάσεις πρέπει να οριοθετούνται σαφώς και να ελέγχεται η πρόσβαση των ζώων και των ανθρώπων στις δομές των ζώων·

β)

πρέπει να υπάρχουν επαρκείς χώροι για το προσωπικό στο οποίο ανατίθεται η διεξαγωγή του κτηνιατρικού ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων των αποδυτηρίων, των ντους και των αποχωρητηρίων·

γ)

πρέπει να διατίθενται επαρκή μέσα για την παγίδευση, τον περιορισμό, την ακινητοποίηση, όπου απαιτείται, και την απομόνωση των ζώων·

δ)

πρέπει να διατίθενται εξοπλισμός και δομές για καθαρισμό και απολύμανση·

ε)

το μέρος της εγκατάστασης όπου διατηρούνται τα ζώα πρέπει:

i)

να είναι απροσπέλαστο από έντομα, με φίλτρα HEPA στα ανοίγματα αερισμού και εξαερισμού, εσωτερικό έλεγχο για φορείς ασθενειών, διπλές θύρες πρόσβασης και λειτουργικές διαδικασίες, εφόσον διατάσσεται από την αρμόδια αρχή για την αντιμετώπιση ειδικών κινδύνων για την υγεία των ζώων·

ii)

στην περίπτωση πτηνών σε αιχμαλωσία, να είναι απρόσβλητο από πτηνά, μύγες και επιβλαβείς οργανισμούς·

iii)

να έχει δυνατότητα σφράγισης για υποκαπνισμό·

iv)

να είναι κατάλληλου επιπέδου ποιότητας και κατασκευασμένο έτσι ώστε να αποτρέπεται η επαφή με ζώα του εξωτερικού χώρου και να καθίσταται εύκολη η διενέργεια επιθεωρήσεων και η παροχή κάθε αναγκαίας θεραπείας·

v)

να είναι κατασκευασμένο έτσι ώστε τα δάπεδα, οι τοίχοι και κάθε άλλο υλικό και εξοπλισμός να μπορούν να καθαρίζονται και να απολυμαίνονται εύκολα.

ΜΕΡΟΣ 9

Απαιτήσεις για τη χορήγηση έγκρισης σε υπό περιορισμό εγκαταστάσεις δεσποζόμενων χερσαίων ζώων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 16

1.

Οι απαιτήσεις όσον αφορά την καραντίνα, την απομόνωση και τα μέτρα βιοπροφύλαξης των εγκαταστάσεων υπό περιορισμό για δεσποζόμενα χερσαία ζώα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 16, είναι οι ακόλουθες:

α)

πρέπει να δέχονται μόνο δεσποζόμενα χερσαία ζώα που έχουν υποβληθεί σε καραντίνα για περίοδο κατάλληλη για νόσους του συγκεκριμένου είδους, όταν τα ζώα προέρχονται από εγκατάσταση που δεν είναι εγκατάσταση υπό περιορισμό·

β)

πρέπει να δέχονται μόνο πρωτεύοντα θηλαστικά που συμμορφώνονται με κανόνες εξίσου αυστηρούς με τους κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 6.12.4 του κώδικα υγείας χερσαίων ζώων του Παγκόσμιου Οργανισμού για την Υγεία των Ζώων (OIE), έκδοση 2018·

γ)

πρέπει να διατίθενται, κατά περίπτωση, επαρκείς δομές για την καραντίνα των δεσποζόμενων χερσαίων ζώων που εισάγονται από άλλες εγκαταστάσεις.

2.

Οι απαιτήσεις όσον αφορά τα μέτρα επιτήρησης και ελέγχου των εγκαταστάσεων υπό περιορισμό για δεσποζόμενα χερσαία ζώα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 16, είναι οι ακόλουθες:

α)

το σχέδιο επιτήρησης των νόσων πρέπει να περιλαμβάνει κατάλληλο έλεγχο ζωοανθρωπονόσων των δεσποζόμενων χερσαίων ζώων και πρέπει να εφαρμόζεται και να επικαιροποιείται ανάλογα με τον αριθμό και το είδος των δεσποζόμενων χερσαίων ζώων που είναι παρόντα στην εγκατάσταση, καθώς και ανάλογα με την επιδημιολογική κατάσταση που επικρατεί εντός και γύρω από την εγκατάσταση όσον αφορά τις καταγεγραμμένες και τις αναδυόμενες νόσους·

β)

τα δεσποζόμενα χερσαία ζώα για τα οποία υπάρχει υπόνοια ότι έχουν προσβληθεί ή μολυνθεί από καταγεγραμμένους και αναδυόμενους νοσογόνους παράγοντες πρέπει να υποβάλλονται σε κλινικές, εργαστηριακές ή μεταθανάτιες δοκιμές·

γ)

ο εμβολιασμός και η θεραπεία των ευπαθών δεσποζόμενων χερσαίων ζώων κατά των μεταδοτικών νόσων των ζώων πρέπει πραγματοποιούνται κατά περίπτωση.

3.

Οι απαιτήσεις όσον αφορά τις δομές και τον εξοπλισμό των εγκαταστάσεων υπό περιορισμό για δεσποζόμενα χερσαία ζώα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 16, είναι οι ακόλουθες:

α)

οι εγκαταστάσεις πρέπει να οριοθετούνται σαφώς και να ελέγχεται η πρόσβαση των ζώων και των ανθρώπων στις δομές των ζώων·

β)

διατίθενται επαρκή μέσα για την παγίδευση, τον περιορισμό, την ακινητοποίηση, όπου απαιτείται, και την απομόνωση των ζώων·

γ)

οι χώροι στέγασης των ζώων είναι κατάλληλης ποιότητας και κατασκευασμένοι έτσι ώστε

i)

να αποτρέπεται η επαφή με ζώα του εξωτερικού χώρου και να καθίσταται εύκολη η διενέργεια επιθεωρήσεων και η παροχή κάθε αναγκαίας θεραπείας·

ii)

τα δάπεδα, οι τοίχοι και κάθε άλλο υλικό και εξοπλισμός να μπορούν να καθαρίζονται και να απολυμαίνονται εύκολα.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΕ ΕΚΚΟΛΑΠΤΗΡΙΑ, ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΕΠΙΤΗΡΗΣΗΣ ΤΩΝ ΝΟΣΩΝ ΣΕ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΕΚΤΡΟΦΗΣ ΠΟΥΛΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΕ ΕΚΚΟΛΑΠΤΗΡΙΑ

ΜΕΡΟΣ 1

Πρόγραμμα μικροβιολογικού ελέγχου σε εκκολαπτήρια, όπως αναφέρεται στο άρθρο 7

Το πρόγραμμα μικροβιολογικού ελέγχου για τους σκοπούς των υγειονομικών ελέγχων περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α)

πρέπει να συλλέγονται περιβαλλοντικά δείγματα και να υποβάλλονται σε βακτηριολογική εξέταση·

β)

τα δείγματα πρέπει να λαμβάνονται τουλάχιστον κάθε έξι εβδομάδες, και κάθε δειγματοληψία πρέπει να περιλαμβάνει 60 δείγματα.

ΜΕΡΟΣ 2

Προγράμματα επιτήρησης νόσων σε εκκολαπτήρια, όπως αναφέρεται στο άρθρο 7, και σε εγκαταστάσεις εκτροφής πουλερικών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 8

1.

Στόχος των προγραμμάτων επιτήρησης νόσων

Να αποδειχθεί ότι τα σμήνη που διατηρούνται σε εγκεκριμένες εγκαταστάσεις εκτροφής πουλερικών είναι απαλλαγμένα από τους νοσογόνους παράγοντες που απαριθμούνται στα σημεία 2 και 3.

Τα προγράμματα επιτήρησης νόσων περιλαμβάνουν τουλάχιστον τους νοσογόνους παράγοντες και τα καταγεγραμμένα δεσποζόμενα είδη που αναφέρονται στο σημείο 2.

2.

Επιτήρηση νόσων για ορότυπους Salmonella με ζωοϋγειονομική σημασία

2.1.

Εντοπισμός μόλυνσης από τους εξής παράγοντες:

α)

Salmonella Pullorum: καλύπτει τη Salmonella enterica υποείδος enterica serovar Gallinarum βιοχημική παραλλαγή (biovar) Pullorum·

β)

Salmonella Gallinarum: καλύπτει τη Salmonella enterica υποείδος enterica serovar Gallinarum βιοχημική παραλλαγή (biovar) Gallinarum·

γ)

Salmonella arizonae: καλύπτει τη Salmonella enterica υποείδος arizonae οροομάδα K (O18) arizonae.

2.2.

Στοχευόμενα είδη πουλερικών:

α)

για τις Salmonella Pullorum και Salmonella Gallinarum: Gallus gallus, Meleagris gallopavo, Numida meleagris, Coturnix coturnix, Phasianus colchicus, Perdix perdix, Anas spp·

β)

για τη Salmonella arizonae: Meleagris gallopavo.

2.3.

Εξετάσεις:

Κάθε σμήνος πρέπει να υποβάλλεται σε κλινική εξέταση κατά τη διάρκεια κάθε περιόδου ωοτοκίας ή παραγωγής στον βέλτιστο χρόνο για τον εντοπισμό της υπό εξέταση νόσου.

2.4.

Πίνακας δειγματοληψίας:

α)

πρέπει να συλλέγονται δείγματα από κάθε σμήνος στην εγκατάσταση εκτροφής πουλερικών, όπως χρειάζεται:

i)

για ορολογική εξέταση: αίμα·

ii)

για βακτηριολογική εξέταση:

ιστοί μετά τη σφαγή, ιδίως συκωτιού, σπλήνα, ωοθήκης, ωαγωγού και ειλεοτυφλικής συμβολής,

δείγματα περιβάλλοντος,

επιχρίσματα από την αμάρα ζώντων πτηνών, ιδίως εκείνων που φαίνονται άρρωστα ή έχουν βρεθεί ισχυρά οροθετικά·

β)

δείγματα που λαμβάνονται στο εκκολαπτήριο για βακτηριολογική εξέταση:

i)

νεοσσοί που δεν εκκολάπτονται (δηλαδή έμβρυα νεκρά εντός του κελύφους)·

ii)

νεοσσοί δεύτερης διαλογής·

iii)

μηκώνιο νεοσσών·

iv)

πούπουλα ή σκόνη από τους επωαστήρες και από τους τοίχους του εκκολαπτηρίου.

2.5.

Πλαίσιο και συχνότητα δειγματοληψίας:

α)

στην εγκατάσταση εκτροφής πουλερικών:

i)

δειγματοληψία για Salmonella Pullorum και Salmonella Gallinarum:

Είδος

Χρόνος της δειγματοληψίας

Αριθμός πτηνών προς δειγματοληψία/αριθμός δειγμάτων περιβάλλοντος

Πουλερικά αναπαραγωγής

Πουλερικά παραγωγής

Gallus gallus, Meleagris gallopavo, Numida meleagris, Coturnix coturnix, Phasianus colchicus, Perdix perdix και Anas spp

Κατά τη φάση ωοτοκίας

Κατά την περίοδο παραγωγής τουλάχιστον άπαξ ετησίως

60

ii)

δειγματοληψία για Salmonella arizonae:

Είδος

Χρόνος της δειγματοληψίας

Αριθμός πτηνών προς δειγματοληψία/αριθμός δειγμάτων περιβάλλοντος

Πουλερικά αναπαραγωγής

Πουλερικά παραγωγής

Meleagris gallopavo

Κατά τη φάση ωοτοκίας

Κατά την περίοδο παραγωγής τουλάχιστον άπαξ ετησίως

60

iii)

ο αριθμός των πτηνών από τα οποία λαμβάνεται δείγμα σύμφωνα με τα σημεία i) και ii) μπορεί να προσαρμοστεί από την αρμόδια αρχή ανάλογα με τον γνωστό επιπολασμό της μόλυνσης στο συγκεκριμένο κράτος μέλος και την προηγούμενη επίπτωση εμφάνισής της στην εγκατάσταση. Σε κάθε περίπτωση, λαμβάνεται πάντα στατιστικά αξιόπιστος αριθμός δειγμάτων για τη διενέργεια ορολογικών/βακτηριολογικών εξετάσεων με σκοπό την ανίχνευση μόλυνσης·

β)

στο εκκολαπτήριο, συλλέγονται και εξετάζονται δείγματα τουλάχιστον μία φορά κάθε 6 εβδομάδες. Η εξέταση περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

i)

ένα συγκεντρωτικό δείγμα πούπουλων και μηκωνίου από νεοσσούς σε κάθε επωαστήρα· και

και

ii)

δείγμα:

είτε από 10 νεοσσούς δεύτερης διαλογής και 10 νεκρά έμβρυα εντός του κελύφους από κάθε σμήνος προέλευσης που βρίσκεται σε επωαστήρα την ημέρα της δειγματοληψίας·

είτε

από 20 νεοσσούς δεύτερης διαλογής από κάθε σμήνος προέλευσης που βρίσκεται σε επωαστήρα την ημέρα της δειγματοληψίας.

2.6.

Επεξεργασία δειγμάτων και μέθοδοι εξέτασης:

α)

τα δείγματα που συλλέγονται πρέπει να υποβάλλονται:

i)

σε ορολογική εξέταση (1)·

ii)

σε βακτηριολογική εξέταση είτε εναλλακτικά είτε επιπλέον της ορολογικής εξέτασης που αναφέρεται στο σημείο i)· ωστόσο, δείγματα για βακτηριολογική εξέταση δεν πρέπει να λαμβάνονται από πουλερικά ή αυγά στα οποία έχουν χορηγηθεί αντιμικροβιακά φάρμακα εντός διαστήματος δύο έως τριών εβδομάδων πριν από τη διεξαγωγή της εξέτασης·

β)

τα δείγματα που συλλέγονται πρέπει να υποβάλλονται στην ακόλουθη επεξεργασία:

i)

για τα δείγματα περιττωμάτων/μηκωνίου και εντέρων, άμεσος εμπλουτισμός σε ζωμό σεληνιώδους άλατος–κυστεΐνης ή άλλο κατάλληλο μέσο για δείγματα στα οποία αναμένεται ανταγωνιστική χλωρίδα·

ii)

για δείγματα (όπως νεκρά έμβρυα εντός κελύφους) στα οποία η ανταγωνιστική χλωρίδα αναμένεται να είναι ελάχιστη, μπορεί να χρησιμοποιείται μη επιλεκτικός προεμπλουτισμός και στη συνέχεια επιλεκτικός εμπλουτισμός σε ζωμό Rappaport-Vassiliadis με βάση τη σόγια (RVS) ή σε ζωμό Müller-Kauffmann Tetrathionate-Novobiocin (MKTTn)·

iii)

για τους ιστούς που έχουν συλλεγεί υπό άσηπτες συνθήκες, απευθείας επίστρωση σε ελάχιστα επιλεκτικό άγαρ, όπως το άγαρ MacConkey·

iv)

οι Salmonella Pullorum και Salmonella Gallinarum δεν αναπτύσσονται εύκολα στο τροποποιημένο ημιστερεό μέσο Rappaport-Vassiliadis (MSRV), που χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση των ζωοανθρωπονοσογόνων ειδών Salmonella στην Ένωση, αλλά το MRSV είναι κατάλληλο για τη Salmonella arizonae·

v)

οι τεχνικές ανίχνευσης πρέπει να είναι ικανές να διακρίνουν τις ορολογικές αντιδράσεις στη μόλυνση από Salmonella Pullorum ή Salmonella Gallinarum από την ορολογική αντίδραση στο εμβόλιο κατά της Salmonella Enteritidis, όταν χρησιμοποιείται τέτοιο εμβόλιο (2). Ως εκ τούτου, ο εμβολιασμός αυτός δεν πρέπει να πραγματοποιείται αν πρόκειται να εφαρμοστεί ορολογική παρακολούθηση. Αν έχει πραγματοποιηθεί εμβολιασμός, πρέπει να διενεργούνται βακτηριολογικές δοκιμές αλλά η εφαρμοζόμενη μέθοδος επιβεβαίωσης πρέπει να είναι ικανή να διακρίνει τα ζώντα στελέχη του εμβολίου από τα άγρια στελέχη.

2.7.

Αποτελέσματα:

Ένα σμήνος θεωρείται θετικό όταν, μετά τα θετικά αποτελέσματα στις εξετάσεις που έχουν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τα σημεία 2.3 έως 2.6, μια δεύτερη εξέταση κατάλληλου τύπου επιβεβαιώνει τη μόλυνση από τους νοσογόνους παράγοντες.

3.

Επιτήρηση νόσων για Mycoplasma spp. που προσβάλλουν πουλερικά:

3.1.

Εντοπισμός μόλυνσης από τους εξής παράγοντες:

α)

Mycoplasma gallisepticum·

β)

Mycoplasma meleagridis.

3.2.

Στοχευόμενα είδη:

α)

Mycoplasma gallisepticum: Gallus gallus, Meleagris gallopavo·

β)

Mycoplasma meleagridis: Meleagris gallopavo.

3.3.

Εξετάσεις:

Κάθε σμήνος πρέπει να υποβάλλεται σε κλινική εξέταση κατά τη διάρκεια κάθε περιόδου ωοτοκίας ή παραγωγής στον βέλτιστο χρόνο για τον εντοπισμό της υπό εξέταση νόσου.

3.4.

Πίνακας δειγματοληψίας:

Δείγματα συλλέγονται από κάθε σμήνος στην εγκατάσταση εκτροφής πουλερικών, κατά περίπτωση:

α)

αίμα·

β)

σπέρμα·

γ)

επιχρίσματα τραχείας, ρινικών χοανών ή αμάρας·

δ)

ιστοί μετά τη σφαγή, ιδίως αεροθάλαμοι νεοσσών μίας ημέρας με αλλοιώσεις·

ε)

ιδίως για την ανίχνευση του Mycoplasma meleagridis, ωαγωγό και πέος από γαλοπούλες.

3.5.

Πλαίσιο και συχνότητα δειγματοληψίας:

α)

δειγματοληψία για Mycoplasma gallisepticum:

Είδος

Χρόνος της δειγματοληψίας

Αριθμός πτηνών προς δειγματοληψία

Πουλερικά αναπαραγωγής

Πουλερικά παραγωγής

Gallus gallus

ηλικίας 16 εβδομάδων

κατά τη φάση ωοτοκίας

και, στη συνέχεια, κάθε 90 ημέρες

Κατά τη διάρκεια της παραγωγής κάθε 90 ημέρες

60

60

60

Meleagris gallopavo

ηλικίας 20 εβδομάδων

κατά τη φάση ωοτοκίας

και, στη συνέχεια, κάθε 90 ημέρες

Κατά τη διάρκεια της παραγωγής κάθε 90 ημέρες

60

60

60

β)

δειγματοληψία για Mycoplasma meleagridis:

Είδος

Χρόνος της δειγματοληψίας

Αριθμός πτηνών προς δειγματοληψία

Πουλερικά αναπαραγωγής

Πουλερικά παραγωγής

Meleagris gallopavo

ηλικίας 20 εβδομάδων

κατά τη φάση ωοτοκίας

και, στη συνέχεια, κάθε 90 ημέρες

Κατά τη διάρκεια της παραγωγής κάθε 90 ημέρες

60

60

60

γ)

ο αριθμός των πτηνών από τα οποία λαμβάνεται δείγμα σύμφωνα με τα στοιχεία α) και β) μπορεί να προσαρμοστεί από την αρμόδια αρχή ανάλογα με τον γνωστό επιπολασμό της μόλυνσης στο συγκεκριμένο κράτος μέλος και την προηγούμενη επίπτωση εμφάνισής της στην εγκατάσταση. Σε κάθε περίπτωση, λαμβάνονται πάντα στατιστικά αξιόπιστοι αριθμοί δειγμάτων για τη διενέργεια ορολογικών/βακτηριολογικών εξετάσεων.

3.6.

Εξετάσεις, δειγματοληψία και μέθοδοι ελέγχου:

Ο έλεγχος για την παρουσία μόλυνσης μέσω ορολογικών, βακτηριολογικών και μοριακών εξετάσεων πρέπει να διεξάγεται με επικυρωμένες μεθόδους, αναγνωρισμένες από την αρμόδια αρχή.

3.7.

Αποτελέσματα:

Ένα σμήνος θεωρείται θετικό όταν, μετά τα θετικά αποτελέσματα στις εξετάσεις που έχουν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τα σημεία 3.3 έως 3.6, μια δεύτερη εξέταση κατάλληλου τύπου επιβεβαιώνει τη μόλυνση από τους νοσογόνους παράγοντες.

ΜΕΡΟΣ 3

Πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με διαγνωστικές τεχνικές

Τα εργαστήρια που έχουν οριστεί από την αρμόδια αρχή για να διενεργούν τις εξετάσεις που ορίζονται στα μέρη 1 και 2 του παρόντος παραρτήματος μπορούν να συμβουλεύονται το Εγχειρίδιο Διαγνωστικών Δοκιμών και Εμβολίων για Χερσαία Ζώα, του Παγκόσμιου Οργανισμού για την Υγεία των Ζώων (OIE), έκδοση 2018, για λεπτομερέστερη περιγραφή των διαγνωστικών τεχνικών.


(1)  Περιστασιακά, οι ορολογικές εξετάσεις σε είδη πτηνών πλην των Galliformes δίνουν απαράδεκτο ποσοστό ψευδοθετικών αντιδράσεων.

(2)  Να σημειωθεί ότι, προς το παρόν, δεν υπάρχει δοκιμασία ικανή να διακρίνει την αντίδραση στη μόλυνση από Salmonella Pullorum ή Salmonella Gallinarum από την αντίδραση στον εμβολιασμό για τον συγκεκριμένο ορότυπο.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΜΕΣΑ ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΔΕΣΠΟΖΟΜΕΝΩΝ ΧΕΡΣΑΙΩΝ ΖΩΩΝ

Τα μέσα ταυτοποίησης των δεσποζόμενων χερσαίων ζώων είναι τα ακόλουθα:

α)

συμβατικό ενώτιο·

β)

συμβατική ταινία στο μεσοκύνιο·

γ)

ηλεκτρονικό ενώτιο·

δ)

στομαχικός βώλος·

ε)

ενέσιμος πομποδέκτης·

στ)

ηλεκτρονική ταινία στο μεσοκύνιο·

ζ)

δερματοστιξία·

η)

ποδοδακτύλιος.


ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

5.12.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 314/170


ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2019/2036 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 25ης Νοεμβρίου 2019

σχετικά με τη θέση που πρέπει να ληφθεί εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο του Συμβουλίου του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας όσον αφορά την τροποποίηση 17 του παραρτήματος 17 (Ασφάλεια) της σύμβασης για τη Διεθνή Πολιτική Αεροπορία

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 100 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 218 παράγραφος 9,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η σύμβαση για τη Διεθνή Πολιτική Αεροπορία («σύμβαση του Σικάγου»), η οποία ρυθμίζει τις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές, άρχισε να ισχύει στις 4 Απριλίου 1947. Με αυτήν ιδρύθηκε ο Διεθνής Οργανισμός Πολιτικής Αεροπορίας (ΔΟΠΑ).

(2)

Τα κράτη μέλη της Ένωσης είναι συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης του Σικάγου και κράτη μέλη του ΔΟΠΑ, ενώ η Ένωση έχει καθεστώς παρατηρητή σε ορισμένα όργανα του ΔΟΠΑ, συμπεριλαμβανομένης της Συνέλευσης και άλλων τεχνικών οργάνων.

(3)

Σύμφωνα με το άρθρο 54 σημείο 1) της σύμβασης του Σικάγου, το Συμβούλιο του ΔΟΠΑ μπορεί να εκδίδει διεθνή πρότυπα και συνιστώμενες πρακτικές («SARP»).

(4)

Στις 4 Ιουλίου 2019 ο ΔΟΠΑ απέστειλε την επιστολή AS8/2.1-19/48 για να ενημερώσει τα κράτη μέλη του ΔΟΠΑ ότι η προτεινόμενη τροποποίηση 17 του παραρτήματος 17 («Ασφάλεια») της σύμβασης του Σικάγου («παράρτημα 17») θα υποβληθεί στο Συμβούλιο του ΔΟΠΑ προς έγκριση κατά τη διάρκεια της 218ης συνόδου του που λαμβάνει χώρα από τις18 έως 29 Νοεμβρίου 2019 και προβλέπεται να τεθεί σε εφαρμογή τον Ιούλιο του 2020. Η τροποποίηση 17 του παραρτήματος 17 περιλαμβάνει νέες ή αναθεωρημένες διατάξεις σχετικά με τις αξιολογήσεις τρωτότητας, την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών και των ενδιαφερόμενων μερών, τα προγράμματα εκπαίδευσης και τα συστήματα πιστοποίησης, τον έλεγχο πρόσβασης, τον έλεγχο ασφαλείας του προσωπικού και άλλες συντακτικές τροποποιήσεις. Η επιστολή AS8/2.1-19/48 ξεκίνησε την περίοδο διαβούλευσης των κρατών μελών του ΔΟΠΑ για την τροποποίηση 17 του παραρτήματος 17, και η εν λόγω περίοδος έληξε στις 4 Οκτωβρίου 2019.

(5)

Η τροποποίηση 17 του παραρτήματος 17 εκπονήθηκε από την ομάδα του ΔΟΠΑ για την ασφάλεια της αεροπορίας από έκνομες ενέργειες, στην οποία εμπειρογνώμονες από οκτώ κράτη μέλη της Ένωσης είναι ενεργά μέλη, και υποβλήθηκε προς έγκριση στη 217η σύνοδο του Συμβουλίου του ΔΟΠΑ. Σε συνέχεια της διαβούλευσης με τα κράτη μέλη του ΔΟΠΑ, είναι πιθανόν η τροποποίηση 17 του παραρτήματος 17 να εγκριθεί από το Συμβούλιο του ΔΟΠΑ στη 218η σύνοδό του.

(6)

Μόλις εγκριθεί, το τροποποιημένο παράρτημα 17 θα είναι δεσμευτικό για όλα τα κράτη μέλη του ΔΟΠΑ, συμπεριλαμβανομένων όλων των κρατών μελών της Ένωσης, σύμφωνα με τη σύμβαση του Σικάγου και εντός των ορίων που τέθηκαν σε αυτή. Το άρθρο 38 της σύμβασης του Σικάγου απαιτεί από τα συμβαλλόμενα μέρη να κοινοποιούν στον ΔΟΠΑ στο πλαίσιο του μηχανισμού κοινοποίησης διαφορών την πρόθεσή τους να αποκλίνουν από κάποιο διεθνές πρότυπο ή συνισταμένη πρακτική. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να καθοριστεί η θέση που πρέπει να ληφθεί εκ μέρους της Ένωσης στο πλαίσιο του Συμβουλίου του ΔΟΠΑ για την τροποποίηση 17 του παραρτήματος 17.

(7)

Η θέση της Ένωσης στο πλαίσιο του Συμβουλίου του ΔΟΠΑ θα πρέπει να είναι όπως ορίζεται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης και να διατυπωθεί από τα κράτη μέλη της Ένωσης που είναι μέλη του συμβουλίου του ΔΟΠΑ, από κοινού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η θέση που πρέπει να ληφθεί εξ ονόματος της Ένωσης στο πλαίσιο του Συμβουλίου του Διεθνούς Οργανισμό Πολιτικής Αεροπορίας (ΔΟΠΑ) σχετικά με την τροποποίηση 17 του παραρτήματος 17 (Ασφάλεια) της σύμβασης για τη Διεθνή Πολιτική Αεροπορία παρατίθεται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 2

Η θέση που αναφέρεται στο άρθρο 1 εκφράζεται από τα κράτη μέλη της Ένωσης που είναι μέλη του Συμβουλίου του ΔΟΠΑ, τα οποία ενεργούν από κοινού.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την ημερομηνία της έκδοσής της.

Βρυξέλλες, 25 Νοεμβρίου 2019.

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

F. MOGHERINI


Θέση που πρέπει να ληφθεί εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο του Συμβουλίου του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας όσον αφορά την αναθεώρηση του παραρτήματος 17 (Ασφάλεια) (τροποποίηση 17) της σύμβασης για τη Διεθνή Πολιτική Αεροπορία («σύμβαση του Σικάγου»)

Γενικές αρχές

Στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας (ΔΟΠΑ) σχετικά με την αναθεώρηση του παραρτήματος 17 (Ασφάλεια) (τροποποίηση 17) της σύμβασης του Σικάγου σχετικά με την ανάπτυξη προτύπων και συνιστώμενων πρακτικών (SARP), τα κράτη μέλη, ενεργώντας από κοινού προς το συμφέρον της Ένωσης:

α)

ενεργούν σύμφωνα με τους στόχους που επιδιώκει η Ένωση στο πλαίσιο της πολιτικής της για την αεροπορική ασφάλεια από έκνομες ενέργειες, ιδίως με στόχο την προστασία των προσώπων και των εμπορευμάτων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και την πρόληψη έκνομων ενεργειών σε αεροσκάφη της πολιτικής αεροπορίας που διακυβεύουν την ασφάλεια της πολιτικής αεροπορίας·

β)

συμβάλλουν στην ενίσχυση της αεροπορικής ασφάλειας σε παγκόσμιο επίπεδο, με την εφαρμογή και την επιβολή κοινών κανόνων που θεσπίζονται για την προστασία της πολιτικής αεροπορίας από έκνομες ενέργειες·

γ)

εξακολουθούν να στηρίζουν την ανάπτυξη προτύπων ασφάλειας από τον ΔΟΠΑ για την προστασία της πολιτικής αεροπορίας από έκνομες ενέργειες, σύμφωνα με την απόφαση 2309 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών της 22ας Σεπτεμβρίου 2016. (1)

Θέση σχετικά με την αναθεώρηση του παραρτήματος 17 (Ασφάλεια) (τροποποίηση 17) Τα κράτη μέλη, ενεργώντας από κοινού προς το συμφέρον της Ένωσης, στηρίζουν την προτεινόμενη τροποποίηση 17 του παραρτήματος 17.


(1)  Απόφαση 2309 (2016) που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας κατά την 7775η σύνοδό του στις 22 Σεπτεμβρίου 2016: Απειλές κατά της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας που προκαλούνται από τρομοκρατικές ενέργειες: Αεροπορική ασφάλεια από έκνομες ενέργειες


Διορθωτικά

5.12.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 314/173


Διορθωτικό στην απόφαση (ΕΕ) 2019/1875 του Συμβουλίου, της 8ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με τη σύναψη εξ ονόματης της Ευρωπαϊκής Ένωσης της συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης

(Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 294 της 14ης Νοεμβρίου 2019)

Στη σελίδα 1, στον τίτλο:

αντί:

«ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2019/1875 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 8ης Νοεμβρίου 2019 σχετικά με τη σύναψη εξ ονόματης της Ευρωπαϊκής Ένωσης της συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης»

διάβαζε:

«ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2019/1875 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 8ης Νοεμβρίου 2019 σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης».


5.12.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 314/174


Διορθωτικό στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2019/1982 της Επιτροπής, της 28ης Νοεμβρίου 2019, για την υποβολή σε καταγραφή ορισμένων εισαγωγών κοχλιωτών χυτών εξαρτημάτων σωληνώσεων, από ελατό χυτοσίδηρο και χυτοσίδηρο σφαιροειδούς γραφίτη, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, μετά την επανέναρξη της έρευνας με σκοπό την εφαρμογή της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, στην υπόθεση T-650/17, σχετικά με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2017/1146 για την εκ νέου επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές κοχλιωτών χυτών εξαρτημάτων σωληνώσεων, από ελατό χυτοσίδηρο και χυτοσίδηρο σφαιροειδούς γραφίτη, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, που κατασκευάστηκαν από την εταιρεία Jinan Meide Castings Co., Ltd

(Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 308 της 29ης Νοεμβρίου 2019)

Η αιτιολογική σκέψη 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(8)

Μετά την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή αποφάσισε με ανακοίνωσή της (*1) (εφεξής: “ανακοίνωση επανέναρξης”) να προβεί σε μερική επανάληψη της έρευνας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές κοχλιωτών χυτών εξαρτημάτων σωληνώσεων από ελατό χυτοσίδηρο, η οποία οδήγησε στην έκδοση του επίμαχου κανονισμού αντιντάμπινγκ, και να τη συνεχίσει από το σημείο στο οποίο σημειώθηκε η παρατυπία. Το αντικείμενο της εν λόγω επανέναρξης περιορίζεται στην εφαρμογή της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου ως προς τη Jinan Meide.