ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 307

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

62ό έτος
28 Νοεμβρίου 2019


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ

 

*

Ενημέρωση σχετικά με την ημερομηνία υπογραφής και την προσωρινή εφαρμογή της συμφωνίας υπό μορφήν ανταλλαγής επιστολών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ισλαμικής Δημοκρατίας της Μαυριτανίας σχετικά με την παράταση του πρωτοκόλλου για τον καθορισμό των αλιευτικών δυνατοτήτων και της χρηματικής αντιπαροχής που προβλέπονται στη συμφωνία σύμπραξης στον τομέα της αλιείας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ισλαμικής Δημοκρατίας της Μαυριτανίας, το οποίο λήγει στις 15 Νοεμβρίου 2019

1

 

*

Ενημέρωση σχετικά με την ημερομηνία υπογραφής και την προσωρινή εφαρμογή του πρωτοκόλλου σχετικά με την εφαρμογή της συμφωνίας σύμπραξης βιώσιμης αλιείας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Σενεγάλης

2

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2019/1964 της Επιτροπής της 26ης Νοεμβρίου 2019 σχετικά με την έγκριση της βάσης L-λυσίνης, υγρής, της μονοϋδροχλωρικής L-λυσίνης, υγρής, της μονοϋδροχλωρικής L-λυσίνης, τεχνικώς καθαρής, καθώς και της θειικής L-λυσίνης ως πρόσθετων υλών ζωοτροφών για όλα τα ζωικά είδη ( 1 )

3

 

*

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2019/1965 της Επιτροπής της 26ης Νοεμβρίου 2019 σχετικά με την αδειοδότηση του διένυδρου μολυβδαινικού νατρίου ως πρόσθετης ύλης ζωοτροφών για πρόβατα ( 1 )

12

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1966 της Επιτροπής της 27ης Νοεμβρίου 2019 σχετικά με την τροποποίηση και τη διόρθωση των παραρτημάτων II, III και V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα καλλυντικά προϊόντα ( 1 )

15

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2019/1967 του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2019 για τον διορισμό ενός αναπληρωματικού μέλους, έπειτα από πρόταση της Ιταλικής Δημοκρατίας, στην Επιτροπή των Περιφερειών

27

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2019/1968 της Επιτροπής της 2ας Αυγούστου 2019 σχετικά με το μέτρο SA.21445 — C42/2006 το οποίο έθεσε σε εφαρμογή η Ιταλική Δημοκρατία για την αμοιβή των τρεχούμενων λογαριασμών που τηρούν τα Ιταλικά Ταχυδρομεία (Poste Italiane) στο Δημόσιο Ταμείο [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2019) 5649]  ( 1 )

28

 

*

Εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2019/1969 της Επιτροπής της 26ης Νοεμβρίου 2019 για τη μετάθεση της ημερομηνίας λήξης της έγκρισης της ουσίας βουτυλοκαρβαμιδικό 3-ιωδο-2-προπινύλιο (IPBC) για χρήση σε βιοκτόνα του τύπου προϊόντων 8 ( 1 )

45

 

*

Εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2019/1970 της Επιτροπής της 26ης Νοεμβρίου 2019 για την τροποποίηση του παραρτήματος ΙΙ της απόφασης 93/52/ΕΟΚ σχετικά με το καθεστώς επίσημης απαλλαγής από τη βρουκέλλωση (B. melitensis) και του παραρτήματος II της απόφασης 2003/467/ΕΚ σχετικά με το καθεστώς επίσημης απαλλαγής από τη βρουκέλλωση ορισμένων περιφερειών της Ισπανίας, καθώς και των παραρτημάτων Ι και ΙΙ της απόφασης 2008/185/ΕΚ σχετικά με το καθεστώς απαλλαγής από τη νόσο Aujeszky (ψευδολύσσα) και την έγκριση προγραμμάτων εκρίζωσης της νόσου σε ορισμένες περιφέρειες της Ιταλίας [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2019) 8378]  ( 1 )

47

 

*

Eκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2019/1971 της Επιτροπής της 26ης Νοεμβρίου 2019 σχετικά με την αναγνώριση του συστήματος Universal Feed Assurance Scheme για την απόδειξη της συμμόρφωσης με τα κριτήρια αειφορίας που προβλέπουν οι οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 98/70/ΕΚ και 2009/28/ΕΚ

54

 

*

Εκτελεστική απόφαση (EE) 2019/1972 της Επιτροπής της 26ης Νοεμβρίου 2019 για την τροποποίηση της εκτελεστικής απόφασης 2013/764/ΕΕ σχετικά με μέτρα ελέγχου της υγείας των ζώων όσον αφορά την κλασική πανώλη των χοίρων σε ορισμένα κράτη μέλη [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2019) 8396]  ( 1 )

56

 

*

Εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2019/1973 της Επιτροπής της 27ης Νοεμβρίου 2019 για τη μη έγκριση του ζεόλιθου αργυρού-χαλκού ως υπάρχουσας δραστικής ουσίας για χρήση σε βιοκτόνα των τύπων προϊόντων 2 και 7 ( 1 )

58

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ.

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ

28.11.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 307/1


Ενημέρωση σχετικά με την ημερομηνία υπογραφής και την προσωρινή εφαρμογή της συμφωνίας υπό μορφήν ανταλλαγής επιστολών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ισλαμικής Δημοκρατίας της Μαυριτανίας σχετικά με την παράταση του πρωτοκόλλου για τον καθορισμό των αλιευτικών δυνατοτήτων και της χρηματικής αντιπαροχής που προβλέπονται στη συμφωνία σύμπραξης στον τομέα της αλιείας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ισλαμικής Δημοκρατίας της Μαυριτανίας, το οποίο λήγει στις 15 Νοεμβρίου 2019

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ισλαμική Δημοκρατία της Μαυριτανίας υπέγραψαν στις 13 Νοεμβρίου 2019 στις Βρυξέλλες τη συμφωνία υπό μορφήν ανταλλαγής επιστολών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ισλαμικής Δημοκρατίας της Μαυριτανίας σχετικά με την παράταση του πρωτοκόλλου για τον καθορισμό των αλιευτικών δυνατοτήτων και της χρηματικής αντιπαροχής που προβλέπονται στη συμφωνία σύμπραξης στον τομέα της αλιείας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ισλαμικής Δημοκρατίας της Μαυριτανίας, το οποίο λήγει στις 15 Νοεμβρίου 2019.

Κατόπιν τούτου και δυνάμει του σημείου 6, η συμφωνία εφαρμόζεται προσωρινά από τις 16 Νοεμβρίου 2019.


28.11.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 307/2


Ενημέρωση σχετικά με την ημερομηνία υπογραφής και την προσωρινή εφαρμογή του πρωτοκόλλου σχετικά με την εφαρμογή της συμφωνίας σύμπραξης βιώσιμης αλιείας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Σενεγάλης

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Δημοκρατία της Σενεγάλης υπέγραψαν στις 18 Νοεμβρίου 2019, στις Βρυξέλλες, το Πρωτόκολλο σχετικά με την εφαρμογή της συμφωνίας για μια βιώσιμη αλιευτική σύμπραξη μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Σενεγάλης.

Κατόπιν τούτου και δυνάμει του άρθρου 16, το Πρωτόκολλο εφαρμόζεται προσωρινά από τις 18 Νοεμβρίου 2019.


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

28.11.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 307/3


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/1964 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 26ης Νοεμβρίου 2019

σχετικά με την έγκριση της βάσης L-λυσίνης, υγρής, της μονοϋδροχλωρικής L-λυσίνης, υγρής, της μονοϋδροχλωρικής L-λυσίνης, τεχνικώς καθαρής, καθώς και της θειικής L-λυσίνης ως πρόσθετων υλών ζωοτροφών για όλα τα ζωικά είδη

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1831/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, για τις πρόσθετες ύλες που χρησιμοποιούνται στη διατροφή των ζώων (1), και ιδίως το άρθρο 9 παράγραφος 2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1831/2003 προβλέπει τη χορήγηση άδειας για τη χρήση πρόσθετων υλών στη διατροφή των ζώων και τους όρους και τις διαδικασίες για τη χορήγηση της εν λόγω άδειας. Το άρθρο 10 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει την επαναξιολόγηση των πρόσθετων υλών που έχουν αδειοδοτηθεί σύμφωνα με την οδηγία 82/471/ΕΟΚ του Συμβουλίου (2).

(2)

To υγρό συμπύκνωμα L-λυσίνης (βάση), το υγρό συμπύκνωμα μονοϋδροχλωρικής L-λυσίνης, η μονοϋδροχλωρική L-λυσίνη, τεχνικώς καθαρή, και η θειική L-λυσίνη που παράγεται από ζύμωση με Corynebacterium glutamicum, αδειοδοτήθηκαν χωρίς χρονικό περιορισμό, σύμφωνα με την οδηγία 82/471/ΕΟΚ, με την οδηγία 88/485/ΕΟΚ της Επιτροπής (3). Οι εν λόγω πρόσθετες ύλες ενεγράφησαν, στη συνέχεια, στο μητρώο πρόσθετων υλών ζωοτροφών ως υφιστάμενα προϊόντα, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1831/2003.

(3)

Σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1831/2003, σε συνδυασμό με το άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού, υποβλήθηκαν αιτήσεις για την επαναξιολόγηση του υγρού συμπυκνώματος L-λυσίνης (βάσης), του υγρού συμπυκνώματος μονοϋδροχλωρικής L-λυσίνης, της μονοϋδροχλωρικής L-λυσίνης, τεχνικώς καθαρής, και της θειικής L-λυσίνης που παράγεται από ζύμωση με Corynebacterium glutamicum ως πρόσθετων υλών ζωοτροφών για όλα τα ζωικά είδη. Υποβλήθηκαν επίσης αιτήσεις για την αδειοδότηση του υγρού συμπυκνώματος L-λυσίνης (βάσης), του υγρού συμπυκνώματος μονοϋδροχλωρικής L-λυσίνης, της μονοϋδροχλωρικής L-λυσίνης, τεχνικώς καθαρής, και της θειικής L-λυσίνης για όλα τα ζωικά είδη, σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1831/2003. Οι εν λόγω αιτήσεις συνοδεύονταν από τα στοιχεία και τα έγγραφα που απαιτούνται βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού.

(4)

Οι αιτήσεις αφορούν την αδειοδότηση του υγρού συμπυκνώματος L-λυσίνης (βάσης), του υγρού συμπυκνώματος μονοϋδροχλωρικής L-λυσίνης, της μονοϋδροχλωρικής L-λυσίνης, τεχνικώς καθαρής, και της θειικής L-λυσίνης ως πρόσθετων υλών ζωοτροφών για όλα τα ζωικά είδη, που πρέπει να ταξινομηθούν στην κατηγορία πρόσθετων υλών «διατροφικές πρόσθετες ύλες».

(5)

Η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων («η Αρχή»), στις γνώμες που εξέδωσε στις 11 Σεπτεμβρίου 2013 (4), στις 28 Οκτωβρίου 2014 (5), στις 10 Μαρτίου 2015 (6), στις 16 Ιουνίου 2015 (7), στις 2 Δεκεμβρίου 2015 (8), στις 19 Απριλίου 2016 (9), στις 28 Νοεμβρίου 2018 (10) , (11) και στις 3 Απριλίου 2019 (12), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, υπό τις προτεινόμενες συνθήκες χρήσης, το υγρό συμπύκνωμα L-λυσίνης (βάση) που παράγεται από Escherichia coli FERM BP-10941, Escherichia coli FERM BP-11355, Corynebacterium glutamicum KCCM 11117P, Corynebacterium glutamicum NRRL B-50547, Corynebacterium glutamicum NRRL B-50775 και Corynebacterium glutamicum KCCM 10227, το υγρό συμπύκνωμα μονοϋδροχλωρικής L-λυσίνης που παράγεται από Escherichia coli FERM BP-10941 και Escherichia coli FERM BP-11355, η μονοϋδροχλωρική L-λυσίνη, τεχνικώς καθαρή, που παράγεται από Escherichia coli FERM BP-10941, Escherichia coli FERM BP-11355, Escherichia coli CGMCC 3705, Escherichia coli CGMCC 7.57, Corynebacterium glutamicum NRRL B-50547, Corynebacterium glutamicum NRRL B-50775, Corynebacterium glutamicum KCCM 11117P και Corynebacterium glutamicum KCCM 10227 και η θειική L-λυσίνη που παράγεται από Corynebacterium glutamicum KCCM 10227 και Corynebacterium glutamicum DSM 24990 δεν έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία των ζώων, στην ασφάλεια των καταναλωτών ή στο περιβάλλον. Η ασφάλεια των πρόσθετων υλών που παράγονται από γενετικώς τροποποιημένο μικροοργανισμό, ιδίως από Corynebacterium glutamicum NRRL B-50547, υπόκειται στην προϋπόθεση ότι η διαδικασία παρασκευής εξασφαλίζει ότι στο τελικό προϊόν δεν υπάρχει ανασυνδυασμένο DNA του στελέχους παραγωγής. Η Αρχή ανέφερε επίσης ότι οι τέσσερις μορφές L-λυσίνης θα πρέπει να θεωρούνται επικίνδυνες για τους χρήστες των πρόσθετων υλών, ιδίως όταν εισπνέονται. Ορισμένες από τις εν λόγω μορφές θα πρέπει επίσης να θεωρούνται ελαφρώς ερεθιστικές για τα μάτια ή διαβρωτικές για το δέρμα και τα μάτια. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι απαραίτητη η λήψη κατάλληλων μέτρων προστασίας για την πρόληψη δυσμενών επιπτώσεων στην υγεία του ανθρώπου, ιδίως όσον αφορά τους χρήστες των πρόσθετων υλών. Η Αρχή κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι οι πρόσθετες ύλες αποτελούν αποτελεσματική πηγή του αμινοξέος L-λυσίνη για όλα τα ζωικά είδη και, για να είναι εξίσου αποτελεσματικές και στα μηρυκαστικά όπως και στα μη μηρυκαστικά ζώα, οι πρόσθετες ύλες θα πρέπει να προστατεύονται από την αποδόμηση εντός της μεγάλης κοιλίας. Η Αρχή κρίνει ότι δεν υπάρχει ανάγκη για ειδικές απαιτήσεις παρακολούθησης μετά τη διάθεση στην αγορά. Η Αρχή επαλήθευσε, επίσης, την έκθεση σχετικά με τις μεθόδους ανάλυσης των πρόσθετων υλών ζωοτροφών στις ζωοτροφές, η οποία υποβλήθηκε από το εργαστήριο αναφοράς που συστάθηκε βάσει του άρθρου 21 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1831/2003.

(6)

Οι ονομασίες «υγρό συμπύκνωμα L-λυσίνης (βάση)» και «υγρό συμπύκνωμα μονοϋδροχλωρικής L-λυσίνης» θα πρέπει να αλλάξουν σε «βάση L-λυσίνης, υγρή» και «μονοϋδροχλωρική L-λυσίνη, υγρή» αφού η ελάχιστη περιεκτικότητα των εν λόγω πρόσθετων υλών σε L-λυσίνη είναι μόνο 50 % και 22 % αντίστοιχα.

(7)

Από την αξιολόγηση του υγρού συμπυκνώματος L-λυσίνης (βάσης), του υγρού συμπυκνώματος μονοϋδροχλωρικής L-λυσίνης, της μονοϋδροχλωρικής L-λυσίνης, τεχνικώς καθαρής, και της θειικής L-λυσίνης που παράγεται από ζύμωση με Corynebacterium glutamicum spp ή Escherichia coli spp, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 5, προκύπτει ότι πληρούνται οι όροι για τη χορήγηση άδειας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1831/2003. Συνεπώς, θα πρέπει να επιτραπεί η χρήση των εν λόγω ουσιών, όπως καθορίζεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

(8)

Επειδή, για λόγους ασφαλείας, δεν απαιτείται η άμεση εφαρμογή των τροποποιήσεων των όρων χορήγησης άδειας για το υγρό συμπύκνωμα L-λυσίνης (βάση), το υγρό συμπύκνωμα μονοϋδροχλωρικής L-λυσίνης, τη μονοϋδροχλωρική L-λυσίνη, τεχνικώς καθαρή, και τη θειική L-λυσίνη που παράγεται από ζύμωση με Corynebacterium glutamicum, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί μεταβατική περίοδος, ώστε τα ενδιαφερόμενα μέρη να προετοιμαστούν για να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις που απορρέουν από την άδεια.

(9)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής φυτών, ζώων, τροφίμων και ζωοτροφών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Χορήγηση άδειας

Χορηγείται άδεια για τη χρήση των ουσιών που προσδιορίζονται στο παράρτημα και ανήκουν στην κατηγορία πρόσθετων υλών «διατροφικές πρόσθετες ύλες» και στη λειτουργική ομάδα «αμινοξέα, άλατα αμινοξέων και ανάλογες ουσίες» ως πρόσθετων υλών για τη διατροφή των ζώων υπό τους όρους που καθορίζονται στο εν λόγω παράρτημα.

Άρθρο 2

Μεταβατικά μέτρα

1.   Για το υγρό συμπύκνωμα L-λυσίνης (βάση), το υγρό συμπύκνωμα μονοϋδροχλωρικής L-λυσίνης, τη μονοϋδροχλωρική L-λυσίνη, τεχνικώς καθαρή, και τη θειική L-λυσίνη που παράγεται από ζύμωση με Corynebacterium glutamicum, που έχουν αδειοδοτηθεί με την οδηγία 88/485/ΕΟΚ της Επιτροπής, και τα προμείγματα που περιέχουν τις εν λόγω ουσίες επιτρέπεται η διάθεση στην αγορά έως τις 18 Ιουνίου 2020 σύμφωνα με τους κανόνες που ίσχυαν πριν από τις 18 Δεκεμβρίου 2019 και η χρήση έως ότου εξαντληθούν τα υπάρχοντα αποθέματα.

2.   Για τις πρώτες ύλες ζωοτροφών και τις σύνθετες ζωοτροφές που περιέχουν τις ουσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι οποίες έχουν παραχθεί και επισημανθεί πριν από τις 18 Δεκεμβρίου 2020 σύμφωνα με τους κανόνες που ίσχυαν πριν από τις 18 Δεκεμβρίου 2019, επιτρέπεται η διάθεση στην αγορά και η χρήση έως ότου εξαντληθούν τα υπάρχοντα αποθέματα, αν προορίζονται για τροφοπαραγωγά ζώα.

3.   Για τις πρώτες ύλες ζωοτροφών και τις σύνθετες ζωοτροφές που περιέχουν τις ουσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι οποίες έχουν παραχθεί και επισημανθεί πριν από τις 18 Δεκεμβρίου 2021 σύμφωνα με τους κανόνες που ίσχυαν πριν από τις 18 Δεκεμβρίου 2019, επιτρέπεται η διάθεση στην αγορά και η χρήση έως ότου εξαντληθούν τα υπάρχοντα αποθέματα, αν προορίζονται για μη τροφοπαραγωγά ζώα.

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 26 Νοεμβρίου 2019.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 268 της 18.10.2003, σ. 29.

(2)  Οδηγία 82/471/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1982, σχετικά με ορισμένα προϊόντα τα οποία χρησιμοποιούνται στη διατροφή των ζώων (ΕΕ L 213 της 21.7.1982, σ. 8).

(3)  Οδηγία 88/485/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 26ης Ιουλίου 1988, για την τροποποίηση του παραρτήματος της οδηγίας 82/471/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένα προϊόντα τα οποία χρησιμοποιούνται στη διατροφή των ζώων (ΕΕ L 239 της 30.8.1988, σ. 36).

(4)  EFSA Journal 2013·11(10):3365.

(5)  EFSA Journal 2014·12(11):3895.

(6)  EFSA Journal 2015·13(3):4052.

(7)  EFSA Journal 2015·13(7):4156.

(8)  EFSA Journal 2016·14(3):4346.

(9)  EFSA Journal 2016·14(5):4471.

(10)  EFSA Journal 2019·17(1):5532.

(11)  EFSA Journal 2019·17(1):5537.

(12)  EFSA Journal 2019·17(5):5697.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Αριθμός ταυτοποίησης της πρόσθετης ύλης

Επωνυμία του κατόχου της άδειας

Πρόσθετη ύλη

Σύσταση, χημικός τύπος, περιγραφή, μέθοδος ανάλυσης

Είδος ή κατηγορία ζώου

Μέγιστη ηλικία

Ελάχιστη περιεκτικότητα

Μέγιστη περιεκτικότητα

Λοιπές διατάξεις

Λήξη της περιόδου ισχύος της άδειας

mg δραστικής ουσίας/kg πλήρους ζωοτροφής με περιεκτικότητα σε υγρασία 12 %

Κατηγορία διατροφικών πρόσθετων υλών. Λειτουργική ομάδα: αμινοξέα, άλατα αμινοξέων και ανάλογες ουσίες.

3c320

-

Βάση L-λυσίνης, υγρή

Σύσταση της πρόσθετης ύλης:

Υδατικό διάλυμα L-λυσίνης με ελάχιστη περιεκτικότητα σε L-λυσίνη 50 %.

Χαρακτηρισμός της δραστικής ουσίας:

L-λυσίνη που παράγεται από ζύμωση με Escherichia coli FERM BP-10941 ή

Escherichia coli FERM BP-11355 ή

Corynebacterium glutamicum KCCM 11117P ή

Corynebacterium glutamicum NRRL B-50547 ή

Corynebacterium glutamicum NRRL B-50775 ή

Corynebacterium glutamicum KCCM 10227.

Χημικός τύπος: NH2-(CH2)4-CH(NH2)-COOH

Αριθμός CAS: 56-87-1

Μέθοδοι ανάλυσης (1):

Για τον ποσοτικό προσδιορισμό της λυσίνης στην πρόσθετη ύλη και στα προμείγματα που περιέχουν λυσίνη σε ποσοστό μεγαλύτερο του 10 %:

χρωματογραφία ανταλλαγής ιόντων με παραγωγοποίηση μετά τη στήλη και φωτομετρική ανίχνευση (IEC-VIS/FLD) — EN ISO 17180.

Για τον ποσοτικό προσδιορισμό της λυσίνης σε προμείγματα, σύνθετες ζωοτροφές και πρώτες ύλες ζωοτροφών:

χρωματογραφία ανταλλαγής ιόντων με παραγωγοποίηση μετά τη στήλη και φωτομετρική ανίχνευση (IEC-VIS), κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 152/2009 της Επιτροπής (παράρτημα III, ΣΤ).

Για τον ποσοτικό προσδιορισμό της λυσίνης σε νερό:

χρωματογραφία ανταλλαγής ιόντων με παραγωγοποίηση μετά τη στήλη και φωτομετρική ανίχνευση (IEC-VIS/FLD)· ή

χρωματογραφία ανταλλαγής ιόντων με παραγωγοποίηση μετά τη στήλη και φωτομετρική ανίχνευση (IEC-VIS).

Όλα τα είδη

-

-

-

1.

Η περιεκτικότητα σε L-λυσίνη αναγράφεται στην επισήμανση της πρόσθετης ύλης.

2.

Η βάση L-λυσίνης, υγρή, μπορεί να διατεθεί στην αγορά και να χρησιμοποιηθεί ως πρόσθετη ύλη με τη μορφή παρασκευάσματος.

3.

Για τους χρήστες της πρόσθετης ύλης και των προμειγμάτων, οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων ζωοτροφών καθορίζουν επιχειρησιακές διαδικασίες και οργανωτικά μέτρα προκειμένου να αντιμετωπίζονται οι ενδεχόμενοι κίνδυνοι από εισπνοή, δερματική επαφή ή επαφή με τα μάτια. Όταν αυτοί οι κίνδυνοι δεν μπορούν να εξαλειφθούν ή να μειωθούν στο ελάχιστο με τις εν λόγω διαδικασίες και μέτρα, η πρόσθετη ύλη και τα προμείγματα χρησιμοποιούνται με μέσα ατομικής προστασίας, συμπεριλαμβανομένων μέσων προστασίας της αναπνοής, του δέρματος και των ματιών.

4.

Η πρόσθετη ύλη μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται μέσω του πόσιμου νερού.

5.

Δηλώσεις που πρέπει να γίνουν στην επισήμανση της πρόσθετης ύλης και των προμειγμάτων: «Η συμπλήρωση με L-λυσίνη, ιδίως μέσω του πόσιμου νερού, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλα τα απαραίτητα και υπό όρους απαραίτητα αμινοξέα, ώστε να αποφευχθούν τυχόν ανισορροπίες».

18.12.2029

3c321

-

Μονοϋδροχλωρική L-λυσίνη, υγρή

Σύσταση της πρόσθετης ύλης:

Υδατικό διάλυμα μονοϋδροχλωρικής L-λυσίνης με ελάχιστη περιεκτικότητα σε L-λυσίνη 22 % και μέγιστη περιεκτικότητα σε υγρασία 66 % (τουλάχιστον 58 % L-λυσίνη σε ξηρή ύλη).

Χαρακτηρισμός της δραστικής ουσίας:

Μονοϋδροχλωρική L-λυσίνη που παράγεται από ζύμωση με

Escherichia coli FERM BP-10941 ή Escherichia coli FERM BP-11355.

Χημικός τύπος: NH2-(CH2)4-CH(NH2)-COOH

Αριθμός CAS: 657-27-2

Μέθοδοι ανάλυσης (1) :

Για την ταυτοποίηση της L-λυσίνης στην πρόσθετη ύλη ζωοτροφών:

Food Chemical Codex – μονογραφία για τη μονοϋδροχλωρική L-λυσίνη

Για τον ποσοτικό προσδιορισμό της λυσίνης στην πρόσθετη ύλη και στα προμείγματα που περιέχουν λυσίνη σε ποσοστό μεγαλύτερο του 10 %:

χρωματογραφία ανταλλαγής ιόντων με παραγωγοποίηση μετά τη στήλη και φωτομετρική ανίχνευση (IEC-VIS/FLD) – EN ISO 17180.

Για τον ποσοτικό προσδιορισμό της λυσίνης σε προμείγματα, σύνθετες ζωοτροφές και πρώτες ύλες ζωοτροφών:

χρωματογραφία ανταλλαγής ιόντων με παραγωγοποίηση μετά τη στήλη και φωτομετρική ανίχνευση (IEC-VIS), κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 152/2009 της Επιτροπής (παράρτημα III, ΣΤ).

Όλα τα είδη

-

-

-

1.

Η περιεκτικότητα σε L-λυσίνη αναγράφεται στην επισήμανση της πρόσθετης ύλης.

2.

Η μονοϋδροχλωρική L-λυσίνη, υγρή, μπορεί να διατεθεί στην αγορά και να χρησιμοποιηθεί ως πρόσθετη ύλη με τη μορφή παρασκευάσματος.

3.

Για τους χρήστες της πρόσθετης ύλης και των προμειγμάτων, οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων ζωοτροφών καθορίζουν επιχειρησιακές διαδικασίες και οργανωτικά μέτρα προκειμένου να αντιμετωπίζονται οι ενδεχόμενοι κίνδυνοι από εισπνοή και επαφή με τα μάτια. Όταν αυτοί οι κίνδυνοι δεν μπορούν να εξαλειφθούν ή να μειωθούν στο ελάχιστο με τις εν λόγω διαδικασίες και μέτρα, η πρόσθετη ύλη και τα προμείγματα χρησιμοποιούνται με μέσα ατομικής προστασίας, συμπεριλαμβανομένων μέσων προστασίας της αναπνοής και των ματιών.

4.

Η πρόσθετη ύλη μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται μέσω του πόσιμου νερού.

5.

Δηλώσεις που πρέπει να γίνουν στην επισήμανση της πρόσθετης ύλης και των προμειγμάτων: «Η συμπλήρωση με L-λυσίνη θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλα τα απαραίτητα και υπό όρους απαραίτητα αμινοξέα, ώστε να αποφευχθούν τυχόν ανισορροπίες».

18.12.2029

3c322

 

Μονοϋδροχλωρική L-λυσίνη, τεχνικώς καθαρή

Σύσταση της πρόσθετης ύλης:

Κόνις μονοϋδροχλωρικής L-λυσίνης με ελάχιστη περιεκτικότητα σε L-λυσίνη 78 % και μέγιστη περιεκτικότητα σε υγρασία 1,5 %.

Χαρακτηρισμός της δραστικής ουσίας:

Μονοϋδροχλωρική L-λυσίνη που παράγεται από ζύμωση με

Escherichia coli FERM BP-10941 ή Escherichia coli FERM BP-11355 ή Escherichia coli CGMCC 3705 ή Escherichia coli CGMCC 7.57 ή Corynebacterium glutamicum NRRL B-50547 ή

Corynebacterium glutamicum NRRL B-50775 ή

Corynebacterium glutamicum KCCM 11117P ή

Corynebacterium glutamicum KCCM 10227.

Χημικός τύπος: NH2-(CH2)4-CH(NH2)-COOH

Αριθμός CAS: 657-27-2

Μέθοδοι ανάλυσης (1):

Για την ταυτοποίηση της L-λυσίνης στην πρόσθετη ύλη ζωοτροφών:

Food Chemical Codex – μονογραφία για τη μονοϋδροχλωρική L-λυσίνη

Για τον ποσοτικό προσδιορισμό της λυσίνης στην πρόσθετη ύλη και στα προμείγματα που περιέχουν λυσίνη σε ποσοστό μεγαλύτερο του 10 %:

χρωματογραφία ανταλλαγής ιόντων με παραγωγοποίηση μετά τη στήλη και φωτομετρική ανίχνευση (IEC-VIS/FLD) – EN ISO 17180.

Για τον ποσοτικό προσδιορισμό της λυσίνης σε προμείγματα, σύνθετες ζωοτροφές και πρώτες ύλες ζωοτροφών:

χρωματογραφία ανταλλαγής ιόντων με παραγωγοποίηση μετά τη στήλη και φωτομετρική ανίχνευση (IEC-VIS), κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 152/2009 της Επιτροπής (παράρτημα III, ΣΤ).

Για τον ποσοτικό προσδιορισμό της λυσίνης σε νερό:

χρωματογραφία ανταλλαγής ιόντων με παραγωγοποίηση μετά τη στήλη και φωτομετρική ανίχνευση (IEC-VIS/FLD)· ή

χρωματογραφία ανταλλαγής ιόντων με παραγωγοποίηση μετά τη στήλη και φωτομετρική ανίχνευση (IEC-VIS).

Όλα τα είδη

-

-

-

1.

Η περιεκτικότητα σε L-λυσίνη αναγράφεται στην επισήμανση της πρόσθετης ύλης.

2.

Η μονοϋδροχλωρική L-λυσίνη, τεχνικώς καθαρή, μπορεί να διατεθεί στην αγορά και να χρησιμοποιηθεί ως πρόσθετη ύλη με τη μορφή παρασκευάσματος.

3.

Η περιεκτικότητα της πρόσθετης ύλης σε ενδοτοξίνες και η δυνατότητα επίπασης της πρόσθετης ύλης εξασφαλίζουν μέγιστη έκθεση σε ενδοτοξίνες της τάξης των 1 600 IU ενδοτοξινών/m3 αέρα (2)

4.

Για τους χρήστες της πρόσθετης ύλης και των προμειγμάτων, οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων ζωοτροφών καθορίζουν επιχειρησιακές διαδικασίες και οργανωτικά μέτρα για την αντιμετώπιση των πιθανών κινδύνων μέσω της εισπνοής. Όταν οι εν λόγω κίνδυνοι δεν μπορούν να εξαλειφθούν ή να μειωθούν στο ελάχιστο με τις εν λόγω διαδικασίες και τα εν λόγω μέτρα, η πρόσθετη ύλη και τα προμείγματα χρησιμοποιούνται με μέσα ατομικής προστασίας, συμπεριλαμβανομένων μέσων προστασίας της αναπνοής.

5.

Η πρόσθετη ύλη μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται μέσω του πόσιμου νερού.

6.

Δηλώσεις που πρέπει να γίνουν στην επισήμανση της πρόσθετης ύλης και των προμειγμάτων: «Η συμπλήρωση με L-λυσίνη, ιδίως μέσω του πόσιμου νερού, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλα τα απαραίτητα και υπό όρους απαραίτητα αμινοξέα, ώστε να αποφευχθούν τυχόν ανισορροπίες».

18.12.2029

3c324

 

Θειική L-λυσίνη

Σύσταση της πρόσθετης ύλης:

Κόκκοι με ελάχιστη περιεκτικότητα σε L-λυσίνη 52 % και μέγιστη περιεκτικότητα περιεκτικότητα σε θειϊκά 24 %.

Χαρακτηρισμός της δραστικής ουσίας:

Θειική L-λυσίνη, που παράγεται από ζύμωση με Corynebacterium glutamicum KCCM 10227 ή

Corynebacterium glutamicum DSM 24990.

Χημικός τύπος: C12H28N4O4•H2SO4/[NH2-(CH2)4-CH(NH2)-COOH]2SO4

Αριθμός CAS: 60343-69-3

Μέθοδοι ανάλυσης (1):

Για τον ποσοτικό προσδιορισμό της λυσίνης στην πρόσθετη ύλη και στα προμείγματα που περιέχουν λυσίνη σε ποσοστό μεγαλύτερο του 10 %:

χρωματογραφία ανταλλαγής ιόντων με παραγωγοποίηση μετά τη στήλη και φωτομετρική ανίχνευση (IEC-VIS/FLD) – EN ISO 17180

Για την ταυτοποίηση του θειικού ιόντος στην πρόσθετη ύλη ζωοτροφών:

μονογραφία 20301 της Ευρωπαϊκής Φαρμακοποιίας

Για τον ποσοτικό προσδιορισμό της λυσίνης σε προμείγματα, σύνθετες ζωοτροφές και πρώτες ύλες ζωοτροφών:

χρωματογραφία ανταλλαγής ιόντων με παραγωγοποίηση μετά τη στήλη και φωτομετρική ανίχνευση (IEC-UV), κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 152/2009 της Επιτροπής

Όλα τα είδη

-

-

10 000

1.

Η περιεκτικότητα σε L-λυσίνη αναγράφεται στην επισήμανση της πρόσθετης ύλης.

2.

Η θειική L-λυσίνη μπορεί να διατεθεί στην αγορά και να χρησιμοποιηθεί ως πρόσθετη ύλη με τη μορφή παρασκευάσματος.

3.

Για τους χρήστες της πρόσθετης ύλης και των προμειγμάτων, οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων ζωοτροφών καθορίζουν επιχειρησιακές διαδικασίες και οργανωτικά μέτρα για την αντιμετώπιση των πιθανών κινδύνων μέσω της εισπνοής. Όταν οι κίνδυνοι αυτοί δεν μπορούν να εξαλειφθούν ή να μειωθούν στο ελάχιστο με τις εν λόγω διαδικασίες και τα εν λόγω μέτρα, η πρόσθετη ύλη και τα προμείγματα χρησιμοποιούνται με μέσα ατομικής προστασίας, συμπεριλαμβανομένων και μέσων προστασίας της αναπνοής.

4.

Δηλώσεις που πρέπει να γίνουν στην επισήμανση της πρόσθετης ύλης και των προμειγμάτων: «Η συμπλήρωση με L-λυσίνη θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλα τα απαραίτητα και υπό όρους απαραίτητα αμινοξέα, ώστε να αποφευχθούν τυχόν ανισορροπίες».

18.12.2029


(1)  Λεπτομέρειες σχετικά με τις μεθόδους ανάλυσης διατίθενται στην ακόλουθη διεύθυνση του εργαστηρίου αναφοράς: https://ec.europa.eu/jrc/en/eurl/feed-additives/evaluation-reports

(2)  Η έκθεση υπολογίζεται με βάση το επίπεδο ενδοτοξινών και τη δυνατότητα επίπασης της πρόσθετης ύλης σύμφωνα με τη μέθοδο που χρησιμοποιεί η EFSA (EFSA Journal 2018·16(10):5458)· μέθοδος ανάλυσης: Ευρωπαϊκή Φαρμακοποιία 2.6.14 (βακτηριακές ενδοτοξίνες).


28.11.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 307/12


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/1965 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 26ης Νοεμβρίου 2019

σχετικά με την αδειοδότηση του διένυδρου μολυβδαινικού νατρίου ως πρόσθετης ύλης ζωοτροφών για πρόβατα

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1831/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, για τις πρόσθετες ύλες που χρησιμοποιούνται στη διατροφή των ζώων (1), και ιδίως το άρθρο 9 παράγραφος 2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1831/2003 προβλέπει τη χορήγηση άδειας για τη χρήση πρόσθετων υλών στη διατροφή των ζώων και τους όρους και τις διαδικασίες για τη χορήγηση της εν λόγω άδειας. Το άρθρο 10 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει την επαναξιολόγηση των πρόσθετων υλών που έχουν αδειοδοτηθεί σύμφωνα με την οδηγία 70/524/ΕΟΚ του Συμβουλίου (2).

(2)

Το μολυβδαινικό νάτριο αδειοδοτήθηκε χωρίς χρονικό περιορισμό ως πρόσθετη ύλη ζωοτροφών για όλα τα ζωικά είδη σύμφωνα με την οδηγία 70/524/ΕΟΚ. Η εν λόγω ουσία προστέθηκε στη συνέχεια στο μητρώο πρόσθετων υλών ζωοτροφών ως υφιστάμενο προϊόν, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1831/2003.

(3)

Σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1831/2003 σε συνδυασμό με το άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού, υποβλήθηκε αίτηση για την επαναξιολόγηση του διένυδρου μολυβδαινικού νατρίου ως πρόσθετης ύλης ζωοτροφών για πρόβατα.

(4)

Ο αιτών ζήτησε την ταξινόμηση του διένυδρου μολυβδαινικού νατρίου στην κατηγορία πρόσθετων υλών «διατροφικές πρόσθετες ύλες». Η αίτηση συνοδευόταν από τα στοιχεία και τα έγγραφα που απαιτούνται βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1831/2003.

(5)

Η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων («η Αρχή»), στη γνωμοδότηση που εξέδωσε στις 23 Ιανουαρίου 2019 (3), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, σύμφωνα με τις προτεινόμενες συνθήκες χρήσης, το διένυδρο μολυβδαινικό νάτριο δεν έχει δυσμενείς επιδράσεις στην υγεία των ζώων, στην υγεία του καταναλωτή ή στο περιβάλλον. Κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι η πρόσθετη ύλη θεωρείται ερεθιστική για το δέρμα και τα μάτια. Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι θα πρέπει να ληφθούν κατάλληλα μέτρα προστασίας για την πρόληψη δυσμενών επιδράσεων στην υγεία του ανθρώπου, ιδίως όσον αφορά τους χρήστες της πρόσθετης ύλης. Επιπλέον, η Αρχή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συμπλήρωση μολυβδαινίου σε ζωοτροφές προβάτων με διένυδρο μολυβδαινικό νάτριο θεωρείται αποτελεσματική ώστε να εξασφαλίζεται επαρκής ισορροπία με τον χαλκό, όταν ο λόγος του χαλκού προς το μολυβδαίνιο στη διατροφή κυμαίνεται μεταξύ 3-10. Η Αρχή δεν κρίνει αναγκαία τη θέσπιση ειδικών απαιτήσεων παρακολούθησης μετά τη διάθεση στην αγορά. Η Αρχή επαλήθευσε, επίσης, τις εκθέσεις σχετικά με τη μέθοδο ανάλυσης των πρόσθετων υλών ζωοτροφών στις ζωοτροφές, οι οποίες υποβλήθηκαν από το εργαστήριο αναφοράς που συστάθηκε βάσει του άρθρου 21 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1831/2003.

(6)

Από την αξιολόγηση του διένυδρου μολυβδαινικού νατρίου διαπιστώνεται ότι πληρούνται οι όροι για τη χορήγηση άδειας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1831/2003.

(7)

Καθώς δεν υπάρχουν λόγοι ασφάλειας που να επιβάλλουν την άμεση εφαρμογή των τροποποιήσεων στους όρους αδειοδότησης του διένυδρου μολυβδαινικού νατρίου, θεωρείται σκόπιμο να προβλεφθεί μεταβατική περίοδος, ώστε τα ενδιαφερόμενα μέρη να προετοιμαστούν για να συμμορφωθούν με τις νέες απαιτήσεις που απορρέουν από την άδεια.

(8)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής φυτών, ζώων, τροφίμων και ζωοτροφών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Χορήγηση άδειας

Χορηγείται άδεια για τη χρήση της ουσίας που προσδιορίζεται στο παράρτημα και ανήκει στην κατηγορία πρόσθετων υλών «διατροφικές πρόσθετες ύλες» και στη λειτουργική ομάδα «ενώσεις ιχνοστοιχείων» ως πρόσθετης ύλης ζωοτροφών για τη διατροφή των ζώων υπό τους όρους που καθορίζονται στο εν λόγω παράρτημα.

Άρθρο 2

Μεταβατικά μέτρα

1.   Το διένυδρο μολυβδαινικό νάτριο και τα προμείγματα που περιέχουν την εν λόγω ουσία, τα οποία έχουν παραχθεί και επισημανθεί πριν από τις 18 Ιουνίου 2020, σύμφωνα με τους κανόνες που ίσχυαν πριν από τις 18 Δεκεμβρίου 2019, μπορούν να εξακολουθήσουν να διατίθενται στην αγορά και να χρησιμοποιούνται έως ότου εξαντληθούν τα υφιστάμενα αποθέματα.

2.   Οι πρώτες ύλες ζωοτροφών και οι σύνθετες ζωοτροφές που περιέχουν διένυδρο μολυβδαινικό νάτριο, οι οποίες έχουν παραχθεί και επισημανθεί πριν από τις 18 Δεκεμβρίου 2020, σύμφωνα με τους κανόνες που ίσχυαν πριν από τις 18 Δεκεμβρίου 2019, μπορούν να εξακολουθήσουν να διατίθενται στην αγορά και να χρησιμοποιούνται έως ότου εξαντληθούν τα υφιστάμενα αποθέματα, αν προορίζονται για τροφοπαραγωγά ζώα.

3.   Οι πρώτες ύλες ζωοτροφών και οι σύνθετες ζωοτροφές που περιέχουν διένυδρο μολυβδαινικό νάτριο, οι οποίες έχουν παραχθεί και επισημανθεί πριν από τις 18 Δεκεμβρίου 2021, σύμφωνα με τους κανόνες που ίσχυαν πριν από τις 18 Δεκεμβρίου 2019, μπορούν να εξακολουθήσουν να διατίθενται στην αγορά και να χρησιμοποιούνται έως ότου εξαντληθούν τα υφιστάμενα αποθέματα, αν προορίζονται για μη τροφοπαραγωγά ζώα.

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 26 Νοεμβρίου 2019.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 268 της 18.10.2003, σ. 29.

(2)  Οδηγία 70/524/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1970, περί των πρόσθετων υλών στη διατροφή των ζώων (ΕΕ L 270 της 14.12.1970, σ. 1).

(3)  EFSA Journal 2019·17(2):5606.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Αριθμός ταυτοποίησης της πρόσθετης ύλης

Επωνυμία του κατόχου της άδειας

Πρόσθετη ύλη

Σύνθεση, χημικός τύπος, περιγραφή, μέθοδος ανάλυσης

Είδος ή κατηγορία ζώου

Μέγιστη ηλικία

Ελάχιστη περιεκτικότητα

Μέγιστη περιεκτικότητα

Λοιπές διατάξεις

Λήξη της περιόδου ισχύος της άδειας

Περιεκτικότητα στοιχείου (Mo) σε mg/kg πλήρους ζωοτροφής με περιεκτικότητα σε υγρασία 12 %

Κατηγορία διατροφικών πρόσθετων υλών. Λειτουργική ομάδα: ενώσεις ιχνοστοιχείων

3b701

-

Διένυδρο μολυβδαινικό νάτριο

Σύνθεση πρόσθετης ύλης:

Διένυδρο μολυβδαινικό νάτριο ως σκόνη με ελάχιστη περιεκτικότητα σε μολυβδαίνιο 37 %.

Χαρακτηρισμός της δραστικής ουσίας:

Χημικός τύπος: Na2MoO4. 2 H2O

Αριθμός CAS: 10102-40-6

Μέθοδοι ανάλυσης 1:

Για τον ποσοτικό προσδιορισμό του ολικού μολυβδαινίου στην πρόσθετη ύλη ζωοτροφών, στα προμείγματα, στις πρώτες ύλες ζωοτροφών και στις σύνθετες ζωοτροφές:

EN 15510: Φασματομετρία ατομικής εκπομπής σε επαγωγικά συζευγμένο πλάσμα (ICP-AES)

Για τον ποσοτικό προσδιορισμό του συνολικού νατρίου στην πρόσθετη ύλη ζωοτροφών:

EN 15510: Φασματομετρία ατομικής εκπομπής σε επαγωγικά συζευγμένο πλάσμα (ICP-AES)· ή

EN ISO 6869: Φασματομετρία ατομικής απορρόφησης (ΦΑΑ)

Πρόβατα

-

-

2,5 (συνολικά)

1.

Η πρόσθετη ύλη ενσωματώνεται σε ζωοτροφή υπό μορφή προμείγματος.

2.

Για τους χρήστες της πρόσθετης ύλης και των προμειγμάτων οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων ζωοτροφών καθορίζουν επιχειρησιακές διαδικασίες και κατάλληλα οργανωτικά μέτρα, προκειμένου να αντιμετωπιστούν δυνητικοί κίνδυνοι από την επαφή με το δέρμα ή με τα μάτια. Αν δεν είναι δυνατόν να περιοριστούν οι κίνδυνοι σε αποδεκτό επίπεδο με τις εν λόγω διαδικασίες και μέτρα, ο χειρισμός της πρόσθετης ύλης και των προμειγμάτων γίνεται με κατάλληλα μέσα ατομικής προστασίας.

3.

Η επισήμανση της πρόσθετης ύλης και των προμειγμάτων αναφέρει το εξής:

«Από τη συμπλήρωση μολυβδαινίου σε ζωοτροφές προβάτων ο λόγος Cu:ΜΟ στη διατροφή είναι 3-10, ώστε να εξασφαλίζεται επαρκής ισορροπία με τον χαλκό»

18.12.2029


(1)  Πληροφορίες σχετικά με τις μεθόδους ανάλυσης διατίθενται στην ακόλουθη διεύθυνση του εργαστηρίου αναφοράς: https://ec.europa.eu/jrc/eurl/feed-additives/evaluation-reports


28.11.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 307/15


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/1966 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 27ης Νοεμβρίου 2019

σχετικά με την τροποποίηση και τη διόρθωση των παραρτημάτων II, III και V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα καλλυντικά προϊόντα

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για τα καλλυντικά προϊόντα (1), και ιδίως το άρθρο 15 παράγραφος 1 και το άρθρο 15 παράγραφος 2 τέταρτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

O κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2) προβλέπει μια εναρμονισμένη ταξινόμηση ουσιών ως καρκινογόνες, μεταλλαξιογόνες ή τοξικές για την αναπαραγωγή (ΚΜΤ), βάσει επιστημονικής αξιολόγησης από την επιτροπή αξιολόγησης κινδύνων του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων. Οι ουσίες ταξινομούνται ως ΚΜΤ κατηγορίας 1Α, ΚΜΤ κατηγορίας 1Β ή ΚΜΤ κατηγορίας 2, ανάλογα με το επίπεδο τεκμηρίωσης των ιδιοτήτων ΚΜΤ που παρουσιάζουν.

(2)

Το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009 προβλέπει ότι οι ουσίες που έχουν ταξινομηθεί ως ουσίες ΚΜΤ κατηγορίας 1Α, 1Β ή 2 στο μέρος 3 του παραρτήματος VI του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 (ουσίες καρκινογόνες, μεταλλαξιογόνες και τοξικές για την αναπαραγωγή) απαγορεύεται να χρησιμοποιηθούν στα καλλυντικά προϊόντα. Ωστόσο, επιτρέπεται η χρήση ουσιών ΚΜΤ σε καλλυντικά προϊόντα εφόσον πληρούνται οι όροι που προβλέπονται στο άρθρο 15 παράγραφος 1 δεύτερη περίοδος ή στο άρθρο 15 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009.

(3)

Για την ομοιόμορφη εφαρμογή της απαγόρευσης των ουσιών ΚΜΤ εντός της εσωτερικής αγοράς, προκειμένου να διασφαλιστεί η ασφάλεια δικαίου, ιδίως για τους οικονομικούς φορείς και τις αρμόδιες εθνικές αρχές, και προκειμένου να εξασφαλιστεί υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου, όλες οι ουσίες ΚΜΤ θα πρέπει να περιληφθούν στον κατάλογο των απαγορευμένων ουσιών στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009 και, κατά περίπτωση, να διαγραφούν από τον κατάλογο των ουσιών υπό περιορισμούς ή των επιτρεπόμενων ουσιών στα παραρτήματα III και V του εν λόγω κανονισμού. Όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 15 παράγραφος 1 δεύτερη περίοδος ή στο άρθρο 15 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009, οι κατάλογοι των ουσιών υπό περιορισμούς και των επιτρεπόμενων ουσιών στα παραρτήματα III και V του εν λόγω κανονισμού θα πρέπει να τροποποιούνται αναλόγως.

(4)

Όλες οι ουσίες που είχαν ταξινομηθεί ως ουσίες ΚΜΤ σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 την 1η Δεκεμβρίου 2018, όταν άρχισε να εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΕ) 2017/776 της Επιτροπής (3), επρόκειτο να καλυφθούν από τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/831 της Επιτροπής (4). Ο παρών κανονισμός καλύπτει τις ουσίες που ταξινομούνται ως ουσίες ΚΜΤ με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1480 της Επιτροπής (5), ο οποίος θα αρχίσει να εφαρμόζεται από την 1η Μαΐου 2020.

(5)

Όσον αφορά την ουσία 2-υδροξυβενζοϊκό οξύ, με την ονομασία Salicylic acid (σαλικυλικό οξύ) σύμφωνα με τη Διεθνή Ονοματολογία Συστατικών Καλλυντικών (INCI), η οποία έχει ταξινομηθεί ως ουσία ΚΜΤ κατηγορίας 2, έχει υποβληθεί αίτημα για την εφαρμογή του άρθρου 15 παράγραφος 1 δεύτερη περίοδος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009 και έχει εξακριβωθεί ότι πληρούται ο όρος που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη.

(6)

Το σαλικυλικό οξύ και τα άλατά του περιλαμβάνονται επί του παρόντος στην εγγραφή 3 του παραρτήματος V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009 ως συντηρητικά που επιτρέπονται στα καλλυντικά προϊόντα σε συγκέντρωση έως 0,5 % (ως οξύ).

(7)

Το σαλικυλικό οξύ περιλαμβάνεται επίσης στην εγγραφή 98 του παραρτήματος III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009 ως απαγορευμένη ουσία που επιτρέπεται μόνον όταν χρησιμοποιείται για σκοπούς άλλους από τη χρήση ως συντηρητικό, σε προϊόντα για τα μαλλιά που ξεπλένονται μετά τη χρήση σε συγκέντρωση έως 3,0 % και σε άλλα προϊόντα σε συγκέντρωση έως 2,0 %.

(8)

Σύμφωνα με τη δεύτερη περίοδο του άρθρου 15 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009, ουσία που έχει ταξινομηθεί ως ΚΜΤ κατηγορίας 2 μπορεί να χρησιμοποιείται στα καλλυντικά προϊόντα εάν έχει αξιολογηθεί από την Επιστημονική Επιτροπή για την Ασφάλεια των Καταναλωτών (ΕΕΑΚ) και έχει κριθεί ασφαλής για χρήση σε τέτοια προϊόντα.

(9)

Στις 21 Δεκεμβρίου 2018 η ΕΕΑΚ εξέδωσε επιστημονική γνώμη για το σαλικυλικό οξύ (6) («η γνώμη της ΕΕΑΚ»), η οποία κατέληγε στο συμπέρασμα ότι, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, η ουσία είναι ασφαλής για τους καταναλωτές όταν χρησιμοποιείται ως συντηρητικό σε καλλυντικά προϊόντα σε συγκέντρωση έως 0,5 % (ως οξύ), λαμβανομένων υπόψη των υφιστάμενων περιορισμών. Η γνώμη της ΕΕΑΚ δεν ισχύει για κανένα προϊόν για το στόμα ούτε για σκευάσματα για ψεκασμό, τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε έκθεση των πνευμόνων του καταναλωτή μέσω της εισπνοής.

(10)

Η ΕΕΑΚ κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι το σαλικυλικό οξύ είναι ασφαλές όταν χρησιμοποιείται για σκοπούς άλλους από τη χρήση ως συντηρητικό σε συγκέντρωση έως 3,0 % για προϊόντα για τα μαλλιά που ξεπλένονται μετά τη χρήση και έως 2,0 % για άλλα προϊόντα, λαμβανομένων υπόψη των υφιστάμενων περιορισμών, εκτός από τις λοσιόν σώματος, τις σκιές για τα βλέφαρα, τη μάσκαρα, τα μολύβια ματιών, τα κραγιόν και τα αποσμητικά σε ρολέτα. Η γνώμη της ΕΕΑΚ δεν ισχύει για κανένα προϊόν για το στόμα, ούτε για σκευάσματα για ψεκασμό, τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε έκθεση των πνευμόνων του καταναλωτή μέσω της εισπνοής.

(11)

Τέλος, η ΕΕΑΚ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το σαλικυλικό οξύ είναι ερεθιστικό των οφθαλμών που μπορεί να προκαλέσει σοβαρή οφθαλμική βλάβη και επισημαίνει ότι βρίσκονται σε εξέλιξη ειδικές δοκιμές για να αξιολογηθεί κατά πόσον το σαλικυλικό οξύ έχει ιδιότητες ενδοκρινικής διαταραχής και ότι, ανάλογα με το αποτέλεσμα αυτών των δοκιμών, ενδέχεται να χρειαστεί να ληφθούν υπόψη οι πιθανές ιδιότητες ενδοκρινικής διαταραχής του σαλικυλικού οξέος στα καλλυντικά.

(12)

Με βάση την ταξινόμηση του σαλικυλικού οξέος ως ουσίας ΚΜΤ κατηγορίας 2 και ως ερεθιστικής για τους οφθαλμούς, η οποία μπορεί να προκαλέσει σοβαρή οφθαλμική βλάβη, και με βάση τη γνώμη της ΕΕΑΚ, η ουσία θα πρέπει να επιτρέπεται ως συντηρητικό στα καλλυντικά προϊόντα σε συγκέντρωση έως 0,5 % (ως οξύ), λαμβανομένων υπόψη των υφιστάμενων περιορισμών, με εξαίρεση τα προϊόντα για το στόμα και με εξαίρεση εφαρμογές που μπορεί να οδηγήσουν σε έκθεση των πνευμόνων του τελικού χρήστη μέσω της εισπνοής. Θα πρέπει επίσης να επιτρέπεται, όσον αφορά χρήσεις άλλες εκτός του συντηρητικού, σε προϊόντα για τα μαλλιά που ξεπλένονται μετά τη χρήση σε συγκέντρωση έως 3,0 % και σε άλλα προϊόντα, εκτός από τις λοσιόν σώματος, τις σκιές για τα βλέφαρα, τη μάσκαρα, τα μολύβια ματιών, τα κραγιόν και τα αποσμητικά σε ρολέτα, σε συγκέντρωση έως 2,0 %. Σε κάθε περίπτωση, δεν θα πρέπει να επιτρέπεται σε σκευάσματα που μπορούν να οδηγήσουν σε έκθεση των πνευμόνων του τελικού χρήστη μέσω εισπνοής. Λαμβάνοντας υπόψη το συμπέρασμα της ΕΕΑΚ ότι το σαλικυλικό οξύ είναι ερεθιστικό των οφθαλμών, ο υφιστάμενος περιορισμός και ο όρος σύμφωνα με τον οποίο η ουσία δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε προϊόντα για παιδιά κάτω των 3 ετών, με εξαίρεση τα σαμπουάν, θα πρέπει να τροποποιηθούν ώστε να καλύπτουν όλα τα προϊόντα για παιδιά ηλικίας κάτω των 3 ετών. Οι περιορισμοί που καθορίζονται στο παράρτημα III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009 και οι όροι του παραρτήματος V του εν λόγω κανονισμού θα πρέπει να προσαρμοστούν αναλόγως.

(13)

Όσον αφορά όλες τις άλλες ουσίες, εκτός από το σαλικυλικό οξύ, οι οποίες με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1480 ταξινομήθηκαν ως ουσίες ΚΜΤ σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008, δεν έχει υποβληθεί καμία αίτηση για χρήση σε καλλυντικά προϊόντα κατ’ εξαίρεση. Καμία από τις ουσίες αυτές δεν υπόκειται επί του παρόντος σε περιορισμούς ούτε επιτρέπεται στα παραρτήματα III ή V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009. Τέσσερις από τις ουσίες αυτές περιλαμβάνονται επί του παρόντος στο παράρτημα II του εν λόγω κανονισμού. Οι ουσίες που δεν περιλαμβάνονται ήδη στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009 θα πρέπει να προστεθούν στον κατάλογο των ουσιών που απαγορεύονται στα καλλυντικά προϊόντα, στο εν λόγω παράρτημα.

(14)

Η ουσία 8-υδροξυκινολίνη ή κινολιν-8-όλη, με την ονομασία Oxyquinoline (οξυκινολίνη) κατά INCI, ταξινομήθηκε ως ουσία ΚΜΤ κατηγορίας 1Β με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/776, ενώ η θειική μορφή της, η ουσία θειικό δις(8-υδροξυκινολίνιο) με την ονομασία Oxyquinoline sulphate (θειική οξυκινολίνη) κατά INCI, δεν έχει ταξινομηθεί ως ουσία ΚΜΤ. Και οι δύο ουσίες περιλαμβάνονταν στην εγγραφή 395 του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009 τη στιγμή κατά την οποία άρχισε να εφαρμόζεται η ταξινόμηση της οξυκινολίνης ως ουσίας ΚΜΤ και η χρήση τους σε καλλυντικά προϊόντα είχε απαγορευτεί, με εξαίρεση τις περιπτώσεις όπου πληρούνται οι όροι που καθορίζονται στην εγγραφή 51 του παραρτήματος III του εν λόγω κανονισμού. Αφού η οξυκινολίνη ταξινομήθηκε ως ουσία ΚΜΤ, θα έπρεπε να έχει διαγραφεί από την εγγραφή 51 του παραρτήματος III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009. Ωστόσο, με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/831, η εγγραφή 51 εσφαλμένα διαγράφηκε εντελώς, συμπεριλαμβανομένης της αναφοράς σε αυτή την εγγραφή από την εγγραφή 395 του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009. Προκειμένου να δηλώνεται ορθά η απαγόρευση της οξυκινολίνης στα καλλυντικά προϊόντα με βάση την ταξινόμησή της ως ουσίας ΚΜΤ, η εγγραφή 51 θα πρέπει να επανεισαχθεί για την ουσία Oxyquinoline sulphate (θειική οξυκινολίνη) στο παράρτημα III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009, η δε εγγραφή 395 στο παράρτημα II του εν λόγω κανονισμού θα πρέπει να προσαρμοστεί αναλόγως.

(15)

Η ουσία μεθυλο-φαινυλενοδιαμίνη, με την ονομασία Diaminotoluene (διαμινοτολουόλιο) κατά INCI, έχει προστεθεί με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/831 στον κατάλογο απαγορευμένων ουσιών του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009 ως εγγραφή 1507. Ωστόσο η εγγραφή δεν αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη ουσία αλλά σε ομάδα ουσιών, μεταξύ των οποίων μόνο οι ουσίες 4-μεθυλο-μ-φαινυλενοδιαμίνη και 2-μεθυλο-μ-φαινυλενοδιαμίνη, καθώς και το μείγμα και η μάζα αντίδρασης των εν λόγω δύο ουσιών έχουν ταξινομηθεί ως ΚΜΤ βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1272/2008. Απ’ αυτές τις ουσίες ΚΜΤ, η 4-μεθυλο-μ-φαινυλενοδιαμίνη, η 2-μεθυλο-μ-φαινυλενοδιαμίνη και το μείγμα των δύο αυτών ουσιών περιλαμβάνονται ήδη στις εγγραφές 364, 413 και 1144 του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009 ενώ η ουσία μάζα αντίδρασης της 4-μεθυλο-μ-φαινυλενοδιαμίνης και της 2-μεθυλο-μ-φαινυλενοδιαμίνης δεν έχει απαγορευτεί ακόμη για χρήση στα καλλυντικά. Συνεπώς, η εγγραφή 1507 του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009 θα πρέπει να τροποποιηθεί και να καλύπτει μόνο αυτή την ουσία. Δεδομένου ότι οι ουσίες ΚΜΤ 4-μεθυλο-μ-φαινυλενοδιαμίνη, 2-μεθυλο-μ-φαινυλενοδιαμίνη, καθώς και το μείγμα και η μάζα αντίδρασης των εν λόγω ουσιών ανήκουν επίσης στην ευρύτερη ομάδα ουσιών υπό περιορισμό που περιλαμβάνονται στην εγγραφή 9 του παραρτήματος III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009, οι αντίστοιχες εγγραφές του παραρτήματος II, συμπεριλαμβανομένης της εγγραφής 1507 όπως τροποποιείται, θα έπρεπε να έχουν εξαιρεθεί από την εγγραφή 9. Επομένως, η εγγραφή 9 του παραρτήματος III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009 θα πρέπει να προσαρμοστεί αναλόγως.

(16)

Επιπλέον, 19 ουσίες ή ομάδες ουσιών που έχουν ταξινομηθεί ως ουσίες ΚΜΤ με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1179 της Επιτροπής (7), ο οποίος άρχισε να εφαρμόζεται την 1η Μαρτίου 2018, δεν συμπεριλήφθηκαν εκ παραδρομής στον κανονισμό (ΕΕ) 2019/831, παρά το γεγονός ότι δεν έχει υποβληθεί αίτηση για χρήση των εν λόγω ουσιών ή ομάδων ουσιών σε καλλυντικά προϊόντα. Καμία από αυτές τις 19 ουσίες ή ομάδες ουσιών δεν υπόκειται επί του παρόντος σε περιορισμούς ούτε επιτρέπεται στα παραρτήματα III ή V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009. 18 από αυτές τις ουσίες ή ομάδες ουσιών δεν περιλαμβάνονται επί του παρόντος στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009 και, επομένως, θα πρέπει να περιληφθούν στον κατάλογο των ουσιών που απαγορεύονται στα καλλυντικά προϊόντα, στο εν λόγω παράρτημα II. Μία από αυτές τις ουσίες, συγκεκριμένα το άνυδρο τετραβορικό δινάτριο, ανήκει στην ομάδα ουσιών που περιλαμβάνονται ήδη στην εγγραφή 1396 του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009 και θα πρέπει να περιληφθεί στην εν λόγω εγγραφή. Επομένως, η εγγραφή 1396 θα πρέπει να προσαρμοστεί αναλόγως.

(17)

Κατά συνέπεια, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1223/2009 θα πρέπει να τροποποιηθεί και να διορθωθεί αναλόγως.

(18)

Οι τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009 βασίζονται στις ταξινομήσεις των σχετικών ουσιών ως ουσιών ΚΜΤ με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1480 και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να εφαρμόζονται από την ίδια ημερομηνία με τις εν λόγω ταξινομήσεις.

(19)

Προκειμένου να αποφευχθεί τυχόν ασυνέχεια και νομική αβεβαιότητα για τους οικονομικούς φορείς, η διόρθωση του σφάλματος που προκλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/831 όσον αφορά την ουσία Oxyquinoline sulphate (θειική οξυκινολίνη) θα πρέπει να εφαρμοστεί αναδρομικά από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του εν λόγω κανονισμού.

(20)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για τα καλλυντικά προϊόντα,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Τα παραρτήματα II, III και V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009 τροποποιούνται σύμφωνα με το παράρτημα I του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Τα παραρτήματα II και III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009 διορθώνονται σύμφωνα με το παράρτημα II του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το άρθρο 1 εφαρμόζεται από την 1η Μαΐου 2020.

Το σημείο 1 στοιχείο α) και το σημείο 2 στοιχείο β) του παραρτήματος II εφαρμόζονται από τις 11 Ιουνίου 2019.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 27 Νοεμβρίου 2019.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 342 της 22.12.2009, σ. 59.

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, για την ταξινόμηση, την επισήμανση και τη συσκευασία των ουσιών και των μειγμάτων, την τροποποίηση και την κατάργηση των οδηγιών 67/548/ΕΟΚ και 1999/45/ΕΚ και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 (ΕΕ L 353 της 31.12.2008, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/776 της Επιτροπής, της 4ης Μαΐου 2017, για την τροποποίηση, με σκοπό την προσαρμογή στην τεχνική και επιστημονική πρόοδο, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για την ταξινόμηση, την επισήμανση και τη συσκευασία των ουσιών και των μειγμάτων (ΕΕ L 116 της 5.5.2017, σ. 1).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/831 της Επιτροπής, της 22ας Μαΐου 2019, σχετικά με την τροποποίηση των παραρτημάτων II, III και V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα καλλυντικά προϊόντα (ΕΕ L 137 της 23.5.2019, σ. 29).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1480 της Επιτροπής, της 4ης Οκτωβρίου 2018, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ταξινόμηση, την επισήμανση και τη συσκευασία των ουσιών και των μειγμάτων, με σκοπό την προσαρμογή του στην τεχνική και επιστημονική πρόοδο, και για τη διόρθωση του κανονισμού (ΕΕ) 2017/776 της Επιτροπής (ΕΕ L 251 της 5.10.2018, σ. 1).

(6)  SCCS/1601/18, http://ec.europa.eu/health/sites/health/files/scientific_committees/consumer_safety/docs/sccs_o_223.pdf

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1179 της Επιτροπής, της 19ης Ιουλίου 2016, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ταξινόμηση, την επισήμανση και τη συσκευασία των ουσιών και των μειγμάτων, με σκοπό την προσαρμογή του στην τεχνική και επιστημονική πρόοδο (ΕΕ L 195 της 20.7.2016, σ. 11).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

1)   

Το παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009 τροποποιείται ως εξής:

Προστίθενται οι ακόλουθες εγγραφές:

Αύξων αριθμός

Ταυτοποίηση ουσίας

Χημική ονομασία/INN

Αριθμός CAS

Αριθμός EC

α

β

γ

δ

«1612

Phosmet (φοσμέτ) (ISO)·διθειοφωσφορικό S-[(1,3-διοξο-1,3-διυδρο-2H-ισοϊνδολ-2-υλο)μεθυλο]-O,O-διμεθύλιο·

διθειοφωσφορικό O,O-διμεθυλο-S-φθαλιμιδομεθύλιο

732-11-6

211-987-4

1613

Υπερμαγγανικό κάλιο

7722-64-7

231-760-3

1614

2-Βενζυλο-2-διμεθυλαμινο-4′-μορφολινοβουτυροφαινόνη

119313-12-1

404-360-3

1615

Quizalofop-p-tefuryl (κιζαλοφόπιο-P-τεφουρυλικό) (ISO)·

(R)-2-[4-(6-χλωροκινοξαλιν-2-

υλοξυ)φαινυλοξυ]προπιονικό (+/–)-τετραϋδροφουρφουρύλιο

200509-41-7

414-200-4

1616

Propiconazole (προπικοναζόλη) (ISO)·(2RS,4RS;2RS,4SR)-1-{[2-(2,4-διχλωροφαινυλο)-4-προπυλο-1,3-διοξολαν-2-υλο]μεθυλο}-1H-1,2,4-τριαζόλιο

60207-90-1

262-104-4

1617

Pinoxaden (πινοξαδένη) (ISO)· 2,2-διμεθυλοπροπανικός 8-(2,6-διαιθυλο-4-μεθυλοφαινυλ)-7-οξο-1,2,4,5-τετραϋδρο-7H-πυραζολ[1,2-d][1,4,5]οξαδιαζεπιν-9-υλεστέρας· 2,2-διμεθυλοπροπανικό 8-(2,6-διαιθυλο-4-μεθυλοφαινυλ)-7-οξο-1,2,4,5-τετραϋδρο-7H-πυραζολ[1,2-d][1,4,5]οξαδιαζεπιν-9-ύλιο

243973-20-8

635-361-9

1618

Tetramethrin (τετραμεθρίνη) (ISO)

2,2-διμεθυλο-3-(2-μεθυλοπροπ-1-εν-1-υλο)κυκλοπροπανοκαρβοξυλικός (1,3-διοξο-1,3,4,5,6,7-εξαϋδρο-2H-ισοϊνδολ-2-υλο)μεθυλεστέρας· 2,2-διμεθυλο-3-(2-μεθυλοπροπ-1-εν-1-υλο)κυκλοπροπανοκαρβοξυλικό (1,3-διοξο-1,3,4,5,6,7-εξαϋδρο-2H-ισοϊνδολ-2-υλο)μεθύλιο

7696-12-0

231-711-6

1619

(1R-trans)-2,2-Διμεθυλο-3-(2-μεθυλοπροπ-1-ενυλο)κυκλοπροπανοκαρβοξυλικός (1,3,4,5,6,7-εξαϋδρο-1,3-διοξο-2H-ισοϊνδολ-2-υλο)μεθυλεστέρας· (1R-trans)-2,2-διμεθυλο-3-(2-μεθυλοπροπ-1-ενυλο)κυκλοπροπανοκαρβοξυλικό (1,3,4,5,6,7-εξαϋδρο-1,3-διοξο-2H-ισοϊνδολ-2-υλο)μεθύλιο

1166-46-7

214-619-0

1620

Spirodiclofen (σπειροδικλοφαίνη) (ISO)

2,2-διμεθυλοβουτυρικός 3-(2,4-διχλωροφαινυλ)-2-οξο-1-οξασπειρο[4.5]δεκ-3-εν-4-υλεστέρας·2,2-διμεθυλοβουτυρικό 3-(2,4-διχλωροφαινυλ)-2-οξο-1-οξασπειρο[4.5]δεκ-3-εν-4-ύλιο

148477-71-8

604-636-5

1621

Μάζα αντίδρασης από 1-[2-(2-αμινοβουτοξυ)αιθοξυ]βουτ-2-υλαμίνη και 1-({[2-(2-αμινοβουτοξυ)αιθοξυ]μεθυλο}προποξυ)βουτ-2-υλαμίνη

897393-42-9

447-920-2

1622

1-Βινυλιμιδαζόλιο

1072-63-5

214-012-0

1623

Amisulbrom (αμισουλβρώμη) (ISO)·3-(3-βρωμο-6-φθορο-2-μεθυλινδολ-1-υλοσουλφονυλο)-N,N-διμεθυλο-1H-1,2,4-τριαζολο-1-σουλφοναμίδιο

348635-87-0

672-776-4»

2)   

Το παράρτημα III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009 τροποποιείται ως εξής:

Η εγγραφή 98 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«98

2-υδροξυβενζοϊκό οξύ (1)

Salicylic acid

69-72-7

200-712-3

α) Προϊόντα για μαλλιά που ξεπλένονται μετά τη χρήση

β) Άλλα προϊόντα, εκτός από τις λοσιόν σώματος, τις σκιές για τα βλέφαρα, τη μάσκαρα, τα μολύβια ματιών, τα κραγιόν, τα αποσμητικά σε ρολέτα

α) 3,0 %

β) 2,0 %

Να μην χρησιμοποιείται σε παρασκευάσματα για παιδιά κάτω των 3 ετών.

Να μη χρησιμοποιείται σε σκευάσματα που ενδέχεται να συνεπάγονται έκθεση των πνευμόνων του τελικού χρήστη μέσω της εισπνοής.

Να μη χρησιμοποιείται σε προϊόντα για το στόμα.

Για σκοπούς άλλους εκτός από την αναστολή ανάπτυξης μικροοργανισμών στο προϊόν. Ο σκοπός αυτός πρέπει να εμφαίνεται στην παρουσίαση του προϊόντος.

Να μη χρησιμοποιείται για παιδιά κάτω των 3 ετών (2)

3)   

Το παράρτημα V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009 τροποποιείται ως εξής:

Η εγγραφή 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

Αύξων αριθμός

Ταυτοποίηση ουσίας

Όροι

Κείμενο των όρων χρήσης και των προειδοποιήσεων

Χημική ονομασία/INN

Ονομασία του κοινού γλωσσαρίου συστατικών

Αριθμός CAS

Αριθμός EC

Είδος προϊόντος, μέρη του σώματος

Μέγιστη συγκέντρωση σε έτοιμο παρασκεύασμα

Άλλοι

 

α

β

γ

δ

ε

στ

ζ

η

θ

«3

Σαλικυλικό οξύ (3) και τα άλατά του

Salicylic acid

Calcium salicylate, magnesium salicylate, MEA-salicylate, sodium salicylate, potassium salicylate, TEA-salicylate

69-72-7

824-35-1, 18917-89-0, 59866-70-5, 54-21-7, 578-36-9, 2174-16-5

200-712-3

212-525-4, 242-669-3, 261-963-2, 200-198-0, 209-421-6, 218-531-3

 

0,5 % (ως οξύ)

0,5 % (ως οξύ)

Να μη χρησιμοποιούνται σε προϊόντα για παιδιά κάτω των 3 ετών.

Να μη χρησιμοποιούνται σε προϊόντα για το στόμα.

Να μη χρησιμοποιούνται σε σκευάσματα που ενδέχεται να συνεπάγονται έκθεση των πνευμόνων του τελικού χρήστη μέσω της εισπνοής.

Να μη χρησιμοποιούνται σε προϊόντα για παιδιά ηλικίας κάτω των 3 ετών, με εξαίρεση τα σαμπουάν.

Να μη χρησιμοποιούνται για παιδιά κάτω των 3 ετών (4)

Να μη χρησιμοποιούνται για παιδιά κάτω των 3 ετών (5)


(1)  Για χρήση ως συντηρητικό, βλέπε παράρτημα V, εγγραφή 3.

(2)  Αποκλειστικά για τα προϊόντα που θα μπορούσαν ενδεχομένως να χρησιμοποιηθούν για την περιποίηση παιδιών κάτω των 3 ετών.»

(3)  Για άλλες χρήσεις εκτός της χρήσης ως συντηρητικού, βλέπε παράρτημα III εγγραφή 98.

(4)  Αποκλειστικά για τα προϊόντα που θα μπορούσαν ενδεχομένως να χρησιμοποιηθούν για την περιποίηση παιδιών κάτω των 3 ετών.

(5)  Αποκλειστικά για τα προϊόντα που θα μπορούσαν ενδεχομένως να χρησιμοποιηθούν για την περιποίηση παιδιών κάτω των 3 ετών και που παραμένουν σε παρατεταμένη επαφή με το δέρμα.»


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

1)   

Το παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009 διορθώνεται ως εξής:

α)

η εγγραφή 395 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

Αύξων αριθμός

Ταυτοποίηση ουσίας

Χημική ονομασία/INN

Αριθμός CAS

Αριθμός EC

«395

Υδροξυ-8-κινολίνη και το θειικό άλας της, θειικό δις(8-υδροξυκινολίνιο), εκτός των χρήσεων του θειικού άλατος που προβλέπονται στην εγγραφή 51 του παραρτήματος III

148-24-3

134-31-6

205-711-1

205-137-1»

β)

η εγγραφή 1396 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

Αύξων αριθμός

Ταυτοποίηση ουσίας

Χημική ονομασία/INN

Αριθμός CAS

Αριθμός EC

α

β

γ

δ

«1396

Βορικά, τετραβορικά και οκταβορικά άλατα και εστέρες, συμπεριλαμβανομένων των εξής:

Οκταβορικό δινάτριο, άνυδρο [1]

Οκταβορικό δινάτριο, τετραένυδρο [2]

2-Αμινοαιθανόλη, μονοεστέρας με βορικό οξύ [3]

Ορθοβορικό 2-υδροξυπροπυλαμμώνιο, δισόξινο [4]

Βορικό κάλιο, άλας βορικού οξέος με κάλιο [5]

Βορικός τριοκτυλοδωδεκυλεστέρας [6]

Βορικός ψευδάργυρος [7]

Βορικό νάτριο, τετραβορικό δινάτριο, άνυδρο· άλας βορικού οξέος με νάτριο [8]

Επτοξείδιο του βορίου-νατρίου, ένυδρο [9]

Άλας του ορθοβορικού οξέος με νάτριο [10]

Τετραβορικό δινάτριο, δεκαένυδρο· δεκαένυδρος βόρακας [11]

Τετραβορικό δινάτριο, πενταένυδρο· πενταένυδρος βόρακας [12]

12008-41-2 [1]

12280-03-4 [2]

10377-81-8 [3]

68003-13-4 [4]

12712-38-8 [5]

— [6]

1332-07-6 [7]

1330-43-4 [8]

12267-73-1 [9]

13840-56-7 [10]

1303-96-4 [11]

12179-04-3 [12]

234-541-0 [1]

234-541-0 [2]

233-829-3 [3]

268-109-8 [4]

603-184-6 [5]

— [6]

215-566-6 [7]

215-540-4 [8]

235-541-3 [9]

237-560-2 [10]

215-540-4 [11]

215-540-4 [12]»

γ)

η εγγραφή 1507 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

Αύξων αριθμός

Ταυτοποίηση ουσίας

Χημική ονομασία/INN

Αριθμός CAS

Αριθμός EC

«1507

Διαμινοτολουόλιο, μεθυλοφαινυλενοδιαμίνη, τεχνικό προϊόν-μάζα αντίδρασης από [4-μεθυλο-μ-φαινυλενοδιαμίνη και 2-μεθυλο-μ- φαινυλενοδιαμίνη]

_

δ)

προστίθενται οι ακόλουθες εγγραφές:

Αύξων αριθμός

Ταυτοποίηση ουσίας

Χημική ονομασία/INN

Αριθμός CAS

Αριθμός EC

α

β

γ

δ

«1624

Pirimicarb (πιριμικάρβη) (ISO)· διμεθυλοκαρβαμιδικός 2-διμεθυλαμινο-5,6-διμεθυλοπυριμιδιν-4-υλεστέρας

23103-98-2

245-430-1

1625

1,2-Διχλωροπροπάνιο· διχλωριούχο προπυλένιο

78-87-5

201-152-2

1626

Δωδεκυλοφαινόλη, διακλαδισμένης αλυσίδας [1]

2-Δωδεκυλοφαινόλη, διακλαδισμένης αλυσίδας [2]

3-Δωδεκυλοφαινόλη, διακλαδισμένης αλυσίδας [3]

4-Δωδεκυλοφαινόλη, διακλαδισμένης αλυσίδας [4]

Φαινόλη, (τετραπροπενυλικά) παράγωγα [5]

121158-58-5 [1]

1801269-80-6 [2]

1801269-77-1 [3]

210555-94-5 [4]

74499-35-7 [5]

310-154-3 [1]

- [2]

- [3]

640-104-9 [4]

616-100-8 [5]

1627

Coumatetralyl (κουματετραλύλη) (ISO)· 4-υδροξυ-3-(1,2,3,4-τετραϋδρο-1-ναφθυλο)κουμαρίνη

5836-29-3

227-424-0

1628

Difenacoum (διφενακούμη) (ISO)· 3-(3-διφαινυλ-4-υλο-1,2,3,4-τετραϋδρο-1-ναφθυλο)-4-υδροξυκουμαρίνη

56073-07-5

259-978-4

1629

Brodifacoum (βρωδιφακούμη) (ISO)· 4-υδροξυ-3-(3-(4′-βρωμο-4-διφαινυλυλο)-1,2,3,4-τετραϋδρο-1-ναφθυλο)κουμαρίνη

56073-10-0

259-980-5

1630

Flocoumafen (φλοκουμαφαίνη) (ISO)· μάζα αντίδρασης από: cis-4-υδροξυ-3-(1,2,3,4-τετραϋδρο-3-(4-(4-τριφθορομεθυλοβενζυλοξυ)φαινυλο)-1-ναφθυλο)κουμαρίνη και trans-4-υδροξυ-3-(1,2,3,4-τετραϋδρο-3-(4-(4-τριφθορομεθυλοβενζυλοξυ)φαινυλο)-1-ναφθυλο)κουμαρίνη

90035-08-8

421-960-0

1631

Acetochlor (ακετοχλώριο) (ISO)· 2-χλωρο-N-(αιθοξυμεθυλο)-N-(2-αιθυλο-6-μεθυλοφαινυλ)ακεταμίδιο

34256-82-1

251-899-3

1632

Μικροΐνες υάλου e-Glass, αντιπροσωπευτικής σύνθεσης

1633

Μικροΐνες υάλου αντιπροσωπευτικής σύνθεσης·

1634

Bromadiolone (βρωμαδιολόνη) (ISO)· 3-[3-(4′-βρωμοδιφαινυλ-4-υλο)-3-υδροξυ-1-φαινυλοπροπυλο]-4-υδροξυ-2H-χρωμεν-2-όνη

28772-56-7

249-205-9

1635

Difethialone (διφεθειαλόνη) (ISO)· 3-[3-(4′-βρωμοδιφαινυλ-4-υλο)-1,2,3,4-τετραϋδροναφθαλιν-1-υλ]-4-υδροξυ-2H-1-βενζοθειοπυρανόνη-2

104653-34-1

600-594-7

1636

Υπερφθοροεννεαν-1-οϊκό οξύ [1]

και τα μετά νατρίου [2]

και αμμωνίου [3] άλατα αυτού

375-95-1 [1]

21049-39-8 [2]

4149-60-4 [3]

206-801-3 [1]

- [2]

- [3]

1637

Φθαλικό δικυκλοεξύλιο· φθαλικός δικυκλοεξυλεστέρας

84-61-7

201-545-9

1638

3,7-Διμεθυλοκτα-2,6-διενονιτρίλιο

5146-66-7

225-918-0

1639

Bupirimate (βουπιριμάτη) (ISO)· διμεθυλοσουλφαμικό 5-βουτυλ-2-αιθυλαμινο-6-μεθυλοπυριμιδιν-4-ύλιο

41483-43-6

255-391-2

1640

Triflumizole (τριφλουμιζόλη) (ISO)· (1E)-N-[4-χλωρο-2-(τριφθορομεθυλο)φαινυλ]-1-(1H-ιμιδαζολ-1-υλο)-2-προποξυαιθανιμίνη

68694-11-1

604-708-8

1641

tert-Βουτυλο-υδροϋπεροξείδιο

75-91-2

200-915-7»

2)   

Το παράρτημα III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009 διορθώνεται ως εξής:

α)

η εγγραφή 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

Αύξων

αριθμός

Ταυτοποίηση ουσίας

Περιορισμοί

Κείμενο των όρων χρήσης και των προειδοποιήσεων

Χημική ονομασία/

INN

Ονομασία του κοινού γλωσσαρίου συστατικών

Αριθμός CAS

Αριθμός EC

Είδος προϊόντος, μέρη του σώματος

Μέγιστη συγκέντρωση σε έτοιμο παρασκεύασμα

Άλλοι

 

α

β

γ

δ

ε

στ

ζ

η

θ

«9

Μεθυλοφαινυλενοδιαμίνες, τα Ν-υποκατεστημένα παράγωγά τους και τα άλατά τους (1), εξαιρουμένων των ουσιών με αύξοντες αριθμούς 9α και 9β του παρόντος παραρτήματος και των ουσιών με αύξοντες αριθμούς 364, 413, 1144, 1310, 1313 και 1507 του παραρτήματος II

 

 

 

Ουσία βαφής μαλλιών σε οξειδωτικά προϊόντα βαφής μαλλιών

 

α) Γενική χρήση

β) Επαγγελματική χρήση

Για τα α) και β): Μετά την ανάμειξη υπό οξειδωτικές συνθήκες, η μέγιστη συγκέντρωση που εφαρμόζεται στα μαλλιά δεν πρέπει να υπερβαίνει το 5 %, υπολογιζόμενο ως ελεύθερη βάση

α) Να τυπωθεί στην ετικέτα:

Η αναλογία μείξης.

Image 1Οι βαφές μαλλιών μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές αλλεργικές αντιδράσεις.

Διαβάστε και ακολουθήστε τις οδηγίες.

Το προϊόν αυτό δεν προορίζεται για χρήση σε άτομα ηλικίας κάτω των 16 ετών.

Τα προσωρινά τατουάζ μαύρης χένας μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο αλλεργίας. Μη βάφετε τα μαλλιά σας αν: — έχετε εξάνθημα στο πρόσωπό σας ή ευαίσθητο, ερεθισμένο και πληγωμένο τριχωτό της κεφαλής, — είχατε ποτέ οποιαδήποτε αντίδραση μετά το βάψιμο των μαλλιών σας, — είχατε αντίδραση σε προσωρινό τατουάζ μαύρης χένας στο παρελθόν.

Περιέχει φαινυλενοδιαμίνες (διαμινοτολουόλια).

Να μη χρησιμοποιείται για τη χρώση των βλεφαρίδων ή των φρυδιών.”

β) Να τυπωθεί στην ετικέτα:

Η αναλογία μείξης.

“Μόνο για επαγγελματική χρήση. Οι βαφές μαλλιών μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές αλλεργικές αντιδράσεις.

Διαβάστε και ακολουθήστε τις οδηγίες.

Το προϊόν αυτό δεν προορίζεται για χρήση σε άτομα ηλικίας κάτω των 16 ετών.

Τα προσωρινά τατουάζ μαύρης χένας μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο αλλεργίας.

Μη βάφετε τα μαλλιά σας αν:

έχετε εξάνθημα στο πρόσωπό σας ή ευαίσθητο, ερεθισμένο και πληγωμένο τριχωτό της κεφαλής,

είχατε ποτέ οποιαδήποτε αντίδραση μετά το βάψιμο των μαλλιών σας,

είχατε αντίδραση σε προσωρινό τατουάζ μαύρης χένας στο παρελθόν.

Περιέχει φαινυλενοδιαμίνες (διαμινοτολουόλια).

Να χρησιμοποιούνται κατάλληλα γάντια.”»

β)

προστίθεται η ακόλουθη εγγραφή:

Αύξων αριθμός

Ταυτοποίηση ουσίας

Περιορισμοί

Κείμενο των όρων χρήσης και των προειδοποιήσεων

Χημική ονομασία/INN

Ονομασία του κοινού γλωσσαρίου συστατικών

Αριθμός CAS

Αριθμός EC

Είδος προϊόντος, μέρη του σώματος

Μέγιστη συγκέντρωση σε έτοιμο παρασκεύασμα

Άλλοι

α

β

γ

δ

ε

στ

ζ

η

θ

«51

Θειικό δις(8-υδροξυκινολίνιο)

Oxyquinoline sulphate

134-31-6

205-137-1

Σταθεροποιητής του υπεροξειδίου του υδρογόνου στα προϊόντα για τα μαλλιά που ξεπλένονται μετά τη χρήση

Σταθεροποιητής του υπεροξειδίου του υδρογόνου στα προϊόντα για τα μαλλιά που δεν ξεπλένονται μετά τη χρήση

(0,3 % ως βάση)

(0,03 % ως βάση)»

 

 


ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

28.11.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 307/27


ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2019/1967 του ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 25ης Νοεμβρίου 2019

για τον διορισμό ενός αναπληρωματικού μέλους, έπειτα από πρόταση της Ιταλικής Δημοκρατίας, στην Επιτροπή των Περιφερειών

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 305,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της ιταλικής κυβέρνησης,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 26 Ιανουαρίου 2015, στις 5 Φεβρουαρίου 2015 και στις 23 Ιουνίου 2015 το Συμβούλιο εξέδωσε τις αποφάσεις (ΕΕ) 2015/116 (1), (ΕΕ) 2015/190 (2) και (ΕΕ) 2015/994 (3) για τον διορισμό τακτικών και αναπληρωματικών μελών της Επιτροπής των Περιφερειών για την περίοδο από τις 26 Ιανουαρίου 2015 έως τις 25 Ιανουαρίου 2020.

(2)

Μία θέση αναπληρωματικού μέλους της Επιτροπής των Περιφερειών έμεινε κενή λόγω της λήξης της θητείας του κ. Vito SANTARSIERO,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Διορίζεται ως αναπληρωματικό μέλος στην Επιτροπή των Περιφερειών, για το εναπομένον διάστημα της τρέχουσας θητείας, ήτοι έως τις 25 Ιανουαρίου 2020:

Ο κ. Vito BARDI, Presidente della Regione Basilicata.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει από την ημέρα της έκδοσής της.

Βρυξέλλες, 25 Νοεμβρίου 2019.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

F. MOGHERINI


(1)  Απόφαση (ΕΕ) 2015/116 του Συμβουλίου, της 26ης Ιανουαρίου 2015, για τον διορισμό των τακτικών και αναπληρωματικών μελών της Επιτροπής των Περιφερειών για την περίοδο από 26 Ιανουαρίου 2015 έως 25 Ιανουαρίου 2020 (ΕΕ L 20 της 27.1.2015, σ. 42).

(2)  Απόφαση (ΕΕ) 2015/190 του Συμβουλίου, της 5ης Φεβρουαρίου 2015, για τον διορισμό τακτικών και αναπληρωματικών μελών της Επιτροπής των Περιφερειών για την περίοδο από την 26η Ιανουαρίου 2015 έως την 25η Ιανουαρίου 2020 (ΕΕ L 31 της 7.2.2015, σ. 25).

(3)  Απόφαση (ΕΕ) 2015/994 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2015, για τον διορισμό μελών και αναπληρωτών της Επιτροπής των Περιφερειών για την περίοδο από τις 26 Ιανουαρίου 2015 έως τις 25 Ιανουαρίου 2020 (ΕΕ L 159 της 25.6.2015, σ. 70).


28.11.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 307/28


ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2019/1968 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 2ας Αυγούστου 2019

σχετικά με το μέτρο SA.21445 — C42/2006 το οποίο έθεσε σε εφαρμογή η Ιταλική Δημοκρατία για την αμοιβή των τρεχούμενων λογαριασμών που τηρούν τα Ιταλικά Ταχυδρομεία (Poste Italiane) στο Δημόσιο Ταμείο

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2019) 5649]

(Το κείμενο στην ιταλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με την/τις εν λόγω διάταξη/διατάξεις (1) και έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Με επιστολή της 30ής Δεκεμβρίου 2005, η Ένωση Ιταλικών Τραπεζών (Associazione Bancaria Italiana, «ABI» ή «ο καταγγέλλων») υπέβαλε στην Επιτροπή καταγγελία σχετικά με διάφορα μέτρα προς όφελος των τραπεζικών δραστηριοτήτων των Ιταλικών Ταχυδρομείων (Poste Italiane SpA, «Poste Italiane» ή «PI»). Η Επιτροπή πληροφορήθηκε κυρίως ότι, βάσει συμφωνίας μεταξύ της Ιταλικής Δημοκρατίας («Ιταλία») και των PI, η Ιταλία θα προσέφερε απόδοση για τα κεφάλαια που συγκεντρώνονται στους ταχυδρομικούς τρεχούμενους λογαριασμούς των PI και τηρούνται στο Δημόσιο Ταμείο της Ιταλίας («Δημόσιο Ταμείο») με επιτόκιο της τάξης περίπου του 4 %, ενώ τα PI θα προσέφεραν απόδοση για τους ταχυδρομικούς τρεχούμενους λογαριασμούς με επιτόκιο της τάξης περίπου του 1 % (το «μέτρο»). Η διαφορά μεταξύ του επιτοκίου καταθέσεων (δηλαδή του επιτοκίου που καταβάλλουν τα PI στους κατόχους ταχυδρομικών τρεχούμενων λογαριασμών) και του επιτοκίου δανεισμού (δηλαδή του επιτοκίου που εισπράττουν τα PI από το Δημόσιο Ταμείο για τα κεφάλαια που κατατίθενται στο Δημόσιο Ταμείο) θα ήταν υψηλότερη από ό,τι η σχετική διαφορά των «αγοραίων τιμών», στοιχείο που συνιστά, κατά την άποψη του καταγγέλλοντος, κρατική ενίσχυση.

(2)

Με επιστολή της 7ης Φεβρουαρίου 2006, η Επιτροπή υπέβαλε στην Ιταλία μια σειρά ερωτημάτων που αφορούσαν τις προσφερόμενες επιτοκιακές αποδόσεις για τους ταχυδρομικούς τρεχούμενους λογαριασμούς. Η Ιταλία απάντησε στα εν λόγω ερωτήματα με επιστολή της 21ης Απριλίου 2006. Στις 30 Μαρτίου 2006 πραγματοποιήθηκε συνάντηση με την Ιταλία και τα PI.

(3)

Με επιστολή της 26ης Σεπτεμβρίου 2006, η Επιτροπή ενημέρωσε την Ιταλία για την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ») έναντι του μέτρου αυτού. Η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το εν λόγω μέτρο. (2)

(4)

Με απόφαση της 16ης Ιουλίου 2008 (3) («απόφαση του 2008»), η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επιτοκιακή απόδοση (αμοιβή) που προσέφερε η Ιταλία συνιστούσε κρατική ενίσχυση, η οποία δεν ήταν συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά, και διέταξε την άμεση ανάκτησή της.

(5)

Στις 4 Δεκεμβρίου 2008, τα PI υπέβαλαν προσφυγή στο Γενικό Δικαστήριο επιδιώκοντας την ακύρωση της απόφασης του 2008.

(6)

Με την απόφαση που εξέδωσε στις 13 Σεπτεμβρίου 2013 στην υπόθεση T-525/08 (4), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του 2008 («η απόφαση του 2013»).

(7)

Στις 30 Οκτωβρίου 2014, δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο της Επιτροπής πρόσκληση υποβολής προσφορών (5) για την εκπόνηση έκθεσης η οποία θα περιλάμβανε ανάλυση και σύγκριση των αποδόσεων πιθανών επενδύσεων των συγκεντρωθέντων κεφαλαίων από τα PI μέσω της προσφοράς ταχυδρομικών τρεχούμενων λογαριασμών για την περίοδο 2005-2007.

(8)

Στις 19 Δεκεμβρίου 2014 η σύμβαση ανατέθηκε στο Πανεπιστήμιο της Perugia. Η έκθεση ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 2015.

2.   ΛΕΠΤΟΜΕΡΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ

2.1.   Ιταλικά Ταχυδρομεία (Poste Italiane)

(9)

Τα PI είναι ο πάροχος καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας στην Ιταλία και εκπληρώνει υποχρέωση παροχής υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, δηλαδή την υποχρέωση παροχής καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας (6), σύμφωνα με τη δεύτερη ταχυδρομική οδηγία (7) και τους κανονισμούς σχετικά με την παροχή καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας. Οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες δεν περιλαμβάνονται επί του παρόντος στο πεδίο εφαρμογής της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος που έχει ανατεθεί στα PI.

(10)

Πέραν της παροχής βασικών ταχυδρομικών υπηρεσιών, τα PI προσφέρουν επίσης ολοκληρωμένα προϊόντα, καθώς και υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών, υπηρεσίες υλικοτεχνικής υποστήριξης και χρηματοοικονομικές υπηρεσίες σε ολόκληρη την Ιταλία.

(11)

Οι τραπεζικές δραστηριότητες των PI διεξάγονται μέσω του πλήρως καθετοποιημένου τμήματος BancoPosta.

(12)

Κατά την περίοδο μεταξύ 2005 και 2007 ο βασικός μέτοχος των PI ήταν η Ιταλία, με μερίδιο 65 %, ενώ το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (Cassa Depositi e Prestiti, «CDP») ήταν ο μειοψηφικός μέτοχος των PI, με μερίδιο 35 %. Το CDP ανήκε στη δημόσια διοίκηση έως ότου μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία στο τέλος του 2003. Από το 2003, ακόμη και με τη μεταφορά του 30 % του μετοχικού κεφαλαίου του CDP σε 65 τραπεζικά ιδρύματα (8), το CDP παραμένει υπό τον έλεγχο της Ιταλίας. Τα PI τελούσαν επίσης υπό τον έλεγχο της Ιταλίας κατά τον χρόνο εφαρμογής του μέτρου.

2.2.   Το μέτρο

(13)

Το υπό εκτίμηση μέτρο αφορά την επιτοκιακή απόδοση των κεφαλαίων που συγκεντρώθηκαν από τα Ιταλικά Ταχυδρομεία (Poste Italiane) στους ταχυδρομικούς τρεχούμενους λογαριασμούς και κατατέθηκαν στο Δημόσιο Ταμείο κατά την τριετή περίοδο 2005-2007.

(14)

Η υποχρέωση κατάθεσης κεφαλαίων στο Δημόσιο Ταμείο («η υποχρέωση επένδυσης») (9) θεσπίστηκε με τον νόμο αριθ. 266 της 23ης Δεκεμβρίου 2005 (10) («νόμος του 2005»), ενώ η επιτοκιακή απόδοση αποτελούσε αντικείμενο σύμβασης μεταξύ της Ιταλίας και των PI, η οποία συνάφθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 2006 («η σύμβαση»).

(15)

Βάσει διατάγματος της 5ης Δεκεμβρίου 2003 (11), η σχέση μεταξύ των PI και του Δημόσιου Ταμείου μπορεί να περιγραφεί σύμφωνα με το ακόλουθο διάγραμμα:

Image 2

(16)

Ο νόμος του 2005 προέβλεπε ότι οι τόκοι που καταβάλλονταν στα PI για τις καταθέσεις στο Δημόσιο Ταμείο έπρεπε να καθορίζονται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ της Ιταλίας και των PI σε συνάρτηση με τις παραμέτρους της αγοράς.

(17)

Κατ’ εφαρμογή του νόμου του 2005, η σύμβαση καθόρισε τους συγκεκριμένους μηχανισμούς υπολογισμού των επιτοκίων για περίοδο τριών ετών. Η σύμβαση τέθηκε σε ισχύ στις 4 Απριλίου 2006 (12) με αναδρομική ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2005. Το ετήσιο επιτόκιο υπολογιζόταν ουσιαστικά ως η μέση σταθμισμένη απόδοση των ιταλικών κρατικών ομολόγων (13) 30 ετών (συμμετοχή στη στάθμιση 80 %) και 10 ετών (συμμετοχή στη στάθμιση 10 %) και των δωδεκάμηνων έντοκων γραμματίων του Δημοσίου (14) (συμμετοχή στη στάθμιση 10 %). Οι μέσες ετήσιες αποδόσεις των κρατικών ομολόγων και των ομολόγων του Δημοσίου που χρησιμοποιούνταν στη σύμβαση ως τιμές αναφοράς προέκυπταν από τον υπολογισμό του απλού αριθμητικού μέσου όρου (άθροισμα 24 δειγμάτων/24) των δεικτών απόδοσης που διαπιστώνονταν την 1η και τη 15η κάθε μηνός από την MTS SpA (εταιρεία που διαχειρίζεται την ηλεκτρονική πλατφόρμα για τη διαπραγμάτευση των ιταλικών κρατικών ομολόγων και άλλων τίτλων σταθερής απόδοσης). Ως εκ τούτου, η δεκαπενθήμερη ενημέρωση των παραμέτρων σήμαινε ότι η τιμαριθμοποίηση ήταν εκ των πραγμάτων κυμαινόμενη. Επιπλέον, σε περίπτωση σημαντικών αλλαγών της καμπύλης των επιτοκίων (π.χ. σε περίπτωση τροποποίησης της σχέσης μεταξύ των μακροπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων επιτοκίων), τα PI είχαν τη δυνατότητα να αναθεωρήσουν το σύστημα υπολογισμού. Κάθε μέρος μπορούσε να αποσυρθεί από τη σύμβαση στο τέλος κάθε έτους, κατόπιν προηγούμενης ειδοποίησης 6 μηνών.

(18)

Το επιτόκιο κατά τα έτη 2005, 2006 και 2007 ανήλθε σε 3,9 %, 4,25 % και 4,7 %, αντιστοίχως.

(19)

Η Ιταλία τροποποίησε τον νόμο του 2005 δυνάμει του νόμου αριθ. 296 της 27ης Δεκεμβρίου 2006 («νόμος του 2006») (15). Με τον νόμο του 2006 ορίστηκε νέο επενδυτικό πλαίσιο: καταργήθηκε η απαίτηση βάσει της οποίας τα PI υποχρεούνταν να καταθέτουν τα κεφάλαια που συγκεντρώνονταν στους ταχυδρομικούς τρεχούμενους λογαριασμούς ιδιωτών (δηλαδή λογαριασμοί που δεν ανήκουν στη δημόσια διοίκηση) και τα PI έπρεπε πλέον να επενδύουν τα εν λόγω κεφάλαια σε κρατικά ομόλογα της ζώνης του ευρώ (16). Σύμφωνα με τον νόμο του 2006, το νέο επενδυτικό πλαίσιο τέθηκε σταδιακά σε εφαρμογή κατά τη διάρκεια του 2007 και ολοκληρώθηκε έως το τέλος του ίδιου έτους.

2.3.   Η απόφαση του 2008

(20)

Στην απόφαση του 2008 η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το υπό εκτίμηση μέτρο (δηλαδή η επιτοκιακή απόδοση που προσέφερε το Δημόσιο Ταμείο στα PI βάσει της σύμβασης) συνιστούσε κρατική ενίσχυση, η οποία δεν είναι συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά, και διέταξε την άμεση και αποτελεσματική ανάκτησή της.

2.3.1.   Συνετός ιδιώτης δανειολήπτης

(21)

Προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη πλεονεκτήματος κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ στην απόφαση του 2008, η Επιτροπή πραγματοποίησε σύγκριση του επιτοκίου που κατέβαλλε το Δημόσιο Ταμείο στα PI δυνάμει της σύμβασης («επιτόκιο της σύμβασης») με το επιτόκιο που θα κατέβαλλε σε παρόμοια περίπτωση ένας συνετός ιδιώτης δανειολήπτης στην αγορά («το προσφερόμενο επιτόκιο στον συνετό ιδιώτη δανειολήπτη»).

(22)

Όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 119 της απόφασης του 2008, κατά τον καθορισμό της επιτοκιακής απόδοσης των καταθέσεων, ένας συνετός ιδιώτης δανειολήπτης θα εξέταζε κυρίως τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

το ακαθάριστο ποσό των κατατεθειμένων κεφαλαίων·

β)

τη σταθερότητα των κατατεθειμένων κεφαλαίων·

γ)

τη μέση διάρκεια/ληκτότητα και τις μεταβολές των κατατεθειμένων κεφαλαίων· και

δ)

τον χρηματοοικονομικό κίνδυνο που αναλαμβάνεται.

(23)

Όσον αφορά τα ακαθάριστα ποσά των κατατεθειμένων κεφαλαίων, στην απόφαση του 2008 η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ανέρχονταν συνολικά σε 35 δισεκατ. EUR, το οποίο συνιστά σημαντικό χρηματικό ποσό προερχόμενο από έναν μόνο δανειοδότη. Ωστόσο, η Επιτροπή επισήμανε ότι η κατάθεση των PI στο Δημόσιο Ταμείο αντιστοιχεί μόνο στο 2,8 % του συνόλου των κρατικών χρεογράφων στο τέλος του 2005. Επιπλέον, η ζήτηση ιταλικών κρατικών ομολόγων ήταν υψηλότερη της έκδοσης κατά την εν λόγω περίοδο. Συνεπώς, δεν υπήρχαν ενδείξεις ανεπάρκειας κεφαλαίων στην αγορά ούτε ενδείξεις ότι η κατάθεση των PI αποτελούσε καθοριστικό μέσο για την αντιμετώπιση μιας τέτοιας ανεπάρκειας (αιτιολογική σκέψη 124 της απόφασης του 2008).

(24)

Όσον αφορά τη σταθερότητα των κατατεθειμένων κεφαλαίων, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το 10 % των καταθέσεων στους ταχυδρομικούς τρεχούμενους λογαριασμούς μπορούσε να θεωρηθεί μεταβλητό, ενώ το 90 % των εν λόγω καταθέσεων μπορούσε να θεωρηθεί σταθερό (αιτιολογική σκέψη 133 της απόφασης του 2008).

(25)

Όσον αφορά τη μέση διάρκεια/ληκτότητα των καταθέσεων, η Επιτροπή προέβη σε διάκριση μεταξύ της ενεργής διαχείρισης των κεφαλαίων, η οποία θα ήταν εφικτή απουσία της σύμβασης, και της παθητικής διαχείρισης των κεφαλαίων, η οποία απορρέει από την υποχρέωση επένδυσης. Ένας συνετός ιδιώτης δανειολήπτης θα έπρεπε να είχε προβλέψει ότι στο ανώτατο χρονικό διάστημα των πέντε ετών θα είχε αλλάξει η υποχρέωση επένδυσης και θα είχε λάβει υπόψη το στοιχείο αυτό κατά τον καθορισμό του επιτοκίου δανεισμού. Σε ένα πλαίσιο ενεργής διαχείρισης των κεφαλαίων, η Επιτροπή επισήμανε ότι η μέση ληκτότητα του συνολικού ποσού των κεφαλαίων που συγκεντρώθηκαν στους ταχυδρομικούς λογαριασμούς ήταν ελαφρώς μικρότερη από πέντε έτη. Κατά συνέπεια, ένας συνετός ιδιώτης δανειολήπτης θα έπρεπε να είχε βασιστεί για τον καθορισμό της επιτοκιακής απόδοσης της αγοράς της σταθερής συνιστώσας των καταθέσεων στην απόδοση ενός ομολόγου πέντε ετών (και όχι στην απόδοση των 10 ή 30 ετών, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της σύμβασης). Όσον αφορά τη μεταβλητή συνιστώσα των καταθέσεων, ένας συνετός ιδιώτης δανειολήπτης θα είχε βασιστεί για τον καθορισμό της επιτοκιακής απόδοσης σε τρίμηνα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου (και όχι στα δωδεκάμηνα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της σύμβασης).

(26)

Όσον αφορά τους χρηματοοικονομικούς κινδύνους που συνδέονταν με τις καταθέσεις από τους ταχυδρομικούς τρεχούμενους λογαριασμούς, η Επιτροπή επισήμανε ότι ο κίνδυνος ρευστότητας επιβάρυνε εξολοκλήρου τον δανειολήπτη (δηλαδή το Δημόσιο Ταμείο) και όχι τα PI. Βάσει της σύμβασης, σε περίπτωση που οι καταθέτες απέσυραν τα χρήματά τους από τους ταχυδρομικούς τρεχούμενους λογαριασμούς, το Δημόσιο Ταμείο θα έπρεπε να παράσχει στα PI τα απαιτούμενα ισόποσα κεφάλαια.

(27)

Η Επιτροπή διαπίστωσε (αιτιολογική σκέψη 178 της απόφασης του 2008) ότι το επιτόκιο της σύμβασης υπερέβη το προσφερόμενο επιτόκιο στον συνετό ιδιώτη δανειολήπτη κατά 1,09 % το 2005, κατά 0,65 % το 2006 και κατά 0,47 % το 2007. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το μέτρο συνιστούσε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

2.3.2.   Ανάλυση των επενδυτικών πολιτικών των PI απουσία της υποχρέωσης επένδυσης

(28)

Επιπλέον, στο πλαίσιο της εκτίμησής της, η Επιτροπή εξέτασε τις εναλλακτικές επενδυτικές δυνατότητες που πρότεινε η Ιταλία ως διαθέσιμες για τα PI απουσία της υποχρέωσης επένδυσης, και κυρίως την υλοποίηση επενδύσεων από τα PI με τη χρήση των συγκεντρωθέντων κεφαλαίων μέσω των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων τους, στο πλαίσιο της Poste Vita SpA, καθώς και εναλλακτικές στρατηγικές ενεργής διαχείρισης των κεφαλαίων. Σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή εξέτασε αναλυτικά αν οι εν λόγω εναλλακτικές επενδύσεις θα είχαν παράσχει στα PI παρόμοιες ή υψηλότερες αποδόσεις από τις αποδόσεις που προβλέπονταν στη σύμβαση.

(29)

Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εν λόγω εναλλακτικές επενδύσεις δεν θα είχαν παράσχει στα PI παρόμοιες ή υψηλότερες αποδόσεις από τις αποδόσεις που καθορίζονταν στη σύμβαση, λαμβανομένης υπόψη της σχέσης κινδύνου/απόδοσης.

2.4.   Ακύρωση της απόφασης του 2008: η απόφαση του 2013

(30)

Με την απόφαση του 2013 το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του 2008.

(31)

Το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η ύπαρξη θετικής διαφοράς μεταξύ του επιτοκίου της σύμβασης και του προσφερόμενου επιτοκίου στον συνετό ιδιώτη δανειολήπτη δεν ήταν επαρκής για να καταδειχθεί η ύπαρξη πλεονεκτήματος υπέρ των PI.

(32)

Το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε ότι για την εκτίμηση του προσφερόμενου επιτοκίου στον συνετό ιδιώτη δανειολήπτη, η Επιτροπή βασίστηκε στις τέσσερις παραμέτρους που περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 22 της παρούσας απόφασης. Υπό αυτές τις συνθήκες, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το προσφερόμενο επιτόκιο στον συνετό ιδιώτη δανειολήπτη δεν συνιστούσε επιτόκιο της αγοράς (17).

(33)

Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι ακόμη και αν το προσφερόμενο επιτόκιο στον συνετό ιδιώτη δανειολήπτη δεν ανερχόταν στο επίπεδο του επιτοκίου της αγοράς, τα PI θα ευνοούνταν από πλεονέκτημα μόνον εάν το επιτόκιο της σύμβασης ήταν υψηλότερο από την απόδοση που τα PI θα μπορούσαν ευλόγως να επιτύχουν απουσία της υποχρέωσης επένδυσης.

(34)

Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το μέτρο ευνοούσε τα PI χωρίς να αποδείξει με στοιχεία ότι, απουσία της υποχρέωσης επένδυσης, τα PI δεν θα ήταν σε θέση να επιτύχουν υψηλότερη απόδοση επενδύοντας τις καταθέσεις από τους ταχυδρομικούς τρεχούμενους λογαριασμούς σε σύγκριση με το επιτόκιο της σύμβασης.

(35)

Το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι στην απόφαση του 2008 η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πρόδηλο σφάλμα καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι το μέτρο παρείχε όφελος υπέρ των PI βασιζόμενη στη θετική διαφορά μεταξύ του επιτοκίου της σύμβασης και του προσφερόμενου επιτοκίου στον συνετό ιδιώτη δανειολήπτη.

(36)

Το Γενικό Δικαστήριο θεώρησε ότι η αιτιολογία που προέβαλε η Επιτροπή για την αμφισβήτηση της συνάφειας των στοιχείων που παρουσίασε η Ιταλία δεν ήταν επαρκώς τεκμηριωμένη.

(37)

Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι η Επιτροπή είχε προβεί, επιπλέον, σε εκτίμηση των αποδόσεων των επενδύσεων που υλοποίησαν τα PI με τα συγκεντρωθέντα κεφάλαια μέσω των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων τους και των αποδόσεων που προέκυψαν στο πλαίσιο μιας στρατηγικής ενεργής διαχείρισης των κεφαλαίων και είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι από εναλλακτικές επενδυτικές στρατηγικές αυτού του είδους δεν θα είχαν προκύψει παρόμοια ή υψηλότερα επιτόκια από τα επιτόκια που καθορίζονταν στη σύμβαση κατά τη σχετική περίοδο, λαμβανομένης υπόψη της σχέσης κινδύνου/απόδοσης.

(38)

Το Γενικό Δικαστήριο διερεύνησε την ορθότητα του συμπεράσματος της Επιτροπής —το οποίο βασίστηκε στην εκτίμησή της όσον αφορά τις εναλλακτικές επενδυτικές στρατηγικές που πρότεινε η Ιταλία— ότι το μέτρο συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

(39)

Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι τα έξοδα διαχείρισης που συνδέονται με τους ταχυδρομικούς τρεχούμενους λογαριασμούς και τα ασφαλιστικά προϊόντα δεν ήταν καθοριστικής σημασίας για τη σύγκριση των αποδόσεων που προέκυπταν από το επιτόκιο της σύμβασης και από τις εναλλακτικές επενδυτικές στρατηγικές. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Επιτροπή εσφαλμένα είχε αφαιρέσει τα έξοδα αυτά και ότι η σύγκριση μεταξύ του επιτοκίου της σύμβασης και των «καθαρών» αποδόσεων μετά την αφαίρεση των εν λόγω εξόδων διαχείρισης που αφορούσαν τα ασφαλιστικά προϊόντα δεν είχε καθοριστική σημασία για την εκτίμηση του αν το μέτρο συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

(40)

Όσον αφορά τη στρατηγική ενεργής διαχείρισης των κεφαλαίων, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να προβεί σε ουσιαστική σύγκριση μεταξύ του επιτοκίου της σύμβασης και της απόδοσης της στρατηγικής ενεργής διαχείρισης των κεφαλαίων εστιάζοντας σε περιορισμένη χρονική περίοδο τριών ετών, η οποία δεν ήταν αντιπροσωπευτική των αποδόσεων που επιτυγχάνονται στο πλαίσιο στρατηγικής ενεργής διαχείρισης κεφαλαίων.

(41)

Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τα κέρδη κεφαλαίου αποτελούν σημαντική παράμετρο των στρατηγικών ενεργής διαχείρισης κεφαλαίων και, ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να παραλείπονται κατά την ανάλυση του συμβιβάσιμου του μέτρου με την εσωτερική αγορά. Η Επιτροπή είχε προβάλει το επιχείρημα ότι στην ανάλυση δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη τα κέρδη κεφαλαίου, διότι δεν μπορούσαν να προβλεφθούν εκ των προτέρων και, βάσει αυτού, οι αποδόσεις που απέφερε η στρατηγική ενεργής διαχείρισης των κεφαλαίων μετά την αφαίρεση των εν λόγω κερδών κεφαλαίου ήταν χαμηλότερες από το επιτόκιο της σύμβασης ή από το προσφερόμενο επιτόκιο στον συνετό ιδιώτη δανειολήπτη.

(42)

Το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το γεγονός ότι οι αποδόσεις που παράγονταν από μια στρατηγική ενεργής διαχείρισης κεφαλαίων, μετά την αφαίρεση των κερδών κεφαλαίου, ήταν χαμηλότερες από το επιτόκιο της σύμβασης ήταν άνευ σημασίας για τη διαπίστωση της ύπαρξης πλεονεκτήματος κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(43)

Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το συμπέρασμα της Επιτροπής στην απόφαση του 2008, σύμφωνα με το οποίο, απουσία της υποχρέωσης επένδυσης, τα PI δεν θα ήταν σε θέση να επιτύχουν ίσες ή υψηλότερες αποδόσεις από το επιτόκιο της σύμβασης, είχε βασιστεί σε εσφαλμένες ή ανακριβείς πληροφορίες.

(44)

Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του 2008. Η απόφαση του 2013 δεν προσεβλήθη.

3.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ

3.1.   Παρατηρήσεις της ABI

(45)

Με επιστολή της 27ης Δεκεμβρίου 2006, η ABI υπέβαλε τις ακόλουθες παρατηρήσεις:

α)

Η ABI επισήμανε ότι τα κατατεθειμένα στο Δημόσιο Ταμείο ποσά αντιπροσώπευαν ένα χρέος που το Δημόσιο Ταμείο εξοφλεί κατά το επόμενο από την κατάθεση των ποσών έτος. Σύμφωνα με το επιχείρημα που προέβαλε η Επιτροπή στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας (18), τον κίνδυνο ρευστότητας που συνδέεται με τα κατατεθειμένα κεφάλαια τον αναλάμβανε το Δημόσιο Ταμείο και όχι τα PI. Αυτό σήμαινε ότι, σε περίπτωση μείωσης των κατατεθειμένων ποσών σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, το Δημόσιο Ταμείο θα έπρεπε, αφενός, να καταβάλει στα PI απόδοση βάσει του επιτοκίου της σύμβασης και, αφετέρου, να επιστρέψει στα PI τη διαφορά στα κατατεθειμένα ποσά.

β)

Κατά την άποψη της ABI, τα κεφάλαια που συγκεντρώνονται στον λογαριασμό του Δημόσιου Ταμείου είναι βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα. Επιπλέον, τα κεφάλαια αυτά χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση τακτικών απαιτήσεων του προϋπολογισμού.

γ)

Πέραν αυτού, βάσει του υπουργικού διατάγματος της 5ης Δεκεμβρίου 2003 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 15), το CDP άνοιξε δύο έντοκους τρεχούμενους λογαριασμούς στο Δημόσιο Ταμείο, στους οποίους υπολογιζόταν εξαμηνιαίος τόκος με επιτόκιο μεταβλητό ίσο με τον απλό μέσο όρο μεταξύ της ακαθάριστης απόδοσης των έντοκων γραμματίων του Δημοσίου 6 μηνών και της διακύμανσης του μηνιαίου δείκτη Rendistato (19).

δ)

Τέλος, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η παρεχόμενη στα PI επιτοκιακή απόδοση για τα κατατεθειμένα κεφάλαια στο Δημόσιο Ταμείο συνιστά κρατική ενίσχυση, θα έπρεπε να είχε πραγματοποιηθεί σύγκριση του καταβαλλόμενου επιτοκίου στα PI με το επιτόκιο που εφαρμόζεται στα βραχυπρόθεσμα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου (12 μηνών). Τον Ιανουάριο του 2005, το επιτόκιο των δωδεκάμηνων έντοκων γραμματίων του Δημοσίου ήταν 2,21 %, τιμή από την οποία συνάγεται ότι η επιτοκιακή απόδοση των PI είχε υπερεκτιμηθεί κατά 1,69 %.

3.2.   Παρατηρήσεις της Ιταλίας

(46)

Με επιστολές της 31ης Οκτωβρίου 2006, της 29ης Δεκεμβρίου 2006, της 16ης Φεβρουαρίου 2007, της 30ής Μαρτίου 2007, της 2ας Απριλίου 2007, της 1ης Ιουνίου 2007, της 27ης Νοεμβρίου 2007, της 29ης Φεβρουαρίου 2008, της 7ης Μαρτίου 2008 και της 23ης Απριλίου 2008, η Ιταλία υπέβαλε διάφορα επιχειρήματα.

(47)

Πρώτον, η Ιταλία υπενθύμισε ότι βάσει του νόμου του 2005 και της σύμβασης, οι προς καταβολή στα PI τόκοι έπρεπε να καθορίζονται σύμφωνα με παραμέτρους της αγοράς. Κατά την άποψη της Ιταλίας, οι τόκοι αυτοί δεν συνεπάγονταν κανένα πλεονέκτημα.

3.2.1.   Μεταβολή στην εξέλιξη των ποσών που κατατίθενται σε ταχυδρομικούς τρεχούμενους λογαριασμούς

(48)

Δεύτερον, η Ιταλία ισχυρίστηκε ότι οι ταχυδρομικοί τρεχούμενοι λογαριασμοί θα πρέπει να συγκριθούν μόνο με τραπεζικούς τρεχούμενους λογαριασμούς που τηρούνταν από το 2001, έτος δημιουργίας του νέου προϊόντος «Conto BancoPosta». Πριν από το 2001, τα κατατεθειμένα ποσά στο Δημόσιο Ταμείο υφίσταντο μεταβολές καθώς, για παράδειγμα, στο τέλος της δεκαετίας του 1990, ιδίως κατά την περίοδο 1996-1997, σημειώθηκε σημαντική μείωση των καταθέσεων στους τρεχούμενους λογαριασμούς λόγω της θέσπισης του νόμου αριθ. 662 της 23ης Δεκεμβρίου 1996, ο οποίος επέβαλε το κλείσιμο των λογαριασμών που χρησιμοποιούσε το Δημόσιο Ταμείο για την καταβολή των κρατικών συντάξεων, με επακόλουθη μείωση των καταθέσεων κατά περίπου 11 δισεκατ. EUR (την 1η Ιανουαρίου 1997). Σύμφωνα με την Ιταλία, είναι δύσκολο να προσδιοριστούν τα ακριβή αίτια των μεταβολών αυτών, λόγω εξωγενών πολιτικών παραγόντων και του γεγονότος ότι τα PI αποτελούσαν εκείνη την περίοδο δημόσιο οργανισμό. Μετά τη μετατροπή των PI σε ανώνυμη εταιρεία το 1998, τα ποσά που ήταν κατατεθειμένα στο Δημόσιο Ταμείο αυξάνονταν σε τακτική και σταθερή βάση.

3.2.2.   Φύση της σύμβασης

(49)

Η Ιταλία δήλωσε ότι η σύμβαση μεταξύ του Δημόσιου Ταμείου και των PI ρύθμιζε τη μεταξύ τους χρηματοοικονομική σχέση με διαφανή τρόπο. Από τη μία πλευρά, η σύμβαση δεν ήταν αόριστης αλλά τριετούς διάρκειας. Από την άλλη, προέβλεπε τη δυνατότητα για αμφότερα τα μέρη να αποσυρθούν από τη σύμβαση σε περίπτωση που οι συνθήκες της αγοράς ήταν τέτοιες που να μην εγγυώνται πλέον τη συνέπεια με τον μηχανισμό καθορισμού της επιτοκιακής απόδοσης των καταθέσεων.

(50)

Κατά την άποψη της Ιταλίας, η επιλογή κυμαινόμενου επιτοκίου για τη σύμβαση συνέβαλε στη διασφάλιση του προσδιορισμού ενός επιτοκίου που είναι ευθυγραμμισμένο με την αγορά. Ειδικότερα, το κυμαινόμενο επιτόκιο αποτελούσε δίκαιο επιτόκιο για το Δημόσιο Ταμείο διότι συνεπάγονταν κόστος για το Ταμείο το οποίο ήταν αντίστοιχο προς το κόστος εναλλακτικών χρηματοδοτικών πηγών, π.χ. μεσο-μακροπρόθεσμο χρέος.

(51)

Η Ιταλία επισήμανε ότι από το 2007 τα PI έχουν υιοθετήσει μια συντηρητική προσέγγιση ως προς την ενεργή διαχείριση των κεφαλαίων τους, η οποία διαφέρει από την αντίστοιχη προσέγγιση της σύμβασης, διότι επιτρέπει στα PI να δημιουργήσουν ένα χαρτοφυλάκιο που βασίζεται στην κατανομή των στοιχείων ενεργητικού σύμφωνα με τους στόχους και τη χρηματοοικονομική στρατηγική της εταιρείας.

3.2.3.   Μεταβολές της νομικής υποχρέωσης κατάθεσης κεφαλαίων στο Δημόσιο Ταμείο

(52)

Η Ιταλία ενημέρωσε την Επιτροπή ότι η νομοθεσία βάσει της οποίας τα PI υποχρεούνταν να καταθέτουν στο Δημόσιο Ταμείο τα κεφάλαια που συγκεντρώνονταν στους ταχυδρομικούς τρεχούμενους λογαριασμούς καταργήθηκε τον Δεκέμβριο του 2006 με τον νόμο του 2006. Σύμφωνα με τον συγκεκριμένο νόμο, τα PI πρέπει να επενδύουν τα κεφάλαια που συγκεντρώνονται στους ταχυδρομικούς τρεχούμενους λογαριασμούς ιδιωτών σε κρατικά ομόλογα της ζώνης του ευρώ (βλέπε αιτιολογική σκέψη 19). Σκοπός του νέου νόμου ήταν η παροχή μεγαλύτερης χρηματοοικονομικής αυτονομίας στα PI.

3.2.4.   Σταθερότητα των κεφαλαίων που συγκεντρώνονται στους ταχυδρομικούς τρεχούμενους λογαριασμούς

(53)

Προς επίρρωση της θέσης της όσον αφορά τη σταθερότητα των κατατεθειμένων κεφαλαίων, η Ιταλία υπέβαλε τα αποτελέσματα δύο μοντέλων: τα εσωτερικά στατιστικά μοντέλα που εκπόνησαν τα PI και το μοντέλο που εκπόνησαν τα PI σε συνεργασία με την εταιρεία παροχής συμβουλών […], με στόχο να προσδιοριστεί η συνετή τάση των κεφαλαίων που συγκεντρώνονται στους ταχυδρομικούς τρεχούμενους λογαριασμούς.

(54)

Τα εσωτερικά μοντέλα βασίζονταν στην ανάλυση των ημερήσιων αποκλίσεων των αποθεμάτων στους ταχυδρομικούς τρεχούμενους λογαριασμούς σε σύγκριση με τα μέσα υπόλοιπα, με χρήση μόνο των ιστορικών αποτελεσμάτων της τάσης των τρεχούμενων λογαριασμών. Από τα μοντέλα προκύπτει ανοδική τάση των ποσών που κατατίθενται στο Δημόσιο Ταμείο (τα κεφάλαια που συγκεντρώνονται στους λογαριασμούς ιδιωτών αντιπροσωπεύουν περίπου το 75 % των συνολικών κεφαλαίων που συγκεντρώνονται στους ταχυδρομικούς τρεχούμενους λογαριασμούς). Η σταθερή συνιστώσα των καταθέσεων παρουσιάζει ανοδική τάση και αντιπροσωπεύει το 90 % των συνολικών μέσων καταθέσεων (από 85 % το 2002 σε 92 % το 2006). Ομοίως, τα εσωτερικά μοντέλα διαπιστώνουν την ύπαρξη ενός μεταβλητού μέρους των καταθέσεων, το οποίο παρουσιάζει πτώση περίπου στο 10 %.

(55)

Από το μοντέλο […], το οποίο η Ιταλία θεωρεί πολύ συνετό, προκύπτει ότι η διάρκεια του συνόλου των ταχυδρομικών τρεχούμενων λογαριασμών δεν συμπίπτει με τη διάρκεια ενός απλού ταχυδρομικού τρεχούμενου λογαριασμού. Όντως, εάν ορισμένοι πελάτες αποφάσιζαν να κλείσουν τον λογαριασμό τους από τη μία μέρα στην άλλη, οι επιπτώσεις στο σύνολο των κεφαλαίων που συγκεντρώνονταν στα PI θα ήταν περιορισμένες, λόγω του μεγάλου αριθμού των πελατών, των περιορισμένων μέσων καταθέσεων σε αυτούς τους λογαριασμούς και του γεγονότος ότι οι καταθέσεις των λογαριασμών που κλείνουν αντικαθίστανται ουσιαστικά από τις καταθέσεις νέων πελατών.

(56)

Ο τύπος του συνετού μοντέλου που εκπονήθηκε από […] χρησιμοποιήθηκε από διάφορες ιταλικές τράπεζες στο πλαίσιο της ενεργής διαχείρισης της ρευστότητάς τους, κατά τον χρόνο της σύμβασης, προκειμένου να καθοριστεί η διάρκεια των τρεχούμενων λογαριασμών τους και να αντικατοπτριστεί κατόπιν η διάρκεια αυτή σε αντίστοιχο χαρτοφυλάκιο επενδύσεων στο πλαίσιο των τεχνικών διαχείρισης ενεργητικού-παθητικού (Assets/Liabilities Management, ALM) τους. Το εν λόγω συνετό μοντέλο χρησιμοποιήθηκε από τα PI για τον προσδιορισμό της διάρκειας των κεφαλαίων που συγκεντρώθηκαν σε ταχυδρομικούς τρεχούμενους λογαριασμούς (ιδιωτών (20)) κατά την περίοδο 2005-2006, όταν τα PI υποχρεούνταν να καταθέτουν το σύνολο των κεφαλαίων στο Δημόσιο Ταμείο (παθητική διαχείριση της ρευστότητας), καθώς και για την περίοδο μετά την 1η Ιανουαρίου 2007, κατά την οποία τα PI επενδύουν τα κεφάλαια που συγκεντρώνονται στους ταχυδρομικούς τρεχούμενους λογαριασμούς ιδιωτών σε κρατικά ομόλογα της ζώνης του ευρώ (ενεργή διαχείριση της ρευστότητας).

3.2.4.1.   Παθητική διαχείριση των κεφαλαίων

(57)

Κατά την άποψη της Ιταλίας, στο πλαίσιο της παθητικής διαχείρισης της ρευστότητας των PI, με το μοντέλο […] επιχειρήθηκε ένας υπολογισμός της διάρκειας της σταθερής και της μεταβλητής συνιστώσας των καταθέσεων που προσδιορίστηκαν από τα εσωτερικά μοντέλα, με βάση την ιστορική μεταβλητότητα των ταχυδρομικών τρεχούμενων λογαριασμών και την πιθανή συμπεριφορά των κατόχων τους. Σε μια παραλλαγή του μοντέλου (21), υπολογίζονται πολύ μακρές διάρκειες για τα δύο τρίτα περίπου των κεφαλαίων και διάρκειες από 0 έως 10 έτη για το υπόλοιπο ένα τρίτο. Κατά συνέπεια, το αντίστοιχο επενδυτικό χαρτοφυλάκιο θα έχει μέση διάρκεια ίση με 4,1 έτη και διάρκεια Macaulay (22) 3,2 έτη. Σε μία άλλη παραλλαγή του μοντέλου (23), το αντίστοιχο χαρτοφυλάκιο επενδύσεων θα έχει μέση διάρκεια ίση με 4,9 έτη και διάρκεια Macaulay 3,8 έτη (24).

3.2.4.2.   Ενεργή διαχείριση των κεφαλαίων

(58)

Σύμφωνα με την Ιταλία, στο πλαίσιο της ενεργής διαχείρισης της ρευστότητας των PI, το μοντέλο […] συνδράμει τα PI στην επιλογή της βέλτιστης κατανομής των στοιχείων ενεργητικού. Βασιζόμενο σε πολύ συνετές υποθέσεις, δείχνει ότι είναι εύλογο για τα PI να υιοθετήσουν μια κατανομή των στοιχείων ενεργητικού με μέση διάρκεια που κυμαίνεται μεταξύ 4 και 5 ετών.

3.2.5.   Έξοδα των ταχυδρομικών τρεχούμενων λογαριασμών

(59)

Όσον αφορά τα έξοδα που συνδέονται με τη συγκέντρωση και την κατάθεση των κεφαλαίων που προκύπτουν από τους ταχυδρομικούς τρεχούμενους λογαριασμούς των πελατών των PI, η Ιταλία επισήμανε ότι η αναλυτική λογιστική των PI επιτρέπει τον προσδιορισμό των εξόδων της δραστηριότητας των PI συνολικά και όχι ανά προϊόν. Η Ιταλία παρατήρησε ότι τα περιθώρια των PI ήταν χαμηλότερα από τα περιθώρια που επιτυγχάνονται στον τραπεζικό τομέα.

3.2.6.   Συνέπεια μεταξύ της επιτοκιακής απόδοσης της σύμβασης και του κόστους χρηματοδότησης του Δημόσιου Ταμείου

(60)

Η Ιταλία επισήμανε ότι η σύμβαση επέτρεπε την παροχή επιτοκιακής απόδοσης στα PI βάσει των αποδόσεων των ομολόγων του Δημοσίου, τα οποία αποτελούν το κύριο μέσο χρηματοδότησης που έχει στη διάθεσή της η Ιταλία.

(61)

Ειδικότερα, η σύμβαση επέτρεπε την παροχή επιτοκιακής απόδοσης στα PI βάσει μακροπρόθεσμων επιτοκίων, σε συμφωνία με τον χρονικό ορίζοντα των κεφαλαίων που συγκεντρώνονταν στους ταχυδρομικούς τρεχούμενους λογαριασμούς. Η σύμβαση προστάτευε επίσης το Δημόσιο Ταμείο από αντίξοες συνθήκες της αγοράς, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να αποσυρθεί από τη σύμβαση σε περίπτωση που δεν εξασφαλιζόταν πλέον η συνέπειά της με το κόστος εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης.

(62)

Βάσει σύγκρισης μεταξύ του προβλεπόμενου επιτοκίου στη σύμβαση και του κόστους χρηματοδότησης του Δημόσιου Ταμείου, η Ιταλία παρατήρησε ότι το κόστος μεσο-μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης του Δημόσιου Ταμείου ήταν συνεπές προς το επιτόκιο που καθορίζεται στη σύμβαση.

(63)

Επιπλέον, i) το επιτόκιο της απόδοσης που καθορίζεται στη σύμβαση είναι τιμαριθμοποιημένο προς παραμέτρους οι οποίες συνδέονται με το ιταλικό δημόσιο χρέος (κρατικά χρεόγραφα) και αποτελούν την πλέον ενδεδειγμένη αναφορά για το κόστος χρηματοδότησης του Δημόσιου Ταμείου, ii) η σταθερότητα της χρηματοδότησης, η οποία επαληθεύεται μέσω στατιστικών μοντέλων, και η υποχρέωση επένδυσης που βαρύνει τα PI καθιστούν την επένδυση σε μεγάλο μέρος μόνιμη (χωρίς να ληφθούν υπόψη ειδικά μέτρα ασφάλειας –όπως η δυνατότητα πρόωρης απόσυρσης, η τριετής διάρκεια της σχέσης– που προστατεύουν το Δημόσιο Ταμείο από απρόβλεπτες αλλαγές της αγοράς), iii) ο κίνδυνος ρευστότητας που ανέλαβε το Δημόσιο Ταμείο είναι περιορισμένος δεδομένης της αποδεδειγμένης σταθερότητας της χρηματοδότησης από τον τομέα των ταχυδρομείων και αντικατοπτρίζεται στην τιμαριθμοποίηση του 10 % αυτής της χρηματοδότησης με βραχυπρόθεσμες παραμέτρους.

(64)

Όσον αφορά το μακροπρόθεσμο στοιχείο του επιτοκίου δανεισμού [90 % από το οποίο: i) το 10 % συνδέεται με την απόδοση των δεκαετών ιταλικών κρατικών ομολόγων και ii) το 80 % συνδέεται με την απόδοση των τριακονταετών ιταλικών κρατικών ομολόγων], η Ιταλία θεώρησε ότι η υποχρέωση επένδυσης διέφερε από την υποχρέωση απευθείας επένδυσης σε κρατικά ομόλογα, στο πλαίσιο της οποίας τα ιταλικά κρατικά ομόλογα μπορούσαν να επιλεγούν αυτόνομα και η διαχείρισή τους ήταν ελεύθερη.

3.2.7.   Συμμόρφωση της επιτοκιακής απόδοσης που προσφερόταν στα PI για τις καταθέσεις των ταχυδρομικών τρεχούμενων λογαριασμών στο Δημόσιο Ταμείο με τους όρους της αγοράς

(65)

Το επιτόκιο δανεισμού ήταν σύμφωνο με τους όρους της αγοράς διότι τα κατατεθειμένα κεφάλαια στο Δημόσιο Ταμείο ήταν μακροπρόθεσμης διάρκειας. Αυτό οφειλόταν, αφενός, στο γεγονός ότι η υποχρέωση επένδυσης δεν ήταν περιορισμένης διάρκειας και, αφετέρου, στη σταθερότητα των κεφαλαίων που συγκεντρώνονταν στους ταχυδρομικούς τρεχούμενους λογαριασμούς των πελατών των PI και κατατίθεντο στο Δημόσιο Ταμείο. Επιπλέον, η Ιταλία θεώρησε ότι η υποχρέωση επένδυσης δεν επέτρεπε στα PI να εφαρμόσουν ενεργή, και δυνητικά περισσότερο συμφέρουσα, διαχείριση των κεφαλαίων. Η Ιταλία ισχυρίζεται ότι, απουσία της υποχρέωσης επένδυσης, τα PI θα μπορούσαν να είχαν επενδύσει το 10 % της ρευστότητάς τους σε βραχυπρόθεσμα ομόλογα και το 90 % σε μακροπρόθεσμα ομόλογα.

(66)

Όσον αφορά τη συμμόρφωση του καταβαλλόμενου επιτοκίου στα PI με τους όρους της αγοράς, η Ιταλία διαβίβασε τη γνώμη των ελεγκτών των PI και επιστολές ιδιωτικών τραπεζών και συμβούλων. Οι ελεγκτές των PI δήλωσαν ότι λόγω των χαρακτηριστικών και των δεικτών αύξησης των PI, τα κεφάλαια που συγκεντρώνονταν στους ταχυδρομικούς τρεχούμενους λογαριασμούς ήταν σταθερά. Οι ιδιωτικές τράπεζες και οι σύμβουλοι (25) συμμερίζονταν την άποψη ότι οι αποδόσεις που εξασφάλιζαν τα PI επί των κεφαλαίων που συγκεντρώνονταν στους ταχυδρομικούς τρεχούμενους λογαριασμούς και κατατίθεντο στο Δημόσιο Ταμείο ήταν ανάλογες με τις αποδόσεις της αγοράς που θα μπορούσαν να επιτύχουν τα PI με την εφαρμογή κατάλληλων στρατηγικών όσον αφορά τις επενδύσεις και τη διαχείριση κινδύνων.

3.2.7.1.   Σύγκριση με τις αποδόσεις που επιτυγχάνονται επί των προϊόντων Poste Vita

(67)

Η Ιταλία είναι της άποψης ότι η επιτοκιακή απόδοση που χορηγούνταν στα PI για τα κατατεθειμένα κεφάλαια στο Δημόσιο Ταμείο ήταν σύμφωνη με την επιτοκιακή απόδοση που επιτυγχάνει η Poste Vita επί των κεφαλαίων που επενδύει. Η Ιταλία ισχυρίζεται ότι οι ασφάλειες ζωής συνιστούν προϊόντα τα οποία μπορούν να θεωρηθούν συγκρίσιμα με τους ταχυδρομικούς τρεχούμενους λογαριασμούς και ότι κατά την περίοδο 2002-2006 το μέσο επιτόκιο επί των επενδυόμενων εσόδων από τα εν λόγω προϊόντα (π.χ. Posta Più) ανήλθε στο 4,68 %, το οποίο αντιστοιχεί στο επιτόκιο της σύμβασης (4,55 %).

(68)

Η Ιταλία θεωρεί ότι οι ταχυδρομικοί τρεχούμενοι λογαριασμοί και οι ασφάλειες ζωής αποτελούσαν συγκρίσιμα χρηματοοικονομικά προϊόντα, καθώς παρά τον βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα τους, οι ταχυδρομικοί τρεχούμενοι λογαριασμοί είναι εκ των πραγμάτων παρόμοιοι με χρηματοοικονομικά προϊόντα μέσης διάρκειας, με ελάχιστο εγγυημένο κεφάλαιο και επιτόκιο.

3.2.7.2.   Σύγκριση με τη La Banque Postale

(69)

Σύμφωνα με την Ιταλία, η στρατηγική ALM της La Banque Postale (Γαλλία) βασίστηκε στον ίδιο τύπο στατιστικού μοντέλου που χρησιμοποίησαν και τα PI κατά την υπό εκτίμηση περίοδο.

(70)

Το εν λόγω στατιστικό μοντέλο προσδιορίζει τη σταθερή και τη μεταβλητή συνιστώσα των κεφαλαίων που συγκεντρώνονται στους ταχυδρομικούς τρεχούμενους λογαριασμούς. Τα σταθερά κεφάλαια επενδύονται σε ομόλογα ζώνης του ΟΟΣΑ, ενώ τα μεταβλητά σε βραχυπρόθεσμα ομόλογα. Βάσει του συγκεκριμένου μοντέλου, το 2005 η απόδοση της επένδυσης των τρεχούμενων λογαριασμών της La Banque Postale ήταν 4,4 % (έναντι του 3,9 % που προβλεπόταν στη σύμβαση).

(71)

Ειδικότερα, το παράδειγμα της La Banque Postale κατέδειξε ότι είναι εφικτό να επιτευχθούν υψηλότερες αποδόσεις επί των επενδύσεων σε σύγκριση με τις αποδόσεις που προβλέπονται στη σύμβαση εάν χρησιμοποιηθεί συνετή ALM μέσης διάρκειας 5 ετών.

3.2.7.3.   Σύγκριση με άλλες εναλλακτικές επενδυτικές στρατηγικές (ενεργή διαχείριση των κεφαλαίων)

(72)

Για να καταδείξει ότι η επιτοκιακή απόδοση που προβλεπόταν στη σύμβαση δεν παρείχε πλεονέκτημα στα PI, η Ιταλία υπέβαλε στην Επιτροπή μια μελέτη που εκπονήθηκε από […].

(73)

Στη μελέτη […] αναπτύχθηκε η ακόλουθη ανάλυση:

α)

Η επιτοκιακή απόδοση των καταθέσεων που κατέβαλλε το Δημόσιο Ταμείο στα PI μπορούσε να θεωρηθεί δίκαιη για τους εξής λόγους:

(1)

Η αναμενόμενη διάρκεια της εν λόγω καταθετικής βάσης, αφαιρούμενης μιας θεωρητικά περισσότερο μεταβλητής συνιστώσας, είναι ιδιαίτερα μακρά, σχεδόν αόριστη.

(2)

Τα χαρακτηριστικά της εν λόγω καταθετικής βάσης μεταφέρονται εκ του νόμου στο Δημόσιο Ταμείο.

(3)

Η τιμαριθμοποίηση στην οποία προβαίνει το Δημόσιο Ταμείο βασίζεται κατά 10 % στα δωδεκάμηνα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου (η πλέον μεταβλητή συνιστώσα), κατά 10 % στα ιταλικά κρατικά ομόλογα 10 ετών (η συνιστώσα που θα μπορούσε να μειωθεί σταδιακά βάσει ορισμένων πιο συντηρητικών παραδοχών) και κατά 80 % στα ιταλικά κρατικά ομόλογα 30 ετών.

(4)

Η υποχρέωση επένδυσης ενισχύει τον μόνιμο χαρακτήρα της σχέσης μεταξύ των PI και του Δημόσιου Ταμείου.

(5)

Οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται στα PI υπό την ιδιότητά τους ως καταθέτη περιλαμβάνουν τεκμαρτές επιβαρύνσεις:

α)

Οι καταθέσεις στο Δημόσιο Ταμείο δεν μπορούν να θεωρηθούν βραχυπρόθεσμο στοιχείο ενεργητικού χωρίς κίνδυνο («risk free») λόγω της μόνιμης υποχρέωσης των PI να καταθέτουν κεφάλαια στο Δημόσιο Ταμείο.

β)

Η αδυναμία των PI να θέσουν σε εφαρμογή στρατηγικές ενεργής διαχείρισης των κεφαλαίων (η ποσοτική ανάλυση που διενέργησε η […] έχει ως στόχο τον υπολογισμό του σχετικού συνεπαγόμενου κόστους).

β)

Από σύγκριση μεταξύ του περιθωρίου επιτοκίου των PI με εκείνο των συγκρίσιμων τραπεζών του ιδιωτικού τομέα προέκυψε ότι το κόστος των καταθέσεων από την πελατεία λιανικής των PI είναι σύμφωνο με το κόστος των καταθετών λιανικής των τραπεζών του ιδιωτικού τομέα. Επιπλέον, το περιθώριο επιτοκίου που επιτυγχάνεται από τις τράπεζες του ιδιωτικού τομέα από τη συνιστώσα των καταθέσεων της δικής τους χρηματοδότησης είναι σημαντικά υψηλότερο από εκείνο των PI, στοιχείο που αποτελεί, κατά την άποψη της […], απόδειξη της απουσίας κρατικής ενίσχυσης υπέρ των PI.

γ)

Από σύγκριση μεταξύ της αναντιστοιχίας των λήξεων (mismatch) του ενεργητικού και του παθητικού των PI και αντίστοιχων φορέων του ιδιωτικού τομέα προέκυψε ότι η καταθετική βάση των PI έχει μια συνιστώσα «σχεδόν απεριόριστης» διάρκειας, η οποία ανέρχεται βάσει συνετής εκτίμησης τουλάχιστον στο 60,8 % του συνόλου. Δυνάμει της σύμβασης, τα PI χρησιμοποιούν τα έσοδα της καταθετικής τους βάσης για τη χρηματοδότηση ενός μακροπρόθεσμου στοιχείου ενεργητικού, όπως η κατάθεση στο Δημόσιο Ταμείο. Προς επαλήθευση της συμπεριφοράς των τραπεζών του ιδιωτικού τομέα αναλύθηκαν τα οικονομικά εξειδικευμένων τραπεζών στη χρηματοδότηση του δημόσιου τομέα (όπως η Dexia, η Depfa κ.λπ.), οι οποίες προκύπτει ότι συμπεριφέρονται σύμφωνα με ανάλογα σχήματα. Όντως, οι τράπεζες του δημόσιου τομέα χρηματοδοτούν περίπου το 50 % των μεσο-μακροπρόθεσμων αναγκών τους ενώ το υπόλοιπο 50 % καλύπτεται από συμφωνίες επαναγοράς (repos) με την ΕΚΤ ή από διατραπεζικές καταθέσεις, ενώ επενδύουν το σύνολο των κεφαλαίων τους σε μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα στοιχεία ενεργητικού του δημόσιου τομέα που εκδίδονται από κρατικές ή τοπικές αρχές, με ληκτότητες που κυμαίνονται συνήθως μεταξύ των 10 και των 50 ετών.

δ)

Διενεργήθηκε αριθμητική ανάλυση με σκοπό την απόδειξη του οφέλους ενεργής διαχείρισης του ενεργητικού βάσει επένδυσης των PI σε χαρτοφυλάκιο ευρωπαϊκών κρατικών ομολόγων η οποία ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2007. Η ανάλυση τεκμηριώνεται με δύο στοιχεία, εκ των οποίων το πρώτο βασίζεται στην εξέταση δυνητικών προηγούμενων επιδόσεων και το δεύτερο σε μελλοντικές εξελίξεις:

(6)

Η […] εφάρμοσε αναδρομικά δύο στρατηγικές διαχείρισης των κεφαλαίων στο χαρτοφυλάκιο καταθέσεων των PI, εκ των οποίων η μία συνεπάγεται παρόμοια διάρκεια με τη διάρκεια του χαρτοφυλακίου της μελέτης […] στην παραλλαγή «Value at Risk» (VaR) [εφεξής «χαρτοφυλάκιο αναφοράς» («χαρτοφυλάκιο τύπου benchmark»)], και η άλλη [εφεξής «χαρτοφυλάκιο τακτικής στρατηγικής» («χαρτοφυλάκιο τύπου tactical strategy»)] χρησιμοποιεί τα ίδια κριτήρια και τις ίδιες υποχρεώσεις επενδύσεων που χρησιμοποιούν επί του παρόντος τα PI. Η δεύτερη στρατηγική βασίζεται σε αυτόματο ποσοτικό μοντέλο. Η απόδοση που θα είχε επιτευχθεί κατά τα τελευταία 10 έτη βάσει της τακτικής στρατηγικής θα είχε υπερβεί κατά περίπου 1,62 % ετησίως την απόδοση της σύμβασης για την ίδια περίοδο (χωρίς να ληφθεί, ωστόσο, υπόψη το κόστος συναλλαγής). Η απόδοση κατά τη διετία 2005-2006 θα ήταν κατώτερη (2,45 %) από το 4,14 % της απόδοσης της σύμβασης.

(7)

Όσον αφορά το μέλλον, η […] προσδιόρισε ορισμένες λύσεις διαχείρισης των κεφαλαίων που τα PI θα μπορούσαν να θέσουν σε εφαρμογή με στόχο την επίτευξη υψηλότερων αποδόσεων από εκείνες των πολιτικών παθητικής επένδυσης σε κρατικά ομόλογα, χωρίς την προσθήκη σημαντικών προσαυξητικών κινδύνων. Προς επίρρωση των εν λόγω στρατηγικών, στη μελέτη […] παρουσιάζεται η ακόλουθη λεπτομερής περιγραφή:

α)

στρατηγικές με βάση την πώληση δικαιώματος αγοράς για κρατικά ομόλογα, με τις οποίες θα μπορούσε να επιτευχθεί το 2008 επιπλέον απόδοση της τάξης του […]

β)

διαμόρφωση σύνθεσης χαρτοφυλακίου κρατικών ομολόγων της ζώνης του ευρώ, με την οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί το 2008 επιπλέον απόδοση της τάξης του […]·

γ)

διαχείριση ενός μέρους των υφιστάμενων κερδών κεφαλαίου που επιτυγχάνονταν επί του χαρτοφυλακίου, με την οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί το 2008 επιπλέον απόδοση της τάξης του […]· και

δ)

αλλαγή ομολόγων στο χαρτοφυλάκιο, με την οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί το 2008 επιπλέον απόδοση της τάξης του […].

(74)

Όσον αφορά τη σύγκριση μεταξύ της επιτοκιακής απόδοσης των καταθέσεων στο Δημόσιο Ταμείο και της επιτοκιακής απόδοσης που προσφέρουν οι στρατηγικές ενεργής διαχείρισης των κεφαλαίων, η Ιταλία διευκρίνισε ότι για τη σύγκριση αυτή έπρεπε να ληφθεί υπόψη ένα σημαντικό χρονικό διάστημα —10 ετών— ώστε να περιλαμβάνει τουλάχιστον έναν πλήρη οικονομικό κύκλο. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο η […] προέβη σε σύγκριση της απόδοσης της σύμβασης με τις αποδόσεις που προκύπτουν από τις εναλλακτικές στρατηγικές για χρονική περίοδο τουλάχιστον 10 ετών. Επομένως, σε μια φάση αύξησης των επιτοκίων, τα χαρτοφυλάκια σταθερού επιτοκίου τείνουν να έχουν χαμηλότερη απόδοση σε σύγκριση με τα χαρτοφυλάκια κυμαινόμενου επιτοκίου· το αντίθετο συμβαίνει σε φάσεις μείωσης των επιτοκίων.

(75)

Σύμφωνα με την Ιταλία, σε μια χρονική περίοδο 10 ετών, τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια κυμαινόμενου επιτοκίου προσομοιάζουν προς τα χαρτοφυλάκια σταθερού επιτοκίου, λόγω της τάσης εξισορρόπησης των κερδών και των ζημιών κεφαλαίου. Πράγματι, επί περιόδου 10 ετών οι αποδόσεις των χαρτοφυλακίων σταθερού επιτοκίου σε σύγκριση με τα χαρτοφυλάκια κυμαινόμενου επιτοκίου βρίσκονται ουσιαστικά στο ίδιο επίπεδο. Η ενεργή διαχείριση των κεφαλαίων παράγει σαφώς καλύτερες αποδόσεις από ό,τι οι πολιτικές παθητικής («παραμετρικής») επένδυσης, όπως στο πλαίσιο της σύμβασης (π.χ. η απόδοση του χαρτοφυλακίου αναφοράς που χρησιμοποίησε η […], με μέση διάρκεια 5 ετών, βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την απόδοση της σύμβασης, η οποία έχει πολύ μεγαλύτερη διάρκεια).

(76)

Επιπλέον, σύμφωνα με την Ιταλία, η Επιτροπή θα έπρεπε να κάνει τη διάκριση μεταξύ του βραχυπρόθεσμου και του μακροπρόθεσμου κινδύνου. Παρότι αληθεύει ότι τα χρεόγραφα σταθερού επιτοκίου με δεκαετή διάρκεια μπορούν να έχουν πολύ μεταβλητή απόδοση σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, κατά την περίοδο των 10 ετών προσφέρουν έναν συντελεστή απόδοσης ιδιαιτέρως αξιόπιστο (λόγω του ότι είναι σταθερός). Τούτων δοθέντων, σε χρονικό διάστημα 10 ετών, οι αποδόσεις των χαρτοφυλακίων σταθερού επιτοκίου τείνουν να ευθυγραμμιστούν με τις αποδόσεις των χαρτοφυλακίων κυμαινόμενου επιτοκίου, ενώ οι τελευταίες παρουσιάζουν ουσιαστικά υψηλότερο κίνδυνο (επειδή υπόκεινται σε ετήσιες μεταβολές των επιτοκίων).

(77)

Επιπλέον, οι πραγματικά εναλλακτικές επενδυτικές στρατηγικές που είναι ευέλικτες και μπορούν να αξιοποιούν όλα τα χρηματοοικονομικά μέσα που προσφέρει η αγορά αυξάνουν την πιθανότητα επίτευξης καλύτερων αποτελεσμάτων σε σύγκριση με τις παθητικές επενδύσεις, όπως στο πλαίσιο της σύμβασης.

(78)

Επιπροσθέτως, η Ιταλία υπογράμμισε ότι, κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης με το Δημόσιο Ταμείο, δεν ήταν γνωστή η μελλοντική εξέλιξη των επιτοκίων. Κατά την άποψη της Ιταλίας, η επιλογή της χρήσης μεταβλητών παραμέτρων για τη σύμβαση αποδεικνύεται οικονομικώς ορθολογική επειδή είναι δίκαιη για αμφότερα τα μέρη: PI και Δημόσιο Ταμείο. Η δυνατότητα αναθεώρησης της σύμβασης μετά την παρέλευση τριών ετών και ακύρωσής της κάθε έτος παρείχε σε αμφότερα τα μέρη τη δυνατότητα απόσυρσης από τη σύμβαση σε περίπτωση που η επιτοκιακή απόδοση καθίστατο άδικη ή ασυνεπής, λόγω των μεταβαλλόμενων επιτοκίων της αγοράς.

(79)

Στη μελέτη […] αποδεικνύεται επίσης ότι η υποχρέωση επένδυσης δημιουργούσε κόστος ευκαιρίας και κινδύνους για τα PI περιορίζοντας το φάσμα των εναλλακτικών επενδύσεων. Η κατάθεση στο Δημόσιο Ταμείο συνδεόταν αποκλειστικά με τον πιστωτικό κίνδυνο της Ιταλίας, γεγονός που απέκλειε τα PI από τη δυνατότητα να διαφοροποιήσουν το χαρτοφυλάκιό τους στην αγορά ευρωπαϊκών κρατικών ομολόγων. Επιπλέον, ο εν λόγω πιστωτικός κίνδυνος συνοδευόταν από τον κίνδυνο ρευστότητας, δεδομένης της μακροπρόθεσμης φύσης της ληκτότητας των καταθέσεων χωρίς πρόωρη εξόφληση.

(80)

Η Ιταλία δικαιολογεί τη σύγκριση μεταξύ του μηχανισμού της σύμβασης (που βασίζεται σε μεταβλητά επιτόκια) και των ποσοτικών μοντέλων της […], τα οποία είχαν ως στόχο να αποδείξουν το πλεονέκτημα της ενεργής διαχείρισης ενεργητικού (που βασίζεται σε σταθερά επιτόκια), δηλώνοντας ότι αποτελεί συνήθη πρακτική των φορέων της αγοράς που διαπραγματεύονται ομόλογα, καθώς και των PI από το 2007, να προβλέπουν επενδύσεις σταθερού επιτοκίου. Η Ιταλία ισχυρίζεται επίσης ότι η εν λόγω σύγκριση μεταξύ του μηχανισμού της σύμβασης και των ποσοτικών μοντέλων που χρησιμοποιεί η RBS πρέπει να πραγματοποιηθεί υπό το πρίσμα της σύγκρισης μεταξύ της παθητικής και της ενεργής διαχείρισης των κεφαλαίων και όχι μεταξύ των δύο μηχανισμών επιτοκιακής απόδοσης βάσει σταθερών και κυμαινόμενων επιτοκίων.

(81)

Τέλος, η Ιταλία προβάλλει το επιχείρημα ότι ο μηχανισμός της σύμβασης βάσει της βραχυπρόθεσμης επιτοκιακής απόδοσης για τη μεταβλητή συνιστώσα των κατατεθειμένων κεφαλαίων στο Δημόσιο Ταμείο παρέχει επαρκή εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου ρευστότητας που επιβαρύνει το Δημόσιο Ταμείο.

3.2.8.   Σχόλια επί των παρατηρήσεων της ABI

(82)

Κατά την άποψη της Ιταλίας, το επιτόκιο των καταθέσεων στο Δημόσιο Ταμείο δεν θα μπορούσε να είναι βραχυπρόθεσμο (π.χ. επιτόκιο των δωδεκάμηνων έντοκων γραμματίων του Δημοσίου) λόγω της σταθερότητας των καταθέσεων.

(83)

Η Ιταλία επισήμανε ότι η χρήση (όπως έκανε η ABI) του 2005 ως έτους αναφοράς συνιστούσε μη ενδεδειγμένη μέθοδο ανάλυσης διότι το 2005 ήταν το έτος κατά το οποίο τα επιτόκια των βραχυπρόθεσμων έντοκων γραμματίων του Δημοσίου βρίσκονταν στο χαμηλότερο επίπεδό τους.

(84)

Όσον αφορά τη σύγκριση που πραγματοποίησε η ABI με την επιτοκιακή απόδοση της ρευστότητας του CDP η οποία έχει κατατεθεί στο Δημόσιο Ταμείο (επιτοκιακή απόδοση ίση με εξαμηνιαίο κυμαινόμενο επιτόκιο, υπολογιζόμενο ως απλός αριθμητικός μέσος όρος της ακαθάριστης απόδοσης των εξαμηνιαίων εντόκων γραμματίων του Δημοσίου και του μηνιαίου δείκτη Rendistato), η Ιταλία ισχυρίζεται ότι το CDP δεν μπορεί να συγκριθεί με τα PI, διότι πρόκειται για διαφορετική εταιρεία ως προς τη δομή, τις δραστηριότητες, τους επιχειρηματικούς στόχους, τη λειτουργία, την οργάνωση και τις επενδυτικές πολιτικές. Η Ιταλία υποστηρίζει επίσης ότι λόγω του γεγονότος ότι ο μηνιαίος δείκτης Rendistato είναι ένας δείκτης μεσο-μακροπρόθεσμης απόδοσης, το συμπέρασμα της ABI σύμφωνα με το οποίο η κατατεθειμένη ρευστότητα των PI στο Δημόσιο Ταμείο θα έπρεπε να λαμβάνει επιτοκιακή απόδοση σύμφωνα με βραχυπρόθεσμες παραμέτρους αποδεικνύεται αντιφατικό.

(85)

Η Ιταλία προβάλλει επιπλέον το επιχείρημα ότι ο μοναδικός χαρακτήρας των καταθέσεών της στο Δημόσιο Ταμείο καθιστούσε δυσχερή τον προσδιορισμό ενός μόνο μέσου αντικατάστασης. Ωστόσο, λόγω της σταθερότητας των ταχυδρομικών τρεχούμενων λογαριασμών, η κατάθεση των εν λόγω κεφαλαίων στο Δημόσιο Ταμείο μπορούσε να συγκριθεί με τη συγκέντρωση των κεφαλαίων που πραγματοποιούνταν κατά κύριο λόγο μέσω μακροπρόθεσμων ομολόγων. Η σταθερότητα των ταχυδρομικών τρεχούμενων λογαριασμών καθιστούσε τη σύγκριση με τα βραχυπρόθεσμα δωδεκάμηνα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου άνευ σημασίας.

4.   ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

4.1.   Ύπαρξη ενίσχυσης

(86)

Για να διαπιστώσει αν ένα μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή πρέπει να προσδιορίσει i) αν το μέτρο χορηγείται από το κράτος ή με κρατικούς πόρους· ii) αν το μέτρο παρέχει οικονομικό πλεονέκτημα· iii) αν το μέτρο μπορεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό μέσω της επιλεκτικής ευνοϊκής μεταχείρισης ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής· και, τέλος, iv) αν το μέτρο επηρεάζει τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές. Ένα μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ εάν πληρούνται όλες οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις.

(87)

Με την απόφαση του 2013 το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του 2008. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πρόδηλο σφάλμα καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι το μέτρο συνιστούσε κρατική ενίσχυση βασιζόμενη στη θετική διαφορά μεταξύ του επιτοκίου της σύμβασης και του προσφερόμενου επιτοκίου στον συνετό ιδιώτη δανειολήπτη. Για να καταδείξει ότι το μέτρο παρέχει πράγματι σχετικό οικονομικό πλεονέκτημα, η Επιτροπή θα έπρεπε να είχε αποδείξει με σαφήνεια ότι, απουσία της υποχρέωσης επένδυσης, τα PI δεν θα μπορούσαν ευλόγως να επιτύχουν απόδοση τουλάχιστον ίση με το επιτόκιο της σύμβασης επενδύοντας τις καταθέσεις από τους ταχυδρομικούς τρεχούμενους λογαριασμούς στην αγορά.

(88)

Ως εκ τούτου, στην παρούσα εκτίμηση εξετάζεται αν χορηγήθηκε οικονομικό πλεονέκτημα, ελλείψει του οποίου το μέτρο δεν θα εμπεριείχε στοιχεία κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(89)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι κατά τη σύγκριση μεταξύ της σύμβασης και των εναλλακτικών επενδύσεων που θα είχαν στη διάθεσή τους τα PI απουσία της υποχρέωσης επένδυσης θα πρέπει να ληφθεί δεόντως υπόψη ο κίνδυνος των επενδύσεων και οι αλληλεπιδράσεις τους με τους κινδύνους που προκύπτουν από το παθητικό των PI (δηλαδή το σύνολο των καταθέσεων των πελατών), από πλευράς ολοκληρωμένης διαχείρισης ενεργητικού-παθητικού. Ως εκ τούτου, η σύγκριση πρέπει να πραγματοποιηθεί είτε μεταξύ της διαθέσιμης απόδοσης βάσει της σύμβασης και της απόδοσης των επενδύσεων που παρουσίαζαν παρόμοιο επίπεδο κινδύνου με εκείνο της σύμβασης είτε μεταξύ των προσαρμοσμένων βάσει του κινδύνου αποδόσεων.

(90)

Η Επιτροπή υπενθυμίζει επίσης ότι η ανάλυση του πλεονεκτήματος που παρείχε ενδεχομένως στα PI η σύμβαση πρέπει να διενεργηθεί εκ των προτέρων. Η εκτίμηση των διαθέσιμων αποδόσεων στο πλαίσιο των εναλλακτικών επενδύσεων θα πρέπει να διενεργηθεί με βάση τις πληροφορίες που είχαν στη διάθεσή τους τα μέρη κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης.

(91)

Η Επιτροπή εξέτασε πρώτα τις συγκρίσεις που υπέβαλε η Ιταλία, όπως συνοψίζονται στο τμήμα 3.2.7. Η Ιταλία ισχυρίστηκε ότι οι εναλλακτικές επενδύσεις, που θα μπορούσαν να έχουν στη διάθεσή τους τα PI απουσία της υποχρέωσης επένδυσης, προσέφεραν παρόμοιες ή υψηλότερες αποδόσεις από ό,τι η σύμβαση και ότι το στοιχείο αυτό καταδεικνύει ότι η σύμβαση δεν συνεπαγόταν κανένα πλεονέκτημα υπέρ των PI. Η Επιτροπή έκρινε ότι οι εν λόγω προτεινόμενες εναλλακτικές επενδύσεις δεν αποδεικνύονται συγκρίσιμες με τη σύμβαση από πλευράς κινδύνου. Κατά συνέπεια, δεν μπορούν να διαμορφώσουν τη βάση για την εκτίμηση που περιγράφει το Γενικό Δικαστήριο, διότι δεν επιτρέπουν να συναχθεί ουσιαστικό συμπέρασμα σχετικά με το αν τα PI έτυχαν ευνοϊκής μεταχείρισης στο πλαίσιο της σύμβασης.

Στη συγκριτική ανάλυση των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων των PI (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 67-68), η Ιταλία ισχυρίζεται, χωρίς ωστόσο να παρέχει αποδεικτικά στοιχεία, ότι οι ασφάλειες ζωής είναι συγκρίσιμες με τους ταχυδρομικούς τρεχούμενους λογαριασμούς και ότι οι κίνδυνοι των επενδύσεων που πραγματοποιούνται βάσει των εν λόγω προϊόντων είναι ανάλογοι προς τους κινδύνους που συνδέονται με τη σύμβαση.

Στη συγκριτική ανάλυση της επενδυτικής στρατηγικής της La Banque Postale (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 69-71), η Ιταλία δεν αποδεικνύει ότι το προφίλ του παθητικού της La Banque Postale αντιστοιχεί σε αυτό των PI ή ότι το επενδυτικό προφίλ της La Banque Postale είναι παρόμοιο με το επενδυτικό προφίλ των PI στο πλαίσιο της σύμβασης.

Στη συγκριτική ανάλυση άλλων επενδυτικών στρατηγικών, όπως παρέχεται στη μελέτη […] (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 72-81), λαμβάνεται δεόντως υπόψη το προφίλ του παθητικού των PI σύμφωνα με την εκτίμηση που διενήργησε η […] (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 53-58), ενώ παρουσιάζεται επίσης ένα συνθετικό μέτρο κινδύνου, δηλαδή η μεταβλητότητα των αποδόσεων. Ωστόσο, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι προτεινόμενες εναλλακτικές επενδύσεις παρουσιάζουν διαφορετικό επίπεδο κινδύνου από αυτό της σύμβασης και ότι, ως εκ τούτου, η απόδοση των εν λόγω εναλλακτικών επενδύσεων —εάν δεν είναι προσαρμοσμένη με βάση τον κίνδυνο— δεν μπορεί να συγκριθεί με τη διαθέσιμη απόδοση στο πλαίσιο της σύμβασης.

(92)

Επιπλέον, η Ιταλία υποστηρίζει ότι η απουσία εκ των προτέρων πλεονεκτήματος υπέρ των PI προκύπτει από τη δυνατότητα –που είχαν τόσο τα PI όσο και το κράτος– να ακυρώνουν τη σύμβαση κάθε έτος, σε περίπτωση που η επιτοκιακή απόδοση καθίστατο άδικη (βλέπε αιτιολογική σκέψη 78). Ωστόσο, η Επιτροπή θεώρησε ότι η εν λόγω δυνατότητα δεν απέκλειε την παροχή δυνητικού πλεονεκτήματος υπέρ των PI. Η συγκεκριμένη δυνατότητα δεν κάλυπτε το πρώτο έτος και δεν προβλεπόταν καμία υποχρέωση άσκησής της από την Ιταλία, ακόμη και αν αυτό θα την εξυπηρετούσε κατά τα επόμενα έτη.

(93)

Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε η Ιταλία δεν είναι επαρκή ώστε να συναχθεί ουσιαστικό συμπέρασμα σχετικά με το αν η σύμβαση παρείχε ή όχι πλεονέκτημα υπέρ των PI. Η Επιτροπή διενήργησε στη συνέχεια την εκτίμηση που περιγράφει το Γενικό Δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση. Προς τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή υπολόγισε τις αναμενόμενες αποδόσεις/τους αναμενόμενους κινδύνους που εμπεριέχονται σε ένα ολοκληρωμένο σύνολο εναλλακτικών επενδυτικών στρατηγικών που θα ήταν διαθέσιμες απουσία της υποχρέωσης επένδυσης. Για την παροχή τεχνικής υποστήριξης κατά την εξέταση των εν λόγω ζητημάτων, η Επιτροπή επέλεξε μέσω διαδικασίας υποβολής προσφορών το Πανεπιστήμιο της Perugia, οι εμπειρογνώμονες του οποίου κατάρτισαν σχετική έκθεση τον Νοέμβριο του 2015 («έκθεση εμπειρογνωμόνων»).

4.2.   Περίληψη της έκθεσης εμπειρογνωμόνων

(94)

Στην έκθεση εμπειρογνωμόνων εξετάζεται η επένδυση που υλοποίησαν τα PI βάσει της υποχρέωσης επένδυσης, η απόδοση της οποίας διέπεται από τη σύμβαση, καθώς και τις δυνητικές εναλλακτικές επενδυτικές στρατηγικές της αγοράς που θα μπορούσαν να είχαν εξετάσει τα PI απουσία της υποχρέωσης επένδυσης για την περίοδο 2005-2007, όσον αφορά τα κεφάλαια που συγκεντρώθηκαν μέσω των ταχυδρομικών τρεχούμενων λογαριασμών. Στην έκθεση παρέχονται επίσης εκτιμήσεις των αντίστοιχων προφίλ κινδύνου/απόδοσης με χρήση μόνο των πληροφοριών που είχαν στη διάθεσή τους τα PI κατά τον χρόνο της επένδυσης.

(95)

Στην έκθεση εμπειρογνωμόνων παρουσιάζεται προσομοίωση της αναμενόμενης εξέλιξης του παθητικού των PI (δηλαδή των καταθέσεων) με την πάροδο του χρόνου. Δεδομένου ότι το εν λόγω παθητικό συνίσταται στις απαιτήσεις των καταθετών, τα PI δύνανται να επενδύουν μόνο τα ποσά που δεν αποσύρουν οι καταθέτες. Ως εκ τούτου, οι εμπειρογνώμονες εκτίμησαν τα λεγόμενα σχήματα εξέλιξης του παθητικού (liability patterns, «LP») βάσει των οποίων διαμορφώνονται τα κεφάλαια τα οποία αναμένεται να έχουν στη διάθεσή τους τα PI σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο και τα οποία μπορούν, συνεπώς, να επενδύσουν. Για τον υπολογισμό των εν λόγω εκτιμήσεων, στην έκθεση εμπειρογνωμόνων γίνεται διάκριση μεταξύ της σταθερής και της μεταβλητής συνιστώσας του παθητικού. Σύμφωνα με τα εκτιμώμενα LP, μόνο η σταθερή συνιστώσα μπορεί να επενδυθεί σε στοιχεία ενεργητικού βραχυπρόθεσμης ή μακροπρόθεσμης ληκτότητας.

(96)

Στην έκθεση εμπειρογνωμόνων εξετάζονται δύο σχήματα εξέλιξης του παθητικού –το LP1 και το LP2– τα οποία διαφοροποιούνται μεταξύ τους ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης της σταθερής συνιστώσας των καταθέσεων (δηλαδή του τμήματος των καταθέσεων που δεν αποσύρονται κατά τη διάρκεια των επόμενων 30 ετών βάσει των παραδοχών μοντελοποίησης). Βάσει αμφότερων των σεναρίων, στην έκθεση εμπειρογνωμόνων υιοθετείται η παραδοχή ότι το συνολικό ποσό των κεφαλαίων που συγκεντρώνονται θα μειωθεί με την πάροδο του χρόνου λόγω της ανάληψης των καταθέσεων των τρεχούμενων λογαριασμών. Το LP1 κατανέμει αναλογικά τις εκροές με ληκτότητα βάσει του μοντέλου άνω των 30 ετών, σε μια περίοδο 30 ετών. Το LP2 προβλέπει ότι όλες οι εκροές με ληκτότητα βάσει του μοντέλου άνω των 30 ετών θα πραγματοποιηθούν το 30ό έτος. Βάσει των παραδοχών της έκθεσης εμπειρογνωμόνων, η διαφορά είναι σημαντική, καθώς οι βάσει του μοντέλου ημερομηνίες εκροής του 60 % περίπου των συνολικών καταθέσεων βαίνουν πέραν των 30 ετών. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, στο πλαίσιο του LP1, πραγματοποιούνται εκροές σε τακτική βάση μεταξύ του πρώτου και του τριακοστού έτους, ενώ στο πλαίσιο του LP2 μόνο το 40 % των εκροών πραγματοποιούνται μεταξύ του πρώτου και του τριακοστού έτους και το υπόλοιπο 60 % των εκροών πραγματοποιούνται μόνο κατά το 30ό έτος.

(97)

Όσον αφορά το ζήτημα σχετικά με το ποιο από τα δύο σχήματα εξέλιξης του παθητικού θα συνιστούσε καταλληλότερη παραδοχή, στην έκθεση εμπειρογνωμόνων προβάλλεται το επιχείρημα ότι το καταλληλότερο σχήμα είναι το LP2, το οποίο αποτελεί το λιγότερο συντηρητικό σχήμα εξέλιξης του παθητικού. Προς επίρρωση του συμπεράσματος αυτού, στην έκθεση εμπειρογνωμόνων επισημαίνεται ότι τα PI διαφέρουν από μια τυπική εμπορική τράπεζα στον βαθμό που i) τα PI δεν υπόκειντο στην προληπτική εποπτεία που εφαρμόζεται στις τράπεζες και, κατ’ επέκταση, ούτε στην απαίτηση υψηλότερου επιπέδου κεφαλαίου για πιο μακροπρόθεσμες επενδύσεις· και ii) τα PI δεν εκτίθενται στον ίδιο κίνδυνο μαζικών αναλήψεων και κρίσης ρευστότητας στον οποίο εκτίθεται μια τυπική τράπεζα, διότι μεγάλο μέρος των επενδυτών ταυτίζουν τα PI με το ιταλικό κράτος. Στην έκθεση εμπειρογνωμόνων προβάλλεται το επιχείρημα ότι η αντίληψη αυτή συνάδει με την εκτίμηση ότι, σε περίπτωση κρίσης ρευστότητας, η Ιταλία θα ήταν αναγκασμένη να χρηματοδοτήσει πιθανή θέση αφερεγγυότητας των PI προκειμένου να αποφευχθούν δυνητικές αλυσιδωτές επιπτώσεις που θα συνεπάγονταν την υποβάθμιση της φερεγγυότητας ολόκληρου του δημόσιου χρέους.

(98)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι στην έκθεση εμπειρογνωμόνων αναφέρεται ότι τα κατατεθειμένα κεφάλαια των PI στον λογαριασμό του Δημόσιου Ταμείου δεν μπορούσαν εκ των πραγμάτων να είναι βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα. Ο βραχυπρόθεσμος χρονικός ορίζοντας των εν λόγω κεφαλαίων είχε προταθεί από την ABI, η οποία ισχυρίστηκε ότι η επιτοκιακή απόδοση των καταθέσεων στο Δημόσιο Ταμείο θα έπρεπε να αντιστοιχεί στον βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα τους (βλέπε αιτιολογική σκέψη 45). Ταυτόχρονα, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι ο μακροπρόθεσμος χαρακτήρας των κατατεθειμένων κεφαλαίων των PI στο Δημόσιο Ταμείο, βάσει της αξιολόγησης της έκθεσης εμπειρογνωμόνων, δεν αποτελεί επαρκές στοιχείο για να διαπιστωθεί απουσία κρατικής ενίσχυσης. Για τον σκοπό της εκτίμησης που απαιτείται βάσει της απόφασης του 2013, είναι αναγκαία η διενέργεια ουσιαστικής σύγκρισης των αποδόσεων και του κινδύνου τόσο στο πλαίσιο της υποχρέωσης επένδυσης όσο και απουσία της υποχρέωσης επένδυσης προκειμένου να διαπιστωθεί αν το μέτρο παρείχε όντως πλεονέκτημα στα PI.

(99)

Κατά συνέπεια, στην έκθεση εμπειρογνωμόνων αναπτύσσεται ένα δυναμικό μοντέλο επιτοκίων, το οποίο επιτρέπει τον υπολογισμό των τιμών των ομολόγων βάσει του μοντέλου της καμπύλης απόδοσης των επιτοκίων ανά πάσα στιγμή στο μέλλον. Στην έκθεση εξετάζονται τρία σενάρια επιτοκίων: στάσιμα (σταθερά), αυξανόμενα και μειούμενα επιτόκια, σε σύγκριση με την ισχύουσα καμπύλη απόδοσης κατά τον χρόνο της σύμβασης.

(100)

Στη συνέχεια, στην έκθεση εμπειρογνωμόνων εξετάζονται τα χαρακτηριστικά κινδύνου/απόδοσης της πραγματικής επένδυσης που υλοποίησαν τα PI στο πλαίσιο της υποχρέωσης επένδυσης και της οποίας η απόδοση διέπεται από τη σύμβαση. Εν προκειμένω, ο κίνδυνος –ο οποίος οφείλεται εξολοκλήρου στις μεταβολές του επιτοκίου που επηρεάζει τις τιμές των ομολόγων οι οποίες χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του κατάλληλου επιτοκίου απόδοσης βάσει της σύμβασης– είναι πολύ χαμηλός. Στην πραγματικότητα, το επίπεδο κινδύνου ανέρχεται σε 0,11 %, 0,17 % και 0,06 % στο πλαίσιο του σεναρίου στατικού, αυξανόμενου και μειούμενου επιτοκίου, αντιστοίχως.

(101)

Όσον αφορά τις διαθέσιμες επενδυτικές στρατηγικές, τα PI κατά τον χρόνο της επένδυσης είχαν τη δυνατότητα να επενδύσουν μόνο σε ομόλογα επενδυτικού βαθμού της ζώνης του ευρώ. Κατά συνέπεια, για τους σκοπούς της σύγκρισης, οι εμπειρογνώμονες εξέτασαν στρατηγικές με βάση ιταλικά κρατικά ομόλογα διαφορετικής διάρκειας, καθώς και μια στρατηγική με τη χρήση κρατικών ομολόγων της ζώνης του ευρώ.

(102)

Κατά την εξέταση των διαθέσιμων επενδυτικών στρατηγικών, στην έκθεση εμπειρογνωμόνων συνεκτιμήθηκαν δύο βασικοί κίνδυνοι: αφενός, ο κίνδυνος που προκύπτει από ένα κενό μεταξύ των προθεσμιών λήξης των στοιχείων ενεργητικού (τα ιταλικά κρατικά ομόλογα) και του παθητικού (οι καταθέσεις) των PI και, αφετέρου, ο κίνδυνος αφερεγγυότητας του ιταλικού Δημοσίου.

(103)

Το κενό ή η αναντιστοιχία μεταξύ των προθεσμιών λήξης του ενεργητικού και του παθητικού δημιουργεί κίνδυνο ρευστότητας (δηλαδή τον κίνδυνο τα PI να μην έχουν στη διάθεσή τους επαρκή μέσα ρευστότητας ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν σε αιτήσεις ανάληψης των καταθετών σε μια δεδομένη χρονική στιγμή). Ωστόσο, αυτός ο κίνδυνος ρευστότητας είναι περιορισμένος όταν τα στοιχεία ενεργητικού (δηλαδή τα ιταλικά κρατικά ομόλογα) είναι εύκολο να πωληθούν. Εάν τα PI έπρεπε να προβούν σε πώληση των συγκεκριμένων ομολόγων πριν από τη λήξη τους, η τιμή της αγοράς θα καθοριζόταν από το ισχύον επιτόκιο τη δεδομένη χρονική στιγμή, στοιχείο που θα καθιστούσε τα PI ευάλωτα στον κίνδυνο επιτοκίου, με επακόλουθη εμφάνιση δυνητικών κερδών ή ζημιών κεφαλαίου. Στο μοντέλο της έκθεσης εμπειρογνωμόνων λαμβάνεται ρητά υπόψη ο κίνδυνος αυτός.

(104)

Όσον αφορά τον κίνδυνο αφερεγγυότητας του ιταλικού Δημοσίου, στην έκθεση εμπειρογνωμόνων επισημαίνεται ότι ο κίνδυνος αυτός βαρύνει επίσης τα PI στο πλαίσιο της σύμβασης. Επομένως, στην έκθεση εμπειρογνωμόνων εκτιμάται ότι η χρήση ιταλικών κρατικών ομολόγων στο μοντέλο επιτρέπει την πρόβλεψη του ίδιου κινδύνου αφερεγγυότητας του Δημοσίου και στις δύο στρατηγικές και παρουσιάζεται σύγκριση με ταυτόσημους όρους χωρίς ειδική παραμετροποίηση του μοντέλου.

(105)

Στην έκθεση εμπειρογνωμόνων αναλύονται πέντε διαφορετικές στρατηγικές:

Η πρώτη επενδυτική στρατηγική είναι μια στρατηγική αγοράς και διακράτησης. Στο πλαίσιο της στρατηγικής αυτής, τα PI αγοράζουν ιταλικά κρατικά ομόλογα και τα διακρατούν μέχρι τη λήξη τους. Στην έκθεση εμπειρογνωμόνων υιοθετείται η παραδοχή ότι ομόλογα αυτού του είδους είναι διαθέσιμα για όλες τις ληκτότητες (δηλαδή για οποιαδήποτε χρονική περίοδο) και τιμολογούνται σύμφωνα με την καμπύλη απόδοσης του μοντέλου. Δεδομένου ότι παρέχεται η δυνατότητα αγοράς κατάλληλων ομολόγων ώστε να αντιστοιχούν επακριβώς στη διάρκεια των στοιχείων ενεργητικού, η στρατηγική συμβάλλει στην απόλυτη αντιστοίχιση μεταξύ της ληκτότητας των στοιχείων ενεργητικού και του παθητικού ώστε ο κίνδυνος επιτοκίου να είναι μηδενικός στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής.

Η δεύτερη στρατηγική είναι παρόμοια με την πρώτη, αλλά δεν περιλαμβάνει την παραδοχή ότι υπάρχουν διαθέσιμα ομόλογα για οποιαδήποτε χρονική περίοδο. Στην περίπτωση αυτή, τα PI επιβαρύνονται έως κάποιον βαθμό με κίνδυνο επιτοκίου διότι αναμένονται εκροές καταθέσεων για τις χρονικές περιόδους κατά τις οποίες δεν υπάρχουν στην αγορά διαθέσιμα ομόλογα για να τις καλύψουν. Ως εκ τούτου, τα PI ενδέχεται να αναγκαστούν να επενδύσουν σε ορισμένα ομόλογα με μεγαλύτερη ληκτότητα και να τα πωλήσουν πριν από τη λήξη τους προκειμένου να καλύψουν αναμενόμενες εκροές καταθέσεων, κατάσταση που ενέχει έως έναν ορισμένο βαθμό κίνδυνο κερδών ή ζημιών κεφαλαίου.

Η τρίτη στρατηγική είναι μια άλλη στρατηγική αγοράς και διακράτησης, αλλά εισάγει ένα εκούσιο στρατηγικό κενό λόγω διαφορετικών λήξεων μεταξύ των ομολόγων και των καταθέσεων. Εν προκειμένω, το κενό λόγω διαφορετικών λήξεων δημιουργείται από τα PI που επενδύουν σε στοιχεία ενεργητικού με μεγαλύτερη ληκτότητα από τις αναμενόμενες εκροές καταθέσεων. Επομένως, τα PI αποδέχονται τον κίνδυνο επιτοκίου που συνδέεται με την ανάγκη πώλησης του υποκείμενου ομολόγου προκειμένου να καλύψουν την αντίστοιχη απαίτηση καταθέσεων τη χρονική στιγμή κατά την οποία προκύπτει η εν λόγω απαίτηση, έναντι υψηλότερης απόδοσης των ομολόγων με μεγαλύτερη ληκτότητα.

Η τέταρτη στρατηγική είναι μια δυναμική εμπορική στρατηγική βάσει της οποίας τα PI προβαίνουν σε δυναμική αγορά και πώληση ομολόγων. Ειδικότερα, τα PI επενδύουν το σύνολο των κεφαλαίων που συγκεντρώνονται στον ταχυδρομικό τρεχούμενο λογαριασμό σε ένα ομόλογο με συγκεκριμένη ληκτότητα –οι εξεταζόμενες διάρκειες είναι πέντε, δέκα ή είκοσι έτη–, το πωλούν έπειτα από 15 ημέρες και επανεπενδύουν τα έσοδα σε άλλο ομόλογο πάλι με την ίδια διάρκεια (δηλαδή το νέο ομόλογο που αγοράζουν λήγει 15 ημέρες μετά την ημερομηνία λήξης του ομολόγου που πωλήθηκε). Δεδομένου ότι οι εκροές των καταθέσεων εξετάζονται μόνο στο τέλος ενός δεδομένου έτους, το ποσό που επενδύεται σε οποιοδήποτε έτος θεωρείται σταθερό ως προς τις εκροές και παρουσιάζει διακυμάνσεις μόνο σε σχέση με μεταβολές του επιτοκίου. Επομένως, τα ετήσια επιτόκια απόδοσης που προκύπτουν στο πλαίσιο της στρατηγικής αυτής είναι ανεξάρτητα από το σχήμα εξέλιξης του παθητικού.

Ως πέμπτη στρατηγική, στη μελέτη εξετάζεται επίσης το ενδεχόμενο τα PI να επενδύουν το σύνολο των κεφαλαίων σε έναν δείκτη μακροπρόθεσμων κρατικών ομολόγων της ζώνης του ευρώ. Ο δείκτης αυτός περιλαμβάνει κρατικά ομόλογα της ζώνης του ευρώ (και όχι μόνο ιταλικά κρατικά ομόλογα) με ληκτότητες άνω των 10 ετών. Η εν λόγω στρατηγική παρεκκλίνει από το πλαίσιο των προηγούμενων στρατηγιών διότι ο υποκείμενος πιστωτικός κίνδυνος δεν αφορά μόνο ιταλικά κρατικά ομόλογα αλλά έναν συνδυασμό κρατικών ομολόγων της ζώνης του ευρώ. Υιοθετούνται δε πρόσθετες παραδοχές στο μοντέλο προκειμένου να καλυφθεί ο πρόσθετος κίνδυνος. Και σε αυτή την περίπτωση, οι εκροές των καταθέσεων εξετάζονται μόνο στο τέλος ενός δεδομένου έτους, στοιχείο που καθιστά τις ετήσιες αποδόσεις ανεξάρτητες από το σχήμα εξέλιξης του παθητικού.

(106)

Στην έκθεση εμπειρογνωμόνων παρουσιάζεται προσομοίωση της εφαρμογής των πέντε επενδυτικών στρατηγικών. Για όλες τις στρατηγικές, εκτός από τη στρατηγική των κρατικών ομολόγων της ζώνης του ευρώ, το προφίλ κινδύνου/απόδοσης εκτιμάται στο πλαίσιο τριών διαφορετικών σεναρίων επιτοκίων: στατικά, αυξανόμενα και μειούμενα επιτόκια.

(107)

Τέλος, στην έκθεση εμπειρογνωμόνων εξετάζεται τι είδους επενδυτική στρατηγική έθεσαν σε εφαρμογή τα PI μετά την απαλλαγή των κεφαλαίων από την υποχρέωση επένδυσης το 2007. Στην έκθεση καταδεικνύεται ότι τα κεφάλαια επενδύθηκαν σε πενταετή κρατικά ομόλογα της ζώνης του ευρώ και παρέχεται εκ νέου το προφίλ κινδύνου/απόδοσης της εν λόγω επένδυσης βάσει του σχετικού μοντέλου. Η έκθεση εμπειρογνωμόνων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν εφαρμόστηκε η βέλτιστη στρατηγική διότι είχε ως αποτέλεσμα χαμηλότερη απόδοση με υψηλότερο κίνδυνο (0,65 %) από ό,τι θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί εάν εφαρμοζόταν μία από τις εναλλακτικές επενδυτικές στρατηγικές.

(108)

Αφού ολοκλήρωσαν την εκτίμηση των προφίλ κινδύνου/απόδοσης όλων των επενδυτικών στρατηγικών, οι εμπειρογνώμονες χρησιμοποίησαν κατόπιν τη θεωρία της αποτίμησης χαρτοφυλακίων για να διαπιστώσουν αν η επένδυση που έπρεπε να υλοποιήσουν τα PI βάσει της υποχρέωσης επένδυσης, και της οποίας η απόδοση ρυθμιζόταν από τη σύμβαση, παρείχε πράγματι οικονομικό πλεονέκτημα στα PI (δηλαδή αν η απόδοση που καταβλήθηκε βάσει της σύμβασης, λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου της επένδυσης, ήταν υψηλότερη από τις αποδόσεις που θα μπορούσαν να επιτευχθούν με ισοδύναμα επίπεδα κινδύνου στο πλαίσιο εναλλακτικών επενδύσεων).

(109)

Για τον σκοπό αυτόν, στην έκθεση εμπειρογνωμόνων συνδυάστηκαν τα χαρακτηριστικά κινδύνου/απόδοσης όλων των διαθέσιμων εναλλακτικών επενδύσεων σε μία ενιαία επενδυτική συνάρτηση, στην οποία η απόδοση της αγοράς που θα μπορούσε να επιτευχθεί εκφράζεται ως συνάρτηση του κινδύνου που αναλαμβάνεται. Εάν διαπιστωνόταν ότι τα χαρακτηριστικά κινδύνου/απόδοσης της σύμβασης είναι υψηλότερα από την τιμή της εν λόγω συνάρτησης (δηλαδή εάν στο πλαίσιο της σύμβασης τα PI επιτύγχαναν υψηλότερη απόδοση για ισοδύναμο επίπεδο κινδύνου από τη διαθέσιμη απόδοση στην αγορά), τότε θα έπρεπε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι είχε χορηγηθεί πλεονέκτημα.

(110)

Βάσει των προαναφερόμενων, η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η σύμβαση θα μπορούσε να εξασφαλίσει στα PI υψηλότερη απόδοση μόνο με τη χρήση του συντηρητικού σχήματος εξέλιξης του παθητικού LP1 και μόνο με την παραδοχή των αυξανόμενων επιτοκίων. Στο πλαίσιο του εν λόγω σεναρίου, και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι τα PI ήταν πρόθυμα αργότερα να αποδεχθούν κίνδυνο της τάξης του 0,65 %, το πλεονέκτημα θα ανερχόταν μόλις σε 0,29 ποσοστιαίες μονάδες. Βάσει του LP2, δεν παρέχεται κανένα πλεονέκτημα στο πλαίσιο οποιουδήποτε σεναρίου επιτοκίων.

4.3.   Η αξιολόγηση της έκθεσης εμπειρογνωμόνων από την Επιτροπή

(111)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι ορισμένα σενάρια είναι περισσότερο πιθανά από κάποια άλλα όσον αφορά συγκεκριμένες παραδοχές ή ερμηνείες που υιοθετούνται στην έκθεση εμπειρογνωμόνων. Ειδικότερα, η Επιτροπή διαφωνεί με τη χρήση του σχήματος εξέλιξης του παθητικού LP2.

(112)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι στην έκθεση εμπειρογνωμόνων χρησιμοποιούνται μόνο οι πληροφορίες που ήταν διαθέσιμες πριν από τη σύναψη της σύμβασης, όπως απαιτείται βάσει της απόφασης του 2013, με εξαίρεση την αναφορά στο επίπεδο κινδύνου της τάξης του 0,65 % που αποδέχθηκαν τα PI μετά τη λήξη της υποχρέωσης επένδυσης. Η Επιτροπή διαφωνεί με τη χρήση του 0,65 % ως κατάλληλου επιπέδου κινδύνου για την εκτίμηση της αναμενόμενης απόδοσης απουσία της υποχρέωσης επένδυσης.

(113)

Καταρχάς, η επιλογή του σχήματος εξέλιξης του παθητικού έχει σημαντικό αντίκτυπο στην αναμενόμενη απόδοση των διαφόρων επενδυτικών στρατηγικών. Όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 96-97, υπάρχουν σημαντικές διαφορές ως προς τις παραδοχές σχετικά με τις εκροές των καταθέσεων οι οποίες προκύπτουν από την επιλογή του LP1 ή του LP2. Η μέση διάρκεια των καταθέσεων των PI –δηλαδή ο σταθμισμένος μέσος χρόνος κατά τον οποίο διατηρούνται διαθέσιμες οι καταθέσεις– διαφέρει σημαντικά μεταξύ περίπου εννέα και δεκατεσσάρων ετών βάσει του LP1 και του LP2, αντιστοίχως.

(114)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η διάρκεια βάσει τόσο του LP1 όσο και του LP2 υπερβαίνει τη μέγιστη πενταετή διάρκεια που συνιστάται από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών («ΕΑΤ») για την ανάπτυξη μοντέλου μη λήγοντος παθητικού, όπως οι καταθέσεις.

(115)

Η Επιτροπή εξέτασε το ζήτημα της μέσης διάρκειας των καταθέσεων των PI που έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για την απαιτούμενη εκτίμηση βάσει της απόφασης του 2013 και θεωρεί ότι το LP2 φαίνεται να είναι υπερβολικά αισιόδοξο όσον αφορά τη μέση αναμενόμενη διατήρηση των καταθέσεων των πελατών. Ωστόσο, η διάρκεια των καταθέσεων των πελατών των PI ενδέχεται να υπερβαίνει στην πράξη την πενταετία που συνιστά η ΕΑΤ, όπως προτείνεται στην έκθεση εμπειρογνωμόνων. Στην αξιολόγησή της, η Επιτροπή στάθμισε τις ακόλουθες παραμέτρους:

α)

Οι συστάσεις της ΕΑΤ για πενταετή διάρκεια των καταθέσεων εκδόθηκαν μόλις το 2015, με την ενίσχυση των κανονιστικών απαιτήσεων από πλευράς διαχείρισης της ρευστότητας.

β)

Σύμφωνα με τις ισχύουσες συστάσεις της ΕΑΤ, θα μπορούσε να θεωρηθεί κατάλληλη η χρήση μεγαλύτερης διάρκειας, εάν το ίδρυμα που δέχεται καταθέσεις μπορεί να αποδείξει ότι έχει αναπτύξει ακριβές μοντέλο για το προφίλ αναθεώρησης των τιμών των καταθέσεών του (26).

γ)

Όπως ισχυρίζεται επίσης η Ιταλία (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 53-56), το προφίλ των πελατών των ταχυδρομικών ταμιευτηρίων θα μπορούσε να θεωρηθεί πιο σταθερό από το προφίλ των πελατών των τυπικών εμπορικών τραπεζών. Στην πραγματικότητα, τα ταχυδρομικά ταμιευτήρια μπορούν να προσελκύουν πελάτες μέσου ή χαμηλότερου του μέσου εισοδήματος και μεγαλύτερης ηλικίας, οι οποίοι τείνουν να παρουσιάζουν χαμηλότερο βαθμό ευαισθησίας στα επιτόκια. Ως εκ τούτου, θα μπορούσε να αναμένεται ότι η διάρκεια των καταθέσεων των PI υπερβαίνει την πενταετία που συνιστάται από την ΕΑΤ.

δ)

Παράλληλα, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα επιχειρήματα που προβάλλονται στην έκθεση εμπειρογνωμόνων και παρουσιάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 96-97 δεν επαρκούν για να δικαιολογήσουν την προτίμηση του LP2 έναντι του LP1. Στην έκθεση εμπειρογνωμόνων διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι η επιλογή του LP2 μπορούσε να δικαιολογηθεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, λόγω του ότι τα PI δεν υπόκειντο στην προληπτική εποπτεία που εφαρμόζεται στις τράπεζες, καθώς και λόγω του γεγονότος ότι μεγάλο μέρος των επενδυτών ταυτίζουν την εικόνα που έχουν για τα PI με το ιταλικό κράτος. Ωστόσο, η Επιτροπή θεωρεί ότι:

(1)

η απουσία κανονιστικών κεφαλαιακών απαιτήσεων για τα PI δεν επηρεάζει αυτή καθαυτή τη συμπεριφορά των καταθετών και σε καμία περίπτωση υπό την έννοια της διεύρυνσης του χρονικού ορίζοντα των καταθέσεών τους στα PI·

(2)

δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι καταθέτες θεωρούν ότι το προφίλ κινδύνου των PI είναι το ίδιο με το προφίλ κινδύνου του ιταλικού κράτους. Στην πραγματικότητα, η παραδοχή ότι η Ιταλία θα ήταν αναγκασμένη να χρηματοδοτήσει πιθανή θέση αφερεγγυότητας των PI, όπως αναφέρεται στην έκθεση εμπειρογνωμόνων, θα υποδήλωνε την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης υπό τη μορφή έμμεσης εγγύησης.

(116)

Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή αποδέχεται το LP1 ως ρεαλιστική παραδοχή για τον προσδιορισμό της συνετής επενδυτικής στρατηγικής που θα είχαν εφαρμόσει τα PI απουσία της υποχρέωσης επένδυσης κατά τη διάρκεια της σχετικής περιόδου.

(117)

Επιπλέον, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι στην έκθεση εμπειρογνωμόνων αναφέρεται ότι το αναμενόμενο επιτόκιο της σύμβασης είναι υψηλότερο από την αναμενόμενη απόδοση εναλλακτικών επενδυτικών στρατηγικών, μόνο στο πλαίσιο του σεναρίου αυξανόμενου επιτοκίου, κατά 0,29 ποσοστιαίες μονάδες (βλέπε αιτιολογική σκέψη 110). Ωστόσο, οι εν λόγω 0,29 ποσοστιαίες μονάδες είχαν υπολογιστεί με σύγκριση της αναμενόμενης απόδοσης της αγοράς με επίπεδο κινδύνου 0,65 %, ενώ η απόδοση βάσει της σύμβασης παρουσίαζε επίπεδο κινδύνου 0,17 % στο πλαίσιο του σεναρίου αυξανόμενου επιτοκίου.

(118)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι δεν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι για τη σύγκριση αποδόσεων με διαφορετικά επίπεδα κινδύνου, ιδιαίτερα διότι το επίπεδο κινδύνου της τάξης του 0,65 % που εφαρμόστηκε είχε υπολογιστεί στην έκθεση εμπειρογνωμόνων με βάση την εξέταση της επενδυτικής στρατηγικής που έθεσαν εντέλει σε εφαρμογή τα PI μετά την ανάκληση της υποχρέωσης επένδυσης (βλέπε αιτιολογική σκέψη 104). Η παράμετρος αυτή δεν φαίνεται να ενδείκνυται προς χρήση στο πλαίσιο μιας μεθοδολογίας η οποία θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη μόνο τις πληροφορίες που ήταν εκ των προτέρων διαθέσιμες.

(119)

Ως εκ τούτου, το επίπεδο κινδύνου που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό της απόδοσης της αγοράς που θα μπορούσε να επιτευχθεί για τη σύγκριση με το επιτόκιο της σύμβασης θα έπρεπε να είναι το ίδιο με το επίπεδο κινδύνου της σύμβασης, δηλαδή 0,11 %, 0,17 % και 0,06 % στο πλαίσιο του σεναρίου στατικού, αυξανόμενου και μειούμενου επιτοκίου, αντιστοίχως.

(120)

Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή επισημαίνει ότι όσον αφορά το LP1, το αναμενόμενο πλεονέκτημα βάσει της σύμβασης στο πλαίσιο του σεναρίου αυξανόμενου επιτοκίου θα ήταν, συνεπώς, περίπου 0,5 ποσοστιαίες μονάδες και όχι 0,29 ποσοστιαίες μονάδες. Όσον αφορά τα στατικά και τα μειούμενα επιτόκια, οι αποδόσεις της αγοράς που θα μπορούσαν να επιτευχθούν θα εξακολουθούσαν να είναι υψηλότερες από την απόδοση βάσει της σύμβασης, κατά περίπου 0,15 ποσοστιαίες μονάδες για τα στατικά επιτόκια και 0,4 ποσοστιαίες μονάδες για τα μειούμενα επιτόκια.

4.4.   Συμπέρασμα

(121)

Το αναμενόμενο επιτόκιο βάσει της σύμβασης είναι χαμηλότερο από το αναμενόμενο επιτόκιο εναλλακτικών επενδυτικών στρατηγικών, στο πλαίσιο σεναρίου στατικού επιτοκίου, με παρόμοια επίπεδα κινδύνου και απουσία της υποχρέωσης επένδυσης. Επομένως, το επιτόκιο βάσει της σύμβασης δεν συνεπαγόταν άμεσο πλεονέκτημα υπέρ των PI.

(122)

Η Επιτροπή δεν έχει στη διάθεσή της κανένα στοιχείο που να της επιτρέπει να υποθέσει ότι τα PI ή η Ιταλία θα μπορούσαν ευλόγως να αναμένουν συγκεκριμένη τάση των επιτοκίων κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης. Κατά συνέπεια, με την εφαρμογή των ίδιων πιθανοτήτων στα τρία σενάρια επιτοκίων (δηλαδή μειούμενα, στατικά και αυξανόμενα επιτόκια), το αναμενόμενο επιτόκιο βάσει της σύμβασης είναι οριακά χαμηλότερο από την αναμενόμενη απόδοση εναλλακτικών επενδυτικών στρατηγικών, με παρόμοια επίπεδα κινδύνου και απουσία της υποχρέωσης επένδυσης. Επομένως, η σύμβαση δεν χορήγησε πλεονέκτημα στα PI.

(123)

Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα στοιχεία δεν είναι επαρκή για να αποδειχθεί ότι τα PI ευνοήθηκαν από την παροχή πλεονεκτήματος στο πλαίσιο της σύμβασης.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η επιτοκιακή απόδοση που κατέβαλαν οι δημόσιες αρχές της Ιταλικής Δημοκρατίας στα Ιταλικά Ταχυδρομεία (Poste Italiane) δυνάμει του νόμου αριθ. 266 της 23ης Δεκεμβρίου 2005 και της σύμβασης κατά τα έτη 2005-2007 δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ιταλική Δημοκρατία.

Βρυξέλλες, 2 Αυγούστου 2019.

Για την Επιτροπή

Margrethe VESTAGER

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ C 290 της 29.11.2006, σ. 8.

(2)  Βλέπε υποσημείωση 1.

(3)  Απόφαση 2009/178/EK της Επιτροπής, της 16ης Ιουλίου 2008, σχετικά με την κρατική ενίσχυση την οποία η Ιταλία έθεσε σε εφαρμογή για την αμοιβή των τρεχούμενων λογαριασμών που τηρούν τα Ιταλικά Ταχυδρομεία στο Δημόσιο Ταμείο [C 42/06 (πρώην NN 52/06)] (ΕΕ L 64 της 10.3.2009, σ. 4).

(4)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T-525/08, Poste Italiane SpA κατά Επιτροπής, ECLI:EU:T:2013:481.

(5)  http://ec.europa.eu/competition/calls/tenders_closed.html, αριθ. αναφοράς COMP/2014/017.

(6)  Η καθολική ταχυδρομική υπηρεσία περιλαμβάνει τη συλλογή, τη μεταφορά, τη διαλογή και τη διανομή ταχυδρομικών αποστολών μέχρι 2 κιλών και ταχυδρομικών δεμάτων μέχρι 20 κιλών, καθώς και τις υπηρεσίες σχετικά με συστημένες αποστολές και αποστολές με δηλωμένη αξία.

(7)  Οδηγία 2002/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 2002, για την τροποποίηση της οδηγίας 97/67/ΕΚ όσον αφορά το περαιτέρω άνοιγμα των κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών στον ανταγωνισμό (ΕΕ L 176 της 5.7.2002, σ. 21).

(8)  Σύμφωνα με το άρθρο 5 του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 269, της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, και του νόμου μετατροπής αριθ. 326, της 24ης Νοεμβρίου 2003, οι μετοχές του CDP καταλογίζονται στην Ιταλία. Επιπλέον, τα τραπεζικά ιδρύματα και άλλοι δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς δύνανται να κατέχουν, συνολικά, μόνο μειοψηφικά μερίδια του κεφαλαίου του CDP.

(9)  Η υπηρεσία ταχυδρομικών τρεχούμενων λογαριασμών διεπόταν ουσιαστικά από έναν νόμο του 1917, ο οποίος είχε δημοσιευτεί στην επίσημη εφημερίδα της ιταλικής κυβέρνησης GU αριθ. 219 της 6ης Σεπτεμβρίου 1917 και είχε τροποποιηθεί με το διάταγμα αριθ. 822 της 22ας Νοεμβρίου 1945, το οποίο είχε δημοσιευτεί στην επίσημη εφημερίδα της ιταλικής κυβέρνησης GU αριθ. 12 της 15ης Ιανουαρίου 1946. Έως το 2003, ο νόμος αυτός όριζε ιδίως ότι τα κεφάλαια που συγκεντρώνονται στους ταχυδρομικούς τρεχούμενους λογαριασμούς κατατίθενται σε έναν λογαριασμό του CDP, το επιτόκιο του οποίου είναι ίσο με το επιτόκιο που παρέχεται από το CDP στο πλαίσιο των χρηματοδοτήσεών του μειωμένο κατά 15 ποσοστιαίες μονάδες. Βάσει διατάγματος της 5ης Δεκεμβρίου 2003, το CDP αντικαταστάθηκε από το Δημόσιο Ταμείο.

(10)  Όπως δημοσιεύτηκε στην επίσημη εφημερίδα της ιταλικής κυβέρνησης GU αριθ. 302 της 29ης Δεκεμβρίου 2005, «supplemento ordinario» 211.

(11)  Όπως δημοσιεύτηκε στην επίσημη εφημερίδα της ιταλικής κυβέρνησης GU αριθ. 288 της 12ης Δεκεμβρίου 2003.

(12)  Η εφαρμογή της σύμβασης εγκρίθηκε με υπουργικό διάταγμα της 3ης Απριλίου 2006.

(13)  BTP: Buoni del Tesoro Poliennali (έντοκα πολυετή γραμμάτια του Δημοσίου).

(14)  BOT: Buoni ordinari del Tesoro (έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου).

(15)  Όπως δημοσιεύτηκε στην επίσημη εφημερίδα της ιταλικής κυβέρνησης GU αριθ. 299 της 27ης Δεκεμβρίου 2006.

(16)  Σύμφωνα με την Ιταλία, τα συνολικά κεφάλαια που συγκεντρώνονται στους ταχυδρομικούς τρεχούμενους λογαριασμούς ιδιωτών αντιστοιχούν περίπου στο 70-75 % του συνολικού ποσού των κεφαλαίων που συγκεντρώνονται σε ταχυδρομικούς λογαριασμούς.

(17)  Απόφαση 2013, σκέψη 65 «la Commission a uniquement examiné le niveau de rémunération que le Trésor aurait pu demander unilatéralement compte tenu de quatre paramètres, à savoir la masse des fonds déposés, la stabilité de ces fonds, la durée moyenne du dépôt des fonds et les risques financiers supportés. Dans ces conditions, le taux de l’emprunteur privé, défini aux considérants 119 à 180 de la décision attaquée, ne constitue pas véritablement un “taux de marché”».

(18)  Βλέπε υποσημείωση 1.

(19)  Από την 1η Οκτωβρίου 1995 ο δείκτης Rendistato αποτελείται από τη μέση ακαθάριστη απόδοση των κρατικών ομολόγων που υπόκεινται σε φόρο και με υπόλοιπο ζωής ανώτερο του ενός έτους. (Πηγή: Τράπεζα της Ιταλίας)

(20)  Το 2006 το ύψος των ταχυδρομικών τρεχούμενων λογαριασμών ιδιωτών (δηλαδή εξαιρουμένης της δημόσιας διοίκησης) ανερχόταν σε […], εκ των οποίων […] ανήκε σε πελάτες λιανικής και […] σε επιχειρήσεις.

(21)  Η μέθοδος «Value at Risk» (δυνητική ζημία), με οριστικό κλείσιμο (cut off) κατά το 10ο έτος.

(22)  Ως διάρκεια Macaulay νοείται ο σταθμισμένος μέσος χρόνος έως την είσπραξη των ταμειακών ροών, όπου το βάρος κάθε ταμειακής ροής ορίζεται από την τρέχουσα αξία της ταμειακής ροής διαιρούμενη διά του αθροίσματος της τρέχουσας αξίας όλων των ταμειακών ροών. Υπολογίζεται σε έτη.

(23)  Το μοντέλο γραμμικής απόσβεσης, με οριστικό κλείσιμο (cut off) κατά το 10ο έτος.

(24)  Στις επιστολές που εστάλησαν από τις ιταλικές αρχές οι όροι «διάρκεια» και «μέση διάρκεια» χρησιμοποιούνται συχνά χωρίς διάκριση, παρότι ενδέχεται να αναφέρονται σε διαφορετικές έννοιες. Αυτό δεν επηρεάζει την εκτίμηση που παρέχεται στην παρούσα απόφαση.

(25)  Επιστολή της […], επιστολή της […], επιστολή της […], επιστολή της […], επιστολή της […].

(26)  https://www.eba.europa.eu/documents/10180/1084098/EBA-GL-2015-08+GL+on+the+management+of+interest+rate+risk+.pdf


28.11.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 307/45


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2019/1969 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 26ης Νοεμβρίου 2019

για τη μετάθεση της ημερομηνίας λήξης της έγκρισης της ουσίας βουτυλοκαρβαμιδικό 3-ιωδο-2-προπινύλιο (IPBC) για χρήση σε βιοκτόνα του τύπου προϊόντων 8

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (EE) αριθ. 528/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση βιοκτόνων (1), και ιδίως το άρθρο 14 παράγραφος 5,

Αφού ζήτησε τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής βιοκτόνων,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η δραστική ουσία βουτυλοκαρβαμιδικό 3-ιωδο-2-προπινύλιο (IPBC) συμπεριλήφθηκε στο παράρτημα I της οδηγίας 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2) για χρήση σε βιοκτόνα του τύπου προϊόντων 8 και, σύμφωνα με το άρθρο 86 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 528/2012, θεωρείται, ως εκ τούτου, ότι εγκρίθηκε δυνάμει του εν λόγω κανονισμού με την επιφύλαξη των προδιαγραφών και των όρων που καθορίζονται στο παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας.

(2)

Η έγκριση της ουσίας βουτυλοκαρβαμιδικό 3-ιωδο-2-προπινύλιο (IPBC) για χρήση σε βιοκτόνα του τύπου προϊόντων 8 θα λήξει στις 30 Ιουνίου 2020. Στις Πέμπτη, 20 Δεκεμβρίου 2018, υποβλήθηκε αίτηση για την ανανέωση της έγκρισης της ουσίας βουτυλοκαρβαμιδικό 3-ιωδο-2-προπινύλιο (IPBC), σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 528/2012.

(3)

Στις 11 Απριλίου 2019 η αρμόδια αρχή αξιολόγησης της Δανίας πληροφόρησε την Επιτροπή ότι έκρινε αναγκαίο να γίνει πλήρης αξιολόγηση της αίτησης, βάσει του άρθρου 14 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 528/2012. Βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 528/2012, εναπόκειται στην αρμόδια αρχή αξιολόγησης να αξιολογήσει πλήρως την αίτηση εντός 365 ημερών από την επικύρωσή της.

(4)

Η αρμόδια αρχή αξιολόγησης μπορεί, κατά περίπτωση, να ζητήσει από τον αιτούντα να υποβάλει επαρκή στοιχεία για τη διενέργεια της αξιολόγησης, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού. Σ’ αυτή την περίπτωση, η προθεσμία των 365 ημερών αναστέλλεται για περίοδο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 180 ημέρες συνολικά, εκτός εάν ο χαρακτήρας των στοιχείων που ζητήθηκαν ή τυχόν έκτακτες περιστάσεις δικαιολογούν αναστολή μεγαλύτερης διάρκειας.

(5)

Εντός 270 ημερών από την παραλαβή σύστασης από την αρμόδια αρχή αξιολόγησης, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων (εφεξής «ο Οργανισμός») συντάσσει και υποβάλλει στην Επιτροπή γνώμη σχετικά με την ανανέωση της έγκρισης της δραστικής ουσίας, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 528/2012.

(6)

Κατά συνέπεια, για λόγους εκτός του ελέγχου του αιτούντος, η έγκριση της ουσίας βουτυλοκαρβαμιδικό 3-ιωδο-2-προπινύλιο (IPBC) για χρήση σε βιοκτόνα του τύπου προϊόντων 8 είναι πιθανόν να λήξει πριν από τη λήψη απόφασης σχετικά με την ανανέωσή της. Επομένως, είναι σκόπιμη η χρονική μετάθεση της ημερομηνίας λήξης της έγκρισης της ουσίας βουτυλοκαρβαμιδικό 3-ιωδο-2-προπινύλιο (IPBC) για χρήση σε βιοκτόνα του τύπου προϊόντων 8 για επαρκές χρονικό διάστημα, ώστε να καταστεί δυνατή η εξέταση της αίτησης. Λαμβανομένων υπόψη των προθεσμιών για την αξιολόγηση από την αρμόδια αρχή αξιολόγησης καθώς και για την κατάρτιση και την υποβολή της γνώμης από τον Οργανισμό, είναι σκόπιμη η χρονική μετάθεση της ημερομηνίας λήξης της έγκρισης για τις 31 Δεκεμβρίου 2022.

(7)

Εκτός από την ημερομηνία λήξης της έγκρισης, η ουσία βουτυλοκαρβαμιδικό 3-ιωδο-2-προπινύλιο (IPBC) παραμένει εγκεκριμένη για χρήση σε βιοκτόνα του τύπου προϊόντων 8 με την επιφύλαξη των προδιαγραφών και των όρων που καθορίζονται στο παράρτημα I της οδηγίας 98/8/ΕΚ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η ημερομηνία λήξης της έγκρισης της ουσίας βουτυλοκαρβαμιδικό 3-ιωδο-2-προπινύλιο (IPBC) για χρήση σε βιοκτόνα του τύπου προϊόντων 8 μετατίθεται για τις 31 Δεκεμβρίου 2022.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 26 Νοεμβρίου 2019.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 167 της 27.6.2012, σ. 1.

(2)  Οδηγία 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά (ΕΕ L 123 της 24.4.1998, σ. 1).


28.11.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 307/47


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2019/1970 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 26ης Νοεμβρίου 2019

για την τροποποίηση του παραρτήματος ΙΙ της απόφασης 93/52/ΕΟΚ σχετικά με το καθεστώς επίσημης απαλλαγής από τη βρουκέλλωση (B. melitensis) και του παραρτήματος II της απόφασης 2003/467/ΕΚ σχετικά με το καθεστώς επίσημης απαλλαγής από τη βρουκέλλωση ορισμένων περιφερειών της Ισπανίας, καθώς και των παραρτημάτων Ι και ΙΙ της απόφασης 2008/185/ΕΚ σχετικά με το καθεστώς απαλλαγής από τη νόσο Aujeszky (ψευδολύσσα) και την έγκριση προγραμμάτων εκρίζωσης της νόσου σε ορισμένες περιφέρειες της Ιταλίας

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2019) 8378]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 91/68/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 1991, σχετικά με το καθεστώς υγειονομικού ελέγχου που διέπει το ενδοκοινοτικό εμπόριο αιγοπροβάτων (1), και ιδίως το παράρτημα A κεφάλαιο 1 τμήμα II,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 64/432/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1964, περί προβλημάτων υγειονομικού ελέγχου στον τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών βοοειδών και χοιροειδών (2), και ιδίως το άρθρο 9 παράγραφος 2, το άρθρο 10 παράγραφος 2 και την παράγραφο 7 του παραρτήματος Α τμήμα II,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 91/68/ΕΟΚ καθορίζει το καθεστώς υγειονομικού ελέγχου των ζώων που διέπει το εμπόριο αιγοπροβάτων στην Ένωση. Καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους τα κράτη μέλη ή οι περιφέρειές τους μπορούν να αναγνωριστούν ως επίσημα απαλλαγμένες από βρουκέλλωση (B. melitensis) όσον αφορά τις αγέλες αιγοπροβάτων.

(2)

Η απόφαση 93/52/ΕΟΚ της Επιτροπής (3) ορίζει ότι οι περιφέρειες των κρατών μελών που αναφέρονται στο παράρτημα II αναγνωρίζονται ως επίσημα απαλλαγμένες από βρουκέλλωση (B. melitensis) όσον αφορά τις αγέλες αιγοπροβάτων σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στην οδηγία 91/68/ΕΟΚ.

(3)

Η Ισπανία υπέβαλε στην Επιτροπή έγγραφα με τα οποία αποδεικνύεται ότι η αυτόνομη κοινότητα της Μούρθια, η επαρχία του Τολέδο της αυτόνομης κοινότητας της Καστίλης - Λα Μάντσα και οι επαρχίες Ουέλβα, Σεβίλλη και Κόρδοβα της αυτόνομης κοινότητας της Ανδαλουσίας συμμορφώνονται με τους όρους που προβλέπονται στην οδηγία 91/68/ΕΟΚ, ώστε να αναγνωριστούν ως επισήμως απαλλαγμένες από βρουκέλλωση (B. melitensis) όσον αφορά τις αγέλες αιγοπροβάτων.

(4)

Σε συνέχεια της αξιολόγησης των δικαιολογητικών εγγράφων, η αυτόνομη κοινότητα της Μούρθια, η επαρχία του Τολέδο της αυτόνομης κοινότητας της Καστίλης - Λα Μάντσα και οι επαρχίες Ουέλβα, Σεβίλλη και Κόρδοβα της αυτόνομης κοινότητας της Ανδαλουσίας θα πρέπει να αναγνωριστούν ως επισήμως απαλλαγμένες από βρουκέλλωση (B. melitensis) όσον αφορά τις αγέλες αιγοπροβάτων.

(5)

Ως εκ τούτου, το παράρτημα II της απόφασης 93/52/ΕΟΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(6)

Η οδηγία 64/432/ΕΟΚ εφαρμόζεται στο ενδοενωσιακό εμπόριο βοοειδών και χοιροειδών. Καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους τα κράτη μέλη ή οι περιφέρειές τους μπορούν να κηρυχθούν επισήμως ως απαλλαγμένα από βρουκέλλωση όσον αφορά τις αγέλες βοοειδών.

(7)

Στο άρθρο 2 της απόφασης 2003/467/ΕΚ της Επιτροπής (4) προβλέπεται ότι οι περιφέρειες κρατών μελών που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο 2 του παραρτήματος IΙ κηρύσσονται επισήμως ως απαλλαγμένες από βρουκέλλωση όσον αφορά τις αγέλες βοοειδών.

(8)

Η Ισπανία υπέβαλε στην Επιτροπή έγγραφα με τα οποία αποδεικνύεται η συμμόρφωση της αυτόνομης κοινότητας της Αραγονίας και της επαρχίας Λεόν της αυτόνομης Κοινότητας της Καστίλης και Λεόν με τους όρους που προβλέπονται στην οδηγία 64/432/ΕΟΚ, ώστε να αναγνωριστούν ως περιφέρειες επισήμως απαλλαγμένες από βρουκέλλωση όσον αφορά τις αγέλες βοοειδών.

(9)

Σε συνέχεια της αξιολόγησης των δικαιολογητικών εγγράφων, η αυτόνομη κοινότητα της Αραγονίας και η επαρχία Λεόν της αυτόνομης κοινότητας της Καστίλης και Λεόν θα πρέπει να αναγνωριστούν ως επισήμως απαλλαγμένες από βρουκέλλωση όσον αφορά τις αγέλες βοοειδών.

(10)

Ως εκ τούτου, το παράρτημα II της απόφασης 2003/467/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(11)

Το άρθρο 10 της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ προβλέπει ότι, όταν ένα κράτος μέλος θεωρεί ότι ολόκληρη η επικράτειά του ή μέρος αυτής είναι απαλλαγμένο από τη νόσο του Aujeszky, κοινοποιεί στην Επιτροπή τα κατάλληλα δικαιολογητικά. Το άρθρο προβλέπει, επίσης, ότι μπορεί να απαιτούνται πρόσθετες εγγυήσεις για το ενδοενωσιακό εμπόριο χοιροειδών.

(12)

Το άρθρο 9 της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ προβλέπει ότι το κράτος μέλος που διαθέτει υποχρεωτικό εθνικό πρόγραμμα ελέγχου για τη νόσο του Aujeszky για τμήμα της επικράτειας του μπορεί να υποβάλει το πρόγραμμά του στην Επιτροπή για έγκριση. Το άρθρο προβλέπει, επίσης, ότι μπορεί να απαιτούνται πρόσθετες εγγυήσεις για το ενδοενωσιακό εμπόριο χοιροειδών.

(13)

Η απόφαση 2008/185/ΕΚ της Επιτροπής (5) ορίζει συμπληρωματικές εγγυήσεις για τις μετακινήσεις χοίρων μεταξύ των κρατών μελών. Οι εν λόγω εγγυήσεις συνδέονται με την κατάταξη των κρατών μελών ή των περιφερειών τους ανάλογα με το καθεστώς τους όσον αφορά τη νόσο του Aujeszky.

(14)

Στο παράρτημα I της απόφασης 2008/185/ΕΚ παρατίθενται τα κράτη μέλη ή οι περιφέρειές τους που έχουν απαλλαγεί από τη νόσο του Aujeszky.

(15)

Η Ιταλία υπέβαλε στην Επιτροπή έγγραφα με τα οποία αποδεικνύεται η συμμόρφωση της περιφέρειας Φριούλι Βενέτσια Τζούλια με τους όρους που προβλέπονται στην απόφαση 2008/185/ΕΚ, ώστε να αναγνωριστεί ως απαλλαγμένη από τη νόσο του Aujeszky.

(16)

Σε συνέχεια της αξιολόγησης των δικαιολογητικών εγγράφων, η περιφέρεια Φριούλι Βενέτσια Τζούλια θα πρέπει να αναγνωριστεί ως απαλλαγμένη από τη νόσο του Aujeszky.

(17)

Ως εκ τούτου, το παράρτημα Ι της απόφασης 2008/185/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(18)

Στο παράρτημα II της απόφασης 2008/185/ΕΚ παρατίθενται τα κράτη μέλη ή οι περιφέρειές τους όπου εφαρμόζονται εγκεκριμένα εθνικά προγράμματα ελέγχου για την εκρίζωση της νόσου του Aujeszky.

(19)

Η Ιταλία υπέβαλε στην Επιτροπή δικαιολογητικά έγγραφα για την έγκριση των εθνικών προγραμμάτων ελέγχου για την εκρίζωση της νόσου του Aujeszky στις περιφέρειες Πεδεμόντιο και Ουμβρία και για τη δέουσα συμπερίληψη των εν λόγω περιφερειών στο παράρτημα II της απόφασης 2008/185/ΕΚ.

(20)

Σε συνέχεια της αξιολόγησης των δικαιολογητικών εγγράφων, τα εθνικά προγράμματα ελέγχου για την εκρίζωση της νόσου του Aujeszky θα πρέπει να εγκριθούν για τις περιφέρειες Πεδεμόντιο και Ουμβρία.

(21)

Ως εκ τούτου, το παράρτημα II της απόφασης 2008/185/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(22)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής φυτών, ζώων, τροφίμων και ζωοτροφών.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Το παράρτημα II της απόφασης 93/52/ΕΟΚ τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα I της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 2

Το παράρτημα ΙΙ της απόφασης 2003/467/ΕΚ τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙ της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 3

Τα παραρτήματα I και ΙΙ της απόφασης 2008/185/ΕΚ αντικαθίστανται από το κείμενο του παραρτήματος ΙΙΙ της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 26 Νοεμβρίου 2019.

Για την Επιτροπή

Vytenis ANDRIUKAITIS

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 46 της 19.2.1991, σ. 19.

(2)  ΕΕ 121 της 29.7.1964, σ. 1977/64.

(3)  Απόφαση 93/52/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1992, που διαπιστώνει την τήρηση εκ μέρους ορισμένων κρατών μελών ή περιοχών των όρων σχετικά με τη βρουκέλλωση (Br. melitensis) και που τους αναγνωρίζει το καθεστώς κράτους μέλους ή περιοχής επίσημα απαλλαγμένης από την ασθένεια αυτή (ΕΕ L 13 της 21.1.1993, σ. 14).

(4)  Απόφαση 2003/467/ΕΚ της Επιτροπής, της 23ης Ιουνίου 2003, για τη θέσπιση καθεστώτος επίσημης απαλλαγής από τη φυματίωση, τη βρουκέλωση και την ενζωοτική λεύκωση των βοοειδών σε ορισμένα κράτη μέλη και περιφέρειες κρατών μελών όσον αφορά τις αγέλες βοοειδών (ΕΕ L 156 της 25.6.2003, σ. 74).

(5)  Απόφαση 2008/185/ΕΚ της Επιτροπής, της 21ης Φεβρουαρίου 2008, για παροχή συμπληρωματικών εγγυήσεων κατά το ενδοκοινοτικό εμπόριο χοίρων όσον αφορά τη νόσο Aujeszky (ψευδολύσσα) και για τα κριτήρια σχετικά με την παροχή στοιχείων γι’ αυτή τη νόσο (ΕΕ L 59 της 4.3.2008, σ. 19).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Στο παράρτημα II της απόφασης 93/52/ΕΟΚ, η καταχώριση για την Ισπανία αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Στην Ισπανία:

Αυτόνομη κοινότητα της Αραγονίας,

Αυτόνομη κοινότητα της Ανδαλουσίας: Περιφέρειες Κάδιθ, Κόρδοβα, Ουέλβα και Σεβίλλη,

Αυτόνομη κοινότητα των Αστουριών,

Αυτόνομη κοινότητα των Βαλεαρίδων Νήσων,

Αυτόνομη κοινότητα των Καναρίων Νήσων,

Αυτόνομη κοινότητα της Κανταβρίας,

Αυτόνομη κοινότητα της Καστίλης - Λα Μάντσα,

Αυτόνομη κοινότητα της Καστίλης και Λεόν,

Αυτόνομη κοινότητα της Καταλωνίας,

Αυτόνομη κοινότητα της Εστρεμαδούρα,

Αυτόνομη κοινότητα της Γαλικίας,

Αυτόνομη κοινότητα της Λα Ριόχα,

Αυτόνομη κοινότητα της Μαδρίτης,

Αυτόνομη κοινότητα της Μούρθια,

Αυτόνομη κοινότητα της Ναβάρας,

Αυτόνομη κοινότητα της Χώρας των Βάσκων,

Αυτόνομη κοινότητα της Βαλένθιας.».


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Στο κεφάλαιο 2 του παραρτήματος II της απόφασης 2003/467/ΕΚ, η καταχώριση για την Ισπανία αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Στην Ισπανία:

Αυτόνομη κοινότητα της Ανδαλουσίας: Επαρχίες Αλμερία, Γρανάδα και Χαέν,

Αυτόνομη κοινότητα της Αραγονίας,

Αυτόνομη κοινότητα των Αστουριών,

Αυτόνομη κοινότητα των Βαλεαρίδων Νήσων,

Αυτόνομη κοινότητα των Καναρίων Νήσων,

Αυτόνομη κοινότητα της Καστίλης - Λα Μάντσα,

Αυτόνομη κοινότητα της Καστίλης και Λεόν: Επαρχίες Μπούργος, Λεόν, Σορία, Βαγιαδολίδ και Θαμόρα,

Αυτόνομη κοινότητα της Καταλωνίας,

Αυτόνομη κοινότητα της Γαλικίας,

Αυτόνομη κοινότητα της Λα Ριόχα,

Αυτόνομη κοινότητα της Μαδρίτης,

Αυτόνομη κοινότητα της Μούρθια,

Αυτόνομη κοινότητα της Ναβάρας,

Αυτόνομη κοινότητα της Χώρας των Βάσκων,

Αυτόνομη κοινότητα της Βαλένθιας.».


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Κράτη μέλη ή περιφέρειές τους που έχουν απαλλαγεί από τη νόσο του Aujeszky και όπου απαγορεύεται ο εμβολιασμός

Κωδικός ISO

Κράτος μέλος

Περιφέρειες

BE

Βέλγιο

Όλες οι περιφέρειες

CZ

Τσεχία

Όλες οι περιφέρειες

DK

Δανία

Όλες οι περιφέρειες

DE

Γερμανία

Όλες οι περιφέρειες

IE

Ιρλανδία

Όλες οι περιφέρειες

FR

Γαλλία

Νομοί: Ain, Aisne, Allier, Alpes-de-Haute-Provence, Alpes-Maritimes, Ardèche, Ardennes, Ariège, Aube, Aude, Aveyron, Bas-Rhin, Bouches-du-Rhône, Calvados, Cantal, Charente, Charente-Maritime, Cher, Corrèze, Côte-d’Or, Côtes-d’Armor, Creuse, Deux-Sèvres, Dordogne, Doubs, Drôme, Essonne, Eure, Eure-et-Loir, Finistère, Gard, Gers, Gironde, Hautes-Alpes, Hauts-de-Seine, Haute Garonne, Haute-Loire, Haute-Marne, Hautes-Pyrénées, Haut-Rhin, Haute-Saône, Haute-Savoie, Haute-Vienne, Hérault, Indre, Ille-et-Vilaine, Indre-et-Loire, Isère, Jura, Landes, Loire, Loire-Atlantique, Loir-et-Cher, Loiret, Lot, Lot-et-Garonne, Lozère, Maine-et-Loire, Manche, Marne, Mayenne, Meurthe-et-Moselle, Meuse, Morbihan, Moselle, Nièvre, Nord, Oise, Orne, Paris, Pas-de-Calais, Pyrénées-Atlantiques, Pyrénées-Orientales, Puy-de-Dôme, Réunion, Rhône, Sarthe, Saône-et-Loire, Savoie, Seine-et-Marne, Seine-Maritime, Seine-Saint-Denis, Somme, Tarn, Tarn-et-Garonne, Territoire de Belfort, Val-d e-Marne, Val-d’Oise, Var, Vaucluse, Vendée, Vienne, Vosges, Yonne, Yvelines

IT

Ιταλία

Αυτόνομη επαρχία Bolzano

Περιφέρεια Φριούλι - Βενέτσια Τζούλια

CY

Κύπρος

Όλες οι περιφέρειες

LU

Λουξεμβούργο

Όλες οι περιφέρειες

HU

Ουγγαρία

Όλες οι περιφέρειες

NL

Κάτω Χώρες

Όλες οι περιφέρειες

AT

Αυστρία

Όλες οι περιφέρειες

PL

Πολωνία

Στο βοεβοδάτο Podlaskie οι ακόλουθες κομητείες (powiaty): augustowski, białostocki, Białystok, bielski, hajnowski, moniecki, sejneński, siemiatycki, sokólski, suwalski, Suwałki

SI

Σλοβενία

Όλες οι περιφέρειες

SK

Σλοβακία

Όλες οι περιφέρειες

FI

Φινλανδία

Όλες οι περιφέρειες

SE

Σουηδία

Όλες οι περιφέρειες

UK

Ηνωμένο Βασίλειο

Όλες οι περιφέρειες

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Κράτη μέλη ή περιφέρειές τους όπου εφαρμόζονται εγκεκριμένα εθνικά προγράμματα ελέγχου για την εκρίζωση της νόσου του Aujeszky

Κωδικός ISO

Κράτος μέλος

Περιφέρειες

ES

Ισπανία

Όλες οι περιφέρειες

IT

Ιταλία

Περιφέρεια Εμίλια Ρομάνια

Περιφέρεια Λομβαρδίας

Περιφέρεια Πεδεμόντιο

Περιφέρεια Ουμβρίας

Περιφέρεια Βένετο

LT

Λιθουανία

Όλες οι περιφέρειες

PL

Πολωνία

Βοεβοδάτο dolnośląskie: όλες οι κομητείες (powiaty)

Βοεβοδάτο kujawsko-pomorskie: όλες οι κομητείες (powiaty)

Βοεβοδάτο lubelskie: όλες οι κομητείες (powiaty)·

Βοεβοδάτο lubuskie: όλες οι κομητείες (powiaty)·

Βοεβοδάτο łódzkie: όλες οι κομητείες (powiaty)·

Βοεβοδάτο małopolskie: όλες οι κομητείες (powiaty)

Βοεβοδάτο mazowieckie: όλες οι κομητείες (powiaty)

Βοεβοδάτο opolskie: όλες οι κομητείες (powiaty)·

Βοεβοδάτο podkarpackie: όλες οι κομητείες (powiaty)

Στο βοεβοδάτο Podlaskie οι ακόλουθες κομητείες (powiaty): grajewski, kolneński, łomżyński, Łomża, wysokomazowiecki, zambrowski.

Βοεβοδάτο pomorskie: όλες οι κομητείες (powiaty)

Βοεβοδάτο śląskie: όλες οι κομητείες (powiaty)·

Βοεβοδάτο świętokrzyskie: όλες οι κομητείες (powiaty)

Βοεβοδάτο warmińsko-mazurskie: όλες οι κομητείες (powiaty)

Βοεβοδάτο wielkopolskie: όλες οι κομητείες (powiaty)

Βοεβοδάτο zachodniopomorskie: όλες οι κομητείες (powiaty).

»

28.11.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 307/54


EΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2019/1971 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 26ης Νοεμβρίου 2019

σχετικά με την αναγνώριση του συστήματος «Universal Feed Assurance Scheme» για την απόδειξη της συμμόρφωσης με τα κριτήρια αειφορίας που προβλέπουν οι οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 98/70/ΕΚ και 2009/28/ΕΚ

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 98/70/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1998, σχετικά με την ποιότητα των καυσίμων βενζίνης και ντίζελ και την τροποποίηση της οδηγίας 93/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου (1), και ιδίως το άρθρο 7γ παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ (2), και ιδίως το άρθρο 18 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Τα άρθρα 7β και 7γ και το παράρτημα IV της οδηγίας 98/70/ΕΚ, καθώς και τα άρθρα 17 και 18 και το παράρτημα V της οδηγίας 2009/28/ΕΚ προβλέπουν παρόμοια κριτήρια αειφορίας για τα βιοκαύσιμα και τα βιορευστά, καθώς και παρόμοιες διαδικασίες για την επαλήθευση της συμμόρφωσης των βιοκαυσίμων και των βιορευστών με τα εν λόγω κριτήρια.

(2)

Εφόσον πρόκειται να ληφθούν υπόψη τα βιοκαύσιμα και τα βιορευστά για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) της οδηγίας 2009/28/ΕΚ, τα κράτη μέλη θα πρέπει να απαιτούν από τους οικονομικούς φορείς να αποδείξουν ότι τα βιοκαύσιμα και τα βιορευστά συμμορφώνονται με τα κριτήρια αειφορίας που ορίζονται στο άρθρο 17 παράγραφοι 2 έως 5 της εν λόγω οδηγίας.

(3)

Η Επιτροπή δύναται να αποφασίζει ότι τα εθελοντικά εθνικά ή διεθνή συστήματα που καθορίζουν πρότυπα παραγωγής προϊόντων βιομάζας περιέχουν ακριβή δεδομένα για τους σκοπούς του άρθρου 17 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/28/ΕΚ και/ή αποδεικνύουν ότι οι αποστολές βιοκαυσίμων ή βιορευστών πληρούν τα κριτήρια αειφορίας που καθορίζονται στο άρθρο 17 παράγραφοι 3, 4 και 5, και/ή ότι κανένα υλικό δεν έχει τροποποιηθεί ή απορριφθεί σκοπίμως ώστε η αποστολή ή μέρος αυτής να εμπίπτει στο παράρτημα IX. Εφόσον οικονομικός φορέας προσκομίσει αποδείξεις ή δεδομένα που έχει αποκτήσει σύμφωνα με εθελοντικό σύστημα αναγνωρισμένο από την Επιτροπή, ώστε να μπορεί να υπαχθεί στην απόφαση αναγνώρισης, το κράτος μέλος δεν θα πρέπει να απαιτεί από τον προμηθευτή να υποβάλει περαιτέρω αποδείξεις συμμόρφωσης με τα κριτήρια αειφορίας.

(4)

Το αίτημα να αναγνωριστεί ότι το σύστημα «Universal Feed Assurance Scheme» αποδεικνύει ότι οι αποστολές βιοκαυσίμων πληρούν τα κριτήρια αειφορίας που καθορίζονται στις οδηγίες 98/70/ΕΚ και 2009/28/ΕΚ υποβλήθηκε στην Επιτροπή στις 14 Ιουνίου 2019. Το σύστημα, το οποίο εδρεύει στο Confederation House, East of England Showground, Peterborough, PE2 6XE, στο Ηνωμένο Βασίλειο, καλύπτει συστατικά ζωοτροφών και σύνθετων ζωοτροφών, καθώς και συνδυάσιμες καλλιέργειες. Το εν λόγω σύστημα καλύπτει τα στάδια εμπορίας, μεταφοράς και αποθήκευσης γεωργικών πρώτων υλών, από την έξοδό τους από τη γεωργική εκμετάλλευση έως την πρώτη μονάδα μεταποίησης, ενώ για τα λοιπά στάδια χρησιμοποιούνται άλλα εθελοντικά συστήματα που έχουν αναγνωριστεί από την Επιτροπή. Ως εκ τούτου, εναπόκειται στο σύστημα «Universal Feed Assurance Scheme» να εξασφαλίζει ότι η αναγνώριση αυτών των συστημάτων από την Επιτροπή, με τα οποία λειτουργεί από κοινού το σύστημα «Universal Feed Assurance Scheme», παραμένει έγκυρη καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεργασίας. Το αναγνωρισμένο σύστημα θα πρέπει να είναι διαθέσιμο στην πλατφόρμα διαφάνειας που έχει συσταθεί βάσει της οδηγίας 2009/28/ΕΚ.

(5)

Από την αξιολόγηση του συστήματος «Universal Feed Assurance Scheme» η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το σύστημα καλύπτει επαρκώς όλα τα κριτήρια αειφορίας των οδηγιών 98/70/ΕΚ και 2009/28/ΕΚ, με εξαίρεση το άρθρο 7β παράγραφος 2 της οδηγίας 98/70/ΕΚ και το άρθρο 17 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/28/ΕΚ. Το σύστημα παρέχει πάντως ακριβή δεδομένα για τα στοιχεία που χρειάζονται οι οικονομικοί φορείς σε μεταγενέστερο στάδιο της αλυσίδας επιτήρησης, προκείμενου να αποδείξουν τη συμμόρφωση με το άρθρο 7β παράγραφος 2 της οδηγίας 98/70/ΕΚ και με το άρθρο 17 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/28/ΕΚ, και εφαρμόζει μεθοδολογία ισοζυγίου μάζας σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 7γ παράγραφος 1 της οδηγίας 98/70/ΕΚ και του άρθρου 18 παράγραφος 1 της οδηγίας 2009/28/ΕΚ.

(6)

Από την αξιολόγηση του συστήματος «Universal Feed Assurance Scheme» διαπιστώθηκε ότι το σύστημα πληροί κατάλληλα πρότυπα αξιοπιστίας, διαφάνειας και ανεξάρτητου ελέγχου και, επίσης, ότι είναι σύμφωνο με τις μεθοδολογικές απαιτήσεις που καθορίζονται στο παράρτημα IV της οδηγίας 98/70/ΕΚ και στο παράρτημα V της οδηγίας 2009/28/ΕΚ.

(7)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής για την αειφορία των βιοκαυσίμων και των βιορευστών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Το σύστημα «Universal Feed Assurance Scheme» (εφεξής «το σύστημα»), το οποίο υποβλήθηκε στην Επιτροπή προς αναγνώριση στις 14 Ιουνίου 2019, αποδεικνύει ότι οι αποστολές βιοκαυσίμων και βιορευστών που παράγονται σύμφωνα με τα πρότυπα παραγωγής βιοκαυσίμων και βιορευστών του συστήματος πληρούν τα κριτήρια αειφορίας που καθορίζονται στο άρθρο 7β παράγραφοι 3, 4 και 5 της οδηγίας 98/70/ΕΚ και στο άρθρο 17 παράγραφοι 3, 4 και 5 της οδηγίας 2009/28/ΕΚ.

Το σύστημα περιέχει επίσης ακριβή δεδομένα για τους σκοπούς του άρθρου 17 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/28/ΕΚ και του άρθρου 7β παράγραφος 2 της οδηγίας 98/70/ΕΚ, καθώς διασφαλίζει ότι όλες οι σχετικές πληροφορίες που έχουν υποβάλει οι οικονομικοί φορείς σε προηγούμενο στάδιο της αλυσίδας επιτήρησης μεταβιβάζονται στους οικονομικούς φορείς σε επόμενο στάδιο της αλυσίδας επιτήρησης.

Άρθρο 2

Σε περίπτωση που τα περιεχόμενα του συστήματος, όπως υποβλήθηκε στην Επιτροπή προς αναγνώριση στις 14 Ιουνίου 2019, υποστούν αλλαγές οι οποίες ενδέχεται να θίξουν τη βάση της παρούσας απόφασης, οι αλλαγές αυτές κοινοποιούνται αμελλητί στην Επιτροπή. Η Επιτροπή αξιολογεί τις κοινοποιηθείσες αλλαγές, προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον το σύστημα εξακολουθεί να πληροί επαρκώς τα κριτήρια αειφορίας με βάση τα οποία αναγνωρίσθηκε.

Άρθρο 3

Η Επιτροπή δύναται να καταργήσει την παρούσα απόφαση, μεταξύ άλλων, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

εάν αποδειχθεί σαφώς ότι στο σύστημα δεν τέθηκαν σε εφαρμογή στοιχεία που κρίνονται σημαντικά για την παρούσα απόφαση ή εφόσον έχει συντελεστεί σοβαρή και διαρθρωτική παραβίαση των εν λόγω στοιχείων·

β)

εάν για το σύστημα δεν υποβάλλονται ετήσιες εκθέσεις στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 7γ παράγραφος 6 της οδηγίας 98/70/ΕΚ και το άρθρο 18 παράγραφος 6 της οδηγίας 2009/28/ΕΚ·

γ)

εάν στο σύστημα δεν εφαρμόζονται πρότυπα ανεξάρτητου ελέγχου, τα οποία καθορίζονται στις εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 7γ παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο της οδηγίας 98/70/ΕΚ και στο άρθρο 18 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο της οδηγίας 2009/28/ΕΚ, ή δεν επέρχονται βελτιώσεις σε άλλα στοιχεία του που κρίνονται σημαντικά για να συνεχισθεί η αναγνώριση του συστήματος.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται έως τις 30 Ιουνίου 2021.

Βρυξέλλες, 26 Νοεμβρίου 2019.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 350 της 28.12.1998, σ. 58.

(2)  ΕΕ L 140 της 5.6.2009, σ. 16.


28.11.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 307/56


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ (EE) 2019/1972 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 26ης Νοεμβρίου 2019

για την τροποποίηση της εκτελεστικής απόφασης 2013/764/ΕΕ σχετικά με μέτρα ελέγχου της υγείας των ζώων όσον αφορά την κλασική πανώλη των χοίρων σε ορισμένα κράτη μέλη

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2019) 8396]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 89/662/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 1989, σχετικά με τους κτηνιατρικούς ελέγχους που εφαρμόζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο με προοπτική την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς (1), και ιδίως το άρθρο 9 παράγραφος 4,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 90/425/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, σχετικά με τους κτηνιατρικούς ελέγχους που εφαρμόζονται στο ενδοενωσιακό εμπόριο ορισμένων ζώντων ζώων και προϊόντων με προοπτική την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς (2), και ιδίως το άρθρο 10 παράγραφος 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η εκτελεστική απόφαση 2013/764/ΕΕ της Επιτροπής (3) θεσπίζει μέτρα ελέγχου της υγείας των ζώων όσον αφορά την κλασική πανώλη των χοίρων σε ορισμένα κράτη μέλη. Τα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνουν απαγορεύσεις αποστολής φορτίων οικόσιτων χοίρων και προϊόντων χοίρων από ορισμένες περιοχές. Τα μέτρα ελέγχου της υγείας των ζώων που ορίζονται στην εν λόγω εκτελεστική απόφαση εφαρμόζονται παράλληλα με εκείνα που ορίζονται στην οδηγία 2001/89/ΕΚ του Συμβουλίου (4), και αποσκοπούν στην καταπολέμηση της εξάπλωσης της κλασικής πανώλης των χοίρων, ιδιαίτερα σε ενωσιακό επίπεδο.

(2)

Η εκτελεστική απόφαση 2013/764/ΕΕ προβλέπει επίσης παρεκκλίσεις από την απαγόρευση αποστολής ζώντων χοίρων από ορισμένες περιοχές, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.

(3)

Η περίοδος εφαρμογής των μέτρων που προβλέπονται στην εκτελεστική απόφαση 2013/764/ΕΕ θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την επιδημιολογία της κλασικής πανώλης των χοίρων και την αποτελεσματικότητα των μέτρων για την υγεία των ζώων που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη που απαριθμούνται στο παράρτημα της εκτελεστικής απόφασης 2013/764/ΕΕ με τη νομοθεσία της Ένωσης. Κατά συνέπεια, δεδομένων της τρέχουσας επιδημιολογικής κατάστασης στην Ένωση και σε γειτονικές τρίτες χώρες και των προσπαθειών που απαιτούνται για την καταπολέμηση της εν λόγω νόσου, αλλά χωρίς παράλληλα να επιβάλλονται περιττοί περιορισμοί στο εμπόριο, θα πρέπει να παραταθεί η περίοδος εφαρμογής της εκτελεστικής απόφασης 2013/764/ΕΕ.

(4)

Δεδομένου ότι είναι σημαντικό να υπάρχει συνέχεια των μέτρων κατά της κλασικής πανώλης των χοίρων σε επίπεδο Ένωσης υπό το πρίσμα της τρέχουσας επιδημίας της εν λόγω νόσου, η παράταση της περιόδου εφαρμογής της εκτελεστικής απόφασης 2013/764/ΕΕ θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη ότι ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/429 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), ο οποίος προβλέπει μέτρα διασφάλισης σε περίπτωση νόσων των ζώων, εφαρμόζεται από την 21η Απριλίου 2021.

(5)

Επιπλέον, λαμβανομένης υπόψη της αποτελεσματικότητας των συνολικών μέτρων που εφαρμόζονται στην Κροατία σύμφωνα με την οδηγία 2001/89/ΕΚ, της εποπτείας και των ισχυόντων μέτρων που υποβλήθηκαν στη μόνιμη επιτροπή φυτών, ζώων, τροφίμων και ζωοτροφών, όλες οι περιοχές στην Κροατία που απαριθμούνται επί του παρόντος στο παράρτημα της εκτελεστικής απόφασης 2013/764/ΕΕ θα πρέπει πλέον να αφαιρεθούν από το εν λόγω παράρτημα, λόγω της ευνοϊκής επιδημιολογικής κατάστασης της νόσου στο εν λόγω κράτος μέλος.

(6)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής φυτών, ζώων, τροφίμων και ζωοτροφών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η εκτελεστική απόφαση 2013/764/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:

Στο άρθρο 10, η ημερομηνία «31 Δεκεμβρίου 2019» αντικαθίσταται από την ημερομηνία «21 Απριλίου 2021».

Άρθρο 2

Το σημείο 2 του παραρτήματος της εκτελεστικής απόφασης 2013/764/ΕΕ απαλείφεται.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 26 Νοεμβρίου 2019.

Για την Επιτροπή

Vytenis ANDRIUKAITIS

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 395 της 30.12.1989, σ. 13.

(2)  ΕΕ L 224 της 18.8.1990, σ. 29.

(3)  Εκτελεστική απόφαση 2013/764/ΕΕ της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με μέτρα ελέγχου της υγείας των ζώων όσον αφορά την κλασική πανώλη των χοίρων σε ορισμένα κράτη μέλη (ΕΕ L 338 της 17.12.2013, σ. 102).

(4)  Οδηγία 2001/89/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2001, για τα κοινοτικά μέτρα για την καταπολέμηση της κλασσικής πανώλους των χοίρων (ΕΕ L 316 της 1.12.2001, σ. 5).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/429 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, σχετικά με τις μεταδοτικές νόσους των ζώων και για την τροποποίηση και την κατάργηση ορισμένων πράξεων στον τομέα της υγείας των ζώων («νόμος για την υγεία των ζώων») (ΕΕ L 84 της 31.3.2016, σ. 1).


28.11.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 307/58


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2019/1973 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 27ης Νοεμβρίου 2019

για τη μη έγκριση του ζεόλιθου αργυρού-χαλκού ως υπάρχουσας δραστικής ουσίας για χρήση σε βιοκτόνα των τύπων προϊόντων 2 και 7

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 528/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση βιοκτόνων (1), και ιδίως το άρθρο 89 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1062/2014 της Επιτροπής (2) καταρτίζει κατάλογο των υπαρχουσών δραστικών ουσιών που πρέπει να αξιολογηθούν με σκοπό την ενδεχόμενη έγκρισή τους για χρήση σε βιοκτόνα προϊόντα. Ο εν λόγω κατάλογος περιλαμβάνει τον ζεόλιθο αργυρού-χαλκού (αριθ. ΕΚ: δεν υπάρχει, αριθ. CAS: 130328-19-7).

(2)

Ο ζεόλιθος αργυρού-χαλκού αξιολογήθηκε για χρήση σε προϊόντα του τύπου προϊόντων 2, απολυμαντικά και φυκοκτόνα που δεν προορίζονται για άμεση εφαρμογή στους ανθρώπους ή τα ζώα, και του τύπου προϊόντων 7, συντηρητικά μεμβρανών, όπως ορίζεται στο παράρτημα V του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 528/2012.

(3)

Η Σουηδία ορίστηκε κράτος μέλος εισηγητής και η αρμόδια αρχή της υπέβαλε τις εκθέσεις αξιολόγησης, μαζί με τα συμπεράσματά της, στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων στις 12 Ιουνίου 2017.

(4)

Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1062/2014, οι γνώμες του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (3) εκδόθηκαν στις 17 Οκτωβρίου 2018 από την επιτροπή βιοκτόνων, αφού ελήφθησαν υπόψη τα συμπεράσματα της αρμόδιας αρχής αξιολόγησης.

(5)

Σύμφωνα με τις εν λόγω γνώμες, δεν μπορεί να αναμένεται ότι τα βιοκτόνα των τύπων προϊόντων 2 και 7 που περιέχουν ζεόλιθο αργυρού-χαλκού πληρούν τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 528/2012, δεδομένου ότι δεν έχει αποδειχθεί η επαρκής αποτελεσματικότητα.

(6)

Λαμβανομένων υπόψη των γνωμών του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων, δεν κρίνεται σκόπιμη η έγκριση του ζεόλιθου αργυρού-χαλκού για χρήση σε βιοκτόνα των τύπων προϊόντων 2 και 7, δεδομένου ότι δεν πληρούνται οι όροι που καθορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 528/2012.

(7)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής βιοκτόνων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Ζεόλιθος αργύρου-χαλκού (αριθ. ΕΚ: δεν υπάρχει, αριθ. CAS: 130328-19-7) δεν εγκρίνεται ως δραστική ουσία για χρήση σε βιοκτόνα των τύπων προϊόντων 2 και 7.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 27 Νοεμβρίου 2019.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 167 της 27.6.2012, σ. 1.

(2)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1062/2014 της Επιτροπής, της 4ης Αυγούστου 2014, σχετικά με το πρόγραμμα εργασιών για τη συστηματική εξέταση όλων των υπαρχουσών δραστικών ουσιών που περιέχονται σε βιοκτόνα τα οποία αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 528/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 294 της 10.10.2014, σ. 1).

(3)  Γνώμη της επιτροπής βιοκτόνων (BPC), σχετικά με την αίτηση για την έγκριση της δραστικής ουσίας ζεόλιθος αργυρού-χαλκού, τύπος προϊόντος: 2, ECHA/BPC/210/2018, εκδοθείσα στις 17 Οκτωβρίου 2018· Γνώμη της επιτροπής βιοκτόνων (BPC), σχετικά με την αίτηση για την έγκριση της δραστικής ουσίας ζεόλιθος αργυρού-χαλκού, τύπος προϊόντος: 7, ECHA/BPC/213/2018, εκδοθείσα στις 17 Οκτωβρίου 2018.