ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 186

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

62ό έτος
11 Ιουλίου 2019


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1148 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, σχετικά με την κυκλοφορία στην αγορά και τη χρήση πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 98/2013 ( 1 )

1

 

*

Κανονισμός (EE) 2019/1149 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αρχής Εργασίας, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 883/2004, (ΕΕ) αριθ. 492/2011 και (ΕΕ) 2016/589 και την κατάργηση της απόφασης (ΕΕ) 2016/344 ( 2 )

21

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1150 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για την προώθηση της δίκαιης μεταχείρισης και της διαφάνειας για τους επιχειρηματικούς χρήστες επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης ( 1 )

57

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία (ΕΕ) 2019/1151 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 όσον αφορά τη χρήση ψηφιακών εργαλείων και διαδικασιών στον τομέα του εταιρικού δικαίου ( 1 )

80

 

*

Οδηγία (ΕΕ) 2019/1152 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για διαφανείς και προβλέψιμους όρους εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση

105

 

*

Οδηγία (ΕΕ) 2019/1153 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για τη θέσπιση κανόνων με σκοπό τη διευκόλυνση της χρήσης χρηματοοικονομικών και άλλων πληροφοριών για την πρόληψη, την ανίχνευση, τη διερεύνηση ή τη δίωξη ορισμένων ποινικών αδικημάτων και την κατάργηση της απόφασης 2000/642/ΔΕΥ του Συμβουλίου

122

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

 

(2)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ και την Ελβετία

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

11.7.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 186/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/1148 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 20ής Ιουνίου 2019

σχετικά με την κυκλοφορία στην αγορά και τη χρήση πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 98/2013

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 98/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) θέσπισε εναρμονισμένους κανόνες σχετικά με τη διάθεση, την εισαγωγή, την κατοχή και τη χρήση ουσιών ή μειγμάτων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την παράνομη κατασκευή εκρηκτικών, με στόχο να περιοριστεί η διαθεσιμότητά τους στο ευρύ κοινό και να διασφαλιστεί η ενδεδειγμένη αναφορά ύποπτων συναλλαγών σε όλη την αλυσίδα εφοδιασμού.

(2)

Παρόλο που ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 98/2013 συνέβαλε στη μείωση της απειλής που συνδέεται με τις πρόδρομες ουσίες εκρηκτικών υλών στην Ένωση, είναι ανάγκη να ενισχυθεί το σύστημα ελέγχων πρόδρομων ουσιών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή αυτοσχέδιων εκρηκτικών. Λόγω του αριθμού των απαιτούμενων αλλαγών, κρίνεται ενδεδειγμένη η αντικατάσταση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 98/2013 για λόγους σαφήνειας.

(3)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 98/2013 περιόριζε την πρόσβαση σε πρόδρομες ουσίες εκρηκτικών υλών και τη χρήση τους από μέλη του ευρέος κοινού. Παρά την εν λόγω απαγόρευση, τα κράτη μέλη είχαν τη δυνατότητα να αποφασίζουν να παρέχουν στο ευρύ κοινό πρόσβαση στις εν λόγω ουσίες μέσω ενός συστήματος αδειών και καταχώρισης. Συνεπώς, οι περιορισμοί και οι έλεγχοι στις πρόδρομες ουσίες εκρηκτικών υλών στα κράτη μέλη παρουσίαζαν αποκλίσεις και ενείχαν τον κίνδυνο δημιουργίας φραγμών στο εμπόριο εντός της Ένωσης, εμποδίζοντας έτσι τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Εξάλλου, οι υφιστάμενοι περιορισμοί και έλεγχοι δεν έχουν εξασφαλίσει επαρκές επίπεδο δημόσιας ασφάλειας, καθώς δεν έχουν αποτρέψει σε ικανοποιητικό βαθμό την απόκτηση πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών από εγκληματικά στοιχεία. Η απειλή που αντιπροσωπεύουν τα αυτοσχέδια εκρηκτικά έχει παραμείνει σημαντική και συνεχίζει να εξελίσσεται.

(4)

Το σύστημα για την πρόληψη της παράνομης κατασκευής εκρηκτικών θα πρέπει, συνεπώς, να ενισχυθεί περαιτέρω και να εναρμονιστεί εν όψει της εξελισσόμενης απειλής που συνιστούν για τη δημόσια ασφάλεια η τρομοκρατία και άλλες σοβαρές εγκληματικές δραστηριότητες. Η εν λόγω ενίσχυση και εναρμόνιση θα πρέπει να διασφαλίσει επίσης την ελεύθερη κυκλοφορία των πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών στην εσωτερική αγορά και θα πρέπει να προωθήσει την ανταγωνιστικότητα μεταξύ των οικονομικών φορέων και να ενθαρρύνει την καινοτομία, π.χ. διευκολύνοντας την ανάπτυξη ασφαλέστερων χημικών ουσιών για την αντικατάσταση των πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών.

(5)

Τα κριτήρια που καθορίζουν ποια μέτρα θα πρέπει να ισχύουν για ποιες πρόδρομες ουσίες εκρηκτικών υλών περιλαμβάνουν το επίπεδο της απειλής που συνδέεται με τη συγκεκριμένη πρόδρομη ουσία, τον όγκο του εμπορίου της συγκεκριμένης πρόδρομης ουσίας και τη δυνατότητα καθορισμού επιπέδου συγκέντρωσης κάτω από το οποίο η πρόδρομη ουσία εκρηκτικών υλών θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τους νόμιμους σκοπούς για τους οποίους διατίθεται, καθιστώντας παράλληλα πολύ λιγότερο πιθανό η εν λόγω πρόδρομη ουσία να χρησιμοποιηθεί για την παράνομη κατασκευή εκρηκτικών.

(6)

Δεν θα πρέπει να επιτρέπεται σε μέλη του ευρέος κοινού να αποκτούν, να εισάγουν, να κατέχουν ή να χρησιμοποιούν ορισμένες πρόδρομες ουσίες εκρηκτικών υλών σε συγκεντρώσεις υψηλότερες από ορισμένες τιμές ορίου, εκφρασμένες σε ποσοστό επί τοις εκατό κατά βάρος. Θα πρέπει, ωστόσο, να επιτρέπεται στα μέλη του ευρέος κοινού να αποκτούν, να εισάγουν, να κατέχουν ή να χρησιμοποιούν ορισμένες πρόδρομες ουσίες εκρηκτικών υλών σε συγκεντρώσεις άνω των εν λόγω τιμών ορίου για νόμιμους σκοπούς, εφόσον κατέχουν σχετική προς τούτο άδεια. Όταν ο αιτών είναι νομικό πρόσωπο, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το ιστορικό του νομικού προσώπου και κάθε ατόμου που ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου, και το οποίο κατέχει ιθύνουσα θέση εντός του νομικού προσώπου, με βάση εξουσία αντιπροσώπευσης του νομικού προσώπου, εξουσία λήψης αποφάσεων εξ ονόματος του νομικού προσώπου ή εξουσία άσκησης ελέγχου εντός του νομικού προσώπου.

(7)

Για ορισμένες πρόδρομες ουσίες εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς, σε συγκεντρώσεις άνω της τιμής ορίου που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό, δεν νοείται νόμιμη χρήση από μέλη του ευρέος κοινού. Συνεπώς, θα πρέπει να διακοπεί η χορήγηση άδειας για χλωρικό κάλιο, υπερχλωρικό κάλιο, χλωρικό νάτριο και υπερχλωρικό νάτριο. Η χορήγηση άδειας θα πρέπει να επιτρέπεται μόνο για περιορισμένο αριθμό πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς για τις οποίες νοείται νόμιμη χρήση από μέλη του ευρέος κοινού. Η εν λόγω χορήγηση άδειας θα πρέπει να περιορίζεται σε συγκεντρώσεις οι οποίες δεν υπερβαίνουν το ανώτατο όριο που θέτει ο παρών κανονισμός. Πάνω από αυτό το ανώτατο όριο, ο κίνδυνος παράνομης κατασκευής εκρηκτικών είναι σημαντικότερος από την αμελητέα νόμιμη χρήση από το ευρύ κοινό των εν λόγω πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών, δεδομένου ότι εναλλακτικά προϊόντα ή χαμηλότερες συγκεντρώσεις των εν λόγω πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών μπορούν να επιτύχουν το ίδιο αποτέλεσμα. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να καθορίσει τις συνθήκες που θα πρέπει, κατ’ ελάχιστον, να λαμβάνουν υπόψη οι αρμόδιες αρχές όταν εξετάζεται το ενδεχόμενο έκδοσης άδειας. Σε συνδυασμό με το μορφότυπο άδειας που καθορίζεται στο παράρτημα ΙΙΙ, αυτό θα πρέπει να διευκολύνει την αναγνώριση των αδειών που εκδίδονται σε άλλα κράτη μέλη.

(8)

Η αμοιβαία αναγνώριση των αδειών που εκδίδονται σε άλλα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορεί να γίνει σε διμερές ή πολυμερές επίπεδο με σκοπό την επίτευξη των στόχων της ενιαίας αγοράς.

(9)

Για την εφαρμογή των περιορισμών και των ελέγχων του παρόντος κανονισμού, οι οικονομικοί φορείς που πραγματοποιούν πωλήσεις σε επαγγελματίες χρήστες ή σε μέλη του ευρέος κοινού που είναι κάτοχοι άδειας θα πρέπει να μπορούν να βασίζονται στις πληροφορίες οι οποίες διατίθενται σε προηγούμενα στάδια της αλυσίδας εφοδιασμού. Κάθε οικονομικός φορέας στην αλυσίδα εφοδιασμού θα πρέπει συνεπώς να ενημερώνει τον παραλήπτη της ρυθμιζόμενης πρόδρομης ουσίας εκρηκτικών υλών ότι η διάθεση, εισαγωγή, κατοχή ή χρήση των εν λόγω πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών από μέλη του ευρέος κοινού υπόκειται στον παρόντα κανονισμό, π.χ. τοποθετώντας κατάλληλη επισήμανση στη συσκευασία, εξακριβώνοντας ότι τοποθετείται κατάλληλη επισήμανση στη συσκευασία ή περιλαμβάνοντας αυτές τις πληροφορίες στο δελτίο δεδομένων ασφαλείας που συντάσσεται σύμφωνα με το παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4).

(10)

Η διαφορά μεταξύ του οικονομικού φορέα και του επαγγελματία χρήστη είναι ότι ο οικονομικός φορέας διαθέτει μια πρόδρομη ουσία εκρηκτικών υλών σε άλλα πρόσωπα, ενώ ο επαγγελματίας χρήστης αποκτά ή εισάγει την πρόδρομη ουσία εκρηκτικών υλών αποκλειστικά για δική του χρήση. Οι οικονομικοί φορείς που πραγματοποιούν πωλήσεις σε επαγγελματίες χρήστες, σε άλλους οικονομικούς φορείς ή σε μέλη του ευρέος κοινού που είναι κάτοχοι άδειας θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι το προσωπικό που εμπλέκεται στην πώληση των πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών γνωρίζει ποια από τα προϊόντα που διαθέτουν περιέχουν πρόδρομες ουσίες εκρηκτικών υλών, π.χ. περιλαμβάνοντας πληροφορίες ότι ένα προϊόν περιέχει μια πρόδρομη ουσία εκρηκτικών υλών στον γραμμωτό κώδικα του προϊόντος.

(11)

Η διάκριση μεταξύ του επαγγελματία χρήστη, στον οποίο θα πρέπει να μπορούν να διατίθενται πρόδρομες ουσίες εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς, και ενός μέλους του ευρέος κοινού, στο οποίο δεν θα πρέπει να διατίθενται, εξαρτάται από το κατά πόσο το πρόσωπο προτίθεται να χρησιμοποιήσει την πρόδρομη ουσία εκρηκτικών υλών για σκοπούς που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητά του, συμπεριλαμβανομένων των δασοκομικών, δενδροκηπευτικών και γεωργικών δραστηριοτήτων, είτε πλήρους είτε μερικής απασχόλησης, χωρίς κατ’ ανάγκη συσχέτιση με το μέγεθος γεωργικής έκτασης όπου πραγματοποιείται η δραστηριότητα. Συνεπώς, οι οικονομικοί φορείς δεν θα πρέπει να διαθέτουν πρόδρομη ουσία εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς ούτε σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία δραστηριοποιούνται επαγγελματικά σε κλάδο όπου η συγκεκριμένη πρόδρομη ουσία εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς δεν χρησιμοποιείται συνήθως για επαγγελματικούς σκοπούς ούτε σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία ασκούν δραστηριότητες που δεν εξυπηρετούν κανέναν επαγγελματικό σκοπό.

(12)

Το προσωπικό των οικονομικών φορέων που εμπλέκεται στη διάθεση πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών θα πρέπει να υπόκειται στους ίδιους κανόνες του παρόντος κανονισμού που ισχύουν για τα μέλη του ευρύ κοινού, όταν η χρήση των εν λόγω πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών γίνεται για προσωπικούς σκοπούς.

(13)

Οι οικονομικοί φορείς θα πρέπει να τηρούν στοιχεία συναλλαγών ώστε να βοηθούν ουσιαστικά τις αρχές στην πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη σοβαρών εγκλημάτων που διαπράττονται με τη χρήση αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών και στην εξακρίβωση της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό. Η ταυτοποίηση όλων των παραγόντων της αλυσίδας εφοδιασμού και όλων των πελατών, ήτοι μέλη του ευρέος κοινού, επαγγελματίες χρήστες ή οικονομικοί φορείς, είναι καίριας σημασίας για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Δεδομένου ότι η παράνομη κατασκευή και χρήση αυτοσχέδιων εκρηκτικών ενδέχεται να πραγματοποιηθεί μόνο μετά την πάροδο σημαντικού χρόνου μετά την πώληση πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών, τα στοιχεία συναλλαγών θα πρέπει να διατηρούνται για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται αναγκαίο, αναλογικό και ικανό προκειμένου να διευκολυνθούν οι έρευνες και λαμβανομένων υπόψη των μέσων περιόδων ελέγχου.

(14)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να εφαρμόζεται για τους οικονομικούς φορείς που δραστηριοποιούνται στο διαδίκτυο, καθώς και για εκείνους που δραστηριοποιούνται στις διαδικτυακές αγορές. Αυτό σημαίνει ότι οι οικονομικοί φορείς που δραστηριοποιούνται στο διαδίκτυο θα πρέπει επίσης να εκπαιδεύουν το προσωπικό τους και να διαθέτουν κατάλληλες διαδικασίες για την ανίχνευση ύποπτων συναλλαγών. Επίσης, δεν θα πρέπει να διαθέτουν πρόδρομες ουσίες εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς σε μέλη του ευρέος κοινού σε κράτη μέλη πέραν εκείνων που διατηρούν ή θεσπίζουν καθεστώς χορήγησης άδειας σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, και μόνον αφού εξακριβώσουν ότι το εν λόγω μέλος του ευρέος κοινού είναι κάτοχος ισχύουσας άδειας. Αφού εξακριβώσει την ταυτότητα του υποψήφιου πελάτη, π.χ. μέσω των μηχανισμών που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), ο οικονομικός φορέας θα πρέπει να εξακριβώσει ότι έχει εκδοθεί άδεια για τη σκοπούμενη συναλλαγή, πραγματοποιώντας, για παράδειγμα, φυσική επιθεώρηση της άδειας κατά την παράδοση της πρόδρομης ουσίας εκρηκτικών υλών ή, με τη συναίνεση του υποψήφιου πελάτη, επικοινωνώντας με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που εξέδωσε την άδεια. Οι οικονομικοί φορείς που δραστηριοποιούνται στο διαδίκτυο, όπως και αυτές που δραστηριοποιούνται εκτός διαδικτύου, θα πρέπει επίσης να ζητούν δηλώσεις τελικής χρήσης από τους επαγγελματίες χρήστες.

(15)

Οι διαδικτυακές αγορές ενεργούν ως απλοί διαμεσολαβητές μεταξύ οικονομικών φορέων, αφενός, και μελών του ευρέος κοινού, επαγγελματιών χρηστών ή άλλων οικονομιών φορέων, αφετέρου. Συνεπώς, οι διαδικτυακές αγορές δεν θα πρέπει να εμπίπτουν στον ορισμό του οικονομικού φορέα και δεν θα πρέπει να τους ζητείται να καθοδηγούν το προσωπικό τους σχετικά με τις υποχρεώσεις βάσει του παρόντος κανονισμού κατά την πώληση πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς ή να εξακριβώνουν την ταυτότητα και, κατά περίπτωση, να ελέγχουν την άδεια του υποψήφιου πελάτη ή να ζητούν άλλες πληροφορίες από τον υποψήφιο πελάτη. Ωστόσο, δεδομένου του κεντρικού ρόλου που κατέχουν οι διαδικτυακές αγορές σε επιγραμμικές συναλλαγές, μεταξύ άλλων όσον αφορά τις πωλήσεις ρυθμιζόμενων πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών, θα πρέπει να ενημερώνουν τους χρήστες τους που έχουν σκοπό να διαθέσουν ρυθμιζόμενες πρόδρομες ουσίες εκρηκτικών υλών μέσω της χρήσης των υπηρεσιών τους, σχετικά με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό, με σαφή και αποτελεσματικό τρόπο. Επιπλέον, οι διαδικτυακές αγορές θα πρέπει να λαμβάνουν μέτρα ώστε να εξασφαλίζουν ότι οι χρήστες τους συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά τον έλεγχο, για παράδειγμα, παρέχοντας εργαλεία για τη διευκόλυνση του ελέγχου των αδειών. Δεδομένης της αυξανόμενης σημασίας των διαδικτυακών αγορών για προϊόντα κάθε είδους και της σημαντικότητας αυτού του διαύλου προμηθειών, ακόμη και για σκοπούς τέλεσης τρομοκρατικών πράξεων, οι διαδικτυακές αγορές θα πρέπει να υπόκεινται στις ίδιες υποχρεώσεις ανίχνευσης και αναφοράς με τους οικονομικούς φορείς, ενώ οι διαδικασίες για την ανίχνευση ύποπτων συναλλαγών θα πρέπει να προσαρμόζονται κατάλληλα στο συγκεκριμένο διαδικτυακό περιβάλλον.

(16)

Η υποχρέωση που απορρέει από τον παρόντα κανονισμό για τις διαδικτυακές αγορές δεν θα πρέπει να ισοδυναμεί με γενικότερη υποχρέωση παρακολούθησης. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεσπίσει μόνον συγκεκριμένες υποχρεώσεις για τις διαδικτυακές αγορές όσον αφορά την ανίχνευση και την αναφορά ύποπτων συναλλαγών που πραγματοποιούνται στον ιστότοπό τους ή που χρησιμοποιούν τις υπολογιστικές τους υπηρεσίες. Οι διαδικτυακές αγορές δεν θα πρέπει να θεωρούνται υπεύθυνες, βάσει του παρόντος κανονισμού, για συναλλαγές που δεν ανιχνεύθηκαν παρότι εφαρμόζουν κατάλληλες, εύλογες και αναλογικές διαδικασίες για την ανίχνευση ύποπτων συναλλαγών.

(17)

Ο παρών κανονισμός απαιτεί από τους οικονομικούς φορείς να αναφέρουν τις ύποπτες συναλλαγές, ανεξαρτήτως από το αν ο υποψήφιος πελάτης είναι μέλος του ευρέος κοινού, επαγγελματίας χρήστης ή οικονομικός φορέας. Οι υποχρεώσεις που σχετίζονται με τις ρυθμιζόμενες πρόδρομες ουσίες εκρηκτικών υλών, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης αναφοράς ύποπτων συναλλαγών, θα πρέπει να ισχύουν για όλες τις ουσίες που απαριθμούνται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ, ανεξαρτήτως της συγκέντρωσής τους. Ωστόσο, τα προϊόντα που περιέχουν πρόδρομες ουσίες εκρηκτικών υλών μόνο σε τόσο μικρό βαθμό και σε τόσο πολύπλοκα μείγματα που να καθίσταται τεχνικά ιδιαίτερα δύσκολη η εκχύλιση πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών χωρίς επιπλοκές θα πρέπει να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(18)

Με στόχο τη βελτίωση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, τόσο οι οικονομικοί φορείς όσο και οι δημόσιες αρχές θα πρέπει να προβλέψουν επαρκή κατάρτιση σε σχέση με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διαθέτουν επί τόπου αρχές επιθεώρησης και να διοργανώνουν τακτικές δράσεις ευαισθητοποίησης, προσαρμοσμένες στις ιδιαιτερότητες του κάθε κλάδου, καθώς και να βρίσκονται σε διαρκή διάλογο με τους οικονομικούς φορείς σε όλα τα επίπεδα της αλυσίδας εφοδιασμού, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών φορέων που δραστηριοποιούνται στο διαδίκτυο.

(19)

Η επιλογή των ουσιών που χρησιμοποιούνται από εγκληματικά στοιχεία για την παράνομη κατασκευή εκρηκτικών μπορεί να αλλάζει γρήγορα. Θα πρέπει, επομένως, να είναι εφικτή η υπαγωγή επιπλέον ουσιών βάσει των υποχρεώσεων αναφοράς που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, όταν δε είναι αναγκαίο με επείγουσα διαδικασία. Για την προσαρμογή στις πιθανές εξελίξεις όσον αφορά την παράνομη χρήση ουσιών ως πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά την τροποποίηση του παρόντος κανονισμού με την τροποποίηση των τιμών ορίου πάνω από τις οποίες ορισμένες ουσίες υπό περιορισμούς βάσει του παρόντος κανονισμού δεν επιτρέπεται να διατίθενται στο ευρύ κοινό, καθώς και την καταχώριση πρόσθετων ουσιών σε κατάλογο, σε σχέση με τις οποίες επιβάλλεται να αναφέρονται τυχόν ύποπτες συναλλαγές. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (6). Ειδικότερα, προκειμένου να εξασφαλιστεί ισότιμη συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματική πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

(20)

Προκειμένου να υπάρξει μέριμνα για ουσίες οι οποίες δεν απαριθμούνται ήδη στο παράρτημα Ι ή ΙΙ, αλλά ένα κράτος μέλος διαπιστώνει ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρεί ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την παράνομη κατασκευή εκρηκτικών, θα πρέπει να προβλεφθεί ρήτρα διασφάλισης για τη θέσπιση ενδεδειγμένης ενωσιακής διαδικασίας. Επιπλέον, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων κινδύνων που καλείται να αντιμετωπίσει ο παρών κανονισμός, είναι σκόπιμο να επιτραπεί στα κράτη μέλη, υπό ορισμένες συνθήκες, να υιοθετούν μέτρα διασφάλισης, μεταξύ άλλων και για ουσίες οι οποίες υπόκεινται ήδη σε μέτρα σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να διατηρούν σε εθνικό επίπεδο μέτρα τα οποία έχουν ήδη γνωστοποιηθεί ή κοινοποιηθεί στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 98/2013.

(21)

Το κανονιστικό πλαίσιο θα απλουστευθεί με την ενσωμάτωση των σχετικών περιορισμών που αφορούν τη διάθεση του νιτρικού αμμωνίου και έχουν ως γνώμονα την ασφάλεια από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 στον παρόντα κανονισμό. Για τον λόγο αυτό το παράρτημα XVII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(22)

Ο παρών κανονισμός απαιτεί τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα να υποβάλλονται σε επεξεργασία και να κοινοποιούνται περαιτέρω σε τρίτους σε περίπτωση ύποπτων συναλλαγών. Η εν λόγω επεξεργασία και κοινοποίηση συνεπάγεται παρέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα στην ιδιωτική ζωή και στο δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να διασφαλίζεται η δέουσα προάσπιση του θεμελιώδους δικαιώματος της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των προσώπων των οποίων τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υποβάλλονται σε επεξεργασία κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) διέπει την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διενεργείται στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού. Συνεπώς, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συνεπάγεται η χορήγηση άδειας και η αναφορά ύποπτων συναλλαγών θα πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679, συμπεριλαμβανομένων των γενικών περί προστασίας των δεδομένων αρχών της νομιμότητας, αντικειμενικότητας και διαφάνειας, του περιορισμού του σκοπού, της ελαχιστοποίησης των δεδομένων, της ακρίβειας, του περιορισμού της περιόδου αποθήκευσης, της ακεραιότητας και εμπιστευτικότητας και, τέλος, της απαίτησης να επιδεικνύεται ο δέων σεβασμός προς τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων.

(23)

Η Επιτροπή θα πρέπει να διενεργήσει αξιολόγηση του παρόντος κανονισμού με βάση τα κριτήρια της αποδοτικότητας, της αποτελεσματικότητας, της συνάφειας, της συνεκτικότητας και της προστιθέμενης αξίας για την ΕΕ. Η εν λόγω αξιολόγηση θα πρέπει να παρέχει τη βάση για τις εκτιμήσεις επιπτώσεων ενδεχόμενων περαιτέρω μέτρων. Οι πληροφορίες θα πρέπει να συλλέγονται σε τακτική βάση με σκοπό την αξιολόγηση του παρόντος κανονισμού.

(24)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, ήτοι ο περιορισμός της πρόσβασης των μελών του ευρέος κοινού σε πρόδρομες ουσίες εκρηκτικών υλών, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων του περιορισμού να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(25)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 98/2013 θα πρέπει να καταργηθεί,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει εναρμονισμένους κανόνες σχετικά με τη διάθεση, την εισαγωγή, την κατοχή και τη χρήση ουσιών ή μειγμάτων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την παράνομη κατασκευή εκρηκτικών, με στόχο να περιοριστεί η διαθεσιμότητα των εν λόγω ουσιών ή μειγμάτων σε μέλη του ευρύ κοινού και να διασφαλιστεί η ενδεδειγμένη αναφορά ύποπτων συναλλαγών σε όλη την αλυσίδα εφοδιασμού.

Ο παρών κανονισμός δεν θίγει άλλες αυστηρότερες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου σχετικά με τις ουσίες που απαριθμούνται στα παραρτήματα I και II.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός ισχύει για τις ουσίες που απαριθμούνται στα παραρτήματα I και II και για τα μείγματα και τις ουσίες που περιέχουν τις εν λόγω ουσίες.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται σε:

α)

αντικείμενα όπως ορίζονται στο άρθρο 3 σημείο 3) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006·

β)

είδη πυροτεχνίας όπως ορίζονται στο άρθρο 3 σημείο 1) της οδηγίας 2013/29/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8)·

γ)

είδη πυροτεχνίας που προορίζονται για μη εμπορική χρήση, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, από τις ένοπλες δυνάμεις, τις αρχές επιβολής του νόμου ή τις πυροσβεστικές υπηρεσίες·

δ)

εξοπλισμό πυροτεχνίας που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2014/90/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9)·

ε)

είδη πυροτεχνίας που προορίζονται για χρήση στην αεροναυπηγική βιομηχανία·

στ)

καψούλια που προορίζονται για παιχνίδια·

ζ)

φαρμακευτικά προϊόντα που έχουν διατεθεί νομίμως σε μέλος του ευρέος κοινού βάσει ιατρικής συνταγής σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

ως «ουσία» νοείται ουσία όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006·

2)

ως «μείγμα» νοείται μείγμα όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006·

3)

ως «αντικείμενο» νοείται αντικείμενο όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 3) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006·

4)

ως «διάθεση» νοείται κάθε είδους προμήθεια, επί πληρωμή ή δωρεάν·

5)

ως «εισαγωγή» νοείται η πράξη της μεταφοράς μιας ουσίας στο έδαφος κράτους μέλους, ανεξαρτήτως του προορισμού της εντός της Ένωσης, είτε από άλλο κράτος μέλος είτε από τρίτη χώρα, υπό οποιοδήποτε τελωνειακό καθεστώς, όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10) συμπεριλαμβανομένης της διαμετακόμισης·

6)

ως «χρήση» νοείται χρήση όπως ορίζεται στο άρθρο 3 στοιχείο 24) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006·

7)

ως «ύποπτη συναλλαγή» νοείται κάθε συναλλαγή σχετικά με ρυθμιζόμενες πρόδρομες ουσίες εκρηκτικών υλών για την οποία, αφού ληφθούν υπόψη όλοι οι σχετικοί παράγοντες, υφίστανται βάσιμοι λόγοι υποψίας ότι η σχετική ουσία ή το σχετικό μείγμα προορίζεται για παράνομη κατασκευή εκρηκτικών·

8)

ως «μέλος του ευρέος κοινού» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο ενεργεί για σκοπούς μη σχετικούς με τη συνήθη εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητά του·

9)

ως «επαγγελματίας χρήστης» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή δημόσιος φορέας ή ομάδα τέτοιων προσώπων ή φορέων, με αποδεδειγμένη ανάγκη για πρόδρομη ουσία εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς προκειμένου να εξυπηρετήσει σκοπούς που σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική, ή επαγγελματική δραστηριότητά του, συμπεριλαμβανομένων των γεωργικών δραστηριοτήτων, είτε πλήρους είτε μερικής απασχόλησης, χωρίς κατ’ ανάγκη συσχέτιση με το μέγεθος της γεωργικής έκτασης όπου πραγματοποιείται η εν λόγω γεωργική δραστηριότητα, υπό τον όρο ότι οι σκοποί αυτοί δεν περιλαμβάνουν τη διάθεση της εν λόγω πρόδρομης ουσίας εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς σε άλλο πρόσωπο·

10)

ως «οικονομικός φορέας» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή δημόσιος φορέας ή ομάδα τέτοιων προσώπων ή οντοτήτων, που διαθέτει ρυθμιζόμενες πρόδρομες ουσίες εκρηκτικών υλών στην αγορά, μέσω ή εκτός του διαδικτύου, συμπεριλαμβανομένων των διαδικτυακών αγορών·

11)

ως «διαδικτυακή αγορά» νοείται ο ενδιάμεσος πάροχος υπηρεσίας που επιτρέπει στους οικονομικούς φορείς, αφενός, και στα μέλη του ευρέος κοινού, τους επαγγελματίες χρήστες ή άλλους οικονομικούς φορείς, αφετέρου, να πραγματοποιούν συναλλαγές όσον αφορά ρυθμιζόμενες πρόδρομες ουσίες εκρηκτικών υλών μέσω διαδικτυακών πωλήσεων ή συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, είτε στον ιστότοπο της διαδικτυακής αγοράς είτε στον ιστότοπο οικονομικού φορέα που χρησιμοποιεί υπολογιστικές υπηρεσίες τις οποίες παρέχει η διαδικτυακή αγορά·

12)

ως «πρόδρομη ουσία εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς» νοείται ουσία που απαριθμείται στο παράρτημα I, σε συγκέντρωση υψηλότερη από την αντίστοιχη τιμή ορίου που καθορίζεται στη στήλη 2 του πίνακα του παραρτήματος Ι και περιλαμβάνει μείγμα ή άλλη ουσία όπου ενυπάρχει ουσία η οποία απαριθμείται στο εν λόγω παράρτημα σε συγκέντρωση υψηλότερη από την αντίστοιχη τιμή ορίου·

13)

ως «ρυθμιζόμενη πρόδρομη ουσία εκρηκτικών υλών» νοείται ουσία που απαριθμείται στο παράρτημα I ή II και περιλαμβάνει μείγμα ή άλλη ουσία στην οποία ενυπάρχει ουσία που απαριθμείται στα εν λόγω παραρτήματα με την εξαίρεση ομοιογενών μειγμάτων άνω των 5 συστατικών όπου η συγκέντρωση κάθε ουσίας που απαριθμείται στο παράρτημα Ι ή ΙΙ είναι κάτω του 1 % κατά βάρος·

14)

ως «γεωργική δραστηριότητα» νοείται η παραγωγή, η εκτροφή ζώων ή η καλλιέργεια γεωργικών προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων της συγκομιδής, της άμελξης, της αναπαραγωγής και εκτροφής ζώων για γεωργικούς σκοπούς, ή της διατήρησης της γεωργικής περιοχής σε καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση, όπως ορίζεται στο άρθρο 94 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11).

Άρθρο 4

Ελεύθερη κυκλοφορία

Με την επιφύλαξη διαφορετικής διάταξης στον παρόντα κανονισμό ή σε άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης, τα κράτη μέλη δεν απαγορεύουν, περιορίζουν ή παρεμποδίζουν τη διάθεση των ρυθμιζόμενων πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών για λόγους πρόληψης της παράνομης κατασκευής εκρηκτικών.

Άρθρο 5

Διάθεση, εισαγωγή, κατοχή και χρήση

1.   Απαγορεύεται η διάθεση ή εισαγωγή, η κατοχή ή η χρήση των πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς από μέλη του ευρέος κοινού.

2.   Ο περιορισμός βάσει της παραγράφου 1 ισχύει επίσης για μείγματα που περιέχουν τα χλωρικά και υπερχλωρικά που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι όταν η συνολική συγκέντρωση αυτών των ουσιών στο μείγμα υπερβαίνει την τιμή ορίου οποιασδήποτε εκ των ουσιών που παρατίθενται στη στήλη 2 του πίνακα του παραρτήματος Ι.

3.   Τα κράτη μέλη δύνανται να διατηρούν ή να θεσπίζουν καθεστώς χορήγησης άδειας προκειμένου να επιτρέπεται η διάθεση, εισαγωγή, κατοχή ή χρήση από μέλη του ευρέος κοινού ορισμένων πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς σε συγκεντρώσεις οι οποίες δεν υπερβαίνουν τις αντίστοιχες τιμές ορίου που καθορίζονται στη στήλη 3 του πίνακα του παραρτήματος I.

Στο πλαίσιο αυτών των καθεστώτων χορήγησης άδειας, τα μέλη του ευρέος κοινού αποκτούν και, εφόσον τους ζητηθεί, επιδεικνύουν την άδεια για την απόκτηση, εισαγωγή, κατοχή ή χρήση πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς. Αυτή η άδεια εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 6 από αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο πρόκειται να λάβει χώρα η απόκτηση, εισαγωγή, κατοχή ή χρήση της εκάστοτε πρόδρομης ουσίας εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς.

4.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν αμελλητί στην Επιτροπή όλα τα μέτρα που λαμβάνουν για να εφαρμόσουν το καθεστώς χορήγησης άδειας που προβλέπεται στην παράγραφο 3. Η κοινοποίηση καθορίζει τις πρόδρομες ουσίες εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς για τις οποίες το κράτος μέλος προβλέπει καθεστώς χορήγησης άδειας σύμφωνα με την παράγραφο 3.

5.   Η Επιτροπή δημοσιοποιεί κατάλογο των μέτρων που κοινοποιούν τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παράγραφο 4.

Άρθρο 6

Άδειες

1.   Κάθε κράτος μέλος το οποίο εκδίδει άδειες σε μέλη του ευρέος κοινού που έχουν έννομο συμφέρον να αποκτούν, να εισάγουν, να κατέχουν ή να χρησιμοποιούν πρόδρομες ουσίες εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς θεσπίζει κανόνες για την έκδοση αδειών σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3. Όταν εξετάζει την έκδοση άδειας, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους συνυπολογίζει όλες τις σχετικές παραμέτρους, συγκεκριμένα:

α)

την αποδεδειγμένη ανάγκη για την πρόδρομη ουσία εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς και τη νομιμότητα της σκοπούμενης χρήσης της·

β)

τη διαθεσιμότητα πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς χαμηλότερων συγκεντρώσεων ή εναλλακτικών ουσιών με παρόμοιο αποτέλεσμα·

γ)

το ιστορικό του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών για προηγούμενες ποινικές καταδίκες του αιτούντος οπουδήποτε στην Ένωση·

δ)

τις προτεινόμενες συνθήκες αποθήκευσης με τις οποίες διασφαλίζεται ότι η πρόδρομη ουσία εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς αποθηκεύεται με ασφάλεια.

2.   Η αρμόδια αρχή αρνείται τη χορήγηση άδειας εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι που θέτουν υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα της σκοπούμενης χρήσης ή την πρόθεση του μέλους του ευρέος κοινού να χρησιμοποιήσει για νόμιμο σκοπό την πρόδρομη ουσία εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς.

3.   Η αρμόδια αρχή δύναται να επιλέγει να περιορίζει την ισχύ της άδειας, επιτρέποντας μία ή πολλαπλές χρήσεις. Η διάρκεια ισχύος της άδειας δεν υπερβαίνει τα τρία έτη. Μέχρι την αναφερόμενη λήξη της άδειας, η αρμόδια αρχή μπορεί να υποχρεώνει τον κάτοχο της άδειας να αποδεικνύει ότι εξακολουθούν να πληρούνται οι όροι υπό τους οποίους εκδόθηκε η άδεια. Στην άδεια αναφέρονται οι πρόδρομες ουσίες εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς για τις οποίες εκδόθηκε.

4.   Η αρμόδια αρχή δύναται να ζητά από τους αιτούντες να καταβάλλουν τέλος για την αίτηση χορήγησης άδειας. Το εν λόγω τέλος δεν υπερβαίνει τα έξοδα για την επεξεργασία της αίτησης.

5.   Η αρμόδια αρχή δύναται να αναστείλει ή να ανακαλέσει την άδεια στην περίπτωση που ευλόγως θεωρεί ότι δεν πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες εκδόθηκε η άδεια. Η αρμόδια αρχή ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση τους κατόχους άδειας σχετικά με τυχόν αναστολή ή ανάκληση της άδειάς τους, εκτός αν τούτο θα μπορούσε να διακυβεύσει εν εξελίξει έρευνες.

6.   Οι ενστάσεις έναντι οποιασδήποτε απόφασης της αρμόδιας αρχής και οι διαφορές σχετικά με τη συμμόρφωση προς τους όρους της άδειας εξετάζονται από κατάλληλο φορέα που είναι υπεύθυνος για τις ενστάσεις αυτές και τις διαφορές δυνάμει του εθνικού δικαίου.

7.   Ένα κράτος μέλος μπορεί να αναγνωρίσει άδειες εκδοθείσες από άλλα κράτη μέλη βάσει του παρόντος κανονισμού.

8.   Τα κράτη μέλη δύνανται να χρησιμοποιούν το μορφότυπο άδειας που καθορίζεται στο παράρτημα III.

9.   Η αρμόδια αρχή λαμβάνει τις πληροφορίες σχετικά με προηγούμενες ποινικές καταδίκες του αιτούντος σε άλλα κράτη μέλη όπως αναφέρεται στο στοιχείο γ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, μέσω του συστήματος που θεσπίζεται από την απόφαση-πλαίσιο 2009/315/ΔΕΥ του Συμβουλίου (12). Οι κεντρικές αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 3 της ως άνω απόφασης-πλαισίου απαντούν σε αιτήματα τέτοιων πληροφοριών, εντός 10 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία λήψης του αιτήματος.

Άρθρο 7

Ενημέρωση της αλυσίδας εφοδιασμού

1.   Οικονομικός φορέας που διαθέτει πρόδρομη ουσία εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς σε άλλο οικονομικό φορέα ενημερώνει τον εν λόγω οικονομικό φορέα ότι η απόκτηση, η εισαγωγή, η κατοχή ή η χρήση της εν λόγω πρόδρομης ουσίας εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς από μέλη του ευρέος κοινού υπόκειται σε περιορισμό, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 3.

Οικονομικός φορέας που διαθέτει ρυθμιζόμενη πρόδρομη ουσία εκρηκτικών υλών σε άλλο οικονομικό φορέα ενημερώνει τον εν λόγω οικονομικό φορέα ότι η απόκτηση, η εισαγωγή, η κατοχή ή η χρήση της εν λόγω ρυθμιζόμενης πρόδρομης ουσίας εκρηκτικών υλών από μέλη του ευρέος κοινού υπόκειται σε υποχρεώσεις αναφοράς, όπως ορίζεται στο άρθρο 9.

2.   Οικονομικός φορέας που διαθέτει ρυθμιζόμενη πρόδρομη ουσία εκρηκτικών υλών σε επαγγελματία χρήστη ή σε μέλος του ευρέος κοινού διασφαλίζει και είναι σε θέση να αποδείξει στις εθνικές αρχές επιθεώρησης που αναφέρονται στο άρθρο 11 ότι το προσωπικό του που εμπλέκεται στην πώληση ρυθμιζόμενων πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών:

α)

γνωρίζει ποια από τα προϊόντα που διαθέτει περιέχουν ρυθμιζόμενες πρόδρομες ουσίες εκρηκτικών υλών·

β)

έχει λάβει οδηγίες όσον αφορά τις υποχρεώσεις βάσει των άρθρων 5 έως 9.

3.   Οι διαδικτυακές αγορές λαμβάνουν μέτρα για να διασφαλίζουν ότι οι χρήστες τους είναι ενήμεροι για τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό, όταν μέσω των υπηρεσιών τους διαθέτουν ρυθμιζόμενες πρόδρομες ουσίες εκρηκτικών υλών.

Άρθρο 8

Εξακρίβωση κατά την πώληση

1.   Οικονομικός φορέας ο οποίος διαθέτει πρόδρομη ουσία εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς σε μέλος του ευρέος κοινού σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3 ελέγχει για κάθε συναλλαγή το αποδεικτικό ταυτότητας και την άδεια του εν λόγω μέλους του ευρέος κοινού, σύμφωνα με το καθεστώς χορήγησης άδειας που έχει θεσπίσει το κράτος μέλος στο οποίο διατίθεται η πρόδρομη ουσία εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς, και καταγράφει την ποσότητα της πρόδρομης ουσίας εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς στην άδεια.

2.   Προκειμένου να εξακριβώσει εάν ο υποψήφιος πελάτης είναι επαγγελματίας χρήστης ή άλλος οικονομικός φορέας, ο οικονομικός φορέας που διαθέτει πρόδρομη ουσία εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς σε επαγγελματία χρήστη ή σε άλλο οικονομικό φορέα ζητεί τις ακόλουθες πληροφορίες για κάθε συναλλαγή, εκτός εάν έχει ήδη πραγματοποιηθεί εξακρίβωση για τον συγκεκριμένο υποψήφιο πελάτη εντός περιόδου ενός έτους πριν την ημερομηνία της εν λόγω συναλλαγής και η συναλλαγή δεν αποκλίνει σημαντικά από προηγούμενες συναλλαγές:

α)

αποδεικτικό ταυτότητας του ατόμου που έχει το δικαίωμα να εκπροσωπεί τον υποψήφιο πελάτη·

β)

εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα του υποψήφιου πελάτη, καθώς και επωνυμία, διεύθυνση και αριθμός φορολογικού μητρώου φόρου προστιθέμενης αξίας ή οποιονδήποτε άλλο αριθμό μητρώου της εταιρείας, εφόσον υπάρχει·

γ)

σκοπούμενη χρήση των πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς από τον υποψήφιο πελάτη.

Τα κράτη μέλη δύνανται να χρησιμοποιούν το μορφότυπο που καθορίζεται στο παράρτημα IV για τη δήλωση του πελάτη.

3.   Προκειμένου να εξακριβώσει τη σκοπούμενη χρήση της πρόδρομης ουσίας εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς, ο οικονομικός φορέας εκτιμά εάν η σκοπούμενη χρήση συνάδει με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα του υποψήφιου πελάτη. Ο οικονομικός φορέας δύναται να αρνηθεί τη συναλλαγή εάν έχει βάσιμους λόγους που θέτουν υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα της σκοπούμενης χρήσης ή την πρόθεση χρήσης εκ μέρους του υποψήφιου πελάτη της πρόδρομης ουσίας εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς,. Ο οικονομικός φορέας αναφέρει τέτοιες συναλλαγές ή συναλλαγές που επιχειρήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 9.

4.   Με στόχο την εξακρίβωση της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό και την πρόληψη και την ανίχνευση της παράνομης κατασκευής εκρηκτικών, οι οικονομικοί φορείς φυλάσσουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 για 18 μήνες από την ημερομηνία της συναλλαγής. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα, οι πληροφορίες διατίθενται προς επιθεώρηση εφόσον ζητηθεί από τις εθνικές αρχές επιθεώρησης ή τις αρχές επιβολής του νόμου.

5.   Διαδικτυακή αγορά λαμβάνει μέτρα για να βοηθήσει να διασφαλιστεί ότι οι χρήστες της, όταν καθιστούν διαθέσιμες πρόδρομες ουσίες εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς μέσω των υπηρεσιών της, συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 9

Αναφορά ύποπτων συναλλαγών, εξαφανίσεων και κλοπών

1.   Με στόχο την πρόληψη και την ανίχνευση της παράνομης κατασκευής εκρηκτικών, οι οικονομικοί φορείς και οι διαδικτυακές αγορές αναφέρουν τις ύποπτες συναλλαγές. Οι οικονομικοί φορείς και οι διαδικτυακές αγορές πράττουν έτσι αφού συνεκτιμήσουν όλες τις περιστάσεις και ιδίως όταν ο υποψήφιος πελάτης συμπεριφέρεται με έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους τρόπους:

α)

δεν περιγράφει με σαφήνεια τη σκοπούμενη χρήση των ρυθμιζόμενων πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών·

β)

δεν είναι εξοικειωμένος με τη σκοπούμενη χρήση των ρυθμιζόμενων πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών ή δεν μπορεί να την εξηγήσει πειστικά·

γ)

προτίθεται να αγοράσει ρυθμιζόμενες πρόδρομες ουσίες εκρηκτικών υλών σε ποσότητες, συνδυασμούς ή συγκεντρώσεις ασυνήθεις για νόμιμη χρήση·

δ)

εμφανίζεται απρόθυμος να επιδείξει αποδεικτικό ταυτότητας ή τόπου κατοικίας ή, κατά περίπτωση, αποδεικτικό ότι είναι επαγγελματίας χρήστης ή οικονομικός φορέας·

ε)

επιμένει να χρησιμοποιήσει ασυνήθεις τρόπους πληρωμής, συμπεριλαμβανομένων μεγάλων ποσών σε μετρητά.

2.   Οι οικονομικοί φορείς και οι διαδικτυακές αγορές διαθέτουν κατάλληλες, εύλογες και αναλογικές διαδικασίες για την ανίχνευση ύποπτων συναλλαγών, που προσαρμόζονται στο συγκεκριμένο περιβάλλον στο οποίο προσφέρονται οι ρυθμιζόμενες πρόδρομες ουσίες εκρηκτικών υλών.

3.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει ένα ή περισσότερα εθνικά σημεία επαφής επισημαίνοντας σαφώς τον αριθμό τηλεφώνου και τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, το ηλεκτρονικό έντυπο ή οποιοδήποτε άλλο αποτελεσματικό εργαλείο για την αναφορά ύποπτων συναλλαγών και σημαντικών εξαφανίσεων και κλοπών. Τα εθνικά σημεία επαφής είναι διαθέσιμα σε 24ωρη βάση 7 ημέρες την εβδομάδα.

4.   Οι οικονομικοί φορείς και οι διαδικτυακές αγορές δύνανται να αρνηθούν την ύποπτη συναλλαγή. Αναφέρουν την ύποπτη συναλλαγή ή τη συναλλαγή που επιχειρήθηκε εντός 24 ωρών από τη στιγμή που έκριναν ότι είναι ύποπτη. Όταν αναφέρουν τέτοιες συναλλαγές, διαβιβάζουν την ταυτότητα του πελάτη αν είναι δυνατό και όλα τα στοιχεία που τους οδήγησαν να θεωρήσουν ύποπτη τη συναλλαγή, στο εθνικό σημείο επαφής του κράτους μέλους στο οποίο πραγματοποιήθηκε ή επιχειρήθηκε η ύποπτη συναλλαγή.

5.   Οικονομικοί φορείς και επαγγελματίες χρήστες αναφέρουν σημαντικές εξαφανίσεις και κλοπές ρυθμιζόμενων πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών μέσα σε 24 ώρες από την ανίχνευση στο εθνικό σημείο επαφής του κράτους μέλους στο οποίο έλαβε χώρα η εξαφάνιση ή η κλοπή. Για να αποφανθούν εάν μια εξαφάνιση ή κλοπή είναι σημαντική, εξετάζουν αν η ποσότητα είναι ασυνήθης λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης.

6.   Μέλη του ευρέος κοινού τα οποία έχουν αποκτήσει πρόδρομες ουσίες εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3 αναφέρουν σημαντικές εξαφανίσεις και κλοπές πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς μέσα σε 24 ώρες από την ανίχνευση στο εθνικό σημείο επαφής του κράτους μέλους στο οποίο έλαβε χώρα η εξαφάνιση ή η κλοπή.

Άρθρο 10

Κατάρτιση και ευαισθητοποίηση

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τους απαραίτητους πόρους καθώς και την παροχή κατάρτισης προκειμένου οι αρχές επιβολής του νόμου, οι πρώτοι παρεμβαίνοντες και οι τελωνειακές αρχές να είναι σε θέση να αναγνωρίζουν ρυθμιζόμενες πρόδρομες ουσίες εκρηκτικών υλών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και να αντιδρούν εγκαίρως και με κατάλληλο τρόπο σε περίπτωση ύποπτης δραστηριότητας. Τα κράτη μέλη δύνανται να ζητήσουν πρόσθετη ειδική κατάρτιση από τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Κατάρτιση στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (CEPOL) που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2219 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13).

2.   Τα κράτη μέλη οργανώνουν, τουλάχιστον μία φορά ετησίως, δράσεις ευαισθητοποίησης, προσαρμοσμένες στις ιδιαιτερότητες του κάθε κλάδου που χρησιμοποιεί ρυθμιζόμενες πρόδρομες ουσίες εκρηκτικών υλών.

3.   Προκειμένου να διευκολυνθεί η συνεργασία και να διασφαλιστεί ότι όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη εφαρμόζουν αποτελεσματικά τον παρόντα κανονισμό, τα κράτη μέλη οργανώνουν τακτικές ανταλλαγές απόψεων μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου, των εθνικών εποπτικών αρχών, των οικονομικών φορέων, των διαδικτυακών αγορών και των εκπροσώπων των κλάδων που χρησιμοποιούν ρυθμιζόμενες πρόδρομες ουσίες εκρηκτικών υλών. Οι οικονομικοί φορείς είναι υπεύθυνοι για την παροχή πληροφοριών στο προσωπικό τους σχετικά με τον τρόπο διάθεσης των πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών δυνάμει του παρόντος κανονισμού και για την ευαισθητοποίηση του προσωπικού ως προς το θέμα αυτό.

Άρθρο 11

Εθνικές αρχές επιθεώρησης

1.   Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι διαθέτει αρμόδιες αρχές για επιθεωρήσεις και ελέγχους με στόχο την ορθή εφαρμογή των άρθρων 5 έως 9 («εθνικές αρχές επιθεώρησης»).

2.   Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι οι εθνικές αρχές επιθεώρησης έχουν τους πόρους και τις αναγκαίες αρμοδιότητες έρευνας για τη σωστή εκτέλεση των καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 12

Κατευθυντήριες γραμμές

1.   Η Επιτροπή επικαιροποιεί ανά τακτά διαστήματα, τις κατευθυντήριες γραμμές προκειμένου να συνδράμει τους παράγοντες της αλυσίδας εφοδιασμού χημικών προϊόντων και τις αρμόδιες αρχές στη διευκόλυνση της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των οικονομικών φορέων. Η επιτροπή διαβουλεύεται με τη μόνιμη επιτροπή για τις πρόδρομες ουσίες όσον αφορά τα σχέδια ή τις επικαιροποιήσεις των κατευθυντήριων γραμμών. Οι κατευθυντήριες γραμμές παρέχουν, κυρίως:

α)

πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο διεξαγωγής των επιθεωρήσεων·

β)

πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής των περιορισμών και των ελέγχων του παρόντος κανονισμού στις εξ αποστάσεως παραγγελίες ρυθμιζόμενων πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών από μέλη του ευρέος κοινού ή από επαγγελματίες χρήστες·

γ)

πληροφορίες σχετικά με ενδεχόμενα μέτρα που πρέπει να εγκριθούν από τις διαδικτυακές αγορές για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό·

δ)

πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο ανταλλαγής σχετικών πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των εθνικών σημείων επαφής και μεταξύ κρατών μελών·

ε)

πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο αναγνώρισης και αναφοράς ύποπτων συναλλαγών·

στ)

πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες αποθήκευσης που διασφαλίζουν ότι η ρυθμιζόμενη πρόδρομη ουσία εκρηκτικών υλών φυλάσσεται με ασφάλεια·

ζ)

άλλες πληροφορίες που ενδεχομένως κρίνονται χρήσιμες.

2.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι οι κατευθυντήριες γραμμές που προβλέπονται στην παράγραφο 1 διανέμονται τακτικά με τρόπο τον οποίο οι αρμόδιες αρχές θεωρούν κατάλληλο, σύμφωνα με τους στόχους των κατευθυντήριων γραμμών.

3.   Η Επιτροπή εξασφαλίζει ότι οι κατευθυντήριες γραμμές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι διαθέσιμες σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης.

Άρθρο 13

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται για τις παραβιάσεις του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζουν την επιβολή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Άρθρο 14

Ρήτρα διασφάλισης

1.   Όταν ένα κράτος μέλος έχει βάσιμους λόγους να θεωρεί ότι μια συγκεκριμένη ουσία η οποία δεν απαριθμείται στο παράρτημα I ή II θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για παράνομη κατασκευή εκρηκτικών, μπορεί να περιορίζει ή να απαγορεύει τη διαθεσιμότητα, την εισαγωγή, την κατοχή και τη χρήση της εν λόγω ουσίας ή οποιουδήποτε μείγματος ή ουσίας την περιέχει, ή μπορεί να προβλέπει ότι η ουσία αποτελεί αντικείμενο υποχρέωσης αναφοράς σύμφωνα με το άρθρο 9.

2.   Όταν ένα κράτος μέλος έχει βάσιμους λόγους να θεωρεί ότι μια συγκεκριμένη ουσία η οποία απαριθμείται στο παράρτημα I θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για παράνομη κατασκευή εκρηκτικών, σε συγκέντρωση ίση ή χαμηλότερη από τις τιμές ορίου που ορίζονται στη στήλη 2 ή 3 του πίνακα του παραρτήματος I, μπορεί να περιορίζει περαιτέρω ή να απαγορεύει τη διαθεσιμότητα, την εισαγωγή, την κατοχή και τη χρήση της εν λόγω ουσίας, επιβάλλοντας χαμηλότερη τιμή ορίου.

3.   Όταν ένα κράτος μέλος έχει βάσιμους λόγους να καθορίσει ανώτατο όριο πάνω από το οποίο μια ουσία που απαριθμείται στο παράρτημα II πρέπει να υπάγεται στους περιορισμούς που διαφορετικά ισχύουν για πρόδρομες ουσίες εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς, μπορεί να περιορίζει ή να απαγορεύει τη διαθεσιμότητα, την εισαγωγή, την κατοχή και τη χρήση της εν λόγω ουσίας, επιβάλλοντας το εν λόγω ανώτατο όριο.

4.   Όταν ένα κράτος μέλος περιορίζει ή απαγορεύει ουσίες σύμφωνα με την παράγραφο 1, 2 ή 3, ενημερώνει αμέσως σχετικά την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη για τους περιορισμούς ή τις απαγορεύσεις αυτές, αιτιολογώντας την απόφασή του.

5.   Το κράτος μέλος που περιορίζει ή απαγορεύει ουσίες σύμφωνα με την παράγραφο 1, 2 ή 3 ευαισθητοποιεί τους οικονομικούς φορείς και τις διαδικτυακές αγορές στην επικράτειά του για τους περιορισμούς ή τις απαγορεύσεις αυτές.

6.   Όταν λάβει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 4, η Επιτροπή εξετάζει αμέσως εάν θα πρέπει να εκπονήσει τροποποιήσεις των παραρτημάτων σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1 ή να καταρτίσει νομοθετική πρόταση για τροποποίηση των παραρτημάτων. Εάν κριθεί αναγκαίο, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος τροποποιεί ή καταργεί τα εθνικά του μέτρα ώστε να συνυπολογίσει οποιαδήποτε τέτοια τροποποίηση των παραρτημάτων.

7.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 6, η Επιτροπή μπορεί, μετά από διαβούλευση με το οικείο κράτος μέλος και, κατά περίπτωση, με τρίτους, να λάβει απόφαση ότι το μέτρο που έλαβε το κράτος μέλος δεν δικαιολογείται και να ζητήσει από το κράτος μέλος να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει το προσωρινό μέτρο. Η Επιτροπή λαμβάνει τις αποφάσεις αυτές εντός 60 ημερών από τη λήψη της ενημέρωσης που αναφέρονται στην παράγραφο 4. Το σχετικό κράτος μέλος ευαισθητοποιεί τους οικονομικούς φορείς και τις διαδικτυακές αγορές στην επικράτειά του για τις αποφάσεις αυτές.

8.   Τα μέτρα που τα κράτη μέλη έχουν γνωστοποιήσει ή κοινοποιήσει στην Επιτροπή πριν από την 1η Φεβρουαρίου 2021 με βάση το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 98/2013 δεν θίγονται από το παρόν άρθρο.

Άρθρο 15

Τροποποίηση των παραρτημάτων

1.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 16 τροποποιώντας τον παρόντα κανονισμό με:

α)

τροποποίηση των τιμών ορίου στο παράρτημα I στον βαθμό που απαιτείται για την προσαρμογή στις εξελίξεις όσον αφορά την παράνομη χρήση ουσιών ως πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών ή βάσει έρευνας και δοκιμών,

β)

την προσθήκη ουσιών στο παράρτημα ΙΙ όπου είναι αναγκαίο για την προσαρμογή στις εξελίξεις όσον αφορά την παράνομη χρήση ουσιών ως πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών.

Ως μέρος της διαδικασίας προετοιμασίας των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, η Επιτροπή συμβουλεύεται τα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη, ειδικότερα στη χημική βιομηχανία και στον τομέα της λιανικής.

Όταν υφίσταται απότομη μεταβολή στην εκτίμηση κινδύνου όσον αφορά τη χρήση ουσιών για την παράνομη κατασκευή εκρηκτικών, και το επιβάλλουν επιτακτικοί λόγοι επείγουσας ανάγκης, η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 17 εφαρμόζεται για κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

2.   Η Επιτροπή εκδίδει χωριστή κατ’ εξουσιοδότηση πράξη για κάθε τροποποίηση των τιμών ορίου στο παράρτημα I και κάθε νέα ουσία που προστίθεται στο παράρτημα II. Κάθε κατ’ εξουσιοδότηση πράξη βασίζεται σε ανάλυση με την οποία αποδεικνύεται ότι η τροποποίηση δεν είναι πιθανόν να επιφέρει δυσανάλογες επιβαρύνσεις στους οικονομικούς φορείς ή στους καταναλωτές, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τους επιδιωκόμενους στόχους.

Άρθρο 16

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 15 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από την 31η Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετίας. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 15 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 15 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 17

Διαδικασία επείγοντος

1.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο αρχίζουν να ισχύουν αμέσως και εφαρμόζονται επί όσο χρονικό διάστημα δεν προβάλλεται αντίρρηση σύμφωνα με την παράγραφο 2. Η κοινοποίηση της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο εκθέτει τους λόγους για τους οποίους γίνεται χρήση της διαδικασίας επείγοντος.

2.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να προβάλουν αντιρρήσεις κατά της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης με τη διαδικασία του άρθρου 16 παράγραφος 6. Στην περίπτωση αυτή η Επιτροπή καταργεί την πράξη αμέσως μόλις της κοινοποιηθεί η περί αντιρρήσεων απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 18

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006

Στο παράρτημα XVΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006, καταχώριση 58 (Νιτρικό αμμώνιο (AN)) στήλη 2, οι παράγραφοι 2 και 3 διαγράφονται.

Άρθρο 19

Υποβολή εκθέσεων

1.   Τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή έως τις 2 Φεβρουαρίου 2022, και ακολούθως σε ετήσια βάση, πληροφορίες για:

α)

τον αριθμό των ύποπτων συναλλαγών, σημαντικών εξαφανίσεων και κλοπών που έχουν αναφερθεί αντίστοιχα·

β)

τον αριθμό των αιτήσεων χορήγησης άδειας που παραλήφθηκαν βάσει οποιουδήποτε καθεστώτος χορήγησης άδειας που διατηρούν ή θέσπισαν σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3, τον αριθμό των αδειών που εκδόθηκαν και τους συνηθέστερους λόγους απόρριψης μιας αίτησης έκδοσης άδειας·

γ)

τις δράσεις ευαισθητοποίησης που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 2·

δ)

τις επιθεωρήσεις που διεξάγονται σύμφωνα με το άρθρο 11, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού των επιθεωρήσεων και των οικονομικών φορέων στους οποίους πραγματοποιήθηκαν.

2.   Τα κράτη μέλη, κατά τη διαβίβαση στην Επιτροπή των πληροφοριών που αναφέρονται στα στοιχεία α), γ) και δ) της παραγράφου 1, διαχωρίζουν ποιες εκθέσεις, δράσεις και επιθεωρήσεις αφορούν διαδικτυακές δραστηριότητες και ποιες αφορούν μη διαδικτυακές δραστηριότητες.

Άρθρο 20

Πρόγραμμα παρακολούθησης

1.   Έως την 1η Αυγούστου 2020, η Επιτροπή καταρτίζει αναλυτικό πρόγραμμα παρακολούθησης των συνεπειών, των αποτελεσμάτων και του αντίκτυπου του παρόντος κανονισμού.

2.   Το πρόγραμμα παρακολούθησης ορίζει τα μέσα με τα οποία και τα διαστήματα στα οποία συλλέγονται τα δεδομένα και τα λοιπά απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία. Ορίζει συγκεκριμένα τη δράση που θα αναλάβουν η Επιτροπή και τα κράτη μέλη ως προς τη συλλογή και την ανάλυση των εν λόγω δεδομένων και των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων.

3.   Τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή τα δεδομένα και τα λοιπά αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία για την παρακολούθηση.

Άρθρο 21

Αξιολόγηση

1.   Έως τις 2 Φεβρουαρίου 2026, η Επιτροπή διενεργεί αξιολόγηση του παρόντος κανονισμού και υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έκθεση με τα κύρια πορίσματά της. Η αξιολόγηση θα διενεργηθεί σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής για τη βελτίωση της νομοθεσίας.

2.   Τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκπόνηση της εν λόγω έκθεσης.

Άρθρο 22

Κατάργηση

1.   Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 98/2013 καταργείται από την 1η Φεβρουαρίου 2021.

2.   Οι παραπομπές στον καταργούμενο κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 98/2013 θεωρούνται παραπομπές στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 23

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Εφαρμόζεται από την 1η Φεβρουαρίου 2021.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, οι άδειες που έχουν εκδοθεί εγκύρως δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 98/2013 παραμένουν έγκυρες είτε μέχρι την ημερομηνία ισχύος που δηλώθηκε αρχικά στις εν λόγω άδειες ή έως τις 2 Φεβρουαρίου 2022, ανάλογα με το ποια από τις δύο αυτές ημερομηνίες προηγείται χρονικά.

4.   Τυχόν αιτήσεις για την ανανέωση των αδειών που αναφέρονται στην παράγραφο 3 που υποβάλλονται την ή μετά την 1η Φεβρουαρίου 2021 υποβάλλονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

5.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 5 παράγραφος 1, η κατοχή, η εισαγωγή και η χρήση από μέλη του ευρέος κοινού πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς που έχουν αποκτηθεί νόμιμα πριν από την 1η Φεβρουαρίου 2021 επιτρέπεται έως τις 2 Φεβρουαρίου 2022.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 20 Ιουνίου 2019.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. CIAMBA


(1)  ΕΕ C 367 της 10.10.2018, σ. 35.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2019 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2019.

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 98/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2013, σχετικά με την κυκλοφορία στην αγορά και τη χρήση πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών (ΕΕ L 39 της 9.2.2013, σ. 1).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ L 396 της 30.12.2006, σ. 1).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/93/ΕΚ (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 73).

(6)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

(8)  Οδηγία 2013/29/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 2013, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διαθεσιμότητα στην αγορά ειδών πυροτεχνίας (ΕΕ L 178 της 28.6.2013, σ. 27).

(9)  Οδηγία 2014/90/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τον εξοπλισμό πλοίων και για την κατάργηση της οδηγίας 96/98/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 146).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 269 της 10.10.2013, σ. 1).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με τη χρηματοδότηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση της κοινής γεωργικής πολιτικής και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 352/78, (ΕΚ) αριθ. 165/94, (ΕΚ) αριθ. 2799/98, (ΕΚ) αριθ. 814/2000, (ΕΚ) αριθ. 1290/2005 και (ΕΚ) αριθ. 485/2008 του Συμβουλίου (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 549).

(12)  Απόφαση-πλαίσιο 2009/315/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, σχετικά με τη διοργάνωση και το περιεχόμενο της ανταλλαγής πληροφοριών που προέρχονται από το ποινικό μητρώο μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ L 93 της 7.4.2009, σ. 23).

(13)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2219 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Κατάρτιση στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (ΕΑΑ) και για την αντικατάσταση και κατάργηση της απόφασης 2005/681/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 319 της 4.12.2015, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΠΡΟΔΡΟΜΕΣ ΟΥΣΙΕΣ ΕΚΡΗΚΤΙΚΩΝ ΥΛΩΝ ΥΠΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ

Κατάλογος ουσιών των οποίων απαγορεύεται η διάθεση ή εισαγωγή, η κατοχή ή η χρήση από μέλη του ευρέος κοινού υπό καθαρή μορφή ή σε μείγματα ή σε ουσίες που τις περιέχουν, εκτός εάν η συγκέντρωσή τους είναι ίση ή μικρότερη με τις ακόλουθες τιμές ορίου που καθορίζονται στη στήλη 2 και για τις οποίες οι ύποπτες συναλλαγές και οι σημαντικές εξαφανίσεις και κλοπές πρέπει να αναφέρονται εντός 24 ωρών:

1.

Όνομα της ουσίας και αριθμός ευρετηρίου της Chemical Abstracts Service (CAS RN)

2.

Τιμή ορίου

3.

Ανώτατη τιμή ορίου για τους σκοπούς της χορήγησης άδειας σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3

4.

Κωδικός Συνδυασμένης Ονοματολογίας (ΣΟ) για αμιγή προϊόντα καθορισμένης χημικής σύστασης τα οποία πληρούν τις απαιτήσεις της σημείωσης 1 κεφάλαιο 28 ή 29 της ΣΟ, αντιστοίχως (1)

5.

Κωδικός Συνδυασμένης Ονοματολογίας (ΣΟ) για μείγματα χωρίς συστατικά μέρη (π.χ. υδράργυρος, πολύτιμα μέταλλα ή μέταλλα σπανίων γαιών ή ραδιενεργές ουσίες) που θα κατέτασσαν την ουσία υπό άλλο κωδικό ΣΟ (1)

Νιτρικό οξύ (CAS RN 7697-37-2)

3 % κατά βάρος

10 % κατά βάρος

ex 2808 00 00

ex 3824 99 96

Υπεροξείδιο του υδρογόνου (CAS RN 7722-84-1)

12 % κατά βάρος

35 % κατά βάρος

2847 00 00

ex 3824 99 96

Θειικό οξύ (CAS RN 7664-93-9)

15 % κατά βάρος

40 % κατά βάρος

ex 2807 00 00

ex 3824 99 96

Νιτρομεθάνιο (CAS RN 75-52-5)

16 % κατά βάρος

100 % κατά βάρος

ex 2904 20 00

ex 3824 99 92

Νιτρικό αμμώνιο (CAS 6484-52-2)

Άζωτο 16 % κατά βάρος σε σχέση με το νιτρικό αμμώνιο (4)

Δεν επιτρέπεται η χορήγηση άδειας

3102 30 10 (σε υδατικό διάλυμα)

3102 30 90 (άλλα)

ex 3824 99 96

Χλωρικό κάλιο (CAS RN 3811-04-9)

40 % κατά βάρος

Δεν επιτρέπεται η χορήγηση άδειας

ex 2829 19 00

ex 3824 99 96

Υπερχλωρικό κάλιο (CAS 7778-74-7)

40 % κατά βάρος

Δεν επιτρέπεται η χορήγηση άδειας

ex 2829 90 10

ex 3824 99 96

Χλωρικό νάτριο (CAS RN 9/9/7775)

40 % κατά βάρος

Δεν επιτρέπεται η χορήγηση άδειας

2829 11 00

ex 3824 99 96

Υπερχλωρικό νάτριο (CAS RN 7601-89-0)

40 % κατά βάρος

Δεν επιτρέπεται η χορήγηση άδειας

ex 2829 90 10

ex 3824 99 96


(1)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2017/1925 της Επιτροπής (2). Όσον αφορά τους επικαιροποιημένους κωδικούς ΣΟ, θα πρέπει να συμβουλεύεστε τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2658/87 του Συμβουλίου (3).

(2)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2017/1925 της Επιτροπής, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την τροποποίηση του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2658/87 του Συμβουλίου για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (ΕΕ L 282 της 31.10.2017, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2658/87 του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 1987 για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (EE L 256 της 7.9.1987, σ. 1).

(4)  16 % κατά βάρος σε σχέση με το νιτρικό αμμώνιο αντιστοιχεί σε 45,7 % νιτρικό αμμώνιο, με απόρριψη των προσμείξεων.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

ΔΗΛΩΤΕΕΣ ΠΡΟΔΡΟΜΕΣ ΟΥΣΙΕΣ ΕΚΡΗΚΤΙΚΩΝ ΥΛΩΝ

Κατάλογος ουσιών υπό καθαρή μορφή ή σε μείγματα ή σε ουσίες για τις οποίες οι ύποπτες συναλλαγές και οι σημαντικές εξαφανίσεις και κλοπές πρέπει να αναφέρονται εντός 24 ωρών.

1.

Όνομα της ουσίας και αριθμός ευρετηρίου της Chemical Abstracts Service (CAS RN)

2.

Κωδικός Συνδυασμένης Ονοματολογίας (ΣΟ) (1)

3.

Κωδικός Συνδυασμένης Ονοματολογίας (ΣΟ) για μείγματα χωρίς συστατικά μέρη (π.χ. υδράργυρος, πολύτιμα μέταλλα ή μέταλλα σπανίων γαιών ή ραδιενεργές ουσίες) που θα κατέτασσαν την ουσία υπό άλλο κωδικό ΣΟ (1)

Εξαμίνη (CAS RN 100-97-0)

ex 2933 69 40

ex 3824 99 93

Ακετόνη (CAS RN 67-64-1)

2914 11 00

ex 3824 99 92

Νιτρικό κάλιο (CAS RN 7757-79-1)

2834 21 00

ex 3824 99 96

Νιτρικό νάτριο (CAS RN 7631-99-4)

3102 50 00

ex 3824 99 96

Νιτρικό ασβέστιο (CAS RN 10124-37-5)

ex 2834 29 80

ex 3824 99 96

Νιτρικό ασβέστιο αμμωνίου (CAS RN 15245-12-2)

ex 3102 60 00

ex 3824 99 96

Μαγνήσιο, σκόνες (CAS RN 7439-95-4) (2)  (3)

ex 8104 30 00

 

Εξαένυδρο νιτρικό μαγνήσιο (CAS RN 13446-18-9)

ex 2834 29 80

ex 3824 99 96

Αργίλιο, σκόνες (CAS RN 7429-90-5) (2)  (3)

7603 10 00

ex 7603 20 00

 


(1)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2017/1925. Όσον αφορά τους επικαιροποιημένους κωδικούς ΣΟ, θα πρέπει να συμβουλεύεστε τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2658/87 του Συμβουλίου.

(2)  Με μέγεθος σωματιδίων μικρότερο από 200 μm.

(3)  Αυτούσια ή σε μείγματα που περιέχουν τουλάχιστον 70 % κατά βάρος αργίλιο ή μαγνήσιο.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

ΜΟΡΦΟΤΥΠΟ ΑΔΕΙΑΣ

Μορφότυπο για άδεια για την απόκτηση, την εισαγωγή, την κατοχή και τη χρήση πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 8.

Image 1

Κείμενο της εικόνας

Image 2

Κείμενο της εικόνας

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΔΗΛΩΣΗ ΠΕΛΑΤΗ

σχετικά με τη συγκεκριμένη/ες χρήση/εις πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς όπως αναφέρεται στον κανονισμό (ΕΕ) 2019/1148 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (1)

(με κεφαλαία) (*1)

Ο/Η υπογεγραμμένος/-η

Όνομα (πελάτη):

Αποδεικτικό ταυτότητας (αριθμός, εκδούσα αρχή):

Εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του/της:

Εταιρεία (κύρια):

Αριθμός φορολογικού μητρώου ΦΠΑ ή οποιοσδήποτε άλλος αριθμός αναγνώρισης της εταιρείας (*2)/Διεύθυνση:

_

Εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα:

Εμπορική ονομασία του προϊόντος

Πρόδρομες ουσίες εκρηκτικών υλών υπό περιορισμούς

αριθ. CAS

Ποσό (kg/λίτρα)

Συγκέντρωση

Σκοπούμενη χρήση

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Με την παρούσα δηλώνω ότι το εμπορικό προϊόν και η ουσία ή το μείγμα που την περιέχει θα χρησιμοποιηθεί μόνο για την ενδεδειγμένη χρήση, η οποία είναι σε κάθε περίπτωση νόμιμη, και θα πωληθεί ή θα παραδοθεί σε άλλο πελάτη μόνο αν υποβάλει παρόμοια δήλωση χρήσης, σεβόμενος τους περιορισμούς που θεσπίζονται με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/1148 για τη διάθεση σε μέλη του ευρέος κοινού.

Υπογραφή: Όνομα:

Θέση: Ημερομηνία:


(1)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1148 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, σχετικά με την κυκλοφορία στην αγορά και τη χρήση πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών υλών, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 98/2013 (ΕΕ L 186 της 11.7.2019, σ. 1).

(*1)  Μπορείτε να προσθέσετε τις απαιτούμενες σειρές στον πίνακα ουσιών.

(*2)  Μπορείτε να επαληθεύσετε την ισχύ του αριθμού φορολογικού μητρώου ΦΠΑ ενός οικονομικού φορέα μέσω του δικτυακού τόπου VIES της Επιτροπής. Ανάλογα με τους εθνικούς κανόνες για την προστασία των δεδομένων, ορισμένα κράτη μέλη παρέχουν επίσης την ονομασία και τη διεύθυνση που συνδέονται με δεδομένο αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ καθώς είναι καταγεγραμμένες στις εθνικές βάσεις δεδομένων.


11.7.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 186/21


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (EE) 2019/1149 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 20ής Ιουνίου 2019

για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αρχής Εργασίας, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 883/2004, (ΕΕ) αριθ. 492/2011 και (ΕΕ) 2016/589 και την κατάργηση της απόφασης (ΕΕ) 2016/344

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ και την Ελβετία)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως τα άρθρα 46 και 48,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η ελευθερία κυκλοφορίας των εργαζομένων, η ελευθερία εγκατάστασης και η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών συνιστούν θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής αγοράς της Ένωσης και κατοχυρώνονται στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), η Ένωση οφείλει να αναπτύξει μια άκρως ανταγωνιστική κοινωνική οικονομία της αγοράς, με στόχο την πλήρη απασχόληση και την κοινωνική πρόοδο, και να προάγει την κοινωνική δικαιοσύνη και προστασία, την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών, την αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών και την καταπολέμηση των διακρίσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 9 ΣΛΕΕ, η Ένωση, κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή των πολιτικών και των δράσεών της, συνεκτιμά τις απαιτήσεις που συνδέονται με την προαγωγή υψηλού επιπέδου απασχόλησης, με τη διασφάλιση επαρκούς κοινωνικής προστασίας, με την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού και με την προαγωγή υψηλού επιπέδου εκπαίδευσης, κατάρτισης και προστασίας της ανθρώπινης υγείας.

(3)

Στις 17 Νοεμβρίου 2017, ο ευρωπαϊκός πυλώνας κοινωνικών δικαιωμάτων υπήρξε αντικείμενο κοινής διακήρυξης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή κατά την κοινωνική σύνοδο κορυφής για τη δίκαιη απασχόληση και την ανάπτυξη, που πραγματοποιήθηκε στο Γκέτεμποργκ. Η εν λόγω σύνοδος κορυφής επισήμανε την ανάγκη να δοθεί προτεραιότητα στους πολίτες, ώστε να αναπτυχθεί περαιτέρω η κοινωνική διάσταση της Ένωσης και να προαχθεί η σύγκλιση μέσω προσπαθειών σε όλα τα επίπεδα, όπως επιβεβαιώνεται στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου μετά τις συνεδριάσεις του της 14ης και 15ης Δεκεμβρίου 2017.

(4)

Στην κοινή τους δήλωση σχετικά με τις νομοθετικές προτεραιότητες της ΕΕ για την περίοδο 2018-2019, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή έχουν δεσμευτεί να αναλάβουν δράση για την ενίσχυση της κοινωνικής διάστασης της Ένωσης, καταβάλλοντας προσπάθειες για τη βελτίωση του συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, μέσω της προστασίας των εργαζομένων από κινδύνους για την υγεία στον χώρο εργασίας, εξασφαλίζοντας ίση μεταχείριση για όλους στην αγορά εργασίας της Ένωσης μέσω του εκσυγχρονισμού των κανόνων για την απόσπαση των εργαζομένων, και με την περαιτέρω βελτίωση της διασυνοριακής επιβολής του δικαίου της Ένωσης.

(5)

Για την προστασία των δικαιωμάτων των μετακινούμενων εργαζομένων και την ενίσχυση του θεμιτού ανταγωνισμού μεταξύ των εταιρειών, ιδίως των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ), είναι ζωτικής σημασίας η βελτίωση της διασυνοριακής επιβολής του δικαίου της Ένωσης στον τομέα της κινητικότητας του εργατικού δυναμικού και η αντιμετώπιση των σχετικών καταχρήσεων.

(6)

Θα πρέπει να ιδρυθεί Ευρωπαϊκή Αρχή Εργασίας («Αρχή») με σκοπό την ενίσχυση της δικαιοσύνης και της εμπιστοσύνης στην εσωτερική αγορά. Οι στόχοι της Αρχής θα πρέπει να οριστούν με σαφήνεια, με ιδιαίτερη έμφαση σε περιορισμένο αριθμό καθηκόντων, ώστε τα διαθέσιμα μέσα να χρησιμοποιούνται όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά σε τομείς στους οποίους η Αρχή μπορεί να προσφέρει τη μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία. Για τον σκοπό αυτό, η Αρχή θα πρέπει να επικουρεί τα κράτη μέλη και την Επιτροπή, ώστε να ενισχυθεί η πρόσβαση στην πληροφόρηση, θα πρέπει να υποστηρίζει τη συμμόρφωση και τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών για τη συνεκτική, αποδοτική και αποτελεσματική εφαρμογή και επιβολή του δικαίου της Ένωσης στον τομέα της κινητικότητας των εργαζομένων στην Ένωση και για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας στην Ένωση και θα πρέπει να μεσολαβεί και να διευκολύνει την ανεύρεση λύσεων στην περίπτωση διαφορών.

(7)

Η βελτίωση της πρόσβασης των ιδιωτών και των εργοδοτών, ιδίως των ΜΜΕ, σε πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους στους τομείς της κινητικότητας του εργατικού δυναμικού, της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και του συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας είναι μείζονος σημασίας προκειμένου να μπορέσουν να αξιοποιήσουν πλήρως το δυναμικό της εσωτερικής αγοράς.

(8)

Η Αρχή θα πρέπει να διεξάγει τις δραστηριότητές της στους τομείς της κινητικότητας του εργατικού δυναμικού σε ολόκληρη την Ένωση και του συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας κυκλοφορίας των εργαζομένων, της απόσπασης εργαζομένων και των υπηρεσιών που χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό κινητικότητας. Θα πρέπει επίσης να ενισχύει τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας και άλλων καταστάσεων που θέτουν σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, όπως οι εικονικές εταιρείες και η ψευδής αυτοαπασχόληση, με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας των κρατών μελών να αποφασίζουν σχετικά με τα εθνικά μέτρα. Όταν η Αρχή ενημερώνεται σχετικά με εικαζόμενες παρατυπίες σε τομείς του δικαίου της Ένωσης κατά τη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων της, όπως παραβιάσεις των όρων εργασίας ή των κανόνων υγείας και ασφάλειας ή εργασιακής εκμετάλλευσης, θα πρέπει να είναι σε θέση να τις αναφέρει και να συνεργάζεται για τα θέματα αυτά με τις εθνικές αρχές των ενδιαφερομένων κρατών μελών και, κατά περίπτωση, με την Επιτροπή και λοιπά αρμόδια όργανα της Ένωσης.

(9)

Το πεδίο των δραστηριοτήτων της Αρχής θα πρέπει να καλύπτει τις συγκεκριμένες νομικές πράξεις της Ένωσης που απαριθμούνται στον παρόντα κανονισμό, συμπεριλαμβανομένων των μελλοντικών τροποποιήσεών τους. Ο εν λόγω κατάλογος θα πρέπει να επεκταθεί στην περίπτωση περαιτέρω έκδοσης νομικών πράξεων της Ένωσης στον τομέα της κινητικότητας του εργατικού δυναμικού σε ολόκληρη την Ένωση.

(10)

Η Αρχή θα πρέπει να συμβάλλει ενεργά στις προσπάθειες της Ένωσης και των κρατών μελών στον τομέα της κινητικότητας του εργατικού δυναμικού σε ολόκληρη την Ένωση και του συντονισμού της κοινωνικής ασφάλειας, εκτελώντας τα καθήκοντά της σε πλήρη συνεργασία με τα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και τα κράτη μέλη, αποφεύγοντας παράλληλα την αλληλεπικάλυψη των εργασιών και προωθώντας τη συνέργεια και τη συμπληρωματικότητα.

(11)

Η Αρχή θα πρέπει να συμβάλλει στη διευκόλυνση της εφαρμογής και επιβολής του δικαίου της Ένωσης στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και στην υποστήριξη της επιβολής των εν λόγω διατάξεων που εφαρμόζονται με συλλογικές συμβάσεις καθολικής εφαρμογής σύμφωνα με τις πρακτικές των κρατών μελών. Για τον σκοπό αυτό, η Αρχή θα πρέπει να δημιουργήσει έναν ενιαίο ενωσιακό δικτυακό τόπο για την πρόσβαση σε όλους τους σχετικούς ιστοτόπους της Ένωσης και στους εθνικούς ιστοτόπους που έχουν δημιουργηθεί σύμφωνα με την οδηγία 2014/67/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) και την οδηγία 2014/54/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5). Με την επιφύλαξη των καθηκόντων και των δραστηριοτήτων της Διοικητικής Επιτροπής για το Συντονισμό των Συστημάτων Κοινωνικής Ασφάλισης που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) («Διοικητική Επιτροπή»), η Αρχή θα πρέπει επίσης να συμβάλλει στον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας.

(12)

Σε ορισμένες περιπτώσεις, η τομεακή ενωσιακή νομοθεσία έχει θεσπιστεί με σκοπό να ανταποκρίνεται σε ειδικές ανάγκες σε συγκεκριμένους τομείς, όπως ο τομέας των διεθνών μεταφορών, συμπεριλαμβανομένων των οδικών, σιδηροδρομικών, θαλάσσιων, εσωτερικών πλωτών και εναέριων μεταφορών. Στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η Αρχή θα πρέπει επίσης να ασχοληθεί με τις πτυχές διασυνοριακής κινητικότητας των εργαζομένων και κοινωνικής ασφάλειας κατά την εφαρμογή της εν λόγω τομεακής ενωσιακής νομοθεσίας. Η έκταση των δραστηριοτήτων της Αρχής, ιδίως το ζήτημα του κατά πόσον οι δραστηριότητές της θα πρέπει να επεκταθούν σε περαιτέρω νομικές πράξεις της Ένωσης που ρυθμίζουν συγκεκριμένες τομεακές ανάγκες στον τομέα των διεθνών μεταφορών, θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο τακτικής αξιολόγησης και, εφόσον απαιτείται, αναθεώρησης.

(13)

Οι δραστηριότητες της Αρχής θα πρέπει να καλύπτουν άτομα που υπόκεινται στο ενωσιακό δίκαιο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων, των μη μισθωτών και των ατόμων που αναζητούν εργασία. Στα εν λόγω άτομα θα πρέπει να περιλαμβάνονται πολίτες της Ένωσης και υπήκοοι τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην Ένωση, όπως οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι, οι ενδοεπιχειρησιακά μετατιθέμενοι ή οι επί μακρόν διαμένοντες, καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο που ρυθμίζει την κινητικότητά τους εντός της Ένωσης.

(14)

Η ίδρυση της Αρχής δεν θα πρέπει να δημιουργεί νέα δικαιώματα ή νέες υποχρεώσεις για τους ιδιώτες και τους εργοδότες, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών φορέων ή των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων, καθώς οι δραστηριότητες της Αρχής θα πρέπει να καλύπτουν τους εν λόγω ιδιώτες και εργοδότες στον βαθμό στον οποίο διέπονται από το ενωσιακό δίκαιο στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Η ενίσχυση της συνεργασίας στον τομέα της επιβολής δεν θα πρέπει να συνεπάγεται ούτε υπέρμετρη διοικητική επιβάρυνση για τους μετακινούμενους εργαζομένους ή τους εργοδότες, ιδίως τις ΜΜΕ, ούτε να αποθαρρύνει την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού.

(15)

Για να διασφαλίζεται ότι οι ιδιώτες και οι εργοδότες δύνανται να επωφελούνται από μια δίκαιη και αποτελεσματική εσωτερική αγορά, η Αρχή θα πρέπει να στηρίζει τα κράτη μέλη στην προώθηση ευκαιριών για την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού ή για την παροχή υπηρεσιών και την πρόσληψη σε όλη την Ένωση, συμπεριλαμβανομένων των ευκαιριών για πρόσβαση σε διασυνοριακές υπηρεσίες κινητικότητας, όπως η διασυνοριακή αντιστοίχιση των ατόμων με τις θέσεις εργασίας, η πρακτική άσκηση και μαθητεία και τα προγράμματα κινητικότητας όπως το πρόγραμμα «Η πρώτη σου θέση εργασίας μέσω του EURES» και το «ErasmusPRO». Η Αρχή θα πρέπει επίσης να συμβάλλει στη βελτίωση της διαφάνειας της πληροφόρησης, μεταξύ άλλων σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από το ενωσιακό δίκαιο, και της πρόσβασης των ιδιωτών και των εργοδοτών σε υπηρεσίες, σε συνεργασία με άλλες υπηρεσίες πληροφόρησης της Ένωσης, όπως η υπηρεσία «Η Ευρώπη σου – Συμβουλές» και αξιοποιώντας πλήρως και διασφαλίζοντας τη συνεκτικότητα με την πύλη «Η Ευρώπη σου», η οποία πρόκειται να αποτελέσει τη ραχοκοκαλιά της ενιαίας ψηφιακής πύλης που θεσπίστηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1724 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

(16)

Για το σκοπό αυτό, η Αρχή θα πρέπει να συνεργάζεται στο πλαίσιο άλλων σχετικών πρωτοβουλιών και δικτύων της Ένωσης, ιδίως του ευρωπαϊκού δικτύου δημόσιων υπηρεσιών απασχόλησης, του ευρωπαϊκού δικτύου επιχειρήσεων, του σημείου επαφής για τα σύνορα SOLVIT και της Επιτροπής Ανωτέρων Επιθεωρητών Εργασίας, καθώς και στο πλαίσιο σχετικών εθνικών υπηρεσιών, όπως οι οργανισμοί για την προώθηση της ίσης μεταχείρισης και για την υποστήριξη των εργαζομένων της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, οι οποίοι έχουν οριστεί από τα κράτη μέλη βάσει της οδηγίας 2014/54/ΕΕ. Η Αρχή θα πρέπει να αντικαταστήσει την Επιτροπή στη διαχείριση του ευρωπαϊκού γραφείου συντονισμού στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού δικτύου υπηρεσιών απασχόλησης (EURES), το οποίο συγκροτήθηκε βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 2016/589 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), μεταξύ άλλων στον ορισμό των αναγκών των χρηστών και των επιχειρησιακών απαιτήσεων για την αποτελεσματικότητα της διαδικτυακής πύλης EURES και των συναφών υπηρεσιών τεχνολογίας των πληροφοριών (ΤΠ), με εξαίρεση όμως την παροχή υπηρεσιών ΤΠ και τη λειτουργία και ανάπτυξη υποδομών ΤΠ, δραστηριότητες που θα εξακολουθήσει να διασφαλίζει η Επιτροπή.

(17)

Προκειμένου να διασφαλισθεί η δίκαιη, απλή και αποτελεσματική εφαρμογή και επιβολή του ενωσιακού δικαίου, η Αρχή θα πρέπει να υποστηρίζει τη συνεργασία και την έγκαιρη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών. Μαζί με το λοιπό προσωπικό, οι εθνικοί υπάλληλοι-σύνδεσμοι οι οποίοι εργάζονται στο πλαίσιο της Αρχής θα πρέπει να υποστηρίζουν τη συμμόρφωση των κρατών μελών με τις υποχρεώσεις συνεργασίας, να επιταχύνουν τις μεταξύ τους ανταλλαγές μέσω των διαδικασιών που αποβλέπουν στη μείωση των καθυστερήσεων και να διασφαλίζουν τη διασύνδεση με άλλα εθνικά γραφεία-συνδέσμους, οργανισμούς και σημεία επαφής που έχουν συσταθεί βάσει του ενωσιακού δικαίου. Η Αρχή θα πρέπει να ενθαρρύνει τη χρήση καινοτόμων προσεγγίσεων για την αποτελεσματική και αποδοτική διασυνοριακή συνεργασία, συμπεριλαμβανομένων των εργαλείων ηλεκτρονικής ανταλλαγής δεδομένων όπως το σύστημα ηλεκτρονικής ανταλλαγής πληροφοριών για την κοινωνική ασφάλιση (EESSI) και το σύστημα πληροφόρησης για την εσωτερική αγορά (IMI), και να συμβάλλει στην περαιτέρω ψηφιοποίηση των διαδικασιών και στη βελτίωση των εργαλείων ΤΠ για την ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ των εθνικών αρχών.

(18)

Για να ενισχύσει την ικανότητα των κρατών μελών να διασφαλίζουν την προστασία των προσώπων που ασκούν τα δικαιώματά τους σε ελεύθερη κυκλοφορία και να αντιμετωπίζουν τυχόν παρατυπίες με διασυνοριακή διάσταση σε σχέση με το ενωσιακό δίκαιο στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η Αρχή θα πρέπει να στηρίζει τις εθνικές αρχές στη διενέργεια συνδυασμένων και κοινών επιθεωρήσεων, συμπεριλαμβανομένης της διευκόλυνσης της υλοποίησης των επιθεωρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας 2014/67/ΕΕ. Οι εν λόγω επιθεωρήσεις θα πρέπει να διενεργούνται κατόπιν αιτήματος των κρατών μελών ή κατόπιν της συμφωνίας τους με πρόταση της Αρχής. Η Αρχή θα πρέπει να παρέχει στρατηγική, υλικοτεχνική και τεχνική υποστήριξη στα κράτη μέλη που συμμετέχουν στις συνδυασμένες ή κοινές επιθεωρήσεις με πλήρη σεβασμό των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας. Οι επιθεωρήσεις θα πρέπει να διενεργούνται σε συμφωνία με τα οικεία κράτη μέλη και η εκτέλεσή τους θα πρέπει να διέπεται απόλυτα από το νομικό πλαίσιο που ορίζει το εθνικό δίκαιο ή πρακτική των κρατών μελών στα οποία διεξάγονται. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να δίνουν συνέχεια στα πορίσματα των συνδυασμένων και κοινών επιθεωρήσεων σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο ή την εθνική τους πρακτική.

(19)

Οι συνδυασμένες και οι κοινές επιθεωρήσεις δεν θα πρέπει να αντικαθιστούν ούτε να υπονομεύουν εθνικές αρμοδιότητες. Οι εθνικές αρχές θα πρέπει επίσης να συμμετέχουν πλήρως στη διαδικασία αυτών των επιθεωρήσεων και θα πρέπει να έχουν πλήρη εξουσία. Όταν συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι υπεύθυνες για επιθεωρήσεις σε εθνικό επίπεδο, οι συνδυασμένες και οι κοινές επιθεωρήσεις θα πρέπει να διεξάγονται κατόπιν συμφωνίας με τους σχετικούς κοινωνικούς εταίρους και σε συνεργασία με αυτούς.

(20)

Για να παρακολουθεί τις νεοεμφανιζόμενες τάσεις, τις προκλήσεις ή τα κενά στους τομείς της κινητικότητας των εργαζομένων και του συντονισμού της κοινωνικής ασφάλειας, η Αρχή θα πρέπει να αναπτύξει, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη και, κατά περίπτωση, τους κοινωνικούς εταίρους, αναλυτική ικανότητα και ικανότητα εκτίμησης κινδύνου. Αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνει τη διεξαγωγή αναλύσεων και μελετών σχετικά με την αγορά εργασίας, καθώς και αξιολογήσεις από ομοτίμους. Η Αρχή θα πρέπει να παρακολουθεί τις πιθανές ανισορροπίες όσον αφορά τις δεξιότητες και τις διασυνοριακές ροές εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένου του πιθανού αντίκτυπού τους στην εδαφική συνοχή. Η Αρχή θα πρέπει επίσης να υποστηρίζει την εκτίμηση επικινδυνότητας που αναφέρεται στο άρθρο 10 της οδηγίας 2014/67/ΕΕ. Η Αρχή θα πρέπει να διασφαλίζει συνέργειες και συμπληρωματικότητα με οργανισμούς, υπηρεσίες ή δίκτυα της Ένωσης. Αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνει την αναζήτηση στοιχείων από το SOLVIT και παρόμοιες υπηρεσίες σχετικά με τομεακές προκλήσεις και επαναλαμβανόμενα προβλήματα όσον αφορά την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού εντός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Η Αρχή θα πρέπει επίσης να διευκολύνει και να εξορθολογίζει τις δραστηριότητες συλλογής δεδομένων που προβλέπονται από το ενωσιακό δίκαιο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Αυτό δεν συνεπάγεται τη θέσπιση νέων υποχρεώσεων αναφοράς για τα κράτη μέλη.

(21)

Για την ενίσχυση της ικανότητας των εθνικών αρχών στους τομείς της κινητικότητας των εργαζομένων και του συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας και για τη βελτίωση της συνέπειας κατά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η Αρχή θα πρέπει να παρέχει επιχειρησιακή βοήθεια στις εθνικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων της εκπόνησης πρακτικών κατευθυντήριων γραμμών, της ανάπτυξης προγραμμάτων κατάρτισης και μάθησης από ομοτίμους, μεταξύ άλλων για τους επιθεωρητές εργασίας ώστε να αντιμετωπίζουν προκλήσεις όπως η ψευδής αυτοαπασχόληση και οι καταχρηστικές αποσπάσεις, της προώθησης σχεδίων αμοιβαίας βοήθειας, της διευκόλυνσης των ανταλλαγών προσωπικού όπως αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2014/67/ΕΕ και της υποστήριξης των κρατών μελών στη διοργάνωση εκστρατειών ευαισθητοποίησης για την ενημέρωση των ιδιωτών και των εργοδοτών σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους. Η Αρχή θα πρέπει να προωθεί την ανταλλαγή, τη διάδοση και την υιοθέτηση ορθών πρακτικών και γνώσεων και να προωθεί την αμοιβαία κατανόηση των διάφορων εθνικών συστημάτων και πρακτικών.

(22)

Η Αρχή θα πρέπει να αναπτύξει συνέργειες μεταξύ των δραστηριοτήτων της για τη διασφάλιση δίκαιης εργασιακής κινητικότητας και την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας. Για τον σκοπό του παρόντος κανονισμού, ως «αντιμετώπιση» της αδήλωτης εργασίας νοείται η πρόληψη, η αποτροπή και η καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας, καθώς και η προώθηση της δήλωσης αυτής. Με βάση τις γνώσεις και τις μεθόδους εργασίας της ευρωπαϊκής πλατφόρμας με σκοπό την ενίσχυση της συνεργασίας για την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας, που δημιουργήθηκε με την απόφαση (ΕΕ) 2016/344 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), η Αρχή θα πρέπει να συγκροτήσει, με τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων, μια μόνιμη ομάδα εργασίας με την ονομασία Πλατφόρμα, με σκοπό την ενίσχυση της συνεργασίας για την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας. Η Αρχή θα πρέπει να διασφαλίσει την ομαλή μεταφορά των υφιστάμενων δραστηριοτήτων της πλατφόρμας που δημιουργήθηκε με την απόφαση (ΕΕ) 2016/344 στην ομάδα εργασίας εντός της Αρχής.

(23)

Η Αρχή θα πρέπει να ασκεί ρόλο διαμεσολαβητή. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να υποβάλλουν μεμονωμένες περιπτώσεις διαφορών προς διαμεσολάβηση στην Αρχή, εφόσον δεν κατορθώνουν να τις διευθετήσουν με άμεσες επαφές και διάλογο. Η διαμεσολάβηση θα πρέπει να αφορά μόνο διαφορές μεταξύ των κρατών μελών, ενώ οι ιδιώτες και οι εργοδότες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην άσκηση των ενωσιακών δικαιωμάτων τους θα πρέπει να συνεχίσουν να έχουν τη δυνατότητα να προσφεύγουν στις εθνικές και ενωσιακές υπηρεσίες που προορίζονται για την αντιμετώπιση τέτοιων περιπτώσεων, όπως το δίκτυο SOLVIT, στο οποίο η Αρχή θα πρέπει να παραπέμπει τέτοιου είδους υποθέσεις. Το δίκτυο SOLVIT θα πρέπει επίσης να έχει τη δυνατότητα να παραπέμπει στην Αρχή προς εξέταση περιπτώσεις στις οποίες το πρόβλημα δεν μπορεί να επιλυθεί λόγω διαφορών μεταξύ των εθνικών διοικήσεων. Η Αρχή θα πρέπει να επιτελεί τον μεσολαβητικό της ρόλο με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης («Δικαστήριο») σχετικά με την ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου και χωρίς να θίγεται η αρμοδιότητα της Διοικητικής Επιτροπής.

(24)

Το Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Διαλειτουργικότητας (ΕΠΔ) παρέχει αρχές και συστάσεις σχετικά με τους τρόπους για τη βελτίωση της διαχείρισης των δραστηριοτήτων διαλειτουργικότητας και της παροχής δημόσιων υπηρεσιών, για τη δημιουργία σχέσεων μεταξύ των οργανισμών και των κρατών, για τον εξορθολογισμό των διαδικασιών που υποστηρίζουν διατερματικές ψηφιακές ανταλλαγές, καθώς και για τη διασφάλιση της στήριξης των αρχών διαλειτουργικότητας από την ισχύουσα και τη νέα νομοθεσία. Η ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική αναφοράς για τη διαλειτουργικότητα (ΕΑΑΔ) αποτελεί μια γενική διάρθρωση, η οποία περιλαμβάνει τις αρχές και τις κατευθυντήριες γραμμές που εφαρμόζονται κατά την υλοποίηση λύσεων διαλειτουργικότητας, που αναφέρονται στην απόφαση (ΕΕ) 2015/2240 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10). Τόσο το ΕΠΔ όσο και η ΕΑΑΔ θα πρέπει να καθοδηγούν και να επικουρούν την Αρχή κατά την εξέταση θεμάτων διαλειτουργικότητας.

(25)

Η Αρχή θα πρέπει να αποσκοπεί στην παροχή καλύτερης πρόσβασης των ενωσιακών και εθνικών συμφεροντούχων σε επιγραμμικές πληροφορίες και υπηρεσίες και να διευκολύνει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τους. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να ενθαρρύνεται η χρήση ψηφιακών εργαλείων από την Αρχή, όποτε αυτό είναι δυνατόν. Εκτός από συστήματα ΤΠ και τους ιστοτόπους, τα ψηφιακά εργαλεία, όπως οι επιγραμμικές πλατφόρμες και βάσεις δεδομένων, διαδραματίζουν ολοένα και πιο κεντρικό ρόλο στη διασυνοριακή κινητικότητα του εργατικού δυναμικού. Ως εκ τούτου, τα εργαλεία αυτά είναι χρήσιμα, καθώς παρέχουν εύκολη πρόσβαση σε σχετικές επιγραμμικές πληροφορίες και διευκολύνουν την ανταλλαγή πληροφοριών για τους ενωσιακούς και εθνικούς συμφεροντούχους σχετικά με τις διασυνοριακές τους δραστηριότητες.

(26)

Η Αρχή θα πρέπει να επιδιώκει οι ιστότοποι και οι εφαρμογές για φορητές συσκευές που δημιουργούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό να είναι σύμφωνα προς τις σχετικές απαιτήσεις προσβασιμότητας της Ένωσης. Η οδηγία (ΕΕ) 2016/2102 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11) επιβάλλει στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι οι ιστότοποι των δημόσιων οργανισμών τους είναι προσβάσιμοι σύμφωνα με τις αρχές της αντιληπτικότητας, της λειτουργικότητας, της κατανοησιμότητας και της στιβαρότητας και ότι συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις της εν λόγω οδηγίας. Η εν λόγω οδηγία δεν ισχύει για τους ιστοτόπους ή τις εφαρμογές για φορητές συσκευές των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης. Ωστόσο, η Αρχή θα πρέπει να προσπαθεί να συμμορφώνεται με τις αρχές που διατυπώνονται στην εν λόγω οδηγία.

(27)

Η Αρχή θα πρέπει να διέπεται από τις αρχές της κοινής δήλωσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 19ης Ιουλίου 2012, σχετικά με τους αποκεντρωμένους οργανισμούς και να λειτουργεί σύμφωνα με αυτές.

(28)

Η αρχή της ισότητας των φύλων συνιστά θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, η ισότητα γυναικών και ανδρών διασφαλίζεται σε όλους τους τομείς, μεταξύ άλλων στην απασχόληση, την εργασία και τις αποδοχές. Όλα τα μέρη θα πρέπει να επιδιώκουν την επίτευξη ισόρροπης εκπροσώπησης γυναικών και ανδρών στο διοικητικό συμβούλιο και στην ομάδα συμφεροντούχων. Τον εν λόγω στόχο επιδιώκει και το διοικητικό συμβούλιο όσον αφορά τον πρόεδρο και τους αναπληρωτές του.

(29)

Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή θα πρέπει να εκπροσωπούνται στο διοικητικό συμβούλιο, ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική λειτουργία της Αρχής. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθώς και οι διακλαδικές οργανώσεις κοινωνικών εταίρων σε επίπεδο Ένωσης, που εκπροσωπούν εξίσου τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τις οργανώσεις των εργοδοτών με επαρκή εκπροσώπηση των ΜΜΕ, μπορούν επίσης να ορίσουν εκπροσώπους στο διοικητικό συμβούλιο. Η σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένης της επιλογής του προέδρου και του αναπληρωτή προέδρου του, θα πρέπει να συνάδει με τις αρχές της ισόρροπης συμμετοχής των φύλων, την πείρα και τα προσόντα. Για την αποτελεσματική και αποδοτική λειτουργία της Αρχής, το διοικητικό συμβούλιο, ειδικότερα, θα πρέπει να εγκρίνει ένα ετήσιο πρόγραμμα εργασίας, να εκτελεί τα καθήκοντά του σε σχέση με τον προϋπολογισμό της Αρχής, να εγκρίνει τους δημοσιονομικούς κανόνες στους οποίους υπόκειται η Αρχή, να διορίζει έναν εκτελεστικό διευθυντή και να θεσπίζει διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων από τον εκτελεστικό διευθυντή σχετικά με τα επιχειρησιακά καθήκοντα της Αρχής. Στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου θα πρέπει να μπορούν να συμμετέχουν ως παρατηρητές εκπρόσωποι τρίτων χωρών οι οποίες εφαρμόζουν τους ενωσιακούς κανόνες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(30)

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν είναι αναγκαίο να διατηρηθεί το μέγιστο επίπεδο εμπιστευτικότητας, ο ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας που διορίζεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και οι εκπρόσωποι διακλαδικών οργανώσεων κοινωνικών εταίρων σε ενωσιακό επίπεδο δεν θα πρέπει να συμμετέχουν στις διαβουλεύσεις του διοικητικού συμβουλίου. Η εν λόγω διάταξη θα πρέπει να προσδιορίζεται σαφώς στον εσωτερικό κανονισμό του διοικητικού συμβουλίου και να περιορίζεται σε ευαίσθητες πληροφορίες για μεμονωμένες περιπτώσεις, ώστε να διασφαλίζεται ότι η αποτελεσματική συμμετοχή του εμπειρογνώμονα και των εκπροσώπων στις εργασίες του διοικητικού συμβουλίου δεν περιορίζεται αδικαιολόγητα.

(31)

Θα πρέπει να διοριστεί εκτελεστικός διευθυντής για να διασφαλίζει τη συνολική διοικητική διαχείριση της Αρχής και την εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται στην Αρχή. Τα λοιπά μέλη του προσωπικού μπορούν να ασκούν καθήκοντα αναπληρωτή εκτελεστικού διευθυντή, εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο για τη διασφάλιση της καθημερινής διαχείρισης της Αρχής, σύμφωνα με τους εσωτερικούς κανόνες της Αρχής, χωρίς να δημιουργούνται πρόσθετες διοικητικές θέσεις.

(32)

Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής, το διοικητικό συμβούλιο και ο εκτελεστικός διευθυντής θα πρέπει να είναι ανεξάρτητοι κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και να ενεργούν προς το δημόσιο συμφέρον.

(33)

Η Αρχή θα πρέπει επίσης να βασίζεται άμεσα στην εμπειρογνωσία των σχετικών συμφεροντούχων στους τομείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού με τη βοήθεια ειδικής ομάδας συμφεροντούχων. Τα μέλη θα πρέπει να είναι εκπρόσωποι των κοινωνικών εταίρων σε ενωσιακό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων των αναγνωρισμένων τομεακών κοινωνικών εταίρων της Ένωσης που εκπροσωπούν διαφορετικούς τομείς που ασχολούνται ιδιαίτερα με τα θέματα κινητικότητας του εργατικού δυναμικού. Η ομάδα συμφεροντούχων θα πρέπει να ενημερώνεται εκ των προτέρων και να μπορεί να υποβάλλει τις απόψεις της στην Αρχή, κατόπιν αιτήσεως ή με δική της πρωτοβουλία. Η ομάδα συμφεροντούχων, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη τις γνώμες και την εμπειρογνωσία της συμβουλευτικής επιτροπής για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και της συμβουλευτικής επιτροπής για την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12).

(34)

Για να εξασφαλιστεί η πλήρης αυτονομία και ανεξαρτησία της Αρχής, θα πρέπει να τεθεί στη διάθεσή της αυτόνομος προϋπολογισμός, με έσοδα προερχόμενα από τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, τυχόν προαιρετικές χρηματοοικονομικές εισφορές των κρατών μελών και οποιαδήποτε εισφορά από τρίτες χώρες που συμμετέχουν στις εργασίες της Αρχής. Σε εξαιρετικές και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, θα πρέπει επίσης να έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει επιχορηγήσεις βάσει συμφωνιών ανάθεσης ή ad hoc επιχορηγήσεις και να επιβάλλει χρεώσεις για δημοσιεύσεις και τυχόν υπηρεσίες που παρέχονται από την Αρχή.

(35)

Οι μεταφραστικές υπηρεσίες που απαιτούνται για λειτουργία της Αρχής θα πρέπει να παρέχονται από το Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Μεταφραστικό Κέντρο). Η Αρχή θα πρέπει να συνεργάζεται με το Μεταφραστικό Κέντρο με σκοπό τη δημιουργία δεικτών για την ποιότητα, την έγκαιρη επίδοση και την εμπιστευτικότητα, με στόχο τον σαφή προσδιορισμό των αναγκών και των προτεραιοτήτων της Αρχής, καθώς και τη δημιουργία διαφανών και αντικειμενικών διαδικασιών για το μεταφραστικό έργο.

(36)

Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 (13) ή (ΕΕ) 2018/1725 (14) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, κατά περίπτωση. Αυτό περιλαμβάνει τη λήψη κατάλληλων τεχνικών και οργανωτικών μέτρων για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τους εν λόγω κανονισμούς, ειδικότερα των μέτρων που αφορούν τη νομιμότητα της επεξεργασίας, την ασφάλεια των δραστηριοτήτων επεξεργασίας, την παροχή πληροφοριών και τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων.

(37)

Για να διασφαλίζεται η διαφανής λειτουργία της, η Αρχή θα πρέπει να διέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15). Οι δραστηριότητες της Αρχής θα πρέπει να υπόκεινται στην ενδελεχή εξέταση του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή σύμφωνα με το άρθρο 228 ΣΛΕΕ.

(38)

Ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16) θα πρέπει να εφαρμόζεται στην Αρχή, η οποία θα πρέπει να προσχωρήσει στη διοργανική συμφωνία, της 25ης Μαΐου 1999, μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF).

(39)

Το κράτος μέλος υποδοχής της Αρχής θα πρέπει να παρέχει τις καλύτερες δυνατές συνθήκες ώστε να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της Αρχής.

(40)

Για να διασφαλίζονται ανοικτές και διαφανείς συνθήκες απασχόλησης και η ίση μεταχείριση του προσωπικού, θα πρέπει να εφαρμόζεται στο προσωπικό και στον εκτελεστικό διευθυντή της Αρχής ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της, όπως καθορίστηκαν από τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου (17) (αναφερόμενα ως «κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης» και «καθεστώς του λοιπού προσωπικού», αντίστοιχα).

(41)

Η Αρχή θα πρέπει να συνεργάζεται με τους οργανισμούς της Ένωσης, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, ειδικότερα με αυτούς που έχουν συγκροτηθεί στον τομέα της απασχόλησης και της κοινωνικής πολιτικής, αξιοποιώντας την εμπειρογνωσία και μεγιστοποιώντας τις συνέργειες: το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας (Eurofound), το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop), τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία (EU-OSHA) και το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Κατάρτισης (ΕΙΚ), καθώς επίσης, σε ό,τι αφορά την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και την εμπορίας ανθρώπων, με τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (Ευρωπόλ) και τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης (Eurojust). Η εν λόγω συνεργασία θα πρέπει να διασφαλίζει τον συντονισμό, την προώθηση των συνεργειών και την αποφυγή τυχόν διπλής εργασίας στο πλαίσιο της άσκησης των δραστηριοτήτων τους.

(42)

Στον τομέα του συντονισμού της κοινωνικής ασφάλειας, η Αρχή και η Διοικητική Επιτροπή θα πρέπει να συνεργάζονται στενά με στόχο την επίτευξη συνεργειών και την αποφυγή τυχόν επικαλύψεων.

(43)

Για να δοθεί λειτουργική διάσταση στις δραστηριότητες των υφιστάμενων φορέων στους τομείς του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η Αρχή θα πρέπει να ασκεί τα καθήκοντα της τεχνικής επιτροπής για την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων που έχει συσταθεί βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 492/2011, της επιτροπής εμπειρογνωμόνων για την απόσπαση εργαζομένων που ιδρύθηκε με την απόφαση 2009/17/ΕΚ της Επιτροπής (18), συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής πληροφοριών για τη διοικητική συνεργασία, της παροχής βοήθειας σε θέματα υλοποίησης και της διασυνοριακής επιβολής, και της πλατφόρμας που δημιουργήθηκε με την απόφαση (ΕΕ) 2016/344. Μόλις η Αρχή καταστεί λειτουργική, οι εν λόγω φορείς θα πρέπει να παύσουν να υφίστανται. Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει να συστήσει ειδικές ομάδες εργασίας ή ομάδες εμπειρογνωμόνων.

(44)

Η συμβουλευτική επιτροπή για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας και η συμβουλευτική επιτροπή για την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων παρέχουν ένα φόρουμ για τη διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους και τους εκπροσώπους των κυβερνήσεων σε εθνικό επίπεδο. Η Αρχή θα πρέπει να συμβάλλει στην εργασίες τους και δύναται να συμμετέχει στις συνεδριάσεις τους.

(45)

Για να αντικατοπτρίζεται η νέα θεσμική δομή, οι κανονισμοί (ΕΚ) αριθ. 883/2004, (ΕΕ) αριθ. 492/2011 και (ΕΕ) 2016/589 θα πρέπει να τροποποιηθούν και η απόφαση (ΕΕ) 2016/344 θα πρέπει να καταργηθεί μόλις η Αρχή καταστεί λειτουργική.

(46)

Η Αρχή θα πρέπει να σέβεται την ποικιλομορφία των εθνικών συστημάτων που διέπουν τις εργασιακές σχέσεις, καθώς και την αυτονομία των κοινωνικών εταίρων που αναγνωρίζεται ρητώς από τη ΣΛΕΕ. Η συμμετοχή στις δραστηριότητες της Αρχής δεν θίγει τις αρμοδιότητες, τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες των κρατών μελών στο πλαίσιο, μεταξύ άλλων, συναφών και εφαρμοστέων συμβάσεων της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ), όπως η σύμβαση αριθ. 81 σχετικά με την επιθεώρηση εργασίας στη βιομηχανία και το εμπόριο, ούτε τις εξουσίες των κρατών μελών όσον αφορά τη ρύθμιση, τη διαμεσολάβηση ή την παρακολούθηση στον τομέα των εθνικών εργασιακών σχέσεων, ιδίως την άσκηση του δικαιώματος συλλογικών διαπραγματεύσεων και ανάληψης συλλογικής δράσης.

(47)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή να συμβάλλει, εντός του πλαισίου εφαρμογής του, στη διασφάλιση δίκαιης κινητικότητας του εργατικού δυναμικού σε ολόκληρη την Ένωση και να συνδράμει τα κράτη μέλη και την Επιτροπή στον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης εντός της Ένωσης, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη εάν ενεργούν κατά μη συντονισμένο τρόπο, αλλά μπορεί, λόγω της διασυνοριακής φύσης των δραστηριοτήτων αυτών και της ανάγκης για αυξημένη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών, να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που ορίζεται στο άρθρο 5 ΣΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας που διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει δεν υπερβαίνει τα απαιτούμενα για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(48)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που κατοχυρώνονται ιδίως στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αναγνωρίζεται στο άρθρο 6 ΣΕΕ,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΑΡΧΕΣ

Άρθρο 1

Ίδρυση, αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Ο κανονισμός ιδρύει την Ευρωπαϊκή Αρχή Εργασίας («Αρχή»).

2.   Η Αρχή επικουρεί τα κράτη μέλη και την Επιτροπή κατά την αποτελεσματική εφαρμογή και επιβολή από αυτά του ενωσιακού δικαίου που αφορά την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού εντός της Ένωσης και τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας στην Ένωση. Η Αρχή ενεργεί στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής των πράξεων της Ένωσης που απαριθμούνται στην παράγραφο 4, συμπεριλαμβανομένων όλων των οδηγιών, κανονισμών και αποφάσεων που βασίζονται στις εν λόγω πράξεις, καθώς και κάθε περαιτέρω νομικά δεσμευτικής πράξης της Ένωσης που αναθέτει αρμοδιότητες στην Αρχή.

3.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει με κανένα τρόπο την άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων όπως αναγνωρίζονται στα κράτη μέλη και σε επίπεδο Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ή της ελευθερίας σε απεργία ή για ανάληψη άλλων δράσεων που καλύπτονται από ειδικά συστήματα εργασιακών σχέσεων στα κράτη μέλη, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή πρακτική. Δεν θίγει επίσης το δικαίωμα διαπραγμάτευσης, σύναψης και εφαρμογής συλλογικών συμβάσεων ή το δικαίωμα ανάληψης συλλογικής δράσης σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή εθνική πρακτική.

4.   Το πεδίο δραστηριοτήτων της Αρχής καλύπτει τις ακόλουθες πράξεις της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης κάθε περαιτέρω τροποποίησής τους:

α)

οδηγία 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19),

β)

οδηγία 2014/67/ΕΕ,

γ)

κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20), συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 (21) και (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 (22) του Συμβουλίου στον βαθμό που εξακολουθούν να ισχύουν, κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1231/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23) και κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 859/2003 του Συμβουλίου (24) που επεκτείνει τις διατάξεις των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 και (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι δεν καλύπτονται ήδη από τους κανονισμούς αυτούς μόνο λόγω της ιθαγένειάς τους,

δ)

κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 492/2011,

ε)

οδηγία 2014/54/ΕΕ,

στ)

κανονισμό (ΕΕ) 2016/589,

ζ)

κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 561/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25),

η)

οδηγία 2006/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (26),

θ)

κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1071/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (27).

5.   Το πεδίο δραστηριοτήτων της Αρχής καλύπτει τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού που σχετίζονται με τη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών για την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας.

6.   Ο παρών κανονισμός σέβεται τις αρμοδιότητες των κρατών μελών όσον αφορά την εφαρμογή και επιβολή των πράξεων του ενωσιακού δικαίου που αναφέρονται στην παράγραφο 4.

Δεν θίγει τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις των ιδιωτών ή των εργοδοτών που εκχωρούνται από το δίκαιο της Ένωσης ή το εθνικό δίκαιο ή πρακτική, ούτε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εθνικών αρχών που απορρέουν από αυτά, ούτε ακόμα την αυτονομία των κοινωνικών εταίρων που αναγνωρίζεται από τη ΣΛΕΕ.

Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τις υφιστάμενες διμερείς συμφωνίες και ρυθμίσεις διοικητικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, ιδίως αυτές που σχετίζονται με συνδυασμένες και κοινές επιθεωρήσεις.

Άρθρο 2

Στόχοι

Στόχοι της Αρχής είναι να συμβάλλει στη διασφάλιση δίκαιης κινητικότητας του εργατικού δυναμικού σε ολόκληρη την Ένωση και να συνδράμει τα κράτη μέλη και την Επιτροπή στον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας εντός της Ένωσης. Για τον σκοπό αυτό και εντός του πεδίου εφαρμογής βάσει του άρθρου 1, η Αρχή:

α)

διευκολύνει την πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που αφορούν την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού σε ολόκληρη την Ένωση, καθώς και στις σχετικές υπηρεσίες,

β)

διευκολύνει και ενισχύει τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών για την επιβολή του σχετικού ενωσιακού δικαίου σε ολόκληρη την Ένωση, μεταξύ άλλων με τη διευκόλυνση της διενέργειας συνδυασμένων και κοινών επιθεωρήσεων,

γ)

λειτουργεί ως διαμεσολαβητής και διευκολύνει την εξεύρεση λύσης σε περιπτώσεις διασυνοριακών διαφορών μεταξύ των κρατών μελών και

δ)

υποστηρίζει τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών για την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας.

Άρθρο 3

Νομικό καθεστώς

1.   Η Αρχή αποτελεί οργανισμό της Ένωσης με νομική προσωπικότητα.

2.   Σε κάθε κράτος μέλος, η Αρχή διαθέτει την ευρύτερη δυνατή νομική ικανότητα που παρέχεται στα νομικά πρόσωπα βάσει του εθνικού δικαίου τους. Δύναται ιδίως να αποκτά και να διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ

Άρθρο 4

Καθήκοντα της Αρχής

Για την επίτευξη των στόχων της, η Αρχή εκτελεί τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

διευκόλυνση της πρόσβαση σε πληροφορίες και συντονισμό του EURES σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 6,

β)

διευκόλυνση της συνεργασίας και της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών με στόχο τη συστηματική, αποδοτική και αποτελεσματική εφαρμογή και επιβολή του σχετικού ενωσιακού δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 7,

γ)

συντονισμό και στήριξη της διενέργειας συνδυασμένων και κοινών επιθεωρήσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 9,

δ)

διενέργεια αναλύσεων και εκτίμησης κινδύνου σχετικά με ζητήματα της διασυνοριακής κινητικότητας του εργατικού δυναμικού, σύμφωνα με το άρθρο 10,

ε)

υποστήριξη των κρατών μελών με τη δημιουργία υποδομής ικανοτήτων σε σχέση με την αποτελεσματική εφαρμογή και επιβολή του σχετικού ενωσιακού δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 11,

στ)

υποστήριξη των κρατών μελών για την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 12,

ζ)

διαμεσολάβηση σε διαφορές μεταξύ των κρατών μελών για την εφαρμογή του σχετικού ενωσιακού δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 13.

Άρθρο 5

Πληροφορίες σχετικά με την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού

Η Αρχή βελτιώνει τη διαθεσιμότητα, την ποιότητα και τη δυνατότητα πρόσβασης στις πληροφορίες γενικού χαρακτήρα που παρέχονται στους ιδιώτες, στους εργοδότες και στις οργανώσεις των κοινωνικών εταίρων σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τις πράξεις της Ένωσης που απαριθμούνται στο άρθρο 1 παράγραφος 4 με στόχο τη διευκόλυνση της κινητικότητας του εργατικού δυναμικού σε ολόκληρη την Ένωση. Για τον σκοπό αυτό, η Αρχή:

α)

συμβάλλει στην παροχή σχετικών πληροφοριών για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των ιδιωτών σε περιπτώσεις διασυνοριακής κινητικότητας του εργατικού δυναμικού, μεταξύ άλλων μέσω ενός ενιαίου ιστοτόπου σε επίπεδο Ένωσης που λειτουργεί ως ενιαία πύλη για την πρόσβαση σε πηγές και υπηρεσίες πληροφοριών σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1724,

β)

υποστηρίζει τα κράτη μέλη στην εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2016/589,

γ)

υποστηρίζει τα κράτη μέλη στην προσπάθειά τους να συμμορφωθούν με τις υποχρεώσεις σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες και τη διάδοση πληροφοριών που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, όπως ορίζονται ιδίως στο άρθρο 6 της οδηγίας 2014/54/ΕΕ και στο άρθρο 22 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/589, τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, όπως ορίζεται στο άρθρο 76 παράγραφοι 4 και 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004, και την απόσπαση των εργαζομένων όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της οδηγίας 2014/67/ΕΕ, μεταξύ άλλων μέσω της παραπομπής σε εθνικές πηγές πληροφόρησης, όπως οι ενιαίοι επίσημοι εθνικοί δικτυακοί τόποι,

δ)

υποστηρίζει τα κράτη μέλη στη βελτίωση της ακρίβειας, της πληρότητας και της φιλικότητας προς τον χρήστη των σχετικών εθνικών πηγών και υπηρεσιών πληροφόρησης, σύμφωνα με τα κριτήρια ποιότητας που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1724,

ε)

υποστηρίζει τα κράτη μέλη στον εξορθολογισμό σε εθελούσια βάση της παροχής πληροφοριών και υπηρεσιών στους ιδιώτες και τους εργοδότες όσον αφορά τη διασυνοριακή κινητικότητα,

στ)

διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων οργάνων που έχουν οριστεί σύμφωνα με την οδηγία 2014/54/ΕΕ για την παροχή πληροφοριών, καθοδήγησης και υποστήριξης σε ιδιώτες και εργοδότες στον τομέα της κινητικότητας του εργατικού δυναμικού εντός της εσωτερικής αγοράς.

Άρθρο 6

Συντονισμός του EURES

Προκειμένου να στηρίξει τα κράτη μέλη στην παροχή υπηρεσιών σε ιδιώτες και εργοδότες μέσω του EURES, όπως η διασυνοριακή αντιστοίχιση των κενών θέσεων εργασίας, θέσεων πρακτικής άσκησης και μαθητείας με βιογραφικά σημειώματα, διευκολύνοντας με τον τρόπο αυτό την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού σε ολόκληρη την Ένωση, η Αρχή διαχειρίζεται το ευρωπαϊκό γραφείο συντονισμού του EURES, που θεσπίστηκε με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/589.

Το ευρωπαϊκό γραφείο συντονισμού του EURES, υπό τη διοίκηση της Αρχής, εκπληρώνει τις αρμοδιότητές του σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/589, με εξαίρεση την τεχνική λειτουργία και την ανάπτυξη της διαδικτυακής πύλης EURES και των συναφών υπηρεσιών ΤΠ, τις οποίες εξακολουθεί να διαχειρίζεται η Επιτροπή. Η Αρχή, υπό την ευθύνη του εκτελεστικού διευθυντή, όπως ορίζεται στο άρθρο 22 παράγραφος 4 στοιχείο ιδ) του παρόντος κανονισμού, διασφαλίζει ότι η εν λόγω δραστηριότητα συμμορφώνεται πλήρως με τις απαιτήσεις της ισχύουσας νομοθεσίας για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης διορισμού υπευθύνου προστασίας δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 36 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 7

Συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών

1.   Η Αρχή διευκολύνει τη συνεργασία και την επιτάχυνση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ κρατών μελών και υποστηρίζει την ουσιαστική συμμόρφωσή τους με τις υποχρεώσεις συνεργασίας, μεταξύ άλλων σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών, όπως ορίζεται στο ενωσιακό δίκαιο εντός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

Για τον σκοπό αυτό, η Αρχή, ειδικότερα:

α)

κατόπιν αιτήματος ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, υποστηρίζει τις εθνικές αρχές για τον εντοπισμό των σχετικών σημείων επαφής των εθνικών αρχών σε άλλα κράτη μέλη,

β)

κατόπιν αιτήματος ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, διευκολύνει την παρακολούθηση της πορείας των αιτημάτων και των ανταλλαγών πληροφοριών μεταξύ εθνικών αρχών με την παροχή υλικοτεχνικής και τεχνικής υποστήριξης, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών μετάφρασης και διερμηνείας, και μέσω ανταλλαγών σχετικά με την πορεία των υποθέσεων,

γ)

προάγει και ανταλλάσσει βέλτιστες πρακτικές και συμβάλει στη διάδοσή τους μεταξύ των κρατών μελών,

δ)

κατόπιν αιτήματος ενός ή περισσότερων κρατών μελών, κατά περίπτωση, διευκολύνει και στηρίζει τις διασυνοριακές διαδικασίες επιβολής κυρώσεων και προστίμων, εντός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 1,

ε)

υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή δύο φορές τον χρόνο σχετικά με τα εκκρεμή αιτήματα μεταξύ κρατών μελών και κρίνει εάν θα παραπέμψει τα εν λόγω αιτήματα σε διαμεσολάβηση σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 2.

2.   Κατόπιν αιτήματος ενός ή περισσότερων κρατών μελών και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, η Αρχή παρέχει πληροφορίες για την υποστήριξη του οικείου κράτους μέλους στην αποτελεσματική εφαρμογή των πράξεων της Ένωσης που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Αρχής.

3.   Η Αρχή προάγει τη χρήση ηλεκτρονικών εργαλείων και διαδικασιών για την ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ των εθνικών αρχών, συμπεριλαμβανομένου του συστήματος IMI.

4.   Η Αρχή ενθαρρύνει τη χρήση καινοτόμων προσεγγίσεων για την αποτελεσματική και αποδοτική διασυνοριακή συνεργασία και προάγει τη δυνατότητα χρήσης μηχανισμών ηλεκτρονικής ανταλλαγής και βάσεων δεδομένων μεταξύ των κρατών μελών για να διευκολύνονται η πρόσβαση στα δεδομένα σε πραγματικό χρόνο και η ανίχνευση της απάτης, δύναται δε να προτείνει ενδεχόμενες βελτιώσεις όσον αφορά τη χρήση των εν λόγω μηχανισμών και βάσεων δεδομένων. Η Αρχή υποβάλλει εκθέσεις στην Επιτροπή με σκοπό την περαιτέρω ανάπτυξη μηχανισμών ηλεκτρονικής ανταλλαγής και βάσεων δεδομένων.

Άρθρο 8

Συντονισμός και στήριξη των συνδυασμένων και κοινών επιθεωρήσεων

1.   Κατόπιν αιτήματος ενός ή περισσότερων κρατών μελών, η Αρχή συντονίζει και υποστηρίζει τις συνδυασμένες ή κοινές επιθεωρήσεις σε τομείς αρμοδιοτήτων της Αρχής. Η Αρχή μπορεί επίσης, με δική της πρωτοβουλία, να προτείνει στις αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών να εκτελέσουν μια συνδυασμένη ή κοινή επιθεώρηση.

Οι συνδυασμένες και οι κοινές επιθεωρήσεις υπόκεινται στη συμφωνία των ενδιαφερόμενων κρατών μελών.

Οι οργανώσεις των κοινωνικών εταίρων σε εθνικό επίπεδο μπορούν να θέσουν σχετικές υποθέσεις υπόψη της Αρχής.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού:

α)

συνδυασμένες επιθεωρήσεις είναι οι επιθεωρήσεις που διενεργούνται ταυτόχρονα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, όσον αφορά συναφείς υποθέσεις, στο πλαίσιο των οποίων κάθε εθνική αρχή δραστηριοποιείται στη δική της επικράτεια, και υποστηρίζονται, κατά περίπτωση, από το προσωπικό της Αρχής,

β)

κοινές επιθεωρήσεις είναι οι επιθεωρήσεις που διενεργούνται σε κράτος μέλος με τη συμμετοχή των εθνικών αρχών ενός ή περισσοτέρων άλλων κρατών μελών και, κατά περίπτωση, υποστηρίζονται από το προσωπικό της Αρχής.

3.   Σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, τα κράτη μέλη επιδιώκουν τη συμμετοχή τους σε συνδυασμένες ή κοινές επιθεωρήσεις.

Η συνδυασμένη ή κοινή επιθεώρηση υπόκειται σε εκ των προτέρων συμφωνία όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών και η συμφωνία αυτή κοινοποιείται μέσω των εθνικών υπαλλήλων-συνδέσμων που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 32.

Σε περίπτωση που ένα ή περισσότερα κράτη μέλη αποφασίζουν να μη συμμετάσχουν σε συνδυασμένη ή κοινή επιθεώρηση, οι εθνικές αρχές των άλλων κρατών μελών διενεργούν την εν λόγω επιθεώρηση μόνο στα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη που αποφάσισαν να μη συμμετάσχουν τηρούν απόρρητες τις πληροφορίες σχετικά με την εν λόγω επιθεώρηση.

4.   Η Αρχή θεσπίζει και εκδίδει τις ρυθμίσεις για τη διασφάλιση της κατάλληλης παρακολούθησης, σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος αποφασίσει να μην συμμετάσχει σε συνδυασμένη ή κοινή επιθεώρηση.

Στις περιπτώσεις αυτές, το οικείο κράτος μέλος ενημερώνει αμελλητί την Αρχή και τα άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη γραπτώς, μεταξύ άλλων και με ηλεκτρονικά μέσα, για τους λόγους της απόφασής του και, ενδεχομένως, για τα μέτρα που προτίθεται να λάβει για τη διευθέτηση της υπόθεσης, καθώς και για τα αποτελέσματα των εν λόγω μέτρων, μόλις αυτά γίνουν γνωστά. Η Αρχή μπορεί να προτείνει το κράτος μέλος που δεν συμμετείχε σε συνδυασμένη ή κοινή επιθεώρηση να διενεργήσει δική του επιθεώρηση σε εθελοντική βάση.

5.   Τα κράτη μέλη και η Αρχή τηρούν έναντι τρίτων απόρρητες τις πληροφορίες σχετικά με τις προβλεπόμενες επιθεωρήσεις.

Άρθρο 9

Ρυθμίσεις που διέπουν τις συνδυασμένες και κοινές επιθεωρήσεις

1.   Η συμφωνία για τη διενέργεια συνδυασμένης επιθεώρησης ή κοινής επιθεώρησης που συνάπτεται μεταξύ των συμμετεχόντων κρατών μελών και της Αρχής καθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις διενέργειας της επιθεώρησης αυτής, συμπεριλαμβανομένου του πεδίου εφαρμογής και του σκοπού της επιθεώρησης και, ενδεχομένως, τυχόν ρυθμίσεων σχετικά με τη συμμετοχή του προσωπικού της Αρχής. Η συμφωνία μπορεί να περιλαμβάνει διατάξεις που να επιτρέπουν να διενεργούνται συνδυασμένες ή κοινές επιθεωρήσεις σε σύντομο χρονικό διάστημα από την έγκριση και τον προγραμματισμό τους. Η Αρχή καταρτίζει υπόδειγμα συμφωνίας σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, καθώς και το εθνικό δίκαιο ή πρακτική.

2.   Οι συνδυασμένες και κοινές επιθεωρήσεις διενεργούνται σύμφωνα με το δίκαιο ή την πρακτική των κρατών μελών όπου διεξάγονται οι επιθεωρήσεις. Τυχόν παρακολούθηση των εν λόγω επιθεωρήσεων διενεργείται σύμφωνα με το δίκαιο ή την πρακτική των ενδιαφερόμενων κρατών μελών.

3.   Οι συνδυασμένες και κοινές επιθεωρήσεις πραγματοποιούνται κατά επιχειρησιακά αποτελεσματικό τρόπο. Για τον σκοπό αυτό, στη συμφωνία επιθεώρησης, τα κράτη μέλη χορηγούν σε υπαλλήλους από άλλο κράτος μέλος που συμμετέχουν στις εν λόγω επιθεωρήσεις κατάλληλο ρόλο και ιδιότητα, σύμφωνα με το δίκαιο ή την πρακτική του κράτους μέλους στο οποίο διενεργείται η επιθεώρηση.

4.   Η Αρχή παρέχει στα κράτη μέλη που πραγματοποιούν συνδυασμένες ή κοινές επιθεωρήσεις οργανωτική, υλικοτεχνική και τεχνική υποστήριξη και, ενδεχομένως, νομική εμπειρογνωμοσύνη, εφόσον ζητηθεί από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών μετάφρασης και διερμηνείας.

5.   Το προσωπικό της Αρχής μπορεί να παρίσταται ως παρατηρητής, να παρέχει υλικοτεχνική υποστήριξη και να συμμετέχει σε συνδυασμένη ή κοινή επιθεώρηση με την εκ των προτέρων συμφωνία του κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου θα παράσχει την αρωγή του για την επιθεώρηση σύμφωνα με το δίκαιο ή την πρακτική του κράτους μέλους.

6.   Η αρχή κράτους μέλους που διενεργεί συνδυασμένη ή κοινή επιθεώρηση υποβάλλει έκθεση στην Αρχή σχετικά με τα αποτελέσματα της επιθεώρησης στο εν λόγω κράτος μέλος, καθώς και σχετικά με τη συνολική επιχειρησιακή διεξαγωγή της συνδυασμένης ή κοινής επιθεώρησης, το αργότερο έξι μήνες από το τέλος της επιθεώρησης.

7.   Είναι δυνατή η χρησιμοποίηση των πληροφοριών που συλλέγονται κατά τις συνδυασμένες ή κοινές επιθεωρήσεις ως αποδεικτικά στοιχεία σε νομικές διαδικασίες στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, σύμφωνα με το δίκαιο ή την πρακτική του εν λόγω κράτους μέλους.

8.   Οι πληροφορίες σχετικά με συνδυασμένες και κοινές επιθεωρήσεις που συντονίζονται από την Αρχή, καθώς και οι πληροφορίες που παρέχονται από τα κράτη μέλη και την Αρχή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφοι 2 και 3, περιλαμβάνονται στις εκθέσεις που πρέπει να υποβάλλονται στο διοικητικό συμβούλιο δύο φορές τον χρόνο. Οι εν λόγω εκθέσεις αποστέλλονται και στην ομάδα συμφεροντούχων, οι δε ευαίσθητες πληροφορίες αποκρύπτονται. Η ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων για τις επιθεωρήσεις που υποστηρίζονται από την Αρχή περιλαμβάνεται στην ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων της Αρχής.

9.   Στην περίπτωση που η Αρχή, κατά τη διενέργεια συνδυασμένων ή κοινών επιθεωρήσεων ή κατά την εκτέλεση κάποιας από τις δραστηριότητές της, αντιληφθεί εικαζόμενες παρατυπίες κατά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, μπορεί να αναφέρει τις εν λόγω εικαζόμενες παρατυπίες, όπου ενδείκνυται, στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και στην Επιτροπή.

Άρθρο 10

Αναλύσεις και εκτίμηση κινδύνου της κινητικότητας του εργατικού δυναμικού

1.   Η Αρχή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη και, όπου ενδείκνυται, με τους κοινωνικούς εταίρους, εκτιμά τους κινδύνους και διενεργεί αναλύσεις σχετικά με την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού και το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας στην Ένωση. Η εκτίμηση κινδύνου και η διενέργεια αναλύσεων άπτονται θεμάτων όπως ανισορροπίες της αγοράς εργασίας, προκλήσεις σε συγκεκριμένους τομείς και επαναλαμβανόμενα προβλήματα και η Αρχή μπορεί επίσης να διενεργεί εστιασμένες εις βάθος αναλύσεις και μελέτες για τη διερεύνηση συγκεκριμένων προβλημάτων. Στο πλαίσιο της διενέργειας εκτίμησης κινδύνου και αναλύσεων, η Αρχή χρησιμοποιεί, στο μέτρο του δυνατού, σχετικά και τρέχοντα στατιστικά στοιχεία από υφιστάμενες έρευνες και αξιοποιεί και διασφαλίζει τη συμπλήρωση από την εμπειρογνωσία των οργανισμών και υπηρεσιών της Ένωσης και των εθνικών αρχών, οργανισμών ή υπηρεσιών, μεταξύ άλλων και στους τομείς της απάτης, της εκμετάλλευσης, των διακρίσεων, της πρόβλεψης δεξιοτήτων και της υγείας και ασφάλειας στην εργασία.

2.   Η Αρχή διοργανώνει αξιολογήσεις από ομοτίμους μεταξύ κρατών μελών που συμφωνούν να συμμετέχουν με σκοπό:

α)

να εξετάσει ζητήματα, δυσκολίες και συγκεκριμένα προβλήματα που ενδεχομένως προκύπτουν όσον αφορά την υλοποίηση και την ουσιαστική εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου εντός των αρμοδιοτήτων της Αρχής, καθώς και την έμπρακτη επιβολή του,

β)

να ενισχύσει τη συνέπεια της παροχής υπηρεσιών στους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις,

γ)

να βελτιώσει τις γνώσεις και την αμοιβαία κατανόηση των διαφορετικών συστημάτων και πρακτικών, καθώς και να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα των διάφορων μέτρων πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων πρόληψης και αποτροπής.

3.   Μετά την ολοκλήρωση εκτίμησης κινδύνου ή οποιουδήποτε άλλου είδους ανάλυσης, η Αρχή υποβάλλει τα πορίσματά της στην Επιτροπή, καθώς και στα οικεία κράτη μέλη απευθείας, περιγράφοντας τα πιθανά μέτρα για την αντιμετώπιση των αδυναμιών που εντοπίζονται.

Η Αρχή ενσωματώνει επίσης περίληψη των πορισμάτων της στις ετήσιες εκθέσεις της προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή.

4.   Η Αρχή συλλέγει, κατά περίπτωση, στατιστικά δεδομένα που συγκεντρώνονται και παρέχονται από τα κράτη μέλη στους τομείς του ενωσιακού δικαίου εντός των αρμοδιοτήτων της Αρχής. Κατά τη συλλογή των εν λόγω δεδομένων, η Αρχή προσπαθεί να συμβάλλει στον εξορθολογισμό των υφιστάμενων δραστηριοτήτων συλλογής δεδομένων στους τομείς αυτούς προκειμένου να αποφύγει την επικάλυψη εργασιών στη συλλογή των δεδομένων. Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, εφαρμόζεται το άρθρο 15. Η Αρχή βρίσκεται σε στενή επαφή με την Επιτροπή (Eurostat) και της κοινοποιεί, εφόσον ενδείκνυται, τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων συλλογής δεδομένων που εκτελεί.

Άρθρο 11

Υποστήριξη της δημιουργίας υποδομής ικανοτήτων

Η Αρχή στηρίζει τα κράτη μέλη με τη δημιουργία υποδομής ικανοτήτων με στόχο την προώθηση της συνεπούς επιβολής του ενωσιακού δικαίου σε όλους τους τομείς που απαριθμούνται στο άρθρο 1. Η Αρχή εκτελεί, ιδίως, τις ακόλουθες δραστηριότητες:

α)

αναπτύσσει, σε συνεργασία με τις εθνικές αρχές και, κατά περίπτωση, τους κοινωνικούς εταίρους, κοινές, μη δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές προς χρήση από τα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους, συμπεριλαμβανομένων των κατευθυντήριων γραμμών για τις επιθεωρήσεις σε υποθέσεις με διασυνοριακή διάσταση, καθώς και κοινούς ορισμούς και κοινές έννοιες, βασιζόμενη στις σχετικές εργασίες σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο,

β)

προάγει και υποστηρίζει την αμοιβαία συνδρομή, είτε με τη μορφή δραστηριοτήτων μεταξύ ομοτίμων ή είτε ομαδικών δραστηριοτήτων, καθώς και ανταλλαγές προσωπικού και προγράμματα αποσπάσεων μεταξύ των εθνικών αρχών,

γ)

προωθεί την ανταλλαγή και τη διάδοση εμπειριών και ορθών πρακτικών, συμπεριλαμβανομένων των παραδειγμάτων συνεργασίας μεταξύ των σχετικών εθνικών αρχών,

δ)

αναπτύσσει τομεακά και διατομεακά προγράμματα κατάρτισης, μεταξύ άλλων για τις επιθεωρήσεις εργασίας, και ειδικό υλικό κατάρτισης, μεταξύ άλλων μέσω διαδικτυακών μαθησιακών μεθόδων,

ε)

προωθεί εκστρατείες ευαισθητοποίησης, συμπεριλαμβανομένων των εκστρατειών για την ενημέρωση των ιδιωτών και των εργοδοτών, ιδίως των ΜΜΕ, σχετικά με τα δικαιώματά και τις υποχρεώσεις τους και τις ευκαιρίες που τους παρέχονται.

Άρθρο 12

Ευρωπαϊκή πλατφόρμα με σκοπό την ενίσχυση της συνεργασίας για την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας

1.   Η ευρωπαϊκή πλατφόρμα με σκοπό την ενίσχυση της συνεργασίας για την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας («πλατφόρμα») που θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 2 υποστηρίζει τις δραστηριότητες της Αρχής για την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας με:

α)

την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των σχετικών αρχών και άλλων εμπλεκόμενων φορέων των κρατών μελών με σκοπό την αποδοτικότερη και αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των ποικίλων μορφών αδήλωτης εργασίας και της ψευδώς δηλωμένης εργασίας που συνδέεται με την αδήλωτη εργασία, συμπεριλαμβανομένης της ψευδούς αυτοαπασχόλησης,

β)

τη βελτίωση της ικανότητας των διάφορων σχετικών αρχών και φορέων των κρατών μελών να αντιμετωπίσουν τις διασυνοριακές πτυχές της αδήλωτης εργασίας· συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία ισότιμων όρων ανταγωνισμού,

γ)

την αύξηση της ευαισθητοποίησης του κοινού σχετικά με ζητήματα αδήλωτης εργασίας και την επείγουσα ανάγκη κατάλληλης δράσης, καθώς και την ενθάρρυνση των κρατών μελών να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας,

δ)

την εκτέλεση των δραστηριοτήτων που παρατίθενται στο παράρτημα.

2.   Η πλατφόρμα ενθαρρύνει τη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών:

α)

μέσω της ανταλλαγής βέλτιστων πρακτικών και πληροφοριών,

β)

με την ανάπτυξη τεχνογνωσίας και ανάλυσης, αποφεύγοντας παράλληλα τυχόν αλληλεπικαλύψεις,

γ)

ενθαρρύνοντας και διευκολύνοντας καινοτόμες προσεγγίσεις για αποτελεσματική και αποδοτική διασυνοριακή συνεργασία και αξιολογώντας τις κτηθείσες εμπειρίες,

δ)

συμβάλλοντας στην οριζόντια κατανόηση των ζητημάτων που αφορούν την αδήλωτη εργασία.

3.   Η πλατφόρμα αποτελείται από:

α)

έναν ανώτερος εκπρόσωπο που διορίζει κάθε κράτος μέλος,

β)

έναν εκπρόσωπο της Επιτροπής,

γ)

μέχρι τέσσερις εκπροσώπους διακλαδικών οργανώσεων κοινωνικών εταίρων σε επίπεδο Ένωσης, που ορίζονται από τις εν λόγω οργανώσεις, οι οποίες εκπροσωπούν ισότιμα οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών.

4.   Οι ακόλουθοι συμφεροντούχοι μπορούν να συμμετέχουν ως παρατηρητές στις συνεδριάσεις της πλατφόρμας και η συμβολή τους λαμβάνεται δεόντως υπόψη:

α)

14 κατ’ ανώτατο όριο εκπρόσωποι των οργανώσεων των κοινωνικών εταίρων σε τομείς με υψηλή συχνότητα αδήλωτης εργασίας, διοριζόμενοι από τις εν λόγω οργανώσεις, οι οποίες εκπροσωπούν ισότιμα οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών,

β)

ένας εκπρόσωπος από το Eurofound, τον EU-OSHA και τη ΔΟΕ,

γ)

ένας εκπρόσωπος από κάθε τρίτη χώρα που συμμετέχει στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.

Στις συναντήσεις της πλατφόρμας μπορούν να προσκαλούνται να συμμετέχουν παρατηρητές πέραν αυτών του πρώτου εδαφίου και οι συνεισφορές τους λαμβάνονται δεόντως υπόψη.

Της πλατφόρμας προεδρεύει ένας εκπρόσωπος της Αρχής.

Άρθρο 13

Διαμεσολάβηση μεταξύ των κρατών μελών

1.   Η Αρχή, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Δικαστηρίου, μπορεί να διευκολύνει την επίλυση σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών μελών όσον αφορά μεμονωμένες περιπτώσεις εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου στους τομείς που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Σκοπός της εν λόγω διαμεσολάβησης είναι να συμβιβάζονται οι αποκλίνουσες απόψεις μεταξύ των κρατών μελών τα οποία είναι μέρη στη διαφορά και να εκδίδεται μη δεσμευτική γνώμη.

2.   Σε περίπτωση που η διαφορά δεν μπορεί να επιλυθεί με άμεσες επαφές και διάλογο μεταξύ των κρατών μελών τα οποία είναι μέρη στη διαφορά, η Αρχή κινεί διαδικασία διαμεσολάβησης κατόπιν αιτήματος ενός ή περισσότερων ενδιαφερόμενων κρατών μελών. Η Αρχή μπορεί επίσης να κινήσει με δική της πρωτοβουλία διαδικασία διαμεσολάβησης. Η διαμεσολάβηση πραγματοποιείται μόνο με τη σύμφωνη γνώμη όλων των κρατών μελών τα οποία είναι μέρη στη διαφορά.

3.   το πρώτο στάδιο της διαμεσολάβησης διεξάγεται μεταξύ των κρατών μελών τα οποία είναι μέρη στη διαφορά και ενός διαμεσολαβητή, ο οποίος εκδίδει μη δεσμευτική γνωμοδότηση με κοινή συμφωνία. Στο πρώτο στάδιο της διαμεσολάβησης δύνανται να συμμετέχουν εμπειρογνώμονες από τα κράτη μέλη, την Επιτροπή και την Αρχή ασκώντας συμβουλευτικό ρόλο.

4.   Εάν στο πρώτο στάδιο της διαμεσολάβησης δεν βρεθεί λύση, η Αρχή δρομολογεί ένα δεύτερο στάδιο διαμεσολάβησης ενώπιον της επιτροπής διαμεσολάβησης, εφόσον συμφωνούν όλα τα κράτη μέλη τα οποία είναι μέρη στη διαφορά.

5.   Η επιτροπή διαμεσολάβησης, η οποία απαρτίζεται από εμπειρογνώμονες προερχόμενους από τα κράτη μέλη, εξαιρουμένων των εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών που είναι μέρη στη διαφορά, προσπαθεί να συμβιβάσει τις απόψεις των κρατών μελών τα οποία είναι μέρη στη διαφορά και συμφωνεί σε μη δεσμευτική γνώμη. Οι εμπειρογνώμονες από την Επιτροπή και την Αρχή δύνανται να συμμετέχουν στο δεύτερο στάδιο διαμεσολάβησης ασκώντας συμβουλευτικό ρόλο.

6.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει τους διαδικαστικούς κανόνες για τη διαμεσολάβηση, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμίσεων εργασίας και του διορισμού διαμεσολαβητών, τις ισχύουσες προθεσμίες, τη συμμετοχή εμπειρογνωμόνων από τα κράτη μέλη, την Επιτροπή και την Αρχή και τη δυνατότητα της επιτροπής διαμεσολάβησης να συμμετέχει σε επιτροπές αποτελούμενες από διάφορα μέλη.

7.   Η συμμετοχή των κρατών μελών τα οποία είναι μέρη στη διαφορά και στα δύο στάδια της διαμεσολάβησης είναι προαιρετική. Όταν ένα τέτοιο κράτος μέλος αποφασίζει να μην συμμετάσχει στη διαμεσολάβηση, ενημερώνει την Αρχή και τα λοιπά κράτη μέλη τα οποία είναι μέρη στη διαφορά εγγράφως, μεταξύ άλλων με ηλεκτρονικά μέσα, για τους λόγους της απόφασής του, εντός της προθεσμίας που έχει οριστεί στους διαδικαστικούς κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 6.

8.   Κατά την υποβολή μιας υπόθεσης προς διαμεσολάβηση, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που σχετίζονται με την εν λόγω υπόθεση είναι ανωνυμοποιημένα κατά τέτοιον τρόπο ώστε η ταυτότητα του υποκειμένου των δεδομένων να μην μπορεί πλέον να εξακριβωθεί. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαμεσολάβησης, η Αρχή δεν επεξεργάζεται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των ιδιωτών τους οποίους αφορά η υπόθεση.

9.   Οι υποθέσεις στις οποίες υπάρχουν εν εξελίξει δικαστικές διαδικασίες σε εθνικό ή ενωσιακό επίπεδο δεν γίνονται δεκτές για διαμεσολάβηση από την Αρχή. Όταν κινούνται δικαστικές διαδικασίες κατά τη διάρκεια της διαμεσολάβησης, η διαδικασία διαμεσολάβησης αναστέλλεται.

10.   Η διαμεσολάβηση πραγματοποιείται με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας της Διοικητικής Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένων όλων των αποφάσεων που λαμβάνει. Στη διαμεσολάβηση λαμβάνονται υπόψη όλες οι σχετικές αποφάσεις της Διοικητικής Επιτροπής.

11.   Όταν μια διαφορά άπτεται, εν όλω ή εν μέρει, θεμάτων κοινωνικής ασφάλειας, η Αρχή ενημερώνει τη Διοικητική Επιτροπή.

Προκειμένου να διασφαλίζεται καλή συνεργασία, συντονισμός των δραστηριοτήτων με αμοιβαία συμφωνία και αποφυγή επικαλύψεων σε υποθέσεις διαμεσολάβησης που άπτονται ζητημάτων τόσο κοινωνικής ασφάλειας όσο και εργατικού δικαίου, η Διοικητική Επιτροπή και η Αρχή θεσπίζουν συμφωνία συνεργασίας.

Κατόπιν αιτήματος της Διοικητικής Επιτροπής και σε συμφωνία με τα κράτη μέλη τα οποία είναι μέρη στη διαφορά, η Αρχή παραπέμπει στη Διοικητική Επιτροπή το ζήτημα που αφορά την κοινωνική ασφάλεια σύμφωνα με το άρθρο 74α παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004. Η διαμεσολάβηση μπορεί να συνεχιστεί όσον αφορά τα ζητήματα που δεν άπτονται της κοινωνικής ασφάλειας.

Κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε από τα κράτη μέλη τα οποία είναι μέρη στη διαφορά, η Αρχή παραπέμπει το θέμα σχετικά με το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας στη Διοικητική Επιτροπή. Η παραπομπή αυτή μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε στάδιο της διαμεσολάβησης. Η διαμεσολάβηση μπορεί να συνεχιστεί όσον αφορά τα ζητήματα που δεν άπτονται της κοινωνικής ασφάλειας.

12.   Εντός τριών μηνών από την έκδοση της μη δεσμευτικής γνώμης, τα κράτη μέλη τα οποία είναι μέρη στη διαφορά υποβάλλουν έκθεση στην Αρχή σχετικά με τα μέτρα που έλαβαν ώστε να δοθεί συνέχεια στη γνώμη ή, όταν δεν έχουν λάβει μέτρα, σχετικά με τους λόγους που δεν το έχουν πράξει.

13.   Η Αρχή υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή δύο φορές τον χρόνο σχετικά με τα αποτελέσματα των υποθέσεων διαμεσολάβησης που χειρίστηκε και σχετικά με τις υποθέσεις στις οποίες δεν δόθηκε συνέχεια.

Άρθρο 14

Συνεργασία με οργανισμούς και εξειδικευμένους φορείς

Η Αρχή επιδιώκει σε όλες τις δραστηριότητές της τη διασφάλιση της συνεργασίας, την αποφυγή επικαλύψεων, την προώθηση συνεργειών και τη συμπληρωματικότητα με άλλους αποκεντρωμένους οργανισμούς της Ένωσης και ειδικευμένους φορείς, όπως η Διοικητική Επιτροπή. Για τον σκοπό αυτό, η Αρχή μπορεί να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας με σχετικούς οργανισμούς της Ένωσης, όπως το Cedefop, το Eurofound, ο EU-OSHA, το ETF, η Ευρωπόλ και η Eurojust.

Άρθρο 15

Διαλειτουργικότητα και ανταλλαγή πληροφοριών

Η Αρχή συντονίζει, αναπτύσσει και εφαρμόζει πλαίσια διαλειτουργικότητας για να εξασφαλιστεί η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών αλλά και με την Αρχή. Τα εν λόγω πλαίσια διαλειτουργικότητας βασίζονται και υποστηρίζονται από το ευρωπαϊκό πλαίσιο διαλειτουργικότητας και από την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική αναφοράς για τη διαλειτουργικότητα που αναφέρονται στην απόφαση (ΕΕ) 2015/2240.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ

Άρθρο 16

Διοικητική και διαχειριστική δομή

1.   Η διοικητική και διαχειριστική δομή της Αρχής αποτελείται από:

α)

διοικητικό συμβούλιο,

β)

εκτελεστικό διευθυντή,

γ)

ομάδα συμφεροντούχων.

2.   Η Αρχή δύναται να συγκροτεί ομάδες εργασίας ή ομάδες εμπειρογνωμόνων απαρτιζόμενες από εκπροσώπους των κρατών μελών ή της Επιτροπής ή από εξωτερικούς εμπειρογνώμονες ύστερα από διαδικασία επιλογής ή από συνδυασμό αυτών, για την εκπλήρωση των συγκεκριμένων καθηκόντων της ή για συγκεκριμένους τομείς πολιτικής. Συστήνει την πλατφόρμα που αναφέρεται στο άρθρο 12 ως μόνιμη ομάδα εργασίας και την επιτροπή διαμεσολάβησης που αναφέρεται στο άρθρο 13.

Ο εσωτερικός κανονισμός των εν λόγω ομάδων εργασίας και ομάδων εμπειρογνωμόνων καθορίζεται από την Αρχή κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή.

Άρθρο 17

Σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου

1.   Το διοικητικό συμβούλιο απαρτίζεται από:

α)

ένα μέλος από κάθε κράτος μέλος,

β)

δύο μέλη που εκπροσωπούν την Επιτροπή,

γ)

έναν ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα που διορίζεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

δ)

τέσσερα μέλη, που εκπροσωπούν διατομεακές οργανώσεις κοινωνικών εταίρων σε ενωσιακό επίπεδο και εκπροσωπούν ισότιμα συνδικαλιστικές οργανώσεις και οργανώσεων εργοδοτών.

Μόνο τα μέλη που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχεία α) έως β) έχουν δικαίωμα ψήφου.

2.   Για κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου προβλέπεται αναπληρωματικό μέλος. Το αναπληρωματικό μέλος εκπροσωπεί το τακτικό μέλος σε περίπτωση απουσίας του.

3.   Τα μέλη που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) και οι αναπληρωτές τους διορίζονται από το κράτος μέλος τους.

Η Επιτροπή διορίζει τα μέλη που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο β).

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διορίζει τον εμπειρογνώμονα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο γ).

Οι διατομεακές οργανώσεις κοινωνικών εταίρων σε ενωσιακό επίπεδο διορίζουν τους εκπροσώπους τους και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διορίζει ον ανεξάρτητο εμπειρογνώμονά του, αφού επαληθεύσουν ότι δεν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων.

Τα τακτικά και τα αναπληρωματικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου διορίζονται με κριτήριο τη γνώση τους στους τομείς που αναφέρονται στο άρθρο 1, ενώ λαμβάνονται υπόψη οι σχετικές δεξιότητές τους στους τομείς της διαχείρισης, της διοίκησης και του προϋπολογισμού.

Όλα τα μέρη που εκπροσωπούνται στο διοικητικό συμβούλιο καταβάλλουν προσπάθειες ώστε να περιορίζεται η εναλλαγή των εκπροσώπων τους, προκειμένου να διασφαλίζεται η ομαλή συνέχεια των εργασιών του. Όλα τα μέρη επιδιώκουν μια ισόρροπη εκπροσώπηση γυναικών και ανδρών στο διοικητικό συμβούλιο.

4.   Κάθε τακτικό και αναπληρωματικό μέλος υπογράφει γραπτή δήλωση κατά τη στιγμή της ανάληψης καθηκόντων ότι δεν τελεί σε κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων. Κάθε τακτικό και αναπληρωματικό μέλος επικαιροποιεί τη δήλωσή του όταν μεταβάλλονται οι περιστάσεις όσον αφορά τις συγκρούσεις συμφερόντων. Η Αρχή δημοσιοποιεί στον ιστότοπό της τις δηλώσεις και τις σχετικές επικαιροποιήσεις.

5.   Η θητεία των τακτικών και των αναπληρωματικών μελών του διοικητικού συμβουλίου είναι τετραετής. Η θητεία αυτή είναι ανανεώσιμη.

6.   Εκπρόσωποι τρίτων χωρών οι οποίες εφαρμόζουν το ενωσιακό δίκαιο σε τομείς που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό μπορούν να συμμετέχουν στις συνεδριάσεις και διαβουλεύσεις του διοικητικού συμβουλίου ως παρατηρητές.

7.   Ένας εκπρόσωπος του Eurofound, ένας εκπρόσωπος του EU-OSHA, ένας εκπρόσωπος του Cedefop και ένας εκπρόσωπος του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης μπορούν να κληθούν να συμμετάσχουν ως παρατηρητές στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα των οργανισμών και οι μεταξύ τους συνέργειες.

Άρθρο 18

Καθήκοντα του διοικητικού συμβουλίου

1.   Το διοικητικό συμβούλιο ιδίως:

α)

παρέχει στρατηγικό προσανατολισμό και επιβλέπει τις δραστηριότητες της Αρχής,

β)

εγκρίνει, με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του που έχουν δικαίωμα ψήφου, τον ετήσιο προϋπολογισμό της Αρχής και ασκεί άλλα καθήκοντα σε σχέση με τον προϋπολογισμό της Αρχής, σύμφωνα με το κεφάλαιο IV,

γ)

αξιολογεί και εγκρίνει την ενοποιημένη ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων της Αρχής, συμπεριλαμβανομένης της επισκόπησης της εκτέλεσης των καθηκόντων της, τη διαβιβάζει το αργότερο την 1η Ιουλίου κάθε έτους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο και τη δημοσιοποιεί,

δ)

θεσπίζει τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στην Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 29,

ε)

χαράσσει στρατηγική για την καταπολέμηση της απάτης, ανάλογη προς τους κινδύνους απάτης, λαμβάνοντας υπόψη το κόστος και τα οφέλη των μέτρων που πρέπει να εφαρμόζονται,

στ)

εγκρίνει κανόνες για την πρόληψη και τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων στις οποίες εμπλέκονται τα μέλη του και ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες του, καθώς και τα μέλη της ομάδας συμφεροντούχων και των ομάδων εργασίας και των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Αρχής που αναφέρονται στο άρθρο 16 παράγραφος 2, καθώς και οι αποσπασμένοι εθνικοί εμπειρογνώμονες και το λοιπό προσωπικό που δεν απασχολείται από την Αρχή όπως αναφέρεται στο άρθρο 33, και δημοσιεύει ετησίως στον δικτυακό του τόπο τις δηλώσεις συμφερόντων των μελών του διοικητικού συμβουλίου,

ζ)

εγκρίνει και επικαιροποιεί τακτικά τα σχέδια επικοινωνίας και διάδοσης που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 3, βάσει ανάλυσης των αναγκών,

η)

εγκρίνει τον εσωτερικό του κανονισμό,

θ)

εγκρίνει τους διαδικαστικούς κανόνες διαμεσολάβησης σύμφωνα με το άρθρο 13,

ι)

συγκροτεί ομάδες εργασίας και ομάδες εμπειρογνωμόνων βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 2 και εγκρίνει τους εσωτερικούς κανονισμούς τους,

ια)

ασκεί, σύμφωνα με την παράγραφο 2, όσον αφορά το προσωπικό της Αρχής, τις εξουσίες της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής που ανατίθενται από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης και της αρχής που είναι επιφορτισμένη με τη σύναψη των συμβάσεων πρόσληψης που ανατίθενται από το καθεστώς του λοιπού προσωπικού («εξουσίες αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής»),

ιβ)

εγκρίνει τους εκτελεστικούς κανόνες για τη θέση σε εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του καθεστώτος του λοιπού προσωπικού σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης,

ιγ)

θεσπίζει, αν κρίνεται αναγκαίο, δομή εσωτερικού ελέγχου,

ιδ)

διορίζει τον εκτελεστικό διευθυντή και, κατά περίπτωση, παρατείνει τη θητεία του ή τον παύει από τα καθήκοντά του, σύμφωνα με το άρθρο 31,

ιε)

διορίζει υπόλογο της Αρχής ο οποίος διέπεται από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης και το καθεστώς του λοιπού προσωπικού και είναι πλήρως ανεξάρτητος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του,

ιστ)

καθορίζει τη διαδικασία επιλογής των τακτικών και των αναπληρωματικών μελών της ομάδας συμφεροντούχων που συγκροτείται σύμφωνα με το άρθρο 23 και διορίζει τα εν λόγω τακτικά και αναπληρωματικά μέλη,

ιζ)

διασφαλίζει ότι δίνεται η κατάλληλη συνέχεια στα πορίσματα και τις συστάσεις που προκύπτουν από τις εσωτερικές ή εξωτερικές εκθέσεις ελέγχου και αξιολογήσεις, καθώς και από έρευνες που διενεργεί η OLAF,

ιη)

λαμβάνει όλες τις αποφάσεις σχετικά με τη συγκρότηση των εσωτερικών επιτροπών ή άλλων οργάνων της Αρχής και, όπου απαιτείται, σχετικά με την τροποποίησή τους, συνεκτιμώντας τις ανάγκες δραστηριοτήτων της Αρχής και λαμβάνοντας υπόψη τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση,

ιθ)

εγκρίνει το σχέδιο ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού της Αρχής που αναφέρεται στο άρθρο 24, πριν από την υποβολή του στην Επιτροπή προκειμένου αυτή να γνωμοδοτήσει σχετικά,

κ)

εγκρίνει, αφού λάβει τη γνώμη της Επιτροπής, το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού της Αρχής με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του διοικητικού συμβουλίου που διαθέτουν δικαίωμα ψήφου και σύμφωνα με το άρθρο 24.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο εκδίδει, σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, απόφαση με βάση το άρθρο 2 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και το άρθρο 6 του καθεστώτος του λοιπού προσωπικού, για τη μεταβίβαση των σχετικών εξουσιών αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής στον εκτελεστικό διευθυντή, καθώς και για τον καθορισμό των προϋποθέσεων με βάση τις οποίες μπορεί να ανασταλεί η εν λόγω μεταβίβαση. Ο εκτελεστικός διευθυντής έχει το δικαίωμα να μεταβιβάζει περαιτέρω τις εν λόγω εξουσίες.

3.   Όταν το επιβάλλουν εξαιρετικές περιστάσεις, το διοικητικό συμβούλιο δύναται, με απόφασή του, να αναστείλει προσωρινά τη μεταβίβαση στον εκτελεστικό διευθυντή των εξουσιών αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής και των εξουσιών που ο εκτελεστικός διευθυντής μεταβίβασε περαιτέρω και να τις ασκήσει το ίδιο ή να τις αναθέσει σε ένα από τα μέλη του ή σε άλλο μέλος του προσωπικού πλην του εκτελεστικού διευθυντή.

Άρθρο 19

Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου

1.   Το διοικητικό συμβούλιο εκλέγει πρόεδρο και αναπληρωτή πρόεδρο μεταξύ των μελών με δικαίωμα ψήφου και καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την ισόρροπη εκπροσώπηση των φύλων. Ο πρόεδρος και ο αναπληρωτής πρόεδρος εκλέγονται με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του διοικητικού συμβουλίου που διαθέτουν δικαίωμα ψήφου.

Σε περίπτωση που μια πρώτη ψηφοφορία δεν επιτύχει πλειοψηφία δύο τρίτων, οργανώνεται δεύτερη ψηφοφορία κατά την οποία ο πρόεδρος και ο αναπληρωτής πρόεδρος εκλέγονται με απλή πλειοψηφία των μελών του διοικητικού συμβουλίου που διαθέτουν δικαίωμα ψήφου.

Ο αναπληρωτής πρόεδρος αντικαθιστά αυτομάτως τον πρόεδρο, εάν ο τελευταίος δεν είναι σε θέση να εκτελέσει τα καθήκοντά του.

2.   Η διάρκεια της θητείας του προέδρου και του αναπληρωτή προέδρου είναι τριετής. Η θητεία τους μπορεί να ανανεωθεί μία φορά. Ωστόσο, σε περίπτωση που απολέσουν την ιδιότητα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου σε οποιαδήποτε στιγμή της θητείας τους, η θητεία τους λήγει την ίδια ημερομηνία αυτομάτως.

Άρθρο 20

Συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου

1.   Ο πρόεδρος συγκαλεί τις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου.

2.   Ο πρόεδρος οργανώνει τις διαβουλεύσεις ανάλογα με τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Τα μέλη που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχεία γ) και δ) δεν συμμετέχουν στις διαβουλεύσεις που αφορούν ευαίσθητες πληροφορίες για μεμονωμένες περιπτώσεις, όπως ορίζεται στον εσωτερικό κανονισμό του διοικητικού συμβουλίου.

3.   Ο εκτελεστικός διευθυντής της Αρχής συμμετέχει στις διαβουλεύσεις χωρίς δικαίωμα ψήφου.

4.   Το διοικητικό συμβούλιο πραγματοποιεί τουλάχιστον δύο τακτικές συνεδριάσεις ετησίως. Επιπλέον, συνεδριάζει, κατόπιν αιτήματος του προέδρου του ή κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής ή κατόπιν αιτήματος του ενός τρίτου τουλάχιστον των μελών του.

5.   Το διοικητικό συμβούλιο συγκαλεί συνεδριάσεις με την ομάδα συμφεροντούχων τουλάχιστον μία φορά ετησίως.

6.   Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να προσκαλεί οποιοδήποτε πρόσωπο ή οργανισμό του οποίου η γνώμη ενδέχεται να παρουσιάζει ενδιαφέρον, συμπεριλαμβανομένων των μελών της ομάδας συμφεροντούχων, να παραστεί στις συνεδριάσεις του ως παρατηρητής.

7.   Τα τακτικά και τα αναπληρωματικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου μπορούν, με την επιφύλαξη του εσωτερικού του κανονισμού, να επικουρούνται κατά τις συνεδριάσεις από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες.

8.   Η Αρχή παρέχει γραμματειακή υποστήριξη στο διοικητικό συμβούλιο.

Άρθρο 21

Κανόνες ψηφοφορίας του διοικητικού συμβουλίου

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 18 παράγραφος 1 στοιχεία β) και κ), του άρθρου 19 παράγραφος 1 και του άρθρου 31 παράγραφος 8, οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου λαμβάνονται με πλειοψηφία των μελών που διαθέτουν δικαίωμα ψήφου.

2.   Κάθε μέλος με δικαίωμα ψήφου διαθέτει μία ψήφο. Κατά την απουσία μέλους με δικαίωμα ψήφου, το δικαίωμα ψήφου του δικαιούται να ασκήσει ο αναπληρωτής του.

3.   Ο εκτελεστικός διευθυντής της Αρχής συμμετέχει στις διαβουλεύσεις χωρίς δικαίωμα ψήφου.

4.   Λεπτομερέστερες ρυθμίσεις σχετικά με την ψηφοφορία, ιδίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα μέλος μπορεί να ενεργεί εξ ονόματος άλλου μέλους και τις περιπτώσεις στις οποίες πρέπει να χρησιμοποιούνται γραπτές διαδικασίες ψηφοφορίας, καθορίζονται στον εσωτερικό κανονισμό του διοικητικού συμβουλίου.

Άρθρο 22

Αρμοδιότητες του εκτελεστικού διευθυντή

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι αρμόδιος για τη διαχείριση της Αρχής και επιδιώκει την επίτευξη ισόρροπης εκπροσώπησης των φύλων εντός της Αρχής. Ο εκτελεστικός διευθυντής λογοδοτεί στο διοικητικό συμβούλιο.

2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων του κατόπιν σχετικού αιτήματος. Το Συμβούλιο μπορεί να καλέσει τον εκτελεστικό διευθυντή να υποβάλει έκθεση σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων του.

3.   Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος της Αρχής.

4.   Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται στην Αρχή με τον παρόντα κανονισμό, ιδίως για:

α)

την τρέχουσα διοίκηση της Αρχής,

β)

την εκτέλεση των αποφάσεων που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό συμβούλιο,

γ)

την εκπόνηση του σχεδίου ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού και την υποβολή του στο διοικητικό συμβούλιο προς έγκριση,

δ)

την εφαρμογή του ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού και την υποβολή σχετικής έκθεσης στο διοικητικό συμβούλιο,

ε)

την κατάρτιση του σχεδίου ενοποιημένης ετήσιας έκθεσης δραστηριοτήτων της Αρχής και την υποβολή της στο διοικητικό συμβούλιο προς αξιολόγηση και έγκριση,

στ)

την κατάρτιση σχεδίου δράσης με βάση τα πορίσματα εσωτερικών ή εξωτερικών εκθέσεων ελέγχου και αξιολογήσεων, καθώς και ερευνών της OLAF, και την υποβολή έκθεσης προόδου δύο φορές ετησίως στην Επιτροπή και ανά τακτά χρονικά διαστήματα στο διοικητικό συμβούλιο,

ζ)

την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, με την εφαρμογή προληπτικών μέτρων κατά της απάτης, της διαφθοράς και άλλων παράνομων δραστηριοτήτων, με την επιφύλαξη της ερευνητικής αρμοδιότητας της OLAF, με αποτελεσματικούς ελέγχους και, σε περίπτωση που διαπιστωθούν παρατυπίες, με την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και, όπου κρίνεται αναγκαίο, την επιβολή αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών διοικητικών κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένων των χρηματικών κυρώσεων,

η)

τη χάραξη στρατηγικής της Αρχής, για την καταπολέμηση της απάτης, και την υποβολή της στο διοικητικό συμβούλιο προς έγκριση,

θ)

την κατάρτιση του σχεδίου των δημοσιονομικών κανόνων που εφαρμόζονται στην Αρχή και την υποβολή τους στο διοικητικό συμβούλιο,

ι)

την κατάρτιση του σχεδίου κατάστασης των προβλεπόμενων εσόδων και εξόδων της Αρχής ως τμήμα του ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού της Αρχής και την εκτέλεση του προϋπολογισμού της,

ια)

τη λήψη αποφάσεων για τη διαχείριση των ανθρώπινων πόρων, σύμφωνα με την απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 2,

ιβ)

τη λήψη αποφάσεων για τις εσωτερικές δομές της Αρχής, μεταξύ άλλων, όπου απαιτείται, για την ανάθεση καθηκόντων που δύνανται να καλύπτουν τη διαχείριση της Αρχής σε καθημερινή βάση και, όπου απαιτείται, την τροποποίησή τους, λαμβανομένων υπόψη των αναγκών που σχετίζονται με τις δραστηριότητες της Αρχής και τη χρηστή διαχείριση του προϋπολογισμού,

ιγ)

ανάλογα με την περίπτωση, τη συνεργασία με οργανισμούς της Ένωσης και τη σύναψη συμφωνιών συνεργασίας με αυτούς,

ιδ)

την εφαρμογή των μέτρων που λαμβάνει το διοικητικό συμβούλιο για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 από την Αρχή,

ιε)

την ενημέρωση του διοικητικού συμβουλίου σχετικά με τις παρατηρήσεις της ομάδας συμφεροντούχων.

5.   Ο εκτελεστικός διευθυντής αποφασίζει κατά πόσον απαιτείται η τοποθέτηση ενός ή περισσοτέρων υπαλλήλων σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, καθώς και η σύσταση γραφείου συνδέσμου στις Βρυξέλλες για την προαγωγή της συνεργασίας της Αρχής με τους σχετικούς οργανισμούς και όργανα της Ένωσης. Προτού λάβει απόφαση για ίδρυση τοπικού γραφείου ή γραφείου συνδέσμου, ο εκτελεστικός διευθυντής λαμβάνει εκ των προτέρων τη συγκατάθεση της Επιτροπής, του διοικητικού συμβουλίου και του κράτους μέλους όπου πρόκειται να ιδρυθεί το τοπικό γραφείο. Στην απόφαση διευκρινίζεται το πεδίο εφαρμογής των δραστηριοτήτων που πρόκειται να διενεργηθούν στο γραφείο, ώστε να αποφεύγεται το αδικαιολόγητο κόστος και η επικάλυψη διοικητικών καθηκόντων της Αρχής. Μπορεί να απαιτείται συμφωνία περί της έδρας με το κράτος μέλος όπου πρόκειται να ιδρυθεί το τοπικό γραφείο ή το γραφείο συνδέσμου.

Άρθρο 23

Ομάδα συμφεροντούχων

1.   Για να διευκολύνεται η διεξαγωγή διαβουλεύσεων με τους σχετικούς συμφεροντούχους και να αξιοποιείται η εμπειρογνωσία τους σε τομείς που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, συγκροτείται ομάδα συμφεροντούχων. Η ομάδα συμφεροντούχων λειτουργεί στο πλαίσιο της Αρχής και έχει συμβουλευτικά καθήκοντα.

2.   Η ομάδα συμφεροντούχων λαμβάνει προηγούμενη ενημέρωση και μπορεί, κατόπιν αιτήματος της Αρχής ή με δική της πρωτοβουλία, να υποβάλει γνώμες στην Αρχή σχετικά με:

α)

θέματα που σχετίζονται με την εφαρμογή και την επιβολή του δικαίου της Ένωσης στους τομείς που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, συμπεριλαμβανομένων των αναλύσεων διασυνοριακής κινητικότητας του εργατικού δυναμικού και της εκτίμησης κινδύνου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 10,

β)

το σχέδιο της ενοποιημένης ετήσιας έκθεσης δραστηριοτήτων της Αρχής που αναφέρεται στο άρθρο 18,

γ)

το σχέδιο ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού που αναφέρεται στο άρθρο 24.

3.   Πρόεδρος της ομάδας συμφεροντούχων είναι ο εκτελεστικός διευθυντής και η ομάδα συμφεροντούχων συνεδριάζει τουλάχιστον δύο φορές ετησίως με πρωτοβουλία του εκτελεστικού διευθυντή ή κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής.

4.   Η ομάδα συμφεροντούχων απαρτίζεται από δύο εκπροσώπους της Επιτροπής και δέκα εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων σε ενωσιακό επίπεδο, οι οποίοι εκπροσωπούν ισότιμα τα συνδικάτα και τις οργανώσεις εργοδοτών, συμπεριλαμβανομένων των αναγνωρισμένων τομεακών κοινωνικών εταίρων της Ένωσης που εκπροσωπούν τομείς τους οποίους αφορούν ιδιαίτερα θέματα κινητικότητας των εργαζομένων.

5.   Τα μέλη και τα αναπληρωματικά μέλη της ομάδας συμφεροντούχων ορίζονται από τις οργανώσεις τους και διορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο. Τα αναπληρωματικά μέλη διορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με τους ίδιους όρους που ισχύουν για τα μέλη, και αντικαθιστούν αυτόματα τα μέλη σε περίπτωση απουσίας. Στο μέτρο του δυνατού, γίνεται σεβαστή η ισόρροπη εκπροσώπηση ανδρών και γυναικών, καθώς και η επαρκής εκπροσώπηση των ΜΜΕ.

6.   Η Αρχή παρέχει γραμματειακή υποστήριξη στην ομάδα συμφεροντούχων. Η ομάδα συμφεροντούχων εγκρίνει τον εσωτερικό της κανονισμό με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών της που έχουν δικαίωμα ψήφου. Ο εσωτερικός κανονισμός υπόκειται σε έγκριση από το διοικητικό συμβούλιο.

7.   Η ομάδα συμφεροντούχων μπορεί να προσκαλεί εμπειρογνώμονες ή εκπροσώπους σχετικών διεθνών οργανισμών στις συνεδριάσεις της.

8.   Η Αρχή δημοσιοποιεί τις γνώμες, τις συμβουλές και τις συστάσεις της ομάδας συμφεροντούχων και τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεών της, εκτός εάν επιβάλλεται απαίτηση εμπιστευτικότητας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού της αρχής

Άρθρο 24

Ετήσιος και πολυετής προγραμματισμός

1.   Κάθε έτος, ο εκτελεστικός διευθυντής συντάσσει σχέδιο ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού, το οποίο περιλαμβάνει ιδίως πολυετή και ετήσιο προγραμματισμό, σύμφωνα με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1271/2013 της Επιτροπής (28), λαμβάνοντας υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής και τυχόν συμβουλές της ομάδας συμφεροντούχων.

2.   Έως τις 30 Νοεμβρίου κάθε έτους, το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Το διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή το αργότερο έως τις 31 Ιανουαρίου του επόμενου έτους, καθώς και κάθε μεταγενέστερη επικαιροποιημένη έκδοση του εν λόγω εγγράφου.

Το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού οριστικοποιείται μετά την τελική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης και, αν χρειαστεί, προσαρμόζεται ανάλογα.

3.   Το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας καθορίζει λεπτομερείς στόχους και αναμενόμενα αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένων δεικτών επιδόσεων. Περιλαμβάνει επίσης περιγραφή των δράσεων που θα χρηματοδοτηθούν και προσδιορίζει τους οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους που διατίθενται για κάθε δράση. Το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας συμβαδίζει με το πολυετές πρόγραμμα εργασίας που αναφέρεται στην παράγραφο 4. Προσδιορίζει σαφώς τα καθήκοντα που έχουν προστεθεί, μεταβληθεί ή απαλειφθεί σε σχέση με το προηγούμενο οικονομικό έτος. Όταν ανατίθεται στην Αρχή νέο καθήκον εντός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, το διοικητικό συμβούλιο τροποποιεί το εγκεκριμένο ετήσιο πρόγραμμα εργασίας.

Κάθε ουσιώδης τροποποίηση του ετήσιου προγράμματος εργασίας εγκρίνεται σύμφωνα με την ίδια διαδικασία που εφαρμόζεται και για το αρχικό ετήσιο πρόγραμμα εργασίας. Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να εξουσιοδοτήσει τον εκτελεστικό διευθυντή να επιφέρει μη ουσιώδεις τροποποιήσεις στο ετήσιο πρόγραμμα εργασίας.

4.   Το πολυετές πρόγραμμα εργασίας καθορίζει τον συνολικό στρατηγικό προγραμματισμό, συμπεριλαμβανομένων των στόχων, των αναμενόμενων αποτελεσμάτων και των δεικτών επιδόσεων. Επίσης, αναφέρει, για κάθε δραστηριότητα, τους ενδεικτικούς οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους που θεωρούνται αναγκαίοι για την επίτευξη των καθορισμένων στόχων.

Ο στρατηγικός προγραμματισμός επικαιροποιείται κατά περίπτωση, ιδίως για την αντιμετώπιση θεμάτων που προκύπτουν από την αξιολόγηση που αναφέρεται στο άρθρο 40.

Άρθρο 25

Κατάρτιση του προϋπολογισμού

1.   Κάθε έτος, ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει προσωρινό σχέδιο προβλέψεων των εσόδων και των δαπανών της Αρχής για το επόμενο οικονομικό έτος, συμπεριλαμβανομένου του πίνακα προσωπικού, και το διαβιβάζει στο διοικητικό συμβούλιο.

2.   Το προσωρινό σχέδιο προβλέψεων βασίζεται στους στόχους και στα αναμενόμενα αποτελέσματα του ετήσιου εγγράφου προγραμματισμού που αναφέρεται στο άρθρο 24 παράγραφος 3 και λαμβάνει υπόψη τους χρηματοδοτικούς πόρους που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων αυτών και των αναμενόμενων αποτελεσμάτων, σύμφωνα με την αρχή της κατάρτισης προϋπολογισμού βάσει επιδόσεων.

3.   Βάσει του προσωρινού σχεδίου προβλέψεων, το διοικητικό συμβούλιο εκδίδει σχέδιο προβλέψεων των εσόδων της Αρχής για το επόμενο οικονομικό έτος και το διαβιβάζει στην Επιτροπή έως τις 31 Ιανουαρίου κάθε έτους.

4.   Η Επιτροπή διαβιβάζει το σχέδιο προβλέψεων στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή μαζί με το σχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης. Το σχέδιο προβλέψεων επίσης διατίθεται στην Αρχή.

5.   Βάσει του σχεδίου προβλέψεων, η Επιτροπή εγγράφει στο σχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης τις προβλέψεις που κρίνει αναγκαίες για τον πίνακα προσωπικού και το ποσό της συνεισφοράς που θα βαρύνει τον γενικό προϋπολογισμό, τα υποβάλλει στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή σύμφωνα με τα άρθρα 313 και 314 ΣΛΕΕ.

6.   Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει τις πιστώσεις για τη συνεισφορά από τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης προς την Αρχή.

7.   Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει τον πίνακα προσωπικού της Αρχής.

8.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει τον προϋπολογισμό της Αρχής. Οριστικοποιείται μετά την τελική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης και, αν χρειαστεί, προσαρμόζεται ανάλογα.

9.   Για τυχόν έργα κατασκευής κτιρίων που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στον προϋπολογισμό της Αρχής, εφαρμόζεται ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1271/2013.

ΤΜΗΜΑ 2

Παρουσίαση, εκτέλεση και έλεγχος του προϋπολογισμού της Αρχής

Άρθρο 26

Διάρθρωση του προϋπολογισμού

1.   Για κάθε οικονομικό έτος καταρτίζονται προβλέψεις για το σύνολο των εσόδων και των δαπανών της Αρχής και εγγράφονται στον προϋπολογισμό της. Το οικονομικό έτος αντιστοιχεί στο ημερολογιακό έτος.

2.   Ο προϋπολογισμός της Αρχής είναι ισοσκελισμένος ως προς τα έσοδα και τις δαπάνες.

3.   Με την επιφύλαξη άλλων πόρων, τα έσοδα της Αρχής προέρχονται από:

α)

συνεισφορά της Ένωσης η οποία εγγράφεται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης,

β)

τυχόν προαιρετικές οικονομικές συνεισφορές των κρατών μελών,

γ)

τυχόν συνεισφορές τρίτων χωρών που συμμετέχουν στις εργασίες της Αρχής, όπως προβλέπεται στο άρθρο 42,

δ)

πιθανή χρηματοδότηση της Ένωσης υπό μορφή συμφωνιών ανάθεσης ή ad hoc επιδοτήσεων σύμφωνα με τους δημοσιονομικούς κανόνες της Αρχής που αναφέρονται στο άρθρο 29 και τις διατάξεις των συναφών εργαλείων που πλαισιώνουν τις πολιτικές της Ένωσης,

ε)

δικαιώματα που εισπράττει από δημοσιεύσεις ή άλλες υπηρεσίες που παρέχει η Αρχή.

4.   Οι δαπάνες της Αρχής περιλαμβάνουν τις αμοιβές του προσωπικού, τις διοικητικές δαπάνες και τις δαπάνες υποδομής, καθώς και τις επιχειρησιακές δαπάνες.

Άρθρο 27

Εκτέλεση του προϋπολογισμού

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής εκτελεί τον προϋπολογισμό της Αρχής.

2.   Κάθε έτος, ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή όλες τις πληροφορίες σχετικά με τα πορίσματα των διαδικασιών αξιολόγησης.

Άρθρο 28

Απόδοση λογαριασμών και απαλλαγή

1.   Ο υπόλογος της Αρχής αποστέλλει τους προσωρινούς λογαριασμούς για το οικονομικό έτος (έτος Ν) στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο μέχρι την 1η Μαρτίου του επόμενου οικονομικού έτους (έτος Ν + 1).

2.   Ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει επίσης τις λογιστικές πληροφορίες που απαιτούνται για την ενοποίηση στον υπόλογο της Επιτροπής, με τον τρόπο και τη μορφή που ορίζει ο τελευταίος, μέχρι την 1η Μαρτίου του έτους N + 1.

3.   Η Αρχή διαβιβάζει έκθεση σχετικά με τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση για το έτος Ν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο μέχρι την 31η Μαρτίου του έτους N + 1.

4.   Μετά την παραλαβή των παρατηρήσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί των προσωρινών λογαριασμών της Αρχής για το έτος N, ο υπόλογος της Αρχής καταρτίζει τους οριστικούς λογαριασμούς της Αρχής με δική του ευθύνη. Ο εκτελεστικός διευθυντής τους υποβάλλει προς γνωμοδότηση στο διοικητικό συμβούλιο.

5.   Το διοικητικό συμβούλιο διατυπώνει γνώμη σχετικά με τους οριστικούς λογαριασμούς της Αρχής για το έτος N.

6.   Ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει, έως την 1η Ιουλίου του έτους Ν + 1, τους οριστικούς λογαριασμούς για το έτος Ν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο, μαζί με τη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου.

7.   Έως τις 15 Νοεμβρίου του έτους Ν + 1, δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύνδεσμος προς τις σελίδες του δικτυακού τόπου που περιέχει τους οριστικούς λογαριασμούς της Αρχής.

8.   Ο εκτελεστικός διευθυντής αποστέλλει στο Ελεγκτικό Συνέδριο, μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου του έτους N + 1, απάντηση στις παρατηρήσεις που αυτό διατυπώνει στην ετήσια έκθεσή του. Ο εκτελεστικός διευθυντής αποστέλλει επίσης την απάντηση αυτή στο διοικητικό συμβούλιο και στην Επιτροπή.

9.   Ο εκτελεστικός διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατόπιν αιτήματος του τελευταίου, κάθε πληροφορία που απαιτείται για την ομαλή εφαρμογή της διαδικασίας απαλλαγής για το έτος Ν, σύμφωνα με το άρθρο 261 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (29).

10.   Έπειτα από σύσταση του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο χορηγεί απαλλαγή στον εκτελεστικό διευθυντή, έως τις 15 Μαΐου του έτους Ν + 2, για την εκτέλεση του προϋπολογισμού για το έτος Ν.

Άρθρο 29

Δημοσιονομικοί κανόνες

Οι δημοσιονομικοί κανόνες που ισχύουν για την Αρχή θεσπίζονται από το διοικητικό συμβούλιο κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή. Οι εν λόγω κανόνες δεν αποκλίνουν από τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1271/2013, παρά μόνον αν το απαιτούν ειδικές ανάγκες λειτουργίας της Αρχής και με προηγούμενη συμφωνία της Επιτροπής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ

Άρθρο 30

Γενική διάταξη

Στους υπαλλήλους της Αρχής εφαρμόζονται ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης και το καθεστώς του λοιπού προσωπικού και οι κανόνες που θεσπίστηκαν με συμφωνία μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης για την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του καθεστώτος του λοιπού προσωπικού.

Άρθρο 31

Εκτελεστικός διευθυντής

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής προσλαμβάνεται ως έκτακτος υπάλληλος της Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο α) του καθεστώτος του λοιπού προσωπικού.

2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής διορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο, από κατάλογο υποψηφίων που προτείνει η Επιτροπή, με ανοιχτή και διαφανή διαδικασία επιλογής. Ο επιλεγείς υποψήφιος καλείται να προβεί σε δήλωση ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και να απαντήσει σε ερωτήσεις μελών του Κοινοβουλίου. Η εν λόγω ανταλλαγή απόψεων δεν καθυστερεί αδικαιολόγητα τον διορισμό του εκτελεστικού διευθυντή.

3.   Για τη σύναψη της σύμβασης με τον εκτελεστικό διευθυντή, η Αρχή εκπροσωπείται από τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου.

4.   Η θητεία του εκτελεστικού διευθυντή είναι πενταετής. Πριν το τέλος της περιόδου αυτής, η Επιτροπή πραγματοποιεί αξιολόγηση, κατά την οποία λαμβάνονται υπόψη οι επιδόσεις του εκτελεστικού διευθυντή, καθώς και τα μελλοντικά καθήκοντα και προκλήσεις της Αρχής.

5.   Το διοικητικό συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη την αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο 4, δύναται να παρατείνει άπαξ τη θητεία του εκτελεστικού διευθυντή για διάστημα που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη.

6.   Ο εκτελεστικός διευθυντής του οποίου η θητεία έχει παραταθεί δυνάμει της παραγράφου 5 δεν συμμετέχει σε νέα διαδικασία επιλογής για την ίδια θέση στο τέλος της συνολικής περιόδου.

7.   Ο εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του μόνο με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου. Στην απόφασή του, το διοικητικό συμβούλιο λαμβάνει υπόψη του την αξιολόγηση των επιδόσεων του εκτελεστικού διευθυντή από την Επιτροπή, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 4.

8.   Οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου σχετικά με τον διορισμό, την παράταση της θητείας ή την παύση του εκτελεστικού διευθυντή λαμβάνονται με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών με δικαίωμα ψήφου.

Άρθρο 32

Εθνικοί υπάλληλοι-σύνδεσμοι

1.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει έναν εθνικό υπάλληλο-σύνδεσμο που αποσπάται ως εθνικός εμπειρογνώμονας στην Αρχή για να εργαστεί στην έδρα της, σύμφωνα με το άρθρο 33.

2.   Οι εθνικοί υπάλληλοι-σύνδεσμοι συμβάλλουν στην εκτέλεση των καθηκόντων της Αρχής, μεταξύ άλλων διευκολύνοντας τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών που καθορίζονται στο άρθρο 7, καθώς και την υποστήριξη και τον συντονισμό των επιθεωρήσεων που καθορίζονται στο άρθρο 8. Επιπλέον ενεργούν ως εθνικά σημεία επαφής για ερωτήματα που υποβάλλουν τα κράτη μέλη τους και για ερωτήματα τα οποία σχετίζονται με κράτη μέλη τους, είτε απαντώντας στα εν λόγω ερωτήματα άμεσα είτε μέσω σύνδεσης με τις εθνικές διοικήσεις τους.

3.   Οι εθνικοί υπάλληλοι-σύνδεσμοι έχουν το δικαίωμα να ζητούν και να λαμβάνουν κάθε σχετική πληροφορία από τα κράτη μέλη τους, όπως προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό, σεβόμενοι ταυτόχρονα πλήρως το εθνικό δίκαιο ή πρακτική των κρατών μελών τους, ιδίως όσον αφορά την προστασία των δεδομένων και τους κανόνες περί εμπιστευτικότητας.

Άρθρο 33

Αποσπασμένοι εθνικοί εμπειρογνώμονες και λοιπό προσωπικό

1.   Πέρα από τους εθνικούς υπαλλήλους-συνδέσμους, η Αρχή μπορεί να χρησιμοποιεί, σε οποιοδήποτε τομέα εργασίας της, αποσπασμένους εθνικούς εμπειρογνώμονες ή άλλο προσωπικό που δεν απασχολείται από την Αρχή.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο λαμβάνει απόφαση με την οποία θεσπίζονται κανόνες για την απόσπαση των εθνικών εμπειρογνωμόνων, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών υπαλλήλων-συνδέσμων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 34

Προνόμια και ασυλίες

Στην Αρχή και στο προσωπικό της εφαρμόζεται το πρωτόκολλο αριθ. 7 περί προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 35

Γλωσσικό καθεστώς

1.   Η Αρχή υπόκειται στις διατάξεις του κανονισμού αριθ. 1 του Συμβουλίου (30).

2.   Οι μεταφραστικές υπηρεσίες που απαιτούνται για τη λειτουργία της Αρχής παρέχονται από το Μεταφραστικό Κέντρο.

Άρθρο 36

Διαφάνεια, προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και επικοινωνία

1.   Για τα έγγραφα που έχει στην κατοχή της η Αρχή εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001. Το διοικητικό συμβούλιο, εντός έξι μηνών από την ημερομηνία της πρώτης συνεδρίασής του, θεσπίζει τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει μέτρα για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725, ιδίως εκείνα που αφορούν τον διορισμό υπευθύνου προστασίας δεδομένων της Αρχής και εκείνα που αφορούν τη νομιμότητα της επεξεργασίας δεδομένων, την ασφάλεια των δραστηριοτήτων επεξεργασίας, την παροχή πληροφοριών και τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων.

3.   Η Αρχή μπορεί να αναλαμβάνει δραστηριότητες επικοινωνίας με δική της πρωτοβουλία στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της. Η διάθεση πόρων για δραστηριότητες επικοινωνίας δεν αποβαίνει σε βάρος της αποτελεσματικής άσκησης των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 4. Οι δραστηριότητες επικοινωνίας διεξάγονται σύμφωνα με τα συναφή σχέδια επικοινωνίας και διάδοσης που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό συμβούλιο.

Άρθρο 37

Καταπολέμηση της απάτης

1.   Για τη διευκόλυνση της καταπολέμησης της απάτης, της διαφθοράς και άλλων παράνομων πράξεων δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013, η Αρχή, εντός έξι μηνών από την ημέρα που καταστεί επιχειρησιακή, προσχωρεί στη διοργανική συμφωνία της 25ης Μαΐου 1999 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF και θεσπίζει τις ενδεδειγμένες διατάξεις που εφαρμόζονται σε όλους τους υπαλλήλους της Αρχής, χρησιμοποιώντας το υπόδειγμα που καθορίζεται στο παράρτημα της εν λόγω συμφωνίας.

2.   Το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει την εξουσία να ελέγχει, βάσει παραστατικών και επιτόπιων ελέγχων, όλους τους δικαιούχους, εργολάβους και υπεργολάβους που έλαβαν ενωσιακά κονδύλια από την Αρχή.

3.   Η OLAF μπορεί να διεξάγει έρευνες, συμπεριλαμβανομένων επιτόπιων ελέγχων και εξακριβώσεων, για τη διαπίστωση τυχόν απάτης, διαφθοράς ή οποιασδήποτε άλλης παράνομης ενέργειας σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης σε σχέση με επιχορήγηση ή σύμβαση χρηματοδοτούμενη από την Αρχή, σύμφωνα με τις διατάξεις και τις διαδικασίες που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 και στον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου (31).

4.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1, 2 και 3, οι συμφωνίες συνεργασίας με τρίτες χώρες και με διεθνείς οργανισμούς, οι συμβάσεις, οι συμφωνίες επιχορήγησης και οι αποφάσεις επιχορήγησης της Αρχής περιέχουν διατάξεις οι οποίες εξουσιοδοτούν ρητά το Ελεγκτικό Συνέδριο και την OLAF να διεξάγουν τους εν λόγω λογιστικούς ελέγχους και έρευνες, σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους.

Άρθρο 38

Κανόνες ασφάλειας για την προστασία διαβαθμισμένων και ευαίσθητων μη διαβαθμισμένων πληροφοριών

Η Αρχή θεσπίζει δικούς της κανόνες ασφάλειας που είναι ισοδύναμοι με τους κανόνες ασφάλειας της Επιτροπής για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΠΕΕ) και των ευαίσθητων μη διαβαθμισμένων πληροφοριών, που καθορίζονται στις αποφάσεις (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/443 (32) και 2015/444 της Επιτροπής (33). Οι κανόνες ασφάλειας της Αρχής καλύπτουν, μεταξύ άλλων, διατάξεις περί ανταλλαγής, επεξεργασίας και αποθήκευσης τέτοιων πληροφοριών.

Άρθρο 39

Ευθύνη

1.   Η συμβατική ευθύνη της Αρχής διέπεται από το εφαρμοστέο στην οικεία σύμβαση δίκαιο.

2.   Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται δυνάμει τυχόν ρήτρας διαιτησίας που περιλαμβάνεται σε σύμβαση που συνάπτει η Αρχή.

3.   Σε περίπτωση μη συμβατικής ευθύνης, η Αρχή αποκαθιστά, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στο δίκαιο των κρατών μελών, οποιαδήποτε ζημία προκαλείται από αυτήν ή από τους υπαλλήλους της κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

4.   Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο για την εκδίκαση διαφορών οι οποίες αφορούν την αποκατάσταση των ζημιών όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3.

5.   Η προσωπική ευθύνη των μελών του προσωπικού έναντι της Αρχής διέπεται από τις διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του καθεστώτος του λοιπού προσωπικού.

Άρθρο 40

Αξιολόγηση και αναθεώρηση

1.   Έως την 1η Αυγούστου 2024 και στη συνέχεια ανά πενταετία, η Επιτροπή αξιολογεί την επίδοση της Αρχής σε σχέση με τους στόχους, την εντολή και τα καθήκοντά της. Η αξιολόγηση εξετάζει, ιδίως, την πείρα που αποκτήθηκε από τη διαδικασία διαμεσολάβησης σύμφωνα με το άρθρο 13. Εξετάζει επίσης την ενδεχόμενη ανάγκη τροποποίησης της εντολής της Αρχής και του πεδίου των δραστηριοτήτων της, συμπεριλαμβανομένης της επέκτασης του πεδίου ώστε να καλύψει ειδικές ανά τομέα ανάγκες, καθώς και τις δημοσιονομικές επιπτώσεις μιας τέτοιας τυχόν τροποποίησης, λαμβάνοντας επίσης υπόψη το έργο που έχουν επιτελέσει οι οργανισμοί της Ένωσης στους εν λόγω τομείς. Η αξιολόγηση διερευνά επίσης περαιτέρω συνέργειες και τον συντονισμό με οργανισμούς στον τομέα της απασχόλησης και της κοινωνικής πολιτικής. Βάσει της αξιολόγησης, η Επιτροπή δύναται, κατά περίπτωση, να υποβάλει νομοθετικές προτάσεις για την αναθεώρηση του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

2.   Σε περίπτωση που η Επιτροπή κρίνει ότι η συνέχιση της ύπαρξης της Αρχής δεν δικαιολογείται πλέον σε σχέση με τους στόχους, την εντολή και τα καθήκοντά της, μπορεί να εισηγηθεί τροποποίηση του παρόντος κανονισμού ή κατάργησή του αναλόγως.

3.   Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στο διοικητικό συμβούλιο σχετικά με τα πορίσματα της αξιολόγησης. Τα πορίσματα της αξιολόγησης δημοσιοποιούνται.

Άρθρο 41

Διοικητικές έρευνες

Οι δραστηριότητες της Αρχής υπόκεινται στις έρευνες του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή σύμφωνα με το άρθρο 228 ΣΛΕΕ.

Άρθρο 42

Συνεργασία με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς

1.   Στον βαθμό που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, η Αρχή δύναται να συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών και με διεθνείς οργανισμούς.

Για τον σκοπό αυτόν, η Αρχή δύναται, μετά από άδεια του διοικητικού συμβουλίου και κατόπιν έγκρισης της Επιτροπής, να αναπτύσσει ρυθμίσεις εργασίας με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών και με διεθνείς οργανισμούς. Οι εν λόγω ρυθμίσεις δεν δημιουργούν έννομες υποχρεώσεις για την Ένωση ή τα κράτη μέλη.

2.   Η Αρχή είναι ανοικτή στη συμμετοχή τρίτων χωρών οι οποίες έχουν συνάψει σχετικές συμφωνίες με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των συμφωνιών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, θεσπίζονται ρυθμίσεις που ορίζουν, κυρίως, τη φύση, την έκταση και τον τρόπο συμμετοχής των ενδιαφερόμενων τρίτων χωρών στο έργο της Αρχής, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων σχετικών με τη συμμετοχή στις πρωτοβουλίες που υλοποιεί η Αρχή, την οικονομική συνεισφορά και το προσωπικό. Στα ζητήματα προσωπικού, οι εν λόγω ρυθμίσεις τηρούν πάντοτε τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης και το καθεστώς του λοιπού προσωπικού.

3.   Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι η Αρχή λειτουργεί εντός των ορίων της εντολής της και του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου, μέσω της σύναψης κατάλληλης ρύθμισης συνεργασίας με τον εκτελεστικό διευθυντή της Αρχής.

Άρθρο 43

Συμφωνία σχετικά με την έδρα και όροι λειτουργίας

1.   Οι απαραίτητες ρυθμίσεις για τις εγκαταστάσεις στις οποίες θα φιλοξενηθεί η Αρχή στο κράτος μέλος υποδοχής, παράλληλα με τους ειδικούς κανόνες που θα εφαρμόζονται στο κράτος μέλος υποδοχής για τον εκτελεστικό διευθυντή, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, το προσωπικό και τα μέλη των οικογενειών τους, ορίζονται σε συμφωνία για την έδρα της Αρχής η οποία συνάπτεται μεταξύ της Αρχής και του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η έδρα, μόλις ληφθεί η έγκριση του διοικητικού συμβουλίου και το αργότερο μέχρι την 1η Αυγούστου 2021.

2.   Το κράτος μέλος υποδοχής της Αρχής προσφέρει τους καλύτερους δυνατούς όρους για να διασφαλίσει την ομαλή και αποδοτική λειτουργία της Αρχής, συμπεριλαμβανομένης της παροχής πολύγλωσσης σχολικής εκπαίδευσης με ευρωπαϊκό προσανατολισμό και κατάλληλων συγκοινωνιακών συνδέσεων.

Άρθρο 44

Έναρξη δραστηριοτήτων της Αρχής

1.   Η Αρχή καθίσταται επιχειρησιακή με την ικανότητα εκτέλεσης του προϋπολογισμού της έως την 1η Αυγούστου 2021.

2.   Η Επιτροπή είναι υπεύθυνη για την εγκατάσταση και την αρχική λειτουργία της Αρχής, έως ότου η Αρχή καταστεί επιχειρησιακή. Για τον σκοπό αυτό:

α)

έως ότου αναλάβει ο εκτελεστικός διευθυντής τα καθήκοντά του, έπειτα από τον διορισμό του από το διοικητικό συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 31, η Επιτροπή μπορεί να ορίσει υπάλληλο της Επιτροπής για να ενεργεί ως προσωρινός εκτελεστικός διευθυντής, ασκώντας τα καθήκοντα του εκτελεστικού διευθυντή,

β)

κατά παρέκκλιση από το άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο ια) και έως την έκδοση της απόφασης που αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 2, ο προσωρινός εκτελεστικός διευθυντής ασκεί εξουσία αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής,

γ)

η Επιτροπή μπορεί να προσφέρει βοήθεια στην Αρχή, ιδίως με την απόσπαση υπαλλήλων της Επιτροπής για την εκτέλεση των δραστηριοτήτων της Αρχής υπό την ευθύνη του προσωρινού εκτελεστικού διευθυντή ή του εκτελεστικού διευθυντή,

δ)

ο προσωρινός εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να εγκρίνει όλες τις πληρωμές που καλύπτονται από τις πιστώσεις που προβλέπονται στον προϋπολογισμό της Αρχής, μετά την έγκρισή τους από το διοικητικό συμβούλιο, και μπορεί να συνάπτει συμβάσεις, περιλαμβανομένων των συμβάσεων για την πρόσληψη προσωπικού, έπειτα από την έγκριση του πίνακα προσωπικού της Αρχής.

Άρθρο 45

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 883/2004 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 1, παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ιδα)   “Ευρωπαϊκή Αρχή Εργασίας”: ο οργανισμός που θεσπίστηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/1149 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1) και αναφέρεται στο άρθρο 74α.

(*1)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1149 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αρχής Εργασίας, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 883/2004, (ΕΕ) αριθ. 492/2011 και (ΕΕ) 2016/589 και την κατάργηση της απόφασης (ΕΕ) 2016/344 (ΕΕ L 186 της 11.7.2019, σ. 21).»."

2)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 74α

Ευρωπαϊκή Αρχή Εργασίας

1.   Με την επιφύλαξη των καθηκόντων και δραστηριοτήτων της Διοικητικής Επιτροπής η Ευρωπαϊκή Αρχή Εργασίας υποστηρίζει την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με τα καθήκοντά της που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2019/1149. Η Διοικητική Επιτροπή συνεργάζεται με την Ευρωπαϊκή Αρχή Εργασίας με σκοπό το συντονισμό των δραστηριοτήτων με κοινή συμφωνία και την αποφυγή τυχόν επικαλύψεων. Προς τούτο, συνάπτει συμφωνία συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή Αρχή Εργασίας.

2.   Η Διοικητική Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Αρχή Εργασίας να παραπέμψει ένα θέμα σχετικά με την κοινωνική ασφάλεια σε διαμεσολάβηση, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 11 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1149.».

Άρθρο 46

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 492/2011

.

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 492/2011 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 26, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Η Ευρωπαϊκή Αρχή Εργασίας που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/1149 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*2) συμμετέχει στις συνεδριάσεις της συμβουλευτικής επιτροπής ως παρατηρητής, προσφέροντας τεχνικές πληροφορίες και εμπειρογνωσία όπου χρειάζεται.

(*2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1149 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αρχής Εργασίας, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 883/2004, (ΕΕ) αριθ. 492/2011 και (ΕΕ) 2016/589 και την κατάργηση της απόφασης (ΕΕ) 2016/344 (ΕΕ L 186 της 11.7.2019, σ. 21).»."

2)

Τα άρθρα 29 έως 34 απαλείφονται με ισχύ από την ημερομηνία κατά την οποία η Αρχή καθίσταται επιχειρησιακή σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού.

3)

Το άρθρο 35 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 35

Ο ισχύων κατά την 8η Νοεμβρίου 1968 εσωτερικός κανονισμός της συμβουλευτικής επιτροπής εξακολουθεί να εφαρμόζεται.».

4)

Το άρθρο 39 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 39

Οι δαπάνες διοικητικής λειτουργίας της συμβουλευτικής επιτροπής εγγράφονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο τμήμα που αναφέρεται στην Επιτροπή.»

Άρθρο 47

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) 2016/589

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/589 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

την οργάνωση του δικτύου EURES στο πλαίσιο του οποίου συνεργάζονται η Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Αρχή Εργασίας και τα κράτη μέλη·»·

β)

το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

τη συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Αρχής Εργασίας και των κρατών μελών σχετικά με την ανταλλαγή διαθέσιμων συναφών δεδομένων για κενές θέσεις, αιτήσεις εργασίας και βιογραφικά σημειώματα·»·

γ)

το στοιχείο στ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«στ)

την προώθηση του δικτύου EURES σε ενωσιακό επίπεδο μέσω αποτελεσματικών μέτρων επικοινωνίας που λαμβάνονται από την Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Αρχή Εργασίας και τα κράτη μέλη.».

2)

Στο άρθρο 3, προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«8)   “Ευρωπαϊκή Αρχή Εργασίας”: ο οργανισμός που ιδρύθηκε σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/1149 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*3)·

(*3)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1149 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αρχής Εργασίας, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 883/2004, (ΕΕ) αριθ. 492/2011 και (ΕΕ) 2016/589 και την κατάργηση της απόφασης (ΕΕ) 2016/344 (ΕΕ L 186 της 11.7.2019, σ. 21).»."

3)

Στο άρθρο 4, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Διασφαλίζεται η δυνατότητα πρόσβασης των ατόμων με αναπηρία στις πληροφορίες που παρέχονται διά της διαδικτυακής πύλης EURES και στις υπηρεσίες υποστήριξης που διατίθενται σε εθνικό επίπεδο. Η Επιτροπή, το ευρωπαϊκό γραφείο συντονισμού και τα μέλη και οι εταίροι του EURES προσδιορίζουν τα μέσα για τη διασφάλιση αυτού όσον αφορά τις αντίστοιχες υποχρεώσεις τους.».

4)

Το άρθρο 7 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

το ευρωπαϊκό γραφείο συντονισμού, που ιδρύεται στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Αρχής Εργασίας και είναι υπεύθυνο να βοηθά το δίκτυο EURES στην υλοποίηση των δραστηριοτήτων του·»·

β)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ε)

η Επιτροπή.».

5)

Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Το ευρωπαϊκό γραφείο συντονισμού επικουρεί το δίκτυο EURES στην άσκηση των δραστηριοτήτων του, ιδίως αναπτύσσοντας και διεξάγοντας, σε στενή συνεργασία με τα ΕΓΣ και την Επιτροπή, τις ακόλουθες δραστηριότητες:»·

ii)

στο στοιχείο α), το σημείο i) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«i)

με την ιδιότητα του ιδιοκτήτη του συστήματος της διαδικτυακής πύλης EURES και συναφών υπηρεσιών ΤΠ, του καθορισμού των αναγκών των χρηστών και των απαιτήσεων των επιχειρήσεων που πρέπει να διαβιβάζονται στην Επιτροπή για τη λειτουργία και ανάπτυξη της διαδικτυακής πύλης, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων και διαδικασιών της για την ανταλλαγή κενών θέσεων, αιτήσεων εργασίας, βιογραφικών σημειωμάτων και δικαιολογητικών, καθώς και άλλων πληροφοριών, σε συνεργασία με άλλες σχετικές ενημερωτικές και συμβουλευτικές υπηρεσίες ή δίκτυα και πρωτοβουλίες της Ένωσης·»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Το ευρωπαϊκό γραφείο συντονισμού τελεί υπό τη διαχείριση της Ευρωπαϊκής Αρχής Εργασίας. Το ευρωπαϊκό γραφείο συντονισμού καθιερώνει τακτικό διάλογο με τους εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων σε ενωσιακό επίπεδο.»·

γ)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Το ευρωπαϊκό γραφείο συντονισμού, μετά από διαβούλευση με την ομάδα συντονισμού που αναφέρεται στο άρθρο 14 και με την Επιτροπή, καταρτίζει τα πολυετή προγράμματα εργασίας του.».

6)

Στο άρθρο 9 παράγραφος 2, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

συνεργασία με την Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Αρχή Εργασίας και τα κράτη μέλη για την αντιστάθμιση προσφοράς και ζήτησης εργασίας εντός του πλαισίου που καθορίζεται στο κεφάλαιο ΙΙΙ·».

7)

Στο άρθρο 14, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η ομάδα συντονισμού απαρτίζεται από αντιπροσώπους, στο κατάλληλο επίπεδο, της Επιτροπής, του ευρωπαϊκού γραφείου συντονισμού και των ΕΓΣ.».

8)

Στο άρθρο 16, η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Τα κράτη μέλη εξετάζουν μαζί με την Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Γραφείο Συντονισμού κάθε δυνατότητα να δίνεται προτεραιότητα σε πολίτες της Ένωσης κατά την πλήρωση κενών θέσεων εργασίας, ώστε να εξισορροπηθεί η προσφορά και ζήτηση εργασίας εντός της Ένωσης. Τα κράτη μέλη δύνανται να λαμβάνουν τα αναγκαία προς τούτο μέτρα.».

9)

Στο άρθρο 19, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη συνεργάζονται μεταξύ τους, με την Επιτροπή και με το Ευρωπαϊκό Γραφείο Συντονισμού σε ό,τι αφορά τη διαλειτουργικότητα ανάμεσα στα εθνικά συστήματα και την ευρωπαϊκή ταξινόμηση που αναπτύσσει η Επιτροπή. Η Επιτροπή τηρεί ενήμερα τα κράτη μέλη ως προς την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής ταξινόμησης.».

10)

Το άρθρο 29 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 29

Ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις ροές και τα πρότυπα

Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη παρακολουθούν και δημοσιοποιούν τις ροές και τα πρότυπα της εργασιακής κινητικότητας στο εσωτερικό της Ένωσης, με βάση τις εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Αρχής Εργασίας, χρησιμοποιώντας στατιστικά στοιχεία της Eurostat και διαθέσιμα εθνικά δεδομένα.».

Άρθρο 48

Κατάργηση

Η απόφαση (ΕΕ) 2016/344 καταργείται από την ημερομηνία κατά την οποία η Αρχή καθίσταται επιχειρησιακή σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού.

Οι παραπομπές στην καταργούμενη απόφαση νοούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 49

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 20 Ιουνίου 2019.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. CIAMBA


(1)  ΕΕ C 440 της 6.12.2018, σ. 128.

(2)  ΕΕ C 461 της 21.12.2018, σ. 16.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2019 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2019.

(4)  Οδηγία 2014/67/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για την εφαρμογή της οδηγίας 96/71/ΕΚ σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 σχετικά με τη διοικητική συνεργασία μέσω του Συστήματος Πληροφόρησης για την εσωτερική αγορά («κανονισμός ΙΜΙ») (ΕΕ L 159 της 28.5.2014, σ. 11).

(5)  Οδηγία 2014/54/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί μέτρων που διευκολύνουν την άσκηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων (ΕΕ L 128 της 30.4.2014, σ. 8).

(6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ L 166 της 30.4.2004, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1724 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 2ας Οκτωβρίου 2018 για τη δημιουργία ενιαίας ψηφιακής θύρας με σκοπό την παροχή πρόσβασης σε πληροφορίες, σε διαδικασίες και σε υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/589 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Απριλίου 2016, για το ευρωπαϊκό δίκτυο υπηρεσιών απασχόλησης (EURES), την πρόσβαση των εργαζομένων σε υπηρεσίες κινητικότητας και την περαιτέρω ενοποίηση των αγορών εργασίας και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 492/2011 και (ΕΕ) αριθ. 1296/2013 (ΕΕ L 107 της 22.4.2016, σ. 1).

(9)  Απόφαση (ΕΕ) 2016/344 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, περί δημιουργίας ευρωπαϊκής πλατφόρμας με σκοπό την ενίσχυση της συνεργασίας προς την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας (ΕΕ L 65 της 11.3.2016, σ. 12).

(10)  Απόφαση (ΕΕ) 2015/2240 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, για τη θέσπιση προγράμματος σχετικά με λύσεις και κοινά πλαίσια διαλειτουργικότητας για τις ευρωπαϊκές δημόσιες διοικήσεις, τις επιχειρήσεις και τους πολίτες (πρόγραμμα ISA2) ως μέσο εκσυγχρονισμού του δημόσιου τομέα (ΕΕ L 318 της 4.12.2015, σ. 1).

(11)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/2102 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2016, για την προσβασιμότητα των ιστοτόπων και των εφαρμογών για φορητές συσκευές των οργανισμών του δημόσιου τομέα (EE L 327 της 2.12.2016, σ. 1).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης (ΕΕ L 141 της 27.5.2011, σ. 1).

(13)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

(14)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).

(15)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43).

(16)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 248 της 18.9.2013, σ. 1).

(17)  ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1.

(18)  Απόφαση 2009/17/ΕΚ της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με την ίδρυση επιτροπής εμπειρογνωμόνων για την απόσπαση εργαζομένων (ΕΕ L 8 της 13.1.2009, σ. 26).

(19)  Οδηγία 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών (ΕΕ L 18 της 21.1.1997, σ. 1).

(20)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ L 284 της 30.10.2009, σ. 1).

(21)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ L 149 της 5.7.1971, σ. 2).

(22)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ L 74 της 27.3.1972, σ. 1).

(23)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1231/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για την επέκταση της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι δεν διέπονται ήδη από τους κανονισμούς αυτούς μόνον λόγω της ιθαγένειάς τους (ΕΕ L 344 της 29.12.2010, σ. 1).

(24)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 859/2003 του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 2003, για την επέκταση των διατάξεων του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 και του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι δεν καλύπτονται ήδη από τις διατάξεις αυτές μόνον λόγω της ιθαγένειάς τους (ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 1).

(25)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 561/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 και (ΕΚ) αριθ. 2135/98 του Συμβουλίου καθώς και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 του Συμβουλίου (ΕΕ L 102 της 11.4.2006, σ. 1).

(26)  Οδηγία 2006/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για καθορισμό ελάχιστων προϋποθέσεων για την εφαρμογή των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 και (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 του Συμβουλίου σχετικά με την κοινωνική νομοθεσία όσον αφορά δραστηριότητες οδικών μεταφορών και για την κατάργηση της οδηγίας 88/599/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 102 της 11.4.2006, σ. 35).

(27)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1071/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση κοινών κανόνων όσον αφορά τους όρους που πρέπει να πληρούνται για την άσκηση του επαγγέλματος του οδικού μεταφορέα και για την κατάργηση της οδηγίας 96/26/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 300 της 14.11.2009, σ. 51).

(28)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1271/2013 της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 2013, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού-πλαισίου για τους οργανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 208 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 328 της 7.12.2013, σ. 42).

(29)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ L 193 της 30.7.2018, σ. 1).

(30)  Κανονισμός αριθ. 1, της 15ης Απριλίου 1958, περί του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ 17 της 6.10.1958, σ. 385).

(31)  Κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες (ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 2).

(32)  Απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/443 της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2015, σχετικά με την ασφάλεια στην Επιτροπή (ΕΕ L 72 της 17.3.2015, σ. 41).

(33)  Απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/444 της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2015, σχετικά με τους κανόνες ασφαλείας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ (ΕΕ L 72 της 17.3.2015, σ. 53).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑΣ ΠΟΥ ΣΥΣΤΑΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 16 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για την υποστήριξη των στόχων της Αρχής όσον αφορά την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας, η πλατφόρμα επιδιώκει ιδίως:

1)

τη βελτίωση των γνώσεων σχετικά με την αδήλωτη εργασία, συμπεριλαμβανομένων των αιτίων, των περιφερειακών διαφορών και των διασυνοριακών πτυχών τους, μέσω κοινών ορισμών και κοινών εννοιών, τεκμηριωμένων εργαλείων μέτρησης και προώθησης της συγκριτικής ανάλυσης· την ανάπτυξη της αμοιβαίας κατανόησης των διάφορων συστημάτων και πρακτικών για την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας και την ανάλυση της αποτελεσματικότητας των μέτρων πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων των προληπτικών μέτρων και των κυρώσεων,

2)

τη διευκόλυνση και την αξιολόγηση των διάφορων μορφών συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και, κατά περίπτωση, τρίτων χωρών, όπως η ανταλλαγή προσωπικού, η χρήση βάσεων δεδομένων, οι κοινές δραστηριότητες και τα κοινά προγράμματα κατάρτισης, και τη δημιουργία ενός συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών για τη διοικητική συνεργασία με τη χρήση ειδικής ενότητας για την αδήλωτη εργασία στο πλαίσιο του συστήματος ΙΜΙ,

3)

τη δημιουργία εργαλείων, π.χ. τράπεζας γνώσεων, για αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών και εμπειριών, καθώς και την ανάπτυξη κατευθυντήριων γραμμών για την επιβολή της νομοθεσίας, εγχειριδίων ορθής πρακτικής, κοινών αρχών για τις επιθεωρήσεις με στόχο την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας και κοινών δραστηριοτήτων, όπως ευρωπαϊκές εκστρατείες· την αξιολόγηση των εμπειριών από τα εργαλεία αυτά,

4)

την ανάπτυξη προγράμματος ομαδικής μάθησης για τον εντοπισμό ορθών πρακτικών σε όλους τους σχετικούς τομείς για την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας και τη διοργάνωση αξιολογήσεων από ομοτίμους για την παρακολούθηση της προόδου όσον αφορά την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας στα κράτη μέλη που επιλέγουν να συμμετάσχουν στις εν λόγω αξιολογήσεις,

5)

την ανταλλαγή εμπειριών των εθνικών αρχών στο πλαίσιο της εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου για την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας.


11.7.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 186/57


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/1150 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 20ής Ιουνίου 2019

για την προώθηση της δίκαιης μεταχείρισης και της διαφάνειας για τους επιχειρηματικούς χρήστες επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης αποτελούν βασικούς καταλυτικούς παράγοντες που διευκολύνουν την επιχειρηματικότητα και τα νέα επιχειρηματικά μοντέλα, το εμπόριο και την καινοτομία, το οποίο μπορεί επίσης να βελτιώσει την ευημερία των καταναλωτών, και χρησιμοποιούνται ολοένα και περισσότερο τόσο από τον ιδιωτικό όσο και από τον δημόσιο τομέα. Προσφέρουν πρόσβαση σε νέες αγορές και εμπορικές ευκαιρίες που επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να αξιοποιούν τα οφέλη της εσωτερικής αγοράς. Προσφέρουν τη δυνατότητα αξιοποίησης των εν λόγω οφελών στους καταναλωτές στην Ένωση, ιδίως αυξάνοντας το εύρος επιλογής προϊόντων και υπηρεσιών όπως και συμβάλλοντας στην προσφορά ανταγωνιστικών τιμών επιγραμμικά, όμως επίσης θέτουν ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν, ώστε να υπάρχει ασφάλεια δικαίου.

(2)

Οι επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης μπορούν να έχουν ζωτική σημασία για την εμπορική επιτυχία των επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν τις εν λόγω υπηρεσίες για να προσεγγίσουν τους καταναλωτές. Για να αξιοποιηθούν πλήρως τα οφέλη της οικονομίας των επιγραμμικών πλατφορμών, είναι επομένως σημαντικό να μπορούν οι επιχειρήσεις να εμπιστεύονται τις επιγραμμικές πλατφόρμες διαμεσολάβησης με τις οποίες συνάπτουν εμπορικές σχέσεις. Τούτο έχει σημασία κυρίως διότι η αυξανόμενη διαμεσολάβηση των συναλλαγών μέσω επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης, η οποία απορρέει από τα ισχυρά έμμεσα αποτελέσματα δικτύου βάσει δεδομένων, οδηγεί σε αυξημένη εξάρτηση των εν λόγω επιχειρηματικών χρηστών, ιδίως των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων, από τις εν λόγω υπηρεσίες, προκειμένου να μπορέσουν να προσεγγίσουν τους καταναλωτές. Δεδομένης της εν λόγω αυξανόμενης εξάρτησης, οι πάροχοι των εν λόγω υπηρεσιών έχουν συχνά ανώτερη διαπραγματευτική ισχύ, γεγονός που τους επιτρέπει πρακτικώς να συμπεριφέρονται με τρόπο μονομερή και ενδεχομένως άδικο και επιβλαβή για τα νόμιμα συμφέροντα των επιχειρηματικών χρηστών τους και, εμμέσως, των καταναλωτών στην Ένωση. Για παράδειγμα, μπορούν να επιβάλουν μονομερώς στους επιχειρηματικούς χρήστες πρακτικές που αποκλίνουν έντονα από την ορθή εμπορική συμπεριφορά ή είναι αντίθετες προς την καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη. Ο παρών κανονισμός καλύπτει αυτά τα πιθανά σημεία τριβών στην οικονομία των επιγραμμικών πλατφορμών.

(3)

Οι καταναλωτές έχουν ενστερνιστεί τη χρήση των επιγραμμικών πλατφορμών. Ένα ανταγωνιστικό, δίκαιο και διαφανές επιγραμμικό οικοσύστημα μέσα στο οποίο οι εταιρείες συμπεριφέρονται με υπευθυνότητα είναι επίσης απαραίτητο για την ευημερία των καταναλωτών. Η διασφάλιση της διαφάνειας και της εμπιστοσύνης στην οικονομία των επιγραμμικών πλατφορμών στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ επιχειρήσεων θα μπορούσε να συμβάλει έμμεσα στη βελτίωση της εμπιστοσύνης του καταναλωτή προς την οικονομία των επιγραμμικών πλατφορμών. Όμως, οι απευθείας επιπτώσεις που η ανάπτυξη της οικονομίας των πλατφορμών αυτών έχει για τους καταναλωτές καλύπτονται από άλλους τομείς του ενωσιακού δικαίου, και ειδικότερα από το κεκτημένο σε θέματα προστασίας των καταναλωτών.

(4)

Ομοίως, οι επιγραμμικές μηχανές αναζήτησης μπορούν να αποτελέσουν σημαντικές πηγές διαδικτυακής κίνησης για τις επιχειρήσεις που προσφέρουν προϊόντα ή υπηρεσίες στους καταναλωτές μέσω ιστότοπων και μπορούν, επομένως, να επηρεάσουν σημαντικά την εμπορική επιτυχία των εν λόγω χρηστών εταιρικών ιστότοπων που προσφέρουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους επιγραμμικά στην εσωτερική αγορά. Εν προκειμένω, η κατάταξη των δικτυακών τόπων από τους παρόχους επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης, συμπεριλαμβανομένων των δικτυακών τόπων στους οποίους οι χρήστες εταιρικών ιστότοπων προσφέρουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους στους καταναλωτές, έχει σημαντικό αντίκτυπο στην επιλογή των καταναλωτών και την εμπορική επιτυχία των εν λόγω χρηστών εταιρικών ιστότοπων. Συνεπώς, ακόμα και ελλείψει συμβατικής σχέσης με τους χρήστες εταιρικών ιστότοπων, οι πάροχοι επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης μπορούν πρακτικώς να συμπεριφέρονται μονομερώς κατά τρόπο άδικο και επιβλαβή για τα νόμιμα συμφέροντα των χρηστών εταιρικών ιστότοπων και, έμμεσα, των καταναλωτών στην Ένωση.

(5)

Η φύση της σχέσης μεταξύ των χρηστών επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και των επιχειρηματικών χρηστών θα μπορούσε να οδηγήσει επίσης σε καταστάσεις όπου οι επιχειρηματικοί χρήστες έχουν συχνά περιορισμένες δυνατότητες να υποβάλλουν προσφυγή σε περίπτωση που μονομερείς ενέργειες των παρόχων αυτών των υπηρεσιών οδηγήσουν σε διαφορά. Σε πολλές περιπτώσεις, οι εν λόγω πάροχοι δεν προσφέρουν προσιτά και αποτελεσματικά εσωτερικά συστήματα διεκπεραίωσης καταγγελιών. Οι υφιστάμενοι εναλλακτικοί μηχανισμοί εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών ενδέχεται επίσης να είναι αναποτελεσματικοί για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων η έλλειψη εξειδικευμένων διαμεσολαβητών και ο φόβος των επιχειρηματικών χρηστών για αντίποινα.

(6)

Οι επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης και οι επιγραμμικές μηχανές αναζήτησης, καθώς και οι συναλλαγές που διευκολύνουν αυτές οι υπηρεσίες, έχουν εγγενές διασυνοριακό δυναμικό και έχουν ιδιαίτερη σημασία για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς της Ένωσης στη σημερινή οικονομία. Οι δυνητικά αθέμιτες και επιβλαβείς εμπορικές πρακτικές ορισμένων παρόχων των εν λόγω υπηρεσιών και η έλλειψη αποτελεσματικών μηχανισμών προσφυγής εμποδίζουν την πλήρη αξιοποίηση αυτού του δυναμικού και επηρεάζουν αρνητικά την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(7)

Θα πρέπει να θεσπιστεί ένα στοχευμένο σύνολο υποχρεωτικών κανόνων σε επίπεδο Ένωσης, ώστε να διασφαλιστεί ένα δίκαιο, προβλέψιμο, βιώσιμο και αξιόπιστο επιγραμμικό επιχειρηματικό περιβάλλον εντός της εσωτερικής αγοράς. Ειδικότερα, θα πρέπει να παρέχονται στους χρήστες επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης κατάλληλη διαφάνεια, καθώς και αποτελεσματικές δυνατότητες προσφυγής σε ολόκληρη την Ένωση ώστε να διευκολύνεται η άσκηση διασυνοριακών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων εντός της Ένωσης και έτσι να βελτιωθεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να αντιμετωπιστεί οποιοσδήποτε πιθανός αναδυόμενος κατακερματισμός στους συγκεκριμένους τομείς που καλύπτει ο παρών κανονισμός.

(8)

Οι κανόνες αυτοί θα πρέπει επίσης να προβλέπουν κατάλληλα κίνητρα που θα προάγουν την αμεροληψία και τη διαφάνεια, ειδικά όσον αφορά την κατάταξη των χρηστών εταιρικών ιστότοπων στα αποτελέσματα αναζήτησης που δημιουργούνται από τις επιγραμμικές μηχανές αναζήτησης. Ταυτόχρονα, οι κανόνες αυτοί θα πρέπει να είναι τέτοιοι ώστε να αναγνωρίζουν και να διαφυλάσσουν το σημαντικό δυναμικό καινοτομίας της ευρύτερης οικονομίας των επιγραμμικών πλατφορμών και να επιτρέπουν έναν υγιή ανταγωνισμό που θα οδηγεί σε περισσότερες επιλογές για τους καταναλωτές. Σκόπιμο είναι να διευκρινισθεί ότι ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να θίγει το εθνικό αστικό δίκαιο, και ιδίως το δίκαιο των συμβάσεων, π.χ. τους κανόνες σχετικά με την ισχύ, την κατάρτιση, τα αποτελέσματα ή τη λύση μιας σύμβασης, στο μέτρο που οι εθνικοί κανόνες του αστικού δικαίου είναι σύμφωνοι με το ενωσιακό δίκαιο και στον βαθμό που οι σχετικές πτυχές δεν καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παραμένουν ελεύθερα να εφαρμόζουν εθνικούς νόμους που απαγορεύουν ή τιμωρούν τις μονομερείς ενέργειες ή τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές όταν οι πτυχές αυτές δεν καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.

(9)

Δεδομένου ότι οι επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης και οι επιγραμμικές μηχανές αναζήτησης έχουν κατά κανόνα παγκόσμια διάσταση, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται στους παρόχους των εν λόγω υπηρεσιών, ανεξάρτητα από το εάν είναι εγκατεστημένοι σε κράτος μέλος ή εκτός της Ένωσης, υπό τον όρο ότι πληρούνται δύο σωρευτικές προϋποθέσεις. Πρώτον, οι επιχειρηματικοί χρήστες ή οι χρήστες εταιρικών ιστότοπων θα πρέπει να είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση. Δεύτερον, οι επιχειρηματικοί χρήστες ή οι χρήστες εταιρικών ιστότοπων θα πρέπει, μέσω της παροχής των εν λόγω υπηρεσιών, να προσφέρουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους σε καταναλωτές που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση τουλάχιστον για μέρος της συναλλαγής. Για να προσδιοριστεί κατά πόσο ένας επιχειρηματικός χρήστης ή ένας χρήστης εταιρικών ιστότοπων προσφέρει προϊόντα ή υπηρεσίες σε καταναλωτές εγκατεστημένους στην Ένωση, είναι αναγκαίο να εξακριβωθεί κατά πόσο είναι εμφανές ότι οι ανωτέρω κατευθύνουν τις δραστηριότητές τους σε καταναλωτές εγκατεστημένους σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη. Το κριτήριο αυτό θα πρέπει να ερμηνεύεται βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με το άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) και το άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4). Οι εν λόγω καταναλωτές θα πρέπει να είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση, αλλά δεν χρειάζεται να έχουν τόπο διαμονής στην Ένωση ούτε να έχουν την ιθαγένεια οποιουδήποτε κράτους μέλους. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται όταν οι επιχειρηματικοί χρήστες ή οι χρήστες εταιρικών ιστότοπων δεν είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση ή είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση, αλλά χρησιμοποιούν επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης ή επιγραμμικές μηχανές αναζήτησης για να προσφέρουν προϊόντα ή υπηρεσίες αποκλειστικά σε καταναλωτές που είναι εγκατεστημένοι εκτός Ένωσης ή σε πρόσωπα που δεν είναι καταναλωτές. Επιπλέον, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται ανεξαρτήτως του δικαίου που αλλιώς θα εφαρμοζόταν σε μια σύμβαση.

(10)

Μεγάλο εύρος σχέσεων μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών πραγματοποιούνται με επιγραμμική διαμεσολάβηση από παρόχους που προσφέρουν πολύπλευρες υπηρεσίες βασισμένες ουσιαστικά στο ίδιο επιχειρηματικό μοντέλο δημιουργίας οικοσυστήματος. Προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι σχετικές υπηρεσίες, οι επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης θα πρέπει να καθορίζονται με ακριβή και τεχνολογικά ουδέτερο τρόπο. Συγκεκριμένα, οι υπηρεσίες θα πρέπει να αποτελούνται από υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών, οι οποίες χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι έχουν ως στόχο να διευκολύνουν την έναρξη άμεσων συναλλαγών μεταξύ επιχειρηματικών χρηστών και καταναλωτών, ανεξάρτητα από το εάν οι συναλλαγές διενεργούνται τελικά στο διαδίκτυο, στην επιγραμμική πύλη του παρόχου των εν λόγω επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης, σε αυτή του επιχειρηματικού χρήστη, εκτός διαδικτύου ή στην πράξη καθόλου, με την έννοια ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει καμία απαίτηση για οποιαδήποτε συμβατική σχέση μεταξύ επιχειρηματικών χρηστών και καταναλωτών ως προϋπόθεση για επιγραμμική υπηρεσία διαμεσολάβησης εμπίπτουσα στο πεδίο του παρόντος κανονισμού. Η απλή συμπερίληψη μιας υπηρεσίας περιθωριακού και μόνο χαρακτήρα δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι αποδεικνύει πως σκοπός του ιστότοπου ή της υπηρεσίας είναι να διευκολύνει συναλλαγές με την έννοια της επιγραμμικής υπηρεσίας διαμεσολάβησης. Επιπλέον, οι υπηρεσίες θα πρέπει να παρέχονται βάσει συμβατικών σχέσεων μεταξύ των παρόχων και των επιχειρηματικών χρηστών που προσφέρουν προϊόντα ή υπηρεσίες στους καταναλωτές. Μια τέτοια συμβατική σχέση θα πρέπει να θεωρείται ότι υφίσταται όταν αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη εκφράζουν την πρόθεσή τους να δεσμευτούν με τρόπο ρητό σε σταθερό μέσο, χωρίς να απαιτείται απαραιτήτως ρητή γραπτή συμφωνία.

(11)

Στα παραδείγματα επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό θα πρέπει, συνεπώς, να συμπεριλαμβάνονται οι αγορές ηλεκτρονικού εμπορίου, οι συνεργατικές αγορές στις οποίες δραστηριοποιούνται επιχειρηματικοί χρήστες, οι επιγραμμικές υπηρεσίες εφαρμογών λογισμικού όπως καταστήματα εφαρμογών, και οι επιγραμμικές υπηρεσίες μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ανεξαρτήτως της τεχνολογίας που χρησιμοποιείται για την παροχή αυτών των υπηρεσιών. Κατά την ίδια έννοια, επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης θα μπορούσαν να παρασχεθούν και μέσω της τεχνολογίας φωνητικής υποστήριξης. Δεν θα πρέπει επίσης να έχει σημασία αν οι εν λόγω συναλλαγές μεταξύ επιχειρηματικών χρηστών και καταναλωτών αφορούν καταβολή χρημάτων ή αν οι συναλλαγές συνάπτονται εν μέρει εκτός διαδικτύου. Ωστόσο, ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης μεταξύ ομοτίμων χωρίς την παρουσία επιχειρηματικών χρηστών, σε αμιγείς επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης μεταξύ επιχειρήσεων που δεν προσφέρονται στους καταναλωτές, σε επιγραμμικά εργαλεία διανομής διαφημίσεων και σε επιγραμμικά δίκτυα ανταλλαγής διαφημίσεων που δεν παρέχονται με σκοπό τη διευκόλυνση της έναρξης άμεσων συναλλαγών και τα οποία δεν συνεπάγονται συμβατική σχέση με τους καταναλωτές. Για τον ίδιο λόγο, ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να καλύπτει υπηρεσίες λογισμικού βελτιστοποίησης των μηχανών αναζήτησης ούτε και υπηρεσίες που εστιάζονται σε λογισμικό φραγής διαφημίσεων. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να καλύπτει τεχνολογικές λειτουργίες και διεπαφές που απλώς συνδέουν υλικό και εφαρμογές, δεδομένου ότι κατά κανόνα δεν πληρούν τις απαιτήσεις περί επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης. Ωστόσο, οι εν λόγω λειτουργίες ή διεπαφές μπορούν να συνδέονται άμεσα ή να είναι επικουρικές ορισμένων επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και, σε αυτή την περίπτωση, οι αντίστοιχοι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης θα πρέπει να πληρούν απαιτήσεις διαφάνειας ως προς τη διαφοροποιημένη μεταχείριση που στηρίζεται σε αυτές τις λειτουργίες και διεπαφές. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει επίσης να εφαρμόζεται στις επιγραμμικές υπηρεσίες πληρωμών, δεδομένου ότι δεν πληρούν τις ισχύουσες απαιτήσεις, αλλά είναι εγγενώς βοηθητικές στις συναλλαγές για την παροχή προϊόντων και υπηρεσιών στους οικείους καταναλωτές.

(12)

Σύμφωνα με τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεδομένου ότι η εξάρτηση των επιχειρηματικών χρηστών παρατηρείται κυρίως στις επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης που χρησιμεύουν ως πύλη για τους καταναλωτές που είναι φυσικά πρόσωπα, η έννοια του καταναλωτή που χρησιμοποιείται για να περιγράψει το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να νοείται ότι αφορά αποκλειστικά τα φυσικά πρόσωπα, όταν ενεργούν για σκοπούς που δεν εμπίπτουν στις εμπορικές, επιχειρηματικές, βιοτεχνικές ή επαγγελματικές τους δραστηριότητες.

(13)

Δεδομένου του γρήγορου ρυθμού των καινοτομιών, ο ορισμός περί επιγραμμικής μηχανής αναζήτησης που χρησιμοποιείται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να είναι τεχνολογικά ουδέτερος. Ειδικότερα, ο ορισμός θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι καλύπτει και τις φωνητικές αναζητήσεις.

(14)

Οι χρήστες επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβηση τείνουν να χρησιμοποιούν προδιατυπωμένους γενικούς όρους και προϋποθέσεις και, προκειμένου να προστατεύονται αποτελεσματικά οι επιχειρηματικοί χρήστες, όπου απαιτείται, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται όταν οι όροι και οι προϋποθέσεις μιας συμβατικής σχέσης, ανεξάρτητα από το όνομα ή τη μορφή τους, ορίζονται μονομερώς από τον πάροχο των επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης. Το κατά πόσον οι όροι και οι προϋποθέσεις έχουν οριστεί μονομερώς θα πρέπει να αξιολογείται για κάθε περίπτωση χωριστά με βάση συνολική εκτίμηση. Για την εν λόγω συνολική εκτίμηση το σχετικό μέγεθος των ενδιαφερόμενων μερών, το γεγονός ότι υπήρξε διαπραγμάτευση, ή ότι ορισμένες από τις διατάξεις της ενδέχεται να έχουν αποτελέσει αντικείμενο μιας τέτοιας διαπραγμάτευσης και να έχουν οριστεί από κοινού από τον πάροχο και τον επιχειρηματικό χρήστη, δεν θα πρέπει να είναι από μόνο του καθοριστικό. Επί πλέον, η υποχρέωση για τον πάροχο επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης να προσφέρει στους επιχειρηματικούς χρήστες εύκολη πρόσβαση στους όρους και τις προϋποθέσεις του, ακόμη και κατά το προσυμβατικό στάδιο της εμπορικής τους σχέσης, σημαίνει ότι οι επιχειρηματικοί χρήστες δεν θα στερηθούν της διαφάνειας που προκύπτει από τον παρόντα κανονισμό ως αποτέλεσμα του ότι είναι με κάθε τρόπο σε θέση να διαπραγματευτούν επιτυχώς.

(15)

Για να διασφαλίζεται ότι οι γενικοί όροι και οι προϋποθέσεις μιας συμβατικής σχέσης δίνουν τη δυνατότητα στους επιχειρηματικούς χρήστες να καθορίζουν τους εμπορικούς όρους χρήσης, διακοπής και αναστολής των επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και να επιτυγχάνουν προβλεψιμότητα όσον αφορά την επιχειρηματική τους σχέση, οι εν λόγω όροι και προϋποθέσεις θα πρέπει να συντάσσονται με απλή και κατανοητή διατύπωση. Οι όροι και οι προϋποθέσεις δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι έχουν συνταχθεί με απλή και κατανοητή διατύπωση, όταν είναι ασαφείς, μη συγκεκριμένοι ή μη λεπτομερείς όσον αφορά σημαντικά εμπορικά ζητήματα και, συνεπώς, δεν παρέχουν στους επιχειρηματικούς χρήστες εύλογο βαθμό προβλεψιμότητας όσον αφορά τις σημαντικότερες πτυχές της συμβατικής σχέσης. Επί πλέον, η παραπλανητική διατύπωση δεν θα πρέπει να θεωρείται απλή και κατανοητή διατύπωση.

(16)

Για να διασφαλιστεί ότι οι επιχειρηματικοί χρήστες γνωρίζουν με επαρκή σαφήνεια πού και σε ποιον προωθούνται τα εμπορεύματα ή οι υπηρεσίες τους, θα πρέπει οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης να εξασφαλίζουν διαφάνεια στους επιχειρηματικούς χρήστες τους σε ό,τι αφορά κάθε πρόσθετο δίαυλο προώθησης ή πιθανό πρόγραμμα επιγραμμικής διαφήμισης (affiliate program) που οι επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης ενδέχεται να χρησιμοποιήσουν για να προωθήσουν τα εν λόγω εμπορεύματα ή υπηρεσίες. Οι πρόσθετοι δίαυλοι και τα προγράμματα επιγραμμικής διαφήμισης θα πρέπει να νοούνται κατά τεχνολογικά ουδέτερο τρόπο αλλά μπορούν, μεταξύ άλλων, να περικλείουν άλλους ιστότοπους, εφαρμογές ή άλλες επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης που χρησιμοποιούνται για την προώθηση των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσφέρει ο επιχειρηματικός χρήστης.

(17)

Η κυριότητα και ο έλεγχος επί των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επιγραμμικά μπορεί να έχουν σημαντική οικονομική σημασία και για τους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και για τους επιχειρηματικούς χρήστες τους. Για να διασφαλιστεί σαφήνεια και διαφάνεια απέναντι στους επιχειρηματικούς χρήστες και για να έχουν αυτοί καλύτερη κατανόηση, οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης θα πρέπει στους γενικούς όρους και τις προϋποθέσεις τους να προσθέτουν γενικές ή λεπτομερέστερες εάν το επιθυμούν πληροφορίες σχετικά με τις τυχόν συνολικές επιπτώσεις των εν λόγω όρων και προϋποθέσεων ως προς την κυριότητα και τον έλεγχο επί των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας του επιχειρηματικού χρήστη. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν μεταξύ άλλων να περιλαμβάνουν πληροφορίες όπως η γενική χρήση λογοτύπων, εμπορικών σημάτων ή εμπορικών ονομασιών.

(18)

Η διασφάλιση της διαφάνειας στους γενικούς όρους και προϋποθέσεις μπορεί να είναι ουσιώδης για την προώθηση βιώσιμων επιχειρηματικών σχέσεων και για την πρόληψη αθέμιτης συμπεριφοράς εις βάρος των επιχειρηματικών χρηστών. Οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης θα πρέπει επομένως να διασφαλίζουν ότι οι όροι και οι προϋποθέσεις είναι εύκολα διαθέσιμοι σε όλα τα στάδια της εμπορικής σχέσης, μεταξύ άλλων, σε μελλοντικούς επιχειρηματικούς χρήστες κατά το προσυμβατικό στάδιο, και ό,τι τυχόν τροποποιήσεις των όρων αυτών κοινοποιούνται με σταθερό μέσο στους επιχειρηματικούς χρήστες που αφορά εντός εύλογης και αναλογικής καθορισμένης προθεσμίας προειδοποίησης σε συνάρτηση με τις συγκεκριμένες περιστάσεις η οποία είναι τουλάχιστον 15 ημέρες. Αναλογικά μεγαλύτερες προθεσμίες προειδοποίησης άνω των 15 ημερών θα πρέπει να δίδονται όταν οι προτεινόμενες αλλαγές με αναθεωρημένους όρους και προϋποθέσεις απαιτούν από τους επιχειρηματικούς χρήστες να κάνουν τεχνικές ή εμπορικές προσαρμογές για να συμμορφωθούν με την τροποποίηση, π.χ. σημαντικές τεχνικές προσαρμογές των προϊόντων ή υπηρεσιών τους. Η εν λόγω προθεσμία προειδοποίησης δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται όταν και στον βαθμό που ο ενδιαφερόμενος επιχειρηματικός χρήστης παραιτείται από αυτήν κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτησης ή όταν και στον βαθμό που η ανάγκη εφαρμογής της τροποποίησης χωρίς την τήρηση της προθεσμίας προειδοποίησης απορρέει από νομική ή κανονιστική υποχρέωση που υπέχει ο πάροχος υπηρεσιών βάσει του δικαίου της Ένωσης ή του εθνικού δικαίου. Ωστόσο, ο όρος «τροποποίηση» δεν θα πρέπει να καλύπτει τις προτεινόμενες συντακτικές αλλαγές στο μέτρο που αυτές δεν μεταβάλλουν το περιεχόμενο ή την έννοια των όρων και προϋποθέσεων. Η απαίτηση του να κοινοποιούνται οι προτεινόμενες αλλαγές με σταθερό μέσο θα πρέπει να επιτρέψει στους επιχειρηματικούς χρήστες να αναθεωρούν αποτελεσματικά τις αλλαγές αυτές σε μεταγενέστερο στάδιο. Οι επιχειρηματικοί χρήστες θα πρέπει να έχουν δικαίωμα να καταγγείλουν τη σύμβασή τους εντός 15 ημερών από την παραλαβή προειδοποίησης για οποιαδήποτε αλλαγή, εκτός κι αν στη σύμβαση ισχύει συντομότερη προθεσμία, π.χ. δυνάμει του εθνικού αστικού δικαίου.

(19)

Γενικά, η υποβολή νέων προϊόντων ή υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων εφαρμογών λογισμικού, στις επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης, θα πρέπει να θεωρείται σαφής θετική πράξη παραιτήσεως εκ μέρους του επιχειρηματικού χρήστη από την προθεσμία προειδοποίησης που απαιτείται για αλλαγές των όρων και προϋποθέσεων. Ωστόσο, εάν η εύλογη κα αναλογική προθεσμία προειδοποίησης είναι μεγαλύτερη των 15 ημερών επειδή οι αλλαγές των όρων και προϋποθέσεων απαιτούν να προβεί ο επιχειρηματικός χρήστης σε σημαντικές τεχνικές ή εμπορικές προσαρμογές των προϊόντων ή υπηρεσιών του, τότε η προθεσμία προειδοποίησης δεν θα πρέπει να θεωρείται ως αυτομάτως αρθείσα όταν ο επιχειρηματικός χρήστης υποβάλει νέα προϊόντα και υπηρεσίες. Ο πάροχος επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης θα πρέπει να αναμένει ότι οι αλλαγές των όρων και προϋποθέσεων θα απαιτήσουν από τον επιχειρηματικό χρήστη να κάνει σημαντικές τεχνικές προσαρμογές όταν για παράδειγμα αφαιρούνται ολόκληρες λειτουργίες των επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης στις οποίες ο επιχειρηματικός χρήστης είχε πρόσβαση ή όταν προστίθενται νέες ή όταν οι επιχειρηματικοί χρήστες χρειαστεί ενδεχομένως να αναπροσαρμόσουν τα προϊόντα τους ή να αναπρογραμματίσουν τις υπηρεσίες τους ώστε να μπορούν να συνεχίσουν να λειτουργούν χρησιμοποιώντας τις επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης.

(20)

Προκειμένου να προστατεύονται οι επιχειρηματικοί χρήστες και να παρέχεται ασφάλεια δικαίου για αμφότερες τις πλευρές, μη συμμορφούμενοι όροι και προϋποθέσεις θα πρέπει να είναι άκυροι και χωρίς, δηλαδή σαν να μην υπήρχαν ποτέ με έννομα αποτελέσματα erga omnes και ex tunc. Οι υπόλοιπες διατάξεις θα πρέπει να παραμένουν έγκυρες και εκτελεστές, στον βαθμό που διακρίνονται από τις μη συμμορφούμενες διατάξεις. Οι αιφνιδιαστικές αλλαγές των υφιστάμενων όρων και προϋποθέσεων ενδέχεται να διαταράξουν σημαντικά τη δραστηριότητα των επιχειρηματικών χρηστών. Προκειμένου να περιοριστούν οι εν λόγω αρνητικές επιπτώσεις στους επιχειρηματικούς χρήστες και να αποθαρρυνθεί αυτή η συμπεριφορά, οι αλλαγές που πραγματοποιούνται κατά παράβαση της υποχρέωσης καθορισμένης προειδοποίησης θα πρέπει να είναι άκυρες, δηλαδή θα θεωρείται ότι δεν υπήρχαν ποτέ με έννομα αποτελέσματα erga omnes και ex tunc.

(21)

Για να μπορούν οι επιχειρηματικοί χρήστες να αξιοποιούν πλήρως τις εμπορικές ευκαιρίες που προσφέρουν οι επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης, οι πάροχοι αυτών των υπηρεσιών δεν θα πρέπει να εμποδίζουν εντελώς τους επιχειρηματικούς χρήστες τους από το να προβάλλουν την εμπορική τους ταυτότητα ως μέρος της προσφοράς τους ή της παρουσίας τους στις συγκεκριμένες επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης. Ωστόσο, αυτή η απαγόρευση παρέμβασης δεν θα πρέπει να νοείται ως δικαίωμα των επιχειρηματικών χρηστών να καθορίζουν μονομερώς την παρουσίαση της προσφοράς τους ή την παρουσία τους στις συγκεκριμένες επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης.

(22)

Οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης ενδέχεται να έχουν νόμιμους λόγους να αποφασίσουν να περιορίσουν, να αναστείλουν ή να διακόψουν την παροχή των υπηρεσιών τους σε συγκεκριμένο επιχειρηματικό χρήστη, συμπεριλαμβανομένης της διαγραφής μεμονωμένων προϊόντων ή υπηρεσιών συγκεκριμένου επιχειρηματικού χρήστη ή της ουσιαστικής αφαίρεσης των αποτελεσμάτων αναζήτησης. Πέραν της αναστολής, οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης μπορούν επίσης να περιορίσουν μια ατομική εγγραφή ενός επιχειρηματικού χρήστη· για παράδειγμα μέσω υποβιβασμού της ή αρνητικής παρουσίασής της, που μπορεί να περιλαμβάνει και την υποβάθμισή της. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι αποφάσεις αυτές μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά τα συμφέροντα των εκάστοτε επιχειρηματικών χρηστών, θα πρέπει να τους παρέχεται, κατά περίπτωση, πριν ή κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του περιορισμού ή της αναστολής ή διακοπής, αιτιολόγηση της εν λόγω απόφασης σε σταθερό μέσο. Προς ελαχιστοποίηση του αρνητικού αντίκτυπου αυτών των αποφάσεων στους επιχειρηματικούς χρήστες, οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης θα πρέπει επίσης να τους προσφέρουν μια δυνατότητα να διευκρινίσουν τα περιστατικά που οδήγησαν σε μια τέτοια απόφαση, στο πλαίσιο της εσωτερικής διαδικασίας διεκπεραίωσης παραπόνων, ώστε να βοηθούν τον επιχειρηματικό χρήστη, όποτε είναι δυνατό, να αποκαταστήσει τη συμμόρφωση. Επί πλέον, εάν ο πάροχος επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης ανακαλέσει την απόφασή του περί περιορισμού, αναστολής ή διακοπής, π.χ. επειδή η απόφαση ελήφθη κατά λάθος ή επειδή η παράβαση των όρων και προϋποθέσεων που οδήγησε στην απόφαση δεν διεπράχθη κακόπιστα και διορθώθηκε με ικανοποιητικό τρόπο, τότε οφείλει να επαναφέρει χωρίς καθυστέρηση τον ενδιαφερόμενο επιχειρηματικό χρήστη, καθώς και να παρέχεται στον επιχειρηματικό χρήστη κάθε πρόσβαση σε προσωπικά ή άλλα δεδομένα, ή και τα δύο, που ήταν διαθέσιμα πριν από την έκδοση της απόφασης.

Η αιτιολόγηση για τη λήψη αποφάσεων για τον περιορισμό, την αναστολή ή τον τερματισμό της παροχής επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης θα πρέπει επ’ αυτού να επιτρέπει στους επιχειρηματικούς χρήστες να εξακριβώνουν κατά πόσον υπάρχει δυνατότητα αμφισβήτησης της απόφασης, βελτιώνοντας έτσι τις δυνατότητες των επιχειρηματικών χρηστών να αναζητούν αποτελεσματική προσφυγή, όταν είναι απαραίτητο. Η αιτιολόγηση θα πρέπει να προσδιορίζει τους λόγους που δικαιολογούν την απόφαση, με βάση τους λόγους τους οποίους ο πάροχος έχει καθορίσει εκ των προτέρων στους όρους και τις προϋποθέσεις του και να παραπέμπει αναλογικά στις σχετικές ειδικές περιστάσεις που οδήγησαν στην απόφαση αυτή, συμπεριλαμβανομένων των κοινοποιήσεων τρίτων. Ωστόσο, ο πάροχος επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης δεν θα πρέπει υποχρεωτικώς να δίνει την αιτιολογία όταν περιορίζει, αναστέλλει ή τερματίζει διότι αυτό θα παραβίαζε μια νομική ή κανονιστική υποχρέωση. Επιπλέον, αιτιολογία δεν θα πρέπει να απαιτείται και όταν ο πάροχος αυτός μπορεί να αποδείξει ότι ο συγκεκριμένος επιχειρηματικός χρήστης παραβίασε κατ’ επανάληψη τους εφαρμοστέους όρους και προϋποθέσεις, με αποτέλεσμα τον τερματισμό ολόκληρης της παροχής υπηρεσιών επιγραμμικής διαμεσολάβησης.

(23)

Η διακοπή του συνόλου των επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και η σχετική διαγραφή δεδομένων που παρέχονται για τη χρήση επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης ή που προκύπτουν από την παροχή τους συνιστούν απώλεια σημαντικών πληροφοριών, που θα μπορούσε να έχει σημαντικές επιπτώσεις για τους επιχειρηματικούς χρήστες, ενώ θα μπορούσε επίσης να μειώσει την δυνατότητά τους να ασκήσουν με τον δέοντα τρόπο άλλα δικαιώματα που τους παρέχει ο παρών κανονισμός. Ως εκ τούτου, ο πάροχος επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης θα πρέπει να παρέχει στον ενδιαφερόμενο επιχειρηματικό χρήστη αιτιολόγηση με σταθερό μέσο, τουλάχιστον 30 ημέρες προτού τεθεί σε ισχύ η διακοπή της παροχής του συνόλου των οικείων επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης. Ωστόσο, όταν νομική ή κανονιστική υποχρέωση επιβάλλει στον πάροχο επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης να διακόψει την παροχή του συνόλου των επιγραμμικών του υπηρεσιών διαμεσολάβησης προς συγκεκριμένο χρήστη, η εν λόγω προθεσμία προειδοποίησης δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται. Ομοίως, η 30ήμερη προθεσμία προειδοποίησης δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται όταν ο πάροχος επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης επικαλείται δικαιώματα διακοπής βάσει εθνικής νομοθεσίας σύμφωνης με το ενωσιακό δίκαιο τα οποία επιτρέπουν την άμεση διακοπή εάν, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστάσεων στη συγκεκριμένη περίπτωση και σταθμίζοντας τα συμφέροντα αμφότερων των μερών, δεν είναι εύλογο να αναμένεται να συνεχιστεί η συμβατική σχέση έως τη συμφωνηθείσα λύση της ή έως τη λήξη της προθεσμίας προειδοποίησης. Τέλος, η 30ήμερη προθεσμία προειδοποίησης δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται όταν ο πάροχος επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης μπορεί να αποδείξει μια επαναλαμβανόμενη παράβαση των όρων και προϋποθέσεων. Οι διάφορες εξαιρέσεις από την 30ήμερη προθεσμία προειδοποίησης μπορούν ειδικότερα να προκύψουν σε σχέση με παράνομο ή ακατάλληλο περιεχόμενο, την ασφάλεια ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας, απομίμηση/παραποίηση, απάτη, κακόβουλο λογισμικό, ανεπιθύμητα ηλεκτρονικά μηνύματα, παραβιάσεις δεδομένων, άλλους κινδύνους για την κυβερνοασφάλεια ή καταλληλότητα του προϊόντος ή της υπηρεσίας για ανηλίκους. Για λόγους αναλογικότητας, οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης θα πρέπει, όπου είναι εύλογο και τεχνικά εφικτό, να διαγράφουν μόνο μεμονωμένα προϊόντα ή μεμονωμένες υπηρεσίες ενός επιχειρηματικού χρήστη. Η διακοπή του συνόλου των επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης συνιστά το αυστηρότερο από όλα τα μέτρα.

(24)

Η κατάταξη των προϊόντων και των υπηρεσιών από τους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης έχει σημαντικό αντίκτυπο στην επιλογή των καταναλωτών και, κατά συνέπεια, στην εμπορική επιτυχία των επιχειρηματικών χρηστών που προσφέρουν τα εν λόγω προϊόντα και τις εν λόγω υπηρεσίες στους καταναλωτές. Η κατάταξη αναφέρεται στη σχετική προβολή που δίδεται στις προσφορές των επιχειρηματικών χρηστών ή στη συνάφεια που αποδίδεται σε αποτελέσματα αναζήτησης όπως παρουσιάζονται, οργανώνονται ή κοινοποιούνται από παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης ή από παρόχους επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης, και προκύπτουν από τη χρήση αλγοριθμικών αλληλουχιών, μηχανισμών αξιολόγησης ή γνωμοδότησης, οπτικών επισημάνσεων ή άλλων μέσων προεκβολής ή συνδυασμών τους. Η προβλεψιμότητα συνεπάγεται ότι οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης καθορίζουν την κατάταξη κατά τρόπο μη αυθαίρετο. Οι πάροχοι θα πρέπει, επομένως, να περιγράφουν εκ των προτέρων τις κύριες παραμέτρους που καθορίζουν την κατάταξη, προκειμένου οι επιχειρηματικοί χρήστες να έχουν βελτιωμένη προβλεψιμότητα, να κατανοούν καλύτερα τη λειτουργία του μηχανισμού κατάταξης και να μπορούν να συγκρίνουν τις πρακτικές κατάταξης που εφαρμόζουν οι διάφοροι πάροχοι. Ο ειδικός σχεδιασμός αυτής της υποχρέωσης διαφάνειας είναι σημαντικός για τους επιχειρηματικούς χρήστες, δεδομένου ότι συνεπάγεται τον προσδιορισμό μιας μικρής δέσμης παραμέτρων ως των πλέον συναφών, μέσα από ένα πολύ ευρύτερο φάσμα παραμέτρων με κάποια επίδραση στην κατάταξη. Η αιτιολογημένη αυτή περιγραφή εκτιμάται ότι θα βοηθάει τους επιχειρηματικούς χρήστες να βελτιώνουν την παρουσίαση των προϊόντων ή υπηρεσιών τους ή ορισμένα εγγενή χαρακτηριστικά των εν λόγω προϊόντων ή υπηρεσιών. Η έννοια της κύριας παραμέτρου θα πρέπει να θεωρείται ότι αναφέρεται σε γενικά κριτήρια, διαδικασίες, συγκεκριμένα σήματα που ενσωματώνονται σε αλγόριθμους ή σε άλλους μηχανισμούς προσαρμογής ή υποβιβασμού που χρησιμοποιούνται σε σχέση με την κατάταξη.

(25)

Η περιγραφή των κύριων παραμέτρων που καθορίζουν την κατάταξη θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει επεξήγηση κάθε δυνατότητας των επιχειρηματικών χρηστών να επηρεάζουν ενεργά την κατάταξη έναντι αμοιβής, καθώς και μία επεξήγηση των σχετικών επιπτώσεων. Η αμοιβή είναι δυνατόν, στο πλαίσιο αυτό, να αφορά πληρωμές με κύριο ή αποκλειστικό σκοπό τη βελτίωση της κατάταξης, καθώς και έμμεση αμοιβή υπό τη μορφή αποδοχής από έναν επιχειρηματικό χρήστη κάθε είδους πρόσθετων υποχρεώσεων με το ίδιο πρακτικό αποτέλεσμα, όπως η χρήση παρεπόμενων υπηρεσιών ή υπηρεσιών κορυφαίων χαρακτηριστικών. Το περιεχόμενο της περιγραφής, μεταξύ άλλων ο αριθμός και το είδος των κύριων παραμέτρων, μπορεί συνεπώς να ποικίλλει ευρέως ανάλογα με τις συγκεκριμένες επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης, αλλά θα πρέπει να παρέχει στους επιχειρηματικούς χρήστες επαρκή κατανόηση του τρόπου με τον οποίο ο μηχανισμός κατάταξης λαμβάνει υπόψη τα χαρακτηριστικά των πραγματικών προϊόντων ή υπηρεσιών που προσφέρονται από τον επιχειρηματικό χρήστη και τη συνάφειά τους για τους καταναλωτές των συγκεκριμένων επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης. Οι δείκτες που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της ποιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών των επιχειρηματικών χρηστών, η χρήση επιμελητών και η ικανότητά τους να επηρεάζουν την κατάταξη των εν λόγω προϊόντων ή υπηρεσιών, ο αντίκτυπος που έχουν στην κατάταξη η αμοιβή και στοιχεία που καθόλου ή ελάχιστα μόνο αφορούν το ίδιο το προϊόν ή την υπηρεσία –π.χ. στοιχεία από την επιγραμμική παρουσίαση της προσφοράς– είναι πιθανά παραδείγματα κύριων παραμέτρων που, όταν περιλαμβάνονται σε μια γενική περιγραφή του μηχανισμού κατάταξης σε απλή και κατανοητή γλώσσα, εκτιμάται ότι θα βοηθά τους επιχειρηματικούς χρήστες να διαμορφώσουν την απαιτούμενη επαρκή κατανόηση της λειτουργίας του μηχανισμού.

(26)

Ομοίως, η κατάταξη των δικτυακών τόπων από τους παρόχους επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης, ιδίως εκείνων των δικτυακών τόπων μέσω των οποίων οι επιχειρήσεις προσφέρουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους στους καταναλωτές, έχει σημαντικό αντίκτυπο στην επιλογή των καταναλωτών και στην εμπορική επιτυχία των χρηστών των εν λόγω εταιρικών ιστότοπων. Οι πάροχοι επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης θα πρέπει, επομένως, να παρέχουν περιγραφή των κύριων παραμέτρων που καθορίζουν την κατάταξη όλων των ευρετηριασμένων ιστότοπων, και τη σχετική σημασία των εν λόγω κύριων παραμέτρων κατ’ αντιδιαστολή προς άλλες παραμέτρους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των χρηστών εταιρικών ιστότοπων, καθώς και άλλων ιστότοπων. Εκτός από τα χαρακτηριστικά των προϊόντων και των υπηρεσιών και τη σημασία τους για τους καταναλωτές, αυτή η περιγραφή, στην περίπτωση των επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης, θα πρέπει επίσης να επιτρέπει στους χρήστες εταιρικών ιστότοπων να κατανοούν επαρκώς κατά πόσον, με ποιον τρόπο και σε ποιο βαθμό συνυπολογίζονται ορισμένα χαρακτηριστικά σχεδιασμού του ιστότοπου που χρησιμοποιούν, όπως η βελτιστοποίηση της απεικόνισης σε κινητές συσκευές τηλεπικοινωνιών. Θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει επεξήγηση κάθε δυνατότητας των χρηστών εταιρικών ιστοτόπων να επηρεάζουν ενεργά την κατάταξη έναντι αμοιβής, καθώς και των σχετικών επιπτώσεων. Ελλείψει συμβατικής σχέσης μεταξύ παρόχων επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης και χρηστών εταιρικών ιστότοπων, η περιγραφή αυτή θα πρέπει να είναι διαθέσιμη στο κοινό σε προφανή και εύκολα προσβάσιμη θέση στη σχετική επιγραμμική μηχανή αναζήτησης. Χώροι δικτυακών τόπων που απαιτούν από τους χρήστες σύνδεση ή εγγραφή, δεν θα πρέπει να νοούνται ως εύκολα διαθέσιμοι στο κοινό κατ’ αυτήν την έννοια.

Προκειμένου να εξασφαλίζεται προβλεψιμότητα για τους χρήστες εταιρικών ιστότοπων, η περιγραφή θα πρέπει επίσης να είναι επικαιροποιημένη, καθώς και να προβλέπεται η δυνατότητα να καθίστανται εύκολα αναγνωρίσιμες τυχόν αλλαγές στις κύριες παραμέτρους. Η ύπαρξη μιας επικαιροποιημένης περιγραφής των κυρίων παραμέτρων θα είναι επίσης προς όφελος και άλλων χρηστών πέρα από τους χρήστες εταιρικών ιστότοπων που χρησιμοποιούν την επιγραμμική μηχανή αναζήτησης. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι πάροχοι επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης μπορούν να αποφασίζουν να επηρεάσουν την κατάταξη σε μία συγκεκριμένη περίπτωση ή να αφαιρέσουν ένα συγκεκριμένο ιστότοπο από την κατάταξη, βάσει κοινοποιήσεων από τρίτα μέρη. Σε αντίθεση με τους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης, οι πάροχοι επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης δεν μπορούν να υποχρεωθούν, εν απουσία οποιασδήποτε συμβατικής σχέσης μεταξύ των μερών, να ειδοποιήσουν αυτοί απευθείας έναν χρήστη εταιρικών ιστότοπων για τη διαγραφή ή την αλλαγή στην κατάταξη που έχει γίνει λόγω κοινοποίησης τρίτου μέρους. Εντούτοις, ένας χρήστης εταιρικών ιστότοπων θα πρέπει να μπορεί να επαληθεύσει τα περιεχόμενα της κοινοποίησης που οδήγησε στη συγκεκριμένη περίπτωση αλλαγή κατάταξης ή διαγραφή συγκεκριμένου ιστότοπου, εξετάζοντας τα περιεχόμενα της κοινοποίησης μέσα από μια δημόσια προσβάσιμη επιγραμμική βάση δεδομένων. Τούτο θα μπορούσε να συμβάλει στον περιορισμό των πιθανών καταχρηστικών κοινοποιήσεων εκ μέρους ανταγωνιστών με σκοπό τη διαγραφή.

(27)

Οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης ή επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης δεν θα πρέπει να υποχρεούνται δυνάμει του παρόντος κανονισμού να αποκαλύπτουν τη λεπτομερή λειτουργία των μηχανισμών κατάταξής τους, συμπεριλαμβανομένων των αλγορίθμων. Η ικανότητά τους να αντιδρούν στην κακόπιστη χειραγώγηση της κατάταξης από τρίτους, μεταξύ άλλων και προς το συμφέρον του καταναλωτή, ομοίως δεν θα πρέπει να επηρεαστεί αρνητικά. Κάθε γενική περιγραφή των κύριων παραμέτρων κατάταξης θα πρέπει να διαφυλάσσει αυτά τα συμφέροντα, παρέχοντας παράλληλα στους επιχειρηματικούς χρήστες και στους χρήστες εταιρικών ιστοτόπων επαρκή κατανόηση του τρόπου λειτουργίας της κατάταξης κατά την χρήση συγκεκριμένων επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης ή επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης. Για να επιτευχθεί ο στόχος του παρόντος κανονισμού, συνεπώς, η συνεκτίμηση των εμπορικών συμφερόντων των παρόχων επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης ή επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης δεν θα πρέπει ποτέ να οδηγεί σε άρνηση αποκάλυψης των κύριων παραμέτρων που καθορίζουν την κατάταξη. Σε σχέση με τα ανωτέρω, αν και ο παρών κανονισμός δεν θίγει την οδηγία (ΕΕ) 2016/943 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), η περιγραφή θα πρέπει να βασίζεται τουλάχιστον σε πραγματικά δεδομένα σχετικά με τη συνάφεια των χρησιμοποιούμενων παραμέτρων κατάταξης.

(28)

Η Επιτροπή θα πρέπει να αναπτύξει κατευθυντήριες γραμμές για να βοηθά τους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και τους παρόχους επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης να τηρούν τις απαιτήσεις διαφάνειας που καθορίζει ο παρών κανονισμός. Η προσπάθεια αυτή θα συμβάλει στη βελτιστοποίηση του τρόπου με τον οποίο προσδιορίζονται και παρουσιάζονται στους επιχειρηματικούς χρήστες και στους χρήστες εταιρικών ιστότοπων οι κύριες παράμετροι που καθορίζουν την κατάταξη.

(29)

Παρεπόμενα προϊόντα και υπηρεσίες θα πρέπει να κατανοούνται ως προϊόντα και υπηρεσίες που προσφέρθηκαν στον καταναλωτή αμέσως πριν την πρωτοβουλία για περάτωση συναλλαγής σε επιγραμμική υπηρεσία διαμεσολάβησης για να συμπληρώσουν το αρχικό προϊόν ή υπηρεσία που προσφέρθηκε από τον επιχειρηματικό χρήστη. Τα παρεπόμενα προϊόντα και υπηρεσίες που αναφέρονται σε προϊόντα που τυπικά εξαρτώνται και είναι άμεσα συνδεδεμένα με το αρχικό προϊόν ή υπηρεσία ώστε να λειτουργήσουν. Επομένως, ο όρος θα πρέπει να αποκλείει προϊόντα και υπηρεσίες που απλώς πουλήθηκαν επιπρόσθετα με το αρχικό εκάστοτε προϊόν ή υπηρεσία αντί να είναι συμπληρωματικό στη φύση τους. Παραδείγματα παρεπόμενων υπηρεσιών συμπεριλαμβάνουν υπηρεσίες επιδιόρθωσης που αφορούν συγκεκριμένο προϊόν ή οικονομικά προϊόντα, όπως η ασφάλιση ενοικίασης αυτοκινήτου που προσφέρονται για να συμπληρώσουν τα συγκεκριμένα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που προσφέρονται από τον επιχειρηματικό χρήστη. Παρομοίως, τα παρεπόμενα προϊόντα μπορεί να συμπεριλαμβάνουν προϊόντα που συμπληρώνουν συγκεκριμένο προϊόν που προσφέρθηκε από επιχειρηματικό χρήστη συνιστώντας μία αναβάθμιση ή ένα εργαλείο προσαρμογής συνδεδεμένο με αυτό το συγκεκριμένο προϊόν. Οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης που προσφέρουν προϊόντα ή υπηρεσίες σε καταναλωτές που συνδέονται με ένα πωληθέν προϊόν ή πωληθείσα υπηρεσία από επιχειρηματικό χρήστη που χρησιμοποίησε την επιγραμμική υπηρεσία διαμεσολάβησης, θα πρέπει να ορίζουν στους όρους και προϋποθέσεις μία περιγραφή με τον τύπο των παρεπόμενων προϊόντων και υπηρεσιών που προσφέρονται. Η εν λόγω περιγραφή θα πρέπει να είναι διαθέσιμη στους όρους και προϋπόθεσες ανεξάρτητα με το εάν το παρεπόμενο αγαθό ή υπηρεσία παρέχεται από τον ίδιο τον πάροχο της επιγραμμικής υπηρεσίας διαμεσολάβησης ή από τρίτο μέρος. Η εν λόγω περιγραφή θα πρέπει να είναι αρκετά διεξοδική ώστε να επιτρέψει σε έναν επιχειρηματικό χρήστη να κατανοήσει εάν κάποιο προϊόν ή υπηρεσία έχει πωληθεί ως παρεπόμενο με το προϊόν η την υπηρεσία του επιχειρηματικού χρήστη. Η περιγραφή δεν θα πρέπει απαραίτητα να συμπεριλαμβάνει το συγκεκριμένο προϊόν η την υπηρεσία, αλλά τον τύπο του προϊόντος που προσφέρθηκε ως συμπληρωματικό στο αρχικό προϊόν του επιχειρηματικού χρήστη. Επιπροσθέτως, η εν λόγω περιγραφή θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να περιλαμβάνει το εάν και υπό ποιες προϋποθέσεις επιτρέπεται σε έναν επιχειρηματικό χρήστη να προσφέρει τα δικό του παρεπόμενο προϊόν ή υπηρεσία επιπροσθέτως με το αρχικό προϊόν ή υπηρεσία που προσφέρει μέσω της επιγραμμικής υπηρεσίας διαμεσολάβησης.

(30)

Όταν ο πάροχος επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης προσφέρει ο ίδιος ορισμένα προϊόντα ή υπηρεσίες σε καταναλωτές μέσω δικών του επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης ή μέσω επιχειρηματικού χρήστη τον οποίο ελέγχει, ο εν λόγω πάροχος μπορεί να ανταγωνιστεί απευθείας άλλους επιχειρηματικούς χρήστες των επιγραμμικών του υπηρεσιών διαμεσολάβησης οι οποίοι δεν ελέγχονται από αυτόν, πράγμα που μπορεί να προσφέρει στον πάροχο ένα οικονομικό κίνητρο και την ικανότητα να χρησιμοποιεί τον έλεγχό του επί των υπηρεσιών επιγραμμικής διαμεσολάβησης ώστε να παρέχει τεχνικά ή οικονομικά πλεονεκτήματα στη δική του προσφορά ή στην προσφορά που προσφέρει μέσω επιχειρηματικού χρήστη που αυτός ελέγχει, που θα μπορούσε να αρνηθεί σε ανταγωνιστές επιχειρηματικούς χρήστες. Μια τέτοια συμπεριφορά θα μπορούσε να υπονομεύσει τον θεμιτό ανταγωνισμό και να περιορίσει τις επιλογές των καταναλωτών. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ειδικότερα, είναι σημαντικό ο πάροχος επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης να ενεργεί κατά τρόπο διαφανή και να παρέχει την κατάλληλη περιγραφή και τις παραμέτρους πίσω από κάθε διαφοροποιημένη μεταχείριση, με τη χρήση νομικών, εμπορικών ή τεχνικών μέσων, π.χ. ρυθμίσεων στα συστήματα λειτουργίας, που ευνοεί προϊόντα ή υπηρεσίες που προσφέρει ο ίδιος ο πάροχος σε σύγκριση με προϊόντα ή υπηρεσίες που προσφέρουν οι επιχειρηματικοί χρήστες. Για να εξασφαλίζεται η αναλογικότητα, η υποχρέωση αυτή θα πρέπει να ισχύει στο επίπεδο των συνολικών επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και όχι στο επίπεδο μεμονωμένων προϊόντων ή υπηρεσιών που προσφέρονται μέσω αυτών των υπηρεσιών.

(31)

Όταν πάροχος επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης προσφέρει ο ίδιος ορισμένα προϊόντα ή υπηρεσίες σε καταναλωτές μέσω των δικών του επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης ή μέσω χρήστη εταιρικού ιστοτόπου τον οποίο ελέγχει, ο εν λόγω πάροχος μπορεί να ανταγωνιστεί απευθείας άλλους μη ελεγχόμενους από αυτόν χρήστες εταιρικών ιστοτόπων που χρησιμοποιούν τις δικές του επιγραμμικές μηχανές αναζήτησης. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ειδικότερα, είναι σημαντικό ο πάροχος επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης να ενεργεί κατά τρόπο διαφανή και να παρέχει, με τη χρήση νομικών, εμπορικών ή τεχνικών μέσων, περιγραφή κάθε τυχόν διαφοροποιημένης μεταχείρισης των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσφέρει ο ίδιος, ή μέσω χρήστη εταιρικού ιστοτόπου υπό τον έλεγχό του, σε σύγκριση με προϊόντα ή υπηρεσίες που προσφέρουν οι χρήστες ανταγωνιστικών εταιρικών ιστοτόπων. Για λόγους αναλογικότητας, η υποχρέωση αυτή θα πρέπει να έχει εφαρμογή σε επίπεδο επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης συνολικά και όχι σε επίπεδο μεμονωμένων προϊόντων ή υπηρεσιών προσφερόμενων μέσω αυτών των υπηρεσιών.

(32)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να καλύπτει τους ειδικούς συμβατικούς όρους, ειδικά σε καταστάσεις άνισης διαπραγματευτικής ισχύος, ώστε οι συμβατικές σχέσεις να λειτουργούν σε πλαίσιο καλής πίστης και χρηστών συναλλακτικών ηθών. Η προβλεψιμότητα και η διαφάνεια απαιτούν να παρέχεται στους επιχειρηματικούς χρήστες μια πραγματική ευκαιρία να εξοικειωθούν με τις αλλαγές στους όρους και τις προϋποθέσεις, που θα πρέπει επομένως να μην επιβάλλονται με αναδρομική ισχύ, εκτός κι αν βασίζονται σε νομική ή κανονιστική υποχρέωση ή είναι επωφελείς για αυτούς. Θα πρέπει επί πλέον να εξηγηθούν στους επιχειρηματικούς χρήστες με σαφήνεια οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να λυθεί η συμβατική σχέση τους με παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης. Οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης θα πρέπει να μεριμνούν ώστε οι προϋποθέσεις λύσης να είναι πάντα αναλογικές και να μπορούν να ενεργοποιηθούν χωρίς αδικαιολόγητη δυσκολία. Τέλος, οι επιχειρηματικοί χρήστες θα πρέπει να λαμβάνουν πλήρη ενημέρωση για κάθε πρόσβαση που μετά τη λήξη της σύμβασης οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης διατηρούν σε πληροφορίες που ο επιχειρηματικός χρήστης παρέχει ή δημιουργεί στο πλαίσιο της χρήσης των επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης.

(33)

Η δυνατότητα πρόσβασης και χρήσης δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μπορεί να καταστήσει εφικτή τη δημιουργία σημαντικής αξίας στην οικονομία των επιγραμμικών πλατφορμών, τόσο εν γένει όσο και για τους επιχειρηματικούς χρήστες και τις επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης που εμπλέκονται. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης να παρέχουν στους επιχειρηματικούς χρήστες σαφή περιγραφή του πεδίου εφαρμογής, της φύσης και των όρων πρόσβασης και χρήσης ορισμένων κατηγοριών δεδομένων. Η περιγραφή θα πρέπει να είναι αναλογική και ενδεχομένως να αναφέρεται στις γενικές συνθήκες πρόσβασης και όχι σε εξαντλητική ταυτοποίηση πραγματικών δεδομένων ή κατηγοριών δεδομένων. Ωστόσο, η περιγραφή θα μπορούσε να περιλαμβάνει την ταυτοποίηση συγκεκριμένων προϋποθέσεων πρόσβασης σε ορισμένους τύπους πραγματικών δεδομένων που ίσως είναι εξαιρετικά σημαντικά για τους επιχειρηματικούς χρήστες. Τα δεδομένα αυτά θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν αξιολογήσεις και επισκοπήσεις που οι επιχειρηματικοί χρήστες συγκεντρώνουν στις επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης. Συνολικά, η περιγραφή θα πρέπει να επιτρέπει στους επιχειρηματικούς χρήστες να κατανοούν κατά πόσον δύνανται να χρησιμοποιούν τα δεδομένα για να ενισχύσουν τη δημιουργία αξίας τους, ενδεχομένως διατηρώντας υπηρεσίες δεδομένων τρίτων μερών.

(34)

Στο ίδιο πνεύμα, είναι σημαντικό να κατανοούν οι επιχειρηματικοί χρήστες κατά πόσον ο πάροχος διαμοιράζεται με τρίτους δεδομένα που ο επιχειρηματικός χρήστης δημιουργεί με τη χρήση της υπηρεσίας διαμεσολάβησης. Οι επιχειρηματικοί χρήστες θα πρέπει ειδικότερα να λαμβάνουν γνώση κάθε διαμοιρασμού δεδομένων με τρίτους που γίνεται για σκοπούς που είναι αναγκαίοι όχι για την εύρυθμη λειτουργία των επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης, π.χ. για να εξαργυρώσει ο πάροχος τα δεδομένα για εμπορικούς λόγους. Για να έχουν οι επιχειρηματικοί χρήστες τη δυνατότητα να ασκούν πλήρως τα διαθέσιμα δικαιώματα επηρεασμού του εν λόγω διαμοιρασμού δεδομένων, οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης θα πρέπει επίσης να είναι ξεκάθαροι ως προς οποιαδήποτε δυνατότητα μη συμμετοχής σε διαμοιρασμό δεδομένων, εάν υπάρχει τέτοια επιλογή στη συμβατική σχέση με τον επιχειρηματικό χρήστη.

(35)

Οι απαιτήσεις αυτές δεν πρέπει να ερμηνεύονται ως οποιαδήποτε υποχρέωση των παρόχων των επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης να διαδίδουν ή να μη διαδίδουν προσωπικά ή μη προσωπικά δεδομένα στους επιχειρηματικούς χρήστες τους. Ωστόσο, τα μέτρα διαφάνειας θα μπορούσαν να συμβάλουν σε ένα μεγαλύτερο διαμοιρασμό δεδομένων και να ενισχύσουν, ως βασική πηγή καινοτομίας και οικονομικής μεγέθυνσης, τους στόχους για τη δημιουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού χώρου δεδομένων. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να είναι σύμφωνη με το ενωσιακό νομικό πλαίσιο για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και για τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, και ιδίως σύμφωνη με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 (6), την οδηγία (ΕΕ) 2016/680 (7), και την οδηγία 2002/58/ΕΚ (8) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

(36)

Οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης ενδέχεται σε ορισμένες περιπτώσεις να περιορίσουν στους όρους και τις προϋποθέσεις τους τη δυνατότητα των επιχειρηματικών χρηστών να προσφέρουν προϊόντα ή υπηρεσίες στους καταναλωτές υπό ευνοϊκότερους όρους με μέσα διαφορετικά από τις εν λόγω επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης. Στις περιπτώσεις αυτές, οι ενδιαφερόμενοι πάροχοι οφείλουν να αναφέρουν τους λόγους που δικαιολογούν τους εν λόγω περιορισμούς, ιδίως όσον αφορά τις κύριες οικονομικές, εμπορικές ή νομικές πτυχές των περιορισμών. Ωστόσο, η εν λόγω υποχρέωση διαφάνειας δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι επηρεάζει την εκτίμηση νομιμότητας των προαναφερόμενων περιορισμών βάσει άλλων πράξεων του δικαίου της Ένωσης ή του δικαίου των κρατών μελών που τηρεί το δίκαιο της Ένωσης, μεταξύ άλλων, στους τομείς του ανταγωνισμού και των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, καθώς και την εφαρμογή του εν λόγω δικαίου.

(37)

Για να είναι σε θέση οι επιχειρηματικοί χρήστες, συμπεριλαμβανομένων όσων έχουν υποστεί περιορισμό, αναστολή ή διακοπή της χρήσης των σχετικών επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης, να έχουν πρόσβαση σε άμεσες, κατάλληλες και αποτελεσματικές δυνατότητες προσφυγής, οι πάροχοι των υπηρεσιών αυτών θα πρέπει να προβλέπουν εσωτερικό σύστημα διεκπεραίωσης καταγγελιών. Το εν λόγω εσωτερικό σύστημα διεκπεραίωσης καταγγελιών θα πρέπει να είναι θεμελιωμένο στις αρχές της ίσης μεταχείρισης σε αντίστοιχες καταστάσεις, και να αποσκοπεί στο να διασφαλίζει ότι σημαντικό ποσοστό των καταγγελιών μπορεί να επιλύεται διμερώς από τον πάροχο των επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και από τον ενδιαφερόμενο επιχειρηματικό χρήστη μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα. Οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης μπορούν να διατηρήσουν σε ισχύ κατά τη διάρκεια της καταγγελίας την απόφαση που έχουν λάβει. Κάθε προσπάθεια επίτευξης συμφωνίας μέσα από την εσωτερική διαδικασία διεκπεραίωσης καταγγελιών δεν επηρεάζει το δικαίωμα των παρόχων των επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης ή των επιχειρηματικών χρηστών να κινήσουν δικαστικές διαδικασίες ανά πάσα στιγμή κατά ή μετά την εσωτερική διαδικασία διεκπεραίωσης καταγγελιών. Επιπλέον, οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης θα πρέπει να δημοσιεύουν και να επαληθεύουν τουλάχιστον μια φορά κατ’ έτος πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα του εσωτερικού τους συστήματος διεκπεραίωσης καταγγελιών για να βοηθούν τους επιχειρηματικούς χρήστες να κατανοούν τους κύριους τύπους ζητημάτων που ενδέχεται να προκύψουν στο πλαίσιο της παροχής διαφορετικών επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και τη δυνατότητα επίτευξης γρήγορης και αποτελεσματικής διμερούς λύσης.

(38)

Στόχος των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού που αφορούν τα εσωτερικά συστήματα διεκπεραίωσης καταγγελιών είναι η εξασφάλιση περιθωρίου ευελιξίας για τους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης κατά τη λειτουργία των εν λόγω συστημάτων και την αντιμετώπιση μεμονωμένων καταγγελιών, ώστε να ελαχιστοποιείται ο διοικητικός φόρτος. Επιπλέον, τα εσωτερικά συστήματα διεκπεραίωσης καταγγελιών θα πρέπει να επιτρέπουν στους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης να αντιμετωπίζουν, όταν είναι απαραίτητο, κατά αναλογικό τρόπο τυχόν κακόπιστη χρήση των προαναφερόμενων συστημάτων που ενδέχεται να επιδιώξουν ορισμένοι επιχειρηματικοί χρήστες. Υπό το πρίσμα των δαπανών δημιουργίας και λειτουργίας τέτοιων συστημάτων, είναι σκόπιμο να εξαιρεθούν από τις υποχρεώσεις αυτές οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης που συνιστούν μικρές επιχειρήσεις, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της σύστασης 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής (9). Οι κανόνες ενοποίησης που καθορίζονται στην εν λόγω σύσταση διασφαλίζουν ότι αποτρέπεται οποιαδήποτε καταστρατήγηση. Από την απαλλαγή αυτή δεν θα πρέπει να θίγεται το δικαίωμα των εν λόγω επιχειρήσεων να δημιουργήσουν, σε προαιρετική βάση, εσωτερικό σύστημα διεκπεραίωσης καταγγελιών, το οποίο να συμμορφώνεται με τα κριτήρια που ορίζει ο παρών κανονισμός.

(39)

Η χρήση της λέξης «εσωτερικά» δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι εμποδίζει την ανάθεση εσωτερικού συστήματος διεκπεραίωσης καταγγελιών σε εξωτερικό πάροχο υπηρεσιών ή άλλη εταιρική δομή, εάν ο πάροχος υπηρεσιών ή άλλη εταιρική δομή έχει πλήρη εξουσιοδότηση και ικανότητα να διασφαλίζει τη συμμόρφωση του εσωτερικού συστήματος διεκπεραίωσης καταγγελιών με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

(40)

Η διαμεσολάβηση μπορεί να προσφέρει στους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και στους επιχειρηματικούς τους χρήστες ένα μέσο για ικανοποιητική επίλυση διαφορών, χωρίς να χρειάζεται να προσφύγουν σε δικαστικές διαδικασίες που μπορεί να είναι μακροχρόνιες και δαπανηρές. Ως εκ τούτου, οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης θα πρέπει να διευκολύνουν τη διαμεσολάβηση, ιδίως με τον καθορισμό τουλάχιστον δύο δημόσιων ή ιδιωτικών διαμεσολαβητών με τους οποίους είναι πρόθυμοι να συνεργαστούν. Ο ελάχιστος αριθμός των διαμεσολαβητών που καθορίζονται αποσκοπεί στη διασφάλιση της ουδετερότητάς τους. Ο καθορισμός διαμεσολαβητών που παρέχουν τις υπηρεσίες τους από τοποθεσία εκτός της Ένωσης θα πρέπει να επιτρέπεται, υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζεται ότι η χρήση των εν λόγω υπηρεσιών δεν στερεί με κανέναν απολύτως τρόπο από τους ενδιαφερόμενους επιχειρηματικούς χρήστες οποιαδήποτε έννομη προστασία που τους προσφέρεται βάσει του δικαίου της Ένωσης ή του δικαίου των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού και του εφαρμοστέου δικαίου σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και του εμπορικού απορρήτου. Προκειμένου να είναι προσβάσιμοι, δίκαιοι και όσο το δυνατόν πιο γρήγοροι, αποτελεσματικοί και αποδοτικοί, οι εν λόγω διαμεσολαβητές θα πρέπει να πληρούν ορισμένα καθορισμένα κριτήρια. Ωστόσο, οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και οι επιχειρηματικοί χρήστες τους θα πρέπει να παραμένουν ελεύθεροι να καθορίζουν από κοινού οποιονδήποτε διαμεσολαβητή της επιλογής τους όταν ανακύψει διαφορά μεταξύ τους. Σύμφωνα με την οδηγία 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10), η προβλεπόμενη στον παρόντα κανονισμό διαμεσολάβηση θα πρέπει να αποτελεί εθελοντική διαδικασία με την έννοια ότι τα ίδια τα μέρη είναι υπεύθυνα για τη διαδικασία και μπορούν να την εκκινήσουν και να την τερματίσουν ανά πάσα στιγμή. Παρά τον προαιρετικό χαρακτήρα της, οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης θα πρέπει να εξετάζουν καλόπιστα τις αιτήσεις προσφυγής στη διαμεσολάβηση την οποία προβλέπει ο παρών κανονισμός.

(41)

Οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης θα πρέπει να αναλαμβάνουν εύλογο ποσοστό των συνολικών δαπανών της διαμεσολάβησης, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία της εκάστοτε υπόθεσης. Για τον σκοπό αυτό, ο διαμεσολαβητής θα πρέπει να προτείνει το εύλογο για την εκάστοτε υπόθεση ποσοστό. Λόγω των δαπανών και του διοικητικού φόρτου που συνδέονται με την ανάγκη να καθορίζουν οι όροι και οι προϋποθέσεις τους διαμεσολαβητές, σκόπιμο είναι να εξαιρεθούν από την υποχρέωση αυτή οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης που αποτελούν μικρές επιχειρήσεις, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της σύστασης 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής. Οι κανόνες ενοποίησης που καθορίζονται στην εν λόγω σύσταση διασφαλίζουν ότι αποτρέπεται οποιαδήποτε καταστρατήγηση της εν λόγω υποχρέωσης. Παρ’ όλα αυτά, δεν θα πρέπει να θίγεται το δικαίωμα των εν λόγω επιχειρήσεων να καθορίζουν στους όρους και τις προϋποθέσεις τους διαμεσολαβητές που να συμμορφώνονται με τα κριτήρια που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

(42)

Εφόσον οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης θα πρέπει πάντα να καθορίζουν τους διαμεσολαβητές με τους οποίους επιθυμούν να συνεργαστούν, και θα πρέπει να ενεργούν καλόπιστα κατά τη διάρκεια κάθε προσπάθειας διαμεσολάβησης σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, οι υποχρεώσεις αυτές θα πρέπει να τεθούν κατά τρόπο που να αποτρέπει την κατάχρηση του συστήματος διαμεσολάβησης από τους επιχειρηματικούς χρήστες. Οι επιχειρηματικοί χρήστες θα πρέπει επίσης να υποχρεούνται να προσφεύγουν σε διαμεσολάβηση με καλή πίστη. Οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να προσφύγουν σε διαμεσολάβηση όταν ο επιχειρηματικός χρήστης ασκεί αίτηση διαμεσολάβησης για θέμα το οποίο αυτός είχε παλαιότερα υποβάλει σε διαμεσολάβηση και ο διαμεσολαβητής είχε κρίνει ότι σε εκείνη την υπόθεση ο επιχειρηματικός χρήστης δεν είχε ενεργήσει καλόπιστα. Οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης επίσης δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να προσφύγουν σε διαμεσολάβηση για επιχειρηματικούς χρήστες που έχουν υποβάλει στον διαμεσολαβητή επανειλημμένες ανεπιτυχείς αιτήσεις διαμεσολάβησης. Οι εν λόγω εξαιρετικές καταστάσεις δεν θα πρέπει να περιορίζουν τη δυνατότητα του επιχειρηματικού χρήστη να υποβάλει για διαμεσολάβηση μια υπόθεση εάν, όπως θα εξακριβώσει ο διαμεσολαβητής, το θέμα της διαμεσολάβησης δεν σχετίζεται με τις προηγούμενες υποθέσεις.

(43)

Προκειμένου να διευκολύνεται η επίλυση διαφορών που σχετίζονται με την παροχή επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης στην Ένωση, η Επιτροπή θα πρέπει, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, να ενθαρρύνει τη σύσταση εξειδικευμένων οργανισμών διαμεσολάβησης, οι οποίοι προς το παρόν δεν υπάρχουν. Η συμμετοχή διαμεσολαβητών που διαθέτουν εξειδικευμένες γνώσεις στις επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης, καθώς και στους ειδικούς τομείς του κλάδου εντός των οποίων παρέχονται οι εν λόγω υπηρεσίες, αναμένεται ότι θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη αμφότερων των συμβαλλόμενων μερών στη διαδικασία διαμεσολάβησης και ότι θα αυξήσει την πιθανότητα ταχείας, δίκαιης και ικανοποιητικής έκβασης της διαδικασίας.

(44)

Διάφοροι παράγοντες, όπως περιορισμένα οικονομικά μέσα, ο φόβος αντιποίνων και ρήτρες στους όρους και τις προϋποθέσεις περί αποκλειστικής επιλογής δικαίου και αρμοδίου δικαστηρίου, μπορούν να περιορίσουν την αποτελεσματικότητα των υφιστάμενων δυνατοτήτων προσφυγής, ιδίως εκείνων που απαιτούν από τους επιχειρηματικούς χρήστες ή τους χρήστες εταιρικών ιστότοπων να ενεργούν μεμονωμένα και επώνυμα. Για την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα στις οργανώσεις, τις ενώσεις που εκπροσωπούν επιχειρηματικούς χρήστες ή χρήστες εταιρικών ιστότοπων καθώς και σε ορισμένους δημόσιους οργανισμούς που είναι εγκατεστημένοι στα κράτη μέλη, να προσφεύγουν στα εθνικά δικαστήρια σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών διαδικαστικών απαιτήσεων. Η εν λόγω προσφυγή ενώπιον εθνικών δικαστηρίων θα πρέπει να αποσκοπεί στη διακοπή ή την απαγόρευση των παραβιάσεων των κανόνων του παρόντος κανονισμού και στην πρόληψη μελλοντικών ζημιών που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τις βιώσιμες επιχειρηματικές σχέσεις στην οικονομία των επιγραμμικών πλατφορμών. Προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι εν λόγω οργανώσεις ή ενώσεις θα ασκούν το δικαίωμα αυτό αποτελεσματικά και με κατάλληλο τρόπο, θα πρέπει να πληρούν ορισμένα κριτήρια. Ειδικότερα, πρέπει να έχουν συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους, να μην έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα και να επιδιώκουν τους στόχους τους σε μόνιμη βάση. Σκοπός των απαιτήσεων αυτών είναι να αποτρέπουν οποιαδήποτε ad hoc σύσταση οργανώσεων ή ενώσεων με σκοπό κάποια συγκεκριμένη ενέργεια ή ειδικές δράσεις, ή την αποκόμιση κερδών. Επί πλέον θα πρέπει να υπάρχει μέριμνα ώστε στις αποφάσεις που λαμβάνουν οι εν λόγω οργανώσεις ή ενώσεις να μην ασκείται αθέμιτη επιρροή από τρίτους παρόχους χρηματοδότησης.

Προς αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων, θα πρέπει ειδικότερα να αποτραπεί το ενδεχόμενο να υπόκεινται οι οργανώσεις ή ενώσεις που εκπροσωπούν επιχειρηματικούς χρήστες ή χρήστες εταιρικών ιστότοπων σε αθέμιτη επιρροή από παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης ή επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης. Η πλήρης και δημόσια κοινοποίηση πληροφοριών περί μελών και πηγής της χρηματοδότησης εκτιμάται ότι θα διευκολύνει τα εθνικά δικαστήρια να αξιολογούν κατά πόσον πληρούνται τα κριτήρια επιλεξιμότητας. Λαμβανομένου υπόψη του ιδιαίτερου καθεστώτος των αρμόδιων δημόσιων φορέων στα κράτη μέλη όπου έχουν συσταθεί τέτοιοι φορείς, θα πρέπει μόνο να απαιτείται να έχει ανατεθεί ειδικά στους εν λόγω φορείς, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του εθνικού δικαίου, να ασκούν προσφυγές που είτε εξυπηρετούν το συλλογικό συμφέρον των ενδιαφερόμενων μερών είτε εξυπηρετούν το γενικό συμφέρον, χωρίς όμως να απαιτείται η εφαρμογή των κριτηρίων αυτών στους εν λόγω δημόσιους φορείς. Οποιεσδήποτε τέτοιες ενέργειες δεν θα πρέπει επ’ ουδενί να επηρεάζουν τα δικαιώματα των επιχειρηματικών χρηστών και των χρηστών εταιρικών ιστότοπων να προσφεύγουν μεμονωμένα στα δικαστήρια.

(45)

Η ταυτότητα των οργανώσεων, των ενώσεων και των δημοσίων οργανισμών που, κατά την άποψη των κρατών μελών, θα πρέπει να νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να κοινοποιείται στην Επιτροπή. Κατά τη διάρκεια της κοινοποίησης αυτής, τα κράτη μέλη θα πρέπει να κάνουν ειδική αναφορά στις σχετικές εθνικές διατάξεις βάσει των οποίων συστάθηκε η οργάνωση, η ένωση ή ο δημόσιος φορέας και, ανάλογα με την περίπτωση, να παραπέμπουν στο σχετικό δημόσιο μητρώο στο οποίο είναι εγγεγραμμένη η οργάνωση ή η ένωση. Η εν λόγω επιπρόσθετη επιλογή ορισμού από τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέπει ένα συγκεκριμένο επίπεδο ασφάλειας δικαίου και προβλεψιμότητας στο οποίο να μπορούν οι επιχειρηματικοί χρήστες και οι χρήστες εταιρικών ιστοτόπων να βασιστούν. Συγχρόνως, αποσκοπεί στο να καταστήσει τις δικαστικές διαδικασίες αποτελεσματικότερες και συνοπτικότερες, κάτι που κρίνεται σκόπιμο στο πλαίσιο αυτό. Η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίζει τη δημοσίευση του καταλόγου αυτών των οργανώσεων, ενώσεων και δημόσιων φορέων στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο κατάλογος θα πρέπει να χρησιμεύει ως μαχητό τεκμήριο της νομικής ικανότητας της προσφεύγουσας οργάνωσης, ένωσης ή δημόσιου φορέα. Σε περίπτωση αμφισβήτησης όσον αφορά κάποιον ορισμό, το κράτος μέλος που προέβη στον ορισμό οργάνωσης, ένωσης ή δημόσιου φορέα οφείλει να διερευνήσει την αμφισβήτηση αυτή. Οι οργανώσεις, οι ενώσεις και οι δημόσιοι φορείς που δεν έχουν ορισθεί από κράτος μέλος πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προσφύγουν στα εθνικά δικαστήρια, μετά από εξέταση της νομικής ικανότητας σύμφωνα με τα κριτήρια του παρόντος κανονισμού.

(46)

Θα πρέπει να υποχρεούνται τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν την επαρκή και αποτελεσματική επιβολή του παρόντος κανονισμού. Δεδομένου ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ήδη διαφορετικά συστήματα επιβολής, δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να συγκροτήσουν νέους εθνικούς φορείς επιβολής. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αναθέσουν σε υφιστάμενες αρχές, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων, την επιβολή του παρόντος κανονισμού. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν αυτεπάγγελτη επιβολή ή να επιβάλλουν πρόστιμα.

(47)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εποπτεύει διαρκώς την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη. Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει η Επιτροπή να επιδιώξει τη δημιουργία ενός εκτεταμένου δικτύου ανταλλαγής πληροφοριών αξιοποιώντας ήδη υφιστάμενους φορείς εμπειρογνωμοσύνης, κέντρα αριστείας, καθώς και το Παρατηρητήριο για την οικονομία των επιγραμμικών πλατφορμών. Στο πλαίσιο αυτό τα κράτη μέλη θα πρέπει, κατόπιν παραγγελίας, να παράσχουν στην Επιτροπή κάθε συναφή πληροφορία που διαθέτουν. Τέλος, το έργο αυτό εκτιμάται ότι θα ωφεληθεί από τη συνολική αυξημένη διαφάνεια που ο παρών κανονισμός επιδιώκει να επιτύχει στις εμπορικές σχέσεις μεταξύ επιχειρηματικών χρηστών και παρόχων επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και μεταξύ χρηστών εταιρικών ιστότοπων και οι επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης. Για την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων της παρακολούθησης και της επανεξέτασης βάσει του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή θα πρέπει να επιδιώξει να συλλέξει πληροφορίες από τους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης. Οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης θα πρέπει να συνεργάζονται καλόπιστα διευκολύνοντας τη συλλογή αυτών των δεδομένων, κατά περίπτωση.

(48)

Οι κώδικες δεοντολογίας που καταρτίζονται είτε από τους οικείους παρόχους υπηρεσιών είτε από οργανώσεις ή ενώσεις που τους εκπροσωπούν, μπορούν να συμβάλλουν στην ορθή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και θα πρέπει, συνεπώς, να ενθαρρύνονται. Κατά την κατάρτιση των εν λόγω κωδίκων δεοντολογίας, σε συνεννόηση με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των σχετικών τομέων, καθώς και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων. Οι εν λόγω κώδικες δεοντολογίας θα πρέπει να διατυπώνονται κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο.

(49)

Η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογεί ανά τακτά χρονικά διαστήματα τον παρόντα κανονισμό και να παρακολουθεί στενά τα αποτελέσματά του στην οικονομία των επιγραμμικών πλατφορμών, ιδίως προκειμένου να καθορίζεται η ανάγκη τροποποιήσεων υπό το πρίσμα σχετικών τεχνολογικών ή εμπορικών εξελίξεων. Η ανωτέρω αξιολόγηση θα πρέπει να περιλαμβάνει τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στους επιχειρηματικούς χρήστες από τη γενική χρήση των περί δικαίου και αρμοδίου δικαστηρίου διατάξεων που προσδιορίζονται μονομερώς στους όρους και τις προϋποθέσεις από τον πάροχο των επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης. Για να αποτυπώνει μια ευρεία εικόνα των εξελίξεων στον κλάδο, η αξιολόγηση θα πρέπει να συνεκτιμά τις εμπειρίες των κρατών μελών και των σχετικών ενδιαφερόμενων μερών. Η ομάδα εμπειρογνωμόνων για το Παρατηρητήριο της οικονομίας των επιγραμμικών πλατφορμών που συστάθηκε βάσει της απόφασης C(2018)2393 της Επιτροπής έχει κεντρικό ρόλο στην εκπόνηση της αξιολόγησης του παρόντος κανονισμού από την Επιτροπή. Θα πρέπει συνεπώς η Επιτροπή να λαμβάνει δεόντως υπόψη τις γνώμες και τις εκθέσεις που της υποβάλλει η ανωτέρω ομάδα. Μετά από κάθε τέτοια αξιολόγηση, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα. Περαιτέρω μέτρα, μεταξύ άλλων και νομοθετικής φύσης, ενδέχεται να ενδείκνυνται εάν και όταν οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού αποδειχθούν ανεπαρκείς για την κατάλληλη αντιμετώπιση τυχόν συνεχιζόμενων ανισορροπιών και αθέμιτων εμπορικών πρακτικών στον κλάδο.

(50)

Κατά την παροχή των πληροφοριών που απαιτούνται βάσει του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να λαμβάνονται όσο το δυνατόν περισσότερο υπόψη οι ιδιαίτερες ανάγκες των ατόμων με αναπηρίες, σύμφωνα με τους στόχους της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες (11).

(51)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η διασφάλιση δίκαιου, προβλέψιμου, βιώσιμου και αξιόπιστου επιγραμμικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος εντός της εσωτερικής αγοράς δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων του, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να αποφασίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(52)

Ο παρών κανονισμός επιδιώκει να διασφαλίσει τον πλήρη σεβασμό του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής και δίκαιης δίκης όπως ορίζεται στο άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και να προωθήσει την εφαρμογή της ελεύθερης άσκησης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων όπως ορίζεται στο άρθρο 16 του Χάρτη,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι να συμβάλει στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς θεσπίζοντας κανόνες που εξασφαλίζουν κατάλληλη διαφάνεια, αμεροληψία και δυνατότητα αποτελεσματικής προσφυγής σε επιχειρηματικούς χρήστες επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και χρήστες εταιρικών ιστότοπων, σε σχέση με επιγραμμικές μηχανές αναζήτησης.

2.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης και τις επιγραμμικές μηχανές αναζήτησης που παρέχονται ή προσφέρονται προς παροχή στους επιχειρηματικούς χρήστες και τους χρήστες εταιρικών ιστότοπων, αντίστοιχα, που είναι εγκατεστημένοι ή διαμένουν στην Ένωση και οι οποίοι προσφέρουν προϊόντα ή υπηρεσίες, μέσω των εν λόγω επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης ή επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης, σε καταναλωτές που βρίσκονται στην Ένωση, ανεξαρτήτως του τόπου εγκατάστασης ή διαμονής των παρόχων των εν λόγω υπηρεσιών και ανεξαρτήτως του κατά τα άλλα εφαρμοστέου δικαίου.

3.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται σε υπηρεσίες επιγραμμικών πληρωμών ή σε εργαλεία επιγραμμικής διαφήμισης ή σε επιγραμμικές δημοπρασίες διαφημίσεων που δεν παρέχονται με σκοπό τη διευκόλυνση της έναρξης άμεσων συναλλαγών και δεν συνεπάγονται συμβατική σχέση με τους καταναλωτές.

4.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τους εθνικούς νόμους που, σε συμφωνία με το ενωσιακό δίκαιο, απαγορεύουν ή τιμωρούν τις μονομερείς ενέργειες ή τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές όταν οι πτυχές αυτές δεν καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει το εθνικό αστικό δίκαιο, και ιδιαίτερα το δίκαιο των συμβάσεων, όπως τους κανόνες σχετικά με την ισχύ, την κατάρτιση, τα αποτελέσματα ή τη λύση μιας σύμβασης, στο μέτρο που οι εθνικοί κανόνες του αστικού δικαίου είναι σύμφωνοι με το ενωσιακό δίκαιο και στον βαθμό που οι σχετικές πτυχές δεν καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.

5.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει το ενωσιακό δίκαιο και ειδικότερα το ενωσιακό δίκαιο που ισχύει στους τομείς της δικαστικής συνεργασίας επί αστικών υποθέσεων, του ανταγωνισμού, της προστασίας των δεδομένων, της προστασίας των εμπορικών απορρήτων, της προστασίας των καταναλωτών, του ηλεκτρονικού εμπορίου και των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «επιχειρηματικός χρήστης»: κάθε φυσικό πρόσωπο που ενεργεί υπό εμπορική ή επαγγελματική ιδιότητα ή κάθε νομικό πρόσωπο το οποίο προσφέρει προϊόντα ή υπηρεσίες, μέσω επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης, σε καταναλωτές για σκοπούς σχετικούς με την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή επαγγελματική του δραστηριότητα·

2)   «επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης»: υπηρεσίες που πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

αποτελούν υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12)·

β)

επιτρέπουν στους επαγγελματικούς χρήστες να προσφέρουν προϊόντα ή υπηρεσίες σε καταναλωτές προκειμένου να διευκολύνουν την έναρξη άμεσων συναλλαγών μεταξύ των εν λόγω επιχειρηματικών χρηστών και των καταναλωτών, ανεξαρτήτως του τόπου όπου διενεργούνται τελικά οι εν λόγω συναλλαγές·

γ)

παρέχονται σε επιχειρηματικούς χρήστες βάσει συμβατικής σχέσης μεταξύ του παρόχου των εν λόγω υπηρεσιών και των επιχειρηματικών χρηστών οι οποίοι προσφέρουν προϊόντα ή υπηρεσίες σε καταναλωτές·

3)   «πάροχος επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει ή προσφέρεται να παρέχει επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης σε επιχειρηματικούς χρήστες·

4)   «καταναλωτής»: κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο ενεργεί για σκοπούς που δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή επαγγελματική του δραστηριότητα·

5)   «επιγραμμική μηχανή αναζήτησης»: ψηφιακή υπηρεσία που επιτρέπει στους χρήστες να υποβάλλουν ερωτήματα για να πραγματοποιούν αναζητήσεις κατ’ αρχήν σε όλους τους ιστότοπους ή σε όλους τους ιστότοπους συγκεκριμένης γλώσσας βάσει ερωτήματος για οποιοδήποτε θέμα, με τη μορφή λέξης-κλειδιού, φωνητικής εντολής, φράσης ή άλλων εισερχόμενων δεδομένων, και επιστρέφει υπό οιαδήποτε μορφή αποτελέσματα όπου μπορούν να ανευρεθούν πληροφορίες σχετικές με το περιεχόμενο που έχει ζητηθεί·

6)   «πάροχος επιγραμμικής μηχανής αναζήτησης»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει ή προσφέρεται να παρέχει υπηρεσίες επιγραμμικής μηχανής αναζήτησης σε καταναλωτές·

7)   «χρήστης εταιρικού ιστότοπου»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο χρησιμοποιεί μια επιγραμμική διεπαφή, ήτοι οποιοδήποτε λογισμικό, συμπεριλαμβανομένου ενός ιστότοπου ή μέρους αυτού, και εφαρμογές, συμπεριλαμβανομένων των εφαρμογών για κινητές συσκευές, για να προσφέρει προϊόντα ή υπηρεσίες σε καταναλωτές για σκοπούς σχετικούς με την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή επαγγελματική του δραστηριότητα·

8)   «κατάταξη»: η σχετική προβολή που δίδεται σε προϊόντα ή υπηρεσίες που προσφέρονται μέσω επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης, ή ο βαθμός συνάφειας που απονέμεται από τις επιγραμμικές μηχανές αναζήτησης στα αποτελέσματα αναζήτησης, όπως παρουσιάζονται, οργανώνονται ή κοινοποιούνται από παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης ή από παρόχους επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης, αντίστοιχα, ανεξαρτήτως των τεχνολογικών μέσων που χρησιμοποιούνται για την παρουσίαση, την οργάνωση ή την κοινοποίηση·

9)   «έλεγχος»: η κυριότητα ή δυνατότητα καθοριστικού επηρεασμού μιας επιχείρησης, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (13)·

10)   «όροι και προϋποθέσεις»: όλοι οι όροι και οι προϋποθέσεις ή προδιαγραφές, ανεξάρτητα από την ονομασία ή τη μορφή τους, που διέπουν τη συμβατική σχέση μεταξύ του παρόχου επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και των επιχειρηματικών τους χρηστών και καθορίζονται μονομερώς από τον πάροχο επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης. Το κατά πόσον οι όροι και οι προϋποθέσεις έχουν οριστεί μονομερώς εκτιμάται με βάση μια συνολική αξιολόγηση όπου το σχετικό μέγεθος των ενδιαφερόμενων μερών, το γεγονός ότι υπήρξε διαπραγμάτευση, ή ότι ορισμένες από τις διατάξεις της ενδέχεται να έχουν αποτελέσει αντικείμενο μιας τέτοιας διαπραγμάτευσης και να έχουν οριστεί από κοινού από τον πάροχο και τον επιχειρηματικό χρήστη, δεν είναι από μόνο του καθοριστικό·

11)   «παρεπόμενα προϊόντα και υπηρεσίες»: τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που, πριν από την ολοκλήρωση μιας συναλλαγής που ξεκίνησε στην επιγραμμική υπηρεσία διαμεσολάβησης, προσφέρονται στον καταναλωτή επιπροσθέτως και συμπληρωματικώς προς το κύριο προϊόν ή υπηρεσία που προσφέρεται από τον επιχειρηματικό χρήστη μέσω της επιγραμμικής υπηρεσίας διαμεσολάβησης·

12)   «διαμεσολάβηση»: κάθε διαρθρωμένη διαδικασία, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2008/52/ΕΚ

13)   «σταθερό μέσο»: κάθε μέσο που επιτρέπει στον επιχειρηματικό χρήστη να αποθηκεύει πληροφορίες που απευθύνονται προσωπικά σε αυτόν, κατά τρόπο προσπελάσιμο για μελλοντική πρόσβαση επί χρονικό διάστημα επαρκές για τους σκοπούς που εξυπηρετούν οι πληροφορίες και το οποίο επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών.

Άρθρο 3

Όροι και προϋποθέσεις

1.   Οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης εξασφαλίζουν ότι οι όροι και οι προϋποθέσεις τους:

α)

συντάσσονται με απλή και κατανοητή διατύπωση·

β)

είναι εύκολα διαθέσιμες στους επιχειρηματικούς χρήστες σε όλα τα στάδια της εμπορικής τους σχέσης με τον πάροχο επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης, συμπεριλαμβανομένου του προσυμβατικού σταδίου·

γ)

καθορίζουν τους λόγους των αποφάσεων αναστολής ή διακοπής ή επιβολής οποιουδήποτε άλλου είδους κυρώσεων, εν όλω ή εν μέρει, στην παροχή επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης σε επιχειρηματικούς χρήστες·

δ)

περιέχουν πληροφορίες για κάθε πρόσθετο δίαυλο διανομής και πιθανό πρόγραμμα επιγραμμικής διαφήμισης (affiliate program) μέσω των οποίων οι πάροχοι των επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης μπορούν να διαθέσουν προϊόντα και υπηρεσίες που προσφέρουν οι επιχειρηματικοί χρήστες·

ε)

περιέχουν γενικές πληροφορίες σχετικά με τις επιπτώσεις των όρων και προϋποθέσεων σε ό,τι αφορά την κυριότητα και τον έλεγχο των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας των επιχειρηματικών χρηστών.

2.   Οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης κοινοποιούν με σταθερό μέσο στους ενδιαφερόμενους επιχειρηματικούς χρήστες κάθε προτεινόμενη αλλαγή των όρων και προϋποθέσεών τους.

Οι προτεινόμενες αλλαγές δεν εφαρμόζονται πριν από την λήξη προθεσμίας προειδοποίησης η οποία είναι εύλογη και αναλογική προς τη φύση και την έκταση των προβλεπόμενων αλλαγών και τις συνέπειές τους για τον ενδιαφερόμενο επιχειρηματικό χρήστη. Η προειδοποίηση πραγματοποιείται τουλάχιστον 15 ημέρες πριν από την ημερομηνία κατά την οποία ο πάροχος επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης ενημερώνει τους ενδιαφερόμενους επιχειρηματικούς χρήστες σχετικά με τις προτεινόμενες αλλαγές. Οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης παρέχουν μεγαλύτερες προθεσμίες όποτε τούτο είναι αναγκαίο προκειμένου να μπορέσει ο επιχειρηματικός χρήστης να προβεί σε τεχνικές ή εμπορικές προσαρμογές για να συμμορφωθεί με τις αλλαγές.

Ο ενδιαφερόμενος επιχειρηματικός χρήστης έχει δικαίωμα να λύσει τη σύμβαση με τον πάροχο των επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης πριν από τη λήξη της προθεσμίας προειδοποίησης. Η λύση επέρχεται εντός 15 ημερών από την παραλαβή της προειδοποίησης του πρώτου εδαφίου, εκτός κι αν ισχύει μικρότερη προθεσμία για τη σύμβαση.

Ο ενδιαφερόμενος επιχειρηματικός χρήστης δύναται, είτε με γραπτή δήλωση είτε με σαφή θετική πράξη, να παραιτηθεί από την προθεσμία προειδοποίησης που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο ανά πάσα στιγμή μετά την παραλαβή της κοινοποίησης του πρώτου εδαφίου.

Όσο διαρκεί η προθεσμία προειδοποίησης, η υποβολή νέων προϊόντων ή υπηρεσιών στην επιγραμμική υπηρεσία διαμεσολάβησης θεωρείται σαφής θετική πράξη άρσης της προθεσμίας προειδοποίησης, εξαιρέσει των περιπτώσεων όπου η εύλογη και αναλογική προθεσμία προειδοποίησης είναι μεγαλύτερη των 15 ημερών επειδή οι αλλαγές στους όρους και τις προϋποθέσεις απαιτούν να προβεί ο επιχειρηματικός χρήστης σε σημαντικές τεχνικές προσαρμογές των προϊόντων ή των υπηρεσιών του. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το ότι ο επιχειρηματικός χρήστης υποβάλλει νέα προϊόντα ή νέες υπηρεσίες δεν θεωρείται ότι αίρει αυτομάτως την προθεσμία προειδοποίησης.

3.   Οι όροι και οι προϋποθέσεις, ή οι ειδικές διατάξεις τους, που δεν τηρούν τις απαιτήσεις της παραγράφου 1, καθώς και οι αλλαγές των όρων και προϋποθέσεων τις οποίες εφαρμόζει ο πάροχος επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και οι οποίες είναι αντίθετες με τις διατάξεις της παραγράφου 2, είναι άκυρες.

4.   Η προβλεπόμενη στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο, προθεσμία προειδοποίησης δεν εφαρμόζεται όταν ο πάροχος επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης:

α)

υπέχει νομική ή κανονιστική υποχρέωση βάσει της οποίας υποχρεούται να τροποποιεί τους όρους και τις προϋποθέσεις του κατά τρόπο που δεν του επιτρέπει να τηρήσει την προθεσμία προειδοποίησης η οποία προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2.

β)

οφείλει κατ’ εξαίρεση να τροποποιήσει τους όρους και τις προϋποθέσεις του για να αντιμετωπίσει έναν απρόβλεπτο και επικείμενο κίνδυνο και να προστατεύσει τις επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης, τους καταναλωτές του ή επιχειρηματικούς χρήστες από απάτες, κακόβουλα λογισμικά, ανεπιθύμητα μηνύματα, παραβιάσεις δεδομένων ή άλλους κινδύνους για την κυβερνοασφάλεια.

5.   Οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης μεριμνούν ώστε η ταυτότητα του επιχειρηματικού χρήστη που παρέχει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μέσω της επιγραμμικής υπηρεσίας διαμεσολάβησης να είναι εμφανώς ορατή.

Άρθρο 4

Περιορισμός, αναστολή και διακοπή

1.   Όταν πάροχος επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης αποφασίζει να περιορίσει ή να αναστείλει την παροχή των οικείων επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης σε συγκεκριμένο επιχειρηματικό χρήστη σε σχέση με μεμονωμένα προϊόντα ή μεμονωμένες υπηρεσίες που προσφέρονται από τον εν λόγω επιχειρηματικό χρήστη, παρέχει στον ενδιαφερόμενο επιχειρηματικό χρήστη, πριν ή κατά την έναρξη ισχύος του περιορισμού ή της αναστολής, αιτιολόγηση της εν λόγω απόφασης με σταθερό μέσο.

2.   Όταν πάροχος επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης αποφασίζει να διακόψει εν όλω την παροχή των οικείων επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης σε συγκεκριμένο επιχειρηματικό χρήστη, παρέχει στον ενδιαφερόμενο επιχειρηματικό χρήστη, τουλάχιστον 30 ημέρες πριν από την έναρξη ισχύος της διακοπής, αιτιολόγηση της εν λόγω απόφασης με σταθερό μέσο.

3.   Σε περίπτωση περιορισμού, αναστολής ή διακοπής, ο πάροχος των επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης προσφέρει στον επιχειρηματικό χρήστη την ευκαιρία να διευκρινίσει τα περιστατικά και τις περιστάσεις, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στο άρθρο 11 εσωτερικής διαδικασίας διεκπεραίωσης καταγγελιών. Εάν ο πάροχος των υπηρεσιών διαμεσολάβησης ανακαλέσει τον περιορισμό, την αναστολή ή τη διακοπή, επαναφέρει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τον επιχειρηματικό χρήστη, καθώς και την παροχή στον επιχειρηματικό χρήστη με κάθε πρόσβαση σε προσωπικά ή άλλα δεδομένα ή και στα δυο, που είχαν δημιουργηθεί με την εκ μέρους αυτού του τελευταίου χρήση των συγκεκριμένων επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης πριν από τον περιορισμό, την αναστολή ή τη διακοπή.

4.   Η προθεσμία προειδοποίησης της παραγράφου 2 δεν ισχύει, όταν ο πάροχος επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης:

α)

υπέχει νομική ή κανονιστική υποχρέωση βάσει της οποίας υποχρεούται να διακόψει την παροχή σε συγκεκριμένο επιχειρηματικό χρήστη του συνόλου των οικείων επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης κατά τρόπο που δεν του επιτρέπει να τηρήσει την εν λόγω προθεσμία προειδοποίησης, ή

β)

ασκεί δικαίωμα διακοπής για επιτακτικό λόγο βάσει της εθνικής νομοθεσίας σε συμφωνία με το ενωσιακό δίκαιο·

γ)

μπορεί να αποδείξει ότι ο συγκεκριμένος επιχειρηματικός χρήστης έχει επανειλημμένα παραβιάσει τους ισχύοντες όρους και προϋποθέσεις με αποτέλεσμα τη διακοπή εκ μέρους του της παροχής του συνόλου των εν λόγω επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης.

Στις περιπτώσεις που η προθεσμία προειδοποίησης της παραγράφου 2 δεν έχει εφαρμογή, ο πάροχος επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης παρέχει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στον συγκεκριμένο επιχειρηματικό χρήστη μια αιτιολόγηση της απόφασης αυτής σε σταθερό μέσο.

5.   Η αιτιολόγηση που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2 και στην παράγραφο 4 δεύτερο εδάφιο περιλαμβάνει αναφορά στα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή τις περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένου του περιεχομένου κοινοποιήσεων από τρίτους, που οδήγησαν στην απόφαση του παρόχου των επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης, καθώς και αναφορά στους λόγους της εν λόγω απόφασης, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο γ).

Ο πάροχος επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης δεν υποχρεούται να παράσχει αιτιολόγηση εάν υπέχει νομική ή κανονιστική υποχρέωση να μην αναφέρει τα συγκεκριμένα περιστατικά ή περιστάσεις ή να μην αναφέρει τον λόγο ή τους λόγους, ή εάν μπορεί να αποδείξει ότι ο συγκεκριμένος επιχειρηματικός χρήστης έχει επανειλημμένα παραβιάσει τους ισχύοντες όρους και προϋποθέσεις με αποτέλεσμα την διακοπή της παροχής του συνόλου των συγκεκριμένων επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης.

Άρθρο 5

Κατάταξη

1.   Οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης καθορίζουν στους όρους και τις προϋποθέσεις τους τις κύριες παραμέτρους που καθορίζουν την κατάταξη και τους λόγους της σχετικής σημασίας των εν λόγω κυρίων παραμέτρων, σε αντίθεση με άλλες παραμέτρους.

2.   Οι πάροχοι επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης καθορίζουν τις κύριες παραμέτρους που μεμονωμένα ή συλλογικά είναι πιο σημαντικές στη διαμόρφωση της κατάταξης και τη σχετική σημασία των εν λόγω κυρίων παραμέτρων, παρέχοντας εύκολα προσβάσιμη και δημοσίως διαθέσιμη περιγραφή με απλή και κατανοητή διατύπωση στις επιγραμμικές μηχανές αναζήτησης των εν λόγω παρόχων. Οφείλουν να διατηρούν την εν λόγω περιγραφή αυτή επικαιροποιημένη.

3.   Εάν οι κύριες παράμετροι περιλαμβάνουν δυνατότητα επηρεασμού της κατάταξης έναντι οποιασδήποτε άμεσης ή έμμεσης αμοιβής που καταβάλλεται από επιχειρηματικούς χρήστες ή χρήστες εταιρικών ιστοτόπων στον αντίστοιχο πάροχο, ο εν λόγω πάροχος παρέχει επίσης περιγραφή αυτών των δυνατοτήτων και των επιπτώσεών των εν λόγω αμοιβών στην κατάταξη σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2.

4.   Εάν ένας πάροχος επιγραμμικής μηχανής αναζήτησης έχει αλλάξει τη σειρά κατάταξης σε συγκεκριμένη περίπτωση ή διαγράψει έναν συγκεκριμένο ιστότοπο μετά από κοινοποίηση τρίτου, τότε προσφέρει στον επιχειρηματικό χρήστη τη δυνατότητα να εξετάσει τα περιεχόμενα της κοινοποίησης.

5.   Οι περιγραφές που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 επαρκούν ώστε οι επιχειρηματικοί χρήστες ή οι χρήστες εταιρικών ιστότοπων να μπορούν να κατανοούν επαρκώς κατά πόσον και σε ποιον βαθμό ο μηχανισμός κατάταξης λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα:

α)

τα χαρακτηριστικά των προϊόντων και των υπηρεσιών που προσφέρονται στους καταναλωτές μέσω των επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης ή της επιγραμμικής μηχανής αναζήτησης·

β)

τη σημασία των εν λόγω χαρακτηριστικών για αυτούς τους καταναλωτές·

γ)

όσον αφορά τις επιγραμμικές μηχανές αναζήτησης, τα χαρακτηριστικά σχεδιασμού του ιστότοπου που χρησιμοποιούν οι χρήστες εταιρικών ιστότοπων.

6.   Οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και οι πάροχοι επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης δεν υποχρεούνται, για τους σκοπούς της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου, να αποκαλύπτουν αλγορίθμους ή οποιαδήποτε άλλη πληροφορία που με εύλογη βεβαιότητα θα είχε ως αποτέλεσμα τη δυνατότητα να παραπλανηθούν ή να υποστούν βλάβη οι καταναλωτές μέσα από τη χειραγώγηση των αποτελεσμάτων της αναζήτησης. Το παρόν άρθρο δεν θίγει τις διατάξεις της οδηγίας (ΕΕ) 2016/943.

7.   Για να διευκολυνθεί η συμμόρφωση των παρόχων επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και των παρόχων επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης με τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου και να διευκολυνθεί η επιβολή τους, η Επιτροπή πλαισιώνει με κατευθυντήριες γραμμές τις περί διαφάνειας απαιτήσεις του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 6

Παρεπόμενα προϊόντα και υπηρεσίες

Εάν στους καταναλωτές προσφέρονται παρεπόμενα προϊόντα ή υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων χρηματοπιστωτικών προϊόντων, μέσω επιγραμμικής υπηρεσίας διαμεσολάβησης είτε από τον πάροχο της επιγραμμικής υπηρεσίας διαμεσολάβησης είτε από τρίτους, ο πάροχος της επιγραμμικής υπηρεσίας διαμεσολάβησης περιλαμβάνει στους όρους και τις προϋποθέσεις του μια περιγραφή του τύπου των προσφερόμενων παρεπόμενων προϊόντων και υπηρεσιών και μια περιγραφή του κατά πόσον και υπό ποιες προϋποθέσεις επιτρέπεται και στον επιχειρηματικό χρήστη να προσφέρει τα δικά του παρεπόμενα προϊόντα και υπηρεσίες μέσω της επιγραμμικής υπηρεσίας διαμεσολάβησης.

Άρθρο 7

Διακριτική μεταχείριση

1.   Οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης περιλαμβάνουν στους όρους και τις προϋποθέσεις τους περιγραφή τυχόν διακριτικής μεταχείρισης που παρέχουν ή επιτρέπεται να παρέχουν σε σχέση, αφενός, με προϊόντα ή υπηρεσίες που προσφέρονται σε καταναλωτές με τις εν λόγω επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης μέσω είτε του ίδιου του παρόχου είτε των επιχειρηματικών χρηστών που ελέγχει ο πάροχος και, αφετέρου, με άλλους επιχειρηματικούς χρήστες. Η εν λόγω περιγραφή αναφέρει τους βασικούς οικονομικούς, εμπορικούς ή νομικούς λόγους αυτής της διακριτικής μεταχείρισης.

2.   Οι πάροχοι επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης παρέχουν περιγραφή κάθε τυχόν διακριτικής μεταχείρισης την οποία επιφυλάσσουν ή ενδέχεται να επιφυλάξουν, αφενός σε σχέση με προϊόντα ή υπηρεσίες που προσφέρονται σε καταναλωτές μέσω αυτών των επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης είτε από τον ίδιο τον πάροχο είτε από οποιονδήποτε χρήστη εταιρικών ιστοτόπων που ελέγχεται από τον πάροχο και, αφετέρου, σε σχέση με άλλους χρήστες εταιρικών ιστοτόπων.

3.   Η περιγραφή που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2 καλύπτει ειδικότερα, κατά περίπτωση, οποιαδήποτε διακριτική μεταχείριση με τη μορφή ειδικών μέτρων που λαμβάνει ο πάροχος των επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης ή ο πάροχος επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης, ή συμπεριφοράς αυτού, σε σχέση με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

την πρόσβαση την οποία ο πάροχος ή οι επιχειρηματικοί χρήστες ή οι χρήστες εταιρικών ιστότοπων που ελέγχει ο εν λόγω πάροχος επιτρέπεται να έχουν σε οποιαδήποτε προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα ή άλλα δεδομένα, ή και τα δύο, τα οποία οι επιχειρηματικοί χρήστες, οι χρήστες εταιρικών ιστότοπων ή οι καταναλωτές παρέχουν για τη χρήση των σχετικών επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης ή των επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης ή τα οποία παράγονται κατά την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών·

β)

την κατάταξη ή άλλες ρυθμίσεις που εφαρμόζει ο πάροχος και οι οποίες επηρεάζουν την πρόσβαση των καταναλωτών στα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που προσφέρονται μέσω των εν λόγω επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης από άλλους επιχειρηματικούς χρήστες ή μέσω των εν λόγω επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης από άλλους χρήστες εταιρικών ιστότοπων·

γ)

κάθε άμεση ή έμμεση αμοιβή που χρεώνεται για τη χρήση των σχετικών επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης ή επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης·

δ)

την πρόσβαση στους όρους χρήσης ή σε οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση αμοιβή που χρεώνεται για τη χρήση υπηρεσιών ή λειτουργιών ή τεχνικών διεπαφών που έχουν σχέση με τον επιχειρηματικό χρήστη ή τον χρήστη εταιρικών ιστότοπων και που συνδέονται άμεσα ή παρεπόμενα με τη χρήση των σχετικών επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης ή επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης.

Άρθρο 8

Ειδικοί συμβατικοί όροι

Προκειμένου οι συμβατικές σχέσεις μεταξύ παρόχων επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και επιχειρηματικών χρηστών να λειτουργούν σε κλίμα καλής πίστης και χρηστών συναλλακτικών ηθών, οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης οφείλουν:

α)

να μην επιβάλλουν αναδρομικές αλλαγές στους όρους και τις προϋποθέσεις, εκτός κι αν υποχρεούνται να τηρήσουν μια νομική ή κανονιστική υποχρέωση ή οι αναδρομικές αλλαγές είναι επωφελείς για τους επιχειρηματικούς χρήστες·

β)

να μεριμνούν ώστε στους όρους και τις προϋποθέσεις να περιλαμβάνονται πληροφορίες για τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι επιχειρηματικοί χρήστες μπορούν να διακόψουν τη συμβατική σχέση με τον πάροχο των επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης· και

γ)

να περιλαμβάνουν στους όρους και τις προϋποθέσεις τους μια περιγραφή της τεχνικής και συμβατικής πρόσβασης, ή μη πρόσβασης, στις πληροφορίες που παρέχει ή δημιουργεί ο επιχειρηματικός χρήστης και που εκείνοι διατηρούν μετά τη λήξη της σύμβασης με τον επιχειρηματικό χρήστη.

Άρθρο 9

Πρόσβαση σε δεδομένα

1.   Οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης περιλαμβάνουν στους όρους και τις προϋποθέσεις τους την περιγραφή της τεχνικής και συμβατικής πρόσβασης, ή μη πρόσβασης, επιχειρηματικών χρηστών σε οποιαδήποτε προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα ή άλλα δεδομένα, ή και τα δύο, τα οποία οι επιχειρηματικοί χρήστες ή οι καταναλωτές παρέχουν για τη χρήση των σχετικών επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης ή τα οποία παράγονται κατά την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών.

2.   Με την περιγραφή της παραγράφου 1, οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης ενημερώνουν επαρκώς τους επιχειρηματικούς χρήστες ιδίως για τα ακόλουθα:

α)

κατά πόσον ο πάροχος επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης έχει πρόσβαση σε προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα ή άλλα δεδομένα, ή και τα δύο, τα οποία επιχειρηματικοί χρήστες ή καταναλωτές παρέχουν για τη χρήση των εν λόγω υπηρεσιών ή τα οποία παράγονται κατά την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών και, εάν ναι, σε ποιες κατηγορίες των εν λόγω δεδομένων και υπό ποιους όρους·

β)

κατά πόσον οι επιχειρηματικοί χρήστες έχουν πρόσβαση σε προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα ή άλλα δεδομένα, ή και τα δύο, τα οποία παρέχει ο συγκεκριμένος επιχειρηματικός χρήστης σε σχέση με την εκ μέρους του χρήση των εκάστοτε επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης ή τα οποία παράγονται κατά την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών στον εν λόγω επιχειρηματικό χρήστη και τους καταναλωτές των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτού και, εάν ναι, σε ποιες κατηγορίες των εν λόγω δεδομένων και υπό ποιους όρους·

γ)

επί πλέον του στοιχείου β), κατά πόσον οι επιχειρηματικοί χρήστες έχουν πρόσβαση σε προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα ή άλλα δεδομένα, ή και τα δύο, μεταξύ άλλων, σε συγκεντρωτική μορφή, τα οποία παρέχονται ή παράγονται κατά την παροχή των επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης σε όλους τους επιχειρηματικούς χρήστες και τους καταναλωτές και, εάν ναι, σε ποιες κατηγορίες των εν λόγω δεδομένων και υπό ποιους όρους· και

δ)

κατά πόσον οποιοδήποτε από τα δεδομένα του στοιχείου α) παρέχεται σε τρίτους, καθώς και όταν η παροχή τέτοιων δεδομένων σε τρίτους δεν είναι αναγκαία για την ορθή λειτουργία των επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης, πληροφορίες που διευκρινίζουν τον σκοπό αυτού του διαμοιρασμού δεδομένων, όπως και δυνατότητες για την εξαίρεση του επιχειρηματικού χρήστη από τον εν λόγω διαμοιρασμό.

3.   Το παρόν άρθρο δεν επηρεάζει την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 και της οδηγίας 2002/58/ΕΚ.

Άρθρο 10

Περιορισμοί όσον αφορά την προσφορά διαφορετικών όρων με άλλα μέσα

1.   Όταν, κατά την παροχή των υπηρεσιών τους, οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης περιορίζουν τη δυνατότητα των επιχειρηματικών χρηστών να προσφέρουν τα ίδια προϊόντα και τις υπηρεσίες σε καταναλωτές υπό διαφορετικές συνθήκες με διαφορετικά μέσα πλην των εν λόγω υπηρεσιών, περιλαμβάνουν στους οικείους όρους και τις προϋποθέσεις τους λόγους για τον εν λόγω περιορισμό και καθιστούν αυτούς τους λόγους εύκολα διαθέσιμους στο κοινό. Οι λόγοι αυτοί περιλαμβάνουν τις κύριες οικονομικές, εμπορικές ή νομικές πτυχές των εν λόγω περιορισμών.

2.   Η υποχρέωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 δεν θίγει τυχόν απαγορεύσεις ή περιορισμούς όσον αφορά την επιβολή τέτοιων περιορισμών που απορρέουν από την εφαρμογή άλλων πράξεων του δικαίου της Ένωσης ή του δικαίου των κρατών μελών που τηρεί το δίκαιο της Ένωσης και στους οποίους υπόκεινται οι φορείς των επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης.

Άρθρο 11

Εσωτερικό σύστημα διεκπεραίωσης καταγγελιών

1.   Οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης παρέχουν εσωτερικό σύστημα για τη διεκπεραίωση καταγγελιών από επιχειρηματικούς χρήστες.

Το εν λόγω εσωτερικό σύστημα διεκπεραίωσης καταγγελιών είναι εύκολα προσβάσιμο και δωρεάν για τους επιχειρηματικούς χρήστες, και εξασφαλίζει τη διεκπεραίωση μέσα σε λογικό χρονικό διάστημα. Στηρίζεται στις αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης σε αντίστοιχες καταστάσεις και αντιμετωπίζει τις καταγγελίες κατά τρόπο αναλογικό προς τη σημασία και την πολυπλοκότητά τους. Επιτρέπει στους επιχειρηματικούς χρήστες να υποβάλλουν καταγγελίες απευθείας στον ενδιαφερόμενο πάροχο για οποιοδήποτε από τα ακόλουθα ζητήματα:

α)

την εικαζόμενη μη συμμόρφωση του εν λόγω παρόχου με τυχόν υποχρεώσεις που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό η οποία επηρεάζει τον καταγγέλλοντα επιχειρηματικό χρήση («καταγγέλλων»)·

β)

τεχνολογικά ζητήματα που συνδέονται άμεσα με την παροχή επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και τα οποία επηρεάζουν τον καταγγέλλοντα ·

γ)

μέτρα που λαμβάνει ο εν λόγω πάροχος ή συμπεριφορά του εν λόγω παρόχου που συνδέονται άμεσα με την παροχή επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και τα οποία επηρεάζουν τον καταγγέλλοντα.

2.   Στο πλαίσιο του εσωτερικού τους συστήματος διεκπεραίωσης καταγγελιών, οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης:

α)

εξετάζουν δεόντως τις καταγγελίες που υποβάλλονται και τη συνέχεια που ενδεχομένως χρειαστεί να δοθεί στην καταγγελία, ώστε να αντιμετωπίζεται επαρκώς το ζήτημα που τέθηκε ·

β)

επεξεργάζονται τις καταγγελίες ταχέως και αποτελεσματικά, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία και την πολυπλοκότητα του ζητήματος που τέθηκε·

γ)

γνωστοποιούν στον καταγγέλλοντα την έκβαση της εσωτερικής διαδικασίας διεκπεραίωσης παραπόνων με εξατομικευμένο τρόπο και με απλή και κατανοητή διατύπωση.

3.   Οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης παρέχουν μαζί με τους όρους και τις προϋποθέσεις τους όλες τις σχετικές πληροφορίες σχετικά με την πρόσβαση στο εσωτερικό τους σύστημα διεκπεραίωσης καταγγελιών και τον τρόπο λειτουργίας αυτού.

4.   Οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης παρέχουν και καθιστούν εύκολα διαθέσιμες στο ευρύ κοινό πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα του εσωτερικού τους συστήματος διεκπεραίωσης καταγγελιών. Επαληθεύουν τις πληροφορίες τουλάχιστον σε ετήσια βάση και όταν απαιτούνται σημαντικές αλλαγές επικαιροποιούν τις εν λόγω πληροφορίες.

Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν τον συνολικό αριθμό των κατατεθεισών καταγγελιών, τους κυριότερους τύπους καταγγελιών, το μέσο χρονικό διάστημα που χρειάστηκε για τη διεκπεραίωση των καταγγελιών και συγκεντρωτικές πληροφορίες για το αποτέλεσμα των καταγγελιών.

5.   Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται σε παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης οι οποίοι αποτελούν μικρές επιχειρήσεις κατά την έννοια του παραρτήματος της σύστασης 2003/361/ΕΚ.

Άρθρο 12

Διαμεσολάβηση

1.   Οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης ορίζουν στους όρους και τις προϋποθέσεις τους δύο ή περισσότερους διαμεσολαβητές με τους οποίους είναι διατεθειμένοι να συνεργαστούν για να επιδιώξουν την επίτευξη συμφωνίας με επιχειρηματικούς χρήστες σχετικά με την εξωδικαστική επίλυση τυχόν διαφορών μεταξύ του παρόχου και του επιχειρηματικού χρήστη οι οποίες προκύπτουν σε σχέση με την παροχή των σχετικών επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης, συμπεριλαμβανομένων των καταγγελιών που δεν κατέστη εφικτό να επιλυθούν με το εσωτερικό σύστημα διεκπεραίωσης καταγγελιών του άρθρου 11.

Οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης δύνανται να ορίζουν διαμεσολαβητές για την παροχή των οικείων υπηρεσιών διαμεσολάβησης από τοποθεσία εκτός της Ένωσης, υπό την προϋπόθεση ότι οι επιχειρηματικοί χρήστες δεν στερούνται επί της ουσίας του πλεονεκτήματος τυχόν έννομων διασφαλίσεων που κατοχυρώνονται από το δίκαιο της ΕΕ ή το δίκαιο των κρατών μελών, ως συνέπεια της παροχής των εν λόγω υπηρεσιών από τους διαμεσολαβητές εκτός της Ένωσης.

2.   Οι διαμεσολαβητές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 τηρούν όλες τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

είναι αμερόληπτοι και ανεξάρτητοι·

β)

οι υπηρεσίες διαμεσολάβησης που παρέχουν είναι οικονομικά προσιτές για τους επιχειρηματικούς χρήστες των εκάστοτε επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης·

γ)

είναι σε θέση να παρέχουν υπηρεσίες διαμεσολάβησης στη γλώσσα των όρων και των προϋποθέσεων που διέπουν τη συμβατική σχέση μεταξύ του παρόχου των επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και του ενδιαφερόμενου επιχειρηματικού χρήστη·

δ)

είναι εύκολα προσβάσιμοι είτε με φυσική παρουσία στον τόπο εγκατάστασης ή διαμονής του επιχειρηματικού χρήστη, είτε εξ αποστάσεως με τη χρήση τεχνολογιών επικοινωνιών·

ε)

είναι σε θέση να παρέχουν υπηρεσίες διαμεσολάβησης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση·

στ)

έχουν επαρκή κατανόηση των γενικών εμπορικών σχέσεων μεταξύ επιχειρήσεων και, ως εκ τούτου, μπορούν να συμβάλλουν αποτελεσματικά στην προσπάθεια επίλυσης των διαφορών.

3.   Παρά τον προαιρετικό χαρακτήρα της διαμεσολάβησης, οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και οι επιχειρηματικοί χρήστες συμμετέχουν καλόπιστα σε κάθε προσπάθεια διαμεσολάβησης πραγματοποιούμενη σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

4.   Οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης αναλαμβάνουν εύλογο ποσοστό των συνολικών εξόδων της διαμεσολάβησης στην εκάστοτε υπόθεση. Το εύλογο ποσοστό των προαναφερόμενων συνολικών εξόδων καθορίζεται βάσει πρότασης του διαμεσολαβητή, στην οποία λαμβάνονται υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία της εκάστοτε υπόθεσης, ιδίως το βάσιμο των ισχυρισμών των μερών που εμπλέκονται στη διαφορά, η συμπεριφορά των μερών, καθώς και το μέγεθος και η μεταξύ των μερών οικονομική ισχύς.

5.   Κάθε προσπάθεια επίτευξης συμφωνίας μέσω διαμεσολάβησης για την επίλυση διαφοράς σύμφωνα με το παρόν άρθρο δεν θίγει τα δικαιώματα των παρόχων των επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και των ενδιαφερόμενων επιχειρηματικών χρηστών να κινούν δικαστικές διαδικασίες ανά πάσα στιγμή πριν, κατά ή μετά τη διαδικασία διαμεσολάβησης.

6.   Εάν ένας επιχειρηματικός χρήστης το ζητήσει, πριν την έναρξη ή κατά τη διάρκεια της διαμεσολάβησης, ο πάροχος των επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης του παρέχει πληροφορίες για τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα της διαμεσολάβησης σε σχέση με τις δραστηριότητές του.

7.   Η υποχρέωση που καθορίζεται στην παράγραφο 1 δεν ισχύει για παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης οι οποίοι αποτελούν μικρές επιχειρήσεις κατά την έννοια του παραρτήματος της σύστασης 2003/361/ΕΚ.

Άρθρο 13

Εξειδικευμένοι διαμεσολαβητές

Η Επιτροπή σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη ενθαρρύνει τους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης, καθώς και τις οργανώσεις και τις ενώσεις που τους εκπροσωπούν, να συστήσουν είτε μεμονωμένα είτε από κοινού έναν ή περισσότερους οργανισμούς που παρέχουν υπηρεσίες διαμεσολάβησης, οι οποίοι τηρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2, με συγκεκριμένο σκοπό τη διευκόλυνση της εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών με επιχειρηματικούς χρήστες οι οποίες προκύπτουν σε σχέση με την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τον διασυνοριακό χαρακτήρα των επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης.

Άρθρο 14

Δικαστικές διαδικασίες από αντιπροσωπευτικές οργανώσεις ή ενώσεις και από δημόσιους φορείς

1.   Οργανώσεις και ενώσεις που έχουν έννομο συμφέρον να εκπροσωπούν επαγγελματικούς χρήστες ή να εκπροσωπούν χρήστες εταιρικών ιστότοπων, καθώς και δημόσιοι φορείς που έχουν συσταθεί στα κράτη μέλη, έχουν το δικαίωμα να προσφεύγουν ενώπιον των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων της Ένωσης, σύμφωνα με τους κανόνες του δικαίου του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η προσφυγή, να διακόπτουν ή να απαγορεύουν τυχόν μη συμμόρφωση παρόχων επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης ή παρόχων επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης προς τις σχετικές απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

2.   Η Επιτροπή ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να ανταλλάσσουν βέλτιστες πρακτικές και πληροφορίες μεταξύ τους βάσει μητρώων παράνομων πράξεων για τις οποίες έχει εκδοθεί δικαστική εντολή από εθνικά δικαστήρια, εκεί όπου έχουν δημιουργηθεί τέτοια μητρώα από αρμόδιους δημόσιους φορείς ή αρμόδιες αρχές.

3.   Οι οργανισμοί ή ενώσεις έχουν το δικαίωμα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μόνον όταν πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

έχουν συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους·

β)

επιδιώκουν σκοπούς που εξυπηρετούν το συλλογικό συμφέρον της ομάδας επιχειρηματικών χρηστών ή χρηστών εταιρικών ιστότοπων που εκπροσωπούν σε μόνιμη βάση·

γ)

είναι μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα·

δ)

η διαδικασία λήψης των αποφάσεών τους δεν επηρεάζεται αδικαιολόγητα από τρίτους χρηματοδότες, και ειδικότερα από παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης ή επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης.

Για τον σκοπό αυτό, οι οργανώσεις ή ενώσεις δημοσιοποιούν πλήρως πληροφορίες σχετικά με τα μέλη τους και τις πηγές χρηματοδότησής τους.

4.   Στα κράτη μέλη όπου έχουν συσταθεί δημόσιοι φορείς, αυτοί έχουν το δικαίωμα που αναφέρεται στην παράγραφο 1, υπό την προϋπόθεση ότι τους έχει ανατεθεί η υπεράσπιση των συλλογικών συμφερόντων επιχειρηματικών χρηστών ή χρηστών εταιρικών ιστότοπων ή η διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του εθνικού δικαίου του οικείου κράτους μέλους.

5.   Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν:

α)

οργανώσεις ή ενώσεις με έδρα στην επικράτειά τους που πληρούν τουλάχιστον τις απαιτήσεις της παραγράφου 3 κατόπιν αιτήματος των εν λόγω οργανισμών ή ενώσεων·

β)

δημόσιους φορείς που έχουν συσταθεί στην επικράτειά τους που πληρούν τις απαιτήσεις της παραγράφου 4.

στους οποίους χορηγείται το δικαίωμα της παραγράφου 1. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή την ονομασία και τον σκοπό των εν λόγω ορισμένων οργανώσεων, ενώσεων ή δημόσιων φορέων.

6.   Η Επιτροπή καταρτίζει κατάλογο των οργανώσεων, ενώσεων και δημόσιων φορέων που ορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 5. Ο εν λόγω κατάλογος προσδιορίζει τον σκοπό των εν λόγω των οργανώσεων, ενώσεων ή δημόσιων φορέων. Ο κατάλογος αυτός δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι αλλαγές αυτού του καταλόγου δημοσιεύονται αμελλητί και εν πάση περιπτώσει, ο ενημερωμένος κατάλογος ανανεώνεται και δημοσιεύεται ανά εξάμηνο.

7.   Τα δικαστήρια δέχονται τον κατάλογο που αναφέρεται στην παράγραφο 6 ως απόδειξη της νομικής ικανότητας της οργάνωσης, της ένωσης ή του δημόσιου φορέα, με την επιφύλαξη του δικαιώματος του δικαστηρίου να εξετάσει σε συγκεκριμένη περίπτωση εάν ο προσφεύγων νομιμοποιείται να εγείρει αξίωση.

8.   Αν ένα κράτος μέλος ή η Επιτροπή εκφράσει αμφιβολίες σχετικά με τη συμμόρφωση οργάνωσης ή ένωσης, με τα κριτήρια της παραγράφου 3 ή σχετικά με τη συμμόρφωση, δημόσιου φορέα, με τα κριτήρια της παραγράφου 4, το κράτος μέλος που έχει ορίσει την εν λόγω οργάνωση, ένωση ή φορέα κατά την παράγραφο 5 διερευνά τις αμφιβολίες και, όπου αρμόζει, ανακαλεί τον ορισμό, αν δεν υπάρχει συμμόρφωση με ένα ή περισσότερα κριτήρια.

9.   Το δικαίωμα που προβλέπεται στην παράγραφο 1 δεν θίγει τα δικαιώματα των επιχειρηματικών χρηστών και των χρηστών εταιρικών ιστότοπων να προσφεύγουν ενώπιον των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων, σύμφωνα με τους κανόνες του δικαίου του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η προσφυγή, η οποία αφορά μεμονωμένα δικαιώματα και αποσκοπεί στη διακοπή τυχόν μη συμμόρφωσης εκ μέρους των παρόχων επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης ή των παρόχων επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης προς τις σχετικές απαιτήσεις που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 15

Επιβολή

1.   Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει την κατάλληλη και αποτελεσματική επιβολή της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

2.   Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες με τους οποίους θεσπίζουν τα μέτρα που έχουν εφαρμογή σε περίπτωση παραβίασης του παρόντος κανονισμού και διασφαλίζουν την εφαρμογή τους. Τα προβλεπόμενα μέτρα είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.

Άρθρο 16

Παρακολούθηση

Η Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, παρακολουθεί στενά τον αντίκτυπο του παρόντος κανονισμού στις σχέσεις ανάμεσα στις επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης και στους επιχειρηματικούς χρήστες τους και ανάμεσα στις επιγραμμικές μηχανές αναζήτησης και στους χρήστες εταιρικών ιστότοπων. Προς το σκοπό αυτό, η Επιτροπή συλλέγει σχετικές πληροφορίες και παρακολουθεί τις αλλαγές στις ανωτέρω σχέσεις, μεταξύ άλλων εκπονώντας και σχετικές μελέτες. Τα κράτη μέλη επικουρούν την Επιτροπή παρέχοντας, όποτε τους ζητηθεί, κάθε συλλεγείσα σχετική πληροφορία, μεταξύ άλλων και για συγκεκριμένες περιπτώσεις. Η Επιτροπή δύναται, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και του άρθρου 18, να επιδιώξει να συλλέξει πληροφορίες από παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης.

Άρθρο 17

Κώδικες δεοντολογίας

1.   Η Επιτροπή ενθαρρύνει την κατάρτιση κωδίκων δεοντολογίας από τους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και από οργανώσεις και ενώσεις που τους εκπροσωπούν, μαζί με τους επιχειρηματικούς χρήστες, συμπεριλαμβανομένων των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και των πολύ μικρών επιχειρήσεων και των αντιπροσωπευτικών οργανώσεών τους, κωδίκων οι οποίοι προορίζονται να συμβάλλουν στην ορθή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, και στους οποίους λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των διαφόρων τομέων παροχής των επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης, καθώς και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων.

2.   Η Επιτροπή ενθαρρύνει την εκπόνηση κωδίκων δεοντολογίας από τους παρόχους επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης και από οργανώσεις και ενώσεις που τους εκπροσωπούν, οι οποίοι επιδιώκουν συγκεκριμένα την ορθή εφαρμογή του άρθρου 5.

3.   Η Επιτροπή ενθαρρύνει τους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης να υιοθετούν και να εφαρμόζουν τομεακούς κώδικες δεοντολογίας, εκεί όπου υπάρχουν και χρησιμοποιούνται ευρέως τέτοιοι τομεακοί κώδικες δεοντολογίας.

Άρθρο 18

Επανεξέταση

1.   Έως τις 13 Ιανουαρίου 2022, και εν συνεχεία ανά τριετία, η Επιτροπή αξιολογεί τον παρόντα κανονισμό και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή.

2.   Η πρώτη αξιολόγηση του παρόντος κανονισμού διεξάγεται ιδίως με σκοπό τα εξής:

α)

την αξιολόγηση της συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στα άρθρα 3 έως 10·

β)

την αξιολόγηση του αντικτύπου και της αποτελεσματικότητας κάθε καθιερωμένου κώδικα συμπεριφοράς, με σκοπό μια μεγαλύτερη αμεροληψία και διαφάνεια·

γ)

την περαιτέρω διερεύνηση των προβλημάτων που προκαλεί η εξάρτηση των επιχειρηματικών χρηστών από τις επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης και των προβλημάτων που προκαλούν οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των παρόχων επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης, και τον περαιτέρω προσδιορισμό του βαθμού στον οποίο οι πρακτικές αυτές εξακολουθούν να είναι διαδεδομένες·

δ)

την διερεύνηση του βαθμού στον οποίο ο ανταγωνισμός μεταξύ προϊόντων ή υπηρεσιών προσφερομένων από επιχειρηματικό χρήστη και προϊόντων ή υπηρεσιών προσφερομένων ή ελεγχομένων από πάροχο υπηρεσιών επιγραμμικών διαμεσολάβησης συνιστά θεμιτό ανταγωνισμό, και του βαθμού στον οποίο οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης κάνουν κακή χρήση προστατευμένων δεδομένων στο θέμα αυτό·

ε)

την αξιολόγηση της επίδρασης του παρόντος κανονισμού σε κάθε πιθανή ανισορροπία στις σχέσεις μεταξύ των παρόχων λειτουργικών συστημάτων και των επιχειρηματικών χρηστών τους·

στ)

την αξιολόγηση του βαθμού στον οποίο το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού, ιδίως όσον αφορά τον ορισμό του «επιχειρηματικού χρήστη», είναι κατάλληλο εφόσον δεν ενθαρρύνει την ψευδή αυτοαπασχόληση.

Η πρώτη και οι εν συνεχεία αξιολογήσεις καθορίζουν κατά πόσον ενδέχεται να απαιτηθούν πρόσθετοι κανόνες, μεταξύ άλλων, για την επιβολή του νόμου, ώστε να εξασφαλίζεται δίκαιο, προβλέψιμο, βιώσιμο και αξιόπιστο επιγραμμικό επιχειρηματικό περιβάλλον εντός της εσωτερικής αγοράς. Μετά τις αξιολογήσεις, η Επιτροπή λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα, μεταξύ των οποίων μπορεί να είναι και νομοθετικές προτάσεις.

3.   Τα κράτη μέλη παρέχουν κάθε χρήσιμη πληροφορία που διαθέτουν και που ενδέχεται να χρειαστεί η Επιτροπή για τους σκοπούς της σύνταξης της έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

4.   Κατά την αξιολόγηση του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, τις γνώμες και τις εκθέσεις που υποβάλλει ενώπιόν της η ομάδα εμπειρογνωμόνων του Παρατηρητηρίου της οικονομίας των επιγραμμικών πλατφορμών. Λαμβάνει επίσης υπόψη, κατά περίπτωση, το περιεχόμενο και τη λειτουργία τυχόν κωδίκων δεοντολογίας που αναφέρονται στο άρθρο 17.

Άρθρο 19

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Εφαρμόζεται από τις 12 Ιουλίου 2020.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 20 Ιουνίου 2019.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. CIAMBA


(1)  ΕΕ C 440 της 6.12.2018, σ. 177.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 17ης Απριλίου 2019 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2019.

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 351 της 20.12.2012, σ. 1).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) (ΕΕ L 177 της 4.7.2008, σ. 6).

(5)  Οδηγία (EE) 2016/943 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, περί προστασίας της τεχνογνωσίας και των επιχειρηματικών πληροφοριών που δεν έχουν αποκαλυφθεί (εμπορικό απόρρητο) από την παράνομη απόκτηση, χρήση και αποκάλυψή τους (ΕΕ L 157 της 15.6.2016, σ. 1).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

(7)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 89).

(8)  Οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (ΕΕ L 201 της 31.7.2002, σ. 37).

(9)  Σύσταση της Επιτροπής 2003/361/ΕΚ, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36).

(10)  Οδηγία 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2008, για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 136 της 24.5.2008, σ. 3).

(11)  Απόφαση 2010/48/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τη σύναψη, από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες (ΕΕ L 23 της 27.1.2010, σ. 37).

(12)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ L 241 της 17.9.2015, σ. 1).

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (Κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων) (ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1).


ΟΔΗΓΙΕΣ

11.7.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 186/80


ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2019/1151 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 20ής Ιουνίου 2019

για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 όσον αφορά τη χρήση ψηφιακών εργαλείων και διαδικασιών στον τομέα του εταιρικού δικαίου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 50 παράγραφος 1 και το άρθρο 50 παράγραφος 2 στοιχεία β), γ), στ) και ζ),

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία (ΕΕ) 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) θεσπίζει, μεταξύ άλλων, τους κανόνες δημοσιότητας και διασύνδεσης των κεντρικών και των εμπορικών μητρώων καθώς και των μητρώων εταιρειών των κρατών μελών.

(2)

Η χρήση ψηφιακών εργαλείων και διαδικασιών για την ευκολότερη, ταχύτερη και χρονικά και οικονομικά αποδοτικότερη έναρξη οικονομικής δραστηριότητας μέσω της σύστασης εταιρείας ή της ίδρυσης υποκαταστήματος αυτής της εταιρείας σε άλλο κράτος μέλος, και για την παροχή πλήρων και προσβάσιμων πληροφοριών σχετικά με εταιρείες, αποτελεί προϋπόθεση για την αποτελεσματική λειτουργία, τον εκσυγχρονισμό και τον διοικητικό εξορθολογισμό μιας ανταγωνιστικής εσωτερικής αγοράς και για τη διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας και της αξιοπιστίας των εταιρειών.

(3)

Η εξασφάλιση της ύπαρξης νομικού και διοικητικού περιβάλλοντος για την αντιμετώπιση των νέων κοινωνικοοικονομικών προκλήσεων της παγκοσμιοποίησης και της ψηφιοποίησης διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο, αφενός, για την παροχή των απαραίτητων διασφαλίσεων για την καταπολέμηση των καταχρήσεων και της απάτης και, αφετέρου, για την επιδίωξη στόχων όπως η προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης, η δημιουργία θέσεων απασχόλησης και η προσέλκυση επενδύσεων στην Ένωση, που θα προσέφεραν οικονομικά και κοινωνικά οφέλη σε ολόκληρη την κοινωνία.

(4)

Σήμερα στην Ένωση τα κράτη μέλη παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές ως προς τη διαθεσιμότητα διαδικτυακών εργαλείων για επιχειρηματίες και εταιρείες στις επικοινωνίες τους με τις δημόσιες αρχές για θέματα εταιρικού δικαίου. Οι υπηρεσίες ηλεκτρονικής διακυβέρνησης ποικίλλουν μεταξύ των κρατών μελών. Μερικά κράτη μέλη παρέχουν ολοκληρωμένες και φιλικές προς τον χρήστη υπηρεσίες, εξ ολοκλήρου διαθέσιμες διαδικτυακά, ενώ άλλα κράτη δεν είναι σε θέση να παράσχουν διαδικτυακές λύσεις για ορισμένα σημαντικά στάδια του κύκλου ζωής μιας εταιρείας. Για παράδειγμα, για τη σύσταση εταιρειών ή την υποβολή μεταβολών στο μητρώο όσον αφορά πράξεις και στοιχεία, ορισμένα κράτη μέλη επιτρέπουν μόνο διαδικασίες με αυτοπρόσωπη παρουσία, ενώ άλλα επιτρέπουν τόσο τις διαδικασίες με αυτοπρόσωπη παρουσία όσο και τις ηλεκτρονικές και άλλα κράτη μέλη μόνο τις ηλεκτρονικές.

(5)

Επιπλέον, όσον αφορά την πρόσβαση στις πληροφορίες για τις εταιρείες, το δίκαιο της Ένωσης προβλέπει ότι ένα ελάχιστο σύνολο δεδομένων πρέπει πάντοτε να παρέχεται δωρεάν. Ωστόσο, το πεδίο αυτών των πληροφοριών παραμένει περιορισμένο. Η πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες ποικίλλει, δεδομένου ότι σε ορισμένα κράτη μέλη διατίθενται περισσότερες πληροφορίες δωρεάν από ό,τι σε άλλα, κάτι που προκαλεί ανισορροπία εντός της Ένωσης.

(6)

Η Επιτροπή, στις ανακοινώσεις της με τίτλο «Στρατηγική για την ψηφιακή ενιαία αγορά της Ευρώπης» και «Σχέδιο δράσης της ΕΕ για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση 2016-2020: Επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού της διακυβέρνησης», τόνισε τον ρόλο των δημόσιων διοικήσεων στη διευκόλυνση των επιχειρήσεων να προβαίνουν εύκολα στην έναρξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, να δραστηριοποιούνται στο διαδίκτυο και να επεκτείνονται σε διασυνοριακό επίπεδο. Το σχέδιο δράσης της ΕΕ για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση αναγνώρισε ειδικά τη σημασία της βελτίωσης της χρήσης ψηφιακών εργαλείων για τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις που σχετίζονται με τις διατάξεις του εταιρικού δικαίου. Επιπλέον, στη δήλωση του Τάλιν της 6ης Οκτωβρίου 2017 για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση, τα κράτη μέλη απεύθυναν ισχυρή έκκληση να ενταθούν οι προσπάθειες για την παροχή στην Ένωση αποτελεσματικών ηλεκτρονικών διαδικασιών με επίκεντρο τον χρήστη.

(7)

Τον Ιούνιο του 2017 τέθηκε σε λειτουργία η διασύνδεση των κεντρικών μητρώων, των εμπορικών μητρώων και των μητρώων εταιρειών των κρατών μελών, κάτι που διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό τη διασυνοριακή πρόσβαση στα στοιχεία των εταιρειών στην Ένωση και επιτρέπει στα μητρώα των κρατών μελών να επικοινωνούν ηλεκτρονικά μεταξύ τους αναφορικά με ορισμένες διασυνοριακές πράξεις που επηρεάζουν τις εταιρείες.

(8)

Για να διευκολυνθεί η σύσταση των εταιρειών και η καταχώριση των υποκαταστημάτων τους, και να μειωθεί το κόστος, και η χρονική και διοικητική επιβάρυνση που σχετίζεται με τις εν λόγω διαδικασίες, ιδίως για τις πολύ μικρές, τις μικρές και τις μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ), όπως ορίζονται στη σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής (4), θα πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή διαδικασίες που να καθιστούν δυνατή την εξ ολοκλήρου επιγραμμική διεκπεραίωση της σύστασης των εταιρειών και της καταχώρισης των υποκαταστημάτων. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να υποχρεώνει τις εταιρείες να χρησιμοποιούν τέτοιες διαδικασίες. Τα κράτη μέλη θα πρέπει, ωστόσο, να μπορούν να αποφασίσουν να καταστήσουν υποχρεωτικές ορισμένες ή όλες τις επιγραμμικές διαδικασίες. Το υφιστάμενο κόστος και οι επιβαρύνσεις που συνδέονται με τις διαδικασίες σύστασης και καταχώρισης απορρέουν όχι μόνο από τα διοικητικά τέλη που επιβάλλονται για τη σύσταση εταιρείας ή την καταχώριση υποκαταστήματος, αλλά επίσης από άλλες απαιτήσεις που έχουν ως αποτέλεσμα να χρειάζεται περισσότερος χρόνος για την ολοκλήρωση της συνολικής διαδικασίας, ιδίως όταν απαιτείται η φυσική παρουσία του αιτούντος. Επιπλέον, οι πληροφορίες για τις διαδικασίες αυτές θα πρέπει να καθίστανται διαθέσιμες ηλεκτρονικά και δωρεάν.

(9)

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2018/1724 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), για τη δημιουργία ενιαίας ψηφιακής θύρας, προβλέπει γενικούς κανόνες για την επιγραμμική παροχή πληροφοριών, διαδικασιών και υπηρεσιών υποστήριξης που συνδέονται με τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η παρούσα οδηγία θεσπίζει ειδικούς κανόνες για την επιγραμμική σύσταση κεφαλαιουχικών εταιρειών, την καταχώριση υποκαταστημάτων, και την υποβολή πράξεων και στοιχείων από εταιρείες και υποκαταστήματα («επιγραμμικές διαδικασίες») που δεν καλύπτονται από τον εν λόγω κανονισμό. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχουν συγκεκριμένες πληροφορίες για τις επιγραμμικές διαδικασίες που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και πρότυπες ιδρυτικές πράξεις (υποδείγματα) στους ιστοτόπους που είναι προσβάσιμοι μέσω της ενιαίας ψηφιακής θύρας.

(10)

Η δυνατότητα της εξ ολοκλήρου επιγραμμικής σύστασης εταιρειών και καταχώρισης υποκαταστημάτων και της εξ ολοκλήρου επιγραμμικής υποβολής πράξεων και στοιχείων θα επιτρέψει στις εταιρείες να χρησιμοποιούν ψηφιακά εργαλεία στις επαφές τους με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών. Προκειμένου να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι είναι δυνατή η ασφαλής ηλεκτρονική ταυτοποίηση και η χρήση υπηρεσιών εμπιστοσύνης από τους χρήστες τόσο σε εθνικό όσο και σε διασυνοριακό επίπεδο, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6). Επιπλέον, προκειμένου να καταστεί δυνατή η διασυνοριακή ηλεκτρονική ταυτοποίηση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να δημιουργήσουν συστήματα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που προβλέπουν τη δυνατότητα εγκεκριμένων μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης. Τα εν λόγω εθνικά συστήματα θα χρησιμοποιούνται ως βάση για την αναγνώριση των μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που εκδίδονται σε άλλο κράτος μέλος. Για να διασφαλιστεί υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης στις διασυνοριακές καταστάσεις, μόνο μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που συμμορφώνονται με το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 910/2014 θα πρέπει να αναγνωρίζονται. Σε κάθε περίπτωση, η παρούσα οδηγία θα πρέπει μόνο να υποχρεώνει τα κράτη μέλη να καταστήσουν δυνατή την επιγραμμική σύσταση των εταιρειών, την καταχώριση των υποκαταστημάτων και την επιγραμμική υποβολή πράξεων και στοιχείων από αιτούντες που είναι πολίτες της Ένωσης μέσω της αναγνώρισης των μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησής τους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αποφασίσουν τον τρόπο με τον οποίο δημοσιοποιούνται τα μέσα ταυτοποίησης που αναγνωρίζουν, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δεν εμπίπτουν στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 910/2014.

(11)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παραμένουν ελεύθερα να αποφασίσουν το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που θεωρούνται αιτούντες, βάσει του εθνικού δικαίου, σε σχέση με τις επιγραμμικές διαδικασίες, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν περιορίζει το πεδίο εφαρμογής και τους στόχους της παρούσας οδηγίας.

(12)

Προκειμένου να διευκολυνθούν οι επιγραμμικές διαδικασίες για τις εταιρείες, τα μητρώα των κρατών μελών θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι κανόνες για τα τέλη τα οποία επιβάλλονται στις επιγραμμικές διαδικασίες που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία, είναι διαφανείς και εφαρμόζονται με τρόπο που δεν εισάγει διακρίσεις. Ωστόσο, η απαίτηση για διαφάνεια των κανόνων για τα τέλη δεν θα πρέπει να θίγει την ελευθερία σύναψης συμβάσεων, κατά περίπτωση, μεταξύ των αιτούντων και των προσώπων που τους επικουρούν σε οποιοδήποτε στάδιο των ηλεκτρονικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας διαπραγμάτευσης κατάλληλου τιμήματος για τις εν λόγω υπηρεσίες.

(13)

Τα τέλη τα οποία επιβάλλονται από τα μητρώα στις επιγραμμικές διαδικασίες θα πρέπει να υπολογίζονται με βάση το κόστος των εν λόγω υπηρεσιών. Τέτοια τέλη μπορούν, μεταξύ άλλων, να καλύπτουν, ιδίως, το κόστος υπηρεσιών ήσσονος σημασίας που παρέχονται δωρεάν. Κατά τον υπολογισμό του ύψους των τελών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν υπόψη το σύνολο του κόστους που συνδέεται με τις επιγραμμικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένου του ποσοστού των γενικών εξόδων που μπορεί να καταλογιστεί στη διαδικασία αυτή. Επιπλέον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να επιβάλλουν κατ’ αποκοπή τέλη και να καθορίζουν το ύψος τους για αόριστο χρονικό διάστημα, υπό την προϋπόθεση ότι ελέγχουν τακτικά ότι τα τέλη αυτά εξακολουθούν να μην υπερβαίνουν το μέσο κόστος των εν λόγω υπηρεσιών. Τα τυχόν τέλη για επιγραμμικές διαδικασίες που επιβάλλονται από τα μητρώα των κρατών μελών δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν το ποσό που απαιτείται για την κάλυψη του κόστους παροχής των εν λόγω υπηρεσιών. Επιπλέον, όταν απαιτείται πληρωμή για την ολοκλήρωση της διαδικασίας, θα πρέπει η εν λόγω πληρωμή να μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω ευρέως διαθέσιμων διασυνοριακών υπηρεσιών πληρωμών, όπως οι πιστωτικές κάρτες και τα τραπεζικά εμβάσματα.

(14)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να βοηθούν τα πρόσωπα που επιθυμούν να συστήσουν εταιρεία ή να καταχωρίσουν υποκατάστημα παρέχοντας ορισμένες πληροφορίες μέσω της ενιαίας ψηφιακής θύρας και, κατά περίπτωση, στη διαδικτυακή πύλη της ηλεκτρονικής δικαιοσύνης, με συνοπτικό και φιλικό προς τον χρήστη τρόπο, σχετικά με τις διαδικασίες και τις απαιτήσεις για τη σύσταση κεφαλαιουχικών εταιρειών, την καταχώριση υποκαταστημάτων, και την υποβολή πράξεων και στοιχείων, τους κανόνες όσον αφορά τον αποκλεισμό διευθυντών και μια περιγραφή των εξουσιών και των αρμοδιοτήτων των διοικητικών διαχειριστικών ή εποπτικών οργάνων των εταιρειών.

(15)

Θα πρέπει να είναι δυνατή η εξ ολοκλήρου επιγραμμική σύσταση των εταιρειών. Ωστόσο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να περιορίζουν την επιγραμμική σύσταση σε ορισμένα είδη εταιρειών περιορισμένης ευθύνης, όπως ορίζεται στην παρούσα οδηγία, λόγω της πολυπλοκότητας που συνεπάγεται η σύσταση εταιρειών άλλης μορφής στο εθνικό δίκαιο. Σε κάθε περίπτωση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν λεπτομερείς κανόνες για την επιγραμμική σύσταση. Θα πρέπει να είναι εφικτή η επιγραμμική σύσταση με την υποβολή εγγράφων ή πληροφοριών σε ηλεκτρονική μορφή, με την επιφύλαξη των ουσιαστικών και διαδικαστικών απαιτήσεων των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τις νομικές διαδικασίες για την κατάρτιση ιδρυτικών πράξεων και τη γνησιότητα, την ακρίβεια, την αξιοπιστία, τη φερεγγυότητα και την κατάλληλη νομική μορφή των πράξεων ή στοιχείων που υποβάλλονται. Ωστόσο, οι εν λόγω ουσιαστικές και διαδικαστικές απαιτήσεις δεν θα πρέπει να καθιστούν αδύνατη την επιγραμμική διαδικασία, ιδίως όσον αφορά την επιγραμμική σύσταση εταιρείας και την επιγραμμική καταχώριση υποκαταστήματος. Όταν δεν είναι τεχνικά εφικτή η λήψη ηλεκτρονικών αντιγράφων των εγγράφων που πληρούν τις απαιτήσεις των κρατών μελών, θα μπορούσε κατ’ εξαίρεση να απαιτείται η υποβολή των εγγράφων σε έντυπη μορφή.

(16)

Όταν τηρούνται όλες οι διατυπώσεις για την επιγραμμική σύσταση εταιρείας, συμπεριλαμβανομένης της απαίτησης ορθής υποβολής όλων των πράξεων και στοιχείων εκ μέρους της εταιρείας, η επιγραμμική σύσταση ενώπιον οποιασδήποτε αρχής ή οποιουδήποτε προσώπου ή φορέα στον οποίο ανατίθεται κατά το εθνικό δίκαιο η διεκπεραίωση οποιασδήποτε πτυχής της επιγραμμικής διαδικασίας, θα πρέπει να πραγματοποιείται ταχέως. Ωστόσο, σε περιπτώσεις στις οποίες υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με την εκπλήρωση των απαιτούμενων διατυπώσεων, μεταξύ άλλων όσον αφορά την ταυτότητα του αιτούντος, τη νομιμότητα της επωνυμίας της εταιρείας, τον αποκλεισμό ενός διευθυντή ή τη συμμόρφωση οποιασδήποτε άλλης πληροφορίας ή εγγράφου με νομικές απαιτήσεις, ή σε περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει υποψία απάτης ή κατάχρησης, η επιγραμμική σύσταση μπορεί να διαρκεί περισσότερο και η προθεσμία για τις αρχές δεν πρέπει να αρχίζει πριν από την εκπλήρωση των εν λόγω διατυπώσεων. Σε κάθε περίπτωση, όταν δεν είναι δυνατή η εμπρόθεσμη ολοκλήρωση της διαδικασίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι ο αιτών ενημερώνεται σχετικά με τους λόγους οποιασδήποτε καθυστέρησης.

(17)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η έγκαιρη επιγραμμική σύσταση των εταιρειών ή η επιγραμμική καταχώριση των υποκαταστημάτων, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να ορίζουν ως προϋπόθεση για την σύσταση ή καταχώριση τη λήψη οποιασδήποτε άδειας ή έγκρισης για την ολοκλήρωση της εν λόγω σύστασης ή της καταχώρισης, εκτός εάν αυτό προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο για τη διασφάλιση του κατάλληλου ελέγχου ορισμένων δραστηριοτήτων. Μετά τη σύσταση ή την καταχώριση, οι περιπτώσεις στις οποίες οι εταιρείες ή τα υποκαταστήματα δεν θα επιτρέπεται να ασκούν ορισμένες δραστηριότητες χωρίς να έχουν λάβει άδεια ή έγκριση θα πρέπει να διέπονται από το εθνικό δίκαιο.

(18)

Προκειμένου να παρασχεθεί στήριξη στις επιχειρήσεις, ιδίως τις μικρές και τις μεσαίου μεγέθους, κατά τα πρώτα στάδια της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, θα πρέπει να είναι δυνατή η σύσταση εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με τη χρήση υποδειγμάτων που θα πρέπει να είναι διαθέσιμα ηλεκτρονικά. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα εν λόγω υποδείγματα μπορούν να χρησιμοποιούνται για την επιγραμμική σύσταση εταιρειών, και θα πρέπει να έχουν την ελευθερία να καθορίζουν τη νομική τους αξία. Τα εν λόγω υποδείγματα μπορούν να περιέχουν ένα προκαθορισμένο σύνολο επιλογών σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Οι αιτούντες θα πρέπει να είναι σε θέση να επιλέγουν μεταξύ της χρήσης υποδειγμάτων ή της σύστασης της εταιρείας χρησιμοποιώντας εξατομικευμένες ιδρυτικές πράξεις και τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν υποδείγματα και για άλλες μορφές εταιρειών.

(19)

Προκειμένου να γίνουν σεβαστές οι υφιστάμενες παραδόσεις των κρατών μελών στον τομέα του εταιρικού δικαίου, είναι σημαντικό να επιτραπεί ευελιξία όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη θα παρέχουν ένα εξ ολοκλήρου επιγραμμικό σύστημα σύστασης εταιρειών, καταχώρισης υποκαταστημάτων και υποβολής πράξεων και στοιχείων, μεταξύ άλλων και σε σχέση με τον ρόλο των συμβολαιογράφων ή των δικηγόρων σε οποιοδήποτε στάδιο της επιγραμμικής διαδικασίας. Ζητήματα που αφορούν τις επιγραμμικές διαδικασίες οι οποίες δεν ρυθμίζονται με την παρούσα οδηγία θα πρέπει να συνεχίσουν να διέπονται από το εθνικό δίκαιο.

(20)

Επιπλέον, για να αντιμετωπιστεί η απάτη και η υποκλοπή της ταυτότητας εταιρειών και για να παρασχεθούν εγγυήσεις ως προς τη φερεγγυότητα και την αξιοπιστία των πράξεων και των στοιχείων που περιέχονται στα εθνικά μητρώα, οι διατάξεις που αφορούν τις επιγραμμικές διαδικασίες που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, θα πρέπει να περιλαμβάνουν επίσης ελέγχους της ταυτότητας και της δικαιοπρακτικής ικανότητας των προσώπων που επιθυμούν να συστήσουν εταιρεία ή να καταχωρίσουν υποκατάστημα ή να υποβάλουν πράξεις ή στοιχεία. Οι έλεγχοι αυτοί θα μπορούν να αποτελούν μέρος του ελέγχου νομιμότητας που απαιτείται από ορισμένα κράτη μέλη. Η ανάπτυξη και η θέσπιση των μέσων και των μεθόδων για τη διεξαγωγή των εν λόγω ελέγχων θα πρέπει να εναπόκεινται στα κράτη μέλη. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να απαιτούν τη συμμετοχή συμβολαιογράφων ή δικηγόρων σε οποιοδήποτε στάδιο των ηλεκτρονικών διαδικασιών. Ωστόσο, η συμμετοχή αυτή δεν θα πρέπει να εμποδίζει την ολοκλήρωση της διαδικασίας με εξ ολοκλήρου ηλεκτρονικό τρόπο.

(21)

Όταν δικαιολογείται για λόγους δημόσιου συμφέροντος που αφορούν την αποτροπή της αντιποίησης ή της παραποίησης ταυτότητας, ή για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης με τους κανόνες όσον αφορά τη δικαιοπρακτική ικανότητα του αιτούντος και την εξουσία του να εκπροσωπεί την εταιρεία, θα πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να λαμβάνουν μέτρα, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, στο πλαίσιο των οποίων θα μπορεί να απαιτείται η φυσική παρουσία του αιτούντος ενώπιον οποιασδήποτε αρχής ή οποιουδήποτε προσώπου ή φορέα στον οποίο το εθνικό δίκαιο αναθέτει τη διεκπεραίωση της επιγραμμικής διαδικασίας στο κράτος μέλος στο οποίο πρόκειται να συσταθεί η εταιρεία ή να καταχωριστεί ένα υποκατάστημα. Ωστόσο, αυτή η φυσική παρουσία δεν θα πρέπει να απαιτείται συστηματικά, αλλά μόνο κατά περίπτωση, όταν υπάρχει βάσιμη υποψία παραποίησης ταυτότητας από τους αιτούντες ή μη συμμόρφωσης με τους κανόνες όσον αφορά τη δικαιοπρακτική ικανότητα του αιτούντος και την εξουσία του να εκπροσωπεί την εταιρεία. Αυτή η υποψία θα πρέπει να βασίζεται σε πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους οι αρχές ή τα πρόσωπα ή οι φορείς στους οποίους το εθνικό δίκαιο αναθέτει τη διενέργεια τέτοιου είδους ελέγχων. Σε περίπτωση που απαιτείται φυσική παρουσία, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οποιαδήποτε άλλα στάδια της διαδικασίας μπορούν να ολοκληρωθούν ηλεκτρονικά. Η έννοια της δικαιοπρακτικής ικανότητας θα πρέπει να περιλαμβάνει την ικανότητα ανάληψης δράσης.

(22)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν επίσης να παρέχουν τη δυνατότητα στις αρμόδιες αρχές, στα πρόσωπα ή στους φορείς να επαληθεύουν, με συμπληρωματικούς ηλεκτρονικούς ελέγχους της ταυτότητας, της δικαιοπρακτικής ικανότητας και της νομιμότητας, εάν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη σύσταση εταιρειών. Τέτοιοι έλεγχοι μπορούν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, βιντεοδιασκέψεις ή άλλα επιγραμμικά μέσα που παρέχουν οπτικοακουστική σύνδεση σε πραγματικό χρόνο.

(23)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η προστασία όλων των προσώπων που αλληλεπιδρούν με εταιρείες, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αποτρέπουν οποιαδήποτε δόλια ή καταχρηστική συμπεριφορά απορρίπτοντας τον διορισμό προσώπου ως διευθυντή εταιρείας, λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο την προηγούμενη συμπεριφορά του εν λόγω προσώπου στην επικράτειά τους, αλλά, όπου αυτό προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, και πληροφορίες που παρέχονται από άλλα κράτη μέλη. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ζητούν πληροφορίες από άλλα κράτη μέλη. Η απάντηση μπορεί να περιλαμβάνει είτε πληροφορίες σχετικά με ισχύοντα αποκλεισμό είτε άλλες πληροφορίες όσον αφορά αποκλεισμό στο κράτος μέλος που έλαβε το αίτημα. Τέτοιου είδους αιτήματα για πληροφορίες θα πρέπει να είναι δυνατά μέσω του συστήματος διασύνδεσης των μητρώων. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι ελεύθερα να επιλέγουν τον βέλτιστο τρόπο συλλογής των εν λόγω πληροφοριών, για παράδειγμα με τη συγκέντρωση των σχετικών πληροφοριών από τυχόν μητρώα ή άλλους τόπους όπου αυτές αποθηκεύονται σύμφωνα με το οικείο εθνικό δίκαιο ή με τη δημιουργία ειδικών μητρώων ή ειδικών τμημάτων στα μητρώα επιχειρήσεων. Σε περίπτωση που απαιτούνται περαιτέρω πληροφορίες, για παράδειγμα σχετικά με την περίοδο και τους λόγους αποκλεισμού, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να τις διαβιβάζουν μέσω όλων των διαθέσιμων συστημάτων ανταλλαγής πληροφοριών, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Ωστόσο, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να δημιουργεί την υποχρέωση να ζητούνται πληροφορίες αυτού του είδους σε κάθε περίπτωση. Επιπλέον, η δυνατότητα να λαμβάνονται υπόψη πληροφορίες σχετικά με τον αποκλεισμό σε άλλο κράτος μέλος δεν θα πρέπει να υποχρεώνει τα κράτη μέλη να αναγνωρίζουν ισχύοντες αποκλεισμούς σε άλλα κράτη μέλη.

(24)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία όλων των προσώπων που αλληλεπιδρούν με εταιρείες ή υποκαταστήματα και να αποτρέπεται οποιαδήποτε δόλια ή καταχρηστική συμπεριφορά, είναι σημαντικό οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να είναι σε θέση να επαληθεύουν κατά πόσον το πρόσωπο που θα διοριστεί ως διευθυντής δεν απαγορεύεται να ασκεί καθήκοντα διευθυντή. Για τον σκοπό αυτό, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει επίσης να γνωρίζουν αν το συγκεκριμένο πρόσωπο είναι καταχωρισμένο σε οποιοδήποτε από τα μητρώα που αφορούν τον αποκλεισμό διευθυντών σε άλλα κράτη μέλη μέσω του συστήματος διασύνδεσης των μητρώων επιχειρήσεων. Τα μητρώα, οι αρχές ή τα πρόσωπα ή οι φορείς που ορίζονται κατά το εθνικό δίκαιο για τη διαχείριση οποιασδήποτε πτυχής των επιγραμμικών διαδικασιών, δεν θα πρέπει να αποθηκεύουν τα εν λόγω δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από αυτό που απαιτείται για την αξιολόγηση της επιλεξιμότητας του προσώπου που θα διοριστεί ως διευθυντής. Ωστόσο, οι εν λόγω οντότητες ενδέχεται να χρειαστεί να αποθηκεύσουν τις πληροφορίες αυτές για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα με σκοπό την πιθανή επανεξέταση μιας αρνητικής απόφασης. Σε κάθε περίπτωση, η περίοδος διατήρησης δεν πρέπει να υπερβαίνει την περίοδο που προβλέπεται από τους εθνικούς κανόνες για τη διατήρηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν τη σύσταση εταιρείας ή την καταχώριση υποκαταστήματος ή τη σχετική υποβολή πράξεων και στοιχείων.

(25)

Οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία σχετικά με την επιγραμμική σύσταση εταιρειών και καταχώριση υποκαταστημάτων δεν θα πρέπει να θίγουν άλλες διατυπώσεις που δεν σχετίζονται με το εταιρικό δίκαιο και τις οποίες πρέπει να τηρήσει μια εταιρεία για να αρχίσει να τη δραστηριότητά της σύμφωνα με το ενωσιακό και το εθνικό δίκαιο.

(26)

Όπως και στην περίπτωση της επιγραμμικής σύστασης εταιρειών και καταχώρισης υποκαταστημάτων, για να μειωθεί το κόστος και η επιβάρυνση των εταιρειών, θα πρέπει να είναι δυνατή η εξ ολοκλήρου επιγραμμική υποβολή πράξεων και στοιχείων στα εθνικά μητρώα καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής των εταιρειών. Ταυτόχρονα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επιτρέπουν την υποβολή πράξεων και στοιχείων με άλλα μέσα, μεταξύ άλλων σε έντυπη μορφή. Επιπλέον, η δημοσιοποίηση των στοιχείων των εταιρειών θα πρέπει να πραγματοποιείται μόλις τα στοιχεία αυτά καθίστανται δημόσια διαθέσιμα στα εν λόγω εθνικά μητρώα, δεδομένου ότι τα μητρώα είναι πλέον διασυνδεδεμένα και παρέχουν ένα πλήρες σημείο αναφοράς για τους χρήστες. Προκειμένου να αποφευχθεί η διατάραξη των υφιστάμενων μέσων δημοσιοποίησης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν την επιλογή να δημοσιεύουν επίσης όλα τα στοιχεία μιας εταιρείας ή μέρος αυτών στην εθνική επίσημη εφημερίδα, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι τα στοιχεία αποστέλλονται ηλεκτρονικά στην εθνική επίσημη εφημερίδα από το μητρώο. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει τους εθνικούς κανόνες που αφορούν τη νομική αξία του μητρώου και τον ρόλο της εθνικής επίσημης εφημερίδας.

(27)

Προκειμένου να διευκολυνθεί ο τρόπος αναζήτησης και ανταλλαγής με άλλα συστήματα των στοιχείων που αποθηκεύονται από τα μητρώα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι, μετά τη λήξη της σχετικής προθεσμίας για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο, όλες οι πράξεις και τα στοιχεία που παρέχονται σε αρμόδια αρχή ή σε πρόσωπο ή φορέα στον οποίο το εθνικό δίκαιο αναθέτει τη διαχείριση οποιασδήποτε πτυχής των επιγραμμικών διαδικασιών, στο πλαίσιο των επιγραμμικών διαδικασιών που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, αποθηκεύονται από τα μητρώα σε μηχαναγνώσιμο μορφότυπο με δυνατότητα αναζήτησης ή ως δομημένα δεδομένα. Αυτό σημαίνει ότι ο μορφότυπος των αρχείων θα πρέπει να είναι δομημένος κατά τρόπο ώστε οι εφαρμογές λογισμικού να μπορούν εύκολα να εντοπίζουν, να αναγνωρίζουν και να εξάγουν συγκεκριμένα δεδομένα και την εσωτερική τους δομή. Η απαίτηση να διασφαλίζεται ότι ο μορφότυπος εγγράφων και πληροφοριών παρέχει τη δυνατότητα αναζήτησης δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει σαρωμένες υπογραφές ή άλλα δεδομένα που δεν είναι κατάλληλα για τη μηχαναγνωσιμότητα. Καθώς αυτό ενδέχεται να απαιτεί μεταβολές στα υφιστάμενα συστήματα πληροφοριών των κρατών μελών, θα πρέπει να προβλεφθεί μακρότερη προθεσμία για τη μεταφορά της συγκεκριμένης απαίτησης στο εθνικό δίκαιο.

(28)

Με στόχο τη μείωση του κόστους, της διοικητικής επιβάρυνσης και της διάρκειας των διαδικασιών για τις εταιρείες, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόζουν την αρχή «μόνον άπαξ» στον τομέα του εταιρικού δικαίου, η οποία είναι κατοχυρωμένη στην Ένωση, όπως αποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, από τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1724, το σχέδιο δράσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση ή τη δήλωση του Τάλιν για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση. Η εφαρμογή της αρχής «μόνον άπαξ» συνεπάγεται ότι οι εταιρείες δεν θα καλούνται να υποβάλουν τα ίδια στοιχεία στις δημόσιες αρχές περισσότερο από μία φορά. Για παράδειγμα, οι εταιρείες δεν θα πρέπει να είναι υποχρεωμένες να υποβάλουν τα ίδια στοιχεία τόσο στο μητρώο όσο και στην εθνική επίσημη εφημερίδα. Αντιθέτως, το μητρώο θα πρέπει να παρέχει τα ήδη υποβληθέντα στοιχεία απευθείας στην εθνική επίσημη εφημερίδα. Ομοίως, όταν μια εταιρεία έχει συσταθεί σε ένα κράτος μέλος και επιθυμεί να καταχωρίσει υποκατάστημα σε άλλο κράτος μέλος, θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τις πράξεις ή τα στοιχεία που έχουν ήδη υποβληθεί σε μητρώο. Περαιτέρω, όταν μια εταιρεία έχει συσταθεί σε ένα κράτος μέλος αλλά διατηρεί υποκατάστημα σε άλλο κράτος μέλος, θα πρέπει να μπορεί να υποβάλει ορισμένες μεταβολές των στοιχείων της μόνο στο μητρώο στο οποίο είναι καταχωρισμένη, χωρίς να απαιτείται να υποβάλει τις ίδιες πληροφορίες και στο μητρώο στο οποίο είναι καταχωρισμένο το υποκατάστημα. Αντίθετα, πληροφορίες όπως η αλλαγή της εταιρικής επωνυμίας ή της καταστατικής έδρας της εταιρείας θα πρέπει να ανταλλάσσονται ηλεκτρονικά μεταξύ του μητρώου στο οποίο είναι καταχωρισμένη η εταιρεία και του μητρώου στο οποίο είναι καταχωρισμένο το υποκατάστημα, μέσω του συστήματος διασύνδεσης των μητρώων.

(29)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η διαθεσιμότητα συνεπών και επικαιροποιημένων πληροφοριών σχετικά με τις εταιρείες στην Ένωση και να αυξηθεί περαιτέρω η διαφάνεια, θα πρέπει να είναι δυνατή η χρήση της διασύνδεσης των μητρώων για την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με οποιαδήποτε μορφή εταιρείας που καταχωρίζεται στα μητρώα των κρατών μελών σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να δημιουργούν ηλεκτρονικά αντίγραφα των πράξεων και των στοιχείων των εν λόγω άλλων μορφών εταιρειών που είναι διαθέσιμα επίσης μέσω αυτού του συστήματος διασύνδεσης των μητρώων.

(30)

Για λόγους διαφάνειας και προστασίας των συμφερόντων των εργαζομένων, των πιστωτών και των μετόχων μειοψηφίας, και με σκοπό την προώθηση της εμπιστοσύνης στις επιχειρηματικές συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων με διασυνοριακό χαρακτήρα, εντός της εσωτερικής αγοράς, είναι σημαντικό να μπορούν οι επενδυτές, τα ενδιαφερόμενα μέρη, οι επιχειρηματικοί εταίροι και οι αρχές να έχουν εύκολη πρόσβαση στα στοιχεία των εταιρειών. Για να βελτιωθεί η προσβασιμότητα αυτών των πληροφοριών, θα πρέπει να διατίθενται δωρεάν περισσότερα στοιχεία σε όλα τα κράτη μέλη. Τα στοιχεία αυτά θα πρέπει να περιλαμβάνουν την κατάσταση της εταιρείας και στοιχεία σχετικά με τα υποκαταστήματά της σε άλλα κράτη μέλη, καθώς και τα στοιχεία των προσώπων που, είτε ως όργανο είτε ως μέλη οιουδήποτε τέτοιου οργάνου, είναι εξουσιοδοτημένα να εκπροσωπούν την εταιρεία. Επιπλέον, το τίμημα για την απόκτηση αντιγράφου του συνόλου ή μέρους των πράξεων και των στοιχείων που δημοσιοποιούνται από την εταιρεία, είτε σε έντυπη είτε σε ηλεκτρονική μορφή, δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το αντίστοιχο διοικητικό κόστος, συμπεριλαμβανομένου του κόστους ανάπτυξης και τήρησης των μητρώων, υπό την προϋπόθεση ότι το τίμημα δεν είναι δυσανάλογο σε σχέση με τα ζητούμενα στοιχεία.

(31)

Τα κράτη μέλη έχουν προς το παρόν τη δυνατότητα να δημιουργούν προαιρετικά σημεία πρόσβασης όσον αφορά το σύστημα διασύνδεσης των μητρώων. Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν για την Επιτροπή να συνδέσει άλλα ενδιαφερόμενα μέρη στο σύστημα διασύνδεσης των μητρώων. Προκειμένου να μπορούν και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να επωφελούνται από τη διασύνδεση των μητρώων και να διασφαλίζουν ότι τα συστήματά τους περιέχουν ακριβή, ενημερωμένα και αξιόπιστα στοιχεία για τις εταιρείες, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να δημιουργήσει πρόσθετα σημεία πρόσβασης. Τα εν λόγω σημεία πρόσβασης θα πρέπει να παραπέμπουν σε συστήματα που έχει αναπτύξει και χειρίζεται η Επιτροπή ή άλλα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης για να εκτελούν τα διοικητικά τους καθήκοντα ή να συμμορφώνονται με τις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου.

(32)

Προκειμένου να βοηθούνται οι εταιρείες που είναι εγκατεστημένες στην εσωτερική αγορά να επεκτείνουν ευκολότερα τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες σε διασυνοριακό επίπεδο, θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να συστήνουν και να καταχωρίζουν υποκαταστήματα σε άλλο κράτος μέλος ηλεκτρονικά. Ως εκ τούτου, όπως και στην περίπτωση των εταιρειών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να δίνουν τη δυνατότητα επιγραμμικής καταχώρισης υποκαταστημάτων και επιγραμμικής υποβολής πράξεων και στοιχείων, συμβάλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στη μείωση του κόστους, του διοικητικού φόρτου και της διάρκειας των διαδικασιών σε περίπτωση διασυνοριακής επέκτασης.

(33)

Κατά την καταχώριση υποκαταστήματος εταιρείας που είναι καταχωρισμένη σε άλλο κράτος μέλος, τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να επαληθεύσουν ορισμένες πληροφορίες σχετικά με την εταιρεία μέσω του συστήματος διασύνδεσης των μητρώων. Επιπλέον, σε περίπτωση διακοπής της λειτουργίας υποκαταστήματος σε ένα κράτος μέλος, το μητρώο του εν λόγω κράτους μέλους θα πρέπει να ενημερώνει για τη διακοπή αυτή το κράτος μέλος στο οποίο είναι καταχωρισμένη η εταιρεία μέσω του συστήματος διασύνδεσης των μητρώων και αμφότερα τα μητρώα θα πρέπει να καταχωρίζουν την εν λόγω πληροφορία.

(34)

Για να διασφαλιστεί η συνοχή με το ενωσιακό και το εθνικό δίκαιο, είναι απαραίτητο να διαγραφεί η διάταξη που αφορά την επιτροπή συνεργασίας, η οποία έχει πάψει να υφίσταται, και να επικαιροποιηθούν οι μορφές εταιρειών που παρατίθενται στα παραρτήματα I και II της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132.

(35)

Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη μελλοντικές αλλαγές στο δίκαιο των κρατών μελών και στη νομοθεσία της Ένωσης ως προς τις μορφές εταιρειών, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επικαιροποίηση του καταλόγου με τις μορφές εταιρειών που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα I, II και IIΑ της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (7). Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

(36)

Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων που σχετίζονται με την καταχώριση των εταιρειών, δεν επηρεάζουν το εθνικό δίκαιο που αφορά φορολογικά μέτρα των κρατών μελών ή των εδαφικών και διοικητικών υποδιαιρέσεών τους.

(37)

Η εξουσία των κρατών μελών να απορρίπτουν αιτήσεις σύστασης εταιρειών και καταχώρισης υποκαταστημάτων σε περιπτώσεις απάτης ή κατάχρησης, και οι σχετικές ενέργειες έρευνας και επιβολής εκ μέρους των κρατών μελών, μεταξύ άλλων από την αστυνομία ή άλλες αρμόδιες αρχές, δεν θα πρέπει να θίγονται από την παρούσα οδηγία. Δεν θα πρέπει επίσης να θίγονται άλλες υποχρεώσεις του ενωσιακού και εθνικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προκύπτουν από κανόνες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, την καταπολέμηση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και περί πραγματικών δικαιούχων. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις διατάξεις της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8) σχετικά με την αντιμετώπιση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ιδίως τις υποχρεώσεις που σχετίζονται με την εφαρμογή κατάλληλων μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου και με την εξακρίβωση της ταυτότητας και την καταχώριση του πραγματικού δικαιούχου κάθε νεοσυσταθείσας οντότητας στο κράτος μέλος της σύστασής της.

(38)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται με τρόπο που συμμορφώνεται με το ενωσιακό δίκαιο για την προστασία των δεδομένων και την προστασία της ιδιωτικής ζωής και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα φυσικών προσώπων δυνάμει της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9).

(39)

Σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10), ζητήθηκε η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, ο οποίος γνωμοδότησε στις 26 Ιουλίου 2018.

(40)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, και συγκεκριμένα η παροχή περισσότερων ψηφιακών λύσεων για τις εταιρείες στην εσωτερική αγορά, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων του, να επιτευχθεί καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(41)

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση, της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα (11), τα κράτη μέλη δεσμεύτηκαν να επισυνάπτουν στην κοινοποίηση των εθνικών μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, όταν δικαιολογείται, και ένα ή περισσότερα έγγραφα που διευκρινίζουν τον δεσμό ανάμεσα στα στοιχεία μιας οδηγίας και στα αντίστοιχα τμήματα των εθνικών πράξεων μεταφοράς. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης θεωρεί ότι δικαιολογείται η διαβίβαση τέτοιων εγγράφων.

(42)

Δεδομένης της πολυπλοκότητας των αλλαγών που απαιτείται να γίνουν στα εθνικά συστήματα προκειμένου να συμμορφώνονται με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, καθώς και των σημαντικών διαφορών που υφίστανται επί του παρόντος μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τη χρήση ψηφιακών εργαλείων και διαδικασιών στο πεδίο του εταιρικού δικαίου, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί ότι τα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσκολίες κατά τη μεταφορά ορισμένων διατάξεων της παρούσας οδηγίας μπορούν να ενημερώσουν την Επιτροπή ότι χρειάζονται ετήσια, κατ’ ανώτατο όριο, παράταση της σχετικής προθεσμίας για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αναφέρουν τους αντικειμενικούς λόγους για τους οποίους ζητούν την παράταση αυτή.

(43)

Η Επιτροπή θα πρέπει να διενεργήσει αξιολόγηση της παρούσας οδηγίας. Σύμφωνα με την παράγραφο 22 της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου, η εν λόγω αξιολόγηση θα πρέπει να βασίζεται σε πέντε κριτήρια, και συγκεκριμένα την αποδοτικότητα, την αποτελεσματικότητα, τη συνάφεια, τη συνεκτικότητα και την προστιθέμενη αξία, και θα πρέπει να αποτελεί τη βάση των εκτιμήσεων επιπτώσεων για ενδεχόμενα περαιτέρω μέτρα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να συμβάλουν στη διενέργεια της εν λόγω αξιολόγησης, παρέχοντας στην Επιτροπή τα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί στην πράξη η επιγραμμική σύσταση εταιρειών, για παράδειγμα όσον αφορά τον αριθμό των περιπτώσεων επιγραμμικής σύστασης εταιρειών, τον αριθμό των περιπτώσεων στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν υποδείγματα ή χρειάστηκε φυσική παρουσία, και τη μέση διάρκεια και το μέσο κόστος της επιγραμμικής σύστασης εταιρειών.

(44)

Θα πρέπει να συγκεντρωθούν πληροφορίες με σκοπό την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της παρούσας οδηγίας στην επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου της και για να γίνει αξιολόγηση σύμφωνα με την παράγραφο 22 της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.

(45)

Ως εκ τούτου, η οδηγία (ΕΕ) 2017/1132 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις στην οδηγία (ΕΕ) 2017/1132

Η οδηγία (ΕΕ) 2017/1132 τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 1, μετά τη δεύτερη περίπτωση, προστίθεται η ακόλουθη περίπτωση:

«—

τους κανόνες για την επιγραμμική σύσταση εταιρειών, την επιγραμμική καταχώριση των υποκαταστημάτων και την επιγραμμική υποβολή πράξεων και στοιχείων από εταιρείες και υποκαταστήματα·».

2)

Στον τίτλο I, η επικεφαλίδα του κεφαλαίου III αντικαθίσταται από την ακόλουθη:

«Επιγραμμικές διαδικασίες (σύσταση, καταχώριση και υποβολή), δημοσιοποίηση και μητρώα».

3)

Το άρθρο 13 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 13

Πεδίο εφαρμογής

Τα μέτρα συντονισμού που προβλέπονται στο παρόν τμήμα και στο τμήμα 1Α εφαρμόζονται στις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών που αφορούν τις μορφές εταιρειών που παρατίθενται στο παράρτημα II και, όπου ορίζεται, τις μορφές εταιρειών που αναφέρονται στα παραρτήματα I και IIΑ.».

4)

Προστίθενται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 13α

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   “μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης”: μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1)·

2)   «σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης»: σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 4) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 910/2014·

3)   «ηλεκτρονικά μέσα»: ηλεκτρονικός εξοπλισμός για την επεξεργασία, συμπεριλαμβανομένης της ψηφιακής συμπίεσης, και την αποθήκευση δεδομένων, και μέσω του οποίου τα στοιχεία αποστέλλονται αρχικά και παραλαμβάνονται στον προορισμό τους· τα στοιχεία αυτά διαβιβάζονται, μεταφέρονται και παραλαμβάνονται εξ ολοκλήρου με τρόπο που καθορίζεται από τα κράτη μέλη·

4)   «σύσταση»: η όλη διαδικασία ίδρυσης μιας εταιρείας σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων της κατάρτισης της ιδρυτικής πράξης και όλων των αναγκαίων μέτρων για την καταχώριση της εταιρείας στο μητρώο·

5)   «καταχώριση υποκαταστήματος»: η διαδικασία που καταλήγει στη δημοσιοποίηση πράξεων και στοιχείων σχετικά με υποκατάστημα που έχει συσταθεί πρόσφατα σε κράτος μέλος·

6)   «υπόδειγμα»: πρότυπη ιδρυτική πράξη εταιρείας που συντάσσεται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και χρησιμοποιείται για την επιγραμμική σύσταση εταιρείας σύμφωνα με το άρθρο 13ζ.

Άρθρο 13β

Αναγνώριση μέσων ταυτοποίησης για τους σκοπούς επιγραμμικών διαδικασιών

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ακόλουθα μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης μπορούν να χρησιμοποιούνται από αιτούντες που είναι πολίτες της Ένωσης στις επιγραμμικές διαδικασίες που αναφέρονται στο παρόν κεφάλαιο:

α)

μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που έχει εκδοθεί στο πλαίσιο συστήματος ηλεκτρονικής ταυτοποίησης το οποίο έχει εγκριθεί από το κράτος μέλος τους·

β)

μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος και που αναγνωρίζεται για τον σκοπό της διασυνοριακής επαλήθευσης ταυτότητας σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 910/2014.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αρνηθούν να αναγνωρίσουν ένα μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης όταν το επίπεδο διασφάλισης του εν λόγω μέσου ηλεκτρονικής ταυτοποίησης δεν είναι σύμφωνο με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 910/2014.

3.   Όλα τα μέσα ταυτοποίησης που αναγνωρίζονται από τα κράτη μέλη δημοσιοποιούνται.

4.   Όταν δικαιολογείται για λόγους δημόσιου συμφέροντος που αφορούν την αποτροπή της αντιποίησης ή της παραποίησης ταυτότητας, τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν μέτρα, για σκοπούς εξακρίβωσης της ταυτότητας ενός αιτούντος, στο πλαίσιο των οποίων μπορεί να απαιτηθεί, η φυσική παρουσία του εν λόγω αιτούντος ενώπιον οποιασδήποτε αρχής ή οποιουδήποτε προσώπου ή φορέα στον οποίο έχει ανατεθεί κατά το εθνικό δίκαιο η διεκπεραίωση οποιασδήποτε πτυχής των επιγραμμικών διαδικασιών που αναφέρονται στο παρόν κεφάλαιο, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης της ιδρυτικής πράξης μιας εταιρείας. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η φυσική παρουσία ενός αιτούντος απαιτείται μόνο κατά περίπτωση, όταν υπάρχει βάσιμη υποψία παραποίησης της ταυτότητας, και ότι οποιαδήποτε άλλα στάδια της διαδικασίας μπορούν να διεκπεραιωθούν επιγραμμικά.

Άρθρο 13γ

Γενικές διατάξεις σχετικά με τις επιγραμμικές διαδικασίες

1.   Η παρούσα οδηγία δεν θίγει το εθνικό δίκαιο που, σύμφωνα με τα νομικά συστήματα και τις νομικές παραδόσεις των κρατών μελών, ορίζει τις αρχές, τα πρόσωπα ή τους φορείς στους οποίους ανατίθεται κατά το εθνικό δίκαιο η διεκπεραίωση οποιασδήποτε πτυχής της επιγραμμικής σύστασης εταιρειών, της επιγραμμικής καταχώρισης υποκαταστημάτων και της επιγραμμικής υποβολής πράξεων και στοιχείων.

2.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται επίσης με την επιφύλαξη των διαδικασιών και των απαιτήσεων που ορίζονται από το εθνικό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τις νομικές διαδικασίες για την κατάρτιση των πράξεων σύστασης, υπό την προϋπόθεση ότι παραμένει δυνατή η επιγραμμική σύσταση εταιρείας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 13ζ, και η επιγραμμική καταχώριση υποκαταστήματος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 28α, καθώς και η επιγραμμική υποβολή εγγράφων και στοιχείων, όπως αναφέρεται στα άρθρα 13ι και 28β.

3.   Οι απαιτήσεις δυνάμει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου όσον αφορά τη γνησιότητα, την ακρίβεια, την αξιοπιστία, τη φερεγγυότητα και την κατάλληλη νομική μορφή των υποβαλλόμενων πράξεων ή στοιχείων δεν θίγονται, υπό την προϋπόθεση ότι παραμένει δυνατή η επιγραμμική σύσταση μιας εταιρείας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 13ζ, και η επιγραμμική καταχώριση ενός υποκαταστήματος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 28α, καθώς και η επιγραμμική υποβολή πράξεων και στοιχείων, όπως αναφέρεται στα άρθρα 13ι και 28β.

Άρθρο 13δ

Τέλη επιγραμμικών διαδικασιών

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι κανόνες για τα τέλη που επιβάλλονται στις επιγραμμικές διαδικασίες οι οποίες αναφέρονται στο παρόν κεφάλαιο είναι διαφανείς και εφαρμόζονται με τρόπο που δεν εισάγει διακρίσεις.

2.   Τα τυχόν τέλη για επιγραμμικές διαδικασίες που επιβάλλονται από τα μητρώα του άρθρου 16 δεν υπερβαίνουν το ποσό που απαιτείται για την κάλυψη του κόστους παροχής των εν λόγω υπηρεσιών.

Άρθρο 13ε

Πληρωμές

Εάν για την ολοκλήρωση διαδικασίας που προβλέπεται στο παρόν κεφάλαιο απαιτείται πληρωμή, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η εν λόγω πληρωμή μπορεί να διενεργηθεί μέσω ευρέως διαθέσιμης υπηρεσίας επιγραμμικών πληρωμών που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διασυνοριακές πληρωμές και επιτρέπει την ταυτοποίηση του προσώπου που έκανε την πληρωμή, και η οποία παρέχεται από χρηματοπιστωτικό οργανισμό ή πάροχο υπηρεσίας πληρωμών που εδρεύει σε κράτος μέλος.

Άρθρο 13στ

Απαιτήσεις πληροφόρησης

Προκειμένου να διευκολυνθεί η σύσταση εταιρειών και η καταχώριση υποκαταστημάτων, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι διατίθενται, σε πύλες ή ιστότοπους καταχώρισης που είναι προσβάσιμοι μέσω της ενιαίας ψηφιακής θύρας, συνοπτικές και φιλικές προς τον χρήστη πληροφορίες, που παρέχονται δωρεάν και τουλάχιστον σε γλώσσα ευρέως κατανοητή από τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό διασυνοριακών χρηστών. Οι πληροφορίες καλύπτουν τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

κανόνες για τη σύσταση εταιρειών, συμπεριλαμβανομένων των επιγραμμικών διαδικασιών που αναφέρονται στα άρθρα 13ζ και 13ι, και των απαιτήσεων σχετικά με τη χρήση υποδειγμάτων και άλλων εγγράφων σύστασης, την ταυτοποίηση των προσώπων, τη χρήση των γλωσσών και τα επιβαλλόμενα τέλη·

β)

κανόνες για την καταχώριση υποκαταστημάτων, συμπεριλαμβανομένων των επιγραμμικών διαδικασιών που αναφέρονται στα άρθρα 28α και 28β, και των απαιτήσεων σχετικά με τα έγγραφα καταχώρισης, την ταυτοποίηση των προσώπων και τη χρήση των γλωσσών·

γ)

περιγραφή των εφαρμοστέων κανόνων για την απόκτηση της ιδιότητας του μέλους των οργάνων διοίκησης, διεύθυνσης ή εποπτείας μιας εταιρείας, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων σχετικά με τον αποκλεισμό διευθυντών και τις αρχές ή τους φορείς που είναι αρμόδιοι για τη διατήρηση των πληροφοριών σχετικά με τους αποκλεισμένους διευθυντές·

δ)

περιγραφή των εξουσιών και των αρμοδιοτήτων των οργάνων διοίκησης, διεύθυνσης και εποπτείας μιας εταιρείας, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας εκπροσώπησης μιας εταιρείας στις συναλλαγές της με τρίτους.

(*1)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/93/ΕΚ (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 73).»."

5)

Στο κεφάλαιο III του τίτλου I προστίθεται το ακόλουθο τμήμα:

«Τμήμα 1Α

Επιγραμμική σύσταση, επιγραμμική υποβολή και δημοσιοποίηση

Άρθρο 13ζ

Επιγραμμική σύσταση εταιρειών

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η επιγραμμική σύσταση εταιρειών μπορεί να πραγματοποιηθεί εξ ολοκλήρου ηλεκτρονικά χωρίς να υποχρεώνεται ο αιτών να προσέλθει αυτοπροσώπως ενώπιον οποιασδήποτε αρχής ή ενώπιον οποιουδήποτε προσώπου ή φορέα στον οποίο ανατίθεται κατά το εθνικό δίκαιο η διεκπεραίωση οποιασδήποτε πτυχής της επιγραμμικής σύστασης εταιρειών, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης της ιδρυτικής πράξης μιας εταιρείας, με την επιφύλαξη των διατάξεων που ορίζονται στο άρθρο 13β παράγραφος 4 και στην παράγραφο 8 του παρόντος άρθρου.

Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην παρέχουν επιγραμμικές διαδικασίες σύστασης για μορφές εταιρειών άλλες από αυτές που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΑ.

2.   Τα κράτη μέλη καθορίζουν λεπτομερείς κανόνες για την επιγραμμική σύσταση των εταιρειών, συμπεριλαμβανομένων κανόνων για τη χρήση υποδειγμάτων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 13η, και τις πράξεις και τα στοιχεία που απαιτούνται για τη σύσταση μιας εταιρείας. Ως μέρος των κανόνων αυτών, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η ηλεκτρονική σύσταση μπορεί να πραγματοποιηθεί με την κατάθεση πράξεων ή στοιχείων σε ηλεκτρονική μορφή, συμπεριλαμβανομένων ηλεκτρονικών αντιγράφων των πράξεων και των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 16α παράγραφος 4.

3.   Οι κανόνες της παραγράφου 2 προβλέπουν τουλάχιστον τα εξής:

α)

τις διαδικασίες για τη διασφάλιση ότι οι αιτούντες έχουν την απαιτούμενη δικαιοπρακτική ικανότητα και εξουσία να εκπροσωπούν την εταιρεία·

β)

τα μέσα επαλήθευσης της ταυτότητας των αιτούντων σύμφωνα με το άρθρο 13β·

γ)

τις απαιτήσεις για τους αιτούντες να χρησιμοποιούν υπηρεσίες εμπιστοσύνης του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 910/2014·

δ)

τις διαδικασίες για την επαλήθευση της νομιμότητας του εταιρικού σκοπού, εφόσον οι έλεγχοι αυτοί προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο·

ε)

τις διαδικασίες για την επαλήθευση της νομιμότητας της εταιρικής επωνυμίας, εφόσον οι έλεγχοι αυτοί προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο·

στ)

τις διαδικασίες για την επαλήθευση του διορισμού των διευθυντών.

4.   Οι κανόνες της παραγράφου 2 μπορούν, ειδικότερα, να προβλέπουν επίσης τα εξής:

α)

τις διαδικασίες για τη διασφάλιση της νομιμότητας των ιδρυτικών εταιρικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένης της ορθής χρήσης των υποδειγμάτων·

β)

τις συνέπειες του αποκλεισμού των διευθυντών από την αρμόδια αρχή οποιουδήποτε κράτους μέλους·

γ)

τον ρόλο του συμβολαιογράφου ή άλλου προσώπου ή φορέα στον οποίο ανατίθεται κατά το εθνικό δίκαιο η διαχείριση οποιουδήποτε σταδίου της ηλεκτρονικής διαδικασίας σύστασης μιας εταιρείας·

δ)

τον αποκλεισμό της ηλεκτρονικής σύστασης σε περιπτώσεις στις οποίες το κεφάλαιο της εταιρείας καταβάλλεται με εισφορές σε είδος.

5.   Τα κράτη μέλη δεν εξαρτούν την ηλεκτρονική σύσταση εταιρείας από τη λήψη οποιασδήποτε άδειας ή έγκρισης πριν από την καταχώριση της εταιρείας, εκτός εάν αυτό είναι απολύτως αναγκαίο για τον κατάλληλο έλεγχο που προβλέπεται στο εθνικό δίκαιο ορισμένων δραστηριοτήτων.

6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι εάν απαιτείται η καταβολή εταιρικού κεφαλαίου στο πλαίσιο της διαδικασίας σύστασης εταιρείας, η καταβολή μπορεί να διενεργηθεί επιγραμμικά, σύμφωνα με το άρθρο 13ε, σε τραπεζικό λογαριασμό τράπεζας που δραστηριοποιείται στην Ένωση. Επιπλέον, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η απόδειξη της καταβολής μπορεί επίσης να παρέχεται ηλεκτρονικά.

7.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η ηλεκτρονική σύσταση ολοκληρώνεται εντός πέντε εργάσιμων ημερών, σε περιπτώσεις στις οποίες η εταιρεία συνίσταται αποκλειστικά από φυσικά πρόσωπα που χρησιμοποιούν τα υποδείγματα που αναφέρονται στο άρθρο 13η, ή σε άλλες περιπτώσεις εντός δέκα εργάσιμων ημερών, από το τελευταίο χρονικά σημείο από τα παρακάτω:

α)

την ημερομηνία ολοκλήρωσης όλων των διατυπώσεων που απαιτούνται για την επιγραμμική σύσταση, συμπεριλαμβανομένης της παραλαβής όλων των πράξεων και στοιχείων που συμμορφώνονται με το εθνικό δίκαιο από την αρχή ή από το πρόσωπο ή τον φορέα στον οποίο ανατίθεται κατά το εθνικό δίκαιο η διεκπεραίωση οποιασδήποτε πτυχής της σύστασης μιας εταιρείας·

β)

την ημερομηνία καταβολής του τέλους καταχώρισης, την καταβολή του εταιρικού κεφαλαίου σε μετρητά ή, την καταβολή του κεφαλαίου με εισφορά σε είδος, όπως προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο.

Όταν δεν είναι δυνατή η ολοκλήρωση της διαδικασίας εντός των προθεσμιών που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο αιτών ενημερώνεται σχετικά με τους λόγους οποιασδήποτε καθυστέρησης.

8.   Όταν δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος που αφορούν τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τους κανόνες σχετικά με τη δικαιοπρακτική ικανότητα και την εξουσία των αιτούντων να εκπροσωπούν μια εταιρεία, οποιαδήποτε αρχή ή οποιοδήποτε πρόσωπο ή φορέας στον οποίο ανατίθεται κατά το εθνικό δίκαιο η διεκπεραίωση οποιασδήποτε πτυχής της επιγραμμικής σύστασης μιας εταιρείας, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης της ιδρυτικής πράξης, μπορεί να ζητήσει τη φυσική παρουσία του αιτούντος. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, στις περιπτώσεις αυτές, η φυσική παρουσία αιτούντος μπορεί να απαιτείται μόνο κατά περίπτωση όταν υπάρχει βάσιμη υποψία μη συμμόρφωσης με τους κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο α). Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οποιαδήποτε περαιτέρω στάδια της διαδικασίας μπορούν, παρ’ όλα αυτά, να διεκπεραιωθούν ηλεκτρονικά.

Άρθρο 13η

Υποδείγματα για την ηλεκτρονική σύσταση εταιρειών

1.   Τα κράτη μέλη διαθέτουν υποδείγματα για τις μορφές εταιρειών που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΑ, σε πύλες ή ιστοτόπους καταχώρισης που είναι προσβάσιμοι μέσω της ενιαίας ψηφιακής θύρας. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να διαθέτουν ηλεκτρονικά υποδείγματα για τη σύσταση άλλων μορφών εταιρειών.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα υποδείγματα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους αιτούντες ως μέρος της ηλεκτρονικής διαδικασίας σύστασης του άρθρου 13ζ. Εάν τα εν λόγω υποδείγματα χρησιμοποιούνται από τους αιτούντες σύμφωνα με τους κανόνες του άρθρου 13ζ παράγραφος 4 στοιχείο α), η απαίτηση της κατάρτισης και πιστοποίησης των εταιρικών ιδρυτικών πράξεων με δημόσιο έγγραφο, όταν δεν προβλέπεται προληπτικός ή διοικητικός έλεγχος, όπως ορίζεται στο άρθρο 10, θεωρείται ότι έχει εκπληρωθεί.

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει οποιαδήποτε απαίτηση, δυνάμει του εθνικού δικαίου, για την κατάρτιση των ιδρυτικών πράξεων με δημόσιο έγγραφο, υπό τον όρο ότι εξακολουθεί να είναι δυνατή η επιγραμμική σύσταση που αναφέρεται στο άρθρο 13ζ.

3.   Τα κράτη μέλη παρέχουν τα υποδείγματα σε μία τουλάχιστον επίσημη γλώσσα της Ένωσης η οποία είναι ευρύτερα κατανοητή από τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό διασυνοριακών χρηστών. Η διαθεσιμότητα υποδειγμάτων σε άλλες γλώσσες εκτός από την επίσημη γλώσσα ή γλώσσες του οικείου κράτους μέλους αφορά μόνο ενημερωτικούς σκοπούς, εκτός εάν το κράτος μέλος αποφασίσει ότι είναι δυνατή η σύσταση εταιρείας με υποδείγματα σε άλλη γλώσσα.

4.   Το περιεχόμενο των υποδειγμάτων διέπεται από το εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 13θ

Αποκλεισμένοι διευθυντές

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι διαθέτουν κανόνες σχετικά με τον αποκλεισμό διευθυντών. Οι κανόνες αυτοί περιλαμβάνουν τη δυνατότητα να λαμβάνονται υπόψη ισχύοντες αποκλεισμοί ή πληροφορίες όσον αφορά αποκλεισμό σε άλλο κράτος μέλος. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, στους διευθυντές περιλαμβάνονται τουλάχιστον τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 14 στοιχείο δ) σημείο i).

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τα πρόσωπα που ζητούν να γίνουν διευθυντές να δηλώνουν εάν γνωρίζουν οποιεσδήποτε περιστάσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αποκλεισμό στο οικείο κράτος μέλος.

Τα κράτη μέλη μπορούν να απορρίψουν τον διορισμό ως διευθυντή εταιρείας προσώπου το οποίο επί του παρόντος τελεί υπό αποκλεισμό να ενεργεί ως διευθυντής σε άλλο κράτος μέλος.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι είναι σε θέση να απαντούν σε αίτημα άλλου κράτους μέλους για παροχή πληροφοριών σχετικά με τον αποκλεισμό διευθυντών σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους που απαντά στο αίτημα.

4.   Προκειμένου να απαντούν στα αιτήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τουλάχιστον τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι είναι σε θέση να παρέχουν χωρίς καθυστέρηση πληροφορίες σχετικά με το αν ένα πρόσωπο έχει αποκλειστεί ή έχει καταχωριστεί σε κάποιο από τα μητρώα τους που περιέχουν πληροφορίες σχετικά με τον αποκλεισμό διευθυντών, μέσω του συστήματος που αναφέρεται στο άρθρο 22. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να ανταλλάσσουν περαιτέρω πληροφορίες, όπως για παράδειγμα σχετικά με την περίοδο και τους λόγους αποκλεισμού. Αυτή η ανταλλαγή διέπεται από το εθνικό δίκαιο.

5.   Η Επιτροπή καθορίζει τις λεπτομερείς διευθετήσεις και τις τεχνικές λεπτομέρειες για την ανταλλαγή των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου με τις εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 24.

6.   Οι παράγραφοι 1 έως 5 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλογικά στις περιπτώσεις στις οποίες η εταιρεία υποβάλλει στοιχεία όσον αφορά τον διορισμό νέου διευθυντή στο μητρώο του άρθρου 16.

7.   Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των προσώπων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο υποβάλλονται σε επεξεργασία σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 και το εθνικό δίκαιο, προκειμένου να παρέχεται η δυνατότητα στην αρμόδια αρχή ή σε πρόσωπο ή φορέα που ορίζεται κατά το εθνικό δίκαιο να αξιολογεί τις απαραίτητες πληροφορίες που σχετίζονται με τον αποκλεισμό του προσώπου ως διευθυντή, με σκοπό να αποτρέπεται οποιαδήποτε δόλια ή καταχρηστική συμπεριφορά και να διασφαλίζεται η προστασία όλων των προσώπων που αλληλεπιδρούν με εταιρείες ή υποκαταστήματα.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα μητρώα που αναφέρονται στο άρθρο 16, οι αρχές ή τα πρόσωπα ή οι φορείς που ορίζονται κατά το εθνικό δίκαιο, δεν αποθηκεύουν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που διαβιβάζονται για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από ό,τι είναι αναγκαίο και, σε κάθε περίπτωση, μεγαλύτερο από την περίοδο αποθήκευσης τυχόν δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν τη σύσταση εταιρείας, την καταχώριση υποκαταστήματος ή την υποβολή στοιχείων εκ μέρους εταιρείας ή υποκαταστήματος.

Άρθρο 13ι

Επιγραμμική υποβολή εταιρικών πράξεων και στοιχείων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν τη δυνατότητα επιγραμμικής υποβολής στο μητρώο των πράξεων και των στοιχείων του άρθρου 14, συμπεριλαμβανομένων των τυχόν τροποποιήσεων αυτών, εντός της προθεσμίας που προβλέπει η νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο καταχωρίζεται η εταιρεία. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η εν λόγω υποβολή μπορεί να πραγματοποιηθεί εξ ολοκλήρου επιγραμμικά χωρίς να υποχρεούται ο αιτών να προσέλθει αυτοπροσώπως ενώπιον οποιασδήποτε αρχής ή ενώπιον οποιουδήποτε προσώπου ή φορέα στον οποίο ανατίθεται κατά το εθνικό δίκαιο η διεκπεραίωση της επιγραμμικής υποβολής, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 13β παράγραφος 4 και, κατά περίπτωση, του άρθρου 13ζ παράγραφος 8.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η προέλευση και η ακεραιότητα των εγγράφων που υποβάλλονται επιγραμμικά μπορεί να επαληθευτεί ηλεκτρονικά.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από ορισμένες ή από όλες τις εταιρείες να υποβάλλουν επιγραμμικά ορισμένα ή όλα τα στοιχεία και τις πράξεις της παραγράφου 1.

4.   Οι παράγραφοι 2 έως 5 του άρθρου 13ζ εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στην επιγραμμική υποβολή πράξεων και στοιχείων.

5.   Τα κράτη μέλη μπορούν να συνεχίσουν να επιτρέπουν άλλες μορφές υποβολής στοιχείων εκτός αυτών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, μεταξύ άλλων με ηλεκτρονικά μέσα ή σε έντυπη μορφή, από εταιρείες, συμβολαιογράφους ή οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα ή φορείς στους οποίους ανατίθεται κατά το εθνικό δίκαιο η εκτέλεση τέτοιων μορφών υποβολής.».

6)

Το άρθρο 16 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 16

Δημοσιοποίηση στο μητρώο

1.   Σε κάθε κράτος μέλος ανοίγεται φάκελος σε κεντρικό μητρώο ή εμπορικό μητρώο ή σε μητρώο εταιρειών (“το μητρώο”) για κάθε καταχωριζόμενη σ’ αυτό εταιρεία.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εταιρείες διαθέτουν ευρωπαϊκό μοναδικό ταυτοποιητή (“EUID”), όπως αναφέρεται στο σημείο 8 του παραρτήματος του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/884 της Επιτροπής (*2), που επιτρέπει την αδιαμφισβήτητη ταυτοποίησή τους κατά την επικοινωνία μεταξύ των μητρώων μέσω του συστήματος διασύνδεσης των μητρώων που δημιουργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 22 (“σύστημα διασύνδεσης των μητρώων”). Αυτός ο μοναδικός ταυτοποιητής περιλαμβάνει, τουλάχιστον, στοιχεία που επιτρέπουν την ταυτοποίηση του κράτους μέλους του μητρώου, του εθνικού μητρώου καταγωγής και του αριθμού της εταιρείας σ’ αυτό το μητρώο και, κατά περίπτωση, χαρακτηριστικά για να αποφεύγονται σφάλματα ταυτοποίησης.

2.   Όλες οι πράξεις και τα στοιχεία που υπόκεινται σε δημοσιοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 14 τηρούνται στον φάκελο της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ή εισάγονται απευθείας στο μητρώο και το αντικείμενο των εγγραφών στο μητρώο καταγράφεται στον φάκελο.

Όλες οι πράξεις και τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 14, ανεξαρτήτως του τρόπου υποβολής τους, τηρούνται στον φάκελο του μητρώου ή καταχωρίζονται απευθείας σ’ αυτό σε ηλεκτρονική μορφή. Τα κράτη μέλη μεριμνούν για την ταχύτερη δυνατή μετατροπή σε ηλεκτρονική μορφή από το μητρώο όλων των εν λόγω πράξεων και στοιχείων που κατατίθενται σε έντυπη μορφή.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πράξεις και τα στοιχεία του άρθρου 14 που υποβλήθηκαν σε έντυπη μορφή πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2006 μετατρέπονται σε ηλεκτρονική μορφή από το μητρώο κατά τη λήψη αίτησης για δημοσιοποίηση με ηλεκτρονικά μέσα.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η δημοσιοποίηση των πράξεων και των στοιχείων του άρθρου 14 πραγματοποιείται καθισταμένων των εν λόγω πράξεων και στοιχείων διαθέσιμων για το κοινό στο μητρώο. Επιπλέον, τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να απαιτούν τη δημοσίευση μέρους ή όλων των εν λόγω πράξεων και στοιχείων σε εθνική επίσημη εφημερίδα ειδικά οριζόμενη για τον σκοπό αυτό ή με άλλα, εξίσου αποτελεσματικά μέσα. Τα μέσα αυτά περιλαμβάνουν οπωσδήποτε τη χρήση συστήματος διά του οποίου η προσπέλαση στα έγγραφα ή τις πληροφορίες που δημοσιεύονται είναι δυνατή κατά χρονολογική σειρά μέσω κεντρικής ηλεκτρονικής πλατφόρμας. Στις περιπτώσεις αυτές, το μητρώο διασφαλίζει ότι οι εν λόγω πράξεις και στοιχεία αποστέλλονται ηλεκτρονικά από το ίδιο στην εθνική επίσημη εφημερίδα ή στην κεντρική ηλεκτρονική πλατφόρμα.

4.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την αποφυγή κάθε ασυμφωνίας μεταξύ του μητρώου και του φακέλου.

Τα κράτη μέλη που απαιτούν τη δημοσίευση πράξεων και στοιχείων σε εθνική επίσημη εφημερίδα ή σε κεντρική ηλεκτρονική πλατφόρμα λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να αποφεύγεται οποιαδήποτε ασυμφωνία μεταξύ των στοιχείων που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 3 και των στοιχείων που δημοσιεύονται στην επίσημη εφημερίδα ή στην πλατφόρμα.

Σε περίπτωση ασυμφωνίας βάσει του παρόντος άρθρου, υπερισχύουν οι πράξεις και τα στοιχεία που διατίθενται στο μητρώο.

5.   Οι πράξεις και τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 14 αντιτάσσονται κατά τρίτων από την εταιρεία μόνον εφόσον έχουν δημοσιοποιηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, εκτός αν η εταιρεία αποδείξει ότι οι τρίτοι είχαν γνώση αυτών.

Ωστόσο, για τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται πριν από τη δέκατη έκτη ημέρα που ακολουθεί τη δημοσιοποίηση, οι εν λόγω πράξεις και στοιχεία δεν αντιτάσσονται κατά τρίτων που αποδεικνύουν ότι δεν ήταν δυνατόν να έχουν γνώση αυτών.

Οι τρίτοι δύνανται να επικαλούνται σε κάθε περίπτωση πράξεις και στοιχεία για τα οποία δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί οι διατυπώσεις δημοσιοποίησης, εκτός αν η μη δημοσιοποίηση καθιστά τις πράξεις και τα στοιχεία ανίσχυρα.

6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όλες οι πράξεις και τα στοιχεία που υποβάλλονται ως μέρος της σύστασης εταιρείας, της καταχώρισης υποκαταστήματος ή της υποβολής στοιχείων από εταιρεία ή υποκατάστημα αποθηκεύονται από τα μητρώα σε μηχαναγνώσιμο μορφότυπο με δυνατότητα αναζήτησης ή ως δομημένα δεδομένα.».

(*2)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2015/884 της Επιτροπής, της 8ης Ιουνίου 2015, για τη θέσπιση των τεχνικών προδιαγραφών και διαδικασιών που απαιτούνται για το σύστημα διασύνδεσης των μητρώων, το οποίο δημιουργήθηκε με την οδηγία 2009/101/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 144 της 10.6.2015, σ. 1)."

7)

Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 16α

Πρόσβαση σε δημοσιοποιημένα στοιχεία

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι αντίγραφα όλων ή οποιουδήποτε μέρους των πράξεων και των στοιχείων του άρθρου 14 μπορούν να ληφθούν από το μητρώο κατόπιν αίτησης και ότι η εν λόγω αίτηση μπορεί να υποβληθεί στο μητρώο σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή.

Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ότι ορισμένα είδη ή μέρη των πράξεων και των στοιχείων που υποβλήθηκαν σε χαρτί μέχρι και τις 31 Δεκεμβρίου 2006 δεν μπορούν να χορηγούνται ηλεκτρονικά όταν έχει παρέλθει ορισμένο χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας της υποβολής και της ημερομηνίας της αίτησης. Το χρονικό αυτό διάστημα δεν είναι μικρότερο των 10 ετών.

2.   Τα τέλη έκδοσης αντιγράφου του συνόλου ή μέρους των πράξεων και στοιχείων του άρθρου 14, είτε σε έντυπη είτε σε ηλεκτρονική μορφή, δεν υπερβαίνουν το διοικητικό κόστος, συμπεριλαμβανομένου του κόστους ανάπτυξης και τήρησης των μητρώων.

3.   Τα ηλεκτρονικά αντίγραφα και έντυπα αντίγραφα που χορηγούνται στον αιτούντα επικυρώνονται ως “γνήσια αντίγραφα” εκτός αν ο αιτών δεν επιθυμεί την επικύρωση αυτή.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ηλεκτρονικά αντίγραφα και αποσπάσματα πράξεων και στοιχείων που χορηγούνται από το μητρώο βεβαιώνονται μέσω των υπηρεσιών εμπιστοσύνης που αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 910/2014 με σκοπό να διασφαλίζεται ότι τα ηλεκτρονικά αντίγραφα ή αποσπάσματα χορηγήθηκαν από το μητρώο και ότι το περιεχόμενό τους είναι γνήσιο αντίγραφο της πράξης που τηρείται στο μητρώο ή ότι είναι σύμφωνο με τα στοιχεία που περιέχονται σ’ αυτήν.».

8)

Στο άρθρο 17, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη διάθεση επικαιροποιημένων πληροφοριών που θα επεξηγούν τις διατάξεις του εθνικού δικαίου βάσει των οποίων τρίτα μέρη θα μπορούν να εμπιστεύονται, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 16 παράγραφοι 3, 4 και 5, στοιχεία και παντός είδους πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 14.».

9)

Το άρθρο 18 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ηλεκτρονικά αντίγραφα των πράξεων και των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 14 διατίθενται επίσης στο κοινό μέσω του συστήματος διασύνδεσης των μητρώων. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να καθιστούν διαθέσιμα τα στοιχεία και τις πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 14 για μορφές εταιρειών άλλες από αυτές που αναφέρονται στο παράρτημα II.»·

β)

στην παράγραφο 3, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

τις πράξεις και τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 14, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αφορούν μορφές εταιρειών άλλες από αυτές που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ, όταν αυτές οι πράξεις διατίθενται από τα κράτη μέλη·».

10)

Το άρθρο 19 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 19

Τέλη που επιβάλλονται για πράξεις και στοιχεία

1.   Τα τέλη που επιβάλλονται για την απόκτηση πράξεων και στοιχείων του άρθρου 14 μέσω του συστήματος διασύνδεσης των μητρώων δεν υπερβαίνουν το διοικητικό τους κόστος, συμπεριλαμβανομένου του κόστους ανάπτυξης και τήρησης των μητρώων.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τουλάχιστον τα παρακάτω στοιχεία και πράξεις διατίθενται δωρεάν μέσω του συστήματος διασύνδεσης των μητρώων:

α)

η επωνυμία ή οι επωνυμίες και η νομική μορφή της εταιρείας·

β)

η καταστατική έδρα της εταιρείας και το κράτος μέλος στο οποίο είναι καταχωρισμένη·

γ)

ο αριθμός μητρώου της εταιρείας και ο EUID της·

δ)

τα στοιχεία του ιστοτόπου της εταιρείας, αν τα στοιχεία αυτά καταγράφονται στο εθνικό μητρώο·

ε)

η κατάσταση της εταιρείας, όπως αν έχει διακόψει τις εργασίες της, αν έχει διαγραφεί από το μητρώο, αν έχει εκκαθαριστεί, αν έχει λυθεί, αν είναι οικονομικά ενεργή ή ανενεργή κατά τα οριζόμενα στο εθνικό δίκαιο και αν η πληροφορία αυτή καταγράφεται στα εθνικά μητρώα·

στ)

ο σκοπός της εταιρείας, αν καταγράφεται στο εθνικό μητρώο·

ζ)

τα στοιχεία των προσώπων τα οποία, είτε ως όργανα είτε ως μέλη τέτοιου οργάνου, είναι επί του παρόντος εξουσιοδοτημένα από την εταιρεία να την εκπροσωπούν έναντι τρίτων και ενώπιον δικαστηρίου, και πληροφορίες ως προς το κατά πόσον τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να εκπροσωπούν την εταιρεία μπορούν να το κάνουν μόνα τους ή υποχρεούνται να ενεργούν από κοινού·

η)

τα στοιχεία τυχόν υποκαταστημάτων που έχει ιδρύσει η εταιρεία σε άλλο κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένης της επωνυμίας, του αριθμού μητρώου, του EUID και του κράτους μέλους στο οποίο είναι καταχωρισμένο το υποκατάστημα.

3.   Η ανταλλαγή οποιωνδήποτε στοιχείων μέσω του συστήματος διασύνδεσης των μητρώων πραγματοποιείται δωρεάν για τα μητρώα.

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ότι τα στοιχεία που αναφέρονται στα στοιχεία δ) και στ) διατίθενται δωρεάν μόνο για τις αρχές άλλων κρατών μελών.».

11)

Στο άρθρο 20, η παράγραφος 3 διαγράφεται.

12)

Το άρθρο 22 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 4, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Η Επιτροπή μπορεί επίσης να δημιουργεί προαιρετικά σημεία πρόσβασης στο σύστημα διασύνδεσης των μητρώων. Τα εν λόγω σημεία πρόσβασης αποτελούνται από συστήματα που έχει αναπτύξει και χειρίζεται η Επιτροπή ή άλλα θεσμικά ή άλλα όργανα ή οργανισμοί της Ένωσης για να εκτελούν τα διοικητικά τους καθήκοντα ή να συμμορφώνονται με τις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου. Η Επιτροπή γνωστοποιεί στα κράτη μέλη, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τη δημιουργία των εν λόγω σημείων πρόσβασης καθώς και οποιεσδήποτε σημαντικές αλλαγές στη λειτουργία τους.»·

β)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Η πρόσβαση στις πληροφορίες του συστήματος διασύνδεσης των μητρώων παρέχεται μέσω της πύλης και μέσω των προαιρετικών σημείων πρόσβασης που δημιουργούνται από τα κράτη μέλη και από την Επιτροπή.».

13)

Το άρθρο 24 τροποποιείται ως εξής:

α)

το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

τις τεχνικές προδιαγραφές που καθορίζουν τις μεθόδους ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ του μητρώου της εταιρείας και του μητρώου του υποκαταστήματος όπως αναφέρεται στα άρθρα 20, 28α, 28γ, 30α και 34·»·

β)

το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

τον λεπτομερή κατάλογο των δεδομένων που πρόκειται να διαβιβάζονται με σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των μητρώων, όπως αναφέρεται στα άρθρα 20, 28α, 28γ, 30α, 34 και 130·»·

γ)

το στοιχείο ιδ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ιδ)

τη διαδικασία και τις τεχνικές απαιτήσεις για τη σύνδεση των προαιρετικών σημείων πρόσβασης με την πλατφόρμα όπως αναφέρεται στο άρθρο 22·»·

δ)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ιε)

τους όρους και τις τεχνικές λεπτομέρειες της ανταλλαγής, μεταξύ μητρώων, των πληροφοριών του άρθρου 13θ.»·

ε)

στο τέλος του άρθρου προστίθεται η ακόλουθη περίοδος:

«Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις σύμφωνα με τα στοιχεία δ), ε), ιδ) και ιε) το αργότερο έως την 1 Φεβρουαρίου 2021.».

14)

Στον τίτλο Ι κεφάλαιο III, η επικεφαλίδα του τμήματος 2 αντικαθίσταται από την ακόλουθη:

« Κανόνες καταχώρισης και δημοσιοποίησης που εφαρμόζονται στα υποκαταστήματα εταιρειών άλλων κρατών μελών ».

15)

Στον τίτλο Ι κεφάλαιο ΙΙΙ τμήμα 2, προστίθενται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 28α

Επιγραμμική καταχώριση υποκαταστημάτων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η καταχώριση σε κράτος μέλος υποκαταστήματος εταιρείας η οποία διέπεται από το δίκαιο άλλου κράτους μέλους μπορεί να πραγματοποιηθεί εξ ολοκλήρου επιγραμμικά χωρίς να υποχρεώνονται οι αιτούντες να προσέλθουν αυτοπροσώπως ενώπιον οποιασδήποτε αρχής ή ενώπιον οποιουδήποτε προσώπου ή φορέα στον οποίο ανατίθεται κατά το εθνικό δίκαιο η διεκπεραίωση οποιασδήποτε πτυχής της αίτησης καταχώρισης υποκαταστημάτων, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 13β παράγραφος 4 και, τηρουμένων των αναλογιών, του άρθρου 13ζ παράγραφος 8.

2.   Τα κράτη μέλη καθορίζουν λεπτομερείς κανόνες για την επιγραμμική καταχώριση των υποκαταστημάτων, συμπεριλαμβανομένων κανόνων για τις πράξεις και τα στοιχεία των οποίων απαιτείται η κατάθεση σε αρμόδια αρχή. Ως μέρος αυτών των κανόνων, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η επιγραμμική καταχώριση μπορεί να πραγματοποιηθεί με την κατάθεση πράξεων ή στοιχείων σε ηλεκτρονική μορφή, συμπεριλαμβανομένων ηλεκτρονικών αντιγράφων των πράξεων και των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 16α παράγραφος 4, ή με τη χρήση στοιχείων ή πράξεων που έχουν προηγουμένως υποβληθεί σε μητρώο.

3.   Οι κανόνες της παραγράφου 2 προβλέπουν τουλάχιστον τα εξής:

α)

τη διαδικασία για να διασφαλιστεί ότι οι αιτούντες έχουν την απαιτούμενη δικαιοπρακτική ικανότητα και εξουσία να εκπροσωπούν την εταιρεία·

β)

τα μέσα επαλήθευσης της ταυτότητας του προσώπου ή των προσώπων που καταχωρίζουν το υποκατάστημα, ή των εκπροσώπων τους·

γ)

τις απαιτήσεις για τους αιτούντες να χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 910/2014.

4.   Οι κανόνες της παραγράφου 2 μπορούν να προβλέπουν επίσης διαδικασίες:

α)

για την επαλήθευση της νομιμότητας του σκοπού του υποκαταστήματος·

β)

για την επαλήθευση της νομιμότητας της επωνυμίας του υποκαταστήματος·

γ)

για την επαλήθευση της νομιμότητας των πράξεων και των στοιχείων που υποβάλλονται για την καταχώριση του υποκαταστήματος·

δ)

σε σχέση με τον ρόλο του συμβολαιογράφου ή άλλου προσώπου ή φορέα που συμμετέχει στη διαδικασία καταχώρισης του υποκαταστήματος σύμφωνα με τις ισχύουσες εθνικές διατάξεις.

5.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επαληθεύουν τις πληροφορίες σχετικά με την εταιρεία μέσω του συστήματος διασύνδεσης των μητρώων κατά την καταχώριση υποκαταστήματος εταιρείας η οποία είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος.

Τα κράτη μέλη δεν εξαρτούν την επιγραμμική καταχώριση υποκαταστήματος από τη λήψη οποιασδήποτε άδειας ή έγκρισης πριν από την καταχώριση του υποκαταστήματος, εκτός εάν αυτός ο όρος είναι απολύτως αναγκαίος για την κατάλληλη εποπτεία που προβλέπεται στο εθνικό δίκαιο ορισμένων δραστηριοτήτων.

6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η ηλεκτρονική καταχώριση υποκαταστήματος ολοκληρώνεται εντός 10 εργάσιμων ημερών από την ολοκλήρωση όλων των διατυπώσεων, συμπεριλαμβανομένης της παραλαβής όλων των απαιτούμενων πράξεων και στοιχείων που συμμορφώνονται με το εθνικό δίκαιο από την αρχή ή από το πρόσωπο ή τον φορέα στον οποίο ανατίθεται κατά το εθνικό δίκαιο η διεκπεραίωση οποιασδήποτε πτυχής της καταχώρισης ενός υποκαταστήματος.

Όταν δεν είναι δυνατή η καταχώριση ενός υποκαταστήματος εντός των προθεσμιών που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο αιτών ενημερώνεται σχετικά με τους λόγους της καθυστέρησης.

7.   Μετά την καταχώριση υποκαταστήματος εταιρείας που έχει συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο άλλου κράτους μέλους, το μητρώο του κράτους μέλους στο οποίο καταχωρίζεται το υποκατάστημα γνωστοποιεί την καταχώριση του υποκαταστήματος στο κράτος μέλος στο οποίο είναι καταχωρισμένη η εταιρεία μέσω του συστήματος διασύνδεσης των μητρώων. Το κράτος μέλος στο οποίο είναι καταχωρισμένη η εταιρεία επιβεβαιώνει τη λήψη αυτής της γνωστοποίησης και καταχωρίζει χωρίς καθυστέρηση τις πληροφορίες στο μητρώο του.

Άρθρο 28β

Επιγραμμική υποβολή πράξεων και στοιχείων για τα υποκαταστήματα

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πράξεις και τα στοιχεία του άρθρου 30 και οι τυχόν τροποποιήσεις αυτών μπορούν να υποβληθούν ηλεκτρονικά εντός της προθεσμίας που προβλέπει το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο συστήνεται το υποκατάστημα. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η εν λόγω υποβολή μπορεί να πραγματοποιηθεί εξ ολοκλήρου επιγραμμικά χωρίς να υποχρεώνονται οι αιτούντες να προσέλθουν αυτοπροσώπως ενώπιον οποιασδήποτε αρχής ή προσώπου ή φορέα που έχει εξουσιοδοτηθεί βάσει του εθνικού δικαίου να διαχειρίζεται την επιγραμμική υποβολή, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 13β παράγραφος 4 και, τηρουμένων των αναλογιών, του άρθρου 13ζ παράγραφος 8.

2.   Το άρθρο 28α παράγραφοι 2 έως 5 εφαρμόζεται, τηρουμένων των αναλογιών, στην ηλεκτρονική υποβολή στοιχείων για υποκαταστήματα.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν να υποβάλλονται μόνο επιγραμμικά ορισμένες ή όλες οι πράξεις και τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 28γ

Διακοπή λειτουργίας υποκαταστημάτων

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά την παραλαβή των πράξεων και των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 1 στοιχείο η), το μητρώο του κράτους μέλους στο οποίο είναι καταχωρισμένο υποκατάστημα εταιρείας ενημερώνει, μέσω του συστήματος διασύνδεσης των μητρώων, το μητρώο του κράτους μέλους στο οποίο είναι καταχωρισμένη η εταιρεία για τη διακοπή λειτουργίας του υποκαταστήματός της και τη διαγραφή του από το μητρώο. Το μητρώο του κράτους μέλους της εταιρείας επιβεβαιώνει την παραλαβή της γνωστοποίησης αυτής, επίσης μέσω του εν λόγω συστήματος, και καταχωρίζει το στοιχείο αυτό χωρίς καθυστέρηση.».

16)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 30α

Μεταβολές των πράξεων και στοιχείων της εταιρείας

Το κράτος μέλος στο οποίο είναι καταχωρισμένη μια εταιρεία γνωστοποιεί χωρίς καθυστέρηση, μέσω του συστήματος διασύνδεσης των μητρώων, στο κράτος μέλος στο οποίο είναι καταχωρισμένο υποκατάστημα της εταιρείας, την υποβολή μεταβολής ως προς τα ακόλουθα:

α)

την επωνυμία της εταιρείας·

β)

την καταστατική έδρα της εταιρείας·

γ)

τον αριθμό μητρώου της εταιρείας στο μητρώο·

δ)

τη νομική μορφή της εταιρείας·

ε)

τις πράξεις και τα στοιχεία του άρθρου 14 στοιχεία δ) και στ).

Κατά την παραλαβή της γνωστοποίησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, το μητρώο στο οποίο είναι καταχωρισμένο το υποκατάστημα επιβεβαιώνει, μέσω του συστήματος διασύνδεσης των μητρώων, την παραλαβή της εν λόγω γνωστοποίησης και διασφαλίζει ότι οι πράξεις και τα στοιχεία του άρθρου 30 παράγραφος 1 επικαιροποιούνται χωρίς καθυστέρηση.».

17)

Στο άρθρο 31 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η υποχρέωση δημοσιοποίησης λογιστικών εγγράφων που αναφέρεται στο άρθρο 30 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούται με τη δημοσιοποίηση στο μητρώο του κράτους μέλους στο οποίο είναι καταχωρισμένη η εταιρεία σύμφωνα με το άρθρο 14 στοιχείο στ).».

18)

Το άρθρο 43 διαγράφεται.

19)

Το άρθρο 161 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 161

Προστασία δεδομένων

Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας υπόκειται στον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679.».

20)

Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 162α

Τροποποιήσεις των παραρτημάτων

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή χωρίς καθυστέρηση για τυχόν μεταβολές στις μορφές των κεφαλαιουχικών εταιρειών που προβλέπονται στο εθνικό τους δίκαιο οι οποίες θα μπορούσαν να επηρεάσουν το περιεχόμενο των παραρτημάτων I, II και ΙΙΑ.

Στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να τροποποιεί τον κατάλογο με τις μορφές εταιρειών που περιέχονται στα παραρτήματα I, II και ΙΙΑ σύμφωνα με τις πληροφορίες της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 163.».

21)

Το άρθρο 163 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 163

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 3 και στο άρθρο 162α ανατίθεται στην Επιτροπή επ’ αόριστον από την 31η Ιουλίου 2019.

3.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 25 παράγραφος 3 και στο άρθρο 162α εξουσιοδότηση μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης επιφέρει τη λήξη της εξουσιοδότησης που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που βρίσκονται ήδη σε ισχύ.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που έχει εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 3 ή το άρθρο 162α τίθεται σε ισχύ μόνον εάν δεν διατυπωθούν αντιρρήσεις είτε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από το Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την κοινοποίηση της πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα εκφράσουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.».

22)

Στο παράρτημα I, η εικοστή έβδομη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

:

Σουηδία

:

publikt aktiebolag·».

23)

Στο παράρτημα II, η εικοστή έβδομη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

:

Σουηδία

:

privat aktiebolag

publikt aktiebolag·».

24)

Παρεμβάλλεται το παράρτημα ΙΙΑ, όπως καθορίζεται στο παράρτημα της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα τροποποιητική οδηγία το αργότερο την 1η Αυγούστου 2021. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με το άρθρο 1 σημείο 5) της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με το άρθρο 13θ και το άρθρο 13ι παράγραφος 2 της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132, και το άρθρο 1 σημείο 6) της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 6 της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132, το αργότερο έως την 1η Αυγούστου 2023.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσκολίες κατά τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο δικαιούνται να λάβουν κατ’ ανώτατο όριο ετήσια παράταση της περιόδου που προβλέπεται στην παράγραφο 1. Παρέχουν αντικειμενικούς λόγους για την ανάγκη της εν λόγω παράτασης. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή την πρόθεσή τους να επωφεληθούν από την εν λόγω παράταση το αργότερο έως την 1η Φεβρουαρίου 2021.

4.   Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

5.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3

Υποβολή εκθέσεων, επανεξέταση και συλλογή δεδομένων

1.   Το αργότερο την 1η Αυγούστου 2024 ή, εάν κάποιο κράτος μέλος κάνει χρήση της παρέκκλισης που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3, το αργότερο την 1η Αυγούστου 2025, η Επιτροπή αξιολογεί τις διατάξεις που εισάγονται από την παρούσα οδηγία στην οδηγία (ΕΕ) 2017/1132 και υποβάλλει έκθεση με τα πορίσματα της αξιολόγησής της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, εκτός σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 για τις οποίες η εν λόγω αξιολόγηση και υποβολή έκθεσης διενεργούνται το αργότερο την 1η Αυγούστου 2026.

Τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή τις απαραίτητες πληροφορίες για την κατάρτιση των εκθέσεων, ιδίως παρέχοντας στοιχεία σχετικά με τον αριθμό των ηλεκτρονικών καταχωρίσεων και το σχετικό κόστος.

2.   Η έκθεση της Επιτροπής αξιολογεί, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

α)

τη σκοπιμότητα της πρόβλεψης εξ ολοκλήρου επιγραμμικής καταχώρισης για μορφές εταιρειών άλλες από αυτές που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΑ·

β)

τη σκοπιμότητα της παροχής υποδειγμάτων από τα κράτη μέλη για όλες τις μορφές κεφαλαιουχικών εταιρειών, και την ανάγκη και τη σκοπιμότητα της παροχής εναρμονισμένου υποδείγματος σε ολόκληρη την Ένωση το οποίο θα χρησιμοποιείται από όλα τα κράτη μέλη για τις μορφές εταιρειών που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΑ·

γ)

την πρακτική εμπειρία από την εφαρμογή των κανόνων σχετικά με τον αποκλεισμό διευθυντών που αναφέρονται στο άρθρο 13θ·

δ)

τις μεθόδους ηλεκτρονικής υποβολής στοιχείων και ηλεκτρονικής πρόσβασης, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης διεπαφών προγραμματισμού εφαρμογών·

ε)

την ανάγκη και τη σκοπιμότητα του να καταστούν διαθέσιμα περισσότερα δωρεάν στοιχεία από τα απαιτούμενα στο άρθρο 19 παράγραφος 2 και να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη πρόσβαση στα εν λόγω στοιχεία·

στ)

την ανάγκη και τη σκοπιμότητα της περαιτέρω εφαρμογής της αρχής «μόνον άπαξ».

3.   Η έκθεση συνοδεύεται, εφόσον απαιτείται, από προτάσεις τροποποίησης της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132.

4.   Προκειμένου να εξασφαλιστεί η αξιόπιστη αξιολόγηση με τις διατάξεις που εισάγονται από την παρούσα οδηγία στην οδηγία (ΕΕ) 2017/1132, τα κράτη μέλη συλλέγουν δεδομένα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί στην πράξη η επιγραμμική σύσταση εταιρειών. Κανονικά, τα στοιχεία αυτά θα πρέπει να περιλαμβάνουν τον αριθμό των περιπτώσεων επιγραμμικής σύστασης εταιρειών, τον αριθμό των περιπτώσεων στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν υποδείγματα ή χρειάστηκε φυσική παρουσία, και τη μέση διάρκεια και το μέσο κόστος της επιγραμμικής σύστασης εταιρειών. Κοινοποιούν τα στοιχεία αυτά στην Επιτροπή δύο φορές, το αργότερο δύο έτη μετά την ημερομηνία μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 4

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 5

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 20 Ιουνίου 2019.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. CIAMBA


(1)  ΕΕ C 62 της 15.2.2019, σ. 24.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18ης Απριλίου 2019 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2019.

(3)  Οδηγία (ΕΕ) 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, σχετικά με ορισμένες πτυχές του εταιρικού δικαίου (ΕΕ L 169 της 30.6.2017, σ. 46).

(4)  Σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1724 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 2ας Οκτωβρίου 2018, για τη δημιουργία ενιαίας ψηφιακής θύρας με σκοπό την παροχή πρόσβασης σε πληροφορίες, σε διαδικασίες και σε υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 1).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/93/ΕΚ (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 73).

(7)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(8)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

(10)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(11)  ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IIA

ΜΟΡΦΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ

ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΑ ΑΡΘΡΑ 13, 13στ, 13η, και 162α

:

Βέλγιο

:

société privée à responsabilité limitée/besloten vennootschap met beperkte aansprakelijkheid,

société privée à responsabilité limitée unipersonnelle/Eenpersoons besloten vennootschap met beperkte aansprakelijkheid·

:

Βουλγαρία

:

дружество с ограничена отговорност,

еднолично дружество с ограничена отговорност·

:

Τσεχική Δημοκρατία

:

společnost s ručením omezeným·

:

Δανία

:

Anpartsselskab·

:

Γερμανία

:

Gesellschaft mit beschränkter Haftung·

:

Εσθονία

:

osaühing·

:

Ιρλανδία

:

private company limited by shares or by guarantee/cuideachta phríobháideach faoi theorainn scaireanna nó ráthaíochta,

designated activity company/cuideachta ghníomhaíochta ainmnithe·

:

Ελλάδα

:

εταιρεία περιορισμένης ευθύνης,

ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία·

:

Ισπανία

:

sociedad de responsabilidad limitada·

:

Γαλλία

:

société à responsabilité limitée,

entreprise unipersonnelle à responsabilité limitée,

société par actions simplifiée,

société par actions simplifiée unipersonnelle·

:

Κροατία

:

društvo s ograničenom odgovornošću,

jednostavno društvo s ograničenom odgovornošću·

:

Ιταλία

:

società a responsabilità limitata,

società a responsabilità limitata semplificata·

:

Κύπρος

:

ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με μετοχές ή/και με εγγύηση·

:

Λετονία

:

sabiedrība ar ierobežotu atbildību·

:

Λιθουανία

:

uždaroji akcinė bendrovė·

:

Λουξεμβούργο

:

société à responsabilité limitée·

:

Ουγγαρία

:

korlátolt felelősségű társaság·

:

Μάλτα

:

private limited liability company/kumpannija privata·

:

Κάτω Χώρες

:

besloten vennootschap met beperkte aansprakelijkheid·

:

Αυστρία

:

Gesellschaft mit beschränkter Haftung·

:

Πολωνία

:

spółka z ograniczoną odpowiedzialnością·

:

Πορτογαλία

:

sociedade por quotas·

:

Ρουμανία

:

societate cu răspundere limitată·

:

Σλοβενία

:

družba z omejeno odgovornostjo·

:

Σλοβακία

:

spoločnosť s ručením obmedzeným·

:

Φινλανδία

:

yksityinen osakeyhtiö/privat aktiebolag·

:

Σουηδία

:

privat aktiebolag·

:

Ηνωμένο Βασίλειο

:

private company limited by shares or guarantee.».


11.7.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 186/105


ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2019/1152 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 20ής Ιουνίου 2019

για διαφανείς και προβλέψιμους όρους εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 153 παράγραφος 2 στοιχείο β), σε συνδυασμό με το άρθρο 153 παράγραφος 1 στοιχείο β),

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στο άρθρο 31 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπεται ότι κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε συνθήκες εργασίας που σέβονται την υγεία, την ασφάλεια και την αξιοπρέπειά του, καθώς και σε ένα όριο μέγιστης διάρκειας εργασίας, σε ημερήσιες και εβδομαδιαίες περιόδους ανάπαυσης, καθώς και σε ετήσια περίοδο αμειβόμενων διακοπών.

(2)

Η αρχή 5 του ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων, του οποίου η διακήρυξη έγινε στο Γκέτεμποργκ στις 17 Νοεμβρίου 2017, προβλέπει ότι, ανεξάρτητα από το είδος και τη διάρκεια της σχέσης απασχόλησης, οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα σε δίκαιη και ίση μεταχείριση όσον αφορά τους όρους εργασίας, την πρόσβαση στην κοινωνική προστασία και την κατάρτιση, και ότι πρέπει να προάγεται η μετάβαση σε μορφές απασχόλησης αορίστου χρόνου· ότι, σύμφωνα με τη νομοθεσία και τις συλλογικές συμβάσεις, πρέπει να διασφαλίζεται η αναγκαία ευελιξία για τους εργοδότες ώστε να μπορούν να προσαρμόζονται γρήγορα στις μεταβολές της οικονομικής συγκυρίας· ότι πρέπει να προάγονται καινοτόμες μορφές εργασίας οι οποίες διασφαλίζουν ποιοτικές συνθήκες εργασίας, ότι πρέπει να ενθαρρύνονται η επιχειρηματικότητα και η αυτοαπασχόληση και ότι πρέπει να διευκολύνεται η επαγγελματική κινητικότητα, και ότι πρέπει να αποτρέπονται οι σχέσεις απασχόλησης που οδηγούν σε επισφαλείς συνθήκες εργασίας, μεταξύ άλλων μέσω της απαγόρευσης της κατάχρησης άτυπων συμβάσεων, και ότι κάθε δοκιμαστική περίοδος πρέπει να έχει εύλογη διάρκεια.

(3)

Η αρχή 7 του ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων προβλέπει ότι οι εργαζόμενοι έχουν το δικαίωμα να ενημερώνονται γραπτώς κατά την έναρξη της απασχόλησής τους για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τη σχέση απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένης της δοκιμαστικής περιόδου· ότι πριν από ενδεχόμενη απόλυση, οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα να πληροφορούνται τους λόγους αυτής και να τους παρέχεται έγκαιρη προειδοποίηση και ότι έχουν δικαίωμα πρόσβασης σε αποτελεσματικό και αμερόληπτο μηχανισμό επίλυσης διαφορών και, σε περίπτωση αδικαιολόγητης απόλυσης, δικαίωμα σε ένδικα βοηθήματα, στα οποία περιλαμβάνεται η καταβολή εύλογης αποζημίωσης.

(4)

Μετά την έκδοση της οδηγίας 91/533/ΕΟΚ του Συμβουλίου (4), οι αγορές εργασίας έχουν υποστεί ριζικές μεταβολές οφειλόμενες σε δημογραφικές εξελίξεις και στην ψηφιοποίηση που οδηγεί στη δημιουργία νέων μορφών απασχόλησης, οι οποίες στήριξαν την καινοτομία, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την ανάπτυξη της αγοράς εργασίας. Νέες μορφές απασχόλησης διαφέρουν σημαντικά από τις παραδοσιακές σχέσεις εργασίας όσον αφορά την προβλεψιμότητά τους, δημιουργώντας αβεβαιότητα σχετικά με τα ισχύοντα δικαιώματα και την κοινωνική προστασία για τους οικείους εργαζομένους. Ως εκ τούτου, σε αυτόν τον μεταβαλλόμενο κόσμο της εργασίας υπάρχει αυξημένη ανάγκη πλήρους ενημέρωσης των εργαζομένων για τους ουσιώδεις όρους εργασίας τους, η οποία ενημέρωση θα πρέπει να γίνεται εγκαίρως και γραπτώς, σε μορφή εύκολα προσβάσιμη στους εργαζόμενους. Προκειμένου να πλαισιωθεί επαρκώς η ανάπτυξη νέων μορφών απασχόλησης, οι εργαζόμενοι στην Ένωση θα πρέπει επίσης να διαθέτουν μια σειρά νέων ελάχιστων δικαιωμάτων, με στόχο την προώθηση της ασφάλειας και της προβλεψιμότητας στις σχέσεις εργασίας, με παράλληλη επίτευξη ανοδικής σύγκλισης μεταξύ των κρατών μελών και διατήρηση της προσαρμοστικότητας της αγοράς εργασίας.

(5)

Σύμφωνα με την οδηγία 91/533/ΕΟΚ, η πλειονότητα των εργαζομένων στην Ένωση έχουν το δικαίωμα να λάβουν γραπτή ενημέρωση σχετικά με τους όρους εργασίας τους. Η οδηγία 91/533/ΕΟΚ δεν καλύπτει, ωστόσο, το σύνολο των εργαζομένων στην Ένωση. Επιπλέον, έχουν προκύψει κενά στην προστασία για νέες μορφές απασχόλησης που δημιουργούνται ως αποτέλεσμα των εξελίξεων στην αγορά εργασίας από το 1991.

(6)

Συνεπώς, θα πρέπει να καθοριστούν σε επίπεδο Ένωσης οι ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με την ενημέρωση για τα ουσιώδη στοιχεία της σχέσης εργασίας και σχετικά με τους όρους εργασίας που ισχύουν για κάθε εργαζόμενο, προκειμένου να διασφαλίζεται σε όλους τους εργαζομένους εντός της Ένωσης επαρκής βαθμός διαφάνειας και προβλεψιμότητας όσον αφορά τους όρους εργασίας τους, με παράλληλη διατήρηση εύλογης ευελιξίας στην άτυπη απασχόληση, ούτως ώστε να διατηρούνται τα πλεονεκτήματά της για τους εργαζομένους και τους εργοδότες.

(7)

Η Επιτροπή δρομολόγησε διαβούλευση δύο φάσεων με τους κοινωνικούς εταίρους, σύμφωνα με το άρθρο 154 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), για τη βελτίωση του πεδίου εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας της οδηγίας 91/533/ΕΟΚ και τη διεύρυνση των στόχων της, προκειμένου να θεσπιστούν νέα δικαιώματα για τους εργαζομένους. Η διαβούλευση αυτή δεν οδήγησε σε συμφωνία μεταξύ των κοινωνικών εταίρων για την έναρξη διαπραγματεύσεων σχετικά με τα εν λόγω θέματα. Ωστόσο, όπως επιβεβαιώθηκε από την έκβαση των ανοικτών δημόσιων διαβουλεύσεων που διενεργήθηκαν για να ζητηθούν οι απόψεις διαφόρων ενδιαφερόμενων μερών και των πολιτών, είναι σημαντικό να αναληφθεί δράση σε ενωσιακό επίπεδο στον συγκεκριμένο τομέα, με τον εκσυγχρονισμό και την προσαρμογή του ισχύοντος νομικού πλαισίου στις νέες εξελίξεις.

(8)

Στη νομολογία του, το ΔΕΕ έχει θεσπίσει κριτήρια για τον καθορισμό της ιδιότητας του εργαζομένου (5). Η ερμηνεία των κριτηρίων αυτών από το Δικαστήριο θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Υπό την προϋπόθεση ότι πληρούν τα εν λόγω κριτήρια, οι οικιακοί βοηθοί, οι κατά παραγγελία εργαζόμενοι, οι διαλείποντες εργαζόμενοι, οι εργαζόμενοι βάσει δελτίου, οι εργαζόμενοι σε πλατφόρμες, οι ασκούμενοι και οι μαθητευόμενοι θα μπορούσαν να υπαχθούν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Οι πραγματικά αυτοαπασχολούμενοι δεν θα πρέπει να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας διότι δεν πληρούν τα εν λόγω κριτήρια. Η κατάχρηση του καθεστώτος του αυτοαπασχολουμένου, όπως αυτό ορίζεται στο εθνικό δίκαιο, είτε σε εθνικό είτε σε διασυνοριακό επίπεδο, αποτελεί μορφή ψευδώς δηλωμένης εργασίας που συνδέεται συχνά με την αδήλωτη εργασία. Το καθεστώς της αυτοαπασχόλησης είναι ψευδές όταν ένα πρόσωπο έχει δηλωθεί ως αυτοαπασχολούμενος ενώ πληροί τις προϋποθέσεις που χαρακτηρίζουν μια σχέση μισθωτής απασχόλησης, προκειμένου να αποφευχθούν ορισμένες νομικές ή φορολογικές υποχρεώσεις. Τα πρόσωπα αυτά δεν θα πρέπει να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Ο καθορισμός ύπαρξης σχέσης εργασίας θα πρέπει να βασίζεται στα πραγματικά περιστατικά που συνδέονται με την πραγματική εκτέλεση των εργασιών και όχι στην περιγραφή της σχέσης από τα μέρη.

(9)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προβλέπουν, σε αντικειμενικά δικαιολογημένες περιπτώσεις, ότι ορισμένες διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζονται σε ορισμένες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων, στις δημόσιες υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης, στις ένοπλες δυνάμεις, στις αστυνομικές αρχές, σε δικαστές, εισαγγελείς, ανακριτές ή άλλες υπηρεσίες επιβολής του νόμου λόγω της ειδικής φύσης των καθηκόντων που καλούνται να εκτελέσουν ή λόγω των όρων απασχόλησής τους.

(10)

Οι απαιτήσεις που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία σχετικά με τα ακόλουθα θέματα δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται στους ναυτικούς και τους θαλάσσιους αλιείς λόγω των ιδιαιτεροτήτων των όρων απασχόλησής τους: παράλληλη απασχόληση στις περιπτώσεις που είναι ασυμβίβαστες με την εργασία που εκτελείται σε πλοία ή αλιευτικά σκάφη, ελάχιστη προβλεψιμότητα της εργασίας, οι εργαζόμενοι που αποστέλλονται σε άλλο κράτος μέλος ή τρίτη χώρα, η μετάβαση σε άλλη μορφή απασχόλησης και η παροχή πληροφοριών σχετικά με την ταυτότητα των ιδρυμάτων κοινωνικής ασφάλισης που εισπράττουν τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, οι ναυτικοί και οι θαλάσσιοι αλιείς όπως ορίζονται αντίστοιχα στις οδηγίες 2009/13/ΕΚ (6) και (ΕΕ) 2017/159 του Συμβουλίου (7), θα πρέπει να θεωρείται ότι εργάζονται στην Ένωση όταν εργάζονται σε πλοία ή αλιευτικά σκάφη, αντίστοιχα, που είναι νηολογημένα σε κράτος μέλος και/ή φέρουν σημαία κράτους μέλους.

(11)

Λαμβανομένου υπόψη του αυξανόμενου αριθμού εργαζομένων που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 91/533/ΕΟΚ βάσει εξαιρέσεων που εφαρμόζονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 1 της εν λόγω οδηγίας, είναι απαραίτητο να αντικατασταθούν οι εξαιρέσεις αυτές με τη δυνατότητα των κρατών μελών να μην εφαρμόζουν τις διατάξεις της παρούσης οδηγίας σε σχέσεις εργασίας διάρκειας που δεν υπερβαίνει τις τρεις ώρες εβδομαδιαίως σε περίοδο αναφοράς τεσσάρων συναπτών εβδομάδων. Ο υπολογισμός των ωρών αυτών θα πρέπει να περιλαμβάνει τον συνολικό χρόνο της πράγματι παρασχεθείσας εργασίας για έναν εργοδότη, όπως υπερωρίες ή εργασία επιπλέον αυτής που καλύπτεται ή προβλέπεται στη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας. Όταν ένας εργαζόμενος έχει υπερβεί το όριο αυτό, θα εφαρμόζονται στην περίπτωσή του οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας, ανεξάρτητα από τις ώρες εργασίας που ο εργαζόμενος έχει παράσχει εν συνεχεία ή από τις ώρες εργασίας που αναφέρονται στη σύμβαση εργασίας.

(12)

Οι εργαζόμενοι χωρίς εγγυημένο χρόνο εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων με συμβάσεις μηδενικών ωρών εργασίας και με ορισμένες κατά παραγγελία συμβάσεις, βρίσκονται σε ιδιαίτερα ευάλωτη κατάσταση. Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας θα πρέπει, επομένως, να εφαρμόζονται στους εργαζομένους αυτούς, ανεξάρτητα από τον αριθμό των πραγματικών ωρών εργασίας.

(13)

Διάφορα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή άλλες οντότητες, μπορούν, στην πράξη, να αναλάβουν τις αρμοδιότητες και ευθύνες του εργοδότη. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παραμείνουν ελεύθερα να καθορίζουν με μεγαλύτερη ακρίβεια το/τα πρόσωπο/-α που θεωρείται/-ούνται πλήρως ή εν μέρει υπεύθυνο/-α για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που προβλέπει η παρούσα οδηγία για τους εργοδότες, εφόσον πληρούνται όλες οι εν λόγω υποχρεώσεις. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να αποφασίζουν ότι ορισμένες ή όλες οι εν λόγω υποχρεώσεις θα επιβάλλονται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δεν είναι μέρος της σύμβασης εργασίας ή της σχέσης εργασίας.

(14)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να θεσπίζουν ειδικούς κανόνες προκειμένου να εξαιρούν άτομα που λειτουργούν ως εργοδότες για οικιακούς βοηθούς στο νοικοκυριό από τις οριζόμενες στην παρούσα οδηγία απαιτήσεις, όσον αφορά τα ακόλουθα ζητήματα: να εξετάζουν και να ανταποκρίνονται σε αιτήματα για διαφορετικό τύπο απασχόλησης, να παρέχουν δωρεάν υποχρεωτική κατάρτιση, καθώς και να μεριμνούν για την ύπαρξη μηχανισμών επανόρθωσης βάσει ευνοϊκών τεκμηρίων σε περίπτωση που λείπουν στοιχεία από τα αποδεικτικά έγγραφα που πρέπει να παρέχονται στον εργαζόμενο βάσει της παρούσας οδηγίας.

(15)

Η οδηγία 91/533/ΕΟΚ θέσπισε κατάλογο ουσιωδών στοιχείων της σύμβασης εργασίας ή της σχέσης εργασίας για τα οποία οι εργαζόμενοι πρέπει να ενημερώνονται γραπτώς. Είναι αναγκαία η προσαρμογή του εν λόγω καταλόγου, τον οποίο τα κράτη μέλη μπορούν να διευρύνουν, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας, ιδίως η αύξηση των μη τυπικών μορφών απασχόλησης.

(16)

Όταν ο εργαζόμενος δεν έχει σταθερό ή κύριο χώρο εργασίας, θα πρέπει να λαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τις ρυθμίσεις που ισχύουν, εάν υπάρχουν, για τις μετακινήσεις μεταξύ των τόπων εργασίας.

(17)

Θα πρέπει να είναι δυνατόν οι πληροφορίες σχετικά με το δικαίωμα κατάρτισης που παρέχεται από τον εργοδότη να συνίστανται σε πληροφορίες που περιλαμβάνουν τον αριθμό των ημερών κατάρτισης ανά έτος, εάν υπάρχουν, που δικαιούται ο εργαζόμενος και πληροφορίες σχετικά με τη γενική πολιτική κατάρτισης του εργοδότη.

(18)

Οι πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία που πρέπει να τηρείται από τον εργοδότη και τον εργαζόμενο σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας τους θα πρέπει να μπορούν να περιλαμβάνουν τη διάρκεια της προθεσμίας για την άσκηση αγωγής για την προστασία από απόλυση.

(19)

Οι πληροφορίες σχετικά με τον χρόνο εργασίας θα πρέπει να συνάδουν με τις διατάξεις της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8) και να περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τα διαλείμματα, την ημερήσια ανάπαυση, την εβδομαδιαία ανάπαυση και τη διάρκεια της άδειας μετ’ αποδοχών, ούτως ώστε να διασφαλίζουν την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων.

(20)

Οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται σχετικά με την αμοιβή θα πρέπει να περιλαμβάνουν όλα τα στοιχεία της αμοιβής, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, των εισφορών σε χρήμα ή σε είδος, των αντισταθμιστικών πληρωμών για υπερωρίες και λοιπών δικαιωμάτων, που λαμβάνει άμεσα ή έμμεσα ο εργαζόμενος λόγω της εργασίας του. Η παροχή των πληροφοριών αυτών δεν θα πρέπει να θίγει την ελευθερία των εργοδοτών να προβλέπουν πρόσθετα στοιχεία αμοιβής, όπως τα εφάπαξ. Το γεγονός ότι τα στοιχεία της αμοιβής που οφείλονται βάσει νόμου ή συλλογικών συμβάσεων δεν έχουν συμπεριληφθεί στην εν λόγω ενημέρωση δεν θα πρέπει να αποτελεί λόγο για τη μη παροχή τους στον εργαζόμενο.

(21)

Εάν δεν είναι δυνατόν να αναφερθεί σταθερό ωράριο εργασίας λόγω της φύσης της εργασίας, όπως είναι η σύμβαση κατά παραγγελία, οι εργοδότες θα πρέπει να ενημερώνουν τους εργαζομένους πώς θα διαμορφωθεί ο χρόνος εργασίας τους, συμπεριλαμβανομένων των χρονικών περιόδων στις οποίες μπορεί να κληθούν να εργαστούν και της ελάχιστης περιόδου προειδοποίησης που θα πρέπει να λάβουν πριν από την έναρξη της ανάθεσης εργασίας.

(22)

Η ενημέρωση σχετικά με τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης θα πρέπει να περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα των ιδρυμάτων κοινωνικής ασφάλισης που εισπράττουν τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, κατά περίπτωση, για επιδόματα ασθένειας, μητρότητας, πατρότητας και γονικά επιδόματα, επιδόματα για εργατικά ατυχήματα και επαγγελματικές νόσους, και επιδόματα γήρατος, αναπηρίας, επιζώντων, ανεργίας, πρόωρης συνταξιοδότησης και οικογενειακά επιδόματα. Οι εργοδότες δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να παρέχουν αυτές τις πληροφορίες όταν η επιλογή ασφαλιστικού ιδρύματος εναπόκειται στον εργαζόμενο. Η ενημέρωση σχετικά με την προστασία κοινωνικής ασφάλισης που παρέχεται από τον εργοδότη θα πρέπει να περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, την ενδεχόμενη κάλυψη από συστήματα συμπληρωματικής συνταξιοδότησης κατά την έννοια της οδηγίας 2014/50/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) και της οδηγίας 98/49/ΕΚ του Συμβουλίου (10).

(23)

Οι εργαζόμενοι θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να ενημερώνονται για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τη σχέση εργασίας γραπτώς στην αρχή της απασχόλησής τους. Ως εκ τούτου, οι βασικές πληροφορίες θα πρέπει να τους διαβιβάζονται το συντομότερο δυνατό και το αργότερο εντός μίας ημερολογιακής εβδομάδας από την πρώτη εργάσιμη ημέρα. Οι υπόλοιπες πληροφορίες θα πρέπει να τους έχουν διαβιβαστεί εντός ενός μηνός από την πρώτη εργάσιμη ημέρα. Ως πρώτη εργάσιμη ημέρα θα πρέπει να νοείται η πραγματική έναρξη εκτέλεσης της εργασίας από τον εργαζόμενο στο πλαίσιο της σχέσης εργασίας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν ως στόχο την παροχή σχετικής ενημέρωσης ως προς τη σχέση εργασίας από τους εργοδότες πριν από τη λήξη της αρχικά συμφωνηθείσας διάρκειας της σύμβασης.

(24)

Λαμβανομένης υπόψη της αυξανόμενης χρήσης εργαλείων ψηφιακής επικοινωνίας, όταν η παρούσα οδηγία αναφέρεται σε πληροφορίες που παρέχονται γραπτώς, υπονοείται ότι μπορεί να παρέχονται σε ηλεκτρονική μορφή.

(25)

Για να διευκολυνθεί η προσπάθεια των εργοδοτών να παρέχουν έγκαιρα ενημέρωση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να εξασφαλίζουν τη διαθεσιμότητα προτύπων σε εθνικό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων σχετικών και επαρκώς περιεκτικών πληροφοριών για το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο. Τα εν λόγω πρότυπα θα μπορούσαν να αναπτυχθούν περαιτέρω σε κλαδικό και τοπικό επίπεδο, από τις εθνικές αρχές και τους κοινωνικούς εταίρους. Η Επιτροπή θα υποστηρίξει τα κράτη μέλη στην ανάπτυξη προτύπων και υποδειγμάτων και θα τα καταστήσει ευρύτερα διαθέσιμα, κατά περίπτωση.

(26)

Οι εργαζόμενοι που αποστέλλονται στο εξωτερικό θα πρέπει να λαμβάνουν πρόσθετες πληροφορίες που αφορούν ειδικά την κατάστασή τους. Για διαδοχικές αναθέσεις εργασίας σε διάφορα κράτη μέλη ή τρίτες χώρες, όπως στις διεθνείς οδικές μεταφορές, θα πρέπει να είναι δυνατή η ομαδοποίηση των πληροφοριών αυτών για πολλές αποστολές πριν από την πρώτη αναχώρηση και, στη συνέχεια, η τροποποίηση σε περίπτωση αλλαγής. Εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις για να προσδιοριστούν ως αποσπασμένοι εργαζόμενοι σύμφωνα με την οδηγία 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11), θα πρέπει επίσης να τους κοινοποιείται ο ενιαίος επίσημος εθνικός δικτυακός τόπος που έχει αναπτύξει το κράτος μέλος υποδοχής όπου θα βρουν όλες τις σχετικές πληροφορίες σχετικά με τους όρους εργασίας που ισχύουν στην περίπτωσή τους. Εκτός εάν τα κράτη μέλη προβλέπουν άλλως, οι εν λόγω υποχρεώσεις ισχύουν εάν η διάρκεια της περιόδου εργασίας στο εξωτερικό υπερβαίνει τις τέσσερις συναπτές εβδομάδες.

(27)

Οι δοκιμαστικές περίοδοι επιτρέπουν στα μέρη της σχέσης εργασίας να επαληθεύουν τη συμβατότητα των εργαζομένων και των θέσεων στις οποίες έχουν προσληφθεί, παρέχοντας ταυτόχρονα στους εργαζομένους συνοδευτική υποστήριξη. Κάθε είσοδος στην αγορά εργασίας ή μετάβαση σε νέα θέση δεν θα πρέπει να υπόκειται σε παρατεταμένη ανασφάλεια. Όπως ορίζεται στον ευρωπαϊκό πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων, οι δοκιμαστικές περίοδοι θα πρέπει, επομένως, να έχουν εύλογη διάρκεια.

(28)

Σημαντικός αριθμός κρατών μελών έχουν θεσπίσει γενική ανώτατη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου ίση με τρεις έως και έξι μήνες, η οποία θα πρέπει να θεωρείται εύλογη. Κατ’ εξαίρεση, θα πρέπει να είναι δυνατόν οι δοκιμαστικές περίοδοι να διαρκούν περισσότερο από έξι μήνες, εφόσον αυτό δικαιολογείται από τη φύση της απασχόλησης, όπως για διευθυντικές θέσεις ή θέσεις ανώτατων στελεχών ή για θέσεις σε δημόσιες υπηρεσίες ή όποτε αυτό είναι προς το συμφέρον του εργαζομένου, όπως στο πλαίσιο ειδικών μέτρων για την προώθηση της μόνιμης απασχόλησης, ιδίως για τους νέους εργαζομένους. Θα πρέπει επίσης να υπάρχει η δυνατότητα οι δοκιμαστικές περίοδοι να παρατείνονται αναλόγως σε περιπτώσεις στις οποίες ο εργαζόμενος έχει απουσιάσει κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου, για παράδειγμα λόγω ασθενείας ή άδειας, προκειμένου ο εργοδότης να μπορεί να διαπιστώσει την καταλληλότητα του εργαζομένου για τη συγκεκριμένη εργασία. Στην περίπτωση σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που δεν υπερβαίνουν τους 12 μήνες, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου είναι εύλογη και ανάλογη προς την αναμενόμενη διάρκεια της σύμβασης και τη φύση της εργασίας. Στις περιπτώσεις που προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία ή πρακτική, οι εργαζόμενοι θα πρέπει να θεμελιώνουν εργασιακά δικαιώματα κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου.

(29)

Οι εργοδότες δεν θα πρέπει να απαγορεύουν σε έναν εργαζόμενο να αναλαμβάνει απασχόληση σε άλλους εργοδότες, εκτός του χρόνου εργασίας του ή να επιφυλάσσουν δυσμενή μεταχείριση σε εργαζόμενο για τον λόγο αυτό. Θα πρέπει να είναι δυνατόν τα κράτη μέλη να προβλέπουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις για τη χρήση περιορισμών λόγω ασυμβίβαστου, οι οποίοι πρέπει να νοούνται ως περιορισμοί στην εργασία για άλλους εργοδότες για αντικειμενικούς λόγους, όπως η προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων μεταξύ άλλων με την επιβολή ορίων στον χρόνο εργασίας, η προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου, η ακεραιότητα του δημοσίου τομέα ή η αποφυγή της σύγκρουσης συμφερόντων.

(30)

Οι εργαζόμενοι των οποίων το πρόγραμμα οργάνωσης του χρόνου εργασίας είναι εξολοκλήρου ή ως επί το πλείστον απρόβλεπτο, θα πρέπει να επωφελούνται από ελάχιστο επίπεδο προβλεψιμότητας όταν το ωράριο εργασίας καθορίζεται κυρίως από τον εργοδότη, είτε άμεσα —για παράδειγμα, μέσω της ανάθεσης εργασιών— είτε έμμεσα —για παράδειγμα, υποχρεώνοντας τον εργαζόμενο να ανταποκρίνεται σε αιτήματα πελατών.

(31)

Οι ώρες και ημέρες αναφοράς, που νοούνται ως χρονικές περιόδους κατά τις οποίες μπορεί να πραγματοποιηθεί εργασία αν το ζητήσει ο εργοδότης, θα πρέπει να καθορίζονται γραπτώς κατά την έναρξη της σχέσης εργασίας.

(32)

Μια εύλογη ελάχιστη περίοδος προειδοποίησης, η οποία νοείται ως η χρονική περίοδος που μεσολαβεί από τη στιγμή που ενημερώνεται ο εργαζόμενος σχετικά με μια νέα ανάθεση εργασίας έως τη στιγμή που αρχίζει η ανάθεση, αποτελεί ένα ακόμη απαραίτητο στοιχείο της προβλεψιμότητας της εργασίας για σχέσεις εργασίας στο πλαίσιο των οποίων το πρόγραμμα οργάνωσης του χρόνου εργασίας είναι εξολοκλήρου ή ως επί το πλείστον απρόβλεπτο. Η διάρκεια της περιόδου προειδοποίησης μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με τις ανάγκες του οικείου τομέα, διασφαλίζοντας παράλληλα την επαρκή προστασία των εργαζομένων. Η εν λόγω ελάχιστη περίοδος προειδοποίησης εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της οδηγίας 2002/15/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12).

(33)

Οι εργαζόμενοι θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αρνηθούν μια ανάθεση εργασίας, εάν δεν εμπίπτει στις ώρες και ημέρες αναφοράς ή δεν έχει κοινοποιηθεί στον εργαζόμενο εντός της ελάχιστης περιόδου προειδοποίησης, χωρίς να υφίστανται δυσμενείς συνέπειες για την άρνηση αυτή. Οι εργαζόμενοι θα πρέπει να έχουν επίσης τη δυνατότητα να αποδεχθούν την ανάθεση εργασίας, εφόσον το επιθυμούν.

(34)

Όταν ένας εργαζόμενος το πρόγραμμα οργάνωσης του χρόνου εργασίας του οποίου είναι εξολοκλήρου ή ως επί το πλείστον απρόβλεπτο έχει συμφωνήσει με τον οικείο εργοδότη να αναλάβει συγκεκριμένη εργασία, ο εργαζόμενος θα πρέπει να είναι σε θέση να κάνει τον ανάλογο προγραμματισμό. Ο εργαζόμενος θα πρέπει να προστατεύεται από απώλεια εισοδήματος λόγω καθυστερημένης ακύρωσης της συμφωνηθείσας εργασίας, με τη λήψη εύλογης αποζημίωσης.

(35)

Συμβάσεις εργασίας κατά παραγγελία ή παρόμοιες συμβάσεις εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων μηδενικών ωρών εργασίας, βάσει των οποίων ο εργοδότης έχει την ευελιξία να καλεί τον εργαζόμενο να εργαστεί όπως και όταν χρειάζεται, είναι ιδιαίτερα απρόβλεπτες για τον εργαζόμενο. Τα κράτη μέλη που επιτρέπουν τέτοιες συμβάσεις θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι εφαρμόζονται αποτελεσματικά μέτρα για την πρόληψη της κατάχρησής τους. Τα μέτρα αυτά θα μπορούσαν να λάβουν τη μορφή περιορισμών στη χρήση και τη διάρκεια των συμβάσεων αυτών, μαχητού τεκμηρίου ύπαρξης σύμβασης εργασίας ή σχέσης εργασίας με εγγυημένο ποσό αμειβόμενων ωρών εργασίας με βάση ώρες εργασίας που παρασχέθηκαν σε προηγούμενη περίοδο αναφοράς, ή άλλων ισοδύναμων μέτρων που εξασφαλίζουν αποτελεσματική πρόληψη καταχρηστικών πρακτικών.

(36)

Εάν οι εργοδότες έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν συμβάσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης ή αορίστου χρόνου σε εργαζομένους σε μη τυπικές μορφές απασχόλησης, θα πρέπει να προωθηθεί η μετάβαση σε ασφαλέστερες μορφές απασχόλησης σύμφωνα με τις αρχές που κατοχυρώνονται στον ευρωπαϊκό πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων. Οι εργαζόμενοι θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ζητούν άλλη, πιο προβλέψιμη και ασφαλή μορφή απασχόλησης, εφόσον αυτή είναι διαθέσιμη, και να λαμβάνουν δεόντως αιτιολογημένη γραπτή απάντηση από τον εργοδότη, η οποία θα λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες του εργοδότη και του εργαζομένου. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να θέτουν περιορισμούς στη συχνότητα των εν λόγω αιτήσεων. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι, στην περίπτωση θέσεων του δημόσιου τομέα όπου η πρόσληψη πραγματοποιείται μετά από διαγωνισμό, οι θέσεις αυτές δεν πρέπει να θεωρούνται διαθέσιμες με απλή αίτηση του εργαζομένου, και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαιώματός του να αιτείται μορφή απασχόλησης με πιο και προβλέψιμους και ασφαλείς όρους εργασίας.

(37)

Όταν οι εργοδότες υποχρεούνται από την ενωσιακή ή την εθνική νομοθεσία ή από συλλογικές συμβάσεις να παρέχουν κατάρτιση στους εργαζομένους για την εκτέλεση του έργου για το οποίο έχουν προσληφθεί, είναι σημαντικό να διασφαλίζεται ότι η κατάρτιση αυτή παρέχεται εξίσου σε όλους τους εργαζομένους, συμπεριλαμβανομένων όσων απασχολούνται σε μη τυπικές μορφές απασχόλησης. Οι δαπάνες για την εν λόγω κατάρτιση δεν θα πρέπει να επιβαρύνουν τον εργαζόμενο ή να παρακρατούνται ή να αφαιρούνται από την αμοιβή του εργαζομένου. Η κατάρτιση αυτή θα πρέπει να υπολογίζεται ως χρόνος εργασίας και, όπου είναι δυνατόν, να πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια του ωραρίου εργασίας. Η εν λόγω υποχρέωση δεν καλύπτει την επαγγελματική εκπαίδευση ή κατάρτιση που απαιτείται προκειμένου οι εργαζόμενοι να αποκτήσουν, να διατηρήσουν ή να ανανεώσουν κάποιο επαγγελματικό προσόν, εφόσον ο εργοδότης δεν υποχρεούται να την παράσχει στον εργαζόμενο βάσει της ενωσιακής ή εθνικής νομοθεσίας ή συλλογικής σύμβασης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την προστασία των εργαζομένων από καταχρηστικές πρακτικές όσον αφορά την κατάρτιση.

(38)

Η αυτονομία των κοινωνικών εταίρων και η ιδιότητά τους ως εκπροσώπων των εργαζομένων και των εργοδοτών θα πρέπει να γίνεται σεβαστή. Θα πρέπει, συνεπώς, να είναι δυνατόν οι κοινωνικοί εταίροι να θεωρούν ότι, σε συγκεκριμένους τομείς ή καταστάσεις, διαφορετικές διατάξεις είναι πιο κατάλληλες για την επιδίωξη του σκοπού της παρούσας οδηγίας, σε σχέση με ορισμένα ελάχιστα πρότυπα που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία. Συνεπώς, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επιτρέπουν στους κοινωνικούς εταίρους να διατηρούν, να διαπραγματεύονται, να συνάπτουν και να επιβάλλουν συλλογικές συμβάσεις οι οποίες αποκλίνουν από ορισμένες διατάξεις που περιλαμβάνονται στην παρούσα οδηγία, υπό την προϋπόθεση ότι το συνολικό επίπεδο προστασίας των εργαζομένων δεν μειώνεται.

(39)

Η δημόσια διαβούλευση για τον ευρωπαϊκό πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων ανέδειξε την ανάγκη να ενισχυθεί η επιβολή της εργατικής νομοθεσίας της Ένωσης, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητά της. Η αξιολόγηση της οδηγίας 91/533/ΕΟΚ που διεξήχθη στο πλαίσιο του προγράμματος της Επιτροπής για τη βελτίωση της καταλληλότητας και της αποδοτικότητας του κανονιστικού πλαισίου επιβεβαίωσε ότι οι ενισχυμένοι μηχανισμοί επιβολής της νομοθεσίας θα μπορούσαν να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα του ενωσιακού εργατικού δικαίου. Η διαβούλευση έδειξε ότι τα συστήματα επανόρθωσης με βάση μόνο τα αιτήματα αποζημίωσης είναι λιγότερο αποτελεσματικά από τα συστήματα που προβλέπουν επίσης την επιβολή κυρώσεων (π.χ. με την καθιέρωση κατ’ αποκοπή ποσών ή την αφαίρεση των αδειών) για τους εργοδότες που δεν εκδίδουν γραπτές δηλώσεις. Έδειξε επίσης ότι οι εργαζόμενοι σπάνια ασκούν προσφυγές κατά τη διάρκεια της σχέσης εργασίας, γεγονός που θέτει σε κίνδυνο τον στόχο της διάταξης της γραπτής δήλωσης, ήτοι να διασφαλίζεται ότι οι εργαζόμενοι ενημερώνονται σχετικά με τα ουσιώδη στοιχεία της σχέσης εργασίας τους. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να θεσπιστούν διατάξεις επιβολής που διασφαλίζουν τη χρήση ευνοϊκών τεκμηρίων στις περιπτώσεις όπου δεν παρέχονται πληροφορίες για τη σχέση εργασίας, ή διοικητική διαδικασία βάσει της οποίας ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να παράσχει τις πληροφορίες που λείπουν και μπορεί να υπόκειται σε κύρωση αν ο εργοδότης δεν το πράξει, ή αμφότερα. Τα εν λόγω ευνοϊκά τεκμήρια θα πρέπει να μπορούν να περιλαμβάνουν τεκμήριο σύμφωνα με το οποίο ο εργαζόμενος έχει εργασιακή σχέση αορίστου χρόνου, δεν υπάρχει καμία δοκιμαστική περίοδος ή ο εργαζόμενος κατέχει θέση πλήρους απασχόλησης, σε περίπτωση που λείπουν οι σχετικές πληροφορίες. Η επανόρθωση θα ήταν δυνατόν να υπόκειται σε διαδικασία με την οποία ο εργοδότης ενημερώνεται από τον εργαζόμενο ή από τρίτο, όπως εκπρόσωπο του εργαζομένου ή άλλη αρμόδια αρχή ή φορέα, ότι λείπουν πληροφορίες και καλείται να παράσχει πλήρεις και ορθές πληροφορίες σε εύθετο χρόνο.

(40)

Μετά την έκδοση της οδηγίας 91/533/ΕΟΚ έχει θεσπιστεί ένα εκτεταμένο σύστημα διατάξεων επιβολής για το κοινωνικό κεκτημένο της Ένωσης, ιδίως στον τομέα της ίσης μεταχείρισης, στοιχεία των οποίων θα πρέπει να εφαρμόζονται στην παρούσα οδηγία, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι εργαζόμενοι έχουν πρόσβαση σε αποτελεσματικό και αμερόληπτο μηχανισμό επίλυσης διαφορών, όπως δικαστήριο αστικών ή εργατικών διαφορών, και δικαίωμα επανόρθωσης, που μπορεί να περιλαμβάνει εύλογη αποζημίωση, στοιχείο που αντικατοπτρίζει την αρχή 7 του ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων.

(41)

Συγκεκριμένα, λόγω του θεμελιώδους χαρακτήρα του δικαιώματος αποτελεσματικής νομικής προστασίας, οι εργαζόμενοι θα πρέπει να εξακολουθούν να τυγχάνουν της προστασίας αυτής ακόμη και μετά τη λήξη της σχέσης εργασίας από την οποία δημιουργείται η υποτιθέμενη παραβίαση των δικαιωμάτων του εργαζομένου βάσει της παρούσας οδηγίας.

(42)

Η αποτελεσματική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας απαιτεί κατάλληλη δικαστική και διοικητική προστασία από τυχόν δυσμενή μεταχείριση ως αντίδραση σε μια προσπάθεια άσκησης των δικαιωμάτων που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία, σε οποιαδήποτε καταγγελία προς τον εργοδότη ή οποιαδήποτε νομική ή διοικητική διαδικασία που αποσκοπεί στην επιβολή της συμμόρφωσης με την παρούσα οδηγία.

(43)

Οι εργαζόμενοι που ασκούν τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία θα πρέπει να προστατεύονται από την απόλυση ή ισοδύναμη ζημία, όπως η μη ανάθεση εργασιών σε κατά παραγγελία εργαζόμενο, ή από οποιαδήποτε προκαταρκτική ενέργεια ενόψει ενδεχόμενης απόλυσης με το αιτιολογικό ότι επιδίωξαν να ασκήσουν τα εν λόγω δικαιώματα. Όταν οι εργαζόμενοι θεωρούν ότι έχουν απολυθεί ή έχουν υποστεί ισοδύναμη ζημία για τους λόγους αυτούς, οι εργαζόμενοι και οι αρμόδιες αρχές ή φορείς θα πρέπει να μπορούν να απαιτούν από τον εργοδότη να παρέχει τους λόγους της απόλυσης ή του ισοδύναμου μέτρου δεόντως τεκμηριωμένους.

(44)

Το βάρος της απόδειξης ότι δεν υπήρξε καμία απόλυση ή ισοδύναμη ζημία επειδή οι εργαζόμενοι άσκησαν τα δικαιώματά τους που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία θα πρέπει να το φέρουν οι εργοδότες, όταν οι εργαζόμενοι αποδεικνύουν, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής ή φορέα, πραγματικά περιστατικά από τα οποία τεκμαίρεται ότι έχουν απολυθεί ή έχουν υποβληθεί σε μέτρα με ισοδύναμο αποτέλεσμα, για τέτοιους λόγους. Θα πρέπει να είναι δυνατόν τα κράτη μέλη να μην εφαρμόζουν τον εν λόγω κανόνα σε διαδικασίες στις οποίες εναπόκειται σε δικαστήριο ή σε άλλη αρμόδια αρχή ή φορέα να διερευνήσει τα πραγματικά περιστατικά, ιδίως σε συστήματα όπου η απόλυση πρέπει να εγκρίνεται εκ των προτέρων από την εν λόγω αρχή ή τον εν λόγω φορέα.

(45)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέπουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα οδηγία. Οι κυρώσεις μπορούν να περιλαμβάνουν διοικητικές και οικονομικές κυρώσεις, όπως είναι η επιβολή προστίμου ή η καταβολή αποζημίωσης, καθώς και άλλες μορφές κυρώσεων.

(46)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η βελτίωση των όρων εργασίας με την προώθηση πιο διαφανούς και προβλέψιμης απασχόλησης με παράλληλη διασφάλιση της προσαρμοστικότητας της αγοράς εργασίας, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, ενώ μπορεί, λόγω της ανάγκης θέσπισης κοινών ελάχιστων απαιτήσεων, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(47)

Η παρούσα οδηγία καθορίζει τις ελάχιστες απαιτήσεις, αφήνοντας έτσι άθικτο το προνόμιο των κρατών μελών να θεσπίζουν και να διατηρούν πιο ευνοϊκές διατάξεις. Τα δικαιώματα που έχουν αποκτηθεί με βάση το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο θα πρέπει να εξακολουθήσουν να ισχύουν, εκτός εάν εισάγονται ευνοϊκότερες διατάξεις με την παρούσα οδηγία. Η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας δεν μπορεί να χρησιμεύει για τη μείωση των υφιστάμενων δικαιωμάτων που καθορίζονται στον συγκεκριμένο τομέα με την ισχύουσα εθνική ή ενωσιακή νομοθεσία, ούτε να συνιστά βάσιμη δικαιολογία για την υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων στον τομέα που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία. Ειδικότερα, δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως βάση για την καθιέρωση συμβάσεων μηδενικών ωρών εργασίας ή άλλων παρόμοιων συμβάσεων εργασίας.

(48)

Κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να αποφεύγουν την επιβολή διοικητικών, οικονομικών και νομικών εξαναγκασμών, οι οποίοι θα παρεμπόδιζαν τη δημιουργία και την ανάπτυξη των πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη καλούνται να αξιολογήσουν τον αντίκτυπο που θα έχει στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις η πράξη μεταφοράς, ώστε να εξασφαλιστεί ότι δεν πλήττονται δυσανάλογα, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στις πολύ μικρές επιχειρήσεις και στη διοικητική επιβάρυνση, και να δημοσιεύσουν τα αποτελέσματα των εν λόγω αξιολογήσεων.

(49)

Τα κράτη μέλη μπορούν να αναθέσουν στους κοινωνικούς εταίρους την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, εφόσον το ζητήσουν από κοινού οι κοινωνικοί εταίροι και υπό την προϋπόθεση ότι τα κράτη μέλη έχουν λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να είναι, ανά πάσα στιγμή, σε θέση να εξασφαλίζουν τα αποτελέσματα που επιδιώκει η παρούσα οδηγία. Θα πρέπει επίσης, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία και πρακτική, να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίζουν την αποτελεσματική συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων και να προωθούν και να ενισχύουν τον κοινωνικό διάλογο με σκοπό την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας.

(50)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν κάθε κατάλληλο μέτρο για να εξασφαλίσουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα οδηγία, για παράδειγμα με τη διενέργεια επιθεωρήσεων, κατά περίπτωση.

(51)

Λόγω των ουσιαστικών αλλαγών που εισάγει η παρούσα οδηγία σε επίπεδο σκοπού, πεδίου εφαρμογής και περιεχομένου της οδηγίας 91/533/ΕΟΚ, δεν είναι σκόπιμο να τροποποιηθεί η εν λόγω οδηγία. Συνεπώς, η οδηγία 91/533/ΕΟΚ θα πρέπει να καταργηθεί.

(52)

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση των κρατών μελών και της Επιτροπής της 28ης Σεπτεμβρίου 2011 σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα (13), τα κράτη μέλη δεσμεύτηκαν να επισυνάπτουν στην κοινοποίηση των εθνικών μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, όταν δικαιολογείται, και ένα ή περισσότερα έγγραφα που διευκρινίζουν τον δεσμό ανάμεσα στα στοιχεία μιας οδηγίας και στα αντίστοιχα τμήματα των εθνικών πράξεων μεταφοράς. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης θεωρεί ότι η διαβίβαση τέτοιων εγγράφων είναι δικαιολογημένη,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Σκοπός, αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η βελτίωση των όρων εργασίας, με την προώθηση περισσότερο διαφανούς και προβλέψιμης απασχόλησης με παράλληλη διασφάλιση της προσαρμοστικότητας της αγοράς εργασίας.

2.   Η παρούσα οδηγία θεσπίζει ελάχιστα δικαιώματα που ισχύουν για όλους τους εργαζομένους στην Ένωση που έχουν σύμβαση εργασίας ή σχέση εργασίας, όπως ορίζεται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή τις πρακτικές που ισχύουν σε κάθε κράτος μέλος λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την παρούσα οδηγία σε εργαζομένους που έχουν σχέση εργασίας με προκαθορισμένο και πραγματικό χρόνο εργασίας ίσο με ή κατώτερο από τρεις ώρες ανά εβδομάδα κατά μέσο όρο σε περίοδο αναφοράς τεσσάρων συναπτών εβδομάδων. Ο χρόνος εργασίας σε όλους τους εργοδότες που αποτελούν ή ανήκουν στην ίδια επιχείρηση, ομάδα ή οντότητα συνυπολογίζεται στον εν λόγω μέσο όρο των τριών ωρών.

4.   Η παράγραφος 3 δεν εφαρμόζεται στη σχέση εργασίας όταν η εγγυημένη διάρκεια της αμειβόμενης εργασίας δεν προκαθορίζεται πριν από την έναρξη της απασχόλησης.

5.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προσδιορίζουν ποια άτομα είναι υπεύθυνα για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που καθορίζονται από την παρούσα οδηγία για τους εργοδότες, εφόσον πληρούνται όλες οι εν λόγω υποχρεώσεις. Μπορούν επίσης να αποφασίζουν ότι το σύνολο ή μέρος των εν λόγω υποχρεώσεων θα ανατίθεται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δεν είναι μέρος της σχέσης εργασίας.

Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της οδηγίας 2008/104/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14).

6.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν, σε αντικειμενικά δικαιολογημένες περιπτώσεις, ότι οι διατάξεις του κεφαλαίου III δεν πρέπει να εφαρμόζονται σε δημόσιους υπαλλήλους, στις δημόσιες υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης, στις ένοπλες δυνάμεις, και σε αστυνομικές αρχές, δικαστές, εισαγγελείς, ανακριτές ή άλλες υπηρεσίες επιβολής του νόμου.

7.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην εφαρμόζουν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 12 και 13 και στο άρθρο 15 παράγραφος 1 στοιχείο α) σε φυσικά πρόσωπα εντός νοικοκυριών που ενεργούν ως εργοδότες όταν η εργασία εκτελείται για τα εν λόγω νοικοκυριά.

8.   Το κεφάλαιο II της παρούσας οδηγίας ισχύει για τους ναυτικούς και τους θαλάσσιους αλιείς, με την επιφύλαξη των οδηγιών του Συμβουλίου 2009/13/ΕΚ και (ΕΕ) 2017/159, αντίστοιχα. Οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχεία ιβ) και ιδ), και στα άρθρα 7, 9, 10 και 12 δεν ισχύουν για τους ναυτικούς και τους αλιείς.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)   «ωράριο εργασίας»: το χρονοδιάγραμμα που καθορίζει τις ώρες και ημέρες έναρξης και λήξης της εκτέλεσης της εργασίας·

β)   «ώρες και ημέρες αναφοράς»: χρονικές περίοδοι σε συγκεκριμένες ημέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων μπορεί να εκτελεστεί η εργασία με αίτημα του εργοδότη·

γ)   «πρόγραμμα οργάνωσης του χρόνου εργασίας»: μορφή οργάνωσης του χρόνου εργασίας και κατανομή της σύμφωνα με ορισμένο τρόπο που καθορίζεται από τον εργοδότη.

Άρθρο 3

Παροχή πληροφοριών

Ο εργοδότης παρέχει γραπτώς σε κάθε εργαζόμενο τις απαιτούμενες πληροφορίες σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Οι πληροφορίες παρέχονται και διαβιβάζονται σε έγχαρτη μορφή ή, εφόσον υπάρχει δυνατότητα πρόσβασης του εργαζόμενου στις πληροφορίες, μπορούν να αποθηκεύονται και να τυπώνονται, και ο εργοδότης διατηρεί απόδειξη της διαβίβασης ή της παραλαβής, σε ηλεκτρονική μορφή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Άρθρο 4

Υποχρέωση παροχής ενημέρωσης

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εργοδότες υποχρεούνται να ενημερώνουν τους εργαζομένους για τα ουσιώδη στοιχεία της σχέσης εργασίας.

2.   Τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:

α)

την ταυτότητα των μερών της σχέσης εργασίας·

β)

τον τόπο εργασίας· ελλείψει ορισμένου ή κύριου τόπου εργασίας, την αρχή ότι ο εργαζόμενος απασχολείται σε διάφορα σημεία ή ότι είναι ελεύθερος να καθορίζει τον τόπο εργασίας του, καθώς και την έδρα της επιχείρησης ή, κατά περίπτωση, την κατοικία του εργοδότη·

γ)

είτε:

i)

την ονομασία, τον βαθμό, τη φύση ή την κατηγορία της εργασίας του εργαζομένου· είτε

ii)

συνοπτικό χαρακτηρισμό ή περιγραφή της εργασίας·

δ)

την ημερομηνία έναρξης της σχέσης εργασίας·

ε)

εάν πρόκειται για σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, την ημερομηνία λήξης ή την προβλεπόμενη διάρκειά της·

στ)

εάν πρόκειται για εργαζομένους σε επιχειρήσεις προσωρινής απασχόλησης, την ταυτότητα των χρηστριών επιχειρήσεων, όταν και μόλις γίνει γνωστή·

ζ)

τη διάρκεια και τους όρους της δοκιμαστικής περιόδου, εάν υπάρχει·

η)

το δικαίωμα κατάρτισης που παρέχεται από τον εργοδότη, εφόσον υπάρχει·

θ)

τη διάρκεια της άδειας μετ’ αποδοχών την οποία δικαιούται ο εργαζόμενος ή, αν δεν είναι δυνατή η ένδειξη αυτή κατά τη στιγμή παροχής της ενημέρωσης, τις λεπτομέρειες χορήγησης και προσδιορισμού της εν λόγω άδειας·

ι)

τη διαδικασία, που πρέπει να τηρούν ο εργοδότης και ο εργαζόμενος σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας, περιλαμβανομένων των τυπικών προϋποθέσεων και της διάρκειας των περιόδων προειδοποίησης ή, αν δεν είναι δυνατή γνωστή η διάρκεια των περιόδων προειδοποίησης κατά τη στιγμή παροχής της ενημέρωσης, τη μέθοδο καθορισμού των εν λόγω περιόδων προειδοποίησης·

ια)

την αμοιβή, συμπεριλαμβανομένου του αρχικού βασικού ποσού, οποιαδήποτε άλλα κατά περίπτωση συστατικά στοιχεία που αναφέρονται χωριστά, συμπεριλαμβανομένης της αποζημίωσης, τη συχνότητα και τη μέθοδο καταβολής της αμοιβής που δικαιούται ο εργαζόμενος·

ιβ)

εάν το πρόγραμμα οργάνωσης του χρόνου εργασίας είναι εξολοκλήρου ή ως επί το πλείστον προβλέψιμο, τη διάρκεια της τυπικής εργάσιμης ημέρας ή εβδομάδας του εργαζομένου και τυχόν ρυθμίσεις για υπερωρίες και την αμοιβή του και, κατά περίπτωση, για ρυθμίσεις σχετικά με τις αλλαγές βάρδιας·

ιγ)

σε περίπτωση που το πρόγραμμα του χρόνου εργασίας είναι εξολοκλήρου ή ως επί το πλείστον μη προβλέψιμο, ο εργοδότης ενημερώνει τον εργαζόμενο σχετικά με:

i)

την αρχή ότι το ωράριο εργασίας είναι μεταβλητό, τον αριθμό των εγγυημένων αμειβόμενων ωρών και την αμοιβή για την εργασία που εκτελείται επιπροσθέτως των εγγυημένων αυτών ωρών·

ii)

τις ώρες και ημέρες αναφοράς εντός των οποίων ο εργαζόμενος μπορεί να κληθεί να εργαστεί·

iii)

την ελάχιστη περίοδο προειδοποίησης που πρέπει να λάβει ο εργαζόμενος πριν από την έναρξη μιας ανάθεσης εργασίας και, κατά περίπτωση, την προθεσμία για την ακύρωση που προβλέπεται στο άρθρο 10 παράγραφος 3·

ιδ)

τις συλλογικές συμβάσεις που διέπουν τους όρους εργασίας του εργαζομένου ή, εάν πρόκειται για συλλογικές συμβάσεις που έχουν συναφθεί εκτός της επιχείρησης από ειδικά συλλογικά όργανα ή φορείς, την ονομασία του αρμόδιου οργάνου ή του φορέα στα πλαίσια του οποίου έχουν συναφθεί οι συμβάσεις·

ιε)

εφόσον ο εργοδότης υπέχει σχετική υποχρέωση, την ταυτότητα των φορέων κοινωνικής ασφάλισης που λαμβάνουν τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης οι οποίες συνδέονται με τη σχέση εργασίας και κάθε προστασία που σχετίζεται με την κοινωνική ασφάλιση που παρέχεται από τον εργοδότη.

3.   Η ενημέρωση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχεία ζ) έως ιβ) και στοιχείο ιε), μπορεί, ενδεχομένως, να γίνεται και με παραπομπή στις νομοθετικές, κανονιστικές, διοικητικές ή καταστατικές διατάξεις ή στις συλλογικές συμβάσεις που ρυθμίζουν τα εν λόγω στοιχεία.

Άρθρο 5

Χρονοδιάγραμμα και μέσα ενημέρωσης

1.   Εφόσον δεν έχει παρασχεθεί προηγουμένως, η ενημέρωση που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως ε), ζ), ια), ιβ) και ιγ) παρέχεται ατομικά στον εργαζόμενο με τη μορφή ενός ή περισσότερων εγγράφων κατά το διάστημα που αρχίζει την πρώτη εργάσιμη ημέρα και λήγει το αργότερο την έβδομη ημερολογιακή ημέρα από την έναρξη της σχέσης εργασίας. Η λοιπή ενημέρωση που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 παρέχεται ατομικά στον εργαζόμενο με τη μορφή εγγράφου εντός ενός μηνός από την πρώτη εργάσιμη ημέρα.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να καταρτίζουν τα υποδείγματα και πρότυπα για τα έγγραφα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και τα θέτουν στη διάθεση του εργαζομένου και του εργοδότη, μεταξύ άλλων καθιστώντας τα διαθέσιμα σε ενιαίο, επίσημο εθνικό δικτυακό τόπο ή με άλλα κατάλληλα μέσα.

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η ενημέρωση σχετικά με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές ή καταστατικές διατάξεις ή τις συλλογικές συμβάσεις γενικής εφαρμογής που διέπουν το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο οι οποίες πρέπει να κοινοποιούνται από τους εργοδότες παρέχεται γενικά δωρεάν, με σαφή, διαφανή, διεξοδικό και εύκολα προσβάσιμο τρόπο από απόσταση και με ηλεκτρονικά μέσα, μεταξύ άλλων και μέσω των υφιστάμενων επιγραμμικών πυλών.

Άρθρο 6

Τροποποίηση της σχέσης εργασίας

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οποιαδήποτε αλλαγή στα στοιχεία της σχέσης εργασίας που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 και στις συμπληρωματικές πληροφορίες για τους εργαζομένους που αποστέλλονται σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα στο άρθρο 7 παρέχεται με τη μορφή εγγράφου από τον εργοδότη στον εργαζόμενο το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο την ημέρα κατά την οποία αρχίζει να παράγει αποτελέσματα.

2.   Το έγγραφο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν απαιτείται σε περίπτωση αλλαγών που προκύπτουν απλώς και μόνον λόγω τροποποίησης των νομοθετικών, κανονιστικών, διοικητικών ή καταστατικών διατάξεων ή των συλλογικών συμβάσεων όπου παραπέμπουν τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 και, κατά περίπτωση, στο άρθρο 7.

Άρθρο 7

Συμπληρωματικές πληροφορίες για τους εργαζομένους που αποστέλλονται σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν ένας εργαζόμενος καλείται να εργαστεί σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα άλλη από το κράτος μέλος στο οποίο εργάζεται συνήθως, ο εργοδότης παρέχει τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 πριν από την αναχώρηση του εργαζομένου και τα έγγραφα περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες συμπληρωματικές πληροφορίες:

α)

τη χώρα ή τις χώρες όπου θα παρασχεθεί η εργασία στο εξωτερικό και την αναμενόμενη διάρκειά της·

β)

το νόμισμα στο οποίο θα καταβάλλεται η αμοιβή·

γ)

κατά περίπτωση, τα επιδόματα, σε χρήμα ή σε είδος, που συνδέονται με την/τις ανάθεση/-εις εργασίας·

δ)

πληροφορίες σχετικά με το αν προβλέπεται επαναπατρισμός και, εάν ναι, τους όρους που διέπουν τον επαναπατρισμό του εργαζομένου.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο εργαζόμενος που καλύπτεται από την οδηγία 96/71/ΕΚ πρέπει επιπλέον να ενημερώνεται για:

α)

την αμοιβή που δικαιούται ο εργαζόμενος σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής·

β)

κατά περίπτωση, τα σχετικά με την απόσπαση επιδόματα και τυχόν ρυθμίσεις για την επιστροφή εξόδων ταξιδίου, διατροφής και στέγης·

γ)

τον σύνδεσμο με τον επίσημο εθνικό δικτυακό τόπο που δημιουργείται από το κράτος μέλος υποδοχής σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/67/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15).

3.   Η ενημέρωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) και στην παράγραφο 2 στοιχείο α) μπορεί, κατά περίπτωση, να γίνεται με τη μορφή παραπομπής σε συγκεκριμένες διατάξεις νομοθετικών, διοικητικών ή καταστατικών πράξεων ή στις συλλογικές συμβάσεις που ρυθμίζουν τις εν λόγω πληροφορίες.

4.   Εκτός εάν τα κράτη μέλη προβλέπουν άλλως, οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται εάν η διάρκεια κάθε περιόδου εργασίας εκτός του κράτους μέλους στο οποίο συνήθως εργάζεται ο εργαζόμενος είναι τέσσερις συναπτές εβδομάδες ή λιγότερο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Άρθρο 8

Μέγιστη διάρκεια οποιασδήποτε δοκιμαστικής περιόδου

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν η σχέση εργασίας υπόκειται σε δοκιμαστική περίοδο, όπως ορίζεται στην εθνική νομοθεσία ή πρακτική, η εν λόγω περίοδος δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες.

2.   Στην περίπτωση σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου είναι ανάλογη προς την αναμενόμενη διάρκεια της σύμβασης και τη φύση της εργασίας. Σε περίπτωση ανανέωσης μιας σύμβασης για την ίδια θέση και τα ίδια καθήκοντα, δεν απαιτείται νέα δοκιμαστική περίοδος για τη σχέση εργασίας.

3.   Τα κράτη μέλη δύνανται, κατ’ εξαίρεση, να προβλέπουν δοκιμαστικές περιόδους μεγαλύτερης διάρκειας, στις περιπτώσεις που αυτό δικαιολογείται από τη φύση της εργασίας ή είναι προς το συμφέρον του εργαζομένου. Στις περιπτώσεις στις οποίες ο εργαζόμενος απουσίασε από την εργασία του κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να θεσπίσουν ανάλογη παράταση της αντίστοιχης περιόδου, σε συνάρτηση με τη διάρκεια της απουσίας.

Άρθρο 9

Παράλληλη απασχόληση

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο εργοδότης δεν πρόκειται να απαγορεύσει σε εργαζόμενο να αναλάβει εργασία σε άλλους εργοδότες, εκτός του ωραρίου εργασίας που καθορίζεται με τον εν λόγω εργοδότη, ή να επιφυλάξει δυσμενή μεταχείριση σε εργαζόμενο για τον λόγο αυτό.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν προϋποθέσεις για τη χρήση των περιορισμών περί ασυμβίβαστου από εργοδότες για αντικειμενικούς λόγους, όπως η υγεία και η ασφάλεια, η προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου, η ακεραιότητα του δημοσίου τομέα ή η αποφυγή της σύγκρουσης συμφερόντων.

Άρθρο 10

Ελάχιστη προβλεψιμότητα της εργασίας

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν το πρόγραμμα οργάνωσης του χρόνου εργασίας είναι εξολοκλήρου ή ως επί το πλείστον μη προβλέψιμο, ο εργαζόμενος δεν υποχρεώνεται από τον εργοδότη να εργαστεί εάν δεν πληρούνται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η εργασία λαμβάνει χώρα εντός προκαθορισμένων ωρών και ημερών αναφοράς όπως αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο ιγ) σημείο ii)· και

β)

ο εργαζόμενος έχει ενημερωθεί από τον οικείο εργοδότη για ανάθεση εργασίας εντός εύλογου χρονικού διαστήματος πριν από τη διεξαγωγή, καθοριζόμενου σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική όπως προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο ιγ) σημείο iii).

2.   Σε περίπτωση που ένας ή και οι δύο όροι που ορίζονται στην πρώτη παράγραφο δεν πληρούνται, ο εργαζόμενος έχει το δικαίωμα να αρνηθεί ανάθεση εργασίας χωρίς να υποστεί δυσμενείς συνέπειες.

3.   Όταν τα κράτη μέλη επιτρέπουν σε έναν εργοδότη να ακυρώσει ανάθεση εργασίας χωρίς αποζημίωση, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική, προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι ο εργαζόμενος δικαιούται αποζημίωση εάν ο εργοδότης ακυρώσει μετά από συγκεκριμένη εύλογη προθεσμία την ανάθεση εργασίας που είχε συμφωνηθεί προηγουμένως με τον εργαζόμενο.

4.   Τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να θέτουν κανόνες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις και/ή την πρακτική.

Άρθρο 11

Συμπληρωματικά μέτρα για συμβάσεις κατά παραγγελία

Όταν τα κράτη μέλη επιτρέπουν τη χρήση συμβάσεων κατά παραγγελία ή παρόμοιων συμβάσεων εργασίας, λαμβάνουν ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα για την πρόληψη καταχρηστικών πρακτικών:

α)

περιορισμούς στη χρήση και τη διάρκεια των κατά παραγγελία ή παρόμοιων συμβάσεων εργασίας·

β)

μαχητό τεκμήριο για την ύπαρξη σύμβασης εργασίας με ελάχιστο ποσό αμειβόμενων ωρών εργασίας βάσει του μέσου όρου των ωρών εργασίας που παρασχέθηκαν κατά τη διάρκεια μιας δεδομένης περιόδου·

γ)

άλλα ισοδύναμα μέτρα που εξασφαλίζουν αποτελεσματική πρόληψη των καταχρηστικών πρακτικών.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τα μέτρα αυτά.

Άρθρο 12

Μετάβαση σε άλλη μορφή απασχόλησης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο εργαζόμενος με τουλάχιστον έξι μήνες υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη, που έχει ολοκληρώσει τη δοκιμαστική του περίοδο, εφόσον αυτή προβλέπεται, δύναται να ζητήσει μορφή απασχόλησης με πιο προβλέψιμους και ασφαλείς όρους εργασίας, εφόσον αυτή είναι διαθέσιμη και να λάβει αιτιολογημένη γραπτή απάντηση. Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν τη συχνότητα των αιτήσεων για την ενεργοποίηση της υποχρέωσης βάσει του παρόντος άρθρου.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο εργοδότης παρέχει την αιτιολογημένη γραπτή απάντηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 εντός ενός μηνός από την υποβολή της αίτησης. Όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα που ενεργούν ως εργοδότες και τις πολύ μικρές, μικρές ή μεσαίες επιχειρήσεις, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η προθεσμία αυτή θα παρατείνεται σε τρεις το πολύ μήνες και να επιτρέπουν την προφορική απάντηση σε επακόλουθο παρόμοιο αίτημα που υποβάλλει ο ίδιος εργαζόμενος, εάν η αιτιολόγηση της απάντησης όσον αφορά την κατάσταση του εργαζομένου παραμένει αμετάβλητη.

Άρθρο 13

Υποχρεωτική κατάρτιση

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν ο εργοδότης υποχρεούται από την ενωσιακή ή την εθνική νομοθεσία ή τις συλλογικές συμβάσεις να παρέχει κατάρτιση στον εργαζόμενο για την εκτέλεση της εργασίας για την οποία εργάζεται, η κατάρτιση αυτή παρέχεται δωρεάν στον εργαζόμενο, υπολογίζεται ως χρόνος εργασίας και, ει δυνατόν, πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια των ωρών εργασίας.

Άρθρο 14

Συλλογικές συμβάσεις εργασίας

Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στους κοινωνικούς εταίρους να διατηρούν, να διαπραγματεύονται, να συνάπτουν και να επιβάλλουν συλλογικές συμβάσεις, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή πρακτική, οι οποίες, τηρώντας ταυτόχρονα τη γενική προστασία των εργαζομένων, θεσπίζουν ρυθμίσεις για τους όρους εργασίας των εργαζομένων οι οποίες διαφέρουν από εκείνες που αναφέρονται στα άρθρα 8 έως 13.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙV

ΟΡΙΖΟΝΤΙΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 15

Νομικό τεκμήριο και μηχανισμός έγκαιρης διευθέτησης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν ο εργαζόμενος δεν έχει λάβει εμπρόθεσμα το σύνολο ή μέρος των εγγράφων που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 ή στο άρθρο 6, εφαρμόζεται ένα ή και τα δύο από τα ακόλουθα συστήματα:

α)

ο εργαζόμενος επωφελείται από ευνοϊκά τεκμήρια που καθορίζονται από το κράτος μέλος, τα οποία οι εργοδότες έχουν τη δυνατότητα να ανατρέψουν· ή

β)

ο εργαζόμενος έχει τη δυνατότητα να υποβάλει καταγγελία σε αρμόδια αρχή ή φορέα και να λάβει ικανοποιητική επανόρθωση σε εύθετο χρόνο και με αποτελεσματικό τρόπο.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η εφαρμογή των τεκμηρίων και των μηχανισμών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 προϋποθέτει πρότερη κοινοποίηση προς τον εργοδότη και μη έγκαιρη παροχή από τον εργοδότη των πληροφοριών που λείπουν.

Άρθρο 16

Δικαίωμα επανόρθωσης

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εργαζόμενοι, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των οποίων η σχέση εργασίας έχει λήξει, έχουν πρόσβαση σε αποτελεσματικό και αμερόληπτο μηχανισμό επίλυσης διαφορών και δικαίωμα επανόρθωσης σε περίπτωση παραβίασης των δικαιωμάτων τους που απορρέουν από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 17

Προστασία από δυσμενή μεταχείριση ή συνέπειες

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα για την προστασία των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων που είναι εκπρόσωποι εργαζομένων, από δυσμενή μεταχείριση από τον εργοδότη ή δυσμενείς συνέπειες που προκύπτουν από καταγγελία που υπέβαλαν στον εργοδότη ή από τυχόν διαδικασίες που έχουν κινήσει με σκοπό να επιβάλουν συμμόρφωση με τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 18

Προστασία από την απόλυση και βάρος της απόδειξης

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να απαγορεύεται η απόλυση ή οποιοδήποτε ισοδύναμό της και κάθε προκαταρκτική ενέργεια για την απόλυση εργαζομένων, επειδή άσκησαν τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

2.   Οι εργαζόμενοι που θεωρούν ότι έχουν απολυθεί ή έχουν υποβληθεί σε μέτρα με ισοδύναμο αποτέλεσμα για τον λόγο ότι έχουν ασκήσει τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία μπορούν να ζητούν από τον εργοδότη να τους γνωστοποιήσει τους λόγους της απόλυσης ή του ισοδυνάμου της, δεόντως τεκμηριωμένους. Ο εργοδότης γνωστοποιεί τους λόγους γραπτώς.

3.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται ότι, όταν οι εργαζόμενοι που αναφέρονται στην παράγραφο 2 τεκμηριώνουν, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής ή φορέα, πραγματικά περιστατικά από τα οποία μπορεί να τεκμαίρεται ότι υπήρξε η εν λόγω απόλυση ή ισοδύναμα μέτρα, εναπόκειται στον εργοδότη να αποδείξει ότι η απόλυση βασίστηκε σε λόγους άλλους από τους λόγους που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

4.   Η παράγραφος 3 δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν αποδεικτικούς κανόνες ευνοϊκότερους για τους εργαζόμενους.

5.   Τα κράτη μέλη δεν απαιτείται να εφαρμόζουν την παράγραφο 3 σε διαδικασίες κατά τις οποίες εναπόκειται στο δικαστήριο ή σε άλλη αρμόδια αρχή ή φορέα να διερευνήσει τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης.

6.   Η παράγραφος 3 δεν εφαρμόζεται σε ποινικές διαδικασίες, εκτός εάν το κράτος μέλος ορίζει διαφορετικά.

Άρθρο 19

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας ή των σχετικών διατάξεων που ήδη ισχύουν και αφορούν δικαιώματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Οι κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 20

Απαγόρευση της υποβάθμισης και ευνοϊκότερες διατάξεις

1.   Η παρούσα οδηγία δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία για την υποβάθμιση του γενικού επιπέδου της προστασίας που ήδη παρέχεται στους εργαζομένους εντός των κρατών μελών.

2.   Η παρούσα οδηγία δεν θίγει το προνόμιο των κρατών μελών να εφαρμόζουν ή να εκδίδουν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις περισσότερο ευνοϊκές για τους εργαζομένους ή να ενθαρρύνουν ή να επιτρέπουν την εφαρμογή συλλογικών συμβάσεων που είναι ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους.

3.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη άλλων δικαιωμάτων που παρέχονται στους εργαζομένους από άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης.

Άρθρο 21

Μεταφορά και εφαρμογή

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για τη συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία έως την 1η Αυγούστου 2022. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

2.   Τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 1, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από αυτή την παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής αυτής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

3.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών μέτρων εθνικού δικαίου τα οποία θεσπίζουν στον τομέα που διέπει η παρούσα οδηγία.

4.   Τα κράτη μέλη, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία και πρακτική, λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίζουν την αποτελεσματική συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων και να προωθούν και να ενισχύουν τον κοινωνικό διάλογο με σκοπό την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

5.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αναθέσουν στους κοινωνικούς εταίρους την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, εφόσον το ζητήσουν από κοινού οι κοινωνικοί εταίροι και υπό την προϋπόθεση ότι τα κράτη μέλη έχουν λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να είναι, ανά πάσα στιγμή, σε θέση να εξασφαλίζουν τα αποτελέσματα που επιδιώκει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 22

Μεταβατικές ρυθμίσεις

Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία εφαρμόζονται σε όλες υφιστάμενες σχέσεις εργασίας το αργότερο έως την 1η Αυγούστου 2022. Ωστόσο, ο εργοδότης παρέχει ή συμπληρώνει τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 και στα άρθρα 6 και 7 μόνον κατόπιν αιτήματος εργαζομένου που απασχολείται ήδη κατά την εν λόγω ημερομηνία. Η απουσία του εν λόγω αιτήματος δεν έχει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό των εργαζομένων από τα ελάχιστα δικαιώματα που καθορίζονται δυνάμει των άρθρων 8 έως 13.

Άρθρο 23

Επανεξέταση από την Επιτροπή

Έως την 1η Αυγούστου 2027, η Επιτροπή, κατόπιν διαβούλευσης με τα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους σε επίπεδο Ένωσης, και λαμβάνοντας υπόψη τον αντίκτυπο στις πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, επανεξετάζει την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, και προτείνει, αν χρειαστεί, νομοθετικές τροποποιήσεις.

Άρθρο 24

Κατάργηση

Η οδηγία 91/533/ΕΟΚ καταργείται με ισχύ από την 1η Αυγούστου 2022. Οι αναφορές στην καταργούμενη οδηγία νοούνται ως αναφορές στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 25

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 26

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 20 Ιουνίου 2019.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. CIAMBA


(1)  ΕΕ C 283 της 10.8.2018, σ. 39.

(2)  ΕΕ C 387 της 25.10.2018, σ. 53.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2019 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2019.

(4)  Οδηγία 91/533/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Οκτωβρίου 1991, σχετικά με την υποχρέωση του εργοδότη να ενημερώνει τον εργαζόμενο για τους όρους που διέπουν τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας (ΕΕ L 288 της 18.10.1991, σ. 32).

(5)  Αποφάσεις του Δικαστηρίου της 3ης Ιουλίου 1986, Deborah Lawrie-Blum κατά Land Baden-Württemberg, C-66/85, ECLI:EU:C:1986:284· της 14ης Οκτωβρίου 2010, Union Syndicale Solidaires Isère κατά πρωθυπουργού και άλλων, C-428/09, ECLI:EU:C:2010:612· της 9ης Ιουλίου 2015, Ender Balkaya κατά Kiesel Abbruch- und Recycling Technik GmbH, C-229/14, ECLI:EU:C:2015:455· της 4ης Δεκεμβρίου 2014, FNV Kunsten Informatie en Media κατά Staat der Nederlanden, C-413/13, ECLI:EU:C:2014:2411· και της 17ης Νοεμβρίου 2016, Betriebsrat der Ruhrlandklinik gGmbH κατά Ruhrlandklinik gGmbH, C-216/15, ECLI:EU:C:2016:883.

(6)  Οδηγία 2009/13/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2009, για την εφαρμογή της συμφωνίας που συνήψαν η Ένωση Εφοπλιστών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ECSA) και η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία των Ενώσεων Εργαζομένων στις Μεταφορές (ETF) σχετικά με τη σύμβαση ναυτικής εργασίας του 2006 και για τροποποίηση της οδηγίας 1999/63/ΕΚ (ΕΕ L 124 της 20.5.2009, σ. 30).

(7)  Οδηγία (ΕΕ) 2017/159 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2016, για την υλοποίηση της συμφωνίας για την εφαρμογή της σύμβασης της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας του 2007 σχετικά με την εργασία στον τομέα της αλιείας που συνήφθη στις 21 Μαΐου 2012 μεταξύ της Γενικής Συνομοσπονδίας Γεωργικών Συνεταιρισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (COGECA), της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας των Ενώσεων Εργαζομένων στις Μεταφορές (ETF) και της Ένωσης Εθνικών Οργανώσεων Επιχειρήσεων Αλιείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Europêche) (ΕΕ L 25 της 31.1.2017, σ. 12).

(8)  Οδηγία 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ L 299 της 18.11.2003, σ. 9).

(9)  Οδηγία 2014/50/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, σχετικά με τις ελάχιστες προϋποθέσεις για την προαγωγή της κινητικότητας των εργαζομένων μεταξύ των κρατών μελών με τη βελτίωση της απόκτησης και της διατήρησης δικαιωμάτων συμπληρωματικής συνταξιοδότησης (ΕΕ L 128 της 30.4.2014, σ. 1).

(10)  Οδηγία 98/49/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998, σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων συμπληρωματικής συνταξιοδότησης των μισθωτών και των μη μισθωτών που μετακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ L 209 της 25.7.1998, σ. 46).

(11)  Οδηγία 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών (ΕΕ L 18 της 21.1.1997, σ. 1).

(12)  Οδηγία 2002/15/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2002, για την οργάνωση του χρόνου εργασίας των εκτελούντων κινητές δραστηριότητες οδικών μεταφορών (ΕΕ L 80 της 23.3.2002, σ. 35).

(13)  ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14.

(14)  Οδηγία 2008/104/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, περί της εργασίας μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης (ΕΕ L 327 της 5.12.2008, σ. 9).

(15)  Οδηγία 2014/67/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για την εφαρμογή της οδηγίας 96/71/ΕΚ σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 σχετικά με τη διοικητική συνεργασία μέσω του Συστήματος Πληροφόρησης για την εσωτερική αγορά («κανονισμός ΙΜΙ») (ΕΕ L 159 της 28.5.2014, σ. 11).


11.7.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 186/122


ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2019/1153 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 20ής Ιουνίου 2019

για τη θέσπιση κανόνων με σκοπό τη διευκόλυνση της χρήσης χρηματοοικονομικών και άλλων πληροφοριών για την πρόληψη, την ανίχνευση, τη διερεύνηση ή τη δίωξη ορισμένων ποινικών αδικημάτων και την κατάργηση της απόφασης 2000/642/ΔΕΥ του Συμβουλίου

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 87 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η διευκόλυνση της χρήσης χρηματοοικονομικών πληροφοριών είναι αναγκαία για την πρόληψη, την ανίχνευση, τη διερεύνηση ή τη δίωξη σοβαρών εγκλημάτων.

(2)

Για την ενίσχυση της ασφάλειας, τη βελτίωση της δίωξης των οικονομικών εγκλημάτων, την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και την πρόληψη των φορολογικών εγκλημάτων στα κράτη μέλη και σε ολόκληρη την Ένωση, είναι απαραίτητο να βελτιωθεί η πρόσβαση των μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών («ΜΧΠ») και των δημόσιων αρχών που είναι αρμόδιες για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση ή δίωξη σοβαρών μορφών εγκλήματος σε πληροφορίες, προκειμένου να ενισχυθεί η ικανότητά τους όσον αφορά τη διεξαγωγή χρηματοοικονομικών ερευνών και να βελτιωθεί η μεταξύ τους συνεργασία.

(3)

Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), η Ένωση και τα κράτη μέλη υποχρεούνται να συνεργάζονται καλόπιστα. Θα πρέπει επίσης να συνεργάζονται με εντιμότητα και χωρίς χρονοτριβή.

(4)

Στην ανακοίνωσή της 2ας Φεβρουαρίου 2016 σχετικά με το σχέδιο δράσης της για την ενίσχυση της καταπολέμησης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η Επιτροπή δεσμεύτηκε να διερευνήσει τη δυνατότητα έκδοσης ειδικής νομικής πράξης προκειμένου να διευρυνθεί η πρόσβαση αρχών των κρατών μελών σε κεντρικά μητρώα τραπεζικών λογαριασμών, και συγκεκριμένα αρχών αρμόδιων για την πρόληψη, την ανίχνευση, τη διερεύνηση ή τη δίωξη ποινικών αδικημάτων, από υπηρεσίες ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων, φορολογικές αρχές και από αρχές για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Επιπλέον, το εν λόγω σχέδιο δράσης καλούσε να χαρτογραφηθούν τα εμπόδια όσον αφορά την πρόσβαση στις πληροφορίες, την ανταλλαγή και χρήση πληροφοριών και επιχειρησιακή συνεργασία μεταξύ των ΜΧΠ.

(5)

Η καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος, συμπεριλαμβανομένων της οικονομικής απάτης και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, εξακολουθεί να αποτελεί προτεραιότητα για την Ένωση.

(6)

Σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), τα κράτη μέλη οφείλουν να δημιουργήσουν κεντρικά μητρώα τραπεζικών λογαριασμών ή συστήματα ανάκτησης δεδομένων, τα οποία να καθιστούν δυνατή την έγκαιρη εξακρίβωση της ταυτότητας των κατόχων τραπεζικών λογαριασμών, λογαριασμών πληρωμών και θυρίδων θησαυροφυλακίου.

(7)

Δυνάμει της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, οι μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών έχουν άμεση πρόσβαση στις πληροφορίες που τηρούνται στα εν λόγω μητρώα, ενώ πρόσβαση σε αυτές έχουν και οι εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των συναφών βασικών αδικημάτων και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

(8)

Η άμεση και απευθείας πρόσβαση στις πληροφορίες που τηρούνται στα κεντρικά μητρώα τραπεζικών λογαριασμών συχνά είναι απαραίτητη για την επιτυχία των ποινικών ερευνών ή για την έγκαιρη ανίχνευση, τον εντοπισμό και τη δέσμευση των σχετικών περιουσιακών στοιχείων με σκοπό τη δήμευσή τους. Η απευθείας πρόσβαση αποτελεί το πιο άμεσο είδος πρόσβασης στις πληροφορίες που τηρούνται στα κεντρικά μητρώα τραπεζικών λογαριασμών. Στην παρούσα οδηγία θα πρέπει, ως εκ τούτου, να θεσπιστούν κανόνες βάσει των οποίων χορηγείται σε ορισθείσες αρχές των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για την πρόληψη, την ανίχνευση, τη διερεύνηση ή τη δίωξη ποινικών αδικημάτων, άμεση πρόσβαση σε πληροφορίες που τηρούνται σε κεντρικά μητρώα τραπεζικών λογαριασμών. Τα κράτη μέλη που παρέχουν πρόσβαση σε πληροφορίες τραπεζικών λογαριασμών μέσω κεντρικών συστημάτων ηλεκτρονικής ανάκτησης δεδομένων θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι η αρχή που διαχειρίζεται τα συστήματα ανάκτησης κοινοποιεί τα αποτελέσματα της αναζήτησης στις οικείες αρμόδιες αρχές άμεσα και χωρίς να παρεμβαίνει σε αυτά. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να μην επηρεάσει τους διαύλους ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών ή τις εξουσίες τους για λήψη πληροφοριών από υπόχρεες οντότητες δυνάμει του ενωσιακού δικαίου ή του εθνικού δικαίου των κρατών μελών. Κάθε πρόσβαση στις πληροφορίες που τηρούν σε κεντρικά μητρώα οι εθνικές αρχές ενός κράτους μέλους για άλλους σκοπούς ή σε σχέση με άλλα ποινικά αδικήματα εκτός από εκείνα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής αυτής.

(9)

Δεδομένου ότι σε κάθε κράτος μέλος υπάρχουν διάφορες αρχές ή φορείς με αρμοδιότητα για την πρόληψη, την ανίχνευση, τη διερεύνηση ή τη δίωξη ποινικών αδικημάτων και προκειμένου να εξασφαλιστεί αναλογική πρόσβαση σε χρηματοοικονομικές και άλλες πληροφορίες δυνάμει της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να θεσπιστεί η υποχρέωση των κρατών μελών να ορίσουν τις αρχές οι οποίες θα διαθέτουν εξουσιοδότηση πρόσβασης στα κεντρικά μητρώα τραπεζικών λογαριασμών και οι οποίες θα έχουν τη δυνατότητα υποβολής αιτημάτων για πληροφορίες από τις ΜΧΠ, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. Κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη, θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη φύση, την οργανωτική δομή, τα καθήκοντα και τα προνόμια των εν λόγω αρχών και οργανισμών, όπως καθορίζονται από την εθνική τους νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένων των υφιστάμενων μηχανισμών για την προστασία των χρηματοπιστωτικών συστημάτων από τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

(10)

Οι υπηρεσίες ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων θα πρέπει να ορίζονται μεταξύ των αρμοδίων αρχών και να έχουν άμεση πρόσβαση στις πληροφορίες που τηρούνται σε κεντρικά μητρώα τραπεζικών λογαριασμών στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τους για την πρόληψη, ανίχνευση ή διερεύνηση συγκεκριμένου σοβαρού ποινικού αδικήματος ή για την υποστήριξη συγκεκριμένης ποινικής έρευνας, συμπεριλαμβανομένων της ανίχνευσης, του εντοπισμού και της δήμευσης περιουσιακών στοιχείων.

(11)

Στον βαθμό που οι φορολογικές αρχές και οι υπηρεσίες καταπολέμησης της διαφθοράς είναι αρμόδιες για την πρόληψη, την ανίχνευση, τη διερεύνηση ή τη δίωξη ποινικών αδικημάτων δυνάμει του εθνικού δικαίου, θα πρέπει επίσης να θεωρούνται αρχές που μπορούν να οριστούν για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. Οι διοικητικές έρευνες, εκτός εκείνων που διεξάγονται από τις ΜΧΠ στο πλαίσιο της πρόληψης, της ανίχνευσης και της αποτελεσματικής καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, δεν θα πρέπει να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

(12)

Οι δράστες ποινικών αδικημάτων, και ειδικότερα οι εγκληματικές ομάδες και οι τρομοκράτες, συχνά δραστηριοποιούνται μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών, και τα περιουσιακά τους στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζικών λογαριασμών, βρίσκονται σε πολλές περιπτώσεις σε άλλα κράτη μέλη. Δεδομένης της διασυνοριακής διάστασης των σοβαρών εγκλημάτων, συμπεριλαμβανομένης της τρομοκρατίας, και των σχετικών χρηματοοικονομικών τους δραστηριοτήτων, συμβαίνει συχνά οι αρμόδιες αρχές που διεξάγουν ποινικές έρευνες σε ένα κράτος μέλος, να χρειάζονται πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τραπεζικούς λογαριασμούς που τηρούνται σε άλλα κράτη μέλη.

(13)

Σύμφωνα με την απόφαση-πλαίσιο 2006/960/ΔΕΥ του Συμβουλίου (4), την οδηγία 2014/41/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) και τους εφαρμοστέους κανόνες για την προστασία των δεδομένων, οι αρμόδιες αρχές που λαμβάνουν πληροφορίες από τα εθνικά κεντρικά μητρώα τραπεζικών λογαριασμών μπορούν να τις ανταλλάσσουν με αρμόδιες αρχές ευρισκόμενες σε άλλο κράτος μέλος.

(14)

Η οδηγία (ΕΕ) 2015/849 ενίσχυσε σημαντικά το ενωσιακό νομικό πλαίσιο που διέπει τις δραστηριότητες και τη συνεργασία των ΜΧΠ παρέχοντας, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα θέσπισης μηχανισμού συντονισμού και υποστήριξης τον οποίο θα αξιολογεί η Επιτροπή. Στις εξουσίες των μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών —το καθεστώς των οποίων ποικίλλει στα κράτη μέλη, με αποτέλεσμα να είναι ενδεχομένως διοικητικοί φορείς, φορείς επιβολής του νόμου ή υβριδικοί φορείς— περιλαμβάνεται το δικαίωμα πρόσβασης σε χρηματοοικονομικές, διοικητικές πληροφορίες και πληροφορίες σχετικές με την επιβολή του νόμου τις οποίες οι μονάδες χρειάζονται για την πρόληψη, ανίχνευση και καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των συναφών βασικών αδικημάτων και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Ωστόσο, στο ενωσιακό δίκαιο δεν προβλέπονται όλα τα ειδικά μέσα και οι ειδικοί μηχανισμοί που θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους οι μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών για την πρόσβασή τους στις εν λόγω πληροφορίες και για την άσκηση των καθηκόντων τους. Καθώς τα κράτη μέλη διατηρούν την αποκλειστική αρμοδιότητα για τη συγκρότηση των ΜΧΠ και για τη λήψη απόφασης όσον αφορά την οργάνωσή τους, οι διάφορες ΜΧΠ διαθέτουν διαφορετικούς βαθμούς πρόσβασης σε βάσεις δεδομένων, με αποτέλεσμα η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου ή των υπηρεσιών δίωξης και των ΜΧΠ να είναι ανεπαρκής.

(15)

Για τη βελτίωση της ασφάλειας δικαίου και της επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας, στην παρούσα οδηγία θα πρέπει να προβλεφθούν κανόνες με σκοπό την ενίσχυση της ικανότητας των ΜΧΠ να ανταλλάσσουν χρηματοοικονομικές πληροφορίες και αναλύσεις με τις ορισθείσες αρμόδιες αρχές στο κράτος μέλος τους για όλα τα σοβαρά ποινικά αδικήματα. Πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει να απαιτείται από τις ΜΧΠ να συνεργάζονται με τις ορισθείσες αρμόδιες αρχές των κρατών μελών τους και να είναι σε θέση να απαντούν σε εύλογο χρόνο σε αιτιολογημένα αιτήματα παροχής χρηματοοικονομικών πληροφοριών ή χρηματοοικονομικής ανάλυσης τα οποία υποβάλλονται στα αντίστοιχα κράτη μέλη τους από τις εν λόγω αρμόδιες αρχές του κράτους, όταν οι εν λόγω χρηματοοικονομικές πληροφορίες ή η εν λόγω χρηματοοικονομική ανάλυση είναι αναγκαίες, βάσει κατά περίπτωση εξέτασης, και τα αιτήματα αυτά έχουν ως αφορμή ανησυχίες σχετικά με την πρόληψη, την ανίχνευση, τη διερεύνηση ή τη δίωξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 32 παράγραφος 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849. Η υποχρέωση αυτή δεν θα πρέπει να εμποδίζει την αυτονομία που διαθέτουν οι ΜΧΠ στο πλαίσιο της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849. Ειδικότερα, σε περιπτώσεις όπου οι πληροφορίες προέρχονται από ΜΧΠ άλλου κράτους μέλους, οι περιορισμοί και οι προϋποθέσεις που επιβάλλονται από την εν λόγω ΜΧΠ για τη χρήση των εν λόγω πληροφοριών πρέπει να τηρούνται. Ενόψει οιασδήποτε χρήσης για σκοπούς πέραν αυτών για τους οποίους εγκρίθηκαν αρχικά, θα πρέπει να λαμβάνεται προηγουμένως η συγκατάθεση της εν λόγω ΜΧΠ. Κάθε άρνηση απάντησης εκ μέρους μιας ΜΧΠ σε αίτημα για πληροφορίες ή ανάλυση θα πρέπει να αιτιολογείται δεόντως. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να επηρεάζει την επιχειρησιακή ανεξαρτησία και αυτονομία των ΜΧΠ, όπως ορίζει η οδηγία (ΕΕ) 2015/849, συμπεριλαμβανομένης της αυτονομίας των ΜΧΠ όσον αφορά τη διάδοση πληροφοριών, χωρίς να τους ζητηθεί και με δική τους πρωτοβουλία, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.

(16)

Στην παρούσα οδηγία θα πρέπει επίσης να προβλεφθεί ένα σαφώς προσδιορισμένο νομικό πλαίσιο ώστε να δοθεί η δυνατότητα στις ΜΧΠ να ζητούν σχετικές πληροφορίες τις οποίες αποθηκεύουν οι ορισθείσες αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους τους ώστε να διευκολυνθεί το έργο τους όσον αφορά την αποτελεσματική πρόληψη, ανίχνευση και καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των συναφών βασικών αδικημάτων και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

(17)

Οι ΜΧΠ θα πρέπει να επιδιώκουν την άμεση ανταλλαγή χρηματοοικονομικών πληροφοριών ή χρηματοοικονομικής ανάλυσης σε εξαιρετικές και επείγουσες περιπτώσεις, εφόσον οι εν λόγω πληροφορίες ή αναλύσεις είναι σχετικές με την τρομοκρατία ή το οργανωμένο έγκλημα που συνδέεται με την τρομοκρατία.

(18)

Η ανταλλαγή αυτή δεν θα πρέπει να παρεμποδίζει τον ενεργό ρόλο, στο πλαίσιο της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, των ΜΧΠ όσον αφορά την κοινοποίηση των αναλύσεών τους σε άλλες ΜΧΠ, όταν από τις αναλύσεις αυτές αποκαλύπτονται γεγονότα, συμπεριφορές ή υπόνοιες νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που παρουσιάζουν άμεσο ενδιαφέρον για τις εν λόγω άλλες ΜΧΠ. Η χρηματοοικονομική ανάλυση καλύπτει, αφενός, την επιχειρησιακή ανάλυση, η οποία εστιάζεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και ειδικούς στόχους ή σε κατάλληλα επιλεγμένες πληροφορίες, ανάλογα με το είδος και τον όγκο των κοινοποιηθεισών πληροφοριών και την αναμενόμενη χρήση τους μετά την κοινοποίηση, και αφετέρου τη στρατηγική ανάλυση των τάσεων και των συνήθων πρακτικών της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Ωστόσο, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει την οργανωτική δομή και τον ρόλο που ανατίθεται στις μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών δυνάμει του εθνικού δικαίου των κρατών μελών.

(19)

Λόγω του ευαίσθητου χαρακτήρα των χρηματοοικονομικών δεδομένων που θα πρέπει να αναλύουν οι ΜΧΠ και των απαραίτητων εγγυήσεων για την προστασία των δεδομένων, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να ορίζει ρητά το είδος και το εύρος των πληροφοριών που μπορούν να ανταλλάσσονται μεταξύ των ΜΧΠ και μεταξύ αυτών και των αρμόδιων αρχών και μεταξύ των αρμοδίων αρχών των διαφόρων κρατών μελών. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να αλλάζει τις μεθόδους συλλογής δεδομένων που έχουν συμφωνηθεί. Ωστόσο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αποφασίζουν να διευρύνουν το πεδίο των χρηματοοικονομικών πληροφοριών και των πληροφοριών τραπεζικών λογαριασμών που μπορούν να ανταλλάσσονται μεταξύ των ΜΧΠ και των ορισθεισών αρμόδιων αρχών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να διευκολύνουν την πρόσβαση των αρμόδιων αυτών αρχών σε χρηματοοικονομικές πληροφορίες και πληροφορίες τραπεζικών λογαριασμών για την πρόληψη, την ανίχνευση, τη διερεύνηση ή τη δίωξη ποινικών αδικημάτων πλην σοβαρών ποινικών αδικημάτων. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να παρεκκλίνει από τους ισχύοντες κανόνες για την προστασία των δεδομένων.

(20)

Βάσει των συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων και καθηκόντων του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου («Ευρωπόλ») που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/794 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), όπως προβλέπονται στον εν λόγω κανονισμό, η Ευρωπόλ παρέχει στήριξη σε διασυνοριακές έρευνες κρατών μελών που αφορούν δραστηριότητες τις οποίες ασκούν διεθνικές εγκληματικές οργανώσεις για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Στο πλαίσιο αυτό, η Ευρωπόλ θα πρέπει να κοινοποιεί στα κράτη μέλη τυχόν πληροφορίες και συνδέσεις μεταξύ ποινικών αδικημάτων που αφορούν τα εν λόγω κράτη μέλη. Σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό, οι εθνικές μονάδες της Ευρωπόλ αποτελούν τις υπηρεσίες-συνδέσμους μεταξύ της Ευρωπόλ και των αρχών των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για τη διερεύνηση ποινικών αδικημάτων. Προκειμένου να παρέχονται στην Ευρωπόλ οι πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των καθηκόντων της, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέψουν ότι οι οικείες μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών θα έχουν το δικαίωμα να απαντούν στα αιτήματα για χρηματοοικονομικές πληροφορίες και χρηματοοικονομική ανάλυση, τα οποία υποβάλλει η Ευρωπόλ μέσω της αντίστοιχης εθνικής μονάδας Ευρωπόλ του συγκεκριμένου κράτους μέλους ή με απευθείας επαφές, κατά περίπτωση. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να προβλέπουν ότι η οικεία εθνική μονάδα Ευρωπόλ και, κατά περίπτωση, οι ορισθείσες αρμόδιες εθνικές αρχές τους, θα έχουν επίσης το δικαίωμα να απαντούν στα αιτήματα της Ευρωπόλ για πληροφορίες σχετικά με τραπεζικούς λογαριασμούς. Τα αιτήματα της Ευρωπόλ πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένα. Πρέπει να υποβάλλονται για κάθε περίπτωση ξεχωριστά, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της Ευρωπόλ και με σκοπό την εκτέλεση των καθηκόντων της. Δεν θα πρέπει να τίθεται σε κίνδυνο η επιχειρησιακή ανεξαρτησία και αυτονομία των μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών, και η απόφαση για παροχή των απαιτούμενων πληροφοριών ή αναλύσεων θα πρέπει να εναπόκειται στις ΜΧΠ. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η ταχεία και αποτελεσματική συνεργασία, οι ΜΧΠ θα πρέπει να απαντούν σε εύλογο χρόνο στα αιτήματα της Ευρωπόλ. Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/794, η Ευρωπόλ θα πρέπει να συνεχίσει την τρέχουσα πρακτική παροχής ανατροφοδότησης στα κράτη μέλη σχετικά με τη χρήση των πληροφοριών ή της ανάλυσης που παρέχονται βάσει της παρούσας οδηγίας.

(21)

Στην παρούσα οδηγία θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 43 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου (7), οι Ευρωπαίοι εντεταλμένοι εισαγγελείς της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας εξουσιοδοτούνται να λαμβάνουν κάθε σχετική πληροφορία η οποία βρίσκεται αποθηκευμένη σε εθνικές βάσεις δεδομένων που περιέχουν στοιχεία για ποινικές έρευνες και για την επιβολή του νόμου, καθώς επίσης και σε άλλα συναφή μητρώα δημόσιων αρχών, συμπεριλαμβανομένων κεντρικών μητρώων τραπεζικών λογαριασμών και συστημάτων ανάκτησης δεδομένων, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με εκείνες που ισχύουν βάσει του εθνικού δικαίου σε αντίστοιχες υποθέσεις.

(22)

Προκειμένου να ενισχυθεί η συνεργασία μεταξύ ΜΧΠ, η Επιτροπή θα πρέπει να προβεί, στο εγγύς μέλλον, σε εκτίμηση επιπτώσεων ώστε να αξιολογήσει τη δυνατότητα και τη σκοπιμότητα να συσταθεί μηχανισμός συντονισμού και στήριξης, όπως μια ενωσιακή ΜΧΠ.

(23)

Για την επίτευξη κατάλληλης ισορροπίας μεταξύ αποδοτικότητας και υψηλού επιπέδου προστασίας των δεδομένων, θα πρέπει να θεσπιστεί η υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν ότι η επεξεργασία ευαίσθητων χρηματοοικονομικών πληροφοριών από την οποία μπορούν να αποκαλυφθούν ευαίσθητα δεδομένα για τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, ή δεδομένα για την υγεία ενός προσώπου, τη σεξουαλική ζωή ή το γενετήσιο προσανατολισμό θα πρέπει να επιτρέπεται μόνον από πρόσωπα τα οποία έχουν εξουσιοδοτηθεί ειδικά για τον σκοπό αυτό και σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν για την προστασία των δεδομένων.

(24)

Η παρούσα οδηγία σέβεται θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από το άρθρο 6 ΣΕΕ και τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ειδικότερα το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, την απαγόρευση διακρίσεων, την ελευθερία του επιχειρείν, το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής και δικαίας δίκης, το τεκμήριο αθωότητας και τα δικαιώματα υπεράσπισης και τις αρχές της νομιμότητας και της αναλογικότητας αξιοποίνων πράξεων και ποινών, και τα θεμελιώδη δικαιώματα και αρχές που προβλέπονται από το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συμφωνίες στις οποίες είναι συμβαλλόμενα μέρη η Ένωση ή όλα τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, καθώς και από τα συντάγματα των κρατών μελών, αναλόγως του εκάστοτε πεδίου εφαρμογής.

(25)

Είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα βάσει της παρούσας οδηγίας πραγματοποιείται με πλήρη σεβασμό του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Οποιαδήποτε επεξεργασία τέτοιου είδους διέπεται από τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 (8) και την οδηγία (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), στο αντίστοιχο πεδίο εφαρμογής τους. Όσον αφορά την πρόσβαση των υπηρεσιών ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων σε κεντρικά μητρώα τραπεζικών λογαριασμών και συστήματα ανάκτησης δεδομένων, εφαρμόζεται η οδηγία (ΕΕ) 2016/680 και δεν εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 2 της απόφασης 2007/845/ΔΕΥ του Συμβουλίου (10). Όσον αφορά την Ευρωπόλ, εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/794. Στην παρούσα οδηγία θα πρέπει να προβλέπονται ειδικές και πρόσθετες εγγυήσεις και προϋποθέσεις για την εξασφάλιση της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, σε σχέση με μηχανισμούς για τη διασφάλιση της επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων και αρχεία αιτημάτων παροχής πληροφοριών.

(26)

Η επεξεργασία οποιωνδήποτε δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που λαμβάνονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας σύμφωνα με τους συναφείς κανόνες που ισχύουν για την προστασία των δεδομένων θα πρέπει να πραγματοποιείται μόνον από τις αρμόδιες αρχές όταν είναι αναγκαία και αναλογική για τους σκοπούς της πρόληψης, της ανίχνευσης, της διερεύνησης ή της δίωξης σοβαρού εγκλήματος.

(27)

Επιπλέον, προκειμένου να διασφαλιστεί ο σεβασμός του δικαιώματος στην προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και να περιοριστεί ο αντίκτυπος της πρόσβασης στις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στα κεντρικά μητρώα τραπεζικών λογαριασμών και στα συστήματα ανάκτησης δεδομένων, είναι αναγκαία η θέσπιση όρων που περιορίζουν την πρόσβαση. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν την εφαρμογή κατάλληλων πολιτικών και μέτρων προστασίας των δεδομένων σε σχέση με την πρόσβαση αρμόδιων αρχών σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. Μόνο εξουσιοδοτημένο προσωπικό θα πρέπει να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες που περιλαμβάνουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα οι οποίες μπορούν να ληφθούν από τα κεντρικά μητρώα τραπεζικών λογαριασμών ή μέσω διαδικασιών επαλήθευσης ταυτότητας. Το προσωπικό στο οποίο χορηγείται πρόσβαση στα ευαίσθητα αυτά δεδομένα θα πρέπει να λαμβάνει κατάρτιση σε πρακτικές ασφάλειας όσον αφορά την ανταλλαγή και τον χειρισμό των δεδομένων.

(28)

Η διαβίβαση χρηματοοικονομικών δεδομένων σε τρίτες χώρες και διεθνείς εταίρους, για τους σκοπούς που ορίζονται στην παρούσα οδηγία θα πρέπει να επιτρέπεται μόνον υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο κεφάλαιο V του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 ή της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680.

(29)

Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας τρία έτη μετά την ημερομηνία μεταφοράς της στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών, και εν συνεχεία ανά τριετία. Σύμφωνα με τη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (11), η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να διενεργήσει αξιολόγηση της παρούσας οδηγίας με βάση τις πληροφορίες που συλλέγονται μέσω ειδικών ρυθμίσεων παρακολούθησης προκειμένου να αξιολογήσει τα πραγματικά αποτελέσματα της οδηγίας και την ενδεχόμενη ανάγκη για ανάληψη περαιτέρω δράσης.

(30)

Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να διασφαλιστεί η θέσπιση κανόνων οι οποίοι παρέχουν στους πολίτες της Ένωσης υψηλότερο επίπεδο ασφάλειας μέσω της πρόληψης και της καταπολέμησης της εγκληματικότητας, δυνάμει του άρθρου 67 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Λόγω του διεθνικού χαρακτήρα τους, τρομοκρατικές και εγκληματικές απειλές έχουν αντίκτυπο στην Ένωση συνολικά και απαιτείται να αντιμετωπιστούν σε ενωσιακό επίπεδο. Οι εγκληματίες είναι δυνατό να εκμεταλλεύονται και επωφελούνται από την ανεπαρκή χρήση των πληροφοριών τραπεζικών λογαριασμών και των χρηματοοικονομικών πληροφοριών σε ένα κράτος μέλος, κάτι το οποίο μπορεί να έχει συνέπειες σε άλλο κράτος μέλος.

(31)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η βελτιωμένη πρόσβαση στην πληροφόρηση των ΜΧΠ και των δημοσίων αρχών πρόληψης, διερεύνησης και δίωξης σοβαρών εγκλημάτων, η επαύξηση της ικανότητας τους να διεξάγουν χρηματοοικονομικές έρευνες και η βελτίωση της μεταξύ τους συνεργασίας δεν μπορούν να επιτευχθούν ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως λόγω της κλίμακας ή των επιπτώσεων της δράσης να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 ΣΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(32)

Προκειμένου να διασφαλιστούν ενιαίοι όροι για την εφαρμογή της παρούσης οδηγίας σχετικά με την εξουσιοδότηση των κρατών μελών για προσωρινή εφαρμογή ή σύναψη συμφωνιών με τρίτες χώρες που είναι συμβαλλόμενα μέρη του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, για θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κεφαλαίου ΙΙ της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες. Οι αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12).

(33)

Η απόφαση 2000/642/ΔΕΥ του Συμβουλίου θα πρέπει να καταργηθεί δεδομένου ότι το αντικείμενό της ρυθμίζεται από άλλες ενωσιακές πράξεις και δεν είναι πλέον αναγκαία.

(34)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, τα εν λόγω κράτη γνωστοποίησαν την επιθυμία τους να συμμετάσχουν στη θέσπιση και την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

(35)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 22 σχετικά με τη θέση της Δανίας, το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, η Δανία δεν συμμετέχει στη θέσπιση της παρούσας οδηγίας και δεν δεσμεύεται από αυτή ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της.

(36)

Ζητήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13), η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, ο οποίος και γνωμοδότησε στις 10 Σεπτεμβρίου 2018,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

1.   Στην παρούσα οδηγία ορίζονται μέτρα για τη διευκόλυνση της πρόσβασης σε χρηματοοικονομικές πληροφορίες και πληροφορίες τραπεζικών λογαριασμών, καθώς και της χρήσης τους, από τις αρμόδιες αρχές για την πρόληψη, την ανίχνευση, τη διερεύνηση ή τη δίωξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων. Προβλέπει επίσης μέτρα για τη διευκόλυνση της πρόσβασης των μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών σε πληροφορίες σχετικές με την επιβολή του νόμου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των συναφών βασικών αδικημάτων και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και για τη διευκόλυνση της συνεργασίας μεταξύ των ΜΧΠ.

2.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη:

α)

της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 και των σχετικών διατάξεων του εθνικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένου του οργανωτικού καθεστώτος των ΜΧΠ βάσει του εθνικού δικαίου καθώς και της επιχειρησιακής τους ανεξαρτησίας και αυτονομίας·

β)

των διαύλων για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών ή των εξουσιών τους να λαμβάνουν πληροφορίες από υπόχρεες οντότητες δυνάμει του ενωσιακού δικαίου ή του εθνικού δικαίου των κρατών μελών·

γ)

του κανονισμού (ΕΕ) 2016/794·

δ)

των υποχρεώσεων που απορρέουν από πράξεις της Ένωσης για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή ή την αμοιβαία αναγνώριση αποφάσεων σχετικά με ποινικές υποθέσεις και από την απόφαση-πλαίσιο 2006/960/ΔΕΥ.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «κεντρικά μητρώα τραπεζικών λογαριασμών»: αυτοματοποιημένοι κεντρικοί μηχανισμοί, όπως κεντρικά μητρώα ή κεντρικά συστήματα ηλεκτρονικής ανάκτησης δεδομένων, που δημιουργούνται σύμφωνα με το άρθρο 32α παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849·

2)   «υπηρεσίες ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων»: οι εθνικές υπηρεσίες που ορίζουν τα επιμέρους κράτη μέλη δυνάμει της απόφασης 2007/845/ΔΕΥ·

3)   «μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών (“ΜΧΠ”)»: ο φορέας που συγκροτείται σε κάθε κράτος μέλος για τους σκοπούς του άρθρου 32 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849·

4)   «υπόχρεες οντότητες»: οι οντότητες που ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849·

5)   «χρηματοοικονομικές πληροφορίες»: κάθε είδος πληροφοριών ή δεδομένων, όπως δεδομένα σχετικά με χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, κινήσεις κεφαλαίων ή χρηματοοικονομικές επιχειρηματικές σχέσεις, που τηρούνται ήδη από ΜΧΠ για την πρόληψη, την ανίχνευση και την αποτελεσματική καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·

6)   «πληροφορίες σχετικές με την επιβολή του νόμου»:

i)

κάθε είδος πληροφοριών ή δεδομένων που τηρούν ήδη οι αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο της πρόληψης, ανίχνευσης, διερεύνησης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων,

ii)

κάθε είδους πληροφορίες ή δεδομένα που κατέχουν δημόσιες αρχές ή ιδιωτικές οντότητες στο πλαίσιο της πρόληψης, διερεύνησης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων και μπορούν να τεθούν στη διάθεση των αρμόδιων αρχών χωρίς να ληφθούν καταναγκαστικά μέτρα βάσει του εθνικού δικαίου·

οι εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων ποινικά μητρώα, πληροφορίες σχετικά με έρευνες, πληροφορίες σχετικά με τη δέσμευση ή κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων ή άλλα ερευνητικά ή προσωρινά μέτρα, και πληροφορίες σχετικά με καταδίκες και δημεύσεις·

7)   «πληροφορίες τραπεζικών λογαριασμών»: οι ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τραπεζικούς λογαριασμούς και λογαριασμούς πληρωμών και θυρίδες ασφαλείας που περιλαμβάνονται στα κεντρικά μητρώα τραπεζικών λογαριασμών:

i)

για τον κάτοχο λογαριασμού-πελάτη και για κάθε πρόσωπο το οποίο ισχυρίζεται ότι ενεργεί για λογαριασμό του πελάτη: το ονοματεπώνυμο, συνοδευόμενο είτε από τα άλλα στοιχεία αναγνώρισης που απαιτούνται σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο του άρθρου 13 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 για την εξακρίβωση και επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη, είτε από έναν μοναδικό αναγνωριστικό αριθμό·

ii)

για τον πραγματικό δικαιούχο του κατόχου λογαριασμού-πελάτη: το ονοματεπώνυμο, συνοδευόμενο είτε από τα άλλα στοιχεία αναγνώρισης που απαιτούνται σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις που μεταφέρουν στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 για την εξακρίβωση και επαλήθευση της ταυτότητας του πραγματικού δικαιούχου, είτε από έναν μοναδικό αναγνωριστικό αριθμό·

iii)

για τον τραπεζικό λογαριασμό ή τον λογαριασμό πληρωμών: τον αριθμό IBAN και την ημερομηνία ανοίγματος και κλεισίματος του λογαριασμού·

iv)

για τη θυρίδα θησαυροφυλακίου: το ονοματεπώνυμο του μισθωτή, συνοδευόμενο από τα άλλα στοιχεία αναγνώρισης που απαιτούνται σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις που μεταφέρουν στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 13 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 για την εξακρίβωση και επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη και του πραγματικού δικαιούχου, ή από έναν μοναδικό αναγνωριστικό αριθμό και τη διάρκεια της περιόδου μίσθωσης.

8)   «νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες»: η δραστηριότητα που ορίζεται στο άρθρο 3 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1673 του Ευρωπαικού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14)·

9)   «συναφή βασικά αδικήματα»: τα αδικήματα που καθορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 1) της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1673·

10)   «χρηματοδότηση της τρομοκρατίας»: η δραστηριότητα που ορίζεται στο άρθρο 11 της οδηγίας (ΕΕ) 2017/541 του Ευρωπαικού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15)·

11)   «χρηματοοικονομική ανάλυση»: τα αποτελέσματα της επιχειρησιακής και στρατηγικής ανάλυσης που έχει ήδη διεξαχθεί από τις ΜΧΠ για την εκτέλεση των καθηκόντων τους σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849·

12)   «σοβαρά ποινικά αδικήματα»: οι μορφές εγκλήματος που παρατίθενται στο παράρτημα I του κανονισμού (EE) 2016/794.

Άρθρο 3

Ορισμός των αρμόδιων αρχών

1.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει μεταξύ των οικείων αρχών που είναι αρμόδιες για την πρόληψη, την ανίχνευση, τη διερεύνηση και τη δίωξη ποινικών αδικημάτων τις αρμόδιες αρχές που εξουσιοδοτούνται να έχουν πρόσβαση και να πραγματοποιούν αναζητήσεις στο οικείο κεντρικό μητρώο τραπεζικών λογαριασμών. Οι εν λόγω αρμόδιες αρχές περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις υπηρεσίες ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων.

2.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει μεταξύ των οικείων αρχών που είναι αρμόδιες για την πρόληψη, την ανίχνευση, τη διερεύνηση και τη δίωξη ποινικών αδικημάτων τις αρμόδιες αρχές που δύνανται να ζητούν και να λαμβάνουν χρηματοοικονομικές πληροφορίες ή χρηματοοικονομική ανάλυση από τη ΜΧΠ.

3.   Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή τις ορισθείσες αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 έως τις 2 Δεκεμβρίου 2021 και κοινοποιεί στην Επιτροπή τυχόν σχετική τροποποίηση. Η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις κοινοποιήσεις και τυχόν τροποποιήσεις σε αυτές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΤΩΝ ΑΡΜΟΔΙΩΝ ΑΡΧΩΝ ΣΕ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ

Άρθρο 4

Πρόσβαση των αρμόδιων αρχών σε πληροφορίες τραπεζικών λογαριασμών και δυνατότητα αναζήτησης τέτοιου είδους πληροφοριών

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές που ορίζονται δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 1 εξουσιοδοτούνται να έχουν πρόσβαση και να πραγματοποιούν αναζήτηση, άμεσα και απευθείας, σε πληροφορίες τραπεζικών λογαριασμών, όταν αυτό απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων τους όσον αφορά την πρόληψη, την ανίχνευση, τη διερεύνηση ή τη δίωξη σοβαρού ποινικού αδικήματος ή την υποστήριξη ποινικής έρευνας που αφορά σοβαρό ποινικό αδίκημα, συμπεριλαμβανομένων της ανίχνευσης, του εντοπισμού και της δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων που συνδέονται με τέτοια έρευνα. Θεωρείται επίσης ότι η πρόσβαση και η αναζήτηση πραγματοποιούνται άμεσα και απευθείας όταν οι εθνικές αρχές που διαχειρίζονται τα κεντρικά μητρώα τραπεζικών λογαριασμών διαβιβάζουν ταχέως, μέσω αυτοματοποιημένου μηχανισμού, τις πληροφορίες των τραπεζικών λογαριασμών στις αρμόδιες αρχές, υπό την προϋπόθεση ότι δεν μπορεί να παρέμβει ενδιάμεσος φορέας στα ζητούμενα δεδομένα ή στις πληροφορίες που πρέπει να παρασχεθούν.

2.   Οι πρόσθετες πληροφορίες τις οποίες τα κράτη μέλη θεωρούν απαραίτητες και θέτουν στα κεντρικά μητρώα τραπεζικών λογαριασμών δυνάμει του άρθρου 32α παράγραφος 4 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 δεν είναι προσβάσιμες και αναζητήσιμες από τις αρμόδιες αρχές κατά την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 5

Προϋποθέσεις όσον αφορά την πρόσβαση και την αναζήτηση από τις αρμόδιες αρχές

1.   Η πρόσβαση σε πληροφορίες τραπεζικών λογαριασμών και η αναζήτηση τέτοιων πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 4 διενεργείται μόνο από τα πρόσωπα κάθε αρμόδιας αρχής τα οποία έχουν οριστεί και εξουσιοδοτηθεί ειδικά για την εκτέλεση των εν λόγω καθηκόντων και βάσει κατά περίπτωση εξέτασης.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το προσωπικό των ορισθεισών εθνικών αρμοδίων αρχών διατηρεί υψηλά επαγγελματικά πρότυπα σε ζητήματα εμπιστευτικότητας και προστασίας των δεδομένων, διακρίνεται για την ακεραιότητά του και διαθέτει τα απαιτούμενα προσόντα.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η πρόσβαση και αναζήτηση πληροφοριών τραπεζικού λογαριασμού από τις αρμόδιες αρχές κατά το άρθρο 4 υποστηρίζονται από τεχνικά και οργανωτικά μέτρα που εγγυώνται την ασφάλεια των δεδομένων βάσει υψηλών τεχνολογικών προτύπων.

Άρθρο 6

Παρακολούθηση της πρόσβασης και της αναζήτησης από τις αρμόδιες αρχές

1.   Τα κράτη μέλη φροντίζουν οι αρχές που διαχειρίζονται τα κεντρικά μητρώα τραπεζικών λογαριασμών να διασφαλίζουν την τήρηση αρχείων καταχωρίσεων κάθε πρόσβασης των ορισθεισών αρμόδιων αρχών σε πληροφορίες τραπεζικών λογαριασμών. Οι καταχωρίσεις περιλαμβάνουν, ειδικότερα, τα ακόλουθα:

α)

τα στοιχεία του εθνικού φακέλου·

β)

την ημερομηνία και ώρα του ερωτήματος ή της αναζήτησης·

γ)

το είδος των δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν για την υποβολή του ερωτήματος ή την πραγματοποίηση της αναζήτησης·

δ)

τους μοναδικούς κωδικούς αναγνώρισης των αποτελεσμάτων·

ε)

το όνομα της ορισθείσας αρχής που συμβουλεύτηκε το μητρώο·

στ)

τον μοναδικό κωδικό αναγνώρισης χρήστη του υπαλλήλου που πραγματοποίησε το ερώτημα ή την αναζήτηση και, κατά περίπτωση, του υπαλλήλου που έδωσε τη σχετική προς τούτο εντολή, και, στο μέτρο του δυνατού, τον μοναδικό κωδικό αναγνώρισης χρήστη του παραλήπτη των αποτελεσμάτων του ερωτήματος ή της αναζήτησης.

2.   Τα αρχεία καταχωρίσεων ελέγχονται τακτικά από τους υπεύθυνους προστασίας δεδομένων των κεντρικών μητρώων τραπεζικών λογαριασμών. Οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν τα αρχεία καταχωρίσεων, κατόπιν αιτήματος, στην αρμόδια εποπτική αρχή που έχει θεσπιστεί σύμφωνα με το άρθρο 41 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680.

3.   Οι καταχωρίσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 χρησιμοποιούνται μόνο για τον έλεγχο της προστασίας των δεδομένων, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου του παραδεκτού ενός αιτήματος και της νομιμότητας της επεξεργασίας δεδομένων, καθώς και για τη διασφάλιση της ασφάλειας των δεδομένων. Προστατεύονται με κατάλληλα μέτρα έναντι της μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης και διαγράφονται πέντε έτη μετά τη δημιουργία τους, εκτός εάν είναι απαραίτητες για διαδικασίες ελέγχου που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές που διαχειρίζονται τα κεντρικά μητρώα τραπεζικών λογαριασμών λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα ώστε οι εργαζόμενοι να έχουν επίγνωση των ισχυουσών διατάξεων ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών κανόνων για την προστασία των δεδομένων. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν ειδικά εκπαιδευτικά προγράμματα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΑΡΜΟΔΙΩΝ ΑΡΧΩΝ ΚΑΙ ΜΧΠ, ΚΑΙ ΜΕΤΑΞΥ ΜΧΠ

Άρθρο 7

Αιτήματα παροχής πληροφοριών από τις αρμόδιες αρχές προς τη ΜΧΠ

1.   Με την επιφύλαξη των εθνικών διαδικαστικών εγγυήσεων, κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι η οικεία εθνική ΜΧΠ υποχρεούται να συνεργάζεται με τις ορισθείσες αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 και να είναι σε θέση να απαντά σε εύλογο χρόνο σε αιτιολογημένα αιτήματα παροχής χρηματοοικονομικών πληροφοριών ή χρηματοοικονομικής ανάλυσης τα οποία υποβάλλονται στα αντίστοιχα κράτη μέλη τους από τις ανωτέρω αρχές, όταν οι εν λόγω χρηματοοικονομικές πληροφορίες ή η εν λόγω χρηματοοικονομική ανάλυση είναι αναγκαίες, βάσει κατά περίπτωση εξέτασης, και τα αιτήματα αυτά έχουν ως αφορμή ανησυχίες σχετικά με την πρόληψη, την ανίχνευση, τη διερεύνηση ή τη δίωξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων.

2.   Εάν υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι να υποτεθεί ότι η παροχή αυτών των πληροφοριών θα είχε αρνητική επίπτωση στις διεξαγόμενες έρευνες ή αναλύσεις ή, σε εξαιρετικές περιστάσεις, στην περίπτωση που η γνωστοποίηση των πληροφοριών θα ήταν σαφώς δυσανάλογη προς τα έννομα συμφέροντα ενός φυσικού ή νομικού προσώπου ή άσχετη με τους σκοπούς για τους οποίους ζητήθηκαν, η ΜΧΠ δεν είναι υποχρεωμένη να ανταποκριθεί στο αίτημα παροχής πληροφοριών.

3.   Ενόψει οιασδήποτε χρήσης για σκοπούς πέραν αυτών για τους οποίους εγκρίθηκαν αρχικά, λαμβάνεται προηγουμένως η συγκατάθεση της εν λόγω ΜΧΠ. Κάθε άρνηση απάντησης σε αίτημα που υποβάλλεται δυνάμει της παραγράφου 1 αιτιολογείται δεόντως.

4.   Η απόφαση για τη διαβίβαση των πληροφοριών εναπόκειται στη ΜΧΠ.

5.   Οι χρηματοοικονομικές πληροφορίες και η χρηματοοικονομική ανάλυση που λαμβάνονται από τη μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών μπορούν να υποβάλλονται σε επεξεργασία από τις ορισθείσες αρμόδιες αρχές των κρατών μελών για τους συγκεκριμένους σκοπούς της πρόληψης, της ανίχνευσης, της διερεύνησης ή της δίωξης σοβαρών ποινικών αδικημάτων, επιπλέον των σκοπών για τους οποίους συλλέχθηκαν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680.

Άρθρο 8

Αιτήματα παροχής πληροφοριών από ΜΧΠ σε αρμόδιες αρχές

Με την επιφύλαξη των εθνικών διαδικαστικών εγγυήσεων και πέραν της πρόσβασης των ΜΧΠ σε πληροφορίες, όπως ορίζει το άρθρο 32 παράγραφος 4 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι οι ορισθείσες αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να απαντούν σε εύλογο χρόνο σε αιτήματα παροχής πληροφοριών σχετικών με την επιβολή του νόμου τα οποία υποβάλλονται από την εθνική ΜΧΠ, βάσει κατά περίπτωση εξέτασης, όταν οι πληροφορίες είναι αναγκαίες για την πρόληψη, ανίχνευση και καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των συναφών βασικών αδικημάτων και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

Άρθρο 9

Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ΜΧΠ διαφορετικών κρατών μελών

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι σε εξαιρετικές και επείγουσες περιπτώσεις, οι οικείες ΜΧΠ έχουν το δικαίωμα να ανταλλάσσουν χρηματοοικονομικές πληροφορίες ή χρηματοοικονομική ανάλυση που μπορεί να σχετίζονται με την επεξεργασία ή την ανάλυση πληροφοριών σχετικών με την τρομοκρατία ή το οργανωμένο έγκλημα που συνδέεται με την τρομοκρατία.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και με την επιφύλαξη των επιχειρησιακών περιορισμών τους, οι ΜΧΠ επιδιώκουν να ανταλλάσσουν αμέσως αυτού του είδους τις πληροφορίες.

Άρθρο 10

Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών σε διαφορετικά κράτη μέλη

1.   Με την επιφύλαξη των εθνικών διαδικαστικών εγγυήσεων, κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι οι αρμόδιες αρχές που ορίζονται κατά το άρθρο 3 παράγραφος 2 έχουν τη δυνατότητα να ανταλλάσσουν χρηματοοικονομικές πληροφορίες ή χρηματοοικονομική ανάλυση που παρασχέθηκαν από τη ΜΧΠ του κράτους μέλους τους, μετά από σχετικό αίτημα, και βάσει κατά περίπτωση εξέτασης, με την ορισθείσα αρμόδια αρχή σε άλλο κράτος μέλος, όταν οι εν λόγω χρηματοοικονομικές πληροφορίες ή η χρηματοοικονομική ανάλυση είναι αναγκαίες για την πρόληψη, την ανίχνευση και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των συναφών βασικών αδικημάτων και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι βάσει του παρόντος άρθρου ανταλλασσόμενες χρηματοοικονομικές πληροφορίες ή αναλύσεις, χρησιμοποιούνται από τις ορισθείσες αρμόδιες αρχές τους μόνο για τον σκοπό για τον οποίο ζητήθηκαν ή παρασχέθηκαν.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε διαβίβαση των εν λόγω πληροφοριών ή αναλύσεων που απέκτησε η αρμόδια αρχή από τη ΜΧΠ του κράτους μέλους της σε άλλη αρχή ή υπηρεσία ή σε άλλο τμήμα, ή κάθε χρήση των πληροφοριών αυτών για σκοπούς πέραν των αρχικώς εγκριθέντων, υπόκειται στην προηγούμενη συγκατάθεση της μονάδας χρηματοοικονομικών πληροφοριών που παρέχει τις πληροφορίες.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι αίτημα που διατυπώνεται δυνάμει του παρόντος άρθρου και η απάντησή του διαβιβάζονται με τη χρήση ειδικών για τον σκοπό αυτό ασφαλών ηλεκτρονικών επικοινωνιών που εξασφαλίζει υψηλό επίπεδο ασφάλειας των δεδομένων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΟΛ

Άρθρο 11

Παροχή πληροφοριών τραπεζικών λογαριασμών στην Ευρωπόλ

Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι οι οικείες αρμόδιες αρχές έχουν το δικαίωμα να απαντούν, μέσω της εθνικής μονάδας Ευρωπόλ ή, εφόσον το επιτρέπει αυτό το κράτος μέλος, μέσω απευθείας επαφών με την Ευρωπόλ, σε δεόντως αιτιολογημένα αιτήματα σχετικά με την παροχή πληροφοριών τραπεζικών λογαριασμών από την Ευρωπόλ, βάσει κατά περίπτωση εξέτασης και εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων του και για την εκτέλεση των καθηκόντων του. Εφαρμόζεται το άρθρο 7 παράγραφοι 6 και 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/794.

Άρθρο 12

Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Ευρωπόλ και των ΜΧΠ

1.   Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι η οικεία ΜΧΠ έχει το δικαίωμα να απαντά σε δεόντως αιτιολογημένα αιτήματα που της υποβάλλει η Ευρωπόλ μέσω της εθνικής μονάδας της Ευρωπόλ ή μέσω απευθείας επαφών μεταξύ της μονάδας χρηματοοικονομικών πληροφοριών και της Ευρωπόλ, εφόσον το επιτρέπει αυτό το κράτος μέλος, τα οποία αφορούν χρηματοοικονομικές πληροφορίες και χρηματοοικονομική ανάλυση, κατά περίπτωση και εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της Ευρωπόλ και για την εκτέλεση των καθηκόντων της.

2.   Το άρθρο 32 παράγραφος 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 και το άρθρο 7 παράγραφοι 6 και 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/794 εφαρμόζονται επί των ανταλλαγών που διενεργούνται βάσει του παρόντος άρθρου.

3.   Κάθε περίπτωση μη ανταπόκρισης στο αίτημα επεξηγείται δεόντως από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 13

Λεπτομερείς ρυθμίσεις για την ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η ανταλλαγή πληροφοριών δυνάμει των άρθρων 11 και 12 της παρούσας οδηγίας πραγματοποιείται ηλεκτρονικά σύμφωνα με τον κανονισμό (EE) 2016/794 μέσω:

α)

του SIENA ή του διαδόχου του στη γλώσσα που χρησιμοποιείται στο SIENA, ή

β)

κατά περίπτωση, μέσω του FIU.Net ή του διαδόχου του.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η ανταλλαγή πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 12 διενεργείται σε εύλογο χρόνο και κατ’ αυτή την έννοια αιτήματα πληροφοριών της Ευρωπόλ αντιμετωπίζονται ως εάν να προέρχονταν από άλλη ΜΧΠ.

Άρθρο 14

Απαιτήσεις προστασίας δεδομένων

1.   Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συνδέεται με πληροφορίες τραπεζικών λογαριασμών, χρηματοοικονομικές πληροφορίες και χρηματοοικονομική ανάλυση όπως αναφέρονται στα άρθρα 11 και 12 της παρούσας οδηγίας πραγματοποιείται μόνο από προσωπικό της Ευρωπόλ το οποίο έχει οριστεί και εξουσιοδοτηθεί ειδικά για την εκτέλεση των εν λόγω καθηκόντων και σύμφωνα με το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/794.

2.   Η Ευρωπόλ ενημερώνει τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων, ο οποίος διορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 41 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/794, σχετικά με κάθε ανταλλαγή πληροφοριών δυνάμει των άρθρων 11, 12 και 13 της παρούσας οδηγίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Άρθρο 15

Πεδίο εφαρμογής

Το παρόν κεφάλαιο εφαρμόζεται μόνο σε ορισθείσες αρμόδιες αρχές και μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών κατά την ανταλλαγή πληροφοριών δυνάμει του κεφαλαίου III και σχετικά με τις ανταλλαγές χρηματοοικονομικών πληροφοριών και χρηματοοικονομικής ανάλυσης στις οποίες συμμετέχουν εθνικές μονάδες της Ευρωπόλ δυνάμει του κεφαλαίου IV.

Άρθρο 16

Επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1.   Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την οποία αποκαλύπτονται η φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, οι θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, η συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, δεδομένα που αφορούν την υγεία ή δεδομένα που αφορούν τη σεξουαλική ζωή ή τον γενετήσιο προσανατολισμό ενός φυσικού προσώπου επιτρέπεται μόνο με την επιφύλαξη των κατάλληλων διασφαλίσεων για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων, σύμφωνα με τους σχετικούς ισχύοντες κανόνες περί προστασίας των δεδομένων.

2.   Μόνο πρόσωπα ειδικά εκπαιδευμένα και τα οποία έχουν ειδικά εξουσιοδοτηθεί για τον σκοπό αυτό από τον υπεύθυνο της επεξεργασίας μπορούν να έχουν πρόσβαση και να επεξεργάζονται τα δεδομένα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, υπό την καθοδήγηση του υπευθύνου προστασίας δεδομένων.

Άρθρο 17

Αρχεία αιτημάτων παροχής πληροφοριών

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τηρούνται αρχεία σχετικά με τα αιτήματα παροχής πληροφοριών που διατυπώνονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Τα αρχεία αυτά περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

ονοματεπώνυμο και στοιχεία επικοινωνίας του οργανισμού και του μέλους του προσωπικού που υποβάλλει το αίτημα παροχής πληροφοριών και, στο μέτρο του δυνατού, του παραλήπτη των αποτελεσμάτων του ερωτήματος ή της αναζήτησης·

β)

παραπομπή στην εθνική υπόθεση σχετικά με την οποία υποβάλλεται το αίτημα παροχής πληροφοριών·

γ)

το αντικείμενο των αιτημάτων· και

δ)

ενδεχόμενα μέτρα εκτέλεσης των εν λόγω αιτημάτων.

Τα αρχεία τηρούνται για περίοδο πέντε ετών μετά τη δημιουργία τους και χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τον σκοπό της επαλήθευσης της νομιμότητας της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Κατόπιν αιτήματος, οι σχετικές αρχές καθιστούν όλα τα αρχεία διαθέσιμα στην εθνική εποπτική αρχή.

Άρθρο 18

Περιορισμοί των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων

Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν νομοθετικά μέτρα για τον περιορισμό, εν όλω ή εν μέρει, του δικαιώματος πρόσβασης του υποκειμένου των δεδομένων στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν και τα οποία υπόκεινται σε επεξεργασία δυνάμει της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 ή το άρθρο 15 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680, κατά περίπτωση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 19

Παρακολούθηση

1.   Τα κράτη μέλη επανεξετάζουν την αποτελεσματικότητα των συστημάτων που εφαρμόζουν για την καταπολέμηση των σοβαρών ποινικών αδικημάτων και τηρούν ολοκληρωμένα στατιστικά στοιχεία.

2.   Έως την 1η Φεβρουαρίου 2020, η Επιτροπή θεσπίζει λεπτομερές πρόγραμμα για την παρακολούθηση του παραχθέντος έργου, των αποτελεσμάτων και των επιπτώσεων της παρούσας οδηγίας.

Το εν λόγω πρόγραμμα παρακολούθησης ορίζει τα μέσα συλλογής των δεδομένων και των λοιπών απαραίτητων στοιχείων, καθώς και τα χρονικά διαστήματα ανά τα οποία θα γίνεται η συλλογή τους. Ορίζει συγκεκριμένα τη δράση την οποία θα αναλάβουν η Επιτροπή και τα κράτη μέλη ως προς τη συλλογή και την ανάλυση των δεδομένων και των λοιπών στοιχείων.

Τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή τα δεδομένα και τα λοιπά στοιχεία που είναι απαραίτητα για την παρακολούθηση.

3.   Σε κάθε περίπτωση, τα στατιστικά στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τον αριθμό των αναζητήσεων που πραγματοποιούν οι ορισθείσες αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 4·

β)

δεδομένα μέτρησης του όγκου των αιτημάτων που διατυπώνονται από κάθε αρχή δυνάμει της παρούσας οδηγίας, τη συνέχεια που δίδεται στα αιτήματα αυτά, τον αριθμό των υποθέσεων που διερευνώνται, τον αριθμό των προσώπων κατά των οποίων ασκείται δίωξη και τον αριθμό των προσώπων που καταδικάζονται για σοβαρά ποινικά αδικήματα, εφόσον οι πληροφορίες αυτές είναι διαθέσιμες·

γ)

δεδομένα μέτρησης του χρόνου που χρειάζεται μια αρχή από την παραλαβή ενός αιτήματος έως την απάντησή της·

δ)

εφόσον υπάρχουν, δεδομένα μέτρησης του κόστους σε ανθρώπινους πόρους και πόρους ΤΠ που χρησιμοποιούνται για εγχώρια και για διασυνοριακά αιτήματα τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

4.   Τα κράτη μέλη οργανώνουν την παραγωγή και τη συγκέντρωση των στατιστικών στοιχείων και διαβιβάζουν τα στατιστικά στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στην Επιτροπή, σε ετήσια βάση.

Άρθρο 20

Σχέση με άλλες νομοθετικές πράξεις

1.   Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να συνάπτουν μεταξύ τους διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή ρυθμίσεις για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών, εφόσον οι εν λόγω συμφωνίες ή ρυθμίσεις συνάδουν με το δίκαιο της Ένωσης και ειδικά με την παρούσα οδηγία.

2.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη υποχρεώσεων και δεσμεύσεων των κρατών μελών ή της Ένωσης που απορρέουν από υφιστάμενες διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες με τρίτες χώρες.

3.   Με την επιφύλαξη της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών, βάσει του δικαίου της Ένωσης, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή την πρόθεσή τους να αρχίσουν διαπραγματεύσεις και να συνάψουν συμφωνίες μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών που είναι συμβαλλόμενα μέρη του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, για θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κεφαλαίου ΙΙ της παρούσας οδηγίας.

Εάν, εντός δύο μηνών από την παραλαβή της κοινοποίησης της πρόθεσης ενός κράτους μέλους να αρχίσει τις διαπραγματεύσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, η Επιτροπή καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι διαπραγματεύσεις είναι πιθανό να υπονομεύσουν τις σχετικές πολιτικές της Ένωσης ή να οδηγήσουν σε συμφωνία μη συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης, ενημερώνει σχετικά το κράτος μέλος.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν τακτικά την Επιτροπή για τυχόν διαπραγματεύσεις αυτού του είδους και, κατά περίπτωση, την καλούν να συμμετάσχει σε αυτές ως παρατηρήτρια.

Τα κράτη μέλη εξουσιοδοτούνται να εφαρμόζουν προσωρινά ή να συνάπτουν συμφωνίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, υπό την προϋπόθεση ότι είναι συμβατές προς το δίκαιο της Ένωσης και δεν θίγουν το στόχο και το σκοπό των σχετικών πολιτικών της Ένωσης. Η Επιτροπή εγκρίνει τις εν λόγω αποφάσεις εξουσιοδότησης με εκτελεστικές πράξεις. Οι εκτελεστικές αυτές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 22.

Άρθρο 21

Αξιολόγηση

1.   Έως τις 2 Αυγούστου 2024, και στη συνέχεια κάθε τρία έτη, η Επιτροπή συντάσσει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και την υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Η έκθεση αυτή δημοσιοποιείται.

2.   Σύμφωνα με το άρθρο 65 παράγραφος 2 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, η Επιτροπή θα αξιολογήσει τα εμπόδια και τις ευκαιρίες ενίσχυσης της συνεργασίας μεταξύ ΜΧΠ στην Ένωση, μεταξύ άλλων τη δυνατότητα και τη σκοπιμότητα της δημιουργίας ενός μηχανισμού συντονισμού και στήριξης.

3.   Έως τις 2 Αυγούστου 2024 η Επιτροπή καταρτίζει έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για να αξιολογηθεί η ανάγκη και η αναλογικότητα της επέκτασης του ορισμού των χρηματοοικονομικών πληροφοριών σε κάθε είδους πληροφορίες ή δεδομένα που κατέχονται από δημόσιες αρχές ή από υπόχρεες οντότητες και που τίθενται στη διάθεση ΜΧΠ χωρίς τη λήψη καταναγκαστικών μέτρων βάσει του εθνικού δικαίου και υποβάλλει νομοθετική πρόταση, εφόσον είναι σκόπιμο.

4.   Έως τις 2 Αυγούστου 2024 η Επιτροπή προβαίνει σε αξιολόγηση των δυνατοτήτων και των δυσκολιών για την επέκταση της ανταλλαγής χρηματοοικονομικών πληροφοριών ή χρηματοοικονομικής ανάλυσης μεταξύ ΜΧΠ εντός της Ένωσης για τα σοβαρά ποινικά αδικήματα εκτός της τρομοκρατίας ή του οργανωμένου εγκλήματος που συνδέεται με την τρομοκρατία.

5.   Το νωρίτερο έως τις 2 Αυγούστου 2027, η Επιτροπή διενεργεί αξιολόγηση της οδηγίας και υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις βασικές διαπιστώσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Η έκθεση περιλαμβάνει επίσης αξιολόγηση του τρόπου με τον οποίο γίνονται σεβαστά τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

6.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 έως 4 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή τις απαραίτητες πληροφορίες. Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τα στατιστικά στοιχεία που υποβάλλουν τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 19 και δύναται να ζητεί πρόσθετες πληροφορίες από τα κράτη μέλη και τις εποπτικές αρχές.

Άρθρο 22

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 23

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο έως την 1η Αυγούστου 2021. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις για την αναφορά αυτή καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 24

Κατάργηση της απόφασης 2000/642/ΔΕΥ

Η απόφαση 2000/642/ΔΕΥ καταργείται από την 1η Αυγούστου 2021.

Άρθρο 25

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 26

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Βρυξέλλες, 20 Ιουνίου 2019.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. CIAMBA


(1)  ΕΕ C 367 της 10.10.2018, σ. 84.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 17ης Απριλίου 2019 (δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2019.

(3)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).

(4)  Απόφαση-πλαίσιο 2006/960/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την απλούστευση της ανταλλαγής πληροφοριών και στοιχείων μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 386 της 29.12.2006, σ. 89).

(5)  Οδηγία 2014/41/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σε ποινικές υποθέσεις (ΕΕ L 130 της 1.5.2014, σ. 1).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/794 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, για τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (Ευρωπόλ) και την αντικατάσταση και κατάργηση των αποφάσεων του Συμβουλίου 2009/371/ΔΕΥ, 2009/934/ΔΕΥ, 2009/935/ΔΕΥ, 2009/936/ΔΕΥ και 2009/968/ΔΕΥ (ΕΕ L 135 της 24.5.2016, σ. 53).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ L 283 της 31.10.2017, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός κανονισμός για την προστασία δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

(9)  Οδηγία (EE) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 89).

(10)  Απόφαση 2007/845/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Δεκεμβρίου 2007, σχετικά με τη συνεργασία των υπηρεσιών ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων στα κράτη μέλη προς ανίχνευση και εντοπισμό προϊόντων εγκλήματος ή άλλων συναφών περιουσιακών στοιχείων (ΕΕ L 332 της 18.12.2007, σ. 103).

(11)  Διοργανική συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 13ης Απριλίου 2016, για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(14)  Οδηγία (ΕΕ) 2018/1673 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μέσω του ποινικού δικαίου (ΕΕ L 284 της 12.11.2018, σ. 22).

(15)  Οδηγία (ΕΕ) 2017/541 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2017, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου και για την τροποποίηση της απόφασης 2005/671/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 88 της 31.3.2017, σ. 6).