ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 321

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

61ό έτος
17 Δεκεμβρίου 2018


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1971 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για την ίδρυση του Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (BEREC) και του Οργανισμού για την υποστήριξη του BEREC (Υπηρεσία του BEREC), την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2120 και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1211/2009 ( 1 )

1

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία (ΕΕ) 2018/1972 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Κώδικα Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών (Αναδιατύπωση) ( 1 )

36

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ.

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

17.12.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 321/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2018/1971 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 11ης Δεκεμβρίου 2018

για την ίδρυση του Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (BEREC) και του Οργανισμού για την υποστήριξη του BEREC (Υπηρεσία του BEREC), την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2120 και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1211/2009

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία (ΕΕ) 2018/1972 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) έχει ως στόχο τη δημιουργία εσωτερικής αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών εντός της Ένωσης, και παράλληλα την κατοχύρωση υψηλών επιπέδων επενδύσεων, καινοτομίας και προστασίας του καταναλωτή μέσω της αύξησης του ανταγωνισμού. Η εν λόγω οδηγία καθορίζει επίσης σημαντικό αριθμό νέων καθηκόντων για τον Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (Body of European Regulators for Electronic Communications — «BEREC»), όπως η έκδοση κατευθυντήριων γραμμών για διάφορα θέματα, η υποβολή εκθέσεων για τεχνικά ζητήματα, η τήρηση μητρώων, καταλόγων ή βάσεων δεδομένων και οι γνωμοδοτήσεις σχετικά με τις διαδικασίες της εσωτερικής αγοράς για σχέδια εθνικών μέτρων περί ρύθμισης της αγοράς.

(2)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 531/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), συμπληρώνει και υποστηρίζει, στον βαθμό που πρόκειται για περιαγωγή σε επίπεδο Ένωσης, τους κανόνες που περιέχει το ρυθμιστικό πλαίσιο για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, και ορίζει ορισμένα καθήκοντα για τον BEREC.

(3)

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2015/2120 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) ορίζει επιπλέον πρόσθετα καθήκοντα για τον BEREC, σε σχέση με την ανοιχτή πρόσβαση στο διαδίκτυο. Επιπλέον, οι κατευθυντήριες γραμμές του BEREC της 30ής Αυγούστου 2016 σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων ουδετερότητας των δικτύων σε ευρωπαϊκό επίπεδο από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές έγιναν δεκτές καθώς παρέχουν πολύτιμες διευκρινίσεις που εγγυώνται ένα ισχυρό, ελεύθερο και ανοικτό διαδίκτυο, εξασφαλίζοντας τη συνεπή εφαρμογή των κανόνων ώστε να διαφυλάσσονται η ισότιμη και χωρίς διακρίσεις μεταχείριση της κίνησης κατά την παροχή υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο και τα σχετικά δικαιώματα των τελικών χρηστών.

(4)

Λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να διασφαλιστούν η ανάπτυξη συνεπούς ρυθμιστικής πρακτικής και η συνεπής εφαρμογή του ρυθμιστικού πλαισίου για ηλεκτρονικές επικοινωνίες της Ένωσης, η Επιτροπή συγκρότησε, με την απόφαση 2002/627/ΕΚ της Επιτροπής (6), την ομάδα των ευρωπαϊκών ρυθμιστικών αρχών για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (Electronic Communications Networks and Services — ERG) με αποστολή να παρέχει συμβουλές και βοήθεια στην Επιτροπή για την ενοποίηση της εσωτερικής αγοράς για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών και, γενικότερα, να προσφέρει μια διεπαφή μεταξύ των εθνικών ρυθμιστικών αρχών (ΕΡΑ) και της Επιτροπής.

(5)

Ο BEREC και η Υπηρεσία συστάθηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1211/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7). Ο BEREC αντικατέστησε την ERG και είχε ως στόχο να συμβάλει, αφενός, στην ανάπτυξη και, αφετέρου, στην καλύτερη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς των δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, με σκοπό να εξασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή του ρυθμιστικού πλαισίου για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες. Ο BEREC λειτουργεί ως φόρουμ συνεργασίας μεταξύ των ΕΡΑ και ανάμεσα στις ΕΡΑ και την Επιτροπή, κατά την άσκηση του πλήρους φάσματος των αρμοδιοτήτων τους βάσει του ενωσιακού ρυθμιστικού πλαισίου. Ο BEREC συστάθηκε για να παρέχει εμπειρογνωμοσύνη και να ενεργεί ανεξάρτητα και με διαφάνεια.

(6)

Ο BEREC χρησιμεύει επίσης ως φορέας προβληματισμού, συζήτησης και παροχής συμβουλών για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

(7)

Η Υπηρεσία συστάθηκε ως κοινοτικός φορέας με νομική προσωπικότητα για να εκτελεί καθήκοντα που αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1211/2009, συγκεκριμένα να παρέχει στον BEREC υπηρεσίες επαγγελματικής και διοικητικής υποστήριξης. Για την αποτελεσματική υποστήριξη του BEREC, στην Υπηρεσία δόθηκε νομική, διοικητική και οικονομική αυτονομία.

(8)

Με την απόφαση 2010/349/ΕΕ (8), οι αντιπρόσωποι των κυβερνήσεων των κρατών μελών αποφάσισαν ότι η Υπηρεσία θα έχει την έδρα της στη Ρίγα. Η συμφωνία για την έδρα μεταξύ της κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Λετονίας και της Υπηρεσίας τέθηκε σε ισχύ στις 5 Αυγούστου 2011.

(9)

Στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 6ης Μαΐου 2015 με τίτλο «Στρατηγική για την ψηφιακή ενιαία αγορά της Ευρώπης», η Επιτροπή προέβλεπε την υποβολή προτάσεων το 2016 για τη φιλόδοξη μεταρρύθμιση του ρυθμιστικού πλαισίου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, εστιάζοντας μεταξύ άλλων σε ένα πιο αποτελεσματικό ρυθμιστικό θεσμικό πλαίσιο, με σκοπό την κατάλληλη προσαρμογή των κανόνων για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, ως μέρος της δημιουργίας των κατάλληλων συνθηκών για την ψηφιακή ενιαία αγορά. Οι εν λόγω επικοινωνίες περιλαμβάνουν την ανάπτυξη πολύ υψηλής χωρητικότητας δικτύων, μια πιο συντονισμένη διαχείριση του ραδιοφάσματος για ασύρματα δίκτυα και τη δημιουργία ισότιμων όρων ανταγωνισμού για τα προηγμένα ψηφιακά δίκτυα και τις καινοτόμες υπηρεσίες. Στην ανακοίνωση επισημαίνεται ότι το μεταβαλλόμενο εμπορικό και τεχνολογικό περιβάλλον επιβάλλει την ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου με την ενδυνάμωση του ρόλου του BEREC.

(10)

Στο ψήφισμά του της 19ης Ιανουαρίου 2016 με τίτλο «Προς μια νομοθετική πράξη για την ψηφιακή ενιαία αγορά», το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κάλεσε την Επιτροπή, στο πλαίσιο της περαιτέρω ολοκλήρωσης της ψηφιακής ενιαίας αγοράς, να εξασφαλίσει τη θέσπιση ενός αποτελεσματικότερου θεσμικού πλαισίου.

(11)

Ο BEREC και η Υπηρεσία έχουν συμβάλει θετικά στη συνεπή εφαρμογή του ρυθμιστικού πλαισίου για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τις ρυθμιστικές πρακτικές, γεγονός που επηρεάζει τις εταιρείες οι οποίες αναπτύσσουν διασυνοριακή επιχειρηματική δραστηριότητα ή είναι ενεργές σε σημαντικό αριθμό κρατών μελών, μεταξύ άλλων κράτη μέλη για τα οποία υφίστανται κατευθυντήριες γραμμές του BEREC αλλά θα μπορούσαν να αναπτυχθούν περαιτέρω. Προκειμένου να συμβάλει περαιτέρω στην ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε ολόκληρη την Ένωση, καθώς και για να προωθήσει την πρόσβαση σε πολύ υψηλής χωρητικότητας δικτύων και την αξιοποίησή της, τον ανταγωνισμό στην παροχή δικτύων, υπηρεσιών και συναφών ευκολιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, και τα συμφέροντα των πολιτών της Ένωσης, ο παρών κανονισμός έχει ως στόχο την ενδυνάμωση του ρόλου του BEREC. Ο εν λόγω ενδυναμωμένος ρόλος θα μπορούσε να συμπληρώσει τον ενισχυμένο ρόλο που διαδραματίζει ο BEREC σύμφωνα με τους κανονισμούς (ΕΕ) αριθ. 531/2012 και (ΕΕ) 2015/2120 και την οδηγία (ΕΕ) 2018/1972 .

(12)

Λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις στην αγορά και την τεχνολογία, οι οποίες συχνά συνεπάγονται αυξημένη διασυνοριακή διάσταση, και τη μέχρι τώρα αποκτηθείσα εμπειρία στην προσπάθεια διασφάλισης συνεπούς εφαρμογής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, είναι απαραίτητη η αξιοποίηση του έργου του BEREC και της Υπηρεσίας. Η διακυβέρνηση και οι δραστηριότητές τους θα πρέπει να εξορθολογιστούν και να προσαρμοστούν για τα καθήκοντα προς εκτέλεση. Λαμβανομένων υπόψη των παγιωμένων διαδικασιών και της νέας δέσμης καθηκόντων που ανατίθενται στον BEREC και στην Υπηρεσία και προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητά τους, θα πρέπει να προβλεφθεί πρόσθετη σταθερότητα για τη διαχείρισή τους και θα πρέπει να απλουστευθεί η διαδικασία λήψης αποφάσεων.

(13)

Ο BEREC θα πρέπει να παρέχει εμπειρογνωμοσύνη και να εμπνέει εμπιστοσύνη χάρη στην ανεξαρτησία του, την ποιότητα των συμβουλών και των πληροφοριών που παρέχει, τη διαφάνεια των διαδικασιών και μεθόδων λειτουργίας του και την επιμέλεια με την οποία ασκεί τα καθήκοντά του. Η ανεξαρτησία του BEREC δεν θα πρέπει να εμποδίζει το ρυθμιστικό του συμβούλιο να βασίζεται σε σχέδια των ομάδων εργασίας κατά την εξέταση διαφόρων ζητημάτων.

(14)

Η νέα επίσημη ονομασία της Υπηρεσίας θα πρέπει να είναι «Οργανισμός για την υποστήριξη του BEREC» («Υπηρεσία του BEREC»). Ο τίτλος «Υπηρεσία του BEREC» θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως ο σύντομος τίτλος της Υπηρεσίας. Η Υπηρεσία του BEREC θα πρέπει να έχει νομική, διοικητική και οικονομική αυτονομία. Για τον σκοπό αυτόν, η Υπηρεσία του BEREC είναι αναγκαίο και σκόπιμο να αποτελεί οργανισμό της Ένωσης με νομική προσωπικότητα και να ασκεί τις αρμοδιότητες που της ανατίθενται. Ως αποκεντρωμένος οργανισμός της Ένωσης, η Υπηρεσία του BEREC θα πρέπει να λειτουργεί στο πλαίσιο της εντολής της και σύμφωνα με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο. Δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει θέσεις της Ένωσης σε εξωτερικό ακροατήριο ή ότι δεσμεύει την Ένωση με νομικές υποχρεώσεις.

(15)

Επιπλέον, οι κανόνες για τη διακυβέρνηση και τη λειτουργία της Υπηρεσίας του BEREC θα πρέπει, όπου αρμόζει, να ευθυγραμμίζονται με τις αρχές της κοινής δήλωσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 19ης Ιουλίου 2012, για τους αποκεντρωμένους οργανισμούς.

(16)

Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και οι ΕΡΑ θα πρέπει να λαμβάνουν τη βοήθεια και τις συμβουλές του BEREC, μεταξύ άλλων για τις σχετικές ρυθμιστικές επιπτώσεις τυχόν ζητημάτων που αφορούν τη συνολική δυναμική των ψηφιακών αγορών ή αναφορικά με τη σχέση, τις συζητήσεις και τις ανταλλαγές τους με τρίτα μέρη, καθώς και τη διάδοση ρυθμιστικών βέλτιστων πρακτικών σε αυτά. Επιπλέον της συμβολής του στη δημόσια διαβούλευση της Επιτροπής, ο BEREC θα πρέπει, όταν του ζητείται, να παρέχει συμβουλές στην Επιτροπή για την κατάρτιση των νομοθετικών προτάσεων. Θα πρέπει επίσης να μπορεί ο BEREC να παρέχει συμβουλές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, κατόπιν αιτήματός τους ή με δική του πρωτοβουλία.

(17)

Ο BEREC, ως τεχνικός φορέας με εμπειρογνωμοσύνη στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες και αποτελούμενος από εκπροσώπους των ΕΡΑ και της Επιτροπής, βρίσκεται στην καλύτερη θέση για να αναλάβει καθήκοντα όπως η συμβολή σε αποτελεσματικές διαδικασίες εσωτερικής αγοράς για σχέδια εθνικών μέτρων όσον αφορά τη ρύθμιση της αγοράς, η παροχή απαραίτητων κατευθυντήριων γραμμών προς τις ΕΡΑ και άλλες αρμόδιες αρχές προκειμένου να διασφαλιστούν κοινά κριτήρια και μια συνεπής ρυθμιστική προσέγγιση, καθώς και η τήρηση ορισμένων μητρώων, βάσεων δεδομένων και καταλόγων σε επίπεδο Ένωσης. Αυτό ισχύει με την επιφύλαξη των καθηκόντων που ορίζονται για τις ΕΡΑ, οι οποίες βρίσκονται πλησιέστερα στις αγορές ηλεκτρονικών επικοινωνιών και τις τοπικές συνθήκες τους.

(18)

Για την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο BEREC θα πρέπει να εξακολουθήσει να συγκεντρώνει εμπειρογνωμοσύνη από τις ΕΡΑ. Στόχος του BEREC θα πρέπει να είναι η διασφάλιση της συμμετοχής όλων των ΕΡΑ στην εκπλήρωση των ρυθμιστικών καθηκόντων του και στη λειτουργία του. Για να ενισχυθεί ο BEREC, για να γίνει πιο αντιπροσωπευτικός και για να διαφυλαχθούν η εμπειρογνωμοσύνη του, η εμπειρία του και η γνώση του της ειδικής κατάστασης στο πλήρες φάσμα των εθνικών αγορών, κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να διασφαλίζει ότι η οικεία ΕΡΑ διαθέτει επαρκείς οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους οι οποίοι είναι αναγκαίοι για την πλήρη συμμετοχή στις εργασίες του BEREC.

(19)

Λαμβανομένων υπόψη της αυξανόμενης σύγκλισης μεταξύ των κλάδων που παρέχουν υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών και της οριζόντιας διάστασης των ρυθμιστικών ζητημάτων που σχετίζονται με την ανάπτυξή τους, ο BEREC και η Υπηρεσία του BEREC θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να συνεργάζονται με τους ακόλουθους φορείς, με την επιφύλαξη του ρόλου τους: τις ΕΡΑ, άλλους φορείς, υπηρεσίες, οργανισμούς, υπηρεσίες και συμβουλευτικές ομάδες της Ένωσης, ιδίως την ομάδα για την πολιτική ραδιοφάσματος, που συστάθηκε με την απόφαση 2002/622/ΕΚ της Επιτροπής (9), τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10), το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11), την ομάδα των ευρωπαϊκών ρυθμιστικών αρχών για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων, που συστάθηκε με την οδηγία 2010/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12), τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών, που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 526/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13), τον Οργανισμό του ευρωπαϊκού GNSS, που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 912/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14), το δίκτυο συνεργασίας για την προστασία των καταναλωτών, που δημιουργήθηκε δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15), το ευρωπαϊκό δίκτυο ανταγωνισμού και τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης, καθώς και με υφιστάμενες επιτροπές (όπως η επιτροπή επικοινωνιών και η επιτροπή ραδιοφάσματος). Ο BEREC και η Υπηρεσία του BEREC θα πρέπει επίσης να μπορούν να συνεργάζονται με τις σχετικές αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που είναι υπεύθυνες για θέματα ανταγωνισμού, προστασίας των καταναλωτών και προστασίας δεδομένων, και με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, ιδίως τις ρυθμιστικές αρχές που είναι αρμόδιες στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και/ή ομάδες των εν λόγω αρχών, καθώς και με διεθνείς οργανισμούς, όταν κρίνεται αναγκαίο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Θα πρέπει επίσης να μπορεί ο BEREC να ζητεί τη γνώμη ενδιαφερόμενων μερών μέσω δημόσιας διαβούλευσης.

(20)

Ο BEREC θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να συνάπτει ρυθμίσεις συνεργασίας με τους αρμόδιους φορείς, υπηρεσίες, οργανισμούς και συμβουλευτικές ομάδες της Ένωσης, με αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών και με διεθνείς οργανισμούς που δεν θα πρέπει να δημιουργούν νομικές υποχρεώσεις. Στόχος των εν λόγω ρυθμίσεων συνεργασίας μπορεί να είναι, για παράδειγμα, η ανάπτυξη σχέσεων συνεργασίας και η ανταλλαγή απόψεων επί ρυθμιστικών ζητημάτων. Η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι αναγκαίες ρυθμίσεις συνεργασίας είναι συμβατές με την πολιτική και τις προτεραιότητες της Ένωσης, και ότι ο BEREC, λειτουργεί στο πλαίσιο της εντολής του και σύμφωνα με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο και δεν θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει τη θέση της Ένωσης σε εξωτερικό ακροατήριο ή ότι δεσμεύει την Ένωση με νομικές υποχρεώσεις.

(21)

Ο BEREC θα πρέπει να συγκροτείται από το ρυθμιστικό συμβούλιο και τις ομάδες εργασίας. Ο εκ περιτροπής ρόλος του προέδρου του ρυθμιστικού συμβουλίου έχει στόχο να διασφαλίζει τη συνέχεια του έργου του BEREC. Θα πρέπει επίσης να προάγεται η εναλλαγή των αντιπροέδρων που εκπροσωπούν διάφορες ΕΡΑ.

(22)

Ο BEREC θα πρέπει να είναι σε θέση να ενεργεί προς το συμφέρον της Ένωσης, ανεξάρτητα από τυχόν εξωτερικές παρεμβάσεις, μεταξύ των οποίων πολιτικές πιέσεις ή εμπορικές παρεμβολές. Είναι, επομένως, σημαντικό να διασφαλίζεται ότι τα πρόσωπα που στελεχώνουν το ρυθμιστικό συμβούλιο έχουν τα υψηλότερα εχέγγυα προσωπικής και επαγγελματικής ανεξαρτησίας. Ο επικεφαλής μιας ΕΡΑ, ένα μέλος του συλλογικού οργάνου της, ή οι αντικαταστάτες οποιουδήποτε εξ αυτών, έχουν το ίδιο επίπεδο προσωπικής και επαγγελματικής ανεξαρτησίας. Πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει να ενεργεί ανεξάρτητα και αντικειμενικά, δεν θα πρέπει να ζητεί ούτε να δέχεται υποδείξεις κατά την άσκηση των καθηκόντων του και θα πρέπει να προστατεύεται από την αυθαίρετη απόλυση. Το καθήκον του αναπληρωματικού μέλους στο ρυθμιστικό συμβούλιο θα μπορούσε επίσης να εκτελείται από τον επικεφαλής της ΕΡΑ, ένα μέλος του συλλογικού οργάνου της, τον αντικαταστάτη τους ή άλλο μέλος του προσωπικού της ΕΡΑ το οποίο, ενεργεί εξ ονόματος και σύμφωνα με το πλαίσιο της εντολής του μέλους του ρυθμιστικού συμβουλίου που αντικαθιστά.

(23)

Η πείρα έχει δείξει ότι τα περισσότερα από τα καθήκοντα του BEREC εκπληρώνονται καλύτερα στο πλαίσιο ομάδων εργασίας, οι οποίες θα πρέπει πάντα να εξασφαλίζουν την ισότιμη συνεκτίμηση των απόψεων και των συνεισφορών όλων των ΕΡΑ. Το ρυθμιστικό συμβούλιο θα πρέπει ως εκ τούτου να συστήνει ομάδες εργασίας και να διορίζει τους προέδρους τους. Οι ΕΡΑ θα πρέπει να ανταποκρίνονται ταχέως σε αίτημα διορισμού προκειμένου να εξασφαλίζεται χωρίς καθυστέρηση η θέσπιση ορισμένων ομάδων εργασίας, ιδίως εκείνων που σχετίζονται με διαδικασίες με χρονικά όρια. Οι ομάδες εργασίας θα πρέπει να είναι ανοικτές στη συμμετοχή εμπειρογνωμόνων από την Επιτροπή. Το προσωπικό της Υπηρεσίας του BEREC θα πρέπει να παρέχει υποστήριξη και να συμβάλλει στις δραστηριότητες των ομάδων εργασίας.

(24)

Εφόσον είναι αναγκαίο και κατά περίπτωση, το ρυθμιστικό συμβούλιο και το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να είναι σε θέση να προσκαλούν οποιοδήποτε πρόσωπο του οποίου η γνώμη ενδέχεται να παρουσιάζει ενδιαφέρον να συμμετάσχει στις συνεδριάσεις τους.

(25)

Όπου αρμόζει και ανάλογα με την κατανομή καθηκόντων στις αρχές σε κάθε κράτος μέλος, οι απόψεις άλλων αρμόδιων αρχών θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της σχετικής ομάδας εργασίας, για παράδειγμα μέσω διαβούλευσης σε εθνικό επίπεδο ή πρόσκλησης των εν λόγω άλλων αρχών στις σχετικές συνεδριάσεις στις οποίες είναι αναγκαία η εμπειρογνωμοσύνη τους. Σε κάθε περίπτωση, η ανεξαρτησία του BEREC θα πρέπει να διατηρείται.

(26)

Το ρυθμιστικό συμβούλιο και το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να λειτουργούν παράλληλα, με το πρώτο να αποφασίζει κυρίως για ρυθμιστικά θέματα και το δεύτερο για διοικητικά θέματα, όπως ο προϋπολογισμός, το προσωπικό και οι έλεγχοι. Κατ’ αρχήν και επιπλέον των εκπροσώπων της Επιτροπής, οι εκπρόσωποι των ΕΡΑ στο διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να είναι τα ίδια πρόσωπα με εκείνα που έχουν οριστεί στο ρυθμιστικό συμβούλιο, αλλά οι ΕΡΑ θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ορίζουν άλλους εκπροσώπους που πληρούν τις ίδιες απαιτήσεις.

(27)

Οι εξουσίες αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής ασκούνταν προηγουμένως από τον αντιπρόεδρο της επιτροπής διαχείρισης της Υπηρεσίας. Ο παρών κανονισμός προβλέπει ότι το διοικητικό συμβούλιο αναθέτει συναφείς εξουσίες αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής στον διευθυντή, ο οποίος εξουσιοδοτείται να μεταβιβάζει περαιτέρω τις εν λόγω εξουσίες. Αυτό έχει ως στόχο να συμβάλει στην αποτελεσματική διαχείριση του προσωπικού της Υπηρεσίας του BEREC.

(28)

Το ρυθμιστικό συμβούλιο και το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να πραγματοποιούν τουλάχιστον δύο τακτικές συνεδριάσεις ανά έτος. Δεδομένης της εμπειρίας του παρελθόντος και του ενισχυμένου ρόλου του BEREC, το ρυθμιστικό συμβούλιο και το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να χρειαστεί να πραγματοποιήσουν πρόσθετες συνεδριάσεις.

(29)

Ο διευθυντής θα πρέπει να συνεχίσει να είναι ο εκπρόσωπος της Υπηρεσίας του BEREC όσον αφορά νομικά και διοικητικά ζητήματα. Το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να διορίσει τον διευθυντή, έπειτα από ανοιχτή και διαφανή διαδικασία επιλογής, προκειμένου να διασφαλιστεί αυστηρή αξιολόγηση των υποψηφίων και υψηλό επίπεδο ανεξαρτησίας. Η θητεία του διευθυντή διοίκησης της Υπηρεσίας διαρκούσε προηγουμένως τρία χρόνια. Είναι απαραίτητο ο διευθυντής να έχει μια αρκετά μακρόχρονη εντολή, προκειμένου να διασφαλιστεί η σταθερότητα και η υλοποίηση μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής για την Υπηρεσία του BEREC.

(30)

Ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1271/2013 της Επιτροπής (16) θα πρέπει να ισχύει για την Υπηρεσία του BEREC.

(31)

Η Υπηρεσία του BEREC θα πρέπει να παρέχει κάθε επαγγελματική και διοικητική υποστήριξη που είναι αναγκαία για το έργο του BEREC, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής, οργανωτικής και υλικοτεχνικής υποστήριξης, και θα πρέπει να συμβάλει στο ρυθμιστικό έργο του BEREC.

(32)

Για να διασφαλιστούν η αυτονομία και η ανεξαρτησία της Υπηρεσίας του BEREC και για να υποστηριχθεί το έργο του BEREC, η Υπηρεσία του BEREC θα πρέπει να διαθέτει δικό της προϋπολογισμό, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου θα πρέπει να προέρχεται από συνεισφορά της Ένωσης. Ο προϋπολογισμός θα πρέπει να είναι επαρκής και θα πρέπει να αντικατοπτρίζει τα πρόσθετα καθήκοντα που ανατίθενται και τον ενισχυμένο ρόλο του BEREC και της Υπηρεσίας του BEREC. Η χρηματοδότηση της Υπηρεσίας του BEREC θα πρέπει να υπόκειται σε συμφωνία της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής όπως ορίζεται στο σημείο 31 της διοργανικής συμφωνίας της 2ας Δεκεμβρίου 2013 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τη δημοσιονομική πειθαρχία, τη συνεργασία σε δημοσιονομικά θέματα και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση (17).

(33)

Η Υπηρεσία του BEREC θα πρέπει να είναι στελεχωμένη επαρκώς με σκοπό την εκτέλεση των καθηκόντων της. Όλα τα καθήκοντα που ανατίθενται στην Υπηρεσία του BEREC, συμπεριλαμβανομένων των επαγγελματικών και διοικητικών υπηρεσιών που υποστηρίζουν τον BEREC στην εκτέλεση των ρυθμιστικών καθηκόντων του, σε συνδυασμό με τη συμμόρφωση με τον δημοσιονομικό, τον υπηρεσιακό και άλλους εφαρμοστέους κανονισμούς, και η αυξημένη βαρύτητα των λειτουργικών καθηκόντων που απαιτούνται από την Υπηρεσία του BEREC έναντι των διοικητικών θα πρέπει να αξιολογούνται δεόντως και να αποτυπώνονται στον προγραμματισμό των πόρων.

(34)

Προκειμένου να επεκταθεί περαιτέρω η συνεπής εφαρμογή του ρυθμιστικού πλαισίου για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, το ρυθμιστικό συμβούλιο, οι ομάδες εργασίας και το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να είναι ανοιχτά στη συμμετοχή των ρυθμιστικών αρχών τρίτων χωρών που είναι αρμόδιες στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όταν οι εν λόγω τρίτες χώρες έχουν συνάψει συμφωνίες με την Ένωση για τον σκοπό αυτόν, όπως τα κράτη ΕΟΧ-ΕΖΕΣ και οι υποψήφιες για προσχώρηση χώρες.

(35)

Σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, ο BEREC και η Υπηρεσία του BEREC θα πρέπει, κατά περίπτωση, να δημοσιεύουν πληροφορίες σχετικά με τις εργασίες τους στην ιστοσελίδα τους. Ειδικότερα, ο BEREC θα πρέπει να δημοσιοποιεί κάθε τελικό έγγραφο που εκδίδεται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, όπως γνώμες, κατευθυντήριες γραμμές, εκθέσεις, συστάσεις, κοινές θέσεις και βέλτιστες πρακτικές, καθώς και κάθε μελέτη που ανατίθεται για την υποστήριξη των καθηκόντων του. Ο BEREC και η Υπηρεσία του BEREC θα πρέπει επίσης να δημοσιοποιούν επικαιροποιημένους καταλόγους των καθηκόντων τους και επικαιροποιημένους καταλόγους των μελών, των αναπληρωματικών μελών και άλλων συμμετεχόντων στις συνεδριάσεις των οργανωτικών τους οργάνων, καθώς και τις δηλώσεις συμφερόντων των μελών του ρυθμιστικού συμβουλίου, των μελών του διοικητικού συμβουλίου και του διευθυντή.

(36)

Ο BEREC, με την υποστήριξη της Υπηρεσίας του BEREC, θα πρέπει να δύναται να συμμετέχει σε δραστηριότητες επικοινωνίας που εμπίπτουν στο πεδίο της αρμοδιότητάς του, οι οποίες δεν είναι επιζήμιες για τα βασικά καθήκοντα του BEREC. Το περιεχόμενο και η εφαρμογή της επικοινωνιακής στρατηγικής του BEREC θα πρέπει να είναι συνεπή, αντικειμενικά, σχετικά και συντονισμένα με τις στρατηγικές και τις δραστηριότητες της Επιτροπής και των άλλων θεσμικών οργάνων, προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη η ευρύτερη εικόνα της Ένωσης. Οι δραστηριότητες επικοινωνίας της Υπηρεσίας του BEREC θα πρέπει να διεξάγονται σύμφωνα με τα συναφή σχέδια επικοινωνίας και διάδοσης που εγκρίνονται από το διοικητικό συμβούλιο.

(37)

Για την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων τους, ο BEREC και η Υπηρεσία του BEREC θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να ζητούν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες από την Επιτροπή, τις ΕΡΑ και, ως ύστατη λύση, από άλλες αρχές και επιχειρήσεις. Τα αιτήματα παροχής πληροφοριών θα πρέπει να είναι αιτιολογημένα, αναλογικά και θα πρέπει να μην επιβάλλουν υπερβολική επιβάρυνση στους αποδέκτες. Οι ΕΡΑ θα πρέπει να συνεργάζονται με τον BEREC και την Υπηρεσία του BEREC και θα πρέπει να τους να παρέχουν έγκαιρες και ακριβείς πληροφορίες για να διασφαλίζεται ότι ο BEREC και η Υπηρεσία του BEREC είναι σε θέση να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους. Ο BEREC και η Υπηρεσία του BEREC θα πρέπει επίσης, δυνάμει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, να μοιράζονται με την Επιτροπή, τις ΕΡΑ και άλλες αρμόδιες αρχές όλες τις απαραίτητες πληροφορίες. Κατά περίπτωση, θα πρέπει να διασφαλίζεται η εμπιστευτικότητα των πληροφοριών. Όταν αξιολογεί αν ένα αίτημα είναι δεόντως αιτιολογημένο, ο BEREC θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη αν οι πληροφορίες που ζητούνται σχετίζονται με την εκτέλεση καθηκόντων που έχουν ανατεθεί αποκλειστικά στις σχετικές αρχές.

(38)

Η Υπηρεσία του BEREC θα πρέπει να δημιουργήσει ένα κοινό σύστημα πληροφοριών και επικοινωνιών για να αποφεύγεται η επικάλυψη των αιτημάτων παροχής πληροφοριών και να διευκολύνεται η επικοινωνία μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων αρχών.

(39)

Για να διασφαλίζεται υψηλό επίπεδο εμπιστευτικότητας και να αποφεύγονται οι συγκρούσεις συμφερόντων, οι κανόνες για τα εν λόγω ζητήματα που εφαρμόζονται για τα μέλη των οργανωτικών οργάνων του BEREC και της Υπηρεσίας του BEREC εφαρμόζονται για τους αναπληρωτές τους.

(40)

Δεδομένου ότι ο παρών κανονισμός καθορίζει νέα καθήκοντα για τον BEREC και την Υπηρεσία του BEREC και οι άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης μπορούν να τους αναθέσουν πρόσθετα καθήκοντα, η Επιτροπή θα πρέπει να διεξάγει τακτική αξιολόγηση της λειτουργίας του BEREC και της Υπηρεσίας του BEREC, καθώς και της αποτελεσματικότητας αυτής της θεσμικής δομής τους σε ένα μεταβαλλόμενο ψηφιακό περιβάλλον. Εάν, ως αποτέλεσμα αυτής της αξιολόγησης, η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η θεσμική δομή δεν είναι κατάλληλη για την εκτέλεση των καθηκόντων του BEREC και της Υπηρεσίας του BEREC, και, ειδικότερα, για τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής του ρυθμιστικού πλαισίου για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, θα πρέπει να διερευνήσει όλες τις πιθανές επιλογές για τη βελτίωση της εν λόγω δομής.

(41)

Την Υπηρεσία που συστάθηκε ως κοινοτικός φορέας με νομική προσωπικότητα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1211/2009 διαδέχεται η Υπηρεσία του BEREC που συστήνεται με τον παρόντα κανονισμό όσον αφορά κάθε κυριότητα και όλες τις συμφωνίες, συμπεριλαμβανομένης της συμφωνίας έδρας, νομικές υποχρεώσεις, συμβάσεις εργασίας, χρηματοπιστωτικές υποχρεώσεις και ευθύνες. Η Υπηρεσία του BEREC θα πρέπει να αναλάβει το προσωπικό της Υπηρεσίας, του οποίου τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις δεν θα πρέπει να επηρεαστούν. Για να διασφαλιστεί η συνέχεια του έργου του BEREC και της Υπηρεσίας, οι εκπρόσωποί τους, δηλαδή ο πρόεδρος και οι αντιπρόεδροι του ρυθμιστικού συμβουλίου, η επιτροπή διαχείρισης και ο διευθυντής διοίκησης, θα πρέπει να συνεχίσουν να υπηρετούν έως τη λήξη της θητείας τους.

(42)

Σημαντικός αριθμός καταναλωτών στα περισσότερα κράτη μέλη συνεχίζει να βασίζεται σε παραδοσιακές διεθνείς επικοινωνίες όπως οι τηλεφωνικές κλήσεις και τα μηνύματα SMS, παρόλο που όλο και περισσότεροι καταναλωτές έχουν πρόσβαση, για τις ανάγκες τους όσον αφορά τις διεθνείς κλήσεις, σε υπηρεσίες διαπροσωπικών επικοινωνιών ανεξαρτήτως αριθμών με χαμηλότερα τέλη απ’ ό,τι οι παραδοσιακές υπηρεσίες ή χωρίς καταβολή χρημάτων.

(43)

Το 2013 η Επιτροπή πρότεινε έναν κανονισμό με εκτίμηση επιπτώσεων ο οποίος περιλάμβανε διάταξη με ρυθμιστικά μέτρα προς εφαρμογή στις ενδοενωσιακές επικοινωνίες. Πρόσθετα στοιχεία για την αγορά ενδοενωσιακών επικοινωνιών συλλέχθηκαν την περίοδο από το 2017 έως το 2018 από τον BEREC και την Επιτροπή μέσω μελέτης της Επιτροπής και του Ευρωβαρόμετρου. Όπως έδειξαν τα εν λόγω δεδομένα, εξακολουθούν να επικρατούν σημαντικές διαφορές στις τιμές, τόσο για τις σταθερές όσο και για τις κινητές επικοινωνίες, ανάμεσα στις εγχώριες φωνητικές επικοινωνίες και επικοινωνίες SMS και εκείνες που καταλήγουν σε άλλο κράτος μέλος ενώ παράλληλα υπάρχει μεγάλη διαφοροποίηση στις τιμές ανάμεσα στις χώρες, τους παρόχους και τα πακέτα τιμολογίων, και ανάμεσα στις κινητές και τις σταθερές φωνητικές επικοινωνίες. Οι πάροχοι διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών βάσει αριθμών συχνά εφαρμόζουν τιμές για τις ενδοενωσιακές επικοινωνίες με βάση την κατανάλωση οι οποίες είναι υψηλότερες από τις τιμές των εγχώριων τιμολογίων συν τα πρόσθετα κόστη. Κατά μέσο όρο, η συνήθης τιμή μιας σταθερής ή κινητής ενδοενωσιακής κλήσης τείνει να είναι τρεις φορές υψηλότερη από τη συνήθη τιμή μιας εγχώριας κλήσης και η συνήθης τιμή ενός ενδοενωσιακού μηνύματος SMS είναι πάνω από δύο φορές υψηλότερη σε σχέση με το εγχώριο. Ωστόσο οι εν λόγω αριθμητικοί μέσοι όροι κρύβουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα κράτη μέλη. Σε ορισμένες περιπτώσεις η συνήθης τιμή μιας ενδοενωσιακής κλήσης μπορεί να είναι μέχρι και οκτώ φορές υψηλότερη από τη συνήθη τιμή για εγχώριες κλήσεις. Ως εκ τούτου, οι πελάτες σε πολλά κράτη μέλη έχουν να αντιμετωπίσουν υψηλές τιμές για ενδοενωσιακές επικοινωνίες. Αυτές οι υψηλές τιμές επηρεάζουν κυρίως τους καταναλωτές, ιδίως όσους δεν χρησιμοποιούν συχνά τέτοιες επικοινωνίες ή έχουν μικρό όγκο κατανάλωσης, δηλαδή τη συντριπτική πλειονότητα των καταναλωτών που χρησιμοποιούν ενδοενωσιακές επικοινωνίες. Ταυτόχρονα, πολλοί πάροχοι προτείνουν ειδικές προσφορές που είναι ιδιαίτερα ελκυστικές για επιχειρηματικούς πελάτες και καταναλωτές με σημαντική κατανάλωση ενδοενωσιακών επικοινωνιών. Τέτοιες προσφορές χρεώνονται συχνά όχι με βάση την πραγματική κατανάλωση και μπορεί να συνίστανται σε συγκεκριμένο αριθμό ενδοενωσιακών λεπτών κλήσης ή μηνυμάτων SMS για καθορισμένο μηνιαίο τέλος [συμπληρωματικά πακέτα (add on)] ή στη συμπερίληψη συγκεκριμένου αριθμού ενδοενωσιακών λεπτών κλήσης ή μηνυμάτων SMS στο μηνιαίο πρόγραμμα λεπτών κλήσης ή μηνυμάτων SMS, είτε χωρίς πρόσθετο τέλος είτε με μικρό πρόσθετο τέλος. Ωστόσο οι όροι των προσφορών αυτών συχνά δεν είναι ελκυστικοί για καταναλωτές με περιστασιακό, απρόβλεπτο ή σχετικά χαμηλό όγκο ενδοενωσιακών επικοινωνιών. Κατά συνέπεια, οι εν λόγω καταναλωτές κινδυνεύουν να πληρώσουν υπερβολικές τιμές για τις ενδοενωσιακές επικοινωνίες τους και θα πρέπει να προστατευθούν.

(44)

Πέραν αυτού, οι υψηλές τιμές για ενδοενωσιακές επικοινωνίες δημιουργούν φραγμό για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς καθώς αποθαρρύνουν την αναζήτηση και την αγορά αγαθών και υπηρεσιών από πάροχο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος. Είναι λοιπόν απαραίτητο να τεθούν συγκεκριμένα και αναλογικά όρια στις τιμές που μπορούν να χρεώνουν στους καταναλωτές οι πάροχοι διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών βάσει αριθμών για ενδοενωσιακές επικοινωνίες ώστε να εξαλειφθούν αυτές οι υψηλές τιμές.

(45)

Όταν οι πάροχοι διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών βάσει αριθμών χρεώνουν τους πελάτες τους για ενδοενωσιακές επικοινωνίες τέλη που βασίζονται εξολοκλήρου ή εν μέρει στην κατανάλωση τέτοιων υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων αφαίρεσης με βάση την κατανάλωση από μηνιαίο ή προπληρωμένο πρόγραμμα για τέτοιες υπηρεσίες, τα τέλη αυτά δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τα 0,19 EUR ανά λεπτό για κλήσεις και των 0,06 EUR για μήνυμα SMS. Τα εν λόγω ανώτατα όρια αντιστοιχούν στις ανώτατες τιμές που ισχύουν επί του παρόντος, για τις ρυθμιζόμενες κλήσεις περιαγωγής και τα ρυθμιζόμενα μηνύματα SMS περιαγωγής αντίστοιχα. Κατά την περιαγωγή στην Ένωση, οι καταναλωτές επωφελούνται από την προστασία του ευρωτιμολογίου για φωνητικές επικοινωνίες και του ευρωτιμολογίου για SMS που έχουν προοδευτικά αντικατασταθεί από την περιαγωγή με χρέωση εσωτερικού. Τα εν λόγω ανώτατα όρια θεωρούνται επίσης κατάλληλο σημείο αναφοράς για τον καθορισμό του ανώτατου τέλους για ρυθμιζόμενες ενδοενωσιακές επικοινωνίες για πέντε χρόνια ξεκινώντας από τις 15 Μαΐου 2019. Το τρέχον επίπεδο του ανώτατου ορίου αντιπροσωπεύει ένα απλό, διαφανές και αποδεδειγμένης αξίας δίχτυ ασφαλείας για την προστασία έναντι υψηλών τιμών και είναι κατάλληλο ως ανώτατο όριο για τιμές λιανικής όλων των ρυθμιζόμενων ενδοενωσιακών επικοινωνιών. Τόσο οι κλήσεις περιαγωγής εντός της Ένωσης όσο και οι ενδοενωσιακές κλήσεις μοιράζονται παρόμοια δομή κόστους.

(46)

Τα ανώτατα όρια θα πρέπει να επιτρέπουν στους παρόχους διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών βάσει αριθμών να ανακτήσουν το κόστος τους, εξασφαλίζοντας έτσι μια αναλογική παρέμβαση στην αγορά κινητών και σταθερών κλήσεων. Τα ανώτατα όρια θα ισχύουν άμεσα μόνο για τα τέλη που βασίζονται στην πραγματική κατανάλωση. Θα πρέπει να έχουν πειθαρχική επίδραση επίσης στις προσφορές όπου ένας ορισμένος όγκος ενδοενωσιακών επικοινωνιών περιλαμβάνεται χωρίς να χρεώνεται ξεχωριστά καθώς οι καταναλωτές μπορούν να στραφούν σε τιμολόγιο με βάση την κατανάλωση για τις ενδοενωσιακές επικοινωνίες τους. Οι όγκοι ενδοενωσιακών επικοινωνιών που ξεπερνούν τους περιλαμβανόμενους σε δέσμη και χρεώνονται ξεχωριστά θα πρέπει να υπόκεινται στα ανώτατα όρια. Το μέτρο θα πρέπει να εξασφαλίζει με αναλογικό τρόπο ότι οι καταναλωτές με χαμηλό επίπεδο κατανάλωσης ενδοενωσιακών επικοινωνιών προστατεύονται έναντι υψηλών τιμών και θα πρέπει, ταυτόχρονα, να έχει ήπιες επιπτώσεις για τους παρόχους.

(47)

Οι πάροχοι διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών βάσει αριθμών θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προτείνουν στους καταναλωτές τους εναλλακτικές προσφορές τιμολογίων για διεθνείς επικοινωνίες με διαφορετικά τέλη για τις ρυθμιζόμενες ενδοενωσιακές επικοινωνίες και οι καταναλωτές θα πρέπει να είναι ελεύθεροι να επιλέξουν ρητά τέτοιες προσφορές, και να επιστρέψουν στην προηγούμενη επιλογή ανά πάσα στιγμή και χωρίς χρέωση, ακόμα και για προσφορές στις οποίες οι καταναλωτές έγιναν συνδρομητές πριν από την έναρξη ισχύος αυτών των διατάξεων. Μόνο εναλλακτικές προσφορές για διεθνείς επικοινωνίες, όπως αυτές που καλύπτουν όλες ή ορισμένες τρίτες χώρες, θα πρέπει όταν γίνονται αποδεκτές από καταναλωτή, να απαλλάσσουν έναν πάροχο από την υποχρέωσή του να μην υπερβαίνει τα ανώτατα όρια για ρυθμιζόμενες ενδοενωσιακές επικοινωνίες. Άλλα πλεονεκτήματα, όπως ο επιδοτούμενος τερματικός εξοπλισμός ή οι εκπτώσεις σε άλλες υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, που προσφέρονται από παρόχους στους καταναλωτές αποτελούν μέρος της κανονικής ανταγωνιστικής αλληλεπίδρασης και δεν θα πρέπει να επηρεάζουν την εφαρμογή των ανώτατων ορίων τιμών για ρυθμιζόμενες ενδοενωσιακές επικοινωνίες.

(48)

Ενδέχεται ορισμένοι πάροχοι διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών βάσει αριθμών να επηρεαστούν πολύ περισσότερο από το μεγαλύτερο μέρος των υπόλοιπων παρόχων στην Ένωση από το ανώτατο όριο τιμής για ρυθμιζόμενες ενδοενωσιακές επικοινωνίες. Αυτό θα μπορούσε ιδίως να συμβεί σε παρόχους που παράγουν ιδιαίτερα μεγάλο μέρος των εσόδων τους ή των λειτουργικών κερδών τους με ενδοενωσιακές επικοινωνίες ή των οποίων τα εγχώρια περιθώρια κέρδους είναι χαμηλά σε σύγκριση με τα σημεία αναφοράς του κλάδου. Ως συνέπεια της συμπίεσης των περιθωρίων κέρδους όσον αφορά τις ρυθμιζόμενες ενδοενωσιακές επικοινωνίες, ενδέχεται κάποιοι πάροχοι να μην είναι σε θέση να διατηρήσουν το εγχώριο υπόδειγμα τιμολόγησής τους. Τέτοιες περιπτώσεις είναι εξαιρετικά απίθανο να συμβούν, καθώς οι ανώτατες τιμές είναι σαφώς υψηλότερες από το κόστος παροχής ενδοενωσιακών επικοινωνιών. Παρ’ όλα αυτά, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τέτοιες πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις με αναλογικό τρόπο, οι ΕΡΑ θα πρέπει να μπορούν να χορηγούν παρέκκλιση ύστερα από αίτημα του εν λόγω παρόχου σε αιτιολογημένες και εξαιρετικές περιπτώσεις.

(49)

Τυχόν παρέκκλιση θα πρέπει να χορηγείται μόνο όταν ο πάροχος μπορεί να αποδείξει, σε σύγκριση με σχετικό σημείο αναφοράς που έχει θεσπίσει ο BEREC, ότι επηρεάζεται σημαντικά περισσότερο από την πλειονότητα των υπολοίπων παρόχων στην Ένωση και ότι ο εν λόγω αντίκτυπος θα περιόριζε σημαντικά την ικανότητα του εν λόγω παρόχου να διατηρήσει τον τύπο χρέωσης που εφαρμόζει στις εγχώριες επικοινωνίες. Όταν μια ΕΡΑ χορηγεί μια παρέκκλιση, οφείλει να καθορίζει το ανώτατο επίπεδο τιμών το οποίο ο πάροχος μπορεί να εφαρμόζει σε ρυθμιζόμενες ενδοενωσιακές επικοινωνίες και το οποίο θα του δώσει τη δυνατότητα να διατηρήσει ανταγωνιστικό επίπεδο τιμών για τις εγχώριες επικοινωνίες. Κάθε τέτοια παρέκκλιση θα πρέπει να περιορίζεται στο ένα έτος και να είναι ανανεώσιμη αν ο πάροχος αποδείξει ότι οι προϋποθέσεις για παρέκκλιση εξακολουθούν να ισχύουν.

(50)

Λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, η εφαρμογή των ανώτατων ορίων τιμών για ρυθμιζόμενες ενδοενωσιακές επικοινωνίες θα πρέπει να έχει περιορισμένη χρονική διάρκεια και θα πρέπει να λήξει πέντε χρόνια μετά την έναρξη ισχύος της. Μια τέτοια περιορισμένη διάρκεια θα πρέπει να επιτρέψει την ορθή εκτίμηση των επιπτώσεων των μέτρων και την αξιολόγηση του βαθμού στον οποίο εξακολουθεί να υπάρχει η ανάγκη προστασίας των καταναλωτών.

(51)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνεπής σε ολόκληρη την Ένωση, έγκαιρη και πλέον αποτελεσματική προστασία των καταναλωτών που επηρεάζονται αρνητικά από τις σημαντικές διαφορές τιμών των ενδοενωσιακών επικοινωνιών, οι εν λόγω διατάξεις θα πρέπει να είναι άμεσα εφαρμοστέες και να καταστούν μέρος κανονισμού. Ο κανονισμός που αρμόζει περισσότερο στον εν λόγω σκοπό είναι ο κανονισμός (ΕΕ) 2015/2120, ο οποίος εκδόθηκε κατόπιν εκτίμησης επιπτώσεων η οποία πρότεινε, μεταξύ άλλων, διάταξη για τις ενδοενωσιακές επικοινωνίες ως απαραίτητο μέτρο για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Ο πιθανός αντίκτυπος στα έσοδα των παρόχων που προκαλεί η διάταξη για τις ενδοενωσιακές επικοινωνίες μετριάζεται περαιτέρω με την εφαρμογή του ευρωτιμολογίου περιαγωγής για φωνητικές επικοινωνίες και του ευρωτιμολογίου περιαγωγής για SMS ως ανώτατων ορίων τόσο για τις σταθερές όσο και για τις κινητές επικοινωνίες, τα οποία χρησιμεύουν ως μηχανισμός ασφαλείας· και με τα στοιχεία που παρείχε η ανάλυση του BEREC το 2018 τα οποία αποδεικνύουν ότι σημειώθηκε σημαντική μείωση των σχετικών όγκων σταθερής κίνησης που επηρεάστηκαν από το μέτρο την περίοδο που μεσολάβησε. Οι εν λόγω διατάξεις θα πρέπει συνεπώς να εισαχθούν ως τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2120, ο οποίος θα πρέπει επίσης να προσαρμοστεί για να εξασφαλιστεί ότι τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες για τις ποινές σε περίπτωση παραβίασης των εν λόγω διατάξεων.

(52)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η διασφάλιση συνεπούς εφαρμογής του ρυθμιστικού πλαισίου για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, ιδίως σε σχέση με τις διασυνοριακές πτυχές και μέσω αποτελεσματικών διαδικασιών της εσωτερικής αγοράς για σχέδια εθνικών μέτρων, και η διασφάλιση του να μην χρεώνονται οι καταναλωτές υπέρμετρες τιμές για τη χρήση διαπροσωπικών επικοινωνιών βάσει αριθμών που προέρχονται από τον οικείο στο κράτος μέλος πάροχο του καταναλωτή και καταλήγει σε οποιοδήποτε σταθερό ή κινητό αριθμό άλλου κράτους μέλους, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(53)

Ο παρών κανονισμός τροποποιεί και επεκτείνει το πεδίο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1211/2009. Δεδομένου ότι οι τροποποιήσεις που πρόκειται να επέλθουν είναι ουσιαστικής φύσεως, η εν λόγω πράξη θα πρέπει, για λόγους σαφήνειας, να καταργηθεί. Οι παραπομπές στον καταργούμενο κανονισμό θα πρέπει να νοούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός ιδρύει τον Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες («BEREC») και τον Οργανισμό για την υποστήριξη του BEREC («Υπηρεσία του BEREC»).

2.   Ο BEREC και η Υπηρεσία του BEREC αντικαθιστούν και διαδέχονται, αντίστοιχα, τον Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες και την Υπηρεσία, οι οποίοι θεσπίστηκαν από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1211/2009.

Άρθρο 2

Νομική προσωπικότητα της Υπηρεσίας του BEREC

1.   Η Υπηρεσία του BEREC είναι φορέας της Ένωσης. Διαθέτει νομική προσωπικότητα.

2.   Σε όλα τα κράτη μέλη, η Υπηρεσία του BEREC διαθέτει την ευρύτερη νομική ικανότητα που αναγνωρίζεται σε νομικά πρόσωπα από το εθνικό δίκαιο. Είναι σε θέση, ιδίως, να αποκτά και να διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία και να συμμετέχει σε νομικές διαδικασίες.

3.   Η Υπηρεσία του BEREC εκπροσωπείται από τον διευθυντή της.

4.   Η Υπηρεσία του BEREC έχει την αποκλειστική ευθύνη για τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες που της ανατίθενται.

5.   Η Υπηρεσία του BEREC έχει την έδρα της στη Ρίγα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΣΤOXOI ΚΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ BEREC

Άρθρο 3

Στόχοι του BEREC

1.   Ο BEREC ενεργεί στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 531/2012 και (ΕΕ) 2015/2120 και της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972 .

2.   Ο BEREC επιδιώκει τους στόχους που ορίζονται στο άρθρο 3 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972. Συγκεκριμένα, ο BEREC έχει ως στόχο να διασφαλίζει τη συνεπή εφαρμογή του ρυθμιστικού πλαισίου για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες εντός του πεδίου εφαρμογής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

3.   Ο BEREC ασκεί τα καθήκοντά του εγκαίρως και με ανεξαρτησία, αμεροληψία και διαφάνεια.

4.   Ο BEREC στηρίζεται στην εμπειρογνωσία που διαθέτουν οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές (ΕΡΑ).

5.   Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972 , κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι η ΕΡΑ του είναι σε θέση να συμμετέχει πλήρως στις εργασίες των οργανωτικών φορέων του BEREC.

6.   Στα κράτη μέλη όπου περισσότερες από μία ΕΡΑ είναι υπεύθυνες βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972, οι ΕΡΑ αυτές συντονίζονται μεταξύ τους, ανάλογα με τις ανάγκες.

Άρθρο 4

Ρυθμιστικά καθήκοντα του BEREC

1.   Τα ρυθμιστικά καθήκοντα του BEREC είναι τα εξής:

α)

επικουρεί και παρέχει συμβουλές στις ΕΡΑ, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή και συνεργάζεται με τις ΕΡΑ και την Επιτροπή, κατόπιν αιτήματος ή ιδίας πρωτοβουλίας, σχετικά με οποιοδήποτε τεχνικό ζήτημα που αφορά ηλεκτρονικές επικοινωνίες στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του,

β)

επικουρεί και παρέχει συμβουλές στην Επιτροπή, κατόπιν αιτήματος, όσον αφορά την κατάρτιση νομοθετικών προτάσεων στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, μεταξύ άλλων για κάθε προτεινόμενη τροποποίηση του παρόντος κανονισμού ή της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972 ,

γ)

εκδίδει γνώμες όπως αναφέρεται και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 531/2012 και στην οδηγία (ΕΕ) 2018/1972, ιδίως σχετικά με:

i)

την επίλυση διασυνοριακών διαφορών σύμφωνα με το άρθρο 27 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972,

ii)

τα σχέδια εθνικών μέτρων που αφορούν τις διαδικασίες της εσωτερικής αγοράς για τη ρύθμιση της αγοράς σύμφωνα με τα άρθρα 32, 33 και 68 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972,

iii)

τα σχέδια αποφάσεων και συστάσεων σχετικά με την εναρμόνιση, σύμφωνα με τα άρθρα 38 και 93 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972,

iv)

τη διατερματική συνδεσιμότητα μεταξύ των τελικών χρηστών σύμφωνα με το άρθρο 61 παράγραφος 2 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972,

v)

τον καθορισμό ενιαίου μέγιστου τέλους τερματισμού κλήσεων κινητής τηλεφωνίας σε ολόκληρη την Ένωση και του ενιαίου μέγιστου τέλους τερματισμού κλήσεων σταθερής τηλεφωνίας σε ολόκληρη την Ένωση, σύμφωνα με το άρθρο 75 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972,

vi)

το υπόδειγμα συνοπτικής σύμβασης σύμφωνα με το άρθρο 102 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972 ,

vii)

την εθνική εφαρμογή και λειτουργία της γενικής άδειας και τον αντίκτυπό τους στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, σύμφωνα με το άρθρο 122 παράγραφος 3 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972,

viii)

κατά περίπτωση, τις εξελίξεις της αγοράς και τις τεχνολογικές εξελίξεις όσον αφορά τα διάφορα είδη υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και τον αντίκτυπό τους στην εφαρμογή του μέρους III τίτλος III της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972, σύμφωνα με το άρθρο 123 παράγραφος 1 της εν λόγω οδηγίας,

δ)

εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά την εφαρμογή του ενωσιακού ρυθμιστικού πλαισίου για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, ιδίως όπως αναφέρεται, στους κανονισμούς (ΕΕ) αριθ. 531/2012 και (ΕΕ) 2015/2120 και στην οδηγία (ΕΕ) 2018/1972 σχετικά με:

i)

το υπόδειγμα κοινοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 12 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972,

ii)

τη συνεπή τήρηση υποχρεώσεων όσον αφορά τις γεωγραφικές έρευνες και προβλέψεις σύμφωνα με το άρθρο 22 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972,

iii)

σχετικά κριτήρια ώστε να ενισχυθεί η συνεπής εφαρμογή του άρθρου 61 παράγραφος 3 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972,

iv)

κοινές προσεγγίσεις για τον προσδιορισμό του σημείου τερματισμού του δικτύου σε διάφορες τοπολογίες δικτύου σύμφωνα με το άρθρο 61 παράγραφος 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972,

v)

κοινές προσεγγίσεις για την κάλυψη της διακρατικής ζήτησης από τελικούς χρήστες σύμφωνα με το άρθρο 66 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972,

vi)

ελάχιστα κριτήρια για προσφορά αναφοράς σύμφωνα με το άρθρο 69 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972,

vii)

την ενίσχυση της συνεπούς εφαρμογής από τις ΕΡΑ των όρων που ορίζονται στο άρθρο 76 παράγραφος 1 και των κριτηρίων που ορίζονται στο παράρτημα IV της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972,

viii)

κριτήρια με βάση τα οποία ένα δίκτυο θεωρείται δίκτυο πολύ υψηλής χωρητικότητας σύμφωνα με το άρθρο 82 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972,

ix)

κοινά κριτήρια για την αξιολόγηση της ικανότητας διαχείρισης των πόρων αριθμοδότησης και του κινδύνου εξάντλησης των πόρων αριθμοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 93 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972 ,

x)

τις σχετικές παραμέτρους ποιότητας των υπηρεσιών, τις ισχύουσες μεθόδους μέτρησης, το περιεχόμενο και τον μορφότυπο δημοσίευσης των πληροφοριών, καθώς και τους μηχανισμούς πιστοποίησης της ποιότητας, σύμφωνα με το άρθρο 104 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972,

xi)

τον τρόπο αξιολόγησης του κατά πόσον η αποτελεσματικότητα των συστημάτων προειδοποιήσεων του κοινού βάσει του άρθρου 110 παράγραφος 2 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972 είναι ισοδύναμη με την αποτελεσματικότητα εκείνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου,

xii)

την πρόσβαση σε περιαγωγή χονδρικής, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 531/2012,

xiii)

την εφαρμογή των υποχρεώσεων των ΕΡΑ σε ό,τι αφορά την ανοιχτή πρόσβαση στο διαδίκτυο, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2120,

xiv)

τις παραμέτρους που πρέπει να ληφθούν υπόψη από τις ΕΡΑ στην εκτίμηση τους για τη βιωσιμότητα του εγχώριου τύπου χρέωσης, σύμφωνα με το άρθρο 5α παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2120,

ε)

εκδίδει άλλες κατευθυντήριες γραμμές που εξασφαλίζουν τη συνέπεια της εφαρμογής του ρυθμιστικού πλαισίου για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες και τη συνέπεια των ρυθμιστικών αποφάσεων των ΕΡΑ με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος από ΕΡΑ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο ή την Επιτροπή, ιδίως για ρυθμιστικά θέματα που επηρεάζουν σημαντικό αριθμό κρατών μελών ή με διασυνοριακή διάσταση,

στ)

όπου αρμόζει, συμμετέχει στο φόρουμ αξιολόγησης από ομότιμους σχετικά με σχέδια μέτρων για διαδικασίες επιλογής, σύμφωνα με το άρθρο 35 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972 ,

ζ)

συμμετέχει σε ζητήματα σχετικά με τους τομείς αρμοδιότητάς του όσον αφορά τη ρύθμιση της αγοράς και τον ανταγωνισμό σχετικά με το ραδιοφάσμα, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972,

η)

πραγματοποιεί αναλύσεις των δυνητικών διακρατικών αγορών σύμφωνα με το άρθρο 65 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972 και της διακρατικής ζήτησης από τελικούς χρήστες, σύμφωνα με το άρθρο 66 της εν λόγω οδηγίας,

θ)

παρακολουθεί και συλλέγει πληροφορίες και, κατά περίπτωση, θέτει στη διάθεση του κοινού επικαιροποιημένα στοιχεία σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 531/2012, σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 19 του εν λόγω κανονισμού,

ι)

υποβάλλει εκθέσεις σχετικά με τεχνικά θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του, ιδίως:

i)

την πρακτική εφαρμογή των γνωμών και των κατευθυντήριων γραμμών που αναφέρονται στα στοιχεία γ), δ) και ε),

ii)

τις βέλτιστες πρακτικές των κρατών μελών προς υποστήριξη του ορισμού της υπηρεσίας επαρκούς ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο, σύμφωνα με το άρθρο 84 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972 ,

iii)

την εξέλιξη των τύπων της τιμολόγησης και της κατανάλωσης για εγχώριες υπηρεσίες και υπηρεσίες περιαγωγής, την εξέλιξη των πραγματικών τιμών της περιαγωγής χονδρικής για μη ισόρροπη κίνηση, τη σχέση ανάμεσα στις τιμές λιανικής, τα τέλη χονδρικής και το κόστος χονδρικής για υπηρεσίες περιαγωγής, καθώς και τη διαφάνεια και τη συγκρισιμότητα των τιμολογίων, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 531/2012,

iv)

τα αποτελέσματα των ετήσιων εκθέσεων που πρέπει να παρέχουν οι ΕΡΑ σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2120, με τη δημοσίευση ετήσιας συγκεφαλαιωτικής έκθεσης,

v)

τις εξελίξεις της αγοράς στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, σε ετήσια βάση,

ια)

εκδίδει συστάσεις και κοινές θέσεις και διαδίδει ρυθμιστικές βέλτιστες πρακτικές απευθυνόμενες στις ΕΡΑ, προκειμένου να ενθαρρύνει τη συνεπή και καλύτερη εφαρμογή του ρυθμιστικού πλαισίου για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες,

ιβ)

συγκροτεί και διατηρεί βάση δεδομένων με:

i)

τις κοινοποιήσεις που διαβιβάζονται στις αρμόδιες αρχές από επιχειρήσεις που υπόκεινται σε χορήγηση γενικής άδειας, σύμφωνα με το άρθρο 12 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972 ,

ii)

τους πόρους αριθμοδότησης με δικαίωμα εξωεδαφικής χρήσης εντός της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 93 παράγραφος 4 τέταρτο εδάφιο της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972,

iii)

κατά περίπτωση, τους αριθμούς Ε.164 των υπηρεσιών έκτακτης ανάγκης των κρατών μελών, σύμφωνα με το άρθρο 109 παράγραφος 8 τρίτο εδάφιο της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972,

ιγ)

αξιολογεί τις ανάγκες για ρυθμιστική καινοτομία και συντονίζει τις δράσεις μεταξύ των ΕΡΑ για να καταστήσει δυνατή την ανάπτυξη νέων καινοτόμων ηλεκτρονικών επικοινωνιών,

ιδ)

προωθεί τον εκσυγχρονισμό, τον συντονισμό και την τυποποίηση της συλλογής δεδομένων από τις ΕΡΑ διαθέτοντας τα εν λόγω δεδομένα στο κοινό σε ανοιχτό, επαναχρησιμοποιήσιμο και μηχαναγνώσιμο μορφότυπο στον ιστότοπο του BEREC και στην ευρωπαϊκή πύλη δεδομένων, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, των κανόνων περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και του απαιτούμενου βαθμού εμπιστευτικότητας,

ιε)

εκτελεί άλλα καθήκοντα που του ανατίθενται με νομικές πράξεις της Ένωσης, ιδίως με τους κανονισμούς (ΕΕ) αριθ. 531/2012 και (ΕΕ) 2015/2120 και την οδηγία (ΕΕ) 2018/1972 .

2.   Ο BEREC δημοσιοποιεί τα ρυθμιστικά του καθήκοντα και επικαιροποιεί τις εν λόγω πληροφορίες όταν του ανατίθενται νέα καθήκοντα.

3.   Ο BEREC δημοσιοποιεί όλες τις τελικές του γνώμες, κατευθυντήριες γραμμές, εκθέσεις, συστάσεις, κοινές θέσεις, βέλτιστες πρακτικές και κάθε μελέτη που του έχει ανατεθεί, καθώς και τα σχετικά σχέδια εγγράφων για τον σκοπό των δημόσιων διαβουλεύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 5.

4.   Με την επιφύλαξη της συμμόρφωσης με τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης, οι ΕΡΑ και η Επιτροπή λαμβάνουν ιδιαιτέρως υπόψη κάθε κατευθυντήρια γραμμή, γνώμη, σύσταση, κοινή θέση και βέλτιστη πρακτική που έχει εγκρίνει ο BEREC με στόχο τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής του ρυθμιστικού πλαισίου για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες εντός του πεδίου εφαρμογής που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1.

Όταν ΕΡΑ παρεκκλίνει από τις κατευθυντήριες γραμμές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε) αναφέρει τους σχετικούς λόγους.

5.   Ο BEREC διαβουλεύεται, κατά περίπτωση, με τα ενδιαφερόμενα μέρη και τους δίνει την ευκαιρία να υποβάλουν παρατηρήσεις εντός εύλογης χρονικής περιόδου, λαμβάνοντας υπόψη την πολυπλοκότητα του ζητήματος. Η εν λόγω περίοδος δεν είναι μικρότερη από 30 ημέρες, εκτός εάν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις. Ο BEREC δημοσιοποιεί, με την επιφύλαξη του άρθρου 38, τα αποτελέσματα τέτοιων δημόσιων διαβουλεύσεων. Οι εν λόγω διαβουλεύσεις πραγματοποιούνται όσο το δυνατόν νωρίτερα στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.

6.   Ο BEREC δύναται, κατά περίπτωση, να διαβουλεύεται και να συνεργάζεται με τις σχετικές εθνικές αρχές, όπως αυτές που είναι αρμόδιες στους τομείς του ανταγωνισμού, της προστασίας των καταναλωτών και της προστασίας δεδομένων.

7.   Ο BEREC δύναται, κατά περίπτωση, να συνεργάζεται με τους αρμόδιους φορείς, υπηρεσίες, οργανισμούς και συμβουλευτικές ομάδες της Ένωσης, καθώς και με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών και με διεθνείς οργανισμούς, σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 1.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΤΟΥ BEREC

Άρθρο 5

Καθήκοντα της Υπηρεσίας του BEREC

Τα καθήκοντα της Υπηρεσίας του BEREC είναι τα εξής:

α)

παρέχει στον BEREC υπηρεσίες επαγγελματικής και διοικητικής υποστήριξης, ιδίως κατά την εκτέλεση των ρυθμιστικών του καθηκόντων σύμφωνα με το άρθρο 4,

β)

συλλέγει πληροφορίες από τις ΕΡΑ και ανταλλάσσει και διαβιβάζει πληροφορίες σχετικά με τα καθήκοντα που ανατίθενται στον BEREC βάσει του άρθρου 4,

γ)

καταρτίζει, βάσει των πληροφοριών που αναφέρονται στο στοιχείο β), τακτικά σχέδια εκθέσεων σχετικά με συγκεκριμένες πτυχές των εξελίξεων στην ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρονικών επικοινωνιών όπως η περιαγωγή και οι εκθέσεις συγκριτικής ανάλυσης, προς υποβολή στον BEREC,

δ)

διαδίδει στις ΕΡΑ βέλτιστες ρυθμιστικές πρακτικές, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ια),

ε)

επικουρεί τον BEREC στη συγκρότηση και τη διατήρηση μητρώων και βάσεων δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ),

στ)

επικουρεί τον BEREC στη δημιουργία και τη διαχείριση συστήματος πληροφοριών και επικοινωνιών, σύμφωνα με το άρθρο 41,

ζ)

επικουρεί τον BEREC κατά τη διεξαγωγή δημόσιων διαβουλεύσεων, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 5,

η)

βοηθά στην προετοιμασία των εργασιών και παρέχει άλλη στήριξη, διοικητική και σε θέματα περιεχομένου, για να εξασφαλίζει την ομαλή λειτουργία του ρυθμιστικού συμβουλίου,

θ)

βοηθά στη σύσταση ομάδων εργασίας, κατόπιν αιτήματος του ρυθμιστικού συμβουλίου, συμβάλλει στο ρυθμιστικό έργο και παρέχει διοικητική υποστήριξη για τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας αυτών των ομάδων,

ι)

εκτελεί άλλα καθήκοντα που της ανατίθενται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό ή με άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ BEREC

Άρθρο 6

Οργανωτική δομή του BEREC

Ο BEREC αποτελείται από:

α)

ρυθμιστικό συμβούλιο,

β)

ομάδες εργασίας.

Άρθρο 7

Σύνθεση του ρυθμιστικού συμβουλίου

1.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο απαρτίζεται από ένα μέλος από κάθε κράτος μέλος. Κάθε μέλος έχει δικαίωμα ψήφου.

Κάθε μέλος διορίζεται από την ΕΡΑ η οποία έχει πρωταρχική ευθύνη την επίβλεψη της καθημερινής λειτουργίας των αγορών δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972 . Το μέλος διορίζεται από τον επικεφαλής της ΕΡΑ, ένα μέλος του συλλογικού οργάνου της ή από τον αντικαταστάτη οποιουδήποτε εξ αυτών.

2.   Κάθε μέλος του ρυθμιστικού συμβουλίου έχει έναν αναπληρωτή, ο οποίος διορίζεται από την ΕΡΑ. Ο αναπληρωτής εκπροσωπεί το μέλος σε περίπτωση απουσίας του. Ο αναπληρωτής είναι ένα από τα ακόλουθα πρόσωπα: ο επικεφαλής της ΕΡΑ, ένα μέλος του συλλογικού οργάνου της, ο αντικαταστάτης τους, ο αντικαταστάτης οποιουδήποτε εξ αυτών ή μέλος του προσωπικού της ΕΡΑ.

3.   Τα μέλη του ρυθμιστικού συμβουλίου και οι αναπληρωτές τους διορίζονται με βάση τα γνωστικά προσόντα τους στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών δεξιοτήτων τους στους τομείς της διαχείρισης, της διοίκησης και του προϋπολογισμού. Για να διασφαλίζεται η συνέχεια του έργου του ρυθμιστικού συμβουλίου, όλες οι αρμόδιες για τους διορισμούς ΕΡΑ καταβάλλουν προσπάθειες ώστε να περιορίζεται η εναλλαγή των μελών τους και, ει δυνατόν, επίσης των αναπληρωτών, επιδιώκουν δε την επίτευξη ισόρροπης εκπροσώπησης ανδρών και γυναικών.

4.   Η Επιτροπή συμμετέχει σε όλες τις συζητήσεις του ρυθμιστικού συμβουλίου χωρίς δικαίωμα ψήφου, και εκπροσωπείται σε ενδεδειγμένο υψηλό επίπεδο.

5.   Δημοσιεύεται ενημερωμένος κατάλογος των μελών του ρυθμιστικού συμβουλίου και των αναπληρωτών τους, μαζί με τις δηλώσεις συμφερόντων τους.

Άρθρο 8

Ανεξαρτησία του ρυθμιστικού συμβουλίου

1.   Κατά την άσκηση των καθηκόντων που του ανατίθενται, και χωρίς να θίγονται οι ενέργειες των μελών του εξ ονόματος της αντίστοιχης ΕΡΑ, το ρυθμιστικό συμβούλιο ενεργεί ανεξάρτητα και αντικειμενικά προς το συμφέρον της Ένωσης, ανεξαρτήτως συγκεκριμένων εθνικών ή προσωπικών συμφερόντων.

2.   Με την επιφύλαξη του συντονισμού που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 6, τα μέλη του ρυθμιστικού συμβουλίου και των αναπληρωτών τους δεν ζητούν ούτε δέχονται υποδείξεις από καμία κυβέρνηση, όργανο, πρόσωπο ή φορέα.

Άρθρο 9

Καθήκοντα του ρυθμιστικού συμβουλίου

Το ρυθμιστικό συμβούλιο έχει τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

εκπληρώνει τα ρυθμιστικά καθήκοντα του BEREC που ορίζονται στο άρθρο 4, δηλαδή εκδίδει τις γνώμες, κατευθυντήριες γραμμές, εκθέσεις, συστάσεις και κοινές θέσεις και διανείμει βέλτιστες πρακτικές όπως αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο, βασιζόμενο, για όλα αυτά, στο προπαρασκευαστικό έργο που επιτελούν οι ομάδες εργασίας,

β)

λαμβάνει διοικητικές αποφάσεις που συνδέονται με την οργάνωση του έργου του BEREC,

γ)

εγκρίνει το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας του BEREC, που αναφέρεται στο άρθρο 21,

δ)

εγκρίνει την ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων του BEREC, που αναφέρεται στο άρθρο 22,

ε)

εγκρίνει κανόνες για την πρόληψη και τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων, όπως αναφέρονται στο άρθρο 42, καθώς και όσον αφορά τα μέλη των ομάδων εργασίας,

στ)

εγκρίνει, τους λεπτομερείς κανόνες σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή του BEREC, σύμφωνα με το άρθρο 36,

ζ)

εγκρίνει και ενημερώνει τακτικά τα σχέδια επικοινωνίας και διάδοσης όπως αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 2, βάσει ανάλυσης των αναγκών,

η)

εγκρίνει, αποφασίζοντας με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του,

θ)

εγκρίνει, με τον διευθυντή, τη σύναψη ρυθμίσεων συνεργασίας με αρμόδιους φορείς, υπηρεσίες, οργανισμούς και συμβουλευτικές ομάδες της Ένωσης, καθώς και με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών και με διεθνείς οργανισμούς, σύμφωνα με το άρθρο 35,

ι)

συγκροτεί ομάδες εργασίας και διορίζει τους προέδρους τους,

ια)

παρέχει κατευθύνσεις στον διευθυντή της Υπηρεσίας του BEREC σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων της Υπηρεσίας του BEREC.

Άρθρο 10

Πρόεδρος και αντιπρόεδροι του ρυθμιστικού συμβουλίου

1.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο διορίζει, αποφασίζοντας με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του, πρόεδρο και τουλάχιστον δύο αντιπροέδρους μεταξύ των μελών του.

2.   Ένας εκ των αντιπροέδρων αναλαμβάνει αυτομάτως τα καθήκοντα του προέδρου, σε περίπτωση αδυναμίας του τελευταίου να ασκήσει τα καθήκοντά του.

3.   Η εντολή του προέδρου είναι μονοετής και μπορεί να ανανεωθεί μία φορά. Για να διασφαλιστεί η συνέχεια του έργου του BEREC, ο νέος πρόεδρος υπηρετεί, ει δυνατόν, ένα έτος ως αντιπρόεδρος πριν από τη θητεία του ως προέδρου. Ο εσωτερικός κανονισμός προβλέπει βραχύτερη θητεία, όταν ο νέος πρόεδρος δεν δύναται να υπηρετήσει ως αντιπρόεδρος ένα έτος πριν από τη θητεία του ως προέδρου.

4.   Με την επιφύλαξη του ρόλου του ρυθμιστικού συμβουλίου όσον αφορά τα καθήκοντα του προέδρου, ο τελευταίος δεν ζητεί ούτε δέχεται υποδείξεις από καμία κυβέρνηση, όργανο, πρόσωπο ή φορέα.

5.   Ο πρόεδρος υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων του BEREC κατόπιν σχετικού αιτήματος.

Άρθρο 11

Συνεδριάσεις του ρυθμιστικού συμβουλίου

1.   Ο πρόεδρος συγκαλεί τις συνεδριάσεις του ρυθμιστικού συμβουλίου και καθορίζει τις ημερήσιες διατάξεις για τις εν λόγω συνεδριάσεις, οι οποίες δημοσιεύονται.

2.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο πραγματοποιεί τουλάχιστον δύο τακτικές συνεδριάσεις ανά έτος.

Έκτακτες συνεδριάσεις συγκαλούνται με πρωτοβουλία του προέδρου, κατόπιν αιτήματος τουλάχιστον τριών μελών του ρυθμιστικού συμβουλίου ή κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής.

3.   Ο διευθυντής της Υπηρεσίας του BEREC συμμετέχει σε όλες τις συζητήσεις, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

4.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο μπορεί να προσκαλεί οποιοδήποτε άτομο του οποίου η γνώμη ενδέχεται να παρουσιάζει ενδιαφέρον να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του ως παρατηρητής.

5.   Τα μέλη του ρυθμιστικού συμβουλίου και οι αναπληρωτές τους μπορούν, υπό τους όρους του εσωτερικού του κανονισμού, να επικουρούνται στις συνεδριάσεις από τους συμβούλους τους ή άλλους εμπειρογνώμονες.

6.   Η Υπηρεσία του BEREC παρέχει γραμματειακή υποστήριξη στο ρυθμιστικό συμβούλιο.

Άρθρο 12

Κανόνες ψηφοφορίας του ρυθμιστικού συμβουλίου

1.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο αποφασίζει με απλή πλειοψηφία των μελών του, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα κανονισμό ή σε άλλη νομική πράξη της Ένωσης.

Πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του ρυθμιστικού συμβουλίου απαιτείται για τις γνωμοδοτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σημεία ii) και v) και τις κατευθυντήριες γραμμές που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο δ) σημεία i) έως iv), vi), vii) και x).

Παρά τα οριζόμενα στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, το ρυθμιστικό συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει με απλή πλειοψηφία και κατά περίπτωση, να εκδώσει γνωμοδοτήσεις όπως αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σημείο ii) του παρόντος κανονισμού με απλή πλειοψηφία, σχετικά με σχέδια μέτρων που εμπίπτουν στο άρθρο 76 παράγραφος 2 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972 και οδηγούν στη δρομολόγηση της διαδικασίας την οποία προβλέπει το άρθρο 33 παράγραφος 5 της εν λόγω οδηγίας.

Οι αποφάσεις του ρυθμιστικού συμβουλίου δημοσιοποιούνται και αναφέρουν τυχόν επιφυλάξεις οποιουδήποτε μέλους κατόπιν αιτήματός του.

2.   Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο. Εάν ένα μέλος απουσιάζει, ο αναπληρωτής δικαιούται να ασκήσει το εν λόγω δικαίωμα ψήφου του εν λόγω μέλους.

Εάν ένα μέλος ή ο αναπληρωτής του απουσιάζει, τα δικαιώματα ψήφου μπορούν να μεταβιβάζονται σε άλλο μέλος.

Ο πρόεδρος μπορεί να μεταβιβάζει το δικαίωμα ψήφου σε κάθε περίπτωση. Ο πρόεδρος συμμετέχει στην ψηφοφορία εκτός αν έχει μεταβιβάσει τα δικαιώματα ψήφου.

3.   Ο εσωτερικός κανονισμός του ρυθμιστικού συμβουλίου ορίζει λεπτομερώς τους κανόνες της ψηφοφορίας, συμπεριλαμβανομένων των όρων εκπροσώπευσης ενός μέλους από άλλο, της απαρτίας και των προθεσμιών για τη σύγκληση των συνεδριάσεων. Επιπλέον, ο εσωτερικός κανονισμός διασφαλίζει ότι παρέχονται στα μέλη του ρυθμιστικού συμβουλίου οι πλήρεις ημερήσιες διατάξεις και τα σχέδια προτάσεων πριν από κάθε συνεδρίαση, προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα να προτείνουν τροποποιήσεις πριν από την ψηφοφορία. Ο εσωτερικός κανονισμός μπορεί, μεταξύ άλλων, να προβλέπει διαδικασία για ψηφοφορία σε επείγοντα θέματα, καθώς και άλλες πρακτικές ρυθμίσεις για τη λειτουργία του ρυθμιστικού συμβουλίου.

Άρθρο 13

Ομάδες εργασίας

1.   Όπου δικαιολογείται, και ιδίως, με σκοπό την εφαρμογή του ετήσιου προγράμματος εργασίας του BEREC, το ρυθμιστικό συμβούλιο μπορεί να συγκροτεί τις ομάδες εργασίας.

2.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο διορίζει τους προέδρους των ομάδων εργασίας που εκπροσωπούν, ει δυνατόν, διαφορετικές ΕΡΑ.

3.   Στις ομάδες εργασίας μπορούν να συμμετέχουν εμπειρογνώμονες από όλες τις ΕΡΑ που συμμετέχουν στις εργασίες του BEREC και την Επιτροπή.

Οι ομάδες εργασίας είναι επίσης ανοικτές στη συμμετοχή του προσωπικού της Υπηρεσίας του BEREC, το οποίο συμβάλλει στο ρυθμιστικό έργο τους και τους παρέχει διοικητική υποστήριξη.

Στην περίπτωση των ομάδων εργασίας που έχουν συσταθεί για την εκτέλεση των καθηκόντων τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σημείο ii) οι εμπειρογνώμονες της Επιτροπής δεν συμμετέχουν.

Στις ομάδες εργασίας που έχουν συσταθεί για την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σημεία iv), vi), vii) και viii), στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο δ) σημεία i), ii), ix), x) και xi), στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ι) σημείο ii) και στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ) του παρόντος κανονισμού καθώς και, κατά περίπτωση, στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σημείο iii) και στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ι) σημείο i), λαμβάνονται υπόψη οι απόψεις των εμπειρογνωμόνων άλλων σχετικών αρμόδιων αρχών που έλαβαν κοινοποίηση δυνάμει του άρθρου 5 παράγραφος 4 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972 .

Το ρυθμιστικό συμβούλιο ή οι πρόεδροι των ομάδων εργασίας μπορούν να προσκαλέσουν μεμονωμένους εμπειρογνώμονες αναγνωρισμένων προσόντων στο σχετικό πεδίο για να συμμετάσχουν στις συνεδριάσεις των ομάδων εργασίας, αν κριθεί απαραίτητο, κατά περίπτωση.

4.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό σχετικά με τον καθορισμό των πρακτικών ρυθμίσεων για τη λειτουργία των ομάδων εργασίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΤΟΥ BEREC

Άρθρο 14

Οργανωτική δομή της Υπηρεσίας του BEREC

Η Υπηρεσία του BEREC αποτελείται από:

α)

διοικητικό συμβούλιο,

β)

διευθυντή.

Άρθρο 15

Σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου

1.   Το διοικητικό συμβούλιο απαρτίζεται από τα πρόσωπα που έχουν διοριστεί ως μέλη του ρυθμιστικού συμβουλίου και από έναν εκπρόσωπο υψηλού επιπέδου της Επιτροπής. Κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου έχει δικαίωμα ψήφου.

Κάθε αρμόδια για τους διορισμούς ΕΡΑ, όπως αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, δύναται να ορίσει πρόσωπο άλλο από το μέλος του ρυθμιστικού συμβουλίου ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου. Το πρόσωπο αυτό είναι ο επικεφαλής της ΕΡΑ, ένα μέλος του συλλογικού οργάνου της ή ο αντικαταστάτης ενός εκ των δύο.

2.   Για κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου προβλέπεται ένας αναπληρωτής, ο οποίος εκπροσωπεί το μέλος σε περίπτωση απουσίας του.

Οι αναπληρωτές κάθε μέλους είναι τα πρόσωπα που διορίζονται αναπληρωτές των μελών του ρυθμιστικού συμβουλίου. Ο εκπρόσωπος της Επιτροπής έχει επίσης έναν αναπληρωτή.

Κάθε αρμόδια για τους διορισμούς ΕΡΑ, όπως αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, δύναται να διορίσει πρόσωπο άλλο από τον αναπληρωτή του μέλους του ρυθμιστικού συμβουλίου ως αναπληρωτή του μέλους του διοικητικού συμβουλίου. Το πρόσωπο αυτό είναι ο επικεφαλής της ΕΡΑ, ένα μέλος του συλλογικού οργάνου της, ο αντικαταστάτης οποιουδήποτε εξ αυτών ή μέλος του προσωπικού της ΕΡΑ.

3.   Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και οι αναπληρωτές τους δεν ζητούν ούτε δέχονται υποδείξεις από καμία κυβέρνηση, όργανο, πρόσωπο ή φορέα.

4.   Δημοσιεύεται ενημερωμένος κατάλογος των μελών του διοικητικού συμβουλίου, και των αναπληρωτών τους, μαζί με τις δηλώσεις συμφερόντων τους.

Άρθρο 16

Διοικητικά καθήκοντα του διοικητικού συμβουλίου

1.   Το διοικητικό συμβούλιο έχει τα ακόλουθα διοικητικά καθήκοντα:

α)

παρέχει τις γενικές κατευθύνσεις για τις δραστηριότητες της Υπηρεσίας του BEREC και εγκρίνει, σε ετήσια βάση, το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού της Υπηρεσίας του BEREC με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του, λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής και σύμφωνα με το άρθρο 23,

β)

εγκρίνει, με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του, τον ετήσιο προϋπολογισμό της Υπηρεσίας του BEREC και ασκεί άλλες αρμοδιότητες σχετικά με τον προϋπολογισμό της Υπηρεσίας του BEREC δυνάμει του κεφαλαίου VII,

γ)

εγκρίνει, δημοσιοποιεί και προβαίνει σε εκτίμηση της ενοποιημένης ετήσιας έκθεσης δραστηριοτήτων της Υπηρεσίας του BEREC, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 27, και διαβιβάζει τόσο την έκθεση όσο και την εκτίμησή της, έως την 1η Ιουλίου κάθε έτους, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στο Ελεγκτικό Συνέδριο,

δ)

θεσπίζει τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στην Υπηρεσία του BEREC σύμφωνα με το άρθρο 29,

ε)

εγκρίνει στρατηγική για την καταπολέμηση της απάτης, ανάλογη προς τους κινδύνους απάτης, λαμβάνοντας υπόψη το κόστος και τα οφέλη των προς εφαρμογή μέτρων,

στ)

εξασφαλίζει την κατάλληλη συνέχεια στα πορίσματα και στις συστάσεις που προκύπτουν από τις εσωτερικές ή εξωτερικές εκθέσεις ελέγχου και αξιολογήσεις, καθώς και από τις έρευνες της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF),

ζ)

εκδίδει κανόνες για την πρόληψη και τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων, όπως αναφέρονται στο άρθρο 42 παράγραφος 3,

η)

εγκρίνει και ενημερώνει τακτικά τα σχέδια επικοινωνίας και διάδοσης που αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 2, βάσει ανάλυσης των αναγκών,

θ)

θεσπίζει τον εσωτερικό του κανονισμό,

ι)

θεσπίζει εκτελεστικούς κανόνες για την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (18), σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης,

ια)

με την επιφύλαξη της απόφασης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2, ασκεί, έναντι του προσωπικού της Υπηρεσίας του BEREC, τις εξουσίες που αναθέτει ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και τις εξουσίες που αναθέτει το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό στην αρμόδια αρχή για τη σύναψη συμβάσεων εργασίας («εξουσίες αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής»),

ιβ)

διορίζει τον διευθυντή και, ανάλογα με την περίπτωση, παρατείνει τη διάρκεια της θητείας του ή τον παύει από τα καθήκοντά του σύμφωνα με το άρθρο 32,

ιγ)

διορίζει υπόλογο, δυνάμει του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, ο οποίος λειτουργεί με πλήρη ανεξαρτησία κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του,

ιδ)

λαμβάνει όλες τις αποφάσεις σχετικά με τη θέσπιση των εσωτερικών δομών της Υπηρεσίας του BEREC και, όπου απαιτείται, σχετικά με την τροποποίησή τους, συνεκτιμώντας τις ανάγκες που αφορούν τις δραστηριότητες της Υπηρεσίας του BEREC και λαμβάνοντας υπόψη τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση.

Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο στοιχείο ιγ), η Υπηρεσία του BEREC μπορεί να διορίζει τον ίδιο υπόλογο με άλλο οργανισμό ή όργανο της Ένωσης. Ειδικότερα, η Υπηρεσία του BEREC και η Επιτροπή μπορούν να συμφωνήσουν ότι ο υπόλογος της Επιτροπής ενεργεί και ως υπόλογος της Υπηρεσίας του BEREC.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο εκδίδει, σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, απόφαση βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του άρθρου 6 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, για την ανάθεση στον διευθυντή σχετικών εξουσιών αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής και για τον καθορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες η εν λόγω ανάθεση εξουσιών μπορεί να ανασταλεί. Ο διευθυντής έχει το δικαίωμα να μεταβιβάζει περαιτέρω τις εν λόγω εξουσίες.

Όταν το επιβάλλουν εξαιρετικές περιστάσεις, το διοικητικό συμβούλιο δύναται, με την έκδοση απόφασης, να αναστείλει προσωρινά την ανάθεση στον διευθυντή των εξουσιών αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής και των εξουσιών που ο τελευταίος μεταβίβασε περαιτέρω, και να τις ασκήσει το ίδιο ή να τις μεταβιβάσει σε ένα από τα μέλη του ή σε μέλος του προσωπικού εκτός του διευθυντή.

Άρθρο 17

Πρόεδρος και αναπληρωτές πρόεδροι του διοικητικού συμβουλίου

1.   Ο πρόεδρος και οι αναπληρωτές πρόεδροι του διοικητικού συμβουλίου είναι τα πρόσωπα που έχουν διοριστεί ως πρόεδρος και αντιπρόεδροι του ρυθμιστικού συμβουλίου. Ισχύει δε η ίδια διάρκεια θητείας.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, το διοικητικό συμβούλιο δύναται, με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του, να διορίζει άλλα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ως πρόεδρο ή αναπληρωτή πρόεδρο ή προέδρους εκ των μελών του που εκπροσωπούν τα κράτη μέλη. Η διάρκεια της θητεία τους είναι η ίδια με του προέδρου και των αντιπροέδρων του ρυθμιστικού συμβουλίου.

2.   Ένας εκ των αναπληρωτών προέδρων αναλαμβάνει αυτομάτως τα καθήκοντα του προέδρου, σε περίπτωση αδυναμίας του τελευταίου να ασκήσει τα καθήκοντά του.

3.   Ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων της Υπηρεσίας του BEREC κατόπιν σχετικού αιτήματος.

Άρθρο 18

Συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου

1.   Ο πρόεδρος συγκαλεί τις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου.

2.   Ο διευθυντής της Υπηρεσίας του BEREC συμμετέχει στις συζητήσεις, εξαιρουμένων όσων σχετίζονται με το άρθρο 32, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

3.   Το διοικητικό συμβούλιο πραγματοποιεί τουλάχιστον δύο τακτικές συνεδριάσεις ετησίως. Επιπλέον, ο πρόεδρος συγκαλεί έκτακτες συνεδριάσεις με δική του πρωτοβουλία, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής ή κατόπιν αιτήματος τουλάχιστον τριών μελών του διοικητικού συμβουλίου.

4.   Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να προσκαλεί οποιοδήποτε άτομο του οποίου η γνώμη ενδέχεται να παρουσιάζει ενδιαφέρον προκειμένου να παραστεί στις συνεδριάσεις του ως παρατηρητής.

5.   Τα μέλη του διοικητικού Συμβουλίου και οι αναπληρωτές τους μπορούν, υπό τους όρους του εσωτερικού του κανονισμού, να επικουρούνται στις συνεδριάσεις από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες.

6.   Η Υπηρεσία του BEREC παρέχει γραμματειακή υποστήριξη στο διοικητικό Συμβούλιο.

Άρθρο 19

Κανόνες ψηφοφορίας του διοικητικού συμβουλίου

1.   Οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία των μελών του, εκτός εάν ορίζεται άλλως στον παρόντα κανονισμό.

2.   Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο. Εάν ένα μέλος απουσιάζει, το δικαίωμα ψήφου του δικαιούται να ασκήσει ο αναπληρωτής του.

Εάν ένα μέλος και ο αναπληρωτής του απουσιάζει, τα δικαιώματα ψήφου μπορούν να μεταβιβάζονται σε άλλο μέλος.

3.   Ο πρόεδρος μπορεί να μεταβιβάσει το δικαίωμα ψήφου σε κάθε περίπτωση. Συμμετέχει στην ψηφοφορία εκτός αν έχει μεταβιβάσει το δικαίωμα ψήφου.

4.   Λεπτομερέστερες ρυθμίσεις σχετικά με την ψηφοφορία, ιδίως όσον αφορά τη διαδικασία ψηφοφορίας για επείγοντα θέματα και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα μέλος μπορεί να ενεργεί εξ ονόματος άλλου μέλους, καθορίζονται στον εσωτερικό κανονισμό του διοικητικού συμβουλίου.

Άρθρο 20

Αρμοδιότητες του διευθυντή

1.   Ο διευθυντής είναι υπεύθυνος για τη διοικητική διαχείριση της Υπηρεσίας του BEREC. Ο διευθυντής λογοδοτεί στο διοικητικό συμβούλιο.

2.   Ο διευθυντής επικουρεί τον πρόεδρο του ρυθμιστικού συμβουλίου και τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου στην προετοιμασία των συνεδριάσεων των αντίστοιχων οργάνων τους.

3.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών του ρυθμιστικού συμβουλίου, του διοικητικού συμβουλίου και της Επιτροπής, ο διευθυντής ασκεί τα καθήκοντά του με ανεξαρτησία και δεν ζητεί ούτε δέχεται υποδείξεις από καμία κυβέρνηση, όργανο, πρόσωπο ή φορέα.

4.   Ο διευθυντής υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων του κατόπιν σχετικού αιτήματος.

5.   Ο διευθυντής είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος της Υπηρεσίας του BEREC.

6.   Ο διευθυντής είναι αρμόδιος για την εκτέλεση των καθηκόντων της Υπηρεσίας του BEREC σύμφωνα με την καθοδήγηση που παρέχουν το ρυθμιστικό συμβούλιο και το διοικητικό συμβούλιο. Συγκεκριμένα, ο διευθυντής είναι αρμόδιος για τα ακόλουθα:

α)

την καθημερινή διοίκηση της Υπηρεσίας του BEREC,

β)

την εφαρμογή των διοικητικών αποφάσεων που εκδίδουν το ρυθμιστικό συμβούλιο και το διοικητικό συμβούλιο,

γ)

την κατάρτιση του ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού που αναφέρεται στο άρθρο 23 και την υποβολή του στο διοικητικό συμβούλιο,

δ)

την παροχή βοήθειας στο ρυθμιστικό συμβούλιο για την κατάρτιση της ετήσιας έκθεσης δραστηριοτήτων του BEREC όπως αναφέρεται στο άρθρο 22,

ε)

την παροχή βοήθειας στο ρυθμιστικό συμβούλιο για την προετοιμασία του ετήσιου προγράμματος εργασίας του BEREC όπως αναφέρεται στο άρθρο 21,

στ)

την εφαρμογή του ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού και την υποβολή έκθεσης σχετικά με την εφαρμογή του στο διοικητικό συμβούλιο,

ζ)

την κατάρτιση του σχεδίου ενοποιημένης ετήσιας έκθεσης δραστηριοτήτων της Υπηρεσίας του BEREC όπως αναφέρεται στο άρθρο 27 και την υποβολή του στο διοικητικό συμβούλιο με σκοπό την αξιολόγηση και την έγκρισή του,

η)

την κατάρτιση σχεδίου δράσης σε συνέχεια των πορισμάτων εσωτερικών ή εξωτερικών εκθέσεων ελέγχου και αξιολογήσεων, καθώς και ερευνών της OLAF, και την υποβολή έκθεσης προόδου τακτικά τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος στο διοικητικό συμβούλιο,

θ)

την προστασία των χρηματοοικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, με την εφαρμογή προληπτικών μέτρων κατά της απάτης, της διαφθοράς και οποιωνδήποτε άλλων έκνομων δραστηριοτήτων μέσω της διενέργειας αποτελεσματικών ελέγχων και, εφόσον διαπιστώνονται παρατυπίες, με την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και, κατά περίπτωση, την επιβολή αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών διοικητικών μέτρων, συμπεριλαμβανομένων χρηματικών κυρώσεων,

ι)

τη χάραξη στρατηγικής της Υπηρεσίας του BEREC για την καταπολέμηση της απάτης, και την υποβολή της στο διοικητικό συμβούλιο προς έγκριση,

ια)

την εκπόνηση σχεδίου των δημοσιονομικών κανόνων που εφαρμόζονται στην Υπηρεσία του BEREC,

ιβ)

την κατάρτιση σχεδίου κατάστασης των προβλεπόμενων εσόδων και δαπανών της Υπηρεσίας του BEREC και την εκτέλεση του προϋπολογισμού της,

ιγ)

την έγκριση, από κοινού με το ρυθμιστικό συμβούλιο, της σύναψης ρυθμίσεων συνεργασίας με αρμόδιους φορείς, υπηρεσίες, οργανισμούς και συμβουλευτικές ομάδες της Ένωσης καθώς και με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών και με διεθνείς οργανισμούς, σύμφωνα με το άρθρο 35.

7.   Ο διευθυντής, υπό την επίβλεψη του διοικητικού συμβουλίου, λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, ιδιαίτερα σε σχέση με την έκδοση εσωτερικών διοικητικών εγκυκλίων και τη δημοσίευση επισημάνσεων, ώστε να διασφαλίζεται η λειτουργία της Υπηρεσίας του BEREC, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

8.   Ο διευθυντής, υπό την προϋπόθεση της εκ των προτέρων συγκατάθεσης της Επιτροπής, του διοικητικού συμβουλίου και του ή των ενδιαφερομένων κρατών μελών, αποφασίζει αν είναι αναγκαία, για την αποτελεσματική και επαρκή άσκηση των καθηκόντων της Υπηρεσίας του BEREC, η τοποθέτηση ενός ή περισσοτέρων μελών του προσωπικού σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη. Στην απόφαση διευκρινίζεται το πεδίο εφαρμογής των δραστηριοτήτων που πρόκειται να διεξαχθούν ώστε να αποφεύγονται το αδικαιολόγητο κόστος και η επικάλυψη διοικητικών καθηκόντων της Υπηρεσίας του BEREC. Πριν από τη λήψη της εν λόγω απόφασης, ο αντίκτυπός της στην κατανομή του προσωπικού και τον προϋπολογισμό εμφαίνεται στο πολυετές έγγραφο προγραμματισμού που αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 4.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ BEREC

Άρθρο 21

Ετήσιο πρόγραμμα εργασίας του BEREC

1.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο εγκρίνει το σχέδιο ετήσιου προγράμματος εργασίας έως τις 31 Ιανουαρίου του έτους που προηγείται του έτους το οποίο αφορά το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας. Μετά από διαβουλεύσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με τις προτεραιότητές τους, καθώς και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 5, το ρυθμιστικό συμβούλιο εγκρίνει το οριστικό ετήσιο πρόγραμμα εργασίας έως τις 31 Δεκεμβρίου του εν λόγω έτους.

2.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο διαβιβάζει το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, αμέσως μόλις εγκριθεί.

Άρθρο 22

Ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων του BEREC

1.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο εγκρίνει την ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων του BEREC.

2.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο διαβιβάζει την ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων έως τις 15 Ιουνίου κάθε έτους, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΤΟΥ BEREC

Άρθρο 23

Ετήσιος και πολυετής προγραμματισμός

1.   Κάθε έτος, ο διευθυντής καταρτίζει σχέδιο εγγράφου προγραμματισμού που περιέχει ετήσια και πολυετή προγράμματα («ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού»), σύμφωνα με το άρθρο 32 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1271/2013, λαμβάνοντας υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές που όρισε η Επιτροπή.

Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει το σχέδιο ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού έως τις 31 Ιανουαρίου κάθε έτους και το διαβιβάζει στην Επιτροπή για έκδοση γνώμης. Το σχέδιο ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού διαβιβάζεται επίσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει στη συνέχεια το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού, λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής. Διαβιβάζει το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού, καθώς και κάθε τελευταία ενημερωμένη έκδοση του, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

Το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού οριστικοποιείται μετά την έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης και, εφόσον κριθεί αναγκαίο, προσαρμόζεται ανάλογα.

2.   Το ετήσιο έγγραφο προγραμματισμού περιλαμβάνει αναλυτικούς στόχους και αναμενόμενα αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένων δεικτών επιδόσεων. Περιλαμβάνει περιγραφή των δράσεων που θα χρηματοδοτηθούν και αναφέρει τους χρηματοοικονομικούς και ανθρώπινους πόρους που διατίθενται για κάθε δράση, σύμφωνα με τις αρχές κατάρτισης και διαχείρισης του προϋπολογισμού βάσει δραστηριοτήτων, όπως προβλέπει το άρθρο 31. Το ετήσιο έγγραφο προγραμματισμού είναι συμβατό με το σχέδιο που παρέχει ο BEREC όσον αφορά το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας και το οριστικό ετήσιο πρόγραμμα εργασίας, όπως προβλέπει το άρθρο 21 και με το πολυετές έγγραφο προγραμματισμού της Υπηρεσίας του BEREC που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου. Καθορίζει με σαφήνεια τα καθήκοντα που προστίθενται, τροποποιούνται ή καταργούνται σε σχέση με το προηγούμενο οικονομικό έτος.

3.   Το διοικητικό συμβούλιο τροποποιεί, όταν είναι αναγκαίο, το ετήσιο έγγραφο προγραμματισμού μετά την έγκριση του οριστικού ετήσιου προγράμματος εργασίας του BEREC που αναφέρεται στο άρθρο 21 και σε περίπτωση ανάθεσης νέου καθήκοντος στον BEREC ή στην Υπηρεσία του BEREC.

Οποιαδήποτε ουσιαστική τροποποίηση στο ετήσιο έγγραφο προγραμματισμού εγκρίνεται σύμφωνα με την ίδια διαδικασία όπως εκείνη που εφαρμόζεται για το αρχικό ετήσιο έγγραφο προγραμματισμού. Το Διοικητικό Συμβούλιο δύναται να μεταβιβάζει στον διευθυντή την εξουσία να επιφέρει μη ουσιαστικές τροποποιήσεις στο ετήσιο έγγραφο προγραμματισμού.

4.   Το πολυετές έγγραφο προγραμματισμού καθορίζει τον συνολικό στρατηγικό προγραμματισμό, ο οποίος περιλαμβάνει στόχους, αναμενόμενα αποτελέσματα και δείκτες επιδόσεων. Καθορίζει επίσης τον προγραμματισμό των πόρων, συμπεριλαμβανομένων του πολυετούς προϋπολογισμού και του προσωπικού.

Ο προγραμματισμός των πόρων επικαιροποιείται σε ετήσια βάση. Ο στρατηγικός προγραμματισμός επικαιροποιείται κατά περίπτωση, και ιδίως για την αντιμετώπιση θεμάτων που ανακύπτουν από την αξιολόγηση κατά το άρθρο 48.

5.   Το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού της Υπηρεσίας του BEREC περιλαμβάνει την εφαρμογή της στρατηγικής του BEREC για τις σχέσεις με τους αρμόδιους φορείς, υπηρεσίες, οργανισμούς και συμβουλευτικές ομάδες της Ένωσης, με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών και με διεθνείς οργανισμούς, σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 3, καθώς και τις δράσεις που συνδέονται με την εν λόγω στρατηγική και τον προσδιορισμό των σχετικών πόρων.

Άρθρο 24

Κατάρτιση του προϋπολογισμού

1.   Κάθε έτος, ο διευθυντής καταρτίζει προσωρινό σχέδιο προβλέψεων των εσόδων και των δαπανών της Υπηρεσίας του BEREC («σχέδιο προβλέψεων») για το επόμενο οικονομικό έτος, το οποίο περιλαμβάνει και τον πίνακα προσωπικού, και το υποβάλλει στο διοικητικό συμβούλιο.

Οι πληροφορίες που περιέχονται στο σχέδιο προβλέψεων είναι συμβατές με το σχέδιο ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού που αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 1.

2.   Ο διευθυντής διαβιβάζει το σχέδιο προβλέψεων στην Επιτροπή μέχρι τις 31 Ιανουαρίου κάθε έτους.

3.   Η Επιτροπή υποβάλλει το σχέδιο προβλέψεων στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή μαζί με το σχέδιο γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης.

4.   Βάσει του σχεδίου προβλέψεων, η Επιτροπή εγγράφει στο σχέδιο γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης τις προβλέψεις που κρίνει αναγκαίες για τον πίνακα προσωπικού και το ποσό της συνεισφοράς από τον γενικό προϋπολογισμό, και καταθέτει το σχέδιο αυτό στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή σύμφωνα με τα άρθρα 313 και 314 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

5.   Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει τις πιστώσεις για τη συνεισφορά που προορίζεται για την Υπηρεσία του BEREC.

6.   Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει τον πίνακα προσωπικού της Υπηρεσίας του BEREC.

7.   Το Διοικητικό Συμβούλιο εκδίδει τον προϋπολογισμό της Υπηρεσίας του BEREC. Ο προϋπολογισμός καθίσταται οριστικός μετά την τελική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης. Όταν είναι αναγκαίο, αναπροσαρμόζεται αναλόγως.

8.   Για τυχόν κατασκευαστικά έργα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στον προϋπολογισμό της Υπηρεσίας του BEREC, εφαρμόζεται ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1271/2013.

Άρθρο 25

Διάρθρωση του προϋπολογισμού

1.   Για κάθε οικονομικό έτος, το οποίο συμπίπτει με το ημερολογιακό έτος, καταρτίζονται προβλέψεις όλων των εσόδων και των δαπανών της Υπηρεσίας του BEREC οι οποίες εγγράφονται στον προϋπολογισμό της Υπηρεσίας του BEREC.

2.   Ο προϋπολογισμός της Υπηρεσίας του BEREC πρέπει να είναι ισοσκελισμένος ως προς τα έσοδα και τις δαπάνες.

3.   Με την επιφύλαξη άλλων πόρων, τα έσοδα της Υπηρεσίας του BEREC περιλαμβάνουν:

α)

συνεισφορά από την Ένωση,

β)

τυχόν προαιρετικές οικονομικές συνεισφορές από τα κράτη μέλη ή τις ΕΡΑ,

γ)

δικαιώματα που εισπράττει από δημοσιεύσεις και τυχόν άλλες υπηρεσίες που παρέχονται από την Υπηρεσία του BEREC,

δ)

τυχόν συνεισφορές από τρίτες χώρες ή ρυθμιστικές αρχές αρμόδιες στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών των τρίτων χωρών που συμμετέχουν στις εργασίες της Υπηρεσίας του BEREC, όπως προβλέπεται στο άρθρο 35.

4.   Οι δαπάνες της Υπηρεσίας του BEREC περιλαμβάνουν τις αμοιβές του προσωπικού, τις διοικητικές δαπάνες και τις δαπάνες υποδομής, καθώς και τα έξοδα λειτουργίας.

Άρθρο 26

Εκτέλεση του προϋπολογισμού

1.   Ο διευθυντής εκτελεί τον προϋπολογισμό της Υπηρεσίας του BEREC.

2.   Κάθε έτος, ο διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο όλες τις πληροφορίες σχετικά με τα πορίσματα των διαδικασιών αξιολόγησης.

Άρθρο 27

Ενοποιημένη ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων

Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει την ενοποιημένη ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων, σύμφωνα με το άρθρο 47 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1271/2013, λαμβάνοντας υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές που όρισε η Επιτροπή.

Άρθρο 28

Απόδοση λογαριασμών και απαλλαγή

1.   Ο υπόλογος της Υπηρεσίας του BEREC υποβάλλει τους προσωρινούς λογαριασμούς για το οικονομικό έτος στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο έως την 1η Μαρτίου του επόμενου οικονομικού έτους.

2.   Η Υπηρεσία του BEREC υποβάλλει την έκθεση σχετικά με τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και το Ελεγκτικό Συνέδριο έως τις 31 Μαρτίου του επόμενου οικονομικού έτους.

3.   Μετά την παραλαβή των παρατηρήσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τους προσωρινούς λογαριασμούς της Υπηρεσίας του BEREC, ο υπόλογος της Υπηρεσίας του BEREC καταρτίζει τους οριστικούς λογαριασμούς της Υπηρεσίας του BEREC με δική του ευθύνη. Ο διευθυντής υποβάλλει τους οριστικούς λογαριασμούς προς γνωμοδότηση στο διοικητικό συμβούλιο.

4.   Το διοικητικό συμβούλιο γνωμοδοτεί επί των οριστικών λογαριασμών της Υπηρεσίας του BEREC.

5.   Ο διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στο Ελεγκτικό Συνέδριο τους οριστικούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από τη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου, έως την 1η Ιουλίου του επόμενου οικονομικού έτους.

6.   Οι οριστικοί λογαριασμοί της Υπηρεσίας του BEREC δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έως τις 15 Νοεμβρίου του επόμενου έτους.

7.   Ο διευθυντής υποβάλλει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση στις παρατηρήσεις του έως τις 30 Σεπτεμβρίου του επόμενου οικονομικού έτους. Ο διευθυντής υποβάλλει την απάντηση αυτή και στο διοικητικό συμβούλιο.

8.   Ο διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατόπιν αιτήματος του τελευταίου, κάθε πληροφορία που απαιτείται για την ομαλή εφαρμογή της διαδικασίας απαλλαγής για το συγκεκριμένο οικονομικό έτος, σύμφωνα με το άρθρο 165 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19).

9.   Πριν από τις 15 Μαΐου του έτους Ν+2 και έπειτα από σύσταση του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο χορηγεί απαλλαγή στον διευθυντή όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού του έτους Ν.

Άρθρο 29

Δημοσιονομικοί κανόνες

Οι δημοσιονομικοί κανόνες που ισχύουν για την Υπηρεσία του BEREC εγκρίνονται από το διοικητικό συμβούλιο κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή. Οι εν λόγω κανόνες δεν παρεκκλίνουν από τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1271/2013 παρά μόνον αν η παρέκκλιση αυτή επιβάλλεται για λόγους λειτουργίας της Υπηρεσίας του BEREC και εφόσον έχει προηγουμένως συμφωνήσει η Επιτροπή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΤΟΥ BEREC

Άρθρο 30

Γενική διάταξη

Στο προσωπικό της Υπηρεσίας του BEREC εφαρμόζονται ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και οι κανόνες που εκδίδονται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των οργάνων της Ένωσης για την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

Άρθρο 31

Αριθμός των μελών του προσωπικού της Υπηρεσίας του BEREC

1.   Σύμφωνα με την αρχή της διαχείρισης των ανθρώπινων πόρων βάσει των δραστηριοτήτων, η Υπηρεσία του BEREC διαθέτει το προσωπικό που απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων της.

2.   Ο αριθμός των μελών του προσωπικού και οι αντίστοιχοι οικονομικοί πόροι προτείνονται σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφοι 2 και 4 και το άρθρο 24 παράγραφος 1, λαμβανομένων υπόψη του άρθρου 5 στοιχείο α) και όλων των άλλων καθηκόντων που ανατίθενται στην Υπηρεσία του BEREC από τον παρόντα κανονισμό ή άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης, καθώς και της ανάγκης συμμόρφωσης με τους κανονισμούς που ισχύουν για όλους τους αποκεντρωμένους οργανισμούς της Ένωσης.

Άρθρο 32

Διορισμός του διευθυντή

1.   Ο διευθυντής διορίζεται ως έκτακτος υπάλληλος της Υπηρεσίας του BEREC σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο α) του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού.

2.   Ο διευθυντής διορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο, με ανοιχτή και διαφανή διαδικασία επιλογής, με βάση την αξία του, τις δεξιότητές του στους τομείς της διαχείρισης, της διοίκησης και του προϋπολογισμού, καθώς και τις δεξιότητες και την πείρα του όσον αφορά τα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

Ο κατάλογος των υποψηφίων δεν προτείνεται μόνο από τον πρόεδρο ή από αναπληρωτή του προέδρου. Ο εσωτερικός κανονισμός του διοικητικού συμβουλίου ορίζει λεπτομερώς τις ρυθμίσεις που διέπουν τη διαδικασία προς ανάδειξη του αριθμού των επιλέξιμων υποψηφίων, καθώς και μια διαδικασία ψηφοφορίας.

3.   Για τη σύναψη της σύμβασης με τον διευθυντή, η Υπηρεσία του BEREC εκπροσωπείται από τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου.

4.   Προτού διορισθεί, ο επιλεγείς από το διοικητικό συμβούλιο υποψήφιος καλείται να προβεί σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και να απαντήσει σε ερωτήσεις των μελών του.

5.   Η διάρκεια της θητείας του διευθυντή είναι πενταετής. Κατά το τέλος αυτής της περιόδου, ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου διενεργεί αξιολόγηση στην οποία λαμβάνονται υπόψη οι επιδόσεις του διευθυντή, καθώς και οι αρμοδιότητες της Υπηρεσίας του BEREC και οι προκλήσεις με τις οποίες θα έρθει αντιμέτωπη. Η εν λόγω αξιολόγηση υποβάλλεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Το διοικητικό συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη την αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο 5, δύναται να παρατείνει άπαξ τη θητεία του διευθυντή και για διάστημα που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη.

7.   Το διοικητικό συμβούλιο γνωστοποιεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την πρόθεσή του να παρατείνει τη θητεία του διευθυντή. Εντός του μηνός πριν από την παράταση, είναι δυνατόν να κληθεί ο διευθυντής να προβεί σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και να απαντήσει σε ερωτήσεις των μελών του.

8.   Ο διευθυντής του οποίου η θητεία έχει παραταθεί δεν συμμετέχει σε νέα διαδικασία επιλογής για την ίδια θέση μετά το τέλος της σωρευτικής περιόδου.

9.   Εάν δεν παραταθεί η θητεία του, ο διευθυντής, με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, συνεχίζει να ασκεί τα καθήκοντά του μετά τη λήξη της αρχικής θητείας του έως ότου διοριστεί αντικαταστάτης.

10.   Ο διευθυντής επιτρέπεται να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του μόνο με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου κατόπιν προτάσεως οποιουδήποτε από τα μέλη του.

11.   Οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου σχετικά με τον διορισμό, την παράταση της θητείας ή την απομάκρυνση του διευθυντή λαμβάνονται με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του.

Άρθρο 33

Αποσπασμένοι εμπειρογνώμονες και λοιπό προσωπικό

1.   Η Υπηρεσία του BEREC δύναται να προσφεύγει στις υπηρεσίες αποσπασμένων εθνικών εμπειρογνωμόνων ή λοιπού προσωπικού που δεν απασχολείται από αυτή. Στο προσωπικό αυτό δεν εφαρμόζονται ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο εκδίδει απόφαση για τη θέσπιση κανόνων σχετικά με την απόσπαση εθνικών εμπειρογνωμόνων στην Υπηρεσία του BEREC.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 34

Προνόμια και ασυλίες

Στην Υπηρεσία του BEREC και στο προσωπικό της εφαρμόζεται το πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 35

Συνεργασία με όργανα της Ένωσης, τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς

1.   Στον βαθμό που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και για την εκτέλεση των καθηκόντων του, και με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, ο BEREC και η Υπηρεσία του BEREC δύνανται να συνεργάζονται με αρμόδιους φορείς, υπηρεσίες, οργανισμούς, και συμβουλευτικές ομάδες της Ένωσης, με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών και με διεθνείς οργανισμούς.

Για τον εν λόγω σκοπό, ο BEREC και η Υπηρεσία του BEREC δύνανται, κατόπιν προηγούμενης εγκρίσεως της Επιτροπής, να συνάπτουν ρυθμίσεις συνεργασίας. Οι εν λόγω ρυθμίσεις δεν δημιουργούν έννομες υποχρεώσεις.

2.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο, οι ομάδες εργασίας και το διοικητικό συμβούλιο είναι ανοικτά στη συμμετοχή ρυθμιστικών αρχών των τρίτων χωρών με κύρια αρμοδιότητα στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, αν οι εν λόγω τρίτες χώρες έχουν συνάψει σχετικές συμφωνίες με την Ένωση.

Βάσει των σχετικών διατάξεων των εν λόγω συμφωνιών, θεσπίζονται ρυθμίσεις που ορίζουν, ιδίως, τη φύση, την έκταση και τον τρόπο συμμετοχής, χωρίς δικαίωμα ψήφου, των εν λόγω ρυθμιστικών αρχών των οικείων τρίτων χωρών στο έργο του BEREC και της Υπηρεσίας του BEREC, συμπεριλαμβανομένων διατάξεων σχετικά με τη συμμετοχή στις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει ο BEREC, τις οικονομικές συνεισφορές και τη διάθεση προσωπικού στην Υπηρεσία του BEREC. Ως προς τα ζητήματα προσωπικού, οι εν λόγω ρυθμίσεις τηρούν πάντοτε τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

3.   Στο πλαίσιο του ετήσιου προγράμματος εργασιών που αναφέρεται στο άρθρο 21, το ρυθμιστικό συμβούλιο εγκρίνει τη στρατηγική του BEREC για τις σχέσεις με αρμόδιους φορείς, υπηρεσίες, οργανισμούς και συμβουλευτικές ομάδες της Ένωσης με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών και με διεθνείς οργανισμούς σχετικά με ζητήματα για τα οποία είναι αρμόδιος ο BEREC. Η Επιτροπή, ο BEREC και η Υπηρεσία του BEREC συνάπτουν κατάλληλη ρύθμιση συνεργασίας με σκοπό να διασφαλιστεί ότι ο BEREC και η Υπηρεσία του BEREC λειτουργούν εντός των ορίων της εντολής τους και του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου.

Άρθρο 36

Πρόσβαση στα έγγραφα και προστασία των δεδομένων

1.   Για τα έγγραφα που τηρούνται από τον BEREC και την Υπηρεσία του BEREC εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20).

2.   Έως τις 21 Ιουνίου 2019, το ρυθμιστικό συμβούλιο και το διοικητικό συμβούλιο καθορίζουν τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

3.   Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τον BEREC και την Υπηρεσία του BEREC υπόκειται στον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725.

4.   Έως τις 21 Ιουνίου 2019 το ρυθμιστικό συμβούλιο και το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζουν μέτρα για την εφαρμογή του κανονισμού ((ΕΕ) 2018/1725 από τον BEREC και την Υπηρεσία του BEREC, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τον διορισμό του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων της Υπηρεσίας του BEREC. Τα μέτρα αυτά θεσπίζονται μετά από διαβούλευση με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

Άρθρο 37

Διαφάνεια και επικοινωνία

1.   Ο BEREC και η Υπηρεσία του BEREC διεξάγουν τις δραστηριότητές τους με μεγάλο βαθμό διαφάνειας. Ο BEREC και η Υπηρεσία του BEREC εξασφαλίζουν ότι παρέχονται στο κοινό και σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη κατάλληλες, αντικειμενικές, αξιόπιστες και ευπρόσιτες πληροφορίες, ιδίως όσον αφορά τα καθήκοντά τους και τα αποτελέσματα του έργου τους.

2.   Ο BEREC, με την υποστήριξη της Υπηρεσίας του BEREC, μπορεί να αναλαμβάνει δραστηριότητες επικοινωνίας με δική του πρωτοβουλία στο πεδίο των αρμοδιοτήτων του σύμφωνα με τα συναφή σχέδια επικοινωνίας και διάδοσης που εγκρίνονται από το ρυθμιστικό συμβούλιο. Η κατανομή των πόρων στη στήριξη αυτή για δραστηριότητες επικοινωνίας εντός του προϋπολογισμού της Υπηρεσίας του BEREC δεν πρέπει να επηρεάζει αρνητικά την αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων του BEREC όπως αναφέρονται στο άρθρο 4 ή των καθηκόντων της Υπηρεσίας του BEREC όπως αναφέρονται στο άρθρο 5.

Οι δραστηριότητες επικοινωνίας της Υπηρεσίας του BEREC εκτελούνται σύμφωνα με τα συναφή σχέδια επικοινωνίας και διάδοσης που εγκρίνονται από το διοικητικό συμβούλιο.

Άρθρο 38

Εμπιστευτικότητα

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 36 παράγραφος 1 και του άρθρου 40 παράγραφος 2, ο BEREC και η Υπηρεσία του BEREC δεν αποκαλύπτουν σε τρίτους πληροφορίες που επεξεργάζονται ή λαμβάνουν και σχετικά με τις οποίες έχει υποβληθεί τεκμηριωμένο αίτημα για πλήρη ή μερική τήρηση του απορρήτου.

2.   Τα μέλη και άλλοι συμμετέχοντες στις συνεδριάσεις του ρυθμιστικού συμβουλίου, του διοικητικού συμβουλίου και των ομάδων εργασίας, ο διευθυντής, οι αποσπασμένοι εθνικοί εμπειρογνώμονες και το λοιπό προσωπικό που δεν απασχολείται από την Υπηρεσία του BEREC υπόκεινται σε συμμόρφωση με τις απαιτήσεις περί απορρήτου σύμφωνα με το άρθρο 339 ΣΛΕΕ, ακόμη και μετά την παύση των καθηκόντων τους.

3.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο και το διοικητικό συμβούλιο καθορίζουν τις πρακτικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή των κανόνων περί εμπιστευτικότητας που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

Άρθρο 39

Κανόνες ασφάλειας για την προστασία των διαβαθμισμένων και των ευαίσθητων μη διαβαθμισμένων πληροφοριών

Ο BEREC και η Υπηρεσία του BEREC θεσπίζουν δικούς τους κανόνες ασφάλειας που είναι ισοδύναμοι με τους κανόνες ασφάλειας της Επιτροπής για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ευαίσθητων μη διαβαθμισμένων πληροφοριών, μεταξύ άλλων, διατάξεις περί ανταλλαγής, επεξεργασίας και αποθήκευσης τέτοιων πληροφοριών, όπως καθορίζονται στις αποφάσεις της Επιτροπής (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/443 (21) και (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/444 (22). Εναλλακτικά, ο BEREC ή η Υπηρεσία του BEREC μπορούν να εκδώσουν απόφαση εφαρμογής των κανόνων της Επιτροπής τηρουμένων των αναλογιών.

Άρθρο 40

Ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος του BEREC ή της Υπηρεσίας του BEREC, η Επιτροπή και οι ΕΡΑ που εκπροσωπούνται στο ρυθμιστικό συμβούλιο, καθώς και άλλες αρμόδιες αρχές, παρέχουν στον BEREC ή στην Υπηρεσία του BEREC όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, κατά τρόπο έγκαιρο και ακριβή, για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, με την προϋπόθεση ότι έχουν νόμιμη πρόσβαση στις συναφείς πληροφορίες και ότι το αίτημα για πληροφορίες είναι απαραίτητο σε σχέση με τη φύση του υπό εξέταση καθήκοντος.

Ο BEREC ή η Υπηρεσία του BEREC μπορεί επίσης να ζητήσει να του παρέχουν αυτές τις πληροφορίες ανά τακτά διαστήματα και σε ειδικά προσδιορισμένους μορφότυπους. Τα αιτήματα αυτά υποβάλλονται, ει δυνατόν, με τη χρήση ενιαίων μορφότυπων υποβολής στοιχείων.

2.   Κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος της Επιτροπής ή μίας ΕΡΑ, ο BEREC ή η Υπηρεσία του BEREC παρέχουν κατά τρόπο έγκαιρο και ακριβή οποιεσδήποτε πληροφορίες είναι απαραίτητες ώστε η Επιτροπή, η ΕΡΑ ή άλλη αρμόδια αρχή να μπορεί να εκτελέσει τα καθήκοντά της, δυνάμει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας. Όταν ο BEREC ή η Υπηρεσία του BEREC θεωρεί τις πληροφορίες εμπιστευτικές, η Επιτροπή, η ΕΡΑ ή η άλλη αρμόδια αρχή εξασφαλίζουν αυτόν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και το δίκαιο της Ένωσης συμπεριλαμβανομένου του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001. Το επιχειρηματικό απόρρητο δεν εμποδίζει την έγκαιρη ανταλλαγή πληροφοριών.

3.   Πριν από την υποβολή αιτήματος για πληροφορίες σύμφωνα με το παρόν άρθρο και για να αποφευχθεί η αλληλεπικάλυψη των υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων, ο BEREC ή η Υπηρεσία του BEREC λαμβάνουν υπόψη τυχόν συναφείς υπάρχουσες πληροφορίες που είναι διαθέσιμες στο κοινό.

4.   Εάν οι πληροφορίες δεν καθίστανται διαθέσιμες εγκαίρως από τις ΕΡΑ, ο BEREC ή η Υπηρεσία του BEREC μπορούν να απευθύνουν αιτιολογημένο αίτημα είτε προς άλλες ΕΡΑ και άλλες αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών, είτε απευθείας στις σχετικές επιχειρήσεις που παρέχουν δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών, υπηρεσίες και τις σχετικές διευκολύνσεις.

Ο BEREC ή η Υπηρεσία του BEREC ενημερώνουν τις ΕΡΑ, οι οποίες δεν έδωσαν τις πληροφορίες, για τα αιτήματα σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.

Κατόπιν του αιτήματος του BEREC ή της Υπηρεσίας του BEREC, οι ΕΡΑ επικουρούν τον BEREC στη συλλογή πληροφοριών.

5.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ΕΡΑ και οι άλλες αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να ζητούν από άλλες υπεύθυνες εθνικές αρχές ή επιχειρήσεις παροχής δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συναφείς εγκαταστάσεις ή συναφείς υπηρεσίες να υποβάλουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκτέλεση των καθηκόντων τους που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

Οι άλλες υπεύθυνες εθνικές αρχές ή οι επιχειρήσεις όπως αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο παρέχουν τις πληροφορίες αυτές αμέσως, κατόπιν αιτήματος και σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα και τον βαθμό λεπτομέρειας που απαιτείται.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ΕΡΑ και οι άλλες αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να εφαρμόζουν τα εν λόγω αιτήματα παροχής πληροφοριών επιβάλλοντας κατάλληλες, αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις.

Άρθρο 41

Σύστημα πληροφοριών και επικοινωνιών

1.   Η Υπηρεσία του BEREC καταρτίζει και διαχειρίζεται σύστημα πληροφοριών και επικοινωνιών με τουλάχιστον τις ακόλουθες λειτουργίες:

α)

κοινή πλατφόρμα ανταλλαγής πληροφοριών που παρέχει στον BEREC, στην Επιτροπή και στις ΕΡΑ τις απαραίτητες πληροφορίες για τη συνεπή εφαρμογή του ενωσιακού ρυθμιστικού πλαισίου για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες,

β)

ειδική διεπαφή για τα αιτήματα παροχής πληροφοριών και την κοινοποίηση των αιτημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 40, για πρόσβαση από τον BEREC, την Υπηρεσία του BEREC, την Επιτροπή και τις ΕΡΑ,

γ)

πλατφόρμα για τον έγκαιρο προσδιορισμό των αναγκών συντονισμού μεταξύ των ΕΡΑ.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει τις τεχνικές και λειτουργικές προδιαγραφές με σκοπό τη δημιουργία του συστήματος πληροφοριών και επικοινωνιών που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Το εν λόγω σύστημα υπόκειται στα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας και του απαιτούμενου βαθμού εμπιστευτικότητας.

3.   Το εν λόγω σύστημα πληροφοριών και επικοινωνιών καθίσταται λειτουργικό έως τις 21 Ιουνίου 2020.

Άρθρο 42

Δήλωση συμφερόντων

1.   Τα μέλη του ρυθμιστικού συμβουλίου και του διοικητικού συμβουλίου, ο διευθυντής, οι αποσπασμένοι εθνικοί εμπειρογνώμονες και το λοιπό προσωπικό που δεν απασχολείται από την Υπηρεσία του BEREC υποβάλλουν έκαστος γραπτή δήλωση στην οποία αναφέρουν τη δέσμευσή τους και την απουσία ή ύπαρξη οποιουδήποτε άμεσων ή έμμεσων συμφερόντων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ανεξαρτησία τους.

Οι εν λόγω δηλώσεις που υποβάλλονται όταν τα πρόσωπα αυτά αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους είναι ακριβείς και πλήρεις, και ενημερώνονται όποτε υπάρχει κίνδυνος να προκύψει άμεσο ή έμμεσο συμφέρον το οποίο μπορεί ενδεχομένως να θεωρηθεί ότι επηρεάζει την ανεξαρτησία των προσώπων που υποβάλλουν τη δήλωση.

Οι δηλώσεις που υποβάλλουν τα μέλη του ρυθμιστικού συμβουλίου, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και ο διευθυντής δημοσιεύονται.

2.   Τα μέλη του ρυθμιστικού συμβουλίου, του διοικητικού συμβουλίου και των ομάδων εργασίας, καθώς και άλλοι συμμετέχοντες στις συνεδριάσεις αυτών, ο διευθυντής, οι αποσπασμένοι εθνικοί εμπειρογνώμονες και το λοιπό προσωπικό που δεν απασχολείται από την Υπηρεσία του BEREC δηλώνουν έκαστος με ακρίβεια και πληρότητα το αργότερο κατά την έναρξη κάθε συνεδρίασης οποιαδήποτε συμφέροντα τα οποία μπορούν ενδεχομένως να επηρεάσουν την ανεξαρτησία τους σε σχέση με τα θέματα της ημερήσιας διάταξης και δεν συμμετέχουν στη συζήτηση και την ψηφοφορία επί των εν λόγω θεμάτων.

3.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο και το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζουν τους κανόνες για την πρόληψη και τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων και ιδίως για τις πρακτικές ρυθμίσεις όσον αφορά την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2.

Άρθρο 43

Καταπολέμηση της απάτης

1.   Για να διευκολύνει την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και άλλων παράνομων δραστηριοτήτων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23), η Υπηρεσία του BEREC προσχωρεί, έως τις 21 Ιουνίου 2019, στη διοργανική συμφωνία της 25ης Μαΐου 1999 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (24) και, βάσει του υποδείγματος που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της συμφωνίας αυτής, θεσπίζει κατάλληλες διατάξεις που θα ισχύουν για όλο το προσωπικό της Υπηρεσίας του BEREC.

2.   Το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει την εξουσία να διενεργεί λογιστικό έλεγχο, βάσει παραστατικών και επιτόπιων εξακριβώσεων, επί όλων των δικαιούχων επιχορηγήσεων, αντισυμβαλλομένων και υπεργολάβων που έλαβαν κονδύλια της Ένωσης μέσω της Υπηρεσίας του BEREC.

3.   Η OLAF μπορεί να διενεργεί έρευνες, μεταξύ άλλων με επιτόπιους ελέγχους και εξακριβώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις και διαδικασίες του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 και του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου (25), προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη απάτης, διαφθοράς ή άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης σε σχέση με συμφωνία επιδότησης ή απόφαση επιδότησης ή σύμβαση χρηματοδοτούμενη από την Υπηρεσία του BEREC.

4.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1, 2 και 3, οι συμφωνίες συνεργασίας με τρίτες χώρες και με διεθνείς οργανισμούς, οι συμβάσεις, οι συμφωνίες επιχορήγησης και οι αποφάσεις επιχορήγησης περιέχουν διατάξεις οι οποίες εξουσιοδοτούν ρητά το Ελεγκτικό Συνέδριο και την OLAF να διεξάγουν λογιστικούς ελέγχους και έρευνες, σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους.

Άρθρο 44

Ευθύνη

1.   Η συμβατική ευθύνη της Υπηρεσίας του BEREC διέπεται από το δίκαιο το οποίο διέπει την εκάστοτε σύμβαση.

2.   Αρμόδιο για την έκδοση αποφάσεων δυνάμει οποιασδήποτε ρήτρας διαιτησίας που περιλαμβάνεται σε σύμβαση που συνάπτει η Υπηρεσία του BEREC είναι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.   Σε περίπτωση εξωσυμβατικής ευθύνης, η Υπηρεσία του BEREC υποχρεούται να αποκαθιστά, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, κάθε ζημία που προκαλείται από τις υπηρεσίες ή το προσωπικό της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

4.   Αρμόδιο για την εκδίκαση των διαφορών αποζημίωσης για τις ζημίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 είναι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

5.   Η προσωπική ευθύνη των μελών του προσωπικού έναντι της Υπηρεσίας του BEREC διέπεται από τις αντίστοιχες διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ή του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

Άρθρο 45

Διοικητικές έρευνες

Οι δραστηριότητες του BEREC και της Υπηρεσίας του BEREC υπόκεινται στις έρευνες του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή σύμφωνα με το άρθρο 228 ΣΛΕΕ.

Άρθρο 46

Γλωσσικό καθεστώς

1.   Η Υπηρεσία του BEREC υπόκειται στον κανονισμό αριθ. 1 (26).

2.   Οι μεταφραστικές υπηρεσίες που απαιτούνται για τη λειτουργία της Υπηρεσίας του BEREC παρέχονται από το Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ X

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 47

Συμφωνία σχετικά με την έδρα και όροι λειτουργίας

1.   Οι ρυθμίσεις σχετικά με τη στέγαση της Υπηρεσίας του BEREC στο κράτος μέλος υποδοχής και τις εγκαταστάσεις που πρέπει να θέσει στη διάθεσή της το εν λόγω κράτος μέλος, καθώς και οι ειδικοί κανόνες που ισχύουν στο κράτος μέλος υποδοχής για τον διευθυντή, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, το προσωπικό της Υπηρεσίας του BEREC και τα μέλη των οικογενειών τους ορίζονται στο πλαίσιο συμφωνίας σχετικά με την έδρα η οποία συνάπτεται μεταξύ της Υπηρεσίας του BEREC και του κράτους μέλους υποδοχής, μόλις ληφθεί η έγκριση του διοικητικού συμβουλίου και το αργότερο έως τις 21 Δεκεμβρίου 2020.

2.   Το κράτος μέλος υποδοχής εξασφαλίζει τις απαραίτητες συνθήκες για την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία της Υπηρεσίας του BEREC, συμπεριλαμβανομένης της πολύγλωσσης και με ευρωπαϊκό προσανατολισμό σχολικής εκπαίδευσης και των κατάλληλων δρομολογίων των μέσων μεταφοράς.

Άρθρο 48

Αξιολόγηση

1.   Έως τις 21 Δεκεμβρίου 2023 και στη συνέχεια ανά πενταετία, η Επιτροπή διενεργεί αξιολόγηση, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της, προκειμένου να αξιολογήσει τις επιδόσεις του BEREC και της Υπηρεσίας του BEREC σε σχέση με τους στόχους, την εντολή, τα καθήκοντα και την τοποθεσία τους. Ειδικότερα, η αξιολόγηση εξετάζει την ενδεχόμενη ανάγκη τροποποίησης της δομής ή της εντολής του BEREC και της Υπηρεσίας του BEREC και τις δημοσιονομικές επιπτώσεις μιας τέτοιας τροποποίησης.

2.   Αν η Επιτροπή κρίνει ότι δεν δικαιολογείται πλέον η συνέχιση της λειτουργίας του BEREC ή της Υπηρεσίας του BEREC σε σχέση με τους προκαθορισμένους στόχους, την εντολή και τα καθήκοντά τους, μπορεί να εισηγηθεί αντιστοίχως την τροποποίηση ή την κατάργηση του παρόντος κανονισμού.

3.   Η Επιτροπή διαβιβάζει τα πορίσματα της αξιολόγησης της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και το διοικητικό συμβούλιο και δημοσιοποιεί τα εν λόγω πορίσματα.

Άρθρο 49

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Η Υπηρεσία του BEREC διαδέχεται την Υπηρεσία που ιδρύθηκε βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1211/2009 όσον αφορά κάθε κυριότητα, συμφωνίες, νομικές υποχρεώσεις, συμβάσεις εργασίας, χρηματοπιστωτικές υποχρεώσεις και ευθύνες.

Ειδικότερα, ο παρών κανονισμός δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του προσωπικού της Υπηρεσίας. Οι συμβάσεις τους μπορούν να ανανεωθούν δυνάμει του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό και σύμφωνα με τους δημοσιονομικούς περιορισμούς της Υπηρεσίας του BEREC.

2.   Από τις 20 Δεκεμβρίου 2018, ο διευθυντής διοίκησης που διορίζεται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1211/2009 ενεργεί ως διευθυντής με τα καθήκοντα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Δεν θίγονται οι λοιποί όροι της σύμβασης του διευθυντή διοίκησης.

3.   Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει να ανανεώσει τη θητεία του διευθυντή που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου για μία επιπλέον θητεία. Το άρθρο 32 παράγραφοι 5 και 6 εφαρμόζεται κατ’ αναλογία. Η σωρευτική θητεία του διευθυντή δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη.

4.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο και το διοικητικό συμβούλιο που αναφέρονται στα άρθρα 7 και 15 του παρόντος κανονισμού αποτελούνται από τα μέλη του ρυθμιστικού συμβουλίου και της επιτροπής διαχείρισης που αναφέρονται στα άρθρα 4 και 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1211/2009 έως τον διορισμό νέων αντιπροσώπων.

5.   Οι πρόεδροι και οι αντιπρόεδροι του ρυθμιστικού συμβουλίου και της επιτροπής διαχείρισης οι οποίοι έχουν διορισθεί με βάση τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1211/2009 παραμένουν σε υπηρεσία ως πρόεδρος και αντιπρόεδροι του ρυθμιστικού συμβουλίου κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 10 του παρόντος κανονισμού και ως πρόεδρος και αναπληρωτές πρόεδροι του διοικητικού συμβουλίου κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 17 του παρόντος κανονισμού για το υπόλοιπο της μονοετούς θητείας τους. Εξακολουθούν να ισχύουν οι διορισμοί των προέδρων και των αντιπροέδρων του ρυθμιστικού συμβουλίου και της επιτροπής διαχείρισης βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1211/2009 που πραγματοποιήθηκαν πριν από τις 20 Δεκεμβρίου 2018, έχουν όμως διάρκεια και μετά την εν λόγω ημερομηνία.

6.   Η διαδικασία απαλλαγής ως προς τον προϋπολογισμό που έχει εγκριθεί βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1211/2009 διεξάγεται σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στον εν λόγω κανονισμό.

Άρθρο 50

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2120

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2015/2120 τροποποιείται ως εξής:

1)

Ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2120 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, για τη θέσπιση μέτρων σχετικά με την πρόσβαση στο ανοικτό διαδίκτυο και τα τέλη λιανικής για τις ρυθμιζόμενες ενδοενωσιακές επικοινωνίες και για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/22/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 531/2012».

2)

Στο άρθρο 1 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει επίσης κοινούς κανόνες για να διασφαλιστεί ότι δεν χρεώνονται υπερβολικές τιμές στους καταναλωτές για διαπροσωπικές επικοινωνίες βάσει αριθμών που ξεκινούν από το κράτος μέλος του εγχώριου παρόχου του καταναλωτή και καταλήγουν σε οποιονδήποτε αριθμό σταθερού ή κινητού τηλεφώνου σε άλλο κράτος μέλος.».

3)

Στο άρθρο 2 δεύτερο εδάφιο προστίθενται τα ακόλουθα σημεία:

«3)   “ρυθμιζόμενες ενδοενωσιακές επικοινωνίες”: κάθε υπηρεσία διαπροσωπικών επικοινωνιών βάσει αριθμών που ξεκινούν από το κράτος μέλος του εγχώριου παρόχου του καταναλωτή και καταλήγουν σε οποιονδήποτε αριθμό σταθερού ή κινητού τηλεφώνου του εθνικού σχεδίου αριθμοδότησης άλλου κράτους μέλους και που χρεώνονται εξολοκλήρου ή εν μέρει βάσει της πραγματικής κατανάλωσης,

4)   “υπηρεσία διαπροσωπικών επικοινωνιών βάσει αριθμών”: κάθε υπηρεσία διαπροσωπικών επικοινωνιών βάσει αριθμών όπως καθορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 6) της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1).

(*1)  Οδηγία (ΕΕ) 2018/1972 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Κώδικα Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών (ΕΕ L 321 της 17.12.2018, σ. 36).»."

4)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 5α

Τέλη λιανικής για τις ρυθμιζόμενες ενδοενωσιακές επικοινωνίες

1.   Από τις 15 Μαΐου 2019, οι τιμές λιανικής (χωρίς ΦΠΑ) που χρεώνονται στους καταναλωτές για ρυθμιζόμενες ενδοενωσιακές επικοινωνίες δεν υπερβαίνουν το όριο των 0,19 EUR ανά λεπτό για κλήσεις και 0,06 EUR ανά μήνυμα SMS.

2.   Παρά τις οριζόμενες στην παράγραφο 1 υποχρεώσεις, οι πάροχοι ρυθμιζόμενων ενδοενωσιακών επικοινωνιών μπορούν να προσφέρουν επιπλέον, και οι καταναλωτές μπορούν να επιλέγουν ρητά, τιμολόγιο διεθνών επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένων ρυθμιζόμενων ενδοενωσιακών επικοινωνιών διαφορετικών από των εν λόγω καθοριζόμενων σύμφωνα με την παράγραφο 1, βάσει του οποίου οι καταναλωτές επωφελούνται από διαφορετικό τιμολόγιο για τις ρυθμιζόμενες ενδοενωσιακές επικοινωνίες σε σχέση με εκείνο που θα ίσχυε εάν δεν είχαν την εν λόγω επιλογή. Προτού οι καταναλωτές επιλέξουν διαφορετικό τιμολόγιο, ο πάροχος των ρυθμιζόμενων ενδοενωσιακών επικοινωνιών τους ενημερώνει σχετικά με τη φύση των πλεονεκτημάτων που πρόκειται να απωλέσουν εάν προβούν στην επιλογή αυτή.

3.   Εάν τιμολόγιο ρυθμιζόμενης ενδοενωσιακής επικοινωνίας, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2, υπερβαίνει τα ανώτατα όρια που ορίζονται στην παράγραφο 1, τότε οι καταναλωτές οι οποίοι δεν έχουν επιβεβαιώσει ή εκφράσει, εντός διμήνου από τις 15 Μαΐου 2019, επιλογή υπέρ οποιουδήποτε τιμολογίου όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2, λαμβάνουν αυτόματα τα τιμολόγια της όπως ορίζεται στην παράγραφο 1.

4.   Οι καταναλωτές μπορούν να επιλέξουν τη μεταφορά από ή προς τιμολόγιο καθοριζόμενο όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, εντός μιας εργάσιμης ημέρας από την παραλαβή του αιτήματος από τον πάροχο, χωρίς χρέωση, και οι πάροχοι διασφαλίζουν ότι η εν λόγω μεταφορά δεν συνεπάγεται όρους ή περιορισμούς όσον αφορά άλλα στοιχεία των συνδρομών πλην των ρυθμιζόμενων ενδοενωσιακών επικοινωνιών.

5.   Εάν οι μέγιστες τιμές όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1 εκφράζονται σε νομίσματα εκτός του ευρώ, τα αρχικά όρια υπολογίζονται στα νομίσματα αυτά με βάση τις μέσες συναλλαγματικές ισοτιμίες αναφοράς που δημοσιεύονται στις 15 Ιανουαρίου 2019, στις 15 Φεβρουαρίου 2019 και στις 15 Μαρτίου 2019 από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα όρια σε νομίσματα εκτός του ευρώ αναθεωρούνται ετησίως αρχής γενομένης από το 2020. Τα ετησίως αναθεωρούμενα όρια στα συγκεκριμένα νομίσματα ισχύουν από τις 15 Μαΐου με τη χρήση των μέσων συναλλαγματικών ισοτιμιών αναφοράς που δημοσιεύονται στις 15 Ιανουαρίου, στις 15 Φεβρουαρίου και στις 15 Μαρτίου του ίδιου έτους.

6.   Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές παρακολουθούν τις εξελίξεις στην αγορά και στις τιμές των ρυθμιζόμενων ενδοενωσιακών επικοινωνιών και υποβάλλουν έκθεση στην Επιτροπή.

Σε περίπτωση που ο πάροχος ρυθμιζόμενων ενδοενωσιακών επικοινωνιών διαπιστώσει ότι, λόγω ειδικών και εξαιρετικών περιστάσεων που τον διακρίνουν από την πλειονότητα των άλλων ενωσιακών παρόχων, η εφαρμογή του ανώτατου ορίου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 θα είχε σημαντικό αντίκτυπο στην ικανότητα του εν λόγω παρόχου να διατηρήσει τις ισχύουσες τιμές του για τις εγχώριες επικοινωνίες, δύναται να παραχωρείται από εθνική ρυθμιστική αρχή, κατόπιν αιτήσεως του εν λόγω παρόχου, παρέκκλιση από την παράγραφο 1 μόνο στον βαθμό που απαιτείται και για ανανεώσιμο διάστημα ενός έτους. Η εκτίμηση της βιωσιμότητας του εγχώριου τύπου χρέωσης βασίζεται σε συναφείς αντικειμενικούς παράγοντες συγκεκριμένους για τον πάροχο ρυθμιζόμενων ενδοενωσιακών επικοινωνιών, καθώς και στο επίπεδο των εθνικών τιμών και εισοδημάτων.

Εφόσον ο αιτών πάροχος παράσχει τα απαιτούμενα αποδεικτικά στοιχεία, η εθνική ρυθμιστική αρχή καθορίζει το μέγιστο επίπεδο τιμών που υπερβαίνει το ένα ή και τα δύο ανώτατα όρια που καθορίζονται στην παράγραφο 1 και που θα ήταν απολύτως αναγκαίο για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του εγχώριου τύπου χρεώσεων του παρόχου. Ο BEREC εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις παραμέτρους που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές κατά την αξιολόγησή τους.».

5)

Στο άρθρο 6 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες περί κυρώσεων σε περίπτωση παράβασης του άρθρου 5α και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλιστεί η εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τους κανόνες και τα μέτρα που θεσπίζονται για να εξασφαλισθεί η εφαρμογή του άρθρου 5α έως τις 15 Μαΐου 2019 και κοινοποιούν στην Επιτροπή χωρίς καθυστέρηση κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.».

6)

Στο άρθρο 10, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5.   Το άρθρο 5α παύει να ισχύει στις 14 Μαΐου 2024.».

Άρθρο 51

Κατάργηση

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1211/2009 καταργείται.

Οι παραπομπές στον καταργηθέντα κανονισμό νοούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος.

Άρθρο 52

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 11 Δεκεμβρίου 2018.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

J. BOGNER-STRAUSS


(1)  ΕΕ C 125 της 21.4.2017, σ. 65.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Νοεμβρίου 2018 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 4ης Δεκεμβρίου 2018.

(3)  Οδηγία (ΕΕ) 2018/1972 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Κώδικα Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών (βλέπε σελίδα 36 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 531/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2012, για την περιαγωγή σε δημόσια δίκτυα κινητών επικοινωνιών εντός της Ένωσης (ΕΕ L 172 της 30.6.2012, σ. 10).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2120 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, για τη θέσπιση μέτρων σχετικά με την πρόσβαση στο ανοικτό διαδίκτυο και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/22/ΕΚ για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 531/2012 για την περιαγωγή σε δημόσια δίκτυα κινητών επικοινωνιών εντός της Ένωσης (ΕΕ L 310 της 26.11.2015, σ. 1).

(6)  Απόφαση 2002/627/ΕΚ της Επιτροπής, της 29ης Ιουλίου 2002, σχετικά με τη σύσταση της ομάδας των ευρωπαϊκών ρυθμιστικών αρχών για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (ΕΕ L 200 της 30.7.2002, σ. 38).

(7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1211/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, για την ίδρυση του Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (BEREC) και της Υπηρεσίας (ΕΕ L 337 της 18.12.2009, σ. 1).

(8)  Απόφαση η οποία ελήφθη κατόπιν κοινής συμφωνίας των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών, της 31ης Μαΐου 2010, σχετικά με την έδρα της Υπηρεσίας του Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (BEREC) (2010/349/ΕΕ) (ΕΕ L 156 της 23.6.2010, σ. 12).

(9)  Απόφαση 2002/622/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Ιουλίου 2002, σχετικά με τη σύσταση ομάδας για την πολιτική ραδιοφάσματος (ΕΕ L 198 της 27.7.2002, σ. 49).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

(12)  Οδηγία 2010/13/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2010, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων (οδηγία για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων) (ΕΕ L 95 της 15.4.2010, σ. 1).

(13)  Κανονισμός (EE) αριθ. 526/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, σχετικά με τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών (ENISA) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 460/2004 (ΕΕ L 165 της 18.6.2013, σ. 41).

(14)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 912/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2010, για τη σύσταση Οργανισμού του ευρωπαϊκού GNSS, την ακύρωση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1321/2004 σχετικά με τη δημιουργία δομών διαχείρισης για τα ευρωπαϊκά προγράμματα δορυφορικής ραδιοπλοήγησης και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 683/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 276 της 20.10.2010, σ. 11).

(15)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών («κανονισμός για τη συνεργασία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών») (ΕΕ L 364 της 9.12.2004, σ. 1).

(16)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1271/2013 της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 2013, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού-πλαισίου για τους οργανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 208 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 328 της 7.12.2013, σ. 42).

(17)  ΕΕ C 373 της 20.12.2013, σ. 1.

(18)  Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου της 29ης Φεβρουαρίου 1968 περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής (ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1 — ελληνική ειδική έκδοση: κεφάλαιο 01 τόμος 001 σ. 108).

(19)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014, και την απόφαση αριθ. 541/2014/ΕΕ και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ L 193 της 30.7.2018, σ. 1).

(20)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43).

(21)  Απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/443 της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2015, σχετικά με την ασφάλεια στην Επιτροπή (ΕΕ L 72 της 17.3.2015, σ. 41).

(22)  Απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/444 της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2015, σχετικά με τους κανόνες ασφαλείας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ (ΕΕ L 72 της 17.3.2015, σ. 53).

(23)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 248 της 18.9.2013, σ. 1).

(24)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 15.

(25)  Κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες (ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 2).

(26)  Κανονισμός αριθ. 1 του Συμβουλίου περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ 17 της 6.10.1958, σ. 385 — ελληνική ειδική έκδοση: κεφάλαιο 01 τόμος 001 σ. 14).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Πίνακας αντιστοιχίας

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1211/2009

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 3 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 3 παράγραφοι 2 και 3

Άρθρο 1 παράγραφος 4

Άρθρο 3 παράγραφος 4 και άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β)

Άρθρο 2

Άρθρο 4

Άρθρο 3

Άρθρο 4

Άρθρο 4 παράγραφος 1

Άρθρο 6

Άρθρο 4 παράγραφος 2

Άρθρο 7 παράγραφοι 1, 2 και 4, άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 4 παράγραφος 3

Άρθρο 11 παράγραφοι 4 και 5 και άρθρο 36

Άρθρο 4 παράγραφος 4

Άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 4 παράγραφος 5

Άρθρο 10 παράγραφος 4

Άρθρο 4 παράγραφος 6

Άρθρο 11

Άρθρο 4 παράγραφος 7

Άρθρο 13

Άρθρο 4 παράγραφος 8

Άρθρο 7 παράγραφος 4

Άρθρο 4 παράγραφος 9

Άρθρο 12 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 4 παράγραφος 10

Άρθρο 12 παράγραφος 3

Άρθρο 4 παράγραφος 11

Άρθρο 5

Άρθρο 5

Άρθρο 4

Άρθρο 6 παράγραφος 1

Άρθρο 2 παράγραφος 1

Άρθρο 6 παράγραφος 2

Άρθρο 5

Άρθρο 6 παράγραφος 3

Άρθρο 14 παράγραφος 1

Άρθρο 6 παράγραφος 4

Άρθρο 2 παράγραφος 2

Άρθρο 6 παράγραφος 5

Άρθρα 20 και 31

Άρθρο 7 παράγραφος 1

Άρθρο 15 παράγραφος 1

Άρθρο 7 παράγραφος 2

Άρθρο 32

Άρθρο 7 παράγραφος 3

Άρθρο 20 παράγραφος 6

Άρθρο 7 παράγραφος 4

Άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο ια)

Άρθρο 7 παράγραφος 5

Άρθρο 13

Άρθρο 8

Άρθρο 32

Άρθρο 9

Άρθρο 20

Άρθρο 10 παράγραφος 1

Άρθρα 30 και 34

Άρθρο 10 παράγραφος 2

Άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο ι)

Άρθρο 10 παράγραφος 3

Άρθρο 16 παράγραφος 2

Άρθρο 10 παράγραφος 4

Άρθρο 33

Άρθρο 11

Άρθρο 25

Άρθρο 12

Άρθρο 24

Άρθρο 13

Άρθρο 26

Άρθρο 14

Άρθρο 15

Άρθρο 29

Άρθρο 16

Άρθρο 43

Άρθρο 17

Άρθρο 4 παράγραφος 5

Άρθρο 18

Άρθρο 37

Άρθρο 19

Άρθρα 39 και 40

Άρθρο 20

Άρθρο 38

Άρθρο 21

Άρθρο 42

Άρθρο 22

Άρθρο 36

Άρθρο 23

Άρθρο 34

Άρθρο 24

Άρθρο 44

Άρθρο 25

Άρθρο 48

Άρθρο 26

Άρθρο 52


ΟΔΗΓΙΕΣ

17.12.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 321/36


ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2018/1972 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 11ης Δεκεμβρίου 2018

για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Κώδικα Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών

(Αναδιατύπωση)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2002/19/ΕΚ (4), 2002/20/ΕΚ (5), 2002/21/ΕΚ (6) και 2002/22/ΕΚ (7) έχουν τροποποιηθεί ουσιωδώς. Με την ευκαιρία περαιτέρω τροποποιήσεων, οι οδηγίες αυτές θα πρέπει να αναδιατυπωθούν για λόγους σαφήνειας.

(2)

Η λειτουργία των πέντε οδηγιών που είναι μέρος του υφιστάμενου ρυθμιστικού πλαισίου για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, δηλαδή των οδηγιών 2002/19/ΕΚ, 2002/20/ΕΚ, 2002/21/ΕΚ και 2002/22/ΕΚ, καθώς και της οδηγίας 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), υπόκειται σε τακτική επανεξέταση από την Επιτροπή, με σκοπό ιδίως να καθοριστεί κατά πόσο υπάρχει ανάγκη τροποποίησης μέσα από το πρίσμα των τεχνολογικών εξελίξεων και των εξελίξεων στην αγορά.

(3)

Στην ανακοίνωσή της της 6ης Μαΐου 2015 για τον καθορισμό μιας στρατηγικής για την ψηφιακή ενιαία αγορά της Ευρώπης, η Επιτροπή δήλωσε ότι η αναθεώρηση του πλαισίου για τις τηλεπικοινωνίες θα έδινε έμφαση σε μέτρα που αποσκοπούν στην παροχή κινήτρων για επενδύσεις σε ευρυζωνικά δίκτυα υψηλής ταχύτητας, προσφέρουν πιο συνεπή προσέγγιση της εσωτερικής αγοράς όσον αφορά την πολιτική και τη διαχείριση του ραδιοφάσματος, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για γνήσια εσωτερική αγορά με την αντιμετώπιση του κατακερματισμού των κανονιστικών ρυθμίσεων, διασφαλίζουν αποτελεσματική προστασία των καταναλωτών, ισότιμους όρους ανταγωνισμού για όλους τους παράγοντες της αγοράς και συνεπή εφαρμογή των κανόνων, καθώς επίσης παρέχουν πιο αποτελεσματικό ρυθμιστικό θεσμικό πλαίσιο.

(4)

Η παρούσα οδηγία αποτελεί μέρος του ελέγχου «καταλληλότητας του ρυθμιστικού πλαισίου» (REFIT), το πεδίο εφαρμογής του οποίου περιλαμβάνει τέσσερις οδηγίες, δηλαδή τις 2002/19/ΕΚ, 2020/20/ΕΚ, 2002/21/ΕΚ και 2002/22/ΕΚ, και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1211/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9). Καθεμία από τις εν λόγω οδηγίες περιέχει μέτρα που εφαρμόζονται για τους παρόχους δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, σύμφωνα με τη ρυθμιστική ιστορία του κλάδου, κατά την οποία οι επιχειρήσεις ήταν καθετοποιημένες, δηλαδή δραστηριοποιούνταν στην παροχή τόσο δικτύων όσο και υπηρεσιών. Η αναθεώρηση προσφέρει την ευκαιρία για αναδιατύπωση των τεσσάρων οδηγιών ώστε να απλουστευθεί η τρέχουσα διάρθρωση με σκοπό την ενίσχυση της συνέπειας και της προσβασιμότητάς της σχετικά με τον στόχο REFIT. Παρέχει επίσης τη δυνατότητα να προσαρμοστεί η διάρθρωση στη νέα πραγματικότητα της αγοράς, όπου η παροχή υπηρεσιών επικοινωνιών δεν αποτελεί πλέον κατ’ ανάγκη δέσμη με την παροχή δικτύου. Όπως προβλέπεται στη διοργανική συμφωνία της 28ης Νοεμβρίου 2001, για μια πλέον συστηματοποιημένη χρήση της τεχνικής της αναδιατύπωσης των νομικών πράξεων (10), η αναδιατύπωση συνίσταται στην έκδοση νέας νομικής πράξης που ενσωματώνει σε ενιαίο κείμενο τόσο τις τροποποιήσεις ουσίας που επιφέρει σε προϋπάρχουσα πράξη, όσο και τις διατάξεις της τελευταίας που παραμένουν αμετάβλητες. Η πρόταση αναδιατύπωσης αφορά τις τροποποιήσεις ουσίας που επιφέρει επί της προϋπάρχουσας πράξης και, επικουρικά, περιλαμβάνει την κωδικοποίηση των αμετάβλητων διατάξεων της προϋπάρχουσας πράξης με τις εν λόγω τροποποιήσεις ουσίας.

(5)

Η παρούσα οδηγία δημιουργεί νομικό πλαίσιο για την εξασφάλιση της ελευθερίας παροχής δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, μόνο υπό τους όρους που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία και τους τυχόν περιορισμούς που συνάδουν προς το άρθρο 52 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), ιδίως τα μέτρα που αφορούν τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια και τη δημόσια υγεία, και προς το άρθρο 52 παράγραφος 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («Χάρτης»).

(6)

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τη δυνατότητα κάθε κράτους μέλους να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της προστασίας των ουσιαστικών συμφερόντων του στον τομέα της ασφάλειας και για την εξασφάλιση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, καθώς και για να διευκολύνει τη διερεύνηση, εξιχνίαση και δίωξη εγκλημάτων, λαμβάνοντας υπόψη ότι οποιοσδήποτε περιορισμός της άσκησης δικαιωμάτων ή ελευθεριών που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη, ιδίως από τα άρθρα 7, 8 και 11 αυτού, όπως περιορισμοί σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων, πρέπει να προβλέπονται από τον νόμο, να σέβονται την ουσία των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών και να υπόκεινται στην αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με το άρθρο 52 παράγραφος 1 του Χάρτη.

(7)

Η σύγκλιση στους κλάδους των τηλεπικοινωνιών, των μέσων επικοινωνίας και της τεχνολογίας των πληροφοριών σημαίνει ότι όλα τα δίκτυα και οι υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών θα πρέπει να διέπονται, κατά το δυνατό, από ενιαίο ευρωπαϊκό κώδικα ηλεκτρονικών επικοινωνιών που έχει θεσπιστεί μέσω ενιαίας οδηγίας, με εξαίρεση τα ζητήματα τα οποία αντιμετωπίζονται καλύτερα με άμεσα εφαρμοστέους κανόνες που έχουν θεσπιστεί μέσω κανονισμών. Είναι απαραίτητο να διαχωριστεί η ρύθμιση των δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών από τη ρύθμιση του περιεχομένου. Ως εκ τούτου, η παρούσα οδηγία δεν καλύπτει το περιεχόμενο υπηρεσιών που παρέχονται μέσω δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών που χρησιμοποιούν υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως το ραδιοτηλεοπτικά εκπεμπόμενο περιεχόμενο, οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και ορισμένες υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας, και δεν συνιστά εμπόδιο για μέτρα που λαμβάνονται, σε ενωσιακό ή εθνικό επίπεδο, σχετικά με τις εν λόγω υπηρεσίες, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, με σκοπό την προώθηση της πολιτισμικής και γλωσσικής πολυμορφίας και τη διασφάλιση της υπεράσπισης του πλουραλισμού των μέσων ενημέρωσης. Το περιεχόμενο των τηλεοπτικών προγραμμάτων καλύπτεται από την οδηγία 2010/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11). Η κανονιστική ρύθμιση της πολιτικής στον οπτικοακουστικό τομέα και του περιεχομένου του αποσκοπούν στην επίτευξη στόχων γενικού ενδιαφέροντος, όπως είναι η ελευθερία της έκφρασης, η πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης, η αμεροληψία, η πολιτιστική και γλωσσική πολυμορφία, η κοινωνική ένταξη, η προστασία των καταναλωτών και η προστασία των ανηλίκων. Η διάκριση μεταξύ της ρύθμισης των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και της ρύθμισης του περιεχομένου δεν εμποδίζει να λαμβάνονται υπόψη οι δεσμοί που υπάρχουν μεταξύ τους, ιδίως όσον αφορά τη διασφάλιση του πλουραλισμού των μέσων ενημέρωσης, της πολιτισμικής πολυμορφίας και της προστασίας του καταναλωτή. Εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων τους, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συμβάλλουν στη διασφάλιση της εφαρμογής πολιτικών που αποσκοπούν στην προαγωγή των στόχων αυτών.

(8)

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την εφαρμογή στον ραδιοεξοπλισμό της οδηγίας 2014/53/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12), αλλά καλύπτει τον ραδιοφωνικό εξοπλισμό αυτοκινήτων και τους καταναλωτικούς ραδιοφωνικούς δέκτες, καθώς και τον ψηφιακό τηλεοπτικό εξοπλισμό ευρείας κατανάλωσης.

(9)

Για να μπορούν οι εθνικές ρυθμιστικές και άλλες αρμόδιες αρχές να ανταποκριθούν στους στόχους που έχουν ορισθεί στην παρούσα οδηγία, ιδίως όσον αφορά τη διατερματική διαλειτουργικότητα, το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας θα πρέπει να καλύψει ορισμένες πτυχές του ραδιοεξοπλισμού όπως ορίζονται στην οδηγία 2014/53/ΕΕ και του καταναλωτικού εξοπλισμού που χρησιμοποιείται στην ψηφιακή τηλεόραση, ώστε να διευκολυνθεί η πρόσβαση των τελικών χρηστών με αναπηρίες. Είναι σημαντικό οι εθνικές ρυθμιστικές και άλλες αρμόδιες αρχές να ενθαρρύνουν τη συνεργασία μεταξύ των φορέων εκμετάλλευσης δικτύων και των κατασκευαστών εξοπλισμού για να διευκολύνεται η πρόσβαση των τελικών χρηστών με αναπηρίες στις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Η μη αποκλειστική χρήση του ραδιοφάσματος για την αυτοχρησιμοποίηση ραδιοφωνικού τερματικού εξοπλισμού, παρόλο που δεν συνδέεται με οικονομική δραστηριότητα, θα πρέπει επίσης να διέπεται από την παρούσα οδηγία, ώστε να διασφαλίζεται συντονισμένη προσέγγιση όσον αφορά το καθεστώς αδειοδότησής τους.

(10)

Ορισμένες υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών δυνάμει της παρούσας οδηγίας θα μπορούσαν επίσης να εμπίπτουν στο πεδίο του ορισμού της «υπηρεσίας της κοινωνίας των πληροφοριών» που προβλέπεται στο άρθρο 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13). Οι διατάξεις της εν λόγω οδηγίας που διέπουν τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών εφαρμόζονται στις εν λόγω υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών στον βαθμό που η παρούσα οδηγία ή άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης δεν περιέχουν ειδικότερες διατάξεις οι οποίες εφαρμόζονται σε υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Ωστόσο, υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών όπως οι υπηρεσίες φωνητικής τηλεφωνίας, οι υπηρεσίες ανταλλαγής μηνυμάτων και οι υπηρεσίες ηλεκτρονικού ταχυδρομείου καλύπτονται από την παρούσα οδηγία. H ίδια επιχείρηση, παραδείγματος χάριν ένας πάροχος υπηρεσίας διαδικτύου, μπορεί να προσφέρει ταυτόχρονα μια υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως η πρόσβαση στο διαδίκτυο, και υπηρεσίες που δεν καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, όπως η παροχή περιεχομένου στο διαδίκτυο και όχι σχετικού με τις επικοινωνίες.

(11)

Η ίδια επιχείρηση, π.χ. ένας φορέας εκμετάλλευσης καλωδιακής τηλεόρασης, μπορεί να προσφέρει τόσο υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως τη διαβίβαση τηλεοπτικών σημάτων, όσο και υπηρεσίες που δεν καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, όπως την εμπορία προσφοράς υπηρεσιών ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού περιεχομένου, και, συνεπώς, είναι δυνατόν να επιβληθούν πρόσθετες υποχρεώσεις στην εν λόγω επιχείρηση σε σχέση με τις δραστηριότητές της ως παρόχου ή διανομέα περιεχομένου, σύμφωνα με διατάξεις πλην εκείνων που περιέχονται στην παρούσα οδηγία, με την επιφύλαξη των όρων που προβλέπονται σε παράρτημα της παρούσας οδηγίας.

(12)

Το ρυθμιστικό πλαίσιο θα πρέπει να καλύπτει τη χρήση του ραδιοφάσματος από όλα τα δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένης της αναδυόμενης αυτοχρησιμοποίησης του ραδιοφάσματος από νέα είδη δικτύων αποτελούμενα αποκλειστικά από αυτόνομα συστήματα κινητού ραδιοεξοπλισμού που συνδέεται μέσω ασύρματων συνδέσεων χωρίς κεντρική διαχείριση ή κεντρικό φορέα εκμετάλλευσης δικτύου, και όχι κατ’ ανάγκη στο πλαίσιο άσκησης οποιασδήποτε συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας. Στο αναπτυσσόμενο περιβάλλον ασύρματων επικοινωνιών 5G, τα εν λόγω δίκτυα ενδέχεται να αναπτυχθούν ιδίως εκτός κτιρίων και στις οδούς, για τις μεταφορές, την ενέργεια, την έρευνα και ανάπτυξη, την ηλεκτρονική υγεία, την πολιτική προστασία και αρωγή σε περίπτωση καταστροφών, το διαδίκτυο των πραγμάτων, τις επικοινωνίες από μηχανή σε μηχανή και τα συνδεδεμένα αυτοκίνητα. Ως εκ τούτου, η εφαρμογή από τα κράτη μέλη, βάσει του άρθρου 7 της οδηγίας 2014/53/ΕΕ, πρόσθετων εθνικών απαιτήσεων σχετικά με τη θέση σε λειτουργία ή τη χρήση του εν λόγω ραδιοεξοπλισμού ή και τα δύο, όσον αφορά την αποτελεσματική και αποδοτική χρήση του ραδιοφάσματος και την αποφυγή επιβλαβών παρεμβολών, θα πρέπει να αντικατοπτρίζει τις αρχές της εσωτερικής αγοράς.

(13)

Οι απαιτήσεις σχετικά με τις χωρητικότητες των δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών αυξάνονται διαρκώς. Ενώ στο παρελθόν η έμφαση δινόταν κυρίως στο αυξανόμενο συνολικό διαθέσιμο εύρος ζώνης και για κάθε μεμονωμένο χρήστη, άλλες παράμετροι, όπως ο χρόνος αναμονής, η διαθεσιμότητα και η αξιοπιστία, αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία. Η σημερινή απάντηση στην εν λόγω ζήτηση είναι η τοποθέτηση της οπτικής ίνας όλο και πλησιέστερα προς τον χρήστη και τα μελλοντικά «δίκτυα πολύ υψηλής χωρητικότητας» απαιτούν παραμέτρους επιδόσεων που ισοδυναμούν με τις επιδόσεις τις οποίες είναι σε θέση να επιτύχει ένα δίκτυο βασισμένο σε στοιχεία οπτικών ινών τουλάχιστον μέχρι το σημείο διανομής στην τοποθεσία εξυπηρέτησης. Στην περίπτωση σύνδεσης σταθερής τηλεφωνίας, αυτό αντιστοιχεί, με επιδόσεις δικτύου ισοδύναμες με αυτές που είναι δυνατό να επιτευχθούν με την εγκατάσταση οπτικών ινών έως ένα κτίριο πολλαπλών κατοικιών, το οποίο θεωρείται ως τοποθεσία εξυπηρέτησης. Στην περίπτωση ασύρματης σύνδεσης, αυτό αντιστοιχεί με επιδόσεις δικτύου παρόμοιες με εκείνες που είναι δυνατό να επιτευχθούν με βάση την εγκατάσταση οπτικών ινών έως τον σταθμό βάσης, ο οποίος θεωρείται ως τοποθεσία εξυπηρέτησης. Οι διαφορές στην εμπειρία των τελικών χρηστών που οφείλονται στα διαφορετικά χαρακτηριστικά του μέσου διά του οποίου το δίκτυο συνδέεται τελικά με το σημείο τερματισμού του δικτύου δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να διαπιστωθεί αν ένα ασύρματο δίκτυο θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι παρέχει παρόμοιες επιδόσεις δικτύου ή όχι. Σύμφωνα με την αρχή της ουδετερότητας της τεχνολογίας, δεν θα πρέπει να αποκλείονται άλλες τεχνολογίες και μέσα μετάδοσης, στην περίπτωση που είναι συγκρίσιμα με αυτό το βασικό σενάριο ως προς τις ικανότητές τους. Η ανάπτυξη των εν λόγω «δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας» είναι πιθανό να αυξήσει περαιτέρω τις ικανότητες των δικτύων και θα προλειάνει το έδαφος για την ανάπτυξη των μελλοντικών γενεών ασύρματων δικτύων που θα βασίζονται σε ενισχυμένες ραδιοδιεπαφές και πιο συμπυκνωμένη αρχιτεκτονική δικτύου.

(14)

Οι ορισμοί είναι ανάγκη να προσαρμοστούν ώστε να εξασφαλιστεί ότι είναι σύμφωνοι με την αρχή της ουδετερότητας της τεχνολογίας και να συμβαδίζουν με τις τεχνολογικές εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένων νέων μορφών διαχείρισης δικτύων, όπως μέσω εξομοίωσης λογισμικού ή δικτύων καθοριζόμενων από λογισμικό. Οι τεχνολογικές εξελίξεις και οι εξελίξεις στην αγορά έχουν στρέψει τα δίκτυα προς την τεχνολογία πρωτοκόλλου διαδικτύου (IP) και έδωσαν στους τελικούς χρήστες τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ ενός συνόλου ανταγωνιζόμενων παρόχων φωνητικής υπηρεσίας. Κατά συνέπεια, ο όρος «διαθέσιμη στο κοινό τηλεφωνική υπηρεσία», που χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά στην οδηγία 2002/22/ΕΚ και θεωρείται ευρέως ότι αναφέρεται στις παραδοσιακές αναλογικές τηλεφωνικές υπηρεσίες, θα πρέπει να αντικατασταθεί από τον πιο σύγχρονο και τεχνολογικά ουδέτερο όρο «υπηρεσία φωνητικών επικοινωνών». Θα πρέπει να διαχωρίζονται οι όροι παροχής μιας υπηρεσίας από τα στοιχεία που πραγματικά ορίζουν μια υπηρεσία φωνητικών επικοινωνιών, δηλαδή μια υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών διαθέσιμη στο κοινό για τη δημιουργία και τη λήψη, άμεσα ή έμμεσα, εθνικών ή εθνικών και διεθνών κλήσεων μέσω αριθμού ή αριθμών που υπάρχουν σε εθνικό ή διεθνές σχέδιο αριθμοδότησης, είτε η υπηρεσία αυτή βασίζεται σε τεχνολογία μεταγωγής δικτύου είτε πακετομεταγωγής. Μια τέτοια υπηρεσία είναι εκ φύσεως αμφίδρομη και παρέχει δυνατότητα επικοινωνίας σε αμφότερα τα μέρη. Η υπηρεσία η οποία δεν πληροί όλους αυτούς τους όρους, όπως, για παράδειγμα, μια εφαρμογή που ενεργοποιείται με το «ποντίκι» σε μια ιστοθέση εξυπηρέτησης πελατών, δεν θεωρείται τέτοια υπηρεσία. Οι υπηρεσίες φωνητικών επικοινωνιών περιλαμβάνουν επίσης μέσα επικοινωνίας τα οποία προορίζονται ειδικά για τους τελικούς χρήστες με αναπηρίες που χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες μεταφοράς κειμένου ή πλήρους συνομιλίας.

(15)

Οι υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται για σκοπούς επικοινωνιών και τα τεχνικά μέσα πραγματοποίησής τους έχουν εξελιχθεί σε μεγάλο βαθμό. Οι τελικοί χρήστες υποκαθιστούν όλο και περισσότερο τις παραδοσιακές υπηρεσίες φωνητικής τηλεφωνίας, γραπτών μηνυμάτων (SMS) και μεταφοράς ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με λειτουργικά ισοδύναμες επιγραμμικές υπηρεσίες όπως η φωνή μέσω IP, οι υπηρεσίες ανταλλαγής μηνυμάτων και οι υπηρεσίες ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μέσω διαδικτύου. Προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι τελικοί χρήστες και τα δικαιώματά τους τυγχάνουν αποτελεσματικής και ισότιμης προστασίας όταν χρησιμοποιούν λειτουργικά ισοδύναμες υπηρεσίες, ένας ορισμός των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών με μελλοντική προοπτική δεν θα πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά σε τεχνικές παραμέτρους, αλλά μάλλον να στηρίζεται σε λειτουργική προσέγγιση. Το πεδίο εφαρμογής της απαραίτητης ρύθμισης θα πρέπει να είναι κατάλληλο για να επιτύχει τους οικείους στόχους δημόσιου συμφέροντος. Αν και η «μεταφορά σημάτων» εξακολουθεί να αποτελεί σημαντική παράμετρο για τον ορισμό των υπηρεσιών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, ο ορισμός θα πρέπει να καλύπτει επίσης και άλλες υπηρεσίες που καθιστούν δυνατή την επικοινωνία. Από τη σκοπιά του τελικού χρήστη, δεν έχει σημασία αν ο πάροχος μεταφέρει ο ίδιος σήματα ή αν η επικοινωνία πραγματοποιείται μέσω υπηρεσίας πρόσβασης στο διαδίκτυο. Κατά συνέπεια, ο ορισμός των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών θα πρέπει να περιέχει τρία είδη υπηρεσιών που ενδέχεται να αλληλεπικαλύπτονται εν μέρει, δηλαδή υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2120 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14), υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών, όπως ορίζονται στην παρούσα οδηγία, και υπηρεσιών οι οποίες συνίστανται εξ ολοκλήρου ή κυρίως στη μεταφορά σημάτων. Ο ορισμός των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών θα πρέπει να εξαλείψει τις ασάφειες που διαπιστώθηκαν κατά την εφαρμογή του ορισμού ως είχε πριν από την έκδοση της παρούσας οδηγίας και να καταστήσει δυνατή την προσαρμοσμένη ανά διάταξη εφαρμογή των συγκεκριμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που περιλαμβάνονται στο πλαίσιο για τα διάφορα είδη υπηρεσιών. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, είτε ως αμοιβή είτε με άλλο τρόπο, θα πρέπει να συμμορφώνεται με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15).

(16)

Προκειμένου να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ορισμού των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, μια υπηρεσία χρειάζεται να παρέχεται κανονικά έναντι αμοιβής. Στην ψηφιακή οικονομία, οι συμμετέχοντες στην αγορά θεωρούν όλο και περισσότερο ότι οι πληροφορίες για τους χρήστες έχουν χρηματική αξία. Οι υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών συχνά παρέχονται στον τελικό χρήστη έναντι όχι μόνον χρηματικής αντιπαροχής, αλλά όλο και πιο συχνά έναντι της παροχής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή άλλων δεδομένων. Η έννοια της αμοιβής θα πρέπει συνεπώς να καλύπτει καταστάσεις όπου ο πάροχος υπηρεσίας ζητά και ο τελικός χρήστης παρέχει εν γνώσει του δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 ή άλλα δεδομένα άμεσα ή έμμεσα στον πάροχο. Θα πρέπει να περιλαμβάνει επίσης καταστάσεις κατά τις οποίες ο τελικός χρήστης επιτρέπει την πρόσβαση σε πληροφορίες χωρίς να τις παρέχει ενεργώς, όπως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της διεύθυνσης IP ή άλλες πληροφορίες που δημιουργούνται αυτόματα, όπως οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται και διαβιβάζονται μέσω «cookies». Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δικαστήριο) σχετικά με το άρθρο 57 ΣΛΕΕ (16), αμοιβή υφίσταται κατά την έννοια της ΣΛΕΕ επίσης αν ο πάροχος υπηρεσιών πληρώνεται από τρίτο και όχι από τον αποδέκτη της υπηρεσίας. Η έννοια της αμοιβής θα πρέπει, ως εκ τούτου, να περιλαμβάνει επίσης τις καταστάσεις όπου ο τελικός χρήστης εκτίθεται σε διαφημιστικά μηνύματα ως προϋπόθεση για την απόκτηση πρόσβασης στην υπηρεσία ή καταστάσεις στις οποίες ο πάροχος υπηρεσιών αξιοποιεί χρηματικώς τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχει συγκεντρώσει σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679.

(17)

Οι υπηρεσίες διαπροσωπικών επικοινωνιών είναι υπηρεσίες που επιτρέπουν τη διαπροσωπική και διαδραστική ανταλλαγή πληροφοριών και καλύπτουν υπηρεσίες όπως οι παραδοσιακές τηλεφωνικές κλήσεις μεταξύ δύο ατόμων, αλλά επίσης και όλους τους τύπους μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, υπηρεσιών ανταλλαγής μηνυμάτων ή ομάδων συζητήσεων. Οι υπηρεσίες διαπροσωπικών επικοινωνιών καλύπτουν μόνο τις επικοινωνίες μεταξύ πεπερασμένου, δηλαδή όχι εν δυνάμει απεριόριστου, αριθμού φυσικών προσώπων ο οποίος προσδιορίζεται από τον αποστολέα της επικοινωνίας. Οι επικοινωνίες που αφορούν νομικά πρόσωπα θα πρέπει να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ορισμού, όταν φυσικά πρόσωπα ενεργούν για λογαριασμό αυτών των νομικών προσώπων ή συμμετέχουν σε τουλάχιστον μία πλευρά της επικοινωνίας. Η διαδραστική επικοινωνία συνεπάγεται ότι η υπηρεσία επιτρέπει στον αποδέκτη των πληροφοριών να αποκρίνεται. Οι υπηρεσίες που δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις αυτές, όπως είναι η γραμμική ευρυεκπομπή, το βίντεο κατά παραγγελία, οι ιστότοποι, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα ιστολόγια (blog) ή η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ μηχανών, δεν θα πρέπει να θεωρούνται υπηρεσίες διαπροσωπικών επικοινωνιών. Σε εξαιρετικές περιστάσεις, μια υπηρεσία δεν θα πρέπει να θεωρείται υπηρεσία διαπροσωπικών επικοινωνιών αν ο μηχανισμός διαπροσωπικής και διαδραστικής επικοινωνίας αποτελεί έλασσον και καθαρά δευτερεύον στοιχείο για άλλη υπηρεσία και, για αντικειμενικούς τεχνικούς λόγους, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί χωρίς την εν λόγω κύρια υπηρεσία και η ενσωμάτωσή του δεν αποτελεί μέσο για την παράκαμψη της εφαρμογής των κανόνων που διέπουν τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Ως στοιχεία τυχόν εξαίρεσης από τον ορισμό, οι λέξεις «έλασσον» και «καθαρά δευτερεύον» θα πρέπει να ερμηνεύονται στενά και από την αντικειμενική σκοπιά του τελικού χρήστη. Ένα στοιχείο διαπροσωπικών επικοινωνιών θα μπορούσε να θεωρηθούν έλασσον αν η αντικειμενική χρησιμότητά του για τον τελικό χρήστη είναι πολύ περιορισμένη και στην πραγματικότητα σπανίως χρησιμοποιείται από τους τελικούς χρήστες. Ένα παράδειγμα χαρακτηριστικού που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι δεν εμπίπτει στο πεδίο ορισμού των υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών θα μπορούσε να είναι, κατ’ αρχήν, ένας δίαυλος επικοινωνίας σε διαδικτυακά παιχνίδια, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του μηχανισμού επικοινωνίας της υπηρεσίας.

(18)

Οι υπηρεσίες διαπροσωπικών επικοινωνιών με χρήση αριθμών από εθνικά και διεθνή σχέδια αριθμοδότησης συνδέονται με δημοσίως χορηγούμενους πόρους αριθμοδότησης. Οι εν λόγω υπηρεσίες διαπροσωπικών επικοινωνιών βάσει αριθμών περιλαμβάνουν τόσο υπηρεσίες στις οποίες χορηγούνται αριθμοί τελικών χρηστών με σκοπό τη διασφάλιση της διατερματικής συνδεσιμότητας, όσο και υπηρεσίες που επιτρέπουν στους τελικούς χρήστες την πρόσβαση σε πρόσωπα στα οποία έχουν χορηγηθεί αυτοί οι αριθμοί. Η απλή χρήση αριθμού ως αναγνωριστικού δεν θα πρέπει να θεωρείται ισοδύναμη με τη χρήση αριθμού για τη σύνδεση με τους δημοσίως χορηγούμενους αριθμούς και θα πρέπει, ως εκ τούτου, να μη θεωρείται από μόνη της επαρκής για να χαρακτηριστεί μια υπηρεσία ως υπηρεσία διαπροσωπικών επικοινωνιών βάσει αριθμών. Οι υπηρεσίες διαπροσωπικών επικοινωνιών ανεξαρτήτως αριθμών θα πρέπει να υπόκεινται σε υποχρεώσεις, μόνο εφόσον δημόσια συμφέροντα απαιτούν την εφαρμογή ειδικών ρυθμιστικών υποχρεώσεων σε όλα τα είδη υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών, ανεξαρτήτως του αν χρησιμοποιούν αριθμούς για την παροχή των υπηρεσιών τους. Είναι θεμιτή η διαφορετική μεταχείριση των υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών βάσει αριθμών, διότι συμμετέχουν σε δημοσίως εξασφαλισμένο διαλειτουργικό οικοσύστημα και, ως εκ τούτου, επωφελούνται επίσης από αυτό.

(19)

Το σημείο τερματισμού του δικτύου αντιπροσωπεύει το όριο, για ρυθμιστικούς σκοπούς, μεταξύ του ρυθμιστικού πλαισίου για τα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών και της ρύθμισης του τηλεπικοινωνιακού τερματικού εξοπλισμού. Η εθνική ρυθμιστική αρχή είναι αρμόδια για τον ορισμό του τόπου του σημείου τερματισμού του δικτύου. Λαμβανομένης υπόψη της πρακτικής των εθνικών ρυθμιστικών αρχών και δεδομένης της ποικιλίας σταθερών και ασύρματων τοπολογιών, ο Φορέας Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες («BEREC») θα πρέπει, σε στενή συνεργασία με την Επιτροπή, να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με κοινές προσεγγίσεις για τον προσδιορισμό του σημείου τερματισμού του δικτύου, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, σε διάφορες συγκεκριμένες περιστάσεις.

(20)

Οι τεχνικές εξελίξεις καθιστούν δυνατή για τους τελικούς χρήστες την πρόσβαση σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης όχι μόνο με φωνητικές κλήσεις, αλλά και με άλλες υπηρεσίες διαπροσωπικών επικοινωνιών. Η έννοια της έκτακτης ανάγκης θα πρέπει επομένως να καλύπτει όλες εκείνες τις υπηρεσίες διαπροσωπικών επικοινωνιών που επιτρέπουν αυτή την πρόσβαση σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης. Βασίζεται στα στοιχεία του συστήματος έκτακτης ανάγκης που ήδη καθιερώνονται με το δίκαιο της Ένωσης, δηλαδή το κέντρο κλήσεων έκτακτης ανάγκης («PSAP») και το πλέον κατάλληλο PSAP όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2015 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17), καθώς και στις «υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης» όπως ορίζονται στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 305/2013 της Επιτροπής (18).

(21)

Οι εθνικές ρυθμιστικές και άλλες αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν ένα εναρμονισμένο σύνολο στόχων και αρχών επί των οποίων να στηρίζουν το έργο τους και θα πρέπει, όπου είναι αναγκαίο, να συντονίζουν τις δράσεις τους με τις αρχές άλλων κρατών μελών και με τον BEREC κατά τη διεξαγωγή των καθηκόντων τους εντός του εν λόγω ρυθμιστικού πλαισίου.

(22)

Τα καθήκοντα που ανατίθενται στις αρμόδιες αρχές από την παρούσα οδηγία συμβάλλουν στην εκπλήρωση ευρύτερων πολιτικών στους τομείς του πολιτισμού, της απασχόλησης, του περιβάλλοντος, της κοινωνικής συνοχής και της χωροταξίας.

(23)

Το ρυθμιστικό πλαίσιο θα πρέπει, επιπλέον των υφιστάμενων τριών πρωταρχικών στόχων που συνίστανται στην προώθηση του ανταγωνισμού, της εσωτερικής αγοράς και των συμφερόντων των τελικών χρηστών, να επιδιώκει έναν επιπλέον στόχο, ο οποίος, όσον αφορά τα αποτελέσματα, διαρθρώνεται σε: ευρεία πρόσβαση σε πολύ υψηλής χωρητικότητας δίκτυα για όλους τους πολίτες και τις επιχειρήσεις της Ένωσης, με βάση λογικές τιμές και επιλογές, αποτελεσματικό και θεμιτό ανταγωνισμό, ανοικτή καινοτομία, αποτελεσματική χρήση του ραδιοφάσματος, κοινούς κανόνες και προβλέψιμες ρυθμιστικές προσεγγίσεις στην εσωτερική αγορά και τους απαραίτητους ειδικούς τομεακούς κανόνες για τη διασφάλιση των συμφερόντων των πολιτών της Ένωσης. Για τα κράτη μέλη, τις εθνικές ρυθμιστικές και άλλες αρμόδιες αρχές και τους συμφεροντούχους, αυτός ο στόχος συνδεσιμότητας αντιστοιχεί, αφενός, στην επιδίωξη δικτύων και υπηρεσιών της υψηλότερης χωρητικότητας που είναι οικονομικά βιώσιμη σε δεδομένη περιοχή και, αφετέρου, στην επιδίωξη της εδαφικής συνοχής, με την έννοια της σύγκλισης ως προς τη διαθέσιμη χωρητικότητα σε διάφορους τομείς.

(24)

Η πρόοδος προς την επίτευξη των γενικών στόχων της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να υποστηριχθεί από ένα εύρωστο σύστημα συνεχούς και συγκριτικής αξιολόγησης από την Επιτροπή των κρατών μελών όσον αφορά την ύπαρξη συνδεσιμότητας πολύ υψηλής χωρητικότητας σε όλους τους βασικούς κοινωνικοοικονομικούς κινητήριους μοχλούς όπως τα σχολεία, οι συγκοινωνιακοί κόμβοι, οι βασικοί πάροχοι δημόσιων υπηρεσιών και οι έντονα ψηφιοποιημένες επιχειρήσεις, η διαθεσιμότητα αδιάλειπτης κάλυψης 5G για τις αστικές περιοχές και τις μείζονες επίγειες διαδρομές μεταφορών και η διαθεσιμότητα για όλα τα νοικοκυριά σε κάθε κράτος μέλος δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών ικανών να παρέχουν τουλάχιστον 100 Mbps και τα οποία θα είναι άμεσα αναβαθμίσιμα σε ταχύτητες gigabit. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή θα πρέπει να συνεχίσει να παρακολουθεί τις επιδόσεις των κρατών μελών, μεταξύ άλλων, για παράδειγμα, μέσω δεικτών που συνοψίζουν τους επιμέρους συναφείς δείκτες για τις ψηφιακές επιδόσεις της Ένωσης και καταδεικνύουν την εξέλιξη των κρατών μελών όσον αφορά την ψηφιακή ανταγωνιστικότητα, όπως ο δείκτης ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας, και, εφόσον είναι αναγκαίο, να θεσπίζει νέες μεθόδους και νέα αντικειμενικά, συγκεκριμένα και μετρήσιμα κριτήρια για τη συγκριτική αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των κρατών μελών.

(25)

Η αρχή σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης με τεχνολογικά ουδέτερο τρόπο, δηλαδή ότι μια εθνική ρυθμιστική ή άλλη αρμόδια αρχή δεν θα πρέπει ούτε να επιβάλλει ούτε να ευνοεί τη χρησιμοποίηση συγκεκριμένου είδους τεχνολογίας, δεν αποκλείει τη λήψη ανάλογης μέριμνας για την προώθηση ορισμένων ειδικών υπηρεσιών, όποτε αυτό δικαιολογείται προκειμένου να επιτυγχάνονται οι στόχοι του ρυθμιστικού πλαισίου, παραδείγματος χάριν ψηφιακή τηλεόραση ως μέσο για την αύξηση της αποτελεσματικότητας του ραδιοφάσματος. Επιπλέον, η εν λόγω αρχή δεν αποκλείει να λαμβάνεται υπόψη ότι ορισμένα μέσα μετάδοσης διαθέτουν φυσικά και αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά που μπορούν να είναι ανώτερα όσον αφορά την ποιότητα των υπηρεσιών, τη χωρητικότητα, το κόστος συντήρησης, την ενεργειακή αποδοτικότητα, την ευελιξία διαχείρισης, την αξιοπιστία, την ανθεκτικότητα και τη δυνατότητα κλιμάκωσης και, εν τέλει, τις επιδόσεις, τα οποία μπορούν να αντανακλώνται στα μέτρα που λαμβάνονται με σκοπό την επιδίωξη των διαφόρων ρυθμιστικών στόχων.

(26)

Θα πρέπει να ενθαρρύνονται οι αποτελεσματικές επενδύσεις σε συνδυασμό με τον ανταγωνισμό, ώστε να προωθηθούν η οικονομική μεγέθυνση, η καινοτομία και οι δυνατότητες επιλογής του καταναλωτή.

(27)

O καλύτερος τρόπος για να ενθαρρυνθεί ο ανταγωνισμός προϋποθέτει επαρκείς από οικονομική άποψη επενδύσεις σε νέες αλλά και σε υπάρχουσες υποδομές, πλαισιωμένες εφόσον απαιτείται από ρυθμίσεις, με σκοπό βεβαίως ένα αποτελεσματικό επίπεδο ανταγωνιστικότητας στις υπηρεσίες λιανικής. Αποδοτικός κρίνεται ο βασισμένος στις υποδομές ανταγωνισμός όταν το εύρος της αλληλεπικάλυψης των υποδομών επιτρέπει στους επενδυτές να προσβλέπουν λογικά σε ικανοποιητικές αποδόσεις βάσει εύλογων προσδοκιών όσον αφορά την εξέλιξη των μεριδίων της αγοράς.

(28)

Είναι αναγκαία η παροχή κατάλληλων κινήτρων για επενδύσεις σε νέα δίκτυα πολύ υψηλής χωρητικότητας που στηρίζουν τις καινοτόμες υπηρεσίες διαδικτύου με πλούσιο περιεχόμενο και θα ενισχύσουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της Ένωσης. Τα δίκτυα αυτά διαθέτουν τεράστιο δυναμικό για την παροχή πλεονεκτημάτων στους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις σε ολόκληρη την Ένωση. Έχει συνεπώς ζωτική σημασία να προωθηθούν οι βιώσιμες επενδύσεις στην ανάπτυξη των εν λόγω νέων δικτύων και ταυτοχρόνως να διασφαλισθεί ο ανταγωνισμός, δεδομένου ότι εξακολουθούν να υφίστανται σημεία συμφόρησης και φραγμοί εισόδου σε επίπεδο υποδομής, και να ενισχυθούν οι δυνατότητες επιλογής των καταναλωτών μέσω της ρυθμιστικής προβλεψιμότητας και συνέπειας.

(29)

Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η προοδευτική μείωση των εκ των προτέρων τομεακών κανόνων, καθώς θα αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός στην αγορά, και, τελικά, να διασφαλιστεί ότι οι ηλεκτρονικές επικοινωνίες διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο του ανταγωνισμού. Δεδομένου ότι οι αγορές ηλεκτρονικών επικοινωνιών έχουν επιδείξει ισχυρή ανταγωνιστική δυναμική τα τελευταία χρόνια, έχει σημασία να επιβάλλονται εκ των προτέρων ρυθμιστικές υποχρεώσεις, μόνο εφόσον δεν υφίσταται πραγματικός και βιώσιμος ανταγωνισμός στις σχετικές αγορές. Στόχος της εκ των προτέρων ρυθμιστικής παρέμβασης είναι να προκύψουν οφέλη για τους τελικούς χρήστες με το να καταστούν οι αγορές λιανικής πραγματικά ανταγωνιστικές σε βιώσιμη βάση. Οι υποχρεώσεις σε επίπεδο χονδρικής θα πρέπει να επιβάλλονται όταν σε διαφορετική περίπτωση μία ή περισσότερες αγορές λιανικής θα ήταν απίθανο να καταστούν πραγματικά ανταγωνιστικές χωρίς την επιβολή των εν λόγω υποχρεώσεων. Είναι πιθανό ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές σταδιακά είναι σε θέση, μέσω της διαδικασίας της ανάλυσης αγοράς, να διαπιστώνουν ότι ορισμένες αγορές λιανικής είναι ανταγωνιστικές ακόμα και χωρίς ρύθμιση σε επίπεδο χονδρικής, ιδίως αν ληφθούν υπόψη οι αναμενόμενες βελτιώσεις από πλευράς καινοτομίας και ανταγωνισμού. Στην περίπτωση αυτή, η εθνική ρυθμιστική αρχή θα πρέπει να συνάγει το συμπέρασμα ότι δεν χρειάζεται πλέον ρύθμιση σε επίπεδο χονδρικής και να αξιολογεί την αντίστοιχη αγορά χονδρικής ως προς τη σκοπιμότητα της άρσης της εκ των προτέρων κανονιστικής ρύθμισης. Στο πλαίσιο αυτό, η εθνική ρυθμιστική αρχή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τυχόν αποτελέσματα μόχλευσης μεταξύ της αγοράς χονδρικής και των σχετικών αγορών λιανικής, για τα οποία ενδέχεται να απαιτείται η άρση των φραγμών εισόδου σε επίπεδο υποδομής, προκειμένου να διασφαλιστεί μακροπρόθεσμα ο ανταγωνισμός σε επίπεδο λιανικής.

(30)

Οι ηλεκτρονικές επικοινωνίες καθίστανται ουσιώδεις για αυξανόμενο αριθμό κλάδων. Το διαδίκτυο των πραγμάτων αποτελεί παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η μετάδοση ραδιοφωνικών σημάτων, στην οποία στηρίζονται οι ηλεκτρονικές επικοινωνίες, εξακολουθεί να εξελίσσεται και να διαμορφώνει την κοινωνική και επιχειρηματική πραγματικότητα. Προκειμένου να αποκομίζεται το μέγιστο όφελος από τις εξελίξεις αυτές, είναι ουσιώδης η καθιέρωση και προσαρμογή νέων ασύρματων τεχνολογιών και εφαρμογών επικοινωνιών στη διαχείριση του ραδιοφάσματος. Όπως άλλες τεχνολογίες και εφαρμογές που βασίζονται σε ραδιοφάσμα υπόκεινται εξίσου στην αυξανόμενη ζήτηση και μπορούν να ενισχυθούν με την ενσωμάτωση ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή τον συνδυασμό με αυτές, στη διαχείριση του ραδιοφάσματος θα πρέπει να υιοθετείται, κατά περίπτωση, διατομεακή προσέγγιση για τη βελτίωση της αποδοτικής χρήσης του ραδιοφάσματος.

(31)

Ο στρατηγικός σχεδιασμός και, όποτε απαιτείται, η εναρμόνιση σε ενωσιακό επίπεδο μπορούν να συμβάλουν ώστε να εξασφαλισθεί ότι οι χρήστες του ραδιοφάσματος θα επωφελούνται πλήρως από την εσωτερική αγορά και ότι τα ενωσιακά συμφέροντα θα μπορούν να προστατεύονται πραγματικά παγκοσμίως. Για τους εν λόγω σκοπούς, θα πρέπει να είναι δυνατό να εγκρίνονται πολυετή προγράμματα στον τομέα της πολιτικής ραδιοφάσματος, εφόσον κρίνεται σκόπιμο. Το πρώτο εν λόγω πρόγραμμα καθιερώθηκε με την απόφαση αριθ. 243/2012/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19), με την οποία καθορίζονται πολιτικοί προσανατολισμοί και στόχοι που θα καταστήσουν δυνατό τον στρατηγικό σχεδιασμό και την εναρμόνιση της χρήσης του ραδιοφάσματος στην Ένωση. Θα πρέπει να είναι δυνατόν για τους εν λόγω πολιτικούς προσανατολισμούς και στόχους να αναφέρονται ενδεχομένως στη διάθεση και αποδοτική χρήση του ραδιοφάσματος που απαιτείται για τη δημιουργία και λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

(32)

Η σημασία των εθνικών συνόρων για τον καθορισμό της βέλτιστης χρήσης ραδιοφάσματος μειώνεται όλο και περισσότερο. Ο περιττός κατακερματισμός μεταξύ εθνικών πολιτικών επιφέρει αυξανόμενο κόστος και απώλεια ευκαιριών αγοράς για χρήστες του ραδιοφάσματος και επιβραδύνει την καινοτομία εις βάρος της χρηστής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς και να βλάψει τους καταναλωτές και την οικονομία στο σύνολό της.

(33)

Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας για τη διαχείριση του ραδιοφάσματος θα πρέπει να είναι συνεπείς προς το έργο των διεθνών και περιφερειακών οργανισμών που ασχολούνται με τη διαχείριση του ραδιοφάσματος, π.χ. της Διεθνούς Ένωσης Τηλεπικοινωνιών (ITU) και της Ευρωπαϊκής Διάσκεψης των Ταχυδρομικών και Τηλεπικοινωνιακών Οργανισμών (CEPT), ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική διαχείριση και η εναρμόνιση της χρήσης του ραδιοφάσματος σε ολόκληρη την Ένωση καθώς και μεταξύ των κρατών μελών και άλλων μελών της ITU.

(34)

Σύμφωνα με την αρχή του διαχωρισμού ρυθμιστικών και εκτελεστικών αρμοδιοτήτων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εγγυώνται την ανεξαρτησία των εθνικών ρυθμιστικών και άλλων αρμόδιων αρχών ούτως ώστε να εξασφαλίζεται η αμεροληψία των αποφάσεών τους. Αυτή η απαίτηση ανεξαρτησίας εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της θεσμικής αυτονομίας και των συνταγματικών υποχρεώσεων των κρατών μελών ή της αρχής της ουδετερότητας όσον αφορά τους κανόνες των κρατών μελών που διέπουν το καθεστώς ιδιοκτησίας που ορίζεται στο άρθρο 345 ΣΛΕΕ. Οι εθνικές ρυθμιστικές και άλλες αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν όλους τους απαραίτητους πόρους, όσον αφορά το προσωπικό, την εμπειρία και τα οικονομικά μέσα, για να διεκπεραιώνουν τα καθήκοντά τους.

(35)

Ορισμένα καθήκοντα δυνάμει της οδηγίας, όπως η εκ των προτέρων κανονιστική ρύθμιση των αγορών, συμπεριλαμβανομένης της επιβολής υποχρεώσεων για την πρόσβαση και τη διασύνδεση, και η επίλυση των διαφορών μεταξύ επιχειρήσεων είναι καθήκοντα που θα πρέπει να αναλαμβάνονται μόνο από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, δηλαδή φορείς ανεξάρτητους τόσο από τον κλάδο όσο και από οποιαδήποτε εξωτερική παρέμβαση ή πολιτική πίεση. Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να αναθέτουν άλλα ρυθμιστικά καθήκοντα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία είτε στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές είτε σε άλλες αρμόδιες αρχές. Κατά τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προάγουν τη σταθερότητα των αρμοδιοτήτων των εθνικών ρυθμιστικών αρχών λαμβανομένης υπόψη της ανάθεσης των καθηκόντων που προέκυψε από τη μεταφορά του κανονιστικού πλαισίου ηλεκτρονικών επικοινωνιών της Ένωσης όπως τροποποιήθηκε το 2009, ιδίως όσων σχετίζονται με τον ανταγωνισμό στην αγορά ή την είσοδο στην αγορά. Στις περιπτώσεις που τα καθήκοντα ανατίθενται σε άλλες αρμόδιες αρχές, αυτές θα πρέπει να απευθύνονται στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές για γνωμοδότηση πριν από τη λήψη απόφασης. Σύμφωνα με την αρχή της καλής συνεργασίας, οι εθνικές ρυθμιστικές και άλλες αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ανταλλάσσουν πληροφορίες για την άσκηση των καθηκόντων τους.

(36)

Η παρούσα οδηγία δεν περιλαμβάνει ουσιαστικές διατάξεις για την πρόσβαση στο ανοικτό διαδίκτυο ή για την περιαγωγή και δεν θίγει την κατανομή αρμοδιοτήτων στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 531/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20) και στον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2120. Ωστόσο, η παρούσα οδηγία προβλέπει, επιπλέον, ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα είναι αρμόδιες για την αξιολόγηση και την παρακολούθηση εκ του σύνεγγυς ζητημάτων που αφορούν πρόσβαση στην αγορά και τον ανταγωνισμό τα οποία ενδέχεται να επηρεάσουν το δικαίωμα των τελικών χρηστών στην πρόσβαση στο ανοικτό διαδίκτυο.

(37)

Η ανεξαρτησία των εθνικών ρυθμιστικών αρχών ενισχύθηκε κατά την αναθεώρηση του κανονιστικού πλαισίου ηλεκτρονικών επικοινωνιών η οποία ολοκληρώθηκε το 2009 ώστε να διασφαλισθεί αποτελεσματικότερη εφαρμογή του ρυθμιστικού πλαισίου και να αυξηθεί το κύρος τους και η προβλεψιμότητα των αποφάσεών τους. Για τον σκοπό αυτό, έπρεπε να υπάρξει ρητή πρόβλεψη στο εθνικό δίκαιο που να εξασφάλιζε ότι, κατά την άσκηση των καθηκόντων της, μια εθνική ρυθμιστική αρχή προστατεύεται έναντι εξωτερικών παρεμβάσεων ή πολιτικών πιέσεων που ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την ανεξάρτητη αξιολόγησή της στα θέματα των οποίων επιλαμβάνεται. Η εξωτερική αυτή επιρροή καθιστά έναν εθνικό νομοθετικό φορέα ακατάλληλο να αναλάβει δράση ως εθνική ρυθμιστική αρχή στο πλαίσιο του ρυθμιστικού πλαισίου. Προς τούτο έπρεπε καταρχάς να θεσπισθούν κανόνες όσον αφορά τους λόγους για την απόλυση του επικεφαλής της εθνικής ρυθμιστικής αρχής, ώστε να αρθεί κάθε εύλογη αμφιβολία ως προς την ουδετερότητα του εν λόγω φορέα και τη θωράκισή του έναντι εξωτερικών παραγόντων. Προκειμένου να αποφεύγονται αυθαίρετες απολύσεις, το απολυθέν μέλος θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να ζητά από τα αρμόδια δικαστήρια να ελέγχουν την ύπαρξη βάσιμου λόγου απόλυσης, που να συγκαταλέγεται μεταξύ των προβλεπόμενων στην παρούσα οδηγία. Αυτή η απόλυση θα πρέπει να συνδέεται μόνο με τα προσωπικά ή επαγγελματικά προσόντα του επικεφαλής ή του μέλους. Είναι σημαντικό οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές να έχουν δικό τους προϋπολογισμό, που να τους παρέχει ιδίως τη δυνατότητα να προσλαμβάνουν επαρκή αριθμό ειδικευμένου προσωπικού. Για τη διασφάλιση διαφάνειας θα πρέπει ο προϋπολογισμός αυτός να δημοσιεύεται ετησίως. Εντός των ορίων του προϋπολογισμού τους, θα πρέπει να διαθέτουν αυτονομία στη διαχείριση των ανθρώπινων και οικονομικών πόρων τους. Για να διασφαλίζεται η αμεροληψία, τα κράτη μέλη που διατηρούν την κυριότητα ή τον έλεγχο επιχειρήσεων που συνεισφέρουν στον προϋπολογισμό των εθνικών ρυθμιστικών ή άλλων αρμόδιων αρχών μέσω διοικητικών επιβαρύνσεων θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι υφίσταται αποτελεσματικός διαρθρωτικός διαχωρισμός των δραστηριοτήτων που συνδέονται με την άσκηση της κυριότητας ή του ελέγχου από την άσκηση ελέγχου επί του προϋπολογισμού.

(38)

Υπάρχει ανάγκη να ενισχυθεί περαιτέρω η ανεξαρτησία των εθνικών ρυθμιστικών αρχών ώστε να εξασφαλίζεται η θωράκιση των επικεφαλής και των μελών τους έναντι εξωτερικών πιέσεων, με την πρόβλεψη ελάχιστων προσόντων διορισμού και ελάχιστης διάρκειας της θητείας τους. Επιπλέον, για να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος ρυθμιστικής άλωσης, να διασφαλιστεί η συνέχεια και να ενισχυθεί η ανεξαρτησία, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο περιορισμού της δυνατότητας ανανέωσης της εντολής του επικεφαλής ή των μελών του συμβουλίου και να δημιουργήσουν κατάλληλο σύστημα περιτροπής για το συμβούλιο και την ανώτερη διοίκηση. Αυτό θα μπορούσε να διευθετηθεί, για παράδειγμα, με τον διορισμό των πρώτων μελών του συλλογικού οργάνου για διαφορετικές χρονικές περιόδους, προκειμένου οι θητείες τους, καθώς και εκείνες των διαδόχων τους, να μη λήγουν την ίδια χρονική στιγμή.

(39)

Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να λογοδοτούν και να απαιτείται να υποβάλλουν εκθέσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο ασκούν τα καθήκοντά τους. Η υποχρέωση αυτή θα πρέπει κανονικά να λαμβάνει τη μορφή υποχρέωσης ετήσιας υποβολής εκθέσεων και όχι αιτημάτων ad hoc παροχής στοιχείων, τα οποία, αν είναι δυσανάλογα, θα μπορούσαν να περιορίζουν την ανεξαρτησία τους ή να τις παρεμποδίζουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Πράγματι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου (21), οι εκτεταμένες και άνευ όρων υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων ενδέχεται να επηρεάζουν έμμεσα την ανεξαρτησία μιας αρχής.

(40)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να κοινοποιούν στην Επιτροπή τα στοιχεία των εθνικών ρυθμιστικών και άλλων αρμόδιων αρχών. Για αρχές αρμόδιες για τη χορήγηση δικαιωμάτων διέλευσης, η υποχρέωση κοινοποίησης θα πρέπει να μπορεί να τηρείται με παραπομπή στο ενιαίο σημείο πληροφόρησης που συστήνεται σύμφωνα με την οδηγία 2014/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22).

(41)

Θα πρέπει να χρησιμοποιείται το κατά το δυνατόν λιγότερο επαχθές σύστημα αδειοδότησης που καθιστά δυνατή την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, προκειμένου να τονωθεί η ανάπτυξη νέων υπηρεσιών επικοινωνιών και πανευρωπαϊκών δικτύων υπηρεσιών και επικοινωνιών και να παρέχεται στους φορείς παροχής υπηρεσιών και στους καταναλωτές η δυνατότητα να επωφελούνται από τις οικονομίες κλίμακας της εσωτερικής αγοράς.

(42)

Τα οφέλη της εσωτερικής αγοράς για τους παρόχους υπηρεσιών και τους τελικούς χρήστες μπορούν να επιτευχθούν με γενική άδεια για δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών εκτός από υπηρεσίες διαπροσωπικών επικοινωνιών ανεξαρτήτως αριθμών, χωρίς να απαιτείται ρητή απόφαση ή διοικητική πράξη της εθνικής ρυθμιστικής αρχής και με περιορισμό των διαδικαστικών απαιτήσεων μόνο σε δηλωτική κοινοποίηση. Στις περιπτώσεις που τα κράτη μέλη απαιτούν κοινοποίηση από τους φορείς παροχής δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών όταν αρχίζουν τις δραστηριότητές τους, η εν λόγω κοινοποίηση δεν θα πρέπει να συνεπάγεται διοικητικό κόστος για τους παρόχους και θα μπορούσε να διατίθεται μέσω σημείου εισόδου στον ιστότοπο των αρμόδιων αρχών. Προκειμένου να υποστηριχθεί ο αποτελεσματικός διασυνοριακός συντονισμός, ιδίως για τους πανευρωπαϊκούς φορείς εκμετάλλευσης, ο BEREC θα πρέπει να καταρτίσει και να τηρεί βάση δεδομένων για τις εν λόγω κοινοποιήσεις. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαβιβάζουν στον BEREC μόνο πλήρεις κοινοποιήσεις. Τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να εμποδίζουν την παροχή δικτύων ή υπηρεσιών καθ’ οποιονδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων ελλιπούς κοινοποίησης.

(43)

Οι κοινοποιήσεις θα πρέπει να περιλαμβάνουν απλή δήλωση της πρόθεσης του παρόχου για έναρξη της παροχής δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Θα πρέπει μόνο να απαιτείται από τον πάροχο να συμπληρώνει την εν λόγω δήλωση μόνο με τις πληροφορίες που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να επιβάλλουν πρόσθετες ή χωριστές απαιτήσεις κοινοποίησης.

(44)

Σε αντίθεση με τις άλλες κατηγορίες δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως ορίζονται στην παρούσα οδηγία, οι υπηρεσίες διαπροσωπικών επικοινωνιών ανεξαρτήτως αριθμών δεν επωφελούνται από τη χρήση των δημόσιων πόρων αριθμοδότησης και δεν συμμετέχουν σε δημοσίως εξασφαλισμένο διαλειτουργικό οικοσύστημα. Δεν είναι, επομένως, σκόπιμο τα εν λόγω είδη υπηρεσιών να υπόκεινται στο καθεστώς γενικής άδειας.

(45)

Όταν χορηγούν δικαιώματα χρήσης ραδιοφάσματος ή πόρων αριθμοδότησης ή δικαιώματα εγκατάστασης ευκολιών, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ενημερώνουν τις επιχειρήσεις στις οποίες χορηγούν τα δικαιώματα αυτά για τους σχετικούς όρους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να ορίζουν τους εν λόγω όρους για τη χρήση ραδιοφάσματος είτε στα μεμονωμένα δικαιώματα χρήσης είτε στη γενική άδεια.

(46)

Οι γενικές άδειες θα πρέπει να περιλαμβάνουν μόνο ειδικούς για τον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών όρους. Δεν θα πρέπει να εξαρτώνται από όρους οι οποίοι ήδη επιβάλλονται βάσει άλλης ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, ειδικότερα του δικαίου προστασίας καταναλωτή, που δεν διέπει ειδικά τον τομέα των επικοινωνιών. Για παράδειγμα, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να ενημερώνουν τις επιχειρήσεις σχετικά με εφαρμοστέες απαιτήσεις περιβαλλοντικού, χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού. Οι όροι που επιβάλλονται δυνάμει της γενικής άδειας δεν επηρεάζουν τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23).

(47)

Οι όροι που θα μπορούσαν να επισυναφθούν σε γενικές άδειες καλύπτουν ειδικούς όρους που διέπουν την προσβασιμότητα για τελικούς χρήστες με αναπηρίες και την ανάγκη των δημόσιων αρχών και των υπηρεσιών έκτακτης ανάγκης για επικοινωνία μεταξύ τους και με το ευρύ κοινό πριν, κατά τη διάρκεια και έπειτα από καταστροφές μεγάλης κλίμακας.

(48)

Στις εν λόγω άδειες, είναι απαραίτητο να περιλαμβάνονται ρητά τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις επιχειρήσεων που διέπονται από γενικές άδειες, ώστε να διασφαλίζονται ενιαίοι κανόνες σε ολόκληρη την Ένωση και να διευκολύνεται η διασυνοριακή διαπραγμάτευση διασύνδεσης μεταξύ δημόσιων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

(49)

Οι γενικές άδειες επιτρέπουν στις επιχειρήσεις παροχής δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών στο κοινό να διαπραγματεύονται διασύνδεση υπό τους όρους της παρούσας οδηγίας. Οι επιχειρήσεις παροχής δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε άλλους πλην του κοινού μπορούν να διαπραγματεύονται διασύνδεση με εμπορικούς όρους.

(50)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη, κατά την προσθήκη όρων που συνοδεύουν τις γενικές άδειες και την επιβολή διοικητικών τελών, τις περιπτώσεις στις οποίες τα δίκτυα ή οι υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών παρέχονται από φυσικά πρόσωπα σε μη κερδοσκοπική βάση. Στην περίπτωση των δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών που δεν παρέχονται στο κοινό, είναι σκόπιμο να επιβάλλονται λιγότεροι και ελαφρύτεροι όροι, εάν υπάρχουν, από εκείνους που δικαιολογούνται για τα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών που παρέχονται στο κοινό.

(51)

Οι ειδικές υποχρεώσεις οι οποίες επιβάλλονται σε επιχειρήσεις παροχής δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο λόγω του ορισμού τους ως επιχειρήσεις που έχουν σημαντική ισχύ στην αγορά όπως ορίζεται στην παρούσα οδηγία, θα πρέπει να επιβάλλονται χωριστά από τα γενικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις στο πλαίσιο της γενικής άδειας.

(52)

Οι επιχειρήσεις παροχής δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών είναι δυνατόν να χρειάζονται επιβεβαίωση των δικαιωμάτων τους δυνάμει της γενικής άδειας όσον αφορά τη διασύνδεση και τα δικαιώματα διέλευσης, συγκεκριμένα για τη διευκόλυνση των διαπραγματεύσεων σε άλλα, περιφερειακά ή τοπικά, επίπεδα διακυβέρνησης ή με παρόχους υπηρεσιών σε άλλα κράτη μέλη. Για τον σκοπό αυτό, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να παρέχουν δηλώσεις στις επιχειρήσεις είτε κατ’ αίτησή τους είτε, εναλλακτικά, ως αυτόματη απάντηση σε κοινοποίηση δυνάμει της γενικής άδειας. Οι δηλώσεις αυτές δεν θα πρέπει αφ’ εαυτές να γεννούν δικαιώματα ούτε θα πρέπει τα τυχόν δικαιώματα δυνάμει της γενικής άδειας, τα δικαιώματα χρήσης ή η άσκηση των δικαιωμάτων αυτών να εξαρτώνται από τη δήλωση.

(53)

Θα πρέπει να είναι δυνατόν να επιβάλλονται διοικητικές επιβαρύνσεις σε επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών για τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων της εθνικής ρυθμιστικής ή άλλης αρμόδιας αρχής όσον αφορά τη διαχείριση του συστήματος γενικής αδειοδότησης και τη χορήγηση δικαιωμάτων χρήσης. Αυτές οι επιβαρύνσεις θα πρέπει να περιορίζονται στην κάλυψη των πραγματικών διοικητικών δαπανών για τις εν λόγω δραστηριότητες. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να διασφαλίζεται διαφάνεια όσον αφορά τα έσοδα και τις δαπάνες των εθνικών ρυθμιστικών και άλλων αρμόδιων αρχών με την υποβολή ετήσιων εκθέσεων σχετικά με το συνολικό ποσό των επιβαρύνσεων που συγκεντρώνονται και των πραγματοποιηθεισών διοικητικών δαπανών, ώστε να επιτρέπεται στις επιχειρήσεις να επαληθεύουν εάν είναι ισορροπημένες.

(54)

Τα συστήματα διοικητικών επιβαρύνσεων δεν θα πρέπει να στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό ούτε να εμποδίζουν την είσοδο στην αγορά. Ένα σύστημα γενικών αδειών καθιστά αδύνατο να κατανέμονται διοικητικές δαπάνες και, συνεπώς, επιβαρύνσεις σε επιμέρους επιχειρήσεις, παρά μόνο για τη χορήγηση δικαιώματος χρήσης πόρων αριθμοδότησης, ραδιοφάσματος και δικαιωμάτων εγκατάστασης ευκολιών. Οι τυχόν εφαρμοστέες διοικητικές επιβαρύνσεις θα πρέπει να είναι σύμφωνες προς τις αρχές του συστήματος γενικών αδειών. Αντί αυτών των κριτηρίων κατανομής των επιβαρύνσεων, μια δίκαιη, απλή και διαφανής εναλλακτική μέθοδος θα μπορούσε να είναι, π.χ., μια κλείδα κατανομής βάσει του κύκλου εργασιών. Όταν οι διοικητικές επιβαρύνσεις είναι πολύ χαμηλές, ένα κατάλληλο σύστημα θα ήταν οι κατ’ αποκοπήν επιβαρύνσεις ή συνδυασμός κατ’ αποκοπήν επιβαρύνσεων με ένα στοιχείο βασιζόμενο στον κύκλο εργασιών. Στον βαθμό που το σύστημα γενικών αδειών επεκτείνεται σε επιχειρήσεις με πολύ μικρό μερίδιο αγοράς, όπως παρόχους δικτύων σε επίπεδο κοινότητας, ή σε παρόχους υπηρεσιών των οποίων το επιχειρηματικό μοντέλο αποφέρει πολύ περιορισμένα έσοδα, ακόμη και στην περίπτωση σημαντικής διείσδυσης στην αγορά όσον αφορά τους όγκους, τα κράτη μέλη θα πρέπει να αξιολογούν το ενδεχόμενο να καθορίζουν κατάλληλο ελάχιστο κατώφλι για την επιβολή διοικητικών επιβαρύνσεων.

(55)

Όταν αυτό αιτιολογείται αντικειμενικά, τα κράτη μέλη ενδέχεται να χρειάζεται να τροποποιούν δικαιώματα, όρους, διαδικασίες, επιβαρύνσεις και τέλη, σχετικά με γενικές άδειες και δικαιώματα χρήσης. Οι εν λόγω προτεινόμενες τροποποιήσεις θα πρέπει να κοινοποιούνται εγκαίρως και με τον προσήκοντα τρόπο σε όλους τους ενδιαφερόμενους, δίδοντάς τους την κατάλληλη ευκαιρία να εκφράσουν τις απόψεις τους. Θα πρέπει να αποφεύγονται περιττές διαδικασίες στην περίπτωση τροποποιήσεων ήσσονος σημασίας σε υφιστάμενα δικαιώματα εγκατάστασης ευκολιών ή δικαιώματα χρήσης ραδιοφάσματος ή πόρων αριθμοδότησης, όταν οι τροποποιήσεις αυτές δεν έχουν επιπτώσεις σε συμφέροντα τρίτων. Ως ήσσονος σημασίας τροποποιήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων λογίζονται εκείνες οι τροποποιήσεις που είναι κυρίως διοικητικού χαρακτήρα, δεν μεταβάλλουν τον ουσιαστικό χαρακτήρα των γενικών αδειών και των μεμονωμένων δικαιωμάτων χρήσης και άρα δεν μπορούν να προσδώσουν οποιοδήποτε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις άλλες επιχειρήσεις.

(56)

Λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία που έχει η εξασφάλιση της ασφάλειας δικαίου και προκειμένου να προαχθεί η ρυθμιστική προβλεψιμότητα για την παροχή ενός ασφαλούς περιβάλλοντος για τις επενδύσεις, ιδίως για νέες ασύρματες ευρυζωνικές επικοινωνίες, οποιοσδήποτε περιορισμός ή ανάκληση υφιστάμενων δικαιωμάτων χρήσης ραδιοφάσματος ή πόρων αριθμοδότησης ή δικαιώματος εγκατάστασης ευκολιών θα πρέπει να υπόκειται σε προβλέψιμες και διαφανείς αιτιολογήσεις και διαδικασίες. Ως εκ τούτου, θα μπορούσαν να επιβάλλονται αυστηρότερες απαιτήσεις ή μηχανισμός κοινοποίησης, όταν έχουν ανατεθεί δικαιώματα χρήσης βάσει ανταγωνιστικών ή συγκριτικών διαδικασιών και στην περίπτωση των εναρμονισμένων ζωνών ραδιοφάσματος προς χρήση για υπηρεσίες ασύρματων ευρυζωνικών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Οι αιτιολογήσεις σχετικά με την αποτελεσματική και αποδοτική χρήση του ραδιοφάσματος και την τεχνολογική εξέλιξη θα μπορούσαν να στηρίζονται στα τεχνικά μέτρα εφαρμογής που θεσπίζονται δυνάμει της απόφασης αριθ. 676/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (24). Επιπλέον, εκτός εάν οι προτεινόμενες τροποποιήσεις είναι ήσσονος σημασίας, εφόσον οι γενικές άδειες και τα μεμονωμένα δικαιώματα χρήσης ραδιοφάσματος χρειάζεται να περιοριστούν, να ανακληθούν ή να τροποποιηθούν χωρίς τη συγκατάθεση του κατόχου του δικαιώματος, αυτό μπορεί να γίνει ύστερα από διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη. Δεδομένου ότι οι περιορισμοί ή η ανάκληση γενικών αδειών ή δικαιωμάτων μπορεί να έχουν σημαντικές συνέπειες για τους κατόχους τους, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να προσέχουν ιδιαίτερα και να αξιολογούν εκ των προτέρων τη δυνητική βλάβη που ενδέχεται να προκαλέσουν αυτά τα μέτρα πριν από την έγκρισή τους.

(57)

Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές, άλλες αρμόδιες αρχές και ο BEREC χρειάζεται να συγκεντρώνουν πληροφορίες από συντελεστές της αγοράς προκειμένου να ανταποκρίνονται αποτελεσματικά στα καθήκοντά τους, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης της συμμόρφωσης των γενικών όρων και προϋποθέσεων με την παρούσα οδηγία χωρίς να αναστέλλεται η εφαρμογή των εν λόγω όρων και προϋποθέσεων κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης. Κατ’ εξαίρεση, μπορεί επίσης να είναι απαραίτητο να συγκεντρωθούν πληροφορίες από άλλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε τομείς που έχουν στενή σχέση με τον τομέα των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως από παρόχους περιεχομένου, οι οποίοι κατέχουν πληροφορίες οι οποίες ενδέχεται να είναι αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων τους σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο. Ενδέχεται να είναι επίσης απαραίτητο να συγκεντρώνονται τέτοιου είδους πληροφορίες για λογαριασμό της Επιτροπής, προκειμένου αυτή να εκπληρώνει τις αντίστοιχες υποχρεώσεις της βάσει του ενωσιακού δικαίου. Τα αιτήματα πληροφόρησης θα πρέπει να είναι αναλογικά και να μην επιβάλλουν υπέρμετρα βάρη στις επιχειρήσεις. Οι πληροφορίες που συλλέγουν οι εθνικές ρυθμιστικές και άλλες αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι διαθέσιμες στο κοινό, εκτός εάν πρόκειται για εμπιστευτικές πληροφορίες δυνάμει των εθνικών κανόνων για την πρόσβαση του κοινού σε πληροφορίες και εάν υπόκεινται σε ενωσιακούς και εθνικούς κανόνες περί εμπορικού απορρήτου.

(58)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές ασκούν αποτελεσματικά τα ρυθμιστικά τους καθήκοντα, θα πρέπει στα δεδομένα που συλλέγουν να περιλαμβάνονται λογιστικά δεδομένα για τις αγορές λιανικής που συνδέονται με αγορές χονδρικής στις περιπτώσεις που επιχείρηση ορίζεται ότι κατέχει σημαντική ισχύ στην αγορά και επομένως υπόκειται σε κανονιστική ρύθμιση εκ μέρους της εθνικής ρυθμιστικής αρχής. Στα δεδομένα αυτά θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνονται δεδομένα που θα παρέχουν στην εθνική ρυθμιστική αρχή τη δυνατότητα αξιολόγησης της συμμόρφωσης με όρους που συνοδεύουν δικαιώματα χρήσης, του πιθανού αντικτύπου από προγραμματισμένη αναβάθμιση ή αλλαγή στην τοπολογία δικτύου για την εξέλιξη του ανταγωνισμού ή σε προϊόντα χονδρικής που διατίθενται σε άλλα μέρη. Οι πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση προς υποχρεώσεις κάλυψης που συνοδεύουν δικαιώματα χρήσης ραδιοφάσματος είναι ουσιώδους σημασίας για τη διασφάλιση της πληρότητας των γεωγραφικών ερευνών των αναπτύξεων δικτύου. Στο πλαίσιο αυτό, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να είναι σε θέση να απαιτεί την παροχή πληροφοριών με ανάλυση σε τοπικό επίπεδο και σε επαρκές επίπεδο λεπτομέρειας ώστε να διεξάγει γεωγραφική έρευνα δικτύων.

(59)

Για την ελάφρυνση της επιβάρυνσης λόγω υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων και πληροφοριών για τους παρόχους δικτύων και υπηρεσιών και την αρμόδια αρχή, οι εν λόγω υποχρεώσεις θα πρέπει να είναι αναλογικές, αντικειμενικά αιτιολογημένες και περιορισμένες στα απολύτως απαραίτητα. Ειδικότερα, θα πρέπει να αποφεύγεται η επανάληψη αιτημάτων παροχής πληροφοριών από την αρμόδια αρχή και από τον BEREC, καθώς και η συστηματική και τακτική απόδειξη της συμμόρφωσης με όλους τους όρους δυνάμει γενικής άδειας ή δικαιώματος χρήσης. Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να γνωρίζουν την επιδιωκόμενη χρήση των ζητούμενων πληροφοριών. Η παροχή πληροφοριών δεν θα πρέπει να αποτελεί όρο για την είσοδο στην αγορά. Για στατιστικούς λόγους, ενδέχεται να απαιτείται κοινοποίηση από τους παρόχους δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όταν παύουν τις δραστηριότητές τους.

(60)

Δεν θα πρέπει να θίγονται οι υποχρεώσεις των κρατών μελών να παρέχουν πληροφορίες για την προάσπιση των ενωσιακών συμφερόντων δυνάμει διεθνών συμφωνιών, καθώς και οι υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων δυνάμει νομοθεσίας η οποία δεν αφορά ειδικά τον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως το δίκαιο του ανταγωνισμού.

(61)

Πληροφορίες που κρίνονται εμπιστευτικές από μια αρμόδια αρχή, σύμφωνα με τους ενωσιακούς και εθνικούς κανόνες περί εμπορικού απορρήτου και προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, θα πρέπει να είναι δυνατόν να ανταλλάσσονται με την Επιτροπή, τον BEREC και τυχόν άλλες αρχές, εφόσον αυτή η ανταλλαγή είναι αναγκαία για την εφαρμογή του εθνικού δικαίου που μεταφέρει την παρούσα οδηγία. Οι ανταλλασσόμενες πληροφορίες θα πρέπει να περιορίζονται σε ό,τι ενδείκνυται και αναλογεί στους σκοπούς μιας τέτοιας ανταλλαγής.

(62)

Τα ευρυζωνικά δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών διαφοροποιούνται ολοένα και περισσότερο όσον αφορά την τεχνολογία, την τοπολογία, το χρησιμοποιούμενο μέσο και την ιδιοκτησία. Ως εκ τούτου, η ρυθμιστική παρέμβαση πρέπει να στηρίζεται σε λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με την ανάπτυξη δικτύων προκειμένου να είναι αποτελεσματική και να επικεντρώνεται στις περιοχές όπου χρειάζεται. Οι πληροφορίες αυτές είναι απαραίτητες για την προώθηση των επενδύσεων, την ενίσχυση της συνδεσιμότητας σε ολόκληρη την Ένωση και την παροχή πληροφοριών σε όλες τις οικείες αρχές και τους πολίτες. Θα πρέπει να περιλαμβάνουν έρευνες όσον αφορά τόσο την ανάπτυξη δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας όσο και σημαντικές αναβαθμίσεις ή επεκτάσεις υφιστάμενων δικτύων χαλκού ή άλλων δικτύων που ενδέχεται να μην ανταποκρίνονται στα χαρακτηριστικά επιδόσεων των δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας από όλες τις απόψεις, όπως η ανάπτυξη οπτικής ίνας έως το κυτίο σύνδεσης σε συνδυασμό με ενεργές τεχνολογίες όπως η διανυσμάτωση. Οι σχετικές προβλέψεις θα πρέπει να αφορούν διάστημα μέχρι τριών ετών. Το επίπεδο λεπτομέρειας και εδαφικής ανάλυσης των πληροφοριών που θα πρέπει να συλλέγουν οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχει ως γνώμονα τον συγκεκριμένο ρυθμιστικό στόχο και θα πρέπει να είναι επαρκές για τους ρυθμιστικούς σκοπούς που εξυπηρετεί. Ως εκ τούτου, το μέγεθος της εδαφικής ενότητας θα ποικίλλει επίσης μεταξύ κρατών μελών, ανάλογα με τις ρυθμιστικές ανάγκες στις συγκεκριμένες εθνικές περιστάσεις και τη διαθεσιμότητα τοπικών δεδομένων. Το επίπεδο 3 της Ονοματολογίας των Στατιστικών Εδαφικών Μονάδων (NUTS) είναι απίθανο να αποτελεί αρκετά μικρή εδαφική ενότητα στις περισσότερες περιστάσεις. Οι εθνικές ρυθμιστικές και άλλες αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν γνώμονα τις κατευθυντήριες γραμμές του BEREC σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές για την προσέγγιση αυτού του καθήκοντος, ενώ οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές θα μπορούν να στηρίζονται στην υπάρχουσα εμπειρία των εθνικών ρυθμιστικών και/ή άλλων αρμόδιων αρχών για τη διεξαγωγή γεωγραφικών ερευνών για την ανάπτυξη δικτύων. Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπορικού απορρήτου, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει, όταν οι πληροφορίες δεν είναι ήδη διαθέσιμες στην αγορά, να καθιστούν τα δεδομένα άμεσα διαθέσιμα, σε ανοιχτό μορφότυπο σύμφωνα με την οδηγία 2003/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25) και χωρίς περιορισμούς όσον αφορά την επαναχρησιμοποίηση των πληροφοριών που συλλέγονται στις εν λόγω έρευνες, και θα πρέπει να καθιστούν διαθέσιμα εργαλεία στους τελικούς χρήστες όσον αφορά την ποιότητα των υπηρεσιών για να συμβάλλουν στη βελτίωση της ενημέρωσής τους σχετικά με τις διαθέσιμες υπηρεσίες συνδεσιμότητας. Κατά τη συγκέντρωση οποιωνδήποτε πληροφοριών αυτού του είδους, όλες οι εμπλεκόμενες αρχές θα πρέπει να τηρούν την αρχή της εμπιστευτικότητας και να αποφεύγουν να προκαλούν ανταγωνιστικό μειονέκτημα σε οποιαδήποτε επιχείρηση.

(63)

Η γεφύρωση του ψηφιακού χάσματος στην Ένωση είναι απαραίτητη προκειμένου να αποκτήσουν όλοι οι πολίτες της Ένωσης τη δυνατότητα να έχουν πρόσβαση σε διαδικτυακές και ψηφιακές υπηρεσίες. Για τον σκοπό αυτόν, στην περίπτωση συγκεκριμένων και σαφώς καθορισμένων περιοχών, οι σχετικές αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να καλέσουν τις επιχειρήσεις και τις δημόσιες αρχές να δηλώσουν την πρόθεσή τους να αναπτύξουν δίκτυα πολύ υψηλής χωρητικότητας στις εν λόγω περιοχές, παρέχοντάς τους επαρκή χρόνο ώστε να παράσχουν πλήρως εμπεριστατωμένη απάντηση. Οι πληροφορίες που περιέχονται στις προβλέψεις θα πρέπει να απηχούν τις οικονομικές προοπτικές του τομέα των δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών και τις επενδυτικές προθέσεις των επιχειρήσεων κατά τον χρόνο συλλογής των δεδομένων, ώστε να καθίσταται δυνατός ο προσδιορισμός της διαθέσιμης συνδεσιμότητας σε διάφορες περιοχές. Όταν μια επιχείρηση ή δημόσια αρχή δηλώνει την πρόθεση να αναπτύξει δίκτυα σε μια περιοχή, η εθνική ρυθμιστική ή άλλη αρμόδια αρχή θα πρέπει να μπορεί να απαιτήσει από άλλες επιχειρήσεις και δημόσιες αρχές να δηλώσουν κατά πόσον προτίθενται να αναπτύξουν δίκτυα πολύ υψηλής χωρητικότητας ή να προβούν σε σημαντική αναβάθμιση ή επέκταση του δικτύου τους ώστε να φτάνει σε επιδόσεις ταχύτητας καταφόρτωσης τουλάχιστον 100 Mbps στη συγκεκριμένη περιοχή. Η εν λόγω διαδικασία θα εξασφαλίσει διαφάνεια για τις επιχειρήσεις και τις δημόσιες αρχές που έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για ανάπτυξη δικτύων στην περιοχή, ώστε, κατά τον σχεδιασμό των επιχειρηματικών τους σχεδίων, να μπορούν να αξιολογήσουν τον πιθανό ανταγωνισμό που θα αντιμετωπίσουν από άλλα δίκτυα. Η θετική επίδραση της διαφάνειας αυτής εξαρτάται από το κατά πόσον οι συμμετέχοντες στην αγορά θα παράσχουν ειλικρινείς και καλόπιστες απαντήσεις.

(64)

Αν και οι συμμετέχοντες στην αγορά έχουν τη δυνατότητα να αλλάξουν τα σχέδια ανάπτυξής τους για απρόβλεπτους, αντικειμενικούς και τεκμηριωμένους λόγους, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να παρεμβαίνουν, μεταξύ άλλων όταν υπάρχει αντίκτυπος στη δημόσια χρηματοδότηση, και, εάν κριθεί σκόπιμο, να επιβάλουν ποινές στην περίπτωση που τα εν λόγω σχέδια, εκ προθέσεως ή λόγω βαριάς αμέλειας, υποβλήθηκαν από επιχείρηση ή δημόσια αρχή με παραπλανητικές, εσφαλμένες ή ελλιπείς πληροφορίες. Για τον σκοπό των συναφών διατάξεων σχετικά με τις ποινές, ως βαριά αμέλεια θα πρέπει να νοείται μια κατάσταση στην οποία μια επιχείρηση ή μια δημόσια αρχή παρέχει παραπλανητικές, εσφαλμένες ή ελλιπείς πληροφορίες λόγω της συμπεριφοράς της ή εσωτερικής οργάνωσης που παραμελεί σοβαρά τη δέουσα επιμέλεια όσον αφορά τις παρεχόμενες πληροφορίες. Η έννοια της βαριάς αμέλειας δεν θα πρέπει να προϋποθέτει ότι η επιχείρηση ή η δημόσια αρχή γνωρίζει ότι οι παρεχόμενες πληροφορίες είναι παραπλανητικές, εσφαλμένες ή ελλιπείς, αλλά ότι θα γνώριζε, εάν είχε ενεργήσει ή οργανωθεί με τη δέουσα επιμέλεια. Είναι σημαντικό οι ποινές να είναι αρκούντως αποτρεπτικές δεδομένων των αρνητικών επιπτώσεων στον ανταγωνισμό και στα έργα που χρηματοδοτούνται με δημόσιους πόρους. Οι διατάξεις σχετικά με τις ποινές δεν θα πρέπει να θίγουν τυχόν δικαιώματα για αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

(65)

Για την επίτευξη προβλέψιμων επενδυτικών συνθηκών, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να ανταλλάσσουν πληροφορίες με επιχειρήσεις και δημόσιες αρχές που εκφράζουν ενδιαφέρον για ανάπτυξη δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας σχετικά με το κατά πόσον υπάρχουν ή προβλέπονται για την εν λόγω περιοχή άλλοι τύποι αναβαθμίσεων δικτύων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων με ταχύτητα καταφόρτωσης κάτω των 100 Mbps.

(66)

Είναι σημαντικό οι εθνικές ρυθμιστικές και άλλες αρμόδιες αρχές να διαβουλεύονται με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη επί των προτεινόμενων αποφάσεων, να τους παρέχουν επαρκές χρονικό διάστημα, ανάλογο με την περιπλοκότητα του ζητήματος, για να διαβιβάζουν τις παρατηρήσεις τους, και να λαμβάνουν υπόψη τους τις παρατηρήσεις τους πριν να λάβουν τελική απόφαση. Προκειμένου να διασφαλισθεί ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο δεν θα έχουν αρνητικές επιπτώσεις στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ή σε άλλους στόχους της ΣΛΕΕ, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει επίσης να ανακοινώνουν ορισμένα σχέδια αποφάσεων στην Επιτροπή και στις άλλες εθνικές ρυθμιστικές αρχές, προκειμένου να τους παρέχεται η ευκαιρία να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους. Είναι σκόπιμο οι αρμόδιες αρχές να διαβουλεύονται με τα ενδιαφερόμενα μέρη στις περιπτώσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία σχετικά με όλα τα σχέδια μέτρων που μπορεί να έχουν αντίκτυπο στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.

(67)

Σε ανταγωνιστικό περιβάλλον, οι απόψεις των ενδιαφερομένων μερών, συμπεριλαμβανομένων των χρηστών και των καταναλωτών, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Για τη δέουσα υπεράσπιση των συμφερόντων των πολιτών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθιερώσουν κατάλληλο μηχανισμό διαβούλευσης. Ένας τέτοιος μηχανισμός θα μπορούσε να λάβει τη μορφή οργάνου το οποίο, ανεξάρτητα από την εθνική ρυθμιστική αρχή, καθώς και από τους παρόχους υπηρεσιών, θα διεξάγει έρευνα επί θεμάτων που αφορούν τους καταναλωτές, όπως η καταναλωτική συμπεριφορά και οι μηχανισμοί αλλαγής προμηθευτή, και το οποίο θα λειτουργεί με διαφάνεια και θα συνεισφέρει στους υφιστάμενους μηχανισμούς διαβούλευσης με τους συμφεροντούχους. Πέραν τούτου, θα μπορούσε να καθιερωθεί ένας μηχανισμός με σκοπό να καταστήσει δυνατή την ενδεδειγμένη συνεργασία επί θεμάτων που σχετίζονται με την προαγωγή νόμιμου περιεχομένου. Οποιεσδήποτε διαδικασίες συνεργασίας εγκρίνονται σύμφωνα με τον μηχανισμό αυτό δεν θα πρέπει πάντως να επιτρέπουν τη συστηματική παρακολούθηση χρήσης του διαδικτύου.

(68)

Οι διαδικασίες εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών είναι δυνατό να αποτελέσουν ταχύ και οικονομικά αποδοτικό τρόπο για την επιβολή των δικαιωμάτων των τελικών χρηστών, ιδίως για τους καταναλωτές και τις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις όπως ορίζονται στο παράρτημα της σύστασης 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής (26). Τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιτρέπουν στην εθνική ρυθμιστική αρχή ή σε άλλη αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για τα δικαιώματα των τελικών χρηστών ή σε τουλάχιστον έναν ανεξάρτητο φορέα με αποδεδειγμένη εμπειρία στον τομέα των δικαιωμάτων των τελικών χρηστών να ενεργεί ως οντότητα εναλλακτικής επίλυσης διαφορών. Σε σχέση με την επίλυση διαφορών αυτού του είδους, οι εν λόγω αρχές δεν θα πρέπει να λαμβάνουν οποιεσδήποτε εντολές. Δεδομένου ότι πολλά κράτη μέλη έχουν καθιερώσει διαδικασίες επίλυσης διαφορών και για τελικούς χρήστες εκτός από καταναλωτές, για τους οποίους δεν εφαρμόζεται η οδηγία 2013/11/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (27), είναι εύλογο να διατηρηθεί η διαδικασία επίλυσης τομεακών διαφορών τόσο για καταναλωτές όσο και, εφόσον τα κράτη μέλη την επεκτείνουν, για άλλους τελικούς χρήστες, ιδίως τις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις. Όσον αφορά την εξωδικαστική επίλυση διαφορών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να διατηρούν ή να θεσπίζουν κανόνες που υπερβαίνουν τους κανόνες της οδηγίας 2013/11/ΕΕ προκειμένου να διασφαλίσουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας των καταναλωτών.

(69)

Στην περίπτωση διαφοράς μεταξύ επιχειρήσεων που εδρεύουν στο ίδιο κράτος μέλος επί αντικειμένου που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία, παραδείγματος χάριν όσον αφορά τις υποχρεώσεις για την πρόσβαση και τη διασύνδεση ή τους τρόπους μεταφοράς καταλόγων τελικών χρηστών, θα πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα στο θιγόμενο μέρος το οποίο συμμετείχε καλόπιστα στις διαπραγματεύσεις αλλά δεν μπόρεσε να καταλήξει σε συμφωνία να απευθύνεται στην εθνική ρυθμιστική αρχή για την επίλυση της διαφοράς. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να επιβάλλουν τη λύση στα μέρη. Η παρέμβαση μιας εθνικής ρυθμιστικής αρχής στην επίλυση διαφοράς μεταξύ παρόχων δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή συναφών ευκολιών εντός ενός κράτους μέλους θα πρέπει να επιδιώκει τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την παρούσα οδηγία.

(70)

Εκτός από τα δικαιώματα προσφυγής που παρέχονται βάσει του ενωσιακού ή του εθνικού δικαίου, υφίσταται η ανάγκη να ξεκινά μια απλή διαδικασία, κατόπιν αιτήματος ενός των μερών της διαφοράς, για την επίλυση διασυνοριακών διαφορών μεταξύ επιχειρήσεων που παρέχουν ή διαθέτουν άδεια να παρέχουν δίκτυα ή υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε διαφορετικά κράτη μέλη.

(71)

Ένα σημαντικό καθήκον που έχει ανατεθεί στον BEREC είναι η κατά περίπτωση έκδοση γνώμης σε σχέση με διασυνοριακές διαφορές. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει επομένως να αποτυπώνουν τυχόν υποβληθείσες γνώμες από τον BEREC στα μέτρα τους για την επιβολή ενδεχόμενης υποχρέωσης σε επιχείρηση ή για την επίλυση της διαφοράς με άλλον τρόπο σε ανάλογες περιπτώσεις.

(72)

Η έλλειψη συντονισμού μεταξύ κρατών μελών κατά την οργάνωση της χρήσης ραδιοφάσματος στην επικράτειά τους μπορεί, αν δεν επιλυθεί με διμερείς διαπραγματεύσεις μεταξύ των κρατών μελών, να προκαλέσει ζητήματα παρεμβολών μεγάλης κλίμακας με σοβαρό αντίκτυπο στην ανάπτυξη της ψηφιακής ενιαίας αγοράς. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή διασυνοριακών και επιβλαβών παρεμβολών μεταξύ τους. Η ομάδα για την πολιτική ραδιοφάσματος (RSPG) που συστάθηκε με την απόφαση 2002/622/ΕΚ της Επιτροπής (28) θα πρέπει να επιφορτιστεί με την υποστήριξη του αναγκαίου διασυνοριακού συντονισμού και να αποτελέσει τον χώρο επίλυσης των διαφορών μεταξύ κρατών μελών για διασυνοριακά θέματα. Με βάση τη λύση που προτείνεται από την RSPG, σε ορισμένες περιστάσεις απαιτείται εκτελεστικό μέτρο για την οριστική επίλυση ζητημάτων διασυνοριακής παρεμβολής ή για την επιβολή, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, συντονισμένης λύσης που συμφωνείται από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη στο πλαίσιο διμερών διαπραγματεύσεων. Η έλλειψη συντονισμού μεταξύ κρατών μελών και χωρών που συνορεύουν με την Ένωση μπορεί επίσης να προκαλέσει ζητήματα παρεμβολών μεγάλης κλίμακας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν τα δέοντα μέτρα για την αποτροπή διασυνοριακών και επιβλαβών παρεμβολών με χώρες που συνορεύουν με την Ένωση, και να συνεργάζονται μεταξύ τους για τον σκοπό αυτό. Κατόπιν αιτήματος των κρατών μελών, που πλήττονται από τη διασυνοριακή παρεμβολή τρίτων χωρών, η Ένωση θα πρέπει να παράσχει την πλήρη στήριξή της προς τα εν λόγω κράτη.

(73)

Η RSPG αποτελεί συμβουλευτική ομάδα υψηλού επιπέδου της Επιτροπής, η οποία συστάθηκε με την απόφαση 2002/622/ΕΚ για να συμβάλει στην ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς και να στηρίξει τη χάραξη πολιτικής για το ραδιοφάσμα σε ενωσιακό επίπεδο, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών, πολιτικών, πολιτιστικών, στρατηγικών, κοινωνικών προβληματισμών και προβληματισμών για την υγεία, καθώς και τεχνικών παραμέτρων. Θα πρέπει να απαρτίζεται από τους επικεφαλής των φορέων που έχουν γενική πολιτική ευθύνη για τη στρατηγική πολιτική ραδιοφάσματος. Θα πρέπει να επικουρεί και να συμβουλεύει την Επιτροπή όσον αφορά την πολιτική ραδιοφάσματος. Αυτό αναμένεται ότι θα αυξήσει περαιτέρω την προβολή της πολιτικής ραδιοφάσματος στους διάφορους τομείς πολιτικής της Ένωσης και θα βοηθήσει να εξασφαλιστεί διατομεακή συνέπεια σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο. Θα πρέπει επίσης να παρέχει συμβουλές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, κατόπιν αιτήματός τους. Επιπλέον, η RSPG θα πρέπει να αποτελέσει επίσης το φόρουμ για τον συντονισμό της υλοποίησης από τα κράτη μέλη των υποχρεώσεών τους που αφορούν το ραδιοφάσμα δυνάμει της παρούσας οδηγίας και θα πρέπει να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο σε ουσιώδη πεδία για την εσωτερική αγορά, όπως είναι ο διασυνοριακός συντονισμός ή η τυποποίηση. Θα μπορούσαν επίσης να συσταθούν τεχνικές ομάδες εργασίας ή εμπειρογνωμόνων για να επικουρούν τις συνεδριάσεις της ολομέλειας, κατά τις οποίες η στρατηγική πολιτική διαμορφώνεται από υψηλού επιπέδου εκπροσώπους των κρατών μελών και της Επιτροπής. Η Επιτροπή εξέφρασε την πρόθεσή της να τροποποιήσει την απόφαση 2002/622/ΕΚ εντός έξι μηνών από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, ώστε να αποτυπωθούν τα νέα καθήκοντα που ανατίθενται στην RSPG με την παρούσα οδηγία.

(74)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να παρακολουθούν και να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τους όρους και τις προϋποθέσεις της γενικής άδειας και των δικαιωμάτων χρήσης και ιδίως να διασφαλίζουν την αποτελεσματική και αποδοτική χρήση του ραδιοφάσματος, καθώς και τη συμμόρφωση με υποχρεώσεις κάλυψης και ποιότητας υπηρεσιών, μέσω διοικητικών κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένων οικονομικών κυρώσεων και ασφαλιστικών μέτρων και ανακλήσεων δικαιωμάτων χρήσης σε περίπτωση παραβίασης των εν λόγω όρων και προϋποθέσεων. Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να παρέχουν, κατά το δυνατό, τις πλέον ακριβείς και ολοκληρωμένες πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές για να τους παρέχουν τη δυνατότητα να εκπληρώνουν τα οικεία καθήκοντα εποπτείας.

(75)

Οι όροι που συνοδεύουν γενικές άδειες και μεμονωμένα δικαιώματα χρήσης θα πρέπει να περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με απαιτήσεις και υποχρεώσεις στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου και του ενωσιακού δικαίου.

(76)

Κάθε μέρος που υπόκειται σε απόφαση αρμόδιας αρχής θα πρέπει να έχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον οργάνου, το οποίο θα είναι ανεξάρτητο από τα εμπλεκόμενα μέρη και από οποιαδήποτε εξωτερική παρέμβαση ή πολιτική πίεση που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ανεξάρτητη αξιολόγησή του στα θέματα των οποίων επιλαμβάνεται. Το εν λόγω όργανο μπορεί να είναι δικαστήριο. Επιπλέον, κάθε επιχείρηση που θεωρεί ότι οι αιτήσεις της για παροχή δικαιώματος εγκατάστασης ευκολιών δεν έχουν διεκπεραιωθεί σύμφωνα με τις αρχές της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να προσφεύγει κατά των αποφάσεων αυτών. Η εν λόγω διαδικασία προσφυγής δεν θα πρέπει να θίγει τον καταμερισμό των αρμοδιοτήτων εντός των εθνικών δικαστικών συστημάτων και τα δικαιώματα νομικών οντοτήτων ή φυσικών προσώπων βάσει του εθνικού δικαίου. Σε κάθε περίπτωση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχουν αποτελεσματικό έλεγχο νομιμότητας έναντι τέτοιων αποφάσεων.

(77)

Προκειμένου να διασφαλισθεί ασφάλεια δικαίου για τους συντελεστές της αγοράς, τα όργανα προσφυγής θα πρέπει να εκτελούν αποτελεσματικά τα καθήκοντά τους. Συγκεκριμένα, οι διαδικασίες προσφυγής θα πρέπει ιδίως να μην έχουν υπερβολικά μεγάλη διάρκεια. Προσωρινά μέτρα με τα οποία αναστέλλονται τα αποτελέσματα της απόφασης αρμόδιας αρχής θα πρέπει να λαμβάνονται μόνον όταν συντρέχει επείγουσα ανάγκη για την αποτροπή σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης του μέρους που αιτείται τη λήψη των εν λόγω μέτρων και εφόσον τούτο απαιτείται από τη στάθμιση των συμφερόντων.

(78)

Παρατηρήθηκε μεγάλη ποικιλία στον τρόπο με τον οποίο όργανα προσφυγής εφάρμοσαν προσωρινά μέτρα για να αναστείλουν αποφάσεις των εθνικών ρυθμιστικών ή άλλων αρμόδιων αρχών. Για να επιτευχθεί μεγαλύτερη συνέπεια στην προσέγγιση, θα πρέπει να ισχύσει κοινό πρότυπο σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου. Τα όργανα προσφυγής θα πρέπει επίσης να δικαιούνται να ζητούν τις διαθέσιμες πληροφορίες που έχει δημοσιεύσει ο BEREC. Δεδομένης της σημασίας των προσφυγών για τη συνολική λειτουργία του ρυθμιστικού πλαισίου, θα πρέπει να συγκροτηθεί σε όλα τα κράτη μέλη μηχανισμός για τη συλλογή πληροφοριών σχετικά με τις προσφυγές και τις αποφάσεις αναστολής που λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές, καθώς και για την υποβολή σχετικών εκθέσεων στην Επιτροπή και τον BEREC. Ο εν λόγω μηχανισμός θα πρέπει να διασφαλίζει ότι η Επιτροπή ή ο BEREC μπορούν να ανακτούν από τα κράτη μέλη το κείμενο των αποφάσεων με σκοπό την ανάπτυξη βάσης δεδομένων.

(79)

Προς το συμφέρον των πολιτών και των συμφεροντούχων και προκειμένου να παρέχεται στους ενδιαφερόμενους η δυνατότητα να γνωστοποιούν τις απόψεις τους, θα πρέπει να ενισχυθεί η διαφάνεια κατά την εφαρμογή του ενωσιακού μηχανισμού για την εδραίωση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών, μεταξύ άλλων με τη θέσπιση της υποχρέωσης των εθνικών ρυθμιστικών αρχών να δημοσιεύουν κάθε σχέδιο μέτρου ταυτόχρονα με την κοινοποίησή του στην Επιτροπή, στον BEREC και στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές άλλων κρατών μελών. Κάθε τέτοιο σχέδιο μέτρου θα πρέπει να είναι αιτιολογημένο και να περιέχει λεπτομερή ανάλυση.

(80)

Η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί, αφού λάβει ιδιαιτέρως υπόψη τη γνώμη του BEREC, να ζητεί από μια εθνική ρυθμιστική αρχή να αποσύρει σχέδιο μέτρου όταν αφορά τον καθορισμό σημαντικών αγορών ή τον ορισμό επιχειρήσεων ως επιχειρήσεις με σημαντική ισχύ στην αγορά και όταν τέτοιες αποφάσεις μπορούν να δημιουργήσουν φραγμό στην εσωτερική αγορά ή είναι ασύμβατες με το ενωσιακό δίκαιο, ιδίως με τους στόχους πολιτικής που θα πρέπει να ακολουθούν οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές. Η διαδικασία αυτή δεν θίγει τη διαδικασία κοινοποίησης που προβλέπεται στην οδηγία (ΕΕ) 2015/1535 και την εξουσία της Επιτροπής δυνάμει της ΣΛΕΕ όσον αφορά τις παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου.

(81)

Η εθνική διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη θα πρέπει να διεξάγεται πριν από τη διαβούλευση σε ενωσιακό επίπεδο για τους σκοπούς της ενοποίησης της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών και στα πλαίσια της διαδικασίας για τη συνεπή εφαρμογή διορθωτικών μέτρων, ώστε να είναι δυνατόν να εκφρασθούν οι απόψεις των ενδιαφερόμενων μερών στη διαβούλευση σε ενωσιακό επίπεδο. Έτσι θα αποφευχθεί η ανάγκη δεύτερης διαβούλευσης σε ενωσιακό επίπεδο σε περίπτωση αλλαγών σε σχεδιαζόμενο μέτρο συνεπεία της εθνικής διαβούλευσης.

(82)

Είναι σημαντική η έγκαιρη εφαρμογή του ρυθμιστικού πλαισίου. Όταν η Επιτροπή έχει λάβει απόφαση με την οποία απαιτεί από εθνική ρυθμιστική αρχή να αποσύρει σχεδιαζόμενο μέτρο, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να αποσύρουν το σχέδιο μέτρου τους ή να υποβάλουν αναθεωρημένο μέτρο στην Επιτροπή. Ορίζεται προθεσμία για την κοινοποίηση του αναθεωρημένου μέτρου στην Επιτροπή, ώστε να ενημερώνονται οι συντελεστές της αγοράς για τη διάρκεια της ανασκόπησης της αγοράς και να αυξηθεί η ασφάλεια δικαίου.

(83)

Ο ενωσιακός μηχανισμός που παρέχει στην Επιτροπή το δικαίωμα να απαιτεί από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές να αποσύρουν σχεδιαζόμενα μέτρα όσον αφορά τον καθορισμό της αγοράς και τον ορισμό των επιχειρήσεων ως επιχειρήσεις που κατέχουν σημαντική ισχύ στην αγορά έχει συμβάλει σημαντικά στην επίτευξη συνεπούς προσέγγισης όσον αφορά τον προσδιορισμό των συνθηκών υπό τις οποίες είναι δυνατόν να υπάρξει εκ των προτέρων κανονιστική ρύθμιση και εκείνων υπό τις οποίες οι επιχειρήσεις υπάγονται σε τέτοια ρύθμιση. Από την εμπειρία των διαδικασιών των άρθρων 7 και 7α της οδηγίας 2002/21/ΕΚ προκύπτει ότι ανακολουθίες στην εφαρμογή διορθωτικών μέτρων από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές υπό παρόμοιες συνθήκες αγοράς υπονομεύουν την εσωτερική αγορά ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή και ο BEREC θα πρέπει να συμβάλλουν, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, στη διασφάλιση υψηλότερου επιπέδου συνέπειας κατά την εφαρμογή των διορθωτικών μέτρων σχετικά με τα σχέδια μέτρων που προτείνουν οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές. Επιπλέον, για σχέδια μέτρων που σχετίζονται με την παράταση των υποχρεώσεων πέρα από το πρώτο σημείο συγκέντρωσης ή διανομής, όποτε χρειάζεται για την αντιμετώπιση υψηλών και μη παροδικών οικονομικών ή υλικών φραγμών στην αναπαραγωγή, σε επιχειρήσεις ανεξαρτήτως ορισμού ως επιχειρήσεις που κατέχουν σημαντική ισχύ στην αγορά, ή που σχετίζονται με τη ρυθμιστική αντιμετώπιση νέων στοιχείων δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας, όταν ο BEREC συμμερίζεται τους προβληματισμούς της Επιτροπής, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να απαιτεί από εθνική ρυθμιστική αρχή την απόσυρση σχεδίου μέτρου. Η Επιτροπή, προκειμένου να επωφεληθεί από την πείρα των εθνικών ρυθμιστικών αρχών στην ανάλυση της αγοράς, θα πρέπει να διαβουλεύεται με τον BEREC προτού λάβει την απόφασή της ή διατυπώσει τη γνώμη της.

(84)

Λόγω των στενών χρονικών ορίων του μηχανισμού διαβούλευσης σε ενωσιακό επίπεδο, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εξουσίες για έκδοση συστάσεων ή κατευθυντήριων γραμμών που να αποβλέπουν σε απλούστευση των διαδικασιών ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών ρυθμιστικών αρχών, π.χ. σε περιπτώσεις σταθερών αγορών ή ελασσόνων αλλαγών σε προηγουμένως κοινοποιημένα μέτρα. Θα πρέπει ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να επιτρέπει την εξαίρεση από την υποχρέωση κοινοποίησης ώστε να εξομαλύνονται οι διαδικασίες σε ορισμένες περιπτώσεις.

(85)

Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να καλούνται να συνεργάζονται μεταξύ τους, με τον BEREC και με την Επιτροπή, κατά διαφανή τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται η συνεπής εφαρμογή της παρούσας οδηγίας σε όλα τα κράτη μέλη.

(86)

Η διακριτική ευχέρεια των εθνικών ρυθμιστικών αρχών θα πρέπει να συμβιβαστεί με την ανάπτυξη συνεπούς ρυθμιστικής πρακτικής και με τη συνεπή εφαρμογή του ρυθμιστικού πλαισίου, ώστε να υπάρξει αποτελεσματική συμβολή στην ανάπτυξη και ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει επομένως να υποστηρίζουν τις δραστηριότητες εσωτερικής αγοράς της Επιτροπής και του BEREC.

(87)

Μέτρα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών είναι τα μέτρα που θα μπορούσαν να επηρεάζουν, άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά, τη μορφή του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών κατά τρόπο που θα μπορούσε να δημιουργήσει φραγμό στην εσωτερική αγορά. Αυτά περιλαμβάνουν μέτρα που έχουν σημαντικό αντίκτυπο σε επιχειρήσεις ή χρήστες σε άλλα κράτη μέλη και συμπεριλαμβάνουν: μέτρα που επηρεάζουν τις τιμές για τους χρήστες σε άλλα κράτη μέλη, μέτρα που επηρεάζουν την ικανότητα μιας επιχείρησης που είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος να παρέχει υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ιδίως μέτρα που επηρεάζουν την ικανότητα παροχής υπηρεσιών σε διακρατική βάση, και μέτρα που επηρεάζουν τη δομή της αγοράς ή την πρόσβαση στην αγορά, δημιουργώντας επιπτώσεις για τις επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών.

(88)

Μια πιο συγκλίνουσα χρήση και διατύπωση του ορισμού των στοιχείων των διαδικασιών επιλογής και των όρων που συνοδεύουν τα δικαιώματα χρήσης ραδιοφάσματος που έχουν σημαντικό αντίκτυπο στις συνθήκες της αγοράς και στην κατάσταση του ανταγωνισμού, συμπεριλαμβανομένων των όρων εισόδου και επέκτασης θα μπορούσε να ενισχυθεί με έναν μηχανισμό συντονισμού μέσω του οποίου η RSPG, κατόπιν αιτήματος από την εθνική ρυθμιστική ή άλλη αρμόδια αρχή ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, με δική της πρωτοβουλία, θα συγκαλεί φόρουμ αξιολόγησης από ομοτίμους ώστε να εξεταστούν τα σχέδια μέτρων πριν από τη χορήγηση δικαιωμάτων χρήσης από συγκεκριμένο κράτος μέλος με σκοπό την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών. Το φόρουμ αξιολόγησης από ομοτίμους είναι ένα μέσον αλληλοδιδαχής από ομοτίμους. Αναμένεται να συμβάλει στη βελτίωση της ανταλλαγής βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των κρατών μελών και να ενισχύσει τη διαφάνεια των διαδικασιών ανταγωνιστικής ή συγκριτικής επιλογής. Η διαδικασία αξιολόγησης από ομοτίμους δεν θα πρέπει να συνιστά τυπική προϋπόθεση των εθνικών διαδικασιών αδειοδότησης. Η ανταλλαγή απόψεων θα πρέπει να βασίζεται σε πληροφορίες που παρέχονται από την εθνική ρυθμιστική ή άλλη αρμόδια αρχή που ζητεί το φόρουμ αξιολόγησης από ομότιμους και θα πρέπει να αφορά υποσύνολο ευρύτερου εθνικού μέτρου, το οποίο μπορεί γενικότερα να συνίσταται στη χορήγηση, εμπορία και χρονομίσθωση, διάρκεια, ανανέωση ή την τροποποίηση δικαιωμάτων χρήσης ραδιοφάσματος. Ως εκ τούτου, η εθνική ρυθμιστική ή άλλη αρμόδια αρχή θα πρέπει να μπορεί επίσης να παρέχει πληροφορίες σχετικά με άλλα σχέδια εθνικών μέτρων ή πτυχές αυτών που συνδέονται με τη σχετική διαδικασία επιλογής για τον περιορισμό των δικαιωμάτων χρήσης ραδιοφάσματος και τα οποία δεν καλύπτονται από τον μηχανισμό αξιολόγησης από ομοτίμους. Για να μειωθεί η διοικητική επιβάρυνση, η εθνική ρυθμιστική ή άλλη αρμόδια αρχή θα πρέπει να μπορεί να υποβάλλει τις πληροφορίες αυτές μέσω ενός κοινού μορφότυπου υποβολής, εφόσον διατίθεται, για διαβίβαση προς τα μέλη της RSPG.

(89)

Όταν η εναρμονισμένη παραχώρηση ραδιοφάσματος σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις έχει συμφωνηθεί σε ενωσιακό επίπεδο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόζουν αυστηρά τις εν λόγω συμφωνίες, όταν παραχωρούν δικαιώματα χρήσης ραδιοφάσματος από το εθνικό πρόγραμμα παραχώρησης χρήσης συχνοτήτων.

(90)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να εξετάζουν το ενδεχόμενο διαδικασιών κοινής αδειοδότησης κατά τη χορήγηση δικαιωμάτων χρήσης, όταν η αναμενόμενη χρήση καλύπτει διασυνοριακές καταστάσεις.

(91)

Οποιαδήποτε απόφαση της Επιτροπής για τη διασφάλιση της εναρμονισμένης εφαρμογής της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να περιορίζεται σε αρχές, προσεγγίσεις και μεθοδολογίες περί κανονιστικής ρύθμισης. Για να μην υπάρχουν αμφιβολίες, δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει οποιαδήποτε λεπτομέρεια που υπό φυσιολογικές συνθήκες απαιτείται να αντανακλά τις συγκεκριμένες εθνικές περιστάσεις και να μην απαγορεύει εναλλακτικές προσεγγίσεις από τις οποίες μπορούν ευλόγως να προσδοκώνται παρόμοια αποτελέσματα. Μια τέτοια απόφαση θα πρέπει να είναι αναλογική και να μην έχει επιπτώσεις στις αποφάσεις των εθνικών ρυθμιστικών ή άλλων αρμόδιων αρχών που δεν αποτελούν φραγμό στην εσωτερική αγορά.

(92)

Η Ένωση και τα κράτη μέλη έχουν αναλάβει δεσμεύσεις όσον αφορά τα πρότυπα και το ρυθμιστικό πλαίσιο των δικτύων και υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου.

(93)

Η τυποποίηση θα πρέπει να παραμείνει πρωτίστως διαδικασία καθοδηγούμενη από την αγορά. Παρόλα αυτά, πιθανώς να υπάρχουν ακόμη περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι σκόπιμο να απαιτείται η συμμόρφωση με συγκεκριμένα πρότυπα σε ενωσιακό επίπεδο, ώστε να βελτιωθούν η διαλειτουργικότητα και η ελευθερία επιλογής των χρηστών και να ενθαρρυνθεί η διασυνδεσιμότητα στην εσωτερική αγορά. Σε εθνικό επίπεδο, τα κράτη μέλη υπόκεινται στην οδηγία (ΕΕ) 2015/1535. Οι διαδικασίες τυποποίησης στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας ισχύουν με την επιφύλαξη των οδηγιών 2014/30/ΕΕ (29) και 2014/35/ΕΕ (30) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2014/53/ΕΕ.

(94)

Θα πρέπει να απαιτείται από τους παρόχους δημόσιων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή και των δύο να λαμβάνουν μέτρα για την κατοχύρωση της ασφάλειας των δικτύων και των υπηρεσιών τους, αντίστοιχα, καθώς και για την πρόληψη ή την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων των συμβάντων ασφάλειας. Λαμβανομένων υπόψη των πλέον προηγμένων τεχνικών δυνατοτήτων, τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει να διασφαλίζουν επίπεδο ασφάλειας των δικτύων και υπηρεσιών ανάλογο προς τους εκάστοτε κινδύνους. Για τα μέτρα ασφάλειας θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, κατ’ ελάχιστον, όλες οι σημαντικές πτυχές των ακόλουθων στοιχείων: υλική και περιβαλλοντική ασφάλεια, ασφάλεια του εφοδιασμού, έλεγχος πρόσβασης σε δίκτυα και ακεραιότητα δικτύων· όσον αφορά τη διαχείριση συμβάντων ασφάλειας: διαδικασίες χειρισμού συμβάντων, ικανότητα ανίχνευσης συμβάντων ασφάλειας, αναφορά και κοινοποίηση συμβάντων ασφάλειας· όσον αφορά τη διαχείριση της συνέχισης των δραστηριοτήτων: στρατηγική για τη συνέχιση των υπηρεσιών και σχέδια έκτακτων καταστάσεων, ικανότητες αποκατάστασης σε περίπτωση καταστροφής· όσον αφορά την παρακολούθηση, τον λογιστικό έλεγχο και τις δοκιμές: πολιτικές παρακολούθησης και καταγραφής, σχέδια άσκησης για την αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων, δοκιμές δικτύων και υπηρεσιών, εκτιμήσεις ασφάλειας και παρακολούθηση της συμμόρφωσης· και συμμόρφωση με τα διεθνή πρότυπα.

(95)

Δεδομένης της αυξανόμενης σημασίας των υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών ανεξαρτήτως αριθμών, είναι αναγκαίο να εξασφαλίζεται ότι και αυτές επίσης θα υπόκεινται σε κατάλληλες απαιτήσεις ασφάλειας σύμφωνα με τον συγκεκριμένο χαρακτήρα τους και την οικονομική τους σημασία. Με τον τρόπο αυτό, οι πάροχοι των εν λόγω υπηρεσιών θα πρέπει επίσης να κατοχυρώνουν επίπεδο ασφάλειας ανάλογο με ενεχόμενο κίνδυνο. Δεδομένου ότι οι πάροχοι υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών ανεξαρτήτως αριθμών κατά κανόνα δεν ασκούν πραγματικό έλεγχο επί της μετάδοσης σημάτων μέσω δικτύων, ο βαθμός κινδύνου για τις εν λόγω υπηρεσίες μπορεί να θεωρηθεί, από ορισμένες απόψεις, χαμηλότερος από ό,τι για τις παραδοσιακές υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Ως εκ τούτου, όποτε αυτό δικαιολογείται από την πραγματική αξιολόγηση των σχετικών κινδύνων ασφάλειας, τα μέτρα που λαμβάνονται από παρόχους υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών ανεξαρτήτως αριθμών θα πρέπει να είναι λιγότερο αυστηρά. Η ίδια προσέγγιση θα πρέπει να εφαρμόζεται, κατ’ αναλογία, σε υπηρεσίες διαπροσωπικών επικοινωνιών που χρησιμοποιούν αριθμούς και δεν ασκούν πραγματικό έλεγχο επί της μετάδοσης σημάτων.

(96)

Οι πάροχοι δημόσιων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών θα πρέπει να ενημερώνουν τους χρήστες σχετικά με ιδιαίτερες και σημαντικές απειλές ασφάλειας και σχετικά με τα μέτρα προστασίας που μπορούν να λαμβάνουν για την ασφάλεια των επικοινωνιών τους, για παράδειγμα χρησιμοποιώντας συγκεκριμένους τύπους λογισμικού ή τεχνολογίες κρυπτογράφησης. Η απαίτηση να ενημερώνονται οι χρήστες σχετικά με τέτοιες απειλές δεν θα πρέπει να απαλλάσσει τους παρόχους υπηρεσιών από την υποχρέωση να λαμβάνουν, με ίδιες δαπάνες, κατάλληλα και άμεσα μέτρα για την εξάλειψη τυχόν απειλών ασφάλειας και για την αποκατάσταση του κανονικού επιπέδου ασφάλειας. Η σχετική ενημέρωση προς τον χρήστη σχετικά με απειλές για την ασφάλεια θα πρέπει να παρέχεται δωρεάν.

(97)

Προκειμένου να εξασφαλίζεται η ασφάλεια των δικτύων και υπηρεσιών και με την επιφύλαξη των εξουσιών των κρατών μελών να διασφαλίζουν την προστασία των ουσιαστικών συμφερόντων τους στον τομέα της ασφάλειας και της δημόσιας ασφάλειας, καθώς και να επιτρέπουν τη διερεύνηση, εξιχνίαση και δίωξη εγκλημάτων, θα πρέπει να προάγεται η χρήση κρυπτογράφησης, για παράδειγμα διατερματικά όπου κρίνεται σκόπιμο και, όποτε κρίνεται απαραίτητο, η κρυπτογράφηση θα πρέπει να είναι υποχρεωτική σύμφωνα με τις αρχές της ασφάλειας και της ιδιωτικότητας εκ προεπιλογής και εκ σχεδιασμού.

(98)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διασφαλίζουν τη διατήρηση της ακεραιότητας και της διαθεσιμότητας των δημόσιων ηλεκτρονικών επικοινωνιακών δικτύων. Ο Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών («ENISA») θα πρέπει να συμβάλλει στην επίτευξη βελτιωμένου επιπέδου ασφάλειας ηλεκτρονικών επικοινωνιών, μεταξύ άλλων παρέχοντας εμπειρογνωμοσύνη και συμβουλές και προάγοντας την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν τα απαραίτητα μέσα για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών να ζητούν τις αναγκαίες πληροφορίες ώστε να αξιολογούν το επίπεδο ασφάλειας δικτύων ή υπηρεσιών. Θα πρέπει, επίσης, να έχουν την εξουσία να ζητούν ολοκληρωμένα και αξιόπιστα δεδομένα σχετικά με πραγματικά συμβάντα ασφάλειας που είχαν σημαντικό αντίκτυπο στη λειτουργία δικτύων ή υπηρεσιών. Θα πρέπει, όταν απαιτείται, να επικουρούνται από ομάδες παρέμβασης για συμβάντα που αφορούν την ασφάλεια των υπολογιστών («CSIRT»), οι οποίες συστήνονται από την οδηγία (ΕΕ) 2016/1148 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (31). Ειδικότερα, είναι δυνατό να απαιτείται από τις CSIRT να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές πληροφορίες σχετικά με κινδύνους και συμβάντα ασφάλειας που επηρεάζουν τα δημόσια δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και τις διαθέσιμες στο κοινό υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών και να προτείνουν τρόπους για την αντιμετώπισή τους.

(99)

Σε περίπτωση που η παροχή ηλεκτρονικών επικοινωνιών στηρίζεται σε δημόσιους πόρους των οποίων η χρήση υπόκειται σε ειδική άδεια, τα κράτη μέλη θα πρέπει να δύνανται να παρέχουν στην αρχή που είναι αρμόδια για την έκδοση της εν λόγω άδειας το δικαίωμα επιβολής τελών για τη διασφάλιση της βέλτιστης χρήσης των εν λόγω πόρων, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιβάλλουν επιβαρύνσεις ή τέλη σχετικά με την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών πέραν εκείνων που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ακολουθούν συνεπή προσέγγιση κατά τη θέσπιση των εν λόγω επιβαρύνσεων ή τελών, προκειμένου να μην προβλέπεται αδικαιολόγητο οικονομικό βάρος που συνδέεται με τη διαδικασία χορήγησης γενικής άδειας ή τα δικαιώματα χρήσης για παρόχους δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

(100)

Για να διασφαλίζεται η βέλτιστη χρήση των πόρων, τα τέλη θα πρέπει να αντανακλούν την οικονομική και τεχνολογική κατάσταση της σχετικής αγοράς, καθώς και κάθε άλλο σημαντικό παράγοντα που καθορίζει την αξία τους. Ταυτόχρονα, τα τέλη θα πρέπει να καθορίζονται με τρόπο που να διασφαλίζει την αποτελεσματική παραχώρηση και χρήση του ραδιοφάσματος. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του σκοπού για τον οποίον χρησιμοποιούνται τα τέλη για δικαιώματα χρήσης και τα δικαιώματα εγκατάστασης ευκολιών. Θα πρέπει να είναι δυνατόν, για παράδειγμα, τα τέλη αυτά να χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων των εθνικών ρυθμιστικών και άλλων αρμόδιων αρχών, οι οποίες δεν μπορούν να καλύπτονται από διοικητικές επιβαρύνσεις. Στις περιπτώσεις που, μέσω διαδικασιών ανταγωνιστικής ή συγκριτικής επιλογής, τα τέλη για τη χρήση ραδιοφάσματος συνίστανται, εν όλω ή εν μέρει, σε κατ’ αποκοπήν ποσό, οι ρυθμίσεις πληρωμής θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η επιβολή των τελών αυτών δεν οδηγεί, στην πράξη, σε επιλογή βασιζόμενη σε κριτήρια άσχετα με τον στόχο της εξασφάλισης της βέλτιστης χρήσης του ραδιοφάσματος. Η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί να δημοσιεύει, σε τακτική βάση, συγκριτικές μελέτες και, κατά περίπτωση, άλλα έγγραφα καθοδήγησης σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές της παραχώρησης ραδιοφάσματος, πόρων αριθμοδότησης ή χορήγησης δικαιωμάτων διέλευσης.

(101)

Τα τέλη που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις για τα δικαιώματα χρήσης του ραδιοφάσματος μπορούν να επηρεάσουν τις αποφάσεις για το αν θα επιδιωχθούν τέτοια δικαιώματα και αν θα τεθούν σε χρήση πόροι ραδιοφάσματος. Με σκοπό τη διασφάλιση της βέλτιστης χρήσης του ραδιοφάσματος, τα κράτη μέλη θα πρέπει, συνεπώς, να καθορίζουν τις τιμές πρώτης προσφοράς κατά τρόπο που να διασφαλίζει την αποδοτική χορήγηση των εν λόγω δικαιωμάτων, ανεξάρτητα από το είδος της εφαρμοζόμενης διαδικασίας επιλογής. Τα κράτη μέλη θα μπορούσαν επίσης να λαμβάνουν υπόψη ενδεχόμενο κόστος που συνδέεται με την εκπλήρωση των όρων αδειοδότησης που επιβάλλονται για περαιτέρω πολιτικούς στόχους. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση του ανταγωνισμού στη σχετική αγορά, συμπεριλαμβανομένων πιθανών εναλλακτικών χρήσεων των πόρων.

(102)

Η βέλτιστη χρήση των πόρων ραδιοφάσματος εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα κατάλληλων δικτύων και συναφών ευκολιών. Εν προκειμένω, στόχος των κρατών μελών θα πρέπει να είναι να διασφαλίσουν ότι, όταν οι εθνικές ρυθμιστικές ή άλλες αρμόδιες αρχές επιβάλλουν τέλη για δικαιώματα χρήσης ραδιοφάσματος και για δικαιώματα εγκατάστασης ευκολιών, λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη να διευκολύνεται η διαρκής ανάπτυξη των υποδομών με σκοπό να επιτυγχάνεται η πλέον αποδοτική χρήση των πόρων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιδιώκουν να διασφαλίζουν την εφαρμογή, στον μέγιστο δυνατό βαθμό, ρυθμίσεων για την πληρωμή των τελών για δικαιώματα χρήσης ραδιοφάσματος που συνδέονται με την πραγματική διαθεσιμότητα των πόρων, κατά τρόπο που να υποστηρίζει τις αναγκαίες επενδύσεις για την προώθηση της εν λόγω ανάπτυξης των υποδομών και της παροχής των σχετικών υπηρεσιών. Οι ρυθμίσεις πληρωμής θα πρέπει να καθορίζονται με αντικειμενικό, διαφανή και αναλογικό τρόπο που δεν εισάγει διακρίσεις, πριν από την έναρξη των διαδικασιών για τη χορήγηση δικαιωμάτων χρήσης ραδιοφάσματος.

(103)

Θα πρέπει να διασφαλισθεί ότι υπάρχουν διαδικασίες για την παροχή δικαιωμάτων εγκατάστασης ευκολιών, οι οποίες είναι έγκαιρες, αμερόληπτες και διαφανείς ώστε να εγγυώνται όρους θεμιτού και αποτελεσματικού ανταγωνισμού. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις εθνικές διατάξεις που διέπουν την απαλλοτρίωση ή τη χρήση ακινήτων, τη συνήθη άσκηση των δικαιωμάτων κυριότητας, τη συνήθη χρήση της δημόσιας περιουσίας, ή την αρχή της ουδετερότητας όσον αφορά τους ισχύοντες στα κράτη μέλη κανόνες, οι οποίοι διέπουν το καθεστώς κυριότητας.

(104)

Οι άδειες που εκδίδονται σε παρόχους δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και τους επιτρέπουν να αποκτήσουν πρόσβαση σε δημόσια ή ιδιωτική ιδιοκτησία αποτελούν βασικούς παράγοντες για τη σύσταση δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή για νέα στοιχεία δικτύων. Περιττές περιπλοκές και καθυστερήσεις στις διαδικασίες χορήγησης δικαιωμάτων διέλευσης ενδέχεται επομένως να αποτελούν σημαντικά εμπόδια στην ανάπτυξη του ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια, η απόκτηση δικαιωμάτων διέλευσης από εξουσιοδοτημένες επιχειρήσεις θα πρέπει να απλουστευθεί. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συντονίζουν την απόκτηση δικαιωμάτων διέλευσης, παρέχοντας σχετικές πληροφορίες στους δικτυακούς τόπους τους.

(105)

Είναι απαραίτητο να ενισχυθούν οι εξουσίες των κρατών μελών όσον αφορά κατόχους δικαιωμάτων διέλευσης ώστε να διασφαλισθεί η είσοδος ή εγκατάσταση νέου δικτύου κατά δίκαιο, αποτελεσματικό και περιβαλλοντικά υπεύθυνο τρόπο και ανεξάρτητα από κάθε υποχρέωση επιχείρησης που ορίζεται ότι έχει σημαντική ισχύ στην αγορά να παραχωρεί πρόσβαση στο δικό του δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Ο βελτιωμένος μερισμός ευκολιών μπορεί να μειώσει το περιβαλλοντικό κόστος ανάπτυξης υποδομής ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και να εξυπηρετήσει τη δημόσια υγεία, τη δημόσια ασφάλεια και να εκπληρώσει πολεοδομικούς και χωροταξικούς στόχους. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν την εξουσία να απαιτούν από επιχειρήσεις που έχουν επωφεληθεί από δικαιώματα εγκατάστασης ευκολιών επί δημόσιου ή ιδιωτικού ακινήτου, επάνω ή κάτω από αυτό, τον μερισμό των εν λόγω ευκολιών ή των ακινήτων, περιλαμβανομένης της φυσικής συνεγκατάστασης, έπειτα από κατάλληλη περίοδο δημόσιας διαβούλευσης, κατά τη διάρκεια της οποίας όλοι οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να έχουν την ευκαιρία να εκφράσουν τις απόψεις τους, στους συγκεκριμένους τομείς όπου τέτοιου είδους λόγοι γενικού συμφέροντος επιβάλλουν αυτόν τον μερισμό. Για παράδειγμα, αυτό μπορεί να συμβαίνει σε περίπτωση υψηλής συμφόρησης του υπεδάφους ή όταν υπάρχει ανάγκη υπέρβασης φυσικού εμποδίου. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει ιδίως να είναι σε θέση να επιβάλουν μερισμό στοιχείων δικτύων και συναφών ευκολιών, π.χ. αγωγών, σωληνώσεων, ιστών, φρεατίων, κυτίων σύνδεσης, κεραιών, πύργων και άλλων φερουσών κατασκευών, κτιρίων ή εισόδων κτιρίων, και καλύτερο συντονισμό τεχνικών έργων για περιβαλλοντικούς λόγους ή άλλους λόγους δημόσιας πολιτικής. Αντιθέτως, θα πρέπει να εναπόκειται στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές ο καθορισμός των κανόνων για την κατανομή του κόστους του μερισμού ευκολιών ή ακινήτου, ώστε να διασφαλίζεται ότι παρέχεται κατάλληλη ανταμοιβή για τον κίνδυνο μεταξύ των σχετικών επιχειρήσεων. Λαμβανομένων υπόψη των υποχρεώσεων που επιβάλλονται από την οδηγία 2014/61/ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές, ιδίως οι τοπικές αρχές, θα πρέπει επίσης να καθιερώσουν κατάλληλες διαδικασίες συντονισμού, σε συνεργασία με τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, όσον αφορά τα δημόσια έργα και επίσης άλλες κατάλληλες δημόσιες ευκολίες ή ακίνητα, που θα πρέπει να μπορούν να περιλαμβάνουν διαδικασίες που διασφαλίζουν ότι οι ενδιαφερόμενοι λαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τις κατάλληλες δημόσιες ευκολίες ή ακίνητα και τα εκτελούμενα και προγραμματισμένα δημόσια έργα, ότι ενημερώνονται εγκαίρως για τα έργα αυτά και ότι ο μερισμός διευκολύνεται στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό.

(106)

Όταν απαιτείται από φορείς εκμετάλλευσης κινητής τηλεφωνίας να χρησιμοποιούν από κοινού πύργους ή ιστούς για περιβαλλοντικούς λόγους, αυτή η υποχρεωτική από κοινού χρήση θα μπορούσε να συνεπάγεται τη μείωση των ανώτατων επιτρεπόμενων επιπέδων μεταδιδόμενης ισχύος για κάθε φορέα για λόγους δημόσιας υγείας και τούτο θα μπορούσε να οδηγήσει, εν συνεχεία, στην υποχρέωση των φορέων να εγκαταστήσουν περισσότερους αναμεταδότες για τη διασφάλιση εθνικής κάλυψης. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να επιδιώκουν να συνεκτιμούν τους εκάστοτε προβληματισμούς για το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την προληπτική προσέγγιση που καθορίζεται στη σύσταση 1999/519/ΕΚ του Συμβουλίου (32).

(107)

Το ραδιοφάσμα αποτελεί σπάνιο δημόσιο πόρο με σημαντική δημόσια και αγοραία αξία. Είναι βασικό στοιχείο για τα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών ραδιοεπικοινωνιακής βάσης και, στο μέτρο που σχετίζεται με τα εν λόγω δίκτυα και υπηρεσίες, οι εθνικές ρυθμιστικές ή άλλες αρμόδιες αρχές θα πρέπει να το κατανέμουν και να το παραχωρούν με αποδοτικό τρόπο, σύμφωνα με εναρμονισμένους στόχους και αρχές που διέπουν τη δράση τους και βάσει αντικειμενικών, διαφανών και αμερόληπτων κριτηρίων, λαμβάνοντας υπόψη τα δημοκρατικά, κοινωνικά, γλωσσικά και πολιτισμικά συμφέροντα που συνδέονται με τη χρήση ραδιοφάσματος. Η απόφαση αριθ. 676/2002/ΕΚ δημιουργεί πλαίσιο για την εναρμόνιση του ραδιοφάσματος.

(108)

Οι δραστηριότητες της πολιτικής ραδιοφάσματος στην Ένωση δεν θα πρέπει να θίγουν τα μέτρα που λαμβάνονται σε ενωσιακό ή εθνικό επίπεδο σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο και επιδιώκουν στόχους γενικού συμφέροντος, ιδίως όσον αφορά δημόσια κυβερνητικά και αμυντικά δίκτυα, τη ρύθμιση περιεχομένου και την πολιτική στον οπτικοακουστικό τομέα και στα μέσα επικοινωνίας, καθώς και το δικαίωμα των κρατών μελών να οργανώνουν και να χρησιμοποιούν το ραδιοφάσμα τους για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια και την άμυνα.

(109)

Η διασφάλιση εκτεταμένης συνδεσιμότητας σε κάθε κράτος μέλος είναι ουσιώδης για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, τη συμμετοχή στη δημόσια ζωή και την κοινωνική και εδαφική συνοχή. Καθώς η συνδεσιμότητα και η χρήση ηλεκτρονικών επικοινωνιών καθίστανται αναπόσπαστα στοιχεία για την ευρωπαϊκή κοινωνία και ευημερία, τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να διασφαλίζουν ασύρματη ευρυζωνική κάλυψη σε ολόκληρη την Ένωση. Η εν λόγω κάλυψη θα πρέπει να επιτευχθεί με βάση την επιβολή κατάλληλων απαιτήσεων κάλυψης από τα κράτη μέλη, οι οποίες θα πρέπει να προσαρμόζονται σε κάθε εξυπηρετούμενη περιοχή και να περιορίζονται σε αναλογικά βάρη προκειμένου να μην παρεμποδίζεται η ανάπτυξη από τους παρόχους υπηρεσιών. Λόγω της σπουδαιότητας συστημάτων όπως τα ασύρματα τοπικά δίκτυα (RLAN) στην παροχή ασύρματης ευρυζωνικής πρόσβασης υψηλής ταχύτητας σε εσωτερικούς χώρους, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για να διασφαλίζεται η διάθεση επαρκούς ευρύτητας ραδιοφάσματος στις ζώνες που αποτελούν ιδιαιτέρως πολύτιμα πάγια στοιχεία για την οικονομικά αποδοτική ανάπτυξη ασύρματων δικτύων με καθολική κάλυψη, ιδίως σε εσωτερικούς χώρους. Επιπλέον, συνεπή και συντονισμένα μέτρα για υψηλής ποιότητας επίγεια ασύρματη κάλυψη σε ολόκληρη την Ένωση, βασισμένα σε βέλτιστες εθνικές πρακτικές όσον αφορά τις υποχρεώσεις αδειοδότησης φορέων εκμετάλλευσης, θα πρέπει να επιδιώκουν την επίτευξη του στόχου του προγράμματος πολιτικής για το ραδιοφάσμα κατά τον οποίο όλοι οι πολίτες της Ένωσης θα πρέπει να έχουν πρόσβαση, τόσο σε εσωτερικούς όσο και σε εξωτερικούς χώρους, στις μεγαλύτερες ευρυζωνικές ταχύτητες και τουλάχιστον σε 30 Mbps έως το 2020, και θα πρέπει να επιδιώκουν την υλοποίηση ενός φιλόδοξου οράματος για μια κοινωνία των gigabit στην Ένωση. Τα μέτρα αυτά θα προωθούν καινοτόμες ψηφιακές υπηρεσίες και θα διασφαλίζουν μακροπρόθεσμα κοινωνικοοικονομικά οφέλη. Η αδιάλειπτη κάλυψη της επικράτειας, καθώς και η συνδεσιμότητα μεταξύ κρατών μελών, θα πρέπει να μεγιστοποιηθεί και να είναι αξιόπιστη, με σκοπό την προώθηση των ενδοσυνοριακών και διασυνοριακών υπηρεσιών και εφαρμογών, όπως είναι τα συνδεδεμένα αυτοκίνητα και η ηλεκτρονική υγεία.

(110)

Η ανάγκη να εξασφαλίζεται ότι οι πολίτες δεν εκτίθενται σε ηλεκτρομαγνητικά πεδία σε επίπεδο επιβλαβές για τη δημόσια υγεία είναι επιτακτική. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιδιώκουν τη συνέπεια σε ολόκληρη την Ένωση για να αντιμετωπίσουν αυτό το ζήτημα, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη την προληπτική προσέγγιση που υιοθετείται με τη σύσταση 1999/519/ΕΚ, προκειμένου να καταβάλουν προσπάθειες ώστε να διασφαλίσουν πιο συνεκτικές συνθήκες ανάπτυξης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόζουν κατά περίπτωση τη διαδικασία που προβλέπεται στην οδηγία (ΕΕ) 2015/1535, μεταξύ άλλων προκειμένου να εξασφαλίζεται διαφάνεια για τους συμφεροντούχους και να παρέχεται στα λοιπά κράτη μέλη και την Επιτροπή η δυνατότητα να αντιδρούν.

(111)

Η εναρμόνιση και ο συντονισμός του ραδιοφάσματος και η κανονιστική ρύθμιση του εξοπλισμού που υποστηρίζεται από την τυποποίηση είναι συμπληρωματικοί και χρειάζεται να συντονίζονται στενά για να επιτυγχάνουν αποτελεσματικά τους κοινούς τους στόχους, με την υποστήριξη της RSPG. Ο συντονισμός μεταξύ του περιεχομένου και του συγχρονισμού των εντολών προς τη CEPT δυνάμει της απόφασης αριθ. 676/2002/ΕΚ και των αιτημάτων τυποποίησης προς φορείς τυποποίησης, όπως το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Τυποποίησης στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, καθώς και όσον αφορά τις παραμέτρους ραδιοφωνικών δεκτών, θα πρέπει να διευκολύνει την καθιέρωση μελλοντικών συστημάτων, να στηρίζει τις ευκαιρίες μερισμού του ραδιοφάσματος και να εξασφαλίζει την αποδοτική διαχείριση του ραδιοφάσματος.

(112)

Η ζήτηση για εναρμονισμένο ραδιοφάσμα δεν είναι ομοιόμορφη σε όλες τις περιοχές της Ένωσης. Σε περιπτώσεις έλλειψης ζήτησης για το σύνολο ή για μέρος εναρμονισμένης ζώνης σε περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο, τα κράτη μέλη θα μπορούσαν, κατ’ εξαίρεση, να επιτρέπουν την εναλλακτική χρήση της ζώνης, επί παραδείγματι για να καλυφθεί η έλλειψη προσφοράς στην αγορά για συγκεκριμένες χρήσεις, για όσο διάστημα εξακολουθεί να υφίσταται αυτή η έλλειψη ζήτησης και υπό την προϋπόθεση ότι η εναλλακτική χρήση δεν θίγει την εναρμονισμένη χρήση της ζώνης από άλλα κράτη μέλη και ότι παύει όταν δημιουργηθεί ζήτηση για την εναρμονισμένη χρήση.

(113)

Η ευελιξία στη διαχείριση του ραδιοφάσματος και η πρόσβαση σε αυτό έχει καθιερωθεί, στο πλαίσιο αδειών ουδέτερων από άποψη τεχνολογίας και υπηρεσίας, ώστε οι χρήστες του ραδιοφάσματος να μπορούν να επιλέγουν την εφαρμογή των βέλτιστων τεχνολογιών και υπηρεσιών σε ζώνες ραδιοφάσματος που έχουν δηλωθεί διαθέσιμες για υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών στα σχετικά εθνικά σχέδια παραχώρησης συχνοτήτων σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο («αρχή ουδετερότητας ως προς την τεχνολογία και αρχή ουδετερότητας ως προς τις υπηρεσίες»). Ο διοικητικός καθορισμός τεχνολογιών και υπηρεσιών θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο όταν διακυβεύονται στόχοι γενικού συμφέροντος και θα πρέπει να αιτιολογείται σαφώς και να υπάγεται σε τακτική επανεξέταση.

(114)

Οι περιορισμοί στην αρχή της τεχνολογικής ουδετερότητας θα πρέπει να είναι κατάλληλοι και να δικαιολογούνται από την ανάγκη αποφυγής επιβλαβών παρεμβολών, π.χ. με την επιβολή μάσκας εκπομπών και στάθμης ισχύος, την εξασφάλιση της προστασίας της δημόσιας υγείας με τον περιορισμό της έκθεσης του κοινού σε ηλεκτρομαγνητικά πεδία, τη διασφάλιση της καλής λειτουργίας των υπηρεσιών μέσω κατάλληλου επιπέδου τεχνικής ποιότητας της υπηρεσίας, χωρίς ωστόσο να αίρεται η δυνατότητα χρήσης περισσοτέρων της μίας υπηρεσιών στην ίδια ζώνη ραδιοφάσματος, τη διασφάλιση κατάλληλου μερισμού του ραδιοφάσματος, ιδίως όπου η χρήση του υπάγεται μόνο σε γενικές άδειες, την διαφύλαξη της αποτελεσματικής χρήσης του ραδιοφάσματος ή την εκπλήρωση στόχου γενικού συμφέροντος σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο.

(115)

Οι χρήστες του ραδιοφάσματος θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να επιλέγουν ελεύθερα τις υπηρεσίες που επιθυμούν να προσφέρουν μέσω του ραδιοφάσματος. Εντούτοις, θα πρέπει να επιτρέπεται η λήψη μέτρων όπου απαιτείται η παροχή συγκεκριμένης υπηρεσίας για την κάλυψη σαφώς προσδιορισμένων στόχων γενικού συμφέροντος, όπως η ασφάλεια της ζωής, η ανάγκη προαγωγής της κοινωνικής, περιφερειακής και εδαφικής συνοχής ή η αποφυγή μη αποδοτικής χρήσης ραδιοφάσματος. Οι στόχοι αυτοί περιλαμβάνουν και την προαγωγή της πολιτιστικής και γλωσσικής ποικιλομορφίας και την πολυφωνία των μέσων επικοινωνίας, όπως ορίζεται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο. Εκτός περιπτώσεων που είναι απαραίτητες για την προστασία της ασφάλειας της ζωής ή, ως εξαίρεση, προκειμένου για την εκπλήρωση άλλων στόχων γενικού συμφέροντος όπως καθορίζονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, οι εξαιρέσεις δεν θα πρέπει να συνεπάγονται αποκλειστική χρήση ορισμένων υπηρεσιών, αλλά να συνιστούν παραχώρηση προτεραιότητας ώστε να μπορούν να συνυπάρχουν στην ίδια ζώνη ραδιοφάσματος και άλλες υπηρεσίες ή τεχνολογίες. Ο καθορισμός του πεδίου εφαρμογής και του χαρακτήρα κάθε εξαίρεσης που αφορά την προαγωγή της γλωσσικής και πολιτιστικής ποικιλομορφίας και της πολυφωνίας των μέσων επικοινωνίας εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών.

(116)

Καθώς η κατανομή ραδιοφάσματος σε ειδικές τεχνολογίες ή υπηρεσίες αποτελεί εξαίρεση από τις αρχές της ουδετερότητας ως προς τεχνολογία και υπηρεσίες και περιορίζει την ελευθερία επιλογής της παρεχόμενης υπηρεσίας ή της χρησιμοποιούμενης τεχνολογίας, κάθε πρόταση τέτοιας κατανομής θα πρέπει να είναι διαφανής και να υπάγεται σε δημόσια διαβούλευση.

(117)

Όταν τα κράτη μέλη, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, αποφασίζουν να περιορίσουν την ελευθερία παροχής δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξηγούν τους λόγους αυτού του περιορισμού.

(118)

Η διαχείριση του ραδιοφάσματος θα πρέπει γίνεται κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η αποφυγή επιβλαβών παρεμβολών. Η βασική έννοια των επιβλαβών παρεμβολών θα πρέπει επομένως να ορισθεί κατάλληλα ώστε να διασφαλισθεί ότι η ρυθμιστική παρέμβαση θα περιορίζεται στον βαθμό που είναι απαραίτητος για την αποτροπή αυτών των παρεμβολών, λαμβανομένης επίσης υπόψη της ανάγκης να συνεκτιμώνται προηγμένες μέθοδοι προστασίας έναντι των επιβλαβών παρεμβολών, με στόχο την εφαρμογή αυτών των τεχνολογιών και των μεθόδων διαχείρισης του ραδιοφάσματος, ώστε να αποφεύγεται, κατά το δυνατόν, η εφαρμογή της αρχής «χωρίς παρεμβολές και χωρίς προστασία». Οι μεταφορές έχουν ισχυρή διασυνοριακή διάσταση και η ψηφιοποίησή τους δημιουργεί προκλήσεις. Τα οχήματα (όπως μετρό, λεωφορεία, αυτοκίνητα, φορτηγά, τρένα) καθίστανται όλο και πιο αυτόνομα και συνδεδεμένα. Στην εσωτερική αγορά, τα οχήματα ταξιδεύουν ευκολότερα πέραν των εθνικών συνόρων. Οι αξιόπιστες επικοινωνίες και η αποφυγή επιβλαβών παρεμβολών είναι ζωτικής σημασίας για την ασφαλή και καλή λειτουργία των οχημάτων και των επ’ αυτών συστημάτων επικοινωνιών.

(119)

Με την αυξανόμενη ζήτηση ραδιοφάσματος και τις νέες ποικίλες εφαρμογές και τεχνολογίες που επιβάλλουν πιο ευέλικτη πρόσβαση στο ραδιοφάσμα και χρήση του ραδιοφάσματος, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προάγουν την κοινή χρήση του ραδιοφάσματος, θεσπίζοντας τα πλέον κατάλληλα καθεστώτα αδειών για κάθε σενάριο και ορίζοντας κατάλληλους και διαφανείς σχετικούς κανόνες και όρους. Η κοινή χρήση του ραδιοφάσματος διασφαλίζει όλο και περισσότερο την αποτελεσματική και αποδοτική χρήση του, επιτρέποντας σε διάφορους ανεξάρτητους χρήστες ή συσκευές την πρόσβαση στην ίδια ζώνη ραδιοφάσματος βάσει διαφόρων ειδών νομικών καθεστώτων, ώστε να καθίστανται διαθέσιμοι επιπλέον πόροι ραδιοφάσματος, να αυξάνεται η αποδοτικότητα της χρήσης και να διευκολύνεται η πρόσβαση στο ραδιοφάσμα για νέους χρήστες. Η κοινή χρήση μπορεί να βασίζεται σε γενικές άδειες ή σε χρήση εξαιρούμενη από την αδειοδότηση επιτρέποντας, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις μερισμού, σε διάφορους χρήστες την πρόσβαση στο ίδιο ραδιοφάσμα και τη χρήση του, σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές ή σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Μπορεί επίσης να βασίζεται σε μεμονωμένα δικαιώματα χρήσης, δυνάμει ρυθμίσεων όπως η άδεια μεριζόμενης πρόσβασης κατά την οποία όλοι οι χρήστες (με τον υφιστάμενο χρήστη και νέους χρήστες) συμφωνούν σχετικά με τους όρους και τις προϋποθέσεις για τη μεριζόμενη πρόσβαση, υπό την εποπτεία των αρμόδιων αρχών, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ελάχιστη εγγυημένη ποιότητα ραδιομετάδοσης. Όταν επιτρέπουν την κοινή χρήση υπό διαφορετικά καθεστώτα αδειοδότησης, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να θέτουν ευρέως αποκλίνουσες διάρκειες για αυτήν τη χρήση υπό διαφορετικά καθεστώτα αδειοδότησης.

(120)

Οι γενικές άδειες χρήσης του ραδιοφάσματος ενδέχεται να διευκολύνουν την πιο αποτελεσματική χρήση του ραδιοφάσματος και να προωθούν την καινοτομία σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι δε ευνοϊκές για τον ανταγωνισμό, ενώ τα μεμονωμένα δικαιώματα χρήσης ραδιοφάσματος σε άλλες περιπτώσεις ενδέχεται να είναι το πλέον κατάλληλο καθεστώς αδειοδότησης υπό ορισμένες ειδικές περιστάσεις. Θα πρέπει να εξετάζεται η λύση των μεμονωμένων δικαιωμάτων χρήσης, παραδείγματος χάριν, όταν η ύπαρξη ευνοϊκών χαρακτηριστικών διάδοσης του ραδιοφάσματος ή το προβλεπόμενο επίπεδο ισχύος της μετάδοσης συνεπάγεται ότι δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των παρεμβολών με τη χρήση γενικών αδειών εξαιτίας της απαιτούμενης ποιότητας της υπηρεσίας. Τεχνικά μέτρα όπως λύσεις για τη βελτίωση της ανθεκτικότητας του δέκτη θα μπορούσαν να επιτρέψουν τη χρήση γενικών αδειών ή τον μερισμό ραδιοφάσματος και πιθανώς να αποφύγουν τη συστηματική προσφυγή στην αρχή «χωρίς παρεμβολές και χωρίς προστασία».

(121)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η προβλεψιμότητα και να διαφυλάσσεται η ασφάλεια δικαίου και η επενδυτική σταθερότητα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίζουν εκ των προτέρων κατάλληλα κριτήρια για τον προσδιορισμό της συμμόρφωσης με στόχο την αποδοτική χρήση του ραδιοφάσματος από τους κατόχους των δικαιωμάτων κατά την εφαρμογή των όρων που συνοδεύουν μεμονωμένα δικαιώματα χρήσης και γενικές άδειες. Τα ενδιαφερόμενα μέρη θα πρέπει να συμμετέχουν στον καθορισμό των εν λόγω όρων και να ενημερώνονται με διαφάνεια σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα αξιολογείται η εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους.

(122)

Για να αποφεύγεται η δημιουργία φραγμών εισόδου στην αγορά, ιδίως μέσω της αποθεματοποίησης που αντιβαίνει στον ανταγωνισμό, θα πρέπει να είναι αποτελεσματική η επιβολή της τήρησης των όρων που συνοδεύουν δικαιώματα χρήσης ραδιοφάσματος από τα κράτη μέλη και θα πρέπει να συμμετέχουν όλες οι αρμόδιες αρχές ανάλογα με την περίπτωση. Οι όροι επιβολής θα πρέπει να περιλαμβάνουν την εφαρμογή της ρήτρας της απώλειας σε περίπτωση μη χρήσης. Για λόγους ασφάλειας δικαίου σχετικά με την πιθανή έκθεση σε τυχόν κυρώσεις για τη μη χρήση ραδιοφάσματος, θα πρέπει να ορίζονται εκ των προτέρων τα όρια χρήσης, μεταξύ άλλων όσον αφορά τον χρόνο, την ποσότητα ή την ταυτότητα του ραδιοφάσματος. Η εμπορία και χρονομίσθωση ραδιοφάσματος θα πρέπει να διασφαλίζουν την αποτελεσματική χρήση από τον αρχικό κάτοχο του δικαιώματος.

(123)

Όταν οι εναρμονισμένες προϋποθέσεις για τις ζώνες ραδιοφάσματος θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση αριθ. 676/2002/ΕΚ, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να αποφασίζουν σχετικά με το πλέον κατάλληλο καθεστώς αδειοδότησης που θα ισχύει για την εν λόγω ζώνη ή τμήματα αυτής. Όταν όλα τα κράτη μέλη είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν παρόμοια προβλήματα για τα οποία αποκλίνουσες λύσεις θα μπορούσαν να κατακερματίσουν την εσωτερική αγορά εξοπλισμού και συνεπώς να καθυστερήσουν την ανάπτυξη των συστημάτων 5G, ενδέχεται να είναι αναγκαίο για την Επιτροπή, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη τη γνώμη της RSPG, να προτείνει κοινές λύσεις που αναγνωρίζουν τα ισχύοντα τεχνικά μέτρα εναρμόνισης. Έτσι θα μπορούσε να προσφερθεί στα κράτη μέλη μια εργαλειοθήκη την οποία θα μπορούσαν να λαμβάνουν υπόψη όταν προσδιορίζουν τα κατάλληλα συνεπή καθεστώτα αδειοδότησης που θα εφαρμοσθούν σε ζώνη ή τμήμα ζώνης, βάσει παραγόντων όπως η πυκνότητα πληθυσμού, τα χαρακτηριστικά διάδοσης των ζωνών, η απόκλιση μεταξύ αστικής και αγροτικής χρήσης, η ενδεχόμενη ανάγκη προστασίας των υφιστάμενων υπηρεσιών και οι συνακόλουθες επιπτώσεις για τις οικονομίες κλίμακας στην παραγωγή.

(124)

Η κοινή χρήση υποδομών δικτύου και, σε ορισμένες περιπτώσεις, η κοινή χρήση ραδιοφάσματος μπορεί να καταστήσει δυνατή την αποδοτικότερη και αποτελεσματικότερη χρήση του ραδιοφάσματος και να διασφαλίσει την ταχεία ανάπτυξη δικτύων, ιδίως σε λιγότερο πυκνοκατοικημένες περιοχές. Κατά τον καθορισμό των όρων που πρόκειται να συνοδεύουν τα δικαιώματα χρήσης ραδιοφάσματος, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει επίσης να εξετάζουν το ενδεχόμενο αδειοδότησης μορφών μερισμού ή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων με σκοπό να διασφαλίζεται η αποτελεσματική και αποδοτική χρήση του ραδιοφάσματος ή η συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις κάλυψης, σύμφωνα με τις αρχές του δικαίου ανταγωνισμού.

(125)

Η απαίτηση για σεβασμό των αρχών της ουδετερότητας ως προς την τεχνολογία και την υπηρεσία κατά τη χορήγηση δικαιωμάτων χρήσης, μαζί με την πιθανότητα μεταβίβασης δικαιωμάτων μεταξύ επιχειρήσεων, στηρίζουν την ελευθερία και τα μέσα παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών στο κοινό, διευκολύνοντας έτσι την επίτευξη στόχων γενικού συμφέροντος. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την παραχώρηση ραδιοφάσματος απευθείας σε παρόχους δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή σε οντότητες που χρησιμοποιούν τα εν λόγω δίκτυα ή υπηρεσίες. Οι οντότητες αυτές ενδέχεται να είναι πάροχοι περιεχομένου ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών εκπομπών. Υπεύθυνη για την τήρηση των όρων που συνδέονται με το δικαίωμα χρήσης ραδιοφάσματος και των συναφών όρων που συνδέονται με τη γενική άδεια θα πρέπει να είναι πάντοτε η επιχείρηση στην οποία χορηγείται το δικαίωμα χρήσης ραδιοφάσματος. Ορισμένες υποχρεώσεις που επιβάλλονται σε ραδιοτηλεοπτικούς φορείς για την παροχή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων επικοινωνίας ενδέχεται να απαιτούν τη χρήση ειδικών κριτηρίων και διαδικασιών για τη χορήγηση δικαιωμάτων χρήσης ραδιοφάσματος ώστε να επιτυγχάνεται συγκεκριμένος στόχος γενικού συμφέροντος που ορίζεται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο. Ωστόσο, η διαδικασία χορήγησης αυτού του δικαιώματος θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να είναι αντικειμενική, διαφανής, αναλογική και να μην εισάγει διακρίσεις.

(126)

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, τυχόν εθνικοί περιορισμοί των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται με το άρθρο 56 ΣΛΕΕ θα πρέπει να αιτιολογούνται αντικειμενικά και να είναι αναλογικοί και δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τα απαιτούμενα για την επίτευξη των στόχων αυτών. Επιπλέον, ραδιοφάσμα το οποίο χορηγείται χωρίς την τήρηση ανοικτής διαδικασίας δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για άλλους σκοπούς εκτός του στόχου γενικού συμφέροντος για τον οποίο χορηγήθηκε. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να παρέχεται στα ενδιαφερόμενα μέρη η δυνατότητα να υποβάλλουν παρατηρήσεις εντός εύλογης περιόδου. Στο πλαίσιο μιας διαδικασίας αίτησης για τη χορήγηση δικαιωμάτων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ελέγχουν εάν ο αιτών θα είναι σε θέση να τηρήσει τους όρους που πρόκειται να συνδεθούν με τα δικαιώματα αυτά. Οι όροι αυτοί θα πρέπει να αντανακλώνται στα κριτήρια επιλεξιμότητας που καθορίζονται με αντικειμενικούς, διαφανείς και αναλογικούς όρους που δεν εισάγουν διακρίσεις πριν από την έναρξη οποιασδήποτε διαδικασίας επιλογής. Προς τον σκοπό της εφαρμογής των εν λόγω κριτηρίων, είναι δυνατόν να ζητείται από τον αιτούντα να υποβάλει τις πληροφορίες που απαιτούνται για να αποδείξει ότι είναι σε θέση να τηρήσει τους όρους αυτούς. Η αίτηση δικαιώματος χρήσης ενός ραδιοφάσματος είναι δυνατόν να απορρίπτεται, όταν δεν υποβάλλονται οι πληροφορίες αυτές.

(127)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει, πριν από τη χορήγηση του δικαιώματος, να επιβάλλουν μόνο τον έλεγχο στοιχείων που μπορούν ευλόγως να αποδειχθούν από υποψήφιο ο οποίος επιδεικνύει τη συνήθη επιμέλεια, λαμβανομένης δεόντως υπόψη της σημαντικής δημόσιας και αγοραίας αξίας του ραδιοφάσματος ως σπάνιου δημόσιου πόρου. Αυτό δεν θίγει τη δυνατότητα για μεταγενέστερο έλεγχο της εκπλήρωσης των κριτηρίων επιλεξιμότητας, για παράδειγμα με τη χρήση σημείων αναφοράς, σε περίπτωση που τα κριτήρια δεν θα ήταν ευλόγως δυνατό να τηρηθούν αρχικά. Για να διαφυλαχθεί η αποτελεσματική και αποδοτική χρήση του ραδιοφάσματος, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να χορηγούν δικαιώματα όταν από την επανεξέτασή τους προκύπτουν ενδείξεις αδυναμίας των υποψηφίων να τηρήσουν τους όρους, με την επιφύλαξη της δυνατότητας να διευκολύνεται η χρονικά περιορισμένη πειραματική χρήση. Η επαρκώς μακρά διάρκεια των αδειών για τη χρήση ραδιοφάσματος αναμένεται να αυξήσει την προβλεψιμότητα επενδύσεων ώστε να ενισχυθεί η ταχύτερη ανάπτυξη δικτύων και η βελτίωση των υπηρεσιών, καθώς και να αυξήσει τη σταθερότητα για την υποστήριξη της εμπορίας και χρονομίσθωσης ραδιοφάσματος. Αυτή η διάρκεια θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους επιδιωκόμενους σκοπούς και να επαρκεί για να διευκολύνεται η ανάκτηση των επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν, εκτός αν έχει ληφθεί άδεια για χρήση ραδιοφάσματος απεριόριστου χρονικού διαστήματος. Αν και η μεγαλύτερη διάρκεια μπορεί να εξασφαλίσει την προβλεψιμότητα των επενδύσεων, τα μέτρα για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής και αποδοτικής χρήσης του ραδιοφάσματος, όπως η εξουσία της αρμόδιας αρχής να τροποποιεί ή να ανακαλεί το δικαίωμα σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τους όρους που συνοδεύουν τα δικαιώματα χρήσης, ή η διευκόλυνση της εμπορευσιμότητας και της χρονομίσθωσης του ραδιοφάσματος, θα χρησιμεύουν για την πρόληψη ανάρμοστης συσσώρευσης ραδιοφάσματος και τη στήριξη της μεγαλύτερης ευελιξίας στην κατανομή πόρων ραδιοφάσματος. Η αυξημένη χρησιμοποίηση ετήσιων τελών αποτελεί επίσης μέσο για να εξασφαλίζεται η διαρκής αξιολόγηση της χρήσης του ραδιοφάσματος από τον κάτοχο του δικαιώματος.

(128)

Λόγω της σημασίας της τεχνικής καινοτομίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να προβλέπουν δικαιώματα χρήσης ραδιοφάσματος για πειραματικούς σκοπούς, τα οποία θα υπόκεινται σε συγκεκριμένους περιορισμούς και όρους που δικαιολογούνται αυστηρά λόγω του πειραματικού χαρακτήρα των δικαιωμάτων αυτών.

(129)

Όταν αποφασίζουν αν θα ανανεώσουν ήδη χορηγημένα δικαιώματα χρήσης εναρμονισμένου ραδιοφάσματος, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τον βαθμό στον οποίο η ανανέωση θα προωθούσε τους στόχους του ρυθμιστικού πλαισίου και άλλους στόχους βάσει του ενωσιακού και του εθνικού δικαίου. Οποιαδήποτε τέτοια απόφαση θα πρέπει να υπόκειται σε ανοικτή, διαφανή διαδικασία που δεν εισάγει διακρίσεις και να βασίζεται σε επανεξέταση του τρόπου με τον οποίο έχουν τηρηθεί οι όροι που συνοδεύουν τα εκάστοτε δικαιώματα. Κατά την αξιολόγηση της ανάγκης για ανανέωση των δικαιωμάτων χρήσης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να σταθμίζουν τις ανταγωνιστικές επιπτώσεις της ανανέωσης χορηγημένων δικαιωμάτων έναντι της προώθησης αποδοτικότερης εκμετάλλευσης ή καινοτόμων νέων χρήσεων που θα μπορούσαν να προκύψουν αν η ζώνη ήταν ανοιχτή σε νέους χρήστες. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να δύνανται να αποφασίζουν σχετικά, επιτρέποντας μόνο περιορισμένη διάρκεια ανανέωσης προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή στρέβλωση της καθιερωμένης χρήσης. Αν και οι αποφάσεις σχετικά με την ανανέωση δικαιωμάτων που έχουν χορηγηθεί πριν από τη θέση σε εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να λαμβάνονται τηρουμένων των τυχόν κανόνων που ήδη ισχύουν, τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να εξασφαλίζουν ότι δεν θίγονται οι στόχοι της παρούσας οδηγίας.

(130)

Κατά την ανανέωση υφιστάμενων δικαιωμάτων χρήσης εναρμονισμένου ραδιοφάσματος, τα κράτη μέλη θα πρέπει, μαζί με την αξιολόγηση της ανάγκης για ανανέωση του δικαιώματος, να επανεξετάζουν τα τέλη που συνοδεύουν τα δικαιώματα, με σκοπό να διασφαλίζεται ότι τα τέλη αυτά εξακολουθούν να προάγουν τη βέλτιστη χρήση, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των εξελίξεων της αγοράς και της τεχνολογικής εξέλιξης. Για λόγους ασφάλειας δικαίου, είναι σκόπιμο τυχόν προσαρμογές στις ισχύουσες αμοιβές να βασίζονται στις ίδιες αρχές με εκείνες που εφαρμόζονται για τη χορήγηση νέων δικαιωμάτων χρήσης.

(131)

Η αποτελεσματική διαχείριση του ραδιοφάσματος μπορεί να διασφαλίζεται με τη διευκόλυνση της συνεχιζόμενης αποδοτικής χρήσης του ραδιοφάσματος που έχει ήδη εκχωρηθεί. Προκειμένου να κατοχυρώνεται η ασφάλεια δικαίου για τους κατόχους των δικαιωμάτων, η δυνατότητα ανανέωσης των δικαιωμάτων χρήσης θα πρέπει να εξετάζεται εντός κατάλληλου χρονικού διαστήματος πριν από τη λήξη των εκάστοτε δικαιωμάτων, για παράδειγμα όταν τα δικαιώματα έχουν χορηγηθεί για 15 έτη ή περισσότερο, τουλάχιστον δύο έτη πριν από τη λήξη των δικαιωμάτων αυτών, εκτός αν έχει εξαιρεθεί ρητά η δυνατότητα ανανέωσης κατά τη στιγμή της χορήγησης. Για να εξασφαλίζεται η διαρκής διαχείριση των πόρων, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να προβαίνουν σε αυτήν την εξέταση με δική τους πρωτοβουλία, καθώς και κατόπιν αιτήματος από τον εκδοχέα. Η ανανέωση του δικαιώματος χρήσης δεν θα πρέπει να χορηγείται ενάντια στη βούληση του εκδοχέα.

(132)

Η μεταβίβαση δικαιωμάτων χρήσης ραδιοφάσματος μπορεί να είναι αποτελεσματικό μέσο αύξησης της αποδοτικής χρήσης του ραδιοφάσματος. Για λόγους ευελιξίας και αποτελεσματικότητας και για να καταστεί δυνατή η αποτίμηση του ραδιοφάσματος από την αγορά, τα κράτη μέλη θα πρέπει, εξ ορισμού, να παρέχουν στους χρήστες του ραδιοφάσματος τη δυνατότητα να μεταβιβάζουν ή να χρονομισθώνουν τα οικεία δικαιώματα χρήσης ραδιοφάσματος σε τρίτους κατόπιν απλής διαδικασίας και υπό τους όρους που συνοδεύουν τα εν λόγω δικαιώματα και τους κανόνες ανταγωνισμού, υπό την εποπτεία των αρμόδιων εθνικών ρυθμιστικών αρχών. Για να διευκολύνονται αυτές οι μεταβιβάσεις ή χρονομισθώσεις, εφόσον τηρούνται τα τεχνικά μέτρα εφαρμογής που θεσπίζονται δυνάμει της απόφασης αριθ. 676/2002/ΕΚ, τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να εξετάζουν αιτήματα για διαχωρισμό ή επιμερισμό των δικαιωμάτων ραδιοφάσματος και για αναθεώρηση των όρων χρήσης.

(133)

Μέτρα που λαμβάνονται ειδικά για την προώθηση του ανταγωνισμού κατά τη χορήγηση ή την ανανέωση δικαιωμάτων χρήσης ραδιοφάσματος θα πρέπει να αποφασίζονται από τις εθνικές ρυθμιστικές και άλλες αρμόδιες αρχές, οι οποίες διαθέτουν την απαιτούμενη οικονομική και τεχνική γνώση και γνώση της αγοράς. Οι όροι εκχώρησης ραδιοφάσματος μπορούν να επηρεάζουν την κατάσταση του ανταγωνισμού σε αγορές ηλεκτρονικών επικοινωνιών και τους όρους εισόδου. Η περιορισμένη πρόσβαση στο ραδιοφάσμα, ιδίως όταν το ραδιοφάσμα είναι εν ανεπαρκεία, μπορεί να δημιουργήσει φραγμό εισόδου ή να παρεμποδίσει τις επενδύσεις, την ανάπτυξη δικτύων, την παροχή νέων υπηρεσιών ή εφαρμογών, την καινοτομία και τον ανταγωνισμό. Τα νέα δικαιώματα χρήσης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αποκτώνται μέσω μεταβίβασης ή χρονομίσθωσης, καθώς και η εισαγωγή νέων ευέλικτων κριτηρίων για τη χρήση ραδιοφάσματος μπορούν επίσης να επηρεάσουν τον υφιστάμενο ανταγωνισμό. Ορισμένοι όροι που χρησιμοποιούνται για την προώθηση του ανταγωνισμού, όταν εφαρμόζονται αδικαιολόγητα, μπορούν να έχουν άλλες συνέπειες· για παράδειγμα, τα ανώτατα όρια και οι δεσμεύσεις ραδιοφάσματος μπορούν να δημιουργήσουν τεχνητή έλλειψη, οι υποχρεώσεις χονδρικής πρόσβασης μπορούν να περιορίσουν αδικαιολόγητα τα επιχειρηματικά μοντέλα σε περίπτωση ανυπαρξίας ισχύος στην αγορά και τα όρια στις μεταβιβάσεις μπορούν να δυσχεράνουν την ανάπτυξη δευτερογενών αγορών. Ως εκ τούτου, απαιτείται συνεπής και αντικειμενικός έλεγχος περί ανταγωνισμού για την επιβολή αυτών των όρων, ο οποίος και θα πρέπει να εφαρμόζεται με συνέπεια. Η χρήση αυτών των μέτρων θα πρέπει, επομένως, να βασίζεται σε διεξοδική και αντικειμενική αξιολόγηση, από τις εθνικές ρυθμιστικές και άλλες αρμόδιες αρχές, των σχετικών συνθηκών της αγοράς και του ανταγωνισμού. Οι εθνικές αρμόδιες αρχές θα πρέπει, ωστόσο, πάντοτε να διασφαλίζουν την αποτελεσματική και αποδοτική χρήση του ραδιοφάσματος και να αποφεύγουν τη στρέβλωση του ανταγωνισμού εξαιτίας αποθεματοποίησης που αντιβαίνει στον ανταγωνισμό.

(134)

Με βάση τις γνώμες της RSPG, μπορεί να είναι αναγκαία η έγκριση κοινής προθεσμίας για να επιτρέπεται η χρήση ζώνης ραδιοφάσματος που έχει εναρμονιστεί δυνάμει της απόφασης αριθ. 676/2002/ΕΚ, ώστε να αποφεύγονται διασυνοριακές παρεμβολές, και μπορεί να είναι και επωφελής ώστε να διασφαλίζεται ότι προκύπτουν πλήρη οφέλη των σχετικών τεχνικών μέτρων εναρμόνισης για τις αγορές εξοπλισμού και για την ανάπτυξη πολύ υψηλής χωρητικότητας δικτύων και υπηρεσιών. Η δυνατότητα χρήσης μιας ζώνης ραδιοφάσματος συνεπάγεται την εκχώρηση ραδιοφάσματος υπό καθεστώς γενικής αδείας ή μεμονωμένων δικαιωμάτων χρήσης, ούτως ώστε να καθίσταται δυνατή η χρήση του ραδιοφάσματος μόλις ολοκληρώνεται η διαδικασία της εκχώρησης. Για την εκχώρηση ζωνών ραδιοφάσματος, ενδέχεται να είναι αναγκαίο να διατίθεται ζώνη κατειλημμένη από άλλους χρήστες, οι οποίοι και αποζημιώνονται. Η εφαρμογή κοινής προθεσμίας ώστε να επιτραπεί η χρήση των εναρμονισμένων ζωνών για υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένης της 5G, ενδέχεται ωστόσο να συναντήσει σε συγκεκριμένο κράτος μέλος προβλήματα σχετιζόμενα με ανεπίλυτα ζητήματα διασυνοριακού συντονισμού μεταξύ κρατών μελών ή με τρίτες χώρες, με την πολυπλοκότητα που έχει η διασφάλιση της τεχνικής μετάβασης υφιστάμενων χρηστών δεδομένης ζώνης, με τον περιορισμό της χρήσης της ζώνης βάσει στόχου γενικού συμφέροντος, με τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας και άμυνας ή με λόγους ανωτέρας βίας. Σε κάθε περίπτωση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν όλα τα μέτρα για τον περιορισμό της καθυστέρησης στο ελάχιστο όσον αφορά τη γεωγραφική κάλυψη, το χρονοδιάγραμμα και το εύρος του ραδιοφάσματος. Επιπλέον τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν, όταν κρίνεται σκόπιμο από την αξιολόγησή τους των σχετικών περιστάσεων, να ζητήσουν από την Ένωση να παράσχει νομική, πολιτική και τεχνική υποστήριξη με σκοπό την επίλυση ζητημάτων συντονισμού του ραδιοφάσματος με χώρες γειτονικές της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των υποψήφιων και των υπό ένταξη χωρών, κατά τρόπον ώστε τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη να είναι σε θέση να τηρούν τις υποχρεώσεις τους βάσει του ενωσιακού δικαίου.

(135)

Με στόχο να διασφαλιστεί έως το 2020 μεγαλύτερη συντονισμένη διαθεσιμότητα ραδιοφάσματος για την επίτευξη σταθερών και ασύρματων δικτύων πολύ υψηλής ταχύτητας στο πλαίσιο της 5G, οι ζώνες των 3,4-3,8 GHz και 24,25-27,5 GHz έχουν οριστεί από την RSPG ως ζώνες προτεραιότητας για την εκπλήρωση των στόχων του σχεδίου δράσης για την 5G έως το 2020. Οι ζώνες 40,5-43,5 GHz και 66-71 GHz έχουν επίσης οριστεί για περαιτέρω μελέτη. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020, οι ζώνες 3,4-3,8 GHz και 24,25-27,5 GHz ή τμήματά τους θα είναι διαθέσιμα για επίγεια συστήματα ικανά να παρέχουν ασύρματες ευρυζωνικές υπηρεσίες βάσει εναρμονισμένων προϋποθέσεων που έχουν καθιερωθεί από τεχνικά μέτρα εφαρμογής τα οποία θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας αριθ. 676/2002/ΕΚ, κατά συμπλήρωση της απόφασης (ΕΕ) 2017/899 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (33), καθώς οι εν λόγω ζώνες έχουν συγκεκριμένες ιδιότητες, ως προς την κάλυψη και τη χωρητικότητα δεδομένων, που τους επιτρέπουν να συνδυάζονται κατάλληλα προς εκπλήρωση των απαιτήσεων της 5G. Τα κράτη μέλη θα μπορούσαν, ωστόσο, να επηρεάζονται από παρεμβολές που ενδέχεται να προκύψουν από τρίτες χώρες, οι οποίες, σύμφωνα με τους κανονισμούς ραδιοεπικοινωνιών της ITU, έχουν προσδιορίσει τις εν λόγω ζώνες για υπηρεσίες άλλες από τις διεθνείς κινητές τηλεπικοινωνίες. Αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει την υποχρέωση για την τήρηση κοινής ημερομηνίας εφαρμογής. Η μελλοντική χρήση της ζώνης των 26 GHz για τις επίγειες ασύρματες υπηρεσίες 5G είναι πιθανόν, μεταξύ άλλων, να στοχεύει σε αστικές περιοχές και σε προαστιακές περιοχές σημείων πρόσβασης, ενώ ενδέχεται να προβλεφθεί και κάποια ανάπτυξη κατά μήκος μεγάλων οδικών αξόνων και σιδηροδρομικών γραμμών σε αγροτικές περιοχές. Αυτό δίνει τη δυνατότητα να χρησιμοποιείται η ζώνη των 26 GHz για άλλες υπηρεσίες από τις ασύρματες επικοινωνίες 5G εκτός των συγκεκριμένων γεωγραφικών περιοχών, π.χ. για ειδικές επιχειρηματικές επικοινωνίες ή για χρήση σε εσωτερικούς χώρους, και συνεπώς και στα κράτη μέλη να μπορούν να ορίζουν και να διαθέτουν την εν λόγω ζώνη χωρίς αποκλειστικότητα.

(136)

Όταν η ζήτηση ζώνης ραδιοφάσματος υπερβαίνει τη διαθεσιμότητα και, ως αποτέλεσμα, ένα κράτος μέλος συμπεραίνει ότι τα δικαιώματα χρήσης ραδιοφάσματος πρέπει να περιοριστούν, θα πρέπει να εφαρμόζονται προσήκουσες και διαφανείς διαδικασίες για τη χορήγηση των εν λόγω δικαιωμάτων ώστε να αποφεύγονται διακρίσεις και να βελτιστοποιείται η χρήση του σπάνιου πόρου. Ο περιορισμός αυτός θα πρέπει να είναι δικαιολογημένος, αναλογικός και να βασίζεται σε ενδελεχή αξιολόγηση των συνθηκών της αγοράς, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των συνολικών οφελών για τους χρήστες, καθώς και των εθνικών στόχων και των στόχων της εσωτερικής αγοράς. Οι στόχοι που διέπουν κάθε διαδικασία περιορισμού θα πρέπει είναι σαφώς καθορισμένοι εκ των προτέρων. Όταν εξετάζουν την πλέον ενδεδειγμένη διαδικασία επιλογής, και σύμφωνα με τα μέτρα συντονισμού που λαμβάνονται σε ενωσιακό επίπεδο, τα κράτη μέλη θα πρέπει εγκαίρως και με διαφάνεια να διαβουλεύονται με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με την αιτιολόγηση, τους στόχους και τους όρους της διαδικασίας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να χρησιμοποιούν, μεταξύ άλλων, διαδικασίες ανταγωνιστικής ή συγκριτικής επιλογής για την εκχώρηση ραδιοφάσματος ή πόρων αριθμοδότησης με μεγάλη οικονομική αξία. Για τη διαχείριση των εν λόγω καθεστώτων, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους στόχους της παρούσας οδηγίας. Αν κράτος μέλος διαπιστώνει ότι είναι δυνατή η διάθεση περαιτέρω δικαιωμάτων σε μια ζώνη, θα πρέπει να κινεί τη σχετική διαδικασία.

(137)

Η τεράστια αύξηση της ζήτησης ραδιοφάσματος και της ζήτησης από τελικούς χρήστες για ασύρματη ευρυζωνική χωρητικότητα καθιστά αναγκαία την εξεύρεση εναλλακτικών, συμπληρωματικών λύσεων φασματικώς αποδοτικής πρόσβασης, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων ασύρματης πρόσβασης χαμηλής ισχύος με μικρή εμβέλεια λειτουργίας, όπως τα RLAN και τα δίκτυα σημείων κυψελωτής πρόσβασης χαμηλής ισχύος και μικρού μεγέθους. Αυτά τα συμπληρωματικά συστήματα ασύρματης πρόσβασης, ιδίως τα δημοσίως προσβάσιμα σημεία πρόσβασης RLAN, αυξάνουν την πρόσβαση στο διαδίκτυο για τους τελικούς χρήστες, καθώς και την αποφόρτωση της κυκλοφορίας στην κινητή τηλεφωνία για τους φορείς εκμετάλλευσης κινητής τηλεφωνίας. Τα RLAN χρησιμοποιούν εναρμονισμένο ραδιοφάσμα χωρίς να απαιτείται μεμονωμένη άδεια ή δικαίωμα χρήσης ραδιοφάσματος. Τα περισσότερα σημεία πρόσβασης RLAN χρησιμοποιούνται μέχρι στιγμής από ιδιώτες χρήστες ως τοπική ασύρματη επέκταση της σταθερής ευρυζωνικής σύνδεσής τους. Οι τελικοί χρήστες, εντός των ορίων της δικής τους συνδρομής υπηρεσιών διαδικτύου, δεν θα πρέπει να εμποδίζονται να μοιράζονται την πρόσβαση στο RLAN τους με άλλους, ώστε να αυξάνεται ο αριθμός των διαθέσιμων σημείων πρόσβασης, ιδίως σε πυκνοκατοικημένες περιοχές, να μεγιστοποιείται η ασύρματη χωρητικότητα δεδομένων μέσω επαναχρησιμοποίησης του ραδιοφάσματος και να δημιουργούνται οικονομικά αποδοτικές συμπληρωματικές ασύρματες ευρυζωνικές υποδομές προσβάσιμες σε άλλους τελικούς χρήστες. Επομένως, θα πρέπει επίσης να καταργηθούν περιττοί περιορισμοί στην ανάπτυξη και τη διασύνδεση σημείων πρόσβασης RLAN.

(138)

Οι δημόσιες αρχές ή οι πάροχοι δημόσιων υπηρεσιών που χρησιμοποιούν RLAN στους χώρους τους για το προσωπικό, τους επισκέπτες ή τους πελάτες τους, για παράδειγμα για τη διευκόλυνση της πρόσβασης σε υπηρεσίες ηλεκτρονικής διακυβέρνησης ή για πληροφορίες σχετικά με τις δημόσιες μεταφορές ή τη διαχείριση της οδικής κυκλοφορίας, θα μπορούσαν επίσης να παρέχουν πρόσβαση σε τέτοια σημεία πρόσβασης για γενική χρήση από πολίτες, ως επικουρική υπηρεσία σε υπηρεσίες που προσφέρουν στο κοινό στους εν λόγω χώρους, στον βαθμό που αυτό επιτρέπεται από τους κανόνες περί ανταγωνισμού και δημόσιων συμβάσεων. Επιπλέον, ο πάροχος τέτοιας τοπικής πρόσβασης σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών εντός ή πέριξ ιδιωτικού ακινήτου ή περιορισμένου δημόσιου χώρου σε μη εμπορική βάση ή ως επικουρική υπηρεσία σε άλλη δραστηριότητα που δεν εξαρτάται από αυτήν την πρόσβαση (όπως τα κομβικά σημεία RLAN που διατίθενται σε πελάτες άλλων εμπορικών δραστηριοτήτων ή στο ευρύ κοινό στην εν λόγω περιοχή) μπορεί να υπόκειται σε συμμόρφωση με γενικές άδειες για δικαιώματα χρήσης ραδιοφάσματος, αλλά δεν θα πρέπει να υπόκειται σε όρους ή απαιτήσεις που συνοδεύουν γενικές άδειες οι οποίες ισχύουν για παρόχους δημόσιων δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή σε υποχρεώσεις σχετικά με τους τελικούς χρήστες ή τη διασύνδεση. Ωστόσο, ο πάροχος αυτός θα πρέπει να εξακολουθεί να υπόκειται στους κανόνες περί ευθύνης που καθορίζονται στην οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (34). Αναδύονται περαιτέρω τεχνολογίες, όπως η οπτική ασύρματη επικοινωνία (LiFi), οι οποίες θα συμπληρώνουν τις τρέχουσες ραδιοφασματικές δυνατότητες των RLAN και των σημείων ασύρματης πρόσβασης, ώστε να συμπεριλαμβάνονται σημεία πρόσβασης με βάση την οπτική επικοινωνία ορατού φωτός, και θα οδηγήσουν σε υβριδικά τοπικά δίκτυα που θα επιτρέπουν την οπτική ασύρματη επικοινωνία.

(139)

Δεδομένου ότι τα σημεία ασύρματης πρόσβασης χαμηλής ισχύος και μικρής εμβέλειας, όπως φεμτοκυψέλες, πικοκυψέλες, μητροκυψέλλες ή μικροκυψέλλες, μπορούν να είναι πολύ μικρά και να χρησιμοποιούν διακριτικό εξοπλισμό παρόμοιο με των οικιακών δρομολογητών RLAN, που δεν απαιτούν άδειες πέραν των αναγκαίων για τη χρήση του ραδιοφάσματος, και λαμβανομένου υπόψη του θετικού αντικτύπου τέτοιων σημείων πρόσβασης στη χρήση του ραδιοφάσματος και στην ανάπτυξη ασύρματων επικοινωνιών, οποιοσδήποτε περιορισμός στην ανάπτυξή τους θα πρέπει να περιορίζεται στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Ως εκ τούτου, για να διευκολύνουν την ανάπτυξη σημείων ασύρματης πρόσβασης μικρής εμβέλειας και με την επιφύλαξη κάθε ισχύουσας απαίτησης σχετικής με τη διαχείριση του ραδιοφάσματος, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να υπάγουν σε επιμέρους άδειες την εγκατάσταση τέτοιων συσκευών σε κτίρια που δεν είναι επισήμως προστατευόμενα ως μέρος συγκεκριμένου περιβάλλοντος ή λόγω της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής ή ιστορικής τους αξίας, εκτός αν υπάρχουν λόγοι δημόσιας ασφάλειας. Για τον σκοπό αυτόν, τα χαρακτηριστικά τους, όπως οι μέγιστες διαστάσεις, το βάρος και τα χαρακτηριστικά εκπομπών, θα πρέπει να καθορίζονται σε επίπεδο Ένωσης κατ’ αναλογικό τρόπο για την τοπική ανάπτυξη και ώστε να διασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας, όπως ορίζεται στη σύσταση 1999/519/ΕΚ. Για τη λειτουργία των σημείων ασύρματης πρόσβασης μικρής εμβέλειας, θα πρέπει να εφαρμόζεται το άρθρο 7 της οδηγίας 2014/53/ΕΕ. Τούτο δεν θίγει τα δικαιώματα ιδιωτικής ιδιοκτησίας που ορίζονται στο ενωσιακό ή το εθνικό δίκαιο. Η διαδικασία για την εξέταση των αιτήσεων έκδοσης αδείας θα πρέπει να εξορθολογισθεί και να μη θίγει τυχόν εμπορικές συμφωνίες και κάθε συναφής διοικητική επιβάρυνση θα πρέπει να περιορίζεται στα διοικητικά έξοδα που συνδέονται με την επεξεργασία της αίτησης. Η διαδικασία αξιολόγησης του αιτήματος για την έκδοση αδείας θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν λιγότερο χρονοβόρα και να μην υπερβαίνει, κατ’ αρχήν, το τετράμηνο.

(140)

Τα δημόσια κτίρια και οι λοιπές δημόσιες υποδομές δέχονται επισκέψεις και χρησιμοποιούνται καθημερινά από σημαντικό αριθμό τελικών χρηστών που χρειάζονται συνδεσιμότητα για να χρησιμοποιήσουν εφαρμογές ηλεκτρονικής διακυβέρνησης και ηλεκτρονικών μεταφορών και άλλες υπηρεσίες. Άλλες δημόσιες υποδομές, όπως οι στύλοι φωτισμού και οι φωτεινοί σηματοδότες, προσφέρουν ιδιαίτερα πολύτιμες τοποθεσίες για την εγκατάσταση μικρών κυψελών, παραδείγματος χάριν, λόγω της πυκνότητάς τους. Χωρίς να θίγεται η δυνατότητα των αρμόδιων αρχών να υπάγουν την ανάπτυξη σημείων ασύρματης πρόσβασης μικρής εμβέλειας σε επιμέρους προγενέστερες άδειες, οι φορείς εκμετάλλευσης θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα πρόσβασης σε αυτούς τους δημόσιους χώρους, προκειμένου να εξυπηρετείται επαρκώς η ζήτηση. Τα κράτη μέλη θα πρέπει, ως εκ τούτου, να διασφαλίζουν ότι τα εν λόγω δημόσια κτίρια και άλλες δημόσιες υποδομές διατίθενται υπό εύλογους όρους για την εγκατάσταση μικρών κυψελών με σκοπό τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/61/ΕΕ και με την επιφύλαξη των αρχών που ορίζονται στην εν λόγω οδηγία. Η οδηγία 2014/61/ΕΕ ακολουθεί μια λειτουργική προσέγγιση και επιβάλλει υποχρεώσεις πρόσβασης σε υλική υποδομή μόνο όταν αποτελεί μέρος ενός δικτύου και μόνο εάν ανήκει σε φορέα εκμετάλλευσης δικτύου ή χρησιμοποιείται από τέτοιον φορέα, αφήνοντας έτσι πολλά κτίρια που ανήκουν σε δημόσιες αρχές ή χρησιμοποιούνται από αυτές εκτός του πεδίου εφαρμογής της. Αντιθέτως, δεν είναι αναγκαίο να υπάρχει ειδική υποχρέωση για την υλική υποδομή, όπως σωλήνες ή στύλοι, που χρησιμοποιείται για ευφυή συστήματα μεταφορών και η οποία ανήκει σε φορείς εκμετάλλευσης δικτύου (παρόχους υπηρεσιών μεταφορών ή παρόχους δημόσιων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών) και φιλοξενεί τμήματα δικτύου, με αποτέλεσμα να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2014/61/ΕΕ.

(141)

Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας όσον αφορά την πρόσβαση και τη διασύνδεση ισχύουν για τα δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Οι πάροχοι δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, εκτός από εκείνα που δεν προσφέρονται στο κοινό, δεν υπέχουν υποχρεώσεις πρόσβασης ή διασύνδεσης δυνάμει της παρούσας οδηγίας, πλην των περιπτώσεων κατά τις οποίες, επειδή επωφελούνται από την πρόσβαση στα δημόσια δίκτυα, ενδέχεται να υπόκεινται σε όρους που καθορίζουν τα κράτη μέλη.

(142)

Στον όρο «πρόσβαση» αποδίδονται πολλές ερμηνείες και, συνεπώς, είναι αναγκαίο να οριστεί με ακρίβεια η χρήση του όρου αυτού στην παρούσα οδηγία, χωρίς να θίγεται ο τρόπος χρήσης του σε άλλα ενωσιακά μέτρα. Ένας φορέας εκμετάλλευσης ενδέχεται να έχει στην κυριότητά του το βασικό δίκτυο ή τις βασικές ευκολίες ή να μισθώνει μέρος ή το σύνολο αυτών.

(143)

Σε μια ανοιχτή και ανταγωνιστική αγορά, δεν θα πρέπει να υπάρχουν περιορισμοί που αποτρέπουν τις επιχειρήσεις να διαπραγματεύονται ρυθμίσεις πρόσβασης και διασύνδεσης μεταξύ τους, ιδίως σε διασυνοριακές συμφωνίες, με την επιφύλαξη των κανόνων περί ανταγωνισμού όπως ορίζονται στη ΣΛΕΕ. Κατά την επίτευξη μιας αποτελεσματικότερης και πραγματικά πανευρωπαϊκής αγοράς, με ουσιαστικό ανταγωνισμό και μεγαλύτερες δυνατότητες επιλογής και ανταγωνιστικών υπηρεσιών στους τελικούς χρήστες, οι επιχειρήσεις που λαμβάνουν αιτήσεις πρόσβασης ή διασύνδεσης από άλλες επιχειρήσεις που υπόκεινται σε γενική άδεια για να παρέχουν δίκτυα ή υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών στο κοινό θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να συνάπτουν τις σχετικές συμφωνίες επί εμπορικής βάσεως και να διαπραγματεύονται καλόπιστα.

(144)

Σε αγορές όπου εξακολουθούν να υπάρχουν μεγάλες διαφορές ως προς τη διαπραγματευτική ισχύ μεταξύ επιχειρήσεων και όπου ορισμένες επιχειρήσεις στηρίζονται σε υποδομή που παρέχεται από τρίτους για την παροχή των υπηρεσιών τους, είναι σκόπιμη η θέσπιση ενός ρυθμιστικού πλαισίου, ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να έχουν την εξουσία, σε περίπτωση αποτυχίας των εμπορικών διαπραγματεύσεων, να εξασφαλίζουν κατάλληλη πρόσβαση και διασύνδεση καθώς και διαλειτουργικότητα των υπηρεσιών προς το συμφέρον των τελικών χρηστών. Συγκεκριμένα, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να διασφαλίζουν τη διατερματική συνδεσιμότητα επιβάλλοντας αναλογικές υποχρεώσεις στις επιχειρήσεις που υπόκεινται σε γενική άδεια και ελέγχουν την πρόσβαση στους τελικούς χρήστες. Ο έλεγχος των μέσων πρόσβασης ενδέχεται να συνεπάγεται κυριότητα ή έλεγχο του φυσικού (σταθερού ή κινητού) συνδέσμου με τον τελικό χρήστη ή τη δυνατότητα αλλαγής ή αφαίρεσης του εθνικού αριθμού ή αριθμών που χρειάζονται για την πρόσβαση στο σημείο τερματισμού του δικτύου ενός τελικού χρήστη. Τούτο θα μπορούσε, παραδείγματος χάριν, να είναι απαραίτητο εάν οι φορείς εκμετάλλευσης δικτύου περιόριζαν αδικαιολόγητα τις επιλογές των τελικών χρηστών όσον αφορά την πρόσβαση σε πύλες και υπηρεσίες του διαδικτύου.

(145)

Υπό το πρίσμα της αρχής της μη διακριτικής μεταχείρισης, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι όλες οι επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από το μέγεθός τους και το επιχειρηματικό τους μοντέλο, είτε καθετοποιημένο είτε διαχωρισμένο, μπορούν να διασυνδέονται με εύλογους όρους και προϋποθέσεις, με σκοπό την παροχή διατερματικής συνδεσιμότητας και πρόσβασης στο διαδίκτυο.

(146)

Τα εθνικά, νομοθετικά ή διοικητικά μέτρα που συνδέουν τους όρους και τις προϋποθέσεις πρόσβασης ή διασύνδεσης με τις δραστηριότητες του μέρους που επιθυμεί τη διασύνδεση, και ειδικότερα με το ύψος της επένδυσής του σε υποδομή δικτύου και όχι με τις παρεχόμενες υπηρεσίες διασύνδεσης ή πρόσβασης, ενδέχεται να προξενήσουν στρέβλωση της αγοράς και, επομένως, να μη συμβιβάζονται με τους κανόνες περί ανταγωνισμού.

(147)

Οι φορείς εκμετάλλευσης δικτύου που ελέγχουν την πρόσβαση των δικών τους πελατών ενεργούν βάσει αποκλειστικών αριθμών ή διευθύνσεων μιας δημοσιευμένης σειράς αριθμών ή διευθύνσεων. Άλλοι φορείς εκμετάλλευσης δικτύου χρειάζεται να μπορούν να παρέχουν τηλεπικοινωνιακή κίνηση στους πελάτες αυτούς και, επομένως, να είναι σε θέση να διασυνδέονται άμεσα ή έμμεσα μεταξύ τους. Είναι, επομένως, σκόπιμο να καθοριστούν δικαιώματα και υποχρεώσεις για τη διαπραγμάτευση της διασύνδεσης.

(148)

Η διαλειτουργικότητα είναι επωφελής για τους τελικούς χρήστες και αποτελεί σημαντικό στόχο του εν λόγω ρυθμιστικού πλαισίου. Η ενθάρρυνση της διαλειτουργικότητας αποτελεί έναν από τους στόχους των εθνικών ρυθμιστικών και άλλων αρμόδιων αρχών, όπως καθορίζονται στο εν λόγω πλαίσιο. Το εν λόγω πλαίσιο προβλέπει επίσης ότι η Επιτροπή πρέπει να δημοσιεύει κατάλογο προτύπων ή προδιαγραφών που καλύπτουν την προσφορά υπηρεσιών, τις τεχνικές διεπαφές ή τις λειτουργίες δικτύου, ως βάση για την ενθάρρυνση της εναρμόνισης των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρύνουν τη χρήση των δημοσιευμένων προτύπων ή προδιαγραφών, στον βαθμό που αυτό είναι απολύτως απαραίτητο για τη διασφάλιση της διαλειτουργικότητας των υπηρεσιών και για τη διεύρυνση της ελευθερίας επιλογής των χρηστών.

(149)

Επί του παρόντος, τόσο η διατερματική συνδεσιμότητα όσο και η πρόσβαση σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης εξαρτώνται από το κατά πόσο οι τελικοί χρήστες χρησιμοποιούν υπηρεσίες διαπροσωπικών επικοινωνιών βάσει αριθμών. Οι μελλοντικές τεχνολογικές εξελίξεις ή η αυξημένη χρήση υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών ανεξαρτήτως αριθμών θα μπορούσαν να συνεπάγονται την έλλειψη επαρκούς διαλειτουργικότητας μεταξύ υπηρεσιών επικοινωνιών. Κατά συνέπεια, θα μπορούσαν να ανακύψουν σημαντικοί φραγμοί για την είσοδο στην αγορά και εμπόδια για την περαιτέρω καινοτομία, που θα απειλήσουν αισθητά την αποτελεσματική διατερματική συνδεσιμότητα μεταξύ τελικών χρηστών.

(150)

Σε περίπτωση που ανακύπτουν τέτοια ζητήματα διαλειτουργικότητας, η Επιτροπή θα πρέπει να δύναται να ζητά την εκπόνηση έκθεσης από τον BEREC η οποία θα πρέπει να παρέχει τεκμηριωμένη αξιολόγηση της κατάστασης της αγοράς σε επίπεδο Ένωσης και κρατών μελών. Λαμβάνοντας προσεκτικά υπόψη την έκθεση του BEREC και άλλα διαθέσιμα στοιχεία καθώς και τις επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά, η Επιτροπή θα πρέπει να αποφασίζει κατά πόσο υφίσταται ανάγκη ρυθμιστικής παρέμβασης από τις εθνικές ρυθμιστικές ή άλλες αρμόδιες αρχές. Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι αυτή η ρυθμιστική παρέμβαση θα πρέπει να εξεταστεί από τις εθνικές ρυθμιστικές ή άλλες αρμόδιες αρχές, θα πρέπει να δύναται να εγκρίνει εκτελεστικά μέτρα, στα οποία διευκρινίζονται ο χαρακτήρας και το πεδίο εφαρμογής πιθανών ρυθμιστικών παρεμβάσεων από τις εθνικές ρυθμιστικές ή άλλες αρμόδιες αρχές, στις οποίες περιλαμβάνονται, ειδικότερα, υποχρεώσεις να δημοσιεύεται και να επιτρέπεται η χρήση, η τροποποίηση και η αναδιανομή των σχετικών πληροφοριών από τις αρχές και άλλους παρόχους, καθώς και μέτρα για την επιβολή της υποχρεωτικής χρήσης προτύπων ή προδιαγραφών σε όλους ή συγκεκριμένους παρόχους.

(151)

Οι εθνικές ρυθμιστικές ή άλλες αρμόδιες αρχές θα πρέπει να αξιολογούν, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες εθνικές περιστάσεις, κατά πόσον οποιαδήποτε παρέμβαση είναι απαραίτητη και δικαιολογημένη για να διασφαλίζεται η διατερματική συνδεσιμότητα και, αν ναι, να επιβάλλουν αναλογικές υποχρεώσεις σύμφωνα με τα εκτελεστικά μέτρα της Επιτροπής στους παρόχους υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών ανεξαρτήτως αριθμών με σημαντικό επίπεδο κάλυψης και χρήσης από τους χρήστες. Ως σημαντικό θα πρέπει να νοείται ότι η γεωγραφική κάλυψη και ο αριθμός των τελικών χρηστών του ενδιαφερόμενου παρόχου αντιπροσωπεύουν μια κρίσιμη μάζα προς την επίτευξη του σκοπού της διασφάλισης διατερματικής συνδεσιμότητας μεταξύ των τελικών χρηστών. Οι πάροχοι με περιορισμένο αριθμό τελικών χρηστών ή περιορισμένη γεωγραφική κάλυψη, οι οποίοι θα συνέβαλλαν μόνον οριακά στην επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου, δεν θα πρέπει κανονικά να υπόκεινται σε αυτές τις υποχρεώσεις διαλειτουργικότητας.

(152)

Σε περιπτώσεις όπου οι επιχειρήσεις στερούνται την πρόσβαση σε βιώσιμες εναλλακτικές επιλογές των μη αναπαραγώγιμων συρμάτων, καλωδίων και συναφών ευκολιών στο εσωτερικό κτιρίων ή μέχρι το πρώτο σημείο συγκέντρωσης ή διανομής και προκειμένου να προωθηθεί η δημιουργία ανταγωνιστικών αποτελεσμάτων προς συμφέρον των τελικών χρηστών, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να έχουν την εξουσία να επιβάλλουν υποχρεώσεις πρόσβασης σε όλες τις επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από ορισμό ως επιχείρηση με σημαντική ισχύ στην αγορά. Στο πλαίσιο αυτό, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όλους τους τεχνικούς και οικονομικούς φραγμούς για τη μελλοντική αναπαραγωγή δικτύων. Ωστόσο, δεδομένου ότι τέτοιες υποχρεώσεις μπορούν σε ορισμένες περιπτώσεις να είναι παρεμβατικές, μπορούν να υπονομεύουν τα κίνητρα για επενδύσεις και μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της θέσης κυρίαρχων παραγόντων, θα πρέπει να επιβάλλονται μόνο όταν αυτό είναι δικαιολογημένο και ανάλογο για την επίτευξη βιώσιμου ανταγωνισμού στις αντίστοιχες αγορές. Το γεγονός και μόνο ότι υφίστανται ήδη περισσότερες από μία τέτοιες υποδομές δεν θα πρέπει αναγκαστικά να ερμηνεύεται ως ένδειξη αναπαραγωγιμότητας των πάγιων στοιχείων. Εφόσον απαιτείται, σε συνδυασμό με τις εν λόγω υποχρεώσεις πρόσβασης, οι επιχειρήσεις θα πρέπει επίσης να δύνανται να επικαλεστούν τις υποχρεώσεις παροχής πρόσβασης στην υλική υποδομή βάσει της οδηγίας 2014/61/ΕΕ. Οι υποχρεώσεις που ενδεχομένως επιβάλλει η εθνική ρυθμιστική αρχή δυνάμει της παρούσας οδηγίας και οι αποφάσεις που έχουν ληφθεί από άλλες αρμόδιες αρχές δυνάμει της οδηγίας 2014/61/ΕΕ, για να διασφαλίζεται η πρόσβαση σε υλική υποδομή στο εσωτερικό κτιρίων ή σε υλική υποδομή μέχρι το σημείο πρόσβασης, θα πρέπει να είναι συνεπείς.

(153)

Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα, στον βαθμό που είναι αναγκαίο, να επιβάλλουν στις επιχειρήσεις υποχρεώσεις παροχής πρόσβασης στις ευκολίες που αναφέρονται σε παράρτημα της παρούσας οδηγίας, δηλαδή τις διεπαφές προγράμματος εφαρμογών (ΔΠΕ) και τους ηλεκτρονικούς οδηγούς προγραμμάτων (ΗΟΠ), ώστε να διασφαλίζεται όχι μόνο η δυνατότητα πρόσβασης των τελικών χρηστών σε υπηρεσίες ψηφιακών ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών, αλλά και σε συναφείς συμπληρωματικές υπηρεσίες. Στις συμπληρωματικές αυτές υπηρεσίες θα πρέπει να μπορούν να περιλαμβάνονται υπηρεσίες συνδεόμενες με το πρόγραμμα που είναι ειδικά σχεδιασμένες για τη βελτίωση της προσβασιμότητας των τελικών χρηστών με αναπηρίες, καθώς και συνδεόμενες με το πρόγραμμα υπηρεσίες συνδεδεμένης τηλεόρασης.

(154)

Όταν οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές εκτιμούν το σημείο συγκέντρωσης ή διανομής μέχρι το οποίο προτίθενται να επιβάλουν πρόσβαση, είναι σημαντικό να επιλέγουν ένα σημείο σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του BEREC. Η επιλογή σημείου εγγύτερα στους τελικούς χρήστες θα είναι επωφελέστερη για τον ανταγωνισμό όσον αφορά τις υποδομές και για την ανάπτυξη δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η εθνική ρυθμιστική αρχή θα πρέπει πρώτα να εξετάσει τη δυνατότητα να επιλέξει σημείο σε κτίριο ή ακριβώς έξω από κτίριο. Θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η επέκταση των υποχρεώσεων πρόσβασης σε σύρματα και καλώδια πέρα από το πρώτο σημείο συγκέντρωσης ή διανομής με παράλληλο περιορισμό των υποχρεώσεων αυτών σε σημεία όσο το δυνατόν πλησιέστερα σε τελικούς χρήστες, ικανά να φιλοξενούν επαρκή αριθμό τελικών χρηστών, όταν αποδεικνύεται ότι η αναπαραγωγή αντιμετωπίζει υψηλούς και όχι παροδικούς υλικούς ή οικονομικούς φραγμούς, με αποτέλεσμα σημαντικά προβλήματα ανταγωνισμού ή αστοχίες της αγοράς σε επίπεδο λιανικής εις βάρος των τελικών χρηστών. Η εκτίμηση της αναπαραγωγιμότητας στοιχείων του δικτύου απαιτεί ανασκόπηση της αγοράς η οποία είναι διαφορετική από την ανάλυση με την οποία εκτιμάται η σημαντική ισχύς στην αγορά και, ως εκ τούτου, η εθνική ρυθμιστική αρχή δεν χρειάζεται να προσδιορίσει τη σημαντική ισχύ στην αγορά προκειμένου να επιβάλει αυτές τις υποχρεώσεις. Από την άλλη, η εν λόγω ανασκόπηση απαιτεί επαρκή οικονομική αξιολόγηση των συνθηκών της αγοράς, προκειμένου να κριθεί αν τηρούνται τα κριτήρια που είναι αναγκαία για την επιβολή υποχρεώσεων πέρα από το πρώτο σημείο συγκέντρωσης ή διανομής. Η εν λόγω επέκταση των υποχρεώσεων πρόσβασης είναι πιθανότερο να είναι αναγκαία σε γεωγραφικές περιοχές όπου το επιχειρηματικό εγχείρημα εγκατάστασης εναλλακτικών υποδομών είναι πιο ριψοκίνδυνο, για παράδειγμα εξαιτίας της χαμηλής πυκνότητας πληθυσμού ή του περιορισμένου αριθμού πολυκατοικιών. Αντιθέτως, η πυκνή συγκέντρωση νοικοκυριών θα μπορούσε να αποτελεί ένδειξη ότι η επιβολή αυτών των υποχρεώσεων είναι περιττή. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει επίσης να εξετάσουν αν οι εν λόγω υποχρεώσεις ενδέχεται να ενισχύσουν τη θέση των επιχειρήσεων που έχουν οριστεί ότι έχουν σημαντική ισχύ στην αγορά. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να μπορούν να επιβάλλουν την πρόσβαση σε ενεργά ή εικονικά στοιχεία δικτύου που χρησιμοποιούνται για την παροχή υπηρεσιών σε αυτήν την υποδομή, εάν η πρόσβαση σε παθητικά στοιχεία θα ήταν οικονομικώς μη αποδοτική ή πρακτικώς ανέφικτη και εάν η εθνική ρυθμιστική αρχή κρίνει ότι, χωρίς αυτήν την παρέμβαση, θα υπονομευόταν ο σκοπός της υποχρέωσης πρόσβασης. Για ενίσχυση της συνεκτικής ρυθμιστικής πρακτικής σε ολόκληρη την Ένωση, η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί να ζητεί από την εθνική ρυθμιστική αρχή να αποσύρει τα σχέδια μέτρων για την επέκταση των υποχρεώσεων πρόσβασης πέραν του πρώτου σημείου συγκέντρωσης ή διανομής, σε περίπτωση που ο BEREC συμμερίζεται τις σοβαρές αμφιβολίες της Επιτροπής ως προς τη συμβατότητα του σχεδίου μέτρου με το ενωσιακό δίκαιο και ιδίως τους ρυθμιστικούς στόχους της παρούσας οδηγίας.

(155)

Στις περιπτώσεις αυτές, για λόγους συμμόρφωσης με την αρχή της αναλογικότητας, μπορεί να είναι σκόπιμο οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές να αποκλείουν ορισμένες κατηγορίες ιδιοκτητών ή επιχειρήσεων, ή και των δύο, από υποχρεώσεις που υπερβαίνουν το πρώτο σημείο συγκέντρωσης ή διανομής, που θα πρέπει να καθορίζεται από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, με την αιτιολογία ότι υποχρέωση πρόσβασης που δεν βασίζεται στον ορισμό επιχείρησης ως επιχείρησε με σημαντική ισχύ στην αγορά θα έθετε σε κίνδυνο τις επιχειρηματικές προοπτικές τους για προσφάτως αναπτυγμένα στοιχεία δικτύου, ιδίως από μικρά τοπικά έργα. Επιχειρήσεις μόνο χονδρικής δεν θα πρέπει να υπόκεινται στις εν λόγω υποχρεώσεις πρόσβασης αν προσφέρουν, σε εμπορική βάση, αποτελεσματική εναλλακτική πρόσβαση σε δίκτυο πολύ υψηλής χωρητικότητας, με δίκαιους, αμερόληπτους και εύλογους όρους και προϋποθέσεις, μεταξύ άλλων και όσον αφορά την τιμή. Η εν λόγω εξαίρεση θα πρέπει να δύναται να επεκταθεί και σε άλλους παρόχους υπό τους ίδιους όρους. Η εξαίρεση ενδέχεται να μην είναι κατάλληλη για τους παρόχους που λαμβάνουν δημόσια χρηματοδότηση.

(156)

Ο μερισμός παθητικών υποδομών που χρησιμοποιούνται για την παροχή υπηρεσιών ασύρματων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, σύμφωνα με τις αρχές του δικαίου ανταγωνισμού, μπορεί να είναι ιδιαίτερα χρήσιμος για τη μεγιστοποίηση της συνδεσιμότητας πολύ υψηλής χωρητικότητας σε ολόκληρη την Ένωση, ιδίως σε λιγότερο πυκνοκατοικημένες περιοχές όπου είναι πρακτικώς ανέφικτη η αναπαραγωγή και οι τελικοί χρήστες κινδυνεύουν να στερηθούν αυτήν τη συνδεσιμότητα. Οι εθνικές ρυθμιστικές ή άλλες αρμόδιες αρχές θα πρέπει, κατ’ εξαίρεση, να είναι σε θέση να επιβάλλουν αυτόν τον μερισμό ή την τοπική πρόσβαση περιαγωγής, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, εφόσον η δυνατότητα αυτή έχει προσδιοριστεί με σαφήνεια στους αρχικούς όρους για τη χορήγηση του δικαιώματος χρήσης και εφόσον αποδεικνύουν τα οφέλη αυτού του μερισμού όσον αφορά την υπέρβαση ανυπέρβλητων οικονομικών ή φυσικών εμποδίων λόγω των οποίων η πρόσβαση σε δίκτυα ή υπηρεσίες είναι ιδιαιτέρως προβληματική ή απούσα και λαμβανομένων υπόψη διάφορων παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης ιδίως της ανάγκης για κάλυψη κατά μήκος σημαντικών διαδρομών μεταφορών, για επιλογή και για υψηλότερη ποιότητα υπηρεσιών για τους τελικούς χρήστες, καθώς και της ανάγκης να διατηρηθούν κίνητρα ανάπτυξης των υποδομών. Στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει πρόσβαση από τους τελικούς χρήστες και ο μερισμός παθητικών υποδομών δεν αρκεί από μόνος του για την αντιμετώπιση της κατάστασης, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να μπορούν να επιβάλλουν υποχρεώσεις όσον αφορά τον μερισμό ενεργητικών υποδομών. Στην περίπτωση αυτή, οι εθνικές ρυθμιστικές ή άλλες αρμόδιες αρχές διατηρούν την ευελιξία να επιλέγουν την πλέον κατάλληλη υποχρέωση μερισμού ή πρόσβασης, η οποία θα πρέπει να είναι αναλογική και δικαιολογημένη με βάση τη φύση του εντοπισθέντος προβλήματος.

(157)

Ενώ σε ορισμένες περιστάσεις είναι ενδεδειγμένο μια εθνική ρυθμιστική ή άλλη αρμόδια αρχή να επιβάλει υποχρεώσεις σε επιχειρήσεις ανεξαρτήτως ορισμού ως επιχείρηση με σημαντική ισχύ στην αγορά αποβλέποντας στην επίτευξη στόχων όπως η διατερματική συνδεσιμότητα ή η διαλειτουργικότητα υπηρεσιών, είναι απαραίτητο να διασφαλίζεται ότι τέτοιες υποχρεώσεις επιβάλλονται σε συμμόρφωση με το ρυθμιστικό πλαίσιο και, ειδικότερα, με τις διαδικασίες κοινοποίησης που προβλέπονται σε αυτό. Οι υποχρεώσεις αυτές θα πρέπει να επιβάλλονται μόνο όταν δικαιολογείται προκειμένου να κατοχυρωθούν οι στόχοι της παρούσας οδηγίας και εφόσον είναι αντικειμενικές, διαφανείς, αναλογικές και αμερόληπτες για τον σκοπό της προώθησης της αποδοτικότητας, του βιώσιμου ανταγωνισμού, των αποδοτικών επενδύσεων και καινοτομίας, ενώ παρέχουν το μέγιστο όφελος στους τελικούς χρήστες και επιβάλλονται σύμφωνα με τις σχετικές διαδικασίες κοινοποίησης.

(158)

Προκειμένου να αντιμετωπισθούν τα ανυπέρβλητα οικονομικά ή φυσικά εμπόδια κατά την παροχή στους τελικούς χρήστες υπηρεσιών ή δικτύων που στηρίζονται στη χρήση του ραδιοφάσματος και όπου εξακολουθούν να υπάρχουν κενά στην κάλυψη κινητής τηλεφωνίας, μπορεί ως λύση να απαιτηθεί η πρόσβαση και ο μερισμός παθητικών υποδομών ή, όπου αυτό δεν επαρκεί, ο μερισμός ενεργητικών υποδομών ή συμφωνίες τοπικής πρόσβασης περιαγωγής. Με την επιφύλαξη του επιμερισμού των υποχρεώσεων που συνοδεύουν τα δικαιώματα χρήσης βάσει άλλων διατάξεων της παρούσας οδηγίας και ιδίως μέτρων για την προώθηση του ανταγωνισμού, όταν οι εθνικές ρυθμιστικές ή άλλες αρμόδιες αρχές προτίθενται να λάβουν μέτρα για να επιβάλουν τον μερισμό παθητικών υποδομών ή, όταν η πρόσβαση και ο μερισμός παθητικών υποδομών δεν επαρκούν, τον μερισμό ενεργητικών υποδομών ή συμφωνίες τοπικής πρόσβασης περιαγωγής, μπορούν ωστόσο να κληθούν επίσης να εξετάσουν τον ενδεχόμενο κίνδυνο για τους συμμετέχοντες στην αγορά σε υποεξυπηρετούμενες περιοχές.

(159)

Στον τομέα της ψηφιακής τηλεόρασης, οι κανόνες του ανταγωνισμού ενδέχεται να μην επαρκούν πάντα από μόνοι τους για να διασφαλίσουν την πολιτιστική πολυμορφία και τον πλουραλισμό των μέσων ενημέρωσης. Οι εξελίξεις στην τεχνολογία και την αγορά καθιστούν αναγκαία την αναθεώρηση των υποχρεώσεων παροχής πρόσβασης υπό δίκαιους και εύλογους όρους που δεν εισάγουν διακρίσεις, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, από κράτος μέλος για την εθνική αγορά του, ιδίως τον προσδιορισμό του κατά πόσον είναι αιτιολογημένη η επέκταση των υποχρεώσεων σε ΗΟΠ και ΔΠΕ, στο μέτρο που απαιτείται για να εξασφαλιστεί η δυνατότητα πρόσβασης των τελικών χρηστών σε συγκεκριμένες ψηφιακές υπηρεσίες ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να ορίζουν τις ψηφιακές υπηρεσίες ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών στις οποίες οφείλεται να διασφαλίζεται η πρόσβαση των τελικών χρηστών με τα νομοθετικά, ρυθμιστικά ή διοικητικά μέσα που κρίνουν αναγκαία.

(160)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν επίσης να επιτρέπουν στην εθνική ρυθμιστική αρχή τους να επανεξετάζει τις υποχρεώσεις για την υπό όρους πρόσβαση σε ψηφιακές υπηρεσίες ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών προκειμένου να εκτιμά, μέσω ανάλυσης της αγοράς, εάν θα ανακαλέσει ή θα τροποποιήσει τους όρους για τις επιχειρήσεις που δεν κατέχουν σημαντική ισχύ στη σχετική αγορά. Η ανάκληση ή η τροποποίηση αυτή δεν θα πρέπει να επηρεάζει αρνητικά την πρόσβαση των τελικών χρηστών στις υπηρεσίες αυτές ούτε τις δυνατότητες πραγματικού ανταγωνισμού.

(161)

Σε ορισμένες περιπτώσεις, υπάρχει ανάγκη επιβολής υποχρεώσεων εκ των προτέρων προκειμένου να διασφαλισθεί η ανάπτυξη ανταγωνιστικής αγοράς, οι συνθήκες της οποίας ευνοούν την ανάπτυξη και αξιοποίηση δικτύων και υπηρεσιών πολύ υψηλής χωρητικότητας και τη μεγιστοποίηση των οφελών για τους τελικούς χρήστες. Ο ορισμός της σημαντικής ισχύος στην αγορά που χρησιμοποιείται στην παρούσα οδηγία είναι ισοδύναμος με την έννοια της δεσπόζουσας θέσης, όπως ορίζεται στη νομολογία του Δικαστηρίου.

(162)

Δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις μπορούν να απολαμβάνουν κοινής δεσπόζουσας θέσης, όχι μόνο στις περιπτώσεις που υπάρχουν διαρθρωτικοί ή άλλοι δεσμοί μεταξύ τους, αλλά και στις περιπτώσεις που η δομή της σχετικής αγοράς προσφέρεται για συντονισμένες ενέργειες, δηλαδή ενθαρρύνει την παράλληλη ή ευθυγραμμισμένη αντιανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά.

(163)

Είναι απαραίτητο οι εκ των προτέρων ρυθμιστικές υποχρεώσεις να επιβάλλονται μόνο σε αγορά χονδρικής στην οποία μία ή περισσότερες επιχειρήσεις κατέχουν σημαντική ισχύ στην αγορά, με σκοπό να διασφαλίζεται ο βιώσιμος ανταγωνισμός και όπου τα διορθωτικά μέτρα, στο πλαίσιο του ενωσιακού και του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού, δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Η Επιτροπή έχει συντάξει κατευθυντήριες γραμμές σε ενωσιακό επίπεδο, σύμφωνα με τις αρχές του δικαίου ανταγωνισμού, τις οποίες να ακολουθούν οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές όταν αξιολογούν κατά πόσο είναι αποτελεσματικός ο ανταγωνισμός σε μια δεδομένη αγορά και όταν εκτιμούν τη σημαντική ισχύ στην αγορά. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να αναλύουν κατά πόσο μια αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών είναι πράγματι ανταγωνιστική σε έναν συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο, ο οποίος μπορεί να είναι το σύνολο ή τμήμα της επικράτειας του συγκεκριμένου κράτους μέλους ή γειτονικές περιοχές κρατών μελών, εκλαμβανόμενες ως ενιαίο σύνολο. Στην ανάλυση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού θα πρέπει να περιλαμβάνεται ανάλυση του κατά πόσον η αγορά έχει ανταγωνιστικές προοπτικές και, κατά συνέπεια, κατά πόσον η τυχόν έλλειψη αποτελεσματικού ανταγωνισμού θα έχει διάρκεια. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές θα πρέπει να αντιμετωπίσουν επίσης το θέμα των αναδυόμενων αγορών, όπου, εκ των πραγμάτων, η εταιρεία που ηγείται της αγοράς είναι πιθανό να διαθέτει σημαντικό μερίδιο της αγοράς αλλά δεν θα πρέπει να της επιβάλλονται ανάρμοστες υποχρεώσεις. Η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάζει τακτικά τις κατευθυντήριες γραμμές, ιδίως στην περίπτωση αναθεώρησης της ισχύουσας νομοθεσίας, λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία του Δικαστηρίου, την οικονομική σκέψη και την πραγματική εμπειρία της αγοράς, με σκοπό να διασφαλίζει ότι αυτές παραμένουν επίκαιρες σε μια ταχέως εξελισσόμενη αγορά. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να συνεργάζονται μεταξύ τους, στις περιπτώσεις που η σχετική αγορά έχει λάβει διακρατική διάσταση.

(164)

Προκειμένου να καθορίσουν κατά πόσο μια επιχείρηση κατέχει σημαντική ισχύ σε μια συγκεκριμένη αγορά, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να ενεργούν σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο και να λαμβάνουν ιδιαιτέρως υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής σχετικά με την ανάλυση της αγοράς και την αξιολόγηση της σημαντικής ισχύος στην αγορά.

(165)

Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να ορίζουν τις σχετικές γεωγραφικές αγορές εντός της επικράτειάς τους, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη τη σύσταση της Επιτροπής για τις σχετικές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών («σύσταση») που εκδίδεται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και λαμβάνοντας υπόψη τις εθνικές και τοπικές περιστάσεις. Κατά συνέπεια, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει τουλάχιστον να αναλύουν τις αγορές που περιλαμβάνονται στη σύσταση, καθώς και τις αγορές που απαριθμούνται μεν, αλλά δεν ρυθμίζονται πλέον στο συγκεκριμένο εθνικό ή τοπικό πλαίσιο. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει επίσης να αναλύουν τις αγορές που δεν περιλαμβάνονται στη σύσταση αυτή, αλλά ρυθμίζονται στην επικράτεια της δικαιοδοσίας τους, με βάση προηγούμενες αναλύσεις της αγοράς ή άλλων αγορών, αν έχουν επαρκείς λόγους να θεωρούν ότι πληρούνται τα τρία κριτήρια που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

(166)

Μπορούν να ορίζονται διακρατικές αγορές όταν αυτό δικαιολογείται από τον ορισμό της γεωγραφικής αγοράς, λαμβανομένων υπόψη όλων των παραγόντων από την πλευρά της ζήτησης και από την πλευρά της προσφοράς, σύμφωνα με τις αρχές του δικαίου ανταγωνισμού. Ο BEREC είναι ο πλέον κατάλληλος φορέας για να διεξάγει αυτήν την ανάλυση, επωφελούμενος από την εκτεταμένη συλλογική εμπειρία των εθνικών ρυθμιστικών αρχών κατά τον ορισμό των αγορών σε εθνικό επίπεδο. Κατά τη διενέργεια ανάλυσης δυνητικών διακρατικών αγορών θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι εθνικές περιστάσεις. Αν ορίζονται διακρατικές αγορές και επιδέχονται ρυθμιστική παρέμβαση, οι ενδιαφερόμενες εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να συνεργάζονται ώστε να εντοπίζουν την κατάλληλη ρυθμιστική αντίδραση, μεταξύ άλλων κατά τη διαδικασία κοινοποίησης στην Επιτροπή. Μπορούν επίσης να συνεργάζονται με τον ίδιο τρόπο όταν δεν ορίζονται διακρατικές αγορές, αλλά οι συνθήκες της αγοράς στην επικράτειά τους είναι επαρκώς ομοιογενείς ώστε να επωφεληθούν από συντονισμένη ρυθμιστική προσέγγιση, όπως για παράδειγμα όσον αφορά παρόμοιες δαπάνες, δομές των αγορών ή παρόμοιους φορείς εκμετάλλευσης, ή σε περίπτωση διακρατικής ή συγκρίσιμης ζήτησης από τελικούς χρήστες.

(167)

Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι γεωγραφικές αγορές ορίζονται ως εθνικές ή υποεθνικές, για παράδειγμα λόγω του εθνικού ή τοπικού χαρακτήρα ανάπτυξης του δικτύου που καθορίζει τα όρια της δυνητικής ισχύος των επιχειρήσεων στην αγορά όσον αφορά τη χονδρική προμήθεια, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει σημαντική διασυνοριακή ζήτηση από μία ή περισσότερες κατηγορίες τελικών χρηστών. Αυτό μπορεί να ισχύει ιδίως για τη ζήτηση από επιχειρηματικούς τελικούς χρήστες με δραστηριότητες σε πολλαπλές εγκαταστάσεις σε διαφορετικά κράτη μέλη. Αν αυτή η διακρατική ζήτηση δεν καλύπτεται επαρκώς από τους προμηθευτές, για παράδειγμα αν είναι κατακερματισμένοι κατά μήκος εθνικών συνόρων ή τοπικά, ανακύπτει δυνητικός φραγμός για το εμπόριο στην εσωτερική αγορά. Ως εκ τούτου, ο BEREC θα πρέπει να έχει την εξουσία να παρέχει κατευθυντήριες γραμμές στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές σχετικά με κοινές ρυθμιστικές προσεγγίσεις, για να διασφαλίζει ότι η διακρατική ζήτηση είναι δυνατόν να καλυφθεί με ικανοποιητικό τρόπο που να παρέχει μια βάση για τη διαλειτουργικότητα προϊόντων χονδρικής πρόσβασης σε ολόκληρη την Ένωση και να επιτρέπει τις αποδοτικότητες και τις οικονομίες κλίμακας παρά τον κατακερματισμό από την πλευρά της προσφοράς. Οι κατευθυντήριες γραμμές του BEREC θα πρέπει να διαμορφώνουν τις επιλογές των εθνικών ρυθμιστικών αρχών για την επιδίωξη του στόχου της εσωτερικής αγοράς κατά την επιβολή ρυθμιστικών υποχρεώσεων σε επιχειρήσεις που έχουν οριστεί ως κατέχουσες σημαντική ισχύ στην αγορά στο εθνικό επίπεδο, παρέχοντας παράλληλα καθοδήγηση για την εναρμόνιση των τεχνικών προδιαγραφών των προϊόντων χονδρικής πρόσβασης, ικανών να ανταποκριθούν στην εν λόγω διαπιστωθείσα διακρατική ζήτηση, προς το συμφέρον της εσωτερικής αγοράς.

(168)

Στόχος κάθε εκ των προτέρων ρυθμιστικής παρέμβασης είναι, εν τέλει, να προκύψουν οφέλη για τους τελικούς χρήστες όσον αφορά την τιμή, την ποιότητα και τη δυνατότητα επιλογής με το να καθίστανται οι αγορές λιανικής πραγματικά ανταγωνιστικές σε βιώσιμη βάση. Είναι πιθανό να μπορούν σταδιακά οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές να διαπιστώνουν ότι πολλές αγορές λιανικής είναι ανταγωνιστικές ακόμα και χωρίς ρύθμιση των αγορών χονδρικής, ιδίως αν λαμβάνονται υπόψη οι αναμενόμενες βελτιώσεις από πλευράς καινοτομίας και ανταγωνισμού.

(169)

Για τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, αφετηρία για τον προσδιορισμό των αγορών χονδρικής που επιδέχονται εκ των προτέρων ρύθμιση είναι η ανάλυση των αντίστοιχων αγορών λιανικής. Η ανάλυση του πραγματικού ανταγωνισμού στο επίπεδο λιανικής και χονδρικής διενεργείται με μακρόπνοη προοπτική για συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα και διέπεται από το δίκαιο, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου. Αν εξάγεται το συμπέρασμα ότι η αγορά λιανικής θα ήταν πραγματικά ανταγωνιστική χωρίς εκ των προτέρων ρύθμιση της ή των αντίστοιχων αγορών χονδρικής, αυτό θα πρέπει να οδηγεί την εθνική ρυθμιστική αρχή στο συμπέρασμα ότι δεν χρειάζεται πλέον ρύθμιση στο αντίστοιχο επίπεδο χονδρικής.

(170)

Κατά τη σταδιακή μετάβαση σε απορρυθμισμένες αγορές, οι εμπορικές συμφωνίες μεταξύ φορέων εκμετάλλευσης, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών συνεπένδυσης και πρόσβασης, θα καθίστανται σταδιακά περισσότερο κοινές, και εφόσον είναι βιώσιμες και βελτιώνουν τη δυναμική του ανταγωνισμού, μπορούν να συμβάλουν στο συμπέρασμα ότι μια συγκεκριμένη αγορά χονδρικής δεν επιδέχεται εκ των προτέρων ρύθμιση. Παρόμοια λογική θα ισχύει στην αντίθετη περίπτωση, για απρόβλεπτη λύση των εμπορικών συμφωνιών σε απορρυθμισμένη αγορά. Κατά την ανάλυση αυτών των συμφωνιών θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι η προοπτική της ρύθμισης μπορεί να αποτελεί κίνητρο για τους ιδιοκτήτες δικτύων ώστε να αρχίσουν εμπορικές διαπραγματεύσεις. Με σκοπό να διασφαλίζεται η επαρκής εξέταση των επιπτώσεων της ρύθμισης που επιβάλλεται στις σχετικές αγορές κατά τον προσδιορισμό του κατά πόσο μια συγκεκριμένη αγορά επιδέχεται εκ των προτέρων ρύθμιση, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι αγορές αναλύονται με συνεπή τρόπο και, όπου είναι δυνατό, ταυτόχρονα ή όσο το δυνατό πλησιέστερα χρονικά μεταξύ τους.

(171)

Κατά την αξιολόγηση της ρύθμισης αγορών χονδρικής για την επίλυση προβλημάτων σε επίπεδο λιανικής, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι πολλές αγορές χονδρικής μπορούν να παρέχουν προϊόντα προηγούμενου σταδίου χονδρικής για μια συγκεκριμένη αγορά λιανικής και, αντιστρόφως, ότι μια ενιαία αγορά χονδρικής μπορεί να παρέχει προϊόντα προηγούμενου σταδίου χονδρικής για ποικίλες αγορές λιανικής. Επιπλέον, η δυναμική του ανταγωνισμού σε μια συγκεκριμένη αγορά μπορεί να επηρεάζεται από αγορές που είναι συνεχόμενες, όχι όμως σε κάθετη σχέση, όπως μπορεί να ισχύει μεταξύ ορισμένων αγορών σταθερών και κινητών επικοινωνιών. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να διενεργούν αυτήν την αξιολόγηση για κάθε επιμέρους αγορά χονδρικής για την οποία εξετάζεται το ενδεχόμενο ρύθμισης, αρχής γενομένης με διορθωτικά μέτρα για την πρόσβαση σε τεχνικά έργα υποδομής, διότι αυτά τα διορθωτικά μέτρα οδηγούν συνήθως σε πιο βιώσιμο ανταγωνισμό, μεταξύ άλλων ανταγωνισμό υποδομών, και στη συνέχεια αναλύοντας οποιεσδήποτε υπό εξέταση αγορές χονδρικής που επιδέχονται εκ των προτέρων ρύθμιση, ανάλογα με την ενδεχόμενη καταλληλότητά τους για αντιμετώπιση εντοπισθέντων προβλημάτων ανταγωνισμού σε επίπεδο λιανικής. Όταν αποφασίζουν σχετικά με το συγκεκριμένο διορθωτικό μέτρο που πρέπει να επιβληθεί, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να αξιολογούν τη δυνατότητα τεχνικής εφαρμογής του και να διενεργούν ανάλυση κόστους-οφέλους, έχοντας υπόψη τον βαθμό καταλληλότητάς του για την αντιμετώπιση των εντοπισθέντων προβλημάτων ανταγωνισμού σε επίπεδο λιανικής, και να καθιστούν δυνατό τον ανταγωνισμό βάσει της διαφοροποίησης και της ουδετερότητας της τεχνολογίας. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις συνέπειες της επιβολής οποιουδήποτε συγκεκριμένου διορθωτικού μέτρου το οποίο, εάν είναι εφικτό μόνο για ορισμένες τοπολογίες δικτύου, θα μπορούσε να αποτελέσει αντικίνητρο για την ανάπτυξη δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας προς το συμφέρον των τελικών χρηστών.

(172)

Με την επιφύλαξη της αρχής της ουδετερότητας της τεχνολογίας, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να παρέχουν, μέσω των επιβαλλομένων διορθωτικών μέτρων και, ει δυνατόν, πριν από την ανάπτυξη των υποδομών, κίνητρα για την ανάπτυξη μιας ευέλικτης και ανοικτής αρχιτεκτονικής δικτύου, που θα περιορίζουν τελικά τον φόρτο και την πολυπλοκότητα των διορθωτικών μέτρων τα οποία θα επιβληθούν σε μεταγενέστερο στάδιο. Σε κάθε στάδιο της αξιολόγησης, πριν η εθνική ρυθμιστική αρχή αποφασίσει αν θα πρέπει να επιβληθεί οποιοδήποτε πρόσθετο επαχθέστερο διορθωτικό μέτρο στην επιχείρηση που έχει οριστεί ως κατέχουσα σημαντική ισχύ στην αγορά, θα πρέπει να επιδιώκει να διαπιστώσει αν η σχετική αγορά λιανικής θα ήταν πραγματικά ανταγωνιστική, λαμβάνοντας επίσης υπόψη οποιεσδήποτε συναφείς εμπορικές ρυθμίσεις ή άλλες περιστάσεις της αγοράς χονδρικής, καθώς και άλλα είδη κανονιστικών ρυθμίσεων που είναι ήδη σε ισχύ, όπως, για παράδειγμα, υποχρεώσεις γενικής πρόσβασης σε μη αναπαραγώγιμα πάγια στοιχεία ή υποχρεώσεις που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 2014/61/ΕΕ και με βάση οποιαδήποτε κανονιστική ρύθμιση έχει ήδη κριθεί ως ενδεδειγμένη από την εθνική ρυθμιστική αρχή για με την επιχείρηση που έχει οριστεί ως κατέχουσα σημαντική ισχύ στην αγορά. Η εν λόγω αξιολόγηση, η οποία έχει ως στόχο να διασφαλιστεί ότι επιβάλλονται μόνο τα πλέον κατάλληλα διορθωτικά μέτρα που είναι απαραίτητα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση οποιωνδήποτε προβλημάτων εντοπίζονται κατά την ανάλυση της αγοράς, δεν εμποδίζει μια εθνική ρυθμιστική αρχή να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ένα μείγμα διορθωτικών μέτρων αυτού του είδους, ακόμη και διαφορετικής έντασης, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, αποτελεί τον λιγότερο παρεμβατικό τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος. Ακόμη και αν οι διαφορές αυτές δεν έχουν ως αποτέλεσμα τον ορισμό διακριτών γεωγραφικών αγορών, θα πρέπει να μπορούν να δικαιολογήσουν τη διαφοροποίηση των ενδεδειγμένων διορθωτικών μέτρων που επιβάλλονται με βάση τη διαφοροποιημένη ένταση των ανταγωνιστικών περιορισμών.

(173)

Η εκ των προτέρων επιβαλλόμενη ρύθμιση σε επίπεδο χονδρικής, που είναι κατ’ αρχήν λιγότερο επεμβατική από τη ρύθμιση της λιανικής αγοράς, θεωρείται επαρκής για την αντιμετώπιση δυνητικών προβλημάτων ανταγωνισμού στις σχετικές αγορές λιανικής επόμενου σταδίου. Οι πρόοδοι που σημειώθηκαν όσον αφορά τη λειτουργία του ανταγωνισμού από τότε που εφαρμόζεται το ρυθμιστικό πλαίσιο για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες καταδεικνύονται από τη σταδιακή απορρύθμιση των αγορών λιανικής σε ολόκληρη την Ένωση. Περαιτέρω, οι κανόνες που αφορούν την επιβολή εκ των προτέρων διορθωτικών μέτρων σε επιχειρήσεις που έχουν οριστεί ως κατέχουσες σημαντική ισχύ στην αγορά θα πρέπει, όπου είναι δυνατό, να απλουστευθούν και να καταστούν περισσότερο προβλέψιμοι. Συνεπώς, θα πρέπει να υπερισχύει η επιβολή εκ των προτέρων ρυθμιστικών ελέγχων με βάση τον ορισμό επιχείρησης ως επιχείρηση με σημαντική ισχύ στις αγορές χονδρικής.

(174)

Σε περίπτωση που εθνική ρυθμιστική αρχή ανακαλεί κανονιστική ρύθμιση αγοράς χονδρικής, θα πρέπει να ορίζει κατάλληλη χρονική περίοδο προειδοποίησης ώστε να διασφαλίζεται η βιώσιμη μετάβαση σε απορρυθμισμένη αγορά. Κατά τον ορισμό της εν λόγω χρονικής περιόδου προειδοποίησης, η εθνική ρυθμιστική αρχή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις υφιστάμενες συμφωνίες μεταξύ παρόχων πρόσβασης και αιτούντων πρόσβαση που έχουν συναφθεί με βάση τις επιβληθείσες ρυθμιστικές υποχρεώσεις. Ειδικότερα, οι συμφωνίες αυτές μπορούν να παρέχουν συμβατική νομική προστασία στους αιτούντες πρόσβαση για ορισμένο χρονικό διάστημα. Η εθνική ρυθμιστική αρχή θα πρέπει να λαμβάνει επίσης υπόψη την πραγματική δυνατότητα των συμμετεχόντων στην αγορά να αξιοποιούν τυχόν εμπορικές προσφορές πρόσβασης χονδρικής ή συνεπένδυσης που μπορεί να είναι παρούσες στην αγορά, καθώς και την ανάγκη να αποφεύγεται παρατεταμένη περίοδος πιθανού ρυθμιστικού αρμπιτράζ. Για μεταβατικές ρυθμίσεις που θεσπίζονται από την εθνική ρυθμιστική αρχή θα πρέπει να εξετάζεται η έκταση και το χρονοδιάγραμμα της ρυθμιστικής εποπτείας προϋφιστάμενων συμφωνιών, μόλις αρχίζει η χρονική περίοδος προειδοποίησης.

(175)

Προκειμένου οι συντελεστές της αγοράς να γνωρίζουν με βεβαιότητα τους όρους των κανονιστικών ρυθμίσεων, απαιτείται καθορισμός προθεσμίας για τις περιπτώσεις ανασκόπησης της αγοράς. Είναι σημαντικό να διεξάγεται ανάλυση της αγοράς σε τακτική βάση και εντός εύλογης και ενδεδειγμένης προθεσμίας. Εάν μια εθνική ρυθμιστική αρχή δεν αναλύσει μια αγορά εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, υπάρχει κίνδυνος να τεθεί σε κίνδυνο η εσωτερική αγορά και οι κανονικές διαδικασίες επί παραβάσει να μην έχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα εγκαίρως. Εναλλακτικά, η εθνική ρυθμιστική αρχή θα πρέπει να είναι σε θέση να ζητεί τη συνδρομή του BEREC για τη συμπλήρωση της ανάλυσης της αγοράς. Αυτή η συνδρομή θα μπορούσε, για παράδειγμα, να λαμβάνει τη μορφή ειδικής ομάδας συγκροτούμενης από εκπροσώπους άλλων εθνικών ρυθμιστικών αρχών.

(176)

Λόγω του υψηλού επιπέδου τεχνολογικής καινοτομίας και των πολύ δυναμικών αγορών στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, είναι ανάγκη να είναι δυνατή η ταχεία προσαρμογή των κανονιστικών ρυθμίσεων κατά συντονισμένο και εναρμονισμένο τρόπο σε ενωσιακή κλίμακα, καθώς, όπως προκύπτει από την εμπειρία, οι αποκλίσεις μεταξύ των εθνικών ρυθμιστικών αρχών στην υλοποίηση του ρυθμιστικού πλαισίου ενδέχεται να δημιουργήσουν φραγμούς στην εσωτερική αγορά.

(177)

Ωστόσο, για λόγους μεγαλύτερης σταθερότητας και προβλεψιμότητας των ρυθμιστικών μέτρων, η μέγιστη επιτρεπόμενη περίοδος μεταξύ αναλύσεων της αγοράς θα πρέπει να παραταθεί από τρία σε πέντε έτη, υπό την προϋπόθεση να μην απαιτείται νέα ανάλυση για τις αλλαγές της αγοράς κατά την ενδιάμεση περίοδο. Για να αποφασίζεται κατά πόσο μια εθνική ρυθμιστική αρχή έχει συμμορφωθεί με την υποχρέωσή της να αναλύει τις αγορές και έχει κοινοποιήσει το αντίστοιχο σχέδιο μέτρου τουλάχιστον ανά πέντε έτη, μόνο μια κοινοποίηση που περιλαμβάνει νέα αξιολόγηση του ορισμού της αγοράς και της σημαντικής ισχύος στην αγορά θα θεωρείται ότι είναι έναρξη νέου πενταετούς κύκλου αγοράς. Απλή κοινοποίηση νέων ή τροποποιημένων ρυθμιστικών διορθωτικών μέτρων, που επιβάλλονται στο πλαίσιο προηγούμενης και μη αναθεωρημένης ανάλυσης της αγοράς, δεν θα θεωρείται ότι εκπληρώνει την υποχρέωση αυτή. Σε περίπτωση που εθνική ρυθμιστική αρχή δεν συμμορφώνεται με την υποχρέωση να διενεργεί ανάλυση αγοράς ανά τακτά χρονικά διαστήματα, όπως προβλέπει η παρούσα οδηγία, δεν θα πρέπει αυτό να καθίσταται λόγος ακυρότητας ή μη εφαρμογής των υφιστάμενων υποχρεώσεων που επιβάλλει η εν λόγω εθνική ρυθμιστική αρχή στη συγκεκριμένη αγορά.

(178)

Η επιβολή ειδικών υποχρεώσεων σε μια επιχείρηση που έχει οριστεί ότι έχει σημαντική ισχύ στην αγορά δεν απαιτεί πρόσθετη ανάλυση της αγοράς, αλλά μάλλον αιτιολόγηση ότι η συγκεκριμένη υποχρέωση είναι κατάλληλη και αναλογική σε σχέση με τη φύση του συγκεκριμένου προβλήματος στην εν λόγω αγορά και στη σχετική αγορά λιανικής.

(179)

Κατά την εξέταση της αναλογικότητας των προς επιβολή υποχρεώσεων και όρων, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τις διαφορετικές συνθήκες ανταγωνισμού που επικρατούν στους διάφορους τομείς εντός των αντίστοιχων κρατών μελών και ιδίως τα αποτελέσματα της γεωγραφικής έρευνας που διεξάγεται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

(180)

Όταν εξετάζουν κατά πόσον θα επιβάλουν διορθωτικά μέτρα για τον έλεγχο των τιμών και, αν επιβάλουν, με ποια μορφή, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να επιδιώκουν την επίτευξη δίκαιης ανταπόδοσης για τον επενδυτή όσον αφορά συγκεκριμένο νέο επενδυτικό έργο. Συγκεκριμένα, υπάρχουν κίνδυνοι συνδεδεμένοι με τα επενδυτικά έργα για νέα δίκτυα πρόσβασης που υποστηρίζουν προϊόντα για τα οποία η ζήτηση παραμένει αβέβαιη κατά την πραγματοποίηση της επένδυσης.

(181)

Οι επανεξετάσεις των υποχρεώσεων που επιβάλλονται σε επιχειρήσεις που έχουν οριστεί ως κατέχουσες σημαντική ισχύ στην αγορά κατά το χρονικό πλαίσιο ανάλυσης της αγοράς θα πρέπει να παρέχουν τη δυνατότητα στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές να λαμβάνουν υπόψη τις επιπτώσεις νέων εξελίξεων στις συνθήκες ανταγωνισμού, για παράδειγμα εθελοντικών συμφωνιών που έχουν συναφθεί προσφάτως μεταξύ επιχειρήσεων, όπως είναι οι συμφωνίες πρόσβασης και συνεπένδυσης, και έτσι να παρέχουν την ευελιξία που είναι ιδιαιτέρως αναγκαία στο πλαίσιο μεγαλύτερων ρυθμιστικών κύκλων. Παρόμοια λογική θα πρέπει να ισχύει στην περίπτωση απρόβλεπτης παράβασης ή λύσης εμπορικής συμφωνίας ή εάν τέτοια συμφωνία έχει επιπτώσεις που αποκλίνουν από την ανάλυση της αγοράς. Αν η καταγγελία υφιστάμενης συμφωνίας συμβαίνει σε απορρυθμισμένη αγορά, ενδέχεται να απαιτείται νέα ανάλυση της αγοράς. Απουσία συγκεκριμένης σημαντικής αλλαγής στην αγορά αλλά εφόσον πρόκειται για δυναμικές αγορές, ενδέχεται να είναι απαραίτητο να διενεργείται ανάλυση της αγοράς με συχνότητα μικρότερη της πενταετίας, για παράδειγμα το συχνότερο ανά τριετία όπως συνέβαινε έως την έναρξη εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Οι αγορές θα πρέπει να θεωρούνται δυναμικές αν η τεχνολογική εξέλιξη και οι τάσεις της ζήτησης των τελικών χρηστών είναι πιθανόν να ακολουθήσουν πορεία που να καθιστά τα συμπεράσματα της ανάλυσης παρωχημένα σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα για μεγάλη ομάδα γεωγραφικών περιοχών ή τελικών χρηστών εντός της γεωγραφικής αγοράς και της αγοράς προϊόντων που καθορίζει η εθνική ρυθμιστική αρχή.

(182)

Η διαφάνεια των όρων και προϋποθέσεων πρόσβασης και διασύνδεσης, συμπεριλαμβανομένων των τιμών, συμβάλλει στην επίσπευση των διαπραγματεύσεων, στην αποφυγή των διενέξεων και στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης των συντελεστών της αγοράς ότι οι υπηρεσίες παρέχονται με αμερόληπτο τρόπο. Ο ανοικτός χαρακτήρας και η διαφάνεια των τεχνικών διεπαφών μπορούν να αποδειχθούν ιδιαίτερα σημαντικοί για τη διασφάλιση της διαλειτουργικότητας. Όταν μια εθνική ρυθμιστική αρχή επιβάλλει υποχρεώσεις δημοσιοποίησης πληροφοριών, θα πρέπει να μπορεί επίσης να ορίζει τον τρόπο με τον οποίον δημοσιοποιούνται οι πληροφορίες και εάν οι πληροφορίες παρέχονται δωρεάν, ανάλογα με τη φύση και τον σκοπό των συγκεκριμένων πληροφοριών.

(183)

Λαμβανομένων υπόψη της ποικιλίας των τοπολογιών δικτύου, των προϊόντων πρόσβασης και των περιστάσεων της αγοράς που έχουν εμφανιστεί από το 2002, οι στόχοι του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 2002/19/ΕΚ, σχετικά με την αποδεσμοποίηση του τοπικού βρόχου και τα προϊόντα πρόσβασης για παρόχους υπηρεσιών ψηφιακής τηλεόρασης και ραδιοφώνου, μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα και με πιο ευέλικτο τρόπο, με την παροχή κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τα ελάχιστα κριτήρια για προσφορά αναφοράς, τις οποίες θα πρέπει να επεξεργάζεται και να επικαιροποιεί περιοδικά ο BEREC. Ως εκ τούτου, το εν λόγω παράρτημα θα πρέπει να απαλειφθεί.

(184)

Η αρχή της αμεροληψίας διασφαλίζει ότι οι επιχειρήσεις που κατέχουν σημαντική ισχύ στην αγορά δεν προκαλούν στρέβλωση του ανταγωνισμού, ιδίως σε περιπτώσεις καθετοποιημένων επιχειρήσεων που παρέχουν υπηρεσίες σε επιχειρήσεις τις οποίες ανταγωνίζονται σε αγορές σε επόμενο στάδιο της παραγωγικής διαδικασίας.

(185)

Για την αντιμετώπιση και την αποτροπή της συμπεριφοράς που εισάγει μη τιμολογιακές διακρίσεις, η ισοδυναμία εισροών (Equivalence of Inputs, EoI) είναι, κατ’ αρχήν, ο πιο σίγουρος τρόπος για να επιτευχθεί αποτελεσματική προστασία έναντι των διακρίσεων. Από την άλλη πλευρά, η παροχή ρυθμιζόμενων εισροών χονδρικής βάσει της EoI είναι πιθανό να προκαλέσει υψηλότερο κόστος συμμόρφωσης σε σύγκριση με άλλες μορφές υποχρεώσεων μη διακριτικής μεταχείρισης. Αυτό το υψηλότερο κόστος συμμόρφωσης θα πρέπει να αποτιμάται έναντι των οφελών του εντονότερου ανταγωνισμού σε επόμενο στάδιο και της συνάφειας των διασφαλίσεων κατά των διακρίσεων σε περιστάσεις όπου η επιχείρηση που έχει οριστεί ως κατέχουσα σημαντική ισχύ στην αγορά δεν υπόκειται σε άμεσους ελέγχους τιμών. Ειδικότερα, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές ενδέχεται να κρίνουν ότι η παροχή εισροών χονδρικής μέσω νέων συστημάτων επί τη βάσει EoI είναι πιθανότερο να δημιουργήσει επαρκή καθαρά οφέλη και, κατά συνέπεια, να κριθεί αναλογική, δεδομένου του συγκριτικά χαμηλότερου οριακού κόστους συμμόρφωσης, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα νεοεγκατεστημένα συστήματα συνάδουν με την έννοια της EoI. Από την άλλη πλευρά, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει επίσης να εξετάζουν αν οι υποχρεώσεις είναι αναλογικές για τις επηρεαζόμενες επιχειρήσεις, για παράδειγμα λαμβάνοντας υπόψη το κόστος εφαρμογής, και να σταθμίζουν πιθανά αντικίνητρα για την ανάπτυξη νέων συστημάτων, σε σχέση με πιο οριακές αναβαθμίσεις, στην περίπτωση που η πρώτη θα μπορούσε να υπόκειται σε πιο περιοριστικές ρυθμιστικές υποχρεώσεις. Σε κράτη μέλη με μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων που έχουν οριστεί ως κατέχουσες σημαντική ισχύ στην αγορά, η επιβολή της EoI σε καθεμιά εξ αυτών των επιχειρήσεων μπορεί να είναι δυσανάλογη.

(186)

Ο λογιστικός διαχωρισμός επιτρέπει τη διαφάνεια των εσωτερικών τιμών μεταβιβάσεων και παρέχει στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές τη δυνατότητα να ελέγχουν, κατά περίπτωση, τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις αμεροληψίας. Από την άποψη αυτή, η Επιτροπή έχει δημοσιεύσει τη σύσταση 2005/698/EΚ της Επιτροπής (35).

(187)

Τα πάγια στοιχεία που αφορούν τεχνικά έργα υποδομής και μπορούν να φιλοξενήσουν δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών έχουν ζωτική σημασία για την επιτυχή ανάπτυξη νέων δικτύων λόγω του υψηλού κόστους επικάλυψής τους και των σημαντικών εξοικονομήσεων που μπορούν να γίνουν όταν είναι δυνατό να επαναχρησιμοποιηθούν. Ως εκ τούτου, επιπλέον των κανόνων για την υλική υποδομή που ορίζονται στην οδηγία 2014/61/ΕΕ, είναι αναγκαίο ειδικό διορθωτικό μέτρο σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου πάγια στοιχεία που αφορούν τεχνικά έργα υποδομής ανήκουν σε επιχείρηση που έχει οριστεί ως κατέχουσα σημαντική ισχύ στην αγορά. Όταν υφίστανται πάγια στοιχεία που αφορούν τεχνικά έργα υποδομής και είναι επαναχρησιμοποιήσιμα, το θετικό αποτέλεσμα της επίτευξης αποτελεσματικής πρόσβασης σε αυτά για την ανάπτυξη ανταγωνιστικών υποδομών είναι πολύ υψηλό και, ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να διασφαλίζεται ότι η πρόσβαση στα εν λόγω πάγια στοιχεία μπορεί να χρησιμοποιείται ως αυτοτελές διορθωτικό μέτρο για τη βελτίωση της δυναμικής του ανταγωνισμού και της ανάπτυξης σε κάθε αγορά επόμενου σταδίου, το οποίο θα πρέπει να εξετάζεται πριν από την αξιολόγηση της ανάγκης να επιβληθούν οποιαδήποτε άλλα πιθανά διορθωτικά μέτρα, και όχι απλώς ως επικουρικό διορθωτικό μέτρο για άλλα προϊόντα ή υπηρεσίες χονδρικής ή ως διορθωτικό μέτρο περιορισμένο σε επιχειρήσεις που κάνουν χρήση αυτών των άλλων προϊόντων ή υπηρεσιών χονδρικής. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να αποτιμούν τα επαναχρησιμοποιήσιμα παραδοσιακά πάγια στοιχεία που αφορούν τεχνικά έργα υποδομής με βάση τη ρυθμιστική λογιστική αξία, μετά την αφαίρεση της σωρευμένης απόσβεσης κατά τη στιγμή του υπολογισμού, τιμαριθμοποιημένη με κατάλληλο δείκτη τιμών, όπως ο δείκτης τιμών λιανικής, και εξαιρουμένων των πάγιων στοιχείων που έχουν αποσβεσθεί πλήρως, κατά τη διάρκεια περιόδου τουλάχιστον 40 ετών, αλλά εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται.

(188)

Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει, όταν επιβάλλουν υποχρεώσεις για την πρόσβαση σε νέες και βελτιωμένες υποδομές, να διασφαλίζουν ότι οι προϋποθέσεις πρόσβασης αντανακλούν τις περιστάσεις στις οποίες βασίζεται η απόφαση για επενδύσεις, λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων το κόστος ανάπτυξης, το αναμενόμενο ποσοστό απορρόφησης των νέων προϊόντων και υπηρεσιών και τα αναμενόμενα επίπεδα τιμών λιανικής. Πέραν τούτου, προκειμένου να παρασχεθεί βεβαιότητα σχεδιασμού στους επενδυτές, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να είναι ικανές να ορίσουν, εάν συντρέχει λόγος, όρους και προϋποθέσεις που χαρακτηρίζονται από συνέπεια σε ενδεδειγμένες περιόδους επανεξέτασης. Στην περίπτωση που οι έλεγχοι τιμών κρίνονται σκόπιμοι, αυτού του είδους οι όροι και προϋποθέσεις μπορούν να περιλαμβάνουν τιμολογιακές διευθετήσεις αναλόγως του όγκου ή της διάρκειας της σύμβασης σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο και εφόσον δεν δημιουργούν διακρίσεις. Οποιεσδήποτε προϋποθέσεις πρόσβασης επιβληθούν οφείλουν να συνάδουν με την ανάγκη διασφάλισης αποτελεσματικού ανταγωνισμού στις υπηρεσίες που προσφέρονται σε καταναλωτές και επιχειρήσεις.

(189)

Η κατ’ εντολήν πρόσβαση σε υποδομή δικτύου είναι δυνατόν να αιτιολογείται ως μέσο αύξησης του ανταγωνισμού, όμως οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές είναι ανάγκη να λαμβάνουν εξίσου υπόψη τα δικαιώματα που έχει ο ιδιοκτήτης υποδομής να αξιοποιεί την υποδομή του προς όφελός του και τα δικαιώματα άλλων φορέων παροχής υπηρεσιών να έχουν πρόσβαση σε ευκολίες που είναι ουσιώδεις για την παροχή εκ μέρους τους ανταγωνιστικών υπηρεσιών.

(190)

Σε αγορές όπου είναι δυνατόν να αναμένεται αυξημένος αριθμός δικτύων πρόσβασης σε μακρόπνοη βάση, οι τελικοί χρήστες είναι πιο πιθανό να επωφεληθούν από βελτιώσεις της ποιότητας του δικτύου, χάρη στον ανταγωνισμό με βάση τις υποδομές, σε σχέση με αγορές όπου εξακολουθεί να υφίσταται ένα μόνο δίκτυο. Η επάρκεια του ανταγωνισμού σε σχέση με άλλες παραμέτρους, όπως η τιμή και η επιλογή, είναι πιθανό να εξαρτάται από τις εθνικές και τοπικές συνθήκες ανταγωνισμού. Κατά την αξιολόγηση της επάρκειας του ανταγωνισμού στις παραμέτρους αυτές και της ανάγκης για ρυθμιστική παρέμβαση, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη αν η χονδρική πρόσβαση είναι διαθέσιμη σε κάθε ενδιαφερόμενη επιχείρηση υπό εύλογους εμπορικούς όρους που επιτρέπουν βιώσιμα ανταγωνιστικά αποτελέσματα για τους τελικούς χρήστες στην αγορά λιανικής. Η εφαρμογή των γενικών κανόνων ανταγωνισμού σε αγορές που χαρακτηρίζονται από βιώσιμο και αποτελεσματικό ανταγωνισμό με βάση τις υποδομές αναμένεται να επαρκεί.

(191)

Όταν επιβάλλονται στις επιχειρήσεις υποχρεώσεις δυνάμει των οποίων πρέπει να ανταποκρίνονται στις εύλογες αιτήσεις πρόσβασης και χρήσης στοιχείων του δικτύου και συναφών ευκολιών, οι αιτήσεις αυτές θα πρέπει να απορρίπτονται μόνον βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, όπως η τεχνική σκοπιμότητα ή η ανάγκη διατήρησης της ακεραιότητας του δικτύου. Όταν απορρίπτεται η αίτηση πρόσβασης, το θιγόμενο μέρος θα πρέπει να μπορεί να υποβάλλει την υπόθεση στις διαδικασίες επίλυσης των διαφορών δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Δεν μπορεί να απαιτηθεί από μία επιχείρηση με υποχρεώσεις κατ’ εντολήν πρόσβασης να παρέχει τύπους πρόσβασης τους οποίους δεν είναι σε θέση να παράσχει. Η επιβολή από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές πρόσβασης που αυξάνει τον ανταγωνισμό βραχυπρόθεσμα δεν θα πρέπει να περιορίζει τα κίνητρα των ανταγωνιστών για επενδύσεις σε εναλλακτικές ευκολίες που θα εξασφαλίσουν πιο βιώσιμο ανταγωνισμό ή υψηλότερες επιδόσεις και οφέλη για τους τελικούς χρήστες μακροπρόθεσμα. Κατά την επιλογή της λιγότερο παρεμβατικής ρυθμιστικής παρέμβασης και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να αποφασίσουν να επανεξετάσουν τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις που έχουν οριστεί ως κατέχουσες σημαντική ισχύ στην αγορά και να τροποποιήσουν οποιανδήποτε προηγούμενη απόφαση, μεταξύ άλλων καταργώντας υποχρεώσεις και επιβάλλοντας ή όχι νέες υποχρεώσεις πρόσβασης όταν είναι προς το συμφέρον των χρηστών και του βιώσιμου ανταγωνισμού υπηρεσιών. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να μπορούν να επιβάλλουν τεχνικούς και λειτουργικούς όρους στον πάροχο ή στους δικαιούχους της κατ’ εντολήν πρόσβασης σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο. Συγκεκριμένα, η επιβολή τεχνικών προτύπων θα πρέπει να είναι σύμφωνη με την οδηγία (ΕΕ) 2015/1535.

(192)

Ο έλεγχος των τιμών ενδέχεται να απαιτείται όταν από την ανάλυση συγκεκριμένης αγοράς προκύπτει ανεπαρκής ανταγωνισμός. Ιδιαίτερα, επιχειρήσεις που έχουν οριστεί ως κατέχουσες σημαντική ισχύ στην αγορά θα πρέπει να αποφεύγουν τη συμπίεση τιμών, κατά την οποία η διαφορά μεταξύ των λιανικών τιμών τους και των τιμών διασύνδεσης ή πρόσβασης που χρεώνουν σε ανταγωνιστές, οι οποίοι παρέχουν παρεμφερείς λιανικές υπηρεσίες, δεν επαρκεί για την εξασφάλιση βιώσιμου ανταγωνισμού. Όταν μια εθνική ρυθμιστική αρχή υπολογίζει το κόστος που συνεπάγεται η εγκατάσταση υπηρεσίας την οποία εντέλλεται η παρούσα οδηγία, είναι σκόπιμο να επιτρέπεται εύλογη απόδοση του επενδυμένου κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένων των ανάλογων εργατικών και οικοδομικών δαπανών, με την ανάλογη προσαρμογή του κεφαλαίου, εφόσον χρειάζεται, ώστε να αντανακλώνται οι τρέχουσες αποτιμήσεις πάγιων στοιχείων και η αποδοτικότητα της λειτουργίας. Η μέθοδος ανάκτησης του κόστους θα πρέπει να αρμόζει στην περίπτωση, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να προωθούνται η αποδοτικότητα, ο βιώσιμος ανταγωνισμός και η ανάπτυξη δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας και έτσι να μεγιστοποιούνται τα οφέλη για τους τελικούς χρήστες, ενώ θα πρέπει και να λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη για προβλέψιμες και σταθερές τιμές χονδρικής προς όφελος όλων των φορέων εκμετάλλευσης που επιδιώκουν να αναπτύξουν νέα και ενισχυμένα δίκτυα, σύμφωνα με τη σύσταση 2013/466/ΕΕ της Επιτροπής (36).

(193)

Λόγω αβεβαιότητας όσον αφορά τον βαθμό υλοποίησης της ζήτησης για παροχή ευρυζωνικών υπηρεσιών επόμενης γενιάς, είναι σημαντικό για την προώθηση αποτελεσματικών επενδύσεων και καινοτομίας να παρέχεται στους φορείς εκμετάλλευσης που επενδύουν σε νέα ή αναβαθμισμένα δίκτυα ορισμένος βαθμός ευελιξίας στην τιμολόγηση. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να μπορούν να αποφασίζουν να διατηρήσουν ή να μην επιβάλουν ελεγχόμενες τιμές πρόσβασης χονδρικής σε δίκτυα επόμενης γενιάς, εάν υπάρχουν επαρκείς διασφαλίσεις του ανταγωνισμού. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να προλαμβάνονται οι υπερβολικές τιμές σε αγορές όπου υπάρχουν επιχειρήσεις που έχουν οριστεί ως κατέχουσες σημαντική ισχύ στην αγορά, η ευελιξία στην τιμολόγηση θα πρέπει να συνοδεύεται από πρόσθετες διασφαλίσεις για την προστασία του ανταγωνισμού και των συμφερόντων των τελικών χρηστών, όπως αυστηρές υποχρεώσεις μη διακριτικής μεταχείρισης, μέτρα για την εξασφάλιση της τεχνικής και οικονομικής αναπαραγωγιμότητας των προϊόντων επόμενου σταδίου, καθώς και αποδεδειγμένη πίεση στις τιμές λιανικής που προκύπτει από τον ανταγωνισμό υποδομών ή τιμή αναφοράς που απορρέει από άλλα ρυθμιζόμενα προϊόντα πρόσβασης, ή και τα δύο. Αυτές οι διασφαλίσεις του ανταγωνισμού δεν θίγουν τον προσδιορισμό από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές των λοιπών περιστάσεων υπό τις οποίες θα ήταν σκόπιμο να μην επιβάλλονται ελεγχόμενες τιμές πρόσβασης για ορισμένες εισροές χονδρικής, όπως όταν η υψηλή ελαστικότητα της ζήτησης από τους τελικούς χρήστες ως προς την τιμή καθιστά ασύμφορη για την επιχείρηση που έχει οριστεί ως κατέχουσα σημαντική ισχύ στην αγορά την εφαρμογή τιμών αισθητά πάνω από το επίπεδο ανταγωνισμού ή όταν η χαμηλότερη πυκνότητα του πληθυσμού μειώνει τα κίνητρα για την ανάπτυξη δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας και η εθνική ρυθμιστική αρχή κρίνει ότι η αποτελεσματική και αμερόληπτη πρόσβαση διασφαλίζεται με υποχρεώσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

(194)

Όταν μια εθνική ρυθμιστική αρχή επιβάλλει υποχρεώσεις χρησιμοποίησης συστήματος κοστολόγησης για λόγους υποστήριξης του ελέγχου τιμών, θα πρέπει να μπορεί είτε να διενεργεί ετήσιο έλεγχο για να διασφαλίζεται η συμμόρφωση με το εν λόγω σύστημα κοστολόγησης, υπό τον όρο ότι διαθέτει το αναγκαίο εξειδικευμένο προσωπικό, είτε να αναθέτει τη διενέργεια του εν λόγω ελέγχου σε άλλον εξειδικευμένο φορέα, ανεξάρτητο από την συγκεκριμένη επιχείρηση.

(195)

Το σύστημα χρέωσης στην Ένωση για τον τερματισμό φωνητικών κλήσεων χονδρικής βασίζεται στο σύστημα χρέωσης δικτύου καλούντος. Από ανάλυση της δυνατότητας υποκατάστασης μεταξύ προσφοράς και ζήτησης προκύπτει ότι, επί του παρόντος ή στο ορατό μέλλον, δεν υπάρχουν υποκατάστατα σε επίπεδο χονδρικής που ενδεχομένως να περιορίζουν τον καθορισμό τελών τερματισμού σε δεδομένο δίκτυο. Λαμβανομένου υπόψη του αμφίδρομου χαρακτήρα πρόσβασης των αγορών τερματισμού, στα περαιτέρω προβλήματα ανταγωνισμού συγκαταλέγονται οι διεπιδοτήσεις μεταξύ φορέων εκμετάλλευσης. Αυτά τα δυνητικά προβλήματα ανταγωνισμού είναι κοινά στις αγορές τερματισμού, τόσο σταθερών όσο και κινητών φωνητικών κλήσεων. Ως εκ τούτου, υπό το πρίσμα της ικανότητας και των κινήτρων των φορέων εκμετάλλευσης τερματισμού να αυξήσουν τις τιμές σημαντικά πάνω από το κόστος, η κοστοστρέφεια θεωρείται η καταλληλότερη μεσοπρόθεσμη αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού. Οι μελλοντικές εξελίξεις της αγοράς ενδέχεται να μεταβάλουν τη δυναμική των αγορών αυτών στον βαθμό που η κανονιστική ρύθμιση δεν θα είναι πλέον αναγκαία.

(196)

Προκειμένου να μειωθεί η ρυθμιστική επιβάρυνση για την αντιμετώπιση των προβλημάτων ανταγωνισμού σχετικά με τον τερματισμό φωνητικών κλήσεων χονδρικής με συνεπή τρόπο σε ολόκληρη την Ένωση, η Επιτροπή θα πρέπει να καθορίσει, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, ένα ενιαίο μέγιστο τέλος τερματισμού κλήσεων κινητής τηλεφωνίας και ένα ενιαίο μέγιστο τέλος τερματισμού κλήσεων σταθερής τηλεφωνίας που ισχύουν σε ολόκληρη την Ένωση.

(197)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να καθορίσει τα λεπτομερή κριτήρια και τις παραμέτρους βάσει των οποίων καθορίζονται οι τιμές των τελών τερματισμού φωνητικών κλήσεων. Τα τέλη τερματισμού έχουν σημειώσει σταθερή μείωση σε ολόκληρη την Ένωση, τάση που αναμένεται να συνεχιστεί. Όταν η Επιτροπή καθορίζει τα μέγιστα τέλη τερματισμού στην πρώτη κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που θα θεσπίσει δυνάμει της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να μην λάβει υπόψη τυχόν αδικαιολόγητες εξαιρετικές εθνικές αποκλίσεις από την εν λόγω τάση.

(198)

Λόγω της τρέχουσας αβεβαιότητας όσον αφορά τον βαθμό υλοποίησης της ζήτησης για ευρυζωνικές υπηρεσίες πολύ υψηλής χωρητικότητας, καθώς και τις γενικές οικονομίες κλίμακας και την πυκνότητα, οι συμφωνίες συνεπένδυσης προσφέρουν σημαντικά οφέλη όσον αφορά τη συγκέντρωση του κόστους και των κινδύνων, παρέχοντας τη δυνατότητα σε μικρότερης κλίμακας επιχειρήσεις να επενδύουν υπό οικονομικώς ορθολογικούς όρους και, ως εκ τούτου, προάγοντας τον βιώσιμο, μακροπρόθεσμο ανταγωνισμό, μεταξύ άλλων σε περιοχές όπου ο ανταγωνισμός με βάση τις υποδομές ενδέχεται να μην είναι αποδοτικός. Οι συνεπενδύσεις αυτές μπορούν να λάβουν διάφορες μορφές, όπως συγκυριότητα των πάγιων στοιχείων του δικτύου ή μακροπρόθεσμο επιμερισμό του κινδύνου μέσω συγχρηματοδότησης ή μέσω αγοραστικών συμφωνιών. Στο πλαίσιο αυτό, οι αγοραστικές συμφωνίες οι οποίες αποτελούν συνεπενδύσεις συνεπάγονται την απόκτηση ειδικών δικαιωμάτων χωρητικότητας διαρθρωτικής φύσης, ενέχοντας έναν βαθμό συνδιαχείρισης και δίνοντας τη δυνατότητα στους συνεπενδυτές να συμμετέχουν στον ανταγωνισμό αποτελεσματικά, βιώσιμα και μακροπρόθεσμα στις αγορές επόμενου σταδίου στις οποίες δραστηριοποιείται η επιχείρηση που έχει ορισθεί ως κατέχουσα σημαντική ισχύ στην αγορά. Απεναντίας, από τις συμφωνίες εμπορικής πρόσβασης οι οποίες περιορίζονται στην ενοικίαση χωρητικότητας δεν προκύπτουν τέτοια δικαιώματα και δεν θα πρέπει, συνεπώς, να θεωρούνται συνεπενδύσεις.

(199)

Όταν επιχείρηση που έχει οριστεί ως κατέχουσα σημαντική ισχύ στην αγορά υποβάλλει προσφορά για συνεπένδυση υπό δίκαιους, εύλογους και αμερόληπτους όρους σε δίκτυα πολύ υψηλής χωρητικότητας που αποτελούνται από στοιχεία οπτικών ινών έως τους χώρους του τελικού χρήστη ή τον σταθμό βάσης, παρέχοντας τη δυνατότητα σε επιχειρήσεις διαφόρων μεγεθών και χρηματοδοτικής ικανότητας να γίνουν συνεπενδυτές υποδομών, η εθνική ρυθμιστική αρχή θα πρέπει να είναι σε θέση να μην επιβάλλει υποχρεώσεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας για το νέο δίκτυο πολύ υψηλής χωρητικότητας, εάν τουλάχιστον ένας δυνητικός συνεπενδυτής έχει συνάψει συνεπενδυτική συμφωνία με την εν λόγω επιχείρηση. Όταν η εθνική ρυθμιστική αρχή αποφασίζει να καταστήσει δεσμευτική μια προσφορά συνεπένδυσης που δεν έχει καταλήξει σε συμφωνία και αποφασίζει να μην επιβάλει πρόσθετες ρυθμιστικές υποχρεώσεις, μπορεί να το πράξει, υπό τον όρο ότι η συμφωνία αυτή οφείλει να συναφθεί προτού ισχύσει το απορρυθμιστικό μέτρο. Όταν είναι τεχνικώς ανέφικτο να εγκατασταθούν στοιχεία οπτικών ινών έως τους χώρους του τελικού χρήστη, τα δίκτυα πολύ υψηλής χωρητικότητας που αποτελούνται από στοιχεία οπτικών ινών μέχρι την άμεση γειτνίαση με τους χώρους αυτούς, δηλαδή ακριβώς απέξω, θα πρέπει να μπορούν να επωφελούνται από την ίδια ρυθμιστική αντιμετώπιση.

(200)

Όταν αποφασίζει τη μη επιβολή υποχρεώσεων, η εθνική ρυθμιστική αρχή θα πρέπει να το πράξει αφού διασφαλίσει ότι οι προσφορές συνεπένδυσης πληρούν τα απαραίτητα κριτήρια και υποβάλλονται καλή τη πίστει. Η διαφοροποιημένη ρυθμιστική αντιμετώπιση των νέων δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας θα πρέπει να υπόκειται σε επανεξέταση σε μεταγενέστερες αναλύσεις αγορών η οποία, ιδίως μετά την πάροδο κάποιου χρόνου, ενδέχεται να απαιτεί προσαρμογές της ρυθμιστικής αντιμετώπισης. Σε δεόντως δικαιολογημένες περιπτώσεις, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να δύνανται να επιβάλλουν υποχρεώσεις στα εν λόγω νέα στοιχεία δικτύου όταν διαπιστώνουν ότι, χωρίς ρυθμιστική παρέμβαση, ορισμένες αγορές θα αντιμετώπιζαν σημαντικά προβλήματα ανταγωνισμού. Ειδικότερα, όταν υπάρχουν πολλαπλές αγορές επόμενου σταδίου οι οποίες δεν έχουν επιτύχει τον ίδιο βαθμό ανταγωνισμού, τότε οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα μπορούσαν να απαιτούν ειδικά ασύμμετρα διορθωτικά μέτρα για την προώθηση του ουσιαστικού ανταγωνισμού, για παράδειγμα, αν και όχι αποκλειστικά, σε εξειδικευμένες αγορές λιανικής, όπως των προϊόντων ηλεκτρονικών επικοινωνιών για επιχειρηματικούς τελικούς χρήστες. Για να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα των αγορών, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει επιπλέον να διασφαλίσουν τα δικαιώματα των αιτούντων πρόσβαση που δεν συμμετέχουν σε συγκεκριμένη συνεπένδυση. Αυτό θα πρέπει να επιτευχθεί μέσω της διατήρησης υφιστάμενων προϊόντων πρόσβασης ή, όταν παραδοσιακά στοιχεία δικτύου καταργούνται εν ευθέτω χρόνω, μέσω της επιβολής προϊόντων πρόσβασης με τουλάχιστον συγκρίσιμη λειτουργία και ποιότητα με τα προηγουμένως διαθέσιμα στην παραδοσιακή υποδομή, υποκείμενα και στις δύο περιπτώσεις σε κατάλληλο ευπροσάρμοστο μηχανισμό ο οποίος έχει εξακριβωθεί από την εθνική ρυθμιστική αρχή ότι δεν υπονομεύει τα κίνητρα για τους επενδυτές.

(201)

Για ενίσχυση της συνεκτικής ρυθμιστικής πρακτικής σε ολόκληρη την Ένωση, όπου οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι πληρούνται οι όροι της προσφοράς συνεπενδύσεων, η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί να ζητεί από την εθνική ρυθμιστική αρχή να αποσύρει το σχέδιο μέτρων, είτε μη επιβάλλοντας υποχρεώσεις είτε παρεμβαίνοντας με ρυθμιστικές υποχρεώσεις με σκοπό να αντιμετωπίσει σημαντικά προβλήματα ανταγωνισμού, σε περίπτωση που ο BEREC συμμερίζεται τις σοβαρές αμφιβολίες της Επιτροπής ως προς τη συμβατότητα του σχεδίου μέτρου με το ενωσιακό δίκαιο και ιδίως τους ρυθμιστικούς στόχους της παρούσας οδηγίας. Για λόγους αποτελεσματικότητας, η εκάστοτε εθνική ρυθμιστική αρχή θα πρέπει να είναι σε θέση να υποβάλλει στην Επιτροπή ενιαία κοινοποίηση σχεδίου μέτρου που αφορά πρόγραμμα συνεπενδύσεων το οποίο πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις. Όταν η Επιτροπή δεν ασκεί την εξουσία της να ζητήσει την απόσυρση του σχεδίου μέτρου, θα ήταν δυσανάλογο για τις μεταγενέστερες απλουστευμένες κοινοποιήσεις των επιμέρους σχεδίων αποφάσεων της εθνικής ρυθμιστικής αρχής επί τη βάσει του ίδιου συστήματος, που συμπεριλαμβάνουν επιπροσθέτως αποδεικτικά στοιχεία της πραγματικής σύναψης συμφωνίας με τουλάχιστον έναν συνεπενδυτή, να υπόκεινται σε απόφαση που απαιτεί την απόσυρση χωρίς μεταβολή των περιστάσεων. Επιπλέον, εξακολουθούν να ισχύουν οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως εάν έχουν οριστεί ότι κατέχουν σημαντική ισχύ στην αγορά, κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας ή της οδηγίας 2014/61/ΕΕ. Οι υποχρεώσεις σε σχέση με τις συνεπενδυτικές συμφωνίες εφαρμόζονται με την επιφύλαξη της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης.

(202)

Ο σκοπός του λειτουργικού διαχωρισμού, όπου η καθετοποιημένη επιχείρηση απαιτείται να καθιερώσει λειτουργικά διακριτές επιχειρηματικές οντότητες, είναι η διασφάλιση της παροχής πλήρως ισοδύναμων προϊόντων πρόσβασης σε όλους τους φορείς εκμετάλλευσης επόμενου σταδίου, συμπεριλαμβανομένων των τμημάτων επόμενου σταδίου του ίδιου του καθετοποιημένου φορέα εκμετάλλευσης. Ο λειτουργικός διαχωρισμός έχει τη δυνατότητα βελτίωσης του ανταγωνισμού σε διάφορες σχετικές αγορές, δεδομένου ότι μειώνει σημαντικά το κίνητρο για διακριτική μεταχείριση και καθιστά ευκολότερη την επαλήθευση και επιβολή της συμμόρφωσης με υποχρεώσεις αμεροληψίας. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις θα πρέπει να μπορεί ο λειτουργικός διαχωρισμός να δικαιολογηθεί ως διορθωτικό μέτρο όπου έχει σημειωθεί μόνιμη αδυναμία επίτευξης αποτελεσματικής αμεροληψίας σε περισσότερες από μία σχετικές αγορές και όπου υπάρχει περιορισμένη ή καμία προοπτική ανταγωνισμού υποδομής εντός εύλογου χρονικού ορίζοντα, έπειτα από προσφυγή σε ένα ή περισσότερα διορθωτικά μέτρα που προηγουμένως θεωρούνταν ενδεδειγμένα. Είναι, ωστόσο, πολύ σημαντικό να διασφαλισθεί ότι η επιβολή του διαχωρισμού αυτού θα διαφυλάσσει τα συμφέροντα της ενδιαφερόμενης επιχείρησης να επενδύσει στο δίκτυό της και ότι δεν θα συνεπάγεται δυνητικά αρνητικά αποτελέσματα για την ευημερία των καταναλωτών. Για την επιβολή του απαιτείται συντονισμένη ανάλυση διάφορων σχετικών αγορών που συνδέονται με το δίκτυο πρόσβασης, σύμφωνα με τη διαδικασία ανάλυσης της αγοράς. Κατά την ανάλυση αγοράς και τη μελέτη των λεπτομερειών του εν λόγω επανορθωτικού μέτρου, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να αποδίδουν ιδιαίτερη προσοχή στα προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο διαχείρισης από τις διακριτές επιχειρηματικές οντότητες, λαμβάνοντας υπόψη τους την έκταση της εγκατάστασης του δικτύου και τον βαθμό τεχνολογικής προόδου, που ενδέχεται να επηρεάσουν τη δυνατότητα υποκατάστασης σταθερών και ασύρματων υπηρεσιών. Για την αποφυγή στρεβλώσεων του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά, οι προτάσεις λειτουργικού διαχωρισμού θα πρέπει να εγκρίνονται εκ των προτέρων από την Επιτροπή.

(203)

Η εφαρμογή λειτουργικού διαχωρισμού δεν αποκλείει κατάλληλους μηχανισμούς συντονισμού μεταξύ των διαφόρων διακριτών επιχειρηματικών οντοτήτων ώστε να διασφαλισθεί η προστασία των δικαιωμάτων οικονομικής και διαχειριστικής εποπτείας της μητρικής εταιρείας.

(204)

Εάν καθετοποιημένη επιχείρηση επιλέξει να μεταφέρει σημαντικό μέρος ή το σύνολο των πάγιων στοιχείων του δικτύου τοπικής πρόσβασής της σε διακριτή νομική οντότητα υπό διαφορετική ιδιοκτησία ή ιδρύοντας διακριτή επιχειρηματική οντότητα που ασχολείται με προϊόντα πρόσβασης, η εθνική ρυθμιστική αρχή θα πρέπει να εκτιμά το αποτέλεσμα της σκοπούμενης συναλλαγής, συμπεριλαμβανομένων τυχόν δεσμεύσεων πρόσβασης που προσφέρονται από την εν λόγω επιχείρηση, στο σύνολο των υφιστάμενων ρυθμιστικών υποχρεώσεων που έχουν επιβληθεί στην καθετοποιημένη επιχείρηση, ώστε να διασφαλισθεί η συμβατότητα ενδεχόμενων νέων συμφωνιών με την παρούσα οδηγία. Η αρμόδια εθνική ρυθμιστική αρχή θα πρέπει να αναλαμβάνει νέα ανάλυση των αγορών όπου δραστηριοποιείται η διαιρεμένη οντότητα και, ανάλογα, να επιβάλλει, να διατηρεί, να τροποποιεί ή να αίρει υποχρεώσεις. Για τον σκοπό αυτό, η εθνική ρυθμιστική αρχή θα πρέπει να είναι σε θέση να ζητεί πληροφορίες από την επιχείρηση.

(205)

Είναι ήδη δυνατόν σήμερα σε ορισμένες αγορές και στο πλαίσιο ανάλυσης της αγοράς, να μπορούν οι επιχειρήσεις που έχουν οριστεί ως κατέχουσες σημαντική ισχύ στην αγορά να προτείνουν την ανάληψη δεσμεύσεων που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση των προβλημάτων ανταγωνισμού που διαπίστωσε η εθνική ρυθμιστική αρχή και τις οποίες η εθνική ρυθμιστική αρχή λαμβάνει υπόψη κατά τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τις ενδεδειγμένες ρυθμιστικές υποχρεώσεις. Κάθε νέα εξέλιξη της αγοράς θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τα πλέον ενδεδειγμένα διορθωτικά μέτρα. Ωστόσο, και με την επιφύλαξη των διατάξεων για την ρυθμιστική αντιμετώπιση των συνεπενδύσεων, η καθαυτή φύση των δεσμεύσεων που προτείνονται δεν περιορίζει τη διακριτική ευχέρεια που αναγνωρίζεται στην εθνική ρυθμιστική αρχή να επιβάλλει διορθωτικά μέτρα στις επιχειρήσεις που έχουν οριστεί ως κατέχουσες σημαντική ισχύ στην αγορά. Για ενίσχυση της διαφάνειας και ασφάλεια δικαίου σε ολόκληρη την Ένωση, θα πρέπει να καθοριστεί στην παρούσα οδηγία η διαδικασία βάσει της οποίας οι επιχειρήσεις προσφέρουν την ανάληψη δεσμεύσεων και οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές τις αξιολογούν, λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις των συμμετεχόντων στην αγορά μέσω δοκιμής αγοράς, και, εφόσον ενδείκνυται, τις καταστούν υποχρεωτικές για την επιχείρηση που αναλαμβάνει τις δεσμεύσεις και εκτελεστές από την εθνική ρυθμιστική αρχή. Εκτός εάν η εθνική ρυθμιστική αρχή έχει προχωρήσει σε δεσμεύσεις στις συνεπενδύσεις και έχει αποφασίσει να μην επιβάλλει υποχρεώσεις, η εν λόγω διαδικασία ισχύει με την επιφύλαξη της εφαρμογής της διαδικασίας ανάλυσης της αγοράς και της υποχρέωσης να επιβάλλονται κατάλληλα και αναλογικά διορθωτικά μέτρα για την αντιμετώπιση των διαπιστωμένων αστοχιών της αγοράς.

(206)

Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να καθιστούν τις δεσμεύσεις υποχρεωτικές, εν όλω ή εν μέρει, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, το οποίο δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το διάστημα για το οποίο προσφέρονται, μετά τη διεξαγωγή δοκιμής αγοράς μέσω δημόσιας διαβούλευσης των ενδιαφερόμενων μερών. Όταν οι δεσμεύσεις έχουν καταστεί υποχρεωτικές, η εθνική ρυθμιστική αρχή θα πρέπει να εξετάσει τις συνέπειες της απόφασης αυτής στην οικεία ανάλυση της αγοράς και να τις λάβει υπόψη κατά την επιλογή των πλέον κατάλληλων ρυθμιστικών μέτρων. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να εξετάζουν τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται με μακρόπνοη προοπτική βιωσιμότητας, ιδίως όταν επιλέγουν την περίοδο για την οποία αυτές καθίστανται δεσμευτικές, και θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την αξία που αποδίδουν οι συμφεροντούχοι κατά τη δημόσια διαβούλευση στις σταθερές και προβλέψιμες συνθήκες της αγοράς. Οι δεσμευτικές υποχρεώσεις που σχετίζονται με τη διαδικασία εθελούσιου διαχωρισμού από καθετοποιημένη επιχείρηση που έχει οριστεί ως κατέχουσα σημαντική ισχύ σε μία ή περισσότερες σχετικές αγορές μπορούν να προσδώσουν προβλεψιμότητα και διαφάνεια στη διαδικασία με τον καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του σχεδιαζόμενου διαχωρισμού, για παράδειγμα με την παροχή χάρτη πορείας για την εφαρμογή με σαφή σημεία αναφοράς και προβλέψιμες συνέπειες σε περίπτωση μη επίτευξης ορισμένων από αυτά.

(207)

Οι δεσμεύσεις μπορεί να περιλαμβάνουν τον διορισμό επιβλέποντα εντολοδόχου, του οποίου η ταυτότητα και η εντολή θα πρέπει να εγκρίνονται από την εθνική ρυθμιστική αρχή, και την υποχρέωση της επιχείρησης που τις παρέχει να υποβάλλει περιοδικές εκθέσεις εφαρμογής.

(208)

Οι ιδιοκτήτες δικτύου των οποίων το επιχειρηματικό μοντέλο περιορίζεται στην παροχή υπηρεσιών χονδρικής σε άλλους μπορούν να είναι επωφελείς για τη δημιουργία ακμάζουσας αγοράς χονδρικής, με θετικές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό λιανικής επόμενου σταδίου. Επιπλέον, το επιχειρηματικό τους μοντέλο μπορεί να είναι ελκυστικό για τους υποψήφιους επενδυτές σε λιγότερο ευμετάβλητα πάγια στοιχεία υποδομών και με πιο μακροπρόθεσμες προοπτικές για ανάπτυξη δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας. Ωστόσο, η παρουσία επιχείρησης αποκλειστικά χονδρικής δεν οδηγεί αναγκαστικά σε πραγματικά ανταγωνιστικές αγορές λιανικής και είναι δυνατό οι επιχειρήσεις αποκλειστικά χονδρικής να οριστούν ως κατέχουσες σημαντική ισχύ σε συγκεκριμένες αγορές προϊόντων και γεωγραφικές αγορές. Ορισμένοι κίνδυνοι για τον ανταγωνισμό που απορρέουν από τη συμπεριφορά επιχειρήσεων οι οποίες ακολουθούν επιχειρηματικά μοντέλα αποκλειστικά χονδρικής ενδέχεται να είναι χαμηλότεροι από ό,τι για τις καθετοποιημένες επιχειρήσεις, εφόσον το μοντέλο αποκλειστικά χονδρικής είναι γνήσιο και δεν υφίστανται κίνητρα για την εισαγωγή διακρίσεων μεταξύ παρόχων επόμενου σταδίου. Η ρυθμιστική αντίδραση θα πρέπει, ως εκ τούτου, να είναι αναλογικά λιγότερο επεμβατική, αλλά θα πρέπει να διατηρήσει ιδίως τη δυνατότητα εισαγωγής υποχρεώσεων όσον αφορά τον καθορισμό θεμιτού και εύλογου τιμήματος. Από την άλλη πλευρά, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να παρεμβαίνουν αν ανακύπτουν προβλήματα ανταγωνισμού σε βάρος των τελικών χρηστών. Επιχείρηση που δραστηριοποιείται σε αγορά χονδρικής και παρέχει υπηρεσίες λιανικής αποκλειστικά σε επιχειρηματικούς χρήστες μεγαλύτερους από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις θα πρέπει να θεωρείται ως επιχείρηση μόνο χονδρικής.

(209)

Για τη διευκόλυνση της μετάβασης από τα παραδοσιακά δίκτυα χαλκού σε δίκτυα επόμενης γενιάς, η οποία είναι προς το συμφέρον των τελικών χρηστών, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθούν τις σχετικές πρωτοβουλίες των ίδιων των φορέων εκμετάλλευσης δικτύων και, όταν κρίνεται απαραίτητο, να καθορίζουν τους όρους για κατάλληλη διαδικασία μετάβασης, για παράδειγμα μέσω προειδοποίησης, διαφάνειας και διαθεσιμότητας εναλλακτικών προϊόντων πρόσβασης τουλάχιστον συγκρίσιμης ποιότητας, εφόσον ο ιδιοκτήτης του δικτύου αποδεικνύει την πρόθεση και την ετοιμότητά του να στραφεί σε αναβαθμισμένα δίκτυα. Προκειμένου να αποφεύγονται αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στη μετάβαση, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να έχουν την εξουσία να αίρουν τις υποχρεώσεις πρόσβασης που αφορούν το δίκτυο χαλκού, εφόσον έχει καθοριστεί κατάλληλη διαδικασία μετάβασης και έχει διασφαλιστεί η συμμόρφωση με τους όρους και τη διαδικασία μετάβασης από την παραδοσιακή υποδομή. Ωστόσο οι ιδιοκτήτες δικτύων θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να παροπλίσουν τα παραδοσιακά δίκτυα. Οι αιτούντες πρόσβαση οι οποίοι μεταβαίνουν από ένα προϊόν πρόσβασης που βασίζεται σε παραδοσιακές υποδομές σε ένα προϊόν πρόσβασης που βασίζεται σε πιο προηγμένη τεχνολογία ή μέσο θα πρέπει να είναι σε θέση να αναβαθμίσουν την πρόσβασή τους σε οποιοδήποτε προϊόν υψηλότερης χωρητικότητας που υπόκειται σε ρύθμιση, σε περίπτωση που το επιθυμούν, χωρίς όμως αυτό να είναι υποχρεωτικό. Σε περίπτωση αναβάθμισης, οι αιτούντες πρόσβαση θα πρέπει να τηρούν τους όρους των κανονιστικών ρυθμίσεων για την πρόσβαση στο προϊόν πρόσβασης υψηλότερης χωρητικότητας, όπως έχουν καθοριστεί από την εθνική ρυθμιστική αρχή στο πλαίσιο της ανάλυσης αγοράς που έχει πραγματοποιήσει.

(210)

Η ελευθέρωση του τηλεπικοινωνιακού τομέα και η ενίσχυση του ανταγωνισμού και των επιλογών στις υπηρεσίες επικοινωνιών συμβαδίζουν με την παράλληλη δράση για τη θέσπιση εναρμονισμένου ρυθμιστικού πλαισίου που θα εξασφαλίζει την παροχή της καθολικής υπηρεσίας. Η έννοια της καθολικής υπηρεσίας θα πρέπει να εξελιχθεί ώστε να αντανακλά την πρόοδο της τεχνολογίας, την εξέλιξη της αγοράς και τις μεταβολές στις απαιτήσεις των χρηστών.

(211)

Σύμφωνα με το άρθρο 169 ΣΛΕΕ, η Ένωση οφείλει να συμβάλει στην προστασία των καταναλωτών.

(212)

Η καθολική υπηρεσία αποτελεί δίχτυ ασφάλειας για να διασφαλίζεται ότι διατίθεται τουλάχιστον ένα σύνολο ελάχιστων υπηρεσιών σε όλους τους τελικούς χρήστες και σε προσιτή τιμή στους καταναλωτές, σε περιπτώσεις όπου ο κίνδυνος κοινωνικού αποκλεισμού που προκύπτει από την έλλειψη αυτής της πρόσβασης αποτρέπει τους πολίτες από την πλήρη κοινωνική και οικονομική συμμετοχή στην κοινωνία.

(213)

Η βασική ευρυζωνική πρόσβαση στο διαδίκτυο είναι σχεδόν καθολικά διαθέσιμη σε ολόκληρη την Ένωση και χρησιμοποιείται ευρύτατα για ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων. Ωστόσο, ο συνολικός βαθμός αξιοποίησης είναι χαμηλότερος από τη διαθεσιμότητα, διότι εξακολουθούν να υπάρχουν αποσυνδεδεμένα άτομα για λόγους που σχετίζονται με την ευαισθητοποίηση, το κόστος και τις δεξιότητες και από επιλογή. Η οικονομικά προσιτή επαρκής ευρυζωνική πρόσβαση στο διαδίκτυο έχει αποκτήσει ζωτική σημασία για την κοινωνία και την ευρύτερη οικονομία. Παρέχει τη βάση για συμμετοχή στην ψηφιακή οικονομία και κοινωνία μέσω βασικών επιγραμμικών υπηρεσιών διαδικτύου.

(214)

Θεμελιώδης απαίτηση της καθολικής υπηρεσίας είναι να διασφαλίζει ότι όλοι οι καταναλωτές έχουν πρόσβαση, σε προσιτή τιμή, σε διαθέσιμες υπηρεσίες επαρκούς ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο και φωνητικών επικοινωνιών, σε σταθερή θέση. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να εξασφαλίζουν την οικονομική προσιτότητα των υπηρεσιών επαρκούς ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο και φωνητικών επικοινωνιών εκτός σταθερής θέσης σε πολίτες εν κινήσει, όταν κρίνουν ότι αυτό είναι αναγκαίο για να εξασφαλίζεται η πλήρης κοινωνική και οικονομική συμμετοχή των καταναλωτών στην κοινωνία. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στη διασφάλιση ισοδύναμης πρόσβασης για τελικούς χρήστες με αναπηρίες. Δεν θα πρέπει να υπάρχουν περιορισμοί στα τεχνικά μέσα με τα οποία παρέχεται η σύνδεση, έτσι ώστε να επιτρέπεται εξίσου η χρήση ενσύρματων ή ασύρματων τεχνολογιών. Επίσης, δεν θα πρέπει να υπάρχουν περιορισμοί ως προς την κατηγορία των παρόχων που θα φέρουν μέρος ή όλες τις υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας.

(215)

Η ταχύτητα πρόσβασης στο διαδίκτυο, όπως φαίνεται από την πλευρά του χρήστη, εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της σύνδεσης των παρόχων με το διαδίκτυο, καθώς και της εφαρμογής για την οποία χρησιμοποιείται η σύνδεση. Εναπόκειται στα κράτη μέλη, λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση του BEREC για τις βέλτιστες πρακτικές, να ορίσουν την επαρκή ευρυζωνική πρόσβαση στο διαδίκτυο υπό το πρίσμα των εθνικών συνθηκών και του ελάχιστου εύρους ζώνης που έχει στη διάθεσή της η πλειονότητα των καταναλωτών στην επικράτεια ενός κράτους μέλους ώστε να καθίσταται δυνατό επαρκές επίπεδο κοινωνικής ένταξης και συμμετοχής στην ψηφιακή οικονομία και κοινωνία στην επικράτειά τους. Η οικονομικά προσιτή υπηρεσία επαρκούς ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο θα πρέπει να έχει επαρκές εύρος ζώνης για την υποστήριξη της πρόσβασης τουλάχιστον σε ελάχιστο σύνολο βασικών υπηρεσιών που αντανακλούν τις υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται από την πλειονότητα των χρηστών, καθώς και της χρήσης αυτής της δέσμης. Προς τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή θα πρέπει να παρακολουθεί την εξέλιξη της χρήσης του διαδικτύου για να εντοπίζει τις επιγραμμικές υπηρεσίες που χρησιμοποιεί η πλειονότητα των τελικών χρηστών σε ολόκληρη την Ένωση και οι οποίες είναι αναγκαίες για την κοινωνική και οικονομική συμμετοχή στην κοινωνία, καθώς και να ενημερώνει τον κατάλογο αναλόγως. Οι απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου για την πρόσβαση στο ανοικτό διαδίκτυο, ιδίως του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2120, θα πρέπει να ισχύουν για οποιαδήποτε υπηρεσία επαρκούς ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο.

(216)

Δεν θα πρέπει να είναι υποχρεωτική για τους καταναλωτές η πρόσβαση σε υπηρεσίες που δεν επιθυμούν και θα πρέπει, επομένως, να είναι δυνατό οι επιλέξιμοι καταναλωτές να περιορίζουν, κατόπιν αιτήματος, την οικονομικά προσιτή καθολική υπηρεσία στην υπηρεσία φωνητικών επικοινωνιών.

(217)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να καθιστούν διαθέσιμα μέτρα που σχετίζονται με την οικονομική προσιτότητα και μέτρα ελέγχου των δαπανών σε πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, υπό τον όρο ότι πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις.

(218)

Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές σε συντονισμό με άλλες αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθούν την εξέλιξη και το επίπεδο των τιμολογίων λιανικής για υπηρεσίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας. Η παρακολούθηση αυτή θα πρέπει να γίνεται κατά τρόπο που να μην επιβαρύνει υπερβολικά από διοικητικής απόψεως ούτε τις εθνικές ρυθμιστικές και άλλες αρμόδιες αρχές ούτε τους παρόχους των εν λόγω υπηρεσιών.

(219)

Ως προσιτή τιμή νοείται η τιμή που ορίζουν τα κράτη μέλη σε εθνικό επίπεδο, υπό το πρίσμα των ειδικών εθνικών συνθηκών. Όπου τα κράτη μέλη βεβαιώνονται ότι οι τιμές λιανικής για υπηρεσίες επαρκούς ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο και φωνητικών επικοινωνιών δεν είναι οικονομικά προσιτές για καταναλωτές με χαμηλά εισοδήματα ή ειδικές κοινωνικές ανάγκες, συμπεριλαμβανομένων των ηλικιωμένων, των τελικών χρηστών με αναπηρίες και των καταναλωτών που κατοικούν σε αγροτικές ή γεωγραφικά απομονωμένες περιοχές, θα πρέπει να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα. Προς τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να παρέχουν στους καταναλωτές αυτούς άμεση στήριξη για σκοπούς επικοινωνίας, που θα μπορούσε να είναι μέρος των κοινωνικών επιδομάτων ή κουπόνια για τους καταναλωτές αυτούς ή άμεσες πληρωμές σε αυτούς. Αυτό μπορεί να αποτελέσει κατάλληλη εναλλακτική λύση λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να ελαχιστοποιούνται οι στρεβλώσεις της αγοράς. Εναλλακτικά ή επιπροσθέτως, τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να ζητούν από τους παρόχους τέτοιων υπηρεσιών να προσφέρουν βασικές τιμολογιακές επιλογές ή πακέτα σε αυτούς τους καταναλωτές.

(220)

Η διασφάλιση οικονομικής προσιτότητας μπορεί να περιλαμβάνει ειδικές επιλογές τιμολογίου ή πακέτα για την κάλυψη των αναγκών των χρηστών με χαμηλά εισοδήματα ή των χρηστών με ειδικές κοινωνικές ανάγκες. Οι προσφορές αυτές θα πρέπει να παρέχονται με βασικά χαρακτηριστικά, προκειμένου να αποφεύγονται στρεβλώσεις στη λειτουργία της αγοράς. Η οικονομική προσιτότητα για τους μεμονωμένους καταναλωτές θα πρέπει να στηρίζεται στο δικαίωμά τους να συνάπτουν σύμβαση με πάροχο, τη διαθεσιμότητα αριθμού, τη διαρκή σύνδεση της υπηρεσίας και τη δυνατότητά τους να παρακολουθούν και να ελέγχουν τις δαπάνες τους.

(221)

Όταν ένα κράτος μέλος απαιτεί από τους παρόχους να προσφέρουν στους καταναλωτές με χαμηλά εισοδήματα ή ειδικές κοινωνικές ανάγκες τιμολογιακές επιλογές ή πακέτα διαφορετικά από αυτά που παρέχονται υπό τους συνήθεις εμπορικούς όρους, οι εν λόγω τιμολογιακές επιλογές ή πακέτα θα πρέπει να παρέχονται από όλους τους παρόχους υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο και φωνητικών επικοινωνιών. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η απαίτηση από όλους τους παρόχους υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο και φωνητικών επικοινωνιών να παρέχουν τιμολογιακές επιλογές ή πακέτα δεν θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα υπερβολική διοικητική ή οικονομική επιβάρυνση για τους εν λόγω παρόχους ή κράτη μέλη. Όταν ένα κράτος μέλος αποδεικνύει ότι υπάρχει τέτοια υπερβολική διοικητική ή οικονομική επιβάρυνση, βάσει αντικειμενικής αξιολόγησης, μπορεί κατ’ εξαίρεση να αποφασίσει να επιβάλει την υποχρέωση παροχής ειδικών τιμολογιακών επιλογών ή πακέτων μόνο στους ορισμένους παρόχους. Η αντικειμενική αξιολόγηση θα πρέπει επίσης να εξετάζει τα οφέλη που προκύπτουν για καταναλωτές με χαμηλά εισοδήματα ή ειδικές κοινωνικές ανάγκες από την επιλογή παρόχων και τα οφέλη για όλους τους παρόχους που μπορούν να επωφεληθούν από το γεγονός ότι είναι πάροχοι καθολικής υπηρεσίας. Όταν ένα κράτος μέλος αποφασίζει κατ’ εξαίρεση να επιβάλει την υποχρέωση προσφοράς ειδικών τιμολογιακών επιλογών ή πακέτων μόνο σε ορισμένους παρόχους, θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι καταναλωτές με χαμηλά εισοδήματα ή ειδικές ανάγκες μπορούν να επιλέξουν ανάμεσα σε διάφορους παρόχους που προσφέρουν κοινωνικά τιμολόγια. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα κράτη μέλη μπορεί να μην είναι σε θέση να εγγυηθούν την επιλογή ανάμεσα σε διάφορους παρόχους, για παράδειγμα όταν μόνο μία επιχείρηση παρέχει υπηρεσίες στην περιοχή κατοικίας του δικαιούχου ή αν η παροχή επιλογών θα δημιουργούσε υπερβολική πρόσθετη οργανωτική και οικονομική επιβάρυνση για το κράτος μέλος.

(222)

Η οικονομική προσιτότητα δεν θα πρέπει πλέον να αποτελεί φραγμό στην πρόσβαση των καταναλωτών στη δέσμη υπηρεσιών συνδεσιμότητας. Το δικαίωμα σύναψης σύμβασης με πάροχο θα πρέπει να σημαίνει ότι οι καταναλωτές που ενδέχεται να βρεθούν αντιμέτωποι με άρνηση, ιδίως εκείνοι με χαμηλά εισοδήματα ή ειδικές κοινωνικές ανάγκες, θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να συνάπτουν σύμβαση για την παροχή οικονομικά προσιτών υπηρεσιών επαρκούς ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο και φωνητικών επικοινωνιών τουλάχιστον σε σταθερή θέση με οποιονδήποτε πάροχο τέτοιων υπηρεσιών στη θέση αυτή ή με τον ορισθέντα πάροχο όταν το κράτος μέλος έχει κατ’ εξαίρεση αποφασίσει να ορίσει έναν ή περισσότερους παρόχους οι οποίοι θα παρέχουν τις εν λόγω επιλογές τιμολογίου ή πακέτα. Προκειμένου να ελαχιστοποιούνται οι οικονομικοί κίνδυνοι, όπως η μη εξόφληση λογαριασμών, οι πάροχοι θα πρέπει να είναι ελεύθεροι να παρέχουν τη σύμβαση με όρους προπληρωμής, βάσει οικονομικά προσιτών επιμέρους προπληρωμένων μονάδων.

(223)

Προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι πολίτες είναι προσβάσιμοι μέσω υπηρεσιών φωνητικών επικοινωνιών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν τη διαθεσιμότητα αριθμού για εύλογη χρονική περίοδο και επίσης κατά τη διάρκεια περιόδων μη χρήσης των υπηρεσιών φωνητικών επικοινωνιών. Οι πάροχοι θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να θέτουν σε εφαρμογή μηχανισμούς για τον έλεγχο του διαρκούς ενδιαφέροντος του καταναλωτή για διατήρηση της διαθεσιμότητας του αριθμού.

(224)

Η αποζημίωση των παρόχων τέτοιων υπηρεσιών υπό τις συνθήκες αυτές δεν χρειάζεται να οδηγεί σε στρέβλωση του ανταγωνισμού, εάν οι εν λόγω πάροχοι αποζημιώνονται για το συνεπαγόμενο καθαρό κόστος και εάν το καθαρό κόστος καλύπτεται με ανταγωνιστικώς ουδέτερο τρόπο.

(225)

Προκειμένου να αξιολογείται η ανάγκη για μέτρα οικονομικής προσιτότητας, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές σε συντονισμό με άλλες αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθούν την εξέλιξη και τις λεπτομέρειες των προσφορών επιλογών τιμολογίου ή πακέτων για καταναλωτές με χαμηλά εισοδήματα ή ειδικές κοινωνικές ανάγκες.

(226)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν μέτρα για την προώθηση της δημιουργίας αγοράς οικονομικά προσιτών προϊόντων και υπηρεσιών με διευκολύνσεις για τους καταναλωτές με αναπηρίες, συμπεριλαμβανομένου του εξοπλισμού με υποστηρικτικές τεχνολογίες. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί, μεταξύ άλλων, με αναφορά σε ευρωπαϊκά πρότυπα ή με τη στήριξη της εφαρμογής των απαιτήσεων σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο για την εναρμόνιση των απαιτήσεων προσβασιμότητας για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εισαγάγουν κατάλληλα μέτρα σύμφωνα με τις εθνικές περιστάσεις, πράγμα που παρέχει ευελιξία στα κράτη μέλη να λαμβάνουν ειδικά μέτρα, για παράδειγμα αν η αγορά δεν παράγει οικονομικά προσιτά προϊόντα και υπηρεσίες που να ενσωματώνουν διευκολύνσεις για καταναλωτές με αναπηρίες υπό τις συνήθεις οικονομικές συνθήκες. Τα μέτρα αυτά θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την άμεση οικονομική στήριξη των τελικών χρηστών. Το κόστος των υπηρεσιών μεσολαβητικής αναμετάδοσης για τους καταναλωτές με αναπηρίες θα πρέπει να είναι ισοδύναμο με το μέσο κόστος των υπηρεσιών φωνητικών επικοινωνιών.

(227)

Οι υπηρεσίες μεσολαβητικής αναμετάδοσης αναφέρονται σε υπηρεσίες που επιτρέπουν την αμφίδρομη επικοινωνία ανάμεσα σε απομακρυσμένους τελικούς χρήστες διαφορετικών τρόπων επικοινωνίας (π.χ. κειμένου, νοηματικής γλώσσας, ομιλίας) εξασφαλίζοντας τη μετατροπή μεταξύ των εν λόγω τρόπων επικοινωνίας, συνήθως με τη μεσολάβηση ανθρώπου. Το κείμενο σε πραγματικό χρόνο ορίζεται σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία για την εναρμόνιση των απαιτήσεων προσβασιμότητας για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες και αναφέρεται σε μορφή συνομιλίας μέσω κειμένου από ένα σημείο σε άλλο ή τηλεδιασκέψεις πολλαπλών σημείων όπου το κείμενο που εισάγεται αποστέλλεται το ένα στοιχείο μετά το άλλο κατά τέτοιον τρόπο ώστε η επικοινωνία να γίνεται αντιληπτή από τον χρήστη ως συνεχής διεργασία.

(228)

Για επικοινωνίες δεδομένων με ρυθμούς δεδομένων που επαρκούν για να επιτρέπεται επαρκής ευρυζωνική πρόσβαση στο διαδίκτυο, οι συνδέσεις σταθερής τηλεφωνίας είναι σχεδόν καθολικά διαθέσιμες και χρησιμοποιούνται από την πλειονότητα των πολιτών της Ένωσης. Η τυπική σταθερή ευρυζωνική κάλυψη και διαθεσιμότητα στην Ένωση ανερχόταν στο 97 % των κατοικιών το 2015, με μέσο ποσοστό αξιοποίησης 72 %, ενώ οι υπηρεσίες που βασίζονται σε ασύρματες τεχνολογίες έχουν ακόμη μεγαλύτερη εμβέλεια. Ωστόσο, υπάρχουν διαφορές μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τη διαθεσιμότητα και την οικονομική προσιτότητα των σταθερών ευρυζωνικών συνδέσεων στις αστικές και τις αγροτικές περιοχές.

(229)

Η αγορά έχει να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στην εξασφάλιση της διαθεσιμότητας της ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο, με συνεχώς αυξανόμενη χωρητικότητα. Σε περιοχές όπου η αγορά δεν θα απέδιδε, άλλα εργαλεία δημόσιας πολιτικής για την υποστήριξη της διαθεσιμότητας συνδέσεων επαρκούς ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο φαίνονται, κατ’ αρχήν, οικονομικώς πιο αποδοτικά και λιγότερο στρεβλωτικά για την αγορά από τις υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας, για παράδειγμα η χρησιμοποίηση χρηματοδοτικών μέσων όπως αυτών που διατίθενται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων και του μηχανισμού «Συνδέοντας την Ευρώπη», η χρησιμοποίηση δημόσιας χρηματοδότησης από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά και επενδυτικά ταμεία, η επιβολή υποχρεώσεων κάλυψης για τα δικαιώματα χρήσης ραδιοφάσματος ώστε να υποστηρίζεται η ανάπτυξη ευρυζωνικών δικτύων σε λιγότερο πυκνοκατοικημένες περιοχές και οι δημόσιες επενδύσεις σύμφωνα με τους ενωσιακούς κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων.

(230)

Αν, μετά την πραγματοποίηση της δέουσας αξιολόγησης, λαμβανομένων υπόψη των αποτελεσμάτων της γεωγραφικής έρευνας για την ανάπτυξη δικτύων που διενεργείται από την αρμόδια αρχή ή των πιο πρόσφατων πληροφοριών που είναι διαθέσιμες στα κράτη μέλη προτού καταστούν διαθέσιμα τα αποτελέσματα της πρώτης γεωγραφικής έρευνας, προκύπτει ότι ούτε η αγορά ούτε οι μηχανισμοί δημόσιας παρέμβασης είναι πιθανό να προσφέρουν σε τελικούς χρήστες ορισμένων περιοχών σύνδεση ικανή να παρέχει υπηρεσία επαρκούς ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο, όπως ορίζεται από τα κράτη μέλη, και υπηρεσίες φωνητικών επικοινωνιών σε σταθερή θέση, το κράτος μέλος θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ορίζει, κατ’ εξαίρεση, διαφορετικούς παρόχους ή σύνολα παρόχων των εν λόγω υπηρεσιών στα διάφορα αντίστοιχα μέρη της εθνικής επικράτειας. Πέραν της γεωγραφικής έρευνας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν, όπου είναι απαραίτητο, τυχόν πρόσθετα στοιχεία ώστε να διαπιστώσουν σε ποιον βαθμό είναι διαθέσιμες υπηρεσίες επαρκούς ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο και φωνητικών επικοινωνιών σε σταθερή θέση. Τα πρόσθετα στοιχεία θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν δεδομένα που είναι διαθέσιμα στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές μέσω διαδικασίας ανάλυσης της αγοράς και δεδομένων που συλλέγονται από τους χρήστες. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να περιορίζουν τις υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας προς στήριξη της διαθεσιμότητας υπηρεσίας επαρκούς ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο στην κύρια έδρα ή κατοικία του τελικού χρήστη. Δεν θα πρέπει να υπάρχουν περιορισμοί στα τεχνικά μέσα με τα οποία παρέχονται οι υπηρεσίες επαρκούς ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο και φωνητικών επικοινωνιών σε σταθερή θέση, έτσι ώστε να είναι εξίσου δυνατή η χρήση ενσύρματων ή ασύρματων τεχνολογιών, ούτε ως προς το ποιες επιχειρήσεις θα είναι επιφορτισμένες με μέρος ή με το σύνολο των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας.

(231)

Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, εναπόκειται στα κράτη μέλη να αποφασίζουν με βάση αντικειμενικά κριτήρια ποιες επιχειρήσεις ορίζονται ως πάροχοι καθολικής υπηρεσίας, λαμβάνοντας υπόψη, κατά περίπτωση, την ικανότητα και την επιθυμία των επιχειρήσεων να αναλάβουν όλες ή μέρος των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας. Αυτό δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να μπορούν να περιλαμβάνουν, κατά τη διαδικασία καθορισμού, ειδικές προϋποθέσεις που δικαιολογούνται για λόγους αποτελεσματικότητας, μεταξύ άλλων συγκέντρωση γεωγραφικών περιοχών, επιμέρους στοιχεία ή ελάχιστη περίοδο καθορισμού.

(232)

Θα πρέπει να εκτιμάται το κόστος διασφάλισης της διαθεσιμότητας σύνδεσης ικανής να παρέχει υπηρεσία επαρκούς ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, και υπηρεσίες φωνητικών επικοινωνιών σε σταθερή θέση και σε προσιτή τιμή στο πλαίσιο των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας, ιδίως με αξιολόγηση της αναμενόμενης οικονομικής επιβάρυνσης για παρόχους και χρήστες στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

(233)

Εξ ορισμού, οι απαιτήσεις για εξασφάλιση της εδαφικής κάλυψης σε εθνικό επίπεδο που επιβάλλονται κατά τη διαδικασία ορισμού είναι πιθανό να αποκλείουν ή να αποθαρρύνουν ορισμένες επιχειρήσεις από το να υποβάλουν αίτηση για να οριστούν ως πάροχοι καθολικής υπηρεσίας. Ο ορισμός παρόχων με υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας για εκτεταμένο ή αόριστο χρονικό διάστημα ενδέχεται επίσης να οδηγήσει σε εξ ορισμού αποκλεισμό ορισμένων παρόχων. Όταν ένα κράτος μέλος αποφασίζει να ορίσει έναν ή περισσότερους παρόχους για σκοπούς οικονομικής προσιτότητας, οι εν λόγω πάροχοι θα πρέπει να μπορούν να μην είναι οι ίδιοι με τους παρόχους που ορίζονται για το στοιχείο διαθεσιμότητας της καθολικής υπηρεσίας.

(234)

Εφόσον ένας πάροχος που, κατ’ εξαίρεση, έχει οριστεί να παρέχει επιλογές τιμολογίου ή πακέτα διαφορετικά από αυτά που παρέχονται υπό τους συνήθεις εμπορικούς όρους, όπως προσδιορίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, ή να διασφαλίζει τη διαθεσιμότητα σε σταθερή θέση υπηρεσίας επαρκούς ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο ή υπηρεσιών φωνητικών επικοινωνιών, όπως προσδιορίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, επιλέγει να διαθέσει ένα σημαντικό τμήμα, υπό το φως των υποχρεώσεών του όσον αφορά την καθολική υπηρεσία, ή όλα τα πάγια στοιχεία του που αφορούν την τοπική πρόσβαση σε δίκτυο στην εθνική επικράτεια σε χωριστή νομική οντότητα βάσει διαφορετικής τελικής ιδιοκτησίας, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να αξιολογήσει τις συνέπειες της συναλλαγής προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνέχιση των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας σε ολόκληρη την εθνική επικράτεια ή σε μέρος της. Για τον σκοπό αυτό, η αρμόδια αρχή η οποία επέβαλε τις υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας θα πρέπει να ενημερωθεί από τον πάροχο εκ των προτέρων όσον αφορά αυτή τη διάθεση. Η αξιολόγηση της αρμόδιας αρχής δεν θα πρέπει να προδικάσει την ολοκλήρωση της συναλλαγής.

(235)

Για να εξασφαλίζεται σταθερότητα και να στηρίζεται η σταδιακή μετάβαση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να συνεχίσουν να διασφαλίζουν την παροχή καθολικής υπηρεσίας στην επικράτειά τους, εκτός από υπηρεσίες επαρκούς ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο και φωνητικών επικοινωνιών σε σταθερή θέση, που περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής των οικείων υποχρεώσεων παροχής καθολικής υπηρεσίας βάσει της οδηγίας 2002/22/ΕΚ κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας, εφόσον οι υπηρεσίες ή οι συγκρίσιμες υπηρεσίες δεν είναι διαθέσιμες υπό τις συνήθεις εμπορικές συνθήκες. Αν επιτραπεί η συνέχιση της παροχής κοινόχρηστων τηλεφώνων στο ευρύ κοινό με τη χρήση νομισμάτων, πιστωτικών ή χρεωστικών καρτών ή προπληρωμένων καρτών, συμπεριλαμβανομένων καρτών για χρήση με διακριτικά κλήσης, καταλόγων και υπηρεσιών πληροφοριών καταλόγου σύμφωνα με το καθεστώς καθολικής υπηρεσίας, για όσο διάστημα αποδεικνύεται η σχετική ανάγκη, θα παρασχεθεί στα κράτη μέλη η απαραίτητη ευελιξία προκειμένου να ληφθούν δεόντως υπόψη οι ποικίλες εθνικές περιστάσεις. Τούτο μπορεί να περιλαμβάνει την παροχή κοινόχρηστων τηλεφώνων στα κύρια σημεία εισόδου στη χώρα, όπως αερολιμένες ή σιδηροδρομικοί σταθμοί και σταθμοί λεωφορείων, καθώς και σε μέρη που χρησιμοποιούνται σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, όπως νοσοκομεία, αστυνομικά τμήματα και περιοχές έκτακτης ανάγκης σε αυτοκινητόδρομους, για την κάλυψη των εύλογων αναγκών των τελικών χρηστών, συμπεριλαμβανομένων ιδίως των τελικών χρηστών με αναπηρίες.

(236)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρακολουθούν την κατάσταση των καταναλωτών όσον αφορά τη χρήση υπηρεσιών επαρκούς ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο και φωνητικών επικοινωνιών, ιδίως όσον αφορά την οικονομική προσιτότητα των εν λόγω υπηρεσιών. Η οικονομική προσιτότητα των υπηρεσιών επαρκούς ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο και φωνητικών επικοινωνιών συνδέεται με την ενημέρωση των χρηστών σχετικά με τις δαπάνες χρήσης και με το σχετικό κόστος της χρήσης σε σχέση με άλλες υπηρεσίες, καθώς και με τη δυνατότητα να ελέγχουν τις δαπάνες τους. Κατά συνέπεια, η οικονομική προσιτότητα συνεπάγεται την ενίσχυση των δικαιωμάτων των καταναλωτών, μέσω της επιβολής υποχρεώσεων στους παρόχους. Στις εν λόγω υποχρεώσεις συμπεριλαμβάνεται ένα συγκεκριμένο επίπεδο ανάλυσης λογαριασμού, η δυνατότητα των καταναλωτών επιλεκτικής φραγής κλήσεων, όπως οι δαπανηρές κλήσεις σε υπηρεσίες πρόσθετου τέλους, η δυνατότητα ελέγχου των δαπανών τους με τη βοήθεια μέσων προπληρωμής και η δυνατότητα τμηματικής αποπληρωμής των αρχικών τελών σύνδεσης. Είναι δυνατόν να απαιτηθεί η αναθεώρηση ή η αλλαγή των μέτρων αυτών, ανάλογα με τις εξελίξεις στην αγορά. Στους αναλυτικούς λογαριασμούς για τη χρήση της πρόσβασης στο διαδίκτυο θα πρέπει να φαίνεται μόνο ο χρόνος, η διάρκεια και η κατανάλωση στη διάρκεια μιας συνεδρίας χρήσης, αλλά να μη φαίνονται οι ιστότοποι ή τα τελικά σημεία διαδικτύου με τα οποία έγινε σύνδεση στη διάρκεια μιας τέτοιας συνεδρίας χρήσης.

(237)

Με εξαίρεση τις περιπτώσεις επανειλημμένης καθυστέρησης ή μη εξόφλησης των λογαριασμών, οι καταναλωτές που δικαιούνται οικονομικά προσιτά τιμολόγια θα πρέπει, όσο εκκρεμεί η επίλυση της διαφοράς, να προστατεύονται από την άμεση αποσύνδεση από το δίκτυο, λόγω μη εξόφλησης λογαριασμού και, ιδίως στην περίπτωση διαφορών που αφορούν μεγάλους λογαριασμούς για υπηρεσίες πρόσθετου τέλους, να εξακολουθούν να έχουν πρόσβαση στις βασικές υπηρεσίες φωνητικών επικοινωνιών και στο ελάχιστο επίπεδο υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο όπως ορίζεται από τα κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να αποφασίζουν ότι η παροχή της εν λόγω πρόσβασης συνεχίζεται μόνο εάν ο συνδρομητής συνεχίζει να καταβάλλει τα τέλη μίσθωσης της γραμμής ή τα τέλη βασικής πρόσβασης στο διαδίκτυο.

(238)

Όταν η παροχή υπηρεσιών επαρκούς ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο και φωνητικών επικοινωνιών ή η παροχή άλλων υπηρεσιών σύμφωνα με την παρούσα οδηγία προκαλούν αθέμιτη επιβάρυνση σε έναν πάροχο, λαμβανομένων δεόντως υπόψη του κόστους και των εσόδων, καθώς και των άυλων οφελών που προκύπτουν από την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών, αυτή η αθέμιτη επιβάρυνση μπορεί να περιλαμβάνεται σε τυχόν υπολογισμό του καθαρού κόστους των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας.

(239)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να δημιουργούν, όπου χρειάζεται, μηχανισμούς για τη χρηματοδότηση του καθαρού κόστους των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας, εφόσον αποδεικνύεται ότι η παροχή των υπηρεσιών αυτών είναι δυνατή μόνο με ζημία ή με καθαρό κόστος που αφίσταται της συνήθους εμπορικής πρακτικής. Είναι σημαντικό να διασφαλίζεται ο ορθός υπολογισμός του καθαρού κόστους των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας και κάθε χρηματοδότηση να προκαλεί την ελάχιστη δυνατή στρέβλωση στην αγορά και στις επιχειρήσεις, και να συνάδει με τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ.

(240)

Κάθε υπολογισμός του καθαρού κόστους των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το κόστος και τα έσοδα, καθώς και τα άυλα οφέλη που προκύπτουν από την παροχή καθολικής υπηρεσίας, δεν θα πρέπει όμως να δυσχεραίνει τον γενικό στόχο της εξασφάλισης της αντιστοιχίας μεταξύ της τιμολόγησης και του κόστους. Το καθαρό κόστος των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας, θα πρέπει να υπολογίζεται βάσει διαφανών διαδικασιών.

(241)

Ο συνυπολογισμός των άυλων οφελών σημαίνει ότι, για να καθοριστεί η συνολική επιβάρυνση κόστους, από το άμεσο καθαρό κόστος των υποχρεώσεων παροχής καθολικής υπηρεσίας, θα πρέπει να αφαιρείται μια χρηματική αποτίμηση των έμμεσων οφελών που αποκομίζει μια επιχείρηση λόγω της θέσης της ως παρόχου καθολικής υπηρεσίας.

(242)

Όταν μια υποχρέωση καθολικής υπηρεσίας επιβαρύνει υπερβολικά έναν πάροχο, είναι σκόπιμο να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να δημιουργούν μηχανισμούς για την ουσιαστική κάλυψη του καθαρού κόστους. Η κάλυψη μέσω δημόσιων κονδυλίων αποτελεί μία μέθοδο κάλυψης του καθαρού κόστους των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας. Μια άλλη μέθοδος είναι ο επιμερισμός του καθαρού κόστους των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας μεταξύ των παρόχων δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να χρηματοδοτούν το καθαρό κόστος των διαφόρων στοιχείων της καθολικής υπηρεσίας με διάφορους μηχανισμούς ή να χρηματοδοτούν το καθαρό κόστος ορισμένων ή όλων των στοιχείων με οποιονδήποτε από τους μηχανισμούς αυτούς ή με συνδυασμό τους. Η επαρκής ευρυζωνική πρόσβαση στο διαδίκτυο αποφέρει οφέλη όχι μόνο στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, αλλά και για την ευρύτερη διαδικτυακή οικονομία και την κοινωνία στο σύνολό της. Η παροχή σύνδεσης που υποστηρίζει ευρυζωνικές ταχύτητες σε αυξημένο αριθμό τελικών χρηστών τούς παρέχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν διαδικτυακές υπηρεσίες και, ως εκ τούτου, να συμμετέχουν ενεργά στην ψηφιακή κοινωνία. Η διασφάλιση αυτών των συνδέσεων με βάση τις υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας εξυπηρετεί τόσο το δημόσιο συμφέρον όσο και τα συμφέροντα των παρόχων ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Τα γεγονότα αυτά θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τα κράτη μέλη όταν επιλέγουν και ορίζουν μηχανισμούς για την ανάκτηση του καθαρού κόστους.

(243)

Στην περίπτωση ανάκτησης κόστους μέσω επιμερισμού του καθαρού κόστους των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας μεταξύ των παρόχων δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η μέθοδος κατανομής ανάμεσα στους παρόχους βασίζεται σε αντικειμενικά και αμερόληπτα κριτήρια και τηρεί την αρχή της αναλογικότητας. Η αρχή αυτή δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να απαλλάσσουν τους νεοεισερχόμενους φορείς οι οποίοι δεν διαθέτουν ακόμη σημαντική παρουσία στην αγορά. Κάθε χρηματοδοτικός μηχανισμός θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι συμμετέχοντες στην αγορά συνεισφέρουν μόνο στη χρηματοδότηση των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας και όχι άλλων δραστηριοτήτων, οι οποίες δεν συνδέονται άμεσα με την παροχή υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας. Οι μηχανισμοί ανάκτησης θα πρέπει να σέβονται τις αρχές του ενωσιακού δικαίου και, ιδίως όσον αφορά τους μηχανισμούς επιμερισμού, τις αρχές της αμεροληψίας και της αναλογικότητας. Τυχόν χρηματοδοτικός μηχανισμός θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι χρήστες σε ένα κράτος μέλος δεν συμβάλλουν στο κόστος παροχής καθολικής υπηρεσίας σε άλλο κράτος μέλος. Το καθαρό κόστος των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας θα πρέπει να μπορεί να επιμερίζεται μεταξύ όλων ή μερικών συγκεκριμένων κλάσεων παρόχων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι ο μηχανισμός επιμερισμού τηρεί τις αρχές της διαφάνειας, της μικρότερης δυνατής στρέβλωσης της αγοράς, της αμεροληψίας και της αναλογικότητας. Μικρότερη δυνατή στρέβλωση της αγοράς σημαίνει ότι οι εισφορές θα πρέπει να ανακτώνται κατά τρόπο ώστε η οικονομική επιβάρυνση να έχει τον ελάχιστο δυνατό αντίκτυπο στους τελικούς χρήστες, π.χ. με την ευρύτερη δυνατή κατανομή των εισφορών.

(244)

Οι πάροχοι που επωφελούνται της χρηματοδότησης για την παροχή καθολικής υπηρεσίας θα πρέπει να υποβάλλουν στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές με επαρκείς λεπτομέρειες τα συγκεκριμένα στοιχεία που χρήζουν χρηματοδότησης προκειμένου να δικαιολογήσουν το αίτημά τους. Τα συστήματα των κρατών μελών για την κοστολόγηση και τη χρηματοδότηση των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας θα πρέπει να ανακοινώνονται στην Επιτροπή προκειμένου να εξακριβώνεται αν είναι συμβατά με τη ΣΛΕΕ. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν την ουσιαστική διαφάνεια και τον έλεγχο των ποσών που διατίθενται για τη χρηματοδότηση των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας. Ο υπολογισμός του καθαρού κόστους παροχής καθολικής υπηρεσίας θα πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενική και διαφανή μεθοδολογία ώστε να διασφαλίζεται η οικονομικώς πλέον αποδοτική παροχή καθολικής υπηρεσίας και να προωθούνται ίσοι όροι ανταγωνισμού για τους συμμετέχοντες στην αγορά. Αν η μεθοδολογία που πρόκειται να χρησιμοποιείται για να υπολογίζεται το καθαρό κόστος επιμέρους στοιχείων καθολικής υπηρεσίας καθίσταται γνωστή εκ των προτέρων, πριν από την εφαρμογή του υπολογισμού, αυτό θα μπορούσε να συμβάλει στην επίτευξη αυξημένης διαφάνειας.

(245)

Τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να επιβάλλουν στους συμμετέχοντες στην αγορά χρηματοδοτικές εισφορές που αφορούν μέτρα τα οποία δεν αποτελούν τμήμα των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας. Κάθε επιμέρους κράτος μέλος διατηρεί το δικαίωμα να επιβάλλει ειδικά μέτρα (εκτός του πεδίου εφαρμογής των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας) και να τα χρηματοδοτεί σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, χωρίς όμως να επιβάλλει εισφορές στους συμμετέχοντες στην αγορά.

(246)

Για την αποτελεσματική στήριξη της ελεύθερης κυκλοφορίας αγαθών, υπηρεσιών και προσώπων εντός της Ένωσης, θα πρέπει να είναι δυνατή η χρήση ορισμένων εθνικών πόρων αριθμοδότησης, ιδίως ορισμένων μη γεωγραφικών αριθμών, με εξωεδαφικό τρόπο, δηλαδή εκτός της επικράτειας του χορηγούντος κράτους μέλους. Λαμβανομένου υπόψη του σημαντικού κινδύνου απάτης όσον αφορά τις διαπροσωπικές επικοινωνίες, αυτή η εξωεδαφική χρήση θα πρέπει να επιτρέπεται μόνο για την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών εκτός των υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών. Η επιβολή των σχετικών εθνικών νομοθετικών διατάξεων, ιδίως των κανόνων προστασίας των καταναλωτών και άλλων κανόνων που αφορούν τη χρήση πόρων αριθμοδότησης, θα πρέπει να διασφαλίζεται από τα κράτη μέλη χωρίς να λαμβάνεται υπόψη πού χορηγήθηκαν τα δικαιώματα χρήσης και πού χρησιμοποιούνται οι πόροι αριθμοδότησης εντός της Ένωσης. Τα κράτη μέλη διατηρούν την αρμοδιότητα εφαρμογής του εθνικού δικαίου τους στους πόρους αριθμοδότησης που χρησιμοποιούνται στην επικράτειά τους, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων που έχουν χορηγηθεί σε άλλο κράτος μέλος.

(247)

Οι εθνικές ρυθμιστικές ή άλλες αρμόδιες αρχές των κρατών μελών όπου χρησιμοποιούνται πόροι αριθμοδότησης από άλλο κράτος μέλος δεν έχουν τον έλεγχο αυτών των πόρων αριθμοδότησης. Έχει συνεπώς ουσιώδη σημασία η εθνική ρυθμιστική ή άλλη αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που χορηγεί τα δικαιώματα εξωεδαφικής χρήσης να διασφαλίζει επίσης την αποτελεσματική προστασία των τελικών χρηστών στα κράτη μέλη όπου χρησιμοποιούνται οι εν λόγω αριθμοί. Προκειμένου να επιτυγχάνεται αποτελεσματική προστασία, η εθνική ρυθμιστική ή άλλη αρμόδια αρχή που χορηγεί δικαιώματα εξωεδαφικής χρήσης θα πρέπει να ορίζουν προϋποθέσεις σύμφωνα με την παρούσα οδηγία σε ό,τι αφορά τον σεβασμό εκ μέρους του παρόχου των κανόνων για την προστασία των καταναλωτών και άλλων κανόνων σχετικά με τη χρήση πόρων αριθμοδότησης στα κράτη μέλη όπου πρόκειται να χρησιμοποιηθούν αυτοί οι πόροι.

(248)

Οι εθνικές ρυθμιστικές ή άλλες αρμόδιες αρχές των κρατών μελών όπου χρησιμοποιούνται πόροι αριθμοδότησης θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ζητούν τη στήριξη των εθνικών ρυθμιστικών ή άλλων αρμόδιων αρχών που χορήγησαν τα δικαιώματα χρήσης των πόρων αριθμοδότησης για τη βοήθεια στην επιβολή των κανόνων τους. Τα μέτρα επιβολής από τις εθνικές ρυθμιστικές ή άλλες αρμόδιες αρχές που χορήγησαν τα δικαιώματα χρήσης θα πρέπει να περιλαμβάνουν αποτρεπτικές κυρώσεις, ιδίως, σε περίπτωση σοβαρής παραβίασης, την ανάκληση του δικαιώματος εξωεδαφικής χρήσης των πόρων αριθμοδότησης που έχουν χορηγηθεί στην εκάστοτε επιχείρηση. Οι απαιτήσεις σχετικά με την εξωεδαφική χρήση δεν θα πρέπει να θίγουν τις εξουσίες των κρατών μελών να εμποδίζουν, κατά περίπτωση, την πρόσβαση σε αριθμούς ή υπηρεσίες, όταν αυτό δικαιολογείται για λόγους απάτης ή κατάχρησης. Η εξωεδαφική χρήση πόρων αριθμοδότησης θα πρέπει να τελεί υπό την επιφύλαξη των κανόνων της Ένωσης που αφορούν την παροχή υπηρεσιών περιαγωγής, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που αφορούν την αποτροπή μη φυσιολογικής ή καταχρηστικής χρήσης των υπηρεσιών περιαγωγής οι οποίες υπόκεινται σε ρύθμιση των τιμών λιανικής και επωφελούνται από ρυθμιζόμενα τέλη περιαγωγής χονδρικής. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξακολουθούν να είναι σε θέση να συνάπτουν ειδικές συμφωνίες για την εξωεδαφική χρήση πόρων αριθμοδότησης με τρίτες χώρες.

(249)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προωθούν την ασύρματη παροχή πόρων αριθμοδότησης ώστε να διευκολύνεται η αλλαγή παρόχων ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Η ασύρματη παροχή πόρων αριθμοδότησης καθιστά δυνατό τον επαναπρογραμματισμό των αναγνωριστικών κωδικών εξοπλισμού επικοινωνιών χωρίς φυσική πρόσβαση στις σχετικές συσκευές. Το χαρακτηριστικό αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τις υπηρεσίες μηχανής προς μηχανή, δηλαδή υπηρεσίες που συνεπάγονται αυτοματοποιημένη μετάδοση δεδομένων και πληροφοριών μεταξύ συσκευών ή εφαρμογών λογισμικού με περιορισμένη ή μηδενική ανθρώπινη διάδραση. Οι πάροχοι αυτών των υπηρεσιών μηχανής προς μηχανή ενδέχεται να μην έχουν δυνατότητα φυσικής πρόσβασης στις συσκευές τους λόγω της χρήσης τους σε απομακρυσμένες συνθήκες ή λόγω του μεγάλου αριθμού συσκευών που χρησιμοποιούνται ή λόγω των πρακτικών χρήσης τους. Λαμβανομένων υπόψη της αναδυόμενης αγοράς υπηρεσιών μηχανής προς μηχανή και των νέων τεχνολογιών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να διασφαλίζεται η ουδετερότητα της τεχνολογίας κατά την προώθηση της ασύρματης παροχής.

(250)

Η πρόσβαση σε πόρους αριθμοδότησης βάσει διαφανών, αντικειμενικών και αμερόληπτων κριτηρίων είναι απαραίτητη για τον ανταγωνισμό των επιχειρήσεων στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να χορηγούν δικαιώματα χρήσης πόρων αριθμοδότησης σε άλλες επιχειρήσεις εκτός από τους παρόχους δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, λαμβανομένης υπόψη της αυξανόμενης σημασίας των αριθμών για διάφορες υπηρεσίες διαδικτύου των πραγμάτων. Η διαχείριση όλων των εθνικών σχεδίων αριθμοδότησης θα πρέπει να πραγματοποιείται από τις εθνικές ρυθμιστικές ή άλλες αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων των κωδίκων σημείων που χρησιμοποιούνται στη διευθυνσιοδότηση δικτύου. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες παρουσιάζεται ανάγκη εναρμόνισης των πόρων αριθμοδότησης στην Ένωση για την υποστήριξη της ανάπτυξης πανευρωπαϊκών υπηρεσιών ή διασυνοριακών υπηρεσιών, ιδίως νέων υπηρεσιών με βάση την επικοινωνία μηχανής προς μηχανή, όπως είναι τα συνδεδεμένα αυτοκίνητα, και εφόσον η ζήτηση δεν ήταν δυνατό να καλυφθεί βάσει των υφιστάμενων πόρων αριθμοδότησης, η Επιτροπή δύναται να λαμβάνει εκτελεστικά μέτρα με τη συνδρομή του BEREC.

(251)

Η απαίτηση δημοσίευσης των αποφάσεων για τη χορήγηση δικαιωμάτων χρήσης πόρων αριθμοδότησης θα πρέπει να μπορεί να πληρωθεί με τη δημοσιοποίηση των αποφάσεων αυτών μέσω ιστοσελίδας.

(252)

Λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες πτυχές που αφορούν τις καταγγελίες για εξαφάνιση παιδιών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διατηρήσουν τη δέσμευσή τους να διασφαλίσουν ότι στις επικράτειές τους είναι πλέον διαθέσιμη μια εύρυθμα λειτουργούσα υπηρεσία για την καταγγελία εξαφάνισης παιδιών στον αριθμό «116000». Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι επιτυγχάνεται επαρκές επίπεδο ποιότητας της υπηρεσίας κατά τη λειτουργία του αριθμού «116000».

(253)

Παράλληλα με τον αριθμό «116000» της ανοικτής τηλεφωνικής γραμμής για αγνοούμενα παιδιά, πολλά κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι τα παιδιά έχουν πρόσβαση σε φιλική προς τα παιδιά υπηρεσία που διαχειρίζεται γραμμή υποστήριξης η οποία βοηθά τα παιδιά που χρειάζονται φροντίδα και προστασία μέσω της χρήσης του αριθμού «116111». Αυτά τα κράτη μέλη και η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι πολίτες, και ιδίως τα παιδιά και τα εθνικά συστήματα προστασίας των παιδιών, γνωρίζουν την ύπαρξη της γραμμής υποστήριξης «116111».

(254)

Η εσωτερική αγορά συνεπάγεται ότι οι τελικοί χρήστες μπορούν να έχουν πρόσβαση σε όλους τους αριθμούς που περιλαμβάνονται στα εθνικά σχέδια αριθμοδότησης άλλων κρατών μελών καθώς και να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες, χρησιμοποιώντας μη γεωγραφικούς αριθμούς, συμπεριλαμβανομένων των αριθμών ατελών κλήσεων και των αριθμών πρόσθετου τέλους, εντός της Ένωσης, εκτός από τις περιπτώσεις που ο καλούμενος τελικός χρήστης έχει επιλέξει, για εμπορικούς λόγους, να περιορίσει την πρόσβαση από ορισμένη γεωγραφική περιοχή. Οι τελικοί χρήστες πρέπει επίσης να μπορούν να έχουν πρόσβαση στους καθολικούς διεθνείς αριθμούς ατελών κλήσεων (UIFN). Η διασυνοριακή πρόσβαση στους πόρους αριθμοδότησης και στις συνδεδεμένες υπηρεσίες δεν θα πρέπει να παρεμποδίζεται εκτός από αντικειμενικά αιτιολογημένες περιπτώσεις, για παράδειγμα την καταπολέμηση της απάτης ή κατάχρησης (π.χ. σε σχέση με ορισμένες υπηρεσίες πρόσθετου τέλους) όταν ο αριθμός έχει οριστεί ότι έχει μόνο εθνικό πεδίο εφαρμογής (π.χ. εθνικός βραχύς κωδικός) ή όταν είναι οικονομικά ανέφικτο. Τα τέλη που επιβάλλονται στα μέρη που καλούν από περιοχές εκτός του εκάστοτε κράτους μέλους δεν χρειάζεται να είναι τα ίδια με εκείνα που επιβάλλονται στα μέρη που καλούν από περιοχές εντός του κράτους μέλους αυτού. Οι χρήστες θα πρέπει να ενημερώνονται εκ των προτέρων, πλήρως και με σαφήνεια σχετικά με τυχόν χρεώσεις που επιβάλλονται στους αριθμούς ατελών κλήσεων, όπως τα τέλη διεθνών κλήσεων που επιβάλλονται σε αριθμούς που είναι προσβάσιμοι μέσω των τυποποιημένων διεθνών διακριτικών κλήσης. Όταν τα έσοδα διασύνδεσης ή άλλων υπηρεσιών παρακρατούνται από παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών για λόγους απάτης ή κατάχρησης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα παρακρατηθέντα έσοδα υπηρεσιών επιστρέφονται στους τελικούς χρήστες που επηρεάστηκαν από τη σχετική απάτη ή κατάχρηση όπου είναι δυνατόν.

(255)

Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, ορισμένες διατάξεις για τα δικαιώματα τελικών χρηστών στην παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται σε πολύ μικρές επιχειρήσεις οι οποίες παρέχουν μόνο υπηρεσίες διαπροσωπικών επικοινωνιών ανεξαρτήτως αριθμών. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο ορισμός των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, που περιλαμβάνει και τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Προκειμένου να περιλαμβάνονται μόνον οι επιχειρήσεις που είναι πράγματι ανεξάρτητες πολύ μικρές επιχειρήσεις, είναι απαραίτητο να εξετάζεται η δομή των πολύ μικρών επιχειρήσεων που αποτελούν οικονομικό όμιλο, η ισχύς του οποίου υπερβαίνει την ισχύ μιας πολύ μικρής επιχείρησης, και να διασφαλίζεται ότι ο ορισμός της πολύ μικρής επιχείρησης δεν καταστρατηγείται για αμιγώς τυπικούς λόγους.

(256)

Η ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών απαιτεί την άρση των φραγμών για τους τελικούς χρήστες, ώστε να έχουν διασυνοριακή πρόσβαση σε υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε ολόκληρη την Ένωση. Οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών στο κοινό δεν θα πρέπει να αρνούνται ούτε να περιορίζουν την πρόσβαση, ούτε να προβαίνουν σε διακρίσεις σε βάρος των τελικών χρηστών με βάση την εθνικότητά τους ή το κράτος μέλος κατοικίας ή εγκατάστασής τους. Ωστόσο, θα πρέπει να είναι δυνατή η διαφοροποίηση, βάσει αντικειμενικά δικαιολογημένων διαφορών στο κόστος και τους κινδύνους, χωρίς να περιορίζεται στα μέτρα που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 531/2012 σχετικά με την καταχρηστική ή μη φυσιολογική χρήση των ρυθμιζόμενων υπηρεσιών περιαγωγής λιανικής.

(257)

Η αποκλίνουσα εφαρμογή των κανόνων για την προστασία των τελικών χρηστών έχει δημιουργήσει σημαντικούς φραγμούς στην εσωτερική αγορά που επηρεάζουν τόσο τους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών όσο και τους τελικούς χρήστες. Αυτοί οι φραγμοί θα πρέπει να μειωθούν με την εφαρμογή των ίδιων κανόνων που εξασφαλίζουν υψηλό κοινό επίπεδο προστασίας σε ολόκληρη την Ένωση. Η ισορροπημένη πλήρης εναρμόνιση των δικαιωμάτων των τελικών χρηστών που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία αναμένεται να αυξήσει σημαντικά την ασφάλεια δικαίου, τόσο για τους τελικούς χρήστες όσο και για τους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, και αναμένεται να μειώσει σημαντικά τους φραγμούς εισόδου και τα περιττά βάρη συμμόρφωσης που απορρέουν από τον κατακερματισμό των κανόνων. Η πλήρης εναρμόνιση συμβάλλει στην άρση των φραγμών για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς που προκύπτουν από τις εν λόγω εθνικές διατάξεις που αφορούν τα δικαιώματα των τελικών χρηστών, οι οποίες προστατεύουν, ταυτόχρονα, τους εθνικούς παρόχους έναντι του ανταγωνισμού από άλλα κράτη μέλη. Προκειμένου να επιτευχθεί υψηλό κοινό επίπεδο προστασίας, διάφορες διατάξεις που αφορούν τα δικαιώματα των τελικών χρηστών θα πρέπει να ενισχυθούν ευλόγως στην παρούσα οδηγία με βάση τις βέλτιστες πρακτικές στα κράτη μέλη. Η πλήρης εναρμόνιση των δικαιωμάτων τους αυξάνει την εμπιστοσύνη των τελικών χρηστών στην εσωτερική αγορά, διότι επωφελούνται από εξίσου υψηλό επίπεδο προστασίας όταν χρησιμοποιούν υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όχι μόνο στο κράτος μέλος τους, αλλά επίσης και ενώ ζουν, εργάζονται ή ταξιδεύουν σε άλλα κράτη μέλη. Η πλήρης εναρμόνιση θα πρέπει να αφορά μόνο το αντικείμενο που καλύπτουν οι διατάξεις για τα δικαιώματα των τελικών χρηστών της παρούσας οδηγίας. Συνεπώς δεν θα πρέπει να επηρεάζει το εθνικό δίκαιο σε ό,τι αφορά τις εν λόγω πτυχές της προστασίας των τελικών χρηστών, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων πτυχών των μέτρων διαφάνειας που δεν καλύπτονται από αυτές τις διατάξεις. Για παράδειγμα, μέτρα τα οποία σχετίζονται με τις υποχρεώσεις διαφάνειας που δεν καλύπτονται από την παρούσα οδηγία θα πρέπει να θεωρούνται συμβατά με την αρχή της πλήρους εναρμόνισης, ενώ οι πρόσθετες απαιτήσεις που αφορούν ζητήματα διαφάνειας που καλύπτει η παρούσα οδηγία, όπως η δημοσίευση πληροφοριών, θα πρέπει να θεωρούνται ασύμβατες. Πέραν τούτου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να διατηρούν ή να θεσπίζουν εθνικές διατάξεις για ζητήματα που δεν καλύπτει συγκεκριμένα η παρούσα οδηγία, ιδίως για την αντιμετώπιση πρωτοεμφανιζόμενων ζητημάτων.

(258)

Οι συμβάσεις αποτελούν σημαντικό μέσο στη διάθεση των τελικών χρηστών για τη διασφάλιση διαφάνειας στην πληροφόρηση και ασφάλειας δικαίου. Οι περισσότεροι πάροχοι υπηρεσιών που λειτουργούν σε ανταγωνιστικό περιβάλλον συνάπτουν συμβάσεις με τους πελάτες τους για λόγους προσέλκυσης πελατών. Επιπλέον της παρούσας οδηγίας, οι απαιτήσεις του ισχύοντος δικαίου της Ένωσης για την προστασία του καταναλωτή που αφορούν τις συμβάσεις, ιδίως η οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου (37) και η οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (38), εφαρμόζονται στις συναλλαγές με καταναλωτές στον τομέα των δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Η συμπερίληψη απαιτήσεων πληροφόρησης στην παρούσα οδηγία, οι οποίες ενδέχεται επίσης να προβλέπονται από την οδηγία 2011/83/ΕΕ, δεν θα πρέπει να οδηγεί σε επανάληψη των πληροφοριών στα προσυμβατικά και τα συμβατικά έγγραφα. Οι σχετικές πληροφορίες που παρέχονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, συμπεριλαμβανομένων τυχόν πιο περιοριστικών και πιο λεπτομερών απαιτήσεων πληροφόρησης, θα πρέπει να θεωρείται ότι πληρούν τις αντίστοιχες απαιτήσεις της οδηγίας 2011/83/ΕΕ.

(259)

Ορισμένες από αυτές τις διατάξεις για την προστασία των τελικών χρηστών οι οποίες εκ των προτέρων εφαρμόζονται μόνο στους καταναλωτές, δηλαδή οι διατάξεις για τις πληροφορίες της σύμβασης, τη μέγιστη διάρκεια σύμβασης και τις δέσμες, θα πρέπει να ωφελούν όχι μόνο τους καταναλωτές αλλά επίσης τις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις, καθώς και τους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς όπως ορίζονται στο εθνικό δίκαιο. Η διαπραγματευτική θέση αυτών των κατηγοριών επιχειρήσεων και οργανισμών είναι συγκρίσιμη με αυτή των καταναλωτών και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να απολαύουν το ίδιο επίπεδο προστασίας εκτός αν παραιτηθούν ρητά από τα δικαιώματα αυτά. Οι υποχρεώσεις σχετικά με τις πληροφορίες της σύμβασης στην παρούσα οδηγία, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της οδηγίας 2011/83/ΕΕ που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία, θα πρέπει να ισχύουν ανεξάρτητα από το κατά πόσον καταβάλλεται κάποια πληρωμή και από το ποσό της πληρωμής που πρέπει να καταβάλει ο πελάτης. Οι υποχρεώσεις σχετικά με τις πληροφορίες της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που περιέχονται στην οδηγία 2011/83/ΕΕ, θα πρέπει να εφαρμόζονται αυτομάτως στις πολύ μικρές επιχειρήσεις, τις μικρές επιχειρήσεις και τους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, εκτός αν αυτές προτιμούν να διαπραγματευτούν εξατομικευμένους όρους σύμβασης με παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Αντίθετα με τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, τις μικρές επιχειρήσεις και τους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις διαθέτουν συνήθως μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ και, επομένως, δεν εξαρτώνται από τις ίδιες συμβατικές απαιτήσεις πληροφόρησης όπως οι καταναλωτές. Άλλες διατάξεις, όπως η φορητότητα αριθμού, οι οποίες είναι σημαντικές και για μεγαλύτερες επιχειρήσεις, θα πρέπει να εξακολουθήσουν να ισχύουν για όλους τους τελικούς χρήστες. Οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί είναι νομικές οντότητες οι οποίες δεν πραγματοποιούν κέρδη για τους ιδιοκτήτες ή τα μέλη τους. Κατά κανόνα, οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί είναι φιλανθρωπικές οργανώσεις ή άλλου είδους οργανώσεις δημοσίου συμφέροντος. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψη τη συγκρίσιμη κατάσταση, είναι θεμιτό να αντιμετωπίζονται αυτοί οι οργανισμοί στην παρούσα οδηγία με τον ίδιο τρόπο όπως και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις ή οι μικρές επιχειρήσεις, σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα των τελικών χρηστών.

(260)

Οι ιδιαιτερότητες του τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών απαιτούν, πέραν των οριζόντιων κανόνων για τις συμβάσεις, περιορισμένο αριθμό πρόσθετων διατάξεων προστασίας των τελικών χρηστών. Οι τελικοί χρήστες θα πρέπει να ενημερώνονται, μεταξύ άλλων, για κάθε προσφερόμενο επίπεδο ποιότητας των υπηρεσιών, για τους όρους όσον αφορά τις προωθητικές ενέργειες και την καταγγελία των συμβάσεων, για τα εφαρμοστέα τιμολογιακά προγράμματα και για τα τιμολόγια για υπηρεσίες που υπόκεινται σε ιδιαίτερους όρους τιμολόγησης. Αυτές οι πληροφορίες είναι σημαντικές για τους παρόχους διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών εκτός από τις υπηρεσίες μετάδοσης που χρησιμοποιούνται για την παροχή υπηρεσιών μηχανής προς μηχανή. Με την επιφύλαξη των κανόνων που ισχύουν για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ένας πάροχος διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών δεν θα πρέπει να υπόκειται στις υποχρεώσεις όσον αφορά απαιτήσεις πληροφοριών για συμβάσεις, όταν ο εν λόγω πάροχος και οι συνδεδεμένες εταιρείες ή πρόσωπα δεν λαμβάνουν καμία αμοιβή που να συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Όπως όταν ένα πανεπιστήμιο προσφέρει στους επισκέπτες δωρεάν πρόσβαση στο δίκτυο Wi-Fi στις εγκαταστάσεις του χωρίς να λαμβάνει οποιαδήποτε αμοιβή, ούτε μέσω πληρωμής από τους χρήστες ούτε μέσω διαφημιστικών εσόδων.

(261)

Προκειμένου να παρέχεται στον τελικό χρήστη η δυνατότητα να προβαίνει σε καλά τεκμηριωμένες επιλογές, είναι ουσιώδες οι απαιτούμενες σχετικές πληροφορίες να παρέχονται πριν από τη σύναψη της σύμβασης και σε σαφή και κατανοητή γλώσσα και σε σταθερό μέσο ή, όταν αυτό δεν είναι εφικτό και με την επιφύλαξη του ορισμού του σταθερού μέσου στην οδηγία 2011/83/ΕΕ, σε έγγραφο το οποίο καθιστά διαθέσιμο ο πάροχος και κοινοποιεί στον χρήστη και το οποίο οι καταναλωτές μπορούν εύκολα να καταφορτώσουν, να ανοίξουν και να συμβουλευθούν στις συσκευές που χρησιμοποιούν συνήθως. Για να διευκολυνθεί η επιλογή, οι πάροχοι θα πρέπει επίσης να παρέχουν περίληψη των ουσιωδών συμβατικών όρων. Για να διευκολυνθεί η συγκρισιμότητα και να μειωθεί το κόστος συμμόρφωσης, η Επιτροπή θα πρέπει, κατόπιν διαβούλευσης με τον BEREC, να θεσπίσει υπόδειγμα για τις εν λόγω περιλήψεις των συμβάσεων. Οι πληροφορίες που παρέχονται πριν από τη σύναψη της σύμβασης, καθώς και το υπόδειγμα της περίληψης, θα πρέπει να αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της τελικής σύμβασης. Η περίληψη της σύμβασης θα πρέπει να είναι περιεκτική και να διαβάζεται εύκολα, το μήκος της δεν θα πρέπει ιδανικά να ξεπερνά το αντίστοιχο μίας μονής σελίδας Α4 ή, όταν μια σειρά υπηρεσιών ομαδοποιούνται σε μία ενιαία σύμβαση, το αντίστοιχο τριών μονών σελίδων Α4.

(262)

Μετά την έκδοση του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2120, οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας που αφορούν τις πληροφορίες σχετικά με τους όρους που περιορίζουν την πρόσβαση σε υπηρεσίες και εφαρμογές ή τη χρήση τους, καθώς και πληροφορίες για τη διαμόρφωση της κυκλοφορίας, κατέστησαν άνευ αντικειμένου και θα πρέπει να καταργηθούν.

(263)

Σε ό,τι αφορά τον τερματικό εξοπλισμό, στη σύμβαση πελάτη θα πρέπει να γίνεται σαφής μνεία, αφενός, όλων των όρων τους οποίους επιβάλλει ο πάροχος στη χρήση τέτοιου εξοπλισμού, όπως είναι το «κλείδωμα της κάρτας SIM» στις συσκευές κινητών επικοινωνιών, εάν τέτοιου είδους όροι δεν απαγορεύονται από το εθνικό δίκαιο, και αφετέρου όλων των τελών που συνεπάγεται η καταγγελία της σύμβασης, είτε πριν από τη συμφωνημένη προθεσμία είτε στην καθορισμένη ημερομηνία λήξης της, περιλαμβανομένου του κόστους για τη διατήρηση του εξοπλισμού από τον πελάτη. Σε περίπτωση που ο τελικός χρήστης επιλέξει να διατηρήσει τερματικό εξοπλισμό που παρέχεται ως δέσμη κατά τη στιγμή σύναψης της σύμβασης, οποιαδήποτε οφειλόμενη αποζημίωση δεν θα πρέπει να υπερβαίνει την κατά χρονική αναλογία αξία του που υπολογίζεται με βάση την αξία τη στιγμή σύναψης της σύμβασης ή το τμήμα του τέλους υπηρεσίας που απομένει έως τη λήξη της σύμβασης, ανάλογα με το ποιο ποσό είναι μικρότερο. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να επιλέξουν άλλες μεθόδους για τον υπολογισμό του συντελεστή αποζημίωσης όταν ο συντελεστής αυτός είναι ίσος ή μικρότερος από την υπολογιζόμενη αποζημίωση. Κάθε περιορισμός στη χρήση τερματικού εξοπλισμού σε άλλα δίκτυα πρέπει να αίρεται ατελώς από τον πάροχο το αργότερο με την καταβολή της εν λόγω αποζημίωσης.

(264)

Με την επιφύλαξη της ουσιώδους υποχρέωσης του παρόχου που αφορά την ασφάλεια δυνάμει της παρούσας οδηγίας, η σύμβαση θα πρέπει να αναφέρει σαφώς τη μορφή των μέτρων τα οποία ενδέχεται να λάβει ο πάροχος σε περίπτωση συμβάντων ασφάλειας ή απειλών και τρωτών σημείων. Επιπλέον, η σύμβαση θα πρέπει επίσης να προσδιορίζει τυχόν διαθέσιμες ρυθμίσεις για αποζημίωση και επιστροφή χρημάτων αν ένας πάροχος ανταποκριθεί ανεπαρκώς σε συμβάν ασφάλειας, μεταξύ άλλων αν ένα συμβάν ασφάλειας, το οποίο έχει γνωστοποιηθεί στον πάροχο, λαμβάνει χώρα εξαιτίας γνωστών τρωτών σημείων του λογισμικού ή του λογισμικού για τα οποία έχουν εκδοθεί διορθώσεις από τον κατασκευαστή ή τον προγραμματιστή και όταν ο πάροχος υπηρεσιών δεν έχει εφαρμόσει αυτές τις διορθώσεις ή δεν έχει λάβει άλλα κατάλληλα αντίμετρα.

(265)

Η διαθεσιμότητα διαφανών, επικαιροποιημένων και συγκρίσιμων πληροφοριών όσον αφορά τις προσφορές και τις υπηρεσίες αποτελεί καίριο στοιχείο για τους καταναλωτές ανταγωνιστικών αγορών στις οποίες υπάρχουν αρκετοί πάροχοι που προσφέρουν υπηρεσίες. Οι τελικοί χρήστες θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να συγκρίνουν εύκολα τις τιμές διαφόρων υπηρεσιών που προσφέρονται στην αγορά με βάση πληροφορίες που δημοσιεύονται σε ευκόλως προσβάσιμη μορφή. Προκειμένου να τους δοθεί η δυνατότητα να συγκρίνουν εύκολα τις τιμές και τις υπηρεσίες, οι αρμόδιες αρχές, σε συντονισμό, κατά περίπτωση, με τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να απαιτούν από παρόχους υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο ή διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών μεγαλύτερη διαφάνεια όσον αφορά τις πληροφορίες, μεταξύ άλλων σχετικά με τα τιμολόγια, την ποιότητα των υπηρεσιών, τους όρους σχετικά με τον παρεχόμενο τερματικό εξοπλισμό, και άλλα σχετικά στατιστικά στοιχεία. Για οποιεσδήποτε απαιτήσεις αυτού του είδους θα πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα χαρακτηριστικά των εν λόγω δικτύων ή υπηρεσιών. Θα πρέπει επίσης να διασφαλίζουν ότι τρίτα μέρη έχουν δικαίωμα να χρησιμοποιούν δωρεάν τις διαθέσιμες στο κοινό πληροφορίες που δημοσίευσαν οι επιχειρήσεις αυτές, με σκοπό την παροχή εργαλείων σύγκρισης.

(266)

Οι τελικοί χρήστες συχνά δεν γνωρίζουν το κόστος της καταναλωτικής τους συμπεριφοράς ή δυσκολεύονται να εκτιμήσουν την οικεία κατανάλωση χρόνου ή δεδομένων κατά τη χρήση υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Για να αυξηθεί η διαφάνεια και να καταστεί δυνατή η βελτίωση του ελέγχου των προϋπολογισμών τους για επικοινωνίες, είναι σημαντικό να παρέχονται στους τελικούς χρήστες διευκολύνσεις που να τους επιτρέπουν να παρακολουθούν την κατανάλωσή τους εγκαίρως. Επιπλέον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να διατηρούν ή να θεσπίζουν διατάξεις για τα όρια κατανάλωσης προστατεύοντας τους τελικούς χρήστες από φουσκωμένους λογαριασμούς, μεταξύ άλλων όσον αφορά τις υπηρεσίες πρόσθετου τέλους και άλλες υπηρεσίες που υπόκεινται σε ιδιαίτερους όρους τιμολόγησης. Έτσι θα επιτραπεί στις αρμόδιες αρχές να απαιτούν την παροχή πληροφοριών για τέτοιες τιμές πριν από την παροχή της υπηρεσίας και δεν θίγεται η δυνατότητα των κρατών μελών να διατηρούν ή να θεσπίζουν γενικές υποχρεώσεις για τις υπηρεσίες πρόσθετου τέλους ώστε να διασφαλίζουν την αποτελεσματική προστασία των τελικών χρηστών.

(267)

Τα ανεξάρτητα εργαλεία σύγκρισης, όπως οι ιστότοποι, αποτελούν αποτελεσματικό μέσο για τους τελικούς χρήστες ώστε να αξιολογούν τα προτερήματα διαφόρων παρόχων υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο και υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών, όταν παρέχονται έναντι άμεσων χρηματικών καταβολών είτε περιοδικών είτε βάσει κατανάλωσης, και να συγκεντρώνουν αμερόληπτες πληροφορίες, ιδίως με τη σύγκριση τιμών, τιμολογίων και ποιοτικών παραμέτρων σε ένα μέρος. Τα εργαλεία αυτά θα πρέπει να είναι λειτουργικά ανεξάρτητα από τους παρόχους υπηρεσιών και κανένας πάροχος υπηρεσιών δεν θα πρέπει να τυγχάνει ευνοϊκής μεταχείρισης στα αποτελέσματα αναζήτησης. Τα εργαλεία αυτά θα πρέπει να αποσκοπούν στην παροχή τόσο σαφών και ακριβών όσο και ολοκληρωμένων και συνολικών πληροφοριών. Θα πρέπει επίσης να προσπαθούν να περιλαμβάνουν το ευρύτερο δυνατό φάσμα προσφορών, ώστε να παρέχουν αντιπροσωπευτική επισκόπηση και να καλύπτουν σημαντικό τμήμα της αγοράς. Οι πληροφορίες που παρέχονται για αυτά τα εργαλεία θα πρέπει να είναι αξιόπιστες, αμερόληπτες και διαφανείς. Οι τελικοί χρήστες θα πρέπει να ενημερώνονται για τη διαθεσιμότητα αυτών των εργαλείων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι τελικοί χρήστες έχουν ελεύθερη πρόσβαση τουλάχιστον σε ένα τέτοιο εργαλείο στην αντίστοιχη επικράτειά τους. Όταν σε κράτος μέλος υπάρχει ένα μόνο εργαλείο και το εν λόγω εργαλείο παύει να λειτουργεί ή δεν πληροί πλέον τα ποιοτικά κριτήρια, το κράτος μέλος θα πρέπει να μεριμνά ώστε οι τελικοί χρήστες να αποκτούν πρόσβαση εντός εύλογου χρόνου σε άλλο εργαλείο σύγκρισης σε εθνικό επίπεδο.

(268)

Ιδιωτικές επιχειρήσεις ή αρμόδιες αρχές ή τρίτοι για λογαριασμό τους μπορούν να διαχειρίζονται ανεξάρτητα εργαλεία σύγκρισης, ωστόσο τα εργαλεία θα πρέπει να χρησιμοποιούνται σύμφωνα με καθορισμένα ποιοτικά κριτήρια, μεταξύ των οποίων η απαίτηση να παρέχουν λεπτομέρειες σχετικά με τους ιδιοκτήτες τους, να παρέχουν ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες, να αναφέρουν τον χρόνο της τελευταίας επικαιροποίησης, να καθορίζουν σαφή, αντικειμενικά κριτήρια στα οποία θα βασίζεται η σύγκριση και να περιλαμβάνουν ευρύ φάσμα προσφορών που καλύπτουν σημαντικό μέρος της αγοράς. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προσδιορίζουν πόσο συχνά απαιτείται τα εργαλεία σύγκρισης να επανεξετάζουν και να επικαιροποιούν τις πληροφορίες που παρέχουν στους τελικούς χρήστες, λαμβάνοντας υπόψη τη συχνότητα με την οποία οι πάροχοι υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο και διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών επικαιροποιούν, εν γένει, τις τιμολογιακές και ποιοτικές πληροφορίες τους.

(269)

Προκειμένου να προωθούν ζητήματα δημοσίου συμφέροντος σε ό,τι αφορά τη χρήση υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο και διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών βάσει αριθμών και να ενθαρρύνουν την προστασία των δικαιωμάτων ή ελευθεριών άλλων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να παράγουν και να διαδίδουν ή να έχουν διαδώσει, με τη βοήθεια των παρόχων τέτοιων υπηρεσιών, πληροφορίες δημοσίου συμφέροντος σχετικά με τη χρήση τέτοιων υπηρεσιών. Θα πρέπει να είναι δυνατόν για τις εν λόγω πληροφορίες να περιλαμβάνουν πληροφορίες δημοσίου συμφέροντος σχετικά με τις πλέον κοινές παραβιάσεις και τις έννομες συνέπειές τους, για παράδειγμα σχετικά με την παραβίαση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, άλλες παράνομες χρήσεις και τη διάδοση υλικού επιβλαβούς περιεχομένου, καθώς και συμβουλές και τρόποι προστασίας κατά κινδύνων που απειλούν την προσωπική ασφάλεια, για παράδειγμα εκείνων που προέρχονται από γνωστοποίηση προσωπικών στοιχείων σε ορισμένες περιπτώσεις, καθώς και κινδύνους για την ιδιωτική ζωή και τα προσωπικά δεδομένα, και τη διαθεσιμότητα εύχρηστου και διαμορφώσιμου λογισμικού ή επιλογών λογισμικού για την προστασία των παιδιών ή των ευπαθών ατόμων. Οι πληροφορίες αυτές θα μπορούσαν να συντονιστούν μέσω της διαδικασίας συνεργασίας που καθιερώνεται στην παρούσα οδηγία. Αυτές οι πληροφορίες δημοσίου συμφέροντος θα πρέπει να ενημερώνονται εφόσον τούτο καθίσταται αναγκαίο και να παρουσιάζονται σε ευνόητη μορφή, όπως ορίζεται σε κάθε κράτος μέλος, καθώς και στους δικτυακούς τόπους των εθνικών δημόσιων αρχών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να υποχρεώνουν τους παρόχους υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο και διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών βάσει αριθμών να διαδίδουν αυτές τις τυποποιημένες πληροφορίες σε όλους τους πελάτες τους κατά τον τρόπο που οι εθνικές δημόσιες αρχές κρίνουν ως τον πιο κατάλληλο. Ωστόσο, η διάδοση των πληροφοριών αυτών δεν θα πρέπει να επιβαρύνει υπερβολικά τους παρόχους. Αν συμβαίνει αυτό, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ζητούν από τους παρόχους τη διάδοση των πληροφοριών αυτών με τα μέσα που χρησιμοποιούν οι τελευταίοι στην επικοινωνία τους με τους τελικούς χρήστες κατά τη συνήθη επαγγελματική δραστηριότητά τους.

(270)

Ελλείψει σχετικών κανόνων του ενωσιακού δικαίου, το περιεχόμενο, οι εφαρμογές και οι υπηρεσίες μπορούν να θεωρηθούν νόμιμες ή επιβλαβείς σύμφωνα με το εθνικό ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο. Είναι καθήκον των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, και όχι των παρόχων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, να αποφασίσουν, σύμφωνα με τη δέουσα διαδικασία, κατά πόσον το περιεχόμενο, οι εφαρμογές ή οι υπηρεσίες είναι νόμιμες ή επιβλαβείς. Η παρούσα οδηγία και η οδηγία 2002/58/ΕΚ δεν θίγουν την οδηγία 2000/31/ΕΚ, η οποία μεταξύ άλλων περιλαμβάνει κανόνα για την «απλή μετάδοση» για τους ενδιάμεσους παρόχους υπηρεσιών, όπως ορίζεται στην οδηγία αυτή.

(271)

Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές σε συντονισμό με άλλες αρμόδιες αρχές ή, κατά περίπτωση, άλλες αρμόδιες αρχές σε συντονισμό με τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να είναι εξουσιοδοτημένες να παρακολουθούν την ποιότητα των υπηρεσιών και να συλλέγουν, με συστηματικό τρόπο, πληροφορίες σχετικά με την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρουν πάροχοι υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο και διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών, στον βαθμό που οι πάροχοι έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν ελάχιστα επίπεδα ποιότητας των υπηρεσιών είτε μέσω ελέγχου ορισμένων τουλάχιστον στοιχείων του δικτύου είτε βάσει συμφωνίας σε επίπεδο υπηρεσιών για τον σκοπό αυτό, συμπεριλαμβανομένης της ποιότητας της παροχής υπηρεσιών σε τελικούς χρήστες με αναπηρίες. Οι εν λόγω πληροφορίες θα πρέπει να συλλέγονται βάσει κριτηρίων που επιτρέπουν τη σύγκριση μεταξύ των φορέων παροχής υπηρεσιών και μεταξύ των κρατών μελών. Οι πάροχοι τέτοιων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε ανταγωνιστικό περιβάλλον είναι πιθανό να παρέχουν επαρκείς και ενημερωμένες πληροφορίες σχετικά με τις διαθέσιμες στο κοινό υπηρεσίες που παρέχουν με σκοπό εμπορικά οφέλη. Παρόλα αυτά, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές σε συντονισμό με άλλες αρμόδιες αρχές ή, κατά περίπτωση, άλλες αρμόδιες αρχές σε συντονισμό με τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να απαιτούν τη δημοσίευση των πληροφοριών αυτών, εφόσον αποδειχθεί ότι οι πληροφορίες αυτές δεν διατίθενται πραγματικά στο κοινό. Όταν η ποιότητα των υπηρεσιών των διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών εξαρτάται από τυχόν εξωτερικούς παράγοντες, όπως ο έλεγχος της μετάδοσης του σήματος ή η συνδεσιμότητα του δικτύου, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές σε συντονισμό με άλλες αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ζητούν από τους παρόχους τέτοιων υπηρεσιών να ενημερώσουν σχετικά τους καταναλωτές τους.

(272)

Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές σε συντονισμό με άλλες αρμόδιες αρχές θα πρέπει επίσης να καθορίζουν τις μεθόδους μέτρησης που πρέπει να εφαρμόζονται από τους παρόχους υπηρεσιών ώστε να βελτιώνεται η συγκρισιμότητα των παρεχόμενων δεδομένων. Προκειμένου να διευκολυνθεί η συγκρισιμότητα σε ολόκληρη την Ένωση και να μειωθεί το κόστος συμμόρφωσης, ο BEREC θα πρέπει να εγκρίνει κατευθυντήριες γραμμές για τις σχετικές παραμέτρους ποιότητας των υπηρεσιών, τις οποίες θα πρέπει να λαμβάνουν ιδιαιτέρως υπόψη οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές σε συντονισμό με άλλες αρμόδιες αρχές.

(273)

Προκειμένου να επωφελούνται πλήρως από το ανταγωνιστικό περιβάλλον, οι καταναλωτές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να κάνουν επιλογές μετά από ενημέρωση και να αλλάζουν πάροχο όταν αυτό εξυπηρετεί το βέλτιστο συμφέρον τους. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να διασφαλισθεί ότι είναι σε θέση να το πράττουν χωρίς να αντιμετωπίζουν νομικά, τεχνικά ή πρακτικά κωλύματα, στα οποία συγκαταλέγονται οι συμβατικοί όροι, οι διαδικασίες και τα τέλη. Αυτό δεν αποκλείει τον καθορισμό από τους παρόχους εύλογων ελάχιστων συμβατικών περιόδων έως και 24 μηνών στις συμβάσεις καταναλωτή. Ωστόσο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να διατηρούν ή να θεσπίζουν διατάξεις για συντομότερη μέγιστη διάρκεια και να επιτρέπουν στους καταναλωτές να αλλάζουν τιμολογιακά προγράμματα ή να καταγγέλλουν τη σύμβαση εντός της περιόδου σύμβασης χωρίς να επιβαρύνονται με επιπλέον κόστος ανάλογα με τις εθνικές συνθήκες, όπως είναι τα επίπεδα ανταγωνισμού και η σταθερότητα των επενδύσεων σε δίκτυα. Ανεξάρτητα από τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι καταναλωτές ενδέχεται να προτιμούν και να επωφελούνται από μεγαλύτερη περίοδο επιστροφής για υλικές συνδέσεις. Αυτές οι δεσμεύσεις των καταναλωτών μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό παράγοντα για τη διευκόλυνση της ανάπτυξης δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας έως τον τελικό χρήστη ή πολύ κοντά στους χώρους του τελικού χρήστη, μεταξύ άλλων μέσω συστημάτων συνάθροισης της ζήτησης που επιτρέπουν στους επενδυτές δικτύων να μειώνουν τους κινδύνους αρχικής αξιοποίησης. Ωστόσο, τα δικαιώματα των καταναλωτών να αλλάζουν παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως καθορίζονται με την παρούσα οδηγία, δεν θα πρέπει να περιορίζονται από τέτοιες περιόδους επιστροφής στις συμβάσεις για υλικές συνδέσεις και οι συμβάσεις αυτές δεν θα πρέπει να καλύπτουν τερματικό εξοπλισμό ή εξοπλισμό πρόσβασης στο διαδίκτυο, όπως τηλεφωνικές συσκευές, δρομολογητές ή μόντεμ. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν την ισότιμη μεταχείριση των οντοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των παρόχων, χρηματοδοτώντας την ανάπτυξη υλικής σύνδεσης πολύ υψηλής χωρητικότητας μέχρι τους χώρους ενός τελικού χρήστη, μεταξύ άλλων όταν η χρηματοδότηση αυτή γίνεται με σύμβαση που προβλέπει την πληρωμή σε δόσεις.

(274)

Είναι δυνατή η αυτόματη παράταση των συμβάσεων για υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Στις περιπτώσεις αυτές οι τελικοί χρήστες θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να καταγγέλλουν τη σύμβασή τους χωρίς να επιβαρύνονται με επιπλέον κόστος μετά τη λήξη της περιόδου της σύμβασης.

(275)

Τυχόν αλλαγές των συμβατικών όρων που προτείνονται από τους παρόχους διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών εκτός από υπηρεσίες διαπροσωπικών επικοινωνιών ανεξαρτήτως αριθμών, οι οποίες δεν είναι προς όφελος του τελικού χρήστη, για παράδειγμα όσον αφορά επιβαρύνσεις, τιμολόγια, περιορισμούς του όγκου δεδομένων, ταχύτητες δεδομένων, κάλυψη ή την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, θα πρέπει να παρέχουν το δικαίωμα στον τελικό χρήστη να καταγγείλει τη σύμβαση χωρίς κανένα κόστος, ακόμη και αν συνδυάζονται με ορισμένες επωφελείς αλλαγές. Οποιαδήποτε αλλαγή των συμβατικών όρων από τον πάροχο θα πρέπει συνεπώς να δίνει το δικαίωμα στον τελικό χρήστη να καταγγείλει τη σύμβαση, εκτός αν κάθε αλλαγή είναι καθ’ αυτή επωφελής για τον τελικό χρήστη ή οι αλλαγές είναι αμιγώς διοικητικής φύσης, όπως η αλλαγή της διεύθυνσης του παρόχου, και δεν έχουν αρνητικό αντίκτυπο στον τελικό χρήστη ή οι αλλαγές επιβάλλονται αυστηρά από νομοθετικές ή ρυθμιστικές αλλαγές, όπως νέες απαιτήσεις για τις πληροφορίες της σύμβασης που επιβάλλονται από το ενωσιακό ή το εθνικό δίκαιο. Το κατά πόσον μια αλλαγή είναι αποκλειστικά προς όφελος του τελικού χρήστη θα πρέπει να αξιολογείται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων. Το δικαίωμα του τελικού χρήστη να καταγγείλει τη σύμβαση θα πρέπει να αποκλείεται μόνο αν ο πάροχος είναι σε θέση να αποδείξει ότι όλες οι αλλαγές στη σύμβαση είναι αποκλειστικά προς όφελος του τελικού χρήστη ή είναι αμιγώς διοικητικής φύσης χωρίς αρνητικό αντίκτυπο στον τελικό χρήστη.

(276)

Οι τελικοί χρήστες θα πρέπει να ενημερώνονται για τυχόν αλλαγές στους συμβατικούς όρους με σταθερό μέσο. Τελικοί χρήστες εκτός των καταναλωτών, των πολύ μικρών επιχειρήσεων ή των μικρών επιχειρήσεων ή των μη κερδοσκοπικών οργανισμών δεν θα πρέπει να επωφελούνται από τα δικαιώματα καταγγελίας σε περίπτωση τροποποίησης της σύμβασης, σε ό,τι αφορά υπηρεσίες μετάδοσης που χρησιμοποιούνται για υπηρεσίες μηχανής προς μηχανή. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προβλέπουν συγκεκριμένη προστασία των τελικών χρηστών σε ό,τι αφορά την καταγγελία της σύμβασης όταν οι τελικοί χρήστες αλλάζουν τόπο διαμονής. Οι διατάξεις για την καταγγελία της σύμβασης δεν θα πρέπει να θίγουν άλλες διατάξεις του ενωσιακού ή εθνικού δικαίου σχετικά με τους λόγους καταγγελίας των συμβάσεων ή αλλαγής των συμβατικών όρων και προϋποθέσεων εκ μέρους του παρόχου υπηρεσιών ή του τελικού χρήστη.

(277)

Η δυνατότητα αλλαγής παρόχων είναι καίριας σημασίας για τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό σε ανταγωνιστικό περιβάλλον. Η διαθεσιμότητα διαφανών, ακριβών και έγκαιρων πληροφοριών σχετικά με την αλλαγή παρόχου αναμένεται να αυξήσει την εμπιστοσύνη των τελικών χρηστών στη διαδικασία αλλαγής και να ενισχύσει την προθυμία τους να συμμετέχουν ενεργά στην ανταγωνιστική διαδικασία. Οι πάροχοι υπηρεσιών θα πρέπει να διασφαλίζουν τη συνέχιση της υπηρεσίας, ώστε οι τελικοί χρήστες να μπορούν να αλλάζουν παρόχους χωρίς να παρεμποδίζονται από τον κίνδυνο απώλειας της υπηρεσίας και, όπου είναι τεχνικά εφικτό, να πραγματοποιείται η αλλαγή την ημερομηνία που έχουν ζητήσει οι τελικοί χρήστες.

(278)

Η φορητότητα αριθμού αποτελεί βασικό μέσο διευκόλυνσης των επιλογών του καταναλωτή και του αποτελεσματικού ανταγωνισμού σε ανταγωνιστικές αγορές ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Οι τελικοί χρήστες που υποβάλλουν σχετικό αίτημα θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα διατήρησης των ίδιων αριθμών, ανεξαρτήτως του παρόχου υπηρεσιών και για περιορισμένο χρονικό διάστημα στη διάρκεια της αλλαγής παρόχου υπηρεσιών. Η παροχή της ευκολίας αυτής μεταξύ συνδέσεων με το δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο σε σταθερές και σε μη σταθερές θέσεις δεν καλύπτεται από την παρούσα οδηγία. Ωστόσο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να εφαρμόζουν διατάξεις για τη μεταφορά αριθμών μεταξύ δικτύων που παρέχουν υπηρεσίες σε σταθερές θέσεις και κινητών δικτύων.

(279)

Οι επιπτώσεις της φορητότητας των αριθμών ενισχύονται σημαντικά όταν υπάρχει διαφανής πληροφόρηση για τις τιμές, τόσο για τους τελικούς χρήστες που μεταφέρουν τους αριθμούς τους όσο και για τους τελικούς χρήστες που καλούν όσους έχουν μεταφέρει τους αριθμούς τους. Στο μέτρο του εφικτού, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να διευκολύνουν την κατάλληλη διαφάνεια τιμών στο πλαίσιο της εφαρμογής της φορητότητας αριθμού.

(280)

Όταν εξασφαλίζουν ότι οι τιμές για διασύνδεση που σχετίζεται με την παροχή φορητότητας αριθμού αντανακλούν το κόστος, οι εθνικές ρυθμ