ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 295

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

61ό έτος
21 Νοεμβρίου 2018


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1724 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 2ας Οκτωβρίου 2018, για τη δημιουργία ενιαίας ψηφιακής θύρας με σκοπό την παροχή πρόσβασης σε πληροφορίες, σε διαδικασίες και σε υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 ( 1 )

1

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ ( 1 )

39

 

*

Κανονισμός (EE) 2018/1726 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Νοεμβρίου 2018, σχετικά με τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη λειτουργική διαχείριση συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (eu-LISA), και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1987/2006 και της απόφασης 2007/533/ΔΕΥ του Συμβουλίου και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1077/2011

99

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1727του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Νοεμβρίου 2018, σχετικά με τον οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συνεργασία στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης (Eurojust) και την αντικατάσταση και την κατάργηση της απόφασης 2002/187/ΔΕΥ του Συμβουλίου

138

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ.

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

21.11.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 295/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2018/1724 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 2ας Οκτωβρίου 2018

για τη δημιουργία ενιαίας ψηφιακής θύρας με σκοπό την παροχή πρόσβασης σε πληροφορίες, σε διαδικασίες και σε υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 21 παράγραφος 2 και το άρθρο 114 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η εσωτερική αγορά είναι ένα από τα πλέον απτά επιτεύγματα της Ένωσης. Επιτρέποντας την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, των εμπορευμάτων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων, προσφέρει νέες ευκαιρίες στους πολίτες και στις επιχειρήσεις. Ο παρών κανονισμός συνιστά βασικό στοιχείο της στρατηγικής για την ενιαία αγορά που θεσπίστηκε από την ανακοίνωση της Επιτροπής της 28ης Οκτωβρίου 2015 με τίτλο «Αναβάθμιση της ενιαίας αγοράς: περισσότερες ευκαιρίες για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις». Η εν λόγω στρατηγική έχει στόχο την αποδέσμευση όλων των δυνατοτήτων της εσωτερικής αγοράς, διευκολύνοντας τους πολίτες και τις επιχειρήσεις να μετακινούνται στο εσωτερικό της Ένωσης και να πραγματοποιούν συναλλαγές, να εγκαθίστανται και να επεκτείνουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα διασυνοριακά.

(2)

Η ανακοίνωση της Επιτροπής της 6ης Μαΐου 2015 με τίτλο «Στρατηγική για την ψηφιακή ενιαία αγορά της Ευρώπης» αναγνώρισε τον ρόλο του διαδικτύου και των ψηφιακών τεχνολογιών στην αλλαγή της ζωής μας και του τρόπου με τον οποίο οι πολίτες και οι επιχειρήσεις έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες, αποκτούν γνώση, αγοράζουν αγαθά και υπηρεσίες, συμμετέχουν στην αγορά και εργάζονται, προσφέροντας τεράστιες ευκαιρίες για καινοτομία, ανάπτυξη και απασχόληση. Η εν λόγω ανακοίνωση, καθώς και διάφορα ψηφίσματα που έχουν εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αναγνώρισαν ότι οι ανάγκες των πολιτών και των επιχειρήσεων στη δική τους χώρα και σε διασυνοριακό επίπεδο θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν καλύτερα με την επέκταση και την ενοποίηση των υφιστάμενων πυλών, διαδικτυακών τόπων, δικτύων, υπηρεσιών και συστημάτων σε Ευρωπαϊκό επίπεδο και με τη διασύνδεσή τους με διάφορες εθνικές λύσεις, δημιουργώντας έτσι μια ενιαία ψηφιακή θύρα που θα χρησιμεύσει ως ένα ευρωπαϊκό ενιαίο σημείο εισόδου («θύρα»). Η ανακοίνωση της Επιτροπής της 19ης Απριλίου 2016 με τίτλο «Σχέδιο δράσης της ΕΕ για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση 2016-2020 — Επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού της διακυβέρνησης» ανέφερε τη δημιουργία της θύρας ως μία από τις δράσεις του για το 2017. Η έκθεση της Επιτροπής της 24ης Ιανουαρίου 2017 με τίτλο «Ενίσχυση των Δικαιωμάτων των Πολιτών σε μια Ένωση δημοκρατικής αλλαγής — Έκθεση 2017 για την ιθαγένεια της ΕΕ» θεώρησε ότι η θύρα αποτελεί προτεραιότητα για τα δικαιώματα των πολιτών της Ένωσης.

(3)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν ζητήσει επανειλημμένως πιο ολοκληρωμένη και φιλική προς τον χρήστη δέσμη πληροφοριών και υποστήριξη, ώστε να διευκολύνεται η δραστηριοποίηση των πολιτών και των επιχειρήσεων στην εσωτερική αγορά και να ενισχύονται και να εξορθολογίζονται τα εργαλεία της εσωτερική αγοράς, προκειμένου να ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες των πολιτών και των επιχειρήσεων στις διασυνοριακές τους δραστηριότητες.

(4)

Ο παρών κανονισμός ανταποκρίνεται στα εν λόγω αιτήματα παρέχοντας στους πολίτες και στις επιχειρήσεις εύκολη πρόσβαση στις πληροφορίες, τις διαδικασίες και τις υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων που χρειάζονται για την άσκηση των δικαιωμάτων τους στην εσωτερική αγορά. Η θύρα θα μπορούσε να συμβάλει στη μεγαλύτερη διαφάνεια των κανόνων και διατάξεων που αφορούν τις διάφορες επιχειρήσεις και δραστηριότητες της ζωής, σε τομείς όπως τα ταξίδια, η συνταξιοδότηση, η εκπαίδευση, η απασχόληση, η υγειονομική περίθαλψη, τα δικαιώματα των καταναλωτών και τα οικογενειακά δικαιώματα. Επιπλέον, θα μπορούσε να συμβάλει στη βελτίωση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών, στην αντιμετώπιση της έλλειψης γνώσης όσον αφορά τους κανόνες για την προστασία των καταναλωτών και την εσωτερική αγορά και στη μείωση του κόστους συμμόρφωσης για τις επιχειρήσεις. Ο παρών κανονισμός θεσπίζει μια φιλική προς τον χρήστη, διαδραστική θύρα, η οποία, με βάση τις ανάγκες των χρηστών, θα πρέπει να τους καθοδηγεί στις πλέον κατάλληλες υπηρεσίες. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη θα πρέπει να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο για την επίτευξη αυτών των στόχων.

(5)

Η θύρα θα πρέπει να διευκολύνει τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των πολιτών και των επιχειρήσεων, αφενός, και των αρμοδίων αρχών, αφετέρου, παρέχοντας πρόσβαση σε επιγραμμικές λύσεις, διευκολύνοντας τις καθημερινές δραστηριότητες των πολιτών και των επιχειρήσεων και ελαχιστοποιώντας τα εμπόδια που υφίστανται στην εσωτερική αγορά. Η ύπαρξη μιας ενιαίας ψηφιακής θύρας που παρέχει επιγραμμική πρόσβαση σε ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες, σε διαδικασίες και σε υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων, θα μπορούσε να συμβάλει στην καλύτερη ενημέρωση των χρηστών για τις διάφορες υφιστάμενες επιγραμμικές υπηρεσίες και θα μπορούσε να τους εξοικονομήσει χρόνο και κόστος.

(6)

Ο παρών κανονισμός έχει τρεις στόχους, δηλαδή τη μείωση τυχόν πρόσθετης διοικητικής επιβάρυνσης για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις που ασκούν ή επιθυμούν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους που απορρέουν από την εσωτερική αγορά, συμπεριλαμβανομένης της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών, σε πλήρη συμμόρφωση με τους εθνικούς κανόνες και διαδικασίες, την εξάλειψη των διακρίσεων και τη διασφάλιση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς ως προς την παροχή πληροφοριών, διαδικασιών και υπηρεσιών υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων. Δεδομένου ότι αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών, στοιχείο που δεν μπορεί να θεωρηθεί απλώς παρεμπίπτον, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να βασίζεται στο άρθρο 21 παράγραφος 2 και στο άρθρο 114 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

(7)

Για να μπορούν οι πολίτες και οι επιχειρήσεις της Ένωσης να ασκούν το δικαίωμά τους να κυκλοφορούν ελεύθερα στην εσωτερική αγορά, η Ένωση θα πρέπει να θεσπίσει ειδικά, μη γενεσιουργά διακρίσεων μέτρα που να επιτρέπουν στους πολίτες και στις επιχειρήσεις να έχουν ευχερή πρόσβαση σε επαρκώς σφαιρικές και αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματά τους δυνάμει του ενωσιακού δικαίου και σε πληροφορίες σχετικά με τους εφαρμοστέους εθνικούς κανόνες και διαδικασίες με τους οποίους οφείλουν να συμμορφώνονται όταν μεταβαίνουν, διαμένουν ή σπουδάζουν ή όταν εγκαθίστανται ή ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος από το δικό τους. Οι πληροφορίες θα πρέπει να θεωρούνται επαρκώς περιεκτικές εάν συμπεριλαμβάνουν όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τους χρήστες, προκειμένου αυτοί να κατανοήσουν ποια είναι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τους, και εάν προσδιορίζουν τους κανόνες που ισχύουν σε αυτούς σε σχέση με τις δραστηριότητες που επιθυμούν να αναλάβουν ως διασυνοριακοί χρήστες. Οι πληροφορίες θα πρέπει να διατυπώνονται με σαφή, περιεκτικό και κατανοητό τρόπο και να είναι λειτουργικές και καλά προσαρμοσμένες στη στοχευμένη ομάδα χρηστών. Οι πληροφορίες σχετικά με τις διαδικασίες θα πρέπει να καλύπτουν όλες τις πιθανές διαδικαστικές ενέργειες που είναι σημαντικές για τον χρήστη. Είναι σημαντικό για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν πολύπλοκα ρυθμιστικά περιβάλλοντα, όπως οι δραστηριοποιούμενοι στο ηλεκτρονικό εμπόριο και τη συνεργατική οικονομία, να μπορούν εύκολα να βρουν τους ισχύοντες κανόνες και τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζονται στις δραστηριότητές τους. Ως εύκολη και φιλική προς τον χρήστη πρόσβαση σε πληροφορίες νοείται η παροχή δυνατότητας στους χρήστες να βρίσκουν εύκολα τις πληροφορίες, να εντοπίζουν εύκολα ποιες πληροφορίες είναι συναφείς για τη συγκεκριμένη περίπτωση και να κατανοούν εύκολα τις σχετικές πληροφορίες. Οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται σε εθνικό επίπεδο δεν θα πρέπει να αφορούν μόνο τους εθνικούς κανόνες κατ’ εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, αλλά και όλους τους άλλους εθνικούς κανόνες που εφαρμόζονται τόσο σε μη διασυνοριακούς όσο και σε διασυνοριακούς χρήστες.

(8)

Οι κανόνες για την παροχή πληροφοριών στον παρόντα κανονισμό δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται στα εθνικά συστήματα απονομής δικαιοσύνης, δεδομένου ότι οι πληροφορίες στον τομέα αυτόν που αφορούν διασυνοριακούς χρήστες ήδη περιλαμβάνονται στην πύλη της ευρωπαϊκής ηλεκτρονικής δικαιοσύνης (e-Justice portal). Σε ορισμένες περιπτώσεις που καλύπτει ο παρών κανονισμός, τα δικαστήρια θα πρέπει να θεωρούνται αρμόδιες αρχές, για παράδειγμα σε περιπτώσεις όπου δικαστήρια διαχειρίζονται μητρώα επιχειρήσεων. Επιπλέον, η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων θα πρέπει να ισχύει επίσης στις επιγραμμικές διαδικασίες που παρέχουν πρόσβαση σε δικαστικές διαδικασίες.

(9)

Είναι σαφές ότι οι πολίτες και οι επιχειρήσεις από άλλα κράτη μέλη μπορεί να βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, επειδή δεν είναι εξοικειωμένοι με τους εθνικούς κανόνες και τα εθνικά διοικητικά συστήματα, επειδή οι χρησιμοποιούμενες γλώσσες διαφέρουν και, τέλος, επειδή δεν υπάρχει γεωγραφική εγγύτητα με τις αρμόδιες αρχές σε κράτος μέλος άλλο από το οικείο. Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να μειωθούν τα συνεπαγόμενα εμπόδια στην εσωτερική αγορά είναι, αφενός, να δίνεται η δυνατότητα στους διασυνοριακούς και μη διασυνοριακούς χρήστες να έχουν επιγραμμική πρόσβαση σε πληροφορίες, σε γλώσσα που να μπορούν να κατανοήσουν, ώστε να είναι σε θέση να διεκπεραιώνουν τις διαδικασίες για τη συμμόρφωσή τους με τους εθνικούς κανόνες εξολοκλήρου επιγραμμικά και, αφετέρου, να τους παρέχεται υποστήριξη όταν οι κανόνες και οι διαδικασίες δεν είναι αρκετά σαφείς ή όταν αντιμετωπίζουν εμπόδια στην άσκηση των δικαιωμάτων τους.

(10)

Στόχος ορισμένων ενωσιακών πράξεων ήταν η εξεύρεση λύσεων με τη δημιουργία τομεακών υπηρεσιών μίας στάσης, συμπεριλαμβανομένων των ενιαίων κέντρων εξυπηρέτησης που θεσπίστηκαν με την οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), που παρέχουν επιγραμμικές πληροφορίες, υπηρεσίες υποστήριξης και πρόσβαση σε διαδικασίες σχετικές με την παροχή υπηρεσιών· των σημείων επαφής για τα προϊόντα που θεσπίστηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 764/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), και των σημείων επαφής για τα δομικά προϊόντα, που θεσπίστηκαν με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 305/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), που παρέχουν πρόσβαση σε ειδικούς ανά προϊόν τεχνικούς κανόνες, και των εθνικών κέντρων υποστήριξης για τα επαγγελματικά προσόντα, που θεσπίστηκαν με την οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), που υποστηρίζουν τους επαγγελματίες που μετακινούνται διασυνοριακά. Επιπλέον, έχουν δημιουργηθεί δίκτυα, όπως τα Ευρωπαϊκά Κέντρα Καταναλωτών, προκειμένου να προαχθεί η κατανόηση των δικαιωμάτων των ενωσιακών καταναλωτών, καθώς και να υποστηριχθεί η επίλυση των καταγγελιών σχετικά με αγορές που πραγματοποιούνται σε άλλα κράτη μέλη εντός του δικτύου, όταν οι καταναλωτές ταξιδεύουν ή πραγματοποιούν αγορές επιγραμμικά. Ακόμη, στόχος του SOLVIT που αναφέρεται στη σύσταση 2013/461/ΕΕ της Επιτροπής (7) είναι να προσφέρει άμεσες, αποτελεσματικές και άτυπες λύσεις για τα άτομα και τις επιχειρήσεις, όταν τα δικαιώματά τους σχετικά με την εσωτερική αγορά δεν αναγνωρίζονται από τις δημόσιες αρχές. Τέλος, πολλές πύλες πληροφοριών, όπως «Η Ευρώπη σου», όσον αφορά την εσωτερική αγορά, και η πύλη της ευρωπαϊκής ηλεκτρονικής δικαιοσύνης, όσον αφορά τον τομέα της δικαιοσύνης, δημιουργήθηκαν για να ενημερώνουν τους χρήστες σχετικά με τους ενωσιακούς και τους εθνικούς κανόνες.

(11)

Ως αποτέλεσμα του τομεακού χαρακτήρα των εν λόγω ενωσιακών πράξεων, η τρέχουσα διαθεσιμότητα επιγραμμικής πληροφόρησης και υπηρεσιών υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων, καθώς και επιγραμμικών διαδικασιών για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις παραμένει ιδιαίτερα κατακερματισμένη. Διαπιστώνονται αποκλίσεις όσον αφορά τη διαθεσιμότητα επιγραμμικών πληροφοριών και διαδικασιών, έλλειψη ποιότητας όσον αφορά τις υπηρεσίες και έλλειψη ενημέρωσης όσον αφορά τις εν λόγω πληροφορίες και τις εν λόγω υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων. Οι διασυνοριακοί χρήστες αντιμετωπίζουν επίσης προβλήματα όσον αφορά την ευρεσιμότητα και την προσβασιμότητα των εν λόγω υπηρεσιών.

(12)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεσπίσει ενιαία ηλεκτρονική θύρα ως το ενιαίο σημείο εισόδου, μέσω του οποίου οι πολίτες και οι επιχειρήσεις είναι σε θέση να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τους κανόνες και τις απαιτήσεις προς τις οποίες οφείλουν να συμμορφώνονται, δυνάμει του ενωσιακού ή εθνικού δικαίου. Η θύρα θα πρέπει να απλουστεύσει την πρόσβαση των πολιτών και των επιχειρήσεων στις υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων που έχουν θεσπιστεί σε ενωσιακό ή εθνικό επίπεδο και να κάνει αποτελεσματικότερη την εν λόγω πρόσβαση. Η θύρα θα πρέπει επίσης να διευκολύνει την πρόσβαση στις επιγραμμικές διαδικασίες και τη διεκπεραίωσή τους. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να επηρεάζει κατ’ ουδένα τρόπο τα ισχύοντα δικαιώματα και υποχρεώσεις με βάση το ενωσιακό ή το εθνικό δίκαιο στους εν λόγω τομείς πολιτικής. Σε σχέση με τις διαδικασίες που παρατίθενται στο παράρτημα II του παρόντος κανονισμού και τις διαδικασίες που προβλέπονται στις οδηγίες 2005/36/ΕΚ και 2006/123/ΕΚ, και στις οδηγίες 2014/24/ΕΕ (8) και 2014/25/ΕΕ (9) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να υποστηρίζει τη χρήση της αρχής «μόνον άπαξ» και θα πρέπει να σέβεται πλήρως το θεμελιώδες δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, για τον σκοπό της ανταλλαγής δικαιολογητικών μεταξύ των αρμόδιων αρχών στα διάφορα κράτη μέλη.

(13)

Η θύρα και το περιεχόμενό της θα πρέπει να είναι χρηστοκεντρικά και εύχρηστα. Η θύρα θα πρέπει να στοχεύει στην αποφυγή επικαλύψεων και θα πρέπει να παρέχει συνδέσμους σε υπάρχουσες υπηρεσίες. Θα πρέπει να δίνει τη δυνατότητα στους πολίτες και στις επιχειρήσεις να επικοινωνούν με τις δημόσιες αρχές σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να παρέχουν ανατροφοδότηση τόσο σχετικά με τις υπηρεσίες που προσφέρονται μέσω της θύρας όσο και σχετικά με τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς όπως τη βιώνουν. Το εργαλείο ανατροφοδότησης θα πρέπει να δίνει στους χρήστες τη δυνατότητα να επισημαίνουν, κατά τρόπο που να επιτρέπει στον χρήστη να παραμείνει ανώνυμος, τα προβλήματα, τις ελλείψεις και τις ανάγκες τους, ώστε να ενθαρρύνεται η συνεχής βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών.

(14)

Η επιτυχία της θύρας θα εξαρτηθεί από την κοινή προσπάθεια της Επιτροπής και των κρατών μελών. Η θύρα θα πρέπει να περιλαμβάνει μια κοινή διεπαφή χρήστη, η οποία θα αποτελεί αντικείμενο διαχείρισης από την Επιτροπή και θα είναι ενσωματωμένη στην υφιστάμενη πύλη «Η Ευρώπη σου». Η κοινή διεπαφή χρήστη θα πρέπει να παρέχει συνδέσμους προς πληροφορίες, διαδικασίες και υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων που διατίθενται σε πύλες τις οποίες διαχειρίζονται οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και η Επιτροπή. Για να διευκολυνθεί η χρήση της θύρας, η κοινή διεπαφή χρήστη θα πρέπει να είναι διαθέσιμη σε όλες τις επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης («επίσημες γλώσσες της Ένωσης»). Η υφιστάμενη πύλη «Η Ευρώπη σου» και η κύρια ιστοσελίδα πρόσβασης σε αυτή, προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις της θύρας, θα πρέπει να διατηρούν αυτήν την πολυγλωσσική παρουσίαση των παρεχόμενων πληροφοριών. Η λειτουργία της θύρας θα πρέπει να υποστηρίζεται από τεχνικά εργαλεία που να έχουν αναπτυχθεί από την Επιτροπή σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη.

(15)

Στον χάρτη για τα ηλεκτρονικά ενιαία κέντρα εξυπηρέτησης στο πλαίσιο της οδηγίας 2006/123/ΕΚ, ο οποίος εγκρίθηκε από το Συμβούλιο το 2013, τα κράτη μέλη ανέλαβαν οικειοθελώς τη δέσμευση να ακολουθήσουν χρηστοκεντρική προσέγγιση όσον αφορά την παροχή πληροφοριών μέσω των ενιαίων κέντρων εξυπηρέτησης, ώστε να καλύπτουν τους τομείς που έχουν ιδιαίτερη σημασία για τις επιχειρήσεις, όπως τον ΦΠΑ, τους φόρους εισοδήματος, τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και τις διατάξεις του εργατικού δικαίου. Με βάση τον χάρτη και δεδομένης της εμπειρίας από την πύλη «Η Ευρώπη σου», οι πληροφορίες θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνουν περιγραφή των υπηρεσιών υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων. Οι πολίτες και οι επιχειρήσεις θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν αυτές τις υπηρεσίες όταν αντιμετωπίζουν προβλήματα όσον αφορά την κατανόηση των πληροφοριών, την εφαρμογή των πληροφοριών στην κατάστασή τους ή την ολοκλήρωση των διαδικασιών.

(16)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να παραθέτει τους τομείς πληροφοριών που είναι σημαντικοί για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους και την τήρηση των υποχρεώσεών τους στην εσωτερική αγορά. Για τους τομείς αυτούς, θα πρέπει να παρέχονται επαρκώς σφαιρικές πληροφορίες σε εθνικό επίπεδο, περιλαμβανομένων του περιφερειακού και τοπικού επιπέδου, και σε ενωσιακό επίπεδο, οι οποίες να εξηγούν τους εφαρμοστέους κανόνες και υποχρεώσεις και τις διαδικασίες που πρέπει να διεκπεραιώνουν οι πολίτες και οι επιχειρήσεις προκειμένου να συμμορφώνονται με τους εν λόγω κανόνες και υποχρεώσεις. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, οι πληροφορίες που παρέχονται μέσω της θύρας θα πρέπει να είναι σαφείς, ακριβείς και επικαιροποιημένες, η χρήση περίπλοκης ορολογίας θα πρέπει να ελαχιστοποιηθεί και η χρήση ακρωνυμίων θα πρέπει να περιορίζεται σε όσα αντιστοιχούν σε απλοποιημένους και εύκολα κατανοητούς όρους που δεν απαιτούν προϋπάρχουσα γνώση του θέματος ή του τομέα δικαίου. Οι εν λόγω πληροφορίες θα πρέπει να παρέχονται κατά τρόπον ώστε οι χρήστες να μπορούν να κατανοούν εύκολα τους βασικούς κανόνες και απαιτήσεις που ισχύουν στην περίπτωσή τους στους τομείς αυτούς. Επίσης θα πρέπει να ενημερώνονται οι χρήστες σχετικά με την απουσία, σε ορισμένα κράτη μέλη, εθνικών κανόνων στους τομείς πληροφοριών που παρατίθενται στο παράρτημα I, ιδίως όταν οι εν λόγω τομείς υπόκεινται σε εθνικούς κανόνες σε άλλα κράτη μέλη. Οι πληροφορίες αυτές σχετικά με την απουσία εθνικών κανόνων θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν στην πύλη «Η Ευρώπη σου».

(17)

Όποτε είναι δυνατόν, πληροφορίες που έχει ήδη συλλέξει η Επιτροπή από τα κράτη μέλη βάσει του ισχύοντος ενωσιακού δικαίου ή εθελοντικών ρυθμίσεων — όπως πληροφορίες που έχει συλλεγεί για την πύλη EURES, που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/589 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10), την πύλη της ευρωπαϊκής ηλεκτρονικής δικαιοσύνης, που θεσπίστηκε με την απόφαση 2001/470/ΕΚ του Συμβουλίου (11), ή τη βάση δεδομένων για τα νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα, που θεσπίστηκε με την οδηγία 2005/36/ΕΚ — θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για να καλύπτεται τμήμα των πληροφοριών που πρέπει να καθίστανται διαθέσιμες σε πολίτες και επιχειρήσεις σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να παρέχουν στους εθνικούς δικτυακούς τους τόπους πληροφορίες που είναι ήδη διαθέσιμες στις σχετικές βάσεις δεδομένων που διαχειρίζεται η Επιτροπή. Σε περίπτωση που τα κράτη μέλη έχουν ήδη την υποχρέωση παροχής επιγραμμικών πληροφοριών σύμφωνα με άλλες πράξεις της Ένωσης, όπως η οδηγία 2014/67/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12), θα πρέπει να αρκεί η παροχή, από τα κράτη μέλη, συνδέσμων προς τις υφιστάμενες επιγραμμικές πληροφορίες. Εφόσον ορισμένοι τομείς πολιτικής έχουν ήδη εναρμονισθεί πλήρως μέσω του ενωσιακού δικαίου, λόγου χάριν τα δικαιώματα του καταναλωτή, οι πληροφορίες που παρέχονται σε ενωσιακό επίπεδο θα πρέπει κατά κανόνα να αρκούν για να μπορούν οι χρήστες να κατανοήσουν τα σχετικά δικαιώματα ή υποχρεώσεις τους. Σε τέτοιες περιπτώσεις, τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποχρεούνται μόνον να παρέχουν πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τις εθνικές διοικητικές τους διαδικασίες και υπηρεσίες υποστήριξης ή οποιουσδήποτε άλλους εθνικούς διοικητικούς κανόνες, εάν είναι σημαντικοί για τους χρήστες. Οι πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, επί παραδείγματι, δεν θα πρέπει να επηρεάζουν το δίκαιο περί συμβάσεων, αλλά θα πρέπει μάλλον να ενημερώνουν τους χρήστες σχετικά με τα δικαιώματά τους δυνάμει του ενωσιακού και του εθνικού δικαίου στο πλαίσιο των εμπορικών συναλλαγών.

(18)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ενισχύει τη διάσταση της εσωτερικής αγοράς στις επιγραμμικές διαδικασίες και να συμβάλλει έτσι στην ψηφιοποίηση της εσωτερικής αγοράς, διαφυλάσσοντας τη γενική αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων μεταξύ άλλων σε σχέση με την πρόσβαση των πολιτών ή των επιχειρήσεων σε επιγραμμικές διαδικασίες που έχουν ήδη καθιερωθεί σε εθνικό επίπεδο βάσει του ενωσιακού ή του εθνικού δικαίου και σε όσες θα πρέπει να καταστούν διαθέσιμες πλήρως ηλεκτρονικά σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Όταν χρήστης, σε κατάσταση που περιορίζεται αποκλειστικά σε ένα μόνο κράτος μέλος, μπορεί να έχει πρόσβαση και να διεκπεραιώνει μια διαδικασία επιγραμμικά στο εν λόγω κράτος μέλος σε τομέα που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό, τότε ο διασυνοριακός χρήστης θα πρέπει επίσης να μπορεί να έχει πρόσβαση και να διεκπεραιώνει την εν λόγω διαδικασία επιγραμμικά, είτε χρησιμοποιώντας την ίδια τεχνική λύση είτε εναλλακτική, τεχνικά ανεξάρτητη λύση, που οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα, χωρίς εμπόδια που δημιουργούν διακρίσεις. Τα εν λόγω εμπόδια ενδέχεται να προέρχονται από εθνικά σχεδιασμένες λύσεις, όπως η χρήση πεδίων που απαιτούν εθνικό αριθμό τηλεφώνου, εθνικά προθέματα για τους τηλεφωνικούς αριθμούς ή εθνικό ταχυδρομικό κώδικα· η καταβολή των τελών που μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω συστημάτων που δεν καθιστούν εφικτές τις διασυνοριακές πληρωμές· η έλλειψη λεπτομερών επεξηγήσεων σε μια γλώσσα κατανοητή από τους διασυνοριακούς χρήστες· η απουσία δυνατότητας υποβολής δικαιολογητικών ηλεκτρονικά από αρχές που βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος· και, τέλος, η μη αποδοχή ηλεκτρονικών μέσων ταυτοποίησης που έχουν εκδοθεί από άλλα κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχουν λύσεις για τα εν λόγω εμπόδια.

(19)

Όταν οι χρήστες διεκπεραιώνουν επιγραμμικές διαδικασίες διασυνοριακά, θα πρέπει να μπορούν να λαμβάνουν όλες τις σχετικές εξηγήσεις σε επίσημη γλώσσα της Ένωσης που είναι ευρέως κατανοητή από τον μεγαλύτερο αριθμό διασυνοριακών χρηστών. Αυτό δεν σημαίνει ότι απαιτείται από τα κράτη μέλη να μεταφράζουν τα διοικητικά έντυπά τους που σχετίζονται με τη διαδικασία ή το αποτέλεσμα της εν λόγω διαδικασίας στην εν λόγω γλώσσα. Ωστόσο, τα κράτη μέλη παροτρύνονται να χρησιμοποιούν τεχνικές λύσεις που θα επιτρέπουν στους χρήστες να διεκπεραιώνουν τις διαδικασίες, στις περισσότερες δυνατόν περιπτώσεις, στην εν λόγω γλώσσα, με παράλληλο σεβασμό των κανόνων των κρατών μελών αναφορικά με τη χρήση των γλωσσών.

(20)

Ο καθορισμός των εθνικών επιγραμμικών διαδικασιών που είναι σημαντικές καθώς δίνουν τη δυνατότητα στους διασυνοριακούς χρήστες να ασκούν τα δικαιώματά τους στην εσωτερική αγορά εξαρτάται από το εάν διαμένουν ή είναι εγκατεστημένοι στο εν λόγω κράτος μέλος ή θέλουν να έχουν πρόσβαση σε διαδικασίες του εν λόγω κράτους μέλους ενώ διαμένουν ή είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να αποτρέπει τα κράτη μέλη από την απαίτηση οι διασυνοριακοί χρήστες που διαμένουν ή είναι εγκατεστημένοι στην επικράτειά τους να αποκτούν εθνικό αριθμό ταυτότητας προκειμένου να έχουν πρόσβαση στις επιγραμμικές εθνικές διαδικασίες, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν συνεπάγεται αδικαιολόγητη επιπρόσθετη επιβάρυνση ή δαπάνες για τους χρήστες αυτούς. Για διασυνοριακούς χρήστες που δεν διαμένουν ή δεν είναι εγκατεστημένοι στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, οι επιγραμμικές εθνικές διαδικασίες που δεν είναι σημαντικές για την άσκηση των δικαιωμάτων τους στην εσωτερική αγορά, όπως είναι η εγγραφή σε καταλόγους ώστε να δικαιούνται τη χρήση τοπικών υπηρεσιών, όπως η αποκομιδή απορριμμάτων και οι άδειες στάθμευσης, δεν χρειάζεται να καθίστανται πλήρως προσβάσιμες επιγραμμικά.

(21)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να βασίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13), που καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν ορισμένα μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης φυσικών και νομικών προσώπων που εμπίπτουν σε κοινοποιημένο σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης άλλου κράτους μέλους. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 910/2014 καθορίζει τους όρους βάσει των οποίων επιτρέπεται στους χρήστες να χρησιμοποιούν μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης και εξακρίβωσης, ώστε να έχουν επιγραμμική πρόσβαση σε ηλεκτρονικές δημόσιες υπηρεσίες σε διασυνοριακές καταστάσεις. Τα θεσμικά και λοιπά όργανα, οργανισμοί και υπηρεσίες της Ένωσης ενθαρρύνονται να αποδέχονται τα μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης και εξακρίβωσης για τις διαδικασίες για τις οποίες είναι υπεύθυνα.

(22)

Μια σειρά τομεακών ενωσιακών πράξεων, όπως οι οδηγίες 2005/36/ΕΚ, 2006/123/ΕΚ, 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ απαιτούν να είναι πλήρως διαθέσιμες επιγραμμικά ορισμένες διαδικασίες. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να απαιτεί ορισμένες άλλες διαδικασίες που έχουν καθοριστική σημασία για την πλειονότητα των πολιτών και των επιχειρήσεων που ασκούν τα δικαιώματα και εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους διασυνοριακά να είναι πλήρως διαθέσιμες επιγραμμικά.

(23)

Για να μπορούν οι πολίτες και οι επιχειρήσεις να απολαμβάνουν άμεσα τα οφέλη της εσωτερικής αγοράς χωρίς να υφίστανται περιττή πρόσθετη διοικητική επιβάρυνση, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να απαιτεί την πλήρη ψηφιοποίηση της διεπαφής χρήστη για ορισμένες βασικές διαδικασίες όσον αφορά τους διασυνοριακούς χρήστες, οι οποίες παρατίθενται στο παράρτημα II του παρόντος κανονισμού. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να καθορίζει τα κριτήρια βάσει των οποίων οι εν λόγω διαδικασίες θα χαρακτηρίζονται πλήρως επιγραμμικές. Η υποχρέωση να καταστεί η διαδικασία αυτή πλήρως διαθέσιμη επιγραμμικά θα πρέπει να ισχύει μόνον εφόσον η διαδικασία έχει θεσπιστεί στο οικείο κράτος μέλος. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να καλύπτει την αρχική καταχώριση επιχειρηματικής δραστηριότητας, τις διαδικασίες που οδηγούν στη σύσταση επιχειρήσεων ή εταιρειών ως νομικών οντοτήτων ή οποιαδήποτε μεταγενέστερη υποβολή στοιχείων από τις εν λόγω επιχειρήσεις ή εταιρείες, αφού οι εν λόγω διαδικασίες απαιτούν σφαιρική προσέγγιση που να αποσκοπεί στη διευκόλυνση των ψηφιακών λύσεων καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής μιας επιχείρησης. Όταν οι επιχειρήσεις εγκαθίστανται σε άλλο κράτος μέλος, είναι υποχρεωμένες να εγγράφονται σε σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και σε ασφαλιστικό σύστημα, ώστε να δηλώνουν τους εργαζομένους τους και να καταβάλλουν εισφορές σε αμφότερα τα συστήματα. Ενδέχεται να απαιτηθεί η κοινοποίηση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους, η λήψη αδειών ή η καταχώριση μεταβολών της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας. Οι διαδικασίες αυτές είναι κοινές για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε πολλούς τομείς της οικονομίας και, ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να απαιτείται η δυνατότητα διεκπεραίωσης των εν λόγω δύο διαδικασιών επιγραμμικά.

(24)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αποσαφηνίζει τι συνεπάγεται η πλήρης διάθεση μιας διαδικασίας επιγραμμικά. Μια διαδικασία θα πρέπει να θεωρηθεί πλήρως επιγραμμική εάν ο χρήστης μπορεί να ακολουθήσει όλα τα βήματα από την πρόσβαση έως την ολοκλήρωση, επικοινωνώντας με την αρμόδια αρχή, τον «φορέα εξυπηρέτησης των χρηστών», ηλεκτρονικά, εξ αποστάσεως και μέσω επιγραμμικής υπηρεσίας. Αυτή η επιγραμμική υπηρεσία θα πρέπει να καθοδηγεί τον χρήστη μέσω καταλόγου όλων των απαιτήσεων που θα πρέπει να πληρούνται και όλων των δικαιολογητικών που θα πρέπει να παρέχονται, θα πρέπει να δίνει τη δυνατότητα στον χρήστη να παρέχει τις πληροφορίες και τις αποδείξεις συμμόρφωσης προς όλες αυτές τις απαιτήσεις και θα πρέπει να παρέχει στον χρήστη αυτόματη απόδειξη παραλαβής, εκτός αν το αποτέλεσμα της διαδικασίας παραδίδεται αμέσως. Αυτό δεν θα πρέπει να εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές από το να επικοινωνούν με τους χρήστες απευθείας, όταν χρειάζεται να λάβουν περαιτέρω διευκρινίσεις που απαιτούνται για τη διαδικασία. Το αποτέλεσμα της διαδικασίας, όπως ορίζεται στον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει επίσης να παρέχεται από τις αρμόδιες αρχές προς τον χρήστη ηλεκτρονικά, ει δυνατόν, βάσει της εφαρμοστέας ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας.

(25)

Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να επηρεάζει την ουσία των διαδικασιών που απαριθμούνται στο παράρτημα II, οι οποίες καθορίζονται σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο, και δεν θεσπίζει ουσιώδεις ή διαδικαστικούς κανόνες στους τομείς που καλύπτονται από το παράρτημα II, συμπεριλαμβανομένου του τομέα της φορολογίας. Ο σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι να καθοριστούν οι τεχνικές απαιτήσεις προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι διαδικασίες αυτές, εφόσον έχουν θεσπιστεί στο οικείο κράτος μέλος, διατίθενται πλήρως επιγραμμικά.

(26)

Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να θίγει τις αρμοδιότητες των εθνικών αρχών σε οποιαδήποτε διαδικασία, περιλαμβανομένου του ελέγχου της ακρίβειας και της εγκυρότητας των υποβαλλόμενων πληροφοριών ή δικαιολογητικών και του ελέγχου εξακρίβωσης σε περίπτωση που τα δικαιολογητικά έχουν υποβληθεί με μέσο άλλο από το τεχνικό σύστημα που βασίζεται στην αρχή «μόνον άπαξ». Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει επίσης να επηρεάζει τις ροές των διαδικασιών εντός και μεταξύ των αρμόδιων αρχών, του «φορέα υποστήριξης», είτε αυτές είναι ψηφιοποιημένες είτε όχι. Εφόσον είναι αναγκαίο, στο πλαίσιο ορισμένων διαδικασιών για την καταχώριση των μεταβολών των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να συνεχίσουν να έχουν τη δυνατότητα να απαιτούν τη συμμετοχή συμβολαιογράφων ή δικηγόρων, οι οποίοι μπορεί να επιθυμούν να χρησιμοποιούν μέσα ελέγχου, συμπεριλαμβανομένης της βιντεοδιάσκεψης ή άλλων επιγραμμικών μέσων που παρέχουν οπτικοακουστική σύνδεση σε πραγματικό χρόνο. Ωστόσο, η συμμετοχή αυτή δεν θα πρέπει να εμποδίζει την ολοκλήρωση των διαδικασιών επιγραμμικής καταχώρισης των εν λόγω μεταβολών στο σύνολό τους.

(27)

Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να απαιτηθεί από τους χρήστες να υποβάλουν δικαιολογητικά για να αποδείξουν γεγονότα που δεν μπορούν να στοιχειοθετηθούν με επιγραμμικά μέσα. Στα δικαιολογητικά αυτά θα μπορούσαν να περιλαμβάνονται ιατρικές βεβαιώσεις, έγγραφα που πιστοποιούν ότι ένα πρόσωπο βρίσκεται εν ζωή και πιστοποιητικά τεχνικού ελέγχου μηχανοκίνητων οχημάτων ή επιβεβαίωσης του αριθμού πλαισίου τους. Εφόσον τα δικαιολογητικά αυτά μπορούν να υποβληθούν σε ηλεκτρονική μορφή, αυτό δεν θα πρέπει να αποτελεί εξαίρεση στην αρχή ότι μια διαδικασία θα πρέπει να παρέχεται πλήρως επιγραμμικά. Σε άλλες περιπτώσεις, ενδέχεται να εξακολουθεί να είναι αναγκαίο για τους χρήστες μιας διαδικασίας να εμφανίζονται αυτοπροσώπως ενώπιον της αρμόδιας αρχής στο πλαίσιο επιγραμμικής διαδικασίας. Οποιεσδήποτε τέτοιες εξαιρέσεις, πλην όσων απορρέουν από το ενωσιακό δίκαιο, θα πρέπει να περιορίζονται στις περιπτώσεις που δικαιολογούνται από επιτακτικό λόγο δημόσιου συμφέροντος στους τομείς της δημόσιας ασφάλειας, της δημόσιας υγείας ή της καταπολέμησης της απάτης. Προκειμένου να διασφαλιστεί η διαφάνεια, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μοιράζονται με την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη πληροφορίες σχετικά με τέτοιου είδους εξαιρέσεις και τους όρους και τις συνθήκες υπό τις οποίες οι εν λόγω εξαιρέσεις μπορούν να εφαρμοστούν. Τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να αναφέρουν κάθε μεμονωμένη περίπτωση στην οποία, κατ’ εξαίρεση, απαιτήθηκε φυσική παρουσία, αλλά θα πρέπει να κοινοποιούν τις εθνικές διατάξεις που προνοούν για τέτοιες περιπτώσεις. Οι βέλτιστες πρακτικές σε εθνικό επίπεδο και οι τεχνικές εξελίξεις που επιτρέπουν περαιτέρω ψηφιοποίηση στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να συζητούνται τακτικά στο πλαίσιο συντονιστικής ομάδας της θύρας.

(28)

Σε διασυνοριακές καταστάσεις, η διαδικασία για την καταχώριση αλλαγής διεύθυνσης ενδέχεται να συνίσταται σε δύο ξεχωριστές διαδικασίες, μία στο κράτος μέλος προέλευσης για να ζητηθεί διαγραφή της παλιάς διεύθυνσης από τα μητρώα και μια άλλη στο κράτος μέλος προορισμού για να ζητηθεί καταγραφή της νέας διεύθυνσης. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να καλύπτει αμφότερες τις διαδικασίες.

(29)

Δεδομένου ότι η ψηφιοποίηση των απαιτήσεων, των διαδικασιών και των διατυπώσεων που σχετίζονται με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων ήδη καλύπτεται από την οδηγία 2005/36/ΕΚ, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να καλύπτει μόνο την ψηφιοποίηση της διαδικασίας αίτησης ακαδημαϊκής αναγνώρισης διπλωμάτων, πιστοποιητικών ή άλλων αποδεικτικών ολοκληρωμένης παρακολούθησης μαθημάτων για πρόσωπο που επιθυμεί να ξεκινήσει ή να συνεχίσει τις σπουδές του ή να χρησιμοποιήσει έναν ακαδημαϊκό τίτλο, εκτός των διατυπώσεων που σχετίζονται με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων.

(30)

Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να θίγει τους κανόνες για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης οι οποίοι καθορίζονται στους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 883/2004 (14) και (ΕΚ) αριθ. 987/2009 (15) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, στους οποίους καθορίζονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ασφαλισμένων και των ιδρυμάτων κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και οι διαδικασίες που εφαρμόζονται στον τομέα του συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης.

(31)

Σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο έχει δημιουργηθεί σειρά δικτύων και υπηρεσιών, με σκοπό να βοηθούνται οι πολίτες και οι επιχειρήσεις στις διασυνοριακές τους δραστηριότητες. Είναι σημαντικό οι εν λόγω υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των υφιστάμενων υπηρεσιών βοήθειας ή επίλυσης προβλημάτων που υπάρχουν σε ενωσιακό επίπεδο, όπως τα ευρωπαϊκά κέντρα καταναλωτών, «Η Ευρώπη σου — Συμβουλές», το SOLVIT, το γραφείο υποστήριξης για τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, το Europe Direct και το «Enterprise Europe Network», να εντάσσονται στη θύρα, ώστε να εξασφαλίζεται ότι όλοι οι δυνητικοί χρήστες των υπηρεσιών αυτών θα μπορούν να τις βρίσκουν. Οι υπηρεσίες που παρατίθενται στο παράρτημα III δημιουργήθηκαν με δεσμευτικές ενωσιακές πράξεις, ενώ άλλες υπηρεσίες λειτουργούν σε εθελοντική βάση. Οι υπηρεσίες που θεσπίζονται με δεσμευτικές ενωσιακές πράξεις θα πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις ποιότητας που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Οι υπηρεσίες που λειτουργούν σε εθελοντική βάση θα πρέπει να συμμορφώνονται με τις εν λόγω απαιτήσεις ποιότητας, εάν ο σκοπός είναι να καταστούν προσβάσιμες μέσω της θύρας. Το πεδίο και ο χαρακτήρας αυτών των υπηρεσιών, οι ρυθμίσεις διαχείρισής τους, οι ισχύουσες προθεσμίες και η προαιρετική, συμβατική ή άλλη βάση επί της οποίας λειτουργούν δεν θα πρέπει να τροποποιηθούν από τον παρόντα κανονισμό. Παραδείγματος χάριν, εάν η βοήθεια που παρέχουν έχει άτυπο χαρακτήρα, ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβολή της εν λόγω βοήθειας σε νομικές συμβουλές δεσμευτικού χαρακτήρα.

(32)

Επιπλέον, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή θα πρέπει να μπορούν να προσθέσουν στη θύρα άλλες εθνικές υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων, οι οποίες θα παρέχονται από τις αρμόδιες αρχές ή από ιδιωτικούς ή ημι-ιδιωτικούς φορείς, ή δημόσιους φορείς, όπως εμπορικά επιμελητήρια ή μη κυβερνητικές υπηρεσίες υποστήριξης των πολιτών, υπό τους όρους που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Κατ’ αρχήν, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν την ευθύνη να βοηθούν τους πολίτες και τις επιχειρήσεις σε οποιαδήποτε ερώτηση έχουν σχετικά με τους ισχύοντες κανόνες και διαδικασίες η οποία δεν μπορεί να απαντηθεί πλήρως μέσω των επιγραμμικών υπηρεσιών. Ωστόσο, σε πολύ εξειδικευμένους τομείς και σε περίπτωση που η υπηρεσία που παρέχεται από ιδιωτικούς ή ημι-ιδιωτικούς φορείς ανταποκρίνεται στις ανάγκες των χρηστών, τα κράτη μέλη μπορούν να προτείνουν στην Επιτροπή να συμπεριλάβει τις υπηρεσίες αυτές στη θύρα, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω υπηρεσίες πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και δεν επικαλύπτουν τις υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων οι οποίες περιλαμβάνονται ήδη.

(33)

Για να βοηθήσει τους χρήστες να βρίσκουν την κατάλληλη υπηρεσία, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει μηχανισμό εντοπισμού υπηρεσιών υποστήριξης που θα παραπέμπει τους χρήστες αυτομάτως στην κατάλληλη υπηρεσία.

(34)

Η συμμόρφωση με ελάχιστη δέσμη απαιτήσεων ποιότητας είναι ουσιώδης για την επιτυχία της θύρας, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η παροχή πληροφοριών ή υπηρεσιών είναι εγγυημένη, αφού, σε αντίθετη περίπτωση, θα έθιγε σοβαρά την αξιοπιστία της θύρας στο σύνολό της. Πρωταρχικός στόχος της συμμόρφωσης είναι να διασφαλίζεται ότι οι πληροφορίες ή η υπηρεσία παρουσιάζονται με τρόπο σαφή και εύχρηστο. Εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται οι πληροφορίες κατά τη διάρκεια της πορείας του χρήστη προς επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου. Για παράδειγμα, ενώ είναι χρήσιμο για τους χρήστες να ενημερώνονται, πριν από την έναρξη μιας διαδικασίας, για τα γενικώς διαθέσιμα μέσα έννομης προστασίας σε περίπτωση αρνητικής έκβασης μιας διαδικασίας, είναι πολύ πιο φιλικό προς τον χρήστη να παρέχονται όλες οι συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τα ποια βήματα μπορούν να γίνουν στην περίπτωση αυτή κατά το πέρας της διαδικασίας.

(35)

Η προσβασιμότητα των πληροφοριών από διασυνοριακούς χρήστες μπορεί να βελτιωθεί σημαντικά, εάν οι πληροφορίες αυτές είναι διαθέσιμες σε επίσημη γλώσσα της Ένωσης που είναι ευρέως κατανοητή από τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό διασυνοριακών χρηστών. Η γλώσσα αυτή θα πρέπει να είναι στις περισσότερες περιπτώσεις η ξένη γλώσσα που μαθαίνουν οι περισσότεροι από τους χρήστες σε όλη την Ένωση, αλλά σε ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις, ειδικότερα στην περίπτωση πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται σε τοπικό επίπεδο από μικρούς δήμους που βρίσκονται κοντά στα σύνορα ενός κράτους μέλους, η πλέον κατάλληλη γλώσσα μπορεί να είναι αυτή που χρησιμοποιείται ως πρώτη γλώσσα από τους διασυνοριακούς χρήστες στο γειτονικό κράτος μέλος. Η μετάφραση από την επίσημη γλώσσα ή γλώσσες του εν λόγω κράτους μέλους σε αυτήν την άλλη επίσημη γλώσσα της Ένωσης θα πρέπει να αντικατοπτρίζει με ακρίβεια το περιεχόμενο των πληροφοριών που παρέχονται στην πρωτότυπη γλώσσα ή γλώσσες. Η μετάφραση είναι δυνατόν να περιορίζεται στις πληροφορίες που χρειάζονται οι χρήστες προκειμένου να κατανοήσουν τους βασικούς κανόνες και απαιτήσεις που ισχύουν στην περίπτωσή τους. Ενώ τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρύνονται να μεταφράζουν όσο τον δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σε μια επίσημη γλώσσα της Ένωσης που είναι ευρέως κατανοητή από το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό διασυνοριακών χρηστών, ο όγκος των προς μετάφραση πληροφοριών, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, θα εξαρτάται από τους διαθέσιμους δημοσιονομικούς πόρους για τον σκοπό αυτόν, ειδικότερα εκείνους από τον προϋπολογισμό της Ένωσης. Η Επιτροπή θα πρέπει να λάβει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα για να διασφαλίσει ευδόκιμη παροχή μεταφράσεων στα κράτη μέλη κατόπιν αιτήματός τους. Η συντονιστική ομάδα της θύρας θα πρέπει να συζητά και να παρέχει κατευθύνσεις όσον αφορά την επίσημη γλώσσα ή γλώσσες της Ένωσης στην οποία ή στις οποίες θα πρέπει να μεταφράζονται οι πληροφορίες αυτές.

(36)

Σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2016/2102 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16), τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι οι ιστότοποι των δημόσιων φορέων τους είναι προσβάσιμοι σύμφωνα με τις αρχές της αντιληπτικότητας, της λειτουργικότητας, της κατανοησιμότητας και της στιβαρότητας και ότι συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στην εν λόγω οδηγία. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, ιδίως των άρθρων 9 και 21, και, προκειμένου να προωθηθεί η πρόσβαση σε πληροφορίες για τα άτομα με διανοητική αναπηρία, θα πρέπει να παρέχονται, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, εναλλακτικές λύσεις σε εύληπτη γλώσσα. Τα κράτη μέλη, με την κύρωση, και η Ένωση, με τη σύναψη (17) της σύμβασης, έχουν δεσμευθεί να λάβουν κατάλληλα μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται η πρόσβαση των ατόμων με αναπηρίες, σε ισότιμη βάση με τα άλλα άτομα, στις νέες τεχνολογίες και συστήματα πληροφοριών και επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένου του διαδικτύου, με την ενίσχυση της πρόσβασης στην πληροφόρηση για άτομα με διανοητική αναπηρία, παρέχοντας εναλλακτικές λύσεις σε εύληπτη γλώσσα στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό και αναλογικά.

(37)

Η οδηγία (ΕΕ) 2016/2102 δεν εφαρμόζεται σε ιστότοπους και σε εφαρμογές για φορητές συσκευές των ενωσιακών θεσμικών και λοιπών οργάνων, υπηρεσιών και οργανισμών, αλλά η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίζει ότι η κοινή διεπαφή χρήστη και οι ιστοσελίδες που είναι υπό την ευθύνη της, οι οποίες πρέπει να περιλαμβάνονται στη θύρα, είναι προσβάσιμες σε άτομα με αναπηρίες, υπό την έννοια ότι είναι αντιληπτές, λειτουργικές, κατανοητές και στιβαρές. Αντιληπτικότητα σημαίνει ότι οι πληροφορίες και τα συστατικά στοιχεία κοινής διεπαφής χρήστη πρέπει να μπορούν να παρουσιασθούν στους χρήστες με τρόπους που αυτοί να μπορούν να αντιληφθούν· λειτουργικότητα σημαίνει ότι τα συστατικά στοιχεία κοινής διεπαφής χρήστη και η πλοήγηση θα πρέπει να είναι λειτουργική· κατανοησιμότητα σημαίνει ότι οι πληροφορίες και η λειτουργία της κοινής διεπαφής χρήστη θα πρέπει να είναι κατανοητές· και στιβαρότητα σημαίνει ότι το περιεχόμενο θα πρέπει να είναι αρκετά στιβαρό ώστε να μπορεί να ερμηνευθεί αξιόπιστα από ευρύ φάσμα πρακτόρων χρηστών, περιλαμβανομένων και υποβοηθητικών τεχνολογιών. Για σκοπούς αντιληπτικότητας, λειτουργικότητας, κατανοησιμότητας και στιβαρότητας, η Επιτροπή ενθαρρύνεται να συμμορφωθεί με τα σχετικά εναρμονισμένα πρότυπα.

(38)

Προκειμένου να διευκολυνθεί η καταβολή τελών που απαιτούνται στο πλαίσιο επιγραμμικών διαδικασιών ή για την παροχή υπηρεσιών υποστήριξης ή επίλυσης προβλημάτων, οι διασυνοριακοί χρήστες θα πρέπει να είναι σε θέση να χρησιμοποιούν μεταφορές πίστωσης ή άμεσες χρεώσεις όπως ορίζει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 260/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18) ή άλλο μέσο διασυνοριακής πληρωμής γενικής χρήσης, μεταξύ άλλων χρεωστικές ή πιστωτικές κάρτες.

(39)

Είναι χρήσιμο οι χρήστες να ενημερώνονται για τον χρόνο που αναμένεται να διαρκέσει μια διαδικασία. Ως εκ τούτου, οι χρήστες θα πρέπει να ενημερώνονται για τις ισχύουσες προθεσμίες ή τις ρυθμίσεις σιωπηρής έγκρισης ή διοικητικής σιωπής ή, εάν δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, τουλάχιστον για τον αναμενόμενο ή ενδεικτικό χρόνο που απαιτεί συνήθως η εν λόγω διαδικασία. Αυτές οι εκτιμήσεις ή ενδείξεις θα πρέπει να βοηθούν απλώς τους χρήστες κατά τον προγραμματισμό των δραστηριοτήτων τους ή τυχόν επόμενων διοικητικών ενεργειών και δεν θα πρέπει να έχουν νομικές συνέπειες.

(40)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να καθιστά εφικτή την επαλήθευση των δικαιολογητικών που παρέχονται σε ηλεκτρονική μορφή από τους χρήστες, όταν αυτά υποβάλλονται χωρίς ηλεκτρονική σφραγίδα ή πιστοποίηση από την αρμόδια αρχή έκδοσης ή όταν το τεχνικό εργαλείο που θεσπίζεται από τον παρόντα κανονισμό ή άλλο σύστημα που επιτρέπει την άμεση ανταλλαγή ή επαλήθευση δικαιολογητικών μεταξύ των αρμόδιων αρχών των διάφορων κρατών μελών δεν είναι διαθέσιμο. Για τέτοιες περιπτώσεις, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει έναν αποτελεσματικό μηχανισμό διοικητικής συνεργασίας μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών, ο οποίος να βασίζεται στο σύστημα πληροφόρησης για την εσωτερική αγορά («IMI»), που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19). Σε παρόμοιες περιπτώσεις, η απόφαση της αρμόδιας αρχής να χρησιμοποιήσει το ΙΜΙ θα πρέπει να είναι προαιρετική, όμως, μόλις η αρχή υποβάλει την αίτηση πληροφόρησης ή συνεργασίας μέσω του ΙΜΙ, η αρμόδια αρχή προς την οποία απευθύνεται το αίτημα θα πρέπει να δεσμεύεται να συνεργαστεί και να απαντήσει. Το αίτημα μπορεί να σταλεί μέσω του ΙΜΙ είτε προς την αρμόδια αρχή που εκδίδει τα δικαιολογητικά είτε στην κεντρική αρχή που πρόκειται να καθορισθεί από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τους οικείους τους διοικητικούς κανόνες.Προς αποφυγή περιττών επικαλύψεων και δεδομένου ότι ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/1191 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20) καλύπτει μέρος των δικαιολογητικών που αφορούν τις διαδικασίες που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, οι ρυθμίσεις συνεργασίας για το ΙΜΙ που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1191 μπορούν επίσης να χρησιμοποιούνται για άλλα δικαιολογητικά που απαιτούνται σε διαδικασίες που καλύπτει ο παρών κανονισμός. Για να μπορέσουν τα όργανα, οι οργανισμοί ή οι υπηρεσίες της Ένωσης να συμμετάσχουν ενεργά στο πλαίσιο του ΙΜΙ, θα πρέπει να τροποποιηθεί ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2012.

(41)

Οι επιγραμμικές υπηρεσίες που παρέχονται από τις αρμόδιες αρχές έχουν καθοριστική σημασία για τη βελτίωση της ποιότητας και της ασφάλειας των υπηρεσιών που παρέχονται στους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Οι δημόσιες διοικήσεις στα κράτη μέλη όλο και συχνότερα επιδιώκουν την επαναχρησιμοποίηση στοιχείων, χωρίς να επιβάλλουν στους πολίτες και στις επιχειρήσεις την υποβολή των ίδιων πληροφοριών περισσότερες φορές. Η επαναχρησιμοποίηση στοιχείων θα πρέπει να διευκολυνθεί για τους διασυνοριακούς χρήστες ώστε να μειωθεί η επιπλέον επιβάρυνση.

(42)

Προκειμένου να καταστεί δυνατή η νόμιμη διασυνοριακή ανταλλαγή δικαιολογητικών και πληροφοριών μέσω της εφαρμογής της αρχής «μόνον άπαξ» σε όλη την Ένωση, η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και της αρχής «μόνον άπαξ» θα πρέπει να συμμορφώνεται με όλους τους ισχύοντες κανόνες για την προστασία των δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των αρχών της ελαχιστοποίησης των δεδομένων, της ακρίβειας, του περιορισμού της αποθήκευσης, της ακεραιότητας και της εμπιστευτικότητας, της αναγκαιότητας, της αναλογικότητας και του περιορισμού του σκοπού. Η εφαρμογή του θα πρέπει επίσης να συμμορφώνεται πλήρως με τις αρχές της ασφάλειας ήδη από τον σχεδιασμό και της προστασίας της ιδιωτικής ζωής ήδη από τον σχεδιασμό και θα πρέπει επίσης να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα των ατόμων, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν τη δικαιοσύνη και τη διαφάνεια.

(43)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι παρέχονται στους χρήστες διαδικασιών σαφείς πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν, σύμφωνα με τα άρθρα 13 και 14 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21) και τα άρθρα 15 και 16 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22).

(44)

Προκειμένου να διευκολυνθεί περαιτέρω η χρήση των επιγραμμικών διαδικασιών, ο παρών κανονισμός θα πρέπει, σύμφωνα με την αρχή «μόνον άπαξ», να παρέχει τη βάση για τη δημιουργία και χρήση ενός πλήρως λειτουργικού και ασφαλούς τεχνικού συστήματος για την αυτοματοποιημένη διασυνοριακή ανταλλαγή δικαιολογητικών μεταξύ όσων εμπλέκονται στη διαδικασία, όταν αυτό ζητείται ρητά από τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Όταν η ανταλλαγή δικαιολογητικών περιλαμβάνει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, το αίτημα θα πρέπει να θεωρείται ρητό, εάν περιέχει ελεύθερη, συγκεκριμένη, εν πλήρη επιγνώσει και αναντίρρητη επιθυμία του ατόμου για ανταλλαγή των σχετικών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, είτε μέσω δήλωσης είτε μέσω θετικής δράσης. Εάν ο χρήστης δεν είναι το πρόσωπο που αφορούν τα δεδομένα, η επιγραμμική διαδικασία δεν θα πρέπει να θίγει τα δικαιώματά του δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679. Η διασυνοριακή εφαρμογή της αρχής «μόνον άπαξ» θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα ότι οι πολίτες και οι επιχειρήσεις δεν θα πρέπει να υποχρεώνονται να παρέχουν τα ίδια στοιχεία περισσότερο από μία φορά στις δημόσιες αρχές και ότι θα πρέπει επίσης να είναι δυνατή η χρησιμοποίηση των στοιχείων αυτών κατόπιν αιτήματος του χρήστη με σκοπό την περάτωση διασυνοριακών επιγραμμικών διαδικασιών στις οποίες εμπλέκονται διασυνοριακοί χρήστες. Για την αρμόδια αρχή έκδοσης, η υποχρέωση να χρησιμοποιεί το τεχνικό σύστημα για την αυτοματοποιημένη ανταλλαγή δικαιολογητικών μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών θα πρέπει να ισχύει μόνο σε περίπτωση που οι αρχές εκδίδουν νομίμως, στο δικό τους κράτος μέλος, δικαιολογητικά σε ηλεκτρονική μορφή, η οποία καθιστά δυνατή μια τέτοια αυτοματοποιημένη ανταλλαγή.

(45)

Κάθε διασυνοριακή ανταλλαγή δικαιολογητικών θα πρέπει να έχει κατάλληλη νομική βάση, όπως τις οδηγίες 2005/36/ΕΚ, 2006/123/ΕΚ, 2014/24/ΕΕ ή 2014/25/ΕΕ ή, για τις διαδικασίες που παρατίθενται στο παράρτημα II, άλλη ισχύουσα ενωσιακή ή εθνική νομοθεσία.

(46)

Είναι αρμόζον ο παρών κανονισμός να ορίζει, ως γενικό κανόνα, ότι η διασυνοριακή αυτοματοποιημένη ανταλλαγή δικαιολογητικών πραγματοποιείται κατόπιν ρητού αιτήματος του χρήστη. Ωστόσο, η εν λόγω απαίτηση δεν ισχύει όταν η σχετική ενωσιακή ή εθνική νομοθεσία επιτρέπει την αυτοματοποιημένη διασυνοριακή ανταλλαγή δεδομένων άνευ ρητού αιτήματος του χρήστη.

(47)

Η χρήση του τεχνικού συστήματος που θεσπίζεται με τον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να παραμείνει προαιρετική και ο χρήστης θα πρέπει να παραμείνει ελεύθερος να υποβάλλει δικαιολογητικά με άλλα μέσα εκτός του τεχνικού συστήματος. Ο χρήστης θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα προεπισκόπησης των δικαιολογητικών και το δικαίωμα να επιλέξει να μην προχωρήσει στην ανταλλαγή δικαιολογητικών σε περιπτώσεις στις οποίες ο χρήστης, κατόπιν προεπισκόπησης των προς ανταλλαγή δικαιολογητικών, ανακαλύπτει ότι οι πληροφορίες είναι ανακριβείς, παρωχημένες ή υπερβαίνουν τα αναγκαία όρια για τη συγκεκριμένη διαδικασία. Τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην προεπισκόπηση δεν θα πρέπει να αποθηκεύονται για περισσότερο χρονικό διάστημα από ό,τι είναι απολύτως απαραίτητο από τεχνική άποψη.

(48)

Το ασφαλές τεχνικό σύστημα που θα πρέπει να εφαρμοστεί ώστε να καταστήσει εφικτή την ανταλλαγή δικαιολογητικών δυνάμει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει, επίσης, να παρέχει στις αιτούσες αρμόδιες αρχές τη βεβαιότητα ότι τα δικαιολογητικά έχουν παρασχεθεί από τη σωστή αρχή έκδοσης. Πριν αποδεχθεί τις πληροφορίες που παρέχει χρήστης στο πλαίσιο διαδικασίας, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να είναι σε θέση να επαληθεύει τα πληροφοριακά στοιχεία σε περίπτωση αμφιβολιών και να καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι ακριβή.

(49)

Υπάρχουν ορισμένα δομικά στοιχεία που παρέχουν βασικές ικανότητες και που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία του τεχνικού συστήματος, όπως η διευκόλυνση «Συνδέοντας την Ευρώπη», που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1316/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23) και τα δομικά στοιχεία της ηλεκτρονικής παράδοσης (eDelivery) και της ηλεκτρονικής ταυτότητας (eID) που αποτελούν μέρος της εν λόγω διευκόλυνσης. Τα εν λόγω δομικά στοιχεία συνίστανται σε τεχνικές προδιαγραφές, ενδεικτικό λογισμικό και υποστηρικτικές υπηρεσίες και στόχος τους είναι να διασφαλίσουν τη διαλειτουργικότητα μεταξύ των υφιστάμενων συστημάτων τεχνολογίας των πληροφοριών και των επικοινωνιών (ΤΠΕ) των διάφορων κρατών μελών, ούτως ώστε πολίτες, επιχειρήσεις και διοικήσεις, όπου και αν βρίσκονται στην Ένωση, να μπορούν να ωφελούνται απρόσκοπτα από ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες.

(50)

Το τεχνικό σύστημα που θεσπίζεται με τον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να παρέχεται επιπλέον των άλλων συστημάτων που διαθέτουν μηχανισμούς για τη συνεργασία μεταξύ των αρχών, όπως το IMI, και θα πρέπει να μην επηρεάζουν άλλα συστήματα, όπως το σύστημα που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 987/2009, το Ευρωπαϊκό Ενιαίο Έγγραφο Προμήθειας που προβλέπεται στην οδηγία 2014/24/ΕΕ, την ηλεκτρονική ανταλλαγή πληροφοριών για την κοινωνική ασφάλιση που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 987/2009, την ευρωπαϊκή επαγγελματική ταυτότητα που προβλέπεται στην οδηγία 2005/36/ΕΚ, τη διασύνδεση των εθνικών μητρώων και τη διασύνδεση των κεντρικών μητρώων, των εμπορικών μητρώων και των μητρώων εταιρειών, σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (24), καθώς και τη διασύνδεση των μητρώων αφερεγγυότητας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/848 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25).

(51)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του τεχνικού συστήματος που θα καθιστά εφικτή την αυτόματη ανταλλαγή δικαιολογητικών, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες για τον καθορισμό ιδίως των τεχνικών και λειτουργικών προδιαγραφών ενός συστήματος επεξεργασίας του αιτήματος που υποβάλλεται από τον χρήστη για την ανταλλαγή δικαιολογητικών και τη διαβίβαση αυτών των στοιχείων, καθώς και τον καθορισμό των κανόνων που είναι αναγκαίοι για τη διασφάλιση της ακεραιότητας και της εμπιστευτικότητας της διαβίβασης. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (26).

(52)

Προκειμένου να διασφαλισθεί ότι το τεχνικό σύστημα παρέχει υψηλό επίπεδο ασφάλειας για τη διασυνοριακή εφαρμογή της αρχής «μόνον άπαξ», η Επιτροπή θα πρέπει, κατά την έγκριση εκτελεστικών πράξεων όπου ορίζονται οι προδιαγραφές για το εν λόγω τεχνικό σύστημα, να λαμβάνει δεόντως υπόψη τα πρότυπα και τις τεχνικές προδιαγραφές που καταρτίζουν ευρωπαϊκοί και διεθνείς οργανισμοί και φορείς τυποποίησης, ειδικότερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης (CEN), το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Τηλεπικοινωνιακών Προτύπων (ETSI), ο Διεθνής Οργανισμός Τυποποίησης (ISO) και η Διεθνής Ένωση Τηλεπικοινωνιών (ITU), καθώς και τα πρότυπα ασφάλειας που αναφέρονται στο άρθρο 32 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και το άρθρο 22 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725.

(53)

Όπου είναι αναγκαίο, προκειμένου να διασφαλιστούν η ανάπτυξη, η διαθεσιμότητα, η συντήρηση, η εποπτεία, η παρακολούθηση και η διαχείριση της ασφάλειας των τμημάτων του τεχνικού συστήματος για τα οποία είναι αρμόδια η Επιτροπή, η Επιτροπή θα πρέπει να ζητεί τη γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

(54)

Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και της Επιτροπής θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες, οι διαδικασίες και οι υπηρεσίες που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους συμμορφώνονται με τα κριτήρια ποιότητας. Οι εθνικοί συντονιστές που διορίζονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού και η Επιτροπή θα πρέπει, σε τακτά χρονικά διαστήματα, να επιβλέπουν τη συμμόρφωση με τα κριτήρια ποιότητας και ασφάλειας σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο, αντίστοιχα, και να επιλύουν τα τυχόν προβλήματα που ανακύπτουν. Οι εθνικοί συντονιστές θα πρέπει να επίσης να βοηθούν την Επιτροπή στην παρακολούθηση της λειτουργίας του τεχνικού συστήματος που επιτρέπει τη διασυνοριακή ανταλλαγή δικαιολογητικών. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να παρέχει στην Επιτροπή φάσμα μέσων, ώστε να αποκαθιστά οποιαδήποτε υποβάθμιση της ποιότητας των υπηρεσιών που παρέχονται μέσω της θύρας, ανάλογα με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της εν λόγω υποβάθμισης, τα οποία να περιλαμβάνουν, κατά περίπτωση, τη συμμετοχή συντονιστικής ομάδας της θύρας. Αυτό δεν θα πρέπει να θίγει τη γενική ευθύνη της Επιτροπής όσον αφορά την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό.

(55)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προσδιορίζει τις κύριες λειτουργίες των τεχνικών εργαλείων που στηρίζουν τη λειτουργία της θύρας, ιδίως την κοινή διεπαφή χρήστη, το αποθετήριο των συνδέσμων και τον κοινό μηχανισμό εντοπισμού υπηρεσιών υποστήριξης. Η κοινή διεπαφή χρήστη θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι χρήστες μπορούν εύκολα να βρουν πληροφορίες, διαδικασίες και υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων σε εθνικούς και ενωσιακούς δικτυακούς τόπους. Στόχος των κρατών μελών και της Επιτροπής θα πρέπει να είναι να παρέχουν συνδέσμους προς μια κοινή πηγή των πληροφοριών που απαιτούνται για τη θύρα, ώστε να αποφεύγεται η σύγχυση των χρηστών, σύγχυση που προκαλούν διαφορετικές, πλήρως ή εν μέρει αλληλεπικαλυπτόμενες πηγές των ίδιων πληροφοριών. Αυτό δεν θα πρέπει να αποκλείει τη δυνατότητα παροχής συνδέσμων προς τις ίδιες πληροφορίες που παρέχονται από τοπικές ή περιφερειακές αρμόδιες αρχές αναφορικά με διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές. Εξάλλου, δεν θα πρέπει να αποτρέπει την ως ένα βαθμό επικάλυψη πληροφοριών όπου αυτό είναι αναπόφευκτο ή επιθυμητό, για παράδειγμα όταν ορισμένα ενωσιακά δικαιώματα, υποχρεώσεις και κανόνες επαναλαμβάνονται ή περιγράφονται σε εθνικούς δικτυακούς τόπους ώστε να βελτιωθεί η ευχέρεια χρήσης. Προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί η ανθρώπινη παρέμβαση για την ενημέρωση των συνδέσμων που θα χρησιμοποιεί η κοινή διεπαφή χρήστη, θα πρέπει να συσταθεί μια απευθείας σύνδεση μεταξύ των σχετικών τεχνικών συστημάτων των κρατών μελών και του αποθετηρίου συνδέσμων, όπου αυτό είναι τεχνικά εφικτό. Τα κοινά εργαλεία υποστήριξης ΤΠΕ ενδέχεται να χρησιμοποιούν το Γλωσσάριο των βασικών δημόσιων υπηρεσιών για τη διευκόλυνση της διαλειτουργικότητας με τους καταλόγους εθνικών υπηρεσιών και τη σημασιολογία. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παροτρύνονται να χρησιμοποιούν το Γλωσσάριο αυτό, αλλά μπορούν να αποφασίσουν να χρησιμοποιήσουν εθνικές λύσεις. Οι πληροφορίες που περιέχει το αποθετήριο για συνδέσμους θα πρέπει να διατίθενται στο κοινό σε ανοικτό, κοινά χρησιμοποιούμενο και μηχανικώς αναγνώσιμο μορφότυπο, λόγου χάριν μέσω διεπαφών προγραμματισμού εφαρμογών (API), ώστε να επιτρέπεται η επαναχρησιμοποίησή τους.

(56)

Η λειτουργία αναζήτησης της κοινής διεπαφής χρήστη θα πρέπει να οδηγεί τους χρήστες στις πληροφορίες που χρειάζονται, είτε αυτές βρίσκονται σε ενωσιακές είτε σε εθνικές ιστοσελίδες. Επιπλέον, ως εναλλακτικός τρόπος για την καθοδήγηση των χρηστών σε χρήσιμες πληροφορίες, θα εξακολουθήσει να είναι χρήσιμη η δημιουργία συνδέσμων μεταξύ των υφιστάμενων και συμπληρωματικών ιστότοπων ή ιστοσελίδων, εξορθολογίζοντας και ομαδοποιώντας τα όσο το δυνατόν περισσότερο, και τη δημιουργία συνδέσμων μεταξύ ιστοσελίδων ή ιστότοπων σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο για την παροχή πρόσβασης σε επιγραμμικές υπηρεσίες και πληροφορίες.

(57)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να ορίζει απαιτήσεις ποιότητας για την κοινή διεπαφή χρήστη. Η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίζει ότι η κοινή διεπαφή χρήστη συμμορφώνεται με τις εν λόγω απαιτήσεις και ιδίως ότι η διεπαφή θα πρέπει να είναι διαθέσιμη και προσβάσιμη επιγραμμικά μέσω διαφόρων διαύλων, καθώς και εύκολη στη χρήση της.

(58)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση των τεχνικών λύσεων που στηρίζουν τη θύρα, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή για να καθορίζει, όπου είναι απαραίτητο, τα εφαρμοστέα πρότυπα και τις απαιτήσεις διαλειτουργικότητας, ώστε να διευκολύνεται ο εντοπισμός των πληροφοριών που αφορούν κανόνες και υποχρεώσεις, διαδικασίες και υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και της Επιτροπής. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

(59)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να κατανέμει σαφώς ανάμεσα στην Επιτροπή και τα κράτη μέλη την ευθύνη για την ανάπτυξη, τη διαθεσιμότητα, τη συντήρηση και την ασφάλεια των εφαρμογών ΤΠΕ που υποστηρίζουν τη θύρα. Στο πλαίσιο των καθηκόντων συντήρησης, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρακολουθούν τακτικά την ορθή λειτουργία των εφαρμογών ΤΠΕ.

(60)

Για να αναπτυχθεί το πλήρες δυναμικό που παρουσιάζουν οι διάφοροι τομείς των πληροφοριών, οι διαδικασίες και οι υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων που θα πρέπει να περιλαμβάνονται στη θύρα, θα πρέπει να βελτιωθεί σημαντικά η γνώση που έχει το κοινό-στόχος όσον αφορά την ύπαρξη και λειτουργία τους. Η συμπερίληψή τους στη θύρα θα πρέπει να διευκολύνει κατά πολύ τους χρήστες στην εξεύρεση των πληροφοριών, των διαδικασιών και των υπηρεσιών υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων που χρειάζονται, ακόμη και όταν δεν είναι εξοικειωμένοι με καμία από αυτές. Επιπλέον, θα είναι αναγκαίες συντονισμένες δραστηριότητες προώθησης για να διασφαλιστεί ότι οι πολίτες και οι επιχειρήσεις σε ολόκληρη την Ένωση θα ενημερωθούν για την ύπαρξη της θύρας και τα πλεονεκτήματα που προσφέρει. Σε αυτές τις δραστηριότητες προώθησης θα πρέπει να περιλαμβάνονται η βελτιστοποίηση των μηχανών αναζήτησης και άλλες επιγραμμικές δράσεις ευαισθητοποίησης, καθώς είναι οι πιο αποδοτικές οικονομικά και έχουν τη δυνατότητα προσέγγισης του ευρύτερου δυνατού κοινού. Για τη μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα, οι εν λόγω δραστηριότητες προώθησης θα πρέπει να συντονίζονται στο πλαίσιο της συντονιστικής ομάδας της θύρας, και τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσαρμόζουν τις αντίστοιχες προσπάθειές τους ώστε να υπάρχει ένα κοινό σήμα αναφοράς σε όλα τα συναφή πλαίσια, με δυνατότητα παράλληλης χρήσης του σήματος της θύρας σε εθνικές πρωτοβουλίες.

(61)

Όλα τα θεσμικά και λοιπά όργανα, οργανισμοί και υπηρεσίες της Ένωσης θα πρέπει να ενθαρρύνονται να προωθήσουν τη θύρα περιλαμβάνοντας τον λογότυπό της και συνδέσμους προς αυτήν σε όλες τις σχετικές ιστοσελίδες για τις οποίες είναι αρμόδια.

(62)

Η ονομασία με την οποία η θύρα θα είναι γνωστή και θα προβάλλεται στο ευρύ κοινό θα πρέπει να είναι «Your Europe». Η κοινή διεπαφή χρήστη θα πρέπει να είναι ευδιάκριτη και να βρίσκεται εύκολα, ιδίως στις σχετικές ενωσιακές και εθνικές ιστοσελίδες. Ο λογότυπος της θύρας θα πρέπει να προβάλλεται στις σχετικές ενωσιακές και εθνικές ιστοσελίδες.

(63)

Προκειμένου να συγκεντρωθούν επαρκή στοιχεία για τη μέτρηση και τη βελτίωση των επιδόσεων της θύρας, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να απαιτεί από τις αρμόδιες αρχές και από την Επιτροπή να συλλέγουν και να αναλύουν τα στοιχεία που αφορούν τη χρήση των διαφόρων τομέων πληροφοριών, των διαδικασιών και των υπηρεσιών που παρέχονται μέσω της θύρας. Η συλλογή στατιστικών στοιχείων των χρηστών, όπως είναι τα δεδομένα σχετικά με τον αριθμό επισκέψεων σε συγκεκριμένες ιστοσελίδες, τον αριθμό των χρηστών εντός ενός κράτους μέλους σε σύγκριση με τον αριθμό των χρηστών από άλλα κράτη μέλη, τους όρους αναζήτησης που χρησιμοποιούνται, τις ιστοσελίδες με τις περισσότερες επισκέψεις, τις ιστοσελίδες αναφοράς ή τον αριθμό, την προέλευση και το αντικείμενο των αιτημάτων υποστήριξης, θα πρέπει να βελτιώνει τη λειτουργία της θύρας βοηθώντας στον προσδιορισμό του κοινού, στην ανάπτυξη δραστηριοτήτων προώθησης και στη βελτίωση της ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών. Η συλλογή παρόμοιων στοιχείων θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ετήσια συγκριτική αξιολόγηση ηλεκτρονικής διακυβέρνησης από την Επιτροπή προκειμένου να αποφεύγονται ενδεχόμενες επικαλύψεις.

(64)

Προκειμένου να διασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες για τη θέσπιση ενιαίων κανόνων σχετικά με τη μέθοδο συλλογής και ανταλλαγής στατιστικών στοιχείων των χρηστών. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

(65)

Η ποιότητα της θύρας εξαρτάται από την ποιότητα των ενωσιακών και εθνικών υπηρεσιών που παρέχονται μέσω της θύρας. Επομένως, η ποιότητα των πληροφοριών, των διαδικασιών και των υπηρεσιών υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων που είναι διαθέσιμες μέσω της θύρας θα πρέπει επίσης να παρακολουθείται τακτικά μέσω ενός εργαλείου ανατροφοδότησης των χρηστών το οποίο ζητά από τους χρήστες να αξιολογούν και να παρέχουν ανατροφοδότηση για την κάλυψη και την ποιότητα των πληροφοριών, των διαδικασιών και των υπηρεσιών υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων που έχουν χρησιμοποιήσει. Η εν λόγω ανατροφοδότηση θα πρέπει να συλλέγεται σε ένα κοινό εργαλείο, στο οποίο η Επιτροπή, οι αρμόδιες αρχές και οι εθνικοί συντονιστές θα πρέπει να έχουν πρόσβαση. Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού σε σχέση με τις κοινές λειτουργίες των εργαλείων ανατροφοδότησης των χρηστών και τις πρακτικές λεπτομέρειες σχετικά με τη συλλογή και την ανταλλαγή της ανατροφοδότησης των χρηστών, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011. Η Επιτροπή θα πρέπει να δημοσιεύει σε ανώνυμη μορφή επιγραμμικές συνοπτικές επισκοπήσεις των προβλημάτων που ανακύπτουν από τις πληροφορίες, τα βασικά στατιστικά στοιχεία των χρηστών και την ανατροφοδότηση από τους χρήστες που συλλέγονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

(66)

Επιπλέον, η θύρα θα πρέπει να περιλαμβάνει ένα εργαλείο ανατροφοδότησης που να παρέχει τη δυνατότητα στους χρήστες να επισημαίνουν, οικειοθελώς και ανώνυμα, τυχόν προβλήματα και δυσκολίες που συναντούν κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους στην εσωτερική αγορά. Το εργαλείο αυτό θα πρέπει να θεωρείται μόνο ως συμπληρωματικό του μηχανισμού διεκπεραίωσης καταγγελιών, δεδομένου ότι δεν μπορεί να προσφέρει εξατομικευμένη απάντηση στους χρήστες. Οι παρατηρήσεις που θα λαμβάνονται θα πρέπει να συνδυάζονται με τις συγκεντρωτικές πληροφορίες που προέρχονται από τις υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων σχετικά με τις υποθέσεις τις οποίες διεκπεραίωσαν, ώστε να προκύπτει επισκόπηση της εσωτερικής αγοράς, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή από τους χρήστες της, και να επισημαίνονται οι προβληματικοί τομείς με σκοπό την ανάληψη πιθανής δράσης στο μέλλον, προκειμένου να βελτιωθεί η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η επισκόπηση αυτή θα πρέπει να συνδέεται με υφιστάμενα εργαλεία υποβολής εκθέσεων όπως είναι ο πίνακας επιδόσεων της ενιαίας αγοράς.

(67)

Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να αποφασίζουν ποιος θα ασκεί τον ρόλο του εθνικού συντονιστή. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να προσαρμόζουν τις λειτουργίες και τις ευθύνες των εθνικών συντονιστών τους σε σχέση με τη θύρα προς τις εσωτερικές διοικητικές δομές τους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να διορίζουν επιπρόσθετους εθνικούς συντονιστές που θα εκτελούν τα καθήκοντα που προβλέπει ο παρών κανονισμός σε ατομικό ή σε συλλογικό επίπεδο, με αρμοδιότητα για υπηρεσία της δημόσιας διοίκησης ή γεωγραφική περιφέρεια, ή βάσει άλλων κριτηρίων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενημερώνουν την Επιτροπή αναφορικά με την ταυτότητα του ενιαίου εθνικού συντονιστή που έχουν διορίσει υπεύθυνο για επαφές με την Επιτροπή.

(68)

Θα πρέπει να δημιουργηθεί η συντονιστική ομάδα της θύρας, η οποία θα απαρτίζεται από τους εθνικούς συντονιστές και θα προεδρεύεται από την Επιτροπή, με σκοπό να διευκολυνθεί η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, ιδίως με την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών και τη συνεργασία για τη συνεκτικότερη παρουσίαση των πληροφοριών που απαιτούνται από τον παρόντα κανονισμό. Οι εργασίες της συντονιστικής ομάδας της θύρας θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους στόχους που καθορίζονται στο ετήσιο πρόγραμμα εργασίας, το οποίο η Επιτροπή θα πρέπει να της υποβάλλει προς εξέταση. Το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας θα πρέπει να λαμβάνει τη μορφή κατευθυντήριων γραμμών ή συστάσεων χωρίς δεσμευτική ισχύ επί των κρατών μελών. Η Επιτροπή, έπειτα από αίτημα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μπορεί να αποφασίσει να καλέσει το Κοινοβούλιο να αποστείλει εμπειρογνώμονες για να παραστούν στις συνεδριάσεις της συντονιστικής ομάδας της θύρας.

(69)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να διευκρινίζει ποια μέρη της θύρας θα χρηματοδοτούνται μέσω του ενωσιακού προϋπολογισμού και ποια τελούν υπό την ευθύνη των κρατών μελών. Η Επιτροπή θα πρέπει να επικουρεί τα κράτη μέλη ώστε να εντοπίζουν δομικά στοιχεία ΤΠΕ που μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν καθώς και διαθέσιμη χρηματοδότηση μέσω διαφόρων κονδυλίων και προγραμμάτων σε επίπεδο Ένωσης τα οποία μπορούν να συμβάλλουν ώστε να καλύπτεται το κόστος προσαρμογών και εξελίξεων στον τομέα ΤΠΕ απαραίτητων σε εθνικό επίπεδο για τη συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό. Ο προϋπολογισμός που απαιτείται για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να είναι συμβατός με το ισχύον πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο.

(70)

Τα κράτη μέλη παροτρύνονται να ενισχύσουν τον συντονισμό, τις ανταλλαγές και τη συνεργασία μεταξύ τους ώστε να αυξηθούν επακολούθως οι στρατηγικές, επιχειρησιακές, ερευνητικές και αναπτυξιακές ικανότητές τους στον τομέα της ασφάλειας στον κυβερνοχώρο, ιδίως μέσω της εφαρμογής της ασφάλειας δικτύων και πληροφοριών, που αναφέρεται στην οδηγία (ΕΕ) 2016/1148 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (27) με στόχο την ενίσχυση της ασφάλειας και της ανθεκτικότητάς της δημόσιας διοίκησης και των δημόσιων υπηρεσιών τους. Τα κράτη μέλη παροτρύνονται να αυξήσουν την ασφάλεια των συναλλαγών και να εξασφαλίσουν επαρκή βαθμό εμπιστοσύνης στα ηλεκτρονικά μέσα χρησιμοποιώντας το πλαίσιο eIDAS που καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 910/2014 και ιδίως επαρκή επίπεδα διασφάλισης. Τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν μέτρα σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο για την προστασία της κυβερνοασφάλειας και την πρόληψη της υποκλοπής ταυτότητας ή άλλων μορφών απάτης.

(71)

Στην περίπτωση που η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού συνεπάγεται την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, θα πρέπει αυτή να διεξάγεται σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και ιδίως τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 και τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725. Η οδηγία (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (28) θα πρέπει να εφαρμόζεται επίσης στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού. Όπως προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να διατηρούν ή να θεσπίζουν περαιτέρω όρους, μεταξύ άλλων και περιορισμούς, όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων που αφορούν την υγεία, μπορούν δε να θεσπίζουν πιο ειδικούς κανόνες για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εργαζομένων στο πλαίσιο της απασχόλησης.

(72)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προωθεί και να διευκολύνει τον εξορθολογισμό των ρυθμίσεων διακυβέρνησης για τις υπηρεσίες που καλύπτει η θύρα. Για τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή θα πρέπει, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, να επανεξετάζει τις ισχύουσες ρυθμίσεις διακυβέρνησης και να τις προσαρμόζει όπου χρειάζεται, ώστε να αποφεύγεται η επικάλυψη ενεργειών και η αναποτελεσματικότητα.

(73)

Ο στόχος του παρόντος κανονισμού είναι να εξασφαλιστεί ότι οι χρήστες που δραστηριοποιούνται σε άλλα κράτη μέλη έχουν επιγραμμική πρόσβαση σε πλήρεις, αξιόπιστες, προσβάσιμες και κατανοητές ενωσιακές και εθνικές πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματα, τους κανόνες και τις υποχρεώσεις, σε επιγραμμικές διαδικασίες που είναι πλήρως λειτουργικές σε διασυνοριακό επίπεδο, καθώς και σε υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων. Δεδομένου ότι αυτός ο στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων του παρόντος κανονισμού, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(74)

Προκειμένου τα κράτη μέλη και η Επιτροπή να αναπτύξουν και να εφαρμόσουν τα αναγκαία εργαλεία για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού, ορισμένες από τις διατάξεις του θα πρέπει να εφαρμόζονται δύο έτη από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του. Στις δημοτικές αρχές θα πρέπει να δοθούν έως και τέσσερα έτη μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού για να εφαρμοστεί η απαίτηση για την παροχή πληροφοριών σχετικά με τους κανόνες, τις διαδικασίες και τις υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού σχετικά με τις διαδικασίες που πρέπει να προσφέρονται πλήρως επιγραμμικά, τη διασυνοριακή πρόσβαση σε επιγραμμικές διαδικασίες και το τεχνικό σύστημα για τη διασυνοριακή αυτοματοποιημένη ανταλλαγή δικαιολογητικών σύμφωνα με την αρχή «μόνον άπαξ» θα πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή το αργότερο έως πέντε έτη μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(75)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ειδικότερα από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές.

(76)

Ζητήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (29), η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, ο οποίος γνωμοδότησε την 1η Αυγούστου 2017 (30),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

1.   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κανόνες για:

α)

τη δημιουργία και τη λειτουργία ενιαίας ψηφιακής θύρας που παρέχει στους πολίτες και στις επιχειρήσεις εύκολη πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας πληροφόρηση, σε επαρκείς διαδικασίες και σε αποτελεσματικές υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων, καθώς και σε αποδοτικές διαδικασίες όσον αφορά τους ενωσιακούς και τους εθνικούς κανόνες που ισχύουν για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις που ασκούν ή προτίθενται να ασκήσουν τα δικαιώματά τους που απορρέουν από το ενωσιακό δίκαιο στον τομέα της εσωτερικής αγοράς, κατά την έννοια του άρθρου 26 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ,

β)

τη χρήση διαδικασιών από διασυνοριακούς χρήστες και την εφαρμογή της αρχής «μόνον άπαξ» σε σχέση με τις διαδικασίες που παρατίθενται στο παράρτημα II του παρόντος κανονισμού και τις διαδικασίες που προβλέπονται στις οδηγίες 2005/36/ΕΚ, 2006/123/ΕΚ, 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ,

γ)

την υποβολή εκθέσεων σχετικά με τα εμπόδια στην εσωτερική αγορά με βάση την ανατροφοδότηση από τους χρήστες και τη συλλογή στατιστικών στοιχείων από τις υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στη θύρα.

2.   Όταν ο παρών κανονισμός έρχεται σε σύγκρουση με διάταξη άλλης ενωσιακής πράξης που διέπει ειδικές πτυχές του αντικειμένου που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό, υπερισχύει η διάταξη της άλλης ενωσιακής πράξης.

3.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την ουσία ούτε τα δικαιώματα που παρέχονται με κάθε διαδικασία που καθιερώνεται σε ενωσιακό ή εθνικό επίπεδο σε οποιονδήποτε τομέα καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό. Επιπλέον, ο παρών κανονισμός δεν θίγει τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο για την προστασία της ασφάλειας στον κυβερνοχώρο και την πρόληψη της απάτης.

Άρθρο 2

Θέσπιση της ενιαίας ψηφιακής θύρας

1.   Σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, θεσπίζεται ενιαία ψηφιακή θύρα («θύρα») από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη. Η θύρα αποτελείται από κοινή διεπαφή χρήστη υπό τη διαχείριση της Επιτροπής («κοινή διεπαφή χρήστη») η οποία είναι ενσωματωμένη στην πύλη «Η Ευρώπη σου» και παρέχει πρόσβαση σε σχετικές ενωσιακές και εθνικές ιστοσελίδες.

2.   Η θύρα παρέχει πρόσβαση σε:

α)

πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις και τους κανόνες που προβλέπονται από το ενωσιακό και το εθνικό δίκαιο και ισχύουν για τους χρήστες που ασκούν ή προτίθενται να ασκήσουν τα δικαιώματά τους που απορρέουν από το ενωσιακό δίκαιο όσον αφορά την εσωτερική αγορά στους τομείς που αναφέρονται στο παράρτημα I,

β)

πληροφορίες για επιγραμμικές και μη διαδικασίες και συνδέσμους για επιγραμμικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών που καλύπτει το παράρτημα II, που θεσπίζονται σε ενωσιακό ή εθνικό επίπεδο ώστε να δίνεται η δυνατότητα στους χρήστες να ασκούν τα δικαιώματα και να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις τους και τους κανόνες στο πεδίο της εσωτερικής αγοράς σε τομείς που παρατίθενται στο παράρτημα I,

γ)

πληροφορίες και συνδέσμους για υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα III ή αναφέρονται στο άρθρο 7 και τις οποίες οι πολίτες και οι επιχειρήσεις θα μπορούν να χρησιμοποιούν σε περίπτωση ερωτήσεων ή προβλημάτων σχετικά με τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις, τους κανόνες ή τις διαδικασίες που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου.

3.   Η κοινή διεπαφή χρήστη είναι προσβάσιμη σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«χρήστης»: είτε πολίτης της Ένωσης, φυσικό πρόσωπο που διαμένει σε κράτος μέλος ή νομικό πρόσωπο που έχει την καταστατική του έδρα σε κράτος μέλος, και το οποίο πρόσωπο χρησιμοποιεί τις πληροφορίες, τις διαδικασίες ή τις υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων, που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, μέσω της θύρας,

2)

«διασυνοριακός χρήστης»: χρήστης ευρισκόμενος σε μια κατάσταση που δεν περιορίζεται από κάθε άποψη εντός ενός και μόνο κράτους μέλους,

3)

«διαδικασία»: σειρά ενεργειών στις οποίες πρέπει να προβαίνουν οι χρήστες για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις ή να λάβουν απόφαση από αρμόδια αρχή, προκειμένου να είναι σε θέση να ασκήσουν τα δικαιώματά τους που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο α),

4)

«αρμόδια αρχή»: κάθε αρχή ή όργανο κράτους μέλους που έχει συσταθεί σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο και έχει ειδικές αρμοδιότητες σε σχέση με τις πληροφορίες, τις διαδικασίες και τις υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό,

5)

«δικαιολογητικά»: κάθε έγγραφο ή στοιχείο, συμπεριλαμβανομένων κειμένου και ηχητικής, οπτικής ή οπτικοακουστικής εγγραφής, ανεξάρτητα από το χρησιμοποιούμενο μέσο, που απαιτείται από αρμόδια αρχή με στόχο να αποδειχθεί η αλήθεια των πραγματικών περιστατικών ή η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις για τις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο β).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΤΗΣ ΘΥΡΑΣ

Άρθρο 4

Πρόσβαση στις πληροφορίες

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι χρήστες έχουν εύκολη, επιγραμμική πρόσβαση στις εθνικές τους ιστοσελίδες στα ακόλουθα:

α)

πληροφορίες σχετικά με εκείνα τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις και τους κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο α) και που προκύπτουν από το εθνικό δίκαιο·

β)

πληροφορίες σχετικά με εκείνες τις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο β) και που καθιερώνονται σε εθνικό επίπεδο·

γ)

πληροφορίες σχετικά με εκείνες τις υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο γ) και που παρέχονται σε εθνικό επίπεδο.

2.   Η Επιτροπή μεριμνά ώστε η πύλη «Η Ευρώπη σου» να παρέχει στους χρήστες εύκολη, επιγραμμική πρόσβαση στα ακόλουθα:

α)

πληροφορίες σχετικά με εκείνα τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις και τους κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο α) που και προκύπτουν από το ενωσιακό δίκαιο·

β)

πληροφορίες σχετικά με εκείνες τις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο β) που και οι οποίες καθιερώνονται σε ενωσιακό επίπεδο·

γ)

πληροφορίες σχετικά με εκείνες τις υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο γ) που και οι οποίες παρέχονται σε ενωσιακό επίπεδο.

Άρθρο 5

Πρόσβαση στις πληροφορίες που δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα I

1.   Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή μπορούν να παρέχουν συνδέσμους σε πληροφορίες σε τομείς που δεν απαριθμούνται στο παράρτημα I, οι οποίες παρέχονται από τις αρμόδιες αρχές, την Επιτροπή ή τα όργανα, τους οργανισμούς και τις υπηρεσίες της Ένωσης, υπό τον όρο ότι οι πληροφορίες αυτές εντάσσονται στο πεδίο της θύρας, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, και πληρούν τις απαιτήσεις ποιότητας που ορίζονται στο άρθρο 9.

2.   Οι σύνδεσμοι στις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφοι 2 και 3.

3.   Πριν την ενεργοποίηση οποιωνδήποτε συνδέσμων, η Επιτροπή εξακριβώνει κατά πόσον πληρούνται οι όροι της παραγράφου 1 και διαβουλεύεται με τη συντονιστική ομάδα της θύρας.

Άρθρο 6

Διαδικασίες που πρέπει να προσφέρονται πλήρως επιγραμμικά

1.   Κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε οι χρήστες να μπορούν να έχουν πρόσβαση και να διεκπεραιώνουν τις διαδικασίες που παρατίθενται στο παράρτημα II πλήρως επιγραμμικά, εφόσον οι διαδικασίες αυτές έχουν θεσπιστεί στο εκάστοτε κράτος μέλος.

2.   Οι διαδικασίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 θεωρούνται πλήρως επιγραμμικές όταν:

α)

η ταυτοποίηση των χρηστών, η παροχή πληροφοριών και δικαιολογητικών, η υπογραφή και η τελική υποβολή μπορούν να γίνουν ηλεκτρονικά εξ αποστάσεως, μέσω διαύλου εξυπηρέτησης που επιτρέπει στους χρήστες να ανταποκριθούν σε όλες τις απαιτήσεις σχετικά με τη διαδικασία με εύχρηστο και δομημένο τρόπο,

β)

διασφαλίζεται η παροχή αυτόματης βεβαίωσης παραλαβής στους χρήστες, εκτός αν το αποτέλεσμα της διαδικασίας παραδίδεται αμέσως,

γ)

το αποτέλεσμα της διαδικασίας παραδίδεται ηλεκτρονικά ή, όταν αυτό απαιτείται από την ισχύον ενωσιακό ή εθνικό δίκαιο, παραδίδεται με φυσικά μέσα και

δ)

οι χρήστες ειδοποιούνται μέσω ηλεκτρονικής γνωστοποίησης για την ολοκλήρωση της διαδικασίας.

3.   Όταν, σε αιτιολογημένες εξαιρετικές περιπτώσεις επιτακτικών λόγων δημοσίου συμφέροντος στους τομείς της δημόσιας ασφάλειας, της δημόσιας υγείας ή της καταπολέμησης της απάτης, ο σκοπός που επιδιώκεται δεν μπορεί να επιτευχθεί πλήρως επιγραμμικά, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτήσουν από τον χρήστη να παρουσιαστεί αυτοπροσώπως ενώπιον της αρμόδιας αρχής ως διαδικαστικό βήμα. Στις εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις, τα κράτη μέλη περιορίζουν την εν λόγω φυσική παρουσία στον απολύτως αναγκαίο και αντικειμενικά δικαιολογημένο βαθμό και διασφαλίζουν ότι άλλα στάδια της διαδικασίας μπορούν να διεκπεραιωθούν πλήρως επιγραμμικά. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι οι απαιτήσεις φυσικής παρουσίας δεν συνεπάγονται διακρίσεις εις βάρος των διασυνοριακών χρηστών.

4.   Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν και εξηγούν, μέσω κοινού αποθετηρίου προσβάσιμου από την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη, τους λόγους και τις περιστάσεις κατά τα οποία μπορεί να απαιτηθεί η φυσική παρουσία για τα διαδικαστικά βήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 και τους λόγους και τις περιστάσεις κατά τα οποία είναι αναγκαία η φυσική παράδοση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ).

5.   Το παρόν άρθρο δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη από το να προσφέρουν στους χρήστες την πρόσθετη δυνατότητα της πρόσβασης και της διεκπεραίωσης των διαδικασιών που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο β) με άλλον τρόπο εκτός του επιγραμμικού διαύλου, ούτε από το να έλθουν σε απευθείας επαφή με τους χρήστες.

Άρθρο 7

Πρόσβαση σε υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων

1.   Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή μεριμνούν ώστε οι χρήστες, συμπεριλαμβανομένων των διασυνοριακών χρηστών, να έχουν εύκολη, επιγραμμική πρόσβαση μέσω διαφόρων διαύλων στις υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο γ).

2.   Οι εθνικοί συντονιστές που αναφέρονται στο άρθρο 28 και η Επιτροπή μπορούν να παρέχουν συνδέσμους προς τις υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων που παρέχονται από τις αρμόδιες αρχές, την Επιτροπή ή τα όργανα, τους οργανισμούς ή τις υπηρεσίες της Ένωσης, εκτός από αυτές που παρατίθενται στο παράρτημα III, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφοι 2 και 3, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω υπηρεσίες πληρούν τις απαιτήσεις ποιότητας που καθορίζονται στα άρθρα 11 και 16.

3.   Όταν είναι αναγκαίο για την κάλυψη των αναγκών των χρηστών, ο εθνικός συντονιστής μπορεί να προτείνει στην Επιτροπή να συμπεριληφθούν στη θύρα σύνδεσμοι προς τις υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυση προβλημάτων τις οποίες παρέχουν ιδιωτικοί ή ημι-ιδιωτικοί φορείς, όταν οι υπηρεσίες αυτές πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

παρέχουν πληροφορίες ή υποστήριξη στο πλαίσιο των τομέων και για τους σκοπούς που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό και είναι συμπληρωματικές προς τις υπηρεσίες που ήδη περιλαμβάνονται στη θύρα,

β)

παρέχονται δωρεάν ή σε τιμή που να είναι προσιτή για τις πολύ μικρές ή τις μικρές επιχειρήσεις, τους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς και τους πολίτες και

γ)

συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στα άρθρα 8, 11 και 16.

4.   Όταν ο εθνικός συντονιστής έχει προτείνει την προσθήκη συνδέσμου σύμφωνα με την παράγραφο 3 και παρέχει τον εν λόγω σύνδεσμο σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3, η Επιτροπή αξιολογεί κατά πόσον η υπηρεσία που προτείνεται να περιληφθεί μέσω του συνδέσμου πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου και, αν ναι, ενεργοποιεί τον σύνδεσμο.

Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι η υπηρεσία που προτείνεται να περιληφθεί δεν πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3, ενημερώνει τον εθνικό συντονιστή σχετικά με τους λόγους για τους οποίους δεν ενεργοποίησε τον σύνδεσμο.

Άρθρο 8

Απαιτήσεις ποιότητας σχετικά με την προσβασιμότητα στο διαδίκτυο

Η Επιτροπή καθιστά πιο προσβάσιμους εκείνους τους ιστότοπους και τις ιστοσελίδες της μέσω των οποίων παρέχει πρόσβαση στις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 και στις υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 7, προσδίδοντάς τους αντιληπτικότητα, λειτουργικότητα, κατανοησιμότητα και ευρωστία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Απαιτήσεις ποιότητας για τις πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις και τους κανόνες, τις διαδικασίες και τις υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων

Άρθρο 9

Ποιότητα των πληροφοριών σχετικά με τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις και τους κανόνες

1.   Όταν τα κράτη μέλη και η Επιτροπή έχουν την ευθύνη, σύμφωνα με το άρθρο 4, για τη διασφάλιση πρόσβασης στις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο α), εξασφαλίζουν ότι οι σχετικές πληροφορίες συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

είναι εύχρηστες, παρέχοντας τη δυνατότητα στους χρήστες να βρίσκουν εύκολα και να κατανοούν τις πληροφορίες, καθώς και να εντοπίζουν εύκολα ποια τμήματα των πληροφοριών είναι συναφή με τη δική τους συγκεκριμένη περίπτωση,

β)

είναι ακριβείς και επαρκώς ολοκληρωμένες ώστε να καλύπτουν τις πληροφορίες που οι χρήστες πρέπει να γνωρίζουν για να ασκήσουν τα δικαιώματά τους σε πλήρη συμμόρφωση με τους ισχύοντες κανόνες και τις ισχύουσες υποχρεώσεις,

γ)

περιλαμβάνουν παραπομπές και/ή συνδέσμους στις νομικές πράξεις, τεχνικές προδιαγραφές και κατευθυντήριες γραμμές, κατά περίπτωση,

δ)

περιλαμβάνουν το όνομα της αρμόδιας αρχής ή του φορέα που είναι υπεύθυνοι για το περιεχόμενο των πληροφοριών,

ε)

περιλαμβάνουν τα στοιχεία επικοινωνίας κάθε σχετικής υπηρεσίας υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων, όπως αριθμό τηλεφώνου, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, επιγραμμικό δελτίο υποβολής ερωτήσεων ή οποιοδήποτε άλλο συνήθως χρησιμοποιούμενο μέσο ηλεκτρονικής επικοινωνίας που είναι το πιο κατάλληλο για τον τύπο της προσφερόμενης υπηρεσίας και για το στοχευόμενο κοινό της υπηρεσίας αυτής,

στ)

περιλαμβάνουν την ημερομηνία της τελευταίας επικαιροποίησης των πληροφοριών, εάν συντρέχει λόγος, ή, εφόσον οι πληροφορίες δεν έχουν επικαιροποιηθεί, την ημερομηνία δημοσίευσης των πληροφοριών,

ζ)

είναι άρτια διαρθρωμένες και ευπαρουσίαστες, έτσι ώστε οι χρήστες να μπορούν να βρίσκουν γρήγορα αυτό που χρειάζονται,

η)

είναι επικαιροποιημένες και

θ)

έχουν σαφή και κατανοητή διατύπωση, προσαρμοσμένη στις ανάγκες των στοχευόμενων χρηστών.

2.   Τα κράτη μέλη καθιστούν τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου προσβάσιμες σε επίσημη γλώσσα της Ένωσης ευρέως κατανοητή από τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό διασυνοριακών χρηστών, σύμφωνα με το άρθρο 12.

Άρθρο 10

Ποιότητα των πληροφοριών σχετικά με τις διαδικασίες

1.   Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή, για τους σκοπούς της συμμόρφωσης με το άρθρο 4, μεριμνούν ώστε, προτού οι χρήστες χρειαστεί να ταυτοποιηθούν πριν από την εκκίνηση της διαδικασίας, να έχουν πρόσβαση σε επαρκώς ολοκληρωμένες, σαφείς και εύληπτες επεξηγήσεις όσον αφορά τα ακόλουθα στοιχεία, κατά περίπτωση, των διαδικασιών που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο β):

α)

τα σχετικά στάδια της διαδικασίας τα οποία πρέπει να ακολουθήσει ο χρήστης, συμπεριλαμβανομένης κάθε εξαίρεσης, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3, στην υποχρέωση των κρατών μελών να προσφέρουν τη διαδικασία πλήρως επιγραμμικά,

β)

το όνομα της αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για τη διαδικασία, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων επικοινωνίας,

γ)

τα αποδεκτά μέσα εξακρίβωσης της ταυτότητας, ταυτοποίησης και υπογραφής για τη διαδικασία,

δ)

το είδος και τον μορφότυπο των δικαιολογητικών που πρέπει να υποβάλλονται,

ε)

τα έννομα μέσα προστασίας ή έφεσης που είναι γενικώς διαθέσιμα σε περίπτωση διαφοράς με τις αρμόδιες αρχές,

στ)

τα εφαρμοστέα τέλη και τον επιγραμμικό τρόπο πληρωμής,

ζ)

τυχόν προθεσμίες που πρέπει να τηρούνται από τον χρήστη ή από την αρμόδια αρχή και, εάν δεν υπάρχουν προθεσμίες, το μέσο, εκτιμώμενο ή ενδεικτικό χρονικό διάστημα που χρειάζεται η αρμόδια αρχή για να ολοκληρώσει τη διαδικασία,

η)

τυχόν κανόνες για την έλλειψη απάντησης από την αρμόδια αρχή και τις νομικές συνέπειες αυτής για τους χρήστες, συμπεριλαμβανομένης της σιωπηρής έγκρισης ή σιωπηρών διοικητικών διευθετήσεων,

θ)

κάθε επιπλέον γλώσσα στην οποία μπορεί να διεξαχθεί η διαδικασία.

2.   Εάν δεν υφίστανται σιωπηρή έγκριση, διοικητική σιωπή ή παρόμοιες ρυθμίσεις, οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν, κατά περίπτωση, τους χρήστες για τυχόν καθυστερήσεις και για κάθε παράταση των προθεσμιών ή τυχόν συνέπειές τους.

3.   Όταν οι επεξηγήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι ήδη διαθέσιμες για τους μη διασυνοριακούς χρήστες, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ή να επαναχρησιμοποιηθούν για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, υπό τον όρο ότι καλύπτουν επίσης την κατάσταση των διασυνοριακών χρηστών, κατά περίπτωση.

4.   Οι αρμόδιες αρχές καθιστούν τις επεξηγήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου προσβάσιμες σε επίσημη γλώσσα της Ένωσης ευρέως κατανοητή από τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό διασυνοριακών χρηστών, σύμφωνα με το άρθρο 12.

Άρθρο 11

Ποιότητα των πληροφοριών σχετικά με τις υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων

1.   Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή, για τους σκοπούς της συμμόρφωσης με το άρθρο 4, μεριμνούν ώστε οι χρήστες, προτού υποβάλουν αίτημα για υπηρεσία που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο γ), να έχουν πρόσβαση σε σαφείς και εύληπτες επεξηγήσεις όσον αφορά τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

το είδος, τον σκοπό και τα αναμενόμενα αποτελέσματα της παρεχόμενης υπηρεσίας,

β)

τα στοιχεία επικοινωνίας των φορέων που είναι υπεύθυνοι για την παροχή της υπηρεσίας όπως αριθμό τηλεφώνου, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, επιγραμμικό δελτίο υποβολής ερωτήσεων ή οποιοδήποτε άλλο συνήθως χρησιμοποιούμενο μέσο ηλεκτρονικής επικοινωνίας που είναι το πιο κατάλληλο για τον τύπο της προσφερόμενης υπηρεσίας και για το στοχευόμενο κοινό της υπηρεσίας αυτής,

γ)

κατά περίπτωση, τα εφαρμοστέα τέλη και τον επιγραμμικό τρόπο πληρωμής,

δ)

τυχόν ισχύουσες προθεσμίες που πρέπει να τηρούνται και, εφόσον δεν υπάρχουν προθεσμίες, τον μέσο ή εκτιμώμενο χρόνο που απαιτείται για την παροχή της υπηρεσίας,

ε)

τυχόν επιπλέον γλώσσες στις οποίες μπορεί να υποβληθεί η αίτηση και οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε μεταγενέστερη επικοινωνία.

2.   Τα κράτη μέλη καθιστούν τις επεξηγήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου προσβάσιμες σε επίσημη γλώσσα της Ένωσης ευρέως κατανοητή από τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό διασυνοριακών χρηστών, σύμφωνα με το άρθρο 12.

Άρθρο 12

Μετάφραση πληροφοριών

1.   Σε περίπτωση που κράτος μέλος δεν παρέχει τις πληροφορίες, τις επεξηγήσεις και τις οδηγίες που ορίζονται στα άρθρα 9, 10 και 11, και στο άρθρο 13 παράγραφος 2 στοιχείο α) σε επίσημη γλώσσα της Ένωσης ευρέως κατανοητή από τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό διασυνοριακών χρηστών, το κράτος μέλος αυτό ζητεί από την Επιτροπή μεταφράσεις στη γλώσσα αυτή, εντός των ορίων του διαθέσιμου προϋπολογισμού της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο γ).

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα κείμενα που υποβλήθηκαν για μετάφραση σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου να καλύπτουν τουλάχιστον τις βασικές πληροφορίες σε όλους τους τομείς που περιλαμβάνει το παράρτημα I και, εφόσον επαρκεί ο προϋπολογισμός της Ένωσης, να καλύπτουν ενδεχόμενες περαιτέρω πληροφορίες, επεξηγήσεις και οδηγίες που αναφέρονται στα άρθρα 9, 10 και 11 και στο άρθρο 13 παράγραφος 2 στοιχείο α), λαμβάνοντας υπόψη τις σημαντικότερες ανάγκες των διασυνοριακών χρηστών. Τα κράτη μέλη προσφέρουν στο αποθετήριο συνδέσμων του άρθρου 19 τους συνδέσμους προς τις εκάστοτε μεταφρασμένες πληροφορίες.

3.   Η γλώσσα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι η επίσημη γλώσσα της Ένωσης που μαθαίνεται σε ευρύτερη κλίμακα ως ξένη γλώσσα από τους χρήστες σε όλη την Ένωση. Κατ’ εξαίρεση, αν οι πληροφορίες, επεξηγήσεις ή οδηγίες που πρέπει να μεταφραστούν αναμένεται να είναι προεξέχοντος ενδιαφέροντος για τους διασυνοριακούς χρήστες που προέρχονται από ένα μόνο άλλο κράτος μέλος, η γλώσσα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να είναι η επίσημη γλώσσα της Ένωσης που χρησιμοποιείται ως η πρώτη γλώσσα από τους εν λόγω διασυνοριακούς χρήστες.

4.   Όταν ένα κράτος μέλος ζητά μετάφραση σε επίσημη γλώσσα της Ένωσης που δεν είναι η γλώσσα που μαθαίνουν περισσότερο οι χρήστες ως ξένη γλώσσα σε όλη την Ένωση, αιτιολογεί δεόντως το αίτημά του. Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 3 για την επιλογή της εν λόγω άλλης γλώσσας, μπορεί να απορρίψει το αίτημα και ενημερώνει σχετικά το κράτος μέλος.

ΤΜΗΜΑ 2

Απαιτήσεις σχετικά με τις επιγραμμικεσ διαδικασίες

Άρθρο 13

Διασυνοριακή πρόσβαση σε επιγραμμικές διαδικασίες

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν μια διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο β) και καθιερώνεται σε εθνικό επίπεδο μπορεί να είναι προσβάσιμη και να διεκπεραιωθεί επιγραμμικά από τους μη διασυνοριακούς χρήστες, μπορεί επίσης να είναι προσβάσιμη και να διεκπεραιώνεται επιγραμμικά από τους διασυνοριακούς χρήστες μέσω της ίδιας ή εναλλακτικής τεχνικής λύσης κατά τρόπο που να μη δημιουργεί διακρίσεις.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι για τις διαδικασίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, πληρούνται τουλάχιστον οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι χρήστες έχουν τη δυνατότητα να έχουν πρόσβαση στις οδηγίες για την ολοκλήρωση της διαδικασίας σε μια επίσημη γλώσσα της Ένωσης που είναι ευρέως κατανοητή από τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό διασυνοριακών χρηστών, σύμφωνα με το άρθρο 12,

β)

οι διασυνοριακοί χρήστες είναι σε θέση να υποβάλλουν τις απαιτούμενες πληροφορίες, ακόμη και όταν η διάρθρωση των πληροφοριών αυτών διαφέρει από παρόμοιες πληροφορίες στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος,

γ)

οι διασυνοριακοί χρήστες είναι σε θέση να ταυτοποιούνται και να επαληθεύουν την ταυτότητά τους, να υπογράφουν ή να σφραγίζουν έγγραφα ηλεκτρονικά, όπως προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 910/2014, σε όλες τις περιπτώσεις όπου αυτό είναι δυνατόν και για τους μη διασυνοριακούς χρήστες,

δ)

οι διασυνοριακοί χρήστες έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν δικαιολογητικά που να αποδεικνύουν τη συμμόρφωσή τους με τις ισχύουσες απαιτήσεις και να λαμβάνουν το αποτέλεσμα των διαδικασιών σε ηλεκτρονική μορφή σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες αυτό είναι επίσης δυνατόν για τους μη διασυνοριακούς χρήστες,

ε)

όταν απαιτείται πληρωμή για την ολοκλήρωση μιας διαδικασίας, οι διασυνοριακοί χρήστες έχουν τη δυνατότητα να καταβάλλουν τα αντίστοιχα τέλη επιγραμμικά μέσω ευρέως διαθέσιμων διασυνοριακών υπηρεσιών πληρωμών, χωρίς διάκριση με βάση τον τόπο εγκατάστασης του παρόχου της υπηρεσίας πληρωμών, τον τόπο έκδοσης του μέσου πληρωμών ή την τοποθεσία του λογαριασμού πληρωμών εντός της Ένωσης.

3.   Όταν η διαδικασία δεν απαιτεί ηλεκτρονική ταυτοποίηση ή εξακρίβωση ταυτότητας κατά την παράγραφο 2 στοιχείο γ) και όταν οι αρμόδιες αρχές μπορούν δυνάμει του ισχύοντος νόμου ή διοικητικών πρακτικών να κάνουν δεκτά ψηφιοποιημένα αντίγραφα μη ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων ταυτότητας –όπως δελτίων ταυτότητας ή διαβατηρίων– όσον αφορά τους μη διασυνοριακούς χρήστες, οι εν λόγω αρχές επίσης κάνουν δεκτά τα αντίστοιχα ψηφιοποιημένα αντίγραφα όσον αφορά τους διασυνοριακούς χρήστες.

Άρθρο 14

Τεχνικό σύστημα για τη διασυνοριακή αυτοματοποιημένη ανταλλαγή δικαιολογητικών και εφαρμογή της αρχής «μόνον άπαξ»

1.   Για τον σκοπό της ανταλλαγής δικαιολογητικών στο πλαίσιο των επιγραμμικών διαδικασιών που παρατίθενται στο παράρτημα II του παρόντος κανονισμού και των διαδικασιών που προβλέπονται στις οδηγίες 2005/36/ΕΚ, 2006/123/ΕΚ, 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ, καθιερώνεται από την Επιτροπή σε συνεργασία με τα κράτη μέλη τεχνικό σύστημα για την αυτοματοποιημένη ανταλλαγή δικαιολογητικών μεταξύ των αρμόδιων αρχών στα διάφορα κράτη μέλη («τεχνικό σύστημα»).

2.   Όταν οι αρμόδιες αρχές εκδίδουν νομίμως, στο δικό τους κράτος μέλος και σε ηλεκτρονικό μορφότυπο που επιτρέπει την αυτοματοποιημένη ανταλλαγή, δικαιολογητικά τα οποία χρειάζονται για τις επιγραμμικές διαδικασίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τότε καθιστούν τα εν λόγω δικαιολογητικά διαθέσιμα και στις αιτούσες αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών σε ηλεκτρονικό μορφότυπο που επιτρέπει την αυτοματοποιημένη ανταλλαγή.

3.   Το τεχνικό σύστημα, κατά κύριο λόγο:

α)

καθιστά εφικτή τη διεκπεραίωση των αιτήσεων για δικαιολογητικά κατόπιν ρητού αιτήματος του χρήστη,

β)

καθιστά εφικτή τη διεκπεραίωση των αιτήσεων για την πρόσβαση σε δικαιολογητικά ή την ανταλλαγή δικαιολογητικών,

γ)

επιτρέπει τη διαβίβαση δικαιολογητικών μεταξύ των αρμόδιων αρχών,

δ)

επιτρέπει την επεξεργασία των δικαιολογητικών από την αιτούσα αρμόδια αρχή,

ε)

εγγυάται τον εμπιστευτικό χαρακτήρα και την ακεραιότητα των δικαιολογητικών,

στ)

παρέχει τη δυνατότητα προεπισκόπησης από τον χρήστη των δικαιολογητικών που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν από την αιτούσα αρμόδια αρχή, καθώς και την επιλογή εάν θα προχωρήσει ή όχι στην ανταλλαγή των δικαιολογητικών,

ζ)

διασφαλίζει κατάλληλο επίπεδο διαλειτουργικότητας με άλλα συναφή συστήματα,

η)

διασφαλίζει υψηλό επίπεδο ασφάλειας για τη διαβίβαση και την επεξεργασία των δικαιολογητικών,

θ)

δεν επεξεργάζεται δικαιολογητικά πέραν του βαθμού που είναι τεχνικώς αναγκαίος για την ανταλλαγή των δικαιολογητικών, και τότε μόνο για το διάστημα που απαιτείται για τον σκοπό αυτό.

4.   Η χρήση του τεχνικού συστήματος δεν είναι υποχρεωτική για τους χρήστες και επιτρέπεται μόνο κατόπιν ρητού αιτήματός τους, εκτός εάν προβλέπεται κάτι διαφορετικό δυνάμει του ενωσιακού ή εθνικού δικαίου. Οι χρήστες έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν δικαιολογητικά με άλλα μέσα εκτός του τεχνικού συστήματος και απευθείας στην αιτούσα αρμόδια αρχή.

5.   Η δυνατότητα προεπισκόπησης των δικαιολογητικών που αναφέρεται στο στοιχείο στ) της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου δεν απαιτείται για διαδικασίες στις οποίες η αυτοματοποιημένη διασυνοριακή ανταλλαγή δεδομένων χωρίς την προεπισκόπηση επιτρέπεται δυνάμει της εφαρμοστέας ενωσιακής ή εθνικής νομοθεσίας. Η εν λόγω δυνατότητα προεπισκόπησης των δικαιολογητικών δεν θίγει την υποχρέωση παροχής των πληροφοριών που απαιτούνται δυνάμει των άρθρων 13 και 14 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679.

6.   Τα κράτη μέλη εντάσσουν το πλήρως λειτουργικό τεχνικό σύστημα στις διαδικασίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

7.   Οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για τις επιγραμμικές διαδικασίες της παραγράφου 1 ζητούν, κατόπιν ρητού, ελεύθερα υποβαλλόμενου, συγκεκριμένου, εμπεριστατωμένου και αναντίρρητου αιτήματος του ενδιαφερόμενου χρήστη, δικαιολογητικά κατευθείαν από τις αρμόδιες αρχές έκδοσης δικαιολογητικών σε άλλα κράτη μέλη μέσω του τεχνικού συστήματος. Οι αρμόδιες αρχές έκδοσης που αναφέρονται στην παράγραφο 2 καθιστούν τα εν λόγω δικαιολογητικά διαθέσιμα μέσω του ίδιου συστήματος, σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο ε).

8.   Τα δικαιολογητικά που διατίθενται στην αιτούσα αρμόδια αρχή περιορίζονται στις πληροφορίες που ζητήθηκαν και χρησιμοποιούνται μόνο από την εν λόγω αρχή για τους σκοπούς της διαδικασίας για την οποία ανταλλάχθηκαν τα εν λόγω δικαιολογητικά. Τα δικαιολογητικά που ανταλλάσσονται μέσω του τεχνικού συστήματος θεωρούνται, για τους σκοπούς της αιτούσας αρμόδιας αρχής, επιβεβαιωμένα.

9.   Έως τις 12 Ιουνίου 2021, η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό των τεχνικών και λειτουργικών προδιαγραφών του τεχνικού συστήματος που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 37 παράγραφος 2.

10.   Οι παράγραφοι 1 έως 8 δεν εφαρμόζονται στις διαδικασίες που θεσπίζονται σε ενωσιακό επίπεδο και οι οποίες προβλέπουν διαφορετικούς μηχανισμούς για την ανταλλαγή δικαιολογητικών, εκτός εάν το τεχνικό σύστημα που είναι αναγκαίο για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου έχει ενσωματωθεί στις εν λόγω διαδικασίες σύμφωνα με τους κανόνες των ενωσιακών πράξεων που τις θεσπίζουν.

11.   Η Επιτροπή και καθένα από τα κράτη μέλη έχουν την ευθύνη για τη διαχείριση της ανάπτυξης, της διαθεσιμότητας, της συντήρησης, της επίβλεψης, της παρακολούθησης και της ασφάλειας των αντίστοιχων τμημάτων του τεχνικού συστήματος.

Άρθρο 15

Επαλήθευση των δικαιολογητικών μεταξύ των κρατών μελών

Όταν το τεχνικό σύστημα ή άλλα συστήματα για την ανταλλαγή ή επαλήθευση των δικαιολογητικών μεταξύ των κρατών μελών δεν είναι διαθέσιμα ή δεν είναι εφαρμόσιμα ή όταν ο χρήστης δεν ζητεί τη χρήση του τεχνικού συστήματος, οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται μέσω του συστήματος πληροφόρησης για την εσωτερική αγορά (IMI), όταν είναι αναγκαίο για να επαληθευτεί η γνησιότητα των δικαιολογητικών που υποβλήθηκαν σε κάποια εξ αυτών σε ηλεκτρονική μορφή από τον χρήστη για τους σκοπούς της επιγραμμικής διαδικασίας.

ΤΜΗΜΑ 3

Απαιτήσεις ποιότητας για τις υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων

Άρθρο 16

Απαιτήσεις ποιότητας για τις υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων

Οι αρμόδιες αρχές και η Επιτροπή μεριμνούν, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, ώστε οι υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων που παρατίθενται στο παράρτημα III και οι εν λόγω υπηρεσίες που έχουν συμπεριληφθεί στη θύρα σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφοι 2, 3 και 4 να ανταποκρίνονται στις ακόλουθες απαιτήσεις ποιότητας:

α)

παρέχονται εντός εύλογης προθεσμίας λαμβανομένης υπόψη της περιπλοκότητας του αιτήματος,

β)

όταν παρατείνονται οι προθεσμίες, οι χρήστες ενημερώνονται εκ των προτέρων σχετικά με τους λόγους της παράτασης και για τη νέα προθεσμία που ορίζεται,

γ)

όταν απαιτείται πληρωμή για την παροχή μιας υπηρεσίας, οι χρήστες έχουν τη δυνατότητα να καταβάλλουν τα αντίστοιχα τέλη επιγραμμικά μέσω ευρέως διαθέσιμων διασυνοριακών υπηρεσιών πληρωμών, χωρίς διάκριση με βάση τον τόπο εγκατάστασης του παρόχου της υπηρεσίας πληρωμών, τον τόπο έκδοσης του μέσου πληρωμών ή την τοποθεσία του λογαριασμού πληρωμών εντός της Ένωσης.

ΤΜΗΜΑ 4

Παρακολούθηση της ποιότητας

Άρθρο 17

Παρακολούθηση της ποιότητας

1.   Οι εθνικοί συντονιστές που αναφέρονται στο άρθρο 28 και η Επιτροπή, εντός των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, παρακολουθούν τακτικά τη συμμόρφωση των πληροφοριών, των διαδικασιών και των υπηρεσιών υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων που διατίθενται μέσω της θύρας, με τις ποιοτικές απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 8 έως 13 και στο άρθρο 16. Η παρακολούθηση διενεργείται με βάση τα στοιχεία που συλλέγονται σύμφωνα με τα άρθρα 24 και 25.

2.   Σε περίπτωση υποβάθμισης της ποιότητας των πληροφοριών, των διαδικασιών και των υπηρεσιών υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και οι οποίες παρέχονται από τις αρμόδιες αρχές, η Επιτροπή, συνυπολογίζοντας τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της υποβάθμισης, μπορεί να λαμβάνει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

α)

να ενημερώνει τον οικείο εθνικό συντονιστή και να ζητεί τη λήψη μέτρων αποκατάστασης·

β)

να υποβάλλει προς συζήτηση στη συντονιστική ομάδα της θύρας συνιστώμενες ενέργειες για τη βελτίωση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις ποιότητας·

γ)

να αποστέλλει επιστολή με συστάσεις προς το οικείο κράτος μέλος·

δ)

να αποσυνδέει προσωρινά την πληροφορία, τη διαδικασία ή την υπηρεσία υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων από τη θύρα.

3.   Όταν η υπηρεσία υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων προς την οποία παρέχονται σύνδεσμοι σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 συστηματικά δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στα άρθρα 11 και 16, ή δεν καλύπτει πλέον τις ανάγκες των χρηστών, όπως υποδεικνύεται από τα στοιχεία που συλλέγονται σύμφωνα με τα άρθρα 24 και 25, η Επιτροπή μπορεί, κατόπιν διαβούλευσης με τον οικείο εθνικό συντονιστή και, κατά περίπτωση, με τη συντονιστική ομάδα της θύρας, να αποσυνδέει την εν λόγω υπηρεσία από τη θύρα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

Άρθρο 18

Κοινή διεπαφή χρήστη

1.   Η Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, παρέχει κοινή διεπαφή χρήστη, ενσωματωμένη στην πύλη «Η Ευρώπη σου», για να εξασφαλίζεται η ορθή λειτουργία της θύρας.

2.   Η κοινή διεπαφή χρήστη παρέχει πρόσβαση στις πληροφορίες, τις διαδικασίες και τις υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων μέσω συνδέσμων προς τους σχετικούς ενωσιακούς και εθνικούς δικτυακούς τόπους ή ιστοσελίδες που περιλαμβάνονται στο αποθετήριο συνδέσμων που αναφέρεται στο άρθρο 19.

3.   Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή, ενεργώντας σύμφωνα με τους αντίστοιχους ρόλους και τις αρμοδιότητές τους, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4, εξασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες σχετικά με τους κανόνες και τις υποχρεώσεις, με τις διαδικασίες και τις υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων έχουν οργανωθεί και σημανθεί κατά τρόπο που βελτιώνει την ανεύρεσή τους μέσω της κοινής διεπαφής χρήστη.

4.   Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι η κοινή διεπαφή χρήστη πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις ποιότητας:

α)

είναι εύχρηστη,

β)

είναι προσβάσιμη επιγραμμικά μέσω διαφόρων ηλεκτρονικών συσκευών,

γ)

αναπτύσσεται και βελτιστοποιείται για διάφορα προγράμματα περιήγησης στο διαδίκτυο (web browsers),

δ)

πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις προσβασιμότητας στο διαδίκτυο: αντιληπτικότητα, λειτουργικότητα, κατανοησιμότητα και ευρωστία.

5.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις με τις οποίες προσδιορίζονται οι απαιτήσεις διαλειτουργικότητας με σκοπό τη βελτίωση της ανεύρεσης των πληροφοριών σχετικά με τους κανόνες και τις υποχρεώσεις, με τις διαδικασίες και τις υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων μέσω της κοινής διεπαφής χρήστη. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 37 παράγραφος 2.

Άρθρο 19

Αποθετήριο συνδέσμων

1.   Η Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, εγκαθιδρύει και διατηρεί ηλεκτρονικό αποθετήριο για συνδέσμους στις πληροφορίες, τις διαδικασίες και τις υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, αποθετήριο το οποίο καθιστά εφικτή τη σύνδεση μεταξύ των εν λόγω υπηρεσιών και της κοινής διεπαφής χρήστη.

2.   Η Επιτροπή παρέχει το αποθετήριο συνδέσμων με τους συνδέσμους στις πληροφορίες, τις διαδικασίες και τις υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων στις οποίες η πρόσβαση είναι εφικτή μέσω των ιστοσελίδων των οποίων η διαχείριση επιτυγχάνεται σε ενωσιακό επίπεδο, και μεριμνά για την ακρίβεια και την επικαιροποίηση των συνδέσμων αυτών.

3.   Οι εθνικοί συντονιστές παρέχουν το αποθετήριο συνδέσμων με τους συνδέσμους στις πληροφορίες, τις διαδικασίες και τις υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων στις οποίες η πρόσβαση είναι εφικτή μέσω των ιστοσελίδων τις οποίες διαχειρίζονται οι αρμόδιες αρχές ή οι ιδιωτικοί ή ημι-ιδιωτικοί φορείς που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 3, και μεριμνούν για την ακρίβεια και την επικαιροποίηση των συνδέσμων αυτών.

4.   Όταν είναι τεχνικά δυνατόν, η παροχή, που αναφέρεται στην παράγραφο 3, των συνδέσμων μπορεί να διεξάγεται αυτόματα μεταξύ των σχετικών συστημάτων των κρατών μελών και του αποθετηρίου συνδέσμων.

5.   Η Επιτροπή μεριμνά ώστε οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο αποθετήριο συνδέσμων να δημοσιοποιούνται σε ανοικτό και μηχαναγνώσιμο μορφότυπο.

6.   Η Επιτροπή και οι εθνικοί συντονιστές διασφαλίζουν ότι οι σύνδεσμοι στις πληροφορίες, τις διαδικασίες και τις υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων που διατίθενται μέσω της θύρας δεν παρέχουν περιττές, πλήρεις ή μερικές, επικαλύψεις και επαναλήψεις ικανές να προκαλέσουν σύγχυση στους χρήστες.

7.   Όταν η δημοσιοποίηση των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 4 προβλέπεται σε άλλες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, η Επιτροπή και οι εθνικοί συντονιστές μπορούν να παρέχουν συνδέσμους στις πληροφορίες αυτές για λόγους συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του εν λόγω άρθρου.

Άρθρο 20

Κοινός μηχανισμός εντοπισμού υπηρεσιών υποστήριξης

1.   Για να διευκολύνουν την πρόσβαση στις υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων που παρατίθενται στο παράρτημα III ή αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφοι 2 και 3, οι αρμόδιες αρχές και η Επιτροπή μεριμνούν ώστε οι χρήστες να μπορούν να έχουν πρόσβαση στις εν λόγω υπηρεσίες μέσω κοινού μηχανισμού εντοπισμού των υπηρεσιών υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων («κοινός μηχανισμός εντοπισμού υπηρεσιών υποστήριξης») ο οποίος είναι διαθέσιμος μέσω της θύρας.

2.   Η Επιτροπή δημιουργεί και διαχειρίζεται τον κοινό μηχανισμό εντοπισμού υπηρεσιών υποστήριξης και αποφασίζει για τη διάρθρωση και τη μορφή με την οποία πρέπει να υποβάλλονται οι περιγραφές και τα στοιχεία επικοινωνίας των υπηρεσιών υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων, ώστε να καθίσταται εφικτή η εύρυθμη λειτουργία του κοινού μηχανισμού εντοπισμού υπηρεσιών υποστήριξης.

3.   Οι εθνικοί συντονιστές παρέχουν στην Επιτροπή τις περιγραφές και τα στοιχεία επικοινωνίας που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 21

Αρμοδιότητες ως προς τις εφαρμογές ΤΠΕ που υποστηρίζουν τη θύρα

1.   Η Επιτροπή είναι υπεύθυνη για την ανάπτυξη, τη διαθεσιμότητα, την παρακολούθηση, την επικαιροποίηση, τη συντήρηση, την ασφάλεια και τη φιλοξενία των ακόλουθων εφαρμογών ΤΠΕ και ιστοσελίδων:

α)

της πύλης «Η Ευρώπη σου», που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1,

β)

της κοινής διεπαφής χρήστη, που αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1, συμπεριλαμβανομένης της μηχανής αναζήτησης ή οποιουδήποτε άλλου εργαλείου ΤΠΕ που παρέχει τη δυνατότητα αναζήτησης διαδικτυακών πληροφοριών και υπηρεσιών,

γ)

του αποθετηρίου συνδέσμων που αναφέρεται στο άρθρο 19 παράγραφος 1,

δ)

του κοινού μηχανισμού εντοπισμού υπηρεσιών υποστήριξης, που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 1,

ε)

των εργαλείων ανατροφοδότησης των χρηστών, που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 και στο άρθρο 26 παράγραφος 1 στοιχείο α).

Η Επιτροπή συνεργάζεται στενά με τα κράτη μέλη για την ανάπτυξη των εφαρμογών ΤΠΕ.

2.   Τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα για την ανάπτυξη, τη διαθεσιμότητα, την παρακολούθηση, την επικαιροποίηση, τη συντήρηση και την ασφάλεια των εφαρμογών ΤΠΕ που αφορούν τους εθνικούς ιστότοπους και ιστοσελίδες που διαχειρίζονται και που συνδέονται με την κοινή διεπαφή χρήστη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΠΡΟΩΘΗΣΗ

Άρθρο 22

Όνομα, λογότυπος και σήμα ποιότητας

1.   Η ονομασία με την οποία η θύρα πρόκειται να γίνει γνωστή και να προβάλλεται στο ευρύ κοινό είναι «Your Europe».

Ο λογότυπος με τον οποίο η θύρα πρόκειται να είναι γνωστή και να προβάλλεται στο κοινό αποφασίζεται από την Επιτροπή σε στενή συνεργασία με τη συντονιστική ομάδα της θύρας το αργότερο έως τις 12 Ιουνίου 2019.

Ο λογότυπος της θύρας και ο σύνδεσμος στη θύρα προβάλλονται και καθίστανται διαθέσιμοι στους σχετικούς ιστότοπους σε ενωσιακό και σε εθνικό επίπεδο που συνδέονται με τη θύρα.

2.   Ως αποδεικτικό στοιχείο της δέσμευσης για την εκπλήρωση των απαιτήσεων ποιότητας που αναφέρονται στα άρθρα 9, 10 και 11, το όνομα και ο λογότυπος της θύρας χρησιμεύουν επίσης ως σήμα ποιότητας. Ωστόσο ο λογότυπος της θύρας χρησιμοποιείται μόνο ως σήμα ποιότητας από τις ιστοσελίδες και ιστότοπους που περιλαμβάνονται στο αποθετήριο συνδέσμων του άρθρου 19.

Άρθρο 23

Προώθηση

1.   Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή προωθούν την εκστρατεία ενημέρωσης σχετικά με τη θύρα και τη χρήση της θύρας μεταξύ των πολιτών και των επιχειρήσεων και διασφαλίζουν ότι η θύρα και οι πληροφορίες, οι διαδικασίες και οι υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων της προβάλλονται στο κοινό και μπορούν εύκολα να ανευρεθούν μέσω των μηχανών αναζήτησης στις οποίες έχει πρόσβαση το κοινό.

2.   Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή συντονίζουν τις δραστηριότητες προώθησης της παραγράφου 1 και αναφέρονται στη θύρα και χρησιμοποιούν τον λογότυπό της στις εν λόγω δραστηριότητες, σε συνδυασμό με κάθε άλλο εμπορικό σήμα, κατά περίπτωση.

3.   Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή διασφαλίζουν ότι η θύρα μπορεί εύκολα να ανευρεθεί μέσω των σχετικών δικτυακών τόπων των οποίων έχουν την ευθύνη και ότι, σε όλους τους σχετικούς δικτυακούς τόπους σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο, διατίθενται σαφείς σύνδεσμοι στην κοινή διεπαφή χρήστη.

4.   Οι εθνικοί συντονιστές προάγουν τη θύρα στο πλαίσιο των εθνικών αρμόδιων αρχών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΣΥΛΛΟΓΗ ΑΝΑΤΡΟΦΟΔΟΤΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΧΡΗΣΤΕΣ ΚΑΙ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΧΡΗΣΤΕΣ

Άρθρο 24

Στατιστικά στοιχεία για τους χρήστες

1.   Οι αρμόδιες αρχές και η Επιτροπή εξασφαλίζουν ότι συλλέγονται στατιστικά στοιχεία σχετικά με τις επισκέψεις των χρηστών στη θύρα και στις ιστοσελίδες στις οποίες η θύρα παραπέμπει με συνδέσμους κατά τρόπο που να κατοχυρώνει την ανωνυμία των χρηστών, ώστε να βελτιωθεί η λειτουργικότητα της θύρας.

2.   Οι αρμόδιες αρχές, οι πάροχοι υπηρεσιών υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 3 και η Επιτροπή συλλέγουν και ανταλλάσσουν, συγκεντρωτικά, στοιχεία που αφορούν τον αριθμό, την προέλευση και το αντικείμενο των αιτημάτων για υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων, καθώς και τον χρόνο απόκρισης στα εν λόγω αιτήματα.

3.   Τα στατιστικά στοιχεία που συλλέγονται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 σε σχέση με τις πληροφορίες, τις διαδικασίες και τις υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων στις οποίες παραπέμπει η θύρα με συνδέσμους περιλαμβάνουν τις ακόλουθες κατηγορίες δεδομένων:

α)

δεδομένα σχετικά με τον αριθμό, την προέλευση και το είδος των χρηστών της θύρας,

β)

δεδομένα σχετικά με τις προτιμήσεις και τις πορείες του χρήστη,

γ)

δεδομένα σχετικά με τη δυνατότητα χρησιμοποίησης, την ευρεσιμότητα και την ποιότητα των πληροφοριών, των διαδικασιών και των υπηρεσιών υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων.

Τα δεδομένα αυτά διατίθενται στο κοινό σε ανοικτό, κοινά χρησιμοποιούμενο και μηχανικώς αναγνώσιμο μορφότυπο.

4.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό της μεθόδου συλλογής και ανταλλαγής των στατιστικών στοιχείων των χρηστών που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 37 παράγραφος 2.

Άρθρο 25

Ανατροφοδότηση από τους χρήστες σχετικά με τις υπηρεσίες της θύρας

1.   Για να συγκεντρώσει πληροφορίες απευθείας από τους χρήστες σχετικά με την ικανοποίησή τους ως προς τις υπηρεσίες που παρέχονται μέσω της θύρας και τις πληροφορίες που διατίθενται σε αυτήν, η Επιτροπή προσφέρει στους χρήστες μέσω της θύρας εύχρηστο εργαλείο ανατροφοδότησης που τους δίνει τη δυνατότητα, αμέσως μετά τη χρήση οποιασδήποτε υπηρεσίας αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, να διατυπώσουν τα σχόλιά τους ανώνυμα σχετικά με την ποιότητα και τη διαθεσιμότητα τόσο των υπηρεσιών που παρέχονται μέσω της θύρας και των πληροφοριών που διατίθενται σε αυτήν όσο και της κοινής διεπαφής χρήστη.

2.   Οι αρμόδιες αρχές και η Επιτροπή μεριμνούν ώστε να παρέχεται στους χρήστες πρόσβαση στο εργαλείο της παραγράφου 1 σε όλες τις ιστοσελίδες που αποτελούν μέρος της θύρας.

3.   Η Επιτροπή, οι αρμόδιες αρχές και οι εθνικοί συντονιστές έχουν άμεση πρόσβαση ανατροφοδότηση από τους χρήστες η οποία συγκεντρώνεται μέσω του εργαλείου της παραγράφου 1, προκειμένου να είναι σε θέση να επιλύσουν τυχόν προβλήματα.

4.   Οι αρμόδιες αρχές δεν υποχρεούνται, στις ιστοσελίδες τους που αποτελούν τμήμα της θύρας, να παρέχουν πρόσβαση στο εργαλείο ανατροφοδότησης των χρηστών της παραγράφου 1, στην περίπτωση που ένα άλλο εργαλείο ανατροφοδότησης των χρηστών με λειτουργίες παρόμοιες με αυτές του εργαλείου ανατροφοδότησης των χρηστών της παραγράφου 1 παρέχεται ήδη στις ιστοσελίδες τους για σκοπούς παρακολούθησης της ποιότητας των υπηρεσιών. Οι αρμόδιες αρχές συλλέγουν την ανατροφοδότηση από τους χρήστες που λαμβάνεται μέσω του δικού τους εργαλείου ανατροφοδότησης και την κοινοποιούν στην Επιτροπή και στους εθνικούς συντονιστές των άλλων κρατών μελών.

5.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό κανόνων που διέπουν τη συλλογή και την ανταλλαγή ανατροφοδότησης από τους χρήστες. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 37 παράγραφος 2.

Άρθρο 26

Υποβολή εκθέσεων σχετικά με τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς

1.   Η Επιτροπή:

α)

παρέχει στους χρήστες της θύρας εύχρηστο εργαλείο, ώστε να επισημαίνουν και να παρέχουν ανώνυμα ανατροφοδότηση για τυχόν εμπόδια που συναντούν κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους στην εσωτερική αγορά,

β)

συλλέγει συγκεντρωτικές πληροφορίες από τις υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων που αποτελούν μέρος της θύρας σχετικά με το αντικείμενο των αιτημάτων και τις απαντήσεις που δίνονται σε αυτά.

2.   Η Επιτροπή, οι αρμόδιες αρχές και οι εθνικοί συντονιστές έχουν άμεση πρόσβαση στην ανατροφοδότηση που συλλέγεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α).

3.   Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή αναλύουν και διερευνούν τα προβλήματα που υποδεικνύονται από τους χρήστες δυνάμει του παρόντος άρθρου και τα επιλύουν, όταν αυτό είναι δυνατόν, με τα κατάλληλα μέσα.

Άρθρο 27

Επιγραμμικές συνοπτικές επισκοπήσεις

Η Επιτροπή δημοσιεύει σε ανώνυμη μορφή επιγραμμικές συνοπτικές επισκοπήσεις των προβλημάτων που ανακύπτουν από τις πληροφορίες οι οποίες συλλέγονται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1, τα βασικά στατιστικά στοιχεία σχετικά με τους χρήστες που αναφέρονται στο άρθρο 24 και την κύριες ανατροφοδότηση από τους χρήστες που αναφέρεται στο άρθρο 25.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΘΥΡΑΣ

Άρθρο 28

Εθνικοί συντονιστές

1.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει εθνικό συντονιστή. Οι εθνικοί συντονιστές, εκτός από τις υποχρεώσεις που υπέχουν σύμφωνα με τα άρθρα 7, 17, 19, 20, 23 και 25:

α)

ενεργούν ως σημεία επαφής για τις αντίστοιχες διοικήσεις τους για όλα τα θέματα που συνδέονται με τη θύρα,

β)

προωθούν την ενιαία εφαρμογή των άρθρων 9 έως 16 από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές τους,

γ)

διασφαλίζουν ότι οι συστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 2 στοιχείο γ) εφαρμόζονται ορθά.

2.   Κάθε κράτος μέλος μπορεί, σύμφωνα με την εσωτερική διοικητική του διάρθρωση, να διορίζει έναν ή περισσότερους συντονιστές για να εκτελούν οποιαδήποτε από τα καθήκοντα που απαριθμούνται στην παράγραφο 1. Ένας εθνικός συντονιστής για κάθε κράτος μέλος είναι υπεύθυνος για τις επαφές με την Επιτροπή για όλα τα θέματα που αφορούν τη θύρα.

3.   Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή σχετικά με το όνομα και τα στοιχεία επικοινωνίας του εθνικού συντονιστή του.

Άρθρο 29

Συντονιστική ομάδα

Θεσπίζεται συντονιστική ομάδα («συντονιστική ομάδα της θύρας»). Αποτελείται από έναν εθνικό συντονιστή από κάθε κράτος μέλος και προεδρεύεται από εκπρόσωπο της Επιτροπής. Η συντονιστική ομάδα θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό. Η Επιτροπή παρέχει τη γραμματειακή υποστήριξη.

Άρθρο 30

Καθήκοντα της συντονιστικής ομάδας της θύρας

1.   Η συντονιστική ομάδα της θύρας υποστηρίζει την υλοποίηση του παρόντος κανονισμού. Ειδικότερα:

α)

διευκολύνει την ανταλλαγή και την τακτική επικαιροποίηση των βέλτιστων πρακτικών,

β)

ενθαρρύνει την υιοθέτηση πλήρως επιγραμμικών διαδικασιών πέραν των όσων περιλαμβάνονται στο παράρτημα II του παρόντος κανονισμού και επιγραμμικών μέσων εξακρίβωσης της ταυτότητας, ταυτοποίησης και υπογραφής, ιδίως εκείνων που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 910/2014,

γ)

εξετάζει βελτιώσεις στη φιλική προς τον χρήστη παρουσίαση των πληροφοριών στο πλαίσιο των τομέων που αναφέρονται στο παράρτημα I, ιδίως με βάση τα δεδομένα που συλλέγονται σύμφωνα με τα άρθρα 24 και 25,

δ)

επικουρεί την Επιτροπή στην ανάπτυξη των κοινών λύσεων ΤΠΕ που υποστηρίζουν τη θύρα,

ε)

εξετάζει το σχέδιο ετήσιου προγράμματος εργασίας,

στ)

επικουρεί την Επιτροπή στην παρακολούθηση της υλοποίησης του ετήσιου προγράμματος εργασίας,

ζ)

εξετάζει περαιτέρω πληροφορίες που παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 5 με στόχο την ενθάρρυνση άλλων κρατών μελών να παρέχουν παρόμοιες πληροφορίες, εφόσον είναι σημαντικές για τους χρήστες,

η)

επικουρεί την Επιτροπή στην παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στα άρθρα 8 έως 16, σύμφωνα με το άρθρο 17,

θ)

ενημερώνει σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 6 παράγραφος 1,

ι)

εξετάζει και συνιστά δράσεις στις αρμόδιες αρχές και στην Επιτροπή, ώστε να αποφεύγεται ή να εξαλείφεται η περιττή επικάλυψη των υπηρεσιών που παρέχονται μέσω της θύρας,

ια)

γνωμοδοτεί σχετικά με διαδικασίες ή μέτρα, ώστε να αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά τυχόν προβλήματα που παρουσιάζονται ως προς την ποιότητα των υπηρεσιών και τα οποία επισημαίνονται από τους χρήστες, ή υποβάλλει προτάσεις για τη βελτίωσή της,

ιβ)

εξετάζει την εφαρμογή των αρχών της ασφάλειας εκ σχεδιασμού και της ιδιωτικότητας εκ σχεδιασμού στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού,

ιγ)

εξετάζει θέματα που αφορούν τη συλλογή της ανατροφοδότησης από τους χρήστες και των στατιστικών στοιχείων για τους χρήστες που αναφέρονται στα άρθρα 24 και 25, ούτως ώστε οι υπηρεσίες που παρέχονται σε ενωσιακό και σε εθνικό επίπεδο να βελτιώνονται συνεχώς,

ιδ)

εξετάζει θέματα που αφορούν τις απαιτήσεις ποιότητας για τις υπηρεσίες που παρέχονται μέσω της θύρας,

ιε)

ανταλλάσσει βέλτιστες πρακτικές και επικουρεί την Επιτροπή στην οργάνωση, τη διάρθρωση και την παρουσίαση των υπηρεσιών του άρθρου 2 παράγραφος 2, ώστε να καταστεί δυνατή η ορθή λειτουργία της κοινής διεπαφής χρήστη,

ιστ)

διευκολύνει την ανάπτυξη και την εφαρμογή της συντονισμένης προώθησης,

ιζ)

συνεργάζεται με τα όργανα διακυβέρνησης ή τα δίκτυα για τις υπηρεσίες πληροφοριών και τις υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων,

ιη)

εκπονεί κατευθυντήριες γραμμές ως προς την επιπλέον επίσημη γλώσσα ή γλώσσες της Ένωσης που θα χρησιμοποιούν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2, το άρθρο 10 παράγραφος 4 και το άρθρο 11 παράγραφος 2, καθώς και με το άρθρο 13 παράγραφος 2 στοιχείο α).

2.   Η Επιτροπή μπορεί να ζητεί τη γνώμη της συντονιστικής ομάδας της θύρας για κάθε ζήτημα που αφορά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 31

Ετήσιο πρόγραμμα εργασιών

1.   Η Επιτροπή εγκρίνει το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας, το οποίο καθορίζει, ιδίως:

α)

δράσεις για τη βελτίωση της παρουσίασης των ειδικών πληροφοριών στο πλαίσιο των τομέων που αναφέρονται στο παράρτημα I και δράσεις για τη διευκόλυνση της έγκαιρης εφαρμογής από τις αρμόδιες αρχές όλων των επιπέδων, συμπεριλαμβανομένου του επιπέδου των δήμων, των απαιτήσεων για την παροχή πληροφοριών,

β)

δράσεις για να διευκολύνεται η συμμόρφωση με τα άρθρα 6 και 13,

γ)

δράσεις που απαιτούνται για να εξασφαλίζεται η συστηματική συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στα άρθρα 9 έως 12,

δ)

δραστηριότητες σχετικά με την προώθηση της θύρας σύμφωνα με το άρθρο 23.

2.   Κατά την κατάρτιση του σχεδίου ετήσιου προγράμματος εργασίας, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τα στατιστικά στοιχεία για τους χρήστες και την ανατροφοδότηση από τους χρήστες που συλλέγονται σύμφωνα με τα άρθρα 24 και 25, και τυχόν προτάσεις που υποβάλλονται από τα κράτη μέλη. Η Επιτροπή υποβάλλει το σχέδιο ετήσιου προγράμματος εργασίας στη συντονιστική ομάδα της θύρας προς συζήτηση πριν από την έγκρισή του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 32

Δαπάνες

1.   Ο γενικός προϋπολογισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλύπτει τις δαπάνες που συνεπάγονται:

α)

η ανάπτυξη και η συντήρηση εργαλείων ΤΠΕ που υποστηρίζουν την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού σε ενωσιακό επίπεδο,

β)

η προώθηση της θύρας σε ενωσιακό επίπεδο,

γ)

η μετάφραση των πληροφοριών, των επεξηγήσεων και των οδηγιών σύμφωνα με το άρθρο 12 εντός των ορίων ενός μέγιστου ετήσιου όγκου ανά κράτος μέλος, με την επιφύλαξη πιθανής ανακατανομής των πιστώσεων εφόσον είναι αναγκαίο για να διασφαλιστεί η πλήρης αξιοποίηση του διαθέσιμου προϋπολογισμού.

2.   Το κόστος που συνεπάγονται οι εθνικές διαδικτυακές πύλες, οι ενημερωτικές πλατφόρμες, οι υπηρεσίες υποστήριξης και οι διαδικασίες που θεσπίζονται σε επίπεδο κρατών μελών καλύπτεται από τους αντίστοιχους προϋπολογισμούς των κρατών μελών, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στην ενωσιακή νομοθεσία.

Άρθρο 33

Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού συμμορφώνεται με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Επιτροπή στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού συμμορφώνονται με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725.

Άρθρο 34

Συνεργασία με άλλα δίκτυα πληροφοριών και υποστήριξης

1.   Κατόπιν διαβούλευσης με τα κράτη μέλη, η Επιτροπή αποφασίζει ποιες από τις υπάρχουσες άτυπες ρυθμίσεις διακυβέρνησης για οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων που παρατίθενται στο παράρτημα III ή για οποιονδήποτε από τους τομείς πληροφοριών που αναφέρονται στο παράρτημα I θα ανήκουν στην αρμοδιότητα της συντονιστικής ομάδας της θύρας.

2.   Όταν οι υπηρεσίες ή τα δίκτυα πληροφοριών και υποστήριξης έχουν δημιουργηθεί με νομικά δεσμευτική ενωσιακή πράξη για οποιονδήποτε από τους τομείς πληροφοριών που αναφέρονται στο παράρτημα I, η Επιτροπή συντονίζει τις εργασίες της συντονιστικής ομάδας της θύρας και των οργάνων διακυβέρνησης των εν λόγω υπηρεσιών ή δικτύων με σκοπό την επίτευξη συνεργειών και την αποφυγή επικαλύψεων.

Άρθρο 35

Σύστημα πληροφόρησης για την εσωτερική αγορά

1.   Το σύστημα πληροφόρησης για την εσωτερική αγορά (IMI), που θεσπίσθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2012, χρησιμοποιείται για τους σκοπούς του άρθρου 6 παράγραφος 4 και του άρθρου 15 και σύμφωνα με τα άρθρα αυτά.

2.   Η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να χρησιμοποιείται το ΙΜΙ ως το ηλεκτρονικό αποθετήριο συνδέσμων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 19 παράγραφος 1.

Άρθρο 36

Υποβολή εκθέσεων και επανεξέταση

Έως τις 12 Δεκεμβρίου 2022 και, στη συνέχεια, κάθε δύο έτη, η Επιτροπή επανεξετάζει την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση αξιολόγησης σχετικά με τη λειτουργία της θύρας και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς με βάση τα στατιστικά στοιχεία και την ανατροφοδότηση που έχουν συλλεγεί σύμφωνα με τα άρθρα 24, 25 και 26. Ειδικότερα, η επανεξέταση αξιολογεί το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 14, λαμβάνοντας υπόψη τις τεχνολογικές, εμπορικές και νομοθετικές εξελίξεις σχετικά με τη διαβίβαση δικαιολογητικών μεταξύ των αρμόδιων αρχών.

Άρθρο 37

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται μνεία στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 38

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός ορίζει κανόνες για τη χρήση του συστήματος πληροφόρησης για την εσωτερική αγορά (“ΙΜΙ”) με σκοπό τη διοικητική συνεργασία μεταξύ των φορέων του ΙΜΙ, συμπεριλαμβανομένης της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.».

2)

Στο άρθρο 3, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Το ΙΜΙ χρησιμοποιείται για την ανταλλαγή πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ των φορέων του ΙΜΙ, και για την επεξεργασία των εν λόγω πληροφοριών για έναν από τους ακόλουθους σκοπούς:

α)

τη διοικητική συνεργασία που απαιτείται σύμφωνα με τις πράξεις που αναφέρονται στο παράρτημα,

β)

τη διοικητική συνεργασία στο πλαίσιο πιλοτικού έργου που εκτελείται σύμφωνα με το άρθρο 4.».

3)

Στο άρθρο 5, το δεύτερο εδάφιο τροποποιείται ως εξής:

α)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

“ΙΜΙ”: το ηλεκτρονικό μέσο που παρέχει η Επιτροπή για τη διευκόλυνση της διοικητικής συνεργασίας μεταξύ φορέων IΜΙ·»,

β)

το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

“διοικητική συνεργασία”: η συνεργασία μεταξύ των φορών του ΙΜΙ μέσω της ανταλλαγής και της επεξεργασίας πληροφοριών, με στόχο την καλύτερη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου·»,

γ)

το στοιχείο ζ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ζ)

“φορείς του IMI”: οι αρμόδιες αρχές, οι συντονιστές του ΙΜΙ, η Επιτροπή και τα όργανα, οι οργανισμοί και οι υπηρεσίες της Ένωσης·».

4)

Στο άρθρο 8 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«στ)

διασφάλιση συντονισμού με όργανα, οργανισμούς και υπηρεσίες της Ένωσης και παροχή σε αυτά πρόσβασης στο ΙΜΙ.».

5)

Στο άρθρο 9, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Τα κράτη μέλη, η Επιτροπή και τα όργανα, οι οργανισμοί και οι υπηρεσίες της Ένωσης θέτουν σε εφαρμογή τα κατάλληλα μέσα, ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι χρήστες του ΙΜΙ έχουν το δικαίωμα πρόσβασης σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία στο ΙΜΙ μόνο για ενημερωτικούς σκοπούς και εντός του τομέα ή των τομέων της εσωτερικής αγοράς για τους οποίους τους παραχωρήθηκαν δικαιώματα πρόσβασης σύμφωνα με την παράγραφο 3.».

6)

Το άρθρο 21 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων έχει το καθήκον να παρακολουθεί και να εξασφαλίζει την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, όταν η Επιτροπή ή όργανα, οργανισμοί και υπηρεσίες της Ένωσης, υπό την ιδιότητά τους ως φορέων του ΙΜΙ, επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες που αναφέρονται στα άρθρα 57 και 58 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 (*1) εφαρμόζονται αναλόγως.

(*1)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39)»,"

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Οι Εθνικές Αρχές Ελέγχου και ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων, ενεργώντας έκαστος στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, συνεργάζονται μεταξύ τους για να εξασφαλιστεί η συντονισμένη εποπτεία του ΙΜΙ και της χρήσης του από τους φορείς του IMI, σύμφωνα με το άρθρο 62 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725.»,

γ)

η παράγραφος 4 διαγράφεται.

7)

Στο άρθρο 29, η παράγραφος 1 διαγράφεται.

8)

Στο παράρτημα, προστίθενται τα ακόλουθα σημεία:

«11.

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (*2): άρθρο 56, άρθρα 60 έως 66 και άρθρο 70 παράγραφος 1.

12.

Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 2ας Οκτωβρίου 2018, για τη δημιουργία ενιαίας ψηφιακής θύρας με σκοπό την παροχή πρόσβασης σε πληροφορίες, σε διαδικασίες και σε υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 (*3): Άρθρο 6 παράγραφος 4 και άρθρα 15 και 19.

(*2)  ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1."

(*3)  ΕΕ L 295 21.11.2018, σ. 39»."

Άρθρο 39

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τα άρθρα 2 και 4, τα άρθρα 7 έως 12, τα άρθρα 16 και 17, το άρθρο 18 παράγραφοι 1 έως 4, τα άρθρα 19 και 20, το άρθρο 24 παράγραφοι 1, 2 και 3, το άρθρο 25 παράγραφοι 1 έως 4 και τα άρθρα 26 και 27 εφαρμόζονται από τις 12 Δεκεμβρίου 2020.

Τα άρθρα 6 και 13, το άρθρο 14 παράγραφοι 1 έως 8, το άρθρο 14 παράγραφος 10 και το άρθρο 15 εφαρμόζονται από τις 12 Δεκεμβρίου 2023.

Παρά την ημερομηνία εφαρμογής των άρθρων 2, 9, 10 και 11, οι δημοτικές αρχές καθιστούν διαθέσιμες τις πληροφορίες, τις επεξηγήσεις και τις οδηγίες που αναφέρονται στα εν λόγω άρθρα έως τις 12 Δεκεμβρίου 2022 το αργότερο.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 2 Οκτωβρίου 2018.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

J. BOGNER-STRAUSS


(1)  ΕΕ C 81 της 2.3.2018, σ. 88.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2018 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2018.

(3)  Οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ L 376 της 27.12.2006, σ. 36).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 764/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για τη θέσπιση διαδικασιών σχετικά με την εφαρμογή ορισμένων εθνικών τεχνικών κανόνων στα προϊόντα που κυκλοφορούν νόμιμα στην αγορά άλλου κράτους μέλους και για την κατάργηση της απόφασης αριθ. 3052/95/ΕΚ, (ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 21).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 305/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2011, για τη θέσπιση εναρμονισμένων όρων εμπορίας προϊόντων του τομέα των δομικών κατασκευών και για την κατάργηση της οδηγίας 89/106/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 88 της 4.4.2011, σ. 5).

(6)  Οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (ΕΕ L 255 της 30.9.2005, σ. 22).

(7)  Σύσταση 2013/461/ΕΕ της Επιτροπής, της 17ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις αρχές που διέπουν το SOLVIT (ΕΕ L 249 της 19.9.2013, σ. 10).

(8)  Οδηγία 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις δημόσιες προμήθειες και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (ΕΕ L 94 της 28.3.2014, σ. 65).

(9)  Οδηγία 2014/25/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις προμήθειες φορέων που δραστηριοποιούνται στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών και την κατάργηση της οδηγίας 2004/17/ΕΚ (ΕΕ L 94 της 28.3.2014, σ. 243).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/589 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Απριλίου 2016, για το ευρωπαϊκό δίκτυο υπηρεσιών απασχόλησης (EURES), την πρόσβαση των εργαζομένων σε υπηρεσίες κινητικότητας και την περαιτέρω ενοποίηση των αγορών εργασίας και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 492/2011 και (ΕΕ) αριθ. 1296/2013 (ΕΕ L 107 της 22.4.2016, σ. 1).

(11)  Απόφαση 2001/470/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Μαΐου 2001 σχετικά με τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου για αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 174 της 27.6.2001, σ. 25).

(12)  Οδηγία 2014/67/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για την εφαρμογή της οδηγίας 96/71/ΕΚ σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 σχετικά με τη διοικητική συνεργασία μέσω του Συστήματος Πληροφόρησης για την εσωτερική αγορά («κανονισμός ΙΜΙ») (ΕΕ L 159 της 28.5.2014, σ. 11).

(13)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/93/ΕΚ (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 73).

(14)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ L 166 της 30.4.2004, σ. 1).

(15)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ L 284 της 30.10.2009, σ. 1).

(16)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/2102 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2016, για την προσβασιμότητα των ιστοτόπων και των εφαρμογών για φορητές συσκευές των οργανισμών του δημόσιου τομέα (ΕΕ L 327 της 2.12.2016, σ. 1).

(17)  Απόφαση 2010/48/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τη σύναψη, από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία (ΕΕ L 23 της 27.1.2010, σ. 35).

(18)  Κανονισμός (EE) αριθ. 260/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2012, σχετικά με την καθιέρωση τεχνικών απαιτήσεων και επιχειρηματικών κανόνων για τις μεταφορές πίστωσης και τις άμεσες χρεώσεις σε ευρώ και με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009 (ΕΕ L 94 της 30.3.2012, σ. 22).

(19)  Κανονισμός (EE) αριθ. 1024/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τη διοικητική συνεργασία μέσω του Συστήματος Πληροφόρησης για την εσωτερική αγορά και την κατάργηση της απόφασης 2008/49/ΕΚ («κανονισμός ΙΜΙ») (ΕΕ L 316 της 14.11.2012, σ. 1).

(20)  Κανονισμός (EE) 2016/1191 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουλίου 2016, για την προώθηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών μέσω της απλούστευσης των απαιτήσεων για την υποβολή ορισμένων δημόσιων εγγράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 (ΕΕ L 200 της 26.7.2016, σ. 1).

(21)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

(22)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (βλέπε σελίδα 39 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(23)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1316/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, για τη σύσταση της διευκόλυνσης «Συνδέοντας την Ευρώπη», την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 913/2010 και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 680/2007 και (ΕΚ) αριθ. 67/2010 (ΕΕ L 348 της 20.12.2013, σ. 129).

(24)  Οδηγία (ΕΕ) 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, σχετικά με ορισμένες πτυχές του εταιρικού δίκαιου (ΕΕ L 169 της 30.6.2017, σ. 46).

(25)  Κανονισμός (EE) 2015/848 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 19).

(26)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(27)  Οδηγία (EE) 2016/1148 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουλίου 2016, σχετικά με μέτρα για υψηλό κοινό επίπεδο ασφάλειας συστημάτων δικτύου και πληροφοριών σε ολόκληρη την Ένωση (ΕΕ L 194 της 19.7.2016, σ. 1).

(28)  Οδηγία (EE) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 89).

(29)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1)

(30)  ΕΕ C 340 της 11.10.2017, σ. 6.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Τομείς πληροφοριών οι οποίοι είναι σημαντικοί για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους στην εσωτερική αγορά που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Τομείς πληροφοριών που αφορούν τους πολίτες

Τομέας

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ, ΤΙΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΟΥ ΑΠΟΡΡΕΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟ ΕΝΩΣΙΑΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Α.

Ταξίδια στο εσωτερικό της Ένωσης

1.

Έγγραφα που απαιτούνται για τους πολίτες της Ένωσης, τα μέλη της οικογένειάς τους τα οποία δεν είναι πολίτες της Ένωσης, τους ανήλικους που ταξιδεύουν ασυνόδευτοι και τους πολίτες τρίτων χωρών όταν περνούν σύνορα στο εσωτερικό της Ένωσης (ταυτότητα, θεώρηση, διαβατήριο)

2.

δικαιώματα και υποχρεώσεις ταξιδιωτών που ταξιδεύουν με αεροπλάνο, τρένο, πλοίο, λεωφορείο στην Ένωση και από την Ένωση οι οποίοι αγοράζουν οργανωμένα ταξίδια ή συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς

3.

βοήθεια στην περίπτωση προσώπων με μειωμένη κινητικότητα όταν ταξιδεύουν στην Ένωση και από την Ένωση

4.

μεταφορά ζώων, φυτών, αλκοόλ, καπνού, τσιγάρων και λοιπών προϊόντων καπνού όσον αφορά τα ταξίδια στην Ένωση

5.

φωνητικές κλήσεις και αποστολή και λήψη ηλεκτρονικών μηνυμάτων και ηλεκτρονικών δεδομένων στο εσωτερικό της Ένωσης

Β.

Εργασία και συνταξιοδότηση στο εσωτερικό της Ένωσης

1.

αναζήτηση εργασίας σε άλλο κράτος μέλος

2.

ανάληψη καθηκόντων σε άλλο κράτος μέλος

3.

αναγνώριση προσόντων με σκοπό την εργασία σε άλλο κράτος μέλος

4.

φορολογία σε άλλο κράτος μέλος

5.

κανόνες περί ευθύνης και υποχρεωτικής ασφάλισης που συνδέονται με τη διαμονή ή την απασχόληση σε άλλο κράτος μέλος

6.

όροι και συνθήκες εργασίας, μεταξύ άλλων για αποσπασμένους εργαζομένους, όπως καθορίζονται διά νόμου ή διατάγματος (μεταξύ άλλων πληροφορίες για το ωράριο εργασίας, την αμειβόμενη άδεια, τα δικαιώματα αργίας, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις όσον αφορά την υπερωριακή εργασία, τις ιατρικές εξετάσεις, την καταγγελία των συμβάσεων, τις απολύσεις και τις ομαδικές απολύσεις)

7.

ίση μεταχείριση (κανόνες για την απαγόρευση των διακρίσεων στον χώρο εργασίας, κανόνες για την ίση αμοιβή για άνδρες και γυναίκες και ίση αμοιβή για τους υπαλλήλους ορισμένου χρόνου ή για μόνιμες συμβάσεις εργασίας)

8.

υποχρεώσεις σχετικά με την υγεία και την ασφάλεια ανάλογα με το είδος της δραστηριότητας

9.

δικαιώματα κοινωνικής ασφάλισης και υποχρεώσεις στην Ένωση, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τη συνταξιοδότηση

Γ.

Οχήματα στην Ένωση

1.

προσωρινή ή μόνιμη μεταφορά μηχανοκίνητου οχήματος σε άλλο κράτος μέλος

2.

απόκτηση και ανανέωση άδειας οδήγησης

3.

έκδοση υποχρεωτικής ασφάλισης μηχανοκίνητου οχήματος

4.

αγορά και πώληση μηχανοκίνητου οχήματος σε άλλο κράτος μέλος

5.

εθνικοί κανόνες οδικής κυκλοφορίας και απαιτήσεις για τους οδηγούς, συμπεριλαμβανομένων γενικών κανόνων για τη χρήση της εθνικής οδικής υποδομής: χρονοεξαρτώμενα τέλη (σήμα τελών), τέλη με βάση την απόσταση (διόδια), αυτοκόλλητα σήματα εκπομπών

Δ.

Διαμονή σε άλλο κράτος μέλος

1.

προσωρινή ή μόνιμη μετακίνηση σε άλλο κράτος μέλος

2.

αγορά και πώληση ακίνητης περιουσίας, μεταξύ άλλων, τυχόν όροι και υποχρεώσεις που συνδέονται με τη φορολογία, την κυριότητα, ή τη χρήση της, μεταξύ άλλων και τη χρήση της ως δευτερεύουσας κατοικίας

3.

συμμετοχή στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης και τις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

4.

απαιτήσεις όσον αφορά τις κάρτες διαμονής για τους πολίτες της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς τους, συμπεριλαμβανομένων των μελών της οικογένειας που δεν είναι πολίτες της Ένωσης

5.

προϋποθέσεις που εφαρμόζονται για την πολιτογράφηση για υπηκόους άλλου κράτους μέλους

6.

κανόνες που εφαρμόζονται σε περίπτωση θανάτου, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων για τον επαναπατρισμό της σορού σε άλλο κράτος μέλος

Ε.

Εκπαίδευση και πρακτική άσκηση σε άλλο κράτος μέλος

1.

εκπαιδευτικό σύστημα στο άλλο κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένης της προσχολικής εκπαίδευσης και φροντίδας, της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και της εκπαίδευσης ενηλίκων

2.

εθελοντισμός σε άλλο κράτος μέλος

3.

πρακτική άσκηση σε άλλο κράτος μέλος

4.

διενέργεια έρευνας σε άλλο κράτος μέλος στο πλαίσιο εκπαιδευτικού προγράμματος

ΣΤ.

Υγειονομική περίθαλψη

1.

ιατρική περίθαλψη σε άλλο κράτος μέλος

2.

αγορά συνταγογραφημένων φαρμάκων σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο στο οποίο εκδόθηκε η συνταγή, ηλεκτρονικά ή προσωπικά

3.

κανόνες ασφάλισης υγείας που εφαρμόζονται για σύντομη ή μακροχρόνια διαμονή σε άλλο κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου υποβολής αίτησης για την έκδοση Ευρωπαϊκής Κάρτας Ασφάλισης Ασθένειας

4.

γενικές πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματα πρόσβασης ή τις υποχρεώσεις συμμετοχής στα διαθέσιμα δημόσια μέτρα πρόληψης στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης

5.

υπηρεσίες που παρέχονται μέσω εθνικών αριθμών έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένων των αριθμών «112» και «116»

6.

δικαιώματα και προϋποθέσεις για τη μετάβαση σε οίκο περίθαλψης

Ζ.

Δικαιώματα πολιτών και οικογένειας

1.

γέννηση, επιμέλεια ανήλικων παιδιών, γονικές υποχρεώσεις, κανόνες περί παρένθετης μητρότητας και τεκνοθεσίας, συμπεριλαμβανομένης της τεκνοθεσίας από δεύτερο γονέα, υποχρεώσεις διατροφής σε σχέση με παιδιά των οποίων η οικογένεια βρίσκεται σε διασυνοριακή κατάσταση

2.

συμβίωση σε ζευγάρι διαφορετικών εθνικοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των ομόφυλων ζευγαριών (γάμος, σύμφωνο συμβίωσης, χωρισμός, διαζύγιο, περιουσιακά δικαιώματα συζύγων, δικαιώματα συγκατοίκων)

3.

κανόνες αναγνώρισης φύλου

4.

δικαιώματα και υποχρεώσεις κληρονομικής διαδοχής σε άλλο κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων φορολογικών διατάξεων

5.

δικαιώματα και κανόνες που εφαρμόζονται σε περίπτωση διασυνοριακής απαγωγής τέκνου από γονέα

Η.

Δικαιώματα των καταναλωτών

1.

αγορά προϊόντων, ψηφιακού περιεχομένου ή υπηρεσιών (συμπεριλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών) από άλλο κράτος μέλος, επιγραμμικά ή προσωπικά

2.

τήρηση τραπεζικού λογαριασμού σε άλλο κράτος μέλος

3.

σύνδεση με δίκτυα κοινής ωφελείας, όπως φυσικού αερίου, ηλεκτρισμού, ύδρευσης, περισυλλογής απορριμμάτων, τηλεπικοινωνιών και διαδικτύου

4.

πληρωμές, συμπεριλαμβανομένων των μεταφορών πιστώσεων, καθυστερήσεις στις διασυνοριακές πληρωμές

5.

δικαιώματα των καταναλωτών και εγγυήσεις που αφορούν την πώληση προϊόντων και υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών επίλυσης διαφορών και αποζημίωσης σε καταναλωτικά θέματα

6.

ασφάλεια και προστασία των καταναλωτικών προϊόντων

7.

ενοικίαση οχήματος

Θ.

Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1.

άσκηση των δικαιωμάτων των προσώπων που αφορούν τα δεδομένα σε ό,τι αφορά την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

Τομείς πληροφοριών που αφορούν τις επιχειρήσεις:

Τομέας

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ, ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΕΣ

Ι.

Έναρξη, λειτουργία και παύση δραστηριότητας επιχείρησης

1.

εγγραφή, μεταβολή της νομικής μορφής ή κλείσιμο επιχείρησης (διαδικασίες εγγραφής και νομικές μορφές άσκησης δραστηριότητας)

2.

μετακίνηση επιχείρησης σε άλλο κράτος μέλος

3.

δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας (αίτηση για απόκτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας, καταχώριση εμπορικού σήματος, σκίτσου ή σχεδίου, απόκτηση άδειας αναπαραγωγής)

4.

αντικειμενικότητα και διαφάνεια στις εμπορικές πρακτικές, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των καταναλωτών και των εγγυήσεων που αφορούν την πώληση προϊόντων και υπηρεσιών

5.

προσφορά δυνατότητας επιγραμμικής πληρωμής για τις διασυνοριακές συναλλαγές πώλησης προϊόντων και υπηρεσιών επιγραμμικά

6.

δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από τη νομοθεσία περί συμβάσεων, συμπεριλαμβανομένων των τόκων υπερημερίας

7.

διαδικασίες αφερεγγυότητας και εκκαθάριση εταιρειών

8.

ασφάλιση πιστώσεων

9.

συγχώνευση εταιρειών ή πώληση επιχείρησης

10.

αστική ευθύνη διευθυντών και μελών του διοικητικού συμβουλίου μιας εταιρείας

11.

κανόνες και υποχρεώσεις όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

ΙΑ.

Προσωπικό

1.

όροι εργασίας καθοριζόμενοι διά νόμου ή διατάγματος (που αφορούν μεταξύ άλλων το ωράριο εργασίας, την αμειβόμενη άδεια, τα δικαιώματα αργίας, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις όσον αφορά την υπερωριακή εργασία, τις ιατρικές εξετάσεις, την καταγγελία των συμβάσεων, τις απολύσεις και τις ομαδικές απολύσεις)

2.

δικαιώματα και υποχρεώσεις κοινωνικής ασφάλισης στην Ένωση (εγγραφή εργοδότη, εγγραφή υπαλλήλων, κοινοποίηση λήξης της σύμβασης υπαλλήλου, καταβολή κοινωνικών εισφορών, δικαιώματα και υποχρεώσεις που συνδέονται με τις συντάξεις)

3.

απασχόληση εργαζομένων σε άλλα κράτη μέλη (απόσπαση εργαζομένων, κανόνες σχετικά με την ελευθερία παροχής υπηρεσιών, απαιτήσεις διαμονής για τους εργαζόμενους)

4.

ίση μεταχείριση (κανόνες για την απαγόρευση των διακρίσεων στον χώρο εργασίας, κανόνες για την ίση αμοιβή για άνδρες και γυναίκες και την ίση αμοιβή για τους υπαλλήλους ορισμένου χρόνου ή για μόνιμες συμβάσεις εργασίας)

5.

κανόνες σχετικά με την εκπροσώπηση του προσωπικού

ΙΒ.

Φόροι

1.

ΦΠΑ: πληροφορίες σχετικά με τους γενικούς κανόνες, τους συντελεστές και τις απαλλαγές, εγγραφή και καταβολή ΦΠΑ, λήψη επιστροφής

2.

ειδικοί φόροι κατανάλωσης: πληροφορίες σχετικά με τους γενικούς κανόνες, τους συντελεστές και τις απαλλαγές, εγγραφή για τους σκοπούς του ειδικού φόρου κατανάλωσης και καταβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης, λήψη επιστροφής

3.

τελωνειακοί δασμοί και άλλοι φόροι και δασμοί που εισπράττονται επί των εισαγωγών

4.

τελωνειακές διαδικασίες εισαγωγών και εξαγωγών στο πλαίσιο του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα

5.

άλλοι φόροι: καταβολή, συντελεστές, επιστροφές φόρου

ΙΓ.

Προϊόντα

1.

απόκτηση σήματος CE

2.

κανόνες και απαιτήσεις που ισχύουν για προϊόντα

3.

εντοπισμός των ισχυόντων προτύπων, των τεχνικών προδιαγραφών και τρόπος πιστοποίησης προϊόντων

4.

αμοιβαία αναγνώριση προϊόντων τα οποία δεν υπόκεινται σε προδιαγραφές της Ένωσης

5.

απαιτήσεις σχετικά με την ταξινόμηση, την επισήμανση και τη συσκευασία επικίνδυνων χημικών προϊόντων

6.

πωλήσεις εξ αποστάσεως/εκτός καταστήματος: πληροφορίες που παρέχονται στους πελάτες εκ των προτέρων, επιβεβαίωση της σύμβασης γραπτώς, υπαναχώρηση από τη σύμβαση, παράδοση προϊόντων, άλλες ειδικές υποχρεώσεις

7.

ελαττωματικά προϊόντα: δικαιώματα καταναλωτών και εγγυήσεις, υποχρεώσεις μετά την πώληση, μέσα έννομης προστασίας του θιγόμενου μέρους

8.

πιστοποίηση, σήματα (EMAS, ενεργειακά σήματα, οικολογικός σχεδιασμός — Eco-design, οικολογικό σήμα της ΕΕ — EU eco-label)

9.

ανακύκλωση και διαχείριση αποβλήτων

ΙΔ.

Υπηρεσίες

1.

απόκτηση αδειών, εξουσιοδοτήσεων ή εγκρίσεων με σκοπό την έναρξη και τη λειτουργία επιχείρησης

2.

κοινοποίηση των διασυνοριακών δραστηριοτήτων στις αρχές

3.

αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, συμπεριλαμβανομένης της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης

ΙΕ.

Χρηματοδότηση επιχείρησης

1.

απόκτηση πρόσβασης σε χρηματοδότηση σε επίπεδο Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοδοτικών προγραμμάτων της Ένωσης και των επιχορηγήσεων επιχειρήσεων

2.

απόκτηση πρόσβασης σε χρηματοδότηση σε εθνικό επίπεδο

3.

πρωτοβουλίες που απευθύνονται σε επιχειρηματίες (οργάνωση ανταλλαγών για νέους επιχειρηματίες, προγράμματα καθοδήγησης κ.λπ.)

ΙΣΤ.

Δημόσιες συμβάσεις

1.

συμμετοχή σε δημόσιους διαγωνισμούς: κανόνες και διαδικασίες

2.

επιγραμμική υποβολή προσφοράς σε ανταπόκριση σε δημόσια πρόσκληση υποβολής προσφορών

3.

αναφορά παρατυπιών που αφορούν διαδικασία υποβολής προσφορών

ΙΖ.

Υγεία και ασφάλεια στην εργασία

1.

Υποχρεώσεις σχετικά με την υγεία και την ασφάλεια σε διάφορους τύπους δραστηριοτήτων, μεταξύ των οποίων πρόληψη κινδύνων, ενημέρωση και κατάρτιση


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1

Γεγονότα της ζωής

Διαδικασίες

Αναμενόμενο αποτέλεσμα υπό την επιφύλαξη αξιολόγησης του αιτήματος από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, κατά περίπτωση

Γέννηση

Αίτηση αποδεικτικού καταχώρισης της γέννησης

Αποδεικτικό καταχώρισης της γέννησης ή ληξιαρχική πράξη γεννήσεως

Κατοικία

Αίτηση αποδεικτικού στοιχείου κατοικίας

Επιβεβαίωση της δήλωσης υφιστάμενης διεύθυνσης κατοικίας

Σπουδές

Αίτηση για χρηματοδότηση σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης όπως υποτροφίες και δάνεια σπουδών από δημόσιο οργανισμό ή φορέα

Απόφαση σχετικά με την αίτηση για χρηματοδότηση ή βεβαίωση παραλαβής

Υποβολή αρχικής αίτησης για την εισαγωγή σε δημόσιο ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης

Επιβεβαίωση παραλαβής της αίτησης

Αίτηση αναγνώρισης ακαδημαϊκών διπλωμάτων, πιστοποιητικών ή άλλων τίτλων σπουδών ή μαθημάτων

Απόφαση σχετικά με την αίτηση αναγνώρισης

Εργασία

Αίτηση καθορισμού της εφαρμοστέας νομοθεσίας σύμφωνα με τον τίτλο II του κανονισμού (ΕΕ) 883/2004 (1)

Απόφαση σχετικά με την εφαρμοστέα νομοθεσία

Γνωστοποίηση αλλαγών στην προσωπική ή επαγγελματική κατάσταση του προσώπου που λαμβάνει παροχές κοινωνικής ασφάλισης, οι οποίες και έχουν σημασία για τις εν λόγω παροχές

Βεβαίωση παραλαβής της γνωστοποίησης τέτοιων αλλαγών

Αίτηση για ευρωπαϊκή κάρτα ασφάλισης ασθένειας (ΕΚΑΑ)

Ευρωπαϊκή κάρτα ασφάλισης ασθένειας (ΕΚΑΑ)

Υποβολή δήλωσης φόρου εισοδήματος

Επιβεβαίωση παραλαβής της δήλωσης

Μετακίνηση

Δήλωση αλλαγής διεύθυνσης κατοικίας

Επιβεβαίωση της απεγγραφής από την προηγούμενη διεύθυνση και της εγγραφής στη νέα διεύθυνση

Ταξινόμηση μηχανοκίνητου οχήματος που προέρχεται από κράτος μέλος ή που έχει ήδη ταξινομηθεί σε κράτος μέλος, κατά τις τυπικές διαδικασίες (2)

Αποδεικτικό ταξινόμησης μηχανοκίνητου οχήματος

Απόκτηση αυτοκόλλητων σημάτων για τη χρήση της εθνικής οδικής υποδομής: χρονοχρεώσεις (σήματα τελών) ή χρεώσεις αποστάσεων (σήματα διοδίων) που εκδίδονται από δημόσιο οργανισμό ή ίδρυμα

Παραλαβή αυτοκόλλητου σήματος διοδίων ή σήματος τελών ή άλλο αποδεικτικό πληρωμής

Απόκτηση αυτοκόλλητων σημάτων εκπομπών που εκδίδονται από δημόσιο οργανισμό ή φορέα

Παραλαβή αυτοκόλλητου σήματος εκπομπών ή άλλο αποδεικτικό πληρωμής

Συνταξιοδότηση

Αίτηση παροχών σύνταξης και προσύνταξης από υποχρεωτικά συστήματα

Επιβεβαίωση παραλαβής της αίτησης ή απόφαση σχετικά με την αίτηση παροχών σύνταξης ή προσύνταξης

Αναζήτηση πληροφοριών σχετικά με τα δεδομένα που αφορούν σύνταξη από υποχρεωτικά συστήματα

Δήλωση προσωπικών συνταξιοδοτικών δεδομένων

Έναρξη, λειτουργία και τερματισμός επιχείρησης

Κοινοποίηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, άδειες για άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, μεταβολές επιχειρηματικής δραστηριότητας και παύση επιχειρηματικής δραστηριότητας, εκτός των διαδικασιών αφερεγγυότητας ή εκκαθαρίσεως, εκτός από την αρχική καταχώριση μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας στο μητρώο επιχειρήσεων και εκτός από τις διαδικασίες που αφορούν την ίδρυση εταιρειών ή οιαδήποτε μεταγενέστερη υποβολή στοιχείων από εταιρείες κατά την έννοια του άρθρου 54 δεύτερο εδάφιο ΣΛΕΕ.

Επιβεβαίωση της παραλαβής της κοινοποίησης ή μεταβολής, ή του αιτήματος χορήγησης άδειας για επιχειρηματική δραστηριότητα

Εγγραφή εργοδότη (φυσικού προσώπου) σε υποχρεωτικά συνταξιοδοτικά και ασφαλιστικά συστήματα

Επιβεβαίωση εγγραφής ή αριθμός μητρώου κοινωνικής ασφάλισης

Εγγραφή υπαλλήλων σε υποχρεωτικά συνταξιοδοτικά και ασφαλιστικά συστήματα

Επιβεβαίωση εγγραφής ή αριθμός μητρώου κοινωνικής ασφάλισης

Υποβολή εταιρικής φορολογικής δήλωσης

Επιβεβαίωση παραλαβής της δήλωσης

Κοινοποίηση προς τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης της λήξης της σύμβασης υπαλλήλου, εξαιρουμένων των διαδικασιών για τη συλλογική καταγγελία συμβάσεων υπαλλήλων

Επιβεβαίωση παραλαβής της κοινοποίησης

Καταβολή κοινωνικών εισφορών για τους υπαλλήλους

Παραλαβή ή άλλη μορφή επιβεβαίωσης της καταβολής κοινωνικών εισφορών για τους υπαλλήλους


(1)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ L 166 της 30.4.2004, σ. 1).

(2)  Αφορά τα ακόλουθα οχήματα: α) κάθε μηχανοκίνητο όχημα ή ρυμουλκούμενο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3 της οδηγίας 2007/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 263 της 9.10.2007, σ. 1) και β) κάθε δίκυκλο ή τρίκυκλο όχημα με κινητήρα, με δίδυμους τροχούς ή μη, που προορίζεται για οδική κυκλοφορία, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 168/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 60 της 2.3.2013, σ. 52).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Κατάλογος υπηρεσιών υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο γ)

1)

Ενιαία κέντρα εξυπηρέτησης (1)

2)

Σημεία επαφής για τα προϊόντα (2)

3)

Σημεία επαφής για τα δομικά προϊόντα (3)

4)

Εθνικά κέντρα υποστήριξης για τα επαγγελματικά προσόντα (4)

5)

Εθνικά σημεία επαφής για τη διασυνοριακή υγειονομική περίθαλψη (5)

6)

Ευρωπαϊκό δίκτυο υπηρεσιών απασχόλησης (EURES) (6)

7)

Ηλεκτρονική επίλυση διαφορών (ΗΕΔ) (7)


(1)  Οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ L 376 της 27.12.2006, σ. 36).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 764/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για τη θέσπιση διαδικασιών σχετικά με την εφαρμογή ορισμένων εθνικών τεχνικών κανόνων στα προϊόντα που κυκλοφορούν νόμιμα στην αγορά άλλου κράτους μέλους και για την κατάργηση της απόφασης αριθ. 3052/95/ΕΚ (ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 21).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 305/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2011, για τη θέσπιση εναρμονισμένων όρων εμπορίας προϊόντων του τομέα των δομικών κατασκευών και για την κατάργηση της οδηγίας 89/106/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 88 της 4.4.2011, σ. 5).

(4)  Οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (ΕΕ L 255 της 30.9.2005, σ. 22).

(5)  Οδηγία 2011/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2011, περί εφαρμογής των δικαιωμάτων των ασθενών στο πλαίσιο της διασυνοριακής υγειονομικής περίθαλψης (ΕΕ L 88 της 4.4.2011, σ. 45).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/589 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Απριλίου 2016, για το ευρωπαϊκό δίκτυο υπηρεσιών απασχόλησης (EURES), την πρόσβαση των εργαζομένων σε υπηρεσίες κινητικότητας και την περαιτέρω ενοποίηση των αγορών εργασίας και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 492/2011 και (ΕΕ) αριθ. 1296/2013 (ΕΕ L 107 της 22.4.2016, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 524/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για την ηλεκτρονική επίλυση καταναλωτικών διαφορών και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ (κανονισμός για την ΗΕΚΔ) (ΕΕ L 165 της 18.6.2013, σ. 1).


21.11.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 295/39


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2018/1725 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 23ης Οκτωβρίου 2018

για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 16 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι θεμελιώδες δικαίωμα. Το άρθρο 8 παράγραφος 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («Χάρτης») και το άρθρο 16 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) ορίζουν ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Το δικαίωμα αυτό διασφαλίζεται επίσης από το άρθρο 8 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών.

(2)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) παρέχει νομικά εκτελεστά δικαιώματα στα φυσικά πρόσωπα, καθορίζει τις υποχρεώσεις των υπευθύνων επεξεργασίας δεδομένων εντός των οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, και συστήνει ανεξάρτητη εποπτική αρχή, τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, με αρμοδιότητα την παρακολούθηση της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης. Δεν εφαρμόζεται, ωστόσο, στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο δραστηριότητας οργάνων και οργανισμών της Ένωσης η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης.

(3)

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) και η οδηγία (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) εκδόθηκαν στις 27 Απριλίου 2016. Ο κανονισμός θεσπίζει γενικούς κανόνες για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην Ένωση, ενώ η οδηγία θεσπίζει ειδικούς κανόνες για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην Ένωση στους τομείς της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και της αστυνομικής συνεργασίας.

(4)

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 προβλέπει τις προσαρμογές του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 ώστε να εξασφαλιστεί ένα ισχυρό και συνεκτικό πλαίσιο προστασίας των δεδομένων στην Ένωση και να καταστεί δυνατή η εφαρμογή του παράλληλα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679.

(5)

Η ευθυγράμμιση, στο μέτρο του δυνατού, των κανόνων προστασίας των δεδομένων που εφαρμόζουν τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης με τους θεσπισμένους κανόνες προστασίας των δεδομένων που εφαρμόζει ο δημόσιος τομέας των κρατών μελών προάγει τη συνεκτική προσέγγιση στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε ολόκληρη την Ένωση, καθώς και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εντός της Ένωσης. Οσάκις οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού ακολουθούν τις ίδιες αρχές με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, οι διατάξεις των εν λόγω δύο πράξεων θα πρέπει, με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (το «Δικαστήριο»), να ερμηνεύονται ομοιόμορφα, ιδίως διότι η οικονομία του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να νοείται ως αντίστοιχη με αυτή του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679.

(6)

Θα πρέπει να προστατεύονται τα πρόσωπα των οποίων δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υποβάλλονται σε επεξεργασία από όργανα και οργανισμούς της Ένωσης σε οποιοδήποτε πλαίσιο, παραδείγματος χάριν, διότι τα πρόσωπα αυτά απασχολούνται από αυτά τα όργανα ή τους οργανισμούς. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θανόντων. Ο παρών κανονισμός δεν καλύπτει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν νομικά πρόσωπα και ιδίως επιχειρήσεις συσταθείσες ως νομικά πρόσωπα, περιλαμβανομένων της επωνυμίας, του τύπου και των στοιχείων επικοινωνίας του νομικού προσώπου.

(7)

Προκειμένου να αποτραπεί σοβαρός κίνδυνος καταστρατήγησης, η προστασία των φυσικών προσώπων θα πρέπει να είναι τεχνολογικά ουδέτερη και να μην εξαρτάται από τις χρησιμοποιούμενες τεχνικές.

(8)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από όλα τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης. Θα πρέπει να εφαρμόζεται στην, εν όλω ή εν μέρει, αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία τέτοιων δεδομένων τα οποία περιέχονται ή προορίζονται να περιληφθούν σε σύστημα αρχειοθέτησης. Αρχεία ή σύνολα αρχείων, καθώς και τα εξώφυλλά τους, τα οποία δεν είναι διαρθρωμένα σύμφωνα με συγκεκριμένα κριτήρια δεν θα πρέπει να υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(9)

Στη δήλωση αριθ. 21 σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στους τομείς της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και της αστυνομικής συνεργασίας, η οποία προσαρτάται στην τελική πράξη της διακυβερνητικής διάσκεψης η οποία υιοθέτησε τη Συνθήκη της Λισαβόνας, η διάσκεψη αναγνωρίζει ότι, λόγω της ιδιαίτερης φύσης των εν λόγω τομέων, ενδέχεται να απαιτηθούν ειδικοί κανόνες σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την ελεύθερη κυκλοφορία τους στους τομείς της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και της αστυνομικής συνεργασίας, βάσει του άρθρου 16 ΣΛΕΕ. Ένα διακριτό κεφάλαιο του παρόντος κανονισμού που περιέχει γενικές διατάξεις θα πρέπει, ως εκ τούτου, να εφαρμόζεται στην επεξεργασία επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία για τους σκοπούς ποινικών ερευνών από όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης όταν δραστηριοποιούνται στους τομείς της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και της αστυνομικής συνεργασίας.

(10)

Η οδηγία (ΕΕ) 2016/680 προβλέπει εναρμονισμένους κανόνες για την προστασία και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους. Για να διασφαλιστεί το ίδιο επίπεδο προστασίας των φυσικών προσώπων μέσω νομικά εκτελεστών δικαιωμάτων σε ολόκληρη την Ένωση και προς αποφυγή αποκλίσεων που εμποδίζουν την ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ των θεσμικών και λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης που δραστηριοποιούνται σε τομείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του τρίτου μέρους τίτλος V κεφάλαιο 4 ή κεφάλαιο 5 ΣΛΕΕ και των αρμόδιων αρχών, οι κανόνες που διέπουν την προστασία και την ελεύθερη κυκλοφορία των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία από τα εν λόγω όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης θα πρέπει να συνάδουν με την οδηγία (ΕΕ) 2016/680.

(11)

Οι γενικοί κανόνες του χωριστού κεφαλαίου του παρόντος κανονισμού σχετικά με την επεξεργασία επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, θα πρέπει να εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των ειδικών κανόνων που διέπουν στην επεξεργασία επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από όργανα, οργανισμούς και υπηρεσίες της Ένωσης κατά την άσκηση δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του τρίτου μέρους τίτλος V κεφάλαιο 4 ή κεφάλαιο 5 ΣΛΕΕ. Οι εν λόγω ειδικοί κανόνες θα πρέπει να θεωρούνται lex specialis σε σχέση με τις διατάξεις του χωριστού κεφαλαίου του παρόντος κανονισμού σχετικά με την επεξεργασία επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (lex specialis derogat legi generali). Προκειμένου να μειωθεί ο νομικός κατακερματισμός, οι ειδικοί κανόνες περί προστασίας των δεδομένων που διέπουν την επεξεργασία επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης κατά την άσκηση δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του τρίτου μέρους τίτλος V κεφάλαιο 4 ή κεφάλαιο 5 ΣΛΕΕ θα πρέπει να συνάδουν με τις αρχές που διέπουν το κεφάλαιο του παρόντος κανονισμού σχετικά με την επεξεργασία επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού σχετικά με τη διενέργεια ανεξάρτητου ελέγχου, τα ένδικα μέσα, την ευθύνη και τις κυρώσεις.

(12)

Το κεφάλαιο του παρόντος κανονισμού σχετικά με την επεξεργασία επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να εφαρμόζεται σε όργανα και οργανισμούς της Ένωσης κατά την άσκηση δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του τρίτου μέρους τίτλος V κεφάλαιο 4 ή κεφάλαιο 5 ΣΛΕΕ, όταν ασκούν τις δραστηριότητες αυτές ως κύρια ή δευτερεύοντα καθήκοντα, για τους σκοπούς της πρόληψης, της ανίχνευσης, της διερεύνησης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να ισχύει για την Ευρωπόλ ή την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έως ότου οι νομικές πράξεις για την ίδρυση της Ευρωπόλ και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας τροποποιηθούν με σκοπό το κεφάλαιο του παρόντος κανονισμού σχετικά με την επεξεργασία επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως προσαρμόστηκε, να ισχύει για αυτές.

(13)

Η Επιτροπή θα πρέπει να προβεί σε επανεξέταση του παρόντος κανονισμού, ιδίως όσον αφορά το κεφάλαιο του παρόντος κανονισμού σχετικά με την επεξεργασία επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να προβεί σε επανεξέταση και άλλων νομοθετικών πράξεων οι οποίες εκδόθηκαν βάσει των Συνθηκών που ρυθμίζουν την επεξεργασία επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από οργανισμούς, φορείς ή υπηρεσίες της Ένωσης κατά την άσκηση δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του τρίτου μέρους τίτλος V κεφάλαιο 4 ή κεφάλαιο 5 ΣΛΕΕ. Μετά την εν λόγω επανεξέταση, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ομοιόμορφη και συνεκτική προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η Επιτροπή θα πρέπει να δύναται να υποβάλει κατάλληλες νομοθετικές προτάσεις, συμπεριλαμβανομένης κάθε απαραίτητης προσαρμογής του κεφαλαίου του παρόντος κανονισμού σχετικά με την επεξεργασία επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, προκειμένου να εφαρμοστεί στην Ευρωπόλ και την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Οι προσαρμογές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, μεταξύ άλλων, τις διατάξεις σχετικά με την ανεξάρτητη εποπτεία, τα ένδικα μέσα, την ευθύνη και τις κυρώσεις.

(14)

Η επεξεργασία διοικητικών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως τα δεδομένα προσωπικού από οργανισμούς, φορείς ή υπηρεσίες της Ένωσης κατά την άσκηση δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του τρίτου μέρους τίτλος V κεφάλαιο 4 ή κεφάλαιο 5 ΣΛΕΕ θα πρέπει να καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό.

(15)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης που δραστηριοποιούνται σε τομείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του τίτλου V κεφάλαιο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ). Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αποστολές που αναφέρονται στο άρθρο 42 παράγραφος 1 και στα άρθρα 43 και 44 ΣΕΕ, που εφαρμόζουν την κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας. Όπου είναι σκόπιμο, θα πρέπει να υποβάλλονται σχετικές προτάσεις για την περαιτέρω ρύθμιση της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον τομέα της κοινής πολιτικής ασφάλειας και άμυνας.

(16)

Οι αρχές της προστασίας των δεδομένων θα πρέπει να εφαρμόζονται σε κάθε πληροφορία η οποία αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν υποστεί ψευδωνυμοποίηση και τα οποία θα μπορούσαν να συσχετισθούν με φυσικό πρόσωπο με τη χρήση συμπληρωματικών πληροφοριών, θα πρέπει να θεωρούνται πληροφορίες σχετικά με ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο. Για να κριθεί κατά πόσον ένα φυσικό πρόσωπο είναι ταυτοποιήσιμο, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα μέσα τα οποία είναι ευλόγως πιθανό ότι θα χρησιμοποιηθούν, όπως για παράδειγμα ο διαχωρισμός του, είτε από τον υπεύθυνο επεξεργασίας είτε από τρίτο για την άμεση ή έμμεση εξακρίβωση της ταυτότητας του φυσικού προσώπου. Για να διαπιστωθεί κατά πόσον κάποια μέσα είναι ευλόγως πιθανό ότι θα χρησιμοποιηθούν για την εξακρίβωση της ταυτότητας του φυσικού προσώπου, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι αντικειμενικοί παράγοντες, όπως τα έξοδα και ο χρόνος που απαιτούνται για την ταυτοποίηση, λαμβανομένων υπόψη της τεχνολογίας που είναι διαθέσιμη κατά τον χρόνο της επεξεργασίας και των εξελίξεων της τεχνολογίας. Οι αρχές της προστασίας των δεδομένων δεν θα πρέπει συνεπώς να εφαρμόζονται σε ανώνυμες πληροφορίες, δηλαδή πληροφορίες που δεν σχετίζονται προς ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο ή σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν καταστεί ανώνυμα κατά τρόπο ώστε η ταυτότητα του υποκειμένου των δεδομένων να μην μπορεί ή να μην μπορεί πλέον να εξακριβωθεί. Ο παρών κανονισμός δεν αφορά συνεπώς την επεξεργασία τέτοιων ανώνυμων πληροφοριών, ούτε μεταξύ άλλων για στατιστικούς ή ερευνητικούς σκοπούς.

(17)

Η χρήση της ψευδωνυμοποίησης στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορεί να μειώσει τους κινδύνους για τα υποκείμενα των δεδομένων και να διευκολύνει τους υπεύθυνους επεξεργασίας και τους εκτελούντες την επεξεργασία να τηρήσουν τις οικείες υποχρεώσεις περί προστασίας των δεδομένων. Η ρητή εισαγωγή της «ψευδωνυμοποίησης» του παρόντος κανονισμού δεν προορίζεται να αποκλείσει κάθε άλλο μέτρο προστασίας των δεδομένων.

(18)

Τα φυσικά πρόσωπα μπορεί να συνδέονται με επιγραμμικά αναγνωριστικά στοιχεία ταυτότητας, τα οποία παρέχονται από τις συσκευές, τις εφαρμογές, τα εργαλεία και τα πρωτόκολλά τους, όπως διευθύνσεις διαδικτυακού πρωτοκόλλου, αναγνωριστικά cookies ή άλλα αναγνωριστικά στοιχεία όπως ετικέτες αναγνώρισης μέσω ραδιοσυχνοτήτων. Αυτά μπορεί να αφήνουν ίχνη τα οποία, ιδίως όταν συνδυαστούν με μοναδικά αναγνωριστικά στοιχεία ταυτότητας και άλλες πληροφορίες που λαμβάνουν οι εξυπηρετητές, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να δημιουργηθεί το προφίλ των φυσικών προσώπων και να αναγνωριστεί η ταυτότητά τους.

(19)

Η συγκατάθεση θα πρέπει να παρέχεται με σαφή θετική ενέργεια η οποία να συνιστά ελεύθερη, συγκεκριμένη, ρητή και εν πλήρει επιγνώσει ένδειξη της συμφωνίας του υποκειμένου των δεδομένων υπέρ της επεξεργασίας των δεδομένων που το αφορούν, για παράδειγμα με γραπτή δήλωση, μεταξύ άλλων με ηλεκτρονικά μέσα, ή με προφορική δήλωση. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει τη συμπλήρωση ενός τετραγωνιδίου κατά την επίσκεψη σε διαδικτυακή ιστοσελίδα, την επιλογή των επιθυμητών τεχνικών ρυθμίσεων για υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών ή μια δήλωση ή συμπεριφορά που δηλώνει σαφώς, στο συγκεκριμένο πλαίσιο, ότι το υποκείμενο των δεδομένων αποδέχεται την πρόταση επεξεργασίας των οικείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Επομένως, η σιωπή, τα προσυμπληρωμένα τετραγωνίδια ή η αδράνεια δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως συγκατάθεση. Η συγκατάθεση θα πρέπει να καλύπτει το σύνολο των δραστηριοτήτων επεξεργασίας που διενεργείται για τον ίδιο σκοπό ή για τους ίδιους σκοπούς. Όταν η επεξεργασία έχει πολλαπλούς σκοπούς, θα πρέπει να δίνεται συγκατάθεση για όλους αυτούς τους σκοπούς. Εάν η συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων πρόκειται να δοθεί κατόπιν αιτήματος με ηλεκτρονικά μέσα, το αίτημα πρέπει να είναι σαφές, περιεκτικό και να μην διαταράσσει αδικαιολόγητα τη χρήση της υπηρεσίας για την οποία παρέχεται. Ταυτόχρονα, το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να ανακαλέσει τη συγκατάθεσή του ανά πάσα στιγμή, χωρίς αυτό να επηρεάζει τη νομιμότητα της επεξεργασίας που έγινε με βάση αυτή τη συγκατάθεση, πριν από την ανάκλησή της. Για να διασφαλιστεί ότι η συναίνεση παρέχεται ελεύθερα, δεν θα πρέπει να αποτελεί έγκυρη νομική βάση για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, όταν υπάρχει σαφής ανισότητα μεταξύ του υποκειμένου των δεδομένων και του υπευθύνου επεξεργασίας και επομένως δεν θεωρείται πιθανό να έχει παρασχεθεί η συναίνεση ελεύθερα σε όλες τις περιστάσεις αυτής της ειδικής κατάστασης. Συχνά, δεν είναι δυνατό να προσδιορίζεται πλήρως ο σκοπός της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για σκοπούς επιστημονικής έρευνας κατά τον χρόνο συλλογής των δεδομένων. Ως εκ τούτου, τα υποκείμενα των δεδομένων θα πρέπει να μπορούν να παρέχουν τη συναίνεσή τους για ορισμένους τομείς της επιστημονικής έρευνας, όταν ακολουθούνται τα αναγνωρισμένα πρότυπα δεοντολογίας για την επιστημονική έρευνα. Τα υποκείμενα των δεδομένων θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν τη συναίνεσή τους μόνο σε ορισμένους τομείς της έρευνας ή μόνο σε μέρη προγραμμάτων έρευνας, στον βαθμό που επιτρέπεται από τον επιδιωκόμενο σκοπό.

(20)

Κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να είναι σύννομη και δίκαιη. Θα πρέπει να είναι σαφές για τα φυσικά πρόσωπα ότι δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν συλλέγονται, χρησιμοποιούνται, λαμβάνονται υπόψη ή υποβάλλονται κατ’ άλλο τρόπο σε επεξεργασία, καθώς και σε ποιο βαθμό τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υποβάλλονται ή θα υποβληθούν σε επεξεργασία. Η αρχή αυτή απαιτεί κάθε πληροφορία και ανακοίνωση σχετικά με την επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα να είναι εύκολα προσβάσιμη και κατανοητή και να χρησιμοποιεί σαφή και απλή γλώσσα. Αυτή η αρχή αφορά ιδίως την ενημέρωση των υποκειμένων των δεδομένων σχετικά με την ταυτότητα του υπεύθυνου επεξεργασίας και τους σκοπούς της επεξεργασίας και την περαιτέρω ενημέρωση ώστε να διασφαλιστεί δίκαιη και διαφανής επεξεργασία σε σχέση με τα εν λόγω φυσικά πρόσωπα και το δικαίωμά τους να λαμβάνουν επιβεβαίωση και να επιτυγχάνουν ανακοίνωση των σχετικών με αυτά δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υπόκεινται σε επεξεργασία. Θα πρέπει να γνωστοποιείται στα φυσικά πρόσωπα η ύπαρξη κινδύνων, κανόνων, εγγυήσεων και δικαιωμάτων σε σχέση με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και πώς να ασκούν τα δικαιώματά τους σε σχέση με την επεξεργασία αυτή. Ιδίως, οι συγκεκριμένοι σκοποί της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να είναι σαφείς, νόμιμοι και προσδιορισμένοι κατά τον χρόνο συλλογής των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να είναι κατάλληλα, συναφή και να περιορίζονται στα αναγκαία για τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία. Αυτό απαιτεί ιδίως να διασφαλίζεται ότι το διάστημα αποθήκευσης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα περιορίζεται στο ελάχιστο δυνατό. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να υποβάλλονται σε επεξεργασία μόνο εάν ο σκοπός της επεξεργασίας δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα μέσα. Για να διασφαλιστεί ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν διατηρούνται περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να ορίζει προθεσμίες για τη διαγραφή τους ή για την περιοδική επανεξέτασή τους. Θα πρέπει να λαμβάνεται κάθε εύλογο μέτρο ώστε να διασφαλίζεται ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που δεν είναι ακριβή διορθώνονται ή διαγράφονται. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να υφίστανται επεξεργασία κατά τρόπο που να διασφαλίζει την ενδεδειγμένη προστασία και εμπιστευτικότητα των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ άλλων και για να αποτρέπεται η ανεξουσιοδότητη πρόσβαση σε αυτά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και στον εξοπλισμό που χρησιμοποιείται για την επεξεργασία τους ή η χρήση αυτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και του εν λόγω εξοπλισμού και για να αποτρέπεται η ανεξουσιοδότητη κοινολόγησή τους κατά τη διαβίβασή τους.

(21)

Σύμφωνα με την αρχή της λογοδοσίας, όταν τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης προβαίνουν σε διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο εσωτερικό τους και ο αποδέκτης δεν υπάγεται στον υπεύθυνο επεξεργασίας ή προς άλλα όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, θα πρέπει να ελέγχουν εάν τα δεδομένα αυτά είναι αναγκαία για τη νόμιμη εκτέλεση καθήκοντος που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του αποδέκτη. Ιδίως, αφού λάβει αίτημα διαβίβασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αποδέκτη, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να επαληθεύει ότι υφίσταται πράγματι λόγος για τη σύννομη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και να ελέγχει την αρμοδιότητα του αποδέκτη. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει επίσης να αξιολογεί προσωρινά την αναγκαιότητα διαβίβασης των δεδομένων. Εάν ανακύπτουν αμφιβολίες ως προς την αναγκαιότητα της διαβίβασης αυτής, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να ζητά περαιτέρω διευκρινίσεις από τον αποδέκτη. Ο αποδέκτης θα πρέπει να μεριμνά ώστε η αναγκαιότητα της διαβίβασης των δεδομένων να μπορεί να επαληθεύεται μεταγενέστερα.

(22)

Για να είναι σύννομη η επεξεργασία, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να υποβάλλονται σε επεξεργασία με βάση την αναγκαιότητα εκπλήρωσης καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον από τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης ή κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας τους, με βάση την ανάγκη συμμόρφωσης με μία εκ του νόμου υποχρέωση στην οποία υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή με άλλη βάση, προβλεπόμενη από τον νόμο, κατά τα οριζόμενα στον παρόντα κανονισμό, περιλαμβανομένης της συγκατάθεσης του ενδιαφερόμενου υποκειμένου των δεδομένων, της ανάγκης να εκτελεστεί σύμβαση στην οποία το υποκείμενο των δεδομένων είναι συμβαλλόμενο μέρος ή για να ληφθούν μέτρα κατόπιν αίτησης του υποκειμένου των δεδομένων πριν από τη σύναψη σύμβασης. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την εκτέλεση καθήκοντος που ασκούν προς το δημόσιο συμφέρον τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης περιλαμβάνει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που είναι αναγκαία για τη διαχείριση και τη λειτουργία των εν λόγω οργάνων και οργανισμών. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει επίσης να θεωρείται σύννομη όταν είναι αναγκαία για την προστασία συμφέροντος που είναι ουσιώδες για τη ζωή του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου φυσικού προσώπου. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με βάση το ζωτικό συμφέρον άλλου φυσικού προσώπου θα πρέπει καταρχήν να διενεργείται μόνο εάν η επεξεργασία δεν μπορεί προδήλως να έχει άλλη νομική βάση. Ορισμένοι τύποι επεξεργασίας μπορούν να χρησιμεύσουν αφενός για σημαντικούς λόγους δημόσιου συμφέροντος και αφετέρου για τα ζωτικά συμφέροντα του υποκειμένου των δεδομένων, όπως, για παράδειγμα, όταν η επεξεργασία είναι απαραίτητη για ανθρωπιστικούς σκοπούς, μεταξύ άλλων για την παρακολούθηση επιδημιών και της εξάπλωσής τους ή σε καταστάσεις επείγουσας ανθρωπιστικής ανάγκης, ιδίως δε σε περιπτώσεις φυσικών και ανθρωπογενών καταστροφών.

(23)

Το δίκαιο της Ένωσης που αναφέρεται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να είναι διατυπωμένο με σαφήνεια και ακρίβεια και η εφαρμογή του να είναι προβλέψιμη για πρόσωπα που υπόκεινται σε αυτό, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στον Χάρτη και στην Ευρωπαϊκή σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών.

(24)

Οι εσωτερικοί κανονισμοί που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να είναι νομοθετικές πράξεις γενικής εφαρμογής διατυπωμένες με σαφήνεια και ακρίβεια που προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι των υποκειμένων των δεδομένων. Θα πρέπει να θεσπίζονται στο ανώτατο διοικητικό επίπεδο των οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους και για ζητήματα που σχετίζονται με τη λειτουργία τους. Θα πρέπει να δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εφαρμογή των κανονισμών αυτών θα πρέπει να είναι προβλέψιμη για τα πρόσωπα που υπόκεινται σε αυτούς σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ορίζονται στον Χάρτη και στην Ευρωπαϊκή σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών. Οι εσωτερικοί κανονισμοί μπορούν να λάβουν τη μορφή αποφάσεων, ιδίως όταν θεσπίζονται από όργανα της Ένωσης.

(25)

Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα συλλέχθηκαν αρχικά θα πρέπει να επιτρέπεται μόνο εφόσον η επεξεργασία είναι συμβατή με τους σκοπούς για τους οποίους τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα συλλέχθηκαν αρχικά. Σε αυτήν την περίπτωση, δεν απαιτείται νομική βάση χωριστή από εκείνη που επέτρεψε τη συλλογή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Εάν η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας, το δίκαιο της Ένωσης μπορεί να καθορίζει και να προσδιορίζει τα καθήκοντα και τους σκοπούς για τους οποίους πρέπει να θεωρείται συμβατή και σύννομη η περαιτέρω επεξεργασία. Η περαιτέρω επεξεργασία για λόγους αρχειοθέτησης που άπτονται του δημόσιου συμφέροντος, για σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή για στατιστικούς σκοπούς θα πρέπει να θεωρείται συμβατή σύννομη πράξη επεξεργασίας. Η νομική βάση που προβλέπεται από το δίκαιο της Ένωσης για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μπορεί επίσης να συνιστά τη νομική βάση για την περαιτέρω επεξεργασία. Για να εξακριβωθεί αν ο σκοπός της περαιτέρω επεξεργασίας είναι συμβατός με τον σκοπό της αρχικής συλλογής των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, εφόσον πληροί όλες τις απαιτήσεις για τη νομιμότητα της αρχικής επεξεργασίας, θα πρέπει να λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων: τυχόν συνδέσμους μεταξύ των σκοπών αυτών και των σκοπών της επιδιωκόμενης περαιτέρω επεξεργασίας· το πλαίσιο στο οποίο έχουν συλλεγεί τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως τις εύλογες προσδοκίες του υποκειμένου των δεδομένων βάσει της σχέσης του με τον υπεύθυνο επεξεργασίας ως προς την περαιτέρω χρήση τους· τη φύση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα· τις συνέπειες της επιδιωκόμενης περαιτέρω επεξεργασίας για τα υποκείμενα των δεδομένων· και την ύπαρξη κατάλληλων εγγυήσεων τόσο για τις αρχικές όσο και τις σκοπούμενες πράξεις περαιτέρω επεξεργασίας.

(26)

Όταν η επεξεργασία βασίζεται στη συναίνεση του υποκειμένου των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει ότι το υποκείμενο των δεδομένων συγκατατέθηκε στην πράξη επεξεργασίας. Ειδικότερα, στο πλαίσιο έγγραφης δήλωσης για άλλο θέμα, θα πρέπει να παρέχονται εγγυήσεις που να διασφαλίζουν ότι το υποκείμενο των δεδομένων γνωρίζει αυτό το γεγονός και σε ποιον βαθμό έχει συγκατατεθεί. Σύμφωνα με την οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου (6), θα πρέπει να παρέχεται δήλωση συγκατάθεσης, διατυπωμένη εκ των προτέρων από τον υπεύθυνο επεξεργασίας σε κατανοητή και εύκολα προσβάσιμη μορφή, με σαφή και απλή διατύπωση, χωρίς καταχρηστικές ρήτρες. Για να θεωρηθεί η συγκατάθεση εν επιγνώσει, το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να γνωρίζει τουλάχιστον την ταυτότητα του υπεύθυνου επεξεργασίας και τους σκοπούς της επεξεργασίας για την οποία προορίζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Η συγκατάθεση δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι δόθηκε ελεύθερα αν το υποκείμενο των δεδομένων δεν έχει αληθινή ή ελεύθερη επιλογή ή δεν είναι σε θέση να αρνηθεί ή να αποσύρει τη συγκατάθεσή του χωρίς να ζημιωθεί.

(27)

Τα παιδιά απαιτούν ειδική προστασία όσον αφορά τα δεδομένα τους προσωπικού χαρακτήρα, καθώς τα παιδιά μπορεί να έχουν μικρότερη επίγνωση των σχετικών κινδύνων, συνεπειών και εγγυήσεων και των δικαιωμάτων τους σε σχέση με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Αυτή η ειδική προστασία θα πρέπει να ισχύει ιδίως στη δημιουργία προφίλ προσωπικότητας και στη συλλογή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν παιδιά στην περίπτωση που υπηρεσίες προσφέρονται απευθείας σε παιδιά σε δικτυακούς τόπους οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, όπως υπηρεσιών διαπροσωπικής επικοινωνίας ή διαδικτυακής πώλησης εισιτηρίων, και η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα βασίζεται σε συγκατάθεση.

(28)

Όταν εγκατεστημένοι στην Ένωση αποδέκτες που δεν είναι όργανα και οργανισμοί της Ένωσης επιθυμούν να τους διαβιβαστούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα από όργανα και οργανισμούς της Ένωσης, οι εν λόγω αποδέκτες θα πρέπει να αποδεικνύουν είτε ότι τα δεδομένα είναι αναγκαία για την άσκηση των καθηκόντων τους που ασκούνται για το δημόσιο συμφέρον ή για την άσκηση δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί. Εναλλακτικά, οι εν λόγω αποδέκτες θα πρέπει να αποδεικνύουν ότι η διαβίβαση είναι αναγκαία για συγκεκριμένο σκοπό γενικού συμφέροντος, ο δε υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να διαπιστώνει αν υπάρχει λόγος να θεωρηθεί ότι τα έννομα συμφέροντα του υποκειμένου των δεδομένων μπορεί να θιγούν, σε αυτές τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει αποδεδειγμένα να προβεί σε στάθμιση των αντιτιθέμενων συμφερόντων προκειμένου να εκτιμήσει την αναλογικότητα της ζητούμενης διαβίβασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ο συγκεκριμένος σκοπός γενικού συμφέροντος θα μπορούσε να αφορά τη διαφάνεια των οργάνων και οργανισμών της Ένωσης. Επιπλέον, τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης θα πρέπει να αποδεικνύουν την εν λόγω αναγκαιότητα όταν η διαβίβαση γίνεται με δική τους πρωτοβουλία, σε συμμόρφωση προς την αρχή της διαφάνειας και της χρηστής διοίκησης. Οι απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού για διαβίβαση δεδομένων σε εγκατεστημένους στην Ένωση αποδέκτες που δεν είναι όργανα και οργανισμοί της Ένωσης, θα πρέπει να νοούνται ως συμπληρωματικές προς τους όρους νόμιμης επεξεργασίας.

(29)

Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία είναι εκ φύσεως ιδιαίτερα ευαίσθητα σε σχέση με θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες χρήζουν ειδικής προστασίας, καθότι το πλαίσιο της επεξεργασίας τους θα μπορούσε να δημιουργήσει σημαντικούς κινδύνους για τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες. Τέτοια προσωπικά δεδομένα δεν πρέπει να υποβάλλονται σε επεξεργασία, εκτός αν πληρούνται οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Τα εν λόγω δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να περιλαμβάνουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αποκαλύπτουν φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, όπου η χρήση του όρου «φυλετική καταγωγή» στον παρόντα κανονισμό δεν συνεπάγεται ότι η Ένωση αποδέχεται θεωρίες που υποστηρίζουν την ύπαρξη χωριστών ανθρώπινων φυλών. Η επεξεργασία φωτογραφιών δεν θα πρέπει συστηματικά να θεωρείται ότι είναι επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς αυτές καλύπτονται από τον ορισμό των βιομετρικών δεδομένων μόνο σε περίπτωση επεξεργασίας μέσω ειδικών τεχνικών μέσων που επιτρέπουν την αδιαμφισβήτητη ταυτοποίηση ή επαλήθευση της ταυτότητας ενός φυσικού προσώπου. Εκτός από τις ειδικές απαιτήσεις στις οποίες υπάγεται η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, θα πρέπει να εφαρμόζονται οι γενικές αρχές και οι λοιποί κανόνες του παρόντος κανονισμού, ιδίως σε ό,τι αφορά τους όρους νόμιμης επεξεργασίας. Παρεκκλίσεις από τη γενική απαγόρευση επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υπάγονται στις εν λόγω ειδικές κατηγορίες θα πρέπει να προβλέπονται ρητώς, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση ρητής συγκατάθεσης του υποκειμένου των δεδομένων ή όταν πρόκειται για ειδικές ανάγκες, ιδίως όταν η επεξεργασία διενεργείται στο πλαίσιο θεμιτών δραστηριοτήτων ορισμένων ενώσεων ή ιδρυμάτων, σκοπός των οποίων είναι να επιτρέπουν την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών.

(30)

Οι ειδικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που χρήζουν μεγαλύτερης προστασίας πρέπει να υποβάλλονται σε επεξεργασία για σκοπούς σχετικούς με την υγεία, μόνο όταν τούτο απαιτείται για την επίτευξη αυτών των σκοπών προς όφελος φυσικών προσώπων και της κοινωνίας συνολικά, ιδίως στο πλαίσιο της διαχείρισης υπηρεσιών και συστημάτων υγείας και κοινωνικής πρόνοιας. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει εναρμονισμένες προϋποθέσεις για την επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν την υγεία, σε σχέση με ειδικές ανάγκες, ιδίως όταν η επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων πραγματοποιείται για ορισμένους σκοπούς που αφορούν την υγεία από πρόσωπα που υπέχουν νομική υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου. Το δίκαιο της Ένωσης θα πρέπει να προβλέπει ειδικά και κατάλληλα μέτρα για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των φυσικών προσώπων.

(31)

Η επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μπορεί να είναι απαραίτητη για λόγους δημόσιου συμφέροντος στους τομείς της δημόσιας υγείας, χωρίς τη συναίνεση του υποκειμένου των δεδομένων. Η εν λόγω επεξεργασία θα πρέπει να υπόκειται σε κατάλληλα και ειδικά μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των φυσικών προσώπων. Στο πλαίσιο αυτό, η «δημόσια υγεία» θα πρέπει να ερμηνεύεται όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1338/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), δηλαδή ως το σύνολο των στοιχείων που συνδέονται με την υγεία, συγκεκριμένα η κατάσταση της υγείας, περιλαμβανομένων της νοσηρότητας και αναπηρίας, οι καθοριστικοί παράγοντες που επιδρούν στην κατάσταση της υγείας, οι ανάγκες υγειονομικής περίθαλψης, οι πόροι που διατίθενται για την υγειονομική περίθαλψη, η παροχή υγειονομικής περίθαλψης και η πρόσβαση από όλους σε αυτήν, καθώς και οι δαπάνες και η χρηματοδότηση της υγειονομικής περίθαλψης και οι αιτίες θνησιμότητας. Αυτή η επεξεργασία δεδομένων σχετικών με την υγεία για λόγους δημόσιου συμφέροντος δεν θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για άλλους σκοπούς.

(32)

Εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία επεξεργάζεται υπεύθυνος επεξεργασίας δεν επιτρέπουν στον υπεύθυνο επεξεργασίας να ταυτοποιήσει ένα φυσικό πρόσωπο, ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεδομένων δεν θα πρέπει να υποχρεούται να αποκτά συμπληρωματικές πληροφορίες, προκειμένου να ταυτοποιήσει το υποκείμενο των δεδομένων με μοναδικό σκοπό τη συμμόρφωσή του προς οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος κανονισμού. Ωστόσο, ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν θα πρέπει να αρνείται να λάβει συμπληρωματικές πληροφορίες που παρέχει το υποκείμενο των δεδομένων με σκοπό την υποστήριξη της άσκησης των δικαιωμάτων του. Η ταυτοποίηση θα πρέπει να περιλαμβάνει την ψηφιακή ταυτοποίηση του υποκειμένου των δεδομένων, λόγου χάρη μέσω μηχανισμού επαλήθευσης της ταυτότητας, όπως είναι τα ίδια διακριτικά στοιχεία τα οποία χρησιμοποιούνται από το υποκείμενο των δεδομένων κατά την είσοδο (log-in) στην επιγραμμική υπηρεσία που προσφέρεται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας.

(33)

Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή στατιστικούς σκοπούς θα πρέπει να υπόκειται σε κατάλληλες εγγυήσεις για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Οι εν λόγω εγγυήσεις θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι έχουν θεσπιστεί τα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα που εγγυώνται, ιδίως, την αρχή της ελαχιστοποίησης των δεδομένων. Η περαιτέρω επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή στατιστικούς σκοπούς πραγματοποιείται όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει εκτιμήσει κατά πόσο είναι εφικτό να εκπληρωθούν οι σκοποί αυτοί μέσω της επεξεργασίας δεδομένων τα οποία δεν επιτρέπουν ή δεν επιτρέπουν πλέον την ταυτοποίηση των υποκειμένων των δεδομένων, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχουν κατάλληλες εγγυήσεις (όπως, για παράδειγμα, η ψευδωνυμοποίηση των δεδομένων). Τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης θα πρέπει να προβλέπουν κατάλληλες εγγυήσεις σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή στατιστικούς σκοπούς βάσει του δικαίου της Ένωσης, το οποίο μπορεί να περιλαμβάνει και εσωτερικούς κανονισμούς που έχουν θεσπιστεί από όργανα και οργανισμούς της Ένωσης για ζητήματα που αφορούν τη λειτουργία τους.

(34)

Θα πρέπει να προβλέπονται τρόποι για να διευκολύνεται το υποκείμενο των δεδομένων να ασκεί τα δικαιώματά του κατά τον παρόντα κανονισμό, μεταξύ άλλων μηχανισμοί με τους οποίους να ζητείται και, κατά περίπτωση, να αποκτάται δωρεάν, ιδίως, πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και διόρθωση ή διαγραφή αυτών και να ασκείται το δικαίωμα εναντίωσης. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει επίσης να παρέχει τα μέσα για ηλεκτρονική υποβολή των αιτημάτων, ιδίως όταν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υφίστανται επεξεργασία με ηλεκτρονικά μέσα. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να υποχρεούται να απαντά σε αιτήματα του υποκειμένου των δεδομένων αμελλητί και το αργότερο εντός μηνός και να παρέχει αιτιολογία, όταν δεν προτίθεται να συμμορφωθεί προς τυχόν τέτοια αιτήματα.

(35)

Οι αρχές της δίκαιης και διαφανούς επεξεργασίας απαιτούν να ενημερώνεται το υποκείμενο των δεδομένων για την ύπαρξη της πράξης επεξεργασίας και τους σκοπούς της. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων κάθε περαιτέρω πληροφορία που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση δίκαιης και διαφανούς επεξεργασίας, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών συνθηκών και του πλαισίου εντός του οποίου πραγματοποιείται η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Περαιτέρω, το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να ενημερώνεται αν καταρτίζεται το προφίλ του και ποιες συνέπειες έχει αυτό. Εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα παρέχονται από το υποκείμενο των δεδομένων, το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να ενημερώνεται επίσης για το κατά πόσον υποχρεούται να παράσχει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και για τις συνέπειες, όταν δεν παρέχει τα εν λόγω δεδομένα. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να παρέχονται σε συνδυασμό με τυποποιημένα εικονίδια προκειμένου να δίνεται με ευδιάκριτο, κατανοητό και ευανάγνωστο τρόπο μια ουσιώδης επισκόπηση της σκοπούμενης επεξεργασίας. Εάν τα εικονίδια διατίθενται ηλεκτρονικά, θα πρέπει να είναι μηχανικώς αναγνώσιμα.

(36)

Οι πληροφορίες σε σχέση με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που σχετίζονται με το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να του παρέχονται κατά τη συλλογή από το υποκείμενο των δεδομένων ή, εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα λαμβάνονται από άλλη πηγή, εντός εύλογης προθεσμίας, ανάλογα με τις συνθήκες κάθε περίπτωσης. Εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται να κοινολογηθούν σε άλλον αποδέκτη, το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να ενημερώνεται όταν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κοινολογούνται για πρώτη φορά στον αποδέκτη. Όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας προτίθεται να επεξεργαστεί τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για σκοπό άλλο από εκείνον για τον οποίο συλλέχθηκαν, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων, πριν από την εν λόγω περαιτέρω επεξεργασία, πληροφορίες για τον εν λόγω άλλο σκοπό και άλλες αναγκαίες πληροφορίες. Όταν η προέλευση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν μπορεί να γνωστοποιηθεί στο υποκείμενο των δεδομένων διότι έχουν χρησιμοποιηθεί διάφορες πηγές, θα πρέπει να παρέχονται γενικές πληροφορίες.

(37)

Ένα υποκείμενο δεδομένων θα πρέπει να έχει δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία συλλέχθηκαν και το αφορούν και να μπορεί να ασκεί το εν λόγω δικαίωμα ευχερώς και σε εύλογα τακτά διαστήματα, προκειμένου να έχει επίγνωση και να επαληθεύει τη νομιμότητα της επεξεργασίας. Αυτό περιλαμβάνει το δικαίωμα των υποκειμένων των δεδομένων να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα που αφορούν την υγεία τους, για παράδειγμα τα δεδομένα των ιατρικών αρχείων τους τα οποία περιέχουν πληροφορίες όπως διαγνώσεις, αποτελέσματα εξετάσεων, αξιολογήσεις από θεράποντες ιατρούς και κάθε παρασχεθείσα θεραπεία ή επέμβαση. Επομένως, κάθε υποκείμενο δεδομένων θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να γνωρίζει και να του ανακοινώνεται ιδίως για ποιους σκοπούς γίνεται η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον είναι δυνατόν για πόσο διάστημα γίνεται η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ποιοι αποδέκτες λαμβάνουν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, ποια λογική ακολουθείται στην τυχόν αυτόματη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ποιες θα μπορούσαν να είναι οι συνέπειες της εν λόγω επεξεργασίας, τουλάχιστον όταν αυτή βασίζεται σε κατάρτιση προφίλ. Το δικαίωμα αυτό δεν θα πρέπει να επηρεάζει αρνητικά τα δικαιώματα ή τις ελευθερίες άλλων, όπως το επαγγελματικό απόρρητο ή το δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας και, ιδίως, το δικαίωμα δημιουργού που προστατεύει το λογισμικό. Ωστόσο, οι παράγοντες αυτοί δεν θα πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα την άρνηση παροχής κάθε πληροφορίας στο υποκείμενο των δεδομένων. Όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας επεξεργάζεται μεγάλες ποσότητες πληροφοριών σχετικά με το υποκείμενο των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να δύναται να ζητεί από το υποκείμενο, πριν δοθούν οι πληροφορίες, να προσδιορίζει τις πληροφορίες ή τις δραστηριότητες επεξεργασίας που σχετίζονται με το αίτημα.

(38)

Ένα υποκείμενο δεδομένων θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να ζητεί τη διόρθωση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, καθώς και το «δικαίωμα στη λήθη», εάν η διατήρηση των εν λόγω δεδομένων παραβιάζει τον παρόντα κανονισμό ή το δίκαιο της Ένωσης στο οποίο υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας. Το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να ζητεί τη διαγραφή και την παύση της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι πλέον απαραίτητα σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους συλλέγονται ή υποβάλλονται κατ’ άλλο τρόπο σε επεξεργασία, εάν το υποκείμενο των δεδομένων αποσύρει τη συγκατάθεσή του για την επεξεργασία ή εάν αντιτάσσεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν ή εάν η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν δεν είναι σύμφωνη προς τον παρόντα κανονισμό κατ’ άλλο τρόπο. Το δικαίωμα αυτό έχει ιδίως σημασία όταν το υποκείμενο των δεδομένων παρέσχε τη συγκατάθεσή του ως παιδί, όταν δεν είχε πλήρη επίγνωση των κινδύνων που ενέχει η επεξεργασία, και θέλει αργότερα να αφαιρέσει τα συγκεκριμένα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, κυρίως από το διαδίκτυο. Το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να μπορεί να ασκήσει το εν λόγω δικαίωμα παρά το γεγονός ότι δεν είναι πλέον παιδί. Ωστόσο, η περαιτέρω διατήρηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να είναι σύννομη όταν είναι αναγκαία για την άσκηση του δικαιώματος ελευθερίας της έκφρασης και ενημέρωσης, για τη συμμόρφωση με νομική υποχρέωση, για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας, για λόγους δημόσιου συμφέροντος στον τομέα της δημόσιας υγείας, για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, για σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή στατιστικούς σκοπούς, ή για τη θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών αξιώσεων.

(39)

Για να ενισχυθεί το δικαίωμα στη λήθη στο επιγραμμικό περιβάλλον, το δικαίωμα διαγραφής θα πρέπει επίσης να επεκταθεί με τέτοιο τρόπο ώστε ο υπεύθυνος επεξεργασίας ο οποίος δημοσιοποίησε τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα να υποχρεούται να ενημερώνει τους υπεύθυνους επεξεργασίας που επεξεργάζονται τα εν λόγω δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ώστε να διαγράψουν οποιουσδήποτε συνδέσμους ή αντίγραφα ή αναπαραγωγή των εν λόγω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Όταν το πράττει, ο εν λόγω υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να λαμβάνει εύλογα μέτρα, λαμβάνοντας υπόψη τη διαθέσιμη τεχνολογία και τα μέσα που έχει στη διάθεσή του ο υπεύθυνος επεξεργασίας, μεταξύ άλλων και τεχνικά μέτρα, ώστε να ενημερωθούν οι υπεύθυνοι επεξεργασίας που επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με το αίτημα του υποκειμένου των δεδομένων.

(40)

Μέθοδοι με τις οποίες περιορίζεται η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την προσωρινή μετακίνηση των επιλεγμένων δεδομένων σε άλλο σύστημα επεξεργασίας, την αφαίρεση της προσβασιμότητας των επιλεγμένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τους χρήστες ή την προσωρινή αφαίρεση δημοσιευμένων δεδομένων από ιστοσελίδα. Στα συστήματα αυτοματοποιημένης αρχειοθέτησης ο περιορισμός της επεξεργασίας θα πρέπει καταρχήν να διασφαλίζεται με τεχνικά μέσα κατά τρόπο ώστε τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα να μην υπόκεινται σε πράξη περαιτέρω επεξεργασίας και να μην μπορούν να αλλάξουν. Το γεγονός ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι περιορισμένη θα πρέπει να αναγράφεται στο σύστημα.

(41)

Για να ενισχυθεί περαιτέρω ο έλεγχος επί των δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα, όταν η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διενεργείται με αυτοματοποιημένα μέσα, το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να έχει επίσης τη δυνατότητα να λαμβάνει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν και που έχει παράσχει σε υπεύθυνο επεξεργασίας, σε δομημένο, κοινώς χρησιμοποιούμενο και αναγνώσιμο από μηχανήματα διαλειτουργικό μορφότυπο, και να τα διαβιβάζει σε άλλον υπεύθυνο επεξεργασίας. Οι υπεύθυνοι επεξεργασίας δεδομένων θα πρέπει να ενθαρρύνονται να αναπτύσσουν διαλειτουργικούς μορφότυπους που επιτρέπουν τη φορητότητα των δεδομένων. Το εν λόγω δικαίωμα θα πρέπει να εφαρμόζεται σε περίπτωση που το υποκείμενο των δεδομένων παρέσχε τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα με τη συγκατάθεσή του ή εάν η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση σύμβασης. Δεν θα πρέπει συνεπώς να εφαρμόζεται όταν η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι αναγκαία για τη συμμόρφωση με νομική υποχρέωση στην οποία υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας. Το δικαίωμα του υποκειμένου των δεδομένων να διαβιβάζει ή να λαμβάνει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν δεν θα πρέπει να δημιουργεί υποχρέωση των υπευθύνων επεξεργασίας να υιοθετούν ή να διατηρούν συστήματα επεξεργασίας που είναι συμβατά από τεχνική άποψη. Όταν, σε συγκεκριμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, θίγονται περισσότερα του ενός υποκείμενα δεδομένων, το δικαίωμα λήψης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν θα πρέπει να θίγει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες άλλων υποκειμένων δεδομένων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Επιπλέον, το δικαίωμα αυτό δεν θα πρέπει να θίγει το δικαίωμα του υποκειμένου των δεδομένων να ζητήσει τη διαγραφή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ούτε τους περιορισμούς του εν λόγω δικαιώματος, όπως προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και ιδίως δεν θα πρέπει να συνεπάγεται διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν το υποκείμενο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τα οποία έχουν παρασχεθεί από αυτό για την εκτέλεση σύμβασης, στον βαθμό και εφόσον τα δεδομένα αυτά είναι αναγκαία για την εκτέλεση της εν λόγω σύμβασης. Όταν είναι τεχνικά εφικτό, το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να εξασφαλίζει ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαβιβάζονται απευθείας από έναν υπεύθυνο επεξεργασίας σε άλλον.

(42)

Όταν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να υποβληθούν νόμιμα σε επεξεργασία επειδή η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας, κάθε υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να δικαιούται παρ’ όλα αυτά να εναντιωθεί στην επεξεργασία τυχόν δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν την ιδιαίτερη κατάστασή του. Θα πρέπει να εναπόκειται στον υπεύθυνο επεξεργασίας να αποδείξει ότι τα επιτακτικά έννομα συμφέροντά του υπερισχύουν ενδεχομένως των συμφερόντων ή των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του υποκειμένου των δεδομένων.

(43)

Το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να μην υπόκειται σε απόφαση, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει κάποιο μέτρο, με την οποία αξιολογούνται προσωπικές πτυχές που το αφορούν, λαμβανόμενη αποκλειστικά βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας και η οποία παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι του προσώπου αυτού ή το επηρεάζει σημαντικά κατά ανάλογο τρόπο, όπως σε πρακτικές ηλεκτρονικών προσλήψεων χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση. Η επεξεργασία αυτή περιλαμβάνει την «κατάρτιση προφίλ» που αποτελείται από οποιαδήποτε μορφή αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την αξιολόγηση προσωπικών πτυχών σχετικά με ένα φυσικό πρόσωπο, ιδίως την ανάλυση ή την πρόβλεψη πτυχών που αφορούν τις επιδόσεις στην εργασία, την οικονομική κατάσταση, την υγεία, τις προσωπικές προτιμήσεις ή ενδιαφέροντα, την αξιοπιστία ή τη συμπεριφορά, τη θέση ή κινήσεις του υποκειμένου των δεδομένων, στον βαθμό που παράγει νομικά αποτελέσματα έναντι του προσώπου αυτού ή το επηρεάζει σημαντικά κατ’ ανάλογο τρόπο.

Ωστόσο, η λήψη απόφασης που βασίζεται σε αυτήν την επεξεργασία, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ, θα πρέπει να επιτρέπεται όταν προβλέπεται ρητά από το δίκαιο της Ένωσης. Σε κάθε περίπτωση, η επεξεργασία αυτή θα πρέπει να υπόκειται σε κατάλληλες εγγυήσεις, οι οποίες θα πρέπει να περιλαμβάνουν ειδική ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων και το δικαίωμα εξασφάλισης ανθρώπινης παρέμβασης, το δικαίωμα διατύπωσης της άποψης του, το δικαίωμα να λάβει αιτιολόγηση της απόφασης που λήφθηκε στο πλαίσιο της εν λόγω εκτίμησης και το δικαίωμα αμφισβήτησης της απόφασης. Το εν λόγω μέτρο θα πρέπει να μην αφορά παιδί. Προκειμένου να διασφαλισθεί δίκαιη και διαφανής επεξεργασία σε σχέση με το υποκείμενο των δεδομένων, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών συνθηκών και του πλαισίου εντός του οποίου πραγματοποιείται η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να χρησιμοποιεί κατάλληλες μαθηματικές ή στατιστικές διαδικασίες για την κατάρτιση του προφίλ, να εφαρμόζει τεχνικά και οργανωτικά μέτρα, ώστε να διορθώνονται οι παράγοντες που οδηγούν σε ανακρίβειες σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος σφαλμάτων, να καθιστά ασφαλή τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τους πιθανούς κινδύνους που συνδέονται με τα συμφέροντα και τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων και να προλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα αποτελέσματα διακρίσεων σε βάρος φυσικών προσώπων βάσει της φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, των πολιτικών φρονημάτων, της θρησκείας ή των πεποιθήσεων, της συμμετοχής σε συνδικαλιστικές οργανώσεις, της γενετικής κατάστασης ή της κατάστασης της υγείας ή του γενετήσιου προσανατολισμού, ή την επεξεργασία που συνεπάγεται μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος. Η αυτοματοποιημένη λήψη αποφάσεων και κατάρτιση προφίλ που βασίζονται σε ειδικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να επιτρέπονται μόνο υπό ειδικές προϋποθέσεις.

(44)

Νομικές πράξεις που εκδίδονται βάσει των Συνθηκών ή εσωτερικοί κανονισμοί που θεσπίζονται από τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης για ζητήματα που αφορούν τη λειτουργία τους μπορούν να επιβάλλουν περιορισμούς σε συγκεκριμένες βασικές αρχές και στα δικαιώματα ενημέρωσης, πρόσβασης και διόρθωσης ή διαγραφής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, στο δικαίωμα φορητότητας των δεδομένων, στο απόρρητο των δεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και στην ανακοίνωση παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο υποκείμενο των δεδομένων και σε ορισμένες σχετικές υποχρεώσεις των υπευθύνων επεξεργασίας, στον βαθμό που είναι αναγκαίοι και αναλογικοί σε μια δημοκρατική κοινωνία για την κατοχύρωση της δημόσιας ασφάλειας και για την πρόληψη, διερεύνηση και δίωξη ποινικών αδικημάτων ή την εκτέλεση ποινικών κυρώσεων. Αυτό συμπεριλαμβάνει τη διασφάλιση έναντι των απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας και της πρόληψής τους, την προστασία της ανθρώπινης ζωής σε περίπτωση ιδίως φυσικών ή ανθρωπογενών καταστροφών, την εσωτερική ασφάλεια των οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, άλλους σημαντικούς σκοπούς γενικού δημόσιου συμφέροντος της Ένωσης ή κράτους μέλους, ιδίως τους σκοπούς της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας της Ένωσης ή σημαντικό οικονομικό ή χρηματοοικονομικό συμφέρον της Ένωσης ή κράτους μέλους, και την τήρηση δημόσιων αρχείων για λόγους γενικού δημόσιου συμφέροντος ή την προστασία του υποκειμένου των δεδομένων ή των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων, συμπεριλαμβανομένων της κοινωνικής προστασίας, της δημόσιας υγείας και των ανθρωπιστικών σκοπών.

(45)

Θα πρέπει να θεσπιστεί ευθύνη και υποχρέωση αποζημίωσης του υπευθύνου επεξεργασίας για οποιαδήποτε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που γίνεται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή για λογαριασμό του υπευθύνου επεξεργασίας. Ειδικότερα, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να υποχρεούται να υλοποιεί κατάλληλα και αποτελεσματικά μέτρα και να είναι σε θέση να αποδεικνύει τη συμμόρφωση των δραστηριοτήτων επεξεργασίας με τον παρόντα κανονισμό, συμπεριλαμβανομένης της αποτελεσματικότητας των μέτρων. Τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη φύση, το πλαίσιο, το πεδίο εφαρμογής και τους σκοπούς της επεξεργασίας και τον κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων.

(46)

Οι κίνδυνοι για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες φυσικών προσώπων, ποικίλης πιθανότητας και σοβαρότητας, είναι δυνατόν να προκύπτουν από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε σωματική, υλική ή μη υλική βλάβη, ιδίως όταν η επεξεργασία μπορεί να οδηγήσει σε διακρίσεις, κατάχρηση ή υποκλοπή ταυτότητας, οικονομική απώλεια, βλάβη φήμης, απώλεια της εμπιστευτικότητας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προστατεύονται από επαγγελματικό απόρρητο, παράνομη άρση της ψευδωνυμοποίησης ή οποιοδήποτε άλλο σημαντικό οικονομικό ή κοινωνικό μειονέκτημα· όταν τα υποκείμενα των δεδομένων θα μπορούσαν να στερηθούν των δικαιωμάτων και ελευθεριών τους ή να εμποδίζονται από την άσκηση ελέγχου επί των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα· όταν υπόκεινται σε επεξεργασία δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία αποκαλύπτουν φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, πολιτικά φρονήματα, θρησκεία ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις ή συμμετοχή σε συνδικάτα και γίνεται επεξεργασία γενετικών δεδομένων, δεδομένων που αφορούν την υγεία ή δεδομένων που αφορούν τη σεξουαλική ζωή ή ποινικές καταδίκες και αδικήματα ή σχετικά μέτρα ασφάλειας· όταν αξιολογούνται προσωπικές πτυχές, ιδίως όταν επιχειρείται ανάλυση ή πρόβλεψη πτυχών που αφορούν τις επιδόσεις στην εργασία, την οικονομική κατάσταση, την υγεία, προσωπικές προτιμήσεις ή ενδιαφέροντα, την αξιοπιστία ή τη συμπεριφορά, τη θέση ή μετακινήσεις, προκειμένου να δημιουργηθούν ή να χρησιμοποιηθούν προσωπικά προφίλ· όταν υποβάλλονται σε επεξεργασία δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ευάλωτων φυσικών προσώπων, ιδίως παιδιών· ή όταν η επεξεργασία περιλαμβάνει μεγάλη ποσότητα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και επηρεάζει μεγάλο αριθμό υποκειμένων των δεδομένων.

(47)

Η πιθανότητα και η σοβαρότητα του κινδύνου για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων θα πρέπει να καθορίζονται σε συνάρτηση με τη φύση, το πεδίο εφαρμογής, το πλαίσιο και τους σκοπούς της επεξεργασίας. Ο κίνδυνος θα πρέπει να αξιολογείται βάσει αντικειμενικής εκτίμησης, με την οποία διαπιστώνεται κατά πόσον οι πράξεις επεξεργασίας δεδομένων συνεπάγονται κίνδυνο ή υψηλό κίνδυνο.

(48)

Η προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα απαιτεί τη λήψη κατάλληλων τεχνικών και οργανωτικών μέτρων ώστε να διασφαλίζεται ότι τηρούνται οι απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Προκειμένου να μπορεί να αποδείξει συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να θεσπίζει εσωτερικές πολιτικές και να εφαρμόζει μέτρα τα οποία ανταποκρίνονται ειδικότερα στις αρχές της προστασίας των δεδομένων ήδη από τον σχεδιασμό και εξ ορισμού. Τέτοια μέτρα θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την ελαχιστοποίηση της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, την ψευδωνυμοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα το συντομότερο δυνατόν, τη διαφάνεια όσον αφορά τις λειτουργίες και την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ώστε να μπορεί το υποκείμενο των δεδομένων να παρακολουθεί την επεξεργασία δεδομένων και να είναι σε θέση ο υπεύθυνος επεξεργασίας να δημιουργεί και να βελτιώνει τα χαρακτηριστικά ασφάλειας. Οι αρχές της προστασίας των δεδομένων ήδη από τον σχεδιασμό και εξ ορισμού θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο των δημόσιων διαγωνισμών.

(49)

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 προβλέπει ότι οι υπεύθυνοι επεξεργασίας αποδεικνύουν συμμόρφωση με την εφαρμογή εγκεκριμένων μηχανισμών πιστοποίησης. Ωσαύτως, τα όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης πρέπει να μπορούν να αποδεικνύουν τη συμμόρφωσή τους με τον παρόντα κανονισμό, λαμβάνοντας πιστοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 42 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679.

(50)

Η προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υποκειμένων των δεδομένων, καθώς και η ευθύνη και η υποχρέωση αποζημίωσης των υπευθύνων επεξεργασίας και των εκτελούντων επεξεργασία, απαιτούν σαφή κατανομή των αρμοδιοτήτων βάσει του παρόντος κανονισμού, περιλαμβανομένης της περίπτωσης κατά την οποία ένας υπεύθυνος επεξεργασίας καθορίζει τους σκοπούς και τα μέσα της επεξεργασίας από κοινού με άλλους υπεύθυνους επεξεργασίας ή όταν μια πράξη επεξεργασίας διενεργείται για λογαριασμό ενός υπευθύνου επεξεργασίας.

(51)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού όσον αφορά την προς διεξαγωγή επεξεργασία από τον εκτελούντα την επεξεργασία, εκ μέρους του υπεύθυνου επεξεργασίας, οσάκις ανατίθενται σε εκτελούντα την επεξεργασία δραστηριότητες επεξεργασίας, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να χρησιμοποιεί μόνο εκτελούντες επεξεργασία οι οποίοι παρέχουν επαρκείς διαβεβαιώσεις, ιδίως από πλευράς εμπειρογνωμοσύνης, αξιοπιστίας και πόρων, για την εφαρμογή τεχνικών και οργανωτικών μέτρων που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν την ασφάλεια της επεξεργασίας. Η προσχώρηση άλλων εκτελούντων επεξεργασία, εκτός των οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, σε εγκεκριμένο κώδικα συμπεριφοράς ή εγκεκριμένο μηχανισμό πιστοποίησης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως στοιχείο για να αποδειχθεί η συμμόρφωση του με τις υποχρεώσεις του υπευθύνου επεξεργασίας. Η εκτέλεση της επεξεργασίας από εκτελούντα την επεξεργασία που δεν είναι όργανο ή οργανισμός της Ένωσης θα πρέπει να διέπεται από σύμβαση, ή, σε περιπτώσεις όπου όργανα και οργανισμοί της Ένωσης ενεργούν ως εκτελούντες την επεξεργασία, από σύμβαση ή άλλη νομική πράξη, βασιζόμενη στο ενωσιακό δίκαιο, που συνδέει τον εκτελούντα την επεξεργασία με τον υπεύθυνο επεξεργασίας, στην οποία καθορίζονται το αντικείμενο και η διάρκεια της επεξεργασίας, η φύση και οι σκοποί της επεξεργασίας, το είδος των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και οι κατηγορίες των υποκειμένων των δεδομένων, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών καθηκόντων και αρμοδιοτήτων του εκτελούντος την επεξεργασία στο πλαίσιο της επεξεργασίας που πρόκειται να πραγματοποιηθεί και τον κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας και ο εκτελών την επεξεργασία θα πρέπει να μπορούν να επιλέξουν να χρησιμοποιήσουν ατομική σύμβαση ή τυποποιημένες συμβατικές ρήτρες οι οποίες είτε έχουν εγκριθεί απευθείας από την Επιτροπή ή από τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων και εγκρίθηκαν εν συνεχεία από την Επιτροπή. Μετά την ολοκλήρωση της επεξεργασίας για λογαριασμό του υπευθύνου επεξεργασίας, ο εκτελών την επεξεργασία θα πρέπει, αναλόγως της επιλογής του υπεύθυνου επεξεργασίας, να επιστρέψει ή να διαγράψει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εκτός εάν υποχρεούται να αποθηκεύσει αυτά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο ή το δίκαιο κράτους μέλους στο οποίο υπόκειται ο εκτελών την επεξεργασία.

(52)

Προκειμένου να μπορούν να αποδείξουν συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό, οι υπεύθυνοι επεξεργασίας θα πρέπει να τηρούν αρχεία των δραστηριοτήτων επεξεργασίας που τελούν υπό την ευθύνη τους και οι εκτελούντες επεξεργασία θα πρέπει να τηρούν αρχεία των κατηγοριών δραστηριοτήτων επεξεργασίας που τελούν υπό την ευθύνη τους. Τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης θα πρέπει να υποχρεούνται να συνεργάζονται με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων και να θέτουν στη διάθεσή του τα αρχεία τους κατόπιν αιτήματός του, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιούνται για την παρακολούθηση των συγκεκριμένων πράξεων επεξεργασίας. Τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης θα πρέπει να μπορούν να συστήσουν κεντρικό μητρώο στο οποίο θα τηρούν τα αρχεία των δραστηριοτήτων επεξεργασίας τους, εκτός εάν, λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους ενός οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης, αυτό δεν ενδείκνυται. Για λόγους διαφάνειας, θα πρέπει επίσης να μπορούν να επιτρέπουν την πρόσβαση του κοινού στο εν λόγω μητρώο.

(53)

Για τη διατήρηση της ασφάλειας και την αποφυγή της επεξεργασίας κατά παράβαση του παρόντος κανονισμού, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία θα πρέπει να αξιολογεί τους κινδύνους που ενέχει η επεξεργασία και να εφαρμόζει μέτρα για τον μετριασμό των εν λόγω κινδύνων, όπως για παράδειγμα μέσω κρυπτογράφησης. Τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει να διασφαλίζουν κατάλληλο επίπεδο ασφάλειας, πράγμα που περιλαμβάνει και την εμπιστευτικότητα, λαμβανομένων υπόψη των τελευταίων εξελίξεων και του κόστους της εφαρμογής σε σχέση με τους κινδύνους και τη φύση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πρέπει να προστατευθούν. Κατά την εκτίμηση του κινδύνου για την ασφάλεια των δεδομένων θα πρέπει να δίνεται προσοχή στους κινδύνους που προκύπτουν από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως η τυχαία ή παράνομη καταστροφή, απώλεια, μεταβολή, άνευ αδείας κοινολόγηση ή προσπέλαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διαβιβάστηκαν, αποθηκεύτηκαν ή υποβλήθηκαν κατ’ άλλο τρόπο σε επεξεργασία η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε σωματική, υλική ή μη υλική βλάβη.

(54)

Τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης θα πρέπει να διασφαλίζουν το απόρρητο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 7 του Χάρτη. Ιδίως, τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης θα πρέπει να διασφαλίζουν την ασφάλεια των δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών τους. Θα πρέπει να διασφαλίζουν την προστασία των πληροφοριών που σχετίζονται με τον εξοπλισμό τερματικών των χρηστών που έχουν πρόσβαση στους δημόσια διαθέσιμους δικτυακούς τόπους τους και σε εφαρμογές για φορητές συσκευές σύμφωνα με την οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8). Θα πρέπει επίσης να διασφαλίζουν την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται σε καταλόγους χρηστών.

(55)

Παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μπορεί, εάν δεν αντιμετωπιστεί κατάλληλα και έγκαιρα, να έχει ως αποτέλεσμα σωματική, υλική ή μη υλική βλάβη για φυσικά πρόσωπα. Κατά συνέπεια, αμέσως μόλις ο υπεύθυνος επεξεργασίας λάβει γνώση μιας παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, θα πρέπει αμελλητί και, ει δυνατόν, εντός 72 ωρών από τη στιγμή που αποκτά γνώση του γεγονότος, να γνωστοποιήσει την παραβίαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, εκτός εάν o υπεύθυνος επεξεργασίας μπορεί να αποδείξει, σύμφωνα με την αρχή της λογοδοσίας, ότι η παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν ενδέχεται να επιφέρει κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες φυσικών προσώπων. Εάν μια τέτοια γνωστοποίηση δεν μπορεί να επιτευχθεί εντός 72 ωρών, θα πρέπει να συνοδεύεται από αιτιολογία η οποία να αναφέρει τους λόγους της καθυστέρησης και οι πληροφορίες μπορούν να παρέχονται σταδιακά χωρίς περαιτέρω αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Όταν η καθυστέρηση είναι δικαιολογημένη, θα πρέπει να διαβιβάζονται το ταχύτερο δυνατό λιγότερο ευαίσθητες ή λιγότερο συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με την παραβίαση, αντί να επιχειρείται πλήρης διαλεύκανση του περιστατικού πριν από την κοινοποίηση.

(56)

Ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να ανακοινώνει αμελλητί στο υποκείμενο των δεδομένων παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όταν αυτή η παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι πιθανόν να έχει ως αποτέλεσμα υψηλό κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του φυσικού προσώπου, προκειμένου να του παρασχεθεί η δυνατότητα να λάβει τις αναγκαίες προφυλάξεις. Η ανακοίνωση θα πρέπει να περιγράφει τη φύση της παραβίασης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και να περιέχει συστάσεις προς το ενδιαφερόμενο φυσικό πρόσωπο για τον μετριασμό δυνητικών δυσμενών συνεπειών. Οι ανακοινώσεις αυτές στα υποκείμενα των δεδομένων θα πρέπει να πραγματοποιούνται το συντομότερο δυνατόν, σε στενή συνεργασία με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων και με τήρηση των οδηγιών που θα έχουν παρασχεθεί από αυτόν ή άλλες σχετικές αρχές, όπως αρχές επιβολής του νόμου.

(57)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 θεσπίζει γενική υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας να κοινοποιεί την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων. Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων πρέπει να τηρεί μητρώο των επεξεργασιών που του κοινοποιούνται, εκτός εάν, λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους του οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης, αυτό δεν ενδείκνυται. Εκτός από τη γενική αυτή υποχρέωση πρέπει να θεσπιστούν αποτελεσματικές διαδικασίες και μηχανισμοί για τον έλεγχο που επικεντρώνονται σε εκείνους τους τύπους πράξεων επεξεργασίας που ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα υψηλό κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων λόγω της φύσης, του πεδίου εφαρμογής, του πλαισίου και των σκοπών τους. Αυτές οι διαδικασίες θα πρέπει, ιδίως, επίσης να θεσπιστούν ς όταν τύποι πράξεων επεξεργασίας περιλαμβάνουν τη χρήση νέων τεχνολογιών ή που είναι νέου τύπου σε σχέση με τον οποίο δεν έχει διενεργηθεί προηγουμένως εκτίμηση του αντικτύπου όσον αφορά την προστασία των δεδομένων από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή όταν καθίστανται αναγκαίες λόγω του χρόνου που έχει παρέλθει από την αρχική επεξεργασία. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, πριν από την επεξεργασία, θα πρέπει να διενεργεί εκτίμηση του αντικτύπου όσον αφορά την προστασία των δεδομένων, ώστε να εκτιμήσει την ιδιαίτερη πιθανότητα και τη σοβαρότητα του υψηλού κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την έκταση, το πλαίσιο και τους σκοπούς της επεξεργασίας και τις πηγές του κινδύνου. Η εν λόγω εκτίμηση του αντικτύπου θα πρέπει να περιλαμβάνει, ιδίως, τα προβλεπόμενα μέτρα, εγγυήσεις και μηχανισμούς που μετριάζουν αυτόν τον κίνδυνο, διασφαλίζουν την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και αποδεικνύουν τη συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό.

(58)

Εάν εκτίμηση του αντικτύπου όσον αφορά την προστασία των δεδομένων υποδεικνύει ότι η επεξεργασία, χωρίς εγγυήσεις, μέτρα και μηχανισμούς ασφάλειας για να μετριαστεί ο κίνδυνος, θα είχε ως αποτέλεσμα υψηλό κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων και ο υπεύθυνος επεξεργασίας είναι της γνώμης ότι ο κίνδυνος δεν είναι δυνατόν να μετριαστεί με εύλογα μέτρα όσον αφορά τη διαθέσιμη τεχνολογία και το κόστος εφαρμογής, θα πρέπει να διενεργείται διαβούλευση με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων πριν από την έναρξη των δραστηριοτήτων επεξεργασίας. Ο εν λόγω υψηλός κίνδυνος είναι πιθανόν να προκύψει από ορισμένες μορφές επεξεργασίας και ορισμένο βαθμό και συχνότητα επεξεργασίας, με πιθανό αποτέλεσμα ακόμη και ζημία ή επέμβαση στα δικαιώματα και τις ελευθερίες του φυσικού προσώπου. Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων θα πρέπει να ανταποκρίνεται στο αίτημα για διαβούλευση σε ορισμένο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, η απουσία αντίδρασης του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων εντός της εν λόγω προθεσμίας δεν θα πρέπει να θίγει την όποια παρέμβαση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σύμφωνα με τα καθήκοντα και τις εξουσίες του που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, περιλαμβανομένης της εξουσίας απαγόρευσης πράξεων επεξεργασίας. Στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας διαβούλευσης, θα πρέπει να μπορεί να υποβάλλεται στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων το αποτέλεσμα εκτίμησης του αντικτύπου όσον αφορά την προστασία των δεδομένων που τυχόν έχει εκπονηθεί σε σχέση με την επίμαχη επεξεργασία, ιδίως δε τα μέτρα που προβλέπονται για τον μετριασμό του κινδύνου για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων.

(59)

Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων θα πρέπει να ενημερώνεται για τα διοικητικά μέτρα και να γνωμοδοτεί για τους εσωτερικούς κανονισμούς τους οποίους θεσπίζουν τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης για ζητήματα που αφορούν τη λειτουργία τους όταν διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, θεσπίζουν προϋποθέσεις για περιορισμούς των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων ή προβλέπουν κατάλληλες εγγυήσεις για τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων, ώστε να διασφαλίζει ότι η σκοπούμενη επεξεργασία συμμορφώνεται με τον παρόντα κανονισμό ιδίως ως προς το να περιορίζει τους κινδύνους για το υποκείμενο των δεδομένων.

(60)

Με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 συστάθηκε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων ως ανεξάρτητο όργανο της Ένωσης με νομική προσωπικότητα. Το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων συμβάλλει στη συνεκτική εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 σε ολόκληρη την Ένωση, μεταξύ άλλων παρέχοντας συμβουλές στην Επιτροπή. Ταυτόχρονα, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων θα πρέπει να συνεχίσει να ασκεί τα εποπτικά και συμβουλευτικά καθήκοντα που έχει έναντι όλων των οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος. Για να διασφαλιστεί η συνεκτικότητα των κανόνων προστασίας των δεδομένων σε ολόκληρη την Ένωση, η Επιτροπή, κατά την εκπόνηση προτάσεων ή συστάσεων, θα πρέπει να ζητεί τη γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων. Θα πρέπει να είναι υποχρεωτική η διεξαγωγή από την Επιτροπή διαβούλευσης μετά την έγκριση νομοθετικών πράξεων ή κατά την επεξεργασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων και εκτελεστικών πράξεων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 289, 290 και 291 ΣΛΕΕ, και μετά την έγκριση συστάσεων και προτάσεων για συμφωνίες με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 218 ΣΛΕΕ, οι οποίες έχουν αντίκτυπο στο δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Στις περιπτώσεις αυτές, η Επιτροπή θα πρέπει να διαβουλεύεται υποχρεωτικά με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, εκτός εάν ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 προβλέπει υποχρεωτική διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων, για παράδειγμα όσον αφορά αποφάσεις περί επάρκειας ή κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις για τυποποιημένα εικονίδια και απαιτήσεις για μηχανισμούς πιστοποίησης. Όταν η επίμαχη πράξη είναι ιδιαίτερα σημαντική για την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει επίσης τη δυνατότητα να διαβουλεύεται με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων. Στις περιπτώσεις αυτές, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων θα πρέπει, ως μέλος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων, να συντονίζει τις εργασίες του με το τελευταίο με σκοπό την έκδοση κοινής γνωμοδότησης. Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων και, όπου συντρέχει σχετική περίπτωση, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων θα πρέπει να παρέχουν γραπτώς τις συμβουλές τους εντός οκτώ εβδομάδων. Η εν λόγω προθεσμία θα πρέπει να είναι συντομότερη σε επείγουσες περιπτώσεις ή εάν αυτό κρίνεται σκόπιμο για άλλους λόγους, για παράδειγμα όταν η Επιτροπή επεξεργάζεται κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις.

(61)

Σύμφωνα με το άρθρο 75 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων θα πρέπει να παρέχει τη γραμματεία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων.

(62)

Στο πλαίσιο όλων των οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, ένας υπεύθυνος προστασίας δεδομένων θα πρέπει να μεριμνά για την τήρηση των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και να συμβουλεύει τους υπευθύνους επεξεργασίας και τους εκτελούντες επεξεργασία ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους. Ο εν λόγω υπεύθυνος προστασίας δεδομένων θα πρέπει να διαθέτει εμπειρογνωσία στον τομέα του δικαίου και των πρακτικών προστασίας των δεδομένων, η οποία θα πρέπει να καθορίζεται ειδικότερα ανάλογα με τις πράξεις επεξεργασίας δεδομένων που διενεργούνται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή από τον εκτελούντα επεξεργασία και από την προστασία την οποία απαιτούν τα οικεία δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Οι εν λόγω υπεύθυνοι προστασίας δεδομένων θα πρέπει να είναι σε θέση να εκτελούν τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντά τους με ανεξάρτητο τρόπο.

(63)

Όταν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαβιβάζονται από όργανα και οργανισμούς της Ένωσης σε υπευθύνους επεξεργασίας, εκτελούντες επεξεργασία ή άλλους αποδέκτες σε τρίτες χώρες ή σε διεθνείς οργανισμούς, θα πρέπει να διασφαλίζεται το επίπεδο προστασίας των φυσικών προσώπων το οποίο διασφαλίζει στην Ένωση ο παρών κανονισμός. Οι ίδιες εγγυήσεις θα πρέπει να εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις περαιτέρω διαβιβάσεων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την τρίτη χώρα ή τον διεθνή οργανισμό προς υπευθύνους επεξεργασίας ή εκτελούντες επεξεργασία στην ίδια ή σε άλλη τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό. Σε κάθε περίπτωση, διαβιβάσεις προς τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς μπορούν να πραγματοποιούνται μόνο σε πλήρη συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό και με σεβασμό προς τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες που κατοχυρώνονται στον Χάρτη. Διαβίβαση θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο εάν, με την επιφύλαξη των άλλων διατάξεων του παρόντος κανονισμού, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία τηρεί τους όρους των διατάξεων του παρόντος κανονισμού σχετικά με τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς.

(64)

Η Επιτροπή μπορεί να αποφασίζει, βάσει του άρθρου 45 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 ή βάσει του άρθρου 36 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680, ότι τρίτη χώρα, έδαφος ή συγκεκριμένος τομέας τρίτης χώρας ή διεθνής οργανισμός προσφέρουν επαρκές επίπεδο προστασίας των δεδομένων. Στις περιπτώσεις αυτές, οι διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην εν λόγω τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό από όργανο ή οργανισμό της Ένωσης μπορούν να πραγματοποιούνται χωρίς να χρειάζεται να ζητηθεί άλλη άδεια.

(65)

Ελλείψει απόφασης επάρκειας, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία θα πρέπει να λαμβάνουν μέτρα για να αντισταθμίζουν την έλλειψη προστασίας των δεδομένων στην τρίτη χώρα μέσω κατάλληλων εγγυήσεων υπέρ του υποκειμένου των δεδομένων. Αυτές οι κατάλληλες εγγυήσεις μπορεί να συνίστανται στη χρήση τυποποιημένων ρητρών προστασίας των δεδομένων που θεσπίζονται από την Επιτροπή, τυποποιημένων ρητρών προστασίας των δεδομένων που θεσπίζονται από τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων ή συμβατικών ρητρών που εγκρίνονται από τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων. Όταν ο εκτελών την επεξεργασία δεν είναι όργανο ή οργανισμός της Ένωσης, οι εν λόγω κατάλληλες εγγυήσεις μπορούν επίσης να συνίστανται σε δεσμευτικούς εταιρικούς κανόνες, κώδικες δεοντολογίας και μηχανισμούς πιστοποίησης που χρησιμοποιούνται για διεθνείς διαβιβάσεις βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679. Οι εγγυήσεις αυτές θα πρέπει να διασφαλίζουν συμμόρφωση με τις απαιτήσεις προστασίας των δεδομένων και με τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων, υπό το πρίσμα της επεξεργασίας εντός της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της διαθεσιμότητας νομικώς ισχυρών δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων και πραγματικών μέσων έννομης προστασίας, συμπεριλαμβανομένου δικαιώματος άσκησης αποτελεσματικής διοικητικής ή δικαστικής προσφυγής και αξίωσης αποζημίωσης, στην Ένωση ή σε τρίτη χώρα. Θα πρέπει να αφορούν ιδίως την τήρηση των γενικών αρχών που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και των αρχών περί προστασίας των δεδομένων ήδη από τον σχεδιασμό και εξ ορισμού. Διαβιβάσεις μπορούν να διενεργούνται επίσης από όργανα και οργανισμούς της Ένωσης προς δημόσιες αρχές ή φορείς σε τρίτες χώρες ή προς διεθνείς οργανισμούς που έχουν αντίστοιχα καθήκοντα ή αρμοδιότητες, μεταξύ άλλων βάσει διατάξεων που πρέπει να ενσωματωθούν σε διοικητικές ρυθμίσεις, όπως σε υπόμνημα συμφωνίας, όπου να προβλέπονται αποτελεσματικά και νομικώς ισχυρά δικαιώματα για τα υποκείμενα των δεδομένων. Η άδεια του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων θα πρέπει να αποκτάται εφόσον οι εγγυήσεις προβλέπονται σε νομικά μη δεσμευτικές διοικητικές ρυθμίσεις.

(66)

Η δυνατότητα του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία να χρησιμοποιεί τυποποιημένες ρήτρες προστασίας των δεδομένων εγκεκριμένες από την Επιτροπή ή από τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων δεν θα πρέπει να εμποδίζει τους υπευθύνους επεξεργασίας ή τους εκτελούντες επεξεργασία να ενσωματώνουν τις τυποποιημένες ρήτρες προστασίας δεδομένων σε ευρύτερη σύμβαση, όπως σε σύμβαση μεταξύ του εκτελούντος την επεξεργασία και άλλου εκτελούντος επεξεργασία, ούτε να προσθέτουν άλλες ρήτρες ή πρόσθετες εγγυήσεις, εφόσον αυτές δεν αντιφάσκουν, άμεσα ή έμμεσα, προς τις εγκεκριμένες από την Επιτροπή ή από τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων τυποποιημένες συμβατικές ρήτρες ούτε θίγουν τα θεμελιώδη δικαιώματα ή τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων. Οι υπεύθυνοι επεξεργασίας και οι εκτελούντες επεξεργασία θα πρέπει να ενθαρρύνονται να παρέχουν πρόσθετες εγγυήσεις μέσω συμβατικών δεσμεύσεων που δρουν συμπληρωματικά προς τις τυποποιημένες ρήτρες προστασίας δεδομένων.

(67)

Μερικές τρίτες χώρες θεσπίζουν νόμους, κανονισμούς και άλλες νομικές πράξεις που επιδιώκουν να ρυθμίσουν άμεσα τις δραστηριότητες επεξεργασίας οργάνων και οργανισμών της Ένωσης. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει αποφάσεις δικαστηρίων ή αποφάσεις διοικητικών αρχών σε τρίτες χώρες οι οποίες απαιτούν από υπεύθυνο επεξεργασίας ή εκτελούντα επεξεργασία να διαβιβάσει ή να κοινολογήσει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και οι οποίες δεν βασίζονται σε διεθνή συμφωνία που ισχύει μεταξύ της αιτούσας τρίτης χώρας και της Ένωσης. Η εξωεδαφική εφαρμογή των εν λόγω νόμων, κανονισμών και άλλων νομικών πράξεων μπορεί να παραβιάζει το διεθνές δίκαιο και να εμποδίζει την επίτευξη της προστασίας των φυσικών προσώπων που διασφαλίζει στην Ένωση ο παρών κανονισμός. Οι διαβιβάσεις θα πρέπει να επιτρέπονται μόνο εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος κανονισμού για διαβίβαση προς τρίτες χώρες. Αυτό μπορεί να συμβαίνει, μεταξύ άλλων, αν η κοινολόγηση είναι απαραίτητη για σημαντικό λόγο δημόσιου συμφέροντος ο οποίος αναγνωρίζεται στο δίκαιο της Ένωσης.

(68)

Σε ειδικές καταστάσεις, θα πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα διαβιβάσεων σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν το υποκείμενο των δεδομένων παρέσχε τη ρητή συγκατάθεσή του, εφόσον η διαβίβαση είναι περιστασιακή και αναγκαία σε σχέση με σύμβαση ή με νομική αξίωση, είτε σε δικαστική διαδικασία είτε σε διοικητική ή τυχόν εξωδικαστική διαδικασία, μεταξύ άλλων σε διαδικασίες ενώπιον ρυθμιστικών φορέων. Θα πρέπει επίσης να προβλεφθεί η δυνατότητα διαβιβάσεων, εφόσον σημαντικοί λόγοι δημόσιου συμφέροντος προβλεπόμενοι από το δίκαιο της Ένωσης απαιτούν κάτι τέτοιο ή εφόσον η διαβίβαση πραγματοποιείται από μητρώο το οποίο συστάθηκε διά νόμου και προορίζεται για άντληση πληροφοριών από το κοινό ή από πρόσωπα που έχουν έννομο συμφέρον. Στην τελευταία περίπτωση, η εν λόγω διαβίβαση δεν θα πρέπει να αφορά το σύνολο των δεδομένων ή ολόκληρες κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στο μητρώο, εκτός εάν αυτό επιτρέπεται από το δίκαιο της Ένωσης, και, όταν το μητρώο προορίζεται για άντληση πληροφοριών από πρόσωπα τα οποία έχουν έννομο συμφέρον, η διαβίβαση θα πρέπει να πραγματοποιείται μόνο κατόπιν αιτήσεως των εν λόγω προσώπων ή, εάν πρόκειται να είναι αυτά οι αποδέκτες της διαβίβασης, λαμβανομένων πλήρως υπόψη των συμφερόντων και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων.

(69)

Οι εν λόγω παρεκκλίσεις θα πρέπει να εφαρμόζονται ιδίως σε διαβιβάσεις δεδομένων που ζητήθηκαν και είναι αναγκαίες για σημαντικούς λόγους δημόσιου συμφέροντος, για παράδειγμα σε περιπτώσεις διεθνών ανταλλαγών δεδομένων μεταξύ οργάνων και οργανισμών της Ένωσης και αρχών ανταγωνισμού, φορολογικών ή τελωνειακών αρχών, αρχών χρηματοοικονομικής εποπτείας και υπηρεσιών αρμόδιων για θέματα κοινωνικής ασφάλισης ή δημόσιας υγείας, λόγου χάρη σε περίπτωση ιχνηλάτησης επαφών για τη διαπίστωση μολυσματικών νόσων ή με σκοπό τον περιορισμό και/ή την εξάλειψη της φαρμακοδιέγερσης (ντόπινγκ) στον αθλητισμό. Η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει επίσης να θεωρείται σύννομη όταν είναι αναγκαία για την προστασία συμφέροντος που είναι ουσιώδες για τα ζωτικά συμφέροντα του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου προσώπου, μεταξύ άλλων για τη σωματική ακεραιότητα ή τη ζωή, εάν το υποκείμενο των δεδομένων δεν είναι σε θέση να δώσει συγκατάθεση. Ελλείψει απόφασης περί επάρκειας, το δίκαιο της Ένωσης μπορεί, για σοβαρούς λόγους δημόσιου συμφέροντος, να προβλέπει ρητώς περιορισμούς στη διαβίβαση ειδικών κατηγοριών δεδομένων σε τρίτη χώρα ή σε διεθνή οργανισμό. Οποιαδήποτε διαβίβαση σε διεθνή ανθρωπιστικό οργανισμό δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα υποκειμένου που δεν έχει τη φυσική ή νομική ικανότητα να παράσχει τη συγκατάθεσή του, η οποία γίνεται με σκοπό να εκπληρωθεί καθήκον σύμφωνα με τις συμβάσεις της Γενεύης ή με σκοπό τη συμμόρφωση προς το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο σε ένοπλες συγκρούσεις, θα μπορούσε να θεωρηθεί αναγκαία για σοβαρό λόγο δημοσίου συμφέροντος ή επειδή αποσκοπεί σε ζωτικό συμφέρον του υποκειμένου των δεδομένων.

(70)

Σε κάθε περίπτωση, αν η Επιτροπή δεν έλαβε απόφαση επάρκειας για το επίπεδο προστασίας των δεδομένων σε τρίτη χώρα, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία θα πρέπει να βρίσκουν λύσεις οι οποίες να παρέχουν στα υποκείμενα των δεδομένων αποτελεσματικά και νομικώς ισχυρά δικαιώματα όσον αφορά την επεξεργασία των δεδομένων τους στην Ένωση μετά τη διαβίβαση των εν λόγω δεδομένων, ώστε να συνεχίζουν να επωφελούνται των θεμελιωδών δικαιωμάτων και εγγυήσεων.

(71)

Η διασυνοριακή διακίνηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εκτός της Ένωσης θέτει ενδεχομένως σε μεγαλύτερο κίνδυνο την ικανότητα των φυσικών προσώπων να ασκούν δικαιώματα προστασίας των δεδομένων, ιδίως για να προστατεύονται έναντι της παράνομης χρήσης ή κοινολόγησης των συγκεκριμένων πληροφοριών. Ταυτόχρονα, οι εθνικές εποπτικές αρχές και ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων μπορεί να μην είναι σε θέση να δώσουν συνέχεια σε καταγγελίες ή να διενεργήσουν έρευνες σχετικά με δραστηριότητες εκτός της δικαιοδοσίας τους. Οι προσπάθειές τους να συνεργασθούν σε διασυνοριακό πλαίσιο μπορεί επίσης να παρεμποδίζονται από ανεπαρκείς εξουσίες πρόληψης ή αποκατάστασης, από αντιφατικά νομικά καθεστώτα και από πρακτικά εμπόδια, όπως η απουσία πόρων. Θα πρέπει, επομένως, να προωθηθεί η στενότερη συνεργασία ανάμεσα στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων και τις εθνικές εποπτικές αρχές, ώστε να διευκολύνεται η ανταλλαγή πληροφοριών με τους διεθνείς ομολόγους τους.

(72)

Η σύσταση με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, στον οποίο ανατίθεται η εξουσία να εκτελεί τα καθήκοντά του και να ασκεί τις εξουσίες του με πλήρη ανεξαρτησία, είναι ουσιώδης συνιστώσα της προστασίας των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ενισχύει και να αποσαφηνίζει περαιτέρω τον ρόλο και την ανεξαρτησία του. Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων θα πρέπει να είναι πρόσωπο που παρέχει εχέγγυα ανεξαρτησίας και που διαθέτει αξιόλογη εμπειρία και τις ικανότητες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, επειδή έχει, επί παραδείγματι, συμμετάσχει σε μία από τις εποπτικές αρχές που συγκροτήθηκαν δυνάμει του άρθρου 51 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679.

(73)

Για να διασφαλιστεί ομοιόμορφη παρακολούθηση και επιβολή των κανόνων προστασίας των δεδομένων σε ολόκληρη την Ένωση, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων θα πρέπει να έχει τα ίδια καθήκοντα και τις ίδιες αποτελεσματικές εξουσίες με τις εθνικές εποπτικές αρχές, μεταξύ των οποίων εξουσίες διερεύνησης, διορθωτικές εξουσίες και εξουσίες επιβολής κυρώσεων, καθώς και αδειοδοτικές και συμβουλευτικές εξουσίες, ιδίως στην περίπτωση καταγγελιών εκ μέρους φυσικών προσώπων, εξουσίες να παραπέμπει παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος κανονισμού στο Δικαστήριο και εξουσίες να παίρνει μέρος σε νομικές διαδικασίες σύμφωνα με το πρωτογενές δίκαιο. Οι εν λόγω εξουσίες θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνουν την εξουσία επιβολής προσωρινού ή οριστικού περιορισμού της επεξεργασίας, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσής της. Για να αποφεύγονται περιττά έξοδα και υπέρμετρες επιβαρύνσεις για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα που μπορεί ενδεχομένως να επηρεαστούν δυσμενώς, κάθε μέτρο του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων θα πρέπει να είναι κατάλληλο, αναγκαίο και αναλογικό ώστε να διασφαλίζει συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις περιστάσεις κάθε ατομικής περίπτωσης και να σέβεται το δικαίωμα ακρόασης κάθε προσώπου προτού ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του. Κάθε νομικά δεσμευτικό μέτρο του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων θα πρέπει να εκδίδεται γραπτώς, να είναι σαφές και απερίφραστο, να αναφέρει την ημερομηνία έκδοσής του, να φέρει την υπογραφή του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, και να αναφέρει τους λόγους για τη λήψη του μέτρου και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής.

(74)

Η εποπτική αρμοδιότητα του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων δεν θα πρέπει να καλύπτει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από το Δικαστήριο, όταν αυτό ενεργεί υπό τη δικαιοδοτική του ιδιότητα, ώστε να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία του Δικαστηρίου κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών του καθηκόντων, περιλαμβανομένης της λήψης αποφάσεων. Για τις εν λόγω πράξεις επεξεργασίας, το Δικαστήριο θα πρέπει να εξασφαλίζει ανεξάρτητο έλεγχο, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 του Χάρτη, για παράδειγμα μέσω εσωτερικού μηχανισμού.

(75)

Οι αποφάσεις του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σχετικά με εξαιρέσεις, εγγυήσεις, άδειες και όρους που αφορούν πράξεις επεξεργασίας δεδομένων, όπως ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να δημοσιεύονται στην έκθεση δραστηριοτήτων. Ανεξάρτητα από την ετήσια δημοσίευση έκθεσης δραστηριοτήτων, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων μπορεί να δημοσιεύει εκθέσεις για ειδικά θέματα.

(76)

Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων οφείλει να ενεργεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9).

(77)

Οι εθνικές εποπτικές αρχές παρακολουθούν την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και συμβάλλουν στη συνεπή εφαρμογή του σε ολόκληρη την Ένωση, προκειμένου να προστατεύονται τα φυσικά πρόσωπα έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα και να διευκολύνεται η ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην εσωτερική αγορά. Για να ενισχυθεί η συνεκτικότητα της εφαρμογής των κανόνων προστασίας των δεδομένων που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη και των κανόνων προστασίας των δεδομένων που εφαρμόζουν τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων θα πρέπει να συνεργάζεται αποτελεσματικά με τις εθνικές εποπτικές αρχές.

(78)

Σε ορισμένες περιπτώσεις, το δίκαιο της Ένωσης προβλέπει ένα πρότυπο συντονισμένης εποπτείας την οποία ασκούν από κοινού ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων και οι εθνικές εποπτικές αρχές. Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων είναι επίσης η εποπτική αρχή της Ευρωπόλ και για αυτούς τους σκοπούς έχει εφαρμοστεί συγκεκριμένο πρότυπο συνεργασίας με τις εθνικές εποπτικές αρχές μέσω συμβουλίου συνεργασίας που έχει συμβουλευτικά καθήκοντα. Για να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της εποπτείας και της επιβολής ουσιαστικών κανόνων προστασίας των δεδομένων, θα πρέπει να θεσπιστεί ένα ενιαίο, συνεκτικό πρότυπο συντονισμένης εποπτείας σε επίπεδο Ένωσης. Η Επιτροπή θα πρέπει επομένως να εκδίδει νομοθετικές προτάσεις, όπου ενδείκνυται, για την τροποποίηση νομικών πράξεων της Ένωσης που θεσπίζουν πρότυπο συντονισμένης εποπτείας, με γνώμονα την ευθυγράμμισή τους με το πρότυπο συντονισμένης εποπτείας του παρόντος κανονισμού. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων θα πρέπει να λειτουργήσει ως ενιαίο φόρουμ για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της συντονισμένης εποπτείας γενικότερα.

(79)

Κάθε υποκείμενο δεδομένων θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να υποβάλει καταγγελία στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων και το δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου σύμφωνα με τις Συνθήκες, εφόσον θεωρεί ότι παραβιάζονται τα δικαιώματά του βάσει του παρόντος κανονισμού ή όταν ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων δεν δίνει συνέχεια σε καταγγελία, απορρίπτει εν όλω ή εν μέρει ή κρίνει απαράδεκτη καταγγελία ή δεν ενεργεί ενώ οφείλει να ενεργήσει για να προστατεύσει τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων. Η διερεύνηση καταγγελίας θα πρέπει να διενεργείται, με την επιφύλαξη δικαστικού ελέγχου, στον βαθμό που ενδείκνυται στην εκάστοτε περίπτωση. Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων θα πρέπει να ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων σχετικά με την πρόοδο και την έκβαση της καταγγελίας εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Εάν η υπόθεση απαιτεί περαιτέρω συντονισμό με εθνική εποπτική αρχή, θα πρέπει να παρέχεται ενδιάμεση ενημέρωση στο υποκείμενο των δεδομένων. Προκειμένου να διευκολύνει την υποβολή καταγγελιών, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων θα πρέπει να λαμβάνει μέτρα όπως η παροχή εντύπου υποβολής καταγγελίας, το οποίο να μπορεί να συμπληρωθεί και ηλεκτρονικά, χωρίς να αποκλείονται άλλοι τρόποι επικοινωνίας.

(80)

Κάθε πρόσωπο το οποίο υπέστη υλική ή μη υλική ζημία ως αποτέλεσμα παραβίασης του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να δικαιούται αποζημίωση από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία για τη ζημία που υπέστη, με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που προβλέπονται στις Συνθήκες.

(81)

Για να ενισχυθεί ο εποπτικός ρόλος του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων και η αποτελεσματική επιβολή του παρόντος κανονισμού, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων θα πρέπει, ως κύρωση έσχατης ανάγκης, να έχει την εξουσία να επιβάλλει διοικητικά πρόστιμα. Τα πρόστιμα θα πρέπει να αποσκοπούν στην επιβολή κυρώσεων στο όργανο ή τον οργανισμό της Ένωσης –και όχι σε φυσικά πρόσωπα– για μη συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό, με γνώμονα την αποτροπή μελλοντικών παραβιάσεων του παρόντος κανονισμού και την καλλιέργεια νοοτροπίας προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εντός των οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να υποδεικνύει τις παραβιάσεις που υπόκεινται σε διοικητικά πρόστιμα καθώς και τα ανώτατα όρια και τα κριτήρια για τον καθορισμό των σχετικών προστίμων. Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων θα πρέπει να καθορίζει το ύψος των προστίμων σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις συναφείς περιστάσεις της συγκεκριμένης κατάστασης, με τη δέουσα προσοχή στη φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης, στις συνέπειές της και τα μέτρα που λήφθηκαν για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό και για την πρόληψη ή τον μετριασμό των συνεπειών της παράβασης. Κατά την επιβολή διοικητικού προστίμου σε όργανο ή οργανισμό της Ένωσης, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων θα πρέπει να εξετάζει την αναλογικότητα του ύψους του προστίμου. Η διοικητική διαδικασία για την επιβολή προστίμων σε όργανα και οργανισμούς της Ένωσης θα πρέπει να σέβεται τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, όπως ερμηνεύονται από το Δικαστήριο.

(82)

Όταν υποκείμενο δεδομένων θεωρεί ότι παραβιάζονται τα δικαιώματά του βάσει του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να αναθέσει σε μη κερδοσκοπικό φορέα, οργανισμό ή οργάνωση που έχει συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους, διαθέτει καταστατικούς σκοπούς που είναι προς το δημόσιο συμφέρον και δραστηριοποιείται στον τομέα της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να υποβάλει καταγγελία εξ ονόματός του στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων. Ο εν λόγω φορέας, οργανισμός ή οργάνωση θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να ασκεί το δικαίωμα δικαστικής προσφυγής για λογαριασμό των υποκειμένων των δεδομένων ή το δικαίωμα να λαμβάνει αποζημίωση για λογαριασμό των υποκειμένων των δεδομένων.

(83)

Υπάλληλος ή άλλο μέλος του προσωπικού της Ένωσης που δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει βάσει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να υπόκειται σε πειθαρχική ή άλλη κύρωση, σύμφωνα με τις διατάξεις και τις διαδικασίες του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ένωσης, όπως καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου (10) («κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης»).

(84)

Για τη διασφάλιση ομοιόμορφων προϋποθέσεων εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκηθούν σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11). Η διαδικασία εξέτασης θα πρέπει να εφαρμόζεται για την έγκριση τυποποιημένων συμβατικών ρητρών μεταξύ υπευθύνων επεξεργασίας και εκτελούντων επεξεργασία, καθώς και μεταξύ εκτελούντων επεξεργασία, για την έγκριση καταλόγου πράξεων επεξεργασίας για τις οποίες απαιτείται προηγούμενη διαβούλευση με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων των υπευθύνων επεξεργασίας που προβαίνουν στην επεξεργασία προσωπικών δεδομένων για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον, και για την έγκριση τυποποιημένων συμβατικών ρητρών που παρέχουν κατάλληλες εγγυήσεις για διεθνείς διαβιβάσεις.

(85)

Θα πρέπει να προστατεύονται οι εμπιστευτικές πληροφορίες που συλλέγουν οι ενωσιακές και εθνικές στατιστικές υπηρεσίες για την κατάρτιση επίσημων ευρωπαϊκών και εθνικών στατιστικών. Οι ευρωπαϊκές στατιστικές θα πρέπει να αναπτύσσονται, να εκπονούνται και να διαδίδονται σύμφωνα με τις στατιστικές αρχές που θεσπίζονται στο άρθρο 338 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12) παρέχει περαιτέρω διευκρινίσεις περί του στατιστικού απορρήτου για τις ευρωπαϊκές στατιστικές.

(86)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και η απόφαση αριθ. 1247/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (13) θα πρέπει να καταργηθούν. Οι παραπομπές στον καταργηθέντα κανονισμό και στην καταργηθείσα απόφαση θα πρέπει να νοούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό.

(87)

Για να διαφυλαχθεί η πλήρης ανεξαρτησία των μελών της ανεξάρτητης εποπτικής αρχής, οι θητείες του νυν Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων και του νυν αναπληρωτή Επόπτη δεν θα πρέπει να επηρεαστούν από τον παρόντα κανονισμό. Ο νυν αναπληρωτής Επόπτης θα πρέπει να παραμείνει στη θέση του μέχρι τη λήξη της θητείας του, εκτός εάν συντρέξει κάποια από τις προϋποθέσεις πρόωρης λήξης της θητείας του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Οι συναφείς διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να ισχύουν για τον αναπληρωτή Επόπτη μέχρι τη λήξη της θητείας του.

(88)

Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, είναι αναγκαίο και πρόσφορο για την επίτευξη του βασικού στόχου της διασφάλισης ισοδύναμου επιπέδου προστασίας των φυσικών προσώπων όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ελεύθερης κυκλοφορίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε ολόκληρη την Ένωση να θεσπιστούν κανόνες για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης. Ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 4 ΣΕΕ.

(89)

Ζητήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, ο οποίος και γνωμοδότησε στις 15 Μαρτίου 2017 (14),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και στόχοι

1.   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κανόνες που αφορούν την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και κανόνες που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ των εν λόγω οργάνων και οργανισμών ή προς άλλους αποδέκτες εγκατεστημένους στην Ένωση.

2.   Ο παρών κανονισμός προστατεύει θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες των φυσικών προσώπων και ειδικότερα το δικαίωμά τους στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

3.   Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων ελέγχει την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κανονισμού σε κάθε πράξη επεξεργασίας δεδομένων που πραγματοποιείται από όργανο ή οργανισμό της Ένωσης.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από όλα τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης.

2.   Μόνο το άρθρο 3 και το κεφάλαιο IX του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται στην επεξεργασία επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης κατά την άσκηση δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του τρίτου μέρους τίτλος V κεφάλαιο 4 ή κεφάλαιο 5 ΣΛΕΕ.

3.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Ευρωπόλ και την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, ενόσω ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/794 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15), και ο κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου (16), δεν έχουν προσαρμοστεί σύμφωνα με το άρθρο 98 του παρόντος κανονισμού.

4.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αποστολές που αναφέρονται στο άρθρο 42 παράγραφος 1, στο άρθρο 43 και στο άρθρο 44 ΣΕΕ.

5.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στην, εν όλω ή εν μέρει, αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία τέτοιων δεδομένων τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε σύστημα αρχειοθέτησης.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα»: κάθε πληροφορία που αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο («υποκείμενο των δεδομένων»)· το ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο είναι εκείνο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως μέσω αναφοράς σε αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας, όπως όνομα, σε αριθμό ταυτότητας, σε δεδομένα θέσης, σε επιγραμμικό αναγνωριστικό ταυτότητας, ή σε έναν ή περισσότερους παράγοντες που προσιδιάζουν στη σωματική, φυσιολογική, γενετική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική ταυτότητα του εν λόγω φυσικού προσώπου,

2)

«επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα»: τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία από τα όργανα ή τους οργανισμούς της Ένωσης που ασκούν δραστηριότητες οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του τρίτου μέρους τίτλος V κεφάλαιο 4 ή κεφάλαιο 5 ΣΛΕΕ ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι και τα καθήκοντα που ορίζονται στις ιδρυτικές νομοθετικές πράξεις των εν λόγω οργάνων ή οργανισμών,

3)

«επεξεργασία»: κάθε πράξη ή σειρά πράξεων που πραγματοποιείται με ή χωρίς τη χρήση αυτοματοποιημένων μέσων, σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή σε σύνολα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διάρθρωση, η αποθήκευση, η προσαρμογή ή η μεταβολή, η ανάκτηση, η αναζήτηση πληροφοριών, η χρήση, η κοινολόγηση με διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλη μορφή διάθεσης, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, ο περιορισμός, η διαγραφή ή η καταστροφή,

4)

«περιορισμός της επεξεργασίας»: η επισήμανση αποθηκευμένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με στόχο τον περιορισμό της επεξεργασίας τους στο μέλλον,

5)

«κατάρτιση προφίλ»: κάθε μορφή αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συνίσταται στη χρήση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την αξιολόγηση ορισμένων προσωπικών πτυχών ενός φυσικού προσώπου, ιδίως για την ανάλυση ή την πρόβλεψη πτυχών που αφορούν την απόδοση στην εργασία, την οικονομική κατάσταση, την υγεία, τις προσωπικές προτιμήσεις, τα ενδιαφέροντα, την αξιοπιστία, τη συμπεριφορά, τη θέση ή τις μετακινήσεις του εν λόγω φυσικού προσώπου,

6)

«ψευδωνυμοποίηση»: η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά τρόπο ώστε τα δεδομένα να μην μπορούν πλέον να αποδοθούν σε συγκεκριμένο υποκείμενο των δεδομένων χωρίς τη χρήση συμπληρωματικών πληροφοριών, εφόσον οι εν λόγω συμπληρωματικές πληροφορίες διατηρούνται χωριστά και υπόκεινται σε τεχνικά και οργανωτικά μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν μπορούν να αποδοθούν σε ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο,

7)

«σύστημα αρχειοθέτησης»: κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία είναι προσβάσιμα με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, είτε το σύνολο αυτό είναι συγκεντρωμένο είτε αποκεντρωμένο είτε κατανεμημένο σε λειτουργική ή γεωγραφική βάση,

8)

«υπεύθυνος επεξεργασίας»: το όργανο ή ο οργανισμός της Ένωσης ή η Γενική Διεύθυνση ή οποιαδήποτε άλλη διοικητική ενότητα που, αυτοτελώς ή από κοινού με άλλους, καθορίζει τους στόχους και τον τρόπο της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα· όταν οι στόχοι και ο τρόπος της εν λόγω επεξεργασίας καθορίζονται σε ειδική πράξη της Ένωσης, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια για τον διορισμό του μπορεί να προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης,

9)

«υπεύθυνοι επεξεργασίας που δεν είναι όργανα και οργανισμοί της Ένωσης»: οι υπεύθυνοι επεξεργασίας κατά την έννοια του άρθρου 4 σημείο 7) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και οι υπεύθυνοι επεξεργασίας κατά την έννοια του άρθρου 3 σημείο 8) της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680,

10)

«όργανα και οργανισμοί της Ένωσης»: τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης που έχουν ιδρυθεί δυνάμει ή επί τη βάσει της ΣΕΕ, της ΣΛΕΕ ή της Συνθήκης Ευρατόμ,

11)

«αρμόδια αρχή»: κάθε δημόσια αρχή αρμόδια στα κράτη μέλη για την πρόληψη, τη διερεύνηση, την ανίχνευση ή τη δίωξη ποινικών αδικημάτων ή την εκτέλεση ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους,

12)

«εκτελών την επεξεργασία»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή, η υπηρεσία ή άλλος φορέας που επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό του υπευθύνου επεξεργασίας,

13)

«αποδέκτης»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή, η υπηρεσία ή άλλος φορέας, προς τα οποία κοινολογούνται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, είτε πρόκειται για τρίτον είτε όχι. Ωστόσο, οι δημόσιες αρχές που ενδέχεται να λάβουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο συγκεκριμένης έρευνας σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους δεν θεωρούνται ως αποδέκτες· η επεξεργασία των δεδομένων αυτών από τις εν λόγω δημόσιες αρχές πραγματοποιείται σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες προστασίας δεδομένων ανάλογα με τους σκοπούς της επεξεργασίας,

14)

«τρίτος»: οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή, υπηρεσία ή φορέας, με εξαίρεση το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας, τον εκτελούντα την επεξεργασία και τα πρόσωπα τα οποία, υπό την άμεση εποπτεία του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία, είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα,

15)

«συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων»: κάθε ένδειξη βουλήσεως, ελεύθερη, συγκεκριμένη, ρητή και εν πλήρει επιγνώσει, με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων εκδηλώνει ότι συμφωνεί, με δήλωση ή με σαφή θετική ενέργεια, να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν,

16)

«παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα»: η παραβίαση της ασφάλειας που οδηγεί σε τυχαία ή παράνομη καταστροφή, απώλεια ή μεταβολή, άνευ αδείας κοινολόγηση ή προσπέλαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διαβιβάστηκαν, αποθηκεύτηκαν ή άλλως υπέστησαν επεξεργασία,

17)

«γενετικά δεδομένα»: τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν τα γενετικά χαρακτηριστικά φυσικού προσώπου που κληρονομήθηκαν ή αποκτήθηκαν, όπως προκύπτουν, ιδίως, από ανάλυση βιολογικού δείγματος του εν λόγω φυσικού προσώπου και τα οποία παρέχουν μοναδικές πληροφορίες σχετικά με τη φυσιολογία ή την υγεία του εν λόγω φυσικού προσώπου,

18)

«βιομετρικά δεδομένα»: δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία προκύπτουν από ειδική τεχνική επεξεργασία συνδεόμενη με φυσικά, βιολογικά ή συμπεριφορικά χαρακτηριστικά φυσικού προσώπου και τα οποία επιτρέπουν ή επιβεβαιώνουν την αδιαμφισβήτητη ταυτοποίηση του εν λόγω φυσικού προσώπου, όπως εικόνες προσώπου ή δακτυλοσκοπικά δεδομένα,

19)

«δεδομένα που αφορούν την υγεία»: δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία σχετίζονται με τη σωματική ή ψυχική υγεία ενός φυσικού προσώπου, περιλαμβανομένης της παροχής υπηρεσιών υγειονομικής φροντίδας, και τα οποία αποκαλύπτουν πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση της υγείας του,

20)

«υπηρεσία της κοινωνίας των πληροφοριών»: υπηρεσία κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17),

21)

«διεθνής οργανισμός»: ο οργανισμός και οι υπαγόμενοι σε αυτόν φορείς δημοσίου διεθνούς δικαίου ή κάθε άλλος φορέας ο οποίος έχει ιδρυθεί δυνάμει ή επί τη βάσει συμφωνίας μεταξύ δύο ή περισσοτέρων χωρών,

22)

«εθνική εποπτική αρχή»: η ανεξάρτητη δημόσια αρχή που συγκροτείται από κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 51 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 ή σύμφωνα με το άρθρο 41 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680,

23)

«χρήστης»: κάθε φυσικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί δίκτυο ή εξοπλισμό τερματικών που λειτουργεί υπό τον έλεγχο οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης,

24)

«κατάλογος»: διαθέσιμος στο κοινό κατάλογος χρηστών ή εσωτερικός κατάλογος χρηστών διαθέσιμος εντός οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης ή χρησιμοποιούμενος από κοινού από όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή,

25)

«δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών»: σύστημα μετάδοσης, ανεξαρτήτως του αν βασίζεται σε μόνιμη υποδομή ή κεντρική διοικητική ικανότητα και, κατά περίπτωση, ο εξοπλισμός μεταγωγής ή δρομολόγησης και οι λοιποί πόροι, περιλαμβανομένων μη ενεργών στοιχείων δικτύου, που επιτρέπουν τη μεταφορά σημάτων με χρήση καλωδίου, ραδιοσημάτων, οπτικού ή άλλου ηλεκτρομαγνητικού μέσου, περιλαμβανομένων των δορυφορικών δικτύων, των σταθερών δικτύων (μεταγωγής δεδομένων μέσω κυκλωμάτων και πακετομεταγωγής, περιλαμβανομένου του διαδικτύου) και των κινητών επίγειων δικτύων, των συστημάτων ηλεκτρικών καλωδίων, εφόσον χρησιμοποιούνται για τη μετάδοση σημάτων, των δικτύων που χρησιμοποιούνται για ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, καθώς και των δικτύων καλωδιακής τηλεόρασης, ανεξάρτητα από το είδος των μεταφερόμενων πληροφοριών,

26)

«εξοπλισμός τερματικών»: ο εξοπλισμός τερματικών κατά την έννοια του άρθρου 1 σημείο 1) της οδηγίας 2008/63/ΕΚ της Επιτροπής (18).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Άρθρο 4

Αρχές που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1.   Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα:

α)

υποβάλλονται σε σύννομη και θεμιτή επεξεργασία με διαφανή τρόπο σε σχέση με το υποκείμενο των δεδομένων («νομιμότητα, αντικειμενικότητα και διαφάνεια»)·

β)

συλλέγονται για καθορισμένους, ρητούς και νόμιμους σκοπούς και δεν υποβάλλονται σε περαιτέρω επεξεργασία κατά τρόπο ασύμβατο προς τους σκοπούς αυτούς· η περαιτέρω επεξεργασία για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον ή σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή στατιστικούς σκοπούς δεν θεωρείται ασύμβατη με τους αρχικούς σκοπούς σύμφωνα με το άρθρο 13 («περιορισμός του σκοπού»)·

γ)

είναι κατάλληλα, συναφή και περιορίζονται στο αναγκαίο για τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία («ελαχιστοποίηση των δεδομένων»)·

δ)

είναι ακριβή και, όταν είναι αναγκαίο, επικαιροποιούνται· πρέπει να λαμβάνονται όλα τα εύλογα μέτρα ώστε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία είναι ανακριβή, σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία, να διαγράφονται ή να διορθώνονται χωρίς καθυστέρηση («ακρίβεια»)·

ε)

διατηρούνται υπό μορφή που επιτρέπει την ταυτοποίηση των υποκειμένων των δεδομένων μόνο για το διάστημα που απαιτείται για τους σκοπούς της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα· τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να αποθηκεύονται για μεγαλύτερα διαστήματα, εφόσον τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα υποβάλλονται σε επεξεργασία μόνο για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, για σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή για στατιστικούς σκοπούς, σύμφωνα με το άρθρο 13 και εφόσον εφαρμόζονται τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα που απαιτεί ο παρών κανονισμός για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών του υποκειμένου των δεδομένων («περιορισμός της περιόδου αποθήκευσης»)·

στ)

υποβάλλονται σε επεξεργασία κατά τρόπο που εγγυάται την ενδεδειγμένη ασφάλεια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ άλλων την προστασία τους από μη εξουσιοδοτημένη ή παράνομη επεξεργασία και τυχαία απώλεια, καταστροφή ή φθορά, με τη χρησιμοποίηση κατάλληλων τεχνικών ή οργανωτικών μέτρων («ακεραιότητα και εμπιστευτικότητα»).

2.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας φέρει την ευθύνη και είναι σε θέση να αποδείξει τη συμμόρφωση με την παράγραφο 1 («λογοδοσία»).

Άρθρο 5

Νομιμότητα της επεξεργασίας

1.   Η επεξεργασία είναι σύννομη μόνο εάν και εφόσον ισχύει τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στο όργανο ή τον οργανισμό της Ένωσης,

β)

η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη συμμόρφωση με έννομη υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας,

γ)

η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκτέλεση σύμβασης της οποίας το υποκείμενο των δεδομένων είναι συμβαλλόμενο μέρος ή για να ληφθούν μέτρα κατ’ αίτηση του υποκειμένου των δεδομένων πριν από τη σύναψη σύμβασης,

δ)

το υποκείμενο των δεδομένων έχει συναινέσει στην επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του για έναν ή περισσότερους συγκεκριμένους σκοπούς,

ε)

η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη ζωτικού συμφέροντος του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου φυσικού προσώπου.

2.   Η βάση για την επεξεργασία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) ορίζεται στο δίκαιο της Ένωσης.

Άρθρο 6

Επεξεργασία για άλλο συμβατό σκοπό

Όταν η επεξεργασία για σκοπό άλλο από αυτόν για τον οποίο έχουν συλλεχθεί τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν βασίζεται στη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων ή στο δίκαιο της Ένωσης το οποίο αποτελεί αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διασφάλιση των σκοπών που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 1, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά πόσο η επεξεργασία για άλλο σκοπό είναι συμβατή με τον σκοπό για τον οποίο συλλέγονται αρχικώς τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων:

α)

τυχόν σχέση μεταξύ των σκοπών για τους οποίους έχουν συλλεχθεί τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και των σκοπών της επιδιωκόμενης περαιτέρω επεξεργασίας,

β)

το πλαίσιο εντός του οποίου συλλέχθηκαν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των υποκειμένων των δεδομένων και του υπεύθυνου επεξεργασίας,

γ)

τη φύση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως για τις ειδικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία, σύμφωνα με το άρθρο 10, ή κατά πόσο δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που σχετίζονται με ποινικές καταδίκες και αδικήματα υποβάλλονται σε επεξεργασία, σύμφωνα με το άρθρο 11,

δ)

τις πιθανές συνέπειες της επιδιωκόμενης περαιτέρω επεξεργασίας για τα υποκείμενα των δεδομένων,

ε)

την ύπαρξη κατάλληλων εγγυήσεων, που μπορεί να περιλαμβάνουν κρυπτογράφηση ή ψευδωνυμοποίηση.

Άρθρο 7

Προϋποθέσεις για συγκατάθεση

1.   Όταν η επεξεργασία βασίζεται σε συγκατάθεση, ο υπεύθυνος επεξεργασίας είναι σε θέση να αποδείξει ότι το υποκείμενο των δεδομένων συγκατατέθηκε για την επεξεργασία των δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα.

2.   Εάν η συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων παρέχεται στο πλαίσιο γραπτής δήλωσης η οποία αφορά και άλλα θέματα, το αίτημα για συγκατάθεση υποβάλλεται κατά τρόπο ώστε να είναι σαφώς διακριτό από τα άλλα θέματα, σε κατανοητή και εύκολα προσβάσιμη μορφή, χρησιμοποιώντας σαφή και απλή διατύπωση. Κάθε τμήμα της δήλωσης αυτής το οποίο συνιστά παράβαση του παρόντος κανονισμού δεν είναι δεσμευτικό.

3.   Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να ανακαλέσει τη συγκατάθεσή του ανά πάσα στιγμή. Η ανάκληση της συγκατάθεσης δεν θίγει τη νομιμότητα της επεξεργασίας που βασίστηκε στη συγκατάθεση προ της ανάκλησής της. Πριν από την παροχή της συγκατάθεσης, το υποκείμενο των δεδομένων ενημερώνεται σχετικά. Η ανάκληση της συγκατάθεσης είναι εξίσου εύκολη με την παροχή της.

4.   Κατά την εκτίμηση κατά πόσο η συγκατάθεση δίνεται ελεύθερα, λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψη κατά πόσο, μεταξύ άλλων, για την εκτέλεση σύμβασης, συμπεριλαμβανομένης της παροχής μιας υπηρεσίας, τίθεται ως προϋπόθεση η συγκατάθεση στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που δεν είναι αναγκαία για την εκτέλεση της εν λόγω σύμβασης.

Άρθρο 8

Προϋποθέσεις που ισχύουν για τη συγκατάθεση ενός παιδιού σε σχέση με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών

1.   Όταν εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο δ), σε σχέση με την προσφορά υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών απευθείας σε παιδί, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα παιδιού είναι σύννομη εάν το παιδί είναι τουλάχιστον 13 χρονών. Εάν το παιδί είναι ηλικίας κάτω των 13 ετών, η επεξεργασία αυτή είναι σύννομη μόνο εάν και στον βαθμό που η εν λόγω συγκατάθεση παρέχεται ή εγκρίνεται από το πρόσωπο που έχει τη γονική μέριμνα του παιδιού.

2.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας καταβάλλει εύλογες προσπάθειες για να επαληθεύσει στις περιπτώσεις αυτές ότι η συγκατάθεση παρέχεται ή εγκρίνεται από το πρόσωπο που έχει τη γονική μέριμνα του παιδιού, λαμβάνοντας υπόψη τη διαθέσιμη τεχνολογία.

3.   Η παράγραφος 1 δεν επηρεάζει το γενικό ενοχικό δίκαιο των κρατών μελών, όπως τους κανόνες περί ισχύος, κατάρτισης ή συνεπειών μιας σύμβασης σε σχέση με παιδί.

Άρθρο 9

Διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς εγκατεστημένους στην Ένωση αποδέκτες που δεν είναι όργανα και οργανισμοί της Ένωσης,

1.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 4 έως 6 και του άρθρου 10, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαβιβάζονται σε εγκατεστημένους στην Ένωση αποδέκτες που δεν είναι όργανα και οργανισμοί της Ένωσης, μόνο εάν:

α)

ο αποδέκτης αποδεικνύει την αναγκαιότητα των δεδομένων για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον αποδέκτη ή

β)

ο αποδέκτης αποδεικνύει ότι είναι αναγκαία η διαβίβαση δεδομένων για συγκεκριμένο σκοπό δημοσίου συμφέροντος και ο υπεύθυνος επεξεργασίας, όταν υπάρχει λόγος να υποτεθεί ότι τα έννομα συμφέροντα του υποκειμένου των δεδομένων μπορεί να θιγούν, διαπιστώνει ότι συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας να διαβιβάσει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για τον συγκεκριμένο αυτό σκοπό, αφού προηγουμένως έχει αποδεδειγμένα προβεί σε στάθμιση των διαφόρων αντιτιθέμενων συμφερόντων.

2.   Όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας προβαίνει στη διαβίβαση βάσει του παρόντος άρθρου, αποδεικνύει ότι η διαβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι αναγκαία και αναλογική για τους σκοπούς της διαβίβασης, εφαρμόζοντας τα κριτήρια που προβλέπονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) ή β).

3.   Τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης μεριμνούν ώστε το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα να είναι συμβατό με το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης.

Άρθρο 10

Επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1.   Απαγορεύεται η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αποκαλύπτουν τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις ή τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, καθώς και η επεξεργασία γενετικών δεδομένων, βιομετρικών δεδομένων με σκοπό την αδιαμφισβήτητη ταυτοποίηση προσώπου, δεδομένων που αφορούν την υγεία ή δεδομένων που αφορούν τη σεξουαλική ζωή φυσικού προσώπου ή τον γενετήσιο προσανατολισμό.

2.   Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

το υποκείμενο των δεδομένων έχει παράσχει ρητή συγκατάθεση για την επεξεργασία αυτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για έναν ή περισσότερους συγκεκριμένους σκοπούς, εκτός εάν το δίκαιο της Ένωσης προβλέπει ότι η απαγόρευση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν μπορεί να αρθεί από το υποκείμενο των δεδομένων,

β)

η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκτέλεση των υποχρεώσεων και την άσκηση συγκεκριμένων δικαιωμάτων του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του υποκειμένου των δεδομένων στον τομέα του εργατικού δικαίου και του δικαίου κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής προστασίας, εφόσον επιτρέπεται από το δίκαιο της Ένωσης παρέχοντας κατάλληλες εγγυήσεις για τα θεμελιώδη δικαιώματα και τα συμφέροντα του υποκειμένου των δεδομένων,

γ)

η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την προστασία των ζωτικών συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου προσώπου, εάν το υποκείμενο των δεδομένων είναι σωματικά ή νομικά ανίκανο να συγκατατεθεί,

δ)

η επεξεργασία εκτελείται, στο πλαίσιο των νόμιμων δραστηριοτήτων του και με κατάλληλες εγγυήσεις, από μη κερδοσκοπικό φορέα ο οποίος συνιστά μονάδα ενσωματωμένη σε όργανο ή οργανισμό της Ένωσης και επιδιώκει πολιτικούς, φιλοσοφικούς, θρησκευτικούς ή συνδικαλιστικούς σκοπούς, και υπό την προϋπόθεση ότι η επεξεργασία αφορά αποκλειστικά τα μέλη ή τα πρώην μέλη του εν λόγω φορέα ή πρόσωπα τα οποία έχουν τακτική επικοινωνία μαζί του σε σχέση με τους σκοπούς του, και ότι τα δεδομένα δεν κοινοποιούνται εκτός του συγκεκριμένου φορέα χωρίς τη συγκατάθεση των υποκειμένων των δεδομένων,

ε)

η επεξεργασία αφορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία έχουν προδήλως δημοσιοποιηθεί από το υποκείμενο των δεδομένων,

στ)

η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών αξιώσεων ή όταν το Δικαστήριο ενεργεί υπό τη δικαιοδοτική του ιδιότητα,

ζ)

η επεξεργασία είναι απαραίτητη για λόγους ουσιαστικού δημόσιου συμφέροντος, βάσει του δικαίου της Ένωσης, το οποίο είναι αναλογικό προς τον επιδιωκόμενο στόχο, σέβεται την ουσία του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων και προβλέπει κατάλληλα και συγκεκριμένα μέτρα για τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων,

η)

η επεξεργασία είναι απαραίτητη για σκοπούς προληπτικής ή επαγγελματικής ιατρικής, εκτίμησης της ικανότητας προς εργασία του εργαζομένου, ιατρικής διάγνωσης, παροχής υγειονομικής ή κοινωνικής περίθαλψης ή θεραπείας ή διαχείρισης υγειονομικών και κοινωνικών συστημάτων και υπηρεσιών βάσει του δικαίου της Ένωσης ή δυνάμει σύμβασης με επαγγελματία του τομέα της υγείας και με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων και των εγγυήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 3,

θ)

η επεξεργασία είναι απαραίτητη για λόγους δημόσιου συμφέροντος στον τομέα της δημόσιας υγείας, όπως η προστασία έναντι σοβαρών διασυνοριακών απειλών κατά της υγείας ή η διασφάλιση υψηλών προτύπων ποιότητας και ασφάλειας της υγειονομικής περίθαλψης και των φαρμάκων ή των ιατροτεχνολογικών προϊόντων, βάσει του δικαίου της Ένωσης, το οποίο προβλέπει κατάλληλα και συγκεκριμένα μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών του υποκειμένου των δεδομένων, ειδικότερα δε του επαγγελματικού απορρήτου, ή

ι)

η επεξεργασία είναι απαραίτητη για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, για σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή για στατιστικούς σκοπούς βάσει του δικαίου της Ένωσης, οι οποίοι είναι αναλογικοί προς τον επιδιωκόμενο στόχο, σέβονται την ουσία του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων και προβλέπουν κατάλληλα και συγκεκριμένα μέτρα για τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων.

3.   Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορεί να τύχουν επεξεργασίας για τους σκοπούς που προβλέπονται στην παράγραφο 2 στοιχείο η), όταν τα δεδομένα αυτά υποβάλλονται σε επεξεργασία από ή υπό την ευθύνη επαγγελματία που υπόκειται στην υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου βάσει του δικαίου της Ένωσης ή κράτους μέλους ή βάσει κανόνων που θεσπίζονται από αρμόδιους εθνικούς φορείς ή από άλλο πρόσωπο, το οποίο υπέχει επίσης υποχρέωση τήρησης του απορρήτου βάσει του δικαίου της Ένωσης ή κράτους μέλους ή βάσει κανόνων που θεσπίζονται από αρμόδιους εθνικούς φορείς.

Άρθρο 11

Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα

Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν ποινικές καταδίκες και αξιόποινες πράξεις ή σχετικά μέτρα ασφάλειας βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 1 διενεργείται μόνο υπό τον έλεγχο επίσημης αρχής ή εφόσον η επεξεργασία αυτή επιτρέπεται από το δίκαιο της Ένωσης, το οποίο προβλέπει κατάλληλες εγγυήσεις για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων.

Άρθρο 12

Επεξεργασία η οποία δεν απαιτεί εξακρίβωση ταυτότητας

1.   Εάν οι σκοποί για τους οποίους ο υπεύθυνος επεξεργασίας επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν απαιτούν ή δεν απαιτούν πλέον την εξακρίβωση της ταυτότητας του υποκειμένου των δεδομένων από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν υποχρεούται να διατηρεί, να αποκτά ή να επεξεργάζεται συμπληρωματικές πληροφορίες για την εξακρίβωση της ταυτότητας του υποκειμένου των δεδομένων αποκλειστικά και μόνο για τον σκοπό της συμμόρφωσης προς τον παρόντα κανονισμό.

2.   Όταν, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας μπορεί να αποδείξει ότι δεν είναι σε θέση να εξακριβώσει την ταυτότητα του υποκειμένου των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει σχετικά το υποκείμενο των δεδομένων, εάν είναι δυνατόν. Στις περιπτώσεις αυτές, τα άρθρα 17 ως 22 δεν εφαρμόζονται, εκτός εάν το υποκείμενο των δεδομένων, για τον σκοπό της άσκησης των δικαιωμάτων του που απορρέουν από τα εν λόγω άρθρα, παρέχει συμπληρωματικές πληροφορίες που επιτρέπουν την εξακρίβωση της ταυτότητάς του.

Άρθρο 13

Εγγυήσεις σχετικά με την επεξεργασία για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον ή σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή στατιστικούς σκοπούς

Η επεξεργασία για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον ή για σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή για στατιστικούς σκοπούς υπόκειται σε κατάλληλες εγγυήσεις, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, ως προς τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων. Οι εν λόγω εγγυήσεις διασφαλίζουν ότι έχουν θεσπιστεί τα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα, ιδίως για να διασφαλίζουν την τήρηση της αρχής της ελαχιστοποίησης των δεδομένων. Τα εν λόγω μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν τη χρήση ψευδωνύμων, εφόσον οι εν λόγω σκοποί μπορούν να εκπληρωθούν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Εφόσον οι εν λόγω σκοποί μπορούν να εκπληρωθούν από περαιτέρω επεξεργασία η οποία δεν επιτρέπει ή δεν επιτρέπει πλέον τον προσδιορισμό της ταυτότητας των υποκειμένων των δεδομένων, οι εν λόγω σκοποί εκπληρώνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ 1

Διαφάνεια και ρυθμίσεις

Άρθρο 14

Διαφανής ενημέρωση, ανακοίνωση και ρυθμίσεις για την άσκηση των δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων

1.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων κάθε πληροφορία που αναφέρεται στα άρθρα 15 και 16 και κάθε ανακοίνωση στο πλαίσιο των άρθρων 17 έως 24 και του άρθρου 35 σχετικά με την επεξεργασία σε συνοπτική, διαφανή, κατανοητή και εύκολα προσβάσιμη μορφή, χρησιμοποιώντας σαφή και απλή διατύπωση, ιδίως όταν πρόκειται για πληροφορία απευθυνόμενη ειδικά σε παιδιά. Οι πληροφορίες παρέχονται γραπτώς ή με άλλα μέσα, μεταξύ άλλων, εφόσον ενδείκνυται, ηλεκτρονικώς. Όταν ζητείται από το υποκείμενο των δεδομένων, οι πληροφορίες μπορούν να δίνονται προφορικά, υπό την προϋπόθεση ότι η ταυτότητα του υποκειμένου των δεδομένων είναι αποδεδειγμένη με άλλα μέσα.

2.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας διευκολύνει την άσκηση των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων που προβλέπονται στα άρθρα 17 έως 24. Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2, ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν αρνείται να ενεργήσει κατόπιν αιτήσεως του υποκειμένου των δεδομένων για να ασκήσει τα δικαιώματά του βάσει των άρθρων 17 έως 24, εκτός αν ο υπεύθυνος επεξεργασίας αποδείξει ότι δεν είναι σε θέση να εξακριβώσει την ταυτότητα του υποκειμένου των δεδομένων.

3.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων πληροφορίες για την ενέργεια που πραγματοποιείται κατόπιν αιτήματος δυνάμει των άρθρων 17 έως 24 χωρίς καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός μηνός από την παραλαβή του αιτήματος. Η εν λόγω προθεσμία μπορεί να παραταθεί κατά δύο ακόμη μήνες, εφόσον απαιτείται, λαμβανομένων υπόψη της πολυπλοκότητας του αιτήματος και του αριθμού των αιτημάτων. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων για την εν λόγω παράταση εντός μηνός από την παραλαβή του αιτήματος, καθώς και για τους λόγους της καθυστέρησης. Εάν το υποκείμενο των δεδομένων υποβάλλει το αίτημα με ηλεκτρονικά μέσα, η ενημέρωση παρέχεται, εάν είναι δυνατόν, με ηλεκτρονικά μέσα, εκτός εάν το υποκείμενο των δεδομένων ζητήσει κάτι διαφορετικό.

4.   Εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν ενεργήσει επί του αιτήματος του υποκειμένου των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων, χωρίς καθυστέρηση και το αργότερο εντός μηνός από την παραλαβή του αιτήματος, για τους λόγους για τους οποίους δεν ενήργησε και για τη δυνατότητα υποβολής καταγγελίας στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων και άσκησης δικαστικής προσφυγής.

5.   Οι πληροφορίες που παρέχονται σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16 και κάθε ανακοίνωση, καθώς και όλες οι ενέργειες που αναλαμβάνονται σύμφωνα με τα άρθρα 17 έως 24 και το άρθρο 35 παρέχονται δωρεάν. Εάν τα αιτήματα του υποκειμένου των δεδομένων είναι προδήλως αβάσιμα ή υπερβολικά, ιδίως λόγω του επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα τους, ο υπεύθυνος επεξεργασίας μπορεί να αρνηθεί να ανταποκριθεί στο αίτημα. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας φέρει το βάρος απόδειξης του προδήλως αβάσιμου ή του υπερβολικού χαρακτήρα του αιτήματος.

6.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 12, όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει εύλογες αμφιβολίες σχετικά με την ταυτότητα του φυσικού προσώπου που υποβάλλει το αίτημα που αναφέρεται στα άρθρα 17 έως 23, ο υπεύθυνος επεξεργασίας μπορεί να ζητήσει την παροχή πρόσθετων πληροφοριών αναγκαίων για την επιβεβαίωση της ταυτότητας του υποκειμένου των δεδομένων.

7.   Οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στα υποκείμενα των δεδομένων σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16 μπορούν να παρέχονται σε συνδυασμό με τυποποιημένα εικονίδια προκειμένου να δίνεται με ευδιάκριτο, κατανοητό και ευανάγνωστο τρόπο μια ουσιαστική επισκόπηση της σκοπούμενης επεξεργασίας. Εάν τα εικονίδια διατίθενται ηλεκτρονικά, είναι μηχανικώς αναγνώσιμα.

8.   Όταν η Επιτροπή εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 για τον καθορισμό των πληροφοριών που πρέπει να παρουσιάζονται με τα εικονίδια και των διαδικασιών για την παροχή τυποποιημένων εικονιδίων, τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης παρέχουν, όπου ενδείκνυται, τις πληροφορίες που προβλέπονται στα άρθρα 15 και 16 του παρόντος κανονισμού σε συνδυασμό με τα εν λόγω τυποποιημένα εικονίδια.

ΤΜΗΜΑ 2

Ενημέρωση και πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα

Άρθρο 15

Πληροφορίες που παρέχονται εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα συλλέγονται από το υποκείμενο των δεδομένων

1.   Όταν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν υποκείμενο δεδομένων συλλέγονται από το υποκείμενο των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, κατά τη λήψη των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων όλες τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

την ταυτότητα και τα στοιχεία επικοινωνίας του υπεύθυνου επεξεργασίας,

β)

τα στοιχεία επικοινωνίας του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων,

γ)

τους σκοπούς της επεξεργασίας για τους οποίους προορίζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και τη νομική βάση για την επεξεργασία,

δ)

τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εάν υπάρχουν,

ε)

κατά περίπτωση, την πρόθεση του υπεύθυνου επεξεργασίας να διαβιβάσει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό και την ύπαρξη ή την απουσία απόφασης περί επάρκειας της Επιτροπής ή, όταν πρόκειται για τις διαβιβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 48, αναφορά στις ενδεδειγμένες ή κατάλληλες εγγυήσεις και τα μέσα για να αποκτηθεί αντίγραφό τους ή στο πού διατέθηκαν.

2.   Εκτός από τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, κατά τη λήψη των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων τις εξής πρόσθετες πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τη διασφάλιση θεμιτής και διαφανούς επεξεργασίας:

α)

το χρονικό διάστημα για το οποίο θα αποθηκευτούν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή, όταν αυτό είναι αδύνατο, τα κριτήρια που καθορίζουν το εν λόγω χρονικό διάστημα,

β)

την ύπαρξη δικαιώματος υποβολής αιτήματος στον υπεύθυνο επεξεργασίας για πρόσβαση και διόρθωση ή διαγραφή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή περιορισμό της επεξεργασίας που αφορούν το υποκείμενο των δεδομένων ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, δικαιώματος εναντίωσης στην επεξεργασία, καθώς και δικαιώματος στη φορητότητα των δεδομένων,

γ)

όταν η επεξεργασία βασίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο δ) ή στο άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο α), την ύπαρξη του δικαιώματος να ανακαλέσει τη συγκατάθεσή του οποτεδήποτε, χωρίς να θιγεί η νομιμότητα της επεξεργασίας που βασίστηκε στη συγκατάθεση πριν από την ανάκλησή της,

δ)

το δικαίωμα υποβολής καταγγελίας στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων,

ε)

κατά πόσο η παροχή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αποτελεί νομική ή συμβατική υποχρέωση ή απαίτηση για τη σύναψη σύμβασης, καθώς και κατά πόσο το υποκείμενο των δεδομένων υποχρεούται να παρέχει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και ποιες ενδεχόμενες συνέπειες θα είχε η μη παροχή των δεδομένων αυτών,

στ)

την ύπαρξη αυτοματοποιημένης λήψης αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ, που αναφέρεται στο άρθρο 24 παράγραφοι 1 και 4 και, τουλάχιστον στις περιπτώσεις αυτές, σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τη λογική που ακολουθείται, καθώς και τη σημασία και τις προβλεπόμενες συνέπειες της εν λόγω επεξεργασίας για το υποκείμενο των δεδομένων.

3.   Όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας προτίθεται να επεξεργαστεί περαιτέρω τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για άλλο σκοπό από εκείνο για τον οποίο τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα συλλέχθηκαν, ο υπεύθυνος επεξεργασίας παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων, πριν από την εν λόγω περαιτέρω επεξεργασία, πληροφορίες για τον εν λόγω άλλο σκοπό και άλλες τυχόν αναγκαίες πληροφορίες, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2.

4.   Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 δεν εφαρμόζονται, όταν και εφόσον το υποκείμενο των δεδομένων έχει ήδη τις πληροφορίες.

Άρθρο 16

Πληροφορίες που παρέχονται εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν έχουν συλλεχθεί από το υποκείμενο των δεδομένων

1.   Όταν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν έχουν συλλεχθεί από το υποκείμενο των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

την ταυτότητα και τα στοιχεία επικοινωνίας του υπεύθυνου επεξεργασίας,

β)

τα στοιχεία επικοινωνίας του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων,

γ)

τους σκοπούς της επεξεργασίας για τους οποίους προορίζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και τη νομική βάση για την επεξεργασία,

δ)

τις σχετικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

ε)

τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εάν υπάρχουν,

στ)

κατά περίπτωση, την πρόθεση του υπεύθυνου επεξεργασίας να διαβιβάσει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε αποδέκτη σε τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό και την ύπαρξη ή την απουσία απόφασης περί επάρκειας της Επιτροπής ή, όταν πρόκειται για τις διαβιβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 48, αναφορά στις ενδεδειγμένες ή κατάλληλες εγγυήσεις και τα μέσα για να αποκτηθεί αντίγραφό τους ή στο πού διατέθηκαν.

2.   Εκτός από τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ο υπεύθυνος επεξεργασίας παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων τις εξής πρόσθετες πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τη διασφάλιση θεμιτής και διαφανούς επεξεργασίας όσον αφορά το υποκείμενο των δεδομένων:

α)

το χρονικό διάστημα για το οποίο θα αποθηκευτούν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή, όταν αυτό είναι αδύνατο, τα κριτήρια που καθορίζουν το εν λόγω χρονικό διάστημα,

β)

την ύπαρξη δικαιώματος υποβολής αιτήματος στον υπεύθυνο επεξεργασίας για πρόσβαση και διόρθωση ή διαγραφή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή περιορισμό της επεξεργασίας που αφορούν το υποκείμενο των δεδομένων ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, δικαιώματος εναντίωσης στην επεξεργασία, καθώς και δικαιώματος στη φορητότητα των δεδομένων,

γ)

όταν η επεξεργασία βασίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο δ) ή στο άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο α), την ύπαρξη του δικαιώματος να ανακαλέσει τη συγκατάθεσή του οποτεδήποτε, χωρίς να θιγεί η νομιμότητα της επεξεργασίας που βασίστηκε στη συγκατάθεση πριν από την ανάκλησή της,

δ)

το δικαίωμα υποβολής καταγγελίας στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων,

ε)

την πηγή από την οποία προέρχονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και, ανάλογα με την περίπτωση, εάν τα δεδομένα προήλθαν από πηγές στις οποίες έχει πρόσβαση το κοινό,

στ)

την ύπαρξη αυτοματοποιημένης λήψης αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ, που αναφέρεται στο άρθρο 24 παράγραφοι 1 και 4 και, τουλάχιστον στις περιπτώσεις αυτές, σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τη λογική που ακολουθείται, καθώς και τη σημασία και τις προβλεπόμενες συνέπειες της εν λόγω επεξεργασίας για το υποκείμενο των δεδομένων.

3.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας παρέχει τις πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2:

α)

εντός εύλογης προθεσμίας από τη συλλογή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αλλά το αργότερο εντός ενός μηνός, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες υπό τις οποίες τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υποβάλλονται σε επεξεργασία,

β)

εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για επικοινωνία με το υποκείμενο των δεδομένων, το αργότερο κατά την πρώτη επικοινωνία με το εν λόγω υποκείμενο των δεδομένων, ή

γ)

εάν προβλέπεται γνωστοποίηση σε άλλον αποδέκτη, το αργότερο όταν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα γνωστοποιούνται για πρώτη φορά.

4.   Όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας προτίθεται να επεξεργαστεί περαιτέρω τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για σκοπό άλλο από εκείνον για τον οποίο τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα συλλέχθηκαν, ο υπεύθυνος επεξεργασίας παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων, πριν από την εν λόγω περαιτέρω επεξεργασία, πληροφορίες για τον εν λόγω άλλο σκοπό και άλλες τυχόν αναγκαίες πληροφορίες, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2.

5.   Οι παράγραφοι 1 έως 4 δεν εφαρμόζονται εάν και εφόσον:

α)

το υποκείμενο των δεδομένων διαθέτει ήδη τις πληροφορίες,

β)

η παροχή τέτοιων πληροφοριών αποδεικνύεται αδύνατη ή θα συνεπαγόταν δυσανάλογη προσπάθεια, ιδίως όσον αφορά επεξεργασία για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, για σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή στατιστικούς σκοπούς ή εφόσον η υποχρέωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου είναι πιθανόν να καταστήσει αδύνατη ή να βλάψει σε μεγάλο βαθμό την επίτευξη των σκοπών της εν λόγω επεξεργασίας,

γ)

η απόκτηση ή η κοινολόγηση προβλέπεται ρητώς από το δίκαιο της Ένωσης, το οποίο προβλέπει κατάλληλα μέτρα για την προστασία των έννομων συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων, ή

δ)

εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να παραμείνουν εμπιστευτικά δυνάμει υποχρέωσης επαγγελματικού απορρήτου που ρυθμίζεται από το δίκαιο της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της εκ του νόμου υποχρέωσης τήρησης απορρήτου.

6.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5 στοιχείο β), ο υπεύθυνος επεξεργασίας λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών καθώς και του έννομου συμφέροντος του υποκειμένου των δεδομένων, μεταξύ άλλων καθιστώντας τις πληροφορίες διαθέσιμες στο κοινό.

Άρθρο 17

Δικαίωμα πρόσβασης του υποκειμένου των δεδομένων

1.   Το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να λαμβάνει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας επιβεβαίωση για το κατά πόσον ή όχι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν υφίστανται επεξεργασία και, εάν συμβαίνει τούτο, το δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και στις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τους σκοπούς της επεξεργασίας,

β)

τις σχετικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

γ)

τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών στους οποίους κοινολογήθηκαν ή πρόκειται να κοινολογηθούν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως τους αποδέκτες σε τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς,

δ)

εάν είναι δυνατόν, το χρονικό διάστημα για το οποίο θα αποθηκευτούν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή, όταν αυτό είναι αδύνατο, τα κριτήρια που καθορίζουν το εν λόγω διάστημα,

ε)

την ύπαρξη δικαιώματος υποβολής αιτήματος στον υπεύθυνο επεξεργασίας για διόρθωση ή διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή περιορισμό της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορά το υποκείμενο των δεδομένων ή δικαιώματος εναντίωσης στην εν λόγω επεξεργασία,

στ)

το δικαίωμα υποβολής καταγγελίας στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων,

ζ)

όταν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν συλλέγονται από το υποκείμενο των δεδομένων, κάθε διαθέσιμη πληροφορία σχετικά με την προέλευσή τους,

η)

την ύπαρξη αυτοματοποιημένης λήψης αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ, που προβλέπεται στο άρθρο 24 παράγραφοι 1 και 4 και, τουλάχιστον στις περιπτώσεις αυτές, σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τη λογική που ακολουθείται, καθώς και τη σημασία και τις προβλεπόμενες συνέπειες της εν λόγω επεξεργασίας για το υποκείμενο των δεδομένων.

2.   Όταν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαβιβάζονται σε τρίτη χώρα ή σε διεθνή οργανισμό, το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να ενημερώνεται για τις κατάλληλες εγγυήσεις σύμφωνα με το άρθρο 48 σχετικά με τη διαβίβαση.

3.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας παρέχει αντίγραφο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία. Εάν το υποκείμενο των δεδομένων υποβάλλει το αίτημα με ηλεκτρονικά μέσα και εκτός εάν το υποκείμενο των δεδομένων ζητήσει κάτι διαφορετικό, η ενημέρωση παρέχεται σε ηλεκτρονική μορφή που χρησιμοποιείται συνήθως.

4.   Το δικαίωμα να λαμβάνεται αντίγραφο που αναφέρεται στην παράγραφο 3 δεν επηρεάζει δυσμενώς τα δικαιώματα και τις ελευθερίες άλλων.

ΤΜΗΜΑ 3

Διόρθωση και διαγραφή

Άρθρο 18

Δικαίωμα διόρθωσης

Το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να απαιτήσει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας τη διόρθωση ανακριβών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Έχοντας υπόψη τους σκοπούς της επεξεργασίας, το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να απαιτήσει τη συμπλήρωση ελλιπών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ άλλων μέσω συμπληρωματικής δήλωσης.

Άρθρο 19

Δικαίωμα διαγραφής («δικαίωμα στη λήθη»)

1.   Το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να απαιτήσει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας τη διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και ο υπεύθυνος επεξεργασίας υποχρεούται να διαγράψει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εάν ισχύει ένας από τους ακόλουθους λόγους:

α)

τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι πλέον απαραίτητα σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους συλλέχθηκαν ή υποβλήθηκαν κατ’ άλλο τρόπο σε επεξεργασία,

β)

το υποκείμενο των δεδομένων ανακαλεί τη συγκατάθεση επί της οποίας βασίζεται η επεξεργασία σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο δ) ή το άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο α) και δεν υπάρχει άλλη νομική βάση για την επεξεργασία,

γ)

το υποκείμενο των δεδομένων αντιτίθεται στην επεξεργασία σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 1 και δεν υπάρχουν επιτακτικοί και νόμιμοι λόγοι για την επεξεργασία,

δ)

τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υποβλήθηκαν σε επεξεργασία παράνομα,

ε)

τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να διαγραφούν για τη συμμόρφωση με νομική υποχρέωση στην οποία υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας,

στ)

τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα έχουν συλλεχθεί σε σχέση με την προσφορά υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1.

2.   Όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει δημοσιοποιήσει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και υποχρεούται σύμφωνα με την παράγραφο 1 να διαγράψει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, λαμβάνοντας υπόψη τη διαθέσιμη τεχνολογία και το κόστος εφαρμογής, λαμβάνει εύλογα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών μέτρων, για να ενημερώσει τους υπεύθυνους επεξεργασίας ή υπεύθυνους επεξεργασίας που δεν είναι όργανα και οργανισμοί της Ένωσης, οι οποίοι επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, ότι το υποκείμενο των δεδομένων ζήτησε τη διαγραφή από αυτούς τους υπευθύνους επεξεργασίας τυχόν συνδέσμων με τα δεδομένα αυτά ή αντιγράφων ή αναπαραγωγών των εν λόγω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται στον βαθμό που η επεξεργασία είναι απαραίτητη:

α)

για την άσκηση του δικαιώματος ελευθερίας της έκφρασης και του δικαιώματος στην ενημέρωση,

β)

για τη συμμόρφωση με νομική υποχρέωση στην οποία υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας,

γ)

για λόγους δημόσιου συμφέροντος στον τομέα της δημόσιας υγείας σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχεία η) και θ), καθώς και το άρθρο 10 παράγραφος 3,

δ)

για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, για σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή για στατιστικούς σκοπούς, εφόσον το δικαίωμα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι πιθανόν να καταστήσει αδύνατη ή να εμποδίσει σε μεγάλο βαθμό την επίτευξη σκοπών της εν λόγω επεξεργασίας, ή

ε)

για τη θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών αξιώσεων.

Άρθρο 20

Δικαίωμα περιορισμού της επεξεργασίας

1.   Το υποκείμενο των δεδομένων δικαιούται να εξασφαλίζει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας τον περιορισμό της επεξεργασίας, όταν ισχύει ένα από τα ακόλουθα:

α)

η ακρίβεια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αμφισβητείται από το υποκείμενο των δεδομένων, για χρονικό διάστημα που επιτρέπει στον υπεύθυνο επεξεργασίας να επαληθεύσει την ακρίβεια, συμπεριλαμβανομένης της πληρότητας, των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

β)

η επεξεργασία είναι παράνομη και το υποκείμενο των δεδομένων αντιτάσσεται στη διαγραφή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ζητεί, αντ’ αυτής, τον περιορισμό της χρήσης τους,

γ)

ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν χρειάζεται πλέον τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς της επεξεργασίας, αλλά τα δεδομένα αυτά απαιτούνται από το υποκείμενο των δεδομένων για τη θεμελίωση, την άσκηση ή την υποστήριξη νομικών αξιώσεων,

δ)

το υποκείμενο των δεδομένων έχει αντιρρήσεις για την επεξεργασία σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 1, εν αναμονή της επαλήθευσης του κατά πόσον οι νόμιμοι λόγοι του υπεύθυνου επεξεργασίας υπερισχύουν έναντι των λόγων του υποκειμένου των δεδομένων.

2.   Όταν η επεξεργασία έχει περιοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1, τα εν λόγω δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εκτός της αποθήκευσης, υφίστανται επεξεργασία μόνο με τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων ή για τη θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών αξιώσεων ή για την προστασία των δικαιωμάτων άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου ή για λόγους σημαντικού δημόσιου συμφέροντος της Ένωσης ή κράτους μέλους.

3.   Το υποκείμενο των δεδομένων το οποίο έχει εξασφαλίσει τον περιορισμό της επεξεργασίας σύμφωνα με την παράγραφο 1 ενημερώνεται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας πριν από την άρση του περιορισμού επεξεργασίας.

4.   Στα συστήματα αυτοματοποιημένης αρχειοθέτησης, ο περιορισμός της επεξεργασίας εξασφαλίζεται καταρχήν με τεχνικά μέσα. Το γεγονός ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υπόκεινται σε περιορισμό αναγράφεται στο σύστημα κατά τρόπο ώστε να καθίσταται σαφές ότι τα δεδομένα αυτά δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν.

Άρθρο 21

Υποχρέωση γνωστοποίησης όσον αφορά τη διόρθωση ή τη διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή τον περιορισμό της επεξεργασίας

Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ανακοινώνει κάθε διόρθωση ή διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή περιορισμό της επεξεργασίας των δεδομένων που διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 18, το άρθρο 19 παράγραφος 1 και το άρθρο 20 σε κάθε αποδέκτη στον οποίο γνωστοποιήθηκαν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εκτός εάν αυτό αποδεικνύεται ανέφικτο ή εάν συνεπάγεται δυσανάλογη προσπάθεια. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων σχετικά με τους εν λόγω αποδέκτες, εφόσον αυτό ζητηθεί από το υποκείμενο των δεδομένων.

Άρθρο 22

Δικαίωμα στη φορητότητα των δεδομένων

1.   Το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να λαμβάνει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν και τα οποία έχει παράσχει σε υπεύθυνο επεξεργασίας, σε δομημένο, κοινώς χρησιμοποιούμενο και αναγνώσιμο από μηχανήματα μορφότυπο, καθώς και το δικαίωμα να διαβιβάζει τα εν λόγω δεδομένα σε άλλον υπεύθυνο επεξεργασίας χωρίς αντίρρηση από τον υπεύθυνο επεξεργασίας στον οποίο παρασχέθηκαν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όταν:

α)

η επεξεργασία βασίζεται σε συγκατάθεση σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο δ) ή το άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο α) ή σε σύμβαση σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο γ), και

β)

η επεξεργασία διενεργείται με αυτοματοποιημένα μέσα.

2.   Κατά την άσκηση του δικαιώματος στη φορητότητα των δεδομένων σύμφωνα με την παράγραφο 1, το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να ζητά την απευθείας διαβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από έναν υπεύθυνο επεξεργασίας σε άλλον ή σε υπεύθυνους επεξεργασίας που δεν είναι όργανα και οργανισμοί της Ένωσης, σε περίπτωση που αυτό είναι τεχνικά εφικτό.

3.   Το δικαίωμα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ασκείται με την επιφύλαξη του άρθρου 19. Το εν λόγω δικαίωμα δεν ισχύει για την επεξεργασία που είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας.

4.   Το δικαίωμα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν επηρεάζει δυσμενώς τα δικαιώματα και τις ελευθερίες άλλων.

ΤΜΗΜΑ 4

Δικαίωμα εναντίωσης και αυτοματοποιημένη ατομική λήψη αποφάσεων

Άρθρο 23

Δικαίωμα εναντίωσης

1.   Το υποκείμενο των δεδομένων δικαιούται να εναντιώνεται, ανά πάσα στιγμή και για λόγους που σχετίζονται με την ιδιαίτερη κατάστασή του, στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν η οποία βασίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο α), περιλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ βάσει της εν λόγω διάταξης. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν υποβάλλει πλέον τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε επεξεργασία, εκτός εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας καταδείξει επιτακτικούς και νόμιμους λόγους για την επεξεργασία οι οποίοι υπερισχύουν των συμφερόντων, των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του υποκειμένου των δεδομένων ή για τη θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών αξιώσεων.

2.   Το αργότερο κατά την πρώτη επικοινωνία με το υποκείμενο των δεδομένων, το δικαίωμα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 επισημαίνεται ρητώς στο υποκείμενο των δεδομένων και περιγράφεται με σαφήνεια και χωριστά από οποιαδήποτε άλλη πληροφορία.

3.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 36 και 37, στο πλαίσιο της χρήσης υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών, το υποκείμενο των δεδομένων μπορεί να ασκεί το δικαίωμά του εναντίωσης με αυτοματοποιημένα μέσα τα οποία χρησιμοποιούν τεχνικές προδιαγραφές.

4.   Όταν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υφίστανται επεξεργασία για σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή για στατιστικούς σκοπούς, το υποκείμενο των δεδομένων δικαιούται να εναντιωθεί, για λόγους που σχετίζονται με την ιδιαίτερη κατάστασή του, στην επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, εκτός εάν η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται για λόγους δημόσιου συμφέροντος.

Άρθρο 24

Αυτοματοποιημένη ατομική λήψη αποφάσεων, περιλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ

1.   Το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να μην υπόκειται σε απόφαση που λαμβάνεται αποκλειστικά βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ, η οποία παράγει έννομα αποτελέσματα που το αφορούν ή το επηρεάζει σημαντικά με παρόμοιο τρόπο.

2.   Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται όταν η απόφαση:

α)

είναι αναγκαία για τη σύναψη ή την εκτέλεση σύμβασης μεταξύ του υποκειμένου των δεδομένων και του υπεύθυνου επεξεργασίας,

β)

επιτρέπεται από το δίκαιο της Ένωσης, το οποίο προβλέπει επίσης κατάλληλα μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων, των ελευθεριών και των έννομων συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων ή

γ)

βασίζεται στη ρητή συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων.

3.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α) και γ), ο υπεύθυνος επεξεργασίας των δεδομένων εφαρμόζει κατάλληλα μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων, των ελευθεριών και των έννομων συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων, τουλάχιστον του δικαιώματος εξασφάλισης ανθρώπινης παρέμβασης από την πλευρά του υπεύθυνου επεξεργασίας, έκφρασης άποψης και αμφισβήτησης της απόφασης.

4.   Οι αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου δεν βασίζονται στις ειδικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1, εκτός αν ισχύει το άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο α) ή ζ) και αν υφίστανται κατάλληλα μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων, των ελευθεριών και των έννομων συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων.

ΤΜΗΜΑ 5

Περιορισμοί

Άρθρο 25

Περιορισμοί

1.   Νομικές πράξεις που εκδίδονται βάσει των Συνθηκών ή, σε θέματα που άπτονται της λειτουργίας των οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, βάσει των εσωτερικών κανονισμών των τελευταίων μπορεί να περιορίζουν την εφαρμογή των άρθρων 14 έως 22 και των άρθρων 35 και 36, καθώς και του άρθρου 4, εφόσον οι διατάξεις του αντιστοιχούν στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 14 έως 22, όταν ένας τέτοιος περιορισμός σέβεται την ουσία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών και συνιστά αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διασφάλιση:

α)

της εθνικής ασφάλειας, της δημόσιας ασφάλειας ή της άμυνας των κρατών μελών,

β)

της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης και της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένης της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της πρόληψης αυτών,

γ)

άλλων σημαντικών στόχων γενικού δημόσιου συμφέροντος της Ένωσης ή κράτους μέλους, ιδίως των στόχων της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας της Ένωσης ή σημαντικού οικονομικού ή χρηματοοικονομικού συμφέροντος της Ένωσης ή κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένων των νομισματικών, δημοσιονομικών και φορολογικών θεμάτων, της δημόσιας υγείας και της κοινωνικής ασφάλισης,

δ)

της εσωτερικής ασφάλειας των οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών τους,

ε)

της προστασίας της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και των δικαστικών διαδικασιών,

στ)

της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης και της δίωξης παραβάσεων δεοντολογίας σε νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα,

ζ)

της παρακολούθησης, της επιθεώρησης ή της κανονιστικής λειτουργίας που συνδέεται, έστω περιστασιακά, με την άσκηση δημόσιας εξουσίας στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως γ),

η)

της προστασίας του υποκειμένου των δεδομένων ή των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων,

θ)

της εκτέλεσης αστικών αξιώσεων.

2.   Ειδικότερα, κάθε νομική πράξη ή εσωτερικός κανονισμός που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιέχει συγκεκριμένες διατάξεις, ανάλογα με την περίπτωση, όσον αφορά:

α)

τους σκοπούς της επεξεργασίας ή τις κατηγορίες επεξεργασίας,

β)

τις κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

γ)

το πεδίο εφαρμογής των περιορισμών που επιβλήθηκαν,

δ)

τις εγγυήσεις για την πρόληψη καταχρήσεων ή παράνομης πρόσβασης ή διαβίβασης,

ε)

τις τεχνικές προδιαγραφές του υπεύθυνου επεξεργασίας ή των κατηγοριών των υπευθύνων επεξεργασίας,

στ)

τις περιόδους αποθήκευσης και τις ισχύουσες εγγυήσεις, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, το πεδίο εφαρμογής και τους σκοπούς της επεξεργασίας ή τις κατηγορίες επεξεργασίας, και

ζ)

τους κινδύνους για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων.

3.   Όταν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υφίστανται επεξεργασία για σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή για στατιστικούς σκοπούς, το δίκαιο της Ένωσης, στο οποίο μπορεί να περιλαμβάνονται και εσωτερικοί κανονισμοί που θεσπίστηκαν από όργανα και οργανισμούς της Ένωσης για ζητήματα που αφορούν τη λειτουργία τους, μπορεί να προβλέπει παρεκκλίσεις από τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 17, 18, 20 και 23, με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων και των εγγυήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 13, εφόσον τα εν λόγω δικαιώματα είναι πιθανό να καταστήσουν αδύνατη ή να παρακωλύσουν σοβαρά την επίτευξη των ειδικών σκοπών και εφόσον οι εν λόγω παρεκκλίσεις είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση των εν λόγω σκοπών.

4.   Όταν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υφίστανται επεξεργασία για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, το δίκαιο της Ένωσης, στο οποίο μπορεί να περιλαμβάνονται και εσωτερικοί κανονισμοί που θεσπίστηκαν από όργανα και οργανισμούς της Ένωσης για ζητήματα που αφορούν τη λειτουργία τους, μπορεί να προβλέπει παρεκκλίσεις από τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 17, 18, 20, 21, 22 και 23, με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων και των εγγυήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 13, εφόσον τα εν λόγω δικαιώματα είναι πιθανό να καταστήσουν αδύνατη ή να παρακωλύσουν σοβαρά την επίτευξη των ειδικών σκοπών και εφόσον οι εν λόγω παρεκκλίσεις είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση των εν λόγω σκοπών.

5.   Οι εσωτερικοί κανονισμοί που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 3 και 4 είναι πράξεις γενικής εφαρμογής διατυπωμένες με σαφήνεια και ακρίβεια που προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι των υποκειμένων των δεδομένων, έχουν θεσπιστεί στο ανώτατο διοικητικό επίπεδο των οργάνων και οργανισμών της Ένωσης και αποτελούν αντικείμενο δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

6.   Όταν επιβάλλεται περιορισμός σύμφωνα με την παράγραφο 1, το υποκείμενο των δεδομένων ενημερώνεται, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, για τους ουσιώδεις λόγους που αιτιολογούν τον περιορισμό αυτό, καθώς και για το δικαίωμά του να υποβάλει καταγγελία στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

7.   Όταν γίνεται επίκληση περιορισμού που έχει επιβληθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 για να απαγορευθεί η πρόσβαση στο υποκείμενο των δεδομένων, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων του γνωστοποιεί απλώς, όταν εξετάζει την καταγγελία, εάν η επεξεργασία των δεδομένων έγινε με τον προσήκοντα τρόπο και, εάν όχι, για το κατά πόσον πραγματοποιήθηκαν όλες οι αναγκαίες διορθώσεις.

8.   Η ενημέρωση που προβλέπεται στις παραγράφους 6 και 7 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 45 παράγραφος 2 μπορεί να αναβάλλεται, να παραλείπεται ή να απορρίπτεται εφόσον στερεί από τον περιορισμό που επιβάλλεται βάσει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου την ισχύ του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΤΗΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΩΝ ΤΗΝ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ 1

Γενικές υποχρεώσεις

Άρθρο 26

Ευθύνη του υπεύθυνου επεξεργασίας

1.   Λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, το πεδίο εφαρμογής, το πλαίσιο και τους σκοπούς της επεξεργασίας, καθώς και τους κινδύνους διαφορετικής πιθανότητας επέλευσης και σοβαρότητας για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας εφαρμόζει κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα προκειμένου να διασφαλίζει και να μπορεί να αποδεικνύει ότι η επεξεργασία διενεργείται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Τα εν λόγω μέτρα επανεξετάζονται και επικαιροποιούνται όταν κρίνεται απαραίτητο.

2.   Όταν δικαιολογείται σε σχέση με τις δραστηριότητες επεξεργασίας, τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν την εφαρμογή κατάλληλων πολιτικών για την προστασία των δεδομένων από τον υπεύθυνο επεξεργασίας.

3.   Η εφαρμογή εγκεκριμένων διαδικασιών πιστοποίησης κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 42 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως στοιχείο για να αποδειχθεί η τήρηση των υποχρεώσεων του υπευθύνου επεξεργασίας.

Άρθρο 27

Προστασία των δεδομένων ήδη από τον σχεδιασμό και εξ ορισμού

1.   Λαμβάνοντας υπόψη τις τελευταίες εξελίξεις, το κόστος εφαρμογής και τη φύση, το πεδίο εφαρμογής, το πλαίσιο και τους σκοπούς της επεξεργασίας, καθώς και τους κινδύνους διαφορετικής πιθανότητας επέλευσης και σοβαρότητας για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων από την επεξεργασία, ο υπεύθυνος επεξεργασίας εφαρμόζει αποτελεσματικά, τόσο κατά τη στιγμή του καθορισμού των μέσων επεξεργασίας όσο και κατά τη στιγμή της επεξεργασίας, κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα, όπως η ψευδωνυμοποίηση, σχεδιασμένα για την εφαρμογή αρχών προστασίας των δεδομένων, όπως η ελαχιστοποίηση των δεδομένων, και την ενσωμάτωση των απαραίτητων εγγυήσεων στην επεξεργασία κατά τρόπο ώστε να πληρούνται οι απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και να προστατεύονται τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων.

2.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας εφαρμόζει κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για να διασφαλίζει ότι, εξ ορισμού, υφίστανται επεξεργασία μόνο τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που είναι απαραίτητα για τον εκάστοτε σκοπό της επεξεργασίας. Αυτή η υποχρέωση ισχύει για το εύρος των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται, τον βαθμό της επεξεργασίας τους, την περίοδο αποθήκευσης και την προσβασιμότητά τους. Ειδικότερα, τα εν λόγω μέτρα διασφαλίζουν ότι, εξ ορισμού, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν καθίστανται προσβάσιμα χωρίς την παρέμβαση του φυσικού προσώπου σε αόριστο αριθμό φυσικών προσώπων.

3.   Εγκεκριμένη διαδικασία πιστοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 42 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως στοιχείο που αποδεικνύει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 28

Από κοινού υπεύθυνοι επεξεργασίας

1.   Σε περίπτωση που δύο ή περισσότεροι υπεύθυνοι επεξεργασίας ή ένας ή περισσότεροι υπεύθυνοι επεξεργασίας με έναν ή περισσότερους υπεύθυνους επεξεργασίας που δεν είναι όργανα και οργανισμοί της Ένωσης καθορίζουν από κοινού τους σκοπούς και τα μέσα της επεξεργασίας, αποτελούν από κοινού υπεύθυνους επεξεργασίας. Αυτοί καθορίζουν με διαφανή τρόπο τις αντίστοιχες ευθύνες τους για συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που υπέχουν στον τομέα της προστασίας των δεδομένων, ιδίως όσον αφορά την άσκηση των δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων και τα αντίστοιχα καθήκοντά τους όσον αφορά την παροχή των πληροφοριών που αναφέρονται στα άρθρα 15 και 16, μέσω συμφωνίας μεταξύ τους, εκτός εάν και στον βαθμό που οι αντίστοιχες αρμοδιότητες των από κοινού υπευθύνων επεξεργασίας καθορίζονται από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υπόκεινται οι από κοινού υπεύθυνοι επεξεργασίας. Στη συμφωνία μπορεί να αναφέρεται ένα σημείο επικοινωνίας για τα υποκείμενα των δεδομένων.

2.   Η συμφωνία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 αντανακλά δεόντως τους αντίστοιχους ρόλους και σχέσεις των από κοινού υπευθύνων επεξεργασίας έναντι των υποκειμένων των δεδομένων. Η ουσία της συμφωνίας τίθεται στη διάθεση του υποκειμένου των δεδομένων.

3.   Ανεξάρτητα από τους όρους της συμφωνίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, το υποκείμενο των δεδομένων μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματά του δυνάμει του παρόντος κανονισμού έναντι και κατά καθενός από τους υπευθύνους επεξεργασίας.

Άρθρο 29

Εκτελών την επεξεργασία

1.   Όταν η επεξεργασία πρόκειται να διενεργηθεί για λογαριασμό υπεύθυνου επεξεργασίας, ο υπεύθυνος επεξεργασίας χρησιμοποιεί μόνο εκτελούντες την επεξεργασία που παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις για την εφαρμογή κατάλληλων τεχνικών και οργανωτικών μέτρων, κατά τρόπο ώστε η επεξεργασία να πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και να διασφαλίζεται η προστασία των δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων.

2.   Ο εκτελών την επεξεργασία δεν προσλαμβάνει άλλον εκτελούντα την επεξεργασία χωρίς προηγούμενη ειδική ή γενική γραπτή άδεια του υπεύθυνου επεξεργασίας. Σε περίπτωση γενικής γραπτής άδειας, ο εκτελών την επεξεργασία ενημερώνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας για τυχόν σκοπούμενες αλλαγές που αφορούν την προσθήκη ή την αντικατάσταση άλλων εκτελούντων την επεξεργασία, παρέχοντας με τον τρόπο αυτό τη δυνατότητα στον υπεύθυνο επεξεργασίας να αντιταχθεί σε αυτές τις αλλαγές.

3.   Η επεξεργασία από τον εκτελούντα την επεξεργασία διέπεται από σύμβαση ή άλλη νομική πράξη υπαγόμενη στο δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους που δεσμεύει τον εκτελούντα την επεξεργασία σε σχέση με τον υπεύθυνο επεξεργασίας και καθορίζει το αντικείμενο και τη διάρκεια της επεξεργασίας, τη φύση και τον σκοπό της επεξεργασίας, το είδος των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τις κατηγορίες των υποκειμένων των δεδομένων και τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του υπεύθυνου επεξεργασίας. Η εν λόγω σύμβαση ή άλλη νομική πράξη προβλέπει ειδικότερα ότι ο εκτελών την επεξεργασία:

α)

επεξεργάζεται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μόνο βάσει καταγεγραμμένων εντολών του υπεύθυνου επεξεργασίας, μεταξύ άλλων όσον αφορά τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό, εκτός εάν υποχρεούται προς τούτο βάσει του δικαίου της Ένωσης ή του δικαίου του κράτους μέλους στο οποίο υπόκειται ο εκτελών την επεξεργασία· σε αυτήν την περίπτωση, ο εκτελών την επεξεργασία ενημερώνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας για την εν λόγω νομική απαίτηση πριν από την επεξεργασία, εκτός εάν το εν λόγω δίκαιο απαγορεύει αυτού του είδους την ενημέρωση για σοβαρούς λόγους δημόσιου συμφέροντος,

β)

διασφαλίζει ότι τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα έχουν αναλάβει δέσμευση τήρησης εμπιστευτικότητας ή τελούν υπό δέουσα κανονιστική υποχρέωση τήρησης εμπιστευτικότητας,

γ)

λαμβάνει όλα τα απαιτούμενα μέτρα δυνάμει του άρθρου 33,

δ)

τηρεί τους όρους που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 4 για την πρόσληψη άλλου εκτελούντος επεξεργασία,

ε)

λαμβάνει υπόψη τη φύση της επεξεργασίας και επικουρεί τον υπεύθυνο επεξεργασίας με τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα, στον βαθμό που αυτό είναι δυνατό, για την εκπλήρωση της υποχρέωσης του υπεύθυνου επεξεργασίας να απαντά σε αιτήματα για άσκηση των προβλεπόμενων στο κεφάλαιο III δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων,

στ)

συνδράμει τον υπεύθυνο επεξεργασίας στη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα άρθρα 33 έως 41, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της επεξεργασίας και τις πληροφορίες που διαθέτει ο εκτελών την επεξεργασία,

ζ)

κατ’ επιλογή του υπεύθυνου επεξεργασίας, διαγράφει ή επιστρέφει όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στον υπεύθυνο επεξεργασίας μετά το πέρας της παροχής υπηρεσιών επεξεργασίας και διαγράφει τα υφιστάμενα αντίγραφα, εκτός εάν το δίκαιο της Ένωσης ή του κράτους μέλους απαιτεί την αποθήκευση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

η)

θέτει στη διάθεση του υπεύθυνου του επεξεργασίας κάθε απαραίτητη πληροφορία προς απόδειξη της συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται στο παρόν άρθρο και επιτρέπει και διευκολύνει τους ελέγχους, περιλαμβανομένων των επιθεωρήσεων, που διενεργούνται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή από άλλον ελεγκτή εντεταλμένο από τον υπεύθυνο επεξεργασίας.

Όσον αφορά το πρώτο εδάφιο στοιχείο η), ο εκτελών την επεξεργασία ενημερώνει αμέσως τον υπεύθυνο επεξεργασίας, εάν, κατά την άποψή του, κάποια εντολή παραβιάζει τον παρόντα κανονισμό ή άλλες ενωσιακές ή εθνικές διατάξεις περί προστασίας δεδομένων.

4.   Όταν ο εκτελών την επεξεργασία προσλαμβάνει άλλον εκτελούντα για τη διενέργεια συγκεκριμένων δραστηριοτήτων επεξεργασίας για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας, οι ίδιες υποχρεώσεις όσον αφορά την προστασία των δεδομένων που προβλέπονται στη σύμβαση ή στην άλλη νομική πράξη μεταξύ του υπεύθυνου επεξεργασίας και του εκτελούντος την επεξεργασία, κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 3, επιβάλλονται στον άλλον αυτόν εκτελούντα μέσω σύμβασης ή άλλης νομικής πράξης σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους, ιδίως ώστε να παρέχονται επαρκείς εγγυήσεις για την εφαρμογή κατάλληλων τεχνικών και οργανωτικών μέτρων, ούτως ώστε η επεξεργασία να πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Όταν ο άλλος εκτελών επεξεργασία αδυνατεί να ανταποκριθεί στις σχετικές με την προστασία των δεδομένων υποχρεώσεις του, ο αρχικός εκτελών παραμένει πλήρως υπόλογος έναντι του υπεύθυνου επεξεργασίας για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του άλλου εκτελούντος επεξεργασία.

5.   Όταν ο εκτελών την επεξεργασία δεν είναι όργανο ή οργανισμός της Ένωσης, η τήρηση εκ μέρους του εγκεκριμένου κώδικα δεοντολογίας κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 40 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 ή εγκεκριμένου μηχανισμού πιστοποίησης κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 42 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 δύναται να χρησιμοποιηθεί ως στοιχείο για να αποδειχθεί ότι παρέχει επαρκείς εγγυήσεις σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 4 του παρόντος άρθρου.

6.   Με την επιφύλαξη τυχόν ατομικής σύμβασης μεταξύ του υπεύθυνου επεξεργασίας και του εκτελούντος την επεξεργασία, η σύμβαση ή η άλλη νομική πράξη που αναφέρεται στις παραγράφους 3 και 4 του παρόντος άρθρου μπορεί να βασίζεται, εν όλω ή εν μέρει, σε τυποποιημένες συμβατικές ρήτρες που αναφέρονται στις παραγράφους 7 και 8 του παρόντος άρθρου, μεταξύ άλλων όταν αποτελούν μέρος πιστοποίησης που χορηγείται στον εκτελούντα την επεξεργασία ο οποίος δεν είναι όργανο ή οργανισμός της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 42 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679.

7.   Η Επιτροπή μπορεί να θεσπίσει τυποποιημένες συμβατικές ρήτρες για τα θέματα που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 του παρόντος άρθρου και σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 96 παράγραφος 2.

8.   Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων μπορεί να θεσπίσει τυποποιημένες συμβατικές ρήτρες για τα θέματα που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4.

9.   Η σύμβαση ή η άλλη νομική πράξη που αναφέρεται στις παραγράφους 3 και 4 είναι έγγραφη, συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρονικής μορφής.

10.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 65 και 66, εάν ο εκτελών την επεξεργασία καθορίσει κατά παράβαση του παρόντος κανονισμού τους σκοπούς και τα μέσα της επεξεργασίας, ο εκτελών την επεξεργασία θεωρείται υπεύθυνος επεξεργασίας για τη συγκεκριμένη επεξεργασία.

Άρθρο 30

Επεξεργασία υπό την εποπτεία του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία

Ο εκτελών την επεξεργασία και κάθε πρόσωπο που ενεργεί υπό την εποπτεία του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία, το οποίο έχει πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, επεξεργάζεται τα εν λόγω δεδομένα μόνον κατ’ εντολή του υπεύθυνου επεξεργασίας, εκτός εάν υποχρεούται προς τούτο από το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους.

Άρθρο 31

Αρχεία των δραστηριοτήτων επεξεργασίας

1.   Κάθε υπεύθυνος επεξεργασίας τηρεί αρχείο των δραστηριοτήτων επεξεργασίας για τις οποίες είναι υπεύθυνος. Το εν λόγω αρχείο περιλαμβάνει όλες τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

το όνομα και τα στοιχεία επικοινωνίας του υπεύθυνου επεξεργασίας, του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων και, κατά περίπτωση, του εκτελούντος της επεξεργασία και του από κοινού υπεύθυνου επεξεργασίας,

β)

τους σκοπούς της επεξεργασίας,

γ)

περιγραφή των κατηγοριών υποκειμένων των δεδομένων και των κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

δ)

τις κατηγορίες αποδεκτών στους οποίους πρόκειται να γνωστοποιηθούν ή γνωστοποιήθηκαν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, περιλαμβανομένων των αποδεκτών σε κράτη μέλη, τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς,

ε)

όπου συντρέχει περίπτωση, τις διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό, συμπεριλαμβανομένων του προσδιορισμού της εν λόγω τρίτης χώρας ή του διεθνούς οργανισμού και της τεκμηρίωσης των κατάλληλων εγγυήσεων,

στ)

όπου είναι δυνατό, τις προβλεπόμενες προθεσμίες διαγραφής των διαφόρων κατηγοριών δεδομένων,

ζ)

όπου είναι δυνατό, γενική περιγραφή των τεχνικών και οργανωτικών μέτρων ασφάλειας που αναφέρονται στο άρθρο 33.

2.   Κάθε εκτελών επεξεργασία τηρεί αρχείο όλων των κατηγοριών δραστηριοτήτων επεξεργασίας που διεξάγονται εκ μέρους του υπεύθυνου επεξεργασίας, το οποίο περιλαμβάνει τα εξής:

α)

το όνομα και τα στοιχεία επικοινωνίας του εκτελούντος ή των εκτελούντων την επεξεργασία και κάθε υπεύθυνου επεξεργασίας εκ μέρους του οποίου ενεργεί ο εκτελών, καθώς και του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων,

β)

τις κατηγορίες επεξεργασιών που διεξάγονται εκ μέρους κάθε υπεύθυνου επεξεργασίας,

γ)

όπου συντρέχει περίπτωση, τις διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό, συμπεριλαμβανομένων του προσδιορισμού της εν λόγω τρίτης χώρας ή του διεθνούς οργανισμού και της τεκμηρίωσης των κατάλληλων εγγυήσεων,

δ)

όπου είναι δυνατό, γενική περιγραφή των τεχνικών και οργανωτικών μέτρων ασφάλειας που αναφέρονται στο άρθρο 33.

3.   Τα αρχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 τηρούνται γραπτώς, συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρονικής μορφής.

4.   Τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης θέτουν το αρχείο στη διάθεση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων κατόπιν αιτήματος.

5.   Τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης τηρούν τα αρχεία των δραστηριοτήτων επεξεργασίας τους σε κεντρικό μητρώο εφόσον αυτό δεν αντενδείκνυται λόγω μεγέθους του οργάνου ή του οργανισμού της Ένωσης. Καθιστούν το μητρώο δημόσια προσβάσιμο.

Άρθρο 32

Συνεργασία με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων

Τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης συνεργάζονται, κατόπιν αιτήματος, με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων κατά την άσκηση των καθηκόντων του.

ΤΜΗΜΑ 2

Ασφάλεια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

Άρθρο 33

Ασφάλεια της επεξεργασίας

1.   Λαμβάνοντας υπόψη τις τελευταίες εξελίξεις, το κόστος εφαρμογής και τη φύση, το πεδίο εφαρμογής, το πλαίσιο και τους σκοπούς της επεξεργασίας, καθώς και τους κινδύνους διαφορετικής πιθανότητας επέλευσης και σοβαρότητας για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας και ο εκτελών την επεξεργασία εφαρμόζουν κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα προκειμένου να διασφαλίζεται το κατάλληλο επίπεδο ασφάλειας έναντι των κινδύνων, περιλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, κατά περίπτωση:

α)

της ψευδωνυμοποίησης και της κρυπτογράφησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

β)

της δυνατότητας διασφάλισης της εμπιστευτικότητας, της ακεραιότητας, της διαθεσιμότητας και της αξιοπιστίας των συστημάτων και των υπηρεσιών επεξεργασίας σε συνεχή βάση,

γ)

της δυνατότητας αποκατάστασης της διαθεσιμότητας και της πρόσβασης σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε εύθετο χρόνο σε περίπτωση φυσικού ή τεχνικού συμβάντος,

δ)

διαδικασίας για την τακτική δοκιμή, εκτίμηση και αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των τεχνικών και των οργανωτικών μέτρων για τη διασφάλιση της ασφάλειας της επεξεργασίας.

2.   Κατά την εκτίμηση του ενδεδειγμένου επιπέδου ασφάλειας λαμβάνονται ιδίως υπόψη οι κίνδυνοι που απορρέουν από την επεξεργασία, ιδίως από τυχαία ή παράνομη καταστροφή, απώλεια, αλλοίωση, άνευ αδείας κοινολόγηση ή προσπέλαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διαβιβάστηκαν, αποθηκεύτηκαν ή υποβλήθηκαν κατ’ άλλο τρόπο σε επεξεργασία.

3.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας και ο εκτελών την επεξεργασία λαμβάνουν μέτρα ώστε να διασφαλίζεται ότι κάθε φυσικό πρόσωπο που ενεργεί υπό την εποπτεία του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία το οποίο έχει πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα επεξεργάζεται μόνο κατ’ εντολή του υπεύθυνου επεξεργασίας, εκτός εάν υποχρεούται προς τούτο από το δίκαιο της Ένωσης.

4.   Η τήρηση μιας εγκεκριμένης διαδικασίας πιστοποίησης, σύμφωνα με το άρθρο 42 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως στοιχείο που αποδεικνύει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 34

Γνωστοποίηση παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων

1.   Σε περίπτωση παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ο υπεύθυνος επεξεργασίας γνωστοποιεί αμελλητί και, αν είναι δυνατό, εντός 72 ωρών από τη στιγμή που αποκτά γνώση του γεγονότος την παραβίαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, εκτός εάν η παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν ενδέχεται να προκαλέσει κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες φυσικών προσώπων. Όταν η γνωστοποίηση στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων δεν πραγματοποιείται εντός 72 ωρών, συνοδεύεται από αιτιολόγηση για την καθυστέρηση.

2.   Ο εκτελών την επεξεργασία ενημερώνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας αμελλητί, μόλις αντιληφθεί παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

3.   Η γνωστοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 κατ’ ελάχιστο:

α)

περιγράφει τη φύση της παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένων, όπου είναι δυνατό, των κατηγοριών και του κατά προσέγγιση αριθμού των επηρεαζόμενων υποκειμένων των δεδομένων, καθώς και των κατηγοριών και του κατά προσέγγιση αριθμού των επηρεαζόμενων αρχείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

β)

ανακοινώνει το όνομα και τα στοιχεία επικοινωνίας του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων,

γ)

περιγράφει τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραβίασης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

δ)

περιγράφει τα ληφθέντα ή τα προτεινόμενα προς λήψη μέτρα από τον υπεύθυνο επεξεργασίας για την αντιμετώπιση της παραβίασης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και, όπου ενδείκνυται, μέτρα για την άμβλυνση ενδεχόμενων δυσμενών συνεπειών της.

4.   Σε περίπτωση που και εφόσον δεν είναι δυνατόν να παρασχεθούν οι πληροφορίες ταυτόχρονα, μπορούν να παρέχονται σταδιακά χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

5.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων για την παραβίαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

6.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας τεκμηριώνει κάθε παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τεκμηρίωση που περιλαμβάνει τα πραγματικά περιστατικά που αφορούν την παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τις συνέπειες και τα ληφθέντα διορθωτικά μέτρα. Η εν λόγω τεκμηρίωση επιτρέπει στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων να επαληθεύει τη συμμόρφωση προς το παρόν άρθρο.

Άρθρο 35

Ανακοίνωση παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο υποκείμενο των δεδομένων

1.   Όταν η παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ενδέχεται να θέσει σε υψηλό κίνδυνο τα δικαιώματα και τις ελευθερίες φυσικών προσώπων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ανακοινώνει αμελλητί την παραβίαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο υποκείμενο των δεδομένων.

2.   Στην ανακοίνωση στο υποκείμενο των δεδομένων η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου περιγράφεται με σαφήνεια η φύση της παραβίασης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και περιέχονται τουλάχιστον οι πληροφορίες και τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 34 παράγραφος 3 στοιχεία β), γ) και δ).

3.   Η ανακοίνωση στο υποκείμενο των δεδομένων η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν απαιτείται, εάν πληρούται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο υπεύθυνος επεξεργασίας εφάρμοσε κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα προστασίας και τα μέτρα αυτά εφαρμόστηκαν στα επηρεαζόμενα από την παραβίαση δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, κυρίως μέτρα που καθιστούν μη κατανοητά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε όσους δεν διαθέτουν άδεια πρόσβασης σε αυτά, όπως η κρυπτογράφηση,

β)

ο υπεύθυνος επεξεργασίας έλαβε στη συνέχεια μέτρα που διασφαλίζουν ότι δεν είναι πλέον πιθανό να προκύψει ο αναφερόμενος στην παράγραφο 1 υψηλός κίνδυνος για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων,

γ)

προϋποθέτει δυσανάλογες προσπάθειες. Στην περίπτωση αυτή, γίνεται αντ’ αυτής δημόσια ανακοίνωση ή λαμβάνεται παρόμοιο μέτρο με το οποίο τα υποκείμενα των δεδομένων ενημερώνονται με εξίσου αποτελεσματικό τρόπο.

4.   Εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν έχει ήδη ανακοινώσει την παραβίαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο υποκείμενο των δεδομένων, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων μπορεί, έχοντας εξετάσει την πιθανότητα επέλευσης υψηλού κινδύνου από την παραβίαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να του ζητήσει να το πράξει ή μπορεί να αποφασίσει ότι πληρούται οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3.

ΤΜΗΜΑ 3

Απόρρητο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών

Άρθρο 36

Απόρρητο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών

Τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης διασφαλίζουν το απόρρητο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ιδίως μεριμνώντας για την ασφάλεια των δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών τους.

Άρθρο 37

Προστασία πληροφοριών που έχουν διαβιβαστεί και αποθηκευτεί σε τερματικό εξοπλισμό χρηστών, σχετίζονται με τον εξοπλισμό αυτόν, έχουν υποστεί επεξεργασία σε αυτόν και έχουν ανακτηθεί από αυτόν

Τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης μεριμνούν για την προστασία των πληροφοριών που έχουν διαβιβαστεί και αποθηκευτεί σε τερματικό εξοπλισμό χρηστών, σχετίζονται με τον εξοπλισμό αυτόν, έχουν υποστεί επεξεργασία σε αυτόν και έχουν ανακτηθεί από αυτόν, κατά την πρόσβαση στους δικτυακούς τόπους τους και σε εφαρμογές για φορητές συσκευές σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3 της οδηγίας 2002/58/ΕΚ.

Άρθρο 38

Κατάλογοι χρηστών

1.   Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονται σε καταλόγους χρηστών και η πρόσβαση στους καταλόγους αυτούς περιορίζονται σε ό,τι είναι απολύτως αναγκαίο για τους ειδικούς σκοπούς του καταλόγου.

2.   Τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στους καταλόγους αυτούς να μη χρησιμοποιούνται για άμεση προώθηση προϊόντων, ανεξάρτητα από το εάν τα δεδομένα αυτά είναι ή όχι προσιτά στο κοινό.

ΤΜΗΜΑ 4

Εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία των δεδομένων και προηγούμενη διαβούλευση

Άρθρο 39

Εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία των δεδομένων

1.   Όταν ένα είδος επεξεργασίας, ιδίως με χρήση νέων τεχνολογιών και συνεκτιμώντας τη φύση, το πεδίο εφαρμογής, το πλαίσιο και τους σκοπούς της επεξεργασίας, ενδέχεται να επιφέρει υψηλό κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες φυσικών προσώπων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας διενεργεί, πριν από την επεξεργασία, εκτίμηση του αντικτύπου των σχεδιαζόμενων πράξεων επεξεργασίας στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Σε μία εκτίμηση μπορεί να εξετάζεται ένα σύνολο παρόμοιων πράξεων επεξεργασίας οι οποίες ενέχουν παρόμοιους υψηλούς κινδύνους.

2.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ζητεί τη γνώμη του υπευθύνου προστασίας δεδομένων κατά τη διενέργεια εκτίμησης αντικτύπου σχετικά με την προστασία των δεδομένων.

3.   Η αναφερόμενη στην παράγραφο 1 εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία των δεδομένων απαιτείται ιδίως στην περίπτωση:

α)

συστηματικής και εκτενούς αξιολόγησης προσωπικών πτυχών σχετικά με φυσικά πρόσωπα η οποία βασίζεται σε αυτοματοποιημένη επεξεργασία, περιλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ, και στην οποία βασίζονται αποφάσεις που παράγουν έννομα αποτελέσματα σχετικά με το φυσικό πρόσωπο ή ομοίως επηρεάζουν σημαντικά το φυσικό πρόσωπο,

β)

μεγάλης κλίμακας επεξεργασίας ειδικών κατηγοριών δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 10 ή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 11, ή

γ)

συστηματικής παρακολούθησης δημοσίως προσβάσιμου χώρου σε μεγάλη κλίμακα.

4.   Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων καταρτίζει και δημοσιοποιεί κατάλογο με τα είδη των πράξεων επεξεργασίας που υπόκεινται στην απαίτηση για διενέργεια εκτίμησης αντικτύπου σχετικά με την προστασία των δεδομένων δυνάμει της παραγράφου 1.

5.   Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων δύναται επίσης να καταρτίζει και να δημοσιοποιεί κατάλογο με τα είδη των πράξεων επεξεργασίας για τα οποία δεν απαιτείται εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία των δεδομένων.

6.   Πριν από την έγκριση των καταλόγων που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 5 του παρόντος άρθρου, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων ζητά από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων που έχει συσταθεί με το άρθρο 68 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 να εξετάσει τους καταλόγους αυτούς σύμφωνα με το άρθρο 70 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του εν λόγω κανονισμού, όταν αναφέρονται σε πράξεις επεξεργασίας από υπεύθυνο επεξεργασίας που ενεργεί από κοινού με έναν ή περισσότερους υπεύθυνους επεξεργασίας που δεν είναι όργανα και οργανισμοί της Ένωσης.

7.   Η εκτίμηση περιέχει τουλάχιστον:

α)

συστηματική περιγραφή των προβλεπόμενων πράξεων επεξεργασίας και των σκοπών της επεξεργασίας,

β)

εκτίμηση της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας των πράξεων επεξεργασίας σε συνάρτηση με τους σκοπούς,

γ)

εκτίμηση των κινδύνων για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και

δ)

τα προβλεπόμενα μέτρα αντιμετώπισης των κινδύνων, περιλαμβανομένων των εγγυήσεων, των μέτρων και μηχανισμών ασφάλειας, ώστε να διασφαλίζεται η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και να αποδεικνύεται η συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό, λαμβάνοντας υπόψη τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντα των υποκειμένων των δεδομένων και άλλων ενδιαφερόμενων προσώπων.

8.   Η συμμόρφωση με εγκεκριμένους κώδικες δεοντολογίας που αναφέρονται στο άρθρο 40 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 από τους σχετικούς εκτελούντες την επεξεργασία, εκτός των οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, λαμβάνεται δεόντως υπόψη κατά την εκτίμηση του αντικτύπου των πράξεων επεξεργασίας που εκτελούνται από τους εν λόγω εκτελούντες την επεξεργασία, ιδίως για τους σκοπούς εκτίμησης αντικτύπου σχετικά με την προστασία των δεδομένων.

9.   Όπου ενδείκνυται, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ζητεί τη γνώμη των υποκειμένων των δεδομένων ή των εκπροσώπων τους για τη σχεδιαζόμενη επεξεργασία, με την επιφύλαξη της προστασίας δημόσιων συμφερόντων ή της ασφάλειας των πράξεων επεξεργασίας.

10.   Όταν η επεξεργασία βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή β) έχει νομική βάση σε νομική πράξη που έχει εκδοθεί βάσει των Συνθηκών, η εν λόγω πράξη ρυθμίζει την εκάστοτε συγκεκριμένη πράξη επεξεργασίας ή σειρά πράξεων και έχει διενεργηθεί ήδη εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία των δεδομένων ως μέρος γενικής εκτίμησης αντικτύπου πριν από την έγκριση της εν λόγω νομικής πράξης, οι παράγραφοι 1 έως 6 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στην εν λόγω νομική πράξη.

11.   Όπου απαιτείται, ο υπεύθυνος επεξεργασίας προβαίνει σε επανεξέταση για να εκτιμήσει εάν η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διενεργείται σύμφωνα με την εκτίμηση αντικτύπου στην προστασία δεδομένων τουλάχιστον όταν μεταβάλλεται ο κίνδυνος που θέτουν οι πράξεις επεξεργασίας.

Άρθρο 40

Προηγούμενη διαβούλευση

1.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας διαβουλεύεται με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων πριν από την επεξεργασία όταν η δυνάμει του άρθρου 39 εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία των δεδομένων υποδεικνύει ότι η επεξεργασία, χωρίς εγγυήσεις, μέτρα και μηχανισμούς ασφάλειας για να μετριαστεί ο κίνδυνος, θα είχε ως αποτέλεσμα υψηλό κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες φυσικών προσώπων και ο υπεύθυνος επεξεργασίας είναι της γνώμης ότι ο κίνδυνος δεν είναι δυνατόν να μετριαστεί με εύλογα μέτρα όσον αφορά τη διαθέσιμη τεχνολογία και το κόστος εφαρμογής. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ζητεί τη γνώμη του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων σχετικά με την ανάγκη προηγούμενης διαβούλευσης.

2.   Όταν ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων φρονεί ότι η σχεδιαζόμενη επεξεργασία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 παραβαίνει τον παρόντα κανονισμό, ιδίως εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν έχει προσδιορίσει ή μετριάσει επαρκώς τον κίνδυνο, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων παρέχει γραπτώς συμβουλές στον υπεύθυνο επεξεργασίας και, όπου απαιτείται, στον εκτελούντα την επεξεργασία εντός προθεσμίας μέχρι οκτώ εβδομάδων από την παραλαβή του αιτήματος διαβούλευσης, ενώ δύναται να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε από τις εξουσίες του που αναφέρονται στο άρθρο 58. Η εν λόγω προθεσμία μπορεί να παραταθεί κατά έξι εβδομάδες, λόγω της πολυπλοκότητας που χαρακτηρίζει τη σχεδιαζόμενη επεξεργασία. Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων ενημερώνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας και, όπου απαιτείται, τον εκτελούντα την επεξεργασία για την εν λόγω παράταση εντός ενός μηνός από την παραλαβή του αιτήματος διαβούλευσης, καθώς και για τους λόγους της καθυστέρησης. Οι εν λόγω προθεσμίες μπορούν να αναστέλλονται έως ότου ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων λάβει τις πληροφορίες που ζήτησε για τους σκοπούς της διαβούλευσης.

3.   Κατά τη διαβούλευση με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων δυνάμει της παραγράφου 1, ο υπεύθυνος επεξεργασίας παρέχει στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων:

α)

κατά περίπτωση, τις αντίστοιχες αρμοδιότητες του υπεύθυνου επεξεργασίας, των από κοινού υπευθύνων επεξεργασίας και των εκτελούντων την επεξεργασία που συμμετέχουν στην επεξεργασία,

β)

τους σκοπούς και τα μέσα της σχεδιαζόμενης επεξεργασίας,

γ)

τα μέτρα και τις εγγυήσεις για την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υποκειμένων των δεδομένων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό,

δ)

τα στοιχεία επικοινωνίας του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων,

ε)

την εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία των δεδομένων που προβλέπεται στο άρθρο 39 και

στ)

κάθε άλλη πληροφορία που ζητεί ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων.

4.   Η Επιτροπή μπορεί, μέσω εκτελεστικής πράξης, να καταρτίσει κατάλογο με τις περιπτώσεις στις οποίες οι υπεύθυνοι επεξεργασίας διαβουλεύονται με, και λαμβάνουν προηγούμενη άδεια από, τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σε σχέση με επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διενεργείται για την εκπλήρωση από τον υπεύθυνο επεξεργασίας καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον, περιλαμβανομένης της επεξεργασίας δεδομένων σε σχέση με την κοινωνική προστασία και τη δημόσια υγεία.

ΤΜΗΜΑ 5

Ενημέρωση και νομοθετική διαβούλευση

Άρθρο 41

Ενημέρωση και διαβούλευση

1.   Τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης ενημερώνουν τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων οσάκις εκπονούν διοικητικά μέτρα και εσωτερικούς κανονισμούς που σχετίζονται με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην οποία μετέχει όργανο ή οργανισμός της Ένωσης, είτε αυτοτελώς είτε από κοινού με άλλους.

2.   Τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης διαβουλεύονται με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων οσάκις εκπονούν τους εσωτερικούς κανονισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 25.

Άρθρο 42

Νομοθετική διαβούλευση

1.   Η Επιτροπή, μετά την έγκριση προτάσεων νομοθετικών πράξεων και συστάσεων ή προτάσεων προς το Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 218 ΣΛΕΕ ή κατά την επεξεργασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ή εκτελεστικών πράξεων διαβουλεύεται με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων όταν υπάρχει αντίκτυπος στην προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

2.   Όταν πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι ιδιαίτερα σημαντική για την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η Επιτροπή δύναται επίσης να διαβουλεύεται με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων. Στις περιπτώσεις αυτές, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων συντονίζουν τις εργασίες τους με σκοπό την έκδοση κοινής γνωμοδότησης.

3.   Οι συμβουλές που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 παρέχονται γραπτώς εντός προθεσμίας μέχρι οκτώ εβδομάδων από την παραλαβή του αιτήματος διαβούλευσης που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2. Σε επείγουσες περιπτώσεις ή εάν αυτό κρίνεται σκόπιμο για άλλους λόγους, η Επιτροπή μπορεί να ορίζει συντομότερη προθεσμία.

4.   Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται όταν η Επιτροπή υποχρεούται, δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, να διαβουλεύεται με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων.

ΤΜΗΜΑ 6

Υπεύθυνος προστασίας δεδομένων

Άρθρο 43

Ορισμός του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων

1.   Κάθε όργανο ή οργανισμός της Ένωσης ορίζει υπεύθυνο προστασίας δεδομένων.

2.   Τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης μπορούν να ορίζουν έναν μόνο υπεύθυνο προστασίας δεδομένων για περισσότερα του ενός όργανα ή οργανισμούς, ανάλογα με την οργανωτική δομή και το μέγεθός τους.

3.   Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων διορίζεται βάσει επαγγελματικών προσόντων και ιδίως βάσει της εμπειρογνωσίας που διαθέτει στον τομέα του δικαίου και των πρακτικών περί προστασίας δεδομένων, καθώς και βάσει της ικανότητας εκπλήρωσης των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 45.

4.   Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων είναι μέλος του προσωπικού του οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης. Λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθός τους, και εφόσον δεν γίνεται χρήση της επιλογής της παραγράφου 2, τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης δύνανται να ορίζουν έναν υπεύθυνο προστασίας δεδομένων που ασκεί τα καθήκοντά του βάσει σύμβασης παροχής υπηρεσιών.

5.   Τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης δημοσιεύουν τα στοιχεία επικοινωνίας του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων και τα ανακοινώνουν στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

Άρθρο 44

Θέση του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων

1.   Τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης διασφαλίζουν ότι ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων συμμετέχει, δεόντως και εγκαίρως, σε όλα τα ζητήματα τα οποία σχετίζονται με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

2.   Τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης στηρίζουν τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων στην άσκηση των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 45 παρέχοντας απαραίτητους πόρους για την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων και πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και σε πράξεις επεξεργασίας, καθώς και πόρους απαραίτητους για τη διατήρηση της εμπειρογνωσίας του.

3.   Τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης διασφαλίζουν ότι ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων δεν λαμβάνει εντολές για την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων. Δεν απολύεται ούτε υφίσταται κυρώσεις από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία επειδή επιτέλεσε τα καθήκοντά του. Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων λογοδοτεί απευθείας στο ανώτατο διοικητικό επίπεδο του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία.

4.   Τα υποκείμενα των δεδομένων μπορούν να επικοινωνούν με τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων για κάθε ζήτημα σχετικό με την επεξεργασία των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα και με την άσκηση των δικαιωμάτων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

5.   Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων και το προσωπικό που υπάγεται σε αυτόν δεσμεύονται από την τήρηση του απορρήτου ή της εμπιστευτικότητας σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων τους, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης.

6.   Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων μπορεί να επιτελεί και άλλα καθήκοντα και υποχρεώσεις. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία διασφαλίζουν ότι τα εν λόγω καθήκοντα και υποχρεώσεις δεν συνεπάγονται σύγκρουση συμφερόντων.

7.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας, ο εκτελών την επεξεργασία, η οικεία επιτροπή προσωπικού και κάθε φυσικό πρόσωπο μπορούν να συμβουλεύονται τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων ως προς κάθε θέμα που άπτεται της ερμηνείας ή της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, χωρίς να ακολουθούν την επίσημη οδό. Ουδείς επιτρέπεται να υποστεί ζημία για θέμα που τίθεται στη γνώση του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων που είναι αρμόδιος, σχετικά με ισχυρισμό ότι έχει λάβει χώρα παραβίαση των διατάξεων του παρόντος κανονισμού.

8.   Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων διορίζεται για θητεία διάρκειας τριών έως πέντε ετών με δυνατότητα ανανέωσης. Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων είναι δυνατό να απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του από το όργανο ή τον οργανισμό της Ένωσης που τον διόρισε εφόσον έχει παύσει να πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του και μόνο με τη συγκατάθεση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

9.   Το όργανο ή ο οργανισμός της Ένωσης που διορίζει τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων γνωστοποιεί εν συνεχεία το όνομα αυτού στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

Άρθρο 45

Καθήκοντα του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων

1.   Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων έχει τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

ενημερώνει και συμβουλεύει τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία και τους υπαλλήλους που επεξεργάζονται τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό και από άλλες διατάξεις της Ένωσης σχετικά με την προστασία των δεδομένων,

β)

διασφαλίζει με ανεξάρτητο τρόπο την εσωτερική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και παρακολουθεί τη συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό, με άλλες ισχύουσες νομοθετικές πράξεις του ενωσιακού δικαίου που περιέχουν διατάξεις για την προστασία των δεδομένων και με τις πολιτικές του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία σε σχέση με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένων της ανάθεσης αρμοδιοτήτων, της ενίσχυσης της ευαισθητοποίησης και της κατάρτισης των υπαλλήλων που συμμετέχουν στις πράξεις επεξεργασίας, και των σχετικών ελέγχων,

γ)

διασφαλίζει ότι τα υποκείμενα των δεδομένων ενημερώνονται για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους βάσει του παρόντος κανονισμού,

δ)

παρέχει συμβουλές, κατόπιν σχετικού αιτήματος, όσον αφορά την αναγκαιότητα γνωστοποίησης ή ανακοίνωσης παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα βάσει των άρθρων 34 και 35,

ε)

παρέχει συμβουλές, κατόπιν σχετικού αιτήματος, όσον αφορά την εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία των δεδομένων και παρακολουθεί την υλοποίησή της σύμφωνα με το άρθρο 39, και διαβουλεύεται με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σε περίπτωση αμφιβολίας όσον αφορά την ανάγκη διενέργειας εκτίμησης αντικτύπου σχετικά με την προστασία των δεδομένων,

στ)

παρέχει συμβουλές, κατόπιν σχετικού αιτήματος, όσον αφορά την ανάγκη προηγούμενης διαβούλευσης με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 40· διαβουλεύεται με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σε περίπτωση αμφιβολίας όσον αφορά την ανάγκη προηγούμενης διαβούλευσης,

ζ)

ανταποκρίνεται στα αιτήματα του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων· στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του, συνεργάζεται και διαβουλεύεται με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, είτε κατόπιν αιτήματος του τελευταίου είτε με δική του πρωτοβουλία,

η)

διασφαλίζει ότι τα δικαιώματα και οι ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων δεν θίγονται από τις δραστηριότητες επεξεργασίας.

2.   Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων δύναται να διατυπώνει συστάσεις προς τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τον εκτελούντα την επεξεργασία για τη βελτίωση στην πράξη της προστασίας των δεδομένων και να τους συμβουλεύει σχετικά με θέματα που άπτονται της εφαρμογής των διατάξεων για την προστασία των δεδομένων. Περαιτέρω, μπορεί να προβαίνει, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε κατόπιν αιτήματος του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία, της οικείας επιτροπής προσωπικού ή οποιουδήποτε φυσικού προσώπου, στη διερεύνηση ζητημάτων και περιστατικών που σχετίζονται ευθέως με τα καθήκοντά του και που υποπίπτουν στην αντίληψή του και να ενημερώνει το πρόσωπο το οποίο ζήτησε την έρευνα ή στον υπεύθυνο επεξεργασίας ή στον εκτελούντα την επεξεργασία.

3.   Κάθε όργανο ή οργανισμός της Ένωσης θεσπίζει συμπληρωματικές διατάξεις εφαρμογής σχετικά με τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων. Οι διατάξεις εφαρμογής αφορούν, ιδίως, τα καθήκοντα, τις αρμοδιότητες και τις εξουσίες του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΔΙΑΒΙΒΑΣΕΙΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΠΡΟΣ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ Ή ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ

Άρθρο 46

Γενικές αρχές για διαβιβάσεις

Κάθε διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία ή προορίζονται να υποβληθούν σε επεξεργασία μετά τη διαβίβασή τους σε τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό πραγματοποιείται μόνο εάν, με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του παρόντος κανονισμού, οι προϋποθέσεις που θεσπίζονται στο παρόν κεφάλαιο τηρούνται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τον εκτελούντα την επεξεργασία, μεταξύ άλλων για περαιτέρω διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την τρίτη χώρα ή τον διεθνή οργανισμό σε άλλη τρίτη χώρα ή άλλο διεθνή οργανισμό. Όλες οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται με σκοπό να διασφαλίζεται ότι το επίπεδο προστασίας των φυσικών προσώπων που εγγυάται ο παρών κανονισμός δεν υπονομεύεται.

Άρθρο 47

Διαβιβάσεις βάσει απόφασης περί επάρκειας

1.   Η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό μπορεί να πραγματοποιηθεί εφόσον η Επιτροπή έχει αποφασίσει, βάσει του άρθρου 45 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 ή του άρθρου 36 παράγραφος 3 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680, ότι η τρίτη χώρα, έδαφος ή ένας ή περισσότεροι συγκεκριμένοι τομείς στην εν λόγω τρίτη χώρα ή ο εν λόγω διεθνής οργανισμός εξασφαλίζει επαρκές επίπεδο προστασίας και εφόσον η διαβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αποβλέπει αποκλειστικά στο να διευκολύνει την εκτέλεση καθήκοντος που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του υπεύθυνου επεξεργασίας.

2.   Τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης ενημερώνουν την Επιτροπή και τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σε περίπτωση που κρίνουν ότι τρίτη χώρα, έδαφος ή ένας ή περισσότεροι συγκεκριμένοι τομείς στην εν λόγω τρίτη χώρα ή συγκεκριμένος διεθνής οργανισμός δεν διασφαλίζουν επαρκές επίπεδο προστασίας κατά την έννοια της παραγράφου 1.

3.   Τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης λαμβάνουν τα μέτρα που είναι απαραίτητα για να συμμορφωθούν με τις αποφάσεις που λαμβάνει η Επιτροπή όταν διαπιστώνει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 45 παράγραφος 3 ή 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 ή του άρθρου 36 παράγραφος 3 ή 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680, ότι τρίτη χώρα, έδαφος ή ένας ή περισσότεροι συγκεκριμένοι τομείς στην εν λόγω τρίτη χώρα ή διεθνής οργανισμός διασφαλίζει ή δεν διασφαλίζει πλέον επαρκές επίπεδο προστασίας.

Άρθρο 48

Διαβιβάσεις που υπόκεινται σε κατάλληλες εγγυήσεις

1.   Ελλείψει απόφασης δυνάμει του άρθρου 45 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 ή του άρθρου 36 παράγραφος 3 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία μπορεί να διαβιβάσει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό μόνο εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία έχει παράσχει κατάλληλες εγγυήσεις και υπό την προϋπόθεση ότι υφίστανται εκτελεστά δικαιώματα και αποτελεσματικά ένδικα μέσα για τα υποκείμενα των δεδομένων.

2.   Οι κατάλληλες εγγυήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν να προβλέπονται, χωρίς να απαιτείται ειδική άδεια του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, μέσω:

α)

νομικά δεσμευτικού και εκτελεστού μέσου μεταξύ δημόσιων αρχών ή φορέων,

β)

τυποποιημένων ρητρών προστασίας δεδομένων που εκδίδονται από την Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 96 παράγραφος 2,

γ)

τυποποιημένων ρητρών προστασίας δεδομένων που εκδίδονται από τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων και εγκρίνονται από την Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 96 παράγραφος 2,

δ)

όταν ο εκτελών την επεξεργασία δεν είναι όργανο ή οργανισμός της Ένωσης, δεσμευτικών εταιρικών κανόνων, κωδίκων δεοντολογίας ή μηχανισμών πιστοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 2 στοιχεία β), ε) και στ) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679.

3.   Με την επιφύλαξη της άδειας του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, οι κατάλληλες εγγυήσεις της παραγράφου 1 μπορούν επίσης να παρέχονται ιδίως μέσω:

α)

συμβατικών ρητρών μεταξύ του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία και του υπεύθυνου επεξεργασίας, του εκτελούντος την επεξεργασία ή του αποδέκτη των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην τρίτη χώρα ή τον διεθνή οργανισμό, ή

β)

διατάξεων προς συμπερίληψη σε διοικητικές ρυθμίσεις μεταξύ δημόσιων αρχών ή φορέων οι οποίες περιλαμβάνουν εκτελεστά και ουσιαστικά δικαιώματα υποκειμένων των δεδομένων.

4.   Οι άδειες από τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 παραμένουν σε ισχύ έως ότου τροποποιηθούν, αντικατασταθούν ή καταργηθούν, εάν απαιτείται, από τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

5.   Τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης γνωστοποιούν στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων κατηγορίες περιπτώσεων στις οποίες εφαρμόστηκε το παρόν άρθρο.

Άρθρο 49

Διαβιβάσεις ή κοινοποιήσεις που δεν επιτρέπονται από το δίκαιο της Ένωσης

Κάθε απόφαση δικαστηρίου και κάθε απόφαση διοικητικής αρχής τρίτης χώρας που απαιτεί από υπεύθυνο επεξεργασίας ή εκτελούντα επεξεργασία να διαβιβάσει ή να κοινοποιήσει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορεί να αναγνωρισθεί ή να είναι εκτελεστή κατ’ οποιονδήποτε τρόπο μόνο εάν βασίζεται σε διεθνή συμφωνία, όπως σύμβαση αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής, που ισχύει μεταξύ της αιτούσας τρίτης χώρας και της Ένωσης, με την επιφύλαξη άλλων λόγων διαβίβασης σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο.

Άρθρο 50

Παρεκκλίσεις για ειδικές καταστάσεις

1.   Σε περίπτωση απουσίας απόφασης περί επάρκειας δυνάμει του άρθρου 45 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 ή του άρθρου 36 παράγραφος 3 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680, ή απουσίας κατάλληλων εγγυήσεων δυνάμει του άρθρου 48 του παρόντος κανονισμού, διαβίβαση ή σειρά διαβιβάσεων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα ή σε διεθνή οργανισμό πραγματοποιείται μόνο εφόσον πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το υποκείμενο των δεδομένων συγκατατέθηκε ρητώς στην προτεινόμενη διαβίβαση, αφού ενημερώθηκε για τους πιθανούς κινδύνους που εγκυμονούν τέτοιες διαβιβάσεις για το υποκείμενο των δεδομένων λόγω απουσίας απόφασης περί επάρκειας και κατάλληλων εγγυήσεων,

β)

η διαβίβαση είναι απαραίτητη για την εκτέλεση σύμβασης μεταξύ του υποκειμένου των δεδομένων και του υπεύθυνου επεξεργασίας ή για την εφαρμογή προσυμβατικών μέτρων τα οποία λαμβάνονται κατόπιν αιτήματος του υποκειμένου των δεδομένων,

γ)

η διαβίβαση είναι απαραίτητη για τη σύναψη ή την εκτέλεση σύμβασης η οποία συνήφθη προς όφελος του υποκειμένου των δεδομένων μεταξύ του υπεύθυνου επεξεργασίας και άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου,

δ)

η διαβίβαση είναι απαραίτητη για σημαντικούς λόγους δημόσιου συμφέροντος,

ε)

η διαβίβαση είναι απαραίτητη για τη θεμελίωση, την άσκηση ή την υποστήριξη νομικών αξιώσεων,

στ)

η διαβίβαση είναι απαραίτητη για την προστασία των ζωτικών συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλων προσώπων, εφόσον το υποκείμενο των δεδομένων δεν έχει τη φυσική ή νομική ικανότητα να παράσχει τη συγκατάθεσή του, ή

ζ)

η διαβίβαση πραγματοποιείται από μητρώο το οποίο, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, προορίζεται για την παροχή πληροφοριών στο κοινό και είναι ανοικτό για αναζήτηση πληροφοριών είτε στο ευρύ κοινό είτε σε οποιοδήποτε πρόσωπο μπορεί να επικαλεστεί έννομο συμφέρον, αλλά μόνο εφόσον πληρούνται στην εκάστοτε περίπτωση οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο δίκαιο της Ένωσης για την αναζήτηση πληροφοριών.

2.   Τα στοιχεία α), β) και γ) της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζονται σε δραστηριότητες που εκτελούνται από όργανα και οργανισμούς της Ένωσης κατά την άσκηση των δημόσιων εξουσιών τους.

3.   Το δημόσιο συμφέρον που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ) αναγνωρίζεται στο δίκαιο της Ένωσης.

4.   Διαβίβαση η οποία πραγματοποιείται δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο ζ) δεν περιλαμβάνει το σύνολο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ούτε ολόκληρες κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στο μητρώο, εκτός εάν αυτό επιτρέπεται από το δίκαιο της Ένωσης. Όταν το μητρώο προορίζεται για αναζήτηση πληροφοριών από πρόσωπα τα οποία έχουν έννομο συμφέρον, η διαβίβαση πραγματοποιείται μόνο κατόπιν αιτήματος των εν λόγω προσώπων ή μόνο εάν πρόκειται να είναι οι αποδέκτες.

5.   Ελλείψει απόφασης περί επάρκειας, το δίκαιο της Ένωσης μπορεί, για σοβαρούς λόγους δημόσιου συμφέροντος, να προβλέπει ρητώς περιορισμούς στη διαβίβαση ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα ή σε διεθνή οργανισμό.

6.   Τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης γνωστοποιούν στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων κατηγορίες περιπτώσεων στις οποίες εφαρμόστηκε το παρόν άρθρο.

Άρθρο 51

Διεθνής συνεργασία για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

Σε σχέση με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων, σε συνεργασία με την Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων, λαμβάνει κατάλληλα μέτρα με σκοπό:

α)

την ανάπτυξη μηχανισμών διεθνούς συνεργασίας για τη διευκόλυνση της αποτελεσματικής επιβολής της νομοθεσίας σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

β)

την παροχή διεθνούς αμοιβαίας συνδρομής στην επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ άλλων μέσω ειδοποίησης, διαβίβασης καταγγελιών, συνδρομής σε έρευνες και ανταλλαγής πληροφοριών, με την επιφύλαξη κατάλληλων εγγυήσεων για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών,

γ)

τη συμμετοχή των οικείων ενδιαφερομένων σε συζητήσεις και δραστηριότητες με στόχο την προώθηση της διεθνούς συνεργασίας για την επιβολή της νομοθεσίας σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

δ)

την προώθηση της ανταλλαγής και της τεκμηρίωσης της νομοθεσίας και της πρακτικής περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ άλλων σε συγκρούσεις δικαιοδοσίας με τρίτες χώρες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ ΕΠΟΠΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Άρθρο 52

Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων

1.   Συστήνεται Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων.

2.   Όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων είναι επιφορτισμένος να εξασφαλίζει ότι τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων, ιδίως δε το δικαίωμά τους στην προστασία των δεδομένων.

3.   Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων είναι επιφορτισμένος με την παρακολούθηση και την εξασφάλιση της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και κάθε άλλης ενωσιακής πράξης στον τομέα της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται από όργανο ή οργανισμό της Ένωσης, και για την παροχή συμβουλών προς τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και προς τα υποκείμενα των δεδομένων για κάθε θέμα που αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Προς τους σκοπούς αυτούς, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων εκτελεί τα καθήκοντα που προβλέπονται στο άρθρο 57 και ασκεί τις αρμοδιότητες που του ανατίθενται δυνάμει του άρθρου 58.

4.   Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 εφαρμόζεται στα έγγραφα που τηρεί ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων. Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων θεσπίζει λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 όσον αφορά τα έγγραφα αυτά.

Άρθρο 53

Διορισμός του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων

1.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο διορίζουν, με κοινή συμφωνία, τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων για πέντε έτη, βάσει καταλόγου που συντάσσει η Επιτροπή έπειτα από δημόσια πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων. Η εν λόγω πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων επιτρέπει σε όλους τους ενδιαφερομένους στο σύνολο της Ένωσης να υποβάλουν την υποψηφιότητά τους. Ο κατάλογος υποψηφίων που συντάσσει η Επιτροπή είναι δημόσιος και περιλαμβάνει τουλάχιστον τρεις υποψηφίους. Η αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μπορεί, με βάση τον κατάλογο που συντάσσει η Επιτροπή, να αποφασίσει να διοργανώσει ακρόαση προκειμένου να μπορέσει να διαμορφώσει γνώμη.

2.   Ο κατάλογος υποψηφίων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει πρόσωπα τα οποία παρέχουν εχέγγυα ανεξαρτησίας και διαθέτουν ειδικές γνώσεις στον τομέα της προστασίας των δεδομένων, καθώς και αξιόλογη εμπειρία και ικανότητες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

3.   Η θητεία του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων είναι ανανεώσιμη άπαξ.

4.   Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων παύει να ασκεί τα καθήκοντά του στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

αν ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων αντικατασταθεί,

β)

αν ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων παραιτηθεί,

γ)

αν ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων απαλλαχθεί από τα καθήκοντά του ή εξαναγκαστεί σε υποχρεωτική συνταξιοδότηση.

5.   Το Δικαστήριο δύναται να απαλλάξει τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων από τα καθήκοντά του ή να τον κηρύξει έκπτωτο από το δικαίωμα παροχής σύνταξης ή άλλων ευεργετημάτων που εξομοιούνται με σύνταξη, κατόπιν αίτησης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής, εάν παύσει να πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του ή εάν διαπράξει βαρύ παράπτωμα.

6.   Στις περιπτώσεις κανονικής αντικατάστασης και εκούσιας παραίτησης, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων παραμένει ωστόσο εν υπηρεσία μέχρι την αντικατάστασή του.

7.   Τα άρθρα 11 έως 14 και το άρθρο 17 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ισχύουν και για τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

Άρθρο 54

Καθεστώς και γενικοί όροι άσκησης των καθηκόντων του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, ανθρώπινο δυναμικό και οικονομικοί πόροι

1.   Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων εξομοιώνεται με δικαστή του Δικαστηρίου όσον αφορά τον καθορισμό του μισθού του, των επιδομάτων του, της σύνταξης αρχαιότητας, καθώς και κάθε άλλης παροχής που εξομοιώνεται με αποδοχές.

2.   Η αρμόδια επί του προϋπολογισμού αρχή φροντίζει ώστε ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων να διαθέτει το ανθρώπινο δυναμικό και τους οικονομικούς πόρους που χρειάζονται για την εκτέλεση των καθηκόντων του.

3.   Ο προϋπολογισμός του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων περιλαμβάνεται σε ειδική γραμμή του τμήματος του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης που αναφέρεται στις διοικητικές δαπάνες.

4.   Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων επικουρείται από γραμματεία. Οι υπάλληλοι και τα μέλη του λοιπού προσωπικού της γραμματείας διορίζονται από τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, των οποίων είναι ο ιεραρχικά προϊστάμενος και στον οποίο υπάγονται αποκλειστικά. Ο αριθμός τους καθορίζεται κάθε χρόνο στο πλαίσιο της διαδικασίας του προϋπολογισμού. Το άρθρο 75 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 ισχύει για το προσωπικό του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων που συμμετέχει στην εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων από το ενωσιακό δίκαιο.

5.   Οι υπάλληλοι και τα μέλη του λοιπού προσωπικού της γραμματείας του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων υπόκεινται στους κανονισμούς και τις ρυθμίσεις που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης.

6.   Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων έχει την έδρα του στις Βρυξέλλες.

Άρθρο 55

Ανεξαρτησία

1.   Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων εκτελεί τα καθήκοντά του και ασκεί τις εξουσίες του σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό με πλήρη ανεξαρτησία.

2.   Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων εκτελεί τα καθήκοντά του και ασκεί τις εξουσίες του σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό χωρίς εξωτερικές επιρροές, είτε άμεσες είτε έμμεσες, και δεν ζητεί ούτε λαμβάνει οδηγίες από κανέναν.

3.   Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων απέχει από κάθε πράξη ασυμβίβαστη προς τα καθήκοντά του και, κατά τη διάρκεια της θητείας του, δεν ασκεί καμία άλλη επαγγελματική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη.

4.   Μετά τη λήξη της θητείας του, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων υποχρεούται να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα σε σχέση με την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.

Άρθρο 56

Επαγγελματικό απόρρητο

Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων και το προσωπικό του υποχρεούνται, τόσο κατά τη διάρκεια της θητείας τους όσο και μετά τη λήξη της, να τηρούν το επαγγελματικό απόρρητο όσον αφορά οποιεσδήποτε εμπιστευτικές πληροφορίες που έχουν περιέλθει σε γνώση τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 57

Καθήκοντα

1.   Με την επιφύλαξη των άλλων καθηκόντων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων:

α)

παρακολουθεί και επιβάλλει την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού από όργανα και οργανισμούς της Ένωσης, με εξαίρεση την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της άσκησης των δικαιοδοτικών του καθηκόντων,

β)

προωθεί την ευαισθητοποίηση του κοινού και την κατανόηση των κινδύνων, των κανόνων, των εγγυήσεων και των δικαιωμάτων που σχετίζονται με την επεξεργασία. Ειδική προσοχή αποδίδεται σε δραστηριότητες που απευθύνονται ειδικά σε παιδιά,

γ)

προωθεί την ευαισθητοποίηση των υπευθύνων επεξεργασίας και των εκτελούντων επεξεργασία σχετικά με τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού,

δ)

κατόπιν αιτήματος, παρέχει πληροφορίες στα υποκείμενα των δεδομένων όσον αφορά την άσκηση των δικαιωμάτων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού και, ενδεχομένως, συνεργάζεται για τον σκοπό αυτό με τις εθνικές εποπτικές αρχές,

ε)

χειρίζεται τις καταγγελίες που υποβάλλονται από το υποκείμενο των δεδομένων ή από φορέα ή οργάνωση ή ένωση σύμφωνα με το άρθρο 67 και ερευνά, στο μέτρο που ενδείκνυται, το αντικείμενο της καταγγελίας και ενημερώνει τον καταγγέλλοντα για την πρόοδο και για την έκβαση της έρευνας εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, ιδίως εάν απαιτείται περαιτέρω έρευνα ή συντονισμός με άλλη εποπτική αρχή,

στ)

διενεργεί έρευνες σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων βάσει πληροφοριών που λαμβάνει από άλλη εποπτική αρχή ή άλλη δημόσια αρχή,

ζ)

παρέχει συμβουλές, με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος, σε όλα τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης για νομοθετικά και διοικητικά μέτρα που σχετίζονται με την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

η)

παρακολουθεί τις σχετικές εξελίξεις, στον βαθμό που έχουν αντίκτυπο στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως δε τις εξελίξεις των τεχνολογιών των πληροφοριών και των επικοινωνιών,

θ)

θεσπίζει τυποποιημένες συμβατικές ρήτρες του άρθρου 29 παράγραφος 8 και του άρθρου 48 παράγραφος 2 στοιχείο γ),

ι)

καταρτίζει και διατηρεί κατάλογο σε σχέση με την απαίτηση για διενέργεια εκτίμησης αντικτύπου σχετικά με την προστασία των δεδομένων δυνάμει του άρθρου 39 παράγραφος 4,

ια)

συμμετέχει στις δραστηριότητες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων,

ιβ)

παρέχει τη γραμματεία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 75 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679,

ιγ)

παρέχει συμβουλές σχετικά με την επεξεργασία που αναφέρεται στο άρθρο 40 παράγραφος 2,

ιδ)

επιτρέπει συμβατικές ρήτρες και διατάξεις του άρθρου 48 παράγραφος 3,

ιε)

τηρεί εσωτερικά αρχεία των παραβάσεων του παρόντος κανονισμού και των μέτρων που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 58 παράγραφος 2,

ιστ)

εκπληρώνει κάθε άλλο καθήκον σχετικό με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και

ιζ)

θεσπίζει τον εσωτερικό του κανονισμό.

2.   Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων διευκολύνει την υποβολή των καταγγελιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε) με έντυπο υποβολής καταγγελίας το οποίο μπορεί επίσης να συμπληρωθεί ηλεκτρονικά, χωρίς να αποκλείονται άλλοι τρόποι επικοινωνίας.

3.   Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων ασκεί τα καθήκοντά του χωρίς επιβάρυνση για το υποκείμενο των δεδομένων.

4.   Εάν τα αιτήματα είναι προδήλως αβάσιμα ή υπερβολικά, ιδίως λόγω του επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα τους, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων μπορεί να αρνηθεί να ανταποκριθεί στο αίτημα. Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων φέρει το βάρος απόδειξης του προδήλως αβάσιμου ή υπερβολικού χαρακτήρα του αιτήματος.

Άρθρο 58

Εξουσίες

1.   Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων διαθέτει τις ακόλουθες εξουσίες έρευνας:

α)

να δίνει εντολή στον υπεύθυνο επεξεργασίας και στον εκτελούντα την επεξεργασία να παράσχουν κάθε πληροφορία την οποία απαιτεί για την εκτέλεση των καθηκόντων του,

β)

να διεξάγει έρευνες με τη μορφή ελέγχων για την προστασία των δεδομένων,

γ)

να ειδοποιεί τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία για εικαζόμενη παράβαση του παρόντος κανονισμού,

δ)

να αποκτά, από τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τον εκτελούντα την επεξεργασία, πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων του,

ε)

να έχει πρόσβαση στις εγκαταστάσεις του υπεύθυνου επεξεργασίας και του εκτελούντος την επεξεργασία, περιλαμβανομένων κάθε εξοπλισμού και μέσου επεξεργασίας δεδομένων, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης.

2.   Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων διαθέτει τις ακόλουθες διορθωτικές εξουσίες:

α)

να απευθύνει προειδοποιήσεις στον υπεύθυνο επεξεργασίας ή στον εκτελούντα την επεξεργασία ότι οι σκοπούμενες πράξεις επεξεργασίας είναι πιθανόν να παραβαίνουν διατάξεις του παρόντος κανονισμού,

β)

να απευθύνει επιπλήξεις στον υπεύθυνο επεξεργασίας ή στον εκτελούντα την επεξεργασία όταν πράξεις επεξεργασίας έχουν παραβεί διατάξεις του παρόντος κανονισμού,

γ)

να παραπέμπει το θέμα στον αρμόδιο υπεύθυνο επεξεργασίας ή εκτελούντα την επεξεργασία και, εάν παρίσταται αναγκαίο, να προσφεύγει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή,

δ)

να δίνει εντολή στον υπεύθυνο επεξεργασίας ή στον εκτελούντα την επεξεργασία να συμμορφώνεται προς τα αιτήματα του υποκειμένου των δεδομένων για την άσκηση των δικαιωμάτων του σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό,

ε)

να δίνει εντολή στον υπεύθυνο επεξεργασίας ή στον εκτελούντα την επεξεργασία να καθιστά τις πράξεις επεξεργασίας σύμφωνες με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, εάν χρειάζεται, με συγκεκριμένο τρόπο και εντός ορισμένης προθεσμίας,

στ)

να δίνει εντολή στον υπεύθυνο επεξεργασίας να ανακοινώνει την παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο υποκείμενο των δεδομένων,

ζ)

να επιβάλλει προσωρινό ή οριστικό περιορισμό, περιλαμβανομένης της απαγόρευσης της επεξεργασίας,

η)

να δίνει εντολή διόρθωσης ή διαγραφής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή περιορισμού της επεξεργασίας δυνάμει των άρθρων 18, 19 και 20 και εντολή κοινοποίησης των ενεργειών αυτών σε αποδέκτες στους οποίους τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα γνωστοποιήθηκαν δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 2 και του άρθρου 21,

θ)

να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο δυνάμει του άρθρου 66, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης με κάποιο από τα μέτρα που αναφέρονται στα στοιχεία δ) έως η) και ι) της παρούσας παραγράφου και ανάλογα με τις περιστάσεις κάθε μεμονωμένης περίπτωσης,

ι)

να δίνει εντολή για αναστολή της κυκλοφορίας δεδομένων σε αποδέκτη σε κράτος μέλος, τρίτη χώρα ή σε διεθνή οργανισμό.

3.   Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων διαθέτει τις ακόλουθες αδειοδοτικές και συμβουλευτικές εξουσίες:

α)

να παρέχει συμβουλές στα υποκείμενα των δεδομένων κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους,

β)

να παρέχει συμβουλές στον υπεύθυνο επεξεργασίας σύμφωνα με τη διαδικασία προηγούμενης διαβούλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 40 και σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφος 2,

γ)

να εκδίδει, με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος, γνώμες προς τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, καθώς και προς το κοινό, για κάθε θέμα το οποίο σχετίζεται με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

δ)

να εγκρίνει τυποποιημένες ρήτρες προστασίας των δεδομένων του άρθρου 29 παράγραφος 8 και του άρθρου 48 παράγραφος 2 στοιχείο γ),

ε)

να επιτρέπει συμβατικές ρήτρες του άρθρου 48 παράγραφος 3 στοιχείο α),

στ)

να επιτρέπει διοικητικές ρυθμίσεις που αναφέρονται στο άρθρο 48 παράγραφος 3 στοιχείο β),

ζ)

να επιτρέπει πράξεις επεξεργασίας δυνάμει εκτελεστικών πράξεων που εκδίδονται βάσει του άρθρου 40 παράγραφος 4.

4.   Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων έχει την εξουσία να προσφεύγει στο Δικαστήριο υπό τους όρους που προβλέπουν οι Συνθήκες και να παρεμβαίνει σε υποθέσεις που φέρονται ενώπιον του Δικαστηρίου.

5.   Η άσκηση εκ μέρους του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων των εξουσιών του δυνάμει του παρόντος άρθρου υπόκειται στις δέουσες εγγυήσεις, περιλαμβανομένης της άσκησης πραγματικής δικαστικής προσφυγής και της τήρησης της προσήκουσας διαδικασίας, όπως προβλέπονται στο δίκαιο της Ένωσης.

Άρθρο 59

Υποχρέωση υπευθύνων επεξεργασίας ή εκτελούντων την επεξεργασία προς απάντηση σε ισχυρισμούς

Όταν ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων ασκεί τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στο άρθρο 58 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) και γ), ο οικείος υπεύθυνος επεξεργασίας ή εκτελών την επεξεργασία ενημερώνει τον Ευρωπαίο Επόπτης Προστασίας Δεδομένων για την άποψή του, εντός εύλογης προθεσμίας την οποία τάσσει ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις κάθε περίπτωσης. Η γνώμη αυτή περιλαμβάνει επίσης περιγραφή των μέτρων που έχουν ενδεχομένως ληφθεί, σε απάντηση των παρατηρήσεων του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

Άρθρο 60

Έκθεση δραστηριοτήτων

1.   Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων υποβάλλει κάθε χρόνο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή έκθεση δραστηριοτήτων και ταυτόχρονα τη δημοσιεύει.

2.   Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων διαβιβάζει την έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στα άλλα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, τα οποία μπορούν να υποβάλλουν παρατηρήσεις ενόψει της ενδεχόμενης εξέτασης της έκθεσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ

Άρθρο 61

Συνεργασία μεταξύ του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων και των εθνικών εποπτικών αρχών

Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων συνεργάζεται με τις εθνικές εποπτικές αρχές και με την κοινή εποπτική αρχή που συστήνεται δυνάμει του άρθρου 25 της απόφασης 2009/917/ΔΕΥ του Συμβουλίου (19) στον βαθμό που τούτο είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των αντίστοιχων καθηκόντων τους, ιδίως ανταλλάσσοντας συναφείς πληροφορίες, καλώντας ο μεν τις δε και αντιστρόφως να ασκήσουν τις εξουσίες τους και ανταποκρινόμενοι σε αιτήματα που υποβάλλουν μεταξύ τους.

Άρθρο 62

Συντονισμένη εποπτεία από τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων και τις εθνικές εποπτικές αρχές

1.   Όταν ενωσιακή πράξη παραπέμπει στο παρόν άρθρο, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων και οι εθνικές εποπτικές αρχές, εντός του πεδίου των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, συνεργάζονται ενεργά στο πλαίσιο των ευθυνών τους προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εποπτεία συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας και οργάνων και οργανισμών της Ένωσης.

2.   Στο πεδίο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους και στο πλαίσιο των καθηκόντων τους, ανταλλάσσουν, κατά τον δέοντα τρόπο, σχετικές πληροφορίες, συνδράμουν αλλήλους στη διενέργεια ελέγχων και επιθεωρήσεων, εξετάζουν τυχόν δυσκολίες όσον αφορά την ερμηνεία ή την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και των λοιπών ισχυουσών ενωσιακών πράξεων, διερευνούν προβλήματα που μπορεί να ανακύψουν κατά την άσκηση ανεξάρτητης εποπτείας ή κατά την άσκηση των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων, συντάσσουν εναρμονισμένες προτάσεις ώστε να εξευρεθούν κοινές λύσεις σε τυχόν προβλήματα και προάγουν την ευαισθητοποίηση όσον αφορά τα δικαιώματα περί προστασίας των δεδομένων.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων και οι εθνικές εποπτικές αρχές συνεδριάζουν από κοινού τουλάχιστον δύο φορές τον χρόνο στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων. Για αυτούς τους σκοπούς, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων μπορεί ενδεχομένως να αναπτύσσει πρόσθετες μεθόδους εργασίας.

4.   Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων υποβάλλει κάθε δύο χρόνια κοινή έκθεση δραστηριοτήτων σχετικά με τη συντονισμένη εποπτεία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ, ΕΥΘΥΝΗ ΚΑΙ ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Άρθρο 63

Δικαίωμα υποβολής καταγγελίας στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων

1.   Με την επιφύλαξη τυχόν δικαστικής, διοικητικής ή μη δικαστικής προσφυγής, κάθε υποκείμενο δεδομένων δικαιούται να υποβάλει καταγγελία στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, εάν θεωρεί ότι η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν παραβαίνει τον παρόντα κανονισμό.

2.   Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων ενημερώνει τον καταγγέλοντα για την πρόοδο και την έκβαση της καταγγελίας, περιλαμβανομένης της δυνατότητας άσκησης δικαστικής προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 64.

3.   Αν ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων δεν εξετάσει την καταγγελία ή δεν ενημερώσει το υποκείμενο των δεδομένων εντός τριών μηνών για την πρόοδο ή την έκβαση της καταγγελίας, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων θεωρείται ότι έχει λάβει αρνητική απόφαση.

Άρθρο 64

Δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής

1.   Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο για την εκδίκαση κάθε διαφοράς που σχετίζεται με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των αξιώσεων αποζημίωσης.

2.   Οι προσφυγές κατά αποφάσεων του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, μεταξύ άλλων και κατά των αποφάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 63 παράγραφος 3, ασκούνται ενώπιον του Δικαστηρίου.

3.   Το Δικαστήριο έχει πλήρη δικαιοδοσία να εξετάζει τα διοικητικά πρόστιμα που αναφέρονται στην παράγραφο 66. Μπορεί να ακυρώσει, να μειώσει ή να αυξήσει τα πρόστιμα αυτά εντός των ορίων του άρθρου 66.

Άρθρο 65

Δικαίωμα αποζημίωσης

Κάθε πρόσωπο το οποίο υπέστη υλική ή μη υλική ζημία ως αποτέλεσμα παραβίασης του παρόντος κανονισμού δικαιούται αποζημίωση από το όργανο ή τον οργανισμό της Ένωσης για τη ζημία που υπέστη, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις Συνθήκες.

Άρθρο 66

Διοικητικά πρόστιμα

1.   Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων δύναται να επιβάλλει διοικητικά πρόστιμα σε όργανα και οργανισμούς της Ένωσης, ανάλογα με τις περιστάσεις κάθε μεμονωμένης περίπτωσης, όταν το όργανο ή ο οργανισμός της Ένωσης δεν συμμορφώνεται με εντολή του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 58 παράγραφος 2 στοιχεία δ) ως η) και το άρθρο 58 παράγραφος 2 στοιχείο ι). Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με την επιβολή διοικητικού προστίμου, καθώς και σχετικά με το ύψος του διοικητικού προστίμου για κάθε μεμονωμένη περίπτωση, λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα ακόλουθα:

α)

η φύση, η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την έκταση ή τον σκοπό της σχετικής επεξεργασίας, καθώς και τον αριθμό των υποκειμένων δεδομένων που έθιξε η παράβαση και τον βαθμό ζημίας που υπέστησαν,

β)

οποιεσδήποτε ενέργειες στις οποίες προέβη το όργανο ή ο οργανισμός της Ένωσης για να μετριάσει τη ζημία που υπέστησαν τα υποκείμενα των δεδομένων,

γ)

ο βαθμός ευθύνης του οργάνου ή του οργανισμού της Ένωσης, λαμβάνοντας υπόψη τα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα που εφαρμόζουν δυνάμει των άρθρων 27 και 33,

δ)

τυχόν παρόμοιες προηγούμενες παραβάσεις του οργάνου ή του οργανισμού της Ένωσης,

ε)

ο βαθμός συνεργασίας με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων για την επανόρθωση της παράβασης και τον περιορισμό των πιθανών δυσμενών επιπτώσεών της,

στ)

οι κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που επηρεάζει η παράβαση,

ζ)

ο τρόπος με τον οποίο ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων πληροφορήθηκε την παράβαση, ειδικότερα εάν και κατά πόσο το όργανο ή ο οργανισμός της Ένωσης κοινοποίησε την παράβαση,

η)

η συμμόρφωση με οποιαδήποτε από τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 58 και τα οποία διατάχθηκαν προηγουμένως κατά του εμπλεκόμενου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης σχετικά με το ίδιο αντικείμενο, η συμμόρφωση με τα εν λόγω μέτρα. Οι διαδικασίες που καταλήγουν στην επιβολή των εν λόγω προστίμων εκτελούνται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος σύμφωνα με τις περιστάσεις της εκάστοτε περίπτωσης και λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές κυρώσεις και διαδικασίες του άρθρου 69.

2.   Παραβάσεις των υποχρεώσεων που υπέχει το όργανο ή ο οργανισμός της Ένωσης δυνάμει των άρθρων 8 και 12, των άρθρων 27 έως 35 και των άρθρων 39, 40, 43, 44 και 45 επισύρουν, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, την επιβολή διοικητικών προστίμων ύψους έως 25 000 EUR ανά παράβαση και έως 250 000 EUR συνολικά ετησίως.

3.   Παραβάσεις των ακόλουθων διατάξεων από όργανο ή οργανισμό της Ένωσης επισύρουν, σύμφωνα με την παράγραφο 1, την επιβολή διοικητικών προστίμων ύψους ως 50 000 EUR ανά παράβαση και έως 500 000 EUR συνολικά ετησίως:

α)

των βασικών αρχών για την επεξεργασία, περιλαμβανομένων των όρων που ισχύουν για τη συγκατάθεση, σύμφωνα με τα άρθρα 4, 5, 7 και 10,

β)

των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων σύμφωνα με τα άρθρα 14 έως 24,

γ)

των διατάξεων για τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε αποδέκτη σε τρίτη χώρα ή σε διεθνή οργανισμό σύμφωνα με τα άρθρα 46 έως 50.

4.   Σε περίπτωση που όργανο ή οργανισμός της Ένωσης, για τις ίδιες ή για συνδεδεμένες ή για συνεχόμενες πράξεις επεξεργασίας, παραβιάζει περισσότερες διατάξεις του παρόντος κανονισμού ή την ίδια διάταξη του παρόντος κανονισμού επανειλημμένως, το συνολικό ύψος του διοικητικού προστίμου δεν υπερβαίνει το ποσό που ορίζεται για τη βαρύτερη παράβαση.

5.   Προτού λάβει αποφάσεις σύμφωνα με το παρόν άρθρο, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων παρέχει στο όργανο ή τον οργανισμό της Ένωσης που υπόκειται στη διαδικασία την οποία διεξάγει ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων την ευκαιρία να διατυπώσει την άποψή του επί των θεμάτων στα οποία ενίσταται ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων. Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων στηρίζει τις αποφάσεις του μόνο σε ενστάσεις ως προς τις οποίες έχει παρασχεθεί στα ενδιαφερόμενα μέρη η δυνατότητα υποβολής των παρατηρήσεών τους. Οι καταγγέλλοντες μετέχουν στενά στη διαδικασία.

6.   Κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας διασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματα υπεράσπισης των ενδιαφερομένων μερών. Δικαιούνται δε να έχουν πρόσβαση στον φάκελο του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, με την επιφύλαξη των έννομων συμφερόντων προσώπων ή επιχειρήσεων στην προστασία των προσωπικών τους δεδομένων ή επαγγελματικών απορρήτων.

7.   Τα ποσά που συγκεντρώνονται από την επιβολή προστίμων βάσει του παρόντος άρθρου συνιστούν έσοδο του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης.

Άρθρο 67

Εκπροσώπηση υποκειμένων των δεδομένων

Το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να αναθέσει σε μη κερδοσκοπικό φορέα, οργάνωση ή ένωση που έχει συσταθεί δεόντως σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους, διαθέτει καταστατικούς σκοπούς που είναι γενικού συμφέροντος και δραστηριοποιείται στον τομέα της προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υποκειμένων των δεδομένων σε σχέση με την προστασία των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα, να υποβάλει για λογαριασμό του την καταγγελία στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, να ασκήσει για λογαριασμό του τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 63 και 64 και να ασκήσει εξ ονόματός του το δικαίωμα αποζημίωσης που αναφέρεται στο άρθρο 65.

Άρθρο 68

Ενστάσεις του προσωπικού της Ένωσης

Κάθε πρόσωπο το οποίο απασχολείται από όργανο ή οργανισμό της Ένωσης δύναται να υποβάλει ένσταση στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων επικαλούμενο παράβαση των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, χωρίς να ακολουθηθεί η επίσημη οδός. Ουδείς επιτρέπεται να υποστεί ζημία λόγω του ότι έχει υποβάλει ένσταση στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων με την οποία επικαλείται συναφή παράβαση.

Άρθρο 69

Κυρώσεις

Όταν υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού της Ένωσης παραλείπει να συμμορφωθεί προς υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει βάσει του παρόντος κανονισμού, είτε εκ προθέσεως είτε εξ αμελείας, ο εν λόγω υπάλληλος ή το εν λόγω μέλος του λοιπού προσωπικού υφίσταται πειθαρχική ή άλλη κύρωση, σύμφωνα με τις διατάξεις και τις διαδικασίες του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX

ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΑΠΟ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΠΟΥ ΑΣΚΟΥΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΣΕ ΤΟΜΕΙΣ ΠΟΥ ΕΜΠΙΠΤΟΥΝ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 4 Ή ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 5 ΤΟΥ ΤΙΤΛΟΥ V ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΣΛΕΕ

Άρθρο 70

Πεδίο εφαρμογής του Κεφαλαίου

Το παρόν κεφάλαιο εφαρμόζεται μόνο στην επεξεργασία επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από όργανα και οργανισμούς της Ένωσης που ασκούν δραστηριότητες οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του τρίτου μέρους τίτλος V κεφάλαιο 4 ή κεφάλαιο 5 ΣΛΕΕ, με την επιφύλαξη συγκεκριμένων κανόνων περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που ισχύουν για το εν λόγω όργανο ή οργανισμό της Ένωσης.

Άρθρο 71

Αρχές που διέπουν την επεξεργασία επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1.   Τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα:

α)

υποβάλλονται σε σύννομη και δίκαιη επεξεργασία («νομιμότητα και αντικειμενικότητα»),

β)

συλλέγονται για καθορισμένους, ρητούς και νόμιμους σκοπούς και δεν υποβάλλονται σε επεξεργασία κατά τρόπο μη συμβατό προς τους σκοπούς αυτούς («περιορισμός του σκοπού»),

γ)

είναι κατάλληλα, συναφή και εύλογα όσον αφορά τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία («ελαχιστοποίηση των δεδομένων»),

δ)

είναι ακριβή και, όταν είναι αναγκαίο, επικαιροποιούνται· πρέπει να λαμβάνονται όλα τα εύλογα μέτρα για να διασφαλιστεί ότι επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι ανακριβή σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία, διαγράφονται ή διορθώνονται χωρίς καθυστέρηση («ακρίβεια»),

ε)

διατηρούνται υπό μορφή που επιτρέπει την εξακρίβωση της ταυτότητας των υποκειμένων των δεδομένων μόνο για το διάστημα που απαιτείται για τους σκοπούς της επεξεργασίας των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα («περιορισμός της περιόδου αποθήκευσης»),

στ)

υποβάλλονται σε επεξεργασία κατά τρόπο που εγγυάται την ενδεδειγμένη ασφάλεια των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως μεταξύ άλλων την προστασία τους από μη εξουσιοδοτημένη ή παράνομη επεξεργασία και τυχαία απώλεια, καταστροφή ή φθορά, με τη χρησιμοποίηση κατάλληλων τεχνικών ή οργανωτικών μέτρων («ακεραιότητα και εμπιστευτικότητα»).

2.   Η επεξεργασία από τον ίδιο ή άλλο υπεύθυνο επεξεργασίας για τους σκοπούς που καθορίζονται στη νομική πράξη που συστήνει το όργανο ή τον οργανισμό της Ένωσης, διαφορετικούς από εκείνους για τους οποίους συλλέγονται τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται εφόσον:

α)

ο υπεύθυνος επεξεργασίας είναι εξουσιοδοτημένος να επεξεργάζεται τα εν λόγω επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για τον σκοπό αυτόν σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και

β)

η επεξεργασία είναι απαραίτητη και ανάλογη προς τον εν λόγω διαφορετικό σκοπό σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης.

3.   Η επεξεργασία από τον ίδιο ή άλλο υπεύθυνο επεξεργασίας μπορεί να περιλαμβάνει την αρχειοθέτηση για λόγους δημόσιου συμφέροντος, την επιστημονική, στατιστική ή ιστορική χρήση, για τους σκοπούς που ορίζονται στη νομική πράξη που συστήνει το όργανο ή τον οργανισμό της Ένωσης, με την επιφύλαξη των κατάλληλων εγγυήσεων για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων.

4.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας υποχρεούται να τηρεί αποδεδειγμένα τις παραγράφους 1, 2 και 3.

Άρθρο 72

Νομιμότητα της επεξεργασίας επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1.   Η επεξεργασία επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι σύννομη μόνον εάν και στο μέτρο που η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκτέλεση καθήκοντος που ασκείται από τα όργανα και οργανισμούς της Ένωσης κατά την άσκηση δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του τρίτου μέρους τίτλος V κεφάλαιο 4 ή κεφάλαιο 5 ΣΛΕΕ και βασίζεται στο δίκαιο της Ένωσης.

2.   Ειδικές νομοθετικές πράξεις της Ένωσης που ρυθμίζουν την επεξεργασία στο πλαίσιο του παρόντος κεφαλαίου καθορίζουν τουλάχιστον τους στόχους της επεξεργασίας, τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία, τους σκοπούς της επεξεργασίας και τα χρονικά όρια για την αποθήκευση των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή για την περιοδική επανεξέταση της ανάγκης περαιτέρω αποθήκευσης των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Άρθρο 73

Διάκριση μεταξύ διαφορετικών κατηγοριών υποκειμένων των δεδομένων

Ο υπεύθυνος επεξεργασίας, κατά περίπτωση και στο μέτρο του εφικτού, προβαίνει σε σαφή διάκριση μεταξύ επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διαφορετικών κατηγοριών υποκειμένων των δεδομένων, όπως οι κατηγορίες που περιλαμβάνονται στις νομικές πράξεις που συστήνουν τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης.

Άρθρο 74

Διάκριση των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και έλεγχος της ποιότητας των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας προβαίνει, στο μέτρο του δυνατού, σε διάκριση των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με βάση πραγματικά περιστατικά από επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία βασίζονται σε προσωπικές εκτιμήσεις.

2.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο προκειμένου να διασφαλίσει ότι τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που είναι ανακριβή, ελλιπή ή δεν είναι πλέον επικαιροποιημένα δεν διαβιβάζονται ούτε διατίθενται. Για τον σκοπό αυτό, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, στο μέτρο του δυνατού και ανάλογα με την περίπτωση, ελέγχει την ποιότητα των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πριν από τη διαβίβαση ή τη διάθεση των δεδομένων αυτών, για παράδειγμα σε διαβούλευση με την αρμόδια αρχή από την οποία προέρχονται τα δεδομένα. Σε κάθε διαβίβαση επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επισυνάπτονται, στο μέτρο του δυνατού, από τον υπεύθυνο επεξεργασίας οι αναγκαίες πληροφορίες που επιτρέπουν στον αποδέκτη να αξιολογήσει την ακρίβεια, την πληρότητα και την αξιοπιστία των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και τον βαθμό επικαιροποίησής τους.

3.   Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι έχουν διαβιβαστεί ανακριβή επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή ότι τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαβιβάστηκαν παρανόμως, ο αποδέκτης τους ενημερώνεται αμελλητί. Στην περίπτωση αυτή, τα εν λόγω επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διορθώνονται, διαγράφονται ή περιορίζεται η επεξεργασία τους σύμφωνα με το άρθρο 82.

Άρθρο 75

Ειδικοί όροι επεξεργασίας

1.   Όταν το δίκαιο της Ένωσης που εφαρμόζεται στον υπεύθυνο επεξεργασίας που πραγματοποιεί τη διαβίβαση προβλέπει ειδικούς όρους κατά την επεξεργασία, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει τον αποδέκτη των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους όρους αυτούς και για την υποχρέωση τήρησής τους.

2.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας τηρεί τους ειδικούς όρους επεξεργασίας όσον αφορά την επεξεργασία που παρέχεται από διαβιβάζουσα αρμόδια αρχή σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφοι 3 και 4 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680.

Άρθρο 76

Επεξεργασία ειδικών κατηγοριών επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1.   Η επεξεργασία επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αποκαλύπτουν τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, ή τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, καθώς και η επεξεργασία γενετικών δεδομένων, βιομετρικών δεδομένων για την αποκλειστική ταυτοποίηση ενός φυσικού προσώπου, επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν την υγεία ή τη σεξουαλική ζωή ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό επιτρέπονται μόνο όταν αυτό είναι απολύτως απαραίτητο, για επιχειρησιακούς σκοπούς και στο πλαίσιο της εντολής του σχετικού οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης και με την επιφύλαξη των κατάλληλων εγγυήσεων για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων. Απαγορεύεται η διακριτική μεταχείριση φυσικών προσώπων με βάση τα εν λόγω δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

2.   Ο υπεύθυνος προστασίας των δεδομένων ενημερώνεται αμελλητί σχετικά με την επίκληση του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 77

Αυτοματοποιημένη ατομική λήψη αποφάσεων, περιλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ

1.   Απαγορεύεται η λήψη απόφασης που βασίζεται αποκλειστικά σε αυτοματοποιημένη επεξεργασία, περιλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ, η οποία παράγει δυσμενή έννομα αποτελέσματα για το υποκείμενο των δεδομένων ή το θίγει σε μεγάλο βαθμό, εκτός εάν επιτρέπεται από το δίκαιο της Ένωσης στο οποίο υπάγεται ο υπεύθυνος επεξεργασίας και το οποίο προβλέπει κατάλληλες εγγυήσεις υπέρ των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του υποκειμένου των δεδομένων, τουλάχιστον δε το δικαίωμα εξασφάλισης ανθρώπινης παρέμβασης εκ μέρους του υπεύθυνου επεξεργασίας.

2.   Οι αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δεν βασίζονται στις ειδικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αναφέρονται στο άρθρο 76, εκτός εάν υφίστανται κατάλληλα μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων, των ελευθεριών και των έννομων συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων.

3.   Η κατάρτιση προφίλ που έχει ως αποτέλεσμα διακρίσεις εις βάρος φυσικών προσώπων με βάση τις ειδικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αναφέρονται στο άρθρο 76 απαγορεύεται σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης.

Άρθρο 78

Γνωστοποίηση και τρόπος άσκησης των δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων

1.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα για να παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων κάθε πληροφορία που μνημονεύεται στο άρθρο 79 και προβαίνει σε κάθε γνωστοποίηση βάσει των άρθρων 80 έως 84 και του άρθρου 92 σχετικά με την επεξεργασία σε συνοπτική, κατανοητή και ευκόλως προσβάσιμη μορφή, χρησιμοποιώντας σαφή και απλή διατύπωση. Οι πληροφορίες παρέχονται με κάθε κατάλληλο μέσο, μεταξύ άλλων και με ηλεκτρονικά μέσα. Κατά γενικό κανόνα, ο υπεύθυνος επεξεργασίας παρέχει τις πληροφορίες με την ίδια μορφή που υποβλήθηκε η αίτηση.

2.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας διευκολύνει την άσκηση των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων που προβλέπονται στα άρθρα 79 έως 84.

3.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει γραπτώς και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση το υποκείμενο των δεδομένων σχετικά με τη συνέχεια που δίνεται στην αίτησή του, και σε κάθε περίπτωση το αργότερο εντός τριών μηνών από την παραλαβή της αίτησης που υποβλήθηκε από το υποκείμενο των δεδομένων.

4.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας προβλέπει ότι οι πληροφορίες που παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 79 και κάθε ενημέρωση ή ενέργεια βάσει των άρθρων 80 έως 84 και του άρθρου 92 παρέχονται χωρίς οικονομική επιβάρυνση. Εάν τα αιτήματα του υποκειμένου των δεδομένων είναι προδήλως αβάσιμα ή υπερβολικά, ιδίως λόγω του επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα τους, ο υπεύθυνος επεξεργασίας μπορεί να αρνηθεί να ανταποκριθεί στο αίτημα. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας φέρει το βάρος απόδειξης του προδήλως αβάσιμου ή του υπερβολικού χαρακτήρα του αιτήματος.

5.   Εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει εύλογες αμφιβολίες σχετικά με την ταυτότητα του φυσικού προσώπου που υποβάλλει το αίτημα του άρθρου 80 ή 82, ο υπεύθυνος επεξεργασίας δύναται να ζητήσει την παροχή πρόσθετων πληροφοριών αναγκαίων για την επιβεβαίωση της ταυτότητας του υποκειμένου των δεδομένων.

Άρθρο 79

Ενημέρωση που διατίθεται ή παρέχεται στο υποκείμενο των δεδομένων

1.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

την ταυτότητα και τα στοιχεία επικοινωνίας του οργάνου ή του οργανισμού της Ένωσης,

β)

τα στοιχεία επικοινωνίας του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων,

γ)

τους σκοπούς της επεξεργασίας για την οποία προορίζονται τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα,

δ)

το δικαίωμα υποβολής καταγγελίας στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων και τα στοιχεία επικοινωνίας του,

ε)

την ύπαρξη δικαιώματος υποβολής αιτήματος στον υπεύθυνο επεξεργασίας για πρόσβαση στα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και διόρθωση ή διαγραφή των δεδομένων αυτών, καθώς και περιορισμό της επεξεργασίας των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν το υποκείμενο των δεδομένων.

2.   Εκτός από τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ο υπεύθυνος επεξεργασίας παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις που προβλέπονται στο δίκαιο της Ένωσης, προκειμένου να καταστεί δυνατή η άσκηση των δικαιωμάτων του, τις ακόλουθες συμπληρωματικές πληροφορίες που αφορούν:

α)

τη νομική βάση της επεξεργασίας,

β)

το χρονικό διάστημα αποθήκευσης των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή, όταν αυτό είναι αδύνατο, τα κριτήρια που καθορίζουν το εν λόγω διάστημα,

γ)

όπου συντρέχει περίπτωση, τις κατηγορίες αποδεκτών των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ άλλων σε τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς,

δ)

εφόσον κρίνεται σκόπιμο, συμπληρωματικές πληροφορίες, ιδιαίτερα όταν τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα συλλέγονται εν αγνοία του υποκειμένου των δεδομένων.

3.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας μπορεί να καθυστερεί, να περιορίζει ή να παραλείπει την παροχή πληροφοριών στο υποκείμενο των δεδομένων σύμφωνα με την παράγραφο 2 εφόσον και στον βαθμό που ένα τέτοιο μέτρο είναι αναγκαίο και αναλογικό σε μια δημοκρατική κοινωνία, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των έννομων συμφερόντων του ενδιαφερόμενου φυσικού προσώπου, με σκοπό:

α)

τη μη παρακώλυση επίσημων ή νομίμων ερευνών, ανακρίσεων ή διαδικασιών,

β)

τη μη παρεμπόδιση της πρόληψης, της ανίχνευσης, της διερεύνησης και της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων,

γ)

την προστασία της δημόσιας ασφάλειας των κρατών μελών,

δ)

την προστασία της εθνικής ασφάλειας των κρατών μελών,

ε)

την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων, όπως των θυμάτων και των μαρτύρων.

Άρθρο 80

Δικαίωμα πρόσβασης του υποκειμένου των δεδομένων

Το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να λαμβάνει από υπεύθυνο επεξεργασίας επιβεβαίωση για το κατά πόσον τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν υπόκεινται ή όχι σε επεξεργασία και, εάν συμβαίνει τούτο, να αποκτά πρόσβαση στα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και στις ακόλουθες πληροφορίες που αφορούν:

α)

τους σκοπούς και τη νομική βάση για την επεξεργασία,

β)

τις σχετικές κατηγορίες επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

γ)

τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών στους οποίους γνωστοποιήθηκαν τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως τους αποδέκτες σε τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς,

δ)

εάν είναι δυνατόν, το προβλεπόμενο χρονικό διάστημα για το οποίο θα αποθηκευτούν τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή, εάν αυτό είναι αδύνατο, τα κριτήρια που καθορίζουν το εν λόγω διάστημα,

ε)

την ύπαρξη δικαιώματος υποβολής αιτήματος στον υπεύθυνο επεξεργασίας για τη διόρθωση ή τη διαγραφή επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή τον περιορισμό της επεξεργασίας επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν το υποκείμενο των δεδομένων,

στ)

το δικαίωμα υποβολής καταγγελίας στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων και τα στοιχεία επικοινωνίας του,

ζ)

τη γνωστοποίηση των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία και κάθε διαθέσιμης πληροφορίας για την προέλευσή τους.

Άρθρο 81

Περιορισμοί του δικαιώματος πρόσβασης

1.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας μπορεί να περιορίζει εν όλω ή εν μέρει το δικαίωμα πρόσβασης του υποκειμένου των δεδομένων στον βαθμό και για το χρονικό διάστημα που ένας τέτοιος μερικός ή πλήρης περιορισμός συνιστά αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των έννομων συμφερόντων του ενδιαφερόμενου φυσικού προσώπου, με σκοπό:

α)

τη μη παρακώλυση επίσημων ή νομίμων ερευνών, ανακρίσεων ή διαδικασιών,

β)

τη μη παρεμπόδιση της πρόληψης, της ανίχνευσης, της διερεύνησης και της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων,

γ)

την προστασία της δημόσιας ασφάλειας των κρατών μελών,

δ)

την προστασία της εθνικής ασφάλειας των κρατών μελών,

ε)

την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων, όπως θυμάτων και μαρτύρων.

2.   Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει εγγράφως και αμελλητί το υποκείμενο των δεδομένων για κάθε άρνηση ή περιορισμό πρόσβασης και για τους λόγους της άρνησης ή του περιορισμού. Η ενημέρωση αυτή μπορεί να παραλείπεται εάν η παροχή των σχετικών πληροφοριών υπονομεύει έναν από τους σκοπούς της παραγράφου 1. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων για τη δυνατότητά του να προβεί σε καταγγελία στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων ή να ασκήσει δικαστική προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας τεκμηριώνει τους πραγματικούς ή νομικούς λόγους επί των οποίων βασίζεται η απόφαση. Οι πληροφορίες αυτές τίθενται κατόπιν αιτήματος στη διάθεση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

Άρθρο 82

Δικαίωμα διόρθωσης ή διαγραφής επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και περιορισμού ως προς την επεξεργασία

1.   Το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να απαιτήσει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας τη διόρθωση, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, ανακριβών επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Έχοντας υπόψη τους σκοπούς της επεξεργασίας, το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να απαιτήσει τη συμπλήρωση ελλιπών επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ άλλων μέσω συμπληρωματικής δήλωσης.

2.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας διαγράφει τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να εξασφαλίσει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας τη διαγραφή των επιχειρησιακών προσωπικών δεδομένων που το αφορούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, όταν η επεξεργασία παραβιάζει το άρθρο 71, το άρθρο 72 παράγραφος 1 ή το άρθρο 76, ή όταν τα δεδομένα πρέπει να διαγραφούν σύμφωνα με εκ του νόμου υποχρέωση που υπέχει ο υπεύθυνος επεξεργασίας.

3.   Αντί της διαγραφής, ο υπεύθυνος επεξεργασίας περιορίζει την επεξεργασία, εάν:

α)

η ακρίβεια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αμφισβητείται από το υποκείμενο των δεδομένων και δεν μπορεί να διαπιστωθεί κατά πόσον αυτά είναι ακριβή ή ανακριβή ή

β)

επιβάλλεται να διατηρηθούν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για αποδεικτικούς σκοπούς.

Εάν η επεξεργασία περιορίζεται δυνάμει του στοιχείου α) του πρώτου εδαφίου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων πριν από την άρση του περιορισμού της επεξεργασίας.

Τα δεδομένα που αφορά ο περιορισμός υποβάλλονται σε επεξεργασία μόνο για τον σκοπό για τον οποίο παρεμποδίστηκε η διαγραφή τους.

4.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει γραπτώς το υποκείμενο των δεδομένων για κάθε άρνηση διόρθωσης ή διαγραφής επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή περιορισμού της επεξεργασίας, καθώς και για τους λόγους της άρνησης. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας μπορεί να περιορίζει εν όλω ή εν μέρει την παροχή της εν λόγω ενημέρωσης στον βαθμό που ο εν λόγω περιορισμός συνιστά αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των έννομων συμφερόντων του ενδιαφερόμενου φυσικού προσώπου, με σκοπό:

α)

την αποφυγή της παρακώλυσης επίσημων ή νομίμων ερευνών, ανακρίσεων ή διαδικασιών,

β)

την αποφυγή της παρεμπόδισης της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης και της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων,

γ)

την προστασία της δημόσιας ασφάλειας των κρατών μελών,

δ)

την προστασία της εθνικής ασφάλειας των κρατών μελών,

ε)

την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων, όπως των θυμάτων και των μαρτύρων.

Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων για τη δυνατότητα να προβεί σε καταγγελία στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων ή να ασκήσει δικαστική προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου.

5.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας γνωστοποιεί τη διόρθωση ανακριβών επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην αρμόδια αρχή από την οποία προέρχονται τα ανακριβή επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

6.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ειδοποιεί τους αποδέκτες στις περιπτώσεις που τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διορθώθηκαν ή διαγράφηκαν ή περιορίστηκε η επεξεργασία τους σύμφωνα με την παράγραφο 1, 2 ή 3 και τους ενημερώνει ότι οφείλουν να διορθώσουν ή να διαγράψουν τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή να περιορίσουν την επεξεργασία των υπ’ ευθύνη τους επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Άρθρο 83

Δικαίωμα πρόσβασης σε ποινικές έρευνες και διαδικασίες

Όταν τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα προέρχονται από αρμόδια αρχή, τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης, προτού λάβουν απόφαση σχετικά με το δικαίωμα του υποκειμένου των δεδομένων να αποκτήσει πρόσβαση σε αυτά, ελέγχουν μαζί με την οικεία αρμόδια αρχή, εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα περιλαμβάνονται σε δικαστική απόφαση ή αρχείο ή φάκελο υπόθεσης που υποβάλλεται σε επεξεργασία στο πλαίσιο ποινικής έρευνας και διαδικασίας στο κράτος μέλος της εν λόγω αρμόδιας αρχής. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση σχετικά με το δικαίωμα της πρόσβασης λαμβάνεται σε συνεννόηση και στενή συνεργασία με τις σχετικές αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 84

Άσκηση δικαιωμάτων από το υποκείμενο των δεδομένων και έλεγχος από τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων

1.   Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 79 παράγραφος 3, στο άρθρο 81 και στο άρθρο 82 παράγραφος 4, τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων μπορούν επίσης να ασκούνται μέσω του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

2.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων σχετικά με τη δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματά του μέσω του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σύμφωνα με την παράγραφο 1.

3.   Όταν ασκείται το δικαίωμα που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων ενημερώνει κατ’ ελάχιστον το υποκείμενο των δεδομένων ότι έχουν διενεργηθεί από αυτόν όλες οι αναγκαίοι έλεγχοι ή μια επανεξέταση. Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων ενημερώνει επίσης το υποκείμενο των δεδομένων για το δικαίωμά του να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου.

Άρθρο 85

Προστασία των δεδομένων ήδη από τον σχεδιασμό και εξ ορισμού

1.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας, λαμβάνοντας υπόψη τη διαθέσιμη τεχνολογία, το κόστος εφαρμογής και τη φύση, την έκταση, το πλαίσιο και τους σκοπούς της επεξεργασίας καθώς και την πιθανότητα και τη σοβαρότητα του κινδύνου που θέτει η επεξεργασία για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων, εφαρμόζει, τόσο κατά τον καθορισμό των μέσων επεξεργασίας όσο και κατά την ίδια την επεξεργασία, κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα, όπως η ψευδωνυμοποίηση, τα οποία έχουν σχεδιαστεί για να εφαρμόζονται οι αρχές προστασίας των δεδομένων, όπως η ελαχιστοποίηση των δεδομένων με αποτελεσματικό τρόπο, και για να ενσωματώνονται οι απαραίτητες εγγυήσεις κατά την επεξεργασία, προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και της νομικής πράξης που τον συστήνει και να προστατεύονται τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων.

2.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας εφαρμόζει κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για να διασφαλίζει ότι, εξ ορισμού, υποβάλλονται σε επεξεργασία μόνον τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία είναι κατάλληλα, συναφή και εύλογα σε σχέση με τους σκοπούς της επεξεργασίας. Η υποχρέωση αυτή ισχύει για την ποσότητα των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται, την έκταση της επεξεργασίας τους, το χρονικό διάστημα αποθήκευσης και την προσβασιμότητά τους. Ειδικότερα, με τα εν λόγω μέτρα διασφαλίζεται ότι, εξ ορισμού, τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν καθίστανται προσβάσιμα σε αόριστο αριθμό φυσικών προσώπων χωρίς την παρέμβαση του ενδιαφερόμενου ατόμου.

Άρθρο 86

Από κοινού υπεύθυνοι επεξεργασίας

1.   Σε περίπτωση που δύο ή περισσότεροι υπεύθυνοι επεξεργασίας ή ένας ή περισσότεροι υπεύθυνοι επεξεργασίας μαζί με έναν ή περισσότερους υπευθύνους επεξεργασίας που δεν είναι όργανα και οργανισμοί της Ένωσης καθορίζουν από κοινού τους σκοπούς και τα μέσα της επεξεργασίας, αποτελούν από κοινού υπεύθυνους επεξεργασίας. Αυτοί καθορίζουν με διαφανή τρόπο τις αντίστοιχες ευθύνες τους για συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που υπέχουν στον τομέα της προστασίας των δεδομένων, ιδίως όσον αφορά την άσκηση των δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων και τα αντίστοιχα καθήκοντά τους όσον αφορά την παροχή των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 79, μέσω συμφωνίας μεταξύ τους, εκτός εάν και στον βαθμό που οι αντίστοιχες αρμοδιότητες των από κοινού υπευθύνων επεξεργασίας καθορίζονται από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υπόκεινται οι από κοινού υπεύθυνοι επεξεργασίας. Στη συμφωνία μπορεί να ορίζεται ένα σημείο επικοινωνίας για τα υποκείμενα των δεδομένων.

2.   Στη συμφωνία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 αποτυπώνονται δεόντως οι αντίστοιχοι ρόλοι και οι σχέσεις των από κοινού υπευθύνων επεξεργασίας έναντι του υποκειμένου των δεδομένων. Το περιεχόμενο της συμφωνίας τίθεται στη διάθεση του υποκειμένου των δεδομένων.

3.   Ανεξάρτητα από τους όρους της συμφωνίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, το υποκείμενο των δεδομένων μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματά του δυνάμει του παρόντος κανονισμού έναντι και κατά καθενός από τους υπευθύνους επεξεργασίας.

Άρθρο 87

Εκτελών την επεξεργασία

1.   Όταν η επεξεργασία πρόκειται να διενεργηθεί για λογαριασμό υπεύθυνου επεξεργασίας, ο υπεύθυνος επεξεργασίας χρησιμοποιεί μόνο εκτελούντες την επεξεργασία που παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις για την εφαρμογή κατάλληλων τεχνικών και οργανωτικών μέτρων, κατά τρόπο ώστε η επεξεργασία να πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και της νομικής πράξης που συστήνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας και να διασφαλίζεται η προστασία των δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων.

2.   Ο εκτελών την επεξεργασία δεν προσλαμβάνει άλλον εκτελούντα την επεξεργασία χωρίς προηγούμενη ειδική ή γενική γραπτή άδεια του υπεύθυνου επεξεργασίας. Σε περίπτωση γενικής γραπτής άδειας, ο εκτελών την επεξεργασία ενημερώνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας για τυχόν σκοπούμενες αλλαγές που αφορούν την προσθήκη ή την αντικατάσταση άλλων εκτελούντων την επεξεργασία, παρέχοντας με τον τρόπο αυτό τη δυνατότητα στον υπεύθυνο επεξεργασίας να αντιταχθεί σε αυτές τις αλλαγές.

3.   Η διενέργεια της επεξεργασίας από τον εκτελούντα την επεξεργασία διέπεται από σύμβαση ή άλλη νομική πράξη υπαγόμενη στο δίκαιο της Ένωσης ή στο δίκαιο κράτους μέλους που δεσμεύει τον εκτελούντα την επεξεργασία σε σχέση με τον υπεύθυνο επεξεργασίας και καθορίζει το αντικείμενο και τη διάρκεια της επεξεργασίας, τη φύση και τον σκοπό της επεξεργασίας, το είδος των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τις κατηγορίες των υποκειμένων των δεδομένων και τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του υπεύθυνου επεξεργασίας. Η εν λόγω σύμβαση ή άλλη νομική πράξη προβλέπει ειδικότερα ότι ο εκτελών την επεξεργασία:

α)

ενεργεί μόνον κατ’ εντολή του υπεύθυνου επεξεργασίας,

β)

διασφαλίζει ότι τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα έχουν αναλάβει δέσμευση τήρησης εμπιστευτικότητας ή τελούν υπό τη δέουσα εκ του νόμου υποχρέωση τήρησης εμπιστευτικότητας,

γ)

επικουρεί τον υπεύθυνο επεξεργασίας με κάθε κατάλληλο μέσο για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις διατάξεις σχετικά με τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων,

δ)

κατ’ επιλογή του υπεύθυνου επεξεργασίας, διαγράφει ή επιστρέφει όλα τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στον υπεύθυνο επεξεργασίας μετά το πέρας της παροχής υπηρεσιών επεξεργασίας και διαγράφει τα υφιστάμενα αντίγραφα, εκτός εάν το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους απαιτεί την αποθήκευση των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

ε)

θέτει στη διάθεση του υπευθύνου επεξεργασίας κάθε απαραίτητη πληροφορία προς απόδειξη της συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται στο παρόν άρθρο,

στ)

τηρεί τους όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και στην παρούσα παράγραφο για την πρόσληψη άλλου εκτελούντος την επεξεργασία.

4.   Η σύμβαση ή η άλλη νομική πράξη που προβλέπεται στην παράγραφο 3 συντάσσεται γραπτώς, μεταξύ άλλων και σε ηλεκτρονική μορφή.

5.   Εάν ο εκτελών την επεξεργασία παραβιάζει τον παρόντα κανονισμό ή τη νομική πράξη που συστήνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας καθορίζοντας τους στόχους και τα μέσα επεξεργασίας, ο εκτελών την επεξεργασία θεωρείται υπεύθυνος επεξεργασίας σε σχέση με τη συγκεκριμένη επεξεργασία.

Άρθρο 88

Καταχωρίσεις

1.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας τηρεί καταχωρίσεις για κάθε μια από τις εξής πράξεις επεξεργασίας σε συστήματα αυτοματοποιημένης επεξεργασίας: συλλογή, μεταβολή, πρόσβαση, αναζήτηση πληροφοριών, γνωστοποίηση, περιλαμβανομένων των διαβιβάσεων, συνδυασμός και διαγραφή επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Οι καταχωρίσεις που αφορούν αναζήτηση πληροφοριών και της γνωστοποίησης επιτρέπουν τον προσδιορισμό της αιτιολόγησης, της ημερομηνίας και της ώρας των εν λόγω πράξεων, της ταυτότητας του προσώπου που αναζήτησε πληροφορίες ή γνωστοποίησε επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και, στο βαθμό του εφικτού, της ταυτότητας των αποδεκτών των εν λόγω επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

2.   Οι καταχωρίσεις χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τον έλεγχο της νομιμότητας της επεξεργασίας, την αυτοπαρακολούθηση, τη διασφάλιση της ακεραιότητας και της ασφάλειας των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών. Οι καταχωρίσεις αυτές διαγράφονται έπειτα από τρία έτη, εκτός εάν τα δεδομένα είναι αναγκαία για διεξαγόμενο έλεγχο.

3.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας θέτει, κατόπιν αιτήματος, τα αρχεία στη διάθεση του οικείου υπευθύνου προστασίας δεδομένων και του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

Άρθρο 89

Εκτίμηση επιπτώσεων σχετικά με την προστασία των δεδομένων

1.   Όταν ένα είδος επεξεργασίας, ιδίως με χρήση νέων τεχνολογιών και λαμβανομένων υπόψη της φύσης, του πεδίου εφαρμογής, του πλαισίου και των σκοπών της επεξεργασίας, είναι πιθανόν να προκαλέσει μεγάλο κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες φυσικών προσώπων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, πριν από την επεξεργασία, προβαίνει σε εκτίμηση επιπτώσεων των προβλεπόμενων πράξεων επεξεργασίας στην προστασία των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

2.   Η εκτίμηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 περιέχει τουλάχιστον γενική περιγραφή των προβλεπόμενων πράξεων επεξεργασίας, εκτίμηση των κινδύνων για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων, τα μέτρα που προβλέπονται για την αντιμετώπιση των κινδύνων αυτών, εγγυήσεις, μέτρα και μηχανισμούς ασφαλείας ώστε να διασφαλίζεται η προστασία των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και να αποδεικνύεται η συμμόρφωση προς τους κανόνες προστασίας των δεδομένων, λαμβανομένων υπόψη των δικαιωμάτων και των έννομων συμφερόντων των υποκειμένων των δεδομένων και άλλων ενδιαφερόμενων προσώπων.

Άρθρο 90

Προηγούμενη διαβούλευση με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων

1.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας διαβουλεύεται με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων πριν από την επεξεργασία που θα περιληφθεί σε νέο σύστημα αρχειοθέτησης που πρόκειται να δημιουργηθεί εφόσον:

α)

από εκτίμηση των επιπτώσεων στην προστασία των δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 89 προκύπτει ότι η επεξεργασία θα προκαλέσει μεγάλο κίνδυνο εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν λάβει μέτρα για τον μετριασμό του κινδύνου ή

β)

το είδος της επεξεργασίας, ιδίως κατά τη χρήση νέων τεχνολογιών, μηχανισμών ή διαδικασιών, εγκυμονεί μεγάλο κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων.

2.   Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων μπορεί να καταρτίζει κατάλογο των πράξεων επεξεργασίας οι οποίες υπόκεινται σε προηγούμενη διαβούλευση δυνάμει της παραγράφου 1.

3.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας διαβιβάζει στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων την εκτίμηση των επιπτώσεων στην προστασία των δεδομένων η οποία αναφέρεται στο άρθρο 89 και, κατόπιν αιτήσεως, κάθε άλλη πληροφορία που επιτρέπει στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων να αξιολογήσει τη συμμόρφωση της επεξεργασίας και ιδίως τους κινδύνους για την προστασία των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του υποκειμένου των δεδομένων και τις σχετικές εγγυήσεις.

4.   Όταν ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων φρονεί ότι η σχεδιαζόμενη επεξεργασία που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ήταν αντίθετη προς τον παρόντα κανονισμό ή τη νομική πράξη που συστήνει το όργανο ή οργανισμό της Ένωσης, ιδίως εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει ανεπαρκώς προσδιορίσει ή μετριάσει τον κίνδυνο, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων διαβιβάζει, εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων από την παραλαβή της αίτησης για διαβούλευση, γραπτές συμβουλές στον υπεύθυνο επεξεργασίας. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί κατά έναν μήνα, λαμβάνοντας υπόψη την πολυπλοκότητα που χαρακτηρίζει τη σχεδιαζόμενη επεξεργασία. Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων ενημερώνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας για την ενδεχόμενη παράταση εντός ενός μηνός από την παραλαβή της αίτησης για διαβούλευση καθώς και για τους λόγους της καθυστέρησης.

Άρθρο 91

Ασφάλεια της επεξεργασίας επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας και ο εκτελών την επεξεργασία, λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη της τεχνολογίας, το κόστος εφαρμογής και τη φύση, το πεδίο εφαρμογής, το πλαίσιο και τους σκοπούς της επεξεργασίας καθώς και το ενδεχόμενο σοβαρού κινδύνου για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων, εφαρμόζουν κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα ώστε να διασφαλίζεται επίπεδο ασφάλειας κατάλληλο για την αντιμετώπιση του κινδύνου, ιδίως όσον αφορά την επεξεργασία των ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

2.   Σε σχέση με την αυτοματοποιημένη επεξεργασία, ο υπεύθυνος επεξεργασίας και ο εκτελών την επεξεργασία εφαρμόζουν, κατόπιν αξιολόγησης των κινδύνων, μέτρα με σκοπό:

α)

την απαγόρευση της πρόσβασης από μη εξουσιοδοτημένα πρόσωπα σε εξοπλισμό επεξεργασίας δεδομένων που χρησιμοποιείται για την επεξεργασία («έλεγχος πρόσβασης σε εξοπλισμό»),

β)

την αποτροπή της μη επιτρεπόμενης ανάγνωσης, αντιγραφής, τροποποίησης ή αφαίρεσης υποθεμάτων δεδομένων («έλεγχος υποθεμάτων δεδομένων»),

γ)

την αποτροπή μη επιτρεπόμενης εισαγωγής επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και μη επιτρεπόμενης επαλήθευσης, τροποποίησης ή διαγραφής αποθηκευμένων επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα («έλεγχος αποθήκευσης»),

δ)

την αποτροπή της χρήσης συστημάτων αυτοματοποιημένης επεξεργασίας από μη εξουσιοδοτημένα πρόσωπα που χρησιμοποιούν εξοπλισμό επικοινωνίας δεδομένων («έλεγχος χρηστών»),

ε)

την εξασφάλιση ότι πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να χρησιμοποιούν ένα σύστημα αυτοματοποιημένης επεξεργασίας έχουν πρόσβαση μόνον σε επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που καλύπτονται από σχετική άδεια («έλεγχος πρόσβασης στα δεδομένα»),

στ)

την εξασφάλιση ότι είναι δυνατόν να εξακριβωθεί και να αποδειχτεί σε ποιους φορείς έχουν διαβιβαστεί ή διατεθεί ή ενδέχεται να διαβιβαστούν ή να διατεθούν επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα με τη χρήση εξοπλισμού επικοινωνίας δεδομένων («έλεγχος επικοινωνίας»),

ζ)

την εξασφάλιση ότι είναι περαιτέρω δυνατόν να εξακριβωθεί και να αποδειχτεί ποια επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα έχουν εισαχθεί σε συστήματα αυτοματοποιημένης επεξεργασίας, καθώς και πότε και από ποιον εισήχθησαν τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα («έλεγχος εισαγωγής»),

η)

την αποτροπή μη επιτρεπόμενης ανάγνωσης, αντιγραφής, τροποποίησης ή διαγραφής επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά τις διαβιβάσεις επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή κατά τη μεταφορά υποθεμάτων δεδομένων («έλεγχος μεταφοράς»),

θ)

την εξασφάλιση ότι τα εγκαταστημένα συστήματα μπορούν να αποκατασταθούν σε περίπτωση διακοπής της λειτουργίας τους («αποκατάσταση»),

ι)

την εξασφάλιση ότι οι λειτουργίες του συστήματος εκτελούνται, ότι η εμφάνιση σφαλμάτων στις λειτουργίες δηλώνεται (αξιοπιστία) και ότι τα επιχειρησιακά αποθηκευμένα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν μπορούν να αλλοιωθούν λόγω δυσλειτουργίας του συστήματος («ακεραιότητα»).

Άρθρο 92

Γνωστοποίηση παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων

1.   Σε περίπτωση παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ο υπεύθυνος επεξεργασίας γνωστοποιεί αμελλητί στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων την παραβίαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και, αν είναι δυνατό, το αργότερο εντός 72 ωρών από τη στιγμή που την αντελήφθη, εκτός εάν πιθανολογείται ότι η παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν θα προκαλέσει κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες φυσικών προσώπων. Σε περίπτωση που η γνωστοποίηση στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων δεν πραγματοποιηθεί εντός 72 ωρών συνοδεύεται από αιτιολόγηση για την καθυστέρηση.

2.   Στη γνωστοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 κατ’ ελάχιστον:

α)

περιγράφεται η φύση της παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομέν ων, εφόσον είναι δυνατόν, των κατηγοριών και του κατά προσέγγιση αριθμού των ενδιαφερόμενων υποκειμένων των δεδομένων, καθώς και των κατηγοριών και του κατά προσέγγιση πλήθους των σχετικών αρχείων επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

β)

ανακοινώνεται το όνομα και τα στοιχεία επικοινωνίας του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων,

γ)

περιγράφονται οι ενδεχόμενες συνέπειες της παραβίασης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

δ)

περιγράφονται τα ληφθέντα ή τα προτεινόμενα προς λήψη μέτρα από τον υπεύθυνο επεξεργασίας για την αντιμετώπιση της παραβίασης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και, όπου ενδείκνυται, μέτρα για την άμβλυνση ενδεχόμενων δυσμενών συνεπειών της.

3.   Σε περίπτωση και στον βαθμό που δεν είναι δυνατόν να παρασχεθούν οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 ταυτόχρονα, αυτές μπορούν να παρέχονται σταδιακά χωρίς αδικαιολόγητη περαιτέρω καθυστέρηση.

4.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας τεκμηριώνει κάθε παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που μνημονεύεται στην παράγραφο 1, αναφέροντας τα πραγματικά περιστατικά που αφορούν την παραβίαση, τις συνέπειές της και τα ληφθέντα διαρθρωτικά μέτρα. Η εν λόγω τεκμηρίωση επιτρέπει στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων να ελέγχει την τήρηση του παρόντος άρθρου.

5.   Όταν η παραβίαση επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αφορά δεδομένα που διαβιβάστηκαν από ή προς τις αρμόδιες αρχές, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ανακοινώνει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στις οικείες αρμόδιες αρχές χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Άρθρο 93

Ανακοίνωση της παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο υποκείμενο των δεδομένων

1.   Όταν η παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ενδέχεται να θέσει σε μεγάλο κίνδυνο τα δικαιώματα και τις ελευθερίες φυσικών προσώπων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ανακοινώνει αμελλητί την παραβίαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο υποκείμενο των δεδομένων.

2.   Η ανακοίνωση στο υποκείμενο των δεδομένων η οποία προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου περιγράφει με σαφήνεια και απλότητα τη φύση της παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και περιέχει τουλάχιστον τις πληροφορίες και τις συστάσεις του άρθρου 92 παράγραφος 2 στοιχεία β), γ) και δ).

3.   Η ανακοίνωση στο υποκείμενο των δεδομένων, η οποία προβλέπεται στην παράγραφο 1 δεν απαιτείται, εφόσον πληρούται κάποιος από τους παρακάτω όρους:

α)

ο υπεύθυνος επεξεργασίας εφάρμοσε κατάλληλα τεχνολογικά και οργανωτικά μέτρα προστασίας και τα μέτρα αυτά εφαρμόσθηκαν στα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που θίγονται από την παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ειδικότερα δε εκείνα που καθιστούν αδύνατη την κατανόηση των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από όσους δε διαθέτουν εγκεκριμένη πρόσβαση σε αυτά, όπως τα κρυπτογραφημένα δεδομένα,

β)

ο υπεύθυνος επεξεργασίας έλαβε στη συνέχεια μέτρα που διασφαλίζουν ότι δεν είναι πλέον πιθανόν να προκύψει ο αναφερόμενος στην παράγραφο 1 μεγάλος κίνδυνος για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων

γ)

η ανακοίνωση προϋποθέτει δυσανάλογες προσπάθειες. Στην περίπτωση αυτή, γίνεται δημόσια ανακοίνωση ή να εφαρμόζεται παρόμοιο μέτρο ώστε τα υποκείμενα των δεδομένων να ενημερώνονται με εξίσου αποτελεσματικό τρόπο.

4.   Εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν έχει ήδη ανακοινώσει την παραβίαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο υποκείμενο των δεδομένων, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων, έχοντας εξετάσει την πιθανότητα να προκύπτει μεγάλος κίνδυνος από την παραβίαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μπορεί να του ζητήσει να το πράξει ή μπορεί να αποφασίσει ότι πληρούται κάποια από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3.

5.   Η ανακοίνωση στο υποκείμενο των δεδομένων που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου μπορεί να καθυστερήσει, να περιοριστεί ή να παραλειφθεί, υπό τους όρους και για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 79 παράγραφος 3.

Άρθρο 94

Διαβίβαση επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς

1.   Υπό την επιφύλαξη των περιορισμών και των προϋποθέσεων που προβλέπονται στις νομικές πράξεις που συστήνουν το όργανο ή τον οργανισμό της Ένωσης, ο υπεύθυνος επεξεργασίας δύναται να διαβιβάζει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε αρχή τρίτης χώρας ή σε διεθνή οργανισμό, στον βαθμό που η διαβίβαση αυτή είναι αναγκαία για την άσκηση των καθηκόντων του υπεύθυνου επεξεργασίας και μόνο εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο:

α)

Η Επιτροπή έχει λάβει απόφαση περί επάρκειας σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 3 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680, με την οποία διαπιστώνεται ότι η τρίτη χώρα ή μια περιοχή ή ένας τομέας επεξεργασίας στην τρίτη αυτή χώρα, ή ο σχετικός διεθνής οργανισμός διασφαλίζουν επαρκές επίπεδο προστασίας,

β)

Σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν έχει λάβει απόφαση περί επάρκειας σύμφωνα με το στοιχείο α), έχει συναφθεί διεθνής συμφωνία μεταξύ της Ένωσης και της εν λόγω τρίτης χώρας ή του εν λόγω διεθνούς οργανισμού δυνάμει του άρθρου 218 ΣΛΕΕ, η οποία παρέχει επαρκείς εγγυήσεις όσον αφορά την προστασία της ιδιωτικής ζωής, των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ελευθεριών των φυσικών προσώπων,

γ)

εν απουσία απόφασης περί επάρκειας της Επιτροπής δυνάμει του στοιχείου α) ή διεθνούς συμφωνίας δυνάμει του στοιχείου β) έχει συναφθεί συμφωνία συνεργασίας που επιτρέπει την ανταλλαγή επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πριν από την έναρξη ισχύος της νομικής πράξης που συστήνει το σχετικό όργανο ή οργανισμό της Ένωσης, μεταξύ του εν λόγω οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης και της εν λόγω τρίτης χώρας.

2.   Οι νομικές πράξεις που συστήνουν τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης μπορούν να διατηρούν ή να θεσπίζουν πιο ειδικές διατάξεις όσον αφορά τους όρους για τις διεθνείς διαβιβάσεις επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και ιδίως όσον αφορά τις διαβιβάσεις μέσω κατάλληλων εγγυήσεων και τις παρεκκλίσεις για ειδικές καταστάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

3.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας δημοσιεύει στον δικτυακό τόπο του και επικαιροποιεί κατάλογο αποφάσεων περί επάρκειας που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), συμφωνιών, διοικητικών ρυθμίσεων και άλλων πράξεων που αφορούν τη διαβίβαση επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με την παράγραφο 1.

4.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας διατηρεί λεπτομερή αρχεία για όλες τις διαβιβάσεις που πραγματοποιούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 95

Απόρρητο των δικαστικών ερευνών και των ποινικών διαδικασιών

Οι νομικές πράξεις που συστήνουν τα όργανα ή τους οργανισμούς της Ένωσης κατά την άσκηση δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του τρίτου μέρους τίτλος V κεφάλαιο 4 ή κεφάλαιο 5 ΣΛΕΕ δύναται να υποχρεώνουν τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων κατά την άσκηση των εποπτικών εξουσιών του, να λαμβάνει δεόντως υπόψη το απόρρητο των δικαστικών ερευνών και των ποινικών διαδικασιών, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης ή των κρατών μελών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ X

ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Άρθρο 96

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή που έχει συσταθεί με το άρθρο 93 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XI

ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

Άρθρο 97

Ρήτρα επανεξέτασης

Το αργότερο την 30ή Απριλίου 2022, και στη συνέχεια ανά πέντε έτη, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, συνοδευόμενη, εφόσον απαιτείται, από κατάλληλες νομοθετικές προτάσεις.

Άρθρο 98

Επανεξέταση νομικών πράξεων της Ένωσης

1.   Έως την 30ή Απριλίου 2022, η Επιτροπή επανεξετάζει τις νομοθετικές πράξεις που έχουν εκδοθεί βάσει των Συνθηκών με τις οποίες ρυθμίζεται η επεξεργασία επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης κατά την άσκηση δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του τρίτου μέρους τίτλος V κεφάλαιο 4 ή κεφάλαιο 5 ΣΛΕΕ, προκειμένου να:

α)

αξιολογήσει τη συμβατότητά τους με την οδηγία (ΕΕ) 2016/680 και το κεφάλαιο IX του παρόντος κανονισμού,

β)

να διαπιστώσει τυχόν αποκλίσεις που δύνανται να εμποδίζουν την ανταλλαγή επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ των οργάνων ή των οργανισμών της Ένωσης, κατά την άσκηση δραστηριοτήτων σε αυτούς τους τομείς, και των αρμόδιων αρχών και

γ)

να διαπιστώσει τυχόν αποκλίσεις οι οποίες θα μπορούσαν να προκαλέσουν νομικό κατακερματισμό της νομοθεσίας για την προστασία των δεδομένων στην Ένωση.

2.   Με βάση την επανεξέταση, και για να εξασφαλιστεί ομοιόμορφη και συνεπής προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας, η Επιτροπή δύναται να υποβάλει κατάλληλες νομοθετικές προτάσεις, ιδίως προκειμένου να εφαρμοστεί το κεφάλαιο IX του παρόντος κανονισμού στην Ευρωπόλ και την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και συμπεριλαμβανομένων ενδεχομένως προσαρμογών στο κεφάλαιο IX του παρόντος κανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XII

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 99

Κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και η απόφαση αριθ. 1247/2002/ΕΚ καταργούνται από τις 11 Δεκεμβρίου 2018. Οι παραπομπές στον καταργούμενο κανονισμό και στην καταργούμενη απόφαση θεωρούνται παραπομπές στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 100

Μεταβατικά μέτρα

1.   Η απόφαση 2014/886/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20) και οι θητείες του νυν Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων και του νυν αναπληρωτή Επόπτη δεν επηρεάζονται από τον παρόντα κανονισμό.

2.   Ο αναπληρωτής Επόπτης εξομοιώνεται με τον γραμματέα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τον καθορισμό του μισθού του, των επιδομάτων του, της σύνταξης αρχαιότητας, καθώς και κάθε άλλης παροχής που εξομοιώνεται με αποδοχές.

3.   Το άρθρο 53 παράγραφοι 4, 5 και 7 και τα άρθρα 55 και 56 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται στον νυν αναπληρωτή Επόπτη μέχρι τη λήξη της θητείας του.

4.   Ο αναπληρωτής Επόπτης επικουρεί τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων στην εκπλήρωση των καθηκόντων του και αναπληρώνει τον νυν Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος μέχρι τη λήξη της θητείας του αναπληρωτή Επόπτη.

Άρθρο 101

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Ωστόσο, ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Eurojust από 12ης Δεκεμβρίου 2019 .

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 23 Οκτωβρίου 2018.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

K. EDTSTADLER


(1)  ΕΕ C 288 της 31.8.2017, σ. 107.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2018 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 11ης Οκτωβρίου 2018.

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

(5)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 89).

(6)  Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ L 95 της 21.4.1993, σ. 29).

(7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1338/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές στους τομείς της δημόσιας υγείας και της υγείας και ασφάλειας στην εργασία (ΕΕ L 354 της 31.12.2008, σ. 70).

(8)  Οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (ΕΕ L 201 της 31.7.2002, σ. 37).

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43).

(10)  ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1.

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(12)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με τις ευρωπαϊκές στατιστικές και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1101/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διαβίβαση στη Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πληροφοριών που καλύπτονται από το στατιστικό απόρρητο, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 322/97 του Συμβουλίου σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές και της απόφασης 89/382/ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου για τη σύσταση επιτροπής του στατιστικού προγράμματος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 87 της 31.3.2009, σ. 164).

(13)  Απόφαση αριθ. 1247/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 1ης Ιουλίου 2002, περί του καθεστώτος και των γενικών όρων άσκησης των καθηκόντων του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (ΕΕ L 183 της 12.7.2002, σ. 1).

(14)  ΕΕ C 164 της 24.5.2017, σ. 2.

(15)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/794 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, για τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (Ευρωπόλ) και την αντικατάσταση και κατάργηση των αποφάσεων του Συμβουλίου 2009/371/ΔΕΥ, 2009/934/ΔΕΥ, 2009/935/ΔΕΥ, 2009/936/ΔΕΥ και 2009/968/ΔΕΥ (ΕΕ L 135 της 24.5.2016, σ. 53).

(16)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ L 283 της 31.10.2017, σ. 1).

(17)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ L 241 της 17.9.2015, σ. 1).

(18)  Οδηγία 2008/63/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Ιουνίου 2008, σχετικά με τον ανταγωνισμό στις αγορές εξοπλισμού τηλεπικοινωνιακών τερματικών (ΕΕ L 162 της 21.6.2008, σ. 20).

(19)  Απόφαση 2009/917/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για τη χρήση της πληροφορικής για τελωνειακούς σκοπούς (ΕΕ L 323 της 10.12.2009, σ. 20).

(20)  Απόφαση 2014/886/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 2014, για τον διορισμό του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων και του αναπληρωτή Επόπτη (ΕΕ L 351 της 9.12.2014, σ. 9).


21.11.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 295/99


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (EE) 2018/1726 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 14ης Νοεμβρίου 2018

σχετικά με τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη λειτουργική διαχείριση συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (eu-LISA), και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1987/2006 και της απόφασης 2007/533/ΔΕΥ του Συμβουλίου και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1077/2011

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 74, το άρθρο 77 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β), το άρθρο 78 παράγραφος 2 στοιχείο ε), το άρθρο 79 παράγραφος 2 στοιχείο γ), το άρθρο 82 παράγραφος 1 στοιχείο δ), το άρθρο 85 παράγραφος 1, το άρθρο 87 παράγραφος 2 στοιχείο α) και το άρθρο 88 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν (SIS ΙΙ) δημιουργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1987/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2) και με την απόφαση 2007/533/ΔΕΥ του Συμβουλίου (3). Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1987/2006 και η απόφαση 2007/533/ΔΕΥ προβλέπουν ότι η Επιτροπή θα είναι υπεύθυνη, κατά τη διάρκεια μεταβατικής περιόδου, για τη λειτουργική διαχείριση του κεντρικού συστήματος του SIS II (Κεντρικό SIS II). Μετά την εν λόγω μεταβατική περίοδο, υπεύθυνη για τη λειτουργική διαχείριση του Κεντρικού SIS II και ορισμένων πτυχών της επικοινωνιακής υποδομής θα είναι διαχειριστική αρχή.

(2)

Το Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS) δημιουργήθηκε με την απόφαση 2004/512/ΕΚ του Συμβουλίου (4). Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 767/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) προβλέπει ότι η Επιτροπή θα είναι υπεύθυνη, κατά τη διάρκεια μεταβατικής περιόδου, για τη λειτουργική διαχείριση του VIS. Μετά την εν λόγω μεταβατική περίοδο, υπεύθυνη για τη λειτουργική διαχείριση του Κεντρικού VIS και των εθνικών διεπαφών και για ορισμένες πτυχές της επικοινωνιακής υποδομής θα είναι διαχειριστική αρχή.

(3)

Το Eurodac θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2725/2000 του Συμβουλίου (6). Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 407/2002 του Συμβουλίου (7) ορίζει τους αναγκαίους εκτελεστικούς κανόνες. Οι εν λόγω νομικές πράξεις καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 603/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), με ισχύ από την 20ή Ιουλίου 2015.

(4)

Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για τη Λειτουργική Διαχείριση Συστημάτων ΤΠ (τεχνολογίας της πληροφορίας) Μεγάλης Κλίμακας στον Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, κοινώς καλούμενος eu-LISA, ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1077/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) προκειμένου να εξασφαλιστεί η λειτουργική διαχείριση του SIS, του VIS και του Eurodac και ορισμένων πτυχών των υποδομών επικοινωνιών τους και ενδεχομένως και άλλων συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας στον χώρο της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης, υπό την προϋπόθεση της έκδοσης χωριστών ενωσιακών νομικών πράξεων. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1077/2011 τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 603/2013 ώστε να αποτυπωθούν οι αλλαγές που επήλθαν στο Eurodac.

(5)

Δεδομένου ότι η διαχειριστική αρχή έπρεπε να έχει νομική, διοικητική και χρηματοοικονομική αυτοτέλεια, συστάθηκε υπό μορφή ρυθμιστικού οργανισμού («Οργανισμός») με νομική προσωπικότητα. Όπως συμφωνήθηκε, η έδρα του Οργανισμού βρίσκεται στο Ταλίν της Εσθονίας. Εντούτοις, επειδή οι εργασίες που συνδέονται με την τεχνική ανάπτυξη και την προετοιμασία για τη λειτουργική διαχείριση του SIS II και του VIS πραγματοποιούνταν ήδη στο Στρασβούργο της Γαλλίας, και ήδη είχαν δημιουργηθεί εφεδρικές εγκαταστάσεις για τα εν λόγω συστήματα στο Sankt Johann im Pongau της Αυστρίας, σύμφωνα και με τις τοποθεσίες των συστημάτων SIS II και VIS που θεσπίστηκαν δυνάμει των σχετικών ενωσιακών νομικών πράξεων, η κατάσταση αυτή δεν θα πρέπει να μεταβληθεί. Επίσης, στις δύο αυτές τοποθεσίες, αντιστοίχως, θα πρέπει να εξακολουθήσουν να διεξάγονται οι εργασίες που συνδέονται με τη λειτουργική διαχείριση του Eurodac και να βρίσκονται οι εφεδρικές εγκαταστάσεις για το Eurodac. Σε αυτές τις δύο τοποθεσίες, αντιστοίχως, θα πρέπει επίσης να διεξάγονται η τεχνική ανάπτυξη και η λειτουργική διαχείριση άλλων συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης και να βρίσκεται μια εφεδρική εγκατάσταση που θα είναι ικανή να διασφαλίζει τη λειτουργία ενός συστήματος ΤΠ μεγάλης κλίμακας σε περίπτωση βλάβης του εν λόγω συστήματος ΤΠ μεγάλης κλίμακας. Προκειμένου να μεγιστοποιηθεί η δυνατή χρήση της εφεδρικής εγκατάστασης, η εν λόγω εγκατάσταση θα μπορούσε επίσης να χρησιμοποιηθεί για τη λειτουργία συστημάτων ταυτόχρονα με την προϋπόθεση ότι θα παραμείνει ικανή να διασφαλίζει τη λειτουργία τους σε περίπτωση βλάβης ενός ή περισσότερων εκ των συστημάτων. Λόγω του υψηλής ασφάλειας, υψηλής διαθεσιμότητας και καίριας σημασίας χαρακτήρα των συστημάτων, σε περίπτωση που η δυναμικότητα υποδοχής των υφιστάμενων τεχνικών εγκαταστάσεων καταστεί ανεπαρκής, θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα το διοικητικό συμβούλιο του Οργανισμού («διοικητικό συμβούλιο»), όπου αυτό δικαιολογείται με βάση ανεξάρτητη εκτίμηση επιπτώσεων και ανάλυση κόστους-οφέλους, να προτείνει να συγκροτηθεί μια δεύτερη χωριστή τεχνική εγκατάσταση είτε στο Στρασβούργο είτε στο Sankt Johann im Pongau ή και στα δύο μέρη, όπως απαιτείται, προκειμένου να γίνει η υποδοχή των συστημάτων. Το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να συμβουλεύεται την Επιτροπή και να λαμβάνει υπόψη τις απόψεις της πριν κοινοποιήσει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο («αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή») την πρόθεσή του να υλοποιήσει οποιοδήποτε σχέδιο σχετίζεται με περιουσία.

(6)

Από την έναρξη λειτουργίας του την 1η Δεκεμβρίου 2012 ο Οργανισμός ανέλαβε τα καθήκοντα σχετικά με το VIS που ανατίθενται στη διαχειριστική αρχή με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 767/2008 και την απόφαση 2008/633/ΔΕΥ του Συμβουλίου (10). Τον Απρίλιο του 2013, ο Οργανισμός ανέλαβε επίσης τα καθήκοντα σχετικά με το SIS II που ανατίθενται στη διαχειριστική αρχή με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1987/2006 και την απόφαση 2007/533/ΔΕΥ του Συμβουλίου μετά την έναρξη λειτουργίας του SIS II, και τον Ιούνιο του 2013 ανέλαβε τα καθήκοντα σχετικά με το Eurodac που ανατίθενται στην Επιτροπή σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2725/2000 και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 407/2002.

(7)

Από την πρώτη αξιολόγηση του έργου του Οργανισμού, που βασίστηκε σε ανεξάρτητη εξωτερική αξιολόγηση και πραγματοποιήθηκε την περίοδο 2015-2016, προέκυψε ότι ο Οργανισμός διασφαλίζει αποτελεσματικά τη λειτουργική διαχείριση των συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας και των λοιπών καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί, αλλά και ότι είναι ανάγκη να επέλθουν μια σειρά από αλλαγές στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1077/2011, όπως η μεταβίβαση στον Οργανισμό των καθηκόντων σχετικά με τις υποδομές επικοινωνιών που ασκούνται ακόμη από την Επιτροπή. Η Επιτροπή, βασιζόμενη στην εν λόγω εξωτερική αξιολόγηση, συνεκτίμησε τις πολιτικές, νομικές και αντικειμενικές εξελίξεις και πρότεινε, ειδικότερα στο πλαίσιο της έκθεσής της της 29ης Ιουνίου 2017 σχετικά με τη λειτουργία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη Λειτουργική Διαχείριση Συστημάτων ΤΠ Μεγάλης Κλίμακας στον Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (eu-LISA) («έκθεση αξιολόγησης»), τη διεύρυνση της εντολής του Οργανισμού ώστε να συμπεριλάβει την άσκηση των καθηκόντων που απορρέουν από την έγκριση από τους συννομοθέτες των νομοθετικών προτάσεων βάσει των οποίων ανατίθενται νέα συστήματα στον Οργανισμό και των καθηκόντων που αναφέρονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής, της 6ης Απριλίου 2016, με τίτλο «Πιο ισχυρά και έξυπνα συστήματα πληροφοριών για τα σύνορα και την ασφάλεια», στην τελική έκθεση της ομάδας εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου για τα συστήματα πληροφοριών και τη διαλειτουργικότητα στις 11 Μαΐου 2017 και στην ανακοίνωση της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 2017, με τίτλο «Έβδομη έκθεση προόδου προς την κατεύθυνση μιας αποτελεσματικής και πραγματικής Ένωσης», υπό την προϋπόθεση, της έκδοσης των σχετικών ενωσιακών νομικών πράξεων, στις περιπτώσεις που απαιτείται. Ειδικότερα, ο Οργανισμός θα πρέπει να επιφορτισθεί με την ανάπτυξη λύσεων σχετικά με τη διαλειτουργικότητα, η οποία ορίζεται στην ανακοίνωση της 6ης Απριλίου 2016 ως η ικανότητα των συστημάτων πληροφοριών να ανταλλάσσουν δεδομένα και να καθιστούν δυνατή την ανταλλαγή πληροφοριών.

Κατά περίπτωση, οι ενέργειες που πραγματοποιούνται σε σχέση με τη διαλειτουργικότητα θα πρέπει να διέπονται από την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 23ης Μαρτίου 2017, με τίτλο «Ευρωπαϊκό πλαίσιο διαλειτουργικότητας — Στρατηγική εφαρμογής». Στο παράρτημα 2 της εν λόγω ανακοίνωσης παρατίθενται γενικές κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις και βέλτιστες πρακτικές για την επίτευξη διαλειτουργικότητας ή, τουλάχιστον, για τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος για την επίτευξη καλύτερης διαλειτουργικότητας κατά τον σχεδιασμό, την υλοποίηση και τη διαχείριση των ευρωπαϊκών δημόσιων υπηρεσιών.

(8)

Η έκθεση αξιολόγησης κατέληγε επίσης στο συμπέρασμα ότι η εντολή του Οργανισμού θα πρέπει να διευρυνθεί ώστε να συμπεριλάβει την παροχή συμβουλών σε κράτη μέλη σε σχέση με τη σύνδεση των εθνικών συστημάτων με τα κεντρικά συστήματα ΤΠ μεγάλης κλίμακας που διαχειρίζεται («συστήματα»), καθώς και με την παροχή ad-hoc βοήθειας και υποστήριξης στα κράτη μέλη, όταν ζητείται, και την παροχή βοήθειας και υποστήριξης στις υπηρεσίες της Επιτροπής επί τεχνικών θεμάτων που αφορούν νέα συστήματα.

(9)

Θα πρέπει να ανατεθεί στον Οργανισμό η προετοιμασία, ανάπτυξη και λειτουργική διαχείριση του συστήματος εισόδου/εξόδου (ΣΕΕ), που θεσπίζεται με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/2226 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11).

(10)

Στον Οργανισμό θα πρέπει να ανατεθεί η λειτουργική διαχείριση του DubliNet, ενός χωριστού ασφαλούς διαύλου ηλεκτρονικής διαβίβασης, ο οποίος συστάθηκε βάσει του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1560/2003 της Επιτροπής (12), τον οποίο θα πρέπει να χρησιμοποιούν οι αρμόδιες για το άσυλο αρχές των κρατών μελών, για την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τους αιτούντες διεθνή προστασία.

(11)

Θα πρέπει να ανατεθεί περαιτέρω στον Οργανισμό η προετοιμασία, ανάπτυξη και λειτουργική διαχείριση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Πληροφοριών και Αδειοδότησης Ταξιδιού (ETIAS), που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1240 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13).

(12)

Η βασική λειτουργία του οργανισμού θα πρέπει να είναι η άσκηση των καθηκόντων λειτουργικής διαχείρισης του SIS II, του VIS, του Eurodac, του ΣΕΕ, του DubliNet, του ETIAS καθώς και, εάν αποφασιστεί, άλλων συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Ο Οργανισμός θα πρέπει επίσης να έχει την ευθύνη για τεχνικά μέτρα που απαιτούνται ως αποτέλεσμα από την άσκηση των καθηκόντων μη κανονιστικού χαρακτήρα που του ανατίθενται. Οι εν λόγω αρμοδιότητες δεν θα πρέπει να θίγουν τα καθήκοντα κανονιστικού χαρακτήρα που ασκεί αποκλειστικά η Επιτροπή μόνη ή η Επιτροπή όταν επικουρείται από επιτροπή σύμφωνα με τις διατάξεις των αντίστοιχων ενωσιακών νομικών πράξεων που διέπουν τα συστήματα.

(13)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να είναι σε θέση να εφαρμόζει τεχνικές λύσεις ώστε να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις διαθεσιμότητας που προβλέπονται στις ενωσιακές νομικές πράξεις που διέπουν τα συστήματα, σεβόμενος πλήρως τις ειδικές διατάξεις των εν λόγω πράξεων όσον αφορά την τεχνική αρχιτεκτονική των αντίστοιχων συστημάτων. Στις περιπτώσεις που οι εν λόγω τεχνικές λύσεις προϋποθέτουν την ύπαρξη διπλοτύπου ενός συστήματος ή διπλοτύπων των στοιχείων ενός συστήματος, θα πρέπει να διενεργείται ανεξάρτητη εκτίμηση επιπτώσεων και ανάλυση κόστους-οφέλους και να λαμβάνεται απόφαση από το διοικητικό συμβούλιο κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή. Η εν λόγω εκτίμηση επιπτώσεων θα πρέπει να περιλαμβάνει επίσης εξέταση των αναγκών από την άποψη της δυναμικότητας υποδοχής των υφιστάμενων τεχνικών εγκαταστάσεων σε σχέση με την ανάπτυξη τέτοιων τεχνικών λύσεων και τους πιθανούς κινδύνους που σχετίζονται με την τρέχουσα λειτουργική διάρθρωση.

(14)

Δεν δικαιολογείται πλέον να ασκεί η Επιτροπή ορισμένα καθήκοντα που σχετίζονται με την υποδομή επικοινωνιών των συστημάτων και επομένως τα εν λόγω καθήκοντα θα πρέπει να μεταβιβαστούν στον Οργανισμό ώστε να καταστεί συνεκτικότερη η διαχείριση της υποδομής επικοινωνιών. Ωστόσο, στην περίπτωση των συστημάτων που κάνουν χρήση του EuroDomain, μιας υποδομής για ασφαλείς επικοινωνίες την οποία παρέχει το TESTA-ng (Trans-European Services for Telematics between Administrations-new generation) και η οποία συστάθηκε ως μέρος του προγράμματος ISA που θεσπίστηκε με την απόφαση αριθ. 922/2009/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14) και συνέχισε ως μέρος του προγράμματος ISA2 που θεσπίστηκε με την απόφαση (ΕΕ) 2015/2240 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15), η Επιτροπή θα πρέπει να εξακολουθήσει να ασκεί τα καθήκοντα που αφορούν την εκτέλεση του προϋπολογισμού, τις αγορές και την ανανέωση, καθώς και συμβατικά θέματα.

(15)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να μπορεί να αναθέτει καθήκοντα που σχετίζονται με την παράδοση, εγκατάσταση, συντήρηση και παρακολούθηση της υποδομής επικοινωνιών σε εξωτερικούς ιδιωτικούς φορείς ή οντότητες σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16). Ο Οργανισμός θα πρέπει να διαθέτει επαρκείς δημοσιονομικούς και ανθρώπινους πόρους προκειμένου να περιορίζεται όσο το δυνατόν περισσότερο η ανάγκη εξωτερικής ανάθεσης των καθηκόντων του σε εξωτερικούς ιδιωτικούς φορείς ή οντότητες.

(16)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να εξακολουθήσει να ασκεί καθήκοντα σχετικά με την παροχή κατάρτισης όσον αφορά την τεχνική χρήση του SIS ΙΙ, του VIS και του Eurodac, καθώς και άλλων συστημάτων που θα του ανατεθούν στο μέλλον.

(17)

Προκειμένου να συμβάλει στην τεκμηριωμένη χάραξη πολιτικής της Ένωσης για τη μετανάστευση και την ασφάλεια και στην παρακολούθηση της ορθής λειτουργίας των συστημάτων, ο Οργανισμός θα πρέπει να καταρτίζει και να δημοσιεύει στατιστικές, και να εκπονεί στατιστικές εκθέσεις τις οποίες θα θέτει στη διάθεση των σχετικών παραγόντων σύμφωνα με τις ενωσιακές νομικές πράξεις που διέπουν τα συστήματα, για παράδειγμα με σκοπό την παρακολούθηση της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1053/2013 του Συμβουλίου (17), και για τους σκοπούς της διεξαγωγής ανάλυσης κινδύνου και αξιολόγησης τρωτότητας, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1624 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18).

(18)

Θα πρέπει επίσης να μπορεί ο Οργανισμός να καταστεί υπεύθυνος για την προετοιμασία, την ανάπτυξη και τη λειτουργική διαχείριση πρόσθετων συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας δυνάμει των άρθρων 67 έως 89 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Πιθανά παραδείγματα τέτοιων συστημάτων θα μπορούσαν να είναι το κεντρικό σύστημα εντοπισμού των κρατών μελών που διαθέτουν πληροφορίες σχετικά με καταδικαστικές αποφάσεις εις βάρος υπηκόων τρίτων χωρών και ανιθαγενών (ECRIS-TCN) ή το μηχανοργανωμένο σύστημα για τη διασυνοριακή επικοινωνία στο πλαίσιο αστικής ή ποινικής διαδικασίας (e-CODEX). Ωστόσο, στον Οργανισμό θα πρέπει να ανατίθεται η ευθύνη για τέτοια συστήματα μόνο αφού εγκριθούν μεταγενέστερες και χωριστές ενωσιακές νομικές πράξεις και αφού έχει προηγηθεί εκτίμηση επιπτώσεων.

(19)

Η εντολή του Οργανισμού όσον αφορά την έρευνα θα πρέπει να διευρυνθεί ώστε να αυξηθεί η ικανότητά του να λειτουργεί πιο προδραστικά εισηγούμενος ουσιαστικές και αναγκαίες τεχνικές αλλαγές στα συστήματα. Ο Οργανισμός θα πρέπει όχι μόνο να μπορεί να παρακολουθεί ερευνητικές δραστηριότητες που σχετίζονται με την επιχειρησιακή διαχείριση των συστημάτων, αλλά και να μπορεί να συμβάλλει στην εφαρμογή των σχετικών πτυχών του προγράμματος-πλαισίου για την έρευνα και την καινοτομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν η Επιτροπή εκχωρεί την αρμοδιότητα στον Οργανισμό. Τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, ο Οργανισμός θα πρέπει να υποβάλλει στοιχεία σχετικά με την παρακολούθηση αυτή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και, όποτε τίθεται ζήτημα επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

(20)

Θα πρέπει να μπορεί η Επιτροπή να ορίσει τον Οργανισμό υπεύθυνο για την εκτέλεση πιλοτικών έργων πειραματικού χαρακτήρα, σχεδιασμένων ώστε να δοκιμαστεί η εφικτότητα μιας δράσης και η χρησιμότητα αυτής, τα οποία μπορούν να υλοποιούνται χωρίς βασική πράξη σύμφωνα με το τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046. Επιπλέον, θα πρέπει να μπορεί η Επιτροπή να αναθέσει στον Οργανισμό καθήκοντα εκτέλεσης προϋπολογισμού για αποδείξεις αρχών που χρηματοδοτούνται στο πλαίσιο του μέσου χρηματοδοτικής στήριξης στον τομέα των εξωτερικών συνόρων και των θεωρήσεων το οποίο θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 515/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19) σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046, αφού ενημερωθεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Θα πρέπει επίσης να μπορεί ο Οργανισμός να σχεδιάζει και να υλοποιεί δραστηριότητες δοκιμών σε θέματα που καλύπτονται αυστηρά από τον παρόντα κανονισμό και τις ενωσιακές νομικές πράξεις που διέπουν την ανάπτυξη, εγκατάσταση, λειτουργία και χρήση των συστημάτων, όπως, για παράδειγμα, δοκιμές ιδεών εικονικοποίησης. Στις περιπτώσεις που του έχει ανατεθεί η εκτέλεση πιλοτικού έργου, ο Οργανισμός θα πρέπει να δίνει ιδιαίτερη προσοχή στη στρατηγική διαχείρισης πληροφοριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(21)

Ο Οργανισμός θα πρέπει, όσον αφορά τη σύνδεση των εθνικών συστημάτων με τα κεντρικά συστήματα που προβλέπονται στις ενωσιακές νομικές πράξεις που διέπουν τα εν λόγω συστήματα, να παρέχει συμβουλές σε κράτη μέλη κατόπιν αιτήματός τους.

(22)

Ο Οργανισμός θα πρέπει επίσης να παρέχει ad-hoc υποστήριξη σε κράτη μέλη κατόπιν αιτήματός τους, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό, όταν το επιβάλλουν έκτακτες προκλήσεις ή ανάγκες στον τομέα της ασφάλειας ή της μετανάστευσης. Ειδικότερα, ένα κράτος μέλος θα πρέπει να μπορεί να ζητήσει και να βασιστεί σε επιχειρησιακές και τεχνικές ενισχύσεις όταν το εν λόγω κράτος μέλος αντιμετωπίζει συγκεκριμένα και δυσανάλογα μεγάλα μεταναστευτικά προβλήματα σε συγκεκριμένες περιοχές των εξωτερικών συνόρων του, χαρακτηριζόμενα από μεγάλες εισροές μεταναστευτικών ρευμάτων. Οι ενισχύσεις αυτού του είδους θα πρέπει να παρέχονται σε κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης («hotspot») από ομάδες στήριξης για τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών αποτελούμενες από εμπειρογνώμονες που προέρχονται από ενωσιακούς οργανισμούς με συναφείς αρμοδιότητες. Στις περιπτώσεις που στο πλαίσιο αυτό είναι αναγκαία η παροχή υποστήριξης από τον Οργανισμό σε θέματα που σχετίζονται με τα συστήματα, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος θα πρέπει να διαβιβάζει το αίτημα για την παροχή υποστήριξης στην Επιτροπή, η οποία, εφόσον κρίνει ότι η εν λόγω υποστήριξη είναι πράγματι δικαιολογημένη, θα πρέπει να διαβιβάζει χωρίς καθυστέρηση το αίτημα υποστήριξης στον Οργανισμό. Ο Οργανισμός θα πρέπει να ενημερώνει το διοικητικό συμβούλιο σχετικά με αυτά τα αιτήματα. Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να παρακολουθεί κατά πόσον ο Οργανισμός ανταποκρίνεται εγκαίρως στο αίτημα για ad hoc υποστήριξη. Η ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων του Οργανισμού θα πρέπει να εκθέτει αναλυτικά τις ενέργειες στις οποίες προέβη ο Οργανισμός για την παροχή ad hoc υποστήριξης στα κράτη μέλη και τα έξοδα που προέκυψαν στο πλαίσιο αυτό.

(23)

Ο Οργανισμός θα πρέπει επίσης να παρέχει υποστήριξη στις υπηρεσίες της Επιτροπής σε τεχνικά θέματα που σχετίζονται με υφιστάμενα ή νέα συστήματα, όταν κρίνεται αναγκαίο, ιδίως δε στο πλαίσιο της εκπόνησης νέων προτάσεων που αφορούν συστήματα ΤΠ μεγάλης κλίμακας που πρόκειται να ανατεθούν στον Οργανισμό.

(24)

Θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα για μια ομάδα κρατών μελών να ανατίθεται στον Οργανισμό η ανάπτυξη, η διαχείριση ή η φιλοξενία ενός κοινού στοιχείου ΤΠ με σκοπό να τους παρασχεθεί βοήθεια ώστε να υλοποιούν τις τεχνικές πτυχές υποχρεώσεων που απορρέουν από ενωσιακές νομικές πράξεις περί αποκεντρωμένων συστημάτων ΤΠ στον τομέα της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης. Τούτο δεν θα πρέπει να θίγει τις υποχρεώσεις των εν λόγω κρατών μελών δυνάμει των ισχυουσών ενωσιακών νομικών πράξεων, ιδίως σε ό,τι αφορά την αρχιτεκτονική των συστημάτων αυτών. Τούτο θα πρέπει να προϋποθέτει την προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής, να υπόκειται σε θετική απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, να αποτυπώνεται σε συμφωνία ανάθεσης μεταξύ των ενδιαφερόμενων κρατών μελών και του Οργανισμού και να χρηματοδοτείται πλήρως από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη. Ο Οργανισμός πρέπει να ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την έγκριση της συμφωνίας ανάθεσης και τις τυχόν τροποποιήσεις της. Άλλα κράτη μέλη πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να συμμετάσχουν σε μια τέτοια κοινή λύση ΤΠ, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η δυνατότητα προβλέπεται στη συμφωνία ανάθεσης και εφόσον πραγματοποιηθούν οι απαραίτητες τροποποιήσεις της. Το καθήκον αυτό δεν θα πρέπει να επηρεάζει δυσμενώς τη λειτουργική διαχείριση των συστημάτων εκ μέρους του οργανισμού.

(25)

Η ανάθεση της λειτουργικής διαχείρισης συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στον Οργανισμό δεν θα πρέπει να επηρεάζει τους ειδικούς κανόνες που ισχύουν όσον αφορά τα συγκεκριμένα συστήματα. Ειδικότερα, ισχύουν πλήρως οι ειδικοί κανόνες που διέπουν τον σκοπό, τα δικαιώματα πρόσβασης, τα μέτρα ασφάλειας και τις λοιπές απαιτήσεις προστασίας δεδομένων για κάθε τέτοιο σύστημα.

(26)

Για τον αποτελεσματικό έλεγχο της λειτουργίας του Οργανισμού, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή θα πρέπει να εκπροσωπούνται στο διοικητικό συμβούλιο. Στο διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να ανατίθενται τα απαραίτητα καθήκοντα, ιδιαίτερα να θεσπίζει το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας, να εκπληρώνει τα καθήκοντά του σχετικά με τον προϋπολογισμό του Οργανισμού, να θεσπίζει τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον Οργανισμό και να θεσπίζει διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων από τον εκτελεστικό διευθυντή σχετικά με τα λειτουργικά καθήκοντα του Οργανισμού. Το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να εκτελεί τα καθήκοντα αυτά με αποτελεσματικό και διαφανή τρόπο. Έπειτα από την κατάλληλη διαδικασία επιλογής που διοργανώνει η Επιτροπή, και κατόπιν ακροάσεως των προτεινόμενων υποψηφίων στην αρμόδια επιτροπή ή στις αρμόδιες επιτροπές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει επίσης να διορίζει τον εκτελεστικό διευθυντή.

(27)

Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αριθμός των συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας που έχουν ανατεθεί στον Οργανισμό θα αυξηθεί σημαντικά έως το 2020 και ότι τα καθήκοντα του Οργανισμού αναβαθμίζονται αισθητά, θα υπάρξει αντίστοιχα μεγάλη αύξηση του προσωπικού του Οργανισμού μέχρι το 2020. Θα πρέπει επομένως να δημιουργηθεί θέση αναπληρωτή εκτελεστικού διευθυντή του Οργανισμού, λαμβάνοντας επίσης υπόψη το γεγονός ότι τα καθήκοντα που συνδέονται με την ανάπτυξη και τη λειτουργική διαχείριση συστημάτων θα απαιτήσει αυξημένη και ειδική εποπτεία και ότι η έδρα και οι τεχνικές εγκαταστάσεις του Οργανισμού είναι διεσπαρμένα σε τρία κράτη μέλη. Το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να διορίζει τον εκτελεστικό διευθυντή.

(28)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να διέπεται από και να λειτουργεί λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές της κοινής προσέγγισης για τους αποκεντρωμένους οργανισμούς της Ένωσης που εγκρίθηκε στις 19 Ιουλίου 2012 από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

(29)

Όσον αφορά το SIS II, ο Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (Ευρωπόλ) και η Ευρωπαϊκή Μονάδα Δικαστικής Προστασίας (Eurojust), που κατέχουν αμφότερες το δικαίωμα πρόσβασης και απευθείας αναζήτησης δεδομένων τα οποία έχουν καταχωρισθεί στο SIS II δυνάμει της απόφασης 2007/533/ΔΕΥ, θα πρέπει να έχουν ρόλο παρατηρητή στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου όταν στην ημερήσια διάταξη περιλαμβάνεται θέμα σχετικά με την εφαρμογή της εν λόγω απόφασης. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής που έχει δικαίωμα πρόσβασης και αναζήτησης στο SIS II δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1624, θα πρέπει να έχει καθεστώς παρατηρητή κατά τις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου, όταν στην ημερήσια διάταξη περιλαμβάνεται θέμα σε σχέση με την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού. Η Ευρωπόλ, η Eurojust και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής θα πρέπει να μπορούν να διορίζουν έναν εκπρόσωπο η καθεμία στη συμβουλευτική ομάδα του SIS II, που συστήνεται βάσει του παρόντος κανονισμού.

(30)

Όσον αφορά το VIS, η Ευρωπόλ θα πρέπει να έχει καθεστώς παρατηρητή κατά τις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου, όταν στην ημερήσια διάταξη περιλαμβάνεται θέμα σε σχέση με την εφαρμογή της απόφασης 2008/633/ΔΕΥ. Η Ευρωπόλ θα πρέπει να μπορεί να διορίζει εκπρόσωπο στη συμβουλευτική ομάδα του VIS που συστήνεται βάσει του παρόντος κανονισμού.

(31)

Όσον αφορά το Eurodac, η Ευρωπόλ θα πρέπει να έχει καθεστώς παρατηρητή κατά τις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου, όταν στην ημερήσια διάταξη περιλαμβάνεται θέμα σε σχέση με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 603/2013. Η Ευρωπόλ θα πρέπει να μπορεί να διορίζει εκπρόσωπο στη συμβουλευτική ομάδα Eurodac που θεσπίζεται δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

(32)

Όσον αφορά το EES, η Ευρωπόλ θα πρέπει να έχει καθεστώς παρατηρητή κατά τις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου, όταν στην ημερήσια διάταξη περιλαμβάνεται θέμα που αφορά τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/2226.

(33)

Όσον αφορά το ETIAS, η Ευρωπόλ θα πρέπει να έχει καθεστώς παρατηρητή κατά τις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου, όταν στην ημερήσια διάταξη περιλαμβάνεται θέμα που αφορά τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1240. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής θα πρέπει επίσης να έχει καθεστώς παρατηρητή κατά τις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου, όταν στην ημερήσια διάταξη περιλαμβάνεται θέμα που αφορά το ETIAS σε σχέση με την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού. Η Ευρωπόλ και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής θα πρέπει να μπορούν να διορίζουν έναν εκπρόσωπο στη συμβουλευτική ομάδα του ΣΕΕ-ETIAS που θεσπίζεται δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

(34)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν δικαίωμα ψήφου στο διοικητικό συμβούλιο όσον αφορά σύστημα ΤΠ μεγάλης κλίμακας, εάν δεσμεύονται, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, από οποιαδήποτε ενωσιακή νομική πράξη διέπει την ανάπτυξη, εγκατάσταση, λειτουργία και χρήση του συγκεκριμένου συστήματος. Η Δανία επίσης θα πρέπει να έχει δικαίωμα ψήφου όσον αφορά σύστημα ΤΠ μεγάλης κλίμακας, εάν αποφασίσει, δυνάμει του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 22 σχετικά με τη θέση της Δανίας, που προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και στη ΣΛΕΕ, να εφαρμόσει την ενωσιακή νομική πράξη που διέπει την ανάπτυξη, εγκατάσταση, λειτουργία και χρήση του συγκεκριμένου συστήματος στο εθνικό της δίκαιο.

(35)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ορίζουν ένα μέλος στη συμβουλευτική ομάδα συστήματος ΤΠ μεγάλης κλίμακας, εφόσον δεσμεύονται, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, από οποιαδήποτε ενωσιακή νομική πράξη διέπει την ανάπτυξη, εγκατάσταση, λειτουργία και χρήση του συγκεκριμένου συστήματος. Επιπλέον, η Δανία θα πρέπει να ορίζει ένα μέλος στη συμβουλευτική ομάδα που αφορά σύστημα ΤΠ μεγάλης κλίμακας, εάν αποφασίσει, δυνάμει του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 22, να εφαρμόσει την ενωσιακή νομική πράξη που διέπει την ανάπτυξη, εγκατάσταση, λειτουργία και χρήση του συγκεκριμένου συστήματος στο εθνικό της δίκαιο. Οι συμβουλευτικές ομάδες θα πρέπει να συνεργάζονται μεταξύ τους, όταν απαιτείται.

(36)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η πλήρης αυτονομία και η ανεξαρτησία του και να μπορεί να υλοποιεί σωστά τους στόχους και τα καθήκοντα που του ανατίθενται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, ο Οργανισμός θα πρέπει να διαθέτει επαρκή και αυτόνομο προϋπολογισμό με έσοδα από τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης. Η χρηματοδότηση του Οργανισμού θα πρέπει να υπόκειται σε συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όπως ορίζεται στο σημείο 31 της διοργανικής συμφωνίας της 2ας Δεκεμβρίου 2013 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τη δημοσιονομική πειθαρχία, τη συνεργασία σε δημοσιονομικά θέματα και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση (20). Θα πρέπει να εφαρμόζονται οι διαδικασίες προϋπολογισμού και χορήγησης απαλλαγής της Ένωσης. Ο λογιστικός έλεγχος και o έλεγχος της νομιμότητας και της κανονικότητας των υποκείμενων πράξεων θα πρέπει να ασκούνται από το Ελεγκτικό Συνέδριο.

(37)

Για την εκπλήρωση της αποστολής του, και κατά το βαθμό που απαιτείται για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, ο Οργανισμός θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να συνεργάζεται με θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης, ιδιαίτερα δε με εκείνους που έχουν θεσπιστεί στον χώρο της ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, σε θέματα που αποτελούν αντικείμενο του παρόντος κανονισμού και των ενωσιακών νομικών πράξεων που διέπουν την ανάπτυξη, εγκατάσταση, λειτουργία και χρήση συστημάτων στο πλαίσιο συμφωνιών συνεργασίας οι οποίες συνάπτονται σύμφωνα με τη νομοθεσία και την πολιτική της Ένωσης και εντός του πλαισίου των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους. Εφόσον προβλέπεται από ενωσιακή νομική πράξη, ο Οργανισμός θα πρέπει επίσης να μπορεί να συνεργάζεται με διεθνείς οργανισμούς και άλλες αρμόδιες οντότητες και θα πρέπει να είναι σε θέση να συνάπτει ρυθμίσεις συνεργασίας για τον σκοπό αυτό. Οι εν λόγω ρυθμίσεις συνεργασίας θα πρέπει να έχουν εγκριθεί εκ των προτέρων από την Επιτροπή και να έχουν επιτραπεί από το διοικητικό συμβούλιο. Ο Οργανισμός θα πρέπει επίσης να συμβουλεύεται τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών (ENISA), που θεσπίστηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 526/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21), όσον αφορά την ασφάλεια των δικτύων και των πληροφοριών, όπου κρίνεται σκόπιμο.

(38)

Κατά τη διασφάλιση της ανάπτυξης και της λειτουργικής διαχείρισης των συστημάτων, ο Οργανισμός θα πρέπει να ακολουθεί τα ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα, λαμβάνοντας υπόψη τις αυστηρότερες επαγγελματικές απαιτήσεις, ιδίως τη στρατηγική διαχείρισης πληροφοριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(39)

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22) θα πρέπει να ισχύει για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τον Οργανισμό, με την επιφύλαξη των διατάξεων για την προστασία των δεδομένων που ορίζονται σε ενωσιακές νομικές πράξεις που διέπουν την ανάπτυξη, τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τη χρήση των συστημάτων, οι οποίες πρέπει να είναι συνεπείς με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 . Για τη διατήρηση της ασφάλειας και την αποφυγή της επεξεργασίας κατά παράβαση του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 και των ενωσιακών νομικών πράξεων που διέπουν τη λειτουργία των συστημάτων, ο Οργανισμός θα πρέπει να αξιολογεί τους κινδύνους που ενέχει η επεξεργασία και να εφαρμόζει μέτρα για τον μετριασμό των εν λόγω κινδύνων, όπως για παράδειγμα κρυπτογράφηση. Τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει να διασφαλίζουν κατάλληλο επίπεδο ασφάλειας, πράγμα που περιλαμβάνει και την εμπιστευτικότητα, λαμβάνοντας υπόψη τις τελευταίες εξελίξεις και το κόστος υλοποίησης σε σχέση με τους κινδύνους και τη φύση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πρέπει να προστατευθούν. Κατά την εκτίμηση του κινδύνου για την ασφάλεια των δεδομένων θα πρέπει να δίνεται προσοχή στους κινδύνους που προκύπτουν από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως η τυχαία ή παράνομη καταστροφή, απώλεια, μεταβολή, άνευ αδείας κοινολόγηση ή προσπέλαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διαβιβάστηκαν, αποθηκεύτηκαν ή υποβλήθηκαν κατ’ άλλο τρόπο σε επεξεργασία η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε σωματική, υλική ή μη υλική βλάβη. Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων θα πρέπει να δικαιούται να απαιτεί από τον Οργανισμό πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τις έρευνές του. Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23), η Επιτροπή συμβουλεύτηκε τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, ο οποίος εξέδωσε γνωμοδότηση στις 10 Οκτωβρίου 2017.

(40)

Για τη διασφάλιση της διαφανούς λειτουργίας του Οργανισμού, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (24) θα πρέπει να εφαρμόζεται στον Οργανισμό. Ο Οργανισμός θα πρέπει να λειτουργεί με τη μέγιστη δυνατή διαφάνεια όσον αφορά τις δραστηριότητές του, χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την επίτευξη του στόχου των επιχειρήσεών του. Θα πρέπει να δημοσιοποιεί τις πληροφορίες για όλες τις δραστηριότητές του. Θα πρέπει επίσης να διασφαλίζει την άμεση παροχή πληροφοριών στο κοινό και σε όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς σχετικά με το έργο του.

(41)

Οι δραστηριότητες του Οργανισμού θα πρέπει να υπόκεινται στην ενδελεχή εξέταση του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, σύμφωνα με το άρθρο 228 ΣΛΕΕ.

(42)

Ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25) θα πρέπει να εφαρμόζεται όσον αφορά τον Οργανισμό, ο οποίος θα πρέπει να προσχωρήσει στη διοργανική συμφωνία της 25ης Μαΐου 1999 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιεί η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (26).

(43)

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 (27), σχετικά με τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, θα πρέπει να ισχύει στον Οργανισμό.

(44)

Για να εξασφαλιστούν ανοιχτές και διαφανείς συνθήκες απασχόλησης και ίση μεταχείριση του προσωπικού, ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων») και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης («καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό»), που καθορίζονται με τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 (28) (καλούμενοι εφεξής ομού «κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης»), θα πρέπει να εφαρμόζονται στο προσωπικό (συμπεριλαμβανομένου του εκτελεστικού διευθυντή και του αναπληρωτή εκτελεστικού διευθυντή του Οργανισμού), συμπεριλαμβανομένων των κανόνων περί επαγγελματικού απορρήτου ή άλλων αντίστοιχων υποχρεώσεων εχεμύθειας.

(45)

Δεδομένου ότι ο Οργανισμός είναι όργανο που συγκροτείται από την Ένωση κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046, ο Οργανισμός θα πρέπει να θεσπίζει τους δημοσιονομικούς κανόνες του αναλόγως.

(46)

Ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1271/2013 της Επιτροπής (29) θα πρέπει να ισχύει για τον Οργανισμό.

(47)

Ο Οργανισμός, που ιδρύεται με τον παρόντα κανονισμό, αντικαθιστά και διαδέχεται τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για τη Λειτουργική Διαχείριση Συστημάτων ΤΠ Μεγάλης Κλίμακας στον Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1077/2011. Ο Οργανισμός θα πρέπει, ως εκ τούτου, να είναι ο γενικός κατά νόμον διάδοχος όλων των συμβάσεων, υποχρεώσεων και περιουσιακών στοιχείων του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη Λειτουργική Διαχείριση Συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1077/2011. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να επηρεάζει τη νομική ισχύ συμφωνιών, ρυθμίσεων συνεργασίας και μνημονίων κατανόησης που συνάπτονται από τον Οργανισμό, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1077/2011, με την επιφύλαξη τυχόν τροποποιήσεών του, όπως απαιτείται από τον παρόντα κανονισμό.

(48)

Για να μπορέσει ο Οργανισμός να συνεχίσει να εκτελεί τα καθήκοντα του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη Λειτουργική Διαχείριση Συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1077/2011, με τον βέλτιστο δυνατό τρόπο, θα πρέπει να θεσπισθούν μεταβατικές ρυθμίσεις, ιδίως όσον αφορά το διοικητικό συμβούλιο, τις συμβουλευτικές ομάδες, τον εκτελεστικό διευθυντή και τους εσωτερικούς κανόνες που θεσπίζει το διοικητικό συμβούλιο.

(49)

Ο παρών κανονισμός αποσκοπεί στην τροποποίηση και επέκταση των διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1077/2011. Δεδομένου ότι οι τροποποιήσεις που πρέπει να επέλθουν με τον παρόντα κανονισμό είναι σημαντικές ως προς τον αριθμό και τη φύση τους, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1077/2011 θα πρέπει για περισσότερη σαφήνεια να αντικατασταθεί στο σύνολό του έναντι των κρατών μελών που δεσμεύονται από τον παρόντα κανονισμό. Ο Οργανισμός, που ιδρύεται με τον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να αντικαταστήσει τον οργανισμό που ιδρύθηκε βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1077/2011 και να ασκεί στο εξής τα καθήκοντα με τα οποία αυτός ήταν επιφορτισμένος και, ως εκ τούτου, ο εν λόγω κανονισμός θα πρέπει να καταργηθεί.

(50)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η ίδρυση Οργανισμού σε επίπεδο Ένωσης υπεύθυνου για τη λειτουργική διαχείριση και, όποτε κρίνεται σκόπιμο, την ανάπτυξη συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση δύναται να θεσπίζει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 5 ΣΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(51)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 22, η Δανία δεν συμμετέχει στην έκδοση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του. Δεδομένου ότι ο παρών κανονισμός, στο μέτρο που έχει σχέση με το SIS II, το VIS, το ΣΕΕ και το ETIAS, αναπτύσσει το κεκτημένο του Σένγκεν, η Δανία, σύμφωνα με το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου αυτού, θα αποφασίσει εντός έξι μηνών από την απόφαση του Συμβουλίου για τον παρόντα κανονισμό εάν θα τον εφαρμόζει στο εθνικό της δίκαιο. Σύμφωνα με το άρθρο 3 της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Βασιλείου της Δανίας σχετικά με τα κριτήρια και τους μηχανισμούς για τον προσδιορισμό του κράτους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται στη Δανία ή σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το σύστημα «Eurodac» για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων για την αποτελεσματική εφαρμογή της σύμβασης του Δουβλίνου (30), η Δανία πρέπει να ενημερώσει την Επιτροπή εάν θα εφαρμόσει τα περιεχόμενα του παρόντος κανονισμού, στο μέτρο που έχει σχέση με το Eurodac και με το DubliNet.

(52)

Στο μέτρο που οι διατάξεις του έχουν σχέση με το SIS II, όπως διέπεται από την απόφαση 2007/533/ΔΕΥ, το Ηνωμένο Βασίλειο συμμετέχει στον παρόντα κανονισμό, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 19 σχετικά με το κεκτημένο του Σένγκεν το οποίο έχει ενσωματωθεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και το άρθρο 8 παράγραφος 2 της απόφασης 2000/365/ΕΚ του Συμβουλίου (31). Ο παρών κανονισμός, στο μέτρο που οι διατάξεις του αφορούν το SIS II, όπως ρυθμίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1987/2006, και το VIS, το ΣΕΕ και το ETIAS, συνιστά εξέλιξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν στις οποίες δεν συμμετέχει το Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με την απόφαση 2000/365/ΕΚ· το Ηνωμένο Βασίλειο ζήτησε, με επιστολή του της 19ης Ιουλίου 2018 προς τον Πρόεδρο του Συμβουλίου, να του επιτραπεί να συμμετάσχει στον παρόντα κανονισμό, σύμφωνα με το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 19. Δυνάμει του άρθρου 1 της απόφασης (ΕΕ) 2018/1600 του Συμβουλίου (32), επιτράπηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο να συμμετάσχει στον παρόντα κανονισμό. Επιπλέον, στο μέτρο που οι διατάξεις του έχουν σχέση με το Eurodac και με το DubliNet, το Ηνωμένο Βασίλειο γνωστοποίησε ότι επιθυμεί να συμμετάσχει στην έκδοση και την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού με επιστολή του στις 23 Οκτωβρίου 2017 προς από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ. Το Ηνωμένο Βασίλειο επομένως συμμετέχει στη θέσπιση του παρόντος κανονισμού, δεσμεύεται από αυτόν και υπόκειται στην εφαρμογή του.

(53)

Στο μέτρο που οι διατάξεις του έχουν σχέση με το SIS II, όπως διέπεται από την απόφαση 2007/533/ΔΕΥ, η Ιρλανδία θα μπορούσε, καταρχήν, να συμμετάσχει στον παρόντα κανονισμό, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 19 και το άρθρο 6 παράγραφος 2 της απόφασης 2002/192/ΕΚ του Συμβουλίου (33). Ο παρών κανονισμός, στο μέτρο που οι διατάξεις του έχουν σχέση με το SIS II, όπως διέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1987/2006, και με το VIS, το ΣΕΕ και το ETIAS, συνιστά εξέλιξη διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν στις οποίες δεν συμμετέχει η Ιρλανδία, σύμφωνα με την απόφαση 2002/192/ΕΚ του Συμβουλίου· η Ιρλανδία δεν έχει ζητήσει να συμμετάσχει στην έκδοση του παρόντος κανονισμού, σύμφωνα με το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 19. Η Ιρλανδία επομένως δεν συμμετέχει στη θέσπιση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του στον βαθμό που τα μέτρα του συνιστούν ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου Σένγκεν, καθώς έχουν σχέση με το SIS II, όπως διέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1987/2006, και με το VIS, το ΣΕΕ και το ETIAS. Επιπλέον, στο μέτρο που οι διατάξεις του έχουν σχέση με το Eurodac και με το DubliNet, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 και το άρθρο 4α παράγραφος 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 21, η Ιρλανδία δεν συμμετέχει στη θέσπιση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του. Δεδομένου ότι δεν είναι δυνατόν, υπό αυτές τις προϋποθέσεις, να διασφαλιστεί ότι ο παρών κανονισμός ισχύει πλήρως στην Ιρλανδία, όπως απαιτείται από το άρθρο 288 ΣΛΕΕ, η Ιρλανδία δεν συμμετέχει στη θέσπιση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων της δυνάμει των πρωτοκόλλων αριθ. 19 και αριθ. 21.

(54)

Όσον αφορά την Ισλανδία και τη Νορβηγία, ο παρών κανονισμός, στο μέτρο που έχει σχέση με το SIS II και το VIS, το ΣΕΕ και το ETIAS, συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν κατά την έννοια της συμφωνίας που έχει συναφθεί από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας σχετικά με τη σύνδεση των εν λόγω δύο χωρών προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την περαιτέρω ανάπτυξη του κεκτημένου Σένγκεν (34), οι οποίες εμπίπτουν στον τομέα του άρθρου 1 στοιχεία Α, B και Ζ της απόφασης 1999/437/ΕΚ του Συμβουλίου (35). Όσον αφορά το Eurodac και το DubliNet, ο παρών κανονισμός συνιστά νέο μέτρο σχετικά με το Eurodac κατά την έννοια της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Ισλανδίας και του Βασιλείου της Νορβηγίας για τα κριτήρια και τους μηχανισμούς καθορισμού του κράτους που είναι αρμόδιο για την εξέταση αίτησης παροχής ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος ή στην Ισλανδία ή τη Νορβηγία (36). Κατά συνέπεια, εφόσον αποφασίσουν να τον μεταφέρουν στην εσωτερική έννομη τάξη τους, οι αντιπροσωπείες της Δημοκρατίας της Ισλανδίας και του Βασιλείου της Νορβηγίας θα πρέπει να συμμετέχουν στο διοικητικό συμβούλιο του Οργανισμού. Προκειμένου να καθοριστούν οι περαιτέρω λεπτομερείς κανόνες που θα επιτρέπουν τη συμμετοχή της Δημοκρατίας της Ισλανδίας και του Βασιλείου της Νορβηγίας στις δραστηριότητες του Οργανισμού, θα πρέπει να υπάρξει περαιτέρω διακανονισμός μεταξύ της Ένωσης και των κρατών αυτών.

(55)

Όσον αφορά την Ελβετία, ο παρών κανονισμός, στο μέτρο που έχει σχέση με το SIS II και το VIS, το ΣΕΕ και το ETIAS συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν κατά την έννοια της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (37), οι οποίες εμπίπτουν στον τομέα του άρθρου 1 στοιχεία Α, Β και Ζ της απόφασης 1999/437/ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της απόφασης 2008/146/ΕΚ του Συμβουλίου (38). Όσον αφορά το Eurodac και το DubliNet, ο παρών κανονισμός συνιστά νέο μέτρο σχετικά με το Eurodac κατά την έννοια της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας για τα κριτήρια και τους μηχανισμούς καθορισμού του κράτους που είναι αρμόδιο για την εξέταση αίτησης παροχής ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος ή στην Ελβετία (39). Κατά συνέπεια, εφόσον αποφασίσει να τον μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη της, η αντιπροσωπεία της Ελβετικής Συνομοσπονδίας θα πρέπει να συμμετέχει στο διοικητικό συμβούλιο του Οργανισμού. Προκειμένου να καθοριστούν οι περαιτέρω λεπτομερείς κανόνες που θα επιτρέπουν τη συμμετοχή της Ελβετικής Συνομοσπονδίας στις δραστηριότητες του Οργανισμού, πρέπει να υπάρξει περαιτέρω διακανονισμός μεταξύ της Ένωσης και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας.

(56)

Όσον αφορά το Λιχτενστάιν, ο παρών κανονισμός, στο μέτρο που έχει σχέση με το SIS II και το VIS, το ΣΕΕ και το ETIAS, συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν κατά την έννοια του πρωτοκόλλου που υπογράφτηκε μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν για την προσχώρηση του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν στη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (40), οι οποίες εμπίπτουν στον τομέα του άρθρου 1 στοιχεία Α, Β και Ζ της απόφασης 1999/437/ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της απόφασης 2011/350/ΕΕ του Συμβουλίου (41).

Όσον αφορά το Eurodac και το Dublinet, ο παρών κανονισμός συνιστά νέο μέτρο σχετικό με το Eurodac κατά την έννοια του πρωτοκόλλου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν για την προσχώρηση του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν στη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας για τα κριτήρια και τους μηχανισμούς καθορισμού του κράτους που είναι αρμόδιο για την εξέταση αίτησης παροχής ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος ή στην Ελβετία (42). Κατά συνέπεια, εφόσον αποφασίσει να τον μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη της, η αντιπροσωπεία του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν θα πρέπει να συμμετέχει στο διοικητικό συμβούλιο του Οργανισμού. Προκειμένου να καθοριστούν οι περαιτέρω λεπτομερείς κανόνες που θα επιτρέπουν τη συμμετοχή του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν στις δραστηριότητες του Οργανισμού, θα πρέπει να υπάρξει περαιτέρω διακανονισμός μεταξύ της Ένωσης και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

1.   Ιδρύεται Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη λειτουργική διαχείριση συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (Οργανισμός).

2.   Ο Οργανισμός που ιδρύεται με τον παρόντα κανονισμό αντικαθιστά και διαδέχεται τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για τη Λειτουργική Διαχείριση Συστημάτων ΤΠ Μεγάλης Κλίμακας στον Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1077/2011.

3.   Ο Οργανισμός είναι υπεύθυνος για τη λειτουργική διαχείριση του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν (SIS II), του συστήματος πληροφοριών για τις θεωρήσεις (VIS) και του Eurodac.

4.   Ο Οργανισμός είναι υπεύθυνος για την προετοιμασία, την ανάπτυξη ή τη λειτουργική διαχείριση του συστήματος εισόδου/εξόδου (ΣΕΕ), του DubliNet, και του Ευρωπαϊκού Συστήματος Πληροφοριών και Αδειοδότησης Ταξιδιού (ETIAS).

5.   Είναι δυνατόν να ανατεθεί στον Οργανισμό η ευθύνη για την προετοιμασία, ανάπτυξη ή λειτουργική διαχείριση συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, άλλων από αυτά που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένων των υφιστάμενων συστημάτων, μόνο αν αυτό προβλέπεται από σχετικές ενωσιακές νομικές πράξεις που διέπουν τα εν λόγω συστήματα, βάσει των άρθρων 67 έως 89 ΣΛΕΕ, αφού ληφθούν υπόψη, κατά περίπτωση, οι εξελίξεις στην έρευνα που αναφέρονται στο άρθρο 14 του παρόντος κανονισμού και τα αποτελέσματα των πιλοτικών έργων και των αποδείξεων αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 15 του παρόντος κανονισμού.

6.   Η λειτουργική διαχείριση αποτελείται από όλες τις δραστηριότητες που είναι αναγκαίες ώστε να διατηρούνται σε λειτουργία τα συστήματα ΤΠ μεγάλης κλίμακας, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις που εφαρμόζονται για κάθε ένα από αυτά, περιλαμβανομένης και της ευθύνης για την υποδομή επικοινωνίας που χρησιμοποιούν τα συστήματα αυτά. Τα εν λόγω συστήματα ΤΠ μεγάλης κλίμακας δεν ανταλλάσσουν δεδομένα, ούτε επιτρέπουν την κοινή χρήση πληροφοριών ή γνώσεων, εκτός εάν αυτό προβλέπεται σε ειδική ενωσιακή νομική πράξη.

7.   Ο Οργανισμός είναι επίσης υπεύθυνος για τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

διασφάλιση της ποιότητας των δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 12,

β)

ανάπτυξη των δράσεων που είναι αναγκαίες για να καταστεί δυνατή η διαλειτουργικότητα σύμφωνα με το άρθρο 13,

γ)

διενέργεια ερευνητικών δραστηριοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 14,

δ)

εκτέλεση πιλοτικών έργων, αποδείξεων αρχών και δραστηριοτήτων δοκιμών σύμφωνα με το άρθρο 15 και

ε)

παροχή υποστήριξης στα κράτη μέλη και την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 16.

Άρθρο 2

Στόχοι

Με την επιφύλαξη των αντίστοιχων ευθυνών της Επιτροπής και των κρατών μελών βάσει των ενωσιακών νομικών πράξεων που διέπουν τη λειτουργία των συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας, ο Οργανισμός διασφαλίζει:

α)

την ανάπτυξη συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας με χρήση κατάλληλης δομής για τη διαχείριση των έργων, με σκοπό την αποδοτική ανάπτυξη των συστημάτων αυτών,

β)

την ουσιαστική, ασφαλή και συνεχή λειτουργία των συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας,

γ)

την αποδοτική και οικονομικά υπεύθυνη διαχείριση των συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας,

δ)

επαρκώς υψηλή ποιότητα υπηρεσιών για τους χρήστες των συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας,

ε)

συνέχεια και αδιάλειπτη λειτουργία,

στ)

υψηλό επίπεδο προστασίας δεδομένων, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης στον τομέα της προστασίας των δεδομένων, περιλαμβανόμενων των ειδικών διατάξεων για κάθε σύστημα ΤΠ μεγάλης κλίμακας,

ζ)

κατάλληλο επίπεδο ασφάλειας δεδομένων και υλικής ασφάλειας, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες, περιλαμβανομένων των ειδικών διατάξεων για κάθε σύστημα ΤΠ μεγάλης κλίμακας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ

Άρθρο 3

Καθήκοντα σχετικά με το SIS ΙΙ

Σχετικά με το SIS II, ο Οργανισμός εκτελεί:

α)

τα καθήκοντα που ανατίθενται στη διαχειριστική αρχή με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1987/2006 και την απόφαση 2007/533/ΔΕΥ και

β)

καθήκοντα που αφορούν την κατάρτιση στην τεχνική χρήση του SIS II, ιδίως για το προσωπικό του SIRENE (SIRENE — αίτηση συμπληρωματικών πληροφοριών για εθνικές καταχωρίσεις), καθώς και την κατάρτιση εμπειρογνωμόνων στις τεχνικές πτυχές του SIS II στο πλαίσιο της αξιολόγησης Σένγκεν.

Άρθρο 4

Καθήκοντα σχετικά με το VIS

Σχετικά με το VIS, ο Οργανισμός εκτελεί:

α)

τα καθήκοντα που ανατίθενται στη διαχειριστική αρχή με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 767/2008 και την απόφαση 2008/633/ΔΕΥ και

β)

καθήκοντα που αφορούν την κατάρτιση στην τεχνική χρήση του VIS, καθώς και την κατάρτιση εμπειρογνωμόνων στις τεχνικές πτυχές του VIS στο πλαίσιο της αξιολόγησης Σένγκεν.

Άρθρο 5

Καθήκοντα σχετικά με το Eurodac

Σχετικά με το Eurodac, ο Οργανισμός εκτελεί:

α)

τα καθήκοντα που του ανατίθενται με τον κανονισμό (ΕΕ) 603/2013 και

β)

καθήκοντα που αφορούν την κατάρτιση στην τεχνική χρήση του Eurodac.

Άρθρο 6

Καθήκοντα σχετικά με το ΣΕΕ

Σχετικά με το ΣΕΕ, ο Οργανισμός εκτελεί:

α)

τα καθήκοντα που του ανατίθενται με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/2226 και

β)

καθήκοντα που αφορούν την κατάρτιση στην τεχνική χρήση του ΣΕΕ, καθώς και την κατάρτιση εμπειρογνωμόνων στις τεχνικές πτυχές του ΣΕΕ στο πλαίσιο της αξιολόγησης Σένγκεν.

Άρθρο 7

Καθήκοντα σχετικά με το ETIAS

Σχετικά με το ETIAS, ο Οργανισμός εκτελεί:

α)

τα καθήκοντα που του ανατίθενται από τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1240 και

β)

καθήκοντα που αφορούν την κατάρτιση στην τεχνική χρήση του ETIAS, καθώς και την κατάρτιση εμπειρογνωμόνων στις τεχνικές πτυχές του ETIAS στο πλαίσιο της αξιολόγησης Σένγκεν.

Άρθρο 8

Καθήκοντα σχετικά με το DubliNet

Σχετικά με το DubliNet, ο Οργανισμός εκτελεί:

α)

τη λειτουργική διαχείριση του DubliNet, ενός χωριστού ασφαλούς διαύλου ηλεκτρονικής διαβίβασης μεταξύ των αρχών των κρατών μελών, ο οποίος συστάθηκε βάσει του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1560/2003 για τους σκοπούς των άρθρων 31, 32 και 34 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (43) και

β)

τα καθήκοντα που αφορούν την εκπαίδευση σχετικά με την τεχνική χρήση του DubliNet.

Άρθρο 9

Καθήκοντα σχετικά με την προετοιμασία, την ανάπτυξη και τη λειτουργική διαχείριση άλλων συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας

Όταν του ανατίθεται η προετοιμασία, ανάπτυξη ή λειτουργική διαχείριση άλλων συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 5, ο Οργανισμός εκτελεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται σύμφωνα με την ενωσιακή νομική πράξη που διέπει το σχετικό σύστημα, καθώς και, κατά περίπτωση, καθήκοντα σχετικά με την κατάρτιση στην τεχνική χρήση των εν λόγω συστημάτων.

Άρθρο 10

Τεχνικές λύσεις που απαιτούν ειδικές προϋποθέσεις πριν από την εφαρμογή

Όταν οι ενωσιακές νομικές πράξεις που διέπουν τα συστήματα υποχρεώνουν τον Οργανισμό να τηρεί τα εν λόγω συστήματα σε λειτουργία 24 ώρες το εικοσιτετράωρο, 7 ημέρες την εβδομάδα, και με την επιφύλαξη των εν λόγω ενωσιακών νομικών πράξεων, ο Οργανισμός εφαρμόζει τεχνικές λύσεις ώστε να ανταποκριθεί σε αυτές τις απαιτήσεις. Όταν οι εν λόγω τεχνικές λύσεις προϋποθέτουν την ύπαρξη διπλοτύπων ενός συστήματος ή διπλοτύπων των στοιχείων ενός συστήματος, θα εφαρμόζονται μόνο στην περίπτωση που έχει διεξαχθεί ανεξάρτητη εκτίμηση επιπτώσεων και ανάλυση κόστους-οφέλους η οποία θα ανατίθεται από τον Οργανισμό και κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή και της θετικής απόφασης του διοικητικού συμβουλίου. Η εκτίμηση επιπτώσεων θα πρέπει να περιλαμβάνει επίσης εξέταση των υφισταμένων και μελλοντικών αναγκών από την άποψη της δυναμικότητας υποδοχής των υφιστάμενων τεχνικών εγκαταστάσεων σε σχέση με την ανάπτυξη τέτοιων τεχνικών λύσεων και τους πιθανούς κινδύνους που σχετίζονται με την τρέχουσα λειτουργική διάρθρωση.

Άρθρο 11

Καθήκοντα σχετικά με την υποδομή επικοινωνιών

1.   Ο Οργανισμός ασκεί όλα τα καθήκοντα που σχετίζονται με τις υποδομές επικοινωνιών των συστημάτων, τα οποία του ανατίθενται σύμφωνα με τις ενωσιακές νομικές πράξεις που διέπουν τα συστήματα, με την εξαίρεση των συστημάτων που κάνουν χρήση του EuroDomain για την υποδομή επικοινωνίας τους. Στην περίπτωση των συστημάτων αυτών που κάνουν χρήση του EuroDomain, η Επιτροπή είναι υπεύθυνη για τα καθήκοντα που αφορούν την εκτέλεση του προϋπολογισμού, τις αγορές και την ανανέωση, καθώς και συμβατικά θέματα. Σύμφωνα με τις ενωσιακές νομικές πράξεις που διέπουν τα συστήματα τα οποία κάνουν χρήση του EuroDomain, τα καθήκοντα που σχετίζονται με την υποδομή επικοινωνιών, περιλαμβανομένης της λειτουργικής διαχείρισης και ασφάλειας, κατανέμονται μεταξύ του Οργανισμού και της Επιτροπής. Προκειμένου να εξασφαλισθεί η συνέπεια κατά την άσκηση των αντίστοιχων καθηκόντων τους, ο Οργανισμός και η Επιτροπή συμφωνούν μεταξύ τους ορισμένες λειτουργικές ρυθμίσεις οι οποίες καταγράφονται σε μνημόνιο κατανόησης.

2.   Η υποδομή επικοινωνιών υπόκειται σε κατάλληλη διαχείριση και έλεγχο, κατά τρόπο ώστε να προστατεύεται από κινδύνους και να εξασφαλίζεται η ασφάλειά της και εκείνη των συστημάτων, περιλαμβανομένης και της ασφάλειας των δεδομένων που ανταλλάσσονται μέσω της υποδομής επικοινωνιών.

3.   Ο Οργανισμός λαμβάνει κατάλληλα μέτρα, μεταξύ των οποίων και σχέδια ασφαλείας, ώστε να εξασφαλιστεί, μεταξύ άλλων, ότι δεν θα επιτραπεί, χωρίς σχετική έγκριση, η ανάγνωση, η αντιγραφή, η τροποποίηση ή η διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά τη μεταφορά δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή κατά τη μεταφορά υποθεμάτων, ειδικότερα με τις κατάλληλες τεχνικές κρυπτογράφησης. Όλες οι λειτουργικές πληροφορίες σχετιζόμενες με τα συστήματα οι οποίες κυκλοφορούν στην υποδομή επικοινωνιών κρυπτογραφούνται.

4.   Ο Οργανισμός μπορεί να αναθέτει καθήκοντα που σχετίζονται με την παράδοση, εγκατάσταση, συντήρηση και παρακολούθηση της υποδομής επικοινωνιών σε εξωτερικούς ιδιωτικούς φορείς ή οντότητες σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046. Τα εν λόγω καθήκοντα εκτελούνται υπό την ευθύνη του Οργανισμού και υπό τη στενή εποπτεία του.

Κατά την εκτέλεση των εν λόγω καθηκόντων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, όλοι οι εξωτερικοί φορείς ή οντότητες, συμπεριλαμβανομένου του παρόχου του δικτύου, δεσμεύονται από τα μέτρα ασφαλείας της παραγράφου 3 και δεν έχουν με κανένα τρόπο πρόσβαση σε οποιαδήποτε λειτουργικά δεδομένα είναι αποθηκευμένα στα συστήματα ή διαβιβάζονται μέσω της υποδομής επικοινωνιών, ούτε και στη σχετική με το SIS II ανταλλαγή SIRENE.

5.   Η διαχείριση των κλειδιών κρυπτογράφησης παραμένει στην αρμοδιότητα του Οργανισμού και δεν μπορεί να ανατεθεί εξωτερικά σε οποιαδήποτε οντότητα του ιδιωτικού τομέα. Αυτό ισχύει με την επιφύλαξη των υφισταμένων συμβάσεων όσον αφορά τις υποδομές επικοινωνιών του SIS II, του VIS και του Eurodac.

Άρθρο 12

Ποιότητα δεδομένων

Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των κρατών μελών όσον αφορά τα δεδομένα που καταχωρίζονται στα συστήματα, ο Οργανισμός, με εκ του σύνεγγυς συμμετοχή των συμβουλευτικών ομάδων του, συνεργάζεται με την Επιτροπή για την καθιέρωση, για όλα τα συστήματα αυτά, αυτοματοποιημένων μηχανισμών ελέγχου ποιότητας δεδομένων και κοινών δεικτών ποιότητας δεδομένων, καθώς και για την ανάπτυξη κεντρικού αποθετηρίου που περιλαμβάνει μόνο ανωνυμοποιημένα δεδομένα για την υποβολή εκθέσεων και την κατάρτιση στατιστικών, με την επιφύλαξη συγκεκριμένων διατάξεων στις ενωσιακές νομικές πράξεις που διέπουν την ανάπτυξη, εγκατάσταση, λειτουργία και χρήση των συστημάτων.

Άρθρο 13

Διαλειτουργικότητα

Εφόσον έχει οριστεί ορίζεται η διαλειτουργικότητα των συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας σε συναφή ενωσιακή νομική πράξη, ο Οργανισμός αναπτύσσει τις δράσεις που είναι αναγκαίες για να καταστεί δυνατή η εν λόγω διαλειτουργικότητα.

Άρθρο 14

Παρακολούθηση της έρευνας

1.   Ο Οργανισμός παρακολουθεί τις εξελίξεις που σημειώνονται στην έρευνα σχετικά με τη λειτουργική διαχείριση του SIS II, του VIS, του Eurodac, του ΣΕΕ, του ETIAS του DubliNet και άλλων πληροφοριακών συστημάτων μεγάλης κλίμακας κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1 παράγραφος 5.

2.   Ο Οργανισμός μπορεί να συμβάλλει στην υλοποίηση των σκελών του προγράμματος-πλαισίου για την έρευνα και την καινοτομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορούν συστήματα ΤΠ μεγάλης κλίμακας στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Για τον σκοπό αυτό, και εφόσον η Επιτροπή τον έχει εξουσιοδοτήσει προς τούτο, ο Οργανισμός αναλαμβάνει τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

διαχείριση της υλοποίησης ορισμένων σταδίων των προγραμμάτων και ορισμένων φάσεων του κύκλου ζωής συγκεκριμένων έργων με βάση τα συναφή προγράμματα εργασιών που έχει εγκρίνει η Επιτροπή,

β)

έγκριση των πράξεων εκτέλεσης του προϋπολογισμού και όσον αφορά τα έσοδα και τις δαπάνες, καθώς και εκτέλεση όλων των ενεργειών που είναι αναγκαίες για τη διαχείριση του προγράμματος, και

γ)

παροχή υποστήριξης για την εκτέλεση του προγράμματος.

3.   Ο Οργανισμός ενημερώνει σε τακτική βάση και τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και, όποτε τίθεται ζήτημα επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σχετικά με τις εξελίξεις που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων υποβολής εκθέσεων σε σχέση με την υλοποίηση τμημάτων του προγράμματος-πλαισίου για την έρευνα και την καινοτομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 15

Πιλοτικά έργα, αποδείξεις αρχών και δραστηριότητες δοκιμών

1.   Κατόπιν της ειδικής και σαφούς αίτησης της Επιτροπής, η οποία ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο τουλάχιστον τρεις μήνες πριν την κατάθεση της εν λόγω αίτησης, και μετά από ευνοϊκή απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, ανατίθεται στον Οργανισμό, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο κα) του παρόντος κανονισμού και μέσω συμφωνίας ανάθεσης, η δυνατότητα να υλοποιεί πιλοτικά έργα όπως προβλέπονται στο άρθρο 58 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 για την ανάπτυξη ή τη λειτουργική διαχείριση συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας, δυνάμει των άρθρων 67 έως 89 ΣΛΕΕ, σύμφωνα με το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046.

Ο Οργανισμός ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και, όποτε τίθενται ζητήματα επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σε τακτική βάση σχετικά με την εξέλιξη των πιλοτικών έργων που υλοποιούνται από τον Οργανισμό δυνάμει του πρώτου εδαφίου.

2.   Οι δημοσιονομικές πιστώσεις για πιλοτικά έργα οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 58 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 και τις οποίες έχει ζητήσει η Επιτροπή δυνάμει της παραγράφου 1 εγγράφονται στον προϋπολογισμό για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα δύο διαδοχικά οικονομικά έτη.

3.   Κατ’ αίτηση της Επιτροπής ή του Συμβουλίου, αφού ενημερωθεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, και μετά από ευνοϊκή απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, μπορεί να ανατεθούν, μέσω συμφωνίας ανάθεσης, στον Οργανισμό καθήκοντα εκτέλεσης προϋπολογισμού για αποδείξεις αρχών που χρηματοδοτούνται στο πλαίσιο του μέσου χρηματοδοτικής στήριξης στον τομέα των εξωτερικών συνόρων και των θεωρήσεων το οποίο θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 515/2014 σύμφωνα με το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046.

4.   Μετά από την ευνοϊκή απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, ο Οργανισμός μπορεί να σχεδιάζει και να υλοποιεί δραστηριότητες δοκιμών σε θέματα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό και από οποιαδήποτε από τις ενωσιακές νομικές πράξεις που διέπουν την ανάπτυξη, εγκατάσταση, λειτουργία και χρήση των συστημάτων.

Άρθρο 16

Παροχή υποστήριξης σε κράτη μέλη και την Επιτροπή

1.   Οποιοδήποτε κράτος μέλος μπορεί να καλέσει τον Οργανισμό να παράσχει συμβουλές σχετικά με τη σύνδεση του εθνικού του συστήματος με τα κεντρικά συστήματα ΤΠ μεγάλης κλίμακας που διαχειρίζεται ο Οργανισμός.

2.   Οποιοδήποτε κράτος μέλος μπορεί να υποβάλει αίτημα για παροχή ad hoc υποστήριξης στην Επιτροπή, η οποία, εφόσον κρίνει θετικά ότι η εν λόγω παροχή υποστήριξης επιβάλλεται λόγω έκτακτων αναγκών στον τομέα της ασφάλειας ή της μετανάστευσης, το διαβιβάζει χωρίς καθυστέρηση στον Οργανισμό. Ο Οργανισμός ενημερώνει το Διοικητικό Συμβούλιο σχετικά με τα εν λόγω αιτήματα. Το κράτος μέλος ενημερώνεται σε περίπτωση που η εκτίμηση της Επιτροπής είναι αρνητική.

Η Επιτροπή παρακολουθεί αν ο Οργανισμός ανταποκρίθηκε εγκαίρως στο αίτημα του κράτους μέλους. Η ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων του Οργανισμού εκθέτει αναλυτικά τις ενέργειες στις οποίες προέβη ο Οργανισμός για την παροχή ad hoc υποστήριξης στα κράτη μέλη και τα έξοδα που προέκυψαν στο πλαίσιο αυτό.

3.   Ο Οργανισμός μπορεί επίσης να κληθεί να παρέχει συμβουλές ή υποστήριξη στην Επιτροπή σε τεχνικά θέματα που σχετίζονται με υφιστάμενα ή νέα συστήματα, μεταξύ άλλων, μέσω της διενέργειας μελετών και δοκιμών. Ο Οργανισμός ενημερώνει το διοικητικό συμβούλιο σχετικά με τα εν λόγω αιτήματα.

4.   Μια ομάδα πέντε τουλάχιστον κρατών μελών μπορεί να αναθέσει στον Οργανισμό καθήκοντα για την ανάπτυξη, διαχείριση ή φιλοξενία ενός κοινού στοιχείου ΤΠ, προκειμένου να βοηθηθούν στην υλοποίηση των τεχνικών πτυχών των υποχρεώσεων που απορρέουν από το ενωσιακό δίκαιο περί αποκεντρωμένων συστημάτων στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Οι εν λόγω κοινές λύσεις ΤΠ πραγματοποιούνται με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των αιτούντων κρατών μελών, σύμφωνα με το ισχύον ενωσιακό δίκαιο, ιδίως σε ό, τι αφορά την αρχιτεκτονική των συστημάτων αυτών.

Ειδικότερα, τα αιτούντα κράτη μέλη μπορούν να αναθέσουν στον Οργανισμό τα καθήκοντα για να δημιουργήσει ένα κοινό στοιχείο ή δρομολογητή για τις εκ των προτέρων πληροφορίες για τους επιβάτες και τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών, ως τεχνικό εργαλείο στήριξης για να διευκολυνθεί η συνδεσιμότητα με τους αερομεταφορείς, ώστε να βοηθηθούν τα κράτη μέλη στην εφαρμογή της οδηγίας 2004/82/ΕΚ του Συμβουλίου (44) και της οδηγίας (ΕΕ) 2016/681 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (45). Στην περίπτωση αυτή, ο Οργανισμός συλλέγει σε κεντρικό επίπεδο τα δεδομένα από τους αερομεταφορείς και μεταδίδει τα δεδομένα αυτά στα κράτη μέλη μέσω του κοινού στοιχείου ή δρομολογητή. Τα αιτούντα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλιστεί ότι οι αερομεταφορείς διαβιβάζουν τα δεδομένα μέσω του Οργανισμού.

Ο Οργανισμός επιφορτίζεται με την ανάπτυξη, τη διαχείριση ή τη φιλοξενία ενός κοινού στοιχείου ΤΠ μόνο ύστερα από προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής και με την επιφύλαξη της θετικής απόφασης του διοικητικού συμβουλίου.

Τα αιτούντα κράτη μέλη αναθέτουν στον Οργανισμό τα καθήκοντα που αναφέρονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο μέσω συμφωνίας ανάθεσης, στην οποία εκτίθενται οι προϋποθέσεις της ανάθεσης καθηκόντων και ορίζεται ο τρόπος υπολογισμού όλων των σχετικών εξόδων και η μέθοδος τιμολόγησης. Όλα τα σχετικά έξοδα καλύπτονται από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Η συμφωνία ανάθεσης είναι σύμφωνη με τις ενωσιακές νομικές πράξεις που διέπουν τα εν λόγω συστήματα. Ο Οργανισμός ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την έγκριση της συμφωνίας ανάθεσης και τις τυχόν τροποποιήσεις της.

Άλλα κράτη μέλη μπορούν να ζητήσουν να συμμετάσχουν σε κοινή λύση ΤΠ, εάν αυτή η δυνατότητα προβλέπεται στη συμφωνία ανάθεσης όπου εκτίθενται ιδίως οι οικονομικές επιπτώσεις αυτής της συμμετοχής. Η συμφωνία ανάθεσης τροποποιείται αναλόγως εφόσον έχει ληφθεί εκ των προτέρων έγκριση από την Επιτροπή και μετά από θετική απόφαση του διοικητικού συμβουλίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ

Άρθρο 17

Νομικό καθεστώς και έδρα

1.   Ο Οργανισμός είναι όργανο της Ένωσης και διαθέτει νομική προσωπικότητα.

2.   Ο Οργανισμός περιβάλλεται με την ευρύτερη δυνατή ικανότητα δικαίου που αναγνωρίζεται στα νομικά πρόσωπα βάσει του εθνικού δικαίου σε κάθε κράτος μέλος. Μπορεί, ιδίως, να αποκτά και να εκποιεί κινητή και ακίνητη περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου.

3.   Έδρα του Οργανισμού είναι το Ταλίν της Εσθονίας.

Τα καθήκοντα που συνδέονται με την ανάπτυξη και τη λειτουργική διαχείριση σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφοι 4 και 5 και τα άρθρα 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9 και 11 εκτελούνται στην τεχνική εγκατάσταση στο Στρασβούργο της Γαλλίας.

Εφεδρική εγκατάσταση, ικανή να διασφαλίζει τη συνέχιση της λειτουργίας συστήματος ΤΠ μεγάλης κλίμακας σε περίπτωση βλάβης του εν λόγω συστήματος θα δημιουργηθεί στο Sankt Johann im Pongau της Αυστρίας.

4.   Και οι δύο τεχνικές εγκαταστάσεις ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν για την ταυτόχρονη λειτουργία των συστημάτων, με την προϋπόθεση ότι η εφεδρική εγκατάσταση παραμένει ικανή να διασφαλίζει τη λειτουργία τους σε περίπτωση βλάβης ενός ή περισσότερων εκ των συστημάτων.

5.   Λόγω του ειδικού χαρακτήρα των συστημάτων, σε περίπτωση που καταστεί αναγκαίο να συγκροτήσει ο Οργανισμός μια δεύτερη χωριστή τεχνική εγκατάσταση είτε στο Στρασβούργο είτε στο Sankt Johann im Pongau ή και στα δύο μέρη, όπως απαιτείται, προκειμένου να γίνει η υποδοχή των συστημάτων, η ανάγκη αυτή πρέπει να δικαιολογείται με βάση ανεξάρτητη εκτίμηση επιπτώσεων και ανάλυση κόστους-οφέλους. Το διοικητικό συμβούλιο συμβουλεύεται την Επιτροπή και να λαμβάνει υπόψη τις απόψεις της πριν κοινοποιήσει στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή την πρόθεσή του να υλοποιήσει οποιοδήποτε σχέδιο σχετίζεται με ακίνητα σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 9.

Άρθρο 18

Δομή

1.   Η διοικητική και διαχειριστική δομή του Οργανισμού περιλαμβάνει:

α)

διοικητικό συμβούλιο,

β)

εκτελεστικό διευθυντή,

γ)

συμβουλευτικές ομάδες.

2.   Η δομή του Οργανισμού περιλαμβάνει:

α)

υπεύθυνο προστασίας δεδομένων,

β)

υπεύθυνο ασφαλείας,

γ)

υπόλογο.

Άρθρο 19

Καθήκοντα του διοικητικού συμβουλίου

1.   Το διοικητικό συμβούλιο:

α)

παρέχει τη γενική κατεύθυνση για τις δραστηριότητες του Οργανισμού,

β)

εγκρίνει, με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του που έχουν δικαίωμα ψήφου, τον ετήσιο προϋπολογισμό του Οργανισμού και ασκεί άλλες αρμοδιότητες σε σχέση με τον προϋπολογισμό του Οργανισμού, σύμφωνα με το κεφάλαιο V,

γ)

διορίζει τον εκτελεστικό διευθυντή και τον αναπληρωτή εκτελεστικό διευθυντή, και, ανάλογα με την περίπτωση, παρατείνει τη θητεία τους ή τους παύει από τα καθήκοντά του, σύμφωνα με τα άρθρα 25 και 26 αντίστοιχα,

δ)

ασκεί πειθαρχικό έλεγχο επί του εκτελεστικού διευθυντή και επιβλέπει τις επιδόσεις του, περιλαμβανομένης της εφαρμογής των αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου και ασκεί πειθαρχικό έλεγχο επί του αναπληρωτή εκτελεστικού διευθυντή, σε συμφωνία με τον εκτελεστικό διευθυντή,

ε)

λαμβάνει όλες τις αποφάσεις σχετικά με τη συγκρότηση της οργανωτικής δομής του Οργανισμού και, όπου απαιτείται, σχετικά με την τροποποίησή της, συνεκτιμώντας τις ανάγκες δραστηριοτήτων του Οργανισμού καθώς και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση,

στ)

εγκρίνει την πολιτική του Οργανισμού σε θέματα προσωπικού,

ζ)

θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό του Οργανισμού,

η)

εγκρίνει στρατηγική για την καταπολέμηση της απάτης, ανάλογη προς τους κινδύνους απάτης, λαμβάνοντας υπόψη το κόστος και τα οφέλη των μέτρων που θα εφαρμοστούν,

θ)

θεσπίζει κανόνες για την πρόληψη και τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων στις οποίες εμπλέκονται τα μέλη του και τους δημοσιεύει στον ιστότοπο του Οργανισμού,

ι)

θεσπίζει αναλυτικές εσωτερικές διαδικασίες για την προστασία των καταγγελτών, περιλαμβανομένων κατάλληλων διόδων επικοινωνίας για την αναφορά παραπτωμάτων,

ια)

εγκρίνει τη σύναψη ρυθμίσεων συνεργασίας σύμφωνα με τα άρθρα 41 και 43,

ιβ)

εγκρίνει, μετά από πρόταση του εκτελεστικού διευθυντή, τη συμφωνία για την έδρα του Οργανισμού και τις συμφωνίες σχετικά με τον τόπο των τεχνικών και των εφεδρικών εγκαταστάσεων, που δημιουργούνται σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 3, οι οποίες πρέπει να υπογράφονται από τον εκτελεστικό διευθυντή και τα κράτη μέλη υποδοχής,

ιγ)

ασκεί, σύμφωνα με την παράγραφο 2, έναντι του προσωπικού του Οργανισμού, εξουσίες αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής οι οποίες του ανατίθενται δυνάμει του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και εξουσίες αρμόδιας αρχής για τη σύναψη συμβάσεων εργασίας οι οποίες του ανατίθενται δυνάμει του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης («εξουσίες αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής»),

ιδ)

θεσπίζει, σε συμφωνία με την Επιτροπή, κατάλληλους εκτελεστικούς κανόνες για την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων,

ιε)

εγκρίνει τους αναγκαίους κανόνες για την απόσπαση εθνικών εμπειρογνωμόνων στον Οργανισμό,

ιστ)

εγκρίνει σχέδιο προβλέψεων των εσόδων και των δαπανών του Οργανισμού, συμπεριλαμβανομένου του σχεδίου πίνακα προσωπικού, και το υποβάλλει στην Επιτροπή μέχρι τις 31 Ιανουαρίου κάθε έτους,

ιζ)

εγκρίνει σχέδιο ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού που περιέχει το πολυετές πρόγραμμα του Οργανισμού και το πρόγραμμα εργασίας του για το επόμενο έτος, καθώς και σχέδιο προβλέψεων των εσόδων και των δαπανών του Οργανισμού, συμπεριλαμβανομένου του σχεδίου πίνακα προσωπικού και το υποβάλλει, μέχρι τις 31 Ιανουαρίου κάθε έτους, καθώς και κάθε επικαιροποιημένη έκδοση του εν λόγω εγγράφου, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή,

ιη)

εγκρίνει, πριν από τις 30 Νοεμβρίου κάθε έτους, με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του που έχουν δικαίωμα ψήφου και σύμφωνα με την ετήσια διαδικασία προϋπολογισμού, το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής, και φροντίζει για τη διαβίβαση της οριστικοποιηθείσας έκδοσης του εν λόγω ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή και για τη δημοσίευσή του,

ιθ)

εγκρίνει ενδιάμεση έκθεση, μέχρι το τέλος Αυγούστου κάθε έτους, σχετικά με τη σημειωθείσα πρόοδο όσον αφορά την υλοποίηση των δραστηριοτήτων που έχουν προγραμματιστεί για το τρέχον έτος και την υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και στην Επιτροπή,

κ)

αξιολογεί και εγκρίνει την ενοποιημένη ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων του Οργανισμού για το προηγούμενο έτος, η οποία συγκρίνει, ιδιαίτερα, τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν με τους στόχους του ετήσιου προγράμματος εργασίας, και μέχρι την 1η Ιουλίου κάθε έτους διαβιβάζει τόσο την έκθεση όσο και την αξιολόγησή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο και διασφαλίζει ότι η ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων δημοσιεύεται,

κα)

εκτελεί τα καθήκοντά του σε σχέση με τον προϋπολογισμό του Οργανισμού, περιλαμβανομένης της υλοποίησης πιλοτικών έργων και αποδείξεων αρχών, όπως αναφέρονται στο άρθρο 15,

κβ)

θεσπίζει τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον Οργανισμό σύμφωνα με το άρθρο 49,

κγ)

διορίζει υπόλογο, ο οποίος μπορεί να είναι ο υπόλογος της Επιτροπής και ο οποίος υπάγεται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης και είναι απολύτως ανεξάρτητος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του,

κδ)

μεριμνά για τη δέουσα συνέχεια στα πορίσματα και στις συστάσεις που προκύπτουν από τις διάφορες εσωτερικές ή εξωτερικές εκθέσεις ελέγχου και αξιολογήσεις, καθώς και από τις έρευνες της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (EPPO),

κε)

εγκρίνει τα σχέδια επικοινωνίας και διάδοσης που αναφέρονται στο άρθρο 34 παράγραφος 4 και τα επικαιροποιεί τακτικά,

κστ)

θεσπίζει τα αναγκαία μέτρα ασφάλειας, στα οποία περιλαμβάνονται σχέδιο ασφάλειας και σχέδιο συνέχισης των εργασιών και αποκατάστασης μετά από καταστροφές, λαμβάνοντας υπόψη τις τυχόν συστάσεις των εμπειρογνωμόνων ασφαλείας που μετέχουν στις συμβουλευτικές ομάδες,

κζ)

θεσπίζει τους κανόνες ασφαλείας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών και των ευαίσθητων μη διαβαθμισμένων πληροφοριών κατόπιν σχετικής έγκρισης από την Επιτροπή,

κη)

διορίζει υπεύθυνο ασφάλειας,

κθ)

διορίζει υπεύθυνο προστασίας δεδομένων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725,

λ)

θεσπίζει τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001,

λα)

εγκρίνει τις εκθέσεις σχετικά με την ανάπτυξη του ΣΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2226 και τις εκθέσεις σχετικά με την ανάπτυξη του ΣΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1240,

λβ)

εγκρίνει τις εκθέσεις για την τεχνική λειτουργία του SIS II σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1987/2006 και το άρθρο 66 παράγραφος 4 της απόφασης 2007/533/ΔΕΥ αντίστοιχα και του VIS σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 767/2008 και το άρθρο 17 παράγραφος 3 της απόφασης 2008/633/ΔΕΥ, του ΣΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2226 και του ETIAS σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1240,

λγ)

εγκρίνει την ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων του κεντρικού συστήματος του Eurodac σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 603/2013,

λδ)

εγκρίνει επίσημες παρατηρήσεις σχετικά με τις εκθέσεις του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων για τους λογιστικούς ελέγχους που διενεργούνται δυνάμει του άρθρου 45 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1987/2006, του άρθρου 42 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 767/2008 και του άρθρου 31 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 603/2013, του άρθρου 56 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2226 και του άρθρου 67 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1240 και διασφαλίζει ότι δίδεται η κατάλληλη συνέχεια στους εν λόγω ελέγχους,

λε)

δημοσιεύει στατιστικά στοιχεία σχετικά με το SIS II σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1987/2006 και το άρθρο 66 παράγραφος 3 της απόφασης 2007/533/ΔΕΥ αντίστοιχα,

λστ)

συλλέγει και δημοσιεύει στατιστικά στοιχεία για τη λειτουργία του κεντρικού συστήματος του Eurodac σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 603/2013,

λζ)

δημοσιεύει στατιστικά στοιχεία σχετικά με το ΣΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 63 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2226,

λη)

δημοσιεύει στατιστικά στοιχεία σχετικά με το ETIAS σύμφωνα με το άρθρο 84 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1240,

λθ)

διασφαλίζει την ετήσια δημοσίευση του καταλόγου αρμόδιων αρχών που νομιμοποιούνται να αναζητούν απευθείας τα δεδομένα που έχουν καταχωρισθεί στο SIS II, σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1987/2006 και το άρθρο 46 παράγραφος 8 της απόφασης 2007/533/ΔΕΥ, από κοινού με τον κατάλογο των γραφείων των εθνικών συστημάτων του SIS II (γραφεία N.SIS II) και των γραφείων SIRENE σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1987/2006 και στο άρθρο 7 παράγραφος 3 της απόφασης 2007/533/ΔΕΥ αντίστοιχα, καθώς και του καταλόγου αρμόδιων αρχών σύμφωνα με το άρθρο 65 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2226 και του καταλόγου αρμόδιων αρχών σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1240,

μ)

φροντίζει για την ετήσια έκδοση του καταλόγων των μονάδων σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 603/2013,

μα)

διασφαλίζει ότι σε όλες τις αποφάσεις και δράσεις του Οργανισμού που επηρεάζουν μεγάλης κλίμακας συστήματα ΤΠ στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης γίνεται σεβαστή η αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης,

μβ)

εκτελεί οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα του ανατίθενται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Με την επιφύλαξη των διατάξεων σχετικά με τη δημοσίευση των καταλόγων των αρμόδιων αρχών που προβλέπονται από τις ενωσιακές νομικές πράξεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο λθ) και όταν η υποχρέωση δημοσίευσης και διαρκούς επικαιροποίησης των εν λόγω καταλόγων στον ιστότοπο του Οργανισμού δεν έχει ήδη προβλεφθεί στις εν λόγω νομικές πράξεις, το διοικητικό συμβούλιο διασφαλίζει την εν λόγω δημοσίευση και συνεχή επικαιροποίηση.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο εκδίδει, σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων, απόφαση με βάση το άρθρο 2 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και το άρθρο 6 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, για τη μεταβίβαση των σχετικών εξουσιών αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής στον εκτελεστικό διευθυντή, καθώς και για τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων με βάση τις οποίες μπορεί να ανασταλεί η εν λόγω μεταβίβαση. Ο εκτελεστικός διευθυντής έχει το δικαίωμα να μεταβιβάζει περαιτέρω τις εν λόγω εξουσίες.

Όταν το επιβάλλουν εξαιρετικές περιστάσεις, το διοικητικό συμβούλιο δύναται, με την έκδοση απόφασης, να αναστείλει προσωρινά την ανάθεση στον εκτελεστικό διευθυντή των εξουσιών αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής και των εξουσιών που ο τελευταίος μεταβίβασε περαιτέρω, και να τις ασκήσει το ίδιο ή να τις αναθέσει σ’ ένα από τα μέλη του ή σε άλλο μέλος του προσωπικού πλην του εκτελεστικού διευθυντή.

3.   Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να συμβουλεύει τον εκτελεστικό διευθυντή για κάθε θέμα που αφορά αυστηρά την ανάπτυξη ή τη λειτουργική διαχείριση συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας, καθώς και για δραστηριότητες σχετικές με την έρευνα, πιλοτικά έργα, αποδείξεις αρχών και δραστηριότητες δοκιμών.

Άρθρο 20

Σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου

1.   Το διοικητικό συμβούλιο απαρτίζεται από έναν αντιπρόσωπο από κάθε κράτος μέλος και δύο αντιπροσώπους από την Επιτροπή. Κάθε αντιπρόσωπος που έχει δικαίωμα ψήφου σύμφωνα με το άρθρο 23.

2.   Για όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου προβλέπονται αναπληρωματικά μέλη. Το αναπληρωματικό μέλος εκπροσωπεί το τακτικό μέλος σε περίπτωση απουσίας του ή όταν το τακτικό μέλος εκλεγεί πρόεδρος ή αναπληρωτής πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και προεδρεύει στη συνεδρίαση του διοικητικού Συμβουλίου. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και τα αναπληρωματικά μέλη διορίζονται βάσει του υψηλού επιπέδου της σχετικής τους πείρας και εμπειρογνωμοσύνης όσον αφορά τα συστήματα ΤΠ μεγάλης κλίμακας στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης και των γνώσεών τους περί προστασίας δεδομένων, ενώ συνεκτιμώνται οι σχετικές δεξιότητές τους σε θέματα διαχείρισης, διοίκησης και προϋπολογισμού. Όλα τα μέρη που εκπροσωπούνται στο διοικητικό συμβούλιο καταβάλλουν προσπάθειες ώστε να περιορίζεται η εναλλαγή των αντιπροσώπων τους, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ομαλή συνέχεια των εργασιών του διοικητικού συμβουλίου. Όλα τα μέρη επιδιώκουν την επίτευξη ισόρροπης εκπροσώπησης ανδρών και γυναικών στο διοικητικό συμβούλιο.

3.   Η διάρκεια της θητείας των τακτικών και των αναπληρωματικών μελών είναι τέσσερα έτη και ανανεώσιμη. Μετά τη λήξη της θητείας τους ή σε περίπτωση παραίτησης, τα μέλη συνεχίζουν να ασκούν τα καθήκοντά τους μέχρις ότου ανανεωθεί η θητεία τους ή αντικατασταθούν.

4.   Οι χώρες που συνδέονται με την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν και των μέτρων που σχετίζονται με το σύστημα του Δουβλίνου και το Eurodac συμμετέχουν στις δραστηριότητες του Οργανισμού. Κάθε μία εξ αυτών διορίζει στο διοικητικό συμβούλιο έναν αντιπρόσωπο και έναν αναπληρωτή.

Άρθρο 21

Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου

1.   Το διοικητικό συμβούλιο εκλέγει πρόεδρο και αναπληρωτή πρόεδρο μεταξύ εκείνων των μελών του διοικητικού συμβουλίου που έχουν διορισθεί από κράτη μέλη και τα οποία δεσμεύονται πλήρως δυνάμει του δικαίου της Ένωσης από τις ενωσιακές νομικές πράξεις που διέπουν την ανάπτυξη, εγκατάσταση, λειτουργία και χρήση όλων των συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας που διαχειρίζεται ο Οργανισμός. Ο πρόεδρος και ο αναπληρωτής πρόεδρος εκλέγονται με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του διοικητικού συμβουλίου που διαθέτουν δικαίωμα ψήφου.

Ο αναπληρωτής πρόεδρος αντικαθιστά αυτομάτως τον πρόεδρο, εάν ο τελευταίος δεν είναι σε θέση να εκτελέσει τα καθήκοντά του.

2.   Η θητεία του προέδρου και του αναπληρωτή προέδρου είναι τετραετής. Η θητεία τους είναι άπαξ ανανεώσιμη. Ωστόσο, εάν απολέσουν την ιδιότητα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου σε οποιαδήποτε στιγμή της θητείας τους, η θητεία τους λήγει την ίδια ημερομηνία αυτομάτως.

Άρθρο 22

Συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου

1.   Ο πρόεδρος συγκαλεί τις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου.

2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής συμμετέχει στις συζητήσεις, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

3.   Το διοικητικό συμβούλιο πραγματοποιεί τουλάχιστον δύο τακτικές συνεδριάσεις ανά έτος. Επιπλέον, συνέρχεται με πρωτοβουλία του προέδρου του, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, κατόπιν αιτήματος του εκτελεστικού διευθυντή ή κατόπιν αιτήματος του ενός τρίτου τουλάχιστον των μελών του διοικητικού συμβουλίου με δικαίωμα ψήφου.

4.   Η Ευρωπόλ και η Eurojust μπορούν να παρίστανται στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου ως παρατηρητές, όταν στην ημερήσια διάταξη περιλαμβάνεται θέμα που αφορά το SIS II σε σχέση με την εφαρμογή της απόφασης 2007/533/ΔΕΥ. Ο Οργανισμός Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής μπορεί επίσης να παρίσταται στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου ως παρατηρητής, όταν στην ημερήσια διάταξη περιλαμβάνεται θέμα που αφορά το SIS II σε σχέση με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1624.

H Ευρωπόλ μπορεί να παρίσταται στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου ως παρατηρητής, όταν στην ημερήσια διάταξη περιλαμβάνεται θέμα που αφορά το VIS, σε σχέση με την εφαρμογή της απόφασης 2008/633/ΔΕΥ ή θέμα που αφορά το Eurodac, σε σχέση με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 603/2013.

H Ευρωπόλ μπορεί να παρίσταται στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου ως παρατηρητής, όταν στην ημερήσια διάταξη περιλαμβάνεται θέμα που αφορά το ΣΕΕ, σε σχέση με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2226, ή θέμα που αφορά το ETIAS, σε σχέση με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1240. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής μπορεί επίσης να παρίσταται στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου ως παρατηρητής, όταν στην ημερήσια διάταξη περιλαμβάνεται θέμα που αφορά το ETIAS σε σχέση με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1240.

Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να καλεί οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο η γνώμη του οποίου μπορεί να παρουσιάζει ενδιαφέρον, προκειμένου να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του ως παρατηρητής.

5.   Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και τα αναπληρωματικά μέλη μπορούν να επικουρούνται από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες, με την επιφύλαξη του εσωτερικού κανονισμού του διοικητικού συμβουλίου, ιδίως μέλη των συμβουλευτικών ομάδων.

6.   Ο Οργανισμός παρέχει γραμματειακή υποστήριξη στο διοικητικό συμβούλιο.

Άρθρο 23

Κανόνες ψηφοφορίας του διοικητικού συμβουλίου

1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, καθώς και του άρθρου 19 παράγραφος 1 στοιχεία β) και ιη), του άρθρου 21 παράγραφος 1 και του άρθρου 25 παράγραφος 8, οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου λαμβάνονται με πλειοψηφία των μελών του που έχουν δικαίωμα ψήφου.

2.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 3 και 4, κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου έχει μία ψήφο. Κατά την απουσία μέλους με δικαίωμα ψήφου, το δικαίωμα ψήφου του δικαιούται να ασκήσει ο αναπληρωτής του.

3.   Κάθε μέλος διορισμένο από κράτος μέλος, το οποίο δεσμεύεται, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, από οποιαδήποτε ενωσιακή νομική πράξη διέπει την ανάπτυξη, εγκατάσταση, λειτουργία και χρήση συστήματος ΤΠ μεγάλης κλίμακας που διαχειρίζεται ο Οργανισμός, μπορεί να ψηφίζει για ζητήματα που αφορούν το εν λόγω σύστημα ΤΠ μεγάλης κλίμακας.

Η Δανία μπορεί να έχει δικαίωμα ψήφου για ζητήματα που αφορούν σύστημα ΤΠ μεγάλης κλίμακας, εάν αποφασίσει, δυνάμει του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 22, να εφαρμόσει την ενωσιακή νομική πράξη που διέπει την ανάπτυξη, εγκατάσταση, λειτουργία και χρήση του εν λόγω συγκεκριμένου συστήματος ΤΠ μεγάλης κλίμακας στο εθνικό της δίκαιο.

4.   Το άρθρο 42 έχει εφαρμογή σχετικά με το δικαίωμα ψήφου των αντιπροσώπων χωρών οι οποίες έχουν συνάψει συμφωνίες με την Ένωση σχετικά με τη σύνδεσή τους με την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν και των μέτρων που σχετίζονται με το σύστημα του Δουβλίνου και το Eurodac.

5.   Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ μελών για το κατά πόσο μία ψηφοφορία αφορά ένα συγκεκριμένο σύστημα ΤΠ μεγάλης κλίμακας, κάθε απόφαση που θεωρεί ότι η ψηφοφορία αυτή δεν αφορά το εν λόγω συγκεκριμένο σύστημα ΤΠ μεγάλης κλίμακας δεν λαμβάνεται με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του διοικητικού συμβουλίου με δικαίωμα ψήφου.

6.   Ο πρόεδρος ή ο αναπληρωτής πρόεδρος όταν αντικαθιστά τον πρόεδρο, δεν συμμετέχει στην ψηφοφορία. Το δικαίωμα ψήφου του προέδρου ή του αντιπροέδρου όταν αυτός αντικαθιστά τον πρόεδρο, ασκούνται από το αναπληρωματικό μέλος τους.

7.   Ο εκτελεστικός διευθυντής δεν ψηφίζει.

8.   Ο εσωτερικός κανονισμός του διοικητικού συμβουλίου καθορίζει λεπτομερέστερες ρυθμίσεις της ψηφοφορίας, ιδίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα μέλος μπορεί να ενεργεί για λογαριασμό άλλου μέλους και τις απαιτήσεις απαρτίας, όποτε κρίνεται σκόπιμο.

Άρθρο 24

Αρμοδιότητες του εκτελεστικού διευθυντή

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι αρμόδιος για τη διαχείριση του Οργανισμού. Ο εκτελεστικός διευθυντής συνεπικουρεί το διοικητικό συμβούλιο, στο οποίο και λογοδοτεί. Ο εκτελεστικός διευθυντής υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων του κατόπιν σχετικού αιτήματος. Το Συμβούλιο μπορεί να καλέσει τον εκτελεστικό διευθυντή να υποβάλει έκθεση σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων του.

2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος του Οργανισμού.

3.   Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται στον Οργανισμό δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι ιδίως υπεύθυνος για:

α)

την καθημερινή διοίκηση του Οργανισμού,

β)

τη λειτουργία του Οργανισμού σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό,

γ)

την κατάρτιση και εφαρμογή των διαδικασιών, των αποφάσεων, των στρατηγικών, των προγραμμάτων και των δραστηριοτήτων που εγκρίνει το διοικητικό συμβούλιο, εντός των ορίων που καθορίζονται από τον παρόντα κανονισμό, τους εκτελεστικούς του κανόνες και το εφαρμοστέο ενωσιακό δίκαιο,

δ)

την εκπόνηση του ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού και την υποβολή του στο διοικητικό συμβούλιο, κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή και τις συμβουλευτικές ομάδες,

ε)

την εφαρμογή του ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού και την υποβολή έκθεσης σχετικά με την εφαρμογή του στο διοικητικό συμβούλιο,

στ)

την κατάρτιση της ενδιάμεσης έκθεσης σχετικά με την πρόοδο της διεξαγωγής των προγραμματισμένων δραστηριοτήτων του τρέχοντος έτους και, κατόπιν διαβούλευσης με τις συμβουλευτικές ομάδες, την υποβολή της στο διοικητικό συμβούλιο προς έγκριση πριν από το τέλος Αυγούστου κάθε έτους,

ζ)

την κατάρτιση της ενοποιημένης ετήσιας έκθεσης δραστηριοτήτων του Οργανισμού και, κατόπιν διαβούλευσης με τις συμβουλευτικές ομάδες, την υποβολή της στο διοικητικό συμβούλιο προς αξιολόγηση και έγκριση,

η)

την κατάρτιση σχεδίου δράσης με βάση τα πορίσματα εσωτερικών ή εξωτερικών εκθέσεων ελέγχου και αξιολογήσεων, καθώς και ερευνών της OLAF και της EPPO και την υποβολή έκθεσης προόδου δύο φορές ετησίως στην Επιτροπή και ανά τακτά χρονικά διαστήματα στο διοικητικό συμβούλιο,

θ)

την προάσπιση των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης μέσω της εφαρμογής προληπτικών μέτρων κατά της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας, χωρίς να διακυβεύεται η ερευνητική αρμοδιότητα της EPPO και της OLAF, μέσω αποτελεσματικών ελέγχων και, εάν εντοπίζονται παρατυπίες, μέσω της ανάκτησης των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και, εφόσον ενδείκνυται, μέσω της επιβολής αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών διοικητικών, περιλαμβανομένων και οικονομικών, κυρώσεων,

ι)

τη χάραξη στρατηγικής του Οργανισμού για την καταπολέμηση της απάτης, και την υποβολή της στο διοικητικό συμβούλιο προς έγκριση, καθώς και την εποπτεία της ορθής και έγκαιρης εφαρμογής της εν λόγω στρατηγικής,

ια)

την εκπόνηση σχεδίου των δημοσιονομικών κανόνων που εφαρμόζονται στον Οργανισμό και υποβολή τους στο διοικητικό συμβούλιο για έγκριση κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή,

ιβ)

την κατάρτιση του σχεδίου προϋπολογισμού του επόμενου έτους, καταρτισμένου βάσει δραστηριοτήτων,

ιγ)

την κατάρτιση του σχεδίου κατάστασης των προβλεπόμενων εσόδων και δαπανών του Οργανισμού,

ιδ)

την εκτέλεση του προϋπολογισμού του Οργανισμού,

ιε)

τη θέσπιση και εφαρμογή ενός αποτελεσματικού συστήματος που επιτρέπει την τακτική παρακολούθηση και τις αξιολογήσεις:

i)

των συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας, περιλαμβανομένης της συλλογής στατιστικών στοιχείων και

ii)

του Οργανισμού, συμπεριλαμβανομένης της αποτελεσματικής και αποδοτικής επίτευξης των στόχων του,

ιστ)

τη θέσπιση, με την επιφύλαξη του άρθρου 17 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων, απαιτήσεων εμπιστευτικότητας για τη συμμόρφωση με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1987/2006, το άρθρο 17 της απόφασης 2007/533/ΔΕΥ, το άρθρο 26 παράγραφος 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 767/2008 και το άρθρο 4 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 603/2013· το άρθρο 37 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2226 και το άρθρο 74 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1240,

ιζ)

τη διαπραγμάτευση και, κατόπιν έγκρισης από το διοικητικό συμβούλιο, την υπογραφή με τα κράτη μέλη υποδοχής συμφωνίας σχετικά με την έδρα του Οργανισμού και συμφωνιών σχετικά με τις τεχνικές και εφεδρικές εγκαταστάσεις,

ιη)

την κατάρτιση των πρακτικών λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 και την υποβολή τους στο διοικητικό συμβούλιο προς έγκριση,

ιθ)

την εκπόνηση των αναγκαίων μέτρων ασφάλειας, στα οποία περιλαμβάνονται σχέδιο ασφάλειας και σχέδιο συνέχισης των εργασιών και αποκατάστασης μετά από καταστροφές και, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια συμβουλευτική ομάδα, την υποβολή τους στο διοικητικό συμβούλιο προς έγκριση,

κ)

την κατάρτιση των εκθέσεων για την τεχνική λειτουργία κάθε συστήματος ΤΠ μεγάλης κλίμακας που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο λβ) και την ετήσια έκθεση για τις δραστηριότητες του κεντρικού συστήματος του Eurodac που αναφέρεται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο λγ), βάσει των αποτελεσμάτων της παρακολούθησης και της αξιολόγησης και, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια συμβουλευτική ομάδα, την υποβολή τους στο διοικητικό συμβούλιο προς έγκριση,

κα)

την κατάρτιση των εκθέσεων για την ανάπτυξη του ΣΕΕ που αναφέρονται στο άρθρο 72 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2226 και για την ανάπτυξη του ETIAS που αναφέρονται στο άρθρο 92 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1240 και την υποβολή τους στο διοικητικό συμβούλιο προς έγκριση,

κβ)

την κατάρτιση του ετήσιου, προς δημοσίευση, καταλόγου των αρμόδιων αρχών που εξουσιοδοτούνται να πραγματοποιούν απευθείας αναζήτηση στα δεδομένα του SIS II, περιλαμβανομένου του καταλόγου των υπηρεσιών N.SIS II και των τμημάτων SIRENE και του καταλόγου των αρμόδιων αρχών που εξουσιοδοτούνται να πραγματοποιούν απευθείας αναζήτηση στα δεδομένα του Ευρωπαϊκή Ένωση και του ETIAS που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο λθ) και του καταλόγου των μονάδων που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο μ) και την υποβολή τους στο διοικητικό συμβούλιο προς έγκριση.

4.   Ο εκτελεστικός διευθυντής εκτελεί οποιοδήποτε άλλο καθήκον σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

5.   Ο εκτελεστικός διευθυντής αποφασίζει εάν είναι αναγκαίο να τοποθετηθούν ένα ή περισσότερα μέλη του προσωπικού σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη για την αποτελεσματική και επαρκή άσκηση των καθηκόντων του Οργανισμού και την ίδρυση τοπικού γραφείου για τον σκοπό αυτό. Προτού λάβει αυτήν την απόφαση, ο εκτελεστικός διευθυντής λαμβάνει εκ των προτέρων τη συγκατάθεση της Επιτροπής, του διοικητικού συμβουλίου και του οικείου κράτους μέλους ή κρατών μελών. Στην απόφαση του εκτελεστικού διευθυντή διευκρινίζεται το πεδίο εφαρμογής των δραστηριοτήτων που πρόκειται να αναλάβει το τοπικό γραφείο, ώστε να αποφεύγεται το αδικαιολόγητο κόστος και η επικάλυψη διοικητικών καθηκόντων του Οργανισμού. Οι δραστηριότητες που εκτελούνται σε τεχνικές εγκαταστάσεις δεν εκτελούνται σε τοπικό γραφείο.

Άρθρο 25

Διορισμός του εκτελεστικού διευθυντή

1.   Το διοικητικό συμβούλιο διορίζει τον εκτελεστικό διευθυντή από κατάλογο τουλάχιστον τριών υποψηφίων που προτείνει η Επιτροπή, με ανοιχτή και διαφανή διαδικασία επιλογής. Η διαδικασία επιλογής προβλέπει τη δημοσίευση πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε άλλα ενδεδειγμένα προς τούτο μέσα. Το διοικητικό συμβούλιο διορίζει τον εκτελεστικό διευθυντή με κριτήριο τα προσόντα, την αποδεδειγμένη εμπειρία του στον τομέα των συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας και τις διοικητικές, χρηματοοικονομικές και διαχειριστικές του ικανότητες, και τις γνώσεις του περί προστασίας δεδομένων.

2.   Πριν από τον διορισμό, οι υποψήφιοι που προτείνει η Επιτροπή καλούνται να προβούν σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας ή των αρμόδιων επιτροπών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και να απαντήσουν σε ερωτήσεις των μελών των επιτροπών. Μετά την ακρόαση της δήλωσης και των απαντήσεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκδίδει γνώμη στην οποία εκθέτει την άποψή του και μπορεί να υποδεικνύει έναν προτιμώμενο υποψήφιο.

3.   Το διοικητικό συμβούλιο διορίζει τον εκτελεστικό διευθυντή λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις αυτές.

4.   Εάν το διοικητικό συμβούλιο αποφασίσει να διορίσει άλλον υποψήφιο από εκείνον που έχει υποδείξει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ως προτιμώμενο υποψήφιο, ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο γραπτώς για τον τρόπο με τον οποίο ελήφθη υπόψη η γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

5.   Η διάρκεια της θητείας του εκτελεστικού διευθυντή είναι πενταετής. Στο τέλος της περιόδου αυτής, η Επιτροπή πραγματοποιεί εκτίμηση, κατά την οποία λαμβάνεται υπόψη η αξιολόγηση των επιδόσεων του εκτελεστικού διευθυντή από την Επιτροπή, καθώς και τα μελλοντικά καθήκοντα και προκλήσεις του Οργανισμού.

6.   Το διοικητικό συμβούλιο, κατόπιν πρότασης της Επιτροπής η οποία λαμβάνει υπόψη την αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο 5, δύναται να παρατείνει άπαξ τη θητεία του εκτελεστικού διευθυντή για διάστημα που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη.

7.   Το διοικητικό συμβούλιο γνωστοποιεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την πρόθεσή του να παρατείνει τη θητεία του εκτελεστικού διευθυντή. Εντός διαστήματος ενός μηνός πριν από την εν λόγω παράταση, ο εκτελεστικός διευθυντής καλείται να προβεί σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής ή των αρμόδιων επιτροπών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και να απαντήσει σε ερωτήσεις των μελών των επιτροπών.

8.   Εκτελεστικός διευθυντής του οποίου η θητεία έχει παραταθεί δεν μπορεί να συμμετάσχει σε άλλη διαδικασία επιλογής για την ίδια θέση στο τέλος της συνολικής περιόδου.

9.   Ο εκτελεστικός διευθυντής επιτρέπεται να παυθεί των καθηκόντων του μόνο με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου κατόπιν πρότασης της πλειοψηφίας των μελών του με δικαίωμα ψήφου ή της Επιτροπής.

10.   Οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου σχετικά με τον διορισμό, την παράταση της θητείας ή την παύση του εκτελεστικού διευθυντή λαμβάνονται με πλειοψηφία των δύο τρίτων των ψηφισάντων μελών του με δικαίωμα ψήφου.

11.   Για τον σκοπό της σύναψης της σύμβασης απασχόλησης με τον εκτελεστικό διευθυντή, ο Οργανισμός εκπροσωπείται από τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου. Ο εκτελεστικός διευθυντής προσλαμβάνεται ως έκτακτος υπάλληλος του Οργανισμού σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο α) του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

Άρθρο 26

Αναπληρωτής εκτελεστικός διευθυντής

1.   Ο αναπληρωτής εκτελεστικός διευθυντής επικουρεί τον εκτελεστικό διευθυντή. Ο αναπληρωτής εκτελεστικός διευθυντής αντικαθιστά τον εκτελεστικό διευθυντή κατά την απουσία του. Ο εκτελεστικός διευθυντής καθορίζει τα καθήκοντα του αναπληρωτή εκτελεστικού διευθυντή.

2.   Ύστερα από πρόταση του εκτελεστικού διευθυντή, ο αναπληρωτής εκτελεστικός διευθυντής διορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο. Ο αναπληρωτής εκτελεστικός διευθυντής διορίζεται με βάση τα προσόντα και τις κατάλληλες διοικητικές και διευθυντικές δεξιότητες, συμπεριλαμβανομένης της σχετικής επαγγελματικής πείρας. Ο εκτελεστικός διευθυντής προτείνει τουλάχιστον τρεις υποψήφιους για τη θέση του αναπληρωτή εκτελεστικού διευθυντή. Το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του που έχουν δικαίωμα ψήφου. Το διοικητικό συμβούλιο δύναται να παύσει τον αναπληρωτή εκτελεστικό διευθυντή αποφασίζοντας με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του που έχουν δικαίωμα ψήφου.

3.   Η θητεία του αναπληρωτή εκτελεστικού διευθυντή είναι πενταετής. Το διοικητικό συμβούλιο δύναται να παρατείνει την εν λόγω θητεία άπαξ, έως πέντε έτη. Το διοικητικό συμβούλιο λαμβάνει αυτή την απόφαση με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του που έχουν δικαίωμα ψήφου.

Άρθρο 27

Συμβουλευτικές ομάδες

1.   Οι ακόλουθες συμβουλευτικές ομάδες επικουρούν το διοικητικό συμβούλιο με την εμπειρογνωμοσύνη που διαθέτουν όσον αφορά τα συστήματα ΤΠ μεγάλης κλίμακας και, ειδικότερα, βοηθούν στην κατάρτιση του ετήσιου προγράμματος εργασίας και της ετήσιας έκθεσης δραστηριοτήτων:

α)

συμβουλευτική ομάδα SIS II,

β)

συμβουλευτική ομάδα VIS,

γ)

συμβουλευτική ομάδα Eurodac,

δ)

συμβουλευτική ομάδα ΣΕΕ — ETIAS,

ε)

οποιαδήποτε άλλη συμβουλευτική ομάδα έχει σχέση με σύστημα ΤΠ μεγάλης κλίμακας, εφόσον έτσι προβλέπει η συναφή ενωσιακή νομική πράξη που διέπει την ανάπτυξη, εγκατάσταση, λειτουργία και χρήση και του εν λόγω συστήματος ΤΠ μεγάλης κλίμακας.

2.   Κάθε κράτος μέλος το οποίο δεσμεύεται, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, από οποιαδήποτε ενωσιακή νομική πράξη που διέπει την ανάπτυξη, εγκατάσταση, λειτουργία και χρήση συγκεκριμένου συστήματος ΤΠ μεγάλης κλίμακας, καθώς και η Επιτροπή, διορίζουν από ένα μέλος στη συμβουλευτική ομάδα που έχει σχέση με το εν λόγω σύστημα ΤΠ μεγάλης κλίμακας με θητεία τεσσάρων ετών, η οποία είναι ανανεώσιμη.

Η Δανία διορίζει επίσης ένα μέλος σε συμβουλευτική ομάδα που έχει σχέση με ένα σύστημα ΤΠ μεγάλης κλίμακας, εάν αποφασίσει, δυνάμει του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 22, να εφαρμόσει την ενωσιακή νομική πράξη που διέπει την ανάπτυξη, εγκατάσταση, λειτουργία και χρήση του συγκεκριμένου συστήματος ΤΠ μεγάλης κλίμακας στο εθνικό της δίκαιο.

Κάθε χώρα συνδεδεμένη με την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν και των μέτρων που σχετίζονται με το σύστημα του Δουβλίνου και το Eurodac εφόσον μετέχει σε συγκεκριμένο σύστημα ΤΠ μεγάλης κλίμακας, διορίζει ένα μέλος στη συμβουλευτική ομάδα που έχει σχέση με το εν λόγω σύστημα ΤΠ μεγάλης κλίμακας.

3.   Η Ευρωπόλ, η Eurojust και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής μπορούν να διορίζουν από έναν εκπρόσωπο στη συμβουλευτική ομάδα SIS II. Η Ευρωπόλ μπορεί επίσης να διορίζει έναν εκπρόσωπο στις συμβουλευτικές ομάδες VIS, Eurodac και ΣΕΕ-ETIAS. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής μπορεί επίσης να διορίζει έναν εκπρόσωπο στη συμβουλευτική ομάδα του ΣΕΕ-ETIAS.

4.   Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και τα αναπληρωματικά μέλη δεν είναι δυνατόν να είναι μέλη οποιασδήποτε από τις συμβουλευτικές ομάδες. Ο εκτελεστικός διευθυντής ή ο εκπρόσωπος του εκτελεστικού διευθυντή μπορούν να παρίστανται σε όλες τις συνεδριάσεις των συμβουλευτικών ομάδων ως παρατηρητές.

5.   Οι συμβουλευτικές ομάδες συνεργάζονται μεταξύ τους, όταν απαιτείται. Οι διαδικασίες για τη λειτουργία και τη συνεργασία των συμβουλευτικών ομάδων ορίζονται στον εσωτερικό κανονισμό του Οργανισμού.

6.   Κατά τη σύνταξη γνωμοδότησης, τα μέλη κάθε συμβουλευτικής ομάδας καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη συναίνεσης. Εάν δεν επιτευχθεί συναίνεση, η αιτιολογημένη θέση της πλειοψηφίας των μελών θεωρείται η γνωμοδότηση της συμβουλευτικής ομάδας. Καταγράφονται επίσης οι αιτιολογημένη θέση ή θέσεις της μειοψηφίας, μαζί με την αιτιολόγησή τους. Το άρθρο 23 παράγραφοι 3 και 5 εφαρμόζεται αναλόγως. Τα μέλη που εκπροσωπούν τις χώρες που συνδέονται με την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν και με τα μέτρα που σχετίζονται με το σύστημα του Δουβλίνου και το Eurodac μπορούν να εκφράζουν γνώμες για ζητήματα επί των οποίων δεν έχουν δικαίωμα ψήφου.

7.   Κάθε κράτος μέλος και κάθε χώρα συνδεδεμένη με την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν και των μέτρων που σχετίζονται με το σύστημα του Δουβλίνου και το Eurodac διευκολύνει τις δραστηριότητες των συμβουλευτικών ομάδων.

8.   Όσον αφορά την προεδρία των συμβουλευτικών ομάδων, εφαρμόζεται κατ’ αναλογία το άρθρο 21.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 28

Προσωπικό

1.   Στο προσωπικό του Οργανισμού, συμπεριλαμβανομένου του εκτελεστικού διευθυντή, εφαρμόζονται ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης, καθώς και οι κανόνες που θεσπίζονται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης για την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

2.   Για την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ο Οργανισμός θεωρείται οργανισμός κατά την έννοια του άρθρου 1α παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων.

3.   Το προσωπικό του Οργανισμού αποτελείται από μόνιμους, έκτακτους και συμβασιούχους υπαλλήλους. Το διοικητικό συμβούλιο, σε ετήσια βάση, δίνει την έγκρισή του σε περίπτωση που οι συμβάσεις που σχεδιάζει να ανανεώσει ο εκτελεστικός διευθυντής, όπου κατόπιν της ανανέωσης, οι εν λόγω συμβάσεις πρόκειται να μετατραπούν σε αορίστου χρόνου σύμφωνα με το καθεστώς του λοιπού προσωπικού.

4.   Ο Οργανισμός δεν προσλαμβάνει προσωρινό προσωπικό για την εκτέλεση οικονομικών καθηκόντων τα οποία θεωρούνται ευαίσθητου χαρακτήρα.

5.   Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη δύνανται να αποσπούν μόνιμους υπαλλήλους ή εθνικούς εμπειρογνώμονες στον Οργανισμό σε προσωρινή βάση. Το διοικητικό συμβούλιο εκδίδει απόφαση για τη θέσπιση κανόνων σχετικά με την απόσπαση εθνικών εμπειρογνωμόνων στον Οργανισμό.

6.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 17 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων, ο Οργανισμός εφαρμόζει τους δέοντες κανόνες περί επαγγελματικού απορρήτου ή άλλη ισοδύναμη υποχρέωση εχεμύθειας.

7.   Το διοικητικό συμβούλιο, κατόπιν συμφωνίας με την Επιτροπή, θεσπίζει τα αναγκαία μέτρα εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων.

Άρθρο 29

Δημόσιο συμφέρον

Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, ο εκτελεστικός διευθυντής, ο αναπληρωτής εκτελεστικός διευθυντής και τα μέλη των συμβουλευτικών ομάδων αναλαμβάνουν τη δέσμευση να ενεργούν προς το δημόσιο συμφέρον. Προς τον σκοπό αυτό, υποβάλλουν ετήσια, γραπτή, δημόσια δήλωση ανάληψης δέσμευσης, η οποία δημοσιεύεται στον ιστότοπο του Οργανισμού.

Ο κατάλογος των μελών του διοικητικού συμβουλίου και των μελών των συμβουλευτικών ομάδων δημοσιεύεται στον ιστότοπο του Οργανισμού.

Άρθρο 30

Συμφωνία για την έδρα και συμφωνίες σχετικά με τις τεχνικές εγκαταστάσεις

1.   Οι απαραίτητοι διακανονισμοί για την εγκατάσταση του Οργανισμού στα κράτη μέλη υποδοχής και τα μέσα που πρέπει να τίθενται στη διάθεσή του από τα εν λόγω κράτη μέλη, καθώς και οι ειδικοί κανόνες που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη υποδοχής όσον αφορά τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, τον εκτελεστικό διευθυντή, τα μέλη του προσωπικού του Οργανισμού και τα μέλη των οικογενειών τους, ορίζονται σε συμφωνία για την έδρα του Οργανισμού και σε συμφωνίες για τις τεχνικές εγκαταστάσεις. Οι συμφωνίες αυτές συνάπτονται μεταξύ του Οργανισμού και των κρατών μελών υποδοχής έπειτα από έγκριση του διοικητικού συμβουλίου.

2.   Τα κράτη μέλη υποδοχής του Οργανισμού εξασφαλίζουν τις απαραίτητες συνθήκες για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του Οργανισμού, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, της πολύγλωσσης σχολικής εκπαίδευσης με ευρωπαϊκό προσανατολισμό και των κατάλληλων συγκοινωνιακών συνδέσεων.

Άρθρο 31

Προνόμια και ασυλίες

Το πρωτόκολλο για τα προνόμια και τις ασυλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφαρμόζεται στον Οργανισμό.

Άρθρο 32

Ευθύνη

1.   Η συμβατική ευθύνη του Οργανισμού διέπεται από το εφαρμοστέο στην οικεία σύμβαση δίκαιο.

2.   Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να αποφαίνεται δυνάμει τυχόν ρήτρας διαιτησίας που περιλαμβάνεται σε σύμβαση που συνάπτει ο Οργανισμός.

3.   Σε περίπτωση εξωσυμβατικής ευθύνης, ο Οργανισμός αποκαθιστά κάθε ζημία που προκαλείται από τις υπηρεσίες ή το προσωπικό του κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών.

4.   Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει δικαιοδοσία να εκδικάζει τις διαφορές που αφορούν τις αποζημιώσεις για τις ζημίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3.

5.   Η προσωπική ευθύνη του προσωπικού έναντι του Οργανισμού διέπεται από τις διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων ή του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

Άρθρο 33

Γλωσσικό καθεστώς

1.   Στον Οργανισμό εφαρμόζεται ο κανονισμός αριθ. 1 του Συμβουλίου (46).

2.   Με την επιφύλαξη των αποφάσεων που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 342 ΣΛΕΕ, το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού που αναφέρεται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο ιη) και η ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων που αναφέρεται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο κ), συντάσσονται σε όλες τις επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.

3.   Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να εκδίδει απόφαση για τις γλώσσες εργασίας με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2.

4.   Οι μεταφραστικές υπηρεσίες που απαιτούνται για τη λειτουργία του Οργανισμού παρέχονται από το Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 34

Διαφάνεια και επικοινωνία

1.   Για τα έγγραφα που τηρεί ο Οργανισμός εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

2.   Βάσει πρότασης του εκτελεστικού διευθυντή, το διοικητικό συμβούλιο καθορίζει τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 χωρίς καθυστέρηση.

3.   Κατά των αποφάσεων που λαμβάνονται από τον Οργανισμό δυνάμει του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 μπορεί να υποβληθεί καταγγελία στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή ή να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό τους όρους των άρθρων 228 και 263 ΣΛΕΕ αντιστοίχως.

4.   Ο Οργανισμός προβαίνει σε ανακοινώσεις σύμφωνα με τις ενωσιακές νομικές πράξεις που διέπουν την ανάπτυξη, εγκατάσταση, λειτουργία και χρήση συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας και μπορεί να συμμετέχει σε δραστηριότητες επικοινωνίας με δική του πρωτοβουλία σε τομείς που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές του. Ο Οργανισμός διασφαλίζει, ιδίως, πέραν των δημοσιεύσεων που προβλέπονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχεία ιη), κ), λε), λστ), λζ), λη) και στο άρθρο 47 παράγραφος 9, για την ταχεία παροχή αντικειμενικών, ακριβών, αξιόπιστων, ολοκληρωμένων και εύκολα κατανοητών πληροφοριών σχετικά με το έργο του στο κοινό και σε κάθε ενδιαφερόμενο. Η κατανομή των πόρων σε δραστηριότητες επικοινωνίας δεν επηρεάζει αρνητικά την αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων του Οργανισμού που αναφέρονται στα άρθρα 3 έως 16. Οι δραστηριότητες επικοινωνίας διεξάγονται σύμφωνα με τα συναφή σχέδια επικοινωνίας και διάδοσης που εγκρίνονται από το διοικητικό συμβούλιο.

5.   Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται να απευθύνεται εγγράφως στον Οργανισμό σε οποιαδήποτε από τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δικαιούται επίσης να λαμβάνει απάντηση στην ίδια γλώσσα.

Άρθρο 35

Προστασία δεδομένων

1.   Για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τον Οργανισμό εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει μέτρα για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 από τον Οργανισμό, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που αφορούν τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων. Τα μέτρα αυτά εγκρίνονται κατόπιν διαβουλεύσεων με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

Άρθρο 36

Σκοποί επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1.   Ο Οργανισμός δύναται να επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μόνον για τους εξής σκοπούς:

α)

όταν απαιτείται για την άσκηση των καθηκόντων του που σχετίζονται με τη λειτουργική διαχείριση συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας τα οποία του έχουν ανατεθεί βάσει του δικαίου της Ένωσης,

β)

όταν απαιτείται για τα διοικητικά του καθήκοντα.

2.   Σε περίπτωση που ο Οργανισμός επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για τον σκοπό του στοιχείου α) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την προστασία δεδομένων και την ασφάλεια δεδομένων των ενωσιακών νομικών πράξεων που διέπουν την ανάπτυξη, εγκατάσταση, λειτουργία και χρήση των συστημάτων.

Άρθρο 37

Κανόνες ασφαλείας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών και των ευαίσθητων μη διαβαθμισμένων πληροφοριών

1.   Ο Οργανισμός θεσπίζει δικούς τους κανόνες ασφαλείας που βασίζονται στις αρχές και τους κανόνες που προβλέπονται στους κανόνες ασφάλειας της Επιτροπής για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΠΕΕ) και των ευαίσθητων μη διαβαθμισμένων πληροφοριών, που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τις διατάξεις περί ανταλλαγής με τρίτα κράτη, επεξεργασίας και αποθήκευσης τέτοιων πληροφοριών, όπως καθορίζονται στις αποφάσεις της Επιτροπής (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/443 (47) και 2015/444 (48). Κάθε διοικητική ρύθμιση σχετικά με την ανταλλαγή διαβαθμισμένων πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές τρίτου κράτους ή, εάν δεν υπάρχει τέτοια ρύθμιση, οποιαδήποτε έκτακτη ad hoc κοινοποίηση ΔΠΕΕ στις αρχές αυτές πρέπει να έχει λάβει εκ των προτέρων έγκριση από την Επιτροπή.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει τους κανόνες ασφάλειας που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου κατόπιν σχετικής έγκρισης από την Επιτροπή. Ο Οργανισμός δύναται να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να διευκολύνει την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικών με τα καθήκοντά του με την Επιτροπή και τα κράτη μέλη και, οσάκις κρίνεται σκόπιμο, με τους συναφείς οργανισμούς της Ένωσης. Ο Οργανισμός αναπτύσσει και διαχειρίζεται σύστημα πληροφοριών που παρέχει τη δυνατότητα ανταλλαγής διαβαθμισμένων πληροφοριών με την Επιτροπή, τα κράτη μέλη και τους συναφείς οργανισμούς της Ένωσης σύμφωνα με την απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/444. Το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει, δυνάμει του άρθρου 2 και του άρθρου 19 παράγραφος 1 στοιχείο κστ) του παρόντος κανονισμού, για την εσωτερική δομή του Οργανισμού που απαιτείται ώστε να τηρούνται οι ενδεδειγμένες αρχές ασφαλείας.

Άρθρο 38

Ασφάλεια του Οργανισμού

1.   Ο Οργανισμός είναι υπεύθυνος για την ασφάλεια και την τήρηση της τάξης εντός των κτιρίων, των εγκαταστάσεων και των εκτάσεων γης που χρησιμοποιεί. Ο Οργανισμός εφαρμόζει τις αρχές ασφαλείας και τις σχετικές διατάξεις των ενωσιακών νομικών πράξεων που διέπουν την ανάπτυξη, εγκατάσταση, λειτουργία και χρήση συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας.

2.   Τα κράτη μέλη υποδοχής λαμβάνουν όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα για την αποτελεσματική τήρηση της τάξης και της ασφάλειας στους χώρους που γειτνιάζουν άμεσα με τα κτίρια, τις εγκαταστάσεις και τις εκτάσεις γης που χρησιμοποιεί ο Οργανισμός και παρέχουν στον Οργανισμό την κατάλληλη προστασία, σύμφωνα με τη συμφωνία σχετικά με την έδρα του Οργανισμού και τις συμφωνίες σχετικά με τους τεχνικούς και τους εφεδρικούς δικτυακούς τόπους, εξασφαλίζοντας παράλληλα την ελεύθερη πρόσβαση των εξουσιοδοτημένων από τον Οργανισμό προσώπων στα εν λόγω κτίρια, εγκαταστάσεις και εκτάσεις γης.

Άρθρο 39

Αξιολόγηση

1.   Έως τις 12 Δεκεμβρίου 2023 και εν συνεχεία κάθε πέντε έτη, η Επιτροπή, κατόπιν διαβούλευσης με το διοικητικό συμβούλιο, αξιολογεί, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής, τις επιδόσεις του Οργανισμού σε σχέση με τους στόχους, την εντολή, τις τοποθεσίες και τα καθήκοντά του. Η αξιολόγηση αυτή περιλαμβάνει επίσης εξέταση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και του τρόπου και της έκτασης στην οποία ο Οργανισμός συμβάλλει αποτελεσματικά στη λειτουργική διαχείριση συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας και στη διαμόρφωση ενός συντονισμένου, οικονομικά αποτελεσματικού και συνεκτικού περιβάλλοντος ΤΠ σε επίπεδο Ένωσης στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Στην εν λόγω αξιολόγηση εκτιμάται, ιδίως, η ενδεχόμενη ανάγκη τροποποίησης της εντολής του Οργανισμού, καθώς και οι δημοσιονομικές επιπτώσεις οποιασδήποτε τροποποίησης. Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να διατυπώνει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με τροποποιήσεις του παρόντος κανονισμού.

2.   Σε περίπτωση που η Επιτροπή κρίνει ότι η συνέχιση της ύπαρξης του Οργανισμού δεν δικαιολογείται πλέον σε σχέση με τους προκαθορισμένους στόχους, την εντολή και τα καθήκοντά του, μπορεί να εισηγηθεί την ανάλογη τροποποίηση ή την κατάργηση του παρόντος κανονισμού.

3.   Η Επιτροπή διαβιβάζει τα πορίσματα της αξιολόγησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και το διοικητικό συμβούλιο. Τα πορίσματα της αξιολόγησης δημοσιοποιούνται.

Άρθρο 40

Διοικητικές έρευνες

Οι δραστηριότητες του Οργανισμού υπόκεινται στις έρευνες του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, σύμφωνα με το άρθρο 228 ΣΛΕΕ.

Άρθρο 41

Συνεργασία με θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης

1.   Ο Οργανισμός συνεργάζεται με την Επιτροπή και άλλα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης, ιδιαίτερα με εκείνους που έχουν θεσπιστεί στον χώρο της ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, και ειδικότερα τον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε θέματα που αποτελούν αντικείμενο του παρόντος κανονισμού, για την επίτευξη, μεταξύ άλλων, συντονισμού και εξοικονομήσεων, την αποφυγή επικαλύψεων και την προώθηση της συνέργειας και της συμπληρωματικότητας όσον αφορά τις αντίστοιχες δραστηριότητές τους.

2.   Ο Οργανισμός συνεργάζεται με την Επιτροπή στο πλαίσιο συμφωνιών συνεργασίας που καθορίζουν επιχειρησιακές μεθόδους εργασίας.

3.   Ο Οργανισμός συμβουλεύεται τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών και ακολουθεί τις συστάσεις του όσον αφορά την ασφάλεια των δικτύων και των πληροφοριών, όπου κρίνεται σκόπιμο.

4.   Η συνεργασία με όργανα και οργανισμούς της Ένωσης γίνεται στο πλαίσιο ρυθμίσεως συνεργασίας. Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει τις εν λόγω ρυθμίσεις συνεργασίας, λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής. Εάν ο Οργανισμός δεν ακολουθήσει τη γνωμοδότηση της Επιτροπής, αιτιολογεί τους λόγους του. Οι εν λόγω ρυθμίσεις συνεργασίας μπορούν να προβλέπουν την ανταλλαγή υπηρεσιών μεταξύ οργανισμών, όπου κρίνεται σκόπιμο είτε με βάση την εγγύτητα των τοποθεσιών είτε τον τομέα πολιτικής, εντός των ορίων των αντίστοιχων εντολών τους και χωρίς να θίγονται τα βασικά καθήκοντά τους. Οι εν λόγω ρυθμίσεις συνεργασίας μπορούν να δημιουργούν μηχανισμό για την ανάκτηση του κόστους.

5.   Τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης χρησιμοποιούν πληροφορίες που λαμβάνουν από τον Οργανισμό μόνο εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων τους και στο βαθμό που συνάδουν με τα θεμελιώδη δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων προστασίας δεδομένων. Περαιτέρω διαβίβαση ή άλλη ανακοίνωση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που έχουν τύχει επεξεργασίας από τον Οργανισμό σε θεσμικά και λοιπά όργανα και σε άλλους οργανισμούς της Ένωσης υπόκειται σε ειδικές ρυθμίσεις συνεργασίας, όσον αφορά την ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και σε προηγούμενη έγκριση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων. Οποιαδήποτε μεταφορά δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τον Οργανισμό ευθυγραμμίζεται με τις διατάξεις περί προστασίας δεδομένων σύμφωνα με τα άρθρα 35 και 36. Σε ό,τι αφορά τον χειρισμό διαβαθμισμένων πληροφοριών, οι εν λόγω ρυθμίσεις συνεργασίας προβλέπουν τη συμμόρφωση του συγκεκριμένου θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης με κανονισμούς και πρότυπα ασφαλείας ισοδύναμα με εκείνα που εφαρμόζει ο Οργανισμός.

Άρθρο 42

Συμμετοχή χωρών που συνδέονται με την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν και των μέτρων που σχετίζονται με το σύστημα του Δουβλίνου και το Eurodac

1.   Ο Οργανισμός είναι ανοιχτός στη συμμετοχή χωρών οι οποίες έχουν συνάψει συμφωνίες με την Ένωση σχετικά με τη σύνδεσή τους με την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν και των μέτρων που σχετίζονται με το σύστημα του Δουβλίνου και το Eurodac.

2.   Στο πλαίσιο των οικείων διατάξεων των συμφωνιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, θεσπίζονται ρυθμίσεις για να καθορισθούν, ειδικότερα, ο χαρακτήρας και η έκταση καθώς και λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τη συμμετοχή στις εργασίες του Οργανισμού χωρών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, συμπεριλαμβανόμενων των διατάξεων για τις οικονομικές συνεισφορές, το προσωπικό και τα δικαιώματα ψήφου.

Άρθρο 43

Συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς και άλλους συναφείς φορείς

1.   Εφόσον προβλέπεται από νομική πράξη της Ένωσης, στον βαθμό που είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο Οργανισμός μπορεί, με τη σύναψη συμφωνιών συνεργασίας, να συνάπτει και να διατηρεί σχέσεις με διεθνείς οργανισμούς και τους υπαγόμενους σε αυτούς φορείς δημοσίου διεθνούς δικαίου ή άλλους συναφείς φορείς ή οργανισμούς, οι οποίοι έχουν ιδρυθεί δυνάμει ή επί τη βάσει συμφωνίας μεταξύ δύο ή περισσότερων χωρών.

2.   Σύμφωνα με την παράγραφο 1, μπορούν να συνάπτονται ρυθμίσεις συνεργασίας που καθορίζουν, ειδικότερα, το πεδίο, τη φύση, τον σκοπό και το εύρος της εν λόγω συνεργασίας. Οι εν λόγω ρυθμίσεις συνεργασίας μπορούν να συνάπτονται μόνο με εξουσιοδότηση του διοικητικού συμβουλίου και εφόσον λάβουν εκ των προτέρων την έγκριση της Επιτροπής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

ΤΜΗΜΑ 1

Ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού

Άρθρο 44

Ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού

1.   Κάθε έτος ο εκτελεστικός διευθυντής συντάσσει σχέδιο ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού για το επόμενο έτος, όπως ορίζεται στο άρθρο 32 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1271/2013 και στη σχετική διάταξη των δημοσιονομικών κανόνων του Οργανισμού που εγκρίνονται δυνάμει του άρθρου 49 του παρόντος κανονισμού και λαμβάνοντας υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές που καθορίζει η Επιτροπή.

Το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού περιέχει πολυετές πρόγραμμα, ετήσιο πρόγραμμα εργασίας καθώς και τον προϋπολογισμό του Οργανισμού και πληροφορίες για τους πόρους του, όπως ορίζεται λεπτομερώς στους δημοσιονομικούς κανόνες του Οργανισμού που εγκρίνονται δυνάμει του άρθρου 49.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει το σχέδιο ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού μετά από διαβούλευση με τις συμβουλευτικές ομάδες και το διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή έως τις 31 Ιανουαρίου κάθε έτους, όπως και κάθε επικαιροποιημένη έκδοση του εγγράφου αυτού.

3.   Πριν από τις 30 Νοεμβρίου κάθε έτους το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει, με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του που έχουν δικαίωμα ψήφου και σύμφωνα με την ετήσια διαδικασία προϋπολογισμού, το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής. Το διοικητικό συμβούλιο φροντίζει για τη διαβίβαση της οριστικής έκδοσης του εν λόγω ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού εργασίας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή και για τη δημοσίευσή του.

4.   Το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού οριστικοποιείται μετά την τελική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης και, εάν χρειαστεί, προσαρμόζεται ανάλογα. Εν συνεχεία το εγκριθέν ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού διαβιβάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή και δημοσιεύεται.

5.   Το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας για το επόμενο έτος περιέχει λεπτομερείς στόχους και αναμενόμενα αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένων δεικτών επιδόσεων. Περιλαμβάνει επίσης περιγραφή των δράσεων που θα χρηματοδοτηθούν, καθώς και αναφορά των χρηματοοικονομικών και των ανθρώπινων πόρων που διατίθενται για κάθε δράση, σύμφωνα με τις αρχές κατάρτισης και διαχείρισης του προϋπολογισμού βάσει δραστηριοτήτων. Το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας συνάδει με το πολυετές πρόγραμμα εργασίας που αναφέρεται στην παράγραφο 6. Καθορίζει με σαφήνεια τα καθήκοντα που προστίθενται, τροποποιούνται ή καταργούνται σε σχέση με το προηγούμενο οικονομικό έτος. Όταν ανατίθεται στον Οργανισμό νέο καθήκον, το διοικητικό συμβούλιο τροποποιεί το εγκεκριμένο ετήσιο πρόγραμμα εργασίας. Οποιαδήποτε ουσιαστική τροποποίηση του ετήσιου προγράμματος εργασίας εγκρίνεται σύμφωνα με την ίδια διαδικασία που εφαρμόζεται και για το αρχικό ετήσιο πρόγραμμα εργασίας. Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αναθέσει στον εκτελεστικό διευθυντή την εξουσία να επιφέρει μη ουσιώδεις τροποποιήσεις στο ετήσιο πρόγραμμα εργασίας.

6.   Το πολυετές πρόγραμμα καθορίζει τον συνολικό στρατηγικό προγραμματισμό, ο οποίος περιλαμβάνει στόχους, αναμενόμενα αποτελέσματα και δείκτες επιδόσεων. Καθορίζει επίσης τον προγραμματισμό των πόρων, συμπεριλαμβανομένων του πολυετούς προϋπολογισμού και του προσωπικού. Ο προγραμματισμός των πόρων επικαιροποιείται σε ετήσια βάση. Ο στρατηγικός προγραμματισμός επικαιροποιείται κατά περίπτωση, και ιδίως για την αντιμετώπιση θεμάτων που προκύπτουν από την αξιολόγηση κατά το άρθρο 39.

Άρθρο 45

Κατάρτιση του προϋπολογισμού

1.   Κάθε έτος, ο εκτελεστικός διευθυντής, λαμβάνοντας υπόψη τις δραστηριότητες που επιτέλεσε ο Οργανισμός, καταρτίζει σχέδιο κατάστασης προβλέψεων εσόδων και δαπανών του Οργανισμού για το επόμενο οικονομικό έτος, το οποίο περιλαμβάνει σχέδιο πίνακα προσωπικού, και το υποβάλλει στο διοικητικό συμβούλιο.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο, βάσει σχεδίου κατάστασης προβλέψεων που καταρτίζεται από τον εκτελεστικό διευθυντή, εκδίδει σχέδιο προβλέψεων των εσόδων και των δαπανών του Οργανισμού για το επόμενο οικονομικό έτος, το οποίο περιλαμβάνει σχέδιο του πίνακα προσωπικού. Έως τις 31 Ιανουαρίου κάθε έτους, το διοικητικό συμβούλιο διαβιβάζει τα παραπάνω έγγραφα στην Επιτροπή και στις χώρες που συνδέονται με την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν και των μέτρων που σχετίζονται με το σύστημα του Δουβλίνου και το Eurodac, στο πλαίσιο του ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού.

3.   Η Επιτροπή διαβιβάζει το σχέδιο προβλέψεων στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή μαζί με το προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης.

4.   Βάσει του σχεδίου προβλέψεων, η Επιτροπή εγγράφει στο σχέδιο γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης τις προβλέψεις που κρίνει αναγκαίες όσον αφορά τον πίνακα προσωπικού και το ύψος της επιχορήγησης από τον γενικό προϋπολογισμό, καταθέτει δε το σχέδιο αυτό στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή σύμφωνα με τα άρθρα 313 και 314 ΣΛΕΕ.

5.   Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει τις πιστώσεις για τη συνεισφορά που προορίζεται για τον Οργανισμό.

6.   Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει τον πίνακα προσωπικού του Οργανισμού.

7.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει τον προϋπολογισμό του Οργανισμού. Καθίσταται οριστικός ύστερα από την τελική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης. Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, ο προϋπολογισμός του Οργανισμού προσαρμόζεται αναλόγως.

8.   Για κάθε τροποποίηση του προϋπολογισμού του Οργανισμού, καθώς και του πίνακα προσωπικού, ακολουθείται η ίδια διαδικασία με εκείνη που ισχύει για την κατάρτιση του αρχικού προϋπολογισμού.

9.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 17 παράγραφος 5, το διοικητικό συμβούλιο κοινοποιεί το συντομότερο δυνατόν στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή την πρόθεσή του να υλοποιήσει κάθε σχέδιο που μπορεί να έχει σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού του, ιδίως τα σχέδια που αφορούν ακίνητα, όπως μίσθωση ή αγορά κτιρίων. Το διοικητικό συμβούλιο ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή. Εάν οποιοδήποτε από τα σκέλη της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής προτίθεται να γνωμοδοτήσει, γνωστοποιεί την πρόθεσή του αυτή στο διοικητικό συμβούλιο εντός δύο εβδομάδων από την παραλαβή των πληροφοριών σχετικά με το σχέδιο. Εάν δεν λάβει απάντηση, ο Οργανισμός μπορεί να προβεί στη σχεδιαζόμενη πράξη. Εφαρμόζεται ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1271/2013 της Επιτροπής για τυχόν έργα κατασκευής κτιρίων που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στον προϋπολογισμό του Οργανισμού.

ΤΜΗΜΑ 2

Παρουσίαση, εκτέλεση, και έλεγχος του προϋπολογισμού

Άρθρο 46

Διάρθρωση του προϋπολογισμού

1.   Για κάθε οικονομικό έτος, το οποίο αντιστοιχεί στο ημερολογιακό έτος, καταρτίζονται προβλέψεις για το σύνολο των εσόδων και των δαπανών του Οργανισμού και εγγράφονται στον προϋπολογισμό του.

2.   Ο προϋπολογισμός του Οργανισμού ισοσκελίζεται ως προς τα έσοδα και τις δαπάνες.

3.   Με την επιφύλαξη άλλων κατηγοριών εσόδων, τα έσοδα του Οργανισμού συνίστανται:

α)

σε συνεισφορά της Ένωσης που εγγράφεται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης (τμήμα Επιτροπή),

β)

σε συνεισφορές των χωρών που συνδέονται με την υλοποίηση, εφαρμογή και ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν και των σχετικών με το σύστημα του Δουβλίνου και το Eurodac μέτρων, οι οποίες συμμετέχουν στις εργασίες του Οργανισμού κατά τα οριζόμενα στις αντίστοιχες συμφωνίες σύνδεσης και στις ρυθμίσεις του άρθρου 42 που καθορίζουν τις οικονομικές συνεισφορές τους,

γ)

σε χρηματοδότηση από την Ένωση υπό μορφή συμφωνιών ανάθεσης σύμφωνα με τους δημοσιονομικούς κανόνες του Οργανισμού που θεσπίστηκαν δυνάμει του άρθρου 49 και τις διατάξεις των συναφών νομικών πράξεων που πλαισιώνουν τις πολιτικές της Ένωσης,

δ)

σε συνεισφορές που καταβάλλουν τα κράτη μέλη για τις υπηρεσίες που τους παρέχονται σύμφωνα με τη συμφωνία ανάθεσης που αναφέρεται στο άρθρο 16,

ε)

σε ανάκτηση του κόστους που καταβάλλουν όργανα και οργανισμοί της Ένωσης για υπηρεσίες που τους παρέχονται με βάση τις συμφωνίες συνεργασίας που αναφέρονται στο άρθρο 41 και

στ)

τυχόν προαιρετικές οικονομικές συνεισφορές των κρατών μελών.

4.   Οι δαπάνες του Οργανισμού περιλαμβάνουν τις αμοιβές του προσωπικού, τις διοικητικές δαπάνες και τις δαπάνες υποδομής, καθώς και τα έξοδα λειτουργίας.

Άρθρο 47

Εκτέλεση και έλεγχος του προϋπολογισμού

1.   Ο προϋπολογισμός του Οργανισμού εκτελείται από τον εκτελεστικό διευθυντή.

2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει ετησίως στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή όλες τις πληροφορίες σχετικά με τα πορίσματα των διαδικασιών αξιολόγησης.

3.   Μέχρι την 1η Μαρτίου του οικονομικού έτους N+1, ο υπόλογος του Οργανισμού διαβιβάζει στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο τους προσωρινούς λογαριασμούς για το οικονομικό έτος N. Ο υπόλογος της Επιτροπής ενοποιεί τους προσωρινούς λογαριασμούς των θεσμικών οργάνων και των αποκεντρωμένων οργανισμών σύμφωνα με το άρθρο 245 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2018/1046.

4.   Ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει έκθεση σχετικά με τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση για το έτος Ν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στο Ελεγκτικό Συνέδριο μέχρι τις 31 Μαρτίου του έτους N+1.

5.   Ο υπόλογος της Επιτροπής διαβιβάζει τους προσωρινούς λογαριασμούς του Οργανισμού για το έτος Ν, αφού τους έχει ενοποιήσει με τους λογαριασμούς της Επιτροπής, στο Ελεγκτικό Συνέδριο μέχρι τις 31 Μαρτίου του έτους N+1.

6.   Μετά την παραλαβή των παρατηρήσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τους προσωρινούς λογαριασμούς του Οργανισμού σύμφωνα με το άρθρο 246 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046, ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει τους οριστικούς λογαριασμούς του Οργανισμού με δική του ευθύνη και τους υποβάλλει για γνωμοδότηση στο διοικητικό συμβούλιο.

7.   Το διοικητικό συμβούλιο γνωμοδοτεί σχετικά με τους οριστικούς λογαριασμούς του Οργανισμού για το έτος Ν.

8.   Μέχρι την 1η Ιουλίου του έτους N+1, ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει τους οριστικούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από τη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στο Ελεγκτικό Συνέδριο καθώς και στις χώρες που συνδέονται με την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν και των μέτρων που σχετίζονται με το σύστημα του Δουβλίνου και το Eurodac.

9.   Οι οριστικοί λογαριασμοί για το έτος Ν δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέχρι τις 15 Νοεμβρίου του έτους Ν+1.

10.   Ο εκτελεστικός διευθυντής αποστέλλει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση στις παρατηρήσεις του μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου του έτους Ν+1. Την εν λόγω απάντηση αποστέλλει ο εκτελεστικός διευθυντής και στο διοικητικό συμβούλιο.

11.   Ο εκτελεστικός διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατόπιν αιτήματός του τελευταίου, κάθε πληροφορία που απαιτείται για την ομαλή εφαρμογή της διαδικασίας απαλλαγής για το έτος Ν, σύμφωνα με το άρθρο 261 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046.

12.   Πριν από τις 15 Μαΐου του έτους Ν+2 και έπειτα από σύσταση του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο χορηγεί απαλλαγή στον εκτελεστικό διευθυντή όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού του έτους Ν.

Άρθρο 48

Πρόληψη των συγκρούσεων συμφερόντων

Ο Οργανισμός θεσπίζει εσωτερικούς κανόνες που υποχρεώνουν τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του και των συμβουλευτικές ομάδων του και του προσωπικού του να αποφεύγουν κάθε κατάσταση που μπορεί να προκαλέσει σύγκρουση συμφερόντων στη διάρκεια της απασχόλησής τους ή της θητείας τους, και να γνωστοποιούν τέτοιες καταστάσεις. Οι εν λόγω εσωτερικοί κανόνες δημοσιεύονται στον ιστότοπο της Επιτροπής.

Άρθρο 49

Δημοσιονομικοί κανόνες

Οι δημοσιονομικοί κανόνες που ισχύουν για τον Οργανισμό θεσπίζονται από το διοικητικό συμβούλιο κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή. Οι εν λόγω κανόνες παρεκκλίνουν από τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1271/2013 μόνον εάν η παρέκκλιση επιβάλλεται για λόγους λειτουργίας του Οργανισμού και εφόσον έχει προηγουμένως συμφωνήσει η Επιτροπή.

Άρθρο 50

Καταπολέμηση της απάτης

1.   Για να καταπολεμηθούν η απάτη, η διαφθορά και άλλες παράνομες δραστηριότητες, εφαρμόζονται οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 και του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939.

2.   Ο Οργανισμός προσχωρεί στη διοργανική συμφωνία της 25ης Μαΐου 1999 σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF, και εκδίδει, χωρίς καθυστέρηση, τις κατάλληλες διατάξεις που ισχύουν για όλους τους εργαζομένους του Οργανισμού, χρησιμοποιώντας το πρότυπο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της συμφωνίας αυτής.

3.   Το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει αρμοδιότητα ελέγχου βάσει παραστατικών και επιτόπιων ελέγχων, η οποία ασκείται σε όλους τους δικαιούχους επιχορηγήσεων, εργολάβους και υπεργολάβους που έλαβαν ενωσιακά κονδύλια από τον Οργανισμό.

4.   Η OLAF μπορεί να διενεργεί έρευνες, καθώς και επιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις και τις διαδικασίες που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 και στον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου (49), με σκοπό να διαπιστωθεί αν υπάρχει απάτη, διαφθορά ή άλλη παράνομη δραστηριότητα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης σχετικά με επιχορήγηση ή σύμβαση χρηματοδοτούμενη από τον Οργανισμό.

5.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1, 2, 3 και 4, οι συμβάσεις, οι συμφωνίες επιχορήγησης και οι αποφάσεις επιχορήγησης του Οργανισμού περιέχουν διατάξεις που εξουσιοδοτούν ρητά το Ελεγκτικό Συνέδριο, την OLAF και την EPPO να διενεργούν λογιστικούς ελέγχους και έρευνες σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΕ ΑΛΛΕΣ ΕΝΩΣΙΑΚΕΣ ΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Άρθρο 51

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1987/2006

Στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1987/2006, το άρθρο 15 παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η διαχειριστική αρχή είναι υπεύθυνη για όλα τα καθήκοντα που σχετίζονται με την επικοινωνιακή υποδομή, ιδίως:

α)

εποπτεία,

β)

ασφάλεια,

γ)

συντονισμό των σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και του παρόχου,

δ)

καθήκοντα εκτέλεσης του προϋπολογισμού,

ε)

αγορές και ανανέωση και

στ)

συμβατικά θέματα.».

Άρθρο 52

Τροποποίηση της απόφασης 2007/533/ΔΕΥ

Στην απόφαση 2007/533/ΔΕΥ, το άρθρο 15 παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η διαχειριστική αρχή είναι επίσης υπεύθυνη για όλα τα καθήκοντα που σχετίζονται με την επικοινωνιακή υποδομή, ιδίως:

α)

εποπτεία,

β)

ασφάλεια,

γ)

συντονισμό των σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και του παρόχου,

δ)

καθήκοντα εκτέλεσης του προϋπολογισμού,

ε)

αγορές και ανανέωση και

στ)

συμβατικά θέματα.».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 53

Νομική διαδοχή

1.   Ο Οργανισμός που ιδρύεται με τον παρόντα κανονισμό είναι ο γενικός κατά νόμον διάδοχος όλων των συμβάσεων, υποχρεώσεων και περιουσιακών στοιχείων του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη λειτουργική διαχείριση συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1077/2011.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν επηρεάζει τη νομική ισχύ συμφωνιών, ρυθμίσεων συνεργασίας και μνημονίων κατανόησης που συνάπτονται από τον Οργανισμό, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1077/2011, με την επιφύλαξη τυχόν τροποποιήσεών του, όπως απαιτείται από τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 54

Μεταβατικές ρυθμίσεις για το διοικητικό συμβούλιο και τις συμβουλευτικές ομάδες

1.   Τα μέλη και ο πρόεδρος και ο αναπληρωτής πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, που διορίζονται βάσει των άρθρων 13 και 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1077/2011 αντίστοιχα, συνεχίζουν να ασκούν τα καθήκοντά τους για το υπόλοιπο της θητείας τους.

2.   Τα μέλη, οι πρόεδροι και οι αναπληρωτές πρόεδροι των συμβουλευτικών ομάδων που έχουν διοριστεί βάσει του άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1077/2011 συνεχίζουν να ασκούν τα καθήκοντά τους για το υπόλοιπο της θητείας τους.

Άρθρο 55

Διατήρηση σε ισχύ των εσωτερικών κανόνων που έχουν θεσπιστεί από το διοικητικό συμβούλιο

Οι εσωτερικοί κανόνες και τα μέτρα που εγκρίθηκαν από το διοικητικό συμβούλιο βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1077/2011 παραμένουν σε ισχύ μετά τις 11 Δεκεμβρίου 2018, με την επιφύλαξη τυχόν τροποποιήσεών του, όπως απαιτείται από τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 56

Μεταβατικές διατάξεις που αφορούν τον εκτελεστικό διευθυντή

Ο εκτελεστικός διευθυντής του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη λειτουργική διαχείριση συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, που έχει διοριστεί βάσει του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1077/2011, για το υπόλοιπο της θητείας του, αναλαμβάνει τις αρμοδιότητες του εκτελεστικού διευθυντή του Οργανισμού, όπως προβλέπεται στο άρθρο 24 του παρόντος κανονισμού. Οι λοιποί όροι της σύμβασής του παραμένουν αμετάβλητοι. Σε περίπτωση έγκρισης απόφασης για παράταση της θητείας του εκτελεστικού διευθυντή σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1077/2011 πριν από τις 11 Δεκεμβρίου 2018, η θητεία του παρατείνεται αυτομάτως έως τις 31 Οκτωβρίου 2022.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 57

Αντικατάσταση και κατάργηση

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1077/2011 αντικαθίσταται όσον αφορά τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από τον παρόντα κανονισμό.

Ως εκ τούτου, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1077/2011 καταργείται.

Για τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από τον παρόντα κανονισμό, οι παραπομπές στον καταργηθέντα κανονισμό θεωρούνται παραπομπές στον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 58

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται από τις 11 Δεκεμβρίου 2018. Ωστόσο, το άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο κδ), το άρθρο 24 παράγραφος 3 στοιχεία η) και θ) και το άρθρο 50 παράγραφος 5 του παρόντος κανονισμού, στον βαθμό που αφορούν την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, καθώς και το άρθρο 50 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, στον βαθμό που αφορά τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1939, εφαρμόζονται από την ημερομηνία που καθορίζεται από την απόφαση της Επιτροπής που προβλέπεται στο άρθρο 120 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Στρασβούργο, 14 Νοεμβρίου 2018.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

K. EDTSTADLER


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 5ης Ιουλίου 2018 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 9ης Νοεμβρίου 2018.

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1987/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τη δημιουργία, τη λειτουργία και τη χρήση του Συστήματος Πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς (SIS II) (ΕΕ L 381 της 28.12.2006, σ. 4).

(3)  Απόφαση 2007/533/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 2007, σχετικά με την εγκατάσταση, τη λειτουργία και τη χρήση του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς (SIS II) (ΕΕ L 205 της 7.8.2007, σ. 63).

(4)  Απόφαση 2004/512/ΕΚ του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2004, για τη δημιουργία του Συστήματος Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS) (ΕΕ L 213 της 15.6.2004, σ. 5).

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 767/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για το Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS) και την ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ κρατών μελών για τις θεωρήσεις μικρής διάρκειας (κανονισμός VIS) (ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 60).

(6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2725/2000 του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με τη θέσπιση του «Eurodac» για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων για την αποτελεσματική εφαρμογή της σύμβασης του Δουβλίνου (ΕΕ L 316 της 15.12.2000, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 407/2002 του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2002, που θεσπίζει ορισμένους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2725/2000 σχετικά με τη θέσπιση του «Εurodac» για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων για την αποτελεσματική εφαρμογή της σύμβασης του Δουβλίνου (ΕΕ L 62 της 5.3.2002, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 603/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τη θέσπιση του «Eurodac» για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων για την αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013 για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα και σχετικά με αιτήσεις της αντιπαραβολής με τα δεδομένα Eurodac που υποβάλλουν οι αρχές επιβολής του νόμου των κρατών μελών και η Ευρωπόλ για σκοπούς επιβολής του νόμου και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1077/2011 σχετικά με την ίδρυση Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη Λειτουργική Διαχείριση Συστημάτων ΤΠ Μεγάλης Κλίμακας στον Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (ΕΕ L 180 της 29.6.2013, σ. 1).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1077/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με την ίδρυση Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη Λειτουργική Διαχείριση Συστημάτων ΤΠ Μεγάλης Κλίμακας στον Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (ΕΕ L 286 της 1.11.2011, σ. 1).

(10)  Απόφαση 2008/633/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2008, σχετικά με την πρόσβαση στο Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS) των εντεταλμένων αρχών των κρατών μελών καθώς και της Ευρωπόλ, προς αναζήτηση δεδομένων για την πρόληψη, εξακρίβωση και διερεύνηση τρομοκρατικών πράξεων και άλλων σοβαρών αξιόποινων πράξεων (ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 129).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/2226 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2017, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εισόδου/εξόδου (ΣΕΕ) για την καταχώριση δεδομένων εισόδου και εξόδου και δεδομένων άρνησης εισόδου των υπηκόων τρίτων χωρών που διέρχονται τα εξωτερικά σύνορα των κρατών μελών, τον καθορισμό των όρων πρόσβασης στο ΣΕΕ για σκοπούς επιβολής του νόμου και την τροποποίηση της σύμβασης εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 767/2008 και (ΕΕ) αριθ. 1077/2011 (ΕΕ L 327 της 9.12.2017, σ. 20).

(12)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1560/2003 της Επιτροπής, της 2ας Σεπτεμβρίου 2003, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 343/2003 του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας (ΕΕ L 222 της 5.9.2003, σ. 3).

(13)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1240 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Σεπτεμβρίου 2018, για τη θέσπιση Ευρωπαϊκού Συστήματος Πληροφοριών και Αδειοδότησης Ταξιδιού (ETIAS), καθώς και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1077/2011, (ΕΕ) αριθ. 515/2014, (ΕΕ) 2016/399, (ΕΕ) 2016/1624 και (ΕΕ) 2016/2226 (ΕΕ L 236 της 19.9.2018, σ. 1).

(14)  Απόφαση αριθ. 922/2009/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με λύσεις διαλειτουργικότητας για τις ευρωπαϊκές δημόσιες διοικήσεις (ISA) (ΕΕ L 280 της 3.10.2009, σ. 20).

(15)  Απόφαση (ΕΕ) 2015/2240 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, για τη θέσπιση προγράμματος σχετικά με λύσεις και κοινά πλαίσια διαλειτουργικότητας για τις ευρωπαϊκές δημόσιες διοικήσεις, τις επιχειρήσεις και τους πολίτες (πρόγραμμα ISA2) ως μέσο εκσυγχρονισμού του δημόσιου τομέα (ΕΕ L 318 της 4.12.2015, σ. 1).

(16)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018,σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ L 193 της 30.7.2018, σ. 1).

(17)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1053/2013 του Συμβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 2013, σχετικά με τη θέσπιση ενός μηχανισμού αξιολόγησης και παρακολούθησης για την επαλήθευση της εφαρμογής του κεκτημένου του Σένγκεν και την κατάργηση της απόφασης της εκτελεστικής επιτροπής της 16ης Σεπτεμβρίου 1998 σχετικά με τη σύσταση της μόνιμης επιτροπής για την αξιολόγηση και την εφαρμογή της σύμβασης Σένγκεν (ΕΕ L 295 της 6.11.2013, σ. 27).

(18)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1624 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, για την Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή και Ακτοφυλακή και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/399 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 863/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2007/2004 του Συμβουλίου και της απόφασης 2005/267/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 251 της 16.9.2016, σ. 1).

(19)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 515/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για τη θέσπιση, στο πλαίσιο του Ταμείου Εσωτερικής Ασφάλειας, του μέσου χρηματοδοτικής στήριξης στον τομέα των εξωτερικών συνόρων και των θεωρήσεων και την κατάργηση της απόφασης αριθ. 574/2007/ΕΚ (ΕΕ L 150 της 20.5.2014, σ. 143).

(20)  ΕΕ C 373 της 20.12.2013, σ. 1.

(21)  Κανονισμός (EE) αριθ. 526/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, σχετικά με τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών (ENISA) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 460/2004 (ΕΕ L 165 της 18.6.2013, σ. 41).

(22)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (Βλέπε σελίδα 39 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(23)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(24)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43).

(25)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 248 της 18.9.2013, σ. 1).

(26)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 15.

(27)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ L 283 της 31.10.2017, σ. 1).

(28)  Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου της 29ης Φεβρουαρίου 1968 περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής (ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1).

(29)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1271/2013 της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 2013, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού-πλαισίου για τους οργανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 208 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 328 της 7.12.2013, σ. 42).

(30)  ΕΕ L 66 της 8.3.2006, σ. 38.

(31)  Απόφαση 2000/365/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, σχετικά με το αίτημα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 131 της 1.6.2000, σ. 43).

(32)  Απόφαση (ΕΕ) 2018/1600 του Συμβουλίου, της 28ης Σεπτεμβρίου 2018, σχετικά με το αίτημα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας να συμμετάσχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν όσον αφορά τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη λειτουργική διαχείριση συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (eu-LISA) (ΕΕ L 267 της 25.10.2018, σ. 3).

(33)  Απόφαση 2002/192/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με το αίτημα της Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 64 της 7.3.2002, σ. 20).

(34)  ΕΕ L 176 της 10.7.1999, σ. 36.

(35)  Απόφαση 1999/437/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες λεπτομέρειες εφαρμογής της συμφωνίας που έχει συναφθεί από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας για τη σύνδεση των δύο αυτών κρατών, με την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 176 της 10.7.1999, σ. 31).

(36)  ΕΕ L 93 της 3.4.2001, σ. 40.

(37)  ΕΕ L 53 της 27.2.2008, σ. 52.

(38)  Απόφαση 2008/146/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2008, για τη σύναψη εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 53 της 27.2.2008, σ. 1).

(39)  ΕΕ L 53 της 27.2.2008, σ. 5.

(40)  ΕΕ L 160 της 18.6.2011, σ. 21.

(41)  Απόφαση 2011/350/ΕΕ του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2011, για τη σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του πρωτοκόλλου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν για την προσχώρηση του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν στη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν, όσον αφορά την κατάργηση των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα και την κυκλοφορία των προσώπων (ΕΕ L 160 της 18.6.2011, σ. 19).

(42)  ΕΕ L 160 της 18.6.2011, σ. 39.

(43)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (ΕΕ L 180 της 29.6.2013, σ. 31).

(44)  Οδηγία 2004/82/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την υποχρέωση των μεταφορέων να κοινοποιούν τα στοιχεία των επιβατών (ΕΕ L 261 της 6.8.2004, σ. 24).

(45)  Οδηγία (EE) 2016/681 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, σχετικά με τη χρήση των δεδομένων που περιέχονται στις καταστάσεις ονομάτων επιβατών (PNR) για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 132).

(46)  Κανονισμός αριθ. 1 του Συμβουλίου, της 15ης Απριλίου 1958, περί του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ 17 της 6.10.1958, σ. 385).

(47)  Απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/443 της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2015, σχετικά με την ασφάλεια στην Επιτροπή (ΕΕ L 72 της 17.3.2015, σ. 41).

(48)  Απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/444 της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2015, σχετικά με τους κανόνες ασφαλείας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ (ΕΕ L 72 της 17.3.2015, σ. 53).

(49)  Κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες (ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 2).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1077/2011

Παρών κανονισμός

 

 

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 1 παράγραφοι 3 και 4

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 1 παράγραφος 5

Άρθρο 1 παράγραφος 4

Άρθρο 1 παράγραφος 6

Άρθρο 2

Άρθρο 2

Άρθρο 3

Άρθρο 3

Άρθρο 4

Άρθρο 4

Άρθρο 5

Άρθρο 5

Άρθρο 5α

Άρθρο 6

Άρθρο 7

Άρθρο 8

Άρθρο 6

Άρθρο 9

Άρθρο 10

Άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 11 παράγραφος 1

Άρθρο 7 παράγραφος 3

Άρθρο 11 παράγραφος 2

Άρθρο 7 παράγραφος 4

Άρθρο 11 παράγραφος 3

Άρθρο 7 παράγραφος 5

Άρθρο 11 παράγραφος 4

Άρθρο 7 παράγραφος 6

Άρθρο 11 παράγραφος 5

Άρθρο 12

Άρθρο 13

Άρθρο 8 παράγραφος 1

Άρθρο 14 παράγραφος 1

Άρθρο 14 παράγραφος 2

Άρθρο 8 παράγραφος 2

Άρθρο 14 παράγραφος 3

Άρθρο 9 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 15 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 15 παράγραφος 3

Άρθρο 15 παράγραφος 4

Άρθρο 16

Άρθρο 10 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 17 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 10 παράγραφος 3

Άρθρο 24 παράγραφος 2

Άρθρο 10 παράγραφος 4

Άρθρο 17 παράγραφος 3

Άρθρο 17 παράγραφος 4

Άρθρο 17 παράγραφος 5

Άρθρο 11

Άρθρο 18

Άρθρο 12 παράγραφος 1

Άρθρο 19 παράγραφος 1

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 19(παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο ε)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο στ)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο ζ)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο η)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο θ)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο ι)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο ια)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο ε)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο στ)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο ιδ)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο ζ)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο ιε)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο ιστ)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο η)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο ιζ)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο θ)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο ιζ)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο ι)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο ιη)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο ιθ)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο ια)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο κ)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο κα)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο κβ)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο ιδ)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο κγ)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο ιε)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο κδ)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο κε)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο ιστ)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο κστ)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο ιζ)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο κη)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο ιη)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο κθ)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο ιθ)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο λ)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο κ)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο λβ)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο κα))

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο λγ)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο κβ)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο λδ)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο κγ)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο λε)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο κδ)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο λστ)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο λη)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο κε)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο λθ)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο κστ)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο μ)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο μα)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο κζ)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο μβ)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο ιθα)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο λα)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο κδα)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο λζ)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο κστα)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο λθ)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 19 παράγραφος 2

Άρθρο 12 παράγραφος 2

Άρθρο 19 παράγραφος 3

Άρθρο 13 παράγραφος 1

Άρθρο 20 παράγραφος 1

Άρθρο 13 παράγραφοι 2 και 3

Άρθρο 20 παράγραφος 2

Άρθρο 13 παράγραφος 4

Άρθρο 20 παράγραφος 3

Άρθρο 13 παράγραφος 5

Άρθρο 20 παράγραφος 4

Άρθρο 14 παράγραφοι 1 και 3

Άρθρο 21 παράγραφος 1

Άρθρο 14 παράγραφος 2

Άρθρο 21 παράγραφος 2

Άρθρο 15 παράγραφος 1

Άρθρο 22 παράγραφοι 1 και 3

Άρθρο 15 παράγραφος 2

Άρθρο 22 παράγραφος 2

Άρθρο 15 παράγραφος 3

Άρθρο 22 παράγραφος 5

Άρθρο 15 παράγραφοι 4 και 5

Άρθρο 22 παράγραφος 4

Άρθρο 15 παράγραφος 6

Άρθρο 22 παράγραφος 6

Άρθρο 16 παράγραφοι 1 έως 5

Άρθρο 23 παράγραφοι 1 έως 5

Άρθρο 23 παράγραφος 6

Άρθρο 16 παράγραφος 6

Άρθρο 23 παράγραφος 7

Άρθρο 16 παράγραφος 7

Άρθρο 23 παράγραφος 8

Άρθρο 17 παράγραφοι 1 και 4

Άρθρο 24 παράγραφος 1

Άρθρο 17 παράγραφος 2

Άρθρο 17 παράγραφος 3

Άρθρο 17 παράγραφοι 5 και 6

Άρθρο 24 παράγραφος 3

Άρθρο 17 παράγραφος 5 στοιχείο α)

Άρθρο 24 παράγραφος 3 στοιχείο α)

Άρθρο 17 παράγραφος 5 στοιχείο β)

Άρθρο 24 παράγραφος 3 στοιχείο β)

Άρθρο 17 παράγραφος 5 στοιχείο γ)

Άρθρο 24 παράγραφος 3 στοιχείο γ)

Άρθρο 17 παράγραφος 5 στοιχείο δ)

Άρθρο 24 παράγραφος 3 στοιχείο ιε)

Άρθρο 17 παράγραφος 5 στοιχείο ε)

Άρθρο 22 παράγραφος 2

Άρθρο 17 παράγραφος 5 στοιχείο στ)

Άρθρο 19 παράγραφος 2

Άρθρο 17 παράγραφος 5 στοιχείο ζ)

Άρθρο 24 παράγραφος 3 στοιχείο ιστ)

Άρθρο 17 παράγραφος 5 στοιχείο η)

Άρθρο 24 παράγραφος 3 στοιχείο ιζ)

Άρθρο 17 παράγραφος 6 στοιχείο α)

Άρθρο 24 παράγραφος 3 στοιχεία δ) και ζ)

Άρθρο 17 παράγραφος 6 στοιχείο β)

Άρθρο 24 παράγραφος 3 στοιχείο ια)

Άρθρο 17 παράγραφος 6 στοιχείο γ)

Άρθρο 24 παράγραφος 3 στοιχείο δ)

Άρθρο 17 παράγραφος 6 στοιχείο δ)

Άρθρο 24 παράγραφος 3 στοιχείο ιβ)

Άρθρο 17 παράγραφος 6 στοιχείο ε)

Άρθρο 17 παράγραφος 6 στοιχείο στ)

Άρθρο 17 παράγραφος 6 στοιχείο ζ)

Άρθρο 24 παράγραφος 3 στοιχείο ιη)

Άρθρο 17 παράγραφος 6 στοιχείο η)

Άρθρο 24 παράγραφος 3 στοιχείο ιθ)

Άρθρο 17 παράγραφος 6 στοιχείο θ)

Άρθρο 24 παράγραφος 3 στοιχείο κ)

Άρθρο 17 παράγραφος 6 στοιχείο ι)

Άρθρο 24 παράγραφος 3 στοιχείο κβ)

Άρθρο 17 παράγραφος 6 στοιχείο ια)

Άρθρο 24 παράγραφος 3 στοιχείο κα)

Άρθρο 17 παράγραφος 7

Άρθρο 24 παράγραφος 4

Άρθρο 24 παράγραφος 5

Άρθρο 18

Άρθρο 25

Άρθρο 18 παράγραφος 1

Άρθρο 25 παράγραφοι 1 και 10

Άρθρο 18 παράγραφος 2

Άρθρο 25 παράγραφοι 2, 3 και 4

Άρθρο 18 παράγραφος 3

Άρθρο 25 παράγραφος 5

Άρθρο 18 παράγραφος 4

Άρθρο 25 παράγραφος 6

Άρθρο 18 παράγραφος 5

Άρθρο 25 παράγραφος 7

Άρθρο 18 παράγραφος 6

Άρθρο 24 παράγραφος 1

Άρθρο 25 παράγραφος 8

Άρθρο 18 παράγραφος 7

Άρθρο 25 παράγραφοι 9 και 10

Άρθρο 25 παράγραφος 11

Άρθρο 26

Άρθρο 19

Άρθρο 27

Άρθρο 20

Άρθρο 28

Άρθρο 20 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 28 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 20 παράγραφος 3

Άρθρο 20 παράγραφος 4

Άρθρο 28 παράγραφος 3

Άρθρο 20 παράγραφος 5

Άρθρο 28 παράγραφος 4

Άρθρο 20 παράγραφος 6

Άρθρο 28 παράγραφος 5

Άρθρο 20 παράγραφος 7

Άρθρο 28 παράγραφος 6

Άρθρο 20 παράγραφος 8

Άρθρο 28 παράγραφος 7

Άρθρο 21

Άρθρο 29

Άρθρο 22

Άρθρο 30

Άρθρο 23

Άρθρο 31

Άρθρο 24

Άρθρο 32

Άρθρο 25 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 33 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 33 παράγραφος 3

Άρθρο 25 παράγραφος 3

Άρθρο 33 παράγραφος 4

Άρθρα 26 και 27

Άρθρο 34

Άρθρο 28 παράγραφος 1

Άρθρο 35 παράγραφος 1 και άρθρο 36 παράγραφος 2

Άρθρο 28 παράγραφος 2

Άρθρο 35 παράγραφος 2

Άρθρο 36 παράγραφος 1

Άρθρο 29 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 37 παράγραφος 1

Άρθρο 29 παράγραφος 3

Άρθρο 37 παράγραφος 2

Άρθρο 30

Άρθρο 38

Άρθρο 31 παράγραφος 1

Άρθρο 39 παράγραφος 1

Άρθρο 31 παράγραφος 2

Άρθρο 39 παράγραφοι 1 και 3

Άρθρο 39 παράγραφος 2

Άρθρο 40

Άρθρο 41

Άρθρο 43

Άρθρο 44

Άρθρο 32 παράγραφος 1

Άρθρο 46 παράγραφος 3

Άρθρο 32 παράγραφος 2

Άρθρο 46 παράγραφος 4

Άρθρο 32 παράγραφος 3

Άρθρο 46 παράγραφος 2

Άρθρο 32 παράγραφος 4

Άρθρο 45 παράγραφος 2

Άρθρο 32 παράγραφος 5

Άρθρο 45 παράγραφος 2

Άρθρο 32 παράγραφος 6

Άρθρο 44 παράγραφος 2

Άρθρο 32 παράγραφος 7

Άρθρο 45 παράγραφος 3

Άρθρο 32 παράγραφος 8

Άρθρο 45 παράγραφος 4

Άρθρο 32 παράγραφος 9

Άρθρο 45 παράγραφοι 5 και 6

Άρθρο 32 παράγραφος 10

Άρθρο 45 παράγραφος 7

Άρθρο 32 παράγραφος 11

Άρθρο 45 παράγραφος 8

Άρθρο 32 παράγραφος 12

Άρθρο 45 παράγραφος 9

Άρθρο 33 παράγραφοι 1 έως 4

Άρθρο 47 παράγραφοι 1 έως 4

Άρθρο 47 παράγραφος 5

Άρθρο 33 παράγραφος 5

Άρθρο 47 παράγραφος 6

Άρθρο 33 παράγραφος 6

Άρθρο 47 παράγραφος 7

Άρθρο 33 παράγραφος 7

Άρθρο 47 παράγραφος 8

Άρθρο 33 παράγραφος 8

Άρθρο 47 παράγραφος 9

Άρθρο 33 παράγραφος 9

Άρθρο 47 παράγραφος 10

Άρθρο 33 παράγραφος 10

Άρθρο 47 παράγραφος 11

Άρθρο 33 παράγραφος 11

Άρθρο 47 παράγραφος 12

Άρθρο 48

Άρθρο 34

Άρθρο 49

Άρθρο 35 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 50 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 50 παράγραφος 3

Άρθρο 35 παράγραφος 3

Άρθρο 50 παράγραφοι 4 και 5

Άρθρο 36

Άρθρο 37

Άρθρο 42

Άρθρο 51

Άρθρο 52

Άρθρο 53

Άρθρο 54

Άρθρο 55

Άρθρο 56

Άρθρο 57

Άρθρο 38

Άρθρο 58

Παράρτημα


21.11.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 295/138


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2018/1727ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 14ης Νοεμβρίου 2018

σχετικά με τον οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συνεργασία στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης (Eurojust) και την αντικατάσταση και την κατάργηση της απόφασης 2002/187/ΔΕΥ του Συμβουλίου

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 85,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η Eurojust συστάθηκε με την απόφαση 2002/187/ΔΕΥ του Συμβουλίου (2) ως οργανισμός της Ένωσης ο οποίος διαθέτει νομική προσωπικότητα, προκειμένου να προωθεί και να βελτιώνει τον συντονισμό και τη συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων δικαστικών αρχών των κρατών μελών, ιδίως των σοβαρών μορφών οργανωμένου εγκλήματος. Το νομικό πλαίσιο της Eurojust έχει τροποποιηθεί από τις αποφάσεις του Συμβουλίου 2003/659/ΔΕΥ (3) και 2009/426/ΔΕΥ (4).

(2)

Το άρθρο 85 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) προβλέπει ότι η Eurojust διέπεται από κανονισμό, ο οποίος εκδίδεται σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία. Το ίδιο άρθρο προβλέπει επίσης τον καθορισμό πρακτικών ρυθμίσεων για τη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων στην αξιολόγηση των δραστηριοτήτων της Eurojust.

(3)

Το άρθρο 85 ΣΛΕΕ προβλέπει επίσης ότι αποστολή της Eurojust είναι η στήριξη και η ενίσχυση του συντονισμού και της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων εθνικών αρχών για την έρευνα και τη δίωξη σοβαρών εγκλημάτων που έχουν επιπτώσεις σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη ή απαιτούν δίωξη σε κοινές βάσεις, βάσει επιχειρήσεων που διεξάγονται και πληροφοριών που παρέχονται από τις αρχές των κρατών μελών και τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (Ευρωπόλ).

(4)

Ο παρών κανονισμός αποσκοπεί στην τροποποίηση και επέκταση των διατάξεων της απόφασης 2002/187/ΔΕΥ. Δεδομένου ότι οι τροποποιήσεις που πρέπει να επέλθουν είναι ουσιαστικές ως προς τον αριθμό και τη φύση τους, η απόφαση 2002/187/ΔΕΥ θα πρέπει για λόγους σαφήνειας να αντικατασταθεί στο σύνολό της σε σχέση με τα κράτη μέλη τα οποία δεσμεύονται από τον παρόντα κανονισμό.

(5)

Καθώς η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει συσταθεί μέσω ενισχυμένης συνεργασίας, ο κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου (5) είναι δεσμευτικός στο σύνολό του και εφαρμόζεται άμεσα μόνο στα κράτη μέλη που συμμετέχουν στην ενισχυμένη συνεργασία. Επομένως, για τα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, η Εurojust παραμένει πλήρως αρμόδια για μορφές σοβαρών εγκλημάτων που παρατίθενται στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού.

(6)

Το άρθρο 4 παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) υπενθυμίζει την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας δυνάμει της οποίας η Ένωση και τα κράτη μέλη εκπληρώνουν τα εκ των ΣΕΕ και ΣΛΕΕ καθήκοντα βάσει αμοιβαίου σεβασμού και αμοιβαίας συνεργασίας.

(7)

Για να διευκολυνθεί η συνεργασία μεταξύ της Eurojust και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, η Eurojust θα πρέπει να εξετάζει τα ζητήματα που έχουν σημασία για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία οποτεδήποτε αυτό είναι απαραίτητο.

(8)

Λαμβάνοντας υπόψη τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας μέσω ενισχυμένης συνεργασίας, η κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και της Eurojust όσον αφορά τα αδικήματα που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης πρέπει να καθοριστεί σαφώς. Από την ημέρα που η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα αναλάβει τα καθήκοντά της, η Εurojust θα πρέπει να είναι σε θέση να ασκεί τις αρμοδιότητές της στις υποθέσεις οι οποίες αφορούν εγκλήματα για τα οποία είναι αρμόδια η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία όταν στα εν λόγω εγκλήματα εμπλέκονται τόσο κράτη μέλη που συμμετέχουν στην ενισχυμένη συνεργασία για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας όσο και κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν σε τέτοια συνεργασία. Στις υποθέσεις αυτές, η Eurojust θα πρέπει να ενεργεί κατόπιν αιτήματος των μη συμμετεχόντων κρατών μελών ή κατόπιν αιτήματος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Η Eurojust θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να παραμένει αρμόδια για τα αδικήματα που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, κάθε φορά που η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δεν είναι αρμόδια ή όταν, ενώ η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι αρμόδια, δεν ασκεί την αρμοδιότητά της. Τα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στην ενισχυμένη συνεργασία για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας μπορούν να συνεχίσουν να ζητούν τη στήριξη της Eurojust σε όλες τις υποθέσεις που αφορούν αδικήματα τα οποία θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και η Eurojust θα πρέπει να αναπτύξουν στενή επιχειρησιακή συνεργασία σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους.

(9)

Για να είναι σε θέση η Eurojust να ανταποκριθεί στην αποστολή της και να αναπτύξει πλήρως το δυναμικό της στην καταπολέμηση του σοβαρού διασυνοριακού εγκλήματος, θα πρέπει να ενισχυθούν οι επιχειρησιακές της αρμοδιότητες περιορίζοντας τον διοικητικό φόρτο εργασίας των εθνικών μελών και να αναδειχθεί η ευρωπαϊκή της διάσταση μέσω της συμμετοχής της Επιτροπής στο Διοικητικό Συμβούλιο και της μεγαλύτερης συμμετοχής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων στην αξιολόγηση των δραστηριοτήτων της.

(10)

Ως εκ τούτου, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να καθορίζει τις πρακτικές ρυθμίσεις για συμμετοχή των κοινοβουλίων, εκσυγχρονίζοντας τη δομή και απλοποιώντας το ισχύον νομικό πλαίσιο της Eurojust, διατηρώντας ταυτόχρονα τα στοιχεία που έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά για τη λειτουργία της.

(11)

Οι μορφές σοβαρού εγκλήματος που έχουν επιπτώσεις σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη και για τις οποίες είναι αρμόδια η Eurojust θα πρέπει να αναφέρονται σαφώς. Επιπλέον, θα πρέπει να ορίζονται οι υποθέσεις οι οποίες δεν αφορούν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη αλλά απαιτούν δίωξη σε κοινές βάσεις. Οι υποθέσεις αυτές δύνανται να περιλαμβάνουν έρευνες και διώξεις που αφορούν ένα μόνον κράτος μέλος και μια τρίτη χώρα, σε περίπτωση που έχει συναφθεί συμφωνία ή σε περίπτωση που υπάρχει συγκεκριμένη ανάγκη για ανάμειξη της Eurojust. Τέτοια δίωξη μπορεί επίσης να παραπέμπει σε υποθέσεις που αφορούν ένα κράτος μέλος και έχουν αντίκτυπο σε επίπεδο Ένωσης.

(12)

Κατά την άσκηση των επιχειρησιακών αρμοδιοτήτων της επί συγκεκριμένων ποινικών υποθέσεων, κατόπιν αίτησης των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών ή αυτεπάγγελτα, η Eurojust θα πρέπει να ενεργεί είτε μέσω ενός ή περισσότερων εθνικών μελών είτε ως συλλογικό όργανο. Ενεργώντας αυτεπάγγελτα, η Eurojust μπορεί να αναλαμβάνει περισσότερο προληπτικό ρόλο στο συντονισμό υποθέσεων, όπως να στηρίζει τις εθνικές αρχές στις έρευνες και τις διώξεις τους. Ο ρόλος αυτός μπορεί να περιλαμβάνει την ανάμειξη κρατών μελών που ενδεχομένως δεν είχαν περιληφθεί αρχικά στην υπόθεση, καθώς και την ανακάλυψη δεσμών μεταξύ υποθέσεων βάσει πληροφοριών που λαμβάνονται από την Ευρωπόλ, την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και τις εθνικές αρχές. Αυτό επιτρέπει επίσης στην Eurojust να παράγει κατευθυντήριες γραμμές, έγγραφα πολιτικής και αναλύσεις υποθέσεων ως μέρος του στρατηγικού της έργου.

(13)

Κατόπιν αιτήσεως μιας αρμόδιας αρχής κράτους μέλους ή της Επιτροπής, η Eurojust θα πρέπει να είναι σε θέση να παρέχει στήριξη σε έρευνες που αφορούν μόνον το συγκεκριμένο κράτος μέλος αλλά έχουν αντίκτυπο σε επίπεδο Ένωσης. Παραδείγματα τέτοιων ερευνών αποτελούν υποθέσεις στις οποίες εμπλέκεται μέλος θεσμικού οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης. Οι εν λόγω έρευνες περιλαμβάνουν επίσης υποθέσεις όπου εμπλέκεται σημαντικός αριθμός κρατών μελών και οι οποίες θα μπορούσαν δυνητικά να απαιτούν συντονισμένη ευρωπαϊκή απάντηση.

(14)

Οι γραπτές γνώμες της Eurojust δεν είναι δεσμευτικές για τα κράτη μέλη αλλά θα πρέπει να τυγχάνουν απάντησης σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

(15)

Για να διασφαλίζεται η ικανότητα της Eurojust να στηρίζει και να συντονίζει ορθά διασυνοριακές έρευνες, είναι απαραίτητο να έχουν όλα τα εθνικά μέλη τις αναγκαίες επιχειρησιακές αρμοδιότητες έναντι του κράτους μέλους τους και σύμφωνα με το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους ώστε να συνεργάζονται πιο συνεκτικά και αποτελεσματικά, τόσο μεταξύ τους όσο και με τις εθνικές αρχές. Τα εθνικά μέλη θα πρέπει να διαθέτουν τις αρμοδιότητες εκείνες που επιτρέπουν στην Eurojust την ορθή εκπλήρωση της αποστολής της. Στις αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να περιλαμβάνεται η δυνατότητα πρόσβασης στα στοιχεία των εθνικών δημόσιων μητρώων, η απευθείας επικοινωνία και ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές και η συμμετοχή σε κοινές ομάδες ερευνών. Τα εθνικά μέλη δύνανται, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, να διατηρούν τις εξουσίες που απορρέουν από την ιδιότητά τους ως εθνικών αρχών. Σε συμφωνία με την αρμόδια εθνική αρχή ή σε επείγουσες περιπτώσεις, τα εθνικά μέλη δύνανται επίσης να διατάσσουν μέτρα για τη διεξαγωγή έρευνας και ελεγχόμενες παραδόσεις και να εκδίδουν και εκτελούν αιτήσεις αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής και αμοιβαίας αναγνώρισης. Δεδομένου ότι οι αρμοδιότητες αυτές πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τα δικαστήρια των κρατών μελών θα πρέπει να είναι αρμόδια για την εξέταση αυτών των μέτρων, σύμφωνα με τις απαιτήσεις και τις διαδικασίες που ορίζει το εθνικό δίκαιο.

(16)

Είναι αναγκαίο να αποκτήσει η Eurojust μια διοικητική και διαχειριστική δομή η οποία θα της επιτρέπει να εκτελεί τα καθήκοντά της αποτελεσματικότερα, θα είναι απόλυτα συνεπής προς τις αρχές που διέπουν τους οργανισμούς της Ένωσης, και θα σέβεται πλήρως τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες, με ταυτόχρονη διατήρηση των ειδικών χαρακτηριστικών της και διασφάλιση της ανεξαρτησίας της κατά την άσκηση των επιχειρησιακών της αρμοδιοτήτων. Προς τούτο, θα πρέπει να αποσαφηνιστούν τα καθήκοντα των εθνικών μελών, του συλλογικού οργάνου και του διοικητικού διευθυντή και να συσταθεί ένα εκτελεστικό συμβούλιο.

(17)

Θα πρέπει να προβλεφθούν διατάξεις μέσω των οποίων θα γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των επιχειρησιακών και διαχειριστικών αρμοδιοτήτων του συλλογικού οργάνου, περιορίζοντας έτσι τον διοικητικό φόρτο επί των εθνικών μελών στο ελάχιστο ώστε να μπορούν να επικεντρώνονται στο επιχειρησιακό έργο της Eurojust. Τα διαχειριστικά καθήκοντα του συλλογικού οργάνου θα πρέπει να περιλαμβάνουν ιδίως την έγκριση των προγραμμάτων εργασίας της Eurojust, του προϋπολογισμού, της ετήσιας έκθεσης πεπραγμένων και των συμφωνιών συνεργασίας με τους εταίρους. Το συλλογικό όργανο θα πρέπει να ενεργεί ως αρμόδια για τους διορισμούς αρχή όσον αφορά τον διοικητικό διευθυντή. Το συλλογικό όργανο θα πρέπει επίσης να θεσπίσει τον εσωτερικό κανονισμό της Eurojust. Δεδομένου ότι ο εσωτερικός κανονισμός ενδέχεται να έχει αντίκτυπο στις δικαστικές δραστηριότητες των κρατών μελών, θα πρέπει να παρασχεθούν στο Συμβούλιο εκτελεστικές αρμοδιότητες για την έγκριση του κανονισμού αυτού.

(18)

Για να βελτιωθεί η διακυβέρνηση της Eurojust και να εξορθολογιστούν οι διαδικασίες της, θα πρέπει να συσταθεί ένα εκτελεστικό συμβούλιο, το οποίο θα επικουρεί το συλλογικό όργανο στις διαχειριστικές αρμοδιότητές του και θα δίνει τη δυνατότητα μιας εξορθολογισμένης διαδικασίας λήψης αποφάσεων επί μη επιχειρησιακών και στρατηγικών θεμάτων.

(19)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εκπροσωπείται στο συλλογικό όργανο όταν αυτό ασκεί τα διαχειριστικά του καθήκοντα. Ο εκπρόσωπος της Επιτροπής στο συλλογικό όργανο θα πρέπει επίσης να την εκπροσωπεί στο εκτελεστικό συμβούλιο, ώστε να διασφαλίζει τη μη επιχειρησιακή εποπτεία της Eurojust και να του στρατηγική καθοδήγηση.

(20)

Για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής καθημερινής διαχείρισης της Eurojust, ο διοικητικός διευθυντής θα πρέπει να είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της, υπόλογος στο συλλογικό όργανο. Ο διοικητικός διευθυντής θα πρέπει να συντάσσει και να εκτελεί τις αποφάσεις του συλλογικού οργάνου και του εκτελεστικού συμβουλίου. Ο διοικητικός διευθυντής θα πρέπει να διορίζεται με βάση αξιοκρατικά κριτήρια και τις τεκμηριωμένες διοικητικές και διαχειριστικές ικανότητές του, καθώς και με βάση την επάρκεια και την πείρα του στους σχετικούς τομείς.

(21)

Ένας πρόεδρος και δύο αντιπρόεδροι της Eurojust θα πρέπει να εκλέγονται από το συλλογικό όργανο μεταξύ των εθνικών μελών για θητεία τεσσάρων ετών. Όταν ένα εθνικό μέλος εκλέγεται πρόεδρος, το οικείο κράτος μέλος θα πρέπει να μπορεί να αποσπάσει ένα άλλο πρόσωπο με τα κατάλληλα προσόντα στο εθνικό γραφείο και να ζητήσει αποζημίωση από τον προϋπολογισμό της Eurojust.

(22)

Ως πρόσωπα με τα κατάλληλα προσόντα νοούνται τα πρόσωπα τα οποία διαθέτουν τα προσόντα και την εμπειρία που είναι αναγκαία για την εκτέλεση των καθηκόντων με την οποία εξασφαλίζεται η αποτελεσματική λειτουργία της εθνικής θυρίδας. Μπορούν να έχουν το καθεστώς αναπληρωτή ή βοηθού του εθνικού μέλους που έχει εκλεγεί πρόεδρος ή μπορούν να έχουν περισσότερο διοικητικά ή τεχνικά καθήκοντα. Κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να δύναται να καθορίζει τις δικές του σχετικές απαιτήσεις.

(23)

Η απαρτία και η διαδικασία ψηφοφορίας θα πρέπει να ρυθμίζονται στον εσωτερικό κανονισμό της Eurojust. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν εθνικό μέλος και ο αναπληρωτής του είναι απόντες, ο βοηθός του συγκεκριμένου εθνικού μέλους θα πρέπει να δικαιούται να ψηφίζει στο συλλογικό όργανο εάν ο βοηθός έχει την ιδιότητα δικαστικού λειτουργού, δηλαδή εισαγγελέα, δικαστή ή εκπροσώπου δικαστικής αρχής.

(24)

Δεδομένου ότι ο προσδιορισμός του μηχανισμού αποζημίωσης έχει δημοσιονομικές επιπτώσεις, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να παρέχει στο Συμβούλιο εκτελεστικές εξουσίες για τον προσδιορισμό του μηχανισμού αυτού.

(25)

Είναι απαραίτητη η σύσταση μηχανισμού επιφυλακής συντονισμού στο πλαίσιο της Eurojust προκειμένου να καταστεί πιο αποδοτική και να δοθεί η δυνατότητα στην Eurojust να έχει μόνιμη παρουσία και να παρεμβαίνει σε επείγουσες περιπτώσεις. Κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι αντιπρόσωποί τους στον μηχανισμό επιφυλακής συντονισμού είναι διαθέσιμοι να ενεργούν σε καθημερινή 24ωρη βάση, επτά ημέρες την εβδομάδα.

(26)

Θα πρέπει να θεσπισθούν εθνικά συστήματα συντονισμού της Eurojust στα κράτη μέλη για να συντονίζονται οι εργασίες που διεξάγονται από τους εθνικούς ανταποκριτές για την Eurojust, τον εθνικό ανταποκριτή για θέματα τρομοκρατίας, τον τυχόν εθνικό ανταποκριτή για την Eurojust για ζητήματα που αφορούν τις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, τον εθνικό ανταποκριτή για το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο και μέχρι τρία άλλα σημεία επαφής, καθώς και αντιπροσώπους στο δίκτυο για τις κοινές ομάδες ερευνών και αντιπροσώπους στα δίκτυα που έχουν θεσπιστεί με τις αποφάσεις του Συμβουλίου 2002/494/ΔΕΥ (6), 2007/845/ΔΕΥ (7) και 2008/852/ΔΕΥ (8). Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι ένα ή περισσότερα από τα εν λόγω καθήκοντα θα εκτελούνται από τον ίδιο εθνικό ανταποκριτή.

(27)

Για να τονωθεί και να ενισχυθεί ο συντονισμός και η συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών για την έρευνα και τη δίωξη, είναι σημαντικό να λαμβάνει η Eurojust από τις εθνικές αρχές τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων της. Προς τούτο, οι αρμόδιες εθνικές αρχές θα πρέπει να ενημερώνουν τα εθνικά μέλη τους σχετικά με τη συγκρότηση και τα αποτελέσματα κοινών ομάδων ερευνών χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές θα πρέπει να ενημερώνουν επίσης τα εθνικά μέλη χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση σχετικά με υποθέσεις που υπάγονται στην αρμοδιότητα της Eurojust οι οποίες αφορούν άμεσα τουλάχιστον τρία κράτη μέλη και για τις οποίες έχουν διαβιβαστεί αιτήσεις ή αποφάσεις για δικαστική συνεργασία σε τουλάχιστον δύο κράτη μέλη. Σε ορισμένες περιστάσεις, θα πρέπει επίσης να ενημερώνουν τα εθνικά μέλη σχετικά με συγκρούσεις δικαιοδοσίας, ελεγχόμενες παραδόσεις και επανειλημμένες δυσχέρειες όσον αφορά τη δικαστική συνεργασία.

(28)

Η οδηγία (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) προβλέπει εναρμονισμένους κανόνες για την προστασία και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους. Για να διασφαλιστεί το ίδιο επίπεδο προστασίας των φυσικών προσώπων μέσω νομικά εκτελεστών δικαιωμάτων σε ολόκληρη την Ένωση και προς αποφυγή αποκλίσεων που εμποδίζουν την ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ της Eurojust και των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, οι κανόνες που διέπουν την προστασία και την ελεύθερη κυκλοφορία των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία από την Eurojust θα πρέπει να συνάδουν με την οδηγία (ΕΕ) 2016/680.

(29)

Οι γενικοί κανόνες που περιέχονται στο χωριστό κεφάλαιο του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου (10) για την επεξεργασία επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των ειδικών κανόνων προστασίας δεδομένων του παρόντος κανονισμού. Οι εν λόγω ειδικοί κανόνες θα πρέπει να θεωρούνται lex specialis σε σχέση με τις διατάξεις του ανωτέρω κεφαλαίου του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 (lex specialis derogat legi generali). Προκειμένου να μειωθεί ο νομικός κατακερματισμός, οι ειδικοί κανόνες περί προστασίας των δεδομένων του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να συνάδουν με τις αρχές που διέπουν το ανωτέρω κεφάλαιο του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 καθώς και με τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού σχετικά με την ανεξάρτητη εποπτεία, τα ένδικα μέσα, την ευθύνη και τις κυρώσεις.

(30)

Η προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υποκειμένων των δεδομένων προϋποθέτει επακριβή επιμερισμό ευθυνών για την προστασία δεδομένων στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι υπεύθυνα για την ακρίβεια των δεδομένων που διαβιβάζουν στην Eurojust και τα οποία έχουν αναλλοίωτα υποβληθεί σε επεξεργασία από την Eurojust, για την επικαιροποίηση των δεδομένων αυτών και για τη νομιμότητα των διαβιβάσεων των εν λόγω δεδομένων στην Eurojust. Η Eurojust θα πρέπει να είναι υπεύθυνη για την ακρίβεια των δεδομένων που της διαβιβάζουν άλλοι πάροχοι δεδομένων ή που προκύπτουν από τις δικές της αναλύσεις ή την εκ μέρους της συλλογή δεδομένων και για την επικαιροποίηση των δεδομένων αυτών. Η Eurojust θα πρέπει να διασφαλίζει ότι τα δεδομένα υποβάλλονται σε θεμιτή και σύννομη επεξεργασία και ότι συλλέγονται και υφίστανται επεξεργασία για συγκεκριμένο σκοπό. Η Eurojust θα πρέπει επίσης να διασφαλίζει ότι τα δεδομένα είναι κατάλληλα, συναφή, όχι υπέρμετρα ως προς τον σκοπό της επεξεργασίας τους, ότι αποθηκεύονται μόνο όσο χρόνο χρειάζεται για την επίτευξη αυτού του σκοπού και ότι υποβάλλονται σε επεξεργασία κατά τρόπο που να εξασφαλίζει την κατάλληλη προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και το απόρρητο της επεξεργασίας των δεδομένων.

(31)

Οι κατάλληλες εγγυήσεις σχετικά με την αποθήκευση επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον ή για στατιστικούς σκοπούς θα πρέπει να περιληφθούν στον εσωτερικό κανονισμό της Eurojust.

(32)

Το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα πρόσβασης που αναφέρεται στον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 για τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν και τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία από την Eurojust. Το υποκείμενο των δεδομένων μπορεί να υποβάλλει τέτοια αίτηση ανά εύλογα χρονικά διαστήματα δωρεάν στην Eurojust ή στην εθνική εποπτική αρχή στο κράτος μέλος της επιλογής του.

(33)

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού σχετικά με την προστασία των δεδομένων ισχύουν με την επιφύλαξη των κανόνων που καλούνται σε εφαρμογή σχετικά με το παραδεκτό των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ως αποδεικτικών στοιχείων στην ποινική προδικασία και δίκη.

(34)

Όλη η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Eurojust στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της και κατ’ εκπλήρωση των καθηκόντων της θα πρέπει να θεωρείται επεξεργασία επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

(35)

Δεδομένου ότι η Eurojust επεξεργάζεται επίσης δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διοικητικής φύσεως, που δεν σχετίζονται με ποινικές έρευνες, η επεξεργασία των δεδομένων αυτών θα πρέπει να υπόκειται στους γενικούς κανόνες του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725.

(36)

Σε περίπτωση που επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαβιβάζονται ή παρέχονται στην Eurojust από κράτος μέλος, η αρμόδια αρχή, το εθνικό μέλος ή ο εθνικός ανταποκριτής για την Eurojust θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να ζητούν τη διόρθωση ή τη διαγραφή των εν λόγω επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

(37)

Προκειμένου να μπορούν να αποδείξουν συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό, η Eurojust ή ο εξουσιοδοτημένος να εκτελεί επεξεργασία θα πρέπει να τηρεί αρχεία σχετικά με όλες τις κατηγορίες των δραστηριοτήτων επεξεργασίας υπό την ευθύνη τους. Η Eurojust και κάθε εξουσιοδοτημένος να εκτελεί επεξεργασία θα πρέπει να υποχρεούνται να συνεργάζονται με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (ΕΕΠΔ) και να θέτουν στη διάθεσή του, κατόπιν αιτήματός του, τα εν λόγω αρχεία ώστε να μπορεί να τα χρησιμοποιεί για την παρακολούθηση των συγκεκριμένων πράξεων επεξεργασίας. Η Eurojust ή ο εξουσιοδοτημένος να εκτελεί επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε μη αυτοματοποιημένα συστήματα επεξεργασίας θα πρέπει να διαθέτει αποτελεσματικές μεθόδους για την απόδειξη της νομιμότητας της επεξεργασίας, για την αυτοπαρακολούθηση και για την εξασφάλιση της ακεραιότητας των δεδομένων και της ασφάλειας των δεδομένων, όπως π.χ. καταχωρήσεις ή άλλες μορφές αρχείων.

(38)

Το εκτελεστικό συμβούλιο της Eurojust θα πρέπει να ορίζει υπεύθυνο προστασίας δεδομένων, ο οποίος θα πρέπει να είναι μέλος του υφιστάμενου προσωπικού. Το πρόσωπο που ορίζεται υπεύθυνος προστασίας δεδομένων της Eurojust θα πρέπει να έχει λάβει ειδική κατάρτιση στο δίκαιο της προστασίας των δεδομένων και πρακτική για την απόκτηση εμπειρογνωσίας στο εν λόγω πεδίο. Το αναγκαίο επίπεδο εμπειρογνωσίας θα πρέπει να καθορίζεται με γνώμονα την επεξεργασία δεδομένων που διενεργείται και την προστασία που απαιτείται για τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που επεξεργάζεται η Eurojust.

(39)

Ο ΕΕΠΔ θα πρέπει να είναι υπεύθυνος για την παρακολούθηση και τη διασφάλιση της πλήρους εφαρμογής των διατάξεων προστασίας δεδομένων του παρόντος κανονισμού όσον αφορά την επεξεργασία επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Eurojust. Θα πρέπει να χορηγούνται εξουσίες στον ΕΕΠΔ που θα του επιτρέπουν να εκπληρώνει αποτελεσματικά το εν λόγω καθήκον. Ο ΕΕΠΔ θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να συμβουλεύεται την Eurojust σχετικά με υποβληθείσες αιτήσεις, να παραπέμπει υποθέσεις στην Eurojust προς επίλυση προβλημάτων που έχουν εμφανιστεί σχετικά με την επεξεργασία από αυτόν επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να διατυπώνει προτάσεις για τη βελτίωση της προστασίας των υποκειμένων των δεδομένων και να διατάσσει την Eurojust να εκτελεί συγκεκριμένες δραστηριότητες όσον αφορά την επεξεργασία επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, ο ΕΕΠΔ απαιτεί τα μέσα που του επιτρέπουν να φροντίζει για την τήρηση και την εκτέλεση των εντολών του. Θα πρέπει, επομένως, να έχει την εξουσία να προειδοποιεί την Eurojust. Να προειδοποιεί σημαίνει να εκδίδει προφορική ή γραπτή υπενθύμιση της υποχρέωσης της Eurojust να εκτελεί τις εντολές του ΕΕΠΔ ή να συμμορφώνεται με τις προτάσεις του και προειδοποίηση για τα μέτρα που πρέπει να εφαρμόζονται σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ή άρνησης από την Eurojust.

(40)

Τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες του ΕΕΠΔ, συμπεριλαμβανομένης της αρμοδιότητας να δίδει εντολή στην Eurojust να εκτελεί τη διόρθωση, τον περιορισμό επεξεργασίας ή την απαλοιφή επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που έχουν υποβληθεί σε επεξεργασία κατά παράβαση των διατάξεων προστασίας των δεδομένων που περιέχονται στον παρόντα κανονισμό, δεν θα πρέπει να επεκτείνονται στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται σε εθνικούς φακέλους υποθέσεων.

(41)

Προκειμένου να διευκολύνεται η συνεργασία μεταξύ του ΕΕΠΔ και των εθνικών εποπτικών αρχών, με την επιφύλαξη της ανεξαρτησίας του ΕΕΠΔ ή της ευθύνης του για την εποπτεία της Eurojust όσον αφορά την προστασία δεδομένων, ο ΕΕΠΔ και οι εθνικές εποπτικές αρχές θα πρέπει να συναντώνται τακτικά στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων, σύμφωνα με τους κανόνες περί συντονισμένης εποπτείας που εκτίθενται στον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725.

(42)

Ως ο πρώτος αποδέκτης στο έδαφος της Ένωσης δεδομένων που παρέχονται ή ανακτώνται από τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς, η Eurojust θα πρέπει να είναι υπεύθυνη για την ακρίβεια των δεδομένων αυτών. Η Eurojust θα πρέπει να λαμβάνει μέτρα για να επαληθεύει, στο μέτρο του δυνατού, την ακρίβεια των δεδομένων μόλις λάβει τα δεδομένα ή όταν καθιστά τα δεδομένα διαθέσιμα σε άλλες αρχές.

(43)

Η Eurojust θα πρέπει να υπόκειται στους γενικούς κανόνες περί συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης οι οποίοι εφαρμόζονται στα θεσμικά όργανα, φορείς, γραφεία ή υπηρεσίες της Ένωσης.

(44)

Η Eurojust θα πρέπει να μπορεί να ανταλλάσσει σχετικά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και να διατηρεί σχέσεις συνεργασίας με άλλα θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, στον βαθμό που απαιτείται για την εκπλήρωση των καθηκόντων της.

(45)

Για να εξασφαλίζεται η οριοθέτηση του σκοπού, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να διαβιβάζονται από την Eurojust προς τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς μόνον εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για την πρόληψη και την καταπολέμηση αξιόποινων πράξεων που εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιοτήτων της Eurojust. Για τον σκοπό αυτό, είναι αναγκαίο να εξασφαλίζεται, κατά τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ότι ο αποδέκτης αναλαμβάνει τη δέσμευση ότι τα δεδομένα θα χρησιμοποιηθούν από αυτόν ή θα διαβιβαστούν σε αρμόδια αρχή τρίτης χώρας μόνον για τον σκοπό για τον οποίο είχαν διαβιβαστεί αρχικά. Η περαιτέρω διαβίβαση των δεδομένων θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

(46)

Όλα τα κράτη μέλη συνδέονται με τον Διεθνή Οργανισμό Εγκληματολογικής Αστυνομίας (Interpol). Για την εκπλήρωση της αποστολής της, η Interpol λαμβάνει, αποθηκεύει και διανέμει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα με σκοπό να παρέχει στις αρμόδιες αρχές συνδρομή κατά την πρόληψη και την καταπολέμηση της διεθνούς εγκληματικότητας. Ενδείκνυται, ως εκ τούτου, να ενισχυθεί η συνεργασία μεταξύ της Ένωσης και της Interpol μέσω της προαγωγής της αποτελεσματικής ανταλλαγής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, με παράλληλη εξασφάλιση του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών που αφορούν την αυτόματη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Όποτε διαβιβάζονται επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα από την Eurojust προς την Interpol και προς χώρες που έχουν εντεταλμένα μέλη στην Interpol θα πρέπει να εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός, ιδίως οι διατάξεις σχετικά με τις διεθνείς διαβιβάσεις. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ισχύει με την επιφύλαξη των ειδικών κανόνων που θεσπίζονται στην κοινή θέση 2005/69/ΔΕΥ του Συμβουλίου (11) και στην απόφαση 2007/533/ΔΕΥ του Συμβουλίου (12).

(47)

Όταν η Eurojust διαβιβάζει επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε αρχή τρίτης χώρας ή σε διεθνή οργανισμό δυνάμει διεθνούς συμφωνίας που έχει συναφθεί βάσει του άρθρου 218 ΣΛΕΕ, θα πρέπει να παρέχονται κατάλληλες εγγυήσεις προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των ατόμων προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τηρούνται οι ισχύοντες κανόνες περί προστασίας των δεδομένων.

(48)

Η Eurojust θα πρέπει να διασφαλίζει ότι μια διαβίβαση προς τρίτη χώρα ή προς διεθνή οργανισμό πραγματοποιείται μόνον εάν είναι αναγκαία για την πρόληψη, τη διερεύνηση, την ανίχνευση ή τη δίωξη ποινικών αδικημάτων ή την εκτέλεση ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένης της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους, ο δε υπεύθυνος επεξεργασίας στην τρίτη χώρα ή στον διεθνή οργανισμό είναι αρχή που είναι αρμόδια κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού. Διαβίβαση θα πρέπει να πραγματοποιείται μόνο από την Eurojust που ενεργεί ως υπεύθυνος επεξεργασίας. Διαβίβαση τέτοιου είδους μπορεί να πραγματοποιηθεί στις περιπτώσεις στις οποίες η Επιτροπή έχει αποφανθεί ότι η εκάστοτε τρίτη χώρα ή ο διεθνής οργανισμός παρέχουν επαρκές επίπεδο προστασίας ή εάν έχουν παρασχεθεί κατάλληλες εγγυήσεις ή όταν ισχύουν παρεκκλίσεις για ειδικές καταστάσεις.

(49)

Η Eurojust θα πρέπει να μπορεί να διαβιβάζει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε αρχές τρίτων χωρών ή σε διεθνείς οργανισμούς μόνον βάσει απόφασης της Επιτροπής διά της οποίας διαπιστώνεται ότι η εκάστοτε χώρα ή ο διεθνής οργανισμός διασφαλίζει επαρκές επίπεδο προστασίας των δεδομένων («απόφαση περί της επάρκειας») ή, ελλείψει απόφασης περί της επάρκειας, βάσει διεθνούς συμφωνίας που έχει συνάψει η Ένωση κατ’ εφαρμογή του άρθρου 218 ΣΛΕΕ ή βάσει συμφωνίας συνεργασίας που επιτρέπει την ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και έχει συναφθεί μεταξύ της Ευρωπόλ και της εν λόγω τρίτης χώρας πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(50)

Όταν το συλλογικό όργανο αναγνωρίζει μια επιχειρησιακή ανάγκη συνεργασίας με τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό, θα πρέπει να είναι σε θέση να προτείνει στο Συμβούλιο να επιστήσει την προσοχή της Επιτροπής στην ανάγκη να ληφθεί απόφαση περί επάρκειας ή να εκδοθεί σύσταση για την έναρξη διαπραγματεύσεων για διεθνή συμφωνία δυνάμει του άρθρου 218 ΣΛΕΕ.

(51)

Διαβιβάσεις που δεν βασίζονται σε απόφαση περί επάρκειας θα πρέπει να επιτρέπονται μόνον εφόσον έχουν παρασχεθεί κατάλληλες εγγυήσεις με νομικά δεσμευτική πράξη που εξασφαλίζει την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή όταν η Eurojust έχει αξιολογήσει όλες τις περιστάσεις που περιβάλλουν τη διαβίβαση δεδομένων και, με βάση την εν λόγω αξιολόγηση, θεωρεί ότι υπάρχουν κατάλληλες εγγυήσεις σε σχέση με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Νομικά δεσμευτικές πράξεις αυτού του είδους μπορούν π.χ. να είναι νομικά δεσμευτικές διμερείς συμφωνίες που έχουν συναφθεί από τα κράτη μέλη, έχουν ενσωματωθεί στην έννομη τάξη τους και μπορούν να εκτελεστούν αναγκαστικώς από τα υποκείμενα των δεδομένων τους, εξασφαλίζοντας συμμόρφωση με τις απαιτήσεις προστασίας των δεδομένων και με τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων, μεταξύ άλλων το δικαίωμα να ασκούν πραγματική διοικητική ή δικαστική προσφυγή. Η Eurojust θα πρέπει να μπορεί να λαμβάνει υπόψη συμφωνίες συνεργασίας που έχουν συναφθεί μεταξύ της Eurojust και τρίτων χωρών οι οποίες επιτρέπουν την ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κατά την αξιολόγηση όλων των περιστάσεων που αφορούν στη διαβίβαση των δεδομένων. Η Eurojust θα πρέπει επίσης να μπορεί να λαμβάνει υπόψη ότι η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διέπεται από υποχρεώσεις εμπιστευτικότητας και την αρχή της ειδικότητας, διασφαλίζοντας ότι τα δεδομένα δεν θα υποστούν επεξεργασία για άλλους σκοπούς εκτός των σκοπών της διαβίβασης. Επιπλέον, η Eurojust θα πρέπει να λάβει υπόψη ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν θα χρησιμοποιηθούν για να ζητηθεί, να εκδοθεί ή να εκτελεστεί απόφαση επιβολής θανατικής ποινής ή οποιαδήποτε μορφή βάναυσης και απάνθρωπης μεταχείρισης. Παρόλο που οι εν λόγω προϋποθέσεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως κατάλληλες εγγυήσεις για τη διαβίβαση δεδομένων, η Eurojust θα πρέπει να μπορεί να απαιτεί πρόσθετες εγγυήσεις.

(52)

Όταν δεν υπάρχει απόφαση περί επάρκειας ούτε κατάλληλες εγγυήσεις, μια διαβίβαση ή μια κατηγορία διαβιβάσεων μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον σε ειδικές καταστάσεις, εάν είναι αναγκαία για την προστασία των ζωτικών συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου προσώπου ή για τη διασφάλιση έννομων συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων, εφόσον προβλέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους που διαβιβάζει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα· για την πρόληψη άμεσης και σοβαρής απειλής για τη δημόσια ασφάλεια κράτους μέλους ή τρίτης χώρας· σε μεμονωμένες περιπτώσεις για σκοπούς πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας και πρόληψης έναντι κινδύνων που απειλούν τη δημόσια ασφάλεια· ή σε μεμονωμένες περιπτώσεις για την απόδειξη, την άσκηση ή την υπεράσπιση νομικών απαιτήσεων. Οι εν λόγω παρεκκλίσεις θα πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά και να μην επιτρέπουν τακτικές, μαζικές και διαρθρωτικές διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ούτε τη διαβίβαση μεγάλου όγκου δεδομένων, αλλά να περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα. Οι μεταβιβάσεις αυτές θα πρέπει να είναι τεκμηριωμένες και να διατίθενται στον ΕΕΠΔ κατόπιν αιτήματος, προκειμένου να ελεγχθεί η νομιμότητα της διαβίβασης.

(53)

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η Eurojust θα πρέπει να είναι σε θέση να παρατείνει τις προθεσμίες για τη διατήρηση των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προκειμένου να επιτυγχάνει τους στόχους της, υπό την προϋπόθεση ότι τηρείται η αρχή της οριοθέτησης του σκοπού η οποία ισχύει για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο όλων των δραστηριοτήτων της. Οι σχετικές αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται ύστερα από προσεκτική εξέταση όλων των σχετικών συμφερόντων, περιλαμβανομένων εκείνων των υποκειμένων των δεδομένων. Η τυχόν παράταση προθεσμίας για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, σε περιπτώσεις που η ποινική δίωξη έχει παραγραφεί σε όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, θα πρέπει να αποφασίζεται μόνον όταν υπάρχει συγκεκριμένη ανάγκη να παρασχεθεί συνδρομή δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

(54)

Η Eurojust θα πρέπει να διατηρεί προνομιακές σχέσεις με το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο, βασισμένες στη διαβούλευση και τη συμπληρωματικότητα. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να συμβάλλει στη διευκρίνιση των αντίστοιχων ρόλων της Eurojust και του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου και στη, μεταξύ αυτών, σχέση, με ταυτόχρονη διαφύλαξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου.

(55)

Η Eurojust θα πρέπει να διατηρεί σχέσεις συνεργασίας με τα άλλα θεσμικά όργανα, φορείς, γραφεία ή υπηρεσίες της Ένωσης, με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, και με διεθνείς οργανισμούς, στον βαθμό που απαιτείται για την άσκηση των καθηκόντων της.

(56)

Για να ενισχυθεί η επιχειρησιακή συνεργασία μεταξύ της Eurojust και της Ευρωπόλ και ιδίως για να συνδέονται μεταξύ τους τα δεδομένα που βρίσκονται στην κατοχή του ενός ή του άλλου οργανισμού, η Eurojust θα πρέπει να επιτρέψει στην Ευρωπόλ την πρόσβαση στα δεδομένα που βρίσκονται στην κατοχή της, βάσει συστήματος αντιστοιχίας/μη αντιστοιχίας (hit/no hit). Η Eurojust και η Ευρωπόλ θα πρέπει να εξασφαλίσουν ότι υπάρχουν οι αναγκαίες ρυθμίσεις για την καλύτερη δυνατή επιχειρησιακή τους συνεργασία, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις αντίστοιχες εντολές τους, καθώς και οποιουσδήποτε περιορισμούς προέρχονται από τα κράτη μέλη. Οι εν λόγω πρακτικές ρυθμίσεις θα πρέπει να εξασφαλίζουν πρόσβαση και τη δυνατότητα αναζήτησης σε όλες τις πληροφορίες που έχουν παρασχεθεί στην Ευρωπόλ για τους σκοπούς της διασταύρωσης στοιχείων, βάσει των ειδικών διασφαλίσεων και εγγυήσεων περί προστασίας δεδομένων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Κάθε πρόσβαση της Ευρωπόλ σε δεδομένα που έχει στην κατοχή της η Eurojust θα πρέπει να περιορίζεται, με τεχνικά μέσα, σε πληροφορίες που εμπίπτουν στις αντίστοιχες εντολές των εν λόγω οργανισμών της Ένωσης.

(57)

Η Eurojust και η Ευρωπόλ θα πρέπει να αλληλοενημερώνονται για κάθε δραστηριότητα που συνεπάγεται τη χρηματοδότηση κοινών ομάδων έρευνας.

(58)

Η Eurojust θα πρέπει να μπορεί να ανταλλάσσει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα με θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης στον βαθμό που απαιτείται για την εκπλήρωση των καθηκόντων της με πλήρη σεβασμό της προστασίας της ιδιωτικότητας και των λοιπών θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών.

(59)

Η Eurojust θα πρέπει να ενισχύσει τη συνεργασία της με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών και διεθνών οργανισμών σύμφωνα με μια στρατηγική που θα καταρτίζεται σε διαβούλευση με την Επιτροπή. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να προβλεφθεί για την Eurojust η δυνατότητα απόσπασης δικαστικών συνδέσμων σε τρίτες χώρες, για την επίτευξη στόχων ανάλογων με εκείνους που ανατίθενται στους δικαστικούς συνδέσμους οι οποίοι αποσπώνται από τα κράτη μέλη βάσει της κοινής δράσης 96/277/ΔΕΥ του Συμβουλίου (13).

(60)

Θα πρέπει να προβλεφθεί ότι η Eurojust συντονίζει την εκτέλεση αιτήσεων δικαστικής συνεργασίας που εκδίδονται από τρίτη χώρα εφόσον οι αιτήσεις αυτές απαιτούν εκτέλεση σε τουλάχιστον δύο κράτη μέλη ως μέρος της ίδιας έρευνας. H Eurojust θα πρέπει να αναλάβει τέτοιο συντονισμό μόνο με τη συμφωνία των ενδιαφερομένων κρατών μελών.

(61)

Για να διασφαλιστεί η πλήρης αυτονομία και ανεξαρτησία της Eurojust, αυτή θα πρέπει να διαθέτει αυτόνομο προϋπολογισμό που θα είναι επαρκής για τη δέουσα διεκπεραίωση των καθηκόντων της, τα έσοδα του οποίου θα προέρχονται κυρίως από συνεισφορά από τον προϋπολογισμό της Ένωσης, με εξαίρεση τους μισθούς και τις αποδοχές των εθνικών μελών, των αναπληρωτών και του βοηθητικού προσωπικού, οι οποίες βαρύνουν τα κράτη μέλη τους. Η δημοσιονομική διαδικασία της Ένωσης θα πρέπει να εφαρμόζεται όσον αφορά τη συνεισφορά της Ένωσης, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες επιδοτήσεις βαρύνουν τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης. Ο λογιστικός έλεγχος θα πρέπει να ασκείται από το Ελεγκτικό Συνέδριο και να εγκρίνεται από την Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

(62)

Για να ενισχυθεί η διαφάνεια και η δημοκρατική εποπτεία της Eurojust, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί μηχανισμός σύμφωνα με το άρθρο 85 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ για την από κοινού αξιολόγηση των δραστηριοτήτων της Eurojust εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων. Η αξιολόγηση θα πρέπει να πραγματοποιείται στο πλαίσιο μιας διακοινοβουλευτικής συνεδρίασης επιτροπών στους χώρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις Βρυξέλλες με τη συμμετοχή μελών των αρμόδιων επιτροπών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων. Η διακοινοβουλευτική συνεδρίαση επιτροπών θα πρέπει να σέβεται πλήρως τις αρχές ανεξαρτησίας της Eurojust όσον αφορά μέτρα που λαμβάνονται σε συγκεκριμένες επιχειρησιακές υποθέσεις και όσον αφορά τις υποχρεώσεις εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας.

(63)

Είναι σκόπιμο να αξιολογείται σε τακτική βάση η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(64)

Η λειτουργία της Eurojust θα πρέπει να είναι διαφανής, σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ. Θα πρέπει να θεσπιστούν από το συλλογικό όργανο ειδικές διατάξεις περί του τρόπου διασφάλισης του δικαιώματος πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα. Καμία διάταξη του παρόντος κανονισμού δεν έχει ως στόχο να περιορίσει το δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα στον βαθμό που αυτό κατοχυρώνεται στην Ένωση και στα κράτη μέλη, ιδίως δυνάμει του άρθρου 42 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ο «Χάρτης»). Οι γενικοί κανόνες περί διαφάνειας που ισχύουν για τους οργανισμούς της Ένωσης θα πρέπει να ισχύουν και για την Eurojust κατά τρόπον ώστε να μη διακυβεύεται επ’ ουδενί η υποχρέωση εμπιστευτικότητας που διέπει το επιχειρησιακό της έργο. Οι διοικητικές έρευνες που διεξάγει ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής θα πρέπει να σέβονται την υποχρέωση εμπιστευτικότητας που διέπει τη λειτουργία της Eurojust.

(65)

Προκειμένου να αυξηθεί η διαφάνεια της Eurojust έναντι του πολίτη της Ένωσης και η υποχρέωση λογοδοσίας της, η Eurojust θα πρέπει να δημοσιοποιεί στον ιστότοπό της κατάλογο των μελών του διοικητικού της συμβουλίου και, όταν είναι σκόπιμο, συνοπτικά αποτελέσματα των συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου, τηρώντας τις απαιτήσεις περί προστασίας των δεδομένων.

(66)

Για την Eurojust θα πρέπει να ισχύει ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14).

(67)

Για την Eurojust θα πρέπει να ισχύει ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15).

(68)

Οι διατάξεις που απαιτούνται όσον αφορά τη στέγαση της Eurojust στο κράτος μέλος της έδρας της, ήτοι στις Κάτω Χώρες, καθώς και οι ειδικοί κανόνες που εφαρμόζονται στο σύνολο του προσωπικού της Eurojust και στα μέλη των οικογενειών τους είναι σκόπιμο να καθορισθούν με συμφωνία περί της έδρας. Το κράτος μέλος υποδοχής θα πρέπει να παρέχει τις απαραίτητες συνθήκες για τη λειτουργία της Eurojust, συμπεριλαμβανομένων της πολύγλωσσης και με ευρωπαϊκό προσανατολισμό σχολικής εκπαίδευσης και των κατάλληλων συγκοινωνιακών συνδέσεων, ώστε η Eurojust να μπορεί να προσελκύει ανθρώπινο δυναμικό υψηλής ποιότητας από μια όσο το δυνατόν ευρύτερη γεωγραφική βάση.

(69)

Η Eurojust, όπως ιδρύεται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να υποκαταστήσει νομικώς την Eurojust όπως συστάθηκε βάσει της απόφασης 2002/187/ΔΕΥ όσον αφορά όλες τις συμβατικές της υποχρεώσεις, περιλαμβανομένων των συμβάσεων εργασίας, των υποχρεώσεων που υπέχει και των περιουσιακών στοιχείων που έχει αποκτήσει. Οι διεθνείς συμφωνίες που έχουν συναφθεί από την Eurojust δυνάμει της ανωτέρω απόφασης παραμένουν σε ισχύ.

(70)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η ίδρυση οντότητας αρμόδιας για τη στήριξη και την ενίσχυση του συντονισμού και της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων εθνικών αρχών για την έρευνα και τη δίωξη σοβαρών εγκλημάτων που έχουν επιπτώσεις σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη ή απαιτούν δίωξη σε κοινές βάσεις, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως εξαιτίας της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 ΣΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(71)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 και το άρθρο 4α παράγραφος 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά το χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, και με την επιφύλαξη του άρθρου 4 του εν λόγω πρωτοκόλλου, τα ανωτέρω κράτη μέλη δεν συμμετέχουν στην έκδοση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύονται από αυτόν ούτε υπόκεινται στην εφαρμογή του.

(72)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 22 σχετικά με τη θέση της Δανίας που προσαρτάται στη ΣΕΕ και τη ΣΛΕΕ, η Δανία δεν συμμετέχει στην έκδοση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του.

(73)

Ο ΕΕΠΔ κλήθηκε να γνωμοδοτήσει σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16) και εξέδωσε γνωμοδότηση στις 5 Μαρτίου 2014.

(74)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις θεμελιώδεις εγγυήσεις και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται κυρίως από τον Χάρτη,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΙΔΡΥΣΗ, ΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΗΣ EUROJUST

Άρθρο 1

Ίδρυση του οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συνεργασία στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης

1.   Ιδρύεται ο οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συνεργασία στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης (Eurojust).

2.   Η Eurojust, όπως ιδρύεται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, αντικαθιστά και διαδέχεται την Eurojust όπως είχε ιδρυθεί με την απόφαση 2002/187/ΔΕΥ.

3.   Η Eurojust έχει νομική προσωπικότητα.

Άρθρο 2

Καθήκοντα

1.   Η Eurojust υποστηρίζει και ενισχύει τον συντονισμό και τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών για την έρευνα και τη δίωξη σοβαρών εγκλημάτων τα οποία είναι αρμόδια να αντιμετωπίζει σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 3, που έχουν επιπτώσεις σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη ή απαιτούν δίωξη σε κοινές βάσεις, βάσει επιχειρήσεων που διεξάγονται και πληροφοριών που παρέχονται από τις αρχές των κρατών μελών, την Ευρωπόλ, την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και την OLAF.

2.   Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, η Eurojust:

α)

λαμβάνει υπόψη κάθε αίτηση προερχόμενη από αρμόδια αρχή κράτους μέλους και κάθε πληροφορία που παρέχεται από αυτές τις αρχές, θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης που έχουν αρμοδιότητα δυνάμει διατάξεων που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο των Συνθηκών ή που έχει συλλεχθεί από την ίδια την Eurojust,

β)

διευκολύνει την εκτέλεση αιτήσεων και αποφάσεων δικαστικής συνεργασίας, μεταξύ άλλων αιτήσεων και αποφάσεων που βασίζονται σε πράξεις με τις οποίες υλοποιείται η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης.

3.   Η Eurojust ασκεί τα καθήκοντά της κατόπιν αιτήσεως των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήσεως της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της τελευταίας.

Άρθρο 3

Πεδίο αρμοδιότητας της Eurojust

1.   Η Eurojust είναι αρμόδια όσον αφορά τις μορφές σοβαρών αδικημάτων που παρατίθενται στο παράρτημα I. Ωστόσο, από την ημέρα που η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα αναλάβει τα καθήκοντά της έρευνας και δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 120 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939, η Eurojust δεν ασκεί την αρμοδιότητά της σε σχέση με αδικήματα για τα οποία η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ασκεί την αρμοδιότητά της, εκτός εκείνων των υποθέσεων που αφορούν κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν σε ενισχυμένη συνεργασία για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και κατόπιν αιτήσεως των εν λόγω κρατών μελών ή ύστερα από αίτηση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

2.   Η Eurojust ασκεί την αρμοδιότητά της για αδικήματα που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης σε υποθέσεις που αφορούν κράτη μέλη που συμμετέχουν σε ενισχυμένη συνεργασία για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, αλλά σε σχέση με τα οποία η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δεν είναι αρμόδια ή αποφασίζει να μην ασκήσει την αρμοδιότητά της.

Η Eurojust, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη προβαίνουν σε διαβουλεύσεις και συνεργάζονται μεταξύ τους προκειμένου να διευκολύνουν την άσκηση της αρμοδιότητας βάσει της παρούσας παραγράφου. Οι πρακτικές λεπτομέρειες για την άσκηση της αρμοδιότητάς της κατά την παρούσα παράγραφο καθορίζονται με συμφωνία συνεργασίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 47 παράγραφος 3.

3.   Όσον αφορά άλλες μορφές αδικημάτων, πέραν αυτών που παρατίθενται στο παράρτημα I, η Eurojust δύναται επίσης σύμφωνα με τα καθήκοντά της να παρέχει στήριξη σε έρευνες και διώξεις κατόπιν αίτησης αρμόδιας αρχής κράτους μέλους.

4.   Το πεδίο αρμοδιότητας της Eurojust καλύπτει αξιόποινες πράξεις συναφείς με τις αξιόποινες πράξεις που παρατίθενται στο παράρτημα I. Ως συναφείς αξιόποινες πράξεις λογίζονται οι ακόλουθες κατηγορίες:

α)

αξιόποινες πράξεις που διαπράττονται με σκοπό την απόκτηση των μέσων για την τέλεση των σοβαρών αδικημάτων που παρατίθενται στο παράρτημα I·

β)

αξιόποινες πράξεις που διαπράττονται με σκοπό τη διευκόλυνση ή την τέλεση των σοβαρών αδικημάτων που παρατίθενται στο παράρτημα I·

γ)

αξιόποινες πράξεις που διαπράττονται με σκοπό την εξασφάλιση της ατιμωρησίας αυτών που τελούν τα σοβαρά αδικήματα που παρατίθενται στο παράρτημα I.

5.   Κατόπιν αιτήσεως αρμόδιας αρχής κράτους μέλους, η Eurojust μπορεί επίσης να παρέχει την υποστήριξή της σε έρευνες ή διώξεις που αφορούν μόνον το συγκεκριμένο κράτος μέλος και ένα τρίτο κράτος, εφόσον έχει συναφθεί με το εν λόγω κράτος συμφωνία συνεργασίας ή ρύθμιση μέσω της οποίας θεσπίζεται συνεργασία δυνάμει του άρθρου 52 ή εφόσον, σε ειδική περίπτωση, υπάρχει ουσιώδες συμφέρον που επιβάλλει την παροχή της υποστήριξης αυτής.

6.   Κατόπιν αιτήματος είτε μιας αρμόδιας αρχής κράτους μέλους είτε της Επιτροπής, η Eurojust μπορεί επίσης να παρέχει την υποστήριξή της σε έρευνες ή διώξεις που αφορούν μόνο το συγκεκριμένο κράτος μέλος αλλά έχουν επιπτώσεις σε επίπεδο Ένωσης. Πριν ενεργήσει κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, η Eurojust διαβουλεύεται δεόντως με την αρμόδια αρχή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. Η εν λόγω αρμόδια αρχή μπορεί, εντός προθεσμίας που ορίζεται από την Eurojust, να αντιταχθεί στην εκτέλεση της αίτησης από την Eurojust, αιτιολογώντας τη θέση της σε κάθε περίπτωση.

Άρθρο 4

Επιχειρησιακές αρμοδιότητες της Eurojust

1.   Η Eurojust:

α)

ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών σχετικά με τις έρευνες και τις διώξεις των οποίων έχει γνώση και οι οποίες έχουν επιπτώσεις στο επίπεδο της Ένωσης ή θα μπορούσαν να αφορούν και άλλα κράτη μέλη πέραν των άμεσα ενεχομένων,

β)

επικουρεί τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών προκειμένου να εξασφαλίσει τον καλύτερο δυνατό συντονισμό των ερευνών και των διώξεων,

γ)

παρέχει υποστήριξη για τη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών, ιδίως βάσει των αναλύσεων που πραγματοποιεί η Ευρωπόλ,

δ)

συνεργάζεται και διαβουλεύεται με το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο σε ποινικές υποθέσεις, μεταξύ άλλων, χρησιμοποιώντας τη βάση τεκμηρίωσης του δικτύου και συμβάλλοντας στη βελτίωσή της,

ε)

συνεργάζεται στενά με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία σε θέματα που αφορούν τις αρμοδιότητές της,

στ)

παρέχει επιχειρησιακή, τεχνική και οικονομική στήριξη στις διασυνοριακές επιχειρήσεις και έρευνες των κρατών μελών, καθώς και στις κοινές ομάδες ερευνών,

ζ)

στηρίζει τα κέντρα εξειδικευμένης εμπειρογνωμοσύνης της Ένωσης που έχουν αναπτυχθεί από την Ευρωπόλ και τα λοιπά θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης και, όποτε ενδείκνυται, συμμετέχει σε αυτά,

η)

συνεργάζεται με τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης καθώς και με δίκτυα που έχουν συσταθεί στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης ο οποίος διέπεται από τον τίτλο V ΣΛΕΕ,

θ)

στηρίζει τις δράσεις των κρατών μελών για την καταπολέμηση μορφών σοβαρών αδικημάτων που αναφέρονται στο παράρτημα I.

2.   Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, η Eurojust δύναται να ζητά αιτιολογημένα από τις αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών:

α)

να προβαίνουν σε έρευνα ή δίωξη για συγκεκριμένες πράξεις,

β)

να δεχθούν ότι είναι ίσως προτιμότερο να προβεί ένα εξ αυτών σε έρευνα ή δίωξη για συγκεκριμένες πράξεις,

γ)

να αναλάβουν τον συντονισμό μεταξύ των αρμόδιων αρχών των οικείων κρατών μελών,

δ)

να συστήσουν κοινή ομάδα έρευνας σύμφωνα με τα σχετικά μέσα συνεργασίας,

ε)

να της παράσχουν κάθε πληροφορία απαραίτητη για την εκτέλεση των καθηκόντων της,

στ)

να λαμβάνουν ειδικά μέτρα για τη διεξαγωγή της έρευνας,

ζ)

να λαμβάνουν οποιοδήποτε άλλο μέτρο το οποίο δικαιολογεί η έρευνα ή η δίωξη.

3.   H Eurojust δύναται επίσης:

α)

να παρέχει στην Ευρωπόλ γνώμες βασιζόμενες στις αναλύσεις που αυτή έχει διενεργήσει,

β)

να παρέχει υποστήριξη διοικητικής μέριμνας, περιλαμβανομένων μετάφρασης, διερμηνείας και της διοργάνωσης συντονιστικών συνεδριάσεων.

4.   Όταν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη δεν μπορούν να συμφωνήσουν ποιο από αυτά θα πρέπει να προβεί σε έρευνα ή δίωξη κατόπιν αίτησης που υποβάλλεται δυνάμει της παραγράφου 2 στοιχείο α) ή β), η Eurojust εκδίδει σχετική γραπτή γνώμη. Η Eurojust διαβιβάζει τη γνώμη στα οικεία κράτη μέλη αμέσως.

5.   Κατόπιν αίτησης αρμόδιας αρχής ή με δική της πρωτοβουλία, η Eurojust εκδίδει γραπτή γνώμη επί επαναλαμβανόμενων αρνήσεων ή δυσκολιών σχετικά με την εκτέλεση αιτήσεων και αποφάσεων δικαστικής συνεργασίας, μεταξύ άλλων και όσον αφορά αιτήσεις και αποφάσεις που βασίζονται σε πράξεις με τις οποίες υλοποιείται η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, υπό την προϋπόθεση ότι τέτοιες υποθέσεις δεν είναι δυνατό να επιλυθούν με αμοιβαία συμφωνία μεταξύ των αρμόδιων εθνικών αρχών ή μέσω της παρέμβασης των οικείων εθνικών μελών. Η Eurojust διαβιβάζει τη γνώμη στα οικεία κράτη μέλη αμέσως.

6.   Οι αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών ανταποκρίνονται στις αιτήσεις της Eurojust βάσει της παραγράφου 2 και στις γραπτές γνώμες που αναφέρονται στην παράγραφο 4 ή 5 χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δύνανται να αρνηθούν να ανταποκριθούν σε τέτοιες αιτήσεις ή να ακολουθήσουν τη γραπτή γνώμη εάν πράττοντας με αυτόν τον τρόπο θα έβλαπταν ουσιώδη εθνικά συμφέροντα ασφαλείας ή θα έθεταν σε κίνδυνο την επιτυχή έκβαση τρέχουσας έρευνας ή την ασφάλεια προσώπου.

Άρθρο 5

Άσκηση επιχειρησιακών και λοιπών καθηκόντων

1.   Η Eurojust ενεργεί μέσω ενός ή περισσοτέρων από τα οικεία εθνικά μέλη όταν προβαίνει σε οποιαδήποτε ενέργεια μεταξύ εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 ή 2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, το συλλογικό όργανο εστιάζει σε επιχειρησιακά θέματα και τυχόν άλλα θέματα που συνδέονται άμεσα με επιχειρησιακά ζητήματα. Το συλλογικό όργανο εμπλέκεται μόνον σε διοικητικά θέματα στην αναγκαία έκταση ώστε να εξασφαλίζεται ότι εκπληρώνει τις επιχειρησιακές του λειτουργίες.

2.   Η Eurojust ενεργεί ως συλλογικό όργανο:

α)

όταν προβαίνει σε οποιαδήποτε ενέργεια μεταξύ εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 ή 2:

i)

εφόσον το ζητούν ένα ή περισσότερα από τα οικεία εθνικά μέλη, στα οποία αφορά μία υπόθεση που χειρίζεται η Eurojust·

ii)

εφόσον η υπόθεση συνεπάγεται τη διενέργεια ερευνών ή διώξεων που έχουν επιπτώσεις στο επίπεδο της Ένωσης ή που μπορεί να αφορούν και άλλα κράτη μέλη εκτός των άμεσα ενδιαφερομένων,

β)

όταν προβαίνει σε οποιαδήποτε ενέργεια μεταξύ εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3, 4 ή 5,

γ)

όταν τίθεται ένα γενικό ζήτημα που αφορά την επίτευξη των επιχειρησιακών στόχων της,

δ)

όταν θεσπίζει τον ετήσιο προϋπολογισμό της Eurojust, στην οποία περίπτωση η απόφαση λαμβάνεται με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του,

ε)

όταν εκδίδει το έγγραφο προγραμματισμού που αναφέρεται στο άρθρο 15 ή την ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Eurojust, στις οποίες περιπτώσεις η απόφαση λαμβάνεται με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του,

στ)

όταν εκλέγει ή παύει τον πρόεδρο και τους αντιπροέδρους σύμφωνα με το άρθρο 11,

ζ)

όταν διορίζει τον διοικητικό διευθυντή ή, ανάλογα με την περίπτωση, ανανεώνει τη θητεία του ή τον παύει από τα καθήκοντά του σύμφωνα με το άρθρο 17,

η)

όταν θεσπίζει ρυθμίσεις εργασίας που συμφωνούνται δυνάμει του άρθρου 47 παράγραφος 3 και του άρθρου 52,

θ)

όταν θεσπίζει κανόνες για την πρόληψη και τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων στις οποίες εμπλέκονται τα μέλη του, μεταξύ άλλων σε ό,τι αφορά τη δήλωση συμφερόντων τους,

ι)

όταν εγκρίνει στρατηγικές εκθέσεις, έγγραφα προσανατολισμού, κατευθυντήριες γραμμές προς όφελος των εθνικών αρχών και γνώμες σχετικά με το επιχειρησιακό έργο της Eurojust, κάθε φορά που τα εν λόγω έγγραφα έχουν στρατηγικό χαρακτήρα,

ια)

όταν διορίζει δικαστές σύνδεσης σύμφωνα με το άρθρο 53,

ιβ)

όταν λαμβάνει οποιαδήποτε άλλη απόφαση για την οποία δεν ορίζεται ρητά ως αρμόδιο το εκτελεστικό συμβούλιο στον παρόντα κανονισμό ή η οποία δεν αποτελεί αρμοδιότητα του διοικητικού διευθυντή σύμφωνα με το άρθρο 18,

ιγ)

όταν προβλέπεται από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

3.   Η Eurojust, όταν εκτελεί τα καθήκοντά της, δηλώνει εάν ενεργεί μέσω ενός ή περισσοτέρων εθνικών μελών ή ως συλλογικό όργανο.

4.   Το συλλογικό όργανο μπορεί να αναθέτει πρόσθετα διοικητικά καθήκοντα στον διοικητικό διευθυντή και το εκτελεστικό συμβούλιο, πέραν αυτών που προβλέπονται στα άρθρα 16 και 18, συμφώνως προς τις επιχειρησιακές του απαιτήσεις.

Το συλλογικό όργανο δύναται, όταν είναι αναγκαίο σε άκρως εξαιρετικές περιστάσεις, να αποφασίσει να αναστείλει προσωρινά την ανάθεση των εξουσιών της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής στον διοικητικό διευθυντή, καθώς και των εξουσιών τις οποίες έχει μεταβιβάσει περαιτέρω ο διοικητικός διευθυντής, και να ασκήσει το ίδιο τις εν λόγω εξουσίες ή να τις αναθέσει σε μέλος του ή σε μέλος του προσωπικού πλην του διοικητικού διευθυντή.

5.   Το συλλογικό όργανο εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό της Εurojust σε βάση πλειοψηφίας δύο τρίτων των μελών του. Σε περίπτωση που δεν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία με πλειοψηφία δύο τρίτων, η απόφαση λαμβάνεται με απλή πλειοψηφία. Ο εσωτερικός κανονισμός της Eurojust εγκρίνεται από το Συμβούλιο μέσω εκτελεστικών πράξεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ EUROJUST

ΤΜΗΜΑ I

Δομή

Άρθρο 6

Δομή της Eurojust

Η Eurojust περιλαμβάνει:

α)

τα εθνικά μέλη·

β)

το συλλογικό όργανο·

γ)

το εκτελεστικό συμβούλιο·

δ)

τον διοικητικό διευθυντή.

ΤΜΗΜΑ II

Εθνικά μελη

Άρθρο 7

Καθεστώς των εθνικών μελών

1.   Η Eurojust διαθέτει ένα εθνικό μέλος το οποίο αποσπάται από κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με την έννομη τάξη του. Το εν λόγω εθνικό μέλος έχει ως τακτικό τόπο εργασίας του την έδρα της Eurojust.

2.   Κάθε εθνικό μέλος επικουρείται από έναν αναπληρωτή και έναν βοηθό. Κατά κανόνα, ο αναπληρωτής και ο βοηθός έχουν ως τακτικό τόπο εργασίας την έδρα της Eurojust. Κάθε κράτος μέλος δύναται να αποφασίσει ότι ο αναπληρωτής ή ο βοηθός ή και οι δύο θα έχουν τον κανονικό τόπο εργασίας τους στο κράτος μέλος τους. Εάν κράτος μέλος λάβει τέτοια απόφαση, ενημερώνει το συλλογικό όργανο. Αν οι επιχειρησιακές ανάγκες της Eurojust το απαιτούν, το συλλογικό όργανο δύναται να ζητήσει από το κράτος μέλος να αναθέσει στον αναπληρωτή ή στον βοηθό ή και στους δύο να εργαστεί στην έδρα της Eurojust για συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Το κράτος μέλος συμμορφώνεται με το εν λόγω αίτημα του συλλογικού οργάνου χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

3.   Περισσότεροι αναπληρωτές ή βοηθοί μπορούν να επικουρούν το εθνικό μέλος και να έχουν, εφόσον απαιτείται, και με τη συμφωνία του συλλογικού οργάνου, ως τακτικό τόπο εργασίας την Eurojust. Το κράτος μέλος κοινοποιεί στην Eurojust και στην Επιτροπή το διορισμό των εθνικών μελών, των αναπληρωτών και των βοηθών.

4.   Τα εθνικά μέλη και οι αναπληρωτές κατέχουν το αξίωμα του εισαγγελέα, δικαστή ή εκπροσώπου της δικαστικής αρχής με αρμοδιότητες ισοδύναμες με εκείνες του εισαγγελέα ή του δικαστή σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Τα κράτη μέλη τούς παρέχουν τουλάχιστον τις εξουσίες που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό ώστε να μπορούν να ασκούν τα καθήκοντά τους.

5.   Η θητεία των εθνικών μελών και των αναπληρωτών τους είναι πενταετούς διάρκειας, ανανεώσιμη άπαξ. Σε περιπτώσεις όπου ο αναπληρωτής δεν μπορεί να ενεργεί εξ ονόματος εθνικού μέλους ή να το αντικαθιστά, το εθνικό μέλος παραμένει σε υπηρεσία μετά τη λήξη της θητείας του μέχρι την ανανέωση της θητείας του ή την αντικατάστασή του, κατόπιν συγκατάθεσης του κράτους μέλους τους.

6.   Τα κράτη μέλη διορίζουν εθνικά μέλη και αναπληρωτές βάσει αποδεδειγμένης μακροχρόνιας και υψηλού επιπέδου πρακτικής εμπειρίας στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης.

7.   Ο αναπληρωτής είναι σε θέση να ενεργεί εξ ονόματος του εθνικού μέλους ή να το αντικαθιστά. Ο βοηθός μπορεί επίσης να ενεργεί εξ ονόματος του εθνικού μέλους ή να το αντικαθιστά εφόσον κατέχει αξίωμα μεταξύ εκείνων που προβλέπονται στην παράγραφο 4.

8.   Η ανταλλαγή επιχειρησιακών πληροφοριών μεταξύ της Eurojust και των κρατών μελών λαμβάνει χώρα μέσω των εθνικών μελών.

9.   Οι μισθοί και οι αποδοχές των εθνικών μελών, των αναπληρωτών και των βοηθών βαρύνουν το κράτος μέλος τους με την επιφύλαξη του άρθρου 12.

10.   Όταν τα εθνικά μέλη, οι αναπληρωτές και οι βοηθοί ενεργούν στο πλαίσιο της εντολής της Eurojust, οι δαπάνες που συνδέονται με τις εν λόγω δραστηριότητες θεωρούνται λειτουργικές δαπάνες.

Άρθρο 8

Αρμοδιότητες των εθνικών μελών

1.   Τα εθνικά μέλη δύνανται:

α)

να διευκολύνουν ή να υποστηρίζουν με άλλον τρόπο την έκδοση ή εκτέλεση τυχόν αιτήσεων αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής ή αμοιβαίας αναγνώρισης·

β)

να επικοινωνούν απευθείας και να ανταλλάσσουν πληροφορίες με τυχόν αρμόδιες εθνικές αρχές του κράτους μέλους ή οποιονδήποτε άλλο θεσμικό και λοιπά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας·

γ)

να επικοινωνούν απευθείας και να ανταλλάσσουν πληροφορίες με τυχόν αρμόδιες διεθνείς αρχές, σύμφωνα με τις διεθνείς δεσμεύσεις του κράτους μέλους τους·

δ)

να συμμετέχουν σε κοινές ομάδες ερευνών, μεταξύ άλλων και στη συγκρότησή τους.

2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη δύνανται να αναθέτουν πρόσθετες εξουσίες στα εθνικά μέλη σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο. Τα εν λόγω κράτη μέλη κοινοποιούν επισήμως στην Επιτροπή και στο συλλογικό όργανο αυτές τις εξουσίες.

3.   Σε συμφωνία με την αρμόδια εθνική αρχή, τα εθνικά μέλη δύνανται, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο:

α)

να εκδίδουν ή να εκτελούν οποιαδήποτε αίτηση αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής ή αμοιβαίας αναγνώρισης·

β)

να διατάσσουν, ζητούν ή να εκτελούν μέτρα έρευνας, όπως προβλέπονται στην οδηγία 2014/41/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17).

4.   Σε επείγουσες περιπτώσεις, και εφόσον δεν είναι δυνατός ο έγκαιρος εντοπισμός της αρμόδιας εθνικής αρχής είτε η επικοινωνία μαζί της, τα εθνικά μέλη είναι αρμόδια να λαμβάνουν τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, υπό την προϋπόθεση ότι ενημερώνουν την αρμόδια εθνική αρχή το συντομότερο δυνατό.

5.   Το εθνικό μέλος δύναται να υποβάλει πρόταση στην αρμόδια για την εκτέλεση των μέτρων που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 εθνική αρχή όταν η άσκηση εξουσιών που προβλέπεται στις παραγράφους 3 και 4 από το εν λόγω εθνικό μέλος θα ερχόταν σε αντίθεση με:

α)

τους συνταγματικούς κανόνες κράτους μέλους, ή

β)

θεμελιώδεις πτυχές του εθνικού συστήματος ποινικής δικαιοσύνης του εν λόγω κράτους μέλους που αφορούν:

i)

την κατανομή εξουσιών μεταξύ αστυνομίας, εισαγγελέων και δικαστών,

ii)

τη λειτουργική κατανομή καθηκόντων μεταξύ των εισαγγελικών αρχών, ή

iii)

την ομοσπονδιακή δομή του οικείου κράτους μέλους.

6.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 5, η πρόταση που υποβλήθηκε από το εθνικό τους μέλος να διεκπεραιώνεται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση από την αρμόδια εθνική αρχή.

Άρθρο 9

Πρόσβαση σε εθνικά μητρώα

Τα εθνικά μέλη έχουν πρόσβαση ή τουλάχιστον τη δυνατότητα να λαμβάνουν τις πληροφορίες που περιέχονται στους ακόλουθους τύπους μητρώων στο κράτος μέλος τους, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο:

α)

ποινικό μητρώο·

β)

αρχεία συλληφθέντων·

γ)

αρχεία ερευνών·

δ)

αρχεία DNA·

ε)

άλλα μητρώα δημοσίων αρχών του κράτους μέλους τους, εφόσον αυτές οι πληροφορίες θεωρούνται απαραίτητες για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.

ΕΝΟΤΗΤΑ III

Συλλογικό όργανο

Άρθρο 10

Σύσταση του συλλογικού οργάνου

1.   Το συλλογικό όργανο απαρτίζεται από:

α)

όλα τα εθνικά μέλη· και

β)

έναν εκπρόσωπο της Επιτροπής, όταν το συλλογικό όργανο ασκεί τις διαχειριστικές του αρμοδιότητες.

Ο εκπρόσωπος της Επιτροπής ο οποίος ορίζεται σύμφωνα με το στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου θα πρέπει να είναι το ίδιο πρόσωπο με τον εκπρόσωπο της Επιτροπής στο εκτελεστικό συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 4.

2.   Ο διοικητικός διευθυντής παρίσταται στις διαχειριστικές συνεδριάσεις του συλλογικού οργάνου, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

3.   Το συλλογικό όργανο δύναται να προσκαλέσει στις συνεδριάσεις του οποιοδήποτε πρόσωπο, η γνώμη του οποίου μπορεί να παρουσιάζει ενδιαφέρον, με την ιδιότητα του παρατηρητή.

4.   Τα μέλη του συλλογικού οργάνου μπορούν, υπό τους όρους του εσωτερικού κανονισμού της Eurojust, να επικουρούνται από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες.

Άρθρο 11

Πρόεδρος και αντιπρόεδρος της Eurojust

1.   Το συλλογικό όργανο εκλέγει έναν πρόεδρο και δύο αντιπροέδρους μεταξύ των εθνικών μελών με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του. Αν δεν μπορεί να επιτευχθεί πλειοψηφία δύο τρίτων μετά το δεύτερο γύρο των εκλογών, οι αντιπρόεδροι εκλέγονται με απλή πλειοψηφία των μελών του συλλογικού οργάνου, ενώ η πλειοψηφία των δύο τρίτων εξακολουθεί να είναι αναγκαία για την εκλογή του προέδρου.

2.   Ο πρόεδρος ασκεί τα καθήκοντά του εξ ονόματος του συλλογικού οργάνου. Ο πρόεδρος:

α)

εκπροσωπεί την Eurojust·

β)

συγκαλεί και προεδρεύει στις συνεδριάσεις του συλλογικού οργάνου και του εκτελεστικού συμβουλίου και τηρεί ενήμερο το συλλογικό όργανο για όλα τα ζητήματα που το ενδιαφέρουν·

γ)

διευθύνει τις εργασίες του συλλογικού οργάνου και παρακολουθεί την καθημερινή διαχείριση της Eurojust εκ μέρους του διοικητικού διευθυντή·

δ)

ασκεί όποιο άλλο καθήκον προβλέπει ο εσωτερικός κανονισμός της Eurojust.

3.   Οι αντιπρόεδροι ασκούν τα καθήκοντα που ορίζονται στην παράγραφο 2 τα οποία τους αναθέτει ο πρόεδρος. Αντικαθιστούν τον πρόεδρο εάν αυτός κωλύεται να εκτελέσει τα καθήκοντά του. Ο πρόεδρος και οι αντιπρόεδροι επικουρούνται κατά την εκτέλεση των ιδιαίτερων καθηκόντων τους από το διοικητικό προσωπικό της Eurojust.

4.   Η διάρκεια της θητείας του προέδρου και των αντιπροέδρων είναι τετραετής με δυνατότητα μίας ανανέωσης.

5.   Όταν ένα εθνικό μέλος εκλέγεται πρόεδρος ή αντιπρόεδρος της Eurojust, η θητεία του παρατείνεται προκειμένου να διασφαλίζεται ότι μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του ως πρόεδρος ή αντιπρόεδρος.

6.   Αν ο πρόεδρος ή ο αντιπρόεδρος παύουν να πληρούν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την άσκηση των καθηκόντων τους, το συλλογικό όργανο τους απαλλάσσει από τα καθήκοντά τους κατόπιν προτάσεως του ενός τρίτου των μελών του. Η απόφαση λαμβάνεται με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του συλλογικού οργάνου, χωρίς να περιλαμβάνεται σε αυτά ο εν λόγω πρόεδρος ή αντιπρόεδρος.

7.   Όταν ένα εθνικό μέλος εκλέγεται πρόεδρος της Eurojust το οικείο κράτος μέλος δύναται να αποσπάσει ένα άλλο πρόσωπο δεόντως καταρτισμένο ώστε να ενισχύσει την εθνική θυρίδα για τη διάρκεια της θητείας του εθνικού μέλους ως προέδρου.

Ένα κράτος μέλος που αποφασίζει να αποσπάσει ένα τέτοιο πρόσωπο δικαιούται να υποβάλει αίτηση για αποζημίωση, σύμφωνα με το άρθρο 12.

Άρθρο 12

Μηχανισμός αποζημίωσης για την εκλογή στη θέση του προέδρου

1.   Μέχρι τις 12 Δεκεμβρίου 2019 το Συμβούλιο καθορίζει, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και μέσω εκτελεστικών πράξεων, έναν μηχανισμό αποζημίωσης για τους σκοπούς του άρθρου 11 παράγραφος 7, που πρέπει να τίθεται στη διάθεση των κρατών μελών το εθνικό μέλος των οποίων εκλέγεται πρόεδρος.

2.   Η αποζημίωση τίθεται στη διάθεση οποιουδήποτε κράτους μέλους εφόσον:

α)

το εθνικό του μέλος εξελέγη πρόεδρος και

β)

ζητεί αποζημίωση από το συλλογικό όργανο και αιτιολογεί την ανάγκη να ενισχυθεί η εθνική θυρίδα του λόγω αυξημένου φόρτου εργασίας.

3.   Η παρεχόμενη αποζημίωση ισούται με το 50 % των εθνικών αποδοχών του αποσπασμένου προσώπου. Αποζημίωση για έξοδα διαβίωσης και άλλες συναφείς δαπάνες παρέχεται σε συγκριτική βάση προς εκείνα που παρέχονται σε υπαλλήλους της Ένωσης ή άλλους δημόσιους υπαλλήλους αποσπασμένους στο εξωτερικό.

4.   Οι δαπάνες του μηχανισμού αποζημίωσης επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό της Eurojust.

Άρθρο 13

Συνεδριάσεις του συλλογικού οργάνου

1.   Ο πρόεδρος συγκαλεί τις συνεδριάσεις του συλλογικού οργάνου.

2.   Το συλλογικό όργανο πραγματοποιεί τουλάχιστον μία συνεδρίαση ανά μήνα. Επιπλέον, συνέρχεται με πρωτοβουλία του προέδρου, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής για να συζητήσει τα διαχειριστικά καθήκοντα του συλλογικού οργάνου, ή κατόπιν αιτήματος τουλάχιστον του ενός τρίτου των μελών του.

3.   Η Eurojust αποστέλλει στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία τις ημερήσιες διατάξεις των συνεδριάσεων του συλλογικού οργάνου εφόσον συζητούνται ζητήματα τα οποία είναι συναφή προς την άσκηση των καθηκόντων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Η Eurojust καλεί την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να συμμετέχει σε αυτές, χωρίς δικαίωμα ψήφου. Όταν η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία καλείται σε συνεδρίαση του συλλογικού οργάνου, η Eurojust της παρέχει τα σχετικά έγγραφα που τεκμηριώνουν την ημερήσια διάταξη.

Άρθρο 14

Κανόνες ψηφοφορίας του συλλογικού οργάνου

1.   Εάν δεν προβλέπεται διαφορετικά, και όταν δεν είναι δυνατή η επίτευξη συναίνεσης, το συλλογικό όργανο λαμβάνει τις αποφάσεις του με πλειοψηφία των μελών του.

2.   Κάθε μέλος έχει δικαίωμα μίας ψήφου. Κατά την απουσία ψηφίζοντος μέλους, το δικαίωμα ψήφου δικαιούται να το ασκήσει ο αναπληρωτής του υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 7 παράγραφος 7. Κατά την απουσία του αναπληρωτή, το δικαίωμα ψήφου δικαιούται επίσης να το ασκήσει ο βοηθός υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 7 παράγραφος 7.

Άρθρο 15

Ετήσιος και πολυετής προγραμματισμός

1.   Έως τις 30 Νοεμβρίου κάθε έτους το συλλογικό όργανο εκδίδει έγγραφο προγραμματισμού, το οποίο προβλέπει ετήσιο και πολυετή προγραμματισμό βάσει σχεδίου το οποίο καταρτίζεται από τον διοικητικό διευθυντή, λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής. Το συλλογικό όργανο διαβιβάζει το έγγραφο προγραμματισμού στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Το έγγραφο προγραμματισμού οριστικοποιείται μετά την τελική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης και, εφόσον κρίνεται απαραίτητο, προσαρμόζεται ανάλογα.

2.   Το ετήσιο πρόγραμμα εργασιών περιλαμβάνει λεπτομερείς στόχους και προσδοκώμενα αποτελέσματα, καθώς και δείκτες επιδόσεων. Περιλαμβάνει επίσης περιγραφή των δράσεων που θα χρηματοδοτηθούν, καθώς και αναφορά των χρηματοοικονομικών και των ανθρώπινων πόρων που διατίθενται για κάθε δράση, σύμφωνα με τις αρχές κατάρτισης και διαχείρισης του προϋπολογισμού βάσει δραστηριοτήτων. Το ετήσιο πρόγραμμα εργασιών συμβαδίζει με το πολυετές πρόγραμμα εργασιών που αναφέρεται στην παράγραφο 4. Υποδεικνύει με σαφήνεια τα καθήκοντα που προστίθενται, τροποποιούνται ή καταργούνται σε σχέση με το προηγούμενο οικονομικό έτος.

3.   Το συλλογικό όργανο τροποποιεί το εγκριθέν ετήσιο πρόγραμμα εργασιών σε περίπτωση ανάθεσης νέων καθηκόντων στην Eurojust. Οποιαδήποτε ουσιαστική τροποποίηση στο ετήσιο πρόγραμμα εργασιών εγκρίνεται σύμφωνα με την ίδια διαδικασία που εφαρμόζεται και για το αρχικό ετήσιο πρόγραμμα εργασιών. Το συλλογικό όργανο μπορεί να αναθέσει στον διοικητικό διευθυντή την εξουσία να επιφέρει μη ουσιώδεις τροποποιήσεις στο ετήσιο πρόγραμμα εργασιών.

4.   Το πολυετές πρόγραμμα εργασιών ορίζει τον συνολικό στρατηγικό προγραμματισμό, ο οποίος περιλαμβάνει στόχους, τη στρατηγική συνεργασίας με τις αρχές τρίτων χωρών και τους διεθνείς οργανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 52, προσδοκώμενα αποτελέσματα και δείκτες επιδόσεων. Το πολυετές πρόγραμμα εργασιών προβλέπει επίσης προγραμματισμό πόρων που αφορά τον πολυετή προϋπολογισμό και το προσωπικό. Ο προγραμματισμός πόρων επικαιροποιείται σε ετήσια βάση. Ο στρατηγικός προγραμματισμός επικαιροποιείται κατά περίπτωση, ιδίως δε σύμφωνα με την έκβαση της αξιολόγησης που αναφέρεται στο άρθρο 69.

ΤΜΗΜΑ IV

Εκτελεστική επιτροπή

Άρθρο 16

Λειτουργία του εκτελεστικού συμβουλίου

1.   Το συλλογικό όργανο επικουρείται από εκτελεστικό συμβούλιο. Το εκτελεστικό συμβούλιο είναι αρμόδιο να λαμβάνει διοικητικές αποφάσεις για να εξασφαλίζεται η σωστή λειτουργία της Eurojust. Επιβλέπει τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές εργασίες του διοικητικού διευθυντή για άλλα διοικητικά θέματα προς έγκριση από το συλλογικό όργανο. Δεν συμμετέχει στα επιχειρησιακά καθήκοντα της Eurojust που αναφέρονται στα άρθρα 4 και 5.

2.   Το εκτελεστικό συμβούλιο δύναται να διαβουλεύεται με το συλλογικό όργανο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

3.   Επίσης, το εκτελεστικό συμβούλιο:

α)

εξετάζει το έγγραφο προγραμματισμού της Eurojust κατά το άρθρο 15 με βάση σχέδιο που καταρτίζει ο διοικητικός διευθυντής και τα διαβιβάζει στο συλλογικό όργανο προς έγκριση·

β)

θεσπίζει στρατηγική της Eurojust για την καταπολέμηση της απάτης η οποία είναι ανάλογη προς τους κινδύνους απάτης, λαμβάνοντας υπόψη το κόστος και τα οφέλη των εφαρμοζόμενων μέτρων και βασίζεται σε σχέδιο που καταρτίζεται από τον διοικητικό διευθυντή·

γ)

θεσπίζει κατάλληλους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης) και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού), όπως καθορίστηκαν από τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου (18), σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης·

δ)

μεριμνά για τη δέουσα συνέχεια στα πορίσματα και στις συστάσεις που προκύπτουν από τις διάφορες εσωτερικές ή εξωτερικές εκθέσεις ελέγχου, αξιολογήσεις και έρευνες, μεταξύ άλλων εκ μέρους του ΕΕΠΔ και της OLAF·

ε)

λαμβάνει όλες τις αποφάσεις σχετικά με τη δημιουργία και, εφόσον χρειάζεται, την τροποποίηση των εσωτερικών διοικητικών δομών της Eurojust·

στ)

με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του διοικητικού διευθυντή, όπως ορίζονται στο άρθρο 18, συνδράμει και συμβουλεύει τον διοικητικό διευθυντή κατά την εφαρμογή των αποφάσεων του συλλογικού οργάνου με σκοπό την ενίσχυση της εποπτείας της διοικητικής και δημοσιονομικής διαχείρισης·

ζ)

αναλαμβάνει κάθε πρόσθετο διοικητικό καθήκον που του ανατίθεται από το συλλογικό όργανο δυνάμει του άρθρου 5 παράγραφος 4·

η)

θεσπίζει τους δημοσιονομικούς κανόνες οι οποίοι διέπουν την Eurojust σύμφωνα με το άρθρο 64·

θ)

εκδίδει, σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, απόφαση με βάση το άρθρο 2 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και το άρθρο 6 του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, για τη μεταβίβαση των συναφών εξουσιών της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής στον διοικητικό διευθυντή και για τον καθορισμό των συνθηκών υπό τις οποίες η εν λόγω μεταβίβαση εξουσιών μπορεί να ανασταλεί· ο διοικητικός διευθυντής έχει το δικαίωμα να μεταβιβάζει περαιτέρω τις εν λόγω εξουσίες·

ι)

εξετάζει το σχέδιο ετήσιου προϋπολογισμού της Eurojust προς έγκριση από το συλλογικό όργανο·

ια)

εξετάζει το σχέδιο ετήσιας έκθεσης πεπραγμένων της Eurojust και το διαβιβάζει στο συλλογικό όργανο προς έγκριση·

ιβ)

διορίζει υπόλογο και υπεύθυνο προστασίας δεδομένων, οι οποίοι λειτουργούν υπό καθεστώς ανεξαρτησίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

4.   Το εκτελεστικό συμβούλιο απαρτίζεται από τον πρόεδρο και τους αντιπροέδρους της Eurojust, έναν εκπρόσωπο της Επιτροπής και δύο άλλα μέλη του συλλογικού οργάνου τα οποία ορίζονται βάσει συστήματος εκ περιτροπής εφαρμοζόμενου ανά διετία σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό της Eurojust. Ο διοικητικός διευθυντής παρίσταται στις συνεδριάσεις του εκτελεστικού συμβουλίου χωρίς δικαίωμα ψήφου.

5.   Ο πρόεδρος της Eurojust προεδρεύει στο εκτελεστικό συμβούλιο. Το εκτελεστικό συμβούλιο αποφασίζει με πλειοψηφία των μελών του. Κάθε μέλος έχει δικαίωμα μίας ψήφου. Σε περίπτωση ισοψηφίας, υπερισχύει η ψήφος του προέδρου της Eurojust.

6.   Η θητεία των μελών του εκτελεστικού συμβουλίου λήγει ταυτόχρονα με τη θητεία τους ως εθνικού μέλους, προέδρου ή αντιπροέδρου.

7.   Το εκτελεστικό συμβούλιο συνέρχεται τουλάχιστον μία φορά το μήνα. Επιπλέον, συνέρχεται με πρωτοβουλία του προέδρου του ή κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής ή κατόπιν αιτήματος δύο τουλάχιστον εκ των υπολοίπων μελών του.

8.   Η Eurojust διαβιβάζει στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία την ημερήσια διάταξη των συνεδριάσεων του εκτελεστικού συμβουλίου και διαβουλεύεται με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία σχετικά με την ανάγκη συμμετοχής σε αυτές τις συνεδριάσεις. Η Eurojust καλεί την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να συμμετέχει, χωρίς δικαίωμα ψήφου, εφόσον συζητούνται ζητήματα τα οποία θεωρεί συναφή προς τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

Όταν η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία καλείται σε συνεδρίαση του εκτελεστικού συμβουλίου, η Eurojust της παρέχει τα σχετικά έγγραφα που τεκμηριώνουν την ημερήσια διάταξη.

ΤΜΗΜΑ V

Διοικητικός διευθυντής

Άρθρο 17

Καθεστώς του διοικητικού διευθυντή

1.   Ο διοικητικός διευθυντής διορίζεται ως έκτακτος υπάλληλος της Eurojust σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο α) του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού.

2.   Ο διοικητικός διευθυντής διορίζεται από το συλλογικό όργανο, από κατάλογο υποψηφίων που προτείνει το εκτελεστικό συμβούλιο, μετά από ανοικτή και διαφανή διαδικασία επιλογής σύμφωνη με τον εσωτερικό κανονισμό της Eurojust. Για τους σκοπούς της σύναψης της σύμβασης εργασίας με τον διοικητικό διευθυντή, η Eurojust εκπροσωπείται από τον πρόεδρο της Eurojust.

3.   Η θητεία του διοικητικού διευθυντή είναι τετραετής. Κατά το τέλος αυτής της περιόδου, το εκτελεστικό συμβούλιο διενεργεί αξιολόγηση στην οποία λαμβάνεται υπόψη η αξιολόγηση των επιδόσεων του διοικητικού διευθυντή.

4.   Το συλλογικό όργανο, ενεργώντας κατόπιν προτάσεως του εκτελεστικού συμβουλίου στην οποία λαμβάνεται υπόψη η αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο 3, μπορεί να παρατείνει άπαξ τη θητεία του διοικητικού διευθυντή για διάστημα που δεν υπερβαίνει τα τέσσερα έτη.

5.   Ο διοικητικός διευθυντής του οποίου η θητεία έχει παραταθεί δεν συμμετέχει στο τέλος της συνολικής περιόδου σε νέα διαδικασία επιλογής για την ίδια θέση.

6.   Ο διοικητικός διευθυντής λογοδοτεί στο συλλογικό όργανο.

7.   Ο διοικητικός διευθυντής μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του μόνο δυνάμει απόφασης του συλλογικού οργάνου βάσει πρότασης του εκτελεστικού συμβουλίου.

Άρθρο 18

Αρμοδιότητες του διοικητικού διευθυντή

1.   Για διοικητικούς σκοπούς, η Eurojust διευθύνεται από τον διοικητικό διευθυντή της.

2.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών του συλλογικού οργάνου ή του εκτελεστικού συμβουλίου, ο διοικητικός διευθυντής ενεργεί υπό καθεστώς πλήρους ανεξαρτησίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και δεν ζητεί ούτε λαμβάνει οδηγίες από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή οποιονδήποτε άλλο φορέα.

3.   Ο διοικητικός διευθυντής είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος της Eurojust.

4.   Ο διοικητικός διευθυντής είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των διοικητικών καθηκόντων που ανατίθενται στην Eurojust, ιδίως:

α)

την καθημερινή διοίκηση της Eurojust και τη διαχείριση του προσωπικού·

β)

την εφαρμογή των αποφάσεων που εκδίδει το συλλογικό όργανο και το εκτελεστικό συμβούλιο·

γ)

την κατάρτιση του εγγράφου προγραμματισμού που αναφέρεται στο άρθρο 15 και την υποβολή του στο εκτελεστικό συμβούλιο προς εξέταση·

δ)

την εφαρμογή του εγγράφου προγραμματισμού που αναφέρεται στο άρθρο 15 και την υποβολή συναφών εκθέσεων στο εκτελεστικό συμβούλιο και στο συλλογικό όργανο·

ε)

την κατάρτιση της ετήσιας έκθεσης πεπραγμένων της Eurojust και την υποβολή της στο εκτελεστικό συμβούλιο προς εξέταση και στο συλλογικό όργανο προς έκδοση·

στ)

την κατάρτιση σχεδίου δράσης σε συνέχεια των πορισμάτων εσωτερικών ή εξωτερικών εκθέσεων ελέγχου, αξιολογήσεων και ερευνών, μεταξύ άλλων, εκ μέρους του ΕΕΠΔ και της OLAF, καθώς και για την υποβολή έκθεσης προόδου δύο φορές τον χρόνο στο συλλογικό όργανο, στο εκτελεστικό συμβούλιο, στην Επιτροπή και στον ΕΕΠΔ·

ζ)

τη χάραξη στρατηγικής της Eurojust για την καταπολέμηση της απάτης και για την υποβολή της στο εκτελεστικό συμβούλιο προς έγκριση·

η)

την εκπόνηση σχεδίου των δημοσιονομικών κανόνων που εφαρμόζονται στην Eurojust·

θ)

την κατάρτιση του σχεδίου κατάστασης των προβλεπόμενων εσόδων και δαπανών της Eurojust και την εκτέλεση του προϋπολογισμού της·

ι)

την άσκηση, έναντι του προσωπικού της Eurojust, των εξουσιών που ανατίθενται από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και από το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού στην αρχή που είναι αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων εργασίας του λοιπού προσωπικού («εξουσίες αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής»)·

ια)

την εξασφάλιση της παροχής της αναγκαίας διοικητικής στήριξης προς διευκόλυνση του επιχειρησιακού έργου της Eurojust·

ιβ)

την εξασφάλιση της παροχής υποστήριξης στον πρόεδρο και τους αντιπροέδρους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους·

ιγ)

την κατάρτιση σχεδίου πρότασης για τον ετήσιο προϋπολογισμό της Εurojust, προς εξέταση στο εκτελεστικό συμβούλιο πριν από την έγκριση από το συλλογικό όργανο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Άρθρο 19

Μηχανισμός επιφυλακής συντονισμού

1.   Για την εκπλήρωση των καθηκόντων της σε επείγουσες περιπτώσεις, η Eurojust συστήνει μηχανισμό επιφυλακής συντονισμού ικανό να λαμβάνει και να διεκπεραιώνει ανά πάσα στιγμή τις αιτήσεις που της διαβιβάζονται. Υπάρχει δυνατότητα επικοινωνίας με τον μηχανισμό επιφυλακής συντονισμού, σε καθημερινή 24ωρη βάση, επτά ημέρες την εβδομάδα.

2.   Ο μηχανισμός επιφυλακής συντονισμού βασίζεται σε έναν αντιπρόσωπο επιφυλακής συντονισμού ανά κράτος μέλος, ο οποίος μπορεί να είναι το εθνικό μέλος, ο αναπληρωτής του, βοηθός που δικαιούται να αντικαταστήσει το εθνικό μέλος ή αποσπασμένος εθνικός εμπειρογνώμονας. Ο αντιπρόσωπος επιφυλακής συντονισμού είναι διαθέσιμος να ενεργεί σε καθημερινή 24ωρη βάση, επτά ημέρες την εβδομάδα.

3.   Οι αντιπρόσωποι του μηχανισμού επιφυλακής συντονισμού ενεργούν αποτελεσματικά και αμελλητί προς εκτέλεση αίτησης στο κράτος μέλος τους.

Άρθρο 20

Εθνικό σύστημα συντονισμού της Eurojust

1.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει έναν ή περισσότερους εθνικούς ανταποκριτές για την Eurojust.

2.   Όλοι οι εθνικοί ανταποκριτές που ορίζονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παράγραφο 1 διαθέτουν τις αναγκαίες δεξιότητες και την πείρα για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

3.   Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει εθνικό σύστημα συντονισμού της Eurojust για τον συντονισμό των εργασιών που διεξάγονται από:

α)

τους εθνικούς ανταποκριτές της Eurojust·

β)

τους τυχόν εθνικούς ανταποκριτές για ζητήματα σχετικά με την αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας·

γ)

τον εθνικό ανταποκριτή της Eurojust για θέματα τρομοκρατίας·

δ)

τον εθνικό ανταποκριτή του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου για ποινικές υποθέσεις και έως τρία άλλα σημεία επαφής του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου·

ε)

τα εθνικά μέλη ή σημεία επαφής του δικτύου για τις κοινές ομάδες ερευνών και τα εθνικά μέλη ή σημεία επαφής των δικτύων που δημιουργούνται με τις αποφάσεις 2002/494/ΔΕΥ, 2007/845/ΔΕΥ και 2008/852/ΔΕΥ·

στ)

εάν συντρέχει περίπτωση, κάθε άλλη σχετική δικαστική αρχή.

4.   Τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 3 διατηρούν τη θέση τους και το καθεστώς τους σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, χωρίς αυτό να έχει αισθητό αντίκτυπο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

5.   Οι εθνικοί ανταποκριτές για την Eurojust είναι υπεύθυνοι για τη λειτουργία του εθνικού τους συστήματος συντονισμού της Eurojust. Όταν ορίζονται περισσότεροι του ενός ανταποκριτές για την Eurojust, ένας από αυτούς είναι αρμόδιος για τη λειτουργία του εθνικού τους συστήματος συντονισμού της Eurojust.

6.   Τα εθνικά μέλη ενημερώνονται για όλες τις συνεδριάσεις του εθνικού τους συστήματος συντονισμού της Eurojust όπου συζητούνται θέματα που άπτονται των υποθέσεων. Τα εθνικά μέλη δύνανται να παρίστανται σε αυτές τις συνεδριάσεις όπου κρίνεται αναγκαίο.

7.   Κάθε εθνικό σύστημα συντονισμού της Eurojust διευκολύνει την άσκηση των καθηκόντων της Eurojust εντός του οικείου κράτους μέλους, ιδίως:

α)

εξασφαλίζοντας ότι το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων που αναφέρεται στο άρθρο 23 λαμβάνει τις πληροφορίες που συνδέονται με το οικείο κράτος μέλος κατά αποτελεσματικό και αξιόπιστο τρόπο·

β)

βοηθώντας στον καθορισμό του κατά πόσον μια αίτηση θα πρέπει να διεκπεραιωθεί με τη συνδρομή της Eurojust ή του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου·

γ)

παρέχοντας συνδρομή προς το εθνικό μέλος προκειμένου να εντοπίσει τις κατάλληλες αρχές για την εκτέλεση αιτήσεων και αποφάσεων δικαστικής συνεργασίας, μεταξύ άλλων, αιτήσεων και αποφάσεων όσον αφορά πράξεις με τις οποίες υλοποιείται η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης·

δ)

διατηρώντας στενές σχέσεις με την εθνική μονάδα της Ευρωπόλ, άλλα σημεία επαφής του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου και άλλες συναφείς αρμόδιες εθνικές αρχές.

8.   Για την εκπλήρωση των στόχων που αναφέρονται στην παράγραφο 7, τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και στην παράγραφο 3 στοιχεία α), β), και γ) συνδέονται, και τα πρόσωπα ή οι αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχεία δ) και ε) μπορούν να συνδεθούν, με το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων σύμφωνα με το παρόν άρθρο και τα άρθρα 23, 24, 25 και 34. Η δαπάνη σύνδεσης με το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων επιβαρύνει τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης.

9.   Η συγκρότηση του εθνικού συστήματος συντονισμού της Eurojust και ο διορισμός των εθνικών ανταποκριτών δεν αποκλείουν άμεσες επαφές μεταξύ του εθνικού μέλους και των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους του.

Άρθρο 21

Ανταλλαγή πληροφοριών με τα κράτη μέλη και μεταξύ των εθνικών μελών

1.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ανταλλάσσουν με την Eurojust κάθε πληροφορία αναγκαία για την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 4 με τους ισχύοντες κανόνες περί προστασίας των δεδομένων. Σε αυτές περιλαμβάνονται τουλάχιστον οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 4, 5 και 6 του παρόντος άρθρου.

2.   Η διαβίβαση πληροφοριών στην Eurojust ερμηνεύεται μόνο ως αίτηση συνδρομής προς την Eurojust στη συγκεκριμένη υπόθεση εφόσον αυτό προσδιορίζεται από αρμόδια αρχή.

3.   Τα εθνικά μέλη της Εurojust ανταλλάσσουν κάθε πληροφορία αναγκαία για την εκτέλεση των καθηκόντων της Εurojust μεταξύ τους ή με τις αρμόδιες εθνικές αρχές, χωρίς προηγούμενη συγκατάθεση. Ιδίως, τα εθνικά μέλη ενημερώνονται ταχέως από τα εθνικά μέλη για τις υποθέσεις που τα αφορούν.

4.   Οι αρμόδιες εθνικές αρχές ενημερώνουν τα εθνικά μέλη τους για τη σύσταση κοινών ομάδων ερευνών και για τα αποτελέσματα των εργασιών των ομάδων αυτών.

5.   Οι αρμόδιες εθνικές αρχές ενημερώνουν τα εθνικά μέλη τους, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, για οποιαδήποτε υπόθεση αφορά τουλάχιστον τρία κράτη μέλη και για την οποία έχουν διαβιβασθεί σε δύο τουλάχιστον κράτη μέλη αιτήσεις ή αποφάσεις δικαστικής συνεργασίας, μεταξύ άλλων, αιτήσεις ή αποφάσεις όσον αφορά πράξεις με τις οποίες υλοποιείται η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, όταν ισχύει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα:

α)

η αξιόποινη πράξη επισύρει στο εκδίδον ή αιτούν κράτος μέλος ποινή στερητική της ελευθερίας ή ασφαλιστικό μέτρο στερητικό της ελευθερίας, η ανώτατη διάρκεια του οποίου είναι τουλάχιστον πέντε ή έξι ετών, κατά την κρίση του εν λόγω κράτους μέλους, και περιλαμβάνεται στον εξής κατάλογο:

i)

εμπορία ανθρώπων·

ii)

σεξουαλική κακοποίηση ή σεξουαλική εκμετάλλευση περιλαμβανομένης της παιδικής πορνογραφίας και της άγρας παιδιών για σεξουαλικούς σκοπούς·

iii)

εμπόριο ναρκωτικών·

iv)

παράνομη διακίνηση πυροβόλων όπλων ή εξαρτημάτων τους και μερών τους ή πυρομαχικών και εκρηκτικών·

v)

διαφθορά·

vi)

αδικήματα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης·

vii)

πλαστογραφία χρημάτων ή μέσων πληρωμής·

viii)

δραστηριότητες νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες·

ix)

εγκλήματα στον τομέα της πληροφορικής·

β)

υπάρχουν αντικειμενικές ενδείξεις για την εμπλοκή εγκληματικής οργάνωσης·

γ)

υπάρχουν ενδείξεις ότι η υπόθεση ενδέχεται να έχει σοβαρή διασυνοριακή διάσταση ή αντίκτυπο σε επίπεδο Ένωσης ή ότι ενδέχεται να επηρεάσει και άλλα κράτη μέλη εκτός από εκείνα τα οποία αφορά άμεσα.

6.   Οι αρμόδιες εθνικές αρχές ενημερώνουν τα εθνικά μέλη τους για:

α)

υποθέσεις στις οποίες έχει ανακύψει ή ενδέχεται να ανακύψει σύγκρουση δικαιοδοσίας·

β)

ελεγχόμενες παραδόσεις που επηρεάζουν τρία τουλάχιστον κράτη, από τα οποία δύο τουλάχιστον είναι κράτη μέλη·

γ)

επανειλημμένες δυσχέρειες ή αρνήσεις όσον αφορά την εκτέλεση αιτήσεων ή αποφάσεων δικαστικής συνεργασίας, μεταξύ άλλων όσον αφορά αιτήσεις και αποφάσεις βασιζόμενες επί πράξεων διά των οποίων υλοποιείται η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης.

7.   Οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεν υποχρεούνται να παράσχουν πληροφορίες στο πλαίσιο συγκεκριμένης υπόθεσης, εφόσον αυτό θα έθιγε βασικά εθνικά συμφέροντα στον τομέα της ασφάλειας ή θα διακύβευε την ασφάλεια προσώπων.

8.   Το παρόν άρθρο δεν θίγει τους όρους που τίθενται σε διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή διακανονισμούς μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, συμπεριλαμβανομένων ενδεχόμενων όρων που έχουν θέσει τρίτες χώρες όσον αφορά τη χρήση των παρεχόμενων πληροφοριών.

9.   Το παρόν άρθρο δεν θίγει τις λοιπές υποχρεώσεις όσον αφορά τη διαβίβαση πληροφοριών στην Eurojust, συμπεριλαμβανομένης της απόφασης 2005/671/ΔΕΥ του Συμβουλίου (19).

10.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο διαβιβάζονται κατά διαρθρωμένο τρόπο που καθορίζεται από την Eurojust. Η αρμόδια εθνική αρχή δεν υποχρεούται να παράσχει αυτές τις πληροφορίες αν έχουν ήδη διαβιβαστεί στην Eurojust σύμφωνα με άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 22

Πληροφορίες που παρέχονται από την Eurojust στις αρμόδιες εθνικές αρχές

1.   Η Eurojust παρέχει στις αρμόδιες εθνικές αρχές πληροφορίες για τα αποτελέσματα της επεξεργασίας των πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των διασυνδέσεων με υποθέσεις που έχουν ήδη αποθηκευθεί στο σύστημα διαχείρισης υποθέσεων, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Οι πληροφορίες αυτές ενδέχεται να περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

2.   Όταν η αρμόδια εθνική αρχή καλεί την Eurojust να της παράσχει πληροφορίες εντός ορισμένης προθεσμίας, η Eurojust διαβιβάζει τις εν λόγω πληροφορίες εντός της προθεσμίας αυτής.

Άρθρο 23

Σύστημα διαχείρισης υποθέσεων, πίνακας και προσωρινά αρχεία εργασίας

1.   Η Εurojust καταρτίζει σύστημα διαχείρισης υποθέσεων αποτελούμενο από προσωρινά αρχεία εργασίας και πίνακα που περιέχουν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αναφέρονται στο παράρτημα II, και δεδομένα μη προσωπικού χαρακτήρα.

2.   Σκοπός του συστήματος διαχείρισης υποθέσεων είναι να:

α)

στηρίζει τη διαχείριση και τον συντονισμό των ερευνών και διώξεων στις οποίες παρέχει συνδρομή η Eurojust, ιδίως με τη διασταύρωση πληροφοριών·

β)

διευκολύνει την πρόσβαση στα στοιχεία σχετικά με διεξαγόμενες έρευνες και διώξεις·

γ)

διευκολύνει τον έλεγχο του κατά πόσον η επεξεργασία της Eurojust των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εκτελείται κατά τρόπο σύννομο και σύμφωνα προς τους ισχύοντες κανόνες περί προστασίας των δεδομένων.

3.   Το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων μπορεί να συνδεθεί με την ασφαλή τηλεπικοινωνιακή σύνδεση που προβλέπεται στο άρθρο 9 της απόφασης 2008/976/ΔΕΥ του Συμβουλίου (20).

4.   Ο πίνακας περιλαμβάνει αναφορές στα προσωρινά αρχεία εργασίας που αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας στο πλαίσιο της Eurojust και δεν δύναται να περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα εκτός από εκείνα που προβλέπονται στο σημείο 1 στοιχεία α) έως θ), ια) και ιγ) και στο σημείο 2 του παραρτήματος II.

5.   Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, τα εθνικά μέλη μπορούν να επεξεργάζονται σε προσωρινό αρχείο εργασίας δεδομένα σχετικά με τις επιμέρους υποθέσεις επί των οποίων εργάζονται. Παρέχουν στον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων πρόσβαση στο προσωρινό αρχείο εργασίας. Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων ενημερώνεται από το οικείο εθνικό μέλος για το άνοιγμα κάθε νέου προσωρινού αρχείου εργασίας που περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

6.   Για την επεξεργασία επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η Eurojust δεν δύναται να δημιουργεί κανένα αυτοματοποιημένο αρχείο πλην του συστήματος διαχείρισης υποθέσεων. Το εθνικό μέλος δύναται, ωστόσο, να αποθηκεύει προσωρινώς και να αναλύει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να καθοριστεί αν αυτά τα δεδομένα είναι σχετικά με τα καθήκοντα της Eurojust και μπορούν να περιληφθούν στο σύστημα διαχείρισης υποθέσεων. Αυτά τα δεδομένα μπορούν να διατηρούνται έως τρεις μήνες.

Άρθρο 24

Λειτουργία των προσωρινών αρχείων εργασίας και του πίνακα

1.   Το οικείο εθνικό μέλος ανοίγει προσωρινό αρχείο εργασίας για κάθε περίπτωση για την οποία του διαβιβάζονται πληροφορίες, εφόσον η διαβίβαση αυτή συνάδει με τον παρόντα κανονισμό ή με άλλες ισχύουσες πράξεις. Το εθνικό μέλος είναι υπεύθυνο για τη διαχείριση των προσωρινών αρχείων εργασίας που έχει ανοίξει το εν λόγω εθνικό μέλος.

2.   Το εθνικό μέλος που έχει ανοίξει προσωρινό αρχείο εργασίας αποφασίζει, κατά περίπτωση, εάν θα περιορίσει την πρόσβαση στο προσωρινό αρχείο εργασίας ή θα παράσχει πρόσβαση σε αυτό, εν όλω ή εν μέρει, σε άλλα εθνικά μέλη ή σε εξουσιοδοτημένα μέλη του προσωπικού της Eurojust ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εργάζεται για λογαριασμό της Eurojust και έχει εξασφαλίσει την απαραίτητη εξουσιοδότηση από τον διοικητικό διευθυντή.

3.   Το εθνικό μέλος που έχει ανοίξει προσωρινό αρχείο εργασίας αποφασίζει επίσης ποιες πληροφορίες σχετικά με το προσωρινό αυτό αρχείο εργασίας περιλαμβάνονται στον πίνακα σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 4.

Άρθρο 25

Πρόσβαση στο σύστημα διαχείρισης υποθέσεων σε εθνικό επίπεδο

1.   Στον βαθμό που είναι συνδεδεμένα με το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων, τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 3, μπορούν να έχουν πρόσβαση μόνο:

α)

στον πίνακα, εκτός εάν το εθνικό μέλος που αποφάσισε να εισαγάγει τα δεδομένα στον πίνακα έχει αρνηθεί ρητώς την πρόσβαση αυτή·

β)

στα προσωρινά αρχεία εργασίας τα οποία έχει ανοίξει ή διαχειρίζεται το εθνικό μέλος του κράτους μέλους τους·

γ)

στα προσωρινά αρχεία εργασίας, τα οποία ανοίγουν ή διαχειρίζονται τα εθνικά μέλη άλλων κρατών μελών και στα οποία έχει πρόσβαση το εθνικό μέλος των κρατών μελών τους, εκτός εάν το εθνικό μέλος το οποίο άνοιξε ή διαχειρίζεται το προσωρινό αρχείο εργασίας έχει αρνηθεί ρητώς την πρόσβαση αυτή.

2.   Το εθνικό μέλος, εντός των ορίων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, αποφασίζει σχετικά με τον βαθμό πρόσβασης στους προσωρινούς φακέλους εργασίας που παρέχεται στο κράτος μέλος του στα πρόσωπα τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 3, εφόσον είναι συνδεδεμένα με το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων.

3.   Κάθε κράτος μέλος αποφασίζει, μετά από διαβούλευση με το εθνικό του μέλος, ως προς τον βαθμό πρόσβασης στον πίνακα που παρέχεται στο εν λόγω κράτος μέλος στα πρόσωπα τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 3, εφόσον είναι συνδεδεμένα με το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Eurojust και στην Επιτροπή την απόφασή τους όσον αφορά την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου. Η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά τα λοιπά κράτη μέλη.

4.   Τα πρόσωπα στα οποία έχει χορηγηθεί πρόσβαση σύμφωνα με την παράγραφο 2 έχουν πρόσβαση στον πίνακα τουλάχιστον στον βαθμό που απαιτείται προκειμένου να έχουν πρόσβαση στα προσωρινά αρχεία εργασίας στα οποία τους έχει χορηγηθεί πρόσβαση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΠΛΗΡΟΡΦΟΡΙΩΝ

Άρθρο 26

Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Eurojust

1.   Ο παρών κανονισμός και το άρθρο 3 και το κεφάλαιο IX του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 εφαρμόζονται στην επεξεργασία επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Eurojust. Ο κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 εφαρμόζεται στην επεξεργασία διοικητικών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Eurojust, με εξαίρεση το κεφάλαιο IX του εν λόγω κανονισμού.

2.   Οι αναφορές στους «ισχύοντες κανόνες περί προστασίας των δεδομένων» στον παρόντα κανονισμό νοούνται ως αναφορές στις διατάξεις σχετικά με την προστασία δεδομένων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και στον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725.

3.   Οι κανόνες προστασίας δεδομένων για την επεξεργασία επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στον παρόντα κανονισμό θεωρούνται ειδικοί κανόνες προστασίας δεδομένων σε σχέση με τους γενικούς κανόνες που ορίζονται στο άρθρο 3 και στο κεφάλαιο IX του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725.

4.   Η Eurojust καθορίζει τις προθεσμίες για την αποθήκευση διοικητικών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στις διατάξεις του κανονισμού της που διέπουν την προστασία των δεδομένων.

Άρθρο 27

Επεξεργασία επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1.   Εφόσον είναι απαραίτητο για την εκτέλεση των καθηκόντων της, η Eurojust δύναται, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της και προκειμένου να φέρει εις πέρας τα επιχειρησιακά καθήκοντά της, να επεξεργάζεται με αυτοματοποιημένα μέσα ή σε διαρθρωμένα μη αυτοματοποιημένα αρχεία σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό μόνο τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που παρατίθενται στο σημείο 1 του παραρτήματος II και τα οποία αφορούν πρόσωπα τα οποία, κατά το εθνικό δίκαιο των οικείων κρατών μελών είναι πρόσωπα για τα οποία υπάρχουν σοβαροί λόγοι από τους οποίους συνάγεται ότι έχουν διαπράξει ή είναι έτοιμα να διαπράξουν αξιόποινη πράξη για την οποία είναι αρμόδια η Eurojust ή τα οποία έχουν καταδικασθεί για τέτοια πράξη.

2.   Η Eurojust μπορεί να επεξεργάζεται μόνον τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που παρατίθενται στο σημείο 2 του παραρτήματος II και τα οποία αφορούν πρόσωπα τα οποία, κατά το εθνικό δίκαιο των οικείων κρατών μελών, θεωρούνται ως θύματα ή άλλα μέρη ως προς αξιόποινη πράξη, όπως πρόσωπα τα οποία ενδέχεται να κληθούν να καταθέσουν σε έρευνα ή ποινική δίωξη που αφορά μία ή περισσότερες από τις μορφές εγκληματικότητας ή αξιόποινες πράξεις που ορίζονται στο άρθρο 3, πρόσωπα που μπορούν να προσφέρουν πληροφορίες σχετικά με αξιόποινες πράξεις ή επαφές ή συνεργοί προσώπου που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Η επεξεργασία τέτοιου είδους επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνο εφόσον είναι αναγκαία για την εκπλήρωση των καθηκόντων της Eurojust, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, και προκειμένου να φέρει εις πέρας τα επιχειρησιακά καθήκοντά της.

3.   Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, για περιορισμένο χρονικό διάστημα το οποίο δεν υπερβαίνει τον χρόνο που απαιτείται για την περάτωση της υπόθεσης σε σχέση με την οποία γίνεται η επεξεργασία των δεδομένων, η Eurojust μπορεί επίσης να επεξεργάζεται και άλλα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, πέραν εκείνων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αναφέρονται στο παράρτημα II τα οποία αφορούν τις περιστάσεις μιας αξιόποινης πράξης, με τις οποίες σχετίζονται άμεσα και περιλαμβάνονται σε διενεργούμενες έρευνες τις οποίες συντονίζει η Eurojust ή συμβάλλει στο συντονισμό τους και υπό την προϋπόθεση ότι η επεξεργασία τους είναι αναγκαία για τους σκοπούς που περιγράφονται στην παράγραφο 1. Ο υπεύθυνος προστασίας των δεδομένων ο οποίος αναφέρεται στο άρθρο 36 ενημερώνεται αμέσως όταν γίνεται επεξεργασία τέτοιων επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και ενημερώνεται σχετικά με τις ειδικές περιστάσεις που δικαιολογούν την αναγκαιότητα της επεξεργασίας των εν λόγω επιχειρησιακών δεδομένων. Όταν αυτά τα άλλα δεδομένα αφορούν μάρτυρες ή θύματα κατά την έννοια της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, η απόφαση για την επεξεργασία τους λαμβάνεται από κοινού από τα οικεία εθνικά μέλη.

4.   Η Eurojust δύναται να επεξεργάζεται ειδικές κατηγορίες επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με το άρθρο 76 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 . Τα δεδομένα αυτά δεν μπορούν να αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας στον πίνακα που προβλέπεται στο άρθρο 23 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού. Όταν τα δεδομένα αυτά αφορούν μάρτυρες ή θύματα κατά την έννοια της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, η απόφαση για την επεξεργασία τους λαμβάνεται από τα οικεία εθνικά μέλη.

Άρθρο 28

Επεξεργασία υπό την εποπτεία της Eurojust ή του εκτελούντος την επεξεργασία

Ο εκτελών την επεξεργασία και κάθε πρόσωπο που ενεργεί υπό την εποπτεία της Eurojust ή του εκτελούντος την επεξεργασία ο οποίος έχει πρόσβαση σε επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, επεξεργάζεται τα εν λόγω δεδομένα μόνον κατ’ εντολή της Eurojust, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους.

Άρθρο 29

Προθεσμίες διατήρησης των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1.   Τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας από την Eurojust διατηρούνται από την Eurojust μόνον για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων της. Ειδικότερα, με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αναφέρονται στο άρθρο 27 δεν μπορούν να διατηρηθούν πέραν από την πρώτη ισχύουσα ημερομηνία μεταξύ των ακολούθων:

α)

την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας παραγραφής της ποινικής δίωξης σε όλα τα οικεία κράτη μέλη, τα οποία αφορά η έρευνα και οι διώξεις·

β)

την ημερομηνία κατά την οποία η Eurojust πληροφορείται ότι το υποκείμενο των δεδομένων αθωώθηκε και η δικαστική απόφαση κατέστη αμετάκλητη, το οικείο κράτος μέλος ενημερώνει την Eurojust χωρίς καθυστέρηση·

γ)

τρία έτη μετά την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη αμετάκλητη η δικαστική απόφαση του τελευταίου των οικείων κρατών μελών στο οποίο αφορά η έρευνα ή η δίωξη·

δ)

την ημερομηνία κατά την οποία η Eurojust και τα οικεία κράτη μέλη διαπίστωσαν ή συμφώνησαν από κοινού ότι δεν ήταν πλέον απαραίτητος ο συντονισμός της έρευνας και των διώξεων από την Eurojust, εκτός εάν υπάρχει υποχρέωση παροχής των συγκεκριμένων πληροφοριών στην Eurojust σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 5 ή 6·

ε)

τρία έτη μετά την ημερομηνία κατά την οποία διαβιβάστηκαν τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 5 ή 6.

2.   Η τήρηση των προθεσμιών διατήρησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ελέγχεται μονίμως με κατάλληλη αυτοματοποιημένη επεξεργασία που διενεργείται από την Eurojust ιδίως από τη στιγμή που η Eurojust κλείνει την υπόθεση. Διενεργείται επίσης έλεγχος της ανάγκης διατήρησης των δεδομένων ανά τριετία μετά την εισαγωγή τους· τα αποτελέσματα των εν λόγω ελέγχων εφαρμόζονται στην υπόθεση στο σύνολό της. Εάν επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που προβλέπονται στο άρθρο 27 παράγραφος 4 αποθηκεύονται για περίοδο μεγαλύτερη των πέντε ετών, ενημερώνεται σχετικά ο ΕΕΠΔ.

3.   Πριν λήξει μια εκ των προθεσμιών διατήρησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η Eurojust ελέγχει εάν είναι ανάγκη να συνεχιστεί η διατήρηση των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα όταν και για όσο είναι αυτό αναγκαίο ώστε να μπορέσουν να πραγματοποιηθούν οι στόχοι της και μπορεί να αποφασίσει να διατηρήσει κατά παρέκκλιση τα δεδομένα αυτά μέχρι τον επόμενο έλεγχο. Παρέχονται και καταγράφονται οι λόγοι για τη συνέχιση της διατήρησης. Εάν δεν ληφθεί απόφαση για τη συνέχιση της διατήρησης των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τη στιγμή του ελέγχου, τα δεδομένα αυτά διαγράφονται αυτομάτως.

4.   Εάν, σύμφωνα με την παράγραφο 3, τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα έχουν διατηρηθεί πέραν των ημερομηνιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, διενεργείται επίσης έλεγχος της ανάγκης διατήρησης των δεδομένων αυτών από τον ΕΕΠΔ ανά τριετία.

5.   Εάν έχει παρέλθει η προθεσμία διατήρησης του τελευταίου αυτοματοποιημένου δεδομένου που προήλθε από αυτόν τον φάκελο, όλα τα έγγραφα του εν λόγω φακέλου καταστρέφονται, εκτός από τυχόν πρωτότυπα έγγραφα που η Eurojust έχει λάβει από τις εθνικές αρχές και τα οποία πρέπει να επιστρέφονται στον πάροχό τους.

6.   Στην περίπτωση κατά την οποία η Eurojust έχει συντονίσει έρευνα ή διώξεις, τα οικεία εθνικά μέλη ενημερώνουν το ένα το άλλο όταν λαμβάνουν πληροφορίες ότι η υπόθεση έχει απορριφθεί ή ότι όλες οι δικαστικές αποφάσεις σχετικά με την υπόθεση έχουν καταστεί αμετάκλητες.

7.   Η παράγραφος 5 δεν εφαρμόζεται όταν:

α)

η διαγραφή θα έθιγε τα συμφέροντα του υποκειμένου των δεδομένων το οποίο χρήζει προστασίας· σε τέτοιες περιπτώσεις, τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα χρησιμοποιούνται μόνο με τη ρητή και γραπτή συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων·

β)

η ακρίβεια των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αμφισβητείται από το υποκείμενο των δεδομένων· σε αυτήν την περίπτωση δεν εφαρμόζεται η παράγραφος 5 για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται ώστε τα κράτη μέλη ή η Eurojust, ανάλογα με την περίπτωση, να εξακριβώσουν την ακρίβεια των εν λόγω δεδομένων·

γ)

τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να διατηρούνται για σκοπούς απόδειξης ή για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση ενός δικαιώματος ενώπιον του δικαστηρίου·

δ)

το υποκείμενο των δεδομένων αντιτάσσεται στη διαγραφή των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ζητεί αντ’ αυτής περιορισμό στη χρήση τους· ή

ε)

τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα είναι επίσης αναγκαία για λόγους αρχειοθέτησης που άπτονται του δημόσιου συμφέροντος ή για στατιστικούς σκοπούς.

Άρθρο 30

Ασφάλεια των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

Η Eurojust και τα κράτη μέλη ορίζουν μηχανισμούς οι οποίοι διασφαλίζουν ότι τα μέτρα ασφαλείας όπως αναφέρονται στο άρθρο 91 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 λαμβάνονται υπόψη στην οριοθέτηση των συστημάτων πληροφοριών.

Άρθρο 31

Δικαίωμα πρόσβασης του υποκειμένου των δεδομένων

1.   Οποιοδήποτε υποκείμενο δεδομένων επιθυμεί να ασκήσει το δικαίωμα πρόσβασης που αναφέρεται στο άρθρο 80 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 για τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν και τα οποία έχουν υποβληθεί σε επεξεργασία από την Eurojust υποβάλλουν αίτηση στην Eurojust ή στην εθνική εποπτική αρχή στο κράτος μέλος της επιλογής του υποκειμένου των δεδομένων. Η εν λόγω αρχή διαβιβάζει την αίτηση στην Eurojust αμελλητί και σε κάθε περίπτωση εντός μηνός από την παραλαβή της.

2.   Η Eurojust απαντά χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην αίτηση και, σε κάθε περίπτωση, εντός τριών μηνών από την παραλαβή της.

3.   Η Eurojust ζητά τη γνώμη των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών σχετικά με την απόφαση που καλείται να λάβει σε απάντηση αίτησης. Η απόφαση για τη χορήγηση πρόσβασης σε δεδομένα λαμβάνεται από την Eurojust μόνο σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη που επηρεάζονται άμεσα από την κοινοποίηση των δεδομένων. Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος έχει αντίρρηση για την απόφαση που προτείνει να λάβει η Eurojust, γνωστοποιεί τους λόγους της διαφωνίας του στην Eurojust. Η Eurojust συμμορφώνεται προς οποιαδήποτε τέτοια αντίρρηση. Τα οικεία εθνικά μέλη ενημερώνουν στη συνέχεια τις αρμόδιες αρχές για το περιεχόμενο της απόφασης της Eurojust.

4.   Τα εθνικά μέλη στα οποία αφορά η αίτηση, την εξετάζουν και αποφασίζουν εξ ονόματος της Eurojust. Σε περίπτωση που τα οικεία εθνικά μέλη δεν συμφωνούν, φέρουν το θέμα στο συλλογικό όργανο το οποίο αποφασίζει επί της αιτήσεως με πλειοψηφία δύο τρίτων.

Άρθρο 32

Περιορισμοί του δικαιώματος πρόσβασης

Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 81 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725, η Eurojust ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων αφού ζητήσει τη γνώμη των αρμοδίων αρχών των ενδιαφερόμενων κρατών μελών, σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 33

Δικαίωμα περιορισμού ως προς την επεξεργασία

Με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 29 παράγραφος 7 του παρόντος κανονισμού, όταν η επεξεργασία των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα έχει περιοριστεί βάσει του άρθρου 82 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725, τα εν λόγω δεδομένα υποβάλλονται σε επεξεργασία, μόνο για λόγους προστασίας των δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου το οποίο είναι διάδικος στη δίκη στην οποία είναι διάδικος η Eurojust ή για τους σκοπούς του άρθρου 82 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725.

Άρθρο 34

Επιτρεπόμενη πρόσβαση σε επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα εντός της Eurojust

Μόνο εθνικά μέλη, οι αναπληρωτές τους, οι βοηθοί τους και οι εξουσιοδοτημένοι αποσπασμένοι εθνικοί εμπειρογνώμονες, τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 3, εφόσον συνδέονται με το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων, καθώς και εξουσιοδοτημένο προσωπικό της Eurojust μπορούν, για σκοπούς εκπλήρωσης των καθηκόντων της Eurojust, να έχουν πρόσβαση στα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία επεξεργάζεται η Eurojust εντός των ορίων που προβλέπονται στα άρθρα 23, 24 και 25.

Άρθρο 35

Αρχεία κατηγοριών δραστηριοτήτων επεξεργασίας

1.   Η Eurojust διατηρεί αρχείο όλων των κατηγοριών δραστηριοτήτων επεξεργασίας που εκτελούνται υπ’ ευθύνη της. Το εν λόγω αρχείο περιλαμβάνει όλες τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τα στοιχεία επικοινωνίας της Eurojust και το όνομα και τα στοιχεία επικοινωνίας του υπεύθυνού της προστασίας δεδομένων·

β)

τους σκοπούς της επεξεργασίας·

γ)

περιγραφή των κατηγοριών των υποκειμένων δεδομένων και των κατηγοριών επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

δ)

τις κατηγορίες αποδεκτών στους οποίους πρόκειται να γνωστοποιηθούν ή γνωστοποιήθηκαν τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, περιλαμβανομένων των αποδεκτών σε τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς·

ε)

κατά περίπτωση, τις διαβιβάσεις επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό, συμπεριλαμβανομένου προσδιορισμού της εν λόγω τρίτης χώρας ή του διεθνούς οργανισμού·

στ)

εφόσον είναι δυνατόν, τις προβλεπόμενες προθεσμίες διαγραφής των διάφορων κατηγοριών δεδομένων·

ζ)

όπου είναι δυνατό, γενική περιγραφή των τεχνικών και οργανωτικών μέτρων ασφάλειας που αναφέρονται στο άρθρο 91 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725.

2.   Τα αρχεία που προβλέπονται στην παράγραφο 1 καταρτίζονται γραπτώς, μεταξύ άλλων σε ηλεκτρονική μορφή.

3.   Η Eurojust θέτει το αρχείο στη διάθεση του ΕΕΠΔ κατόπιν αιτήσεως.

Άρθρο 36

Ορισμός του υπευθύνου προστασίας δεδομένων

1.   Το εκτελεστικό συμβούλιο ορίζει υπεύθυνο προστασίας δεδομένων. Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων είναι μέλος του προσωπικού που διορίζεται ειδικά για τον σκοπό αυτό. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων ενεργεί ανεξάρτητα και δεν δύναται να λαμβάνει εντολές.

2.   Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων επιλέγεται βάσει των επαγγελματικών του προσόντων, και ιδίως βάσει της εμπειρογνωσίας που διαθέτει στον τομέα του δικαίου και της πρακτικής στον τομέα της προστασίας δεδομένων, και της ικανότητας να εκπληρώνει τα καθήκοντα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, ιδίως αυτά του άρθρου 38.

3.   Η επιλογή του υπευθύνου προστασίας δεδομένων δεν μπορεί να οδηγεί σε σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ της ιδιότητάς του ως υπευθύνου και άλλων επισήμων καθηκόντων που μπορεί ενδεχομένως να ασκεί, ιδίως στα πλαίσια της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

4.   Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων διορίζεται για θητεία τεσσάρων ετών και η θητεία του μπορεί να ανανεωθεί μέχρι συνολικά οκτώ έτη κατ’ ανώτατο. Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων είναι δυνατόν να απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του ως υπευθύνου προστασίας δεδομένων από το Εκτελεστικό Συμβούλιο μόνο με τη συγκατάθεση του ΕΕΠΔ, εφόσον έχει παύσει πλέον να πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του.

5.   Η Eurojust δημοσιεύει τα στοιχεία επικοινωνίας του υπευθύνου προστασίας δεδομένων και τα γνωστοποιεί στον ΕΕΠΔ.

Άρθρο 37

Θέση του υπευθύνου προστασίας δεδομένων

1.   Η Eurojust εξασφαλίζει ότι ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων συμμετέχει δεόντως και εγκαίρως σε όλα τα ζητήματα τα οποία σχετίζονται με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

2.   Η Eurojust στηρίζει τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων κατά την άσκηση των καθηκόντων που προβλέπονται στο άρθρο 38, παρέχοντάς του τους αναγκαίους πόρους και προσωπικό προς εκτέλεση των καθηκόντων αυτών και επιτρέποντας του την πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και σε πράξεις επεξεργασίας, καθώς και για τη διατήρηση της εμπειρογνωσίας του.

3.   Η Eurojust εξασφαλίζει ότι ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων δεν λαμβάνει εντολές για την εκτέλεση των καθηκόντων του. Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων δεν απολύεται ούτε υφίσταται κυρώσεις από το Εκτελεστικό Συμβούλιο επειδή επιτέλεσε τα καθήκοντά του. Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων λογοδοτεί απευθείας στο συλλογικό όργανο σε σχέση με τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και στο εκτελεστικό συμβούλιο σε σχέση με τα διοικητικά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

4.   Τα υποκείμενα των δεδομένων μπορούν να επικοινωνούν με τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων για κάθε ζήτημα σχετικό με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν και με την άσκηση των δικαιωμάτων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού και δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725.

5.   Το εκτελεστικό συμβούλιο θεσπίζει κανόνες εφαρμογής σχετικά με τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων. Οι εν λόγω κανόνες εφαρμογής αφορούν, ιδίως, τη διαδικασία επιλογής για τη θέση του υπευθύνου προστασίας δεδομένων, την καθαίρεσή του, τα καθήκοντα, τις υποχρεώσεις, τις εξουσίες και τα μέτρα διασφάλισης της ανεξαρτησίας του υπευθύνου προστασίας δεδομένων.

6.   Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων και το προσωπικό του υπόκεινται στην υποχρέωση τήρησης της εμπιστευτικότητας σύμφωνα με το άρθρο 72.

7.   Ο υπεύθυνος της επεξεργασίας, ο εκτελών την επεξεργασία, η οικεία επιτροπή προσωπικού και κάθε φυσικό πρόσωπο μπορούν να συμβουλεύονται τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων σχετικά με οποιοδήποτε θέμα άπτεται της ερμηνείας ή της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725, χωρίς να ακολουθούν την επίσημη οδό. Ουδείς επιτρέπεται να υποστεί ζημία διότι φέρει σε γνώση του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων γεγονός το οποίο ισχυρίζεται ότι συνιστά παραβίαση του παρόντος κανονισμού ή του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725

8.   Μετά τον ορισμό του, ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων καταχωρείται στον ΕΕΠΔ από την Eurojust.

Άρθρο 38

Καθήκοντα του υπευθύνου προστασίας δεδομένων

1.   Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων έχει ειδικότερα τα ακόλουθα καθήκοντα όσον αφορά την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα:

α)

εξασφαλίζει υπό καθεστώς ανεξαρτησίας τη συμμόρφωση της Eurojust με τις διατάξεις περί προστασίας των δεδομένων του παρόντος κανονισμού και του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 , και με τις συναφείς διατάξεις περί προστασίας των δεδομένων που προβλέπονται στον εσωτερικό κανονισμό της Eurojust· τούτο περιλαμβάνει την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό, με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725, με άλλες διατάξεις του ενωσιακού ή του εθνικού δικαίου περί προστασίας των δεδομένων και με τις πολιτικές της Eurojust σε σχέση με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένων της ανάθεσης αρμοδιοτήτων, της ενίσχυσης της ευαισθητοποίησης και της κατάρτισης των υπαλλήλων που συμμετέχουν στις πράξεις επεξεργασίας, και των σχετικών ελέγχων,

β)

ενημερώνει και συμβουλεύει την Eurojust και τους υπαλλήλους που εκτελούν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό, τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725, και από άλλες διατάξεις του ενωσιακού ή του εθνικού δικαίου σχετικά με την προστασία δεδομένων,

γ)

παρέχει συμβουλές, όταν ζητείται, όσον αφορά την εκτίμηση των επιπτώσεων από πλευράς προστασίας των δεδομένων και παρακολουθεί την υλοποίησή της σύμφωνα με το άρθρο 89 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725,

δ)

εξασφαλίζει ότι τηρείται αρχείο για τη διαβίβαση και την παραλαβή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τις διατάξεις που προβλέπονται στον εσωτερικό κανονισμό της Eurojust,

ε)

συνεργάζεται με το προσωπικό της Eurojust που είναι υπεύθυνο για τις διαδικασίες, την εκπαίδευση και την παροχή συμβουλών σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων,

στ)

συνεργάζεται με τον ΕΕΠΔ,

ζ)

εξασφαλίζει ότι τα υποκείμενα των δεδομένων ενημερώνονται για τα δικαιώματά τους βάσει του παρόντος κανονισμού και του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725,

η)

ενεργεί ως σημείο επικοινωνίας για τον ΕΕΠΔ σχετικά με ζητήματα συναφή με την επεξεργασία, περιλαμβανομένης της προηγούμενης διαβούλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 90 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725, και πραγματοποιεί διαβουλεύσεις, ανάλογα με την περίπτωση, για οποιοδήποτε άλλο θέμα,

θ)

παρέχει συμβουλές, κατόπιν σχετικού αιτήματος, όσον αφορά την αναγκαιότητα γνωστοποίησης ή ανακοίνωσης παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα βάσει των άρθρων 92 και 93 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725,

ι)

καταρτίζει ετήσια έκθεση και κοινοποιεί την εν λόγω έκθεση στο εκτελεστικό συμβούλιο, το συλλογικό όργανο και τον ΕΕΠΔ.

2.   Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων εκτελεί τα καθήκοντα που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 όσον αφορά τα διοικητικά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

3.   Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων και τα μέλη του προσωπικού της Eurojust που επικουρούν τον υπεύθυνο προστασίας των δεδομένων στην εκτέλεση των καθηκόντων του έχουν πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία από την Eurojust και στους χώρους της στον βαθμό που είναι αναγκαίο για την άσκηση των καθηκόντων τους.

4.   Εάν ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων θεωρεί ότι δεν έχει υπάρξει συμμόρφωση με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 σχετικά με την επεξεργασία διοικητικών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή ότι οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού ή του άρθρου 3 και του κεφαλαίου ΙΧ του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 σχετικά με την επεξεργασία επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ενημερώνει σχετικά το εκτελεστικό συμβούλιο ζητώντας του την επίλυση του ζητήματος της μη συμμόρφωσης εντός συγκεκριμένης προθεσμίας. Αν το εκτελεστικό συμβούλιο δεν δώσει λύση στο ζήτημα της μη συμμόρφωσης εντός της προθεσμίας, ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων παραπέμπει το ζήτημα στον ΕΕΠΔ.

Άρθρο 39

Κοινοποίηση παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στις οικείες αρχές

1.   Σε περίπτωση παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η Eurojust κοινοποιεί χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση την εν λόγω παραβίαση στις αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών.

2.   Η κοινοποίηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1, κατ’ ελάχιστον:

α)

περιγράφει τη φύση της παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένων, εφόσον είναι δυνατό και προσήκον, των κατηγοριών και του αριθμού των εκάστοτε υποκειμένων των δεδομένων και των κατηγοριών και του αριθμού των σχετικών αρχείων δεδομένων·

β)

περιγράφει τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραβίασης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

γ)

περιγράφει τα μέτρα που προτείνονται ή που λήφθηκαν από την Eurojust για την αντιμετώπιση της παραβίασης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα· και

δ)

όπου είναι σκόπιμο, συνιστά μέτρα για τον μετριασμό των ενδεχόμενων δυσμενών συνεπειών της παραβίασης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Άρθρο 40

Εποπτεία από τον ΕΕΠΔ

1.   Ο ΕΕΠΔ είναι αρμόδιος για την παρακολούθηση και τη διασφάλιση της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725, σχετικά με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Eurojust, καθώς και για την παροχή συμβουλών προς την Eurojust και τα υποκείμενα δεδομένων για όλα τα θέματα που αφορούν την επεξεργασία επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Για τον σκοπό αυτό, ο ΕΕΠΔ εκπληρώνει τα καθήκοντα που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, ασκεί τις εξουσίες που του παρέχονται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου και συνεργάζεται με τις εθνικές εποπτικές αρχές σύμφωνα με το άρθρο 42.

2.   Ο ΕΕΠΔ έχει τα ακόλουθα καθήκοντα βάσει του παρόντος κανονισμού και του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725:

α)

ακούει και εξετάζει τις καταγγελίες και ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων για τα αποτελέσματα εντός εύλογης προθεσμίας·

β)

διενεργεί έρευνες είτε με δική του πρωτοβουλία είτε βάσει καταγγελίας και ενημερώνει τα υποκείμενα των δεδομένων για τα αποτελέσματα εντός εύλογης προθεσμίας·

γ)

παρακολουθεί και διασφαλίζει την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Eurojust·

δ)

συμβουλεύει την Eurojust, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε αφού ζητηθεί η γνώμη του, επί όλων των θεμάτων επεξεργασίας επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως πριν από τη θέσπιση εσωτερικών κανόνων από την Eurojust σχετικά με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών έναντι της επεξεργασίας επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

3.   Ο ΕΕΠΔ δύναται δυνάμει του παρόντος κανονισμού και του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725, και λαμβάνοντας υπόψη τις συνέπειες για τις έρευνες και τις διώξεις στα κράτη μέλη:

α)

να παρέχει συμβουλές στα υποκείμενα των δεδομένων κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους·

β)

να παραπέμπει στην Eurojust περιπτώσεις εικαζόμενης παράβασης των διατάξεων σχετικά με την επεξεργασία επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και, ενδεχομένως, να διατυπώνει προτάσεις για την επανόρθωση αυτής της παράβασης και τη βελτίωση της προστασίας των υποκειμένων των δεδομένων·

γ)

να συμβουλεύεται την Eurojust όταν αιτήματα για άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων σε σχέση με επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα έχουν απορριφθεί κατά παράβαση του άρθρου 31, 32 ή 33 του παρόντος κανονισμού ή των άρθρων 77 έως 82 ή του άρθρου 84 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725·

δ)

να προειδοποιεί την Eurojust·

ε)

να διατάσσει την Eurojust να προβεί σε διόρθωση, περιορισμό ή διαγραφή επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία έχουν υποβληθεί σε επεξεργασία από την Eurojust κατά παράβαση των διατάξεων που διέπουν την επεξεργασία επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και να κοινοποιεί τα μέτρα αυτά σε τρίτους στους οποίους έχουν κοινολογηθεί τα δεδομένα αυτά, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν εμποδίζει την άσκηση των καθηκόντων της Eurojust που ορίζονται στο άρθρο 2·

στ)

να παραπέμπει το ζήτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δικαστήριο) υπό τους όρους που προβλέπει η ΣΛΕΕ·

ζ)

να παρεμβαίνει σε υποθέσεις που εκδικάζονται ενώπιον του Δικαστηρίου.

4.   Ο ΕΕΠΔ έχει πρόσβαση στα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που επεξεργάζεται η Eurojust και στους χώρους της στον βαθμό που είναι αναγκαίο για την άσκηση των καθηκόντων του.

5.   Ο ΕΕΠΔ καταρτίζει ετήσια έκθεση σχετικά με τις εποπτικές δραστηριότητές του όσον αφορά την Eurojust. Η έκθεση αυτή είναι τμήμα της ετήσιας έκθεσης του ΕΕΠΔ που αναφέρεται στο άρθρο 60 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725. Οι εθνικές εποπτικές αρχές καλούνται να υποβάλουν παρατηρήσεις επί αυτής της έκθεσης, προτού αυτή καταστεί τμήμα της ετήσιας έκθεσης του ΕΕΠΔ η οποία αναφέρεται στο άρθρο 60 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725. Ο ΕΕΠΔ λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη τις παρατηρήσεις των εθνικών εποπτικών αρχών και, σε κάθε περίπτωση, κάνει σχετική αναφορά στην ετήσια έκθεση.

6.   Η Eurojust συνεργάζεται με τον ΕΕΠΔ, κατόπιν αιτήσεως αυτού, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Άρθρο 41

Επαγγελματικό απόρρητο του ΕΕΠΔ

1.   Ο ΕΕΠΔ και το προσωπικό υποχρεούνται, τόσο κατά τη διάρκεια της θητείας τους όσο και μετά τη λήξη της, να τηρούν το επαγγελματικό απόρρητο όσον αφορά οποιεσδήποτε εμπιστευτικές πληροφορίες έχουν περιέλθει σε γνώση τους κατά την εκτέλεση των επίσημων καθηκόντων τους.

2.   Ο ΕΕΠΔ, κατά την άσκηση των εποπτικών εξουσιών του, λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη το απόρρητο των δικαστικών ερευνών και των ποινικών διαδικασιών, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης ή του κράτους μέλους.

Άρθρο 42

Συνεργασία μεταξύ του ΕΕΠΔ και των εθνικών εποπτικών αρχών

1.   Ο ΕΕΠΔ ενεργεί σε στενή συνεργασία με τις εθνικές εποπτικές αρχές όσον αφορά συγκεκριμένα ζητήματα που απαιτούν τη συμμετοχή των κρατών μελών, ιδίως σε περίπτωση που ο ΕΕΠΔ ή εθνική εποπτική αρχή διαπιστώσει σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των πρακτικών των κρατών μελών ή δυνητικά παράνομη διαβίβαση δεδομένων μέσω των διαύλων επικοινωνίας της Eurojust, ή στο πλαίσιο ζητημάτων που εγείρονται από μία ή περισσότερες εθνικές εποπτικές αρχές σχετικά με την εφαρμογή και ερμηνεία του παρόντος κανονισμού.

2.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εξασφαλίζεται συντονισμένη εποπτεία, σύμφωνα με το άρθρο 62 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725.

3.   Ο ΕΕΠΔ ενημερώνει πλήρως τις εθνικές εποπτικές αρχές σχετικά με όλα τα ζητήματα που τις θίγουν άμεσα ή τις αφορούν. Κατόπιν αιτήματος μίας ή περισσοτέρων εθνικών εποπτικών αρχών, ο ΕΕΠΔ τις ενημερώνει επί συγκεκριμένων θεμάτων.

4.   Σε περιπτώσεις που αφορούν δεδομένα προερχόμενα από ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων του άρθρου 43 παράγραφος 3, ο ΕΕΠΔ συνεννοείται με τις ενδιαφερόμενες εθνικές εποπτικές αρχές. Ο ΕΕΠΔ δεν αποφασίζει τη λήψη περαιτέρω μέτρων προτού οι εν λόγω εθνικές εποπτικές αρχές τον ενημερώσουν σχετικά με τη θέση τους, εντός προθεσμίας την οποία καθορίζει ο ίδιος. Η εν λόγω προθεσμία είναι μεταξύ ενός και τριών μηνών. Ο ΕΕΠΔ λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη τη θέση των ενδιαφερομένων εθνικών εποπτικών αρχών. Σε περιπτώσεις όπου ο ΕΕΠΔ προτίθεται να μην ακολουθήσει τη θέση τους, τις ενημερώνει, παρέχει αιτιολόγηση και υποβάλλει το ζήτημα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων.

Στις περιπτώσεις τις οποίες ο ΕΕΠΔ κρίνει εξαιρετικά επείγουσες, μπορεί να αποφασίσει τη λήψη άμεσων μέτρων. Στις περιπτώσεις αυτές, ο ΕΕΠΔ ενημερώνει πάραυτα τις ενδιαφερόμενες εθνικές εποπτικές αρχές και αιτιολογεί τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης καθώς και τα μέτρα που έλαβε.

5.   Οι εθνικές εποπτικές αρχές ενημερώνουν τον ΕΕΠΔ για κάθε ενέργεια στην οποία προβαίνουν σε σχέση με τη διαβίβαση, ανάκτηση ή άλλου είδους κοινοποίηση επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, δυνάμει του παρόντος κανονισμού, από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 43

Δικαίωμα υποβολής καταγγελίας στον ΕΕΠΔ σε σχέση με επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα

1.   Κάθε υποκείμενο δεδομένων έχει δικαίωμα να υποβάλει καταγγελία στον ΕΕΠΔ, εφόσον κρίνει ότι η επεξεργασία από την Eurojust επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν δεν συνάδει προς τον παρόντα κανονισμό ή τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725.

2.   Όταν η καταγγελία αφορά απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 31, 32 ή 33 του παρόντος κανονισμού ή το άρθρο 80, 81 ή 82 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725, ο ΕΕΠΔ ζητά τη γνώμη των εθνικών εποπτικών αρχών ή της αρμόδιας δικαστικής αρχής του κράτους μέλους που παρέσχε τα δεδομένα ή του άμεσα ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. Κατά τη λήψη της απόφασής του, η οποία μπορεί να συνίσταται και σε άρνηση κοινοποίησης οποιασδήποτε πληροφορίας, ο ΕΕΠΔ λαμβάνει υπόψη τη γνώμη της εθνικής εποπτικής αρχής ή της αρμόδιας δικαστικής αρχής.

3.   Όταν η καταγγελία αφορά την επεξεργασία δεδομένων που έχουν διαβιβασθεί στην Eurojust από κράτος μέλος, ο ΕΕΠΔ και η εθνική εποπτική αρχή του κράτους μέλους που παρέσχε τα δεδομένα διασφαλίζουν, ενεργώντας αμφότεροι στο πλαίσιο της άσκησης των αντιστοίχων αρμοδιοτήτων τους, ότι έχουν διεξαχθεί ορθά οι απαραίτητοι έλεγχοι νομιμότητας της επεξεργασίας των δεδομένων.

4.   Όταν η καταγγελία αφορά την επεξεργασία δεδομένων που έχουν διαβιβασθεί στην Ευρωπόλ από θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από τρίτες χώρες ή από διεθνείς οργανισμούς ή την επεξεργασία δεδομένων που η Eurojust έχει ανακτήσει από δημοσίως διαθέσιμες πηγές, ο ΕΕΠΔ διασφαλίζει ότι η Eurojust έχει διεξαγάγει ορθά τους απαραίτητους ελέγχους νομιμότητας της επεξεργασίας των δεδομένων.

5.   Ο ΕΕΠΔ ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων για την πρόοδο και την έκβαση της καταγγελίας, καθώς και για τη δυνατότητα άσκησης δικαστικής προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 44.

Άρθρο 44

Δικαίωμα δικαστικής προσφυγής κατά του ΕΕΠΔ

Προσφυγές κατά των αποφάσεων του ΕΕΠΔ όσον αφορά επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ασκούνται ενώπιον του Δικαστηρίου.

Άρθρο 45

Ευθύνη για θέματα προστασίας των δεδομένων

1.   Η Eurojust επεξεργάζεται τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κατά τρόπον ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί η αρχή η οποία παρέσχε τα δεδομένων ή η πηγή από την οποία έχουν ανακτηθεί τα δεδομένα.

2.   Την ευθύνη για την ακρίβεια των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα φέρει:

α)

η Eurojust για επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται από κράτος μέλος ή από θεσμικό ή λοιπό όργανο ή οργανισμό της Ένωσης σε περίπτωση που τα παρεχόμενα δεδομένα τροποποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας δεδομένων από την Eurojust·

β)

το κράτος μέλος ή το θεσμικό ή λοιπό όργανο ή οργανισμός της Ένωσης που παρέσχε τα δεδομένα στην Eurojust, σε περίπτωση που τα υποβληθέντα δεδομένα δεν τροποποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας δεδομένων από την Eurojust·

γ)

η Eurojust για επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που παρέχονται από τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς, καθώς και για επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που ανακτώνται από την Eurojust από πηγές διαθέσιμες στο κοινό.

3.   Την ευθύνη για τη συμμόρφωση με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 όσον αφορά τα διοικητικά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και για τη συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό και με το άρθρο 3 και με το κεφάλαιο IX του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 όσον αφορά τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα φέρει η Eurojust.

Την ευθύνη για τη νομιμότητα μιας διαβίβασης επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα φέρει:

α)

όταν κράτος μέλος έχει παράσχει τα εν επιχειρησιακά δεδομένα στην Eurojust, το εν λόγω κράτος μέλος·

β)

η Eurojust, όταν αυτή έχει παράσχει τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε κράτη μέλη, θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, σε τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς.

4.   Με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων του παρόντος κανονισμού, η Eurojust είναι υπεύθυνη για όλες τις πράξεις επεξεργασίας δεδομένων που εκτελεί.

Άρθρο 46

Ευθύνη λόγω μη επιτρεπόμενης ή λανθασμένης επεξεργασίας δεδομένων

1.   Η Eurojust ευθύνεται, σύμφωνα με το άρθρο 340 ΣΛΕΕ, για κάθε ζημία που υπέστη πρόσωπο λόγω μη επιτρεπόμενης ή λανθασμένης επεξεργασίας δεδομένων που διενεργήθηκε από αυτήν.

2.   Οι καταγγελίες κατά της Εurojust στο πλαίσιο της ευθύνης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου εγείρονται ενώπιον του Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 268 ΣΛΕΕ.

3.   Κάθε κράτος μέλος είναι υπεύθυνο, σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, για κάθε ζημία που υπέστη πρόσωπο λόγω μη επιτρεπομένης ή λανθασμένης επεξεργασίας δεδομένων που διενεργήθηκε από αυτό τα οποία διαβιβάσθηκαν στην Eurojust.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΕΤΑΙΡΟΥΣ

ΤΜΗΜΑ I

Κοινεσ διαταξεισ

Άρθρο 47

Κοινές διατάξεις

1.   Στον βαθμό που είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων της, η Eurojust δύναται να συνάπτει και να διατηρεί σχέσεις συνεργασίας με θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, καθώς και με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών και διεθνείς οργανισμούς σύμφωνα με τη στρατηγική συνεργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 52.

2.   Στον βαθμό που είναι σκόπιμο για την εκπλήρωση των καθηκόντων της και με την επιφύλαξη τυχόν περιορισμών σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 8 και το άρθρο 76, η Eurojust δύναται να ανταλλάσσει απευθείας κάθε πληροφορία με τους φορείς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, με εξαίρεση δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

3.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2, η Eurojust δύναται να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας με τους φορείς της παραγράφου 1. Οι εν λόγω συμφωνίες συνεργασίας δεν αποτελούν βάση που να επιτρέπει την ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και δεν δεσμεύουν την Ένωση ή τα κράτη μέλη της.

4.   Η Eurojust δύναται να παραλαμβάνει και να επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα από τις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στον βαθμό που είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση της αποστολής της και σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες περί προστασίας των δεδομένων.

5.   Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαβιβάζονται από την Eurojust σε θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, σε τρίτες χώρες ή σε διεθνείς οργανισμούς εάν αυτό είναι αναγκαίο για την άσκηση των καθηκόντων τους και είναι σύμφωνο με τα άρθρα 55 και 56. Εάν τα δεδομένα που πρόκειται να διαβιβασθούν έχουν παρασχεθεί από κράτος μέλος, η Eurojust οφείλει να λάβει τη συγκατάθεση της σχετικής αρμόδιας αρχής του εν λόγω κράτους μέλους, εκτός εάν το κράτος μέλος έχει χορηγήσει εκ των προτέρων τη συγκατάθεσή του στην περαιτέρω διαβίβαση, υπό γενικούς ή ειδικούς όρους. Η συγκατάθεση αυτή μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή.

6.   Όταν κράτη μέλη, θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμοί της Ένωσης, τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμοί έχουν λάβει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα από την Eurojust η περαιτέρω διαβίβαση των δεδομένων αυτών σε τρίτους απαγορεύεται, εκτός εάν πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)

η Eurojust έχει εξασφαλίσει την προηγούμενη συγκατάθεση του κράτους μέλους που παρέσχε τα δεδομένα,

β)

η Eurojust έχει δώσει τη ρητή συγκατάθεσή της μετά από εξέταση των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης,

γ)

η περαιτέρω διαβίβαση είναι μόνο για ειδικό σκοπό ο οποίος είναι ασύμβατος με τον σκοπό για τον οποίο διαβιβάστηκαν τα δεδομένα.

ΤΜΗΜΑ II

Σχεσεισ με εταιρουσ εντοσ της Ένωσης

Άρθρο 48

Συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο και άλλα δίκτυα της Ένωσης που συμμετέχουν στη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις

1.   Η Eurojust και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο διατηρεί προνομιακές σχέσεις μεταξύ τους, οι οποίες βασίζονται στη διαβούλευση και τη συμπληρωματικότητα, ειδικότερα μεταξύ του εθνικού μέλους, των σημείων επαφής του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου στο ίδιο κράτος μέλος με το εθνικό μέλος, και των εθνικών ανταποκριτών της Eurojust και του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου. Προκειμένου να εξασφαλίζεται αποτελεσματική συνεργασία, λαμβάνονται τα ακόλουθα μέτρα:

α)

κατά περίπτωση, τα εθνικά μέλη ενημερώνουν τα σημεία επαφής του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου για όλες τις υποθέσεις που εκτιμούν ότι το δίκτυο μπορεί να αντιμετωπίσει καλύτερα·

β)

η γραμματεία του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου αποτελεί τμήμα του προσωπικού της Eurojust. Λειτουργεί ως χωριστή μονάδα· μπορεί να χρησιμοποιεί τους διοικητικούς πόρους της Eurojust που είναι απαραίτητοι για την εκπλήρωση του έργου του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου, μεταξύ άλλων, για την κάλυψη των εξόδων των συνεδριάσεων της ολομέλειας του δικτύου·

γ)

τα σημεία επαφής του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου μπορούν να καλούνται, κατά περίπτωση, στις συνεδριάσεις της Eurojust·

δ)

η Eurojust και το ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο μπορούν να κάνουν χρήση του εθνικού συστήματος συντονισμού της Eurojust όταν καθορίζουν βάσει του άρθρου 20 παράγραφος 7 στοιχείο β) αν μια αίτηση θα πρέπει να εξεταστεί με τη συνδρομή της Eurojust ή του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου.

2.   H γραμματεία του δικτύου για τις κοινές ομάδες ερευνών και η γραμματεία του δικτύου που δημιουργείται με την απόφαση 2002/494/ΔΕΥ αποτελεί μέρος του προσωπικού της Eurojust. Οι γραμματείες αυτές λειτουργούν ως χωριστές μονάδες. Έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν τους διοικητικούς πόρους της Eurojust που είναι απαραίτητοι για την εκπλήρωση του έργου τους. Η Eurojust διασφαλίζει τον συντονισμό μεταξύ των γραμματειών. Η παρούσα παράγραφος ισχύει για τη γραμματεία κάθε σχετικού δικτύου που συμμετέχει σε δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις για τις οποίες οφείλει η Eurojust να παράσχει υποστήριξη με τη μορφή γραμματείας. Η Eurojust δύναται να υποστηρίζει σχετικά ευρωπαϊκά δίκτυα και φορείς που συμμετέχουν σε δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, ακόμη εάν χρειαστεί και μέσω γραμματείας στεγαζόμενης στους χώρους της Eurojust.

3.   Το δίκτυο που δημιουργείται με την απόφαση 2008/852/ΔΕΥ μπορεί να ζητήσει από την Eurojust να του παράσχει γραμματειακή υποστήριξη. Σε περίπτωση υποβολής τέτοιου αιτήματος, εφαρμόζεται η παράγραφος 2.

Άρθρο 49

Σχέσεις με την Ευρωπόλ

1.   Η Eurojust λαμβάνει κάθε κατάλληλο μέτρο ώστε να μπορεί η Ευρωπόλ, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, να έχει έμμεση πρόσβαση βάσει συστήματος σύμπτωσης/απουσίας σύμπτωσης (hit/no hit) σε πληροφορίες που παρέχονται στην Eurojust, με την επιφύλαξη τυχόν περιορισμών που υποδεικνύονται από τα κράτη μέλη, θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από τις τρίτες χώρες ή από τους διεθνείς οργανισμούς που παρέχουν τις εν λόγω πληροφορίες. Σε περίπτωση σύμπτωσης (hit), η Eurojust κινεί διαδικασία ώστε να επιτραπεί η διάδοση των πληροφοριών που κατέληξαν σε σύμπτωση, ανάλογα με την απόφαση του κράτους μέλους, θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμοί της Ένωσης, της τρίτης χώρας, ή του διεθνούς οργανισμού που παρέσχε τις πληροφορίες στην Eurojust.

2.   Οι αναζητήσεις πληροφοριών σύμφωνα με την παράγραφο 1 πραγματοποιούνται αποκλειστικά και μόνο με σκοπό να καθορίζεται το κατά πόσον οι πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της η Ευρωπόλ συμπίπτουν με πληροφορίες τις οποίες επεξεργάζεται η Eurojust.

3.   Η Eurojust επιτρέπει την πραγματοποίηση αναζήτησης σύμφωνα με την παράγραφο 1 μόνο αφού λάβει πληροφορίες από την Ευρωπόλ σχετικά με το ποιοι υπάλληλοι της Ευρωπόλ έχουν εξουσιοδοτηθεί να πραγματοποιούν τέτοιου είδους αναζήτηση.

4.   Εάν κατά τη διάρκεια των δραστηριοτήτων επεξεργασίας της Eurojust στο πλαίσιο κάποιας μεμονωμένης έρευνας, η Eurojust ή κάποιο κράτος μέλος διαπιστώσουν την ανάγκη συντονισμού, συνεργασίας ή συνδρομής, εντός του πεδίου αρμοδιοτήτων της Ευρωπόλ, η Eurojust ενημερώνει σχετικά την Ευρωπόλ και κινεί διαδικασία για τη διάδοση των πληροφοριών, ανάλογα με την απόφαση του κράτους μέλους που παρέσχε τις πληροφορίες. Σε αυτήν την περίπτωση, η Eurojust ζητά τη γνώμη την Ευρωπόλ.

5.   Η Eurojust θεσπίζει και διατηρεί στενή συνεργασία με την Ευρωπόλ, στον βαθμό που κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο για την εκπλήρωση των καθηκόντων των δύο οργανισμών και για την επίτευξη των στόχων τους, λαμβανομένου υπόψη ότι είναι ανάγκη να αποφεύγεται η αλληλεπικάλυψη των προσπαθειών.

Για τον σκοπό αυτόν, ο Εκτελεστικός Διευθυντής της Ευρωπόλ και ο πρόεδρος της Eurojust συνεδριάζουν τακτικά για να εξετάσουν ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος.

6.   Η Ευρωπόλ τηρεί κάθε γενικό ή ειδικό περιορισμό στην πρόσβαση ή στη χρήση, που της έχουν θέσει τα κράτη μέλη, θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμοί της Ένωσης, τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμοί σχετικά με τις πληροφορίες που έδωσε.

Άρθρο 50

Σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία

1.   Η Eurojust συνάπτει και διατηρεί στενή σχέση με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, η οποία βασίζεται στην αμοιβαία συνεργασία στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων και εντολών τους και στην ανάπτυξη των μεταξύ τους επιχειρησιακών και διοικητικών δεσμών, όπως ορίζονται στο παρόν άρθρο. Προς τούτο, ο πρόεδρος της Eurojust και ο Ευρωπαίος Γενικός Εισαγγελέας συνεδριάζουν σε τακτική βάση για να συζητήσουν ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος. Συνεδριάζουν μετά από αίτημα του προέδρου της Eurojust ή του Ευρωπαίου Γενικού Εισαγγελέα.

2.   Η Eurojust χειρίζεται αιτήσεις προερχόμενες από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και τις διεκπεραιώνει, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, ως εάν είχαν προέλθει από εθνική αρχή αρμόδια για τη δικαστική συνεργασία.

3.   Στον βαθμό που είναι αναγκαίο προκειμένου να υποστηρίξει τη συνεργασία που συνάπτεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η Eurojust χρησιμοποιεί τα εθνικά συστήματα συντονισμού της Eurojust, τα οποία θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 20, καθώς και τις σχέσεις που έχει συνάψει με τρίτες χώρες, περιλαμβανομένων των δικαστικών συνδέσμων της.

4.   Σε επιχειρησιακά θέματα σχετικά με αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, η Εurojust ενημερώνει και, όπου αρμόζει, συνεργάζεται με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της που αφορούν διασυνοριακές υποθέσεις, μεταξύ άλλων με τους εξής τρόπους:

α)

ανταλλάσσοντας πληροφορίες σχετικά με τις υποθέσεις της, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του παρόντος κανονισμού·

β)

ζητώντας την παροχή υποστήριξης από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.

5.   Η Εurojust έχει έμμεση πρόσβαση σε πληροφορίες στο σύστημα διαχείρισης υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας βάσει συστήματος αντιστοιχίας/μη αντιστοιχίας (hit/no hit). Κάθε φορά που εντοπίζεται σύμπτωση πληροφοριών μεταξύ των δεδομένων που εισάγονται στο σύστημα διαχείρισης υποθέσεων από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και των δεδομένων που τηρούνται από την Eurojust, η σύμπτωση αυτή γνωστοποιείται τόσο στην Eurojust όσο και στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, όπως και στα κράτη μέλη που έχουν παράσχει τα δεδομένα στην Eurojust. Η Εurojust λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα ώστε να μπορεί η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες στο σύστημά της διαχείρισής υποθέσεων βάσει συστήματος αντιστοιχίας/μη αντιστοιχίας (hit/no hit).

6.   Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μπορεί να βασίζεται στη στήριξη και τους πόρους των διοικητικών υπηρεσιών της Eurojust. Για τον σκοπό αυτό, η Eurojust μπορεί να παρέχει υπηρεσίες κοινού ενδιαφέροντος στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Οι λεπτομέρειες ορίζονται με συμφωνία.

Άρθρο 51

Σχέσεις με άλλα θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης

1.   Η Eurojust συνάπτει και διατηρεί σχέσεις συνεργασίας με το ευρωπαϊκό δίκτυο κατάρτισης δικαστικών.

2.   Η OLAF συμβάλλει στο έργο συντονισμού της Eurojust όσον αφορά την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013.

3.   H Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή και Ακτοφυλακή συμβάλλει στο έργο της Eurojust μεταξύ άλλων μέσω της διαβίβασης πληροφοριών που έχουν υποβληθεί σε επεξεργασία σύμφωνα με τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που έχει δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1624 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21). Η επεξεργασία από την Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή και Ακτοφυλακή των σχετικών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διέπεται από τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725.

4.   Για τις ανάγκες της παραλαβής και της διαβίβασης των πληροφοριών μεταξύ της Eurojust και της OLAF και με την επιφύλαξη του άρθρου 8 του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη μεριμνούν προκειμένου τα εθνικά μέλη της Eurojust να θεωρούνται αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μόνον για τις ανάγκες του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013. Η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της OLAF και των εθνικών μελών δεν θίγει τις υποχρεώσεις για παροχή πληροφοριών σε άλλες αρμόδιες αρχές δυνάμει των κανονισμών αυτών.

ΤΜΗΜΑ III

Διεθνησ συνεργασια

Άρθρο 52

Σχέσεις με τις αρχές τρίτων χωρών και διεθνείς οργανισμούς

1.   Η Eurojust δημιουργεί και διατηρεί σχέσεις συνεργασίας με τις αρχές τρίτων χωρών και διεθνείς οργανισμούς.

Για τον σκοπό αυτόν, η Eurojust καταρτίζει στρατηγική συνεργασίας ανά τετραετία σε συνεννόηση με την Επιτροπή, που προσδιορίζει τις τρίτες χώρες και τους διεθνείς οργανισμούς με τους οποίους υπάρχει επιχειρησιακή ανάγκη συνεργασίας.

2.   Η Eurojust δύναται να συνάπτει ρυθμίσεις εργασίας με τους οργανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 1.

3.   Η Eurojust δύναται να ορίζει σημεία επαφής σε τρίτες χώρες με τη σύμφωνη γνώμη των ενδιαφερομένων αρμόδιων αρχών, με σκοπό τη διευκόλυνση της συνεργασίας σύμφωνα με τις επιχειρησιακές ανάγκες της Eurojust.

Άρθρο 53

Δικαστικοί σύνδεσμοι τοποθετημένοι σε τρίτες χώρες

1.   Με σκοπό τη διευκόλυνση της δικαστικής συνεργασίας με τρίτες χώρες σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η Eurojust παρέχει συνδρομή σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, το συλλογικό όργανο μπορεί να τοποθετεί δικαστικούς συνδέσμους σε τρίτη χώρα, με την επιφύλαξη ρύθμισης εργασίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 47 παράγραφος 3, με τις αρμόδιες αρχές της εν λόγω τρίτης χώρας.

2.   Τα καθήκοντα των δικαστικών συνδέσμων περιλαμβάνουν κάθε δραστηριότητα προορισμένη να ενθαρρύνει και να επισπεύδει κάθε μορφή δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, ιδίως με την εγκαθίδρυση άμεσων σχέσεων με τις αρμόδιες αρχές στην ενδιαφερόμενη τρίτη χώρα. Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, οι δικαστικοί σύνδεσμοι δύνανται να ανταλλάσσουν επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα με τις αρμόδιες αρχές της ενδιαφερόμενης τρίτης χώρας σύμφωνα με το άρθρο 56.

3.   Ο δικαστικός σύνδεσμος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 διαθέτει εμπειρία εργασίας με την Eurojust και επαρκή γνώση της δικαστικής συνδρομής και του τρόπου λειτουργίας της Eurojust. Για την τοποθέτηση προσώπου ως δικαστικού συνδέσμου εξ ονόματος της Eurojust, απαιτείται η προηγούμενη συγκατάθεση του δικαστή και του κράτους μέλους του.

4.   Εάν ο δικαστικός σύνδεσμος που έχει τοποθετηθεί από την Eurojust επιλέγεται μεταξύ εθνικών μελών, αναπληρωτών ή βοηθών:

α)

το οικείο κράτος μέλος τον αντικαθιστά στα καθήκοντά του ως εθνικό μέλος, αναπληρωτής ή βοηθός·

β)

παύει να έχει το δικαίωμα άσκησης των εξουσιών που του παρέχονται δυνάμει του άρθρου 8.

5.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, το συλλογικό όργανο θεσπίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις για την τοποθέτηση δικαστικών συνδέσμων, μεταξύ άλλων για το επίπεδο των αποδοχών τους. Το συλλογικό όργανο θεσπίζει τις αναγκαίες σχετικές ρυθμίσεις σε διαβούλευση με την Επιτροπή.

6.   Οι δραστηριότητες των δικαστικών συνδέσμων που τοποθετούνται από την Eurojust υπόκεινται στην εποπτεία του ΕΕΠΔ. Οι δικαστικοί σύνδεσμοι υποβάλλουν έκθεση στο συλλογικό όργανο, το οποίο ενημερώνει δεόντως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για τις δραστηριότητές τους στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσης. Οι δικαστικοί σύνδεσμοι ενημερώνουν τα εθνικά μέλη και τις αρμόδιες εθνικές αρχές για όλες τις υποθέσεις που αφορούν το κράτος μέλος τους.

7.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και οι δικαστικοί σύνδεσμοι που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν να έρχονται σε άμεση επαφή. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο δικαστικός σύνδεσμος ενημερώνει το οικείο εθνικό μέλος για τις επαφές αυτές.

8.   Οι δικαστικοί σύνδεσμοι που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι συνδεδεμένοι με το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων.

Άρθρο 54

Αιτήσεις δικαστικής συνεργασίας από και προς τρίτες χώρες

1.   Η Eurojust δύναται, με τη συμφωνία των ενδιαφερομένων κρατών μελών, να συντονίζει την εκτέλεση αιτήσεων δικαστικής συνεργασίας που εκδίδονται από τρίτη χώρα όταν οι αιτήσεις αυτές απαιτούν την εκτέλεση τους σε δύο τουλάχιστον κράτη μέλη ως μέρος της ίδιας έρευνας. Οι εν λόγω αιτήσεις μπορούν επίσης να διαβιβάζονται στην Eurojust από αρμόδια εθνική αρχή.

2.   Σε επείγουσες περιπτώσεις και σύμφωνα με το άρθρο 19, το σύστημα επιφυλακής συντονισμού μπορεί να παραλαμβάνει και να διαβιβάζει τις αιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, εάν έχουν εκδοθεί από τρίτη χώρα η οποία έχει συνάψει συμφωνία συνεργασίας ή ρύθμιση εργασίας με την Eurojust.

3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 3 παράγραφος 5, όταν υποβάλλονται από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος αιτήσεις δικαστικής συνεργασίας που αφορούν την ίδια έρευνα και απαιτούν εκτέλεση σε τρίτη χώρα, η Eurojust διευκολύνει τη δικαστική συνεργασία με την εν λόγω τρίτη χώρα.

ΤΜΗΜΑ IV

Διαβιβασεισ δεδομενων προσωπικου χαρακτηρα

Άρθρο 55

Διαβίβαση επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης

1.   Με την επιφύλαξη περαιτέρω περιορισμών δυνάμει του παρόντος κανονισμού, ιδίως του άρθρου 21 παράγραφος 8, του άρθρου 47 παράγραφος 5 και του άρθρου 76, η Eurojust διαβιβάζει μόνο επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε άλλο θεσμικό ή λοιπό όργανο ή οργανισμό της Ένωσης εφόσον τα δεδομένα είναι αναγκαία για τη νόμιμη εκτέλεση καθηκόντων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του άλλου θεσμικού ή λοιπού οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης.

2.   Όταν τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαβιβάζονται κατόπιν αίτησης άλλου θεσμικού και λοιπού οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης, υπεύθυνοι τη νομιμότητα της διαβίβασης είναι τόσο ο υπεύθυνος της επεξεργασίας όσο και ο αποδέκτης.

Η Eurojust υποχρεούται να ελέγχει την αρμοδιότητα του άλλου θεσμικού και λοιπού οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης και να αξιολογεί προσωρινά την αναγκαιότητα διαβίβασης των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Εάν ανακύπτουν αμφιβολίες ως προς την αναγκαιότητα της διαβίβασης αυτής, η Eurojust ζητεί περαιτέρω πληροφορίες από τον αποδέκτη.

Το άλλο θεσμικό και λοιπό όργανο ή οργανισμός της Ένωσης μεριμνά ώστε η αναγκαιότητα της διαβίβασης των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα να μπορεί να επαληθεύεται μεταγενέστερα.

3.   Το άλλο θεσμικό και λοιπό όργανο ή οργανισμός της Ένωσης επεξεργάζεται τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μόνον για τους σκοπούς που αιτιολογούν τη διαβίβασή τους.

Άρθρο 56

Γενικές αρχές που διέπουν τις διαβιβάσεις επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς

1.   Η Eurojust δύναται να διαβιβάζει επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό, με την επιφύλαξη τήρησης των ισχυόντων κανόνων προστασίας δεδομένων και των άλλων διατάξεων του παρόντος κανονισμού, και μόνον εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η διαβίβαση είναι απαραίτητη για την άσκηση των καθηκόντων της Eurojust·

β)

η αρχή στην τρίτη χώρα ή ο διεθνής οργανισμός στον οποίον διαβιβάζονται τα προσωπικά επιχειρησιακά δεδομένα έχει αρμοδιότητα στην επιβολή του νόμου και σε ποινικά θέματα·

γ)

εάν τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που πρέπει να διαβιβαστούν βάσει του παρόντος άρθρου διαβιβάστηκαν ή διατέθηκαν στην Eurojust από κράτος μέλος, η Eurojust λαμβάνει εκ των προτέρων έγκριση για τη διαβίβαση από την οικεία αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, εκτός εάν το κράτος μέλος έχει χορηγήσει έγκριση για τις εν λόγω διαβιβάσεις με γενικούς όρους ή την εξάρτησε από ειδικές προϋποθέσεις·

δ)

σε περίπτωση περαιτέρω διαβίβασης σε άλλη τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό από τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό, η Eurojust ζητά από τη διαβιβάζουσα τρίτη χώρα ή τον διεθνή οργανισμό να λάβει την προηγούμενη συγκατάθεση της Eurojust για αυτήν την περαιτέρω διαβίβαση.

Η Eurojust παρέχει συγκατάθεση κατά το στοιχείο δ) μόνο με την προηγούμενη εξουσιοδότηση του κράτους μέλους από το οποίο προέρχονται τα δεδομένα και αφού λάβει δεόντως υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες, μεταξύ άλλων τη βαρύτητα του ποινικού αδικήματος, τον σκοπό για τον οποίο διαβιβάστηκαν αρχικά τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και το επίπεδο προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην τρίτη χώρα ή τον διεθνή οργανισμό στον οποίο θα διαβιβαστούν περαιτέρω τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

2.   Με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Eurojust δύναται να διαβιβάζει επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό μόνον όταν ισχύει ένα από τα ακόλουθα:

α)

η Επιτροπή έχει αποφασίσει βάσει του άρθρου 57 ότι η εν λόγω τρίτη χώρα ή ο εν λόγω διεθνής οργανισμός διασφαλίζουν επαρκές επίπεδο προστασίας ή, αν δεν υπάρχει τέτοια απόφαση περί επάρκειας, εφόσον έχουν παρασχεθεί ή υπάρχουν κατάλληλες εγγυήσεις βάσει του άρθρου 58 παράγραφος 1, ή, σε περίπτωση που δεν υπάρχουν ούτε απόφαση περί επάρκειας ούτε τέτοιες κατάλληλες εγγυήσεις, ισχύουν παρεκκλίσεις για ειδικές καταστάσεις βάσει του άρθρου 59 παράγραφος 1,

β)

έχει συναφθεί, πριν από τις 12 Δεκεμβρίου 2019, συμφωνία συνεργασίας που επιτρέπει την ανταλλαγή επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ της Eurojust και της εν λόγω τρίτης χώρας ή του εν λόγω διεθνούς οργανισμού, σύμφωνα με το άρθρο 26α της απόφασης 2002/187/ΔΕΥ· ή

γ)

έχει συναφθεί διεθνής συμφωνία μεταξύ της Ένωσης και της τρίτης χώρας ή του διεθνούς οργανισμού δυνάμει του άρθρου 218 ΣΛΕΕ η οποία παρέχει επαρκείς εγγυήσεις όσον αφορά την προστασία της ιδιωτικής ζωής και των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των προσώπων.

3.   Οι ρυθμίσεις εργασίας που προβλέπονται στο άρθρο 47 παράγραφος 3 μπορούν να χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό λεπτομερών κανόνων εφαρμογής των συμφωνιών ή αποφάσεων περί επάρκειας κατά την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

4.   Η Eurojust δύναται σε επείγουσες περιπτώσεις να διαβιβάσει επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα χωρίς προηγούμενη συγκατάθεση κράτους μέλους σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο γ) μόνον εφόσον η διαβίβαση των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι αναγκαία προς αποτροπή άμεσης και σοβαρής απειλής για τη δημόσια ασφάλεια κράτους μέλους ή τρίτης χώρας ή για τα ουσιώδη συμφέροντα κράτους μέλους, και η προηγούμενη συγκατάθεση δεν μπορεί να ληφθεί εγκαίρως. Η αρχή που είναι υπεύθυνη για τη χορήγηση της προηγούμενης συγκατάθεσης ενημερώνεται αμελλητί.

5.   Κράτη μέλη και θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης δεν διαβιβάζουν επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν λάβει από την Eurojust περαιτέρω προς τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό. Κατ’ εξαίρεση, μπορούν να πραγματοποιήσουν τέτοια διαβίβαση σε περιπτώσεις που η Eurojust έχει δώσει τη συγκατάθεσή της για αυτήν, αφού έλαβε δεόντως υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες, μεταξύ άλλων τη βαρύτητα του ποινικού αδικήματος, τον σκοπό για τον οποίο διαβιβάστηκαν αρχικά τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και το επίπεδο προστασίας των δεδομένων στην τρίτη χώρα ή τον διεθνή οργανισμό στον οποίο διαβιβάζονται περαιτέρω τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

6.   Τα άρθρα 57, 58 και 59 εφαρμόζονται με σκοπό να διασφαλίζεται ότι δεν υπονομεύεται το επίπεδο προστασίας των φυσικών προσώπων που εγγυώνται ο παρών κανονισμός και το δίκαιο της Ένωσης.

Άρθρο 57

Διαβιβάσεις βάσει απόφασης περί επάρκειας

Η Eurojust δύναται να διαβιβάζει επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό εφόσον η Επιτροπή αποφασίσει σύμφωνα με το άρθρο 36 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 ότι εξασφαλίζεται επαρκές επίπεδο προστασίας από την εν λόγω τρίτη χώρα, από εδαφική περιοχή ή από έναν ή περισσότερους συγκεκριμένους τομείς στην εν λόγω τρίτη χώρα ή από τον εν λόγω διεθνή οργανισμό.

Άρθρο 58

Διαβιβάσεις που υπόκεινται σε κατάλληλες εγγυήσεις

1.   Ελλείψει απόφασης περί επάρκειας, η Eurojust δύναται να διαβιβάζει επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό εφόσον:

α)

παρέχονται κατάλληλες εγγυήσεις όσον αφορά την προστασία επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε νομικά δεσμευτική πράξη· ή

β)

η Eurojust αξιολόγησε όλες τις περιστάσεις που περιβάλλουν τη διαβίβαση επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν κατάλληλες εγγυήσεις όσον αφορά την προστασία των επιχειρησιακών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

2.   Η Eurojust ενημερώνει τον ΕΕΠΔ σχετικά με τις κατηγορίες διαβιβάσεων που προβλέπονται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1.

3.   Όταν η διαβίβαση βασίζεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1, η εν λόγω διαβίβαση τεκμηριώνεται και η τεκμηρίωση τίθεται στη διάθεση του ΕΕΠΔ κατόπιν αιτήματος. Η τεκμηρίωση περιλαμβάνει αρχείο με την ημερομηνία και ώρα της διαβίβασης και πληροφορίες σχετικά με την αποδέκτρια αρμόδια αρχή, με την αιτιολόγηση της διαβίβασης και με τα διαβιβαζόμενα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

Άρθρο 59

Παρεκκλίσεις για ειδικές καταστάσεις

1.   Ελλείψει απόφασης περί επάρκειας, ή κατάλληλων εγγυήσεων σύμφωνα με το άρθρο 58, η Eurojust μπορεί να διαβιβάζει επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό μόνον εφόσον η διαβίβαση είναι αναγκαία:

α)

για την προστασία των ζωτικών συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου προσώπου·

β)

για την προστασία έννομων συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων·

γ)

για την πρόληψη άμεσης και σοβαρής απειλής για τη δημόσια ασφάλεια κράτους μέλους ή τρίτης χώρας· ή

δ)

σε μεμονωμένες περιπτώσεις για την άσκηση των καθηκόντων της Eurojust, εκτός εάν η Eurojust κρίνει ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες του σχετικού υποκειμένου των δεδομένων υπερισχύουν του δημόσιου συμφέροντος για τη διαβίβαση.

2.   Όταν η διαβίβαση βασίζεται στην παράγραφο 1, η εν λόγω διαβίβαση τεκμηριώνεται και η τεκμηρίωση τίθεται στη διάθεση του ΕΕΠΔ κατόπιν αιτήματος. Η τεκμηρίωση περιλαμβάνει αρχείο με την ημερομηνία και ώρα της διαβίβασης και πληροφορίες σχετικά με την αποδέκτρια αρμόδια αρχή, με την αιτιολόγηση της διαβίβασης και με τα διαβιβαζόμενα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 60

Προϋπολογισμός

1.   Για κάθε οικονομικό έτος, το οποίο συμπίπτει με το ημερολογιακό έτος, καταρτίζονται προβλέψεις όλων των εσόδων και των δαπανών της Eurojust οι οποίες εγγράφονται στον προϋπολογισμό της.

2.   Ο προϋπολογισμός της Eurojust είναι ισοσκελισμένος ως προς τα έσοδα και τις δαπάνες.

3.   Με την επιφύλαξη άλλων πόρων, τα έσοδα της Eurojust προέρχονται από:

α)

συνεισφορά της Ένωσης, η οποία εγγράφεται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης·

β)

τυχόν οικειοθελή οικονομική συνεισφορά από τα κράτη μέλη·

γ)

χρεώσεις για δημοσιεύσεις και τυχόν άλλες υπηρεσίες που παρέχονται από την Eurojust·

δ)

ad hoc επιχορηγήσεις.

4.   Οι δαπάνες της Eurojust περιλαμβάνουν τις αμοιβές του προσωπικού, διοικητικές δαπάνες και δαπάνες υποδομής και έξοδα λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδότησης των κοινών ομάδων έρευνας.

Άρθρο 61

Κατάρτιση του προϋπολογισμού

1.   Κάθε έτος, ο διοικητικός διευθυντής καταρτίζει σχέδιο κατάστασης προβλέψεων των εσόδων και δαπανών της Eurojust για το επόμενο οικονομικό έτος, το οποίο περιλαμβάνει και πίνακα προσωπικού, και το διαβιβάζει στο εκτελεστικό συμβούλιο. Το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο και άλλα δίκτυα της Ένωσης τα οποία συμμετέχουν στη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις κατά το άρθρο 48 συμμετέχουν, εγκαίρως προτού διαβιβαστεί η πρόβλεψη στην Επιτροπή, στα τμήματα που αφορούν τις δραστηριότητές τους.

2.   Βάσει του σχεδίου κατάστασης προβλέψεων, το εκτελεστικό συμβούλιο εξετάζει το προσωρινό σχέδιο των προβλεπομένων εσόδων και των δαπανών της Eurojust για το επόμενο οικονομικό έτος, το οποίο διαβιβάζεται στο συλλογικό όργανο προς έγκριση.

3.   Το προσωρινό σχέδιο προβλέψεων των εσόδων και των δαπανών της Eurojust διαβιβάζεται στην Επιτροπή μέχρι τις 31 Ιανουαρίου κάθε έτους. Η Eurojust διαβιβάζει το τελικό σχέδιο προβλέψεων, το οποίο περιλαμβάνει σχέδιο του πίνακα προσωπικού, στην Επιτροπή μέχρι τις 31 Μαρτίου του ίδιου έτους.

4.   Η Επιτροπή διαβιβάζει την κατάσταση προβλέψεων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο (αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή) μαζί με το σχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης.

5.   Βάσει της κατάστασης προβλέψεων, η Επιτροπή εγγράφει στο σχέδιο γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης τις προβλέψεις που κρίνει αναγκαίες για τον πίνακα προσωπικού και το ποσό της συνεισφοράς από τον γενικό προϋπολογισμό, και καταθέτει το σχέδιο αυτό στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή σύμφωνα με τα άρθρα 313 και 314 ΣΛΕΕ.

6.   Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει τις πιστώσεις για τη συνεισφορά της Ένωσης προς την Eurojust.

7.   Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει τον πίνακα προσωπικού της Eurojust. Ο προϋπολογισμός της Eurojust εγκρίνεται από το συλλογικό όργανο. Καθίσταται οριστικός μετά την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης. Εφόσον κριθεί αναγκαίο, ο προϋπολογισμός της Eurojust αναπροσαρμόζεται δεόντως από το συλλογικό όργανο.

8.   Για κάθε έργο ακινήτων που είναι πιθανό να έχει σημαντικές επιπτώσεις στον προϋπολογισμό της Eurojust ισχύει το άρθρο 88 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1271/2013 της Επιτροπής (22).

Άρθρο 62

Εκτέλεση του προϋπολογισμού

Ο διοικητικός διευθυντής ενεργεί ως διατάκτης της Eurojust και εκτελεί τον προϋπολογισμό της Eurojust που εμπίπτει στην αρμοδιότητά του, εντός των ορίων που προβλέπονται στον προϋπολογισμό.

Άρθρο 63

Απόδοση λογαριασμών και απαλλαγή

1.   Ο υπόλογος της Eurojust διαβιβάζει τους προσωρινούς λογαριασμούς για το οικονομικό έτος (έτος Ν) στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο μέχρι την 1η Μαρτίου του επόμενου οικονομικού έτους (έτος Ν+1).

2.   Η Eurojust διαβιβάζει την έκθεση σχετικά με τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση για το έτος Ν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο μέχρι τις 31 Μαρτίου του έτους Ν+1.

3.   Ο υπόλογος της Επιτροπής διαβιβάζει τους προσωρινούς λογαριασμούς της Eurojust για το έτος Ν, αφού τους έχει ενοποιήσει με τους λογαριασμούς της Επιτροπής, στο Ελεγκτικό Συνέδριο μέχρι τις 31 Μαρτίου του έτους Ν+1.

4.   Σύμφωνα με το άρθρο 246 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046, το Ελεγκτικό Συνέδριο διατυπώνει τις παρατηρήσεις του επί των προσωρινών λογαριασμών της Eurojust έως την 1η Ιουνίου του έτους Ν+1.

5.   Μετά την παραλαβή των παρατηρήσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τους προσωρινούς λογαριασμούς της Eurojust δυνάμει του άρθρου 246 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046, ο διοικητικός διευθυντής καταρτίζει τους οριστικούς λογαριασμούς της Eurojust που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του και τους διαβιβάζει προς γνωμοδότηση στο εκτελεστικό συμβούλιο.

6.   Το εκτελεστικό συμβούλιο γνωμοδοτεί επί των οριστικών λογαριασμών της Eurojust.

7.   Ο διοικητικός διευθυντής αποστέλλει, μέχρι την 1η Ιουλίου του έτους Ν+1, τους οριστικούς λογαριασμούς για το έτος Ν, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στο Ελεγκτικό Συνέδριο, μαζί με τη γνωμοδότηση του εκτελεστικού συμβουλίου.

8.   Οι οριστικοί λογαριασμοί για το έτος Ν δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέχρι τις 15 Νοεμβρίου του έτους Ν+1.

9.   Ο διοικητικός διευθυντής αποστέλλει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση στις παρατηρήσεις του έως τις 30 Σεπτεμβρίου για το έτος Ν+1. Ο διοικητικός διευθυντής αποστέλλει επίσης την ίδια απάντηση στο εκτελεστικό συμβούλιο και στην Επιτροπή.

10.   Κατόπιν αιτήσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο διοικητικός διευθυντής υποβάλλει σε αυτό κάθε πληροφορία που είναι αναγκαία για την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας απαλλαγής για το συγκεκριμένο οικονομικό έτος σύμφωνα με το άρθρο 261 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046.

11.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη σύσταση του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, απαλλάσσει τον διοικητικό διευθυντή, πριν από τις 15 Μαΐου του έτους Ν+2, από την ευθύνη εκτέλεσης του προϋπολογισμού για το έτος Ν.

12.   Η απαλλαγή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού της Eurojust χορηγείται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατόπιν σύστασης του Συμβουλίου ακολουθώντας διαδικασία συγκρίσιμη προς εκείνη που προβλέπεται στο άρθρο 319 ΣΛΕΕ και στα άρθρα 260, 261 και 262 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046, βασίζεται δε στην έκθεση λογιστικού ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Σε περίπτωση που το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αρνηθεί τη χορήγηση απαλλαγής έως τις 15 Μαΐου του έτους Ν+2, ο διοικητικός διευθυντής καλείται να εξηγήσει τη θέση του στο συλλογικό όργανο, το οποίο λαμβάνει την τελική του απόφαση επί της θέσης του διοικητικού διευθυντή σε συνάρτηση με τις περιστάσεις.

Άρθρο 64

Δημοσιονομικοί κανόνες

1.   Το εκτελεστικό συμβούλιο θεσπίζει τους δημοσιονομικούς κανόνες που διέπουν την Eurojust, σύμφωνα με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1271/2013 αφού έχει ζητήσει τη γνώμη της Επιτροπής. Οι εν λόγω δημοσιονομικοί κανόνες δεν παρεκκλίνουν από τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1271/2013 παρά μόνον εάν η παρέκκλιση αυτή επιβάλλεται λόγω των ειδικών αναγκών λειτουργίας της Eurojust και έχει προηγουμένως συμφωνήσει η Επιτροπή.

Όσον αφορά τη χρηματοδοτική στήριξη σε δραστηριότητες κοινών ομάδων έρευνας, η Eurojust και η Ευρωπόλ καθορίζουν από κοινού τους κανόνες και τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων εξετάζονται οι αιτήσεις στήριξης.

2.   Η Ευρωπόλ μπορεί να χορηγεί επιχορηγήσεις για την εκπλήρωση των καθηκόντων της, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1. Επιχορηγήσεις προβλεπόμενες για καθήκοντα βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο στ) μπορούν να χορηγούνται στα κράτη μέλη χωρίς πρόσκληση υποβολής προτάσεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

Άρθρο 65

Γενικές διατάξεις

1.   Στο προσωπικό της Eurojust εφαρμόζονται ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης και το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, καθώς και οι κανόνες που εκδίδονται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των οργάνων της Ένωσης για την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού.

2.   Το προσωπικό της Eurojust προσλαμβάνεται σύμφωνα με τους κανόνες και τους κανονισμούς που ισχύουν για τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης, λαμβανομένων υπόψη όλων των κριτηρίων που αναφέρονται στο άρθρο 27 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, περιλαμβανομένης της γεωγραφικής κατανομής τους.

Άρθρο 66

Αποσπασμένοι εθνικοί εμπειρογνώμονες και λοιπό προσωπικό

1.   Πέραν του δικού της προσωπικού, η Eurojust δύναται να αξιοποιεί αποσπασμένους εθνικούς εμπειρογνώμονες ή λοιπό προσωπικό του οποίου η Eurojust δεν είναι εργοδότης.

2.   Το συλλογικό όργανο εκδίδει απόφαση για τη θέσπιση κανόνων σχετικά με την απόσπαση εθνικών εμπειρογνωμόνων στην Eurojust και σχετικά με τη χρήση λοιπού προσωπικού, ιδίως με σκοπό την αποφυγή τυχόν συγκρούσεων συμφερόντων.

3.   Η Eurojust λαμβάνει τα κατάλληλα διοικητικά μέτρα, μεταξύ άλλων μέσω στρατηγικών κατάρτισης και πρόληψης, για την αποφυγή φαινομένων σύγκρουσης συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένων συγκρούσεων συμφερόντων που σχετίζονται με ζητήματα μετά την έξοδο από την υπηρεσία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΥΠΟΒΟΛΗ ΕΚΘΕΣΕΩΝ

Άρθρο 67

Συμμετοχή των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και των εθνικών κοινοβουλίων

1.   Η Eurojust διαβιβάζει την ετήσια έκθεσή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και τα εθνικά κοινοβούλια, που μπορούν να διατυπώνουν παρατηρήσεις και συμπεράσματα.

2.   Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος της Eurojust μετά την εκλογή του προβαίνει σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής ή των αρμόδιων επιτροπών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και απαντά σε ερωτήσεις των βουλευτών του. Στις εν λόγω συζητήσεις δεν γίνονται άμεσες ή έμμεσες αναφορές σε συγκεκριμένες δράσεις που αφορούν ειδικές επιχειρησιακές υποθέσεις.

3.   Ο πρόεδρος της Eurojust προσέρχεται μία φορά το έτος για την από κοινού αξιολόγηση των δραστηριοτήτων της Eurojust από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα εθνικά κοινοβούλια στο πλαίσιο μιας διακοινοβουλευτικής συνεδρίασης επιτροπών, προκειμένου να συζητήσει τις τρέχουσες δραστηριότητες της Eurojust και να παρουσιάσει την ετήσια έκθεσή της ή άλλα βασικά έγγραφα της Eurojust.

Στις εν λόγω συζητήσεις δεν γίνονται άμεσες ή έμμεσες αναφορές σε συγκεκριμένες δράσεις που αναλαμβάνονται σε σχέση με ειδικές επιχειρησιακές υποθέσεις.

4.   Πέραν των λοιπών υποχρεώσεων ενημέρωσης και διαβούλευσης που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, η Eurojust γνωστοποιεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στα εθνικά κοινοβούλια, στις αντίστοιχες επίσημες γλώσσες τους:

α)

τα αποτελέσματα των μελετών και των στρατηγικών έργων που έχουν εκπονηθεί και παραγγελθεί από την Eurojust·

β)

τα έγγραφα προγραμματισμού κατά το άρθρο 15·

γ)

τις συμφωνίες συνεργασίας που έχουν συναφθεί με τρίτα μέρη.

Άρθρο 68

Γνώμες σχετικά με προτεινόμενες νομοθετικές πράξεις

Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη που ασκούν τα δικαιώματά τους βάσει του άρθρου 76 στοιχείο β) ΣΛΕΕ δύνανται να ζητήσουν τη γνώμη της Eurojust σχετικά με όλες τις προτεινόμενες νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 76 ΣΛΕΕ.

Άρθρο 69

Αξιολόγηση και επανεξέταση

1.   Έως τις 13 Δεκεμβρίου 2024, και ανά πενταετία εφεξής, η Επιτροπή αναθέτει αξιολόγηση της εφαρμογής και των επιπτώσεων του παρόντος κανονισμού, καθώς και της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας της Eurojust και των εργασιακών πρακτικών της. Το συλλογικό όργανο συμμετέχει στην αξιολόγηση. Ειδικότερα, η αξιολόγηση δύναται να εξετάζει την ενδεχόμενη ανάγκη τροποποίησης των στόχων της Eurojust και τις δημοσιονομικές επιπτώσεις μιας τέτοιας τροποποίησης.

2.   Η Επιτροπή διαβιβάζει την έκθεση αξιολόγησης μαζί με τα συμπεράσματά της επί της έκθεσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στα εθνικά κοινοβούλια, στο Συμβούλιο και στο συλλογικό όργανο. Τα πορίσματα της αξιολόγησης δημοσιοποιούνται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX

ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 70

Προνόμια και ασυλίες

Το πρωτόκολλο αριθ. 7 περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που προσαρτάται στην ΣΕΕ και την ΣΛΕΕ εφαρμόζεται στην Eurojust και στο προσωπικό της.

Άρθρο 71

Γλωσσικό καθεστώς

1.   Η Eurojust υπόκειται στις διατάξεις του κανονισμού αριθ. 1 του Συμβουλίου (23).

2.   Το συλλογικό όργανο αποφασίζει για το εσωτερικό γλωσσικό καθεστώς της Eurojust με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του.

3.   Οι μεταφραστικές υπηρεσίες που απαιτούνται για τη λειτουργία τής Eurojust παρέχονται από το Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως θεσπίσθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2965/94 του Συμβουλίου (24), εκτός αν η μη διαθεσιμότητα του Μεταφραστικού Κέντρου απαιτεί την εξεύρεση άλλων λύσεων.

Άρθρο 72

Εμπιστευτικότητα

1.   Τα εθνικά μέλη και οι αναπληρωτές και οι βοηθοί τους που αναφέρονται στο άρθρο 7, το προσωπικό της Eurojust, οι εθνικοί ανταποκριτές, οι αποσπασμένοι εθνικοί εμπειρογνώμονες, οι δικαστικοί σύνδεσμοι, ο υπεύθυνος προστασίας των δεδομένων και τα μέλη και το προσωπικό του ΕΕΠΔ έχουν υποχρέωση εμπιστευτικότητας όσον αφορά τυχόν πληροφορίες που έχουν περιέλθει σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

2.   Η υποχρέωση εμπιστευτικότητας ισχύει για όλα τα πρόσωπα και τους οργανισμούς που καλούνται να συνεργασθούν με την Eurojust.

3.   Η υποχρέωση εμπιστευτικότητας παραμένει και μετά τη λήξη των καθηκόντων τους ή της σύμβασης εργασίας τους και μετά τη λήξη των δραστηριοτήτων των προσώπων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

4.   Η υποχρέωση εμπιστευτικότητας ισχύει για όλες τις πληροφορίες που λαμβάνονται από την Eurojust ή ανταλλάσσονται με αυτήν, εκτός εάν αυτές έχουν ήδη νομίμως δημοσιοποιηθεί ή είναι διαθέσιμες στο κοινό.

Άρθρο 73

Όροι εμπιστευτικότητας των εθνικών διαδικασιών

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 21 παράγραφος 3, όταν οι πληροφορίες λαμβάνονται ή ανταλλάσσονται μέσω της Eurojust, η αρχή του κράτους μέλους που παρέσχε τις πληροφορίες δύναται να ορίζει τις προϋποθέσεις, σύμφωνα με το εθνικό της δίκαιο, για τη χρήση των εν λόγω πληροφοριών στις εθνικές διαδικασίες από την αρχή που τις παραλαμβάνει.

2.   Η αρχή του κράτους μέλους που λαμβάνει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεσμεύεται από τους όρους αυτούς.

Άρθρο 74

Διαφάνεια

1.   Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25) εφαρμόζεται στα έγγραφα που έχει στην κατοχή της η Eurojust.

2.   Το εκτελεστικό συμβούλιο καταρτίζει, το αργότερο εντός έξι μηνών από την ημερομηνία της πρώτης συνεδρίασής του, τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 προς έγκριση από το συλλογικό όργανο.

3.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από την Eurojust δυνάμει του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο καταγγελίας στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή ή προσφυγής στο Δικαστήριο, υπό τους όρους που προβλέπονται στα άρθρα 228 και 263 ΣΛΕΕ, αντίστοιχα.

4.   Η Eurojust δημοσιοποιεί στον ιστότοπό της κατάλογο των μελών του εκτελεστικού της συμβουλίου και τις περιλήψεις των αποτελεσμάτων των συνεδριάσεων του εκτελεστικού συμβουλίου. Η δημοσίευση των εν λόγω περιλήψεων παραλείπεται ή περιορίζεται προσωρινά ή μόνιμα, εάν μια τέτοια δημοσίευση θα έθετε σε κίνδυνο την εκτέλεση των καθηκόντων της Eurojust, λαμβανομένων υπόψη των υποχρεώσεων εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας και του επιχειρησιακού χαρακτήρα της Eurojust.

Άρθρο 75

OLAF και Ελεγκτικό Συνέδριο

1.   Για τη διευκόλυνση της καταπολέμησης της απάτης, της διαφθοράς και άλλων παράνομων πράξεων δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013, η Eurojust εντός έξι μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, προσχωρεί στη διοργανική συμφωνία της 25ης Μαΐου 1999 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (26). Η Eurojust θεσπίζει κατάλληλες διατάξεις που εφαρμόζονται για όλα τα εθνικά μέλη, τους αναπληρωτές και βοηθούς τους, τους αποσπασμένους εθνικούς εμπειρογνώμονες και όλο το προσωπικό της Eurojust, χρησιμοποιώντας το υπόδειγμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της εν λόγω συμφωνίας.

2.   Το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει αρμοδιότητα ελέγχου βάσει παραστατικών και επιτόπιου ελέγχου, η οποία ασκείται σε όλους τους δικαιούχους, αντισυμβαλλόμενους και υπεργολάβους που έλαβαν κονδύλια της Ένωσης από την Eurojust.

3.   Η OLAF μπορεί να διενεργεί έρευνες, μεταξύ των οποίων επιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις και τις διαδικασίες που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 και τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου (27), προκειμένου να διαπιστώσει εάν έχουν διαπραχθεί παρατυπίες που επηρεάζουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης όσον αφορά δαπάνες που χρηματοδοτούνται από την Eurojust.

4.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1, 2 και 3, οι συμφωνίες συνεργασίας με τρίτες χώρες ή με διεθνείς οργανισμούς, οι συμβάσεις, οι συμφωνίες επιχορήγησης και οι αποφάσεις επιχορήγησης της Eurojust περιέχουν διατάξεις οι οποίες εξουσιοδοτούν ρητά το Ελεγκτικό Συνέδριο και την OLAF να διεξάγει λογιστικούς ελέγχους και έρευνες, σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους.

5.   Το προσωπικό της Eurojust, ο διοικητικός διευθυντής και τα μέλη του συλλογικού οργάνου και του εκτελεστικού συμβουλίου κοινοποιούν στην OLAF και στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αμελλητί και χωρίς να μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση η ευθύνη τους ως αποτέλεσμα αυτής της αποκάλυψης, οποιαδήποτε υποψία για παράτυπη ή παράνομη δραστηριότητα στο πλαίσιο των αντίστοιχων εντολών τους, που έχει υποπέσει στην αντίληψή τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 76

Κανόνες για την προστασία των ευαίσθητων μη διαβαθμισμένων πληροφοριών και των διαβαθμισμένων πληροφοριών

1.   Η Eurojust θεσπίζει εσωτερικό κανονισμό σχετικά με τη διαχείριση και την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών και την προστασία ευαίσθητων μη διαβαθμισμένων πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας και της επεξεργασίας τέτοιων πληροφοριών μέσα στην Eurojust.

2.   Η Eurojust θεσπίζει εσωτερικό κανονισμό προστασίας των διαβαθμισμένων πληροφοριών της Ένωσης, ο οποίος είναι σύμφωνος με την απόφαση 2013/488/ΕΕ του Συμβουλίου (28) προκειμένου να εξασφαλίζεται το αντίστοιχο επίπεδο προστασίας για τις εν λόγω πληροφορίες.

Άρθρο 77

Διοικητικές έρευνες

Οι διοικητικές δραστηριότητες της Eurojust υπόκεινται στον έλεγχο του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή σύμφωνα με το άρθρο 228 ΣΛΕΕ.

Άρθρο 78

Ευθύνη εκτός της ευθύνης για μη επιτρεπόμενη ή εσφαλμένη επεξεργασία δεδομένων

1.   Η συμβατική ευθύνη της Eurojust διέπεται από το δίκαιο το οποίο εφαρμόζεται στην εκάστοτε σύμβαση.

2.   Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο για τη λήψη αποφάσεων δυνάμει οποιασδήποτε ρήτρας διαιτησίας που περιλαμβάνεται σε σύμβαση που συνάπτει η Eurojust.

3.   Σε περίπτωση εξωσυμβατικής ευθύνης, η Eurojust υποχρεούται να αποκαθιστά, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στις νομοθεσίες των κρατών μελών και ασχέτως τυχόν ευθύνης δυνάμει του άρθρου 46, τις ζημίες που προξενούν η Eurojust ή το προσωπικό της κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

4.   Η παράγραφος 3 ισχύει επίσης για ζημία προκληθείσα λόγω υπαιτιότητας εθνικού μέλους, αναπληρωτή ή βοηθού κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Ωστόσο, εάν ενεργεί βάσει των εξουσιών που του έχουν χορηγηθεί σύμφωνα με το άρθρο 8, το κράτος μέλος του επιστρέφει στην Eurojust τα ποσά που η τελευταία έχει καταβάλει για την επανόρθωση της ζημίας.

5.   Αρμόδιο για την εκδίκαση των διαφορών αποζημίωσης που αναφέρονται στην παράγραφο 3 είναι το Δικαστήριο.

6.   Τα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών που είναι αρμόδια επί διαφορών οι οποίες αφορούν την ευθύνη της Eurojust όπως αναφέρεται στο παρόν άρθρο καθορίζονται με βάση τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (29).

7.   Η προσωπική ευθύνη του προσωπικού της Eurojust έναντι της Eurojust διέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις που ορίζονται στον κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και στο καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού.

Άρθρο 79

Συμφωνία σχετικά με την έδρα και όροι λειτουργίας

1.   Η έδρα της Eurojust είναι η Χάγη στις Κάτω Χώρες.

2.   Οι απαραίτητες ρυθμίσεις σχετικά με τη στέγαση της Eurojust στις Κάτω Χώρες και τις εγκαταστάσεις που πρέπει να θέσουν στη διάθεσή της οι Κάτω Χώρες, καθώς και οι ειδικοί κανόνες που ισχύουν στις Κάτω Χώρες για τον διοικητικό διευθυντή, τα μέλη του συλλογικού οργάνου, το προσωπικό της Eurojust και τα μέλη των οικογενειών τους, ορίζονται στο πλαίσιο συμφωνίας σχετικά με την έδρα η οποία συνάπτεται μεταξύ της Eurojust και των Κάτω Χωρών, μόλις ληφθεί η έγκριση του συλλογικού οργάνου.

Άρθρο 80

Μεταβατικές ρυθμίσεις

1.   Η Eurojust όπως ιδρύεται με τον παρόντα κανονισμό είναι ο γενικός νόμιμος διάδοχος όλων των συμβάσεων, υποχρεώσεων και περιουσιακών στοιχείων της Eurojust, όπως αυτή συστάθηκε με την απόφαση 2002/187/ΔΕΥ.

2.   Τα εθνικά μέλη της Eurojust όπως ιδρύθηκαν με την απόφαση 2002/187/ΔΕΥ που έχουν τοποθετηθεί από κάθε κράτος μέλος δυνάμει της ανωτέρω απόφασης αναλαμβάνουν τον ρόλο των εθνικών μελών της Eurojust δυνάμει του κεφαλαίου II τμήμα II του παρόντος κανονισμού. Η θητεία τους μπορεί να παραταθεί μία φορά δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 5 του παρόντος κανονισμού μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού και ανεξάρτητα από προηγούμενη παράταση.

3.   Ο πρόεδρος και οι αντιπρόεδροι της Eurojust όπως ιδρύθηκαν με την απόφαση 2002/187/ΔΕΥ κατά τη στιγμή της έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού αναλαμβάνουν τον ρόλο του προέδρου και των αντιπροέδρων της Eurojust δυνάμει του άρθρου 11 του παρόντος κανονισμού, μέχρι τη λήξη της θητείας τους σύμφωνα με την ανωτέρω απόφαση. Μπορούν να επανεκλεγούν για μία φορά μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού, ανεξάρτητα από προηγούμενη επανεκλογή τους.

4.   Ο διοικητικός διευθυντής που διορίστηκε τελευταίος δυνάμει του άρθρου 29 της απόφασης 2002/187/ΔΕΥ αναλαμβάνει τον ρόλο του διοικητικού διευθυντή δυνάμει του άρθρου 17 του παρόντος κανονισμού μέχρι τη λήξη της θητείας του όπως έχει καθοριστεί δυνάμει της ανωτέρω απόφασης. Η θητεία του εν λόγω διοικητικού διευθυντή μπορεί να παραταθεί μία φορά μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

5.   Ο παρών κανονισμός δεν επηρεάζει την ισχύ συμφωνιών που έχουν συναφθεί από την Eurojust, όπως αυτή συστάθηκε με την απόφαση 2002/187/ΔΕΥ. Ειδικότερα, εξακολουθούν να ισχύουν όλες οι διεθνείς συμφωνίες που έχουν συναφθεί από την Eurojust πριν από τις 12 Δεκεμβρίου 2019.

6.   Η διαδικασία απαλλαγής ως προς τους προϋπολογισμούς που εγκρίνονται βάσει του άρθρου 35 της απόφασης 2002/187/ΔΕΥ διεξάγεται σύμφωνα με τους κανόνες του άρθρου 36 αυτής.

7.   Ο κανονισμός δεν θίγει συμβάσεις εργασίας που έχουν συναφθεί σύμφωνα με το άρθρο 31 της απόφασης 2002/187/ΔΕΥ πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού. Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων που διορίστηκε τελευταία δυνάμει του άρθρου 17 της ανωτέρω απόφασης αναλαμβάνει τον ρόλο του υπευθύνου προστασίας δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 36 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 81

Αντικατάσταση και κατάργηση

1.   Η απόφαση 2002/187/ΔΕΥ αντικαθίσταται διά του παρόντος για τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από τον παρόντα κανονισμό, με έναρξη ισχύος από τις 12 Δεκεμβρίου 2019.

Ως εκ τούτου, η απόφαση 2002/187/ΔΕΥ καταργείται με ισχύ από τις 12 Δεκεμβρίου 2019

2.   Για τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από τον παρόντα κανονισμό, οι αναφορές στην απόφαση της παραγράφου 1 νοούνται ως αναφορές στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 82

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Εφαρμόζεται από τις 12 Δεκεμβρίου 2019.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Στρασβούργο, 14 Νοεμβρίου 2018.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

K. EDTSTADLER


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 4ης Οκτωβρίου 2018 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 6ης Νοεμβρίου 2018.

(2)  Απόφαση 2002/187/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με τη σύσταση της Eurojust προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση των σοβαρών μορφών εγκλήματος (ΕΕ L 63 της 6.3.2002, σ. 1).

(3)  Απόφαση 2003/659/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2003, για την τροποποίηση της απόφασης 2002/187/ΔΕΥ σχετικά με τη σύσταση της Eurojust προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση των σοβαρών μορφών εγκλήματος (ΕΕ L 245 της 29.9.2003, σ. 44.)

(4)  Απόφαση 2009/426/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, για την ενίσχυση της Eurojust και την τροποποίηση της απόφασης 2002/187/ΔΕΥ σχετικά με τη σύσταση της Eurojust προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση των σοβαρών μορφών εγκλήματος (ΕΕ L 138 της 4.6.2009, σ. 14).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ L 283 της 31.10.2017, σ. 1).

(6)  Απόφαση 2002/494/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για την ίδρυση ευρωπαϊκού δικτύου σημείων επαφής σχετικά με πρόσωπα που ευθύνονται για γενοκτονία, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου (ΕΕ L 167 της 26.6.2002, σ. 1).

(7)  Απόφαση 2007/845/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Δεκεμβρίου 2007, σχετικά με τη συνεργασία των υπηρεσιών ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων στα κράτη μέλη προς ανίχνευση και εντοπισμό προϊόντων εγκλήματος ή άλλων συναφών περιουσιακών στοιχείων (ΕΕ L 332 της 18.12.2007, σ. 103).

(8)  Απόφαση 2008/852/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 2008, για ένα δίκτυο σημείων επαφής κατά της διαφθοράς (ΕΕ L 301 της 12.11.2008, σ. 38).

(9)  Οδηγία (EE) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 89).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2018 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (βλ. σελίδα 39 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(11)  Κοινή θέση 2005/69/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Ιανουαρίου 2005, για την ανταλλαγή ορισμένων δεδομένων με την Interpol (ΕΕ L 27 της 29.1.2005, σ. 61).

(12)  Απόφαση 2007/533/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 2007, σχετικά με την εγκατάσταση, τη λειτουργία και τη χρήση του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς (SIS II) (ΕΕ L 205 της 7.8.2007, σ. 63).

(13)  Κοινή δράση του Συμβουλίου 96/277/ΔΕΥ, της 22ας Απριλίου 1996, σχετικά με ένα πλαίσιο ανταλλαγής δικαστικών συνδέσμων, με σκοπό τη βελτίωση της δικαστικής συνεργασίας των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 105 της 27.4.1996, σ. 1).

(14)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ L 193 της 30.7.2018, σ. 1).

(15)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 248 της 18.9.2013, σ. 1).

(16)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(17)  Οδηγία 2014/41/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σε ποινικές υποθέσεις (ΕΕ L 130 της 1.5.2014, σ. 1).

(18)  ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1· ελληνική ειδική έκδοση: κεφάλαιο 01 τόμος 001 σ. 108.

(19)  Απόφαση 2005/671/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 20ής Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών και τη συνεργασία όσον αφορά τα τρομοκρατικά αδικήματα (ΕΕ L 253 της 29.9.2005, σ. 22).

(20)  Απόφαση 2008/976/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με το ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο (ΕΕ L 348 της 24.12.2008, σ. 130).

(21)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1624 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, για την Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή και Ακτοφυλακή και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/399 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 863/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2007/2004 του Συμβουλίου και της απόφασης 2005/267/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 251 της 16.9.2016, σ. 1).

(22)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1271/2013 της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 2013, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού-πλαισίου για τους οργανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 208 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 328 της 7.12.2013, σ. 42).

(23)  Κανονισμός αριθ. 1 περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ 17 της 6.10.1958, σ. 385· ελληνική ειδική έκδοση: κεφάλαιο 01 τόμος 001 σ. 14).

(24)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2965/94 του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 1994 για τη δημιουργία Μεταφραστικού Κέντρου των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 314 της 7.12.1994, σ. 1).

(25)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43).

(26)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 15.

(27)  Κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου της 11ης Νοεμβρίου 1996 σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες (ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 2).

(28)  Απόφαση 2013/488/ΕΕ του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τους κανόνες ασφαλείας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ (ΕΕ L 274 της 15.10.2013, σ. 1).

(29)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 351 της 20.12.2012, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Κατάλογος μορφών σοβαρών αδικημάτων των οποίων είναι αρμόδια να επιλαμβάνεται η Eurojust σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1:

τρομοκρατία,

οργανωμένο έγκλημα,

εμπορία ναρκωτικών,

δραστηριότητες νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες,

εγκληματικές πράξεις συνδεόμενες με πυρηνικές και ραδιενεργές ουσίες,

παράνομη διακίνηση μεταναστών,

εμπορία ανθρώπων,

εγκλήματα σχετικά με μηχανοκίνητα οχήματα,

ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και βαριά σωματική βλάβη,

παράνομο εμπόριο ανθρωπίνων οργάνων και ιστών,

απαγωγή, παράνομη κατακράτηση και περιαγωγή σε ομηρία,

ρατσισμός και ξενοφοβία,

ληστεία και διακεκριμένη κλοπή,

παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών, περιλαμβανομένων των αρχαιοτήτων και των έργων τέχνης,

υπεξαίρεση και απάτη,

αδικήματα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης,

κατάχρηση εμπιστευτικών πληροφοριών και χειραγώγηση της αγοράς,

«προστασία» έναντι χρημάτων και εκβίαση,

παραποίηση/απομίμηση και πειρατεία προϊόντων,

πλαστογραφία και διακίνηση διοικητικών εγγράφων,

πλαστογραφία χρημάτων και μέσων πληρωμής,

εγκλήματα στον τομέα της πληροφορικής,

διαφθορά,

παράνομη διακίνηση όπλων, πυρομαχικών και εκρηκτικών,

παράνομο εμπόριο απειλούμενων ζωικών ειδών,

παράνομο εμπόριο απειλούμενων φυτικών ειδών και φυτικών ποικιλιών,

εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος, περιλαμβανομένης της ρύπανσης από τα πλοία,

παράνομη διακίνηση ορμονικών ουσιών και άλλων αυξητικών παραγόντων,

σεξουαλική κακοποίηση και σεξουαλική εκμετάλλευση, περιλαμβανομένης της παιδικής πορνογραφίας και της άγρας παιδιών για σεξουαλικούς σκοπούς,

γενοκτονία, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 27

1.

α)

επώνυμο, πατρικό επώνυμο γυναίκας, ονόματα και, ενδεχομένως, ψευδώνυμα ή υποκοριστικά·

β)

ημερομηνία και τόπος γέννησης·

γ)

ιθαγένεια·

δ)

φύλο·

ε)

τόπος διαμονής, επάγγελμα και τόπος όπου ενδέχεται να βρίσκεται ο ενδιαφερόμενος·

στ)

αριθμός κοινωνικής ασφάλισης ή άλλοι επίσημοι αριθμοί που χρησιμοποιούνται στα κράτη μέλη για την αναγνώριση της ταυτότητας των προσώπων, στοιχεία αδειών οδήγησης, εγγράφων ταυτότητας και διαβατηρίου, αριθμοί τελωνειακής και φορολογικής ταυτοποίησης·

ζ)

πληροφορίες σχετικά με νομικά πρόσωπα, εφόσον περιλαμβάνουν πληροφορίες για άτομα των οποίων η ταυτότητα είναι ή μπορεί να γίνει γνωστή, για τα οποία διεξάγεται έρευνα ή κατά των οποίων έχει ασκηθεί δικαστική δίωξη·

η)

στοιχεία λογαριασμών σε τράπεζες ή άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα·

θ)

περιγραφή και φύση των πράξεων που τους καταλογίζονται, ημερομηνία τέλεσης αυτών, ποινικός χαρακτηρισμός τους και πορεία των ερευνών·

ι)

γεγονότα που υποδηλώνουν τις διεθνείς επεκτάσεις της υπόθεσης·

ια)

πληροφορίες που σχετίζονται με εικαζόμενη συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση·

ιβ)

αριθμοί τηλεφώνου, διευθύνσεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, δεδομένα κίνησης και δεδομένα θέσης, καθώς και τυχόν συναφή δεδομένα που απαιτούνται για την αναγνώριση του συνδρομητή ή χρήστη·

ιγ)

δεδομένα σχετικά με τις άδειες κυκλοφορίας οχημάτων·

ιδ)

προφίλ DNA που έχουν καταρτισθεί από το μη κωδικοποιητικό τμήμα του DNA, φωτογραφίες και δακτυλικά αποτυπώματα.

2.

α)

επώνυμο, πατρικό επώνυμο γυναίκας, ονόματα και, ενδεχομένως, ψευδώνυμα ή υποκοριστικά·

β)

ημερομηνία και τόπος γέννησης·

γ)

ιθαγένεια·

δ)

φύλο·

ε)

τόπος διαμονής, επάγγελμα και τόπος όπου ενδέχεται να βρίσκεται ο ενδιαφερόμενος·

στ)

περιγραφή και φύση των αδικημάτων στο οποίο εμπλέκεται το σχετικό πρόσωπο, ημερομηνία τέλεσης των αδικημάτων, ποινικός χαρακτηρισμός τους και πορεία των ερευνών.

ζ)

αριθμός κοινωνικής ασφάλισης ή άλλοι επίσημοι αριθμοί που χρησιμοποιούνται στα κράτη μέλη για την αναγνώριση της ταυτότητας των προσώπων, άδειες οδήγησης, έγγραφα ταυτότητας και στοιχεία διαβατηρίου, αριθμοί τελωνειακής και φορολογικής ταυτοποίησης·

η)

στοιχεία λογαριασμών σε τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα·

θ)

αριθμοί τηλεφώνου, διευθύνσεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, δεδομένα κίνησης και δεδομένα θέσης, καθώς και τυχόν συναφή δεδομένα που χρειάζονται για την αναγνώριση του συνδρομητή ή χρήστη·

ι)

δεδομένα σχετικά με άδειες κυκλοφορίας οχημάτων.